EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document C:2005:067:FULL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, C 67, 18 Μάρτιος 2005


Display all documents published in this Official Journal
 

ISSN 1725-2415

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 67

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

48ό έτος
18 Μαρτίου 2005


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

I   Ανακοινώσεις

 

Ελεγκτικό Συνέδριο

2005/C 067/1

Ειδική εκθεση αριθ. 9/2004 σχετικά με τα μέτρα για τα δάση στο πλαίσιο της πολιτικής αγροτικής ανάπτυξης συνοδευόμενη από τις απαντήσεις της Επιτροπής

1

EL

 


I Ανακοινώσεις

Ελεγκτικό Συνέδριο

18.3.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 67/1


ΕΙΔΙΚΉ ΕΚΘΕΣΗ αριθ. 9/2004

σχετικά με τα μέτρα για τα δάση στο πλαίσιο της πολιτικής αγροτικής ανάπτυξης συνοδευόμενη από τις απαντήσεις της Επιτροπής

(υποβαλλόμενη βάσει του άρθρου 248 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο της συνθήκης ΕΚ)

(2005/C 67/01)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

I-XIII

ΣΥΝΟΨΗ

1-13

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1-3

Τα δάση στην ΕΕ: βασικά δεδομένα

4-6

Κοινοτική στήριξη της δασοπονίας και κοινοτική στρατηγική για τα δάση

7-10

Οικονομική στήριξη της ΕΕ για τα δάση

11-13

Ο έλεγχος του Συνεδρίου

14-22

Η ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΙ Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ

14

Νομικό πλαίσιο

15-16

Αειφορία και τρόπος εφαρμογής της

17-18

Τα κράτη μέλη ορίζουν το «δάσος» κατά διαφορετικό τρόπο

19-22

Η κατανομή της διαχείρισης της εφαρμογής της στρατηγικής για τα δάση δεν είναι σαφής

23-36

ΕΘΝΙΚΑ ΔΑΣΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ (ΕΔΠ) Ή ΙΣΟΔΥΝΑΜΑ ΜΕΣΑ

34-36

Οι πληροφορίες της Επιτροπής σχετικά με τις δράσεις για τα δάση σε επίπεδο κρατών μελών παραμένουν ελλιπείς

37-39

ΜΑΖΙΚΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ

40-42

ΈΝΑ ΠΟΛΥΠΛΟΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

40-42

Σύστημα που προξενεί δυσχέρειες στις διαχειριστικές αρχές και τους δικαιούχους

43-64

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΔΑΣΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

43-57

Δάσωση γεωργικής γης

46

Επέκταση των δασωδών εκτάσεων συμβατή με το περιβάλλον

47

Διοικητική εφαρμογή (Ασαφή κριτήρια επιλογής των σχεδίων)

48-51

Αβέβαιη επαλήθευση της προγενέστερης χρήσης γης

52

Υπολογισμός της αντιστάθμισης για την απώλεια εισοδήματος

53-56

Μη επαληθεύσιμα κριτήρια για την ιδιότητα του γεωργού

57

Αδυναμίες των επιτόπιων ελέγχων από τις εθνικές αρχές

58-64

Λοιπά δασικά μέτρα

59-61

Επιλεξιμότητα των δημόσιων εκτάσεων

62-63

Χρησιμοποίηση σημαντικών κεφαλαίων για την επανόρθωση ζημιών από φυσικές καταστροφές

64

Συμφωνία με τις διαδικασίες πρόσκλησης υποβολής προσφορών

65-76

ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΤΗΣ ΔΑΣΩΣΗΣ ΓΕΩΡΓΙΚΗΣ ΓΗΣ

65-69

Η δάσωση γεωργικής γης είναι ιδιαίτερα δαπανηρή κυρίως λόγω της αντιστάθμισης για απώλεια εισοδήματος επί εικοσαετία (οικονομία)

70-74

Το ποσοστό δάσωσης δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικό (αποτελεσματικότητα)

75

Τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να είχαν επιτευχθεί κατά αποδοτικότερο τρόπο (αποδοτικότητα)

76

Η δάσωση έχει πολύ διασκορπισμένη επίδραση

77-78

ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΔΑΣΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

79-87

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΚΑΙ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I — Κοινοτικές δράσεις σχετικά με τη δασοκομία κατά την περίοδο 1964-1999

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II — Ορισμός του δάσους στα κράτη μέλη

Απαντήσεις της Επιτροπής

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΟΡΩΝ

Δάσωση γεωργικής γης: δημιουργία νέων δασών και δασωδών εκτάσεων όπου υπήρχε πριν γεωργική γη [η εν λόγω πολιτική δάσωσης χρησιμοποιήθηκε αρχικά στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ) το 1992 ως τμήμα σειράς πολιτικών με στόχο να αποσυρθούν καλλιεργούμενες εκτάσεις από την παραγωγή τροφίμων].

ΚΓΠ: κοινή γεωργική πολιτική.

πυκνότητα κάλυψης κόμης δένδρων: Ποσοστό της έκτασης που καλύπτεται από την κάθετη προβολή της κόμης των δένδρων.

ΓΔ: Γενική Διεύθυνση.

ΕΓΤΠΕ: Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων.

Δράσεις για τα δάση: δάσωση και λοιπά δασικά μέτρα.

Δασική περιοχή: η τελική έκθεση του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με τη συνολική εκτίμηση των δασικών πόρων, που εκδόθηκε το 1995, όριζε το δάσος ως: περιοχή με 20 % πυκνότητα κάλυψης κόμης δένδρων για τις βιομηχανικές χώρες και 10 % για τις αναπτυσσόμενες χώρες.

Δασικά μέτρα: μέτρα i) για τη βελτίωση του πολυλειτουργικού ρόλου των δασών και των δασωδών εκτάσεων και την προστασία των δασών ή τη συμβολή στην αποκατάστασή τους μετά από φυσικές καταστροφές (πυρκαγιές, πλημμύρες, ισχυρούς ανέμους κ.λπ.)· ii) για τη διατήρηση και βελτίωση της οικολογικής σταθερότητας των δασών όπου αυτά διαδραματίζουν προστατευτικό και οικολογικό ρόλο δημοσίου συμφέροντος και iii) τη δάσωση μη γεωργικής γης.

Δασοπονικά σχέδια: η στήριξη της δασοκομίας στην ΕΕ βασίζεται στα εθνικά ή τοπικά δασικά προγράμματα (ή ισοδύναμα μέσα) (1). Αυτά παρέχουν πλαίσιο για την εφαρμογή της αειφόρου διαχείρισης των δασών. Αποτελούν εργαλεία σχεδιασμού, εφαρμογής και παρακολούθησης της δασοπονίας και των δραστηριοτήτων που συνδέονται με τα δάση, και παρέχουν ένα πλαίσιο για τη συνδυασμένη και συντονισμένη εφαρμογή προγραμμάτων και δραστηριοτήτων από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, βάσει αμοιβαία συμφωνημένων στόχων και στρατηγικών (2).

Μέτρα σχετικά με τις δασικές διαρθρώσεις: μέτρα που αφορούν την ανάπτυξη των δασών και τη δασοπονία, την προστασία των δασών από την ατμοσφαιρική ρύπανση και τις πυρκαγιές, καθώς και την έρευνα στον τομέα των δασών.

ΕΠ: επιχειρησιακό πρόγραμμα.

Επιτροπή Star: επιτροπή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις γεωργικές διαρθρώσεις και την αγροτική ανάπτυξη.

Αειφόρος δασοκομία: ένας ευρέως χρησιμοποιούμενος ορισμός είναι ο εξής: «ανάπτυξη η οποία ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την δυνατότητα των επόμενων γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες». Επομένως, η αειφόρος διαχείριση των δασών σημαίνει την εξεύρεση της κατάλληλης ισορροπίας μεταξύ των οικονομικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών πτυχών για την τωρινή και τις επόμενες γενιές.

Δασώδης έκταση: η τελική έκθεση του ΟΗΕ/FAO σχετικά με τη συνολική εκτίμηση των δασικών πόρων, που εκδόθηκε το 1995, όρισε για τις ανεπτυγμένες χώρες ως δασώδη έκταση τη γη που παρουσιάζει ορισμένα χαρακτηριστικά δάσους αλλά δεν είναι δάσος. Περιλαμβάνει δασικά στοιχεία υψηλότερα των 50 cm και χαμηλότερα των 7 m, που καλύπτουν περισσότερο από το 20 % περίπου της έκτασης.

ΣΥΝΟΨΗ

I.

Τα δάση και οι δασώδεις εκτάσεις καλύπτουν 136 εκατομμύρια εκτάρια (36 %) τoυ εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15. Η δασοπονία και οι βιομηχανίες που στηρίζονται στο δάσος παρέχουν απασχόληση σε 2,6 εκατομμύρια άτομα. Τα δάση και οι δασώδεις εκτάσεις παρέχουν σημαντικά περιβαλλοντικά οφέλη, όπως η διατήρηση της χλωρίδας και της πανίδας και η προστασία κατά της απερήμωσης.

II.

Μολονότι οι συνθήκες αναφέρουν ελάχιστα σχετικά με τα δάση, παρέχεται κοινοτική στήριξη στη δασοπονία από το 1964. Το 1998, το Συμβούλιο ενέκρινε κοινοτική στρατηγική για τα δάση (3), η οποία στηρίζεται σε δύο βασικές αρχές: α) η διαχείριση των δασών θα πρέπει να είναι αειφόρος (4)· β) τα δάση διαδραματίζουν πολυλειτουργικό (οικολογικό, οικονομικό και κοινωνικό) ρόλο.

III.

Από το 2000 και εξής, τα μέτρα για τα δάση, τα οποία έχουν συγκεντρωθεί σε δύο κατηγορίες δράσεων, ήτοι τη δάσωση και τα λοιπά μέτρα για τα δάση, χρηματοδοτούνται από τα κεφάλαια για την αγροτική ανάπτυξη. Οι προγραμματισμένες κοινοτικές δαπάνες σχετικά με τα δάση για την περίοδο 2000-2006 ανέρχονται σε 4,7 δισεκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων το ήμισυ για τη δάσωση γεωργικής γης και το ήμισυ για λοιπά δασικά μέτρα.

IV.

Ο έλεγχος του Συνεδρίου προσδιόρισε, αφενός, εάν τα μέτρα για τα δάση στηρίζονταν σε δασοπονικά σχέδια ή ισοδύναμα μέσα, αφετέρου, πώς τα μέτρα αυτά προγραμματίστηκαν και χρηματοδοτήθηκαν και, τέλος, πώς εφαρμόστηκαν και ποια ήταν η επίδρασή τους. Πραγματοποιήθηκαν επισκέψεις ελέγχου στην Επιτροπή και στα κύρια δικαιούχα κράτη μέλη (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Ιρλανδία και Γαλλία). Για δείγμα σχεδίων, τα οποία επελέγησαν βάσει της οικονομικής σημασίας τους και της αντιπροσωπευτικότητάς τους, πραγματοποιήθηκαν επιτόπιες επισκέψεις.

V.

Η κοινοτική στρατηγική για τα δάση προϋποθέτει ότι οι στόχοι της δασικής πολιτικής (κυρίως οικονομικοί, περιβαλλοντικοί και κοινωνικοί) είναι συμπληρωματικοί: στην πραγματικότητα είναι συχνά αντιφατικοί. Ελλείψει ορισμού για το «δάσος» που να ισχύει από κοινού, ο βαθμός επίτευξης του στόχου παρουσιάζει δυσχέρειες στην παρακολούθηση (βλέπε σημεία 15 έως 18).

VI.

Η διαχείριση της κοινοτικής στρατηγικής για τα δάση κατανέμεται μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών. Δεν υπάρχει σαφής αρμοδιότητα για την εκτίμηση του κατά πόσον τα χρηματοδοτούμενα σχέδια συμβάλλουν στην επίτευξη της κοινοτικής στρατηγικής (σημεία 19 έως 22).

VII.

Από το 2000 και εξής, ζητήθηκε από τα κράτη μέλη να βασίζουν τα μέτρα τους για τα δάση σε εθνικά ή τοπικά δασικά προγράμματα. Εντούτοις, αυτά δεν υπάρχουν πάντοτε και, όταν υπάρχουν, το περιεχόμενό τους ποικίλλει σημαντικά. Ελλείψει προγραμμάτων για τα δάση, η Επιτροπή δέχθηκε τα σχέδια αγροτικής ανάπτυξης (ΣΑΑ) και τα επιχειρησιακά προγράμματα (ΕΠ) ως ισοδύναμα προς τα εθνικά προγράμματα. Εντούτοις, η εκτίμησή τους επηρεάστηκε τόσο από την εσωτερική οργάνωση της Επιτροπής όσο και από την πίεση του χρόνου. Οι πληροφορίες της Επιτροπής σχετικά με τις δράσεις για τα δάση στα κράτη μέλη εξακολουθούν να είναι ελλιπείς (βλέπε σημεία 23 έως 36).

VIII.

Η στήριξη της δασοπονίας εφαρμόζεται με τη χρησιμοποίηση μέσων προγραμματισμού της αγροτικής ανάπτυξης αλλά παρακωλύεται από τη χρησιμοποίηση σημαντικών κεφαλαίων για τα δασικά συνοδευτικά μέτρα της ΚΓΠ, για τα οποία είχαν συναφθεί συμβάσεις κατά τα προηγούμενα έτη. Λόγω της μακράς συμβατικής διάρκειας των δράσεων στον τομέα των δασών, υπάρχει μικρό περιθώριο χειρισμών: μεγάλο μέρος των διαθέσιμων κεφαλαίων έχει ήδη χορηγηθεί στην πράξη με τη μορφή συνοδευτικών μέτρων της ΚΓΠ (βλέπε σημεία 37 έως 39).

IX.

Το ισχύον σύστημα εφαρμογής των μέτρων για τα δάση είναι πολύπλοκο. Το γεγονός αυτό προξενεί δυσχέρειες τόσο στις διαχειριστικές αρχές όσο και στους δικαιούχους (βλέπε σημεία 40 έως 42).

X.

Με τον έλεγχο διαπιστώθηκαν ορισμένες αδυναμίες στην εφαρμογή των μέτρων για τα δάση (βλέπε σημεία 43 έως 58 και 62 έως 64), όπως:

σημειώθηκαν ποικίλες ερμηνείες ως προς την παροχή προτεραιότητας σε διάφορα είδη γης προς δάσωση,

ασαφείς κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές ως προς τον τρόπο διασφάλισης της συμβατότητας με το περιβάλλον,

ασαφή κριτήρια επιλογής σχεδίων,

μη ικανοποιητικές ρυθμίσεις για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την επιλεξιμότητα ανάλογα με τη χρήση της γης, την απώλεια εισοδήματος και το εάν οι δικαιούχοι ήταν γεωργοί ή όχι,

αδυναμία των επιτόπιων ελέγχων για την επαλήθευση της ορθότητας των αιτήσεων,

ανάγκη βελτίωσης των διαδικασιών ελέγχου για την προκήρυξη των διαγωνισμών σύναψης δημοσίων συμβάσεων.

XI.

Η δάσωση που πραγματοποιούν οι δημοτικές αρχές δεν τυγχάνει ενίσχυσης για τη συντήρηση των φυταρίων και των φυτωρίων δενδρυλλίων. Καθώς ορισμένες από τις εν λόγω τοπικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι ενδέχεται να μη διαθέτουν επαρκείς οικονομικούς πόρους, υπάρχει κίνδυνος μεταγενέστερης αποτυχίας σχεδίων που έχουν λάβει σημαντικές κοινοτικές ενισχύσεις (βλέπε σημεία 59 έως 61).

XII.

Η αύξηση των δασωδών εκτάσεων μέσω της δάσωσης γεωργικής γης με τη βοήθεια ενισχύσεων είναι ιδιαίτερα δαπανηρή, κυρίως λόγω της αντιστάθμισης που καταβάλλεται για την απώλεια γεωργικού εισοδήματος επί εικοσαετία. Επιπλέον, τα αποτελέσματα δεν υπήρξαν ιδιαίτερα σημαντικά και θα μπορούσαν να είχαν επιτευχθεί με χαμηλότερο κόστος (βλέπε σημεία 65 έως 78).

XIII.

Πρέπει να αναθεωρηθούν διάφορες πτυχές του καθεστώτος στήριξης. Ιδιαίτερα, η Επιτροπή πρέπει να επανεξετάσει τον τρόπο καλύτερης στοχοθέτησης του μέτρου της δάσωσης, με χαμηλότερο κόστος για τον κοινοτικό προϋπολογισμό, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις μεταβαλλόμενες δημόσιες ανάγκες όσο και το γεγονός ότι η κοινοτική νομοθεσία δίνει επί του παρόντος έμφαση στα αειφόρα περιβαλλοντικά οφέλη (βλέπε σημεία 79 έως 87).

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τα δάση στην ΕΕ: βασικά δεδομένα

1.

Τα δάση και οι λοιπές δασώδεις εκτάσεις καλύπτουν 136 εκατομμύρια εκτάρια (5), έκταση που αντιστοιχεί στο 36 % περίπου του συνολικού εδάφους της ΕΕ. Τα δάση ευνοούν τον τουρισμό και θεωρούνται σημαντική συνιστώσα της ευρωπαϊκής φύσης, δεδομένου ότι αποτελούν το βιότοπο μεγάλης ποικιλίας θηλαστικών, πτηνών και ερπετών. Προστατεύουν από την απερήμωση και τις χιονοστιβάδες και ενεργούν ως ανεμοφράκτες.

2.

Τα δάση έχουν μεγάλη κοινωνικοοικονομική σημασία. Το 65 % περίπου των δασών είναι ιδιόκτητα, από 12 εκατομμύρια περίπου ιδιοκτήτες στην ΕΕ. Εντούτοις, η διάρθρωση της ιδιοκτησίας ποικίλλει σημαντικά στο εσωτερικό της ΕΕ. Στην Ελλάδα και την Ιρλανδία, το κράτος κατέχει τα δύο τρίτα περίπου της δασικής γης. Στο Βέλγιο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο και την Ισπανία, οι κύριοι ιδιοκτήτες δασών είναι οι τοπικές αρχές και στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης κυριαρχούν οι ιδιωτικές εκμεταλλεύσεις. Από οικονομική άποψη, η ΕΕ των 15 αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο παραγωγό χαρτιού και πριστής ξυλείας παγκοσμίως και τον τρίτο μεγαλύτερο εξαγωγέα δασικών προϊόντων. Η αξία της παραγωγής των βιομηχανιών που στηρίζονται στο δάσος ανέρχεται σε 300 δισεκατομμύρια ευρώ περίπου, ποσό που αντιστοιχεί στο 10 % της συνολικής αξίας του μεταποιητικού τομέα στην ΕΕ (5).

3.

Ο δασικός τομέας παρέχει πολυάριθμες θέσεις εργασίας, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές της ΕΕ. Σύμφωνα με την Επιτροπή (6), εκτιμάται ότι ο εν λόγω τομέας απασχολεί άμεσα 2,6 εκατομμύρια άτομα.

Κοινοτική στήριξη της δασοπονίας και κοινοτική στρατηγική για τα δάση

4.

Η ΕΕ παρέχει στήριξη στη δασοπονία από το 1964. Για περισσότερα από 30 έτη, η στήριξη αυτή συνίστατο στη βελτίωση των δασικών διαρθρώσεων και, από το 1992 και εξής, στη δάσωση γεωργικής γης. Νέα ώθηση δόθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1998, όταν το Συμβούλιο ενέκρινε ψήφισμα (7) που θέσπιζε κοινοτική στρατηγική για τα δάση.

5.

Η στρατηγική καθορίζει πλαίσιο για τις δράσεις σχετικά με τα δάση, δημιουργώντας την προοπτική ενσωμάτωσης των δασών σε άλλες πολιτικές και ενθαρρύνοντας μια συμμετοχική προσέγγιση που χαρακτηρίζεται από διαφάνεια για όλα τα «εμπλεκόμενα μέρη» (8). Η στρατηγική στηρίζεται σε διεθνείς δεσμεύσεις που είχαν αναληφθεί προγενέστερα από την Κοινότητα και τα κράτη μέλη, και επρόκειτο να εφαρμοστεί μέσω εθνικών ή περιφερειακών δασοπονικών σχεδίων.

6.

Δύο κατευθυντήριες αρχές διέπουν τη στρατηγική:

α)

η διαχείριση των δασών πρέπει να είναι αειφόρος (9),

β)

τα δάση διαδραματίζουν πολυλειτουργικό (οικολογικό, οικονομικό και κοινωνικό) ρόλο.

Οικονομική στήριξη της ΕΕ για τα δάση

7.

Περίπου 1 500 εκατομμύρια ευρώ δαπανήθηκαν κατά την περίοδο 1992 έως 1999 για τη δάσωση γεωργικής γης. Για την περίοδο 2000-2006, η κοινοτική συνεισφορά προγραμματίζεται να ανέλθει σε 2 387 εκατομμύρια ευρώ για τα μέτρα δάσωσης και σε 2 420 εκατομμύρια ευρώ για λοιπά δασικά μέτρα (10) (βλέπε πίνακα).

Image

8.

Από το 2000 και εξής, οι δαπάνες για τα δάση ενσωματώθηκαν στη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1257/1999 (11). Η στήριξη αυτή στοχεύει ιδιαίτερα στην προώθηση ενός ή περισσότερων από τους ακόλουθους στόχους (άρθρο 29):

την αειφόρο διαχείριση των δασών και την ανάπτυξη της δασοκομίας,

τη συντήρηση και βελτίωση των δασικών πόρων,

την επέκταση των δασωδών εκτάσεων.

Καθορίστηκαν δύο διαφορετικά είδη δράσεων:

α)

δάσωση (12) (άρθρο 31)·

β)

λοιπά δασικά μέτρα (13) (άρθρα 30 και 32).

9.

Το σύνολο της χρηματοδοτικής στήριξης της ΕΕ για τη δάσωση γεωργικής γης καταλογίζεται στο τμήμα Εγγυήσεων του ΕΓΤΠΕ. Η δάσωση «λοιπών» ειδών γης χρηματοδοτείται από το τμήμα Προσανατολισμού του ΕΓΤΠΕ εάν πραγματοποιείται σε περιφέρειες που περιλαμβάνονται στο «στόχο 1» (14) στο πλαίσιο των διαρθρωτικών ταμείων, και από το τμήμα Εγγυήσεων του ΕΓΤΠΕ εάν πραγματοποιείται αλλού.

10.

Τα αριθμητικά στοιχεία στον πίνακα επισημαίνουν τις διαφορετικές προσεγγίσεις της στρατηγικής που υιοθέτησαν τα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη της Βόρειας Ευρώπης (Σουηδία και Φινλανδία) διαθέτουν ήδη σημαντική δασική κάλυψη και δεν ασκούν ιδιαίτερη πολιτική δάσωσης, αλλά προτιμούν να επικεντρώνονται σε άλλες προτεραιότητες αγροτικής ανάπτυξης. Οι δαπάνες είναι υψηλότερες στην Ισπανία, Ιταλία και Πορτογαλία, χώρες οι οποίες όχι μόνον αντιμετωπίζουν σημαντικό κίνδυνο καταστροφής των δασών λόγω των πυρκαγιών και της ξηρασίας αλλά και προωθούν τα μέτρα δάσωσης για οικονομικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς λόγους.

Ο έλεγχος του Συνεδρίου

11.

Προγενέστερος έλεγχος του Συνεδρίου σχετικά με τη δάσωση γεωργικής γης (15) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αναλύσεις της επίδρασης ήταν ανεπαρκείς και υπήρχε έλλειψη αξιολογήσεων και παρακολούθησης της εφαρμογής από τα κράτη μέλη.

12.

Ο παρών έλεγχος κάλυψε τα μέτρα για τα δάση του κανονισμού για την αγροτική ανάπτυξη που συνοψίζονται στο σημείο 8 ανωτέρω (16). Οι κύριοι στόχοι του ελέγχου του Συνεδρίου ήταν να προσδιοριστεί:

εάν τα μέτρα για τα δάση στηρίζονταν σε δασοπονικά σχέδια ή ισοδύναμα μέσα,

πώς τα μέτρα αυτά προγραμματίστηκαν και χρηματοδοτήθηκαν,

πώς εφαρμόστηκαν,

ποια ήταν η επίδραση των μέτρων όσον αφορά την οικονομία, την αποδοτικότητα και την αποτελεσματικότητα.

13.

Πραγματοποιήθηκαν επισκέψεις ελέγχου στην Επιτροπή (Γενική Διεύθυνση Γεωργίας), όπου εξετάστηκαν οι πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή της στρατηγικής. Διενεργήθηκαν επίσης έλεγχοι σχετικά με τη διαχείριση των μέτρων για τα δάση και των δασοπονικών σχεδίων από τις εθνικές, περιφερειακές και τοπικές διοικητικές αρχές στα κύρια δικαιούχα κράτη μέλη (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Ιρλανδία και Γαλλία). Για 34 σχέδια, τα οποία επελέγησαν βάσει της οικονομικής τους σημασίας και της αντιπροσωπευτικότητας των μέτρων, πραγματοποιήθηκαν επιτόπιες επισκέψεις.

Η ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΙ Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ

Νομικό πλαίσιο

14.

Η συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας δεν προβλέπει κοινή δασική πολιτική, και τα άρθρα της συνθήκης ΕΚ που αφορούν την κοινή γεωργική πολιτική δεν θεσπίζουν διατάξεις σχετικά με την αγορά των δασικών προϊόντων, όπως η ξυλεία κατασκευών. Ελλείψει τέτοιων διατάξεων, οι κοινοτικές δράσεις για τα δάση έχουν αναληφθεί εφαρμόζοντας τις διατάξεις της συνθήκης ΕΚ σχετικά με άλλες πολιτικές (17).

Στο παράρτημα I συνοψίζονται οι κύριες δράσεις για τα δάση που ανελήφθησαν στο παρελθόν.

Αειφορία και τρόπος εφαρμογής της

15.

Η έννοια της αειφορίας έχει αναπτυχθεί σε διεθνείς διασκέψεις και συνδέεται κυρίως με πολιτικές δεσμεύσεις. Οι διασκέψεις του Ελσίνκι και της Λισαβόνας, το 1993 και 1998 αντίστοιχα, όρισαν με πλέον ρητό τρόπο την έννοια της αειφόρου διαχείρισης των δασών καθορίζοντας μια σειρά δεικτών παρακολούθησης. Εντούτοις, η έννοια αυτή είναι ασαφής διότι βασίζεται στην ενσωμάτωση σκοπών (κυρίως οικονομικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών) και προθέσεων (π.χ. προστασία της βιοποικιλότητας και παραγωγικότητα), που μπορεί να είναι αντιφατικοί.

16.

Φαίνεται ότι υπήρξαν σημαντικές δυσχέρειες στην επίτευξη της κατάλληλης ισορροπίας μεταξύ των οικονομικών, οικολογικών και κοινωνικών σκοπών. Τα ενδιαφερόμενα μέρη ορίζουν την ισορροπία με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με τα δικά τους συμφέροντα, και υπάρχουν συγκρούσεις μεταξύ των εν λόγω εμπλεκόμενων μερών. Σε ένα κράτος μέλος στο οποίο πραγματοποιήθηκε επίσκεψη, ασκήθηκε έντονη κριτική κατά της πολιτικής από περιβαλλοντικούς ΜΚΟ που ισχυρίστηκαν ότι αυτή επικεντρώνεται υπερβολικά στις οικονομικές πτυχές χωρίς να λαμβάνει επαρκώς υπόψη την ανάγκη διατήρησης της βιοποικιλότητας. Άλλα κράτη μέλη έδωσαν περιορισμένη προσοχή στις κοινωνικές πτυχές των δασών. Το διάγραμμα παρουσιάζει τις διάφορες συνιστώσες της αειφορίας.

Image

Τα κράτη μέλη ορίζουν το «δάσος» κατά διαφορετικό τρόπο

17.

Τα κράτη μέλη δεν χρησιμοποιούν ενιαίο ορισμό για τις δασώδεις εκτάσεις. Υπάρχει διεθνώς ανεπτυγμένος ορισμός [συγκεκριμένα από τον οργανισμό τροφίμων και γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών — FAO (18)], αλλά αυτός δεν εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη μέλη κατά τον ίδιο τρόπο, όπως επισημαίνεται σε έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (19).

18.

Το παράρτημα ΙΙ παρουσιάζει τους διαφορετικούς ορισμούς στον τομέα των δασών που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη. Παραδείγματος χάρη, εάν επρόκειτο να εφαρμοστεί ο ορισμός της δασικής περιοχής που χρησιμοποιεί η Ιρλανδία, το σύνολο των κοινοτικών δασικών εκτάσεων θα ήταν μικρότερο κατά 5 % περίπου, ενώ εάν επρόκειτο να εφαρμοστεί ο ορισμός του Λουξεμβούργου, η δασική περιοχή θα ήταν μεγαλύτερη κατά 3 % περίπου (20). Μολονότι ένας από τους στόχους της κοινοτικής στήριξης για τα δάση είναι η επέκταση των δασωδών εκτάσεων, ο βαθμός επίτευξης του στόχου παρουσιάζει δυσχέρειες στην παρακολούθηση, ελλείψει ορισμού που να ισχύει από κοινού.

Η κατανομή της διαχείρισης της εφαρμογής της στρατηγικής για τα δάση δεν είναι σαφής

19.

Η διαχείριση της κοινοτικής στρατηγικής για τα δάση κατανέμεται μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών. Οι διάφορες αρμοδιότητες όσον αφορά την εφαρμογή της στρατηγικής δυνάμει του κανονισμού για την αγροτική ανάπτυξη είναι οι ακόλουθοι:

α)

επίπεδο Ι: η στρατηγική προτάθηκε από την Επιτροπή  (21) (και στη συνέχεια εγκρίθηκε από το Συμβούλιο)· ελήφθησαν υπόψη οι διεθνείς δεσμεύσεις και οι κύριες έννοιες της αειφορίας και της πολυλειτουργικότητας·

β)

επίπεδο II: σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για το σχεδιασμό και την εφαρμογή των εθνικών δασικών προγραμμάτων ή των ισοδύναμων μέσων·

γ)

επίπεδο III: τα μέτρα για τα δάση συγχρηματοδοτούνται από τα κράτη μέλη και τον κοινοτικό προϋπολογισμό δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1257/1999, ο οποίος ορίζει τη διάρθρωση και τις απαιτήσεις των μέτρων για τα δάση·

δ)

επίπεδο IV: οι εθνικές, περιφερειακές ή τοπικές αρχές των κρατών μελών χορηγούν την έγκριση για τα μεμονωμένα σχέδια και ασκούν τη διαχείρισή τους.

20.

Έτσι, τα μέτρα για τα δάση στα κράτη μέλη πρέπει να συμφωνούν με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1257/1999· η Επιτροπή έχει την οικονομική ευθύνη για τα εν λόγω μέτρα (22), συμπεριλαμβανόμενης της εκτίμησης της ορθότητάς τους (από την άποψη της αποδοτικότητας, της αποτελεσματικότητας και της οικονομίας), ενώ τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για την κατάρτιση και τη θέση σε εφαρμογή των εθνικών προγραμμάτων μέσω των οποίων εφαρμόζονται τα μέτρα (23).

21.

Με τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι ούτε η Επιτροπή ούτε τα κράτη μέλη ανέλαβαν την ευθύνη της εκτίμησης του εάν ένα σχέδιο συνέβαλε στην επίτευξη της κοινοτικής στρατηγικής για τα δάση. Επιπλέον, οι εθνικές διοικητικές αρχές δεν εκτιμούσαν συστηματικά το εάν ένα σχέδιο που είχε εγκριθεί για κοινοτική συγχρηματοδότηση παρουσίαζε συνάφεια με τη στρατηγική και τους στόχους της.

22.

Είναι αναγκαίο να διευκρινιστούν οι αρμοδιότητες και οι ρόλοι της Επιτροπής και των κρατών μελών ως προς την εφαρμογή της στρατηγικής, όχι μόνον προκειμένου να ενισχυθεί γενικά η αποτελεσματικότητα της διαχείρισης αλλά και προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η επίδραση της κοινοτικής χρηματοδότησης στο δασικό τομέα. Κατ' αυτόν τον τρόπο, θα βοηθηθεί επίσης η Επιτροπή στην πλήρη τήρηση των νομικών απαιτήσεων για υποχρέωση λογοδοσίας σχετικά με την εφαρμογή του προϋπολογισμού.

ΕΘΝΙΚΑ ΔΑΣΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ (ΕΔΠ) Ή ΙΣΟΔΥΝΑΜΑ ΜΕΣΑ

23.

Όπως αναφέρεται στο σημείο 19 στοιχείο α) και όπως ορίζει ο βασικός κανονισμός σχετικά με τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης (24), από το 1999 ζητείται από τα κράτη μέλη να βασίζουν τα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης που αφορούν τα δάση σε εθνικά ή τοπικά δασικά προγράμματα ή ισοδύναμα μέσα.

24.

Μια μελέτη (25), που συγχρηματοδότησε η Επιτροπή και η οποία είχε ως στόχο να παράσχει στους υπεύθυνους βελτιωμένα μέσα κατάρτισης και εφαρμογής των εθνικών δασικών προγραμμάτων, εξέτασε την ύπαρξη τέτοιων προγραμμάτων στα κράτη μέλη. Αποκαλύφθηκε ότι η διαθεσιμότητα και το περιεχόμενο των προγραμμάτων αυτών ποίκιλλαν σημαντικά. Η μελέτη παρατηρεί ότι, ακόμα και έως το 2001, ορισμένα κράτη μέλη δεν είχαν τέτοια προγράμματα, άλλα τα ανέπτυσσαν και μόνον ελάχιστα τα εφάρμοζαν ήδη.

25.

Πράγματι, μόλις τον Απρίλιο του 2003 αποφασίστηκε κοινή προσέγγιση ορισμού των αρχών που διέπουν τα εθνικά δασικά προγράμματα (26).

26.

Τα κύρια προβλήματα που επισημάνθηκαν με τη μελέτη ήταν: ότι η διαδικασία ανάπτυξης δασικών προγραμμάτων είναι βραδεία· ότι υπάρχει ασάφεια στη διατύπωσή τους· και ότι, όταν είναι διαθέσιμα, η εφαρμογή τους είναι κατακερματισμένη. Η μελέτη επισήμανε ως αιτίες της κατάστασης αυτής, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη πολυάριθμων φορέων και την ασάφεια της έννοιας της αειφορίας.

27.

Ελλείψει δασικών προγραμμάτων, ο κανονισμός παρέχει τη δυνατότητα να βασιστεί η στήριξη της δασοπονίας σε ισοδύναμα μέσα (27). Ο κανονισμός αναφέρει σαφώς ότι το μέσο πρέπει να είναι ισοδύναμο και, κατ' αυτόν τον τρόπο, να αποτελεί και να αιτιολογεί τη σύνδεση μεταξύ της κοινοτικής στρατηγικής για τα δάση και των εθνικών δασικών μέτρων, που συγχρηματοδοτούνται από την ΕΕ. Τα σχέδια αγροτικής ανάπτυξης (ΣΑΑ) και τα επιχειρησιακά προγράμματα (ΕΠ) έγιναν δεκτά από την Επιτροπή ως ισοδύναμα με τα δασικά προγράμματα.

28.

Εντούτοις, τα ΣΑΑ καθορίζουν τη σχέση μεταξύ διαφόρων μέτρων αγροτικής ανάπτυξης προκειμένου να εφαρμοστεί η πολιτική αγροτικής ανάπτυξης. Συνήθως δεν επικεντρώνονται στη δασοπονία αλλά σε λοιπές γεωργικές προτεραιότητες, οι οποίες πράγματι απορροφούν την πλειονότητα των χρηματοδοτικών πόρων. Ενώ τα δασικά προγράμματα επικεντρώνονται σε προτεραιότητες που συνδέονται με το δάσος, συμπεριλαμβανόμενης της εφαρμογής της στρατηγικής, τα δασικά μέτρα όπως καθορίζονται στα ΣΑΑ τείνουν να είναι περιθωριακά, σε σύγκριση με τα μέτρα του δεύτερου πυλώνα της ΚΓΠ, που χαρακτηρίζονται περισσότερο από γεωργικό προσανατολισμό.

29.

Επιπλέον, η εκτίμηση των ισοδύναμων μέσων εκ μέρους της Επιτροπής επηρεάστηκε τόσο από τους χρονικούς περιορισμούς όσο και από την εσωτερική οργάνωση, όπως εξηγείται κατωτέρω.

30.

Σύμφωνα με την κανονιστική ρύθμιση (28), τόσο τα ΣΑΑ όσο και τα ΕΠ έπρεπε να υποβληθούν από τις εθνικές αρχές στην Επιτροπή έως το τέλος του 1999. Η περίοδος προγραμματισμού άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2000. Στο τέλος του 1999 και στις αρχές του 2000, η Επιτροπή είχε εξαιρετικά μεγάλο φόρτο εργασίας και για αρκετούς μήνες οι μονάδες της Επιτροπής έπρεπε να εκτιμήσουν μεγάλες ποσότητες εγγράφων σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (29).

31.

Πραγματοποιήθηκαν συχνά εκτεταμένες συζητήσεις και διαπραγματεύσεις μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών πριν από την έγκριση των σχεδίων. Τα δασικά μέτρα ήταν ένα μόνο από τα θέματα συζήτησης και ακολούθησαν πολυάριθμες τροποποιήσεις. Η διαδικασία έγκρισης διήρκεσε περισσότερο από ένα έτος για την πλειονότητα των κρατών μελών και τα προγράμματα και σχέδια εγκρίθηκαν μόλις το 2001.

32.

Μία από τις αιτίες είναι ότι εμπλέκονται πολλές διαφορετικές ΓΔ και μονάδες στη διαδικασία έγκρισης των ΣΑΑ και των ΕΠ από την Επιτροπή (30), και συνεπώς στην έγκριση των δασικών μέτρων. Η ΓΔ Γεωργία ήταν υπεύθυνη για την ανάλυση του ΣΑΑ, ενώ για το συνολικό συντονισμό των ΕΠ ήταν κυρίως υπεύθυνη η ΓΔ Περιφερειακή Πολιτική. Συνολικά, περισσότερες από οκτώ μονάδες της ΓΔ Γεωργία και επτά άλλων ΓΔ (π.χ. Περιβάλλον, Ενέργεια και Μεταφορές, Υγεία και Προστασία των Καταναλωτών) εμπλέκονται σε θέματα σχετικά με τα δάση. Η κατανομή των θεμάτων που αφορούν τα δάση μεταξύ τόσων πολλών τμημάτων της Επιτροπής θέτει σε κίνδυνο τη συνάφεια και περιπλέκει τη λήψη αποφάσεων.

33.

Το θέμα αυτό είχε ήδη θίξει το 1997 η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (31), η οποία έγραψε: «τόσο η προετοιμασία όσο και η εφαρμογή σημαντικών για τη δασοκομία κανονισμών της ΕΕ έχει ανατεθεί σε διάφορες γενικές διευθύνσεις της Επιτροπής, οι οποίες δεν λαμβάνουν επαρκώς υπόψη τους στόχους του δασικού τομέα».

Οι πληροφορίες της Επιτροπής σχετικά με τις δράσεις για τα δάση σε επίπεδο κρατών μελών παραμένουν ελλιπείς

34.

Προκειμένου να εκτιμήσει τη συνάφεια με τα μέτρα για τα δάση που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ, η Επιτροπή χρειάζεται πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα για τα δάση στα κράτη μέλη που δεν χρηματοδοτούνται από τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Εντούτοις, οι πληροφορίες αυτές δεν ήταν διαθέσιμες στην Επιτροπή όταν προτάθηκε και εγκρίθηκε ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1257/1999, και εξακολουθούν να λείπουν. Σύμφωνα με την Επιτροπή, τα ίδια τα κράτη μέλη δεν διαθέτουν κατάσταση των διαφόρων δασικών μέτρων.

35.

Η Επιτροπή πρέπει να ενημερώνεται για τις κρατικές ενισχύσεις στο δασικό τομέα (καθώς και σε άλλους τομείς), και η μονάδα της ΓΔ Γεωργία που είναι υπεύθυνη για τον τομέα αυτό λαμβάνει αντίγραφο των πληροφοριών που αποστέλλουν τα κράτη μέλη. Εντούτοις, δεν τηρείται κατάσταση των εν λόγω ενισχύσεων.

36.

Ένα ερευνητικό σχέδιο που έτυχε κοινοτικής χρηματοδότησης (για το συντονισμό του οποίου ήταν υπεύθυνο το ευρωπαϊκό δασικό ίδρυμα) έχει ως στόχο την απόκτηση πλέον αξιόπιστων πληροφοριών σχετικά με τη δημόσια χρηματοδότηση του δασικού τομέα, και τα πρώτα αποτελέσματα θα πρέπει να είναι διαθέσιμα κατά τη διάρκεια του 2004. Τέτοιες βασικές πληροφορίες σχετικά με τα υπάρχοντα χρηματοδοτικά μέσα και τα αποτελέσματά τους πρέπει να αποτελούν ουσιώδες προαπαιτούμενο πριν από την έναρξη οποιασδήποτε πρόσθετης κοινοτικής χρηματοδότησης.

ΜΑΖΙΚΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ

37.

Η χρησιμοποίηση του προγραμματισμού αγροτικής ανάπτυξης παρακωλύεται από την εκτεταμένη χρησιμοποίηση κεφαλαίων για τα δασικά συνοδευτικά μέτρα της ΚΓΠ που είχαν αναληφθεί προγενέστερα. Λόγω της μακράς συμβατικής περιόδου για τα δασικά μέτρα υπάρχει μικρό περιθώριο χειρισμών: μεγάλο τμήμα των διαθέσιμων κεφαλαίων είχε ήδη χορηγηθεί στην πράξη με τη μορφή συνοδευτικών μέτρων της ΚΓΠ, όπως αναλύεται κατωτέρω.

38.

Στις συμβάσεις δάσωσης που είχαν συναφθεί πριν από το 2000 (όταν το μέτρο χρηματοδοτούνταν ως συνοδευτικό μέτρο στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της ΚΓΠ) και κάλυπταν εικοσαετή περίοδο κατ' ανώτατο όριο, χρησιμοποιήθηκαν σημαντικά κεφάλαια για το μέτρο της δάσωσης ως τμήμα της αγροτικής ανάπτυξης. Πράγματι, κατά την περίοδο 2000-2002, η πλειονότητα των κεφαλαίων που χορηγήθηκαν στη δάσωση για την περίοδο προγραμματισμού 2000-2006 δαπανήθηκαν σε προγενέστερες συμβάσεις στο πλαίσιο ρυθμίσεων για τα συνοδευτικά μέτρα. Έτσι, μολονότι οι περιβαλλοντικές απαιτήσεις είχαν ενισχυθεί σημαντικά στη νέα περίοδο προγραμματισμού, δεν μπορούν ακόμη να διαπιστωθούν πρόσθετα περιβαλλοντικά οφέλη, διότι, σε γενικές γραμμές, οι λιγότερο δεσμευτικές αναλήψεις υποχρεώσεων που πραγματοποιήθηκαν πριν από το 2000 εφαρμόζονται στην πλειονότητα των κεφαλαίων που χρησιμοποιήθηκαν.

39.

Τα επτά έτη της τρέχουσας προγραμματικής περιόδου είναι ακατάλληλα για τις συμβάσεις δάσωσης που μπορεί να διαρκούν επί εικοσαετία, όπως συμβαίνει συχνά. Ιδιαίτερα, το δικαίωμα του δικαιούχου σε ετήσια πριμοδότηση ανά εκτάριο προκειμένου να καλυφθεί η υποτιθέμενη απώλεια εισοδήματος για εικοσαετή περίοδο κατ' ανώτατο όριο υπερβαίνει σημαντικά τους διαθέσιμους χρηματοδοτικούς πόρους στα προγράμματα.

ΕΝΑ ΠΟΛΥΠΛΟΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Σύστημα που προξενεί δυσχέρειες στις διαχειριστικές αρχές και τους δικαιούχους

40.

Οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις είναι πολύπλοκες, όπως αναφέρθηκε στο σημείο 5. Η υποχρέωση για τις διαχειριστικές αρχές να χρησιμοποιούν δύο σειρές κανόνων αποτελεί μεγάλη και περιττή περιπλοκή. Οι έλεγχοι των πράξεων που πρέπει να διενεργεί το κράτος μέλος διαφέρουν ανάλογα με το εάν οι πράξεις χρηματοδοτούνταν από το τμήμα Εγγυήσεων του ΕΓΤΠΕ ή από το τμήμα Προσανατολισμού (32). Η συνύπαρξη των δύο αυτών συστημάτων μειώνει τη σαφήνεια και την αποτελεσματικότητά τους. Στη διάσκεψη του Salzburg σχετικά με την αγροτική ανάπτυξη, το εν λόγω σύστημα λειτουργίας επικρίθηκε από διάφορους συμμετέχοντες (33).

41.

Το κανονιστικό πλαίσιο έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα. Πολύ πρόσφατα, το 2003, πραγματοποιήθηκαν διάφορες τροποποιήσεις, δύο εκ των οποίων είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Επετράπησαν εκ νέου οι κλίμακες για τις μοναδιαίες τιμές για τον καθορισμό του κόστους ορισμένων επενδύσεων στον τομέα των δασών, ενώ προηγουμένως απαιτούνταν τιμολόγια ή ισοδύναμα έγγραφα, που να παρέχουν αποδείξεις σχετικά με τις πραγματοποιηθείσες δαπάνες. Επιπλέον, το σύστημα κυρώσεων που βασιζόταν στις απαιτήσεις του ΟΣΔΕ (34) για τις ενισχύσεις βάσει έκτασης θεωρείται πλέον ως μη ισχύον, με αναδρομική ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2000. Κατά συνέπεια, είναι ασαφές ποιες κυρώσεις πρέπει να εφαρμόζονται σε περίπτωση διαφορών μεταξύ δηλωθείσας έκτασης και της έκτασης που διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια του ελέγχου.

42.

Το σύστημα για το δικαιούχο είναι εξίσου πολύπλοκο. Προκειμένου να επωφεληθούν από τα μέτρα, οι δικαιούχοι πρέπει να παράσχουν έως και 22 έγγραφα. Το χρονικό διάστημα που προβλέπεται για την υποβολή των πληροφοριών είναι σύντομο, και η κατάσταση περιπλέκεται περαιτέρω λόγω του ότι οι περίοδοι υποβολής αιτήσεων δεν είναι πάντοτε ακριβώς γνωστές εκ των προτέρων. Συνεπώς, σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία πραγματοποιήθηκε επίσκεψη, οι αιτήσεις υποβάλλονται συνήθως για λογαριασμό των δικαιούχων από εξειδικευμένα γραφεία και συμβούλους, αυξάνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο το διοικητικό φόρτο (Ιταλία, Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία, Γαλλία).

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΔΑΣΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Δάσωση γεωργικής γης

43.

Κατά την περίοδο 1992-1999, τη δάσωση γεωργικής γης ρύθμιζε ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2080/92. Επρόκειτο για συνοδευτικό μέτρο της ΚΓΠ, υποχρεωτικό για τα κράτη μέλη, με στόχο την προώθηση εναλλακτικής χρήσης της γεωργικής γης και την ανάπτυξη δασοπονικών δραστηριοτήτων στα αγροκτήματα.

44.

Για την περίοδο 2000-2006, η δάσωση γεωργικής γης, όπως ορίζει το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1257/1999, συνίσταται στη μετατροπή γεωργικής γης σε δάση ή δασώδεις εκτάσεις. Η δάσωση στοχεύει στην προώθηση της επέκτασης των δασωδών εκτάσεων, με την προϋπόθεση ότι αυτή είναι σύμφωνη με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1257/1999 (βλέπε σημείο 8). Η στήριξη χορηγείται εάν η φύτευση είναι προσαρμοσμένη στις τοπικές συνθήκες και συμβατή με το περιβάλλον. Οι γεωργικές εκτάσεις που είναι επιλέξιμες για την παροχή στήριξης καθορίζονται από το κράτος μέλος και περιλαμβάνουν, κυρίως, τις αροτραίες εκτάσεις, τους λειμώνες, τους μόνιμους βοσκότοπους και τις εκτάσεις που χρησιμοποιούνται για πολυετείς καλλιέργειες, στις οποίες ασκείται τακτικά γεωργική δραστηριότητα [κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 445/2002, άρθρο 26].

45.

Κατά συνέπεια, η δάσωση γεωργικής γης επαναπροσανατολίστηκε από την προώθηση εναλλακτικής χρήσης της γεωργικής γης δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2080/92 προς την προώθηση της επέκτασης των δασωδών εκτάσεων, με την προϋπόθεση ότι αυτή είναι σύμφωνη με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1257/1999. Επιπλέον, η δάσωση περιλαμβάνεται επί του παρόντος στα ΣΑΑ, τα οποία διαθέτουν δικά τους διοικητικά κριτήρια, καθώς και κριτήρια εφαρμογής και ελέγχου από τα κράτη μέλη. Η δάσωση έπαυσε να είναι υποχρεωτική.

Επέκταση των δασωδών εκτάσεων συμβατή με το περιβάλλον

46.

Παρατηρήθηκαν ποικίλες ερμηνείες όσον αφορά την παραχώρηση προτεραιότητας στη γη προς δάσωση με συνυπολογισμό του περιβάλλοντος. Σε ορισμένες χώρες, δόθηκε προτεραιότητα σε εδάφη χαμηλής ποιότητας και αξίας σε εκτεθειμένους λόφους προκειμένου να καταπολεμηθεί η διάβρωση (Ισπανία), λαμβάνοντας υπόψη κατ' αυτόν τον τρόπο τις περιβαλλοντικές ανάγκες αλλά χωρίς να τηρείται πάντοτε η προϋπόθεση ότι πρέπει να πρόκειται για γεωργική γη. Σε άλλες χώρες (Ιταλία, Πορτογαλία), στις οποίες διαπιστώθηκαν συγκρίσιμες κλιματολογικές συνθήκες και παρόμοιες περιβαλλοντικές ανάγκες, σημειώθηκε μετατροπή σε δάση γεωργικής γης υψηλής ποιότητας και αξίας. Δεν καθορίστηκαν σαφείς επιχειρησιακοί στόχοι ούτε εκδόθηκαν κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον τρόπο παραχώρησης προτεραιότητας στη δάσωση προκειμένου αυτή να είναι συμβατή με τη στρατηγική, ιδίως όσον αφορά το τμήμα της που συνδέεται με το περιβάλλον. Σε τρία από τα πέντε κράτη μέλη στα οποία πραγματοποιήθηκε επίσκεψη, δεν είχαν διενεργηθεί συστηματικοί έλεγχοι πριν από την έγκριση των σχεδίων προκειμένου να εκτιμηθεί η συμβατότητα με το περιβάλλον (Ισπανία, Πορτογαλία, Γαλλία) και σε ένα κράτος μέλος (Ιρλανδία), μολονότι η προηγούμενη έγκριση προβλεπόταν από τις διαδικασίες, διαπιστώθηκε ότι δεν είχε χορηγηθεί σε ένα από στα σχέδια για τα οποία πραγματοποιήθηκε επίσκεψη.

Διοικητική εφαρμογή (Ασαφή κριτήρια επιλογής των σχεδίων)

47.

Για την πλειονότητα των μέτρων, το ύψος των ενισχύσεων που ζητήθηκαν για τα σχέδια υπερέβαινε τα διαθέσιμα κεφάλαια. Συνεπώς, έπρεπε να πραγματοποιηθούν επιλογές ως προς το ποια σχέδια θα χρηματοδοτούνταν μεταξύ των επιλέξιμων αιτήσεων. Μολονότι η Επιτροπή εξέδωσε έγγραφο κατευθυντήριων γραμμών (35), με τον έλεγχο διαπιστώθηκαν ορισμένες αδυναμίες στη διαδικασία επιλογής των σχεδίων: συχνή έλλειψη σαφών, διαφανών και αντικειμενικών κριτηρίων όσον αφορά τον καθορισμό των προτεραιοτήτων και την επιλογή μεταξύ των διαφόρων αιτήσεων για σχέδια (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Γαλλία). Συχνά χρησιμοποιήθηκε η αρχή της «εξυπηρέτησης με προτεραιότητα άφιξης» (36). Σε ορισμένες περιπτώσεις, η τεκμηρίωση των διαδικασιών επιλογής ήταν ανεπαρκής. Δεν είχε θεσπιστεί κατάλληλο σύστημα πληροφοριών για την καταγραφή των αιτήσεων που είχαν απορριφθεί ή αποκλειστεί (Ιταλία, Πορτογαλία).

Αβέβαιη επαλήθευση της προγενέστερης χρήσης γης

48.

Σημαντικό χαρακτηριστικό του μέτρου της δάσωσης είναι ότι η γη έπρεπε να έχει χρησιμοποιηθεί για γεωργικούς σκοπούς στο παρελθόν προκειμένου να είναι επιλέξιμη. Η προγενέστερη χρήση της γης καθορίζει επίσης την αντισταθμιστική ενίσχυση για την απώλεια εισοδήματος, η οποία είναι υψηλότερη σε περίπτωση αποδοτικότερων προγενέστερων χρήσεων. Συνεπώς, η θέσπιση αξιόπιστων συστημάτων είναι κεφαλαιώδους σημασίας, προκειμένου να εξακριβώνεται η ορθότητα των παρεχόμενων πληροφοριών για την αιτιολόγηση του ύψους της αντιστάθμισης (37).

49.

Κατά τη διάρκεια του ελέγχου, διαπιστώθηκε ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι παρεχόμενες πληροφορίες προέρχονται από δήλωση του ίδιου του αιτούντος. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, είχε δηλωθεί ότι καλλιεργούνταν στο παρελθόν καλλιέργειες που θεμελιώνουν δικαίωμα στο υψηλότερο ποσό αντιστάθμισης, παραδείγματος χάρη σίτος. Εντούτοις, οι διοικητικές αρχές δεν εφάρμοσαν έγκυρες διαδικασίες ελέγχου του πραγματικού των εν λόγω δηλώσεων. Ιδιαίτερα, δεν διενεργήθηκαν συστηματικοί έλεγχοι σχετικά με το είδος καλλιέργειας που είχε δηλωθεί κατά τα προηγούμενα έτη στο σύστημα ΟΣΔΕ (38) (Ιταλία, Ιρλανδία Ισπανία, Πορτογαλία). Ορισμένες διοικητικές αρχές αποδέχθηκαν τις πληροφορίες του κτηματολογίου (μερικές από τις οποίες ήταν απηρχαιωμένες) ως δικαιολογητικά της δήλωσης (Ισπανία, Ιρλανδία). Άλλες αρχές έλεγξαν την εγκυρότητα των δηλώσεων των ίδιων των αιτούντων κατά τη διάρκεια των επιτόπιων επισκέψεων που πραγματοποίησε η διαχειριστική αρχή πριν από την έγκριση της επένδυσης (Ιταλία, Ιρλανδία). Εντούτοις, οι εν λόγω επισκέψεις, μολονότι υπήρξαν χρήσιμες, δεν κατέστησαν σε όλες τις περιπτώσεις δυνατό να διαπιστωθεί ποια ακριβώς καλλιέργεια υπήρχε στις εν λόγω εκτάσεις κατά το παρελθόν.

50.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, χορηγήθηκε υψηλή αντιστάθμιση για απώλεια εισοδήματος ενώ οι γειτονικές εκτάσεις ήταν χαμηλής ποιότητας και κατά την εποχή της επίσκεψης χρησιμοποιούνταν ως βοσκότοποι για τα πρόβατα (Ιρλανδία). Σε άλλες περιπτώσεις, διαπιστώθηκε ότι η προγενέστερη χρήση της γης ήταν αμφισβητήσιμη (Ισπανία), διότι η γη είχε εγκαταλειφθεί για πολλά έτη.

51.

Κατά τη διάρκεια του ελέγχου διαπιστώθηκε ότι η περίοδος αναφοράς για την αιτιολόγηση της κατάταξης της γης ως γεωργικής ποίκιλλε σημαντικά μεταξύ κρατών μελών. Σε ένα κράτος μέλος (Ισπανία), η περίοδος που καθορίστηκε ήταν πενταπλάσια σε σχέση με άλλα κράτη μέλη στα οποία πραγματοποιήθηκε επίσκεψη (10 έτη αντί δύο). Τόσο μακρό χρονικό διάστημα αυξάνει τις δυσκολίες στην επαλήθευση της χρήσης της γης στο παρελθόν και δημιουργεί αμφιβολίες σχετικά με το πραγματικό της γεωργικής χρήσης της γης. Με τον έλεγχο διαπιστώθηκαν αμφισβητήσιμες περιπτώσεις γης που είχε γίνει αποδεκτή ως γη για γεωργική χρήση στο παρελθόν. Υπάρχει σαφής ανάγκη συνεπούς προσέγγισης και η Επιτροπή θα πρέπει να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές.

Υπολογισμός της αντιστάθμισης για την απώλεια εισοδήματος

52.

Το ποσό ανά εκτάριο που πρέπει να καταβληθεί ως αντιστάθμιση για την απώλεια εισοδήματος για εικοσαετή περίοδο κατ' ανώτατο όριο καθορίζεται στο ΣΑΑ. Η νομική βάση [κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1257/1999] δεν ζητεί από τα κράτη μέλη να αιτιολογούν τον υπολογισμό των εν λόγω ποσών στο προτεινόμενο σχέδιό τους, ενώ αυτό απαιτείται για τα γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα. Το Συνέδριο έχει θίξει το θέμα αυτό στο παρελθόν (39). Με τον έλεγχο στα κράτη μέλη διαπιστώθηκε ότι τα ποσά που καθορίστηκαν ως αντιστάθμιση για την απώλεια εισοδήματος βρίσκονταν εντός των ορίων που θέτει ο κανονισμός. Εντούτοις, στο σύνολο σχεδόν των κρατών μελών στα οποία πραγματοποιήθηκε επίσκεψη δεν παρασχέθηκε ικανοποιητική τεκμηρίωση που να αιτιολογεί την απώλεια εισοδήματος η οποία καθορίστηκε ως αντιστάθμιση στο ΣΑΑ (Ιταλία, Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία). Η βασική αυτή πληροφορία πρέπει να παρασχεθεί και να εξετασθεί από την Επιτροπή.

Μη επαληθεύσιμα κριτήρια για την ιδιότητα του γεωργού

53.

Άλλη πτυχή της αντιστάθμισης για την απώλεια εισοδήματος είναι ότι ο δικαιούχος λαμβάνει υψηλότερη αντιστάθμιση εάν είναι γεωργός. Τα κριτήρια βάσει των οποίων επιβεβαιώνεται η ιδιότητα του γεωργού διαφέρουν μεταξύ κρατών μελών, καθώς και μεταξύ των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 2080/92 και (ΕΚ) αριθ. 1257/1999 οι οποίοι θεσπίζουν σχετικές προϋποθέσεις. Συνήθως, τα ισχύοντα κριτήρια στηρίζονται στο χρόνο εργασίας που αφιερώνεται στις γεωργικές εργασίες και στο εισόδημα που προέρχεται από αυτές.

54.

Με τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι ήταν πολύ δύσκολο να ελεγχθεί εάν ο δικαιούχος ήταν πράγματι γεωργός. Ιδιαίτερα, το ποσοστό του χρόνου που αφιερώθηκε πραγματικά σε γεωργικές δραστηριότητες συνήθως δεν είναι επαληθεύσιμο. Επομένως, η ιδιότητα του γεωργού στηρίζεται εκ νέου στη δήλωση από τον ίδιο το δικαιούχο ότι τα κριτήρια πληρούνται (Ιταλία, Ιρλανδία, Πορτογαλία).

55.

Με τον έλεγχο διαπιστώθηκαν αμφισβητήσιμες περιπτώσεις δικαιούχων οι οποίοι είχαν λάβει πληρωμές ως γεωργοί. Περιπτώσεις που έγιναν αποδεκτές από τις εθνικές αρχές περιλάμβαναν γη που είχε αγοραστεί από κάποιον που καλλιεργούσε άλλο αγροτεμάχιο. Θεωρήθηκε ως γεωργός λόγω της δραστηριότητας που ασκούσε στο άλλο αγροτεμάχιο και, κατά συνέπεια, έλαβε αντιστάθμιση για απώλεια εισοδήματος για τη γη που είχε μόλις αγοράσει, μολονότι ο ίδιος δεν την είχε ποτέ καλλιεργήσει προηγουμένως (40).

56.

Οι δυσκολίες που προέκυψαν από τη διάκριση μεταξύ γεωργών και μη στην πρακτική εφαρμογή του μέτρου ήταν γνωστές στην Επιτροπή πριν από την έγκριση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1257/1999. Στην έκθεσή της του 1997 (41) προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2080/92 αναφέρεται ότι «σε σχέση με την αντισταθμιστική πριμοδότηση για απώλεια εισοδήματος… η διαφοροποίηση των ενισχύσεων ανάλογα με το εάν ο δικαιούχος είναι γεωργός κατά κύρια απασχόληση… συνεπάγεται δυσκολίες για τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών…». Εντούτοις, φαίνεται ότι η Επιτροπή δεν παρακολούθησε την κατάσταση παρέχοντας κατευθυντήριες γραμμές, ούτε ανέλαβε διορθωτική δράση.

Αδυναμίες των επιτόπιων ελέγχων από τις εθνικές αρχές

57.

Τα κράτη μέλη πρέπει να διοργανώνουν επιτόπιους ελέγχους σχετικά με την κανονικότητα των πληρωμών (42). Σημειώθηκαν σχετικά αρκετές αδυναμίες:

ανεπαρκής εφαρμογή της ανάλυσης κινδύνου (Ιταλία, Ισπανία) και απουσία διαχωρισμού μη διαχωρισμός των καθηκόντων μεταξύ των διαχειριστών και των υπευθύνων των επιτόπιων ελέγχων (Ιταλία, Ιρλανδία),

ανεπαρκής τεκμηρίωση των διενεργηθέντων ελέγχων (Ιταλία, Ιρλανδία, Γαλλία),

μη ικανοποιητική επαλήθευση των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν (Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία, Γαλλία).

Λοιπά δασικά μέτρα

58.

Τα λοιπά δασικά μέτρα καλύπτουν ευρύ φάσμα δράσεων και παρεμβάσεων, και θεσπίζονται με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1257/1999, άρθρα 30 και 32. Αφορούν κυρίως επενδύσεις στο δασικό τομέα αλλά και τη δάσωση μη γεωργικής γης. Ορισμένα αποσκοπούν στη διατήρηση και βελτίωση της οικολογικής σταθερότητας των δασών, όταν ο προστατευτικός και οικολογικός ρόλος των δασών αυτών εμπίπτει στον τομέα του δημοσίου συμφέροντος. Άλλα αποσκοπούν στην πρόληψη των πυρκαγιών και λοιπών φυσικών καταστροφών, καθώς και στην καταπολέμηση της διάβρωσης.

Επιλεξιμότητα των δημόσιων εκτάσεων

59.

Ο βασικός κανονισμός προβλέπει ότι (43) η στήριξη για τη δασοκομία μπορεί να χορηγείται μόνο για δάση και εκτάσεις που κατέχουν είτε ιδιώτες είτε δημοτικές αρχές. Της ενίσχυσης μπορούν επίσης να τύχουν ενώσεις των δύο αυτών κατηγοριών ιδιοκτητών.

60.

Οι εκτάσεις και τα δάση που κατέχουν άλλες δημόσιες αρχές εκτός από τις δημοτικές (κρατικές ή περιφερειακές) δεν είναι επιλέξιμες. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου αρκετές διαχειριστικές αρχές επέκριναν το γεγονός αυτό, προβάλλοντας ως επιχείρημα ότι δεν ενθαρρύνονταν οι δράσεις με σημαντική οικολογική αξία (Ιταλία, Ισπανία). Σε ένα κράτος μέλος (Ιρλανδία), ένας ημικρατικός οργανισμός, που δεν ήταν εξαρχής επιλέξιμος, έτυχε των εν λόγω επιδοτήσεων. Μια τροποποίηση (44) του βασικού κανονισμού επιτρέπει επί του παρόντος τις επενδύσεις στα δημόσια δάση με στόχο τη βελτίωση της οικολογικής ή κοινωνικής τους αξίας (άρθρο 30 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο). Εντούτοις, η μη επιλεξιμότητα της δάσωσης δημόσιας γης εξακολουθεί να ισχύει (με εξαίρεση τις εκτάσεις που ανήκουν στις δημοτικές αρχές).

61.

Η δάσωση που πραγματοποιούν οι δημοτικές αρχές δεν τυγχάνει ενίσχυσης για τη συντήρηση, δυνάμει του ισχύοντος καθεστώτος στήριξης. Οι δημοτικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι ενδέχεται να μη διαθέτουν επαρκείς οικονομικούς πόρους ώστε να εξασφαλίσουν την ορθή περιποίηση και διατήρηση των φυταρίων και των φυτωρίων δενδρυλλίων. Το γεγονός αυτό προξενεί σοβαρούς κινδύνους μεταγενέστερης αποτυχίας σχεδίων που έχουν λάβει σημαντική κοινοτική και εθνική χρηματοδότηση.

Χρησιμοποίηση σημαντικών κεφαλαίων για την επανόρθωση ζημιών από φυσικές καταστροφές

62.

Το 1999, ισχυροί άνεμοι προξένησαν προβλήματα σε αρκετές χώρες, συμπεριλαμβανόμενης της Γαλλίας, Γερμανίας, Αυστρίας και Δανίας. Μόνον ένα κράτος μέλος (Γαλλία) αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την επιλογή συγχρηματοδότησης του κόστους επανόρθωσης των ζημιών από κεφάλαια για την αγροτική ανάπτυξη. Εντούτοις, αυτό οδήγησε στη χρησιμοποίηση των δύο τρίτων των διαθέσιμων πόρων μόνον για το εν λόγω μέτρο. Στα λοιπά κράτη μέλη, παραχωρήθηκαν πρόσθετα κεφάλαια που δεν επηρέασαν την προγραμματισμένη στρατηγική ούτε τον τρόπο προγραμματισμού.

63.

Συνεπώς, υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση του ίδιου προβλήματος. Μολονότι είναι νόμιμες, είναι αμφίβολο εάν αυτές οι διαφορετικές προσεγγίσεις για τη χρηματοδότηση ζημιών από καταιγίδες και την εφαρμογή της στρατηγικής είναι εξίσου έγκυρες μακροπρόθεσμα. Η Επιτροπή πρέπει να εκτιμήσει ποια προσέγγιση συμφωνεί καλύτερα με τις μελλοντικές ανάγκες των κοινοτικών δασών. Παραδείγματος χάρη, στη Δανία, έπειτα από τις καταιγίδες του 1999, θεσπίστηκε καθεστώς που συνδυάζει την ασφάλιση κατά μελλοντικών καταιγίδων με κρατική στήριξη για την επανόρθωση των ζημιών στα ιδιωτικά δάση.

Συμφωνία με τις διαδικασίες πρόσκλησης υποβολής προσφορών

64.

Ο έλεγχος κατέδειξε ότι οι διαδικασίες ελέγχου για την πρόσκληση υποβολής προσφορών για τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων που αφορούν δράσεις στον τομέα των δασών πρέπει να βελτιωθεί, ιδιαίτερα ενόψει του χαμηλού επιπέδου ανταγωνισμού στον εν λόγω τομέα. Διαπιστώθηκαν περιπτώσεις παράβασης της διαδικασίας πρόσκλησης υποβολής προσφορών σε δύο κράτη μέλη (Ιταλία, Ιρλανδία).

ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΤΗΣ ΔΑΣΩΣΗΣ ΓΕΩΡΓΙΚΗΣ ΓΗΣ

Η δάσωση γεωργικής γης είναι ιδιαίτερα δαπανηρή κυρίως λόγω της αντιστάθμισης για απώλεια εισοδήματος επί εικοσαετία (Οικονομία)

65.

Για την περίοδο 1992-1999, η δάσωση γεωργικής γης δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2080/92 κόστισε 1,519 δισεκατομμύρια ευρώ στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Για την περίοδο 2000-2006, χορηγήθηκαν 2,38 δισεκατομμύρια ευρώ επιπλέον από τον κοινοτικό προϋπολογισμό για τη δάσωση γεωργικής γης, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1257/1999.

66.

Στην περίπτωση γεωργική γης που κατέχει ιδιώτης (η συνηθέστερη περίπτωση), το κόστος της χρηματοδότησης αποτελείται από τρία στοιχεία:

α)

το κόστος εγκατάστασης (προετοιμασία και φύτευση)·

β)

ετήσια πριμοδότηση ανά εκτάριο για την κάλυψη του κόστους συντήρησης επί πενταετία·

και

γ)

ετήσια πριμοδότηση ανά εκτάριο για την κάλυψη της απώλειας εισοδήματος λόγω της δάσωσης επί εικοσαετία (45).

67.

Τις σημαντικότερες δαπάνες δημιουργεί η αντιστάθμιση για την απώλεια εισοδήματος. Παραδείγματος χάρη, η κοινοτική χρηματοδότηση που χορηγήθηκε σε ένα σχέδιο δάσωσης για το οποίο πραγματοποιήθηκε έλεγχος ανήλθε συνολικά σε 847 487 ευρώ (75 % του συνολικού κόστους) και αποτελούνταν από: 137 940 ευρώ για κόστος εγκατάστασης (16 %), 101 748 ευρώ για κόστος συντήρησης επί πενταετία (12 %) και 607 799 ευρώ για κόστος απώλειας εισοδήματος επί εικοσαετία (72 %).

68.

Σε όλα τα σχέδια που ελέγχθηκαν, η αντιστάθμιση για απώλεια εισοδήματος αντιστοιχούσε σε περισσότερο από το ήμισυ του συνολικού κόστους. Οι δικαιούχοι θεωρούν την εν λόγω αντιστάθμιση ως εγγυημένο εισόδημα, και αυτή έχει καταστεί ο κύριος παράγοντας προσέλκυσης αιτήσεων για το μέτρο.

69.

Για την περίοδο 1992-1999, δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2080/92, η δάσωση γεωργικής γης αποτελούσε συνοδευτικό μέτρο της ΚΓΠ με στόχο την προώθηση εναλλακτικής χρήσης της γεωργικής γης. Από το 2000 και εξής, το μέτρο ενσωματώθηκε στον κανονισμό στήριξης της γεωργικής ανάπτυξης (ΕΚ) αριθ. 1257/1999, που αποσκοπεί στην προώθηση της επέκτασης των δασωδών εκτάσεων με κατάλληλο συνυπολογισμό της περιβαλλοντικής επίδρασης. Λαμβάνοντας υπόψη αυτή την αλλαγή προτεραιότητας, η χρησιμοποίηση της πλειονότητας των πόρων για την αντιστάθμιση της απώλειας εισοδήματος επί εικοσαετία σε περίπτωση ιδιωτικής γεωργικής γης δεν φαίνεται να είναι η οικονομικότερη επιλογή για την επίτευξη του δεδομένου στόχου και θα πρέπει να επανεξεταστεί (βλέπε επίσης τα επόμενα σημεία).

Το ποσοστό δάσωσης δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικό (αποτελεσματικότητα)

70.

Σύμφωνα με την επίσημη τελική αξιολόγηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2080/92, η δάσωση πραγματοποιήθηκε με κόστος 1,519 δισεκατομμυρίων ευρώ. Στην εν λόγω αξιολόγηση αναφέρεται ότι η φυτείες που δημιουργήθηκαν αντιστοιχούσαν στο 0,92 % (1 041 589 εκτάρια) των ευρωπαϊκών δασωδών εκτάσεων του 1998. Ο αξιολογητής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «συνολικά η εν λόγω συνεισφορά δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα σημαντική». Συνεπώς, η επίδραση στη μείωση της γεωργικής παραγωγής, η οποία ήταν ο στόχος του εν λόγω κανονισμού, θεωρήθηκε αρκετά περιορισμένη.

71.

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1257/1999 χορήγησε 2,38 δισεκατομμύρια ευρώ επιπλέον στη δάσωση γεωργικής γης για την περίοδο 2000-2006. Μολονότι στόχος έγινε η επέκταση των δασωδών εκτάσεων, ο μηχανισμός παρέμεινε κατά μεγάλο μέρος αμετάβλητος. Συνεπώς, ενδέχεται η συμβολή στην αύξηση των δασικών πόρων να μην είναι σημαντικότερη δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1257/1999 σε σύγκριση με αυτή που επετεύχθη δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2080/92.

72.

Το 1995, η προσχώρηση της Φινλανδίας, Σουηδίας και Αυστρίας αύξησε τις δασώδεις εκτάσεις της ΕΕ κατά 57 εκατομμύρια εκτάρια περίπου, ήτοι από 79 εκατομμύρια σε 136 εκατομμύρια εκτάρια (+72 %). Η διεύρυνση του 2004 θα οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση των κοινοτικών δασών κατά 24 περίπου εκατομμύρια εκτάρια, ήτοι από 136εκατομμύρια σε 160 εκατομμύρια.

73.

Η δάσωση γεωργικής γης συζητήθηκε κατά τη διάρκεια διάσκεψης σχετικά με το μέλλον της αγροτικής ανάπτυξης, η οποία πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 2003 (46). Εντούτοις, το μεταβαλλόμενο πλαίσιο και οι διαδοχικές διευρύνσεις έχουν επηρεάσει τις προτεραιότητες, οι οποίες, έως τώρα, δεν έχουν ληφθεί επαρκώς υπόψη.

74.

Αμφιβολίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα της δάσωσης είχαν ήδη διαπιστωθεί το 1997 από την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (47), η οποία έγραψε: «θα πρέπει επίσης να διευκρινιστεί εάν μακροπρόθεσμα είναι αποδοτικότερο να αυξηθούν οι πόροι της ΕΕ που διατίθενται για τη διάθεση στην αγορά της ξυλείας, συμπεριλαμβανόμενης της χρήσης της στον τομέα της ενέργειας, παρά να χορηγούνται ως άμεσες επιδοτήσεις για τη δημιουργία νέων δασών. Οι οικονομικοί πόροι της Κοινότητας θα πρέπει να διατίθενται κατά προτεραιότητα στην έρευνα, την κατάρτιση, την ενημέρωση, καθώς και στις υπηρεσίες διαβούλευσης και παροχής βοήθειας στις αγροτικές ζώνες, ούτως ώστε να βελτιωθούν μακροπρόθεσμα οι συνθήκες στο δασικό τομέα. Οι κοινοτικές ενισχύσεις για τα δάση θα πρέπει να διατίθενται για τη βελτίωση της ποιότητας των δασών, παραδείγματος χάρη, για την καταπολέμηση της διάβρωσης του εδάφους, την προστασία των υδροφόρων οριζόντων, την πρόληψη των πυρκαγιών ή την αναδάσωση των καμένων περιοχών που δεν προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας. Η χρηματοδότηση που προβλέπεται στο πλαίσιο της διαρθρωτικής και περιφερειακής πολιτικής της Ένωσης πρέπει να συμβάλει, σε ευρύτερη κλίμακα, στην άσκηση αποδοτικής δασοκομικής δραστηριότητας που να σέβεται το περιβάλλον». Μολονότι πολλές από τις συστάσεις ελήφθησαν υπόψη στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1257/1999, οι κυριότερες δαπάνες εξακολουθούν να αφορούν τη δάσωση.

Τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να είχαν επιτευχθεί κατά αποδοτικότερο τρόπο (αποδοτικότητα)

75.

Όσον αφορά το στόχο της αύξησης των δασωδών εκτάσεων (βλέπε σημείο 8), υπάρχουν άλλα είδη γης που θα μπορούσαν να είχαν δασωθεί. Ο κανονισμός ορίζει ότι όταν παρέχεται στήριξη για τη δάσωση γεωργικής γης την οποία κατέχουν δημόσιες αρχές, αυτή καλύπτει μόνο τα έξοδα εγκατάστασης (48), ήτοι δεν πρέπει να καταβάλλεται αντιστάθμιση για απώλεια εισοδήματος ή συντήρηση, όπως συμβαίνει στην περίπτωση δάσωσης ιδιωτικής γης. Έτσι, θεωρητικά θα μπορούσε να διατυπωθεί το επιχείρημα ότι, εάν στόχος είναι η επέκταση των δασωδών εκτάσεων, η επικέντρωση της δράσης αυτής στη δημόσια γη θα ήταν πολύ αποδοτικότερη. Θα οδηγούσε σε διόλου ευκαταφρόνητη οικονομία (χωρίς καταβολή αντιστάθμισης για απώλεια εισοδήματος), και επομένως, με την ίδια χρηματοδότηση, θα καθιστούσε δυνατή τη δάσωση σημαντικά μεγαλύτερης έκτασης.

Η δάσωση έχει πολύ διασκορπισμένη επίδραση

76.

Επιπλέον, η επίδραση της δάσωσης υπήρξε πολύ διασκορπισμένη λόγω, εν μέρει, της εθελοντικής της φύσης. Ορισμένοι γεωργοί εφαρμόζουν τα μέτρα, ενώ άλλοι όχι. Ως αποτέλεσμα, δεν υπάρχει συντονισμένη στρατηγική και τα σχέδια δάσωσης εγκρίνονται κατά περίπτωση, με συνέπεια να μην υπάρχει συχνά αξιοσημείωτη επίδραση στην περιφέρεια ή την τοποθεσία.

ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΔΑΣΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

77.

Διάφορα κράτη μέλη (Δανία, Ιταλία, Πορτογαλία και Ελλάδα) ανέφεραν ότι η αποτελεσματική εφαρμογή κοινοτικής δασικής πολιτικής επηρεαζόταν από την κατάσταση δράσεων που περιλαμβάνεται στα άρθρα 30 και 32, για την οποία ισχυρίζονται ότι προσομοιάζει μάλλον σε πλαίσιο παρά σε στοχοθετημένες δράσεις.

78.

Τα μέτρα που προβλέπει το άρθρο 32 επικεντρώνονται περισσότερο στα περιβαλλοντικά οφέλη. Εντούτοις, η κατανάλωση των πιστώσεων υπήρξε εξαιρετικά χαμηλή, προφανώς λόγω του ότι η ανώτατη χορηγούμενη πριμοδότηση δεν θεωρείται αρκετά ελκυστική από τους δυνητικούς δικαιούχους (όλα τα κράτη μέλη). Η Επιτροπή πρέπει να μελετήσει το φαινόμενο αυτό προκειμένου να διασφαλίσει ότι η εν λόγω πτυχή της στρατηγικής λειτουργεί όπως προβλεπόταν.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΚΑΙ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

79.

Η ΕΕ παρέχει στήριξη στις δράσεις για τα δάση από το 1964, μολονότι δεν προβλέπεται κοινή δασική πολιτική. Από το 2000 και εξής, χορηγείται χρηματοδοτική στήριξη στο πλαίσιο του κανονισμού για την αγροτική ανάπτυξη στην ΕΕ, αλλά βασίζεται σε διεθνείς πολιτικές δεσμεύσεις. Δεδομένου ότι οι έννοιες που διατυπώνονται στις εν λόγω δεσμεύσεις (αειφορία και πολυλειτουργικότητα) είναι ασαφείς, η προστιθέμενη αξία της στήριξης της ΕΕ παρουσιάζει δυσχέρειες στην εκτίμηση. Οι δυσχέρειες αυξάνονται λόγω του ότι τα κράτη μέλη ορίζουν το «δάσος» κατά διαφορετικούς τρόπους (βλέπε σημεία 14 έως 18).

Η Επιτροπή πρέπει να απλοποιήσει και να καταστήσει συνεπέστερη τη νομική βάση για τις κοινοτικές δράσεις στον τομέα των δασών, καθώς και να εργαστεί προς μια κοινή κατανόηση και ερμηνεία του όρου «δάσος».

80.

Η κατανομή της διαχείρισης της εφαρμογής της στρατηγικής για τα δάση δεν είναι σαφής. Λόγω αυτής της έλλειψης σαφήνειας, ούτε τα κράτη μέλη ούτε η Επιτροπή αισθάνονται υπεύθυνοι για την εκτίμηση του εάν ένα δασοκομικό σχέδιο συνεισέφερε στην επίτευξη των στόχων της κοινοτικής στρατηγικής για τα δάση (βλέπε σημεία 19 έως 22).

Πρέπει να επιδιώκεται σαφήνεια κατά την ανάθεση αρμοδιοτήτων στα κράτη μέλη και την Επιτροπή για την εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής για τα δάση όταν χρησιμοποιούνται δασικά μέτρα που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ.

81.

Η Επιτροπή βασίζει τη στήριξή της για τα δάση στην ύπαρξη εθνικών ή τοπικών δασικών προγραμμάτων ή ισοδύναμων μέσων, αλλά τα εν λόγω προγράμματα είναι σπάνια διαθέσιμα και, όταν είναι, η ποιότητά τους κυμαίνεται κατά πολύ (βλέπε σημεία 23 έως 26).

82.

Όταν χρησιμοποιούνται ισοδύναμα μέσα, συνήθως σχέδια αγροτικής ανάπτυξης, η ποιοτική εκτίμηση των δασικών μέτρων επηρεάζεται από τους χρονικούς περιορισμούς και τη διαθεσιμότητα του προσωπικού. Επίσης, η ποιοτική εκτίμηση επηρεάζεται από την έλλειψη πληροφοριών στην Επιτροπή σχετικά με τις δράσεις στον τομέα των δασών σε επίπεδο κρατών μελών (βλέπε σημεία 27 έως 36).

Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίσουν από κοινού την ανάπτυξη εγγράφων στρατηγικού σχεδιασμού, που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αποτελεσματικό εργαλείο για τον προγραμματισμό των δασικών μέτρων και ενισχύσεων.

Η Επιτροπή πρέπει να διασφαλίσει την καταλληλότητα της ποιοτικής εκτίμησης του τμήματος που αφορά τα δάση σε κάθε σχέδιο αγροτικής ανάπτυξης.

83.

Για τις συμβάσεις δάσωσης που συνήφθησαν πριν από το 2000 και θα διαρκέσουν επί εικοσαετία κατ' ανώτατο όριο έχουν χρησιμοποιηθεί σημαντικά κεφάλαια, τα οποία είχε προγραμματιστεί να χρησιμοποιηθούν για την εφαρμογή των μέτρων δάσωσης στο πλαίσιο της αγροτικής ανάπτυξης. Επιπλέον, η επταετής περίοδος προγραμματισμού είναι ακατάλληλη για τον πλέον μακροχρόνιο σχεδιασμό που απαιτείται για τις δράσεις στον τομέα των δασών και μπορεί να φθάνει την εικοσαετία (βλέπε σημεία 37 έως 39).

84.

Η χρήση διαφόρων χρηματοδοτικών ρυθμίσεων (μίγμα χρηματοδότησης του ΕΓΤΠΕ-Προσανατολισμός και του ΕΓΤΠΕ-Εγγυήσεις) οδήγησε σε πολύπλοκο σύστημα εφαρμογής της πολιτικής αγροτικής ανάπτυξης (βλέπε σημεία 40 έως 42).

Η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις με στόχο την απλοποίησή τους.

85.

Η εξέταση ορισμένων δειγμάτων σχεδίων που είχαν επιλεγεί αποκάλυψε ορισμένες αδυναμίες. Υπήρχαν ποικίλες ερμηνείες σχετικά με την παραχώρηση προτεραιότητας στη γη προς δάσωση. Όταν το ύψος των ενισχύσεων που ζητήθηκαν υπερέβαινε τα διαθέσιμα κεφάλαια, δεν υπήρχαν σαφή κριτήρια για την επιλογή των σχεδίων (κατάταξη). Επιπλέον, υπήρχε αβεβαιότητα ως προς την προηγούμενη χρήση της γης και ως προς το εάν ο δικαιούχος ήταν αγρότης. Επίσης, υπήρχαν περιπτώσεις αδυναμιών και ανεπαρκειών στα συστήματα ελέγχου των κρατών μελών (βλέπε σημεία 43 έως 58 και 62 έως 64).

Η Επιτροπή πρέπει, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, να εξετάσει το σύστημα αιτήσεων και έγκρισης για τα σχέδια, προκειμένου να διασφαλίσει ότι λαμβάνουν ενισχύσεις οι πλέον βιώσιμες και αξιόλογες προτάσεις στήριξης στο πλαίσιο των κοινοτικών και εθνικών στρατηγικών.

Η Επιτροπή πρέπει να επανεξετάσει τους ελέγχους που διενεργούν επί του παρόντος τα κράτη μέλη, προκειμένου να ενισχύσει τα διοικητικά συστήματα και τα συστήματα ελέγχου, καθώς και να λάβει τα κατάλληλα μέτρα σε περίπτωση μη συμφωνίας.

86.

Η δάσωση που πραγματοποιούν οι δημοτικές αρχές (τοπικές αρχές) δεν τυγχάνει ενίσχυσης για τη συντήρηση δυνάμει του ισχύοντος συστήματος στήριξης. Ενδέχεται αυτές να μην διαθέτουν επαρκείς πόρους προκειμένου να διασφαλίζεται η ορθή φροντίδα των φυταρίων και των φυτωρίων δενδρυλλίων (συντήρηση). Το γεγονός αυτό δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους μεταγενέστερης αποτυχίας σχεδίων που έχουν λάβει σημαντική κοινοτική και εθνική χρηματοδότηση (βλέπε σημεία 59 έως 61).

Η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει τις συνθήκες χορήγησης ενισχύσεων για δάσωση, προκειμένου να αποφεύγεται η χορήγηση ενίσχυσης σε περίπτωση που η βιωσιμότητα του σχεδίου δεν είναι εγγυημένη. Εάν είναι αναγκαίο, πρέπει να προτείνει τροποποιήσεις της ισχύουσας νομικής βάσης για τη χορήγηση ενισχύσεων.

87.

Η επίδραση του μέτρου της δάσωσης γεωργικής γης υπήρξε περιορισμένη. Ο βαθμός δάσωσης δεν είναι σημαντικός και το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί με χαμηλότερο κόστος. Τα σχέδια που χρηματοδοτήθηκαν οδηγούν σε διασκορπισμένη και ασυντόνιστη εφαρμογή στις αγροτικές περιοχές. Η συνολική δράση στο δασικό τομέα δεν είναι επαρκώς στοχοθετημένη (βλέπε σημεία 65 έως 78).

Η Επιτροπή πρέπει να επανεξετάσει τον τρόπο καλύτερης στοχοθέτησης του μέτρου της δάσωσης, με χαμηλότερο κόστος για τον προϋπολογισμό, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις μεταβαλλόμενες δημόσιες ανάγκες όσο και το γεγονός ότι η κοινοτική νομοθεσία δίνει επί του παρόντος έμφαση στα περιβαλλοντικά οφέλη.

Η παρούσα έκθεση εγκρίθηκε από το Ελεγκτικό Συνέδριο στο Λουξεμβούργο κατά τη συνεδρίασή του της 14ης Οκτωβρίου 2004.

Για το Ελεγκτικό Συνέδριο

Juan Manuel FABRA VALLÉS

Πρόεδρος


(1)  Άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1257/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 80).

(2)  COM(1998) 649 της 3.11.1998.

(3)  Ψήφισμα του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1998 (ΕΕ C 56 της 26.2.1999, σ. 1). Το ψήφισμα του Συμβουλίου αναφέρει ότι η ευθύνη της δασικής πολιτικής βαρύνει τα κράτη μέλη και ότι οι κοινοτικές δράσεις βασίζονται στην αρχή της επικουρικότητας: τονίζει τη σημασία της αρχής της επικουρικότητας, δεδομένου ότι η συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας δεν προβλέπει ειδική κοινή δασική πολιτική και η ευθύνη της δασικής πολιτικής βαρύνει τα κράτη μέλη, λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη ότι, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας και την έννοια της συνυπευθυνότητας, η Κοινότητα μπορεί να συμβάλει θετικά στην εφαρμογή μιας βιώσιμης διαχείρισης των δασών και του πολυλειτουργικού ρόλου τους.

(4)  Πανευρωπαϊκή υπουργική διάσκεψη του 1993 στο Ελσίνκι.

(5)  Πηγή: Επιτροπή.

(6)  COM(1998) 649.

(7)  Ψήφισμα του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1998.

(8)  Ψήφισμα του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1998. Το ψήφισμα του Συμβουλίου αναφέρει ότι η ευθύνη της δασικής πολιτικής βαρύνει τα κράτη μέλη και ότι οι κοινοτικές δράσεις βασίζονται στην αρχή της επικουρικότητας: τονίζει τη σημασία της αρχής της επικουρικότητας, δεδομένου ότι η συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας δεν προβλέπει ειδική κοινή δασική πολιτική και η ευθύνη της δασικής πολιτικής βαρύνει τα κράτη μέλη, λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη ότι, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας και την έννοια της συνυπευθυνότητας, η Κοινότητα μπορεί να συμβάλει θετικά στην εφαρμογή μιας βιώσιμης διαχείρισης των δασών και του πολυλειτουργικού ρόλου τους.

(9)  Πανευρωπαϊκή υπουργική διάσκεψη του 1993 στο Ελσίνκι.

(10)  Πηγή: Επιτροπή.

(11)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1257/1999, ο οποίος θεσπίζει τον κανονισμό-πλαίσιο για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης.

(12)  Βλέπε γλωσσάριο.

(13)  Βλέπε γλωσσάριο.

(14)  Ο στόχος 1 των διαρθρωτικών ταμείων αποσκοπεί στην προώθηση της ανάπτυξης και των διαρθρωτικών προσαρμογών σε περιφέρειες που παρουσιάζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη.

(15)  Ειδική έκθεση αριθ. 14/2000 (ΕΕ C 353 της 8.12.2000, σ. 1).

(16)  Η εμβέλεια του ελέγχου δεν κάλυψε λοιπές χρηματοδοτήσεις σχετικά με τα δάση από τον κοινοτικό προϋπολογισμό όπως Forest Research, Forest Natura 2000, Forest Focus (Έμφαση στα δάση).

(17)  Η Επιτροπή [COM(1998) 649] υπογραμμίζει τη σημασία της δασοπονίας ως εξής:

τα δάση με τις πολλαπλές τους λειτουργίες αποτελούν ουσιώδες μέρος των αγροτικών περιοχών και αποτελούν τον κύριο πυλώνα μιας ολοκληρωμένης πολιτικής αγροτικής ανάπτυξης, ιδίως όσον αφορά τη συμβολή τους στο εισόδημα και την απασχόληση, καθώς και την οικολογική και κοινωνική αξία τους,

τα δάση και η ποικιλότητά τους αποτελούν σημαντικό τμήμα του ευρωπαϊκού φυσικού περιβάλλοντος, και η προστασία τους και η διατήρησή τους αποτελούν αντικείμενο μιας σειράς κοινοτικών πολιτικών και ιδίως συγκεκριμένων περιβαλλοντικών θεμάτων, όπως η στρατηγική βιοποικιλότητας της ΕΕ, η «Natura 2000» και η υλοποίηση της σύμβασης για τις κλιματικές μεταβολές·

για τα δασικά προϊόντα, και ιδίως η ξυλεία (όπως και ο φελλός και η ρητίνη) εφαρμόζονται οι κανόνες της εσωτερικής αγοράς, συμπεριλαμβανόμενων των συνήθων κανόνων ανταγωνισμού της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις, τις συγχωνεύσεις και τις συμπράξεις επιχειρήσεων (καρτέλ).

(18)  Η τελική έκθεση του FAO σχετικά με τη συνολική εκτίμηση των δασικών πόρων, που εκδόθηκε το 1995, ορίζει ως δάσος περιοχή με 20 % πυκνότητα κάλυψης κόμης δένδρων για τις βιομηχανικές χώρες και 10 % για τις αναπτυσσόμενες χώρες.

(19)  Μελέτη σχετικά με το Ευρωπαϊκό Σύστημα Δασικών Πληροφοριών και Επικοινωνίας (EFICS) 1997.

(20)  Έκθεση του ΟΗΕ/FAO «Δασικοί Πόροι» 2000, σ. 34.

(21)  Η ανακοίνωση της Επιτροπής καταρτίστηκε βάσει ειδικού αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (A4-0414/96, ΕΕ C 55 της 24.2.1997, σ. 22).

(22)  Άρθρο 274 της συνθήκης ΕΚ: «Η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού που εκδίδεται σε εκτέλεση του άρθρου 279, με δική της ευθύνη και εντός των ορίων των πιστώσεων που εγκρίθηκαν, σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης. Τα κράτη μέλη συνεργάζονται με την Επιτροπή προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι πιστώσεις χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης.»

(23)  Σύμφωνα με το άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1257/1999, η στήριξη βασίζεται «στα εθνικά ή τοπικά δασικά προγράμματα ή ισοδύναμα μέσα τα οποία θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί κατά τις υπουργικές διασκέψεις για την προστασία των δασών στην Ευρώπη».

(24)  Άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1257/1999.

(25)  Πηγή: «Εθνικά δασικά προγράμματα στις ευρωπαϊκές χώρες: αρχική σύνοψη βάσει σύντομης έρευνας στις χώρες που συμμετέχουν στη δράση COST E-19», σ. 11.

(26)  Τέταρτη υπουργική διάσκεψη σχετικά με την προστασία των δασών στην Ευρώπη (Βιέννη, Απρίλιος 2003).

(27)  Άρθρο 29 παράγραφος 4 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1257/1999.

(28)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1257/1999 και κανονισμός (EΚ) αριθ. 1260/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 161 της 26.6.1999, σ. 1).

(29)  69 επιχειρησιακά προγράμματα για τις περιφέρειες του στόχου 1, συν τα συμπληρώματα προγραμματισμού, 20 ενιαία έγγραφα προγραμματισμού για το στόχο 2, συμπεριλαμβανόμενων των μέτρων του ΕΓΤΠΕ-Εγγυήσεις, 68 ΣΑΑ του ΕΓΤΠΕ-Εγγυήσεις και 73 προγράμματα LEADER +.

(30)  Οι κύριες ΓΔ είναι οι ΓΔ AGRI/ΓΔ REGIO/ΓΔ ENV.

(31)  Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την «Κατάσταση και προβλήματα της δασοκομίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και δυνατότητες ανάπτυξης δασικής πολιτικής» (ΕΕ C 206 της 7.7.1997, σ. 128).

(32)  ΕΓΤΠΕ-Εγγυήσεις: ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 817/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 153 της 30.4.2004, σ. 30) σχετικά με τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) ορίζει στο άρθρο 69 ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι αφορούν τουλάχιστον 5 % των δικαιούχων ετησίως και καλύπτουν όλους τους τύπους μέτρων αγροτικής ανάπτυξης που προβλέπονται στα έγγραφα προγραμματισμού. Οι επιτόπιοι έλεγχοι κατανέμονται σε όλη τη διάρκεια του έτους σύμφωνα με μια ανάλυση κινδύνων που θα υποβάλλεται με κάθε μέτρο αγροτικής ανάπτυξης. Όλες οι αναλήψεις υποχρεώσεων και δεσμεύσεις του δικαιούχου που μπορούν να ελεγχθούν τη στιγμή της επίσκεψης θα αποτελούν αντικείμενο ελέγχου. Οι επιτόπιοι έλεγχοι διενεργούνται σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2419/2001.

ΕΓΤΠΕ-Προσανατολισμός: ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 438/2001 της Επιτροπής (ΕΕ L 63 της 3.3.2001, σ. 21) (σχετικά με τη διαχείριση των διαρθρωτικών ταμείων) ορίζει (άρθρο 10) ότι «τα κράτη μέλη διοργανώνουν, βάσει κατάλληλου δείγματος, ελέγχους των πράξεων οι οποίοι αποσκοπούν: α) στην επαλήθευση της αποτελεσματικότητας των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου· β) στην επιλεκτική επαλήθευση βάσει ανάλυσης κινδύνων των δηλώσεων δαπανών που πραγματοποιούνται στα αντίστοιχα επίπεδα. Οι έλεγχοι που διενεργούνται πριν από την περάτωση της παρέμβασης καλύπτουν τουλάχιστον το 5 % της συνολικής επιλέξιμης δαπάνης και βασίζονται σε αντιπροσωπευτικό δείγμα εγκεκριμένων πράξεων, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις της παραγράφου 3. Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την ομαλή κατανομή των ελέγχων καθ' όλη τη διάρκεια της σχετικής περιόδου. Εξασφαλίζουν σαφή διαχωρισμό λειτουργιών μεταξύ αυτών των ελέγχων και της υλοποίησης ή πληρωμής των πράξεων».

(33)  Η ευρωπαϊκή διάσκεψη για την αγροτική ανάπτυξη που πραγματοποιήθηκε στο Salzburg τον Νοέμβριο του 2003 εξέφρασε στα συμπεράσματά της ανησυχία σχετικά με «την πολυπλοκότητα του ισχύοντος συστήματος εφαρμογής της κοινοτικής πολιτικής για την αγροτική ανάπτυξη, με διαφορετικές πηγές και διαδικασίες χρηματοδότησης ανάλογα με το εάν η παρέμβαση εφαρμόζεται στις περιφέρειες του στόχου 1 ή όχι·».

(34)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3508/92 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1992, για τη θέσπιση ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου (ΟΣΔΕ) σχετικά με ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων (ΕΕ L 355 της 5.12.1992, σ. 1).

(35)  Έγγραφο κατευθυντήριων γραμμών VI/10535/99 αναθ. 7, που εξέδωσαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής για την εφαρμογή της διαχείρισης, των ελέγχων και των κυρώσεων όσον αφορά τα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1257/1999, σημείο 3.5.

(36)  Ιδιαίτερα, το γεγονός της πραγματοποίησης μιας μόνο πρόσκλησης υποβολής αιτήσεων αντί για την πραγματοποίηση επαναλαμβανόμενων προσκλήσεων ευνοεί την επιλογή των πρώτων σχεδίων που υποβλήθηκαν.

(37)  Βλέπε επίσης το έγγραφο κατευθυντήριων γραμμών VI/10535/99 αναθ. 7, σημείο 3.7.

(38)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3508/92.

(39)  Ειδική έκθεση αριθ. 14/2000 σχετικά με τον περιβαλλοντικό προσανατολισμό της ΚΓΠ (ΕΕ C 353 της 8.12.2000), σημείο 47: «Όσον αφορά τα γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα, τα κράτη μέλη οφείλουν να υποβάλλουν λεπτομερή στοιχεία προς υποστήριξη του προτεινόμενου ύψους των ενισχύσεων στο πλαίσιο κάθε προγράμματος· στη συνέχεια, η Επιτροπή εγκρίνει αυτά τα συγκεκριμένα ποσά. Αντιθέτως, όσον αφορά τη δάσωση, παρόμοιες πληροφορίες δεν απαιτούνται από τις εθνικές αρχές· η Επιτροπή εγκρίνει ένα μέγιστο ποσό ενίσχυσης, στο πλαίσιο του οποίου τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να καθορίσουν το ύψος των ενισχύσεων, χωρίς να χρειάζεται η έγκριση της Επιτροπής».

(40)  Το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1257/1999 αναφέρει ότι μπορεί να καταβάλλεται ετήσια πριμοδότηση ανά εκτάριο χορηγούμενη επί εικοσαετία κατ' ανώτατο όριο, για την κάλυψη των απωλειών εισοδήματος που απορρέουν από τη δάσωση, στους γεωργούς ή στις ενώσεις τους που καλλιεργούσαν τη γη πριν από τη δάσωσή της ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου.

(41)  Έκθεση προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2080/92 [COM(1997) 630 της 28.11.1997].

(42)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 445/2002 της Επιτροπής, άρθρο 61 (ΕΕ L 74 της 15.3.2002, σ. 1).

(43)  Άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1257/1999, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1783/2003 του Συμβουλίου (ΕΕ L 270 της 21.10.2003, σ. 70).

(44)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1783/2003.

(45)  Τα σχέδια αγροτικής ανάπτυξης καθορίζουν το ποσό ανά εκτάριο που πρέπει να καταβληθεί ως αντιστάθμιση της απώλειας εισοδήματος για τα επόμενα 20 έτη. Η αντιστάθμιση της απώλειας εισοδήματος ποικίλλει ανάλογα με την προγενέστερη χρήση της δασωθείσας γης, και είναι υψηλότερη σε περίπτωση που η γη είχε πλέον αποδοτικές χρήσεις, καθώς και εάν ο δικαιούχος χαρακτηρίζεται ως γεωργός.

(46)  Η διάσκεψη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα ήταν χρήσιμο να επαναπροσανατολιστούν τα μέτρα δάσωσης προκειμένου να ενισχυθεί η πολυλειτουργικότητα και η αειφορία (παραδείγματος χάρη στον τομέα της διαχείρισης του κινδύνου, βελτιώνοντας τις περιβαλλοντικές ωφέλειες και μειώνοντας τους κινδύνους πυρκαγιάς).

(47)  Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την «κατάσταση και τα προβλήματα της δασοκομίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και τις δυνατότητες ανάπτυξης δασικής πολιτικής» (ΕΕ C 206 της 7.7.1997, σ. 128).

(48)  Άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1257/1999.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΑΣΟΚΟΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1964-1999

1964-1988:

Έως το 1988, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα έλαβε ορισμένα μέτρα για την ανάπτυξη του δασικού τομέα, τα οποία συνδέονταν πάντοτε άμεσα με την κοινή γεωργική πολιτική, ιδίως με την πολιτική βελτίωσης των γεωργικών διαρθρώσεων. Τα μέτρα αφορούσαν την εναρμόνιση της νομοθεσίας, την ανάπτυξη των δασών και της δασοκομίας, την προστασία των δασών κατά της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και των πυρκαγιών, καθώς και την έρευνα στο δασικό τομέα.

1988-1992:

Η Κοινότητα ενέκρινε συνεπέστερη προσέγγιση για τα δασοκομικά της σχέδια. Τον Σεπτέμβριο του 1988, η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο ένα κοινοτικό πρόγραμμα δράσης στο δασικό τομέα. Αυτό εγκρίθηκε από το Συμβούλιο το 1989 και επικεντρώθηκε σε πέντε κύριους τομείς:

δάσωση γεωργικής γης,

ανάπτυξη και βέλτιστη χρήση των δασών στις γεωργικές περιοχές,

φελλός,

προστασία των δασών,

συνοδευτικά μέτρα.

1992-1999:

Το 1992, τα κοινοτικά μέτρα στο δασικό τομέα εισήλθαν σε μία πλέον φιλόδοξη φάση. Οι αποφάσεις σε δύο κύριους τομείς τροποποίησαν εκ θεμελίων το πρόγραμμα δράσης του 1988.

Τα μέτρα για την προστασία των δασών από την ατμοσφαιρική ρύπανση και τις πυρκαγιές ενισχύθηκαν (1).

Τα δασικά μέτρα στη γεωργία εγκρίθηκαν (2) ως τμήμα των μέτρων που συνοδεύουν τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ για τη στήριξη της δάσωσης γεωργικής γης.

Από το 1992 και εξής, άλλα κοινοτικά μέτρα στο δασικό τομέα περιλάμβαναν το Ευρωπαϊκό Σύστημα Δασικών Πληροφοριών και Επικοινωνίας (EFICS) (3), καθώς και ερευνητικές δραστηριότητες στο δασικό τομέα που συγχρηματοδοτούνταν από τα κοινοτικά προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης στον τομέα της αγρονομικής και περιβαλλοντικής έρευνας.

Κατά τη δεκαετία του 1990, ο προβληματισμός σχετικά με την ευρωπαϊκή δασοκομία επικεντρώθηκε κυρίως στον ορισμό και την εφαρμογή των αρχών της αειφόρου δασοκομίας. Η έννοια της αειφόρου διαχείρισης των δασών ορίστηκε το 1993 από την πανευρωπαϊκή υπουργική διάσκεψη του Ελσίνκι σχετικά με την προστασία των δασών. Η αειφόρος διαχείριση των δασών συνίσταται στον ισορροπημένο συνδυασμό οικολογικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Η συζήτηση σχετικά με την κοινοτική στρατηγική για τα δάση άρχισε, μεταξύ άλλων, με την έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (4), την ανακοίνωση της Επιτροπής για τη δασική στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης (5) και το ψήφισμα του Συμβουλίου για μια δασική στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης (6). Στο πλαίσιο του προβληματισμού αυτού επιβεβαιώθηκαν εκ νέου ιδιαίτερα οι εξής αρχές: τα δάση διαδραματίζουν πολυλειτουργικό ρόλο, οι κανόνες της οικονομίας της αγοράς θα πρέπει να εφαρμόζονται σε αυτά και, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η στρατηγική θα πρέπει να εφαρμόζεται στο κατώτατο δυνατό επίπεδο. Μολονότι πρέπει να εφαρμόζεται η αρχή της επικουρικότητας και η στρατηγική σχετικά με τα δάση αποσκοπεί στη βελτίωση του συντονισμού στους κόλπους της Κοινότητας, υπάρχει έλλειψη συγκεκριμένων προτάσεων σχετικά με τη βελτίωση της συνεργασίας.


(1)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2157/92 και κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2158/92.

(2)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2080/92.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 400/94.

(4)  A4-0414/96· PE 213.578/fin (η «Έκθεση Thomas»).

(5)  COM(1998) 649 τελικό.

(6)  Ψήφισμα του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1998.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ

Ορισμός του δάσους: κύρια κριτήρια και κατώτατα όρια που χρησιμοποιούνται ανά χώρα σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Σύστημα Δασικών Πληροφοριών και Επικοινωνίας (EFICS)

Χώρα

Κατώτατο όριο

Ύψος σε ώριμη ηλικία

Πλάτος

Κάλυψη κόμης δένδρων

Περιοχή

Δυνητική παραγωγή

Αυστρία

10 m

30 %

0,05 ha

 

 

Βέλγιο (Βαλλονία)

9 m

 

0,1 ha

 

 

Βέλγιο (Φλάνδρα)

25 m

20 %

0,5 ha

 

 

Δανία

20 m

 

0,5 ha

 

6 m

Φινλανδία

 

 

0,25 ha

1 m3/ha/έτος

 

Γαλλία

15 m

10 % ή 500 δένδρα/ha με περίμετρο σε στηθιαίο ύψος < 24,5 cm

0,05 ha

 

 

Γερμανία

10 m

 

0,1 ha

 

 

Ελλάδα

30 m

10 %

0,5 ha

 

 

Ιρλανδία

40 m

20 %

0,5 ha

4 m3/ha/έτος (κωνοφόρα)

2 m3/ha/έτος (φυλλοβόλα)

 

Ιταλία

20 m

20 %

0,2 ha

 

 

Λουξεμβούργο

ουδέν

ουδέν

ουδέν

 

 

Πορτογαλία

15 m

10 %

0,2 ha

 

 

Ισπανία

20 m

30 %

0,25 ha

 

 

Σουηδία

 

 

0,25 ha

1 m3/ha/έτος

 

Κάτω Χώρες

30 m

20 %

0,5 ha

 

 

Ηνωμένο Βασίλειο

50 m

20 %

2 ha

 

 

Πηγές: ΕΚ 1997. Μελέτη σχετικά με το Ευρωπαϊκό Σύστημα Δασικών Πληροφοριών και Επικοινωνίας (EFICS).

Εκθέσεις σχετικά με τη δασική απογραφή και τα συστήματα κατόπτευσης. Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Λουξεμβούργο.


ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΣΥΝΟΨΗ

II.

Η Επιτροπή καλωσορίζει την έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η έγκαιρη υποβολή της οποίας θα επιτρέψει τη δέουσα συνεκτίμησή της ενόψει της επικείμενης αναθεώρησης της κοινοτικής στρατηγικής για τα δάση και του μελλοντικού πλαισίου αγροτικής ανάπτυξης (COM 2004/490 τελικό).

Όσον αφορά την αρχή της επικουρικότητας, η Επιτροπή θεωρεί ότι ορισμένες αποφάσεις εφαρμογής εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών, όπως άλλωστε επισημαίνεται σε διάφορα σημεία των απαντήσεων της Επιτροπής στην έκθεση του Συνεδρίου.

V.

Η αειφόρος διαχείριση των δασών βασίζεται στον ισόρροπο συγκερασμό οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών στόχων κατόπιν στάθμισης των διάφορων διακυβευομένων.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι δυνατό να επιτευχθεί αποτελεσματική παρακολούθηση παρότι δεν εφαρμόζεται κοινός ορισμός του δάσους. Η παρακολούθηση των αποτελεσμάτων της πολιτικής μπορεί να πραγματοποιείται σε επίπεδο κρατών μελών και στη συνέχεια σε επίπεδο ΕΕ.

VI.

Η σύνδεση μεταξύ της κοινοτικής στρατηγικής για τα δάση και των μεμονωμένων έργων που συγχρηματοδοτούνται με κεφάλαια του ΕΓΤΠΕ εξασφαλίζεται μέσω των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης (ΠΑΑ). Η Επιτροπή επαληθεύει τη συμμόρφωση των προγραμμάτων προς την κοινοτική στρατηγική για τα δάση. Οι εθνικές ή περιφερειακές αρχές εγκρίνουν τα μεμονωμένα σχέδια έργων βάσει του αντίστοιχου ΠΑΑ.

Στην πρόταση για το μελλοντικό πλαίσιο αγροτικής ανάπτυξης, η Επιτροπή προτείνει μια σαφέστερη διάκριση μεταξύ των ευθυνών της Επιτροπής και των ευθυνών των κρατών μελών.

Η συμβολή κάθε προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης στην υλοποίηση της κοινοτικής στρατηγικής για τα δάση αξιολογείται στις εκθέσεις αξιολόγησης που εκπονούν τα κράτη μέλη και συνοψίζονται από την Επιτροπή. Τον Ιούλιο του 2004, η Επιτροπή πρότεινε (COM 2004/490 τελικό) να ενισχυθούν οι απαιτήσεις αξιολόγησης για το μελλοντικό πλαίσιο αγροτικής ανάπτυξης.

VII.

Οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν αναπτύξει μια κοινή προσέγγιση για τα εθνικά δασικά προγράμματα στο πλαίσιο της υπουργικής διάσκεψης για την προστασία των δασών της Ευρώπης (MCPFE) και έχουν σημειώσει σημαντικά βήματα προόδου όσον αφορά την εκπόνηση εθνικών δασικών προγραμμάτων. Εντούτοις, ελλείψει τέτοιων προγραμμάτων, κρίνεται εύλογο να γίνονται δεκτά προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης (ΠΑΑ) ή επιχειρησιακά προγράμματα (ΕΠ) ως ισοδύναμα μέσα, ούτως ώστε να μη παρακωλύεται η εφαρμογή των δασικών μέτρων των προγραμμάτων.

Για να εξασφαλισθεί η ποιότητα των εγκριθέντων προγραμμάτων, πραγματοποιήθηκε εις βάθος ανάλυση σε συνεργασία με όλες τις συναρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής και σε στενή επαφή με τα κράτη μέλη. Η διαδικασία αυτή ήταν χρονοβόρα.

VIII.

Η σύναψη μακροχρόνιων συμβάσεων είναι απαραίτητη ώστε να εξασφαλισθεί επαρκής και ικανοποιητική εφαρμογή μέτρων όπως η δάσωση γεωργικών γαιών. Τα μέτρα αυτά εκ φύσεως εκτείνονται σε περισσότερες της μίας περιόδου προγραμματισμού.

Όσον αφορά τη διάρκεια των συμβάσεων και τα ποσά των ενισχύσεων, οι προτάσεις σχετικά με το πλαίσιο αγροτικής ανάπτυξης για την περίοδο μετά το 2006 περιέχουν μια σειρά τροποποιήσεων που μετριάζουν τα προβλήματα αυτά, κυρίως μειώνοντας τη διάρκεια χορήγησης και το ανώτατο ύψος της αποζημίωσης για απώλεια εισοδήματος.

IX.

Η Επιτροπή έχει επίγνωση της πολυπλοκότητας του συστήματος και, για τον λόγο αυτό, έχει ήδη προτείνει απλοποιήσεις και άλλα ουσιαστικά μέτρα για το πλαίσιο αγροτικής ανάπτυξης μετά το 2006. Μία από τις απλοποιήσεις αυτές είναι η καθιέρωση ενός ενιαίου Ταμείου για την αγροτική ανάπτυξη.

X.

Η εφαρμογή των δασικών μέτρων διέπεται από την αρχή της επικουρικότητας. Ο τύπος των προς δάσωση γαιών καθορίζεται, σε μεγάλο βαθμό, από τα κράτη μέλη με βάση τις εθνικές και περιφερειακές τους συνθήκες και ανάγκες. Η πρόταση σχετικά με την πολιτική αγροτικής ανάπτυξης για την περίοδο μετά το 2006 περιέχει μια σειρά στοιχείων που αποβλέπουν στη βελτίωση της περιβαλλοντικής στοχοθέτησης κατά την επιλογή των προς δάσωση γαιών.

Η συμβατότητα με το περιβάλλον αποτελεί νομική υποχρέωση. Τα κράτη μέλη εκπληρώνουν την υποχρέωση αυτή με βάση τις περιφερειακές συνθήκες.

Τα περισσότερα προγράμματα περιλαμβάνουν κριτήρια επιλογής, αλλά η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, χρειάζεται ενδεχομένως να βελτιωθεί ο καθορισμός αυτών των κριτηρίων.

Οι υπηρεσίες λογιστικού ελέγχου της Επιτροπής επαληθεύουν τα συστήματα επιλογής βάσει των κατευθυντήριων γραμμών που έχει εκδώσει η Επιτροπή. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί μη διαφάνεια ή μη αντικειμενικότητα της επιλογής των σχεδίων έργων, απευθύνονται συστάσεις στο υπόψη κράτος μέλος και επιβάλλονται ενδεχομένως δημοσιονομικές διορθώσεις στα πλαίσια αποφάσεων εκκαθάρισης λογαριασμών.

Ο ορισμός της έννοιας της «γεωργικής γης» και της ιδιότητας του «γεωργού» εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών και πρέπει να περιλαμβάνεται στα εθνικά ή περιφερειακά προγράμματα. Εναπόκειται στα κράτη μέλη να προβαίνουν στις απαιτούμενες επαληθεύσεις σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που έχει εκδώσει η Επιτροπή.

Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι υπάρχει περιθώριο βελτιώσεων· για την επόμενη περίοδο προγραμματισμού, θα αναθεωρήσει τις απαιτήσεις και θα δώσει περαιτέρω οδηγίες στα κράτη μέλη σε σχέση με τα ζητήματα που θίγει το Συνέδριο.

Η Επιτροπή έχει και η ίδια εντοπίσει αδυναμίες ανάλογες εκείνων στις οποίες αναφέρεται το Συνέδριο και έχει επιβάλει δημοσιονομικές διορθώσεις. Έχουν ληφθεί κανονιστικά μέτρα με σκοπό να βελτιωθεί η επαλήθευση της ορθότητας των αιτήσεων.

Στα πλαίσια των εργασιών τους, οι υπηρεσίες λογιστικού ελέγχου της Επιτροπής δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στην τήρηση κατάλληλων διαδικασιών ελέγχου των προσκλήσεων υποβολής προσφορών για τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων που αφορούν μέτρα για τα οποία προβλέπεται δυνατότητα χορήγησης ενίσχυσης σε δημόσιους οργανισμούς στο πλαίσιο της αγροτικής ανάπτυξης.

XI.

Οι δημοτικές αρχές είναι εν μέρει υπεύθυνες για τη συντήρηση των δασών που τους ανήκουν. Οι αρχές οι αρμόδιες για την έγκριση των σχεδίων έργων οφείλουν να απαιτούν από τις δημοτικές αρχές επαρκείς αποδείξεις εκτέλεσης των εργασιών συντήρησης.

XII.

Η χορήγηση μακροχρόνιας αποζημίωσης είναι απαραίτητη, δεδομένου ότι καθιστά τη δάσωση γεωργικών γαιών ελκυστική για τους γεωργούς. Εντούτοις, στις προτάσεις για το πλαίσιο αγροτικής ανάπτυξης μετά το 2006 προβλέπεται μείωση της περιόδου χορήγησης αποζημίωσης για απώλεια εισοδήματος στα δέκα έτη. Πέραν του γενικού αντικτύπου, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι βασικές συνέπειες σε ορισμένες συγκεκριμένες περιφέρειες.

XIII.

Η αειφορία αποτελεί ήδη θεμελιώδη αρχή του κανονισμού (EK) αριθ. 1257/1999. Οι προτάσεις σχετικά με το πλαίσιο αγροτικής ανάπτυξης μετά το 2006 ανταποκρίνονται επίσης στη σύσταση αυτή, προβλέποντας σαφέστερη εστίαση της δάσωσης σε περιβαλλοντικούς στόχους και υποχρέωση καθορισμού περιοχών κατάλληλων προς (και συνεπώς περιοριζόμενων σε) δάσωση για περιβαλλοντικούς λόγους.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

4.

Το ψήφισμα του Συμβουλίου επί μιας κοινοτικής στρατηγικής για τα δάση αποτελεί πλαίσιο αναφοράς για τις δραστηριότητες που αφορούν τα δάση στην ΕΕ. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην εν λόγω στρατηγική επιβεβαιώνεται η εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας στον τομέα της δασοκομίας.

5.

Σε ό,τι αφορά την αρχή της επικουρικότητας, η Επιτροπή θεωρεί ότι ορισμένες αποφάσεις εφαρμογής εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών, όπως εκφράζεται σε διάφορα σημεία της απάντησης της Επιτροπής στην έκθεση του Συνεδρίου.

10.

Ο κανονισμός περί της αγροτικής ανάπτυξης βασίζεται στην αρχή της επικουρικότητας και εναπόκειται στα κράτη μέλη να καταρτίζουν τα οικεία προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης λαμβάνοντας υπόψη της εθνικές και περιφερειακές προτεραιότητες.

11.

Η Επιτροπή διενήργησε το 2001 αξιολόγηση του κανονισμού (EOK) αριθ. 2080/92 του Συμβουλίου και θεσπίστηκαν σαφέστερες κατευθυντήριες γραμμές ως προς τα μέτρα παρακολούθησης με τον κανονισμό (EK) αριθ. 1257/1999 του Συμβουλίου. Ο κανονισμός αυτός επιβάλλει τη διενέργεια εκ των προτέρων αξιολόγησης και εκτενούς ενδιάμεσης αξιολόγησης των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης (ΠΑΑ), οι οποίες, εφόσον κριθεί αναγκαίο, μπορεί να οδηγήσουν σε αναπροσαρμογή του εκάστοτε προγράμματος.

Η ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΙ Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ

15.

Η έννοια της αειφορίας ευθυγραμμίζεται με την έννοια που εισήχθη και ορίστηκε στην «έκθεση Bruntland» του 1987 προς την Παγκόσμια Επιτροπή για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, η οποία δε εφαρμόζεται πλέον σε όλους τους κλάδους της οικονομίας και στις στρατηγικές αειφόρου ανάπτυξης που χαράσσονται παγκοσμίως.

Η αειφόρος διαχείριση των δασών βασίζεται στον ισόρροπο συγκερασμό οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών στόχων. Μπορεί μεν να υπάρχουν συγκρούσεις μεταξύ αυτών των τριών τύπων στόχων, αλλά οι αλληλοσυγκρούσεις αυτές θα πρέπει να θεωρηθούν υγιείς και να οδηγήσουν σε ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ ομάδων διαφορετικών συμφερόντων και σε εποικοδομητική αναζήτηση των ορθότερων λύσεων. Τα βήματα που έχουν σημειωθεί όσον αφορά τον καθορισμό κριτηρίων και δεικτών αειφόρου διαχείρισης των δασών καθώς και την εφαρμογή εθελοντικών μηχανισμών πιστοποίησης των δασών της ΕΕ των οποίων η διαχείριση ανταποκρίνεται στις αρχές της αειφορίας είναι ενδεικτικά της προόδου που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια προς μια αειφόρο διαχείριση των δασών.

16.

Για μια αειφόρο διαχείριση των δασών απαιτείται συμμετοχική προσέγγιση και εμπλοκή όλων των άμεσα ενδιαφερόμενων μερών, ούτως ώστε να επιτυγχάνεται συναίνεση και να προσδιορίζονται ικανοποιητικές προσεγγίσεις. Διάφορες χώρες αναπτύσσουν σήμερα κατάλληλους μηχανισμούς και δομές που να εξασφαλίζουν τη συμμετοχή των άμεσα ενδιαφερόμενων μερών στις διαδικασίες διαμόρφωσης και εφαρμογής της δασικής πολιτικής, κυρίως στα πλαίσια των αντίστοιχων εθνικών τους δασικών προγραμμάτων.

Κράτη μέλη τα οποία στο παρελθόν έδιναν, για κοινωνικοοικονομικούς λόγους, μεγαλύτερη έμφαση στην οικονομική ανάπτυξη του εν λόγω τομέα, αρχίζουν σταδιακά να μελετούν και να αναπτύσσουν στρατηγικές που αποβλέπουν στη διαφοροποίηση και στην ενσωμάτωση περιβαλλοντικών και κοινωνικών στόχων. Η αειφορία και η αειφόρος ανάπτυξη προσδιορίζουν όχι μια στατική κατάσταση, αλλά περισσότερο μια δυναμική διαδικασία μεταβολής με στόχο τη συνεχή βελτίωση.

17.

Ο ορισμός του δάσους εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Οι διαφορές ορισμού οφείλονται στις διαφορετικές ιστορικές, κοινωνικές, νομικές και οικολογικές συνθήκες των χωρών. Για στατιστικούς ωστόσο λόγους, τα κράτη μέλη αναπροσαρμόζουν τα δεδομένα βάσει μιας κοινής μεθόδου που έχει αναπτυχθεί στο πλαίσιο του κοινού ερωτηματολογίου FAO/UNECE/EUROSTAT/ITTO για τη συλλογή δασικών στατιστικών δεδομένων. Κατ' αυτό τον τρόπο, τα δασικά δεδομένα καθίστανται συγκρίσιμα όσον αφορά τόσο την έκταση των δασικών περιοχών όσο και τον όγκο των δασοσυστάδων.

18.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι δυνατό να επιτευχθεί αποτελεσματική παρακολούθηση παρότι δεν εφαρμόζεται κοινός ορισμός του δάσους. Η παρακολούθηση των αποτελεσμάτων της πολιτικής είναι δυνατό να πραγματοποιείται σε επίπεδο κρατών μελών με βάση τους στόχους που έχουν τεθεί στα αντίστοιχα ΠΑΑ, επιτρέποντας στη συνέχεια τη διενέργεια αξιολόγησης σε επίπεδο ΕΕ (π.χ. εκ των υστέρων αξιολογήσεις). Όπως επισημαίνεται στο σημείο 17, εξασφαλίζεται η συγκρισιμότητα των δασικών δεδομένων μεταξύ των χωρών.

Η υποβολή από τα κράτη μέλη τακτικών εκθέσεων βασιζόμενων σε από κοινού συμπεφωνημένους δείκτες παρακολούθησης καθιστά δυνατή τη μέτρηση της προόδου υλοποίησης των ΠΑΑ.

19.

Η κατανομή της διαχείρισης και οι αρμοδιότητες της Επιτροπής σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της κοινοτικής στρατηγικής για τα δάση καθορίστηκαν από το Συμβούλιο στο ψήφισμα που εξέδωσε στις 15 Δεκεμβρίου 1998 επί μιας κοινοτικής στρατηγικής για τα δάση. Σημειωτέον ότι η αξιολόγηση αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της διαχείρισης των προγραμμάτων και επιτρέπει την αξιολόγηση του βαθμού επίτευξης των στόχων του εκάστοτε προγράμματος.

20.

Τα δασικά μέτρα αποτελούν μέρος της ΚΓΠ και η εφαρμογή τους υπάγεται σε κατανεμημένες αρμοδιότητες διαχείρισης· ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι ορισμένες αποφάσεις εφαρμογής εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών. Η Επιτροπή οφείλει να αξιολογεί τον βαθμό συμμόρφωσης των προγραμμάτων με τους κοινοτικούς στόχους και την κοινοτική νομοθεσία. Η εκτέλεση των εγκεκριμένων προγραμμάτων ανατίθεται στα κράτη μέλη. Η ευθύνη αυτή των κρατών μελών καλύπτει μεταξύ άλλων τις πάσης φύσεως επαφές με τον εκάστοτε δικαιούχο, από την αξιολόγηση του αντίστοιχου σχεδίου έργου έως την τελική πληρωμή. Η Επιτροπή εποπτεύει την εκτέλεση των προγραμμάτων μέσω παρακολούθησης και αξιολογήσεων. Η Επιτροπή ελέγχει κατά πόσον η εκτέλεση αυτή συνάδει με τα εγκεκριμένα προγράμματα και συμφωνεί με τους σχετικούς κοινοτικούς κανόνες ώστε να εκτιμήσει τυχόν κινδύνους για τα Ταμεία και να αναλάβει την τελική ευθύνη για την εκτέλεση του προϋπολογισμού της Κοινότητας.

Σε περίπτωση που κατά τους ελέγχους της Επιτροπής διαπιστωθούν αδυναμίες στα συστήματα διαχείρισης και ελέγχου των κρατών μελών ή/και μη συμμόρφωση προς τους κοινοτικούς κανόνες που διέπουν την εκτέλεση των έργων, προτείνονται ενδεχομένως δημοσιονομικές διορθώσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης λογαριασμών της Επιτροπής.

21.-22.

Η κοινοτική στρατηγική για τα δάση αποτελεί πλαίσιο αναφοράς για τις δράσεις που αφορούν τα δάση στην ΕΕ. Τα μέτρα που συμπεριλαμβάνονται στα προγράμματα πρέπει να ευθυγραμμίζονται με τους στόχους της ΕΕ, και συνεπώς με την κοινοτική στρατηγική για τα δάση. Η συμμόρφωση αυτή των μέτρων επαληθεύεται κατά τη διαδικασία έγκρισης των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης. Κατά την επιλογή των μεμονωμένων σχεδίων έργων, οι αρμόδιες εθνικές ή περιφερειακές αρχές πρέπει να εξασφαλίζουν ότι τα επιλεγόμενα έργα είναι σύμφωνα με το υπόψη πρόγραμμα. Βλέπε επίσης απάντηση στο σημείο 20.

Στην πρόταση σχετικά με το πλαίσιο αγροτικής ανάπτυξης μετά το 2006 γίνεται σαφέστερη διάκριση μεταξύ των ευθυνών της Επιτροπής και των ευθυνών των κρατών μελών. Όσον αφορά την εφαρμογή των στρατηγικών της ΕΕ (συμπεριλαμβανομένης της στρατηγικής για τα δάση), η πρόταση προβλέπει την κατάρτιση ενός κοινοτικού στρατηγικού σχεδίου αγροτικής ανάπτυξης το οποίο θα υποβληθεί προς έγκριση στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Η συμβολή κάθε προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης στην υλοποίηση της κοινοτικής στρατηγικής για τα δάση αξιολογείται στις εκθέσεις αξιολόγησης που εκπονούν τα κράτη μέλη και συνοψίζονται από την Επιτροπή. Τον Ιούλιο του 2004, η Επιτροπή πρότεινε (COM 2004/490 τελικό) να ενισχυθούν οι απαιτήσεις αξιολόγησης για το μελλοντικό πλαίσιο αγροτικής ανάπτυξης.

ΕΘΝΙΚΑ ΔΑΣΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ (ΕΔΠ) Ή ΙΣΟΔΥΝΑΜΑ ΜΕΣΑ

24.

Η μελέτη COST (Συνεργασία στον τομέα της επιστημονικής και τεχνικής έρευνας) στην οποία αναφέρεται το Ελεγκτικό Συνέδριο ήταν απλώς ένας προπαρασκευαστικός απολογισμός της κατάστασης στις χώρες που συμμετέχουν στη δράση COST με σκοπό να αποτελέσει έναυσμα για διάλογο.

Στην αρχή της τρέχουσας περιόδου προγραμματισμού, ελάχιστα μόνο κράτη μέλη είχαν αναπτύξει εθνικά δασικά προγράμματα, αλλά τα τελευταία χρόνια σημειώνονται βήματα προόδου. Τα κράτη μέλη αναπτύσσουν, σε διαφορετικό βαθμό, μηχανισμούς και προσεγγίσεις διαμόρφωσης δασικής πολιτικής που είναι συνεπείς με τις αρχές των εθνικών δασικών προγραμμάτων.

25.-26.

Κατά τα τελευταία 20 χρόνια η έννοια του εθνικού δασικού προγράμματος έχει εξελιχθεί στα πλαίσια διάφορων διακυβερνητικών διαδικασιών. Σήμερα ο όρος έχει αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία και ευρύ εννοιολογικό περιεχόμενο που έχει σχέση με την αειφόρο διαχείριση των δασών. Σε διεθνές επίπεδο, υπάρχει συναίνεση ως προς τις γενικές αρχές και διαστάσεις των εθνικών δασικών προγραμμάτων. Εντούτοις, δεν υπάρχει από κοινού συμπεφωνημένος ορισμός. Ανταποκρινόμενα στην αναγκαιότητα ενός τέτοιου κοινού ορισμού, οι ευρωπαϊκές χώρες ανέπτυξαν μια κοινή προσέγγιση για τα εθνικά δασικά προγράμματα στο πλαίσιο της Υπουργικής Διάσκεψης για την Προστασία των Δασών της Ευρώπης (MCPFE).

27.

Ελλείψει εθνικών δασικών προγραμμάτων σε ορισμένα κράτη μέλη το 2000, κρίθηκε εύλογο να γίνουν δεκτά ΠΑΑ ή ΕΠ, δυνατότητα που προβλέπεται άλλωστε από τον κανονισμό (EK) αριθ. 1257/1999 (άρθρο 29) του Συμβουλίου. Όπου κρίθηκε αναγκαίο, κατά την εκ των υστέρων αξιολόγηση των προγραμμάτων η Επιτροπή ζήτησε πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τη σύνδεση των προτεινόμενων δασικών μέτρων με την τήρηση των δεσμεύσεων που έχουν αναλάβει η Κοινότητα και τα κράτη μέλη σε διεθνές επίπεδο.

28.

Η αγροτική ανάπτυξη, ως μέρος της κοινής γεωργικής πολιτικής με αντίστοιχη νομική βάση στη συνθήκη, εστιάζεται εκ φύσεως στον γεωργικό τομέα. Η δασοκομία θεωρείται ωστόσο αναπόσπαστο και σημαντικό τμήμα της αγροτικής οικονομίας και της αγροτικής ανάπτυξης, κάτι το οποίο αναγνωρίζεται στο κεφάλαιο για τη δασοκομία του κανονισμού (EK) αριθ. 1257/1999. Τα κράτη μέλη μπορούν να εντάσσουν τους στόχους τους για τα δάση στα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης.

Η ουσιαστική συμβολή της δασοκομίας στην αγροτική ανάπτυξη πρόκειται να ενισχυθεί βάσει των προτάσεων για το πλαίσιο αγροτικής ανάπτυξης μετά το 2006: η δασοκομία καλύπτεται ιδίως από τους άξονες I και II· η συνάρθρωση και η εστίαση αρκετών δασικών μέτρων πρόκειται να βελτιωθεί, π.χ. κατά τρόπο ώστε να αξιοποιηθεί η σημασία των δασών για την εφαρμογή του Natura 2000.

29.-30.

Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η μετάβαση μεταξύ δύο περιόδων προγραμματισμού δημιουργεί μεγάλο φόρτο εργασίας για τις υπηρεσίες της. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Επιτροπή εξετάζει όλα τα προγράμματα που υποβάλλουν τα κράτη μέλη πριν να τα εγκρίνει.

31.

Τα δασικά μέτρα αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης (βλέπε επίσης απάντηση στο σημείο 28). Η μακρά διάρκεια της διαδικασίας έγκρισης αποτελεί ένδειξη του χρόνου που αναλώνει και των προσπαθειών που καταβάλλει η Επιτροπή ώστε να εξασφαλίσει την ορθότητα των προγραμμάτων. Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει εκτενείς και πολλαπλές επαφές με τα κράτη μέλη.

32.

Η εμπλοκή πολλών άλλων μονάδων και γενικών διευθύνσεων οφείλεται στο γεγονός ότι τα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης (συμπεριλαμβανομένων των δασικών μέτρων) δεν αφορούν μόνο γεωργικά ζητήματα, αλλά εντάσσονται σε ένα ευρύτερο αγροτικό πλαίσιο και μπορεί να έχουν οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Ως εκ τούτου, για την έγκριση των μέτρων επιδιώκεται η ευρύτερη δυνατή αμοιβαία συμφωνία των υπηρεσιών της Επιτροπής, ενώ η ΓΔ Γεωργία παραμένει η κατ' εξοχήν αρμόδια υπηρεσία σε θέματα δάσωσης γεωργικής γης.

33.

Τον Μάρτιο του 2002, η Επιτροπή δημιούργησε μια διυπηρεσιακή ομάδα για τη δασοκομία με σκοπό να ενισχύσει τον συντονισμό των ζητημάτων που αφορούν τη δασοκομία μεταξύ των υπηρεσιών που είναι αρμόδιες για τις διάφορες κοινοτικές πολιτικές. Στη διυπηρεσιακή ομάδα, την προεδρία της οποίας έχει η ΓΔ Γεωργία, συμμετέχουν αρμόδιοι υπάλληλοι και διευθυντικά στελέχη δέκα διαφορετικών γενικών διευθύνσεων.

34.

Τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τη σύνδεση των προτεινομένων μέτρων με τα δασικά προγράμματα ή άλλα ισοδύναμα μέσα που εφαρμόζονται σε εθνικό ή κατώτερο επίπεδο [κανονισμός (EK) αριθ. 817/2004 παράρτημα II σημείο 9.3.X], επιτρέποντας στην Επιτροπή να ελέγχει τη συνεκτικότητά τους. Επιπλέον, ο κανονισμός (EK) αριθ. 1257/1999 επιβάλλει στα κράτη μέλη να υποβάλλουν, στα πλαίσια των αντίστοιχων προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης, τις αναγκαίες πληροφορίες για τον έλεγχο της συμμόρφωσης προς τους κανόνες ανταγωνισμού.

35.

Αληθεύει όντως ότι δεν γίνεται ειδική απογραφή των αποφάσεων που αφορούν κρατικές ενισχύσεις υπέρ της δασοκομίας. Εντούτοις, όλες οι αποφάσεις που λαμβάνει η Επιτροπή σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, και συνεπώς οι αποφάσεις που αφορούν κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της δασοκομίας, δημοσιεύονται in extenso στην ιστοθέση της Γενικής Γραμματείας της Επιτροπής. Επιπλέον, στη σειρά C της ΕΕ δημοσιεύεται συνοπτική περίληψη κάθε μέτρου κρατικής ενίσχυσης υπέρ της δασοκομίας.

36.

Η Επιτροπή πρότεινε να επιλεγεί προς χρηματοδότηση το συγκεκριμένο έργο βάσει του ειδικού προγράμματος «Ποιότητα ζωής» του πέμπτου προγράμματος πλαισίου έρευνας (1998-2002). Στόχος του έργου είναι η αξιολόγηση του αντικτύπου των διαφόρων χρηματοδοτικών μέσων στον δασικό τομέα. Η Επιτροπή αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στα αποτελέσματα του έργου, τα οποία αναμένεται να οδηγήσουν στον προσδιορισμό βέλτιστων πρακτικών και στην εξαγωγή συμπερασμάτων. Εντούτοις, το εν λόγω έργο δεν πρόκειται να δώσει μια πλήρη εικόνα των χρηματοδοτικών μέσων, δεδομένου ότι το πεδίο του περιορίζεται σε κάποιες συγκεκριμένες χώρες.

Η Επιτροπή επί του παρόντος αναλύει επίσης τις ενδιάμεσες αξιολογήσεις των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης βάσει του κανονισμού (EK) αριθ. 1257/1999, οι οποίες περιλαμβάνουν αξιολόγηση των δασικών μέτρων σε ορισμένα κράτη μέλη.

ΜΑΖΙΚΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ

37.-39.

Η αγροτική ανάπτυξη θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από συνέχεια. Η μακροχρόνια (έως και εικοσαετής) αποζημίωση για απώλεια εισοδήματος που προβλέπεται από τους κανονισμούς (EOK) αριθ. 2080/92 και (EK) αριθ. 1257/1999 έχει εκ φύσεως αντίκτυπο σε περισσότερες της μίας περιόδους προγραμματισμού.

Η χορήγηση μακροχρόνιας αποζημίωσης για απώλεια εισοδήματος αποτελεί κύριο παράγοντα ικανό να καταστήσει ελκυστική για τους γεωργούς τη δάσωση (περισσότερο ή λιγότερο) παραγωγικών γεωργικών γαιών· οι μόνες εναλλακτικές λύσεις θα ήταν η χορήγηση μιας κεφαλοποιημένης εφάπαξ ενίσχυσης ή μιας (τελικά υψηλότερης) πληρωμής εντός βραχύτερης περιόδου, με όλα τα συνακόλουθα προβλήματα για τον έλεγχο της ανάληψης υποχρεώσεων επί μιας μακρότερης περιόδου.

Εντούτοις, με τις προτάσεις που διατύπωσε σχετικά με την αγροτική ανάπτυξη για την περίοδο μετά το 2006 (COM 2004/490 τελικό), η Επιτροπή προσβλέπει να μετριάσει το πρόβλημα, μειώνοντας την περίοδο χορήγησης αποζημίωσης για απώλεια εισοδήματος στα δέκα μόνο χρόνια και μειώνοντας το ανώτερο ύψος της αποζημίωσης για απώλεια εισοδήματος.

Όσον αφορά την εστίαση της δάσωσης σε περιβαλλοντικούς στόχους, αυτή ενισχύεται στην πρόταση σχετικά με την αγροτική ανάπτυξη για την περίοδο μετά το 2006. Στην αιτιολογική σκέψη 37 της πρότασης, η προστασία του περιβάλλοντος αναφέρεται πρώτη ως στόχος της δάσωσης και διευκρινίζεται ότι «Η πρώτη δάσωση πρέπει να προσαρμόζεται στις τοπικές συνθήκες και να είναι συμβατή με το περιβάλλον, να επαυξάνει δε τη βιοποικιλότητα». Επιπλέον, τα κράτη μέλη θα καθορίζουν τις περιοχές που είναι κατάλληλες προς δάσωση για περιβαλλοντικούς λόγους (άρθρο 47 παράγραφος 5).

ΕΝΑ ΠΟΛΥΠΛΟΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

40.

Η Επιτροπή θεωρεί και η ίδια ότι οι ισχύουσες χρηματοδοτικές ρυθμίσεις είναι πολύπλοκες και χρειάζεται να απλοποιηθούν. Έθιξε μάλιστα το ζήτημα αυτό στα έγγραφα που υπέβαλε στη διάσκεψη του Salzburg. Στην πρότασή της σχετικά με το πλαίσιο αγροτικής ανάπτυξης μετά το 2006, η Επιτροπή ενέκυψε περαιτέρω στο συγκεκριμένο ζήτημα, προτείνοντας ένα ενιαίο πλαίσιο χρηματοδότησης στο οποίο θα χρησιμοποιείται ένα ενιαίο και ουσιαστικά απλοποιημένο σύστημα εφαρμογής.

41.

Το κανονιστικό πλαίσιο έχει τροποποιηθεί με γνώμονα την απλοποίηση και την προσαρμογή στις βέλτιστες χρησιμοποιούμενες πρακτικές. Η εφαρμογή τυποποιημένων μοναδιαίων τιμών στη δασοκομία δικαιολογείται από την ιδιαίτερη φύση των υποστηριζόμενων έργων. Αποτελεί επίσης μετρήσιμη μέθοδο (οι εθνικές αρχές οφείλουν να καθορίζουν εκ των προτέρων ένα σύστημα τιμολόγησης βασιζόμενο σε αντικειμενικά κριτήρια) η οποία επιτρέπει την ουσιαστική απλοποίηση των διοικητικών διαδικασιών. Όσον αφορά το σύστημα κυρώσεων για δασικά μέτρα άλλα πλην της δάσωσης γεωργικών γαιών, οι κυρώσεις που βασίζονται στους κανόνες του ΟΣΔΕ δεν είναι κατάλληλες, δεδομένου ότι τα δασικά μέτρα κατά κανόνα δεν συνδέονται με μέτρηση των εκτάσεων. Κατά συνέπεια, οι κυρώσεις που πρέπει να εφαρμόζονται είναι εκείνες που καθορίζονται στο άρθρο 64 του κανονισμού (EK) αριθ. 445/2002, όπως έχει αντικατασταθεί από το άρθρο 73 του κανονισμού (EK) αριθ. 817/2004, το οποίο ορίζει τα ακόλουθα: «Τα κράτη μέλη καθορίζουν το σύστημα κυρώσεων που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την εφαρμογή του. Οι εν λόγω κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες των παραβάσεων και αποτρεπτικές». Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη κατά τους ελέγχους που διενεργεί η Επιτροπή.

42.

Οι διαδικασίες υποβολής αιτήσεων καθορίζονται κατά κανόνα από τα κράτη μέλη ανάλογα με τη διοικητική τους οργάνωση. Ο αριθμός των εγγράφων που απαιτούνται για την υποβολή αίτησης ενίσχυσης δυνάμει ενός μέτρου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα κριτήρια επιλεξιμότητας που καθορίζονται στο έγγραφο προγραμματισμού και από τις εθνικές απαιτήσεις ως προς τα συνοδευτικά έγγραφα. Η αρωγή που προσφέρουν οι εξωτερικοί σύμβουλοι μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα των σχεδίων έργων.

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΔΑΣΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

46.

Οι στρατηγικές δάσωσης καθορίζονται από τα κράτη μέλη είτε σε εθνικό είτε σε περιφερειακό επίπεδο. Τα κράτη μέλη ορίζουν στα οικεία προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης τον τύπο των προς δάσωση γαιών, τις συγκεκριμένες προτεραιότητες που πρέπει να τηρηθούν και τη συμβατότητα των προτεινόμενων δράσεων με το περιβάλλον. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής εξετάζουν τα στοιχεία αυτά κατά τη διαδικασία έγκρισης των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης.

Στις περιπτώσεις που δεν διενεργήθηκαν συστηματικοί έλεγχοι της συμβατότητας με το περιβάλλον, η Επιτροπή έχει ήδη κινήσει διαδικασίες κατά των κρατών μελών και δεν θα διστάσει να ακολουθήσει την ίδια προσέγγιση εάν χρειαστεί.

Οι προτάσεις σχετικά με την αγροτική ανάπτυξη για την περίοδο μετά το 2006 αναμένεται να βελτιώσουν ουσιαστικά την περιβαλλοντική στοχοθέτηση και συμβατότητα. Και οι δύο αυτές πτυχές ενισχύονται σημαντικά, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν σαφώς υπόψη τις περιβαλλοντικές παραμέτρους σε ό,τι αφορά:

α)

τον σχεδιασμό του μέτρου, και

β)

την εφαρμογή του μέτρου.

Ο βασικός μηχανισμός εκ των υστέρων επαλήθευσης είναι η ενισχυμένη παρακολούθηση και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων που επιτυγχάνονται, μεταξύ άλλων και σε ό,τι αφορά τα περιβαλλοντικά οφέλη.

47.

Η προσέγγιση που περιγράφεται στο έγγραφο κατευθυντήριων γραμμών που εξέδωσε η Επιτροπή υπόψη των κρατών μελών εφαρμόζεται συστηματικά από τις υπηρεσίες λογιστικού ελέγχου της ΓΔ Γεωργία σε όλα τα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης για τα οποία προβλέπεται διαδικασία επιλογής μεταξύ αιτήσεων επιλέξιμων προς χρηματοδότηση, λόγω των περιορισμένων διαθέσιμων πιστώσεων. Σε περίπτωση που, κατά τους λογιστικούς ελέγχους, διαπιστωθεί μη διαφάνεια ή μη αντικειμενικότητα των συστημάτων επιλογής, διατυπώνονται συστάσεις και επιβάλλονται ενδεχομένως δημοσιονομικές διορθώσεις.

Τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης κατά κανόνα συμπεριλαμβάνουν κριτήρια επιλογής, αλλά η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει περιθώριο βελτιώσεων. Η μη καταγραφή των απορριφθέντων σχεδίων έργων αφορά κυρίως τον κανονισμό (EK) αριθ. 2080/92. Έχουν ωστόσο γίνει βήματα προόδου στον τομέα αυτό για την τρέχουσα περίοδο προγραμματισμού.

48.

Στα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης πρέπει να συμπεριλαμβάνεται ο εθνικός/περιφερειακός ορισμός της «γεωργικής γης».

49.

Η ΓΔ Γεωργία έχει εκδώσει σύσταση για τη διενέργεια επαληθεύσεων μέσω διασταύρωσης με τα δεδομένα του συστήματος ΟΣΔΕ, ή ενδεχομένως κάποιας άλλης αξιόπιστης βάσης δεδομένων, και καταβάλλει προσπάθειες ώστε να εξασφαλίσει την τήρηση αυτής της σύστασης.

50.-51.

Η επαλήθευση της προγενέστερης γεωργικής χρήσης των γαιών και της έντασης αυτής της χρήσης εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Η μοναδική σχετική κοινοτική διάταξη περιέχεται στο άρθρο 32 του κανονισμού (EK) αριθ. 817/2004 («προσδιορίζονται από το κράτος μέλος και περιλαμβάνουν […] στις οποίες ασκείται τακτική γεωργική δραστηριότητα.») Για την επόμενη περίοδο προγραμματισμού, η Επιτροπή προτίθεται να καθορίσει τους σχετικούς όρους στους κανόνες εφαρμογής. Επιπλέον, πρόκειται να αναληφθεί ερευνητικό έργο με σκοπό τον προσδιορισμό εναρμονισμένων και κατάλληλων μεθόδων υπολογισμού των πριμοδοτήσεων βάσει της έκτασης, μεταξύ άλλων της αποζημίωσης για απώλεια εισοδήματος (το επίπεδό της πρέπει να καθορίζεται βάσει της πραγματικής προγενέστερης χρήσης) και του κόστους συντήρησης. Επιπλέον, ο καθορισμός περιοχών κατάλληλων προς δάσωση (πρόταση για την αγροτική ανάπτυξη μετά το 2006 — βλέπε σημείο 38) θα συμβάλει στον περιορισμό των τυχόν καταχρήσεων.

52.

Για την επόμενη περίοδο προγραμματισμού, η Επιτροπή προτίθεται να αναθεωρήσει τον υπολογισμό των επιπέδων πληρωμής (βλέπε επίσης σημεία 50 και 51).

53.

Δεδομένου ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των κρατών μελών σε ό,τι αφορά τα φορολογικά συστήματα, τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, κ.λπ., είναι δύσκολο να καθιερωθεί ένας ορισμός της ιδιότητας του «γεωργού» σε κοινοτικό επίπεδο. Απουσία κοινοτικού ορισμού, η Επιτροπή αποδέχεται τους εθνικούς ορισμούς του «γεωργού»· ο εθνικός/περιφερειακός ορισμός της ιδιότητας του «γεωργού» πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης. Η επαλήθευση ωστόσο της ιδιότητας αυτής εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί αντικειμενική επαλήθευση. Για την επόμενη περίοδο προγραμματισμού, προβλέπεται να εκδοθούν περαιτέρω κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές (π.χ. απαίτηση απόδειξης μέσω επίσημων εγγράφων όπως βεβαίωση εγγραφής σε μητρώο, φορολογική δήλωση, αιτήσεις χορήγησης άμεσης ενίσχυσης).

54.

Ο ορισμός της ιδιότητας του «γεωργού» για τους σκοπούς των μέτρων δάσωσης θα καθορίζεται από τα κράτη μέλη βάσει λεπτομερών κριτηρίων [άρθρο 33 του κανονισμού (EK) αριθ. 817/2004]. Τα κράτη μέλη οφείλουν να καθιερώσουν κατάλληλα κριτήρια ελέγχου που να επιτρέπουν την επαλήθευση της συμμόρφωσης προς τον καθορισμένο οικείο ορισμό. Η επαλήθευση αυτή θα πραγματοποιείται, επί το πλείστον, βάσει επίσημων εγγράφων (π.χ. δηλώσεις εισοδήματος, απόδειξη καταβολής εισφορών στο σύστημα υγείας/κοινωνικής ασφάλισης αγροτών, βεβαίωση εγγραφής στο μητρώο αγροτών). Βλέπε επίσης απάντηση στο σημείο 53.

55.

Το σημαντικότερο στοιχείο για την Επιτροπή είναι η ευθυγράμμιση των κριτηρίων επιλεξιμότητας που καθορίζονται στα προγράμματα των κρατών μελών με τους στόχους του κανονισμού. Είναι αδύνατο να αποφευχθούν εντελώς οι μεμονωμένες απόπειρες καταστρατήγησης των διατάξεων. Τα κράτη μέλη οφείλουν να ελέγχουν δεόντως τις αιτήσεις ώστε να αποτρέπουν τέτοιες περιπτώσεις και, σε περίπτωση αμφιβολίας, να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα. Στις περιπτώσεις που, κατά τους ελέγχους που διενεργούν οι υπηρεσίες της Επιτροπής στα κράτη μέλη, διαπιστωθούν αδυναμίες στα συστήματα ελέγχου, διατυπώνονται σχετικές συστάσεις και ενδεχομένως επιβάλλονται επίσης δημοσιονομικές διορθώσεις.

57.

Βάσει αυτών και άλλων πορισμάτων, η Επιτροπή επέβαλε δημοσιονομικές διορθώσεις και απηύθυνε συστάσεις στα κράτη μέλη όπου διενεργήθηκαν έλεγχοι και διαπιστώθηκαν σφάλματα συμμόρφωσης.

Η αδυναμία της «μη ικανοποιητικής επαλήθευσης των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν» αντιμετωπίστηκε με την εισαγωγή, από τον κανονισμό (EK) αριθ. 963/2003, απαλλαγής για τις κλίμακες τιμών στη δασοκομία όταν διαπιστώνεται εφαρμογή κατάλληλων κλιμάκων τιμών.

60.

Στόχος της δάσωσης γεωργικών γαιών βάσει του κανονισμού (EOK) αριθ. 2080/92 είναι η μείωση του δυναμικού γεωργικής παραγωγής και ταυτόχρονα η αύξηση της δασικής παραγωγής. Για να επιτευχθεί ο διπλός αυτός στόχος με έναν περιορισμένο συνολικό προϋπολογισμό για την αγροτική ανάπτυξη, κρίθηκε σκόπιμη η στοχοθέτηση στους ιδιώτες ιδιοκτήτες και στις δημοτικές αρχές. Σημειωτέον ότι ο κανονισμός (EK) αριθ. 1783/2003 εισάγει το μέτρο αυτό με σκοπό τη βελτίωση της οικολογικής και κοινωνικής αξίας των δασικών εκτάσεων που ανήκουν σε δημόσιες αρχές. Η δάσωση γεωργικών εκτάσεων που ανήκουν σε δημόσιες αρχές θα είναι επιλέξιμη βάσει των προτάσεων σχετικά με την αγροτική ανάπτυξη μετά το 2006.

Στην περίπτωση της Ιρλανδίας, η Επιτροπή έκρινε ως μη δικαιούμενα τα ποσά που καταβλήθηκαν στον συγκεκριμένο οργανισμό, και έχει ανακτήσει όλα τα καταβληθέντα ποσά στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης λογαριασμών. Αφότου η Επιτροπή κίνησε τη σχετική διαδικασία (η οποία επιβεβαιώθηκε προσφάτως από το Δικαστήριο), οι ιρλανδικές αρχές δεν έχουν καταβάλει άλλα κοινοτικά κεφάλαια στον εν λόγω οργανισμό.

61.

Βλέπε απάντηση στο σημείο 60 σχετικά με τη στοχοθέτηση. Οι δημοτικές αρχές είναι εν μέρει υπεύθυνες για τη συντήρηση των δασών που τους ανήκουν. Οι αρχές οι αρμόδιες για την έγκριση των σχεδίων έργων οφείλουν να απαιτούν από τις δημοτικές αρχές επαρκείς αποδείξεις εκτέλεσης των εργασιών συντήρησης.

62.

Δεδομένου ότι σοβαρά απρόοπτα συμβάντα αυτού του είδους έχουν τεράστιες επιπτώσεις στους δασικούς πόρους, πρέπει να αποτελούν αντικείμενο κατάλληλης ανάλυσης και, εάν χρειάζεται, να οδηγούν σε αναπροσαρμογή της στρατηγικής. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέγουν διαφορετικές προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση τέτοιων απρόοπτων προβλημάτων.

Δεδομένης της σοβαρότητας των ζημιών στη Γαλλία, η απόφαση των εθνικών αρχών της χώρας να διαθέσουν κεφάλαια για σκοπούς αποκατάστασης/πρόληψης φαίνεται δικαιολογημένη. Η προσέγγιση αυτή μπορεί να θεωρηθεί απολύτως θεμιτή από περιβαλλοντική άποψη, δεδομένου ότι, σε πολλές περιπτώσεις, οι δραστηριότητες αποκατάστασης αποτέλεσαν ευκαιρία μεταστροφής σε μια πιο οικολογική δασοκομία, κάτι το οποίο ευθυγραμμίζεται με τα στοιχεία της δασικής στρατηγικής που αφορούν τη βιοποικιλότητα.

63.

Υπάρχουν διάφορες τεχνικές δημιουργίας και διαχείρισης δασών οι οποίες μπορούν — σε περιορισμένο βαθμό — να μειώσουν τον βαθμό ανεμορριμμάτων αυξάνοντας τη σταθερότητα των δασικών εδαφών (π.χ. με τη φύτευση στις παρυφές ή με την ανάμειξη ειδών και ηλικιών). Οι επενδύσεις αυτές είναι επιλέξιμες στο πλαίσιο της αγροτικής ανάπτυξης. Εντούτοις, δράσεις αυτού του τύπου έχουν περιορισμένο μόνο αντίκτυπο.

Οι εφαρμοζόμενες τεχνικές δεν μπορούν να επηρεάσουν τις καταιγίδες και την καταστροφική τους δύναμη. Εντούτοις, όπως πράττει ήδη και για άλλους τύπους φυσικών καταστροφών (πλημμύρες και δασικές πυρκαγιές), η Επιτροπή έχει αναλάβει μια σειρά πρωτοβουλιών με σκοπό τη μείωση των σχετικών κινδύνων και τον μετριασμό των επιπτώσεων.

Η Επιτροπή, στο πλαίσιο του συμβιβασμού του Λουξεμβούργου της προεδρίας τον Ιούνιο του 2003 σχετικά με τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ, ανέλαβε τη δέσμευση να αναλύσει τα μέτρα που αφορούν τη διαχείριση των κρίσεων και των κινδύνων στη γεωργία. Στο πλαίσιο της ανάλυσης αυτής, θα ληφθούν υπόψη οι πτυχές της διαχείρισης κινδύνων που συνδέονται με τις φυσικές καταστροφές στα δάση.

64.

Στα πλαίσια των εργασιών τους, οι υπηρεσίες λογιστικού ελέγχου της Επιτροπής δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στην τήρηση κατάλληλων διαδικασιών ελέγχου των προσκλήσεων υποβολής προσφορών για τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων που αφορούν μέτρα για τα οποία προβλέπεται δυνατότητα χορήγησης ενίσχυσης σε δημόσιους οργανισμούς στο πλαίσιο της αγροτικής ανάπτυξης.

ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΤΗΣ ΔΑΣΩΣΗΣ ΓΕΩΡΓΙΚΗΣ ΓΗΣ

67.

Το παράδειγμα που αναφέρει το Ελεγκτικό Συνέδριο υπογραμμίζει τη σημασία της αποζημίωσης για απώλεια εισοδήματος στο πλαίσιο της δάσωσης γεωργικής γης, δεδομένου ότι η μακροχρόνια καταβολή αποζημίωσης είναι αναγκαία για να είναι το μέτρο ελκυστικό.

68.

Η απώλεια εισοδήματος, επί μακρά σειρά ετών, λόγω της δάσωσης γης αποτελεί πράγματι το μεγαλύτερο κόστος για τον γεωργό που συμμετέχει στο καθεστώς.

69.

Η δάσωση φαίνεται όντως δαπανηρή, αλλά μπορεί να δικαιολογηθεί ως μακροπρόθεσμη επένδυση στην οικολογική σταθερότητα και στους ανανεώσιμους φυσικούς πόρους.

Βλέπε απάντηση στο σημείο 70.

70.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στην έκθεση αξιολόγησης του κανονισμού (EOK) αριθ. 2080/92 του Συμβουλίου επισημαίνεται επίσης, όσον αφορά τη συμβολή του κανονισμού στην αγροτική ανάπτυξη, ότι «συνολικά, θεωρούμε ότι η συμβολή αυτή είναι σημαντική και θετική, και ότι ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2080/92 εκπλήρωσε τον αναμενόμενο συνοδευτικό του ρόλο στη μεταρρύθμιση της κοινής γεωργικής πολιτικής». Πέραν της συνολικής συμβολής της κανονισμού, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και ο σημαντικός του αντίκτυπος σε κάποιες συγκεκριμένες περιφέρειες (π.χ. φύτευση 100 000 εκταρίων με φελλοφόρες βελανιδιές στην Ισπανία και την Πορτογαλία).

71.

Από μια πρόσφατη έρευνα που διεξήγαγαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής στο πλαίσιο της εκπόνησης της έκθεσης εφαρμογής της κοινοτικής στρατηγικής για τα δάση προκύπτει ότι τα δασικά μέτρα που έτυχαν συγχρηματοδότησης δυνάμει του κανονισμού (EK) αριθ. 1257/1999 έχουν αποφέρει θετικά αποτελέσματα τα οποία συμβάλλουν στη βελτίωση των δασικών πόρων.

Επιπλέον, τα οφέλη της επέκτασης των δασωδών εκτάσεων δεν περιορίζονται στην αύξηση των δασικών πόρων. Η επέκταση των δασωδών εκτάσεων ενισχύει τη διαφοροποίηση των δραστηριοτήτων στις αγροτικές περιοχές, καθώς και την προστασία του περιβάλλοντος. Το μέτρο αυτό μπορεί να έχει πολύ θετική επίδραση σε κάποιες συγκεκριμένες περιφέρειες ή περιοχές.

73.

Στα έγγραφα εργασίας που διένειμαν στη διάσκεψη του Salzburg, οι υπηρεσίες της Επιτροπής έθιξαν το ζήτημα της σαφούς μεταστροφής της πολιτικής δάσωσης περισσότερο προς τους περιβαλλοντικούς στόχους.

Τα συμπεράσματα της διάσκεψης του Salzburg ελήφθησαν υπόψη στην εκτενή αξιολόγηση του αντικτύπου στην αγροτική ανάπτυξη που συνόδευε την πρόταση κανονισμού που υπέβαλε η Επιτροπή για την επόμενη περίοδο προγραμματισμού. Η προτεινόμενη νομοθετική πράξη αντικατοπτρίζει αυτή τη μεταστροφή της πολιτικής δάσωσης (αιτιολογική σκέψη 37, άρθρο 47 παράγραφος 5, το οποίο απαιτεί τον καθορισμό περιοχών κατάλληλων προς δάσωση για περιβαλλοντικούς λόγους).

74.

Στις προτάσεις που αφορούν το πλαίσιο αγροτικής ανάπτυξης μετά το 2006 προβλέπεται καλύτερη στοχοθέτηση και συνάρθρωση του συνόλου των δασικών μέτρων. Διαχωρίζονται οι διατάξεις του άρθρου 32 του κανονισμού (EK) αριθ. 1257/1999 του Συμβουλίου. Διευκρινίζονται περαιτέρω οι όροι χορήγησης των επενδυτικών ενισχύσεων.

Προβλέπεται επίσης μείωση των επιπέδων συγχρηματοδότησης για τη δάσωση (απώλεια εισοδήματος), αλλά αύξηση των επιπέδων αυτών για τους δικαιούχους του άρθρου 32.

Επιπλέον, οι προβλεπόμενες στρατηγικές κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ θα καθορίσουν τη συνάρθρωση όλων των στόχων που αφορούν τον τομέα της δασοκομίας.

75.

Ο στόχος της ενίσχυσης των δασικών πόρων, και παράλληλα της μεγαλύτερης εστίασης στις περιβαλλοντικές παραμέτρους όπως προτείνεται για την περίοδο μετά το 2006, δεν μπορεί να απομονωθεί εντελώς από τον γενικό στόχο της πολιτικής αγροτικής ανάπτυξης που είναι να συνοδεύει την κοινή γεωργική πολιτική· κατά συνέπεια, η γεωργική κοινότητα παραμένει η βασική ομάδα-στόχος αυτής της πολιτικής. Το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζεται στη σημασία που αποδίδεται στη δάσωση γεωργικών γαιών.

Εντούτοις, οι προτάσεις για το πλαίσιο αγροτικής ανάπτυξης μετά το 2006 δεν αποκλείουν τη δυνατότητα εστίασης των κρατών μελών στη δάσωση γεωργικών γαιών που ανήκουν σε δημόσιες αρχές. Επιπλέον, θα εξακολουθήσει να είναι επιλέξιμη η δάσωση γαιών άλλων πλην των γεωργικών (ιδιώτες ιδιοκτήτες και δημοτικές αρχές, καθώς και οι αντίστοιχες ενώσεις).

Η πρόταση προβλέπει επίσης τον καθορισμό περιοχών κατάλληλων προς δάσωση για περιβαλλοντικούς λόγους, κάτι το οποίο θα είναι ανεξάρτητο από τον τύπο ιδιοκτησίας.

76.

Η διαφορετική επίδραση της δάσωσης οφείλεται σε διάφορους εγγενείς παράγοντες, αλλά και στο γεγονός ότι, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, οι αποφάσεις εφαρμογής λαμβάνονται, σε μεγάλο βαθμό, από τα κράτη μέλη. Πρώτον, η επίδραση της δάσωσης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ατομική κατάσταση (δομή της γεωργικής εκμετάλλευσης, ηλικία του γεωργού, προσωπικές προτιμήσεις κ.λπ.). Η δάσωση μισθωμένων εκτάσεων είναι κατά κανόνα δύσκολη. Σε αρκετές περιφέρειες, το μερίδιο των μισθωμένων εκτάσεων στη ΧΓΕ των γεωργικών εκμεταλλεύσεων είναι σχετικά υψηλό.

Δεύτερον, στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το μέτρο έχει μακροπρόθεσμο χαρακτήρα. Οι δασωθείσες γεωργικές εκτάσεις αποσύρονται οριστικά από τη γεωργική παραγωγή για δεκαετίες. Για τον λόγο αυτό, οι γεωργοί λαμβάνουν με πολύ προσοχή, αν όχι απρόθυμα, τέτοιες αποφάσεις.

Σε ορισμένες περιφέρειες και χώρες, η επίδραση του μέτρου της δάσωσης γεωργικής γης καθορίζεται επίσης από το πολύ μικρό μέσο μέγεθος των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και από την αναγκαιότητα αποφυγής των διακρίσεων εις βάρος των γεωργών με μικρό κλήρο.

Σε σχέση με την επίδραση του μέτρου, θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η υλοποίηση των προγραμμάτων βρίσκεται ακόμη σε ενδιάμεσο στάδιο, και συνεπώς είναι δύσκολο επί του παρόντος να εξαχθούν συμπεράσματα. Οι τελευταίες εκθέσεις που έχουν υποβάλει τα κράτη μέλη δείχνουν σταδιακή αύξηση της εφαρμογής του μέτρου κατά τα τελευταία χρόνια σε ορισμένες χώρες, όπως η Ισπανία.

ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΔΑΣΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

77.

Ορισμένες χώρες ωστόσο έκριναν ικανοποιητικό το πεδίο εφαρμογής των επιλέξιμων μέτρων σε ό,τι αφορά την προστιθέμενη αξία τους (AT, IR, ES, UK). Κάποιες άλλες θα προτιμούσαν την επέκταση του πεδίου εφαρμογής των μέτρων ή του τύπου των δραστηριοτήτων (BE, FR, DE).

78.

Η εφαρμογή του άρθρου 32 του κανονισμού (EOK) αριθ. 1257/1999 αποδείχθηκε δύσκολη. Εντούτοις, η χρηματοδοτική υποστήριξη της διατήρησης του οικολογικού ρόλου των δασών προς το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον εξακολουθεί να είναι δικαιολογημένη. Για τον λόγο αυτό, στις προτάσεις σχετικά με το πλαίσιο αγροτικής ανάπτυξης μετά το 2006 υιοθετείται μια αναθεωρημένη και πιο στοχοθετημένη προσέγγιση των μέτρων του άρθρου 32. Θα γίνει σαφής διαχωρισμός μεταξύ των δεσμευτικών υποχρεώσεων που αποτελούν αντικείμενο αποζημιώσεων (πληρωμές Natura 2000) και των εθελοντικών δεσμεύσεων (κατά τρόπο ανάλογο με τις γεωργοπεριβαλλοντικές πληρωμές). Θα αυξηθούν επίσης τα ανώτατα όρια συγχρηματοδότησης ώστε να διευκολυνθεί η εφαρμογή.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΚΑΙ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

79.

Η προσέγγιση που ακολουθείται από το 2000 σε συνέχεια του κανονισμού (EK) αριθ. 1257/1999 περί αγροτικής ανάπτυξης συνάδει με την κοινοτική στρατηγική για τα δάση, η οποία αποτελεί το γενικό πλαίσιο αναφοράς των δράσεων για τα δάση στην ΕΕ. Οι γενικές αρχές της κοινοτικής στρατηγικής για τα δάση (αειφορία και πολυλειτουργικότητα) αποτυπώνονται στην πολιτική αγροτικής ανάπτυξης, η οποία επιδιώκει να μετατρέψει τις τρεις διαστάσεις (οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική) της αειφορίας σε ένα συνεκτικό σύνολο μέτρων. Τα μέτρα αυτά διευκολύνουν και υποστηρίζουν την εφαρμογή των εθνικών δασικών προγραμμάτων ή ισοδύναμων μέσων στις περιοχές όπου υπάρχει συνέργεια με τους στόχους της αγροτικής ανάπτυξης.

Η νομική βάση της δράσης της ΕΕ στον τομέα των δασών απορρέει από τη Συνθήκη. Η κοινοτική στρατηγική για τα δάση αποτελεί το πλαίσιο αναφοράς των δράσεων για τα δάση στην ΕΕ, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν αλλά δεν περιορίζονται στην αγροτική ανάπτυξη. Ο ορισμός του «δάσους» εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Σε επίπεδο ΕΕ, εξασφαλίζεται συγκρισιμότητα των δασικών δεδομένων σε ό,τι αφορά την έκταση των δασικών περιοχών και τον όγκο των δασοσυστάδων.

80.

Η σύνδεση μεταξύ της κοινοτικής στρατηγικής για τα δάση και των μεμονωμένων έργων που συγχρηματοδοτούνται με κεφάλαια του ΕΓΤΠΕ εξασφαλίζεται μέσω των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης. Η Επιτροπή επαληθεύει τη συμμόρφωση των προγραμμάτων προς την κοινοτική στρατηγική για τα δάση. Οι εθνικές ή περιφερειακές αρχές εγκρίνουν τα μεμονωμένα σχέδια έργων βάσει του αντίστοιχου προγράμματος.

Στην πρόταση για το μελλοντικό πλαίσιο αγροτικής ανάπτυξης, η Επιτροπή προβλέπει μια σαφέστερη διάκριση μεταξύ των ευθυνών της Επιτροπής και των ευθυνών των κρατών μελών.

81.

Στην αρχή της τρέχουσας περιόδου προγραμματισμού, ελάχιστα μόνο κράτη μέλη είχαν αναπτύξει εθνικά δασικά προγράμματα. Ελλείψει τέτοιων προγραμμάτων, κρίθηκε εύλογο να γίνουν δεκτά ΠΑΑ ή ΕΠ ως ισοδύναμα μέσα, δυνατότητα που προβλέπεται άλλωστε από τον κανονισμό (EK) αριθ. 1257/1999. Εντούτοις, τα κράτη μέλη έχουν σημειώσει βήματα προόδου τα τελευταία χρόνια όσον αφορά την κατάρτιση και την εφαρμογή των εθνικών τους δασικών προγραμμάτων.

82.

Στην αρχή της περιόδου προγραμματισμού, όλες οι προτάσεις προγραμμάτων υποβλήθηκαν στις υπηρεσίες της Επιτροπής σε σύντομο χρονικό διάστημα. Τα κράτη μέλη αναμένουν ταχεία έγκριση εκ μέρους της Επιτροπής ώστε να δρομολογήσουν την εφαρμογή των προγραμμάτων. Η Επιτροπή ανέλυσε σε βάθος και εκτενώς όλες τις προτάσεις εντός του συντομότερου δυνατού χρόνου. Εντούτοις, στην ανάλυση αυτή έπρεπε να ληφθούν υπόψη όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τις δράσεις για τα δάση και να συμπεριληφθεί εκ των προτέρων αξιολόγηση· στην ανάλυση συμμετείχαν διάφορες υπηρεσίες της Επιτροπής με επικεφαλής τη ΓΔ Γεωργία.

Οι προτάσεις σχετικά με το πλαίσιο αγροτικής ανάπτυξης μετά το 2006 περιέχουν ένα καίριο στοιχείο, και συγκεκριμένα την απαίτηση στρατηγικού σχεδιασμού και παρακολούθησης. Η Επιτροπή θα προτείνει τις στρατηγικές κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ ενόψει έγκρισής τους από το Συμβούλιο. Βάσει αυτών θα καταρτίζονται τα εθνικά στρατηγικά σχέδια. Τα σχέδια αγροτικής ανάπτυξης θα καθορίζουν τα μέτρα που είναι αναγκαία για την επίτευξη των στόχων των στρατηγικών.

Η κοινοτική στρατηγική για τα δάση θα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτών των στρατηγικών.

Ο καθορισμός σαφέστερων στόχων και η διαμόρφωση σαφέστερων στρατηγικών που θα συνδέουν του στόχους και τα μέσα επίτευξής τους θα επιτρέψουν μια καλύτερη αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της πολιτικής και της αποδοτικότητας των χρησιμοποιούμενων κοινοτικών χρηματοδοτικών πόρων.

Η ποιοτική εκτίμηση βασίζεται επί του παρόντος στις διάφορες αξιολογήσεις (συμπεριλαμβανομένης της εκ των προτέρων αξιολόγησης) και στα στοιχεία που υποβάλλουν τα κράτη μέλη.

Οι προτάσεις σχετικά με το πλαίσιο αγροτικής ανάπτυξης μετά το 2006 θα ενισχύσουν τη στρατηγική διάσταση αυτής της εκτίμησης (μεταξύ άλλων και σε ό,τι αφορά τα δάση), θα βελτιώσουν την αξιολόγηση και θα εστιάζονται σαφώς στα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται σε σχέση με τους στρατηγικούς στόχους.

83.

Η χορήγηση μακροχρόνιας αποζημίωσης είναι απαραίτητη, δεδομένου ότι καθιστά τη δάσωση γεωργικών γαιών ελκυστική για τους γεωργούς, και αναπόφευκτα εκτείνεται σε περισσότερες της μίας περιόδους προγραμματισμού. Εντούτοις, στις προτάσεις για το πλαίσιο αγροτικής ανάπτυξης μετά το 2006 προβλέπεται, αφενός, μείωση της περιόδου χορήγησης αποζημίωσης για απώλεια εισοδήματος στα δέκα έτη και, αφετέρου, μείωση του ανώτατου ύψους των ενισχύσεων.

84.

Η Επιτροπή συμμερίζεται την άποψη ότι οι τρέχουσες χρηματοδοτικές ρυθμίσεις είναι πολύπλοκες.

Για την περίοδο μετά το 2006 προτείνονται ουσιαστικές απλοποιήσεις. Η καθιέρωση ενός ενιαίου συστήματος χρηματοδότησης και προγραμματισμού θα καταργήσει την ανάγκη συμμόρφωσης σε διαφορετικούς κανόνες διαφορετικών Ταμείων. Θα προσδιορισθούν σαφέστερα οι ευθύνες των κρατών μελών και της Επιτροπής.

85.

Τα κράτη μέλη προσδιορίζουν στα προγράμματά τους τις προς δάσωση γαίες και τις συγκεκριμένες προτεραιότητες που πρέπει να τηρηθούν. Τα στοιχεία αυτά εξετάζονται από τις υπηρεσίες της Επιτροπής.

Η μη διαφάνεια ή η μη αντικειμενικότητα των συστημάτων επιλογής αποτελούν αντικείμενο συστάσεων και λαμβάνονται ενδεχομένως υπόψη στην πρόταση δημοσιονομικών διορθώσεων.

Η ισχύουσα νομοθεσία προβλέπει ότι τα κράτη μέλη ορίζουν τα ίδια την έννοια των «επιλέξιμων γαιών» και την ιδιότητα του «γεωργού».

Για την επόμενη περίοδο προγραμματισμού, η Επιτροπή προτίθεται να εκδώσει πιο συγκεκριμένους κανόνες εφαρμογής ή/και κατευθυντήριες γραμμές.

Στις περιπτώσεις που κατά τους ελέγχους που διενεργούν οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπιστώνονται αδυναμίες ή ανεπάρκειες στα συστήματα ελέγχου, επιβάλλονται δημοσιονομικές διορθώσεις.

Η εφαρμογή, κατά την περίοδο μετά το 2006, της στρατηγικής προσέγγισης που έχει ως γνώμονα την επίτευξη αποτελεσμάτων θα συμβάλει σε μια αυστηρή επιλογή των μεμονωμένων σχεδίων έργων βάσει κριτηρίων αποδοτικότητας.

Η Επιτροπή θα συνεκτιμήσει τις παρατηρήσεις του Συνεδρίου στις αναλύσεις κινδύνων που διενεργούνται για όλα τα καθεστώτα ενισχύσεων της ΚΓΠ και οδηγούν στο πρόγραμμα εργασίας της που αφορά τους ελέγχους. Στις περιπτώσεις διαπιστωμένης μη συμμόρφωσης προς τους κοινοτικούς κανόνες, θα επιβάλλονται δημοσιονομικές διορθώσεις.

86.

Οι δημοτικές αρχές είναι εν μέρει υπεύθυνες για τη συντήρηση των δασών που τους ανήκουν. Οι αρχές οι αρμόδιες για την έγκριση των σχεδίων έργων οφείλουν να απαιτούν από τις δημοτικές αρχές επαρκείς αποδείξεις εκτέλεσης των εργασιών συντήρησης.

Με βάση ιδίως τα πορίσματα των ενδιάμεσων αξιολογήσεων των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης, οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα αναλύουν την έκταση και τους λόγους της μη βιωσιμότητας έργων και θα προτείνουν, εφόσον χρειάζεται, τη λήψη κατάλληλων μέτρων.

87.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στην έκθεση αξιολόγησης του κανονισμού (EOK) αριθ. 2080/92 του Συμβουλίου επισημαίνεται επίσης, όσον αφορά τη συμβολή του κανονισμού στην αγροτική ανάπτυξη, ότι «συνολικά, θεωρούμε ότι η συμβολή αυτή είναι σημαντική και θετική».

Η γεωργική κοινότητα είναι η βασική ομάδα-στόχος της πολιτικής αγροτικής ανάπτυξης. Η εφαρμογή εθελοντικών μέτρων εξαρτάται επίσης από την ατομική κατάσταση του γεωργού. Στο πλαίσιο αυτό, τα αποτελέσματα που έχουν επιτευχθεί μπορούν να θεωρηθούν εύλογα. Εντούτοις, χρειάζεται να βελτιωθούν ορισμένα στοιχεία των σημερινών στόχων και του σχεδιασμού του μέτρου.

Οι προτάσεις για το πλαίσιο αγροτικής ανάπτυξης μετά το 2006 περιέχουν διάφορες διατάξεις που αποβλέπουν στη καλύτερη στοχοθέτηση του μέτρου (π.χ. στρατηγική, καθορισμός περιοχών) και της οικονομικής του αποδοτικότητας (π.χ. μείωση του ανώτατου ύψους των ενισχύσεων, μείωση της διάρκειας).


Top