Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 757b60a8-389f-11ef-b441-01aa75ed71a1

Consolidated text: Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2024/857 της Επιτροπής, της 1ης Δεκεμβρίου 2023, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που καθορίζουν την τυποποιημένη και την απλουστευμένη τυποποιημένη μεθοδολογία για την αξιολόγηση των κινδύνων που προκύπτουν από δυνητικές μεταβολές επιτοκίων που επηρεάζουν τόσο την οικονομική αξία των μετοχών όσο και τα καθαρά έσοδα από τόκους από τις δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών του ιδρύματος (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

02024R0857 — EL — 24.04.2024 — 000.001


Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο

►B

ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2024/857 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 1ης Δεκεμβρίου 2023

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που καθορίζουν την τυποποιημένη και την απλουστευμένη τυποποιημένη μεθοδολογία για την αξιολόγηση των κινδύνων που προκύπτουν από δυνητικές μεταβολές επιτοκίων που επηρεάζουν τόσο την οικονομική αξία των μετοχών όσο και τα καθαρά έσοδα από τόκους από τις δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών του ιδρύματος

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(ΕΕ L 857 της 24.4.2024, σ. 1)


Διορθώνεται από:

►C1

Διορθωτικό, ΕΕ L 90325, 31.5.2024, σ.  1 ((ΕΕ) 2024/8572024/857)




▼B

ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2024/857 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 1ης Δεκεμβρίου 2023

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που καθορίζουν την τυποποιημένη και την απλουστευμένη τυποποιημένη μεθοδολογία για την αξιολόγηση των κινδύνων που προκύπτουν από δυνητικές μεταβολές επιτοκίων που επηρεάζουν τόσο την οικονομική αξία των μετοχών όσο και τα καθαρά έσοδα από τόκους από τις δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών του ιδρύματος

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)



ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1) 

«ονομαστική υπό ανατιμολόγηση ταμειακή ροή»: οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α) 

το ποσό του κεφαλαίου κατά τον χρόνο της ανατιμολόγησης, όπου η εν λόγω ανατιμολόγηση θεωρείται ότι πραγματοποιείται κατά την προγενέστερη από τις ακόλουθες ημερομηνίες:

i) 

την ημερομηνία κατά την οποία το ίδρυμα ή ο αντισυμβαλλόμενός του δικαιούται να μεταβάλει μονομερώς το επιτόκιο·

ii) 

την ημερομηνία κατά την οποία το επιτόκιο ενός μέσου κυμαινόμενου επιτοκίου μεταβάλλεται αυτόματα λόγω μεταβολής ενός δείκτη αναφοράς επιτοκίου, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 22) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 1

β) 

ελλείψει ανατιμολόγησης όπως αναφέρεται στο στοιχείο α), το ποσό του κεφαλαίου κατά τον χρόνο αποπληρωμής του αρχικού κεφαλαίου ή μέρους αυτού·

γ) 

πληρωμή τόκου για το μέρος του κεφαλαίου που δεν έχει ακόμη αποπληρωθεί ή ανατιμολογηθεί·

2) 

«ημερομηνία ανατιμολόγησης»: η ημερομηνία κατά την οποία προκύπτει ονομαστική υπό ανατιμολόγηση ταμειακή ροή·

3) 

«επιτόκιο άνευ κινδύνου»: για ένα δεδομένο νόμισμα, το επιτόκιο που αντιστοιχεί σε ληκτότητα επί καμπύλης απόδοσης που δεν περιλαμβάνει πιστωτικά περιθώρια ή περιθώρια ρευστότητας ειδικά για συγκεκριμένο μέσο ή για συγκεκριμένη οντότητα·

4) 

«μέσο σταθερού επιτοκίου»: μέσο που παράγει ταμειακές ροές πληρωμών τόκων οι οποίες είναι προκαθορισμένες βάσει σταθερού επιτοκίου έως τη στιγμή της συμβατικής λήξης του·

5) 

«μέσο κυμαινόμενου επιτοκίου»: μέσο του οποίου το επιτόκιο επανακαθορίζεται σε προκαθορισμένες ημερομηνίες, είτε κατόπιν μεταβολής δείκτη αναφοράς επιτοκίου όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 22) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, είτε δείκτη εσωτερικής διαχείρισης ενός ιδρύματος·

6) 

«αυτόματο δικαίωμα προαίρεσης επιτοκίου»: ρητό ή τεκμαρτό δικαίωμα προαίρεσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 325ε παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 2 ), συμπεριλαμβανομένου δικαιώματος προαίρεσης βάσει του οποίου το ίδρυμα είναι πιθανό να καταβάλει στον αντισυμβαλλόμενό του πληρωμή ανεξαρτήτως συμβατικής υποχρέωσης, το οποίο πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

η πληρωμή του δικαιώματος προαίρεσης είναι ευαίσθητη στις μεταβολές των επιτοκίων·

β) 

η άσκηση του δικαιώματος προαίρεσης καθοδηγείται αποκλειστικά από τα χρηματικά κίνητρα του κατόχου του δικαιώματος προαίρεσης·

7) 

«συμπεριφορικό δικαίωμα προαίρεσης επιτοκίου»: δικαίωμα προαίρεσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 325ε παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, συμπεριλαμβανομένου δικαιώματος προαίρεσης βάσει του οποίου το ίδρυμα είναι πιθανό να καταβάλει στον αντισυμβαλλόμενό του πληρωμή ανεξαρτήτως συμβατικής υποχρέωσης, το οποίο πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

οι πληρωμές των δικαιωμάτων προαίρεσης είναι ευαίσθητες στις μεταβολές των επιτοκίων·

β) 

η άσκηση του δικαιώματος προαίρεσης δεν καθοδηγείται αποκλειστικά από το χρηματικό κίνητρο του αντισυμβαλλομένου, αλλά εξαρτάται από τη συμπεριφορά του·

8) 

«κατάθεση μη τακτής λήξης»: υποχρέωση χωρίς ημερομηνία λήξης, στην οποία ο καταθέτης είναι ελεύθερος να αποσύρει την κατάθεση ανά πάσα στιγμή·

9) 

«κατάθεση λιανικής»: κατάθεση λιανικής όπως ορίζεται στο άρθρο 411 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

10) 

«συναλλακτική κατάθεση λιανικής»: οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α) 

κατάθεση μη τακτής λήξης λιανικής σε συναλλακτικό λογαριασμό, ο οποίος είναι λογαριασμός στον οποίον πιστώνονται και χρεώνονται τακτικά μισθοί, έσοδα ή έξοδα («συναλλαγές»)·

β) 

κατάθεση μη τακτής λήξης λιανικής, η οποία δεν αποφέρει κανέναν τόκο, ακόμη και σε περιβάλλον υψηλών επιτοκίων·

11) 

«μη συναλλακτική κατάθεση λιανικής»: κατάθεση μη τακτής λήξης λιανικής, η οποία δεν τηρείται σε συναλλακτικό λογαριασμό ή η οποία δεν αποφέρει τόκο·

12) 

«κατάθεση χονδρικής»: κατάθεση η οποία δεν είναι κατάθεση λιανικής·

13) 

«σταθερή κατάθεση μη τακτής λήξης»: το τμήμα της κατάθεσης μη τακτής λήξης που είναι πιθανό να παραμείνει μη αναληφθέν με βάση τα επιτόκια που ισχύουν κατά τον χρόνο εφαρμογής της τυποποιημένης μεθοδολογίας για την ταξινόμηση των ονομαστικών υπό ανατιμολόγηση ταμειακών ροών·

14) 

«ρυθμός μετακύλισης» (pass-through rate): το ποσοστό μεταβολής του επιτοκίου της αγοράς που αποδίδει ένα ίδρυμα σε μια κατάθεση για να διατηρήσει το ίδιο επίπεδο σταθερών καταθέσεων με βάση τα επιτόκια που ισχύουν κατά τον χρόνο εφαρμογής της τυποποιημένης μεθοδολογίας για την ταξινόμηση των ονομαστικών υπό ανατιμολόγηση ταμειακών ροών·

15) 

«βασική συνιστώσα»: το τμήμα σταθερής κατάθεσης μη τακτής λήξης που είναι απίθανο να ανατιμολογηθεί, ακόμη και σε περίπτωση σημαντικών μεταβολών στο περιβάλλον των επιτοκίων·

16) 

«μη βασική συνιστώσα»: το τμήμα της κατάθεσης μη τακτής λήξης που δεν είναι η βασική συνιστώσα του·

17) 

«γεωγραφική τοποθεσία»: η χώρα σύστασης των οφειλετών ή καταθετών που είναι νομικά πρόσωπα ή η χώρα κατοικίας των οφειλετών ή καταθετών που είναι φυσικά πρόσωπα·

18) 

«διάρκεια αναφοράς»: η περίοδος σε σχέση με την οποία ανατιμολογείται ένα μέσο.

Άρθρο 2

Θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών που περιλαμβάνονται στην αξιολόγηση

1.  

Για τους σκοπούς της τυποποιημένης μεθοδολογίας και της απλουστευμένης τυποποιημένης μεθοδολογίας που αναφέρονται στο άρθρο 84 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, τα ιδρύματα αξιολογούν όλες τις θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών για κάθε νόμισμα στο οποίο το ίδρυμα έχει σημαντική θέση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 3. Στις εν λόγω θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών περιλαμβάνονται οι ακόλουθες:

α) 

θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών σε χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού·

β) 

θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών σε στοιχεία παθητικού·

γ) 

θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών σε στοιχεία εκτός ισολογισμού.

2.  

Στις θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνονται όλα τα ακόλουθα:

α) 

παράγωγα επί επιτοκίων·

β) 

παράγωγα πλην των παραγώγων επί επιτοκίων για τα οποία οι ταμειακές ροές καθορίζονται συνολικά ή εν μέρει με αναφορά σε επιτόκιο·

γ) 

συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις και περιουσιακά στοιχεία συνταξιοδοτικών προγραμμάτων, εκτός εάν ο κίνδυνος επιτοκίου τους αποτυπώνεται σε άλλο μέτρο κινδύνου·

δ) 

στοιχεία ενεργητικού ευαίσθητα στις μεταβολές επιτοκίου, εκτός εκείνων που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ), και τα οποία δεν αφαιρούνται από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1·

ε) 

στοιχεία παθητικού ευαίσθητα στις μεταβολές επιτοκίου, εκτός εκείνων που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ), τα οποία δεν είναι ούτε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, όπως αναφέρονται στο άρθρο 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ούτε άλλα μέσα αόριστης διάρκειας χωρίς ημερομηνία άσκησης του δικαιώματος πρόωρης εξόφλησης·

στ) 

στοιχεία εκτός ισολογισμού ευαίσθητα στις μεταβολές επιτοκίου, πλην εκείνων που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ)·

ζ) 

μικρές θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, όπως αναφέρονται στο άρθρο 94 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκτός εάν ο κίνδυνος επιτοκίου τους αποτυπώνεται σε άλλη μέτρηση κινδύνου.

Για τους σκοπούς του στοιχείου ε), στα στοιχείου παθητικού που είναι ευαίσθητα στις μεταβολές επιτοκίου περιλαμβάνονται οι άτοκες καταθέσεις.

Άρθρο 3

Σημαντικότητα θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών

Τα ιδρύματα θεωρούν μια θέση εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών σημαντική σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) 

η λογιστική αξία των στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού που εκφράζονται σε ένα νόμισμα ανέρχεται τουλάχιστον στο 5 % των συνολικών χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών·

β) 

η λογιστική αξία των στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού που εκφράζονται σε ένα νόμισμα ανέρχεται σε λιγότερο από 5 % των συνολικών χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών, εάν το άθροισμα των χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού που περιλαμβάνονται στον υπολογισμό είναι χαμηλότερο από το 90 % του συνόλου των χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού, εξαιρουμένων των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων, ή παθητικού εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

Άρθρο 4

Ταξινόμηση των σεναρίων

Για τους σκοπούς του εντοπισμού, της αξιολόγησης, της διαχείρισης και του περιορισμού των κινδύνων που προκύπτουν από δυνητικές μεταβολές επιτοκίων που επηρεάζουν τόσο την οικονομική αξία των μετοχών όσο και τα καθαρά έσοδα από τόκους από τις δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών ενός ιδρύματος, τα ιδρύματα ταξινομούν τα σενάρια, συμπεριλαμβανομένων των εποπτικών σεναρίων διαταραχών που αναφέρονται στο άρθρο 1 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2024/856 της Επιτροπής ( 3 ) σε ένα από τα ακόλουθα είδη με βάση τη διακύμανση του επιτοκίου:

α) 

παράλληλες αιφνίδιες διακυμάνσεις, οι οποίες συνίστανται σε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

i) 

αιφνίδια διακύμανση με αύξηση των επιτοκίων παράλληλα για όλες τις ληκτότητες·

ii) 

αιφνίδια διακύμανση με μείωση των επιτοκίων παράλληλα για όλες τις ληκτότητες·

β) 

αιφνίδιες διακυμάνσεις που σχετίζονται με εναλλαγές στην καμπύλη, οι οποίες συνίστανται σε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

i) 

μείωση του επιτοκίου για μακροπρόθεσμες ληκτότητες και αύξηση του επιτοκίου για βραχυπρόθεσμες ληκτότητες, με αποτέλεσμα τη μείωση της κλίσης της καμπύλης επιτοκίων·

ii) 

αύξηση του επιτοκίου για μακροπρόθεσμες ληκτότητες και μείωση του επιτοκίου για βραχυπρόθεσμες ληκτότητες, με αποτέλεσμα την αύξηση της κλίσης της καμπύλης επιτοκίων·

γ) 

ανομοιόμορφες αιφνίδιες διακυμάνσεις, οι οποίες συνίστανται σε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

i) 

αιφνίδια διακύμανση με αύξηση των επιτοκίων που είναι μεγαλύτερη στις βραχυπρόθεσμες ληκτότητες·

ii) 

αιφνίδια διακύμανση με μείωση των επιτοκίων που είναι μεγαλύτερη στις βραχυπρόθεσμες ληκτότητες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ ΤΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΕΚΤΟΣ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΤΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ

Άρθρο 5

Γενικές απαιτήσεις για την κατανομή των ονομαστικών υπό ανατιμολόγηση ταμειακών ροών

1.  

Όταν χρησιμοποιούν την τυποποιημένη μεθοδολογία για την αξιολόγηση των κινδύνων που απορρέουν από δυνητικές μεταβολές των επιτοκίων που επηρεάζουν την οικονομική αξία των μετοχών των θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών, τα ιδρύματα κατανέμουν τις ονομαστικές υπό ανατιμολόγηση ταμειακές ροές των θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών στις σχετικές χρονικές ζώνες ανατιμολόγησης που αναφέρονται στο σημείο 1 του παραρτήματος, ως εξής:

α) 

για μέσα σταθερού επιτοκίου, σύμφωνα με το άρθρο 6·

β) 

για μέσα κυμαινόμενου επιτοκίου, σύμφωνα με το άρθρο 7·

γ) 

για καταθέσεις μη τακτής λήξης, σύμφωνα με το άρθρο 8·

δ) 

για δάνεια σταθερού επιτοκίου που υπόκεινται στον κίνδυνο πρόωρης αποπληρωμής, σύμφωνα με το άρθρο 9·

ε) 

για προθεσμιακές καταθέσεις σταθερού επιτοκίου που υπόκεινται στον κίνδυνο πρόωρης εξόφλησης, σύμφωνα με το άρθρο 10·

στ) 

για παράγωγα μέσα χωρίς δικαιώματα προαίρεσης, σύμφωνα με το άρθρο 11·

ζ) 

για μέσα άλλα από εκείνα που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως στ), σύμφωνα με το άρθρο 12.

2.  
Τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν τα εμπορικά περιθώρια και άλλες συνιστώσες περιθωρίου που αφορούν πληρωμές τόκων όσον αφορά την εξαίρεσή τους από τις ονομαστικές υπό ανατιμολόγηση ταμειακές ροές ή τη συμπερίληψή τους σε αυτές σύμφωνα με την εσωτερική τους προσέγγιση διαχείρισης και μέτρησης του κινδύνου επιτοκίου εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

Τα ιδρύματα που εξαιρούν εμπορικά περιθώρια και άλλες συνιστώσες περιθωρίου από τις ονομαστικές υπό ανατιμολόγηση ταμειακές ροές μεριμνούν για όλα τα ακόλουθα:

α) 

χρησιμοποιούν διαφανή μεθοδολογία για τον προσδιορισμό του επιτοκίου μηδενικού κινδύνου κατά τη δημιουργία κάθε μέσου και εφαρμόζουν την εν λόγω μεθοδολογία με συνέπεια σε όλες τις επιχειρηματικές μονάδες·

β) 

διασφαλίζουν ότι η εξαίρεση των εμπορικών περιθωρίων και άλλων συνιστωσών περιθωρίου από τις ονομαστικές υπό ανατιμολόγηση ταμειακές ροές συνάδει με τον τρόπο με τον οποίο το ίδρυμα διαχειρίζεται και αντισταθμίζει τον κίνδυνο επιτοκίου εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών·

γ) 

κοινοποιούν την εξαίρεση εμπορικών περιθωρίων και άλλων συνιστωσών περιθωρίου στην αρμόδια αρχή.

3.  

Κατά την κατανομή των ονομαστικών υπό ανατιμολόγηση ταμειακών ροών των θέσεών τους εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών, όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα ιδρύματα:

α) 

δεν λαμβάνουν υπόψη τον αντίκτυπο της ενσωματωμένης δυνατότητας προαίρεσης ενός αυτόματου δικαιώματος προαίρεσης επιτοκίου στις ονομαστικές υπό ανατιμολόγηση ταμειακές ροές·

β) 

λαμβάνουν υπόψη τον αντίκτυπο των ενσωματωμένων δικαιωμάτων προαίρεσης ενός συμπεριφορικού δικαιώματος προαίρεσης επιτοκίου στις ονομαστικές υπό ανατιμολόγηση ταμειακές ροές.

Άρθρο 6

Μέσα σταθερού επιτοκίου

1.  
Τα ιδρύματα κατανέμουν τις ονομαστικές υπό ανατιμολόγηση ταμειακές ροές που προκύπτουν από πληρωμές τόκων των θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών σε μέσα σταθερού επιτοκίου στις σχετικές χρονικές ζώνες ανατιμολόγησης που αναφέρονται στο σημείο 1 του παραρτήματος έως την ημερομηνία ανατιμολόγησης, λαμβάνοντας υπόψη οποιαδήποτε από τις εξαιρέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο.
2.  
Τα ιδρύματα κατανέμουν τις ταμειακές ροές που προκύπτουν από τις ενδιάμεσες και τελικές αποπληρωμές του κεφαλαίου των θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών σε μέσα σταθερού επιτοκίου στις σχετικές χρονικές ζώνες ανατιμολόγησης που αναφέρονται στο σημείο 1 του παραρτήματος έως την ημερομηνία ανατιμολόγησης.

Άρθρο 7

Μέσα κυμαινόμενου επιτοκίου

Τα ιδρύματα κατανέμουν τις ονομαστικές υπό ανατιμολόγηση ταμειακές ροές που προκύπτουν από θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών σε μέσα κυμαινόμενου επιτοκίου στις σχετικές χρονικές ζώνες ανατιμολόγησης που αναφέρονται στο σημείο 1 του παραρτήματος έως την ημερομηνία ανατιμολόγησης, ως εξής:

α) 

ταμειακές ροές που προέρχονται από πληρωμές τόκων πλην των πληρωμών της συνιστώσας περιθωρίου έως την επόμενη ημερομηνία ανατιμολόγησης, σύμφωνα με τη συμβατική συμφωνία·

β) 

το υπόλοιπο κεφάλαιο, σύμφωνα με τη συμβατική συμφωνία·

γ) 

συνιστώσες περιθωρίου έως την τελική συμβατική ημερομηνία λήξης, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ανατιμολόγηση του μη αποπληρωθέντος κεφαλαίου, εκτός εάν αυτές οι συνιστώσες περιθωρίου εξαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο.

Άρθρο 8

Καταθέσεις μη τακτής λήξης

1.  

Τα ιδρύματα ταξινομούν τις καταθέσεις μη τακτής λήξης, ανάλογα με το είδος του αντισυμβαλλομένου, στις ακόλουθες κατηγορίες:

α) 

καταθέσεις μη τακτής λήξης λιανικής, οι οποίες ταξινομούνται περαιτέρω στις ακόλουθες κατηγορίες:

i) 

συναλλακτικές καταθέσεις λιανικής·

ii) 

μη συναλλακτικές καταθέσεις λιανικής·

β) 

καταθέσεις μη τακτής λήξης χονδρικής, οι οποίες ταξινομούνται περαιτέρω στις ακόλουθες κατηγορίες:

i) 

καταθέσεις χονδρικής χρηματοπιστωτικών πελατών·

ii) 

μη χρηματοπιστωτικές καταθέσεις χονδρικής.

2.  

Τα ιδρύματα διακρίνουν:

α) 

το σταθερό από το μη σταθερό τμήμα των καταθέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) σημεία i) και ii) και στοιχείο β) σημείο ii), με τη χρήση παρατηρούμενων μεταβολών του όγκου των καταθέσεων λόγω ανοδικών και καθοδικών διακυμάνσεων του επιτοκίου μηδενικού κινδύνου κατά την περίοδο των τελευταίων τουλάχιστον 10 ετών·

β) 

τη βασική και τη μη βασική συνιστώσα του σταθερού τμήματος των καταθέσεων μη τακτής λήξης που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Για τον προσδιορισμό του ποσού της μη βασικής συνιστώσας του σταθερού τμήματος των καταθέσεων μη τακτής λήξης που αναφέρεται στο στοιχείο β), τα ιδρύματα πολλαπλασιάζουν το ποσό όλων των σταθερών καταθέσεων μη τακτής λήξης με τον ρυθμό μετακύλισης.

3.  

Κατά την αξιολόγηση του ρυθμού μετακύλισης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο, τα ιδρύματα εξετάζουν τα ακόλουθα στοιχεία, λαμβάνοντας επίσης υπόψη θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών με παρόμοια χαρακτηριστικά:

α) 

το τρέχον επίπεδο των επιτοκίων·

β) 

το περιθώριο μεταξύ του προσφερόμενου από το ίδρυμα επιτοκίου και του επιτοκίου της αγοράς·

γ) 

τον ανταγωνισμό από άλλες επιχειρήσεις·

δ) 

τη γεωγραφική τοποθεσία του ιδρύματος·

ε) 

δημογραφικά και άλλα συναφή χαρακτηριστικά της πελατειακής βάσης του ιδρύματος·

στ) 

την απίθανη ανατιμολόγηση της βασικής συνιστώσας του σταθερού τμήματος των καταθέσεων μη τακτής λήξης, ακόμη και σε περίπτωση σημαντικών μεταβολών στο περιβάλλον των επιτοκίων.

4.  
Στα σενάρια διαταραχών που προβλέπουν αύξηση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων, όπως αναφέρονται στο άρθρο 4 στοιχείο α) σημείο i), στοιχείο β) σημείο i) και στοιχείο γ) σημείο i), τα ιδρύματα πολλαπλασιάζουν επί 0,8 τη βασική συνιστώσα του σταθερού τμήματος των καταθέσεων μη τακτής λήξης, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3, και αυξάνουν αναλόγως τη μη βασική συνιστώσα.
5.  
Στα σενάρια διαταραχών που προβλέπουν μείωση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων, όπως αναφέρονται στο άρθρο 4 στοιχείο α) σημείο ii), στοιχείο β) σημείο ii) και στοιχείο γ) σημείο ii), τα ιδρύματα πολλαπλασιάζουν επί 1,2 τη βασική συνιστώσα του σταθερού τμήματος των καταθέσεων μη τακτής λήξης, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3, και μειώνουν αναλόγως τη μη βασική συνιστώσα.
6.  

Κατά την εφαρμογή των παραγράφων 2 έως 5, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τα ακόλουθα ανώτατα όρια στο ποσοστό της βασικής συνιστώσας του σταθερού τμήματος των καταθέσεων μη τακτής λήξης, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3:

α) 

90 % για τις συναλλακτικές καταθέσεις λιανικής που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) σημείο i)·

β) 

70 % για τις μη συναλλακτικές καταθέσεις λιανικής που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) σημείο ii)·

γ) 

50 % για τις μη χρηματοπιστωτικές καταθέσεις χονδρικής που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) σημείο ii).

7.  
Τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν όλες τις καταθέσεις χονδρικής των χρηματοπιστωτικών πελατών, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) σημείο i), ως μη βασικές καταθέσεις μη τακτής λήξης.
8.  
Τα ιδρύματα κατανέμουν τη μη βασική συνιστώσα των καταθέσεων μη τακτής λήξης στη χρονική ζώνη ανατιμολόγησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) του παραρτήματος.
9.  

Τα ιδρύματα κατανέμουν με διαχρονική συνέπεια τις βασικές συνιστώσες των καταθέσεων μη τακτής λήξης στις σχετικές χρονικές ζώνες ανατιμολόγησης που αναφέρονται στο σημείο 1 του παραρτήματος, βάσει παρατηρούμενων εσωτερικών δεδομένων και με την επιφύλαξη των ακόλουθων περιορισμών ληκτότητας που υπολογίζονται με βάση τον σταθμισμένο μέσο όρο:

α) 

5 έτη για τις καταθέσεις μη τακτής λήξης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) σημείο i)·

β) 

4,5 έτη για τις καταθέσεις μη τακτής λήξης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) σημείο ii)·

γ) 

4 έτη για τις καταθέσεις μη τακτής λήξης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) σημείο ii).

10.  
Τα ιδρύματα προσδιορίζουν τις καταθέσεις μη τακτής λήξης ως μη βασικές καταθέσεις μη τακτής λήξης όταν το σύνολο των καταθέσεων μη τακτής λήξης είναι μικρότερο από το 2 % των θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών που καταλογίζονται ως παθητικό σύμφωνα με το εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο.

Άρθρο 9

Δάνεια σταθερού επιτοκίου που υπόκεινται στον κίνδυνο πρόωρης αποπληρωμής

1.  

Τα ιδρύματα θεωρούν ότι τα δάνεια σταθερού επιτοκίου σε πελάτες λιανικής υπόκεινται στον κίνδυνο πρόωρης αποπληρωμής όταν ο δανειολήπτης είναι σε θέση να αποπληρώσει μέρος ή το σύνολο του ανεξόφλητου κεφαλαίου πριν από τη συμβατικά συμφωνηθείσα ημερομηνία αποπληρωμής ή τη συμβατική ημερομηνία λήξης του κεφαλαίου:

α) 

είτε χωρίς να επιβαρύνεται με το οικονομικό κόστος της εν λόγω αποπληρωμής· ή

β) 

αναλαμβάνοντας το οικονομικό κόστος μόνο πέραν του ορίου προπληρωμής.

2.  
Για τις θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 7, τα ιδρύματα προβαίνουν σε εκτίμηση του βασικού ετήσιου υπό όρους ποσοστού προπληρωμής ανά νόμισμα, κατά τρόπο συνεπή σε βάθος χρόνου και κατάλληλο για ένα μέσο ποσοστό προπληρωμής. Τα ιδρύματα προβαίνουν σε εκτίμηση του εν λόγω μέσου ποσοστού προπληρωμής χωριστά για κάθε χαρτοφυλάκιο ομοιογενών θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών και σύμφωνα με την επικρατούσα καμπύλη επιτοκίων, με βάση όλες τις διαθέσιμες εσωτερικές παρατηρήσεις.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, τα ιδρύματα μπορούν να ορίζουν μηδενικό ποσοστό προπληρωμής όταν το σύνολο τόσο των δανείων σταθερού επιτοκίου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 όσο και των στοιχείων ενεργητικού σταθερού επιτοκίου που αναφέρονται στην παράγραφο 7 είναι μικρότερο από το 5 % των θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών που καταλογίζονται ως στοιχεία ενεργητικού σύμφωνα με το εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο.

3.  

Τα ιδρύματα προσαρμόζουν το υπό όρους ποσοστό προπληρωμής που εκτιμάται σύμφωνα με την παράγραφο 2 ως εξής:

α) 

σε σενάρια που προβλέπουν αύξηση των επιτοκίων, όπως αναφέρονται στο άρθρο 4 στοιχείο α) σημείο i), στοιχείο β) σημείο ii) και στοιχείο γ) σημείο i), τα ιδρύματα πολλαπλασιάζουν το υπό όρους ποσοστό προπληρωμής επί 0,8·

β) 

σε σενάρια που προβλέπουν μείωση των επιτοκίων, όπως αναφέρονται στο άρθρο 4 στοιχείο α) σημείο ii), στοιχείο β) σημείο i) και στοιχείο γ) σημείο ii), τα ιδρύματα πολλαπλασιάζουν το υπό όρους ποσοστό προπληρωμής επί 1,2.

4.  

Για κάθε χρονική ζώνη ανατιμολόγησης που αναφέρεται στο σημείο 1 του παραρτήματος, τα ιδρύματα προβαίνουν σε εκτίμηση του αναμενόμενου ποσού των προπληρωμένων δανείων ανά χρονική ζώνη ανατιμολόγησης ως το γινόμενο των εξής στοιχείων:

α) 

του ανεξόφλητου υπολοίπου των δανείων σταθερού επιτοκίου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ενός συγκεκριμένου ομοιογενούς τύπου προϊόντος εκφρασμένου σε συγκεκριμένο νόμισμα·

β) 

του υπό όρους ποσοστού προπληρωμής που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2, πολλαπλασιαζόμενου επί τη διάρκεια της εφαρμοστέας χρονικής ζώνης ανατιμολόγησης που αναφέρεται στο σημείο 2 του παραρτήματος και προσαρμοσμένου σύμφωνα με την παράγραφο 3.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α), ποσά τα οποία έληξαν ή προπληρώθηκαν σε χρόνο προγενέστερο του κατώτερου ορίου της χρονικής ζώνης ανατιμολόγησης δεν θεωρούνται από τα ιδρύματα ως ανεξόφλητα ποσά.

5.  
Τα ιδρύματα κατανέμουν το προπληρωμένο ποσό των δανείων σταθερού επιτοκίου που αναφέρονται στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένων των χρηματικών ποινών επί του προπληρωμένου ποσού που καταβάλλουν οι πελάτες λιανικής στο εφαρμοστέο σενάριο, στις σχετικές χρονικές ζώνες ανατιμολόγησης που αναφέρονται στο σημείο 1 του παραρτήματος. Τα ιδρύματα κατανέμουν οποιοδήποτε τμήμα των ονομαστικών υπό ανατιμολόγηση ταμειακών ροών των εν λόγω δανείων σταθερού επιτοκίου οι οποίες δεν αναμένουν να προπληρωθούν στις σχετικές χρονικές ζώνες ανατιμολόγησης που αναφέρονται στο σημείο 1 του παραρτήματος με βάση το συμβατικό χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής για όλη τη συμβατική διάρκεια των εν λόγω δανείων.
6.  
Τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν τα δάνεια σταθερού επιτοκίου σε πελάτες χονδρικής, όταν ο δανειολήπτης είναι σε θέση να προπληρώσει μέρος ή το σύνολο του ανεξόφλητου κεφαλαίου πριν από τη συμβατικά συμφωνηθείσα ημερομηνία αποπληρωμής ή τη συμβατική ημερομηνία λήξης του κεφαλαίου, σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 13.
7.  
Εάν το ίδρυμα έχει ανοίγματα σε στοιχεία ενεργητικού με τη μορφή τίτλων με υποκείμενα μέσα που έχουν τη μορφή δανείων σταθερού επιτοκίου, όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1 («στοιχεία ενεργητικού σταθερού επιτοκίου»), και ο εκδότης των εν λόγω στοιχείων ενεργητικού σταθερού επιτοκίου δεν υποχρεούται να αντικαταστήσει τα δάνεια σταθερού επιτοκίου σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησής τους, το εν λόγω ίδρυμα εφαρμόζει προσέγγιση εξέτασης και αξιολογεί τις θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών στα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού σύμφωνα με την παράγραφο 1, ανεξάρτητα από το αν ο αντισυμβαλλόμενος του συγκεκριμένου ιδρύματος είναι πελάτης χονδρικής ή λιανικής.

Άρθρο 10

Προθεσμιακές καταθέσεις σταθερού επιτοκίου που υπόκεινται στον κίνδυνο πρόωρης εξόφλησης

1.  

Τα ιδρύματα θεωρούν τις προθεσμιακές καταθέσεις σταθερού επιτοκίου ως προθεσμιακές καταθέσεις σταθερού επιτοκίου που υπόκεινται στον κίνδυνο πρόωρης εξόφλησης όταν ισχύουν αμφότερα τα ακόλουθα:

α) 

οι εν λόγω προθεσμιακές καταθέσεις σταθερού επιτοκίου συνιστούν καταθέσεις λιανικής·

β) 

ο καταθέτης διαθέτει δικαίωμα προαίρεσης για την εξόφληση τυχόν ανεξόφλητου υπολοίπου των προθεσμιακών καταθέσεων σταθερού επιτοκίου πριν από τη συμβατική ημερομηνία λήξης της κατάθεσης.

2.  
Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα ιδρύματα μπορούν να αντιμετωπίζουν τις προθεσμιακές καταθέσεις σταθερού επιτοκίου σύμφωνα με το άρθρο 6 όταν η πρόωρη ανάληψη των εν λόγω καταθέσεων θα είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή ποινής στον καταθέτη, η οποία θα αντιστάθμιζε τόσο την απώλεια τόκου μεταξύ της ημερομηνίας εξόφλησης της κατάθεσης και της συμβατικής ημερομηνίας λήξης της όσο και το οικονομικό κόστος της εξόφλησης της κατάθεσης.
3.  
Τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν τις προθεσμιακές καταθέσεις σταθερού επιτοκίου που είναι καταθέσεις χονδρικής σύμφωνα με το άρθρο 6.

Σε περίπτωση που ο καταθέτης χονδρικής διαθέτει δικαίωμα προαίρεσης για την εξόφληση τυχόν ανεξόφλητου υπολοίπου της κατάθεσης πριν από τη συμβατική ημερομηνία λήξης της και δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 2, τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν το εν λόγω δικαίωμα προαίρεσης ως ενσωματωμένο αυτόματο δικαίωμα προαίρεσης σύμφωνα με το άρθρο 13.

4.  
Τα ιδρύματα προβαίνουν σε εκτίμηση του βασικού σωρευτικού ποσοστού εξόφλησης των προθεσμιακών καταθέσεων σταθερού επιτοκίου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 κατά τρόπο συνεπή σε βάθος χρόνου και κατάλληλο για ένα μέσο ποσοστό πρόωρης εξόφλησης. Τα ιδρύματα προβαίνουν σε εκτίμηση του βασικού σωρευτικού ποσοστού εξόφλησης των προθεσμιακών καταθέσεων χωριστά για κάθε χαρτοφυλάκιο ομοιογενών προϊόντων εκφρασμένων σε ένα νόμισμα και σύμφωνα με την επικρατούσα καμπύλη επιτοκίων, με βάση όλες τις διαθέσιμες εσωτερικές παρατηρήσεις.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, τα ιδρύματα μπορούν να ορίζουν μηδενικό βασικό σωρευτικό ποσοστό εξόφλησης προθεσμιακών καταθέσεων όταν το σύνολο των προθεσμιακών καταθέσεων σταθερού επιτοκίου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι μικρότερο από το 5 % των θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών που καταλογίζονται ως παθητικό σύμφωνα με το εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο.

5.  

Τα ιδρύματα προσαρμόζουν το βασικό σωρευτικό ποσοστό εξόφλησης των προθεσμιακών καταθέσεων σταθερού επιτοκίου που εκτιμάται σύμφωνα με την παράγραφο 4 στα εφαρμοστέα σενάρια ως εξής:

α) 

σε σενάρια που προβλέπουν μείωση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων, όπως αναφέρονται στο άρθρο 4 στοιχείο α) σημείο ii), στοιχείο β) σημείο ii) και στοιχείο γ) σημείο ii), τα ιδρύματα πολλαπλασιάζουν το ποσοστό εξόφλησης επί 0,8·

β) 

σε σενάρια που προβλέπουν αύξηση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων, όπως αναφέρονται στο άρθρο 4 στοιχείο α) σημείο i), στοιχείο β) σημείο i) και στοιχείο γ) σημείο i), τα ιδρύματα πολλαπλασιάζουν το ποσοστό εξόφλησης επί 1,2.

6.  
Για κάθε χρονική ζώνη ανατιμολόγησης που αναφέρεται στο σημείο 1 του παραρτήματος, τα ιδρύματα υπολογίζουν το ποσό των προθεσμιακών καταθέσεων σταθερού επιτοκίου που αναμένεται ότι θα εξοφληθεί πρόωρα πολλαπλασιάζοντας τις προθεσμιακές καταθέσεις σταθερού επιτοκίου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ενός συγκεκριμένου ομοιογενούς τύπου προϊόντος εκφρασμένων σε συγκεκριμένο νόμισμα επί το εφαρμοστέο βασικό σωρευτικό επιτόκιο εξόφλησης προθεσμιακών καταθέσεων για τις προθεσμιακές καταθέσεις σταθερού επιτοκίου προσαρμοσμένο σύμφωνα με την παράγραφο 5.
7.  
Για όλες τις χρονικές ζώνες ανατιμολόγησης και τα σύνολα ομοιογενών τύπων προϊόντων, τα ιδρύματα λαμβάνουν το συνολικό ποσό των προθεσμιακών καταθέσεων σταθερού επιτοκίου που εξοφλούνται πρόωρα αθροίζοντας τα ποσά πρόωρης εξόφλησης που αναφέρονται στην παράγραφο 6. Τα ιδρύματα κατανέμουν τα συγκεντρωτικά ποσά που εξοφλούνται πρόωρα στη χρονική ζώνη ανατιμολόγησης που αναφέρεται στο σημείο 1 στοιχείο α) του παραρτήματος. Τα ιδρύματα κατανέμουν τα τμήματα των ονομαστικών υπό ανατιμολόγηση ταμειακών ροών των προθεσμιακών καταθέσεων σταθερού επιτοκίου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 τα οποία δεν αναμένουν να εξοφληθούν πρόωρα στις σχετικές χρονικές ζώνες ανατιμολόγησης που αναφέρονται στο σημείο 1 του παραρτήματος σύμφωνα με τη συμβατική ληκτότητά τους.

Άρθρο 11

Παράγωγα μέσα χωρίς δικαιώματα προαίρεσης

1.  
Τα ιδρύματα διαχωρίζουν τα παράγωγα μέσα χωρίς δικαιώματα προαίρεσης σε σκέλος πληρωμής και σε σκέλος είσπραξης.
2.  
Τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν το σκέλος είσπραξης ενός παράγωγου μέσου χωρίς δικαιώματα προαίρεσης ως εισερχόμενη ταμειακή ροή και το σκέλος πληρωμής ως εξερχόμενη ταμειακή ροή.

Τα ιδρύματα κατανέμουν τις ονομαστικές υπό ανατιμολόγηση ταμειακές ροές στη σχετική χρονική ζώνη ανατιμολόγησης που αναφέρεται στο σημείο 1 του παραρτήματος.

3.  
Τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν τις συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίων σε διαφορετικά νομίσματα που περιλαμβάνουν ανταλλαγή κεφαλαίου ή τόκων σε διαφορετικά νομίσματα χωριστά για κάθε σκέλος σε κάθε νόμισμα.
4.  
Τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν τα έσοδα και τα έξοδα από τόκους των παράγωγων μέσων που χρησιμοποιούνται για σκοπούς αντιστάθμισης χωριστά από τα έσοδα και τα έξοδα που προκύπτουν από την αντισταθμισμένη θέση.

Άρθρο 12

Μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα και δανειακές υποχρεώσεις σταθερού επιτοκίου έναντι αντισυμβαλλομένων λιανικής

1.  
Τα ιδρύματα με δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων 2 % ή περισσότερο κατανέμουν τις ονομαστικές υπό ανατιμολόγηση ταμειακές ροές των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους στις σχετικές χρονικές ζώνες ανατιμολόγησης που αναφέρονται στο σημείο 1 του παραρτήματος. Κατανέμουν τις εν λόγω αναμενόμενες ταμειακές ροές μετά την αφαίρεση των προβλέψεων, λαμβάνοντας υπόψη τη χρονική στιγμή που θα προκύψουν και με τρόπο που εφαρμόζεται με συνέπεια σε βάθος χρόνου.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, τα ιδρύματα υπολογίζουν τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων διαιρώντας το ποσό των μη εξυπηρετούμενων χρεωστικών τίτλων, δανείων και προκαταβολών, όπως αναφέρονται στο άρθρο 47α παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, διά του συνολικού ποσού των ακαθάριστων χρεωστικών τίτλων, δανείων και προκαταβολών.

2.  

Όταν το άθροισμα των ονομαστικών ποσών των δανειακών υποχρεώσεων σταθερού επιτοκίου έναντι αντισυμβαλλομένων λιανικής υπερβαίνει το 2 % των θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών που καταλογίζονται ως στοιχεία ενεργητικού σύμφωνα με το εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο, τα ιδρύματα προβαίνουν σε εκτίμηση του αναληφθέντος ποσού, στο πλαίσιο τόσο του βασικού σεναρίου όσο και των εφαρμοστέων σεναρίων που αναφέρονται στο άρθρο 4, με βάση:

α) 

ιστορικές εσωτερικές παρατηρήσεις των αναλήψεων δανειακών υποχρεώσεων σταθερού επιτοκίου ανά είδος αντισυμβαλλομένου υπό παρόμοιες συνθήκες·

β) 

την αξία της σύμβασης για τον αντισυμβαλλόμενο στο βασικό σενάριο·

γ) 

την αξία της σύμβασης για τον αντισυμβαλλόμενο στο σενάριο διαταραχών.

Τα ιδρύματα κατανέμουν τα εκτιμώμενα αναληφθέντα ποσά στις σχετικές χρονικές ζώνες ανατιμολόγησης που αναφέρονται στο σημείο 1 του παραρτήματος σύμφωνα με τον εκτιμώμενο χρόνο της ανάληψης.

Άρθρο 13

Οικονομική αξία της προσαύξησης των μετοχών για αυτόματα δικαιώματα προαίρεσης επιτοκίου

1.  
Τα ιδρύματα υπολογίζουν την οικονομική αξία των προσαυξήσεων των μετοχών για αυτόματα δικαιώματα προαίρεσης επιτοκίου που περιλαμβάνονται στις θέσεις τους εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών και αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 3 στοιχείο α).
2.  
Στην περίπτωση αγορασθέντος αυτόματου δικαιώματος προαίρεσης επιτοκίου, τα ιδρύματα υπολογίζουν τη μεταβολή της αξίας του εν λόγω δικαιώματος προαίρεσης μεταξύ της αξίας του στο εφαρμοστέο σενάριο, λαμβανομένης υπόψη σχετικής αύξησης κατά 25 %της τεκμαρτής μεταβλητότητας των επιτοκίων, και της αξίας του στο βασικό σενάριο.
3.  
Στην περίπτωση πωληθέντος αυτόματου δικαιώματος προαίρεσης επιτοκίου, τα ιδρύματα υπολογίζουν τη μεταβολή της αξίας του εν λόγω δικαιώματος μεταξύ της αξίας του στο εφαρμοστέο σενάριο και της αξίας του στο βασικό σενάριο.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η μεταβολή της αξίας ισούται με τη διαφορά μεταξύ των ακόλουθων στοιχείων α) και β):

α) 

της εκτιμώμενης αξίας του δικαιώματος προαίρεσης για τον κάτοχο του δικαιώματος προαίρεσης, με δεδομένα τα εξής:

i) 

καμπύλη απόδοσης μηδενικού κινδύνου στο εφαρμοστέο νόμισμα σύμφωνα με το εφαρμοστέο σενάριο·

ii) 

σχετική αύξηση κατά 25 % της τεκμαρτής μεταβλητότητας των επιτοκίων·

β) 

της αξίας του δικαιώματος προαίρεσης επιτοκίου για τον κάτοχο του δικαιώματος προαίρεσης, υπολογιζόμενης με τη χρήση της καμπύλης απόδοσης χωρίς διαταραχές και της τεκμαρτής μεταβλητότητας των επιτοκίων στο εφαρμοστέο νόμισμα κατά την ημερομηνία αποτίμησης.

4.  
Τα ιδρύματα υπολογίζουν την οικονομική αξία της προσαύξησης μετοχών για τον κίνδυνο αυτόματων δικαιωμάτων προαίρεσης επιτοκίου ως τη διαφορά μεταξύ των αξιών όλων των αγορασθέντων δικαιωμάτων προαίρεσης που υπολογίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 2 και των αξιών όλων των πωληθέντων δικαιωμάτων προαίρεσης που υπολογίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 3, μετά την εφαρμογή του σεναρίου σε ένα νόμισμα.
5.  
Για τον υπολογισμό που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 3, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τις εφαρμοστέες μεθόδους εσωτερικής αποτίμησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΚΑΘΑΡΑ ΕΣΟΔΑ ΑΠΟ ΤΟΚΟΥΣ ΤΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΕΚΤΟΣ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΤΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ

Άρθρο 14

Απαιτήσεις για την κατανομή των ονομαστικών υπό ανατιμολόγηση ταμειακών ροών

1.  
Όταν χρησιμοποιούν την τυποποιημένη μεθοδολογία για την αξιολόγηση των κινδύνων που απορρέουν από δυνητικές μεταβολές των επιτοκίων που επηρεάζουν τα καθαρά έσοδα από τόκους των δραστηριοτήτων τους εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών, τα ιδρύματα κατανέμουν τις ονομαστικές υπό ανατιμολόγηση ταμειακές ροές των θέσεων που κατέχουν εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών στις σχετικές χρονικές ζώνες που αναφέρονται στο σημείο 1 του παραρτήματος.
2.  
Τα άρθρα 5 έως 12 εφαρμόζονται στην κατανομή των ονομαστικών υπό ανατιμολόγηση ταμειακών ροών, όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1, με την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 3 έως 6 του παρόντος άρθρου.
3.  
Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 5 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, τα ιδρύματα περιλαμβάνουν τα εμπορικά περιθώρια και άλλες συνιστώσες περιθωρίου που αφορούν πληρωμές τόκων στις ονομαστικές υπό ανατιμολόγηση ταμειακές ροές.
4.  
Εκτός από την κατανομή των ονομαστικών υπό ανατιμολόγηση ταμειακών ροών που αναφέρονται στο άρθρο 6, στο άρθρο 9 παράγραφος 5, στο άρθρο 10 παράγραφος 7 και στο άρθρο 12 στις σχετικές χρονικές ζώνες ανατιμολόγησης που αναφέρονται στο σημείο 1 του παραρτήματος, τα ιδρύματα κατανέμουν τις εν λόγω ονομαστικές υπό ανατιμολόγηση ταμειακές ροές στις χρονικές ζώνες της διάρκειας αναφοράς που αναφέρονται στο σημείο 3 του παραρτήματος. Οι ονομαστικές υπό ανατιμολόγηση ταμειακές ροές που είναι πληρωμές τόκων έχουν τη διάρκεια αναφοράς του μέσου που τις δημιούργησε.
5.  
Εκτός από την κατανομή των ονομαστικών υπό ανατιμολόγηση ταμειακών ροών που αναφέρονται στο άρθρο 7 και στο άρθρο 8 στις σχετικές χρονικές ζώνες ανατιμολόγησης που αναφέρονται στο σημείο 1 του παραρτήματος, τα ιδρύματα κατανέμουν τις εν λόγω ονομαστικές υπό ανατιμολόγηση ταμειακές ροές στη χρονική ζώνη της διάρκειας αναφοράς που αναφέρεται στο σημείο 3 στοιχείο α) του παραρτήματος.
6.  
Τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν τα σταθερά σκέλη των παράγωγων μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 11 σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.

Τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν τα κυμαινόμενα σκέλη των παράγωγων μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 11 σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 15

Προσαύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους για αυτόματα δικαιώματα προαίρεσης επιτοκίων έως τον χρονικό ορίζοντα των καθαρών εσόδων από τόκους

1.  
Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις προσαυξήσεις των καθαρών εσόδων από τόκους για αυτόματα δικαιώματα προαίρεσης επιτοκίου που περιλαμβάνονται στις θέσεις τους εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών και αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 3 στοιχείο α), έως τον χρονικό ορίζοντα των καθαρών εσόδων από τόκους.
2.  
Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το άρθρο 13 εφαρμόζεται κατ’ αναλογία, με την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 3 έως 6 του παρόντος άρθρου.
3.  
Τα ιδρύματα εξαιρούν από τον υπολογισμό των προσαυξήσεων των καθαρών εσόδων από τόκους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 αυτόματα δικαιώματα προαίρεσης επιτοκίου που μπορούν να ασκηθούν μόνο πέραν του χρονικού ορίζοντα των καθαρών εσόδων από τόκους.
4.  
Κατά τον υπολογισμό των προσαυξήσεων των καθαρών εσόδων από τόκους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα ιδρύματα δεν λαμβάνουν υπόψη τη σχετική αύξηση της τεκμαρτής μεταβλητότητας.
5.  
Τα ιδρύματα υπολογίζουν την αξία που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφοι 2 και 3 με βάση τις πληρωμές που αναμένονται στο βασικό σενάριο και στα εφαρμοστέα σενάρια.
6.  
Τα ιδρύματα θεωρούν ότι τα μέσα των οποίων τα δικαιώματα προαίρεσης ή η μη γραμμικότητα ενεργοποιούνται αυτόματα ανανεώνονται με συγκρίσιμα χαρακτηριστικά έως το τέλος του χρονικού ορίζοντα των καθαρών εσόδων από τόκους.

Άρθρο 16

Μεταβολές της αγοραίας αξίας για αυτόματα δικαιώματα προαίρεσης επιτοκίου που διακρατούνται στην εύλογη αξία και λήγουν πέραν του χρονικού ορίζοντα των καθαρών εσόδων από τόκους

Τα ιδρύματα υπολογίζουν, σύμφωνα με το άρθρο 13, τις μεταβολές της αγοραίας αξίας για τα αυτόματα δικαιώματα προαίρεσης επιτοκίου που διακρατούνται στην εύλογη αξία και λήγουν πέραν του χρονικού ορίζοντα των καθαρών εσόδων από τόκους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ

Άρθρο 17

Υπολογισμός της οικονομικής αξίας των μετοχών και μεταβολές της οικονομικής αξίας των μετοχών

1.  
Τα ιδρύματα υπολογίζουν την οικονομική αξία των μετοχών για το βασικό σενάριο και τα εφαρμοστέα σενάρια διαταραχών σε κάθε νόμισμα σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 και 4. Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις μεταβολές στην οικονομική αξία των μετοχών σύμφωνα με τις παραγράφους 5 και 6.
2.  

Τα ιδρύματα κατανέμουν τις ονομαστικές υπό ανατιμολόγηση ταμειακές ροές που αναφέρονται στα άρθρα 6, 7 και 8, στο άρθρο 9 παράγραφος 5, στο άρθρο 10 παράγραφος 7, στο άρθρο 11 παράγραφος 2 και στο άρθρο 12 στις χρονικές ζώνες ανατιμολόγησης που αναφέρονται στα εν λόγω άρθρα με τον ακόλουθο τρόπο:

α) 

όλες οι θετικές και αρνητικές ονομαστικές υπό ανατιμολόγηση ταμειακές ροές εντός μιας χρονικής ζώνης ανατιμολόγησης συμψηφίζονται, δημιουργώντας μια καθαρή θετική (long) ή καθαρή αρνητική (short) θέση για κάθε χρονική ζώνη ανατιμολόγησης·

β) 

οι εισερχόμενες ταμειακές ροές έχουν θετικό πρόσημο και οι εξερχόμενες ταμειακές ροές έχουν αρνητικό πρόσημο.

3.  

Τα ιδρύματα προεξοφλούν τις καθαρές ονομαστικές υπό ανατιμολόγηση ταμειακές ροές με βάση την παρούσα αξία χρησιμοποιώντας συντελεστή προεξόφλησης. Τα ιδρύματα υπολογίζουν τον εν λόγω συντελεστή προεξόφλησης
image από το τρέχον επιτόκιο τη στιγμή μηδέν
image στο μέσο σημείο της ζώνης για το αντίστοιχο σενάριο i και νόμισμα c πολλαπλασιαζόμενο επί το μέσο σημείο της ζώνης t k ως εξής:

image

4.  
Τα ιδρύματα αθροίζουν τις προεξοφλημένες καθαρές υπό ανατιμολόγηση ταμειακές ροές σε όλες τις χρονικές ζώνες ανατιμολόγησης για να προσδιορίσουν την οικονομική αξία των μετοχών για το βασικό σενάριο και τα εφαρμοστέα σενάρια, για κάθε νόμισμα.
5.  
Τα ιδρύματα υπολογίζουν τη μεταβολή της οικονομικής αξίας των μετοχών αφαιρώντας την οικονομική αξία των μετοχών στο βασικό σενάριο από την οικονομική αξία των μετοχών στο εφαρμοστέο σενάριο και προσθέτοντας τη μεταβολή της αξίας του αυτόματου δικαιώματος προαίρεσης επιτοκίου που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 13.
6.  
Κατά τον υπολογισμό της συνολικής μεταβολής για κάθε σενάριο, τα ιδρύματα αθροίζουν τυχόν αρνητικές και θετικές μεταβολές σε κάθε νόμισμα. Κατά τον υπολογισμό αυτό, τα ιδρύματα μετατρέπουν νομίσματα, πλην του νομίσματος αναφοράς, στο νόμισμα αναφοράς με βάση την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία της ΕΚΤ κατά την ημερομηνία αναφοράς. Οι θετικές μεταβολές σταθμίζονται με συντελεστή 50 % ή 80 % στην περίπτωση νομισμάτων του μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών (ΜΣΙ ΙΙ) με επισήμως συμφωνηθέν περιθώριο διακύμανσης το οποίο είναι μικρότερο από το σύνηθες περιθώριο διακύμανσης +/–15 %.

Τα ιδρύματα αναγνωρίζουν τα σταθμισμένα κέρδη έως τη μεγαλύτερη από τις ακόλουθες τιμές:

α) 

την απόλυτη τιμή των αρνητικών μεταβολών σε EUR ή σε νομίσματα του ΜΣΙ ΙΙ·

β) 

το αποτέλεσμα της εφαρμογής συντελεστή 50 % στις θετικές μεταβολές νομισμάτων του ΜΣΙ ΙΙ ή του EUR, αντίστοιχα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΚΑΘΑΡΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΤΟΚΟΥΣ

Άρθρο 18

Χρονικός ορίζοντας

Τα ιδρύματα υπολογίζουν τα καθαρά έσοδα από τόκους των δραστηριοτήτων τους εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών για ελάχιστο χρονικό ορίζοντα 1 έτους (στο εξής: χρονικός ορίζοντας καθαρών εσόδων από τόκους).

Ο εναπομένων χρόνος έως το τέλος του χρονικού ορίζοντα των καθαρών εσόδων από τόκους είναι ο χρονικός ορίζοντας του καθαρού επιτοκίου μείον τα μέσα σημεία ανατιμολόγησης των σχετικών χρονικών ζωνών ανατιμολόγησης που αναφέρονται στο σημείο 1 του παραρτήματος (στο εξής: εναπομένων χρόνος).

Άρθρο 19

Υπολογισμός της συνεισφοράς του προβλεπόμενου επιτοκίου μηδενικού κινδύνου της επανεπένδυσης ή της αναχρηματοδότησης των ονομαστικών υπό ανατιμολόγηση ταμειακών ροών

1.  
Για τον υπολογισμό της συνεισφοράς της προβλεπόμενης απόδοσης μηδενικού κινδύνου της επανεπένδυσης ή της αναχρηματοδότησης των ονομαστικών υπό ανατιμολόγηση ταμειακών ροών στα καθαρά έσοδα από τόκους, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 4, τα ιδρύματα υπολογίζουν, για κάθε νόμισμα και κάθε σενάριο, προθεσμιακά επιτόκια που αντικατοπτρίζουν την άνευ κινδύνου συνιστώσα των επιτοκίων που αναμένεται να εφαρμοστεί σε δάνεια άνευ κινδύνου ξεκινώντας από τα μέσα σημεία ανατιμολόγησης των χρονικών ζωνών ανατιμολόγησης που αναφέρονται στο σημείο 4 του παραρτήματος και με ληκτότητες που αντιστοιχούν στα μέσα σημεία των χρονικών ζωνών της διάρκειας αναφοράς που αναφέρονται στο σημείο 3 του παραρτήματος.
2.  

Τα ιδρύματα υπολογίζουν τα προθεσμιακά επιτόκια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

▼C1

image

▼B

όπου:

t k είναι το μέσο σημείο της χρονικής ζώνης ανατιμολόγησης k·

REF j είναι το μέσο σημείο της χρονικής ζώνης της διάρκειας αναφοράς j·

image είναι το προθεσμιακό επιτόκιο για το αντίστοιχο σενάριο i και για το νόμισμα c για δάνειο μηδενικού κινδύνου που αρχίζει στο μέσο σημείο της χρονικής ζώνης ανατιμολόγησης k και λήγει στο μέσο σημείο της χρονικής ζώνης της διάρκειας αναφοράς j·

image είναι ο συντελεστής προεξόφλησης για το αντίστοιχο σενάριο i και για το νόμισμα c και τον χρόνο, t k όπως αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 3.

3.  
Τα ιδρύματα υπολογίζουν το εφαρμοστέο επιτόκιο μηδενικού κινδύνου, για κάθε συνδυασμό ενός μέσου σημείου χρονικής ζώνης ανατιμολόγησης με ένα μέσο σημείο χρονικής ζώνης της διάρκειας αναφοράς, πολλαπλασιάζοντας τα προθεσμιακά επιτόκια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 με τον εναπομένοντα χρονικό ορίζοντα που αναφέρεται στο άρθρο 18 δεύτερο εδάφιο.
4.  

Τα ιδρύματα υπολογίζουν τη συνεισφορά του προβλεπόμενου επιτοκίου μηδενικού κινδύνου της επανεπένδυσης ή της αναχρηματοδότησης των ονομαστικών υπό ανατιμολόγηση ταμειακών ροών στα καθαρά έσοδα από τόκους ως το γινόμενο των ακόλουθων στοιχείων α) και β):

α) 

των ονομαστικών υπό ανατιμολόγηση ταμειακών ροών που αναφέρονται στα άρθρα 6, 7 και 8, στο άρθρο 9 παράγραφος 5, στο άρθρο 10 παράγραφος 7, στο άρθρο 11 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο και στο άρθρο 12, οι οποίες κατανέμονται σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφοι 4 και 5·

β) 

της συνεισφοράς του αντίστοιχου εφαρμοστέου επιτοκίου μηδενικού κινδύνου που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 20

Υπολογισμός της συνεισφοράς του προβλεπόμενου εμπορικού περιθωρίου της επανεπένδυσης ή της αναχρηματοδότησης των ονομαστικών υπό ανατιμολόγηση ταμειακών ροών

1.  
Τα ιδρύματα υπολογίζουν τη συνεισφορά του προβλεπόμενου εμπορικού περιθωρίου της επανεπένδυσης ή της αναχρηματοδότησης των ονομαστικών υπό ανατιμολόγηση ταμειακών ροών στα καθαρά έσοδα από τόκους πολλαπλασιάζοντας τις ονομαστικές υπό ανατιμολόγηση ταμειακές ροές που υπολογίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 2 με την απόδοση του εφαρμοστέου εμπορικού περιθωρίου που αναφέρεται στην παράγραφο 4.
2.  

Για τον υπολογισμό που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα ιδρύματα:

α) 

κατανέμουν, κατά τον επανακαθορισμό των εμπορικών περιθωρίων, τις ονομαστικές υπό ανατιμολόγηση ταμειακές ροές των μέσων που αναφέρονται στα άρθρα 6 έως 12 στις χρονικές ζώνες ανατιμολόγησης που αναφέρονται στο σημείο 4 του παραρτήματος·

β) 

προβαίνουν σε εκτίμηση:

i) 

του εφαρμοστέου ποσοστού εμπορικού περιθωρίου, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου·

ii) 

του εναπομένοντος χρόνου που αναφέρεται στο άρθρο 18 δεύτερο εδάφιο.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α), τα άρθρα 6 έως 12 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία. Ωστόσο, στην περίπτωση μέσων κυμαινόμενου επιτοκίου, τα ιδρύματα κατανέμουν το τμήμα των ονομαστικών υπό ανατιμολόγηση ταμειακών ροών που συνιστά ποσό κεφαλαίου σύμφωνα με την τελική συμβατική ημερομηνία λήξης των εν λόγω μέσων κυμαινόμενου επιτοκίου.

3.  
Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα ιδρύματα κατανέμουν τις θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών στους τύπους προϊόντος των χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, διαχωρισμένες ανά γεωγραφική τοποθεσία και ανά νόμισμα στο οποίο εκφράζονται.

Οι τύποι προϊόντος των χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο είναι οι ακόλουθοι:

α) 

χρεωστικοί τίτλοι·

β) 

δάνεια και προκαταβολές — μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες·

γ) 

δάνεια και προκαταβολές — νοικοκυριά — ενυπόθηκα δάνεια·

δ) 

δάνεια και προκαταβολές — νοικοκυριά — πιστώσεις (μη ενυπόθηκες)·

ε) 

δάνεια και προκαταβολές — άλλοι αντισυμβαλλόμενοι·

στ) 

άλλα προϊόντα εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

Οι τύποι προϊόντος των χρηματοοικονομικών στοιχείων παθητικού που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο είναι οι ακόλουθοι:

α) 

καταθέσεις — μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες·

β) 

καταθέσεις — νοικοκυριά·

γ) 

καταθέσεις — άλλοι αντισυμβαλλόμενοι·

δ) 

χρεωστικοί τίτλοι·

ε) 

άλλα στοιχεία παθητικού εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

4.  
Στην περίπτωση μέσων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε βαθιές και ενεργές ρευστές αγορές όπου η αξία των εν λόγω μέσων μπορεί να προσδιοριστεί με βάση ευρέως διαδεδομένες και εύκολα διαθέσιμες αγοραίες τιμές, τα ιδρύματα προβαίνουν σε εκτίμηση του εφαρμοστέου ποσοστού εμπορικού περιθωρίου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) με βάση την αγοραία τιμή, τις πληρωμές τόκων των εν λόγω μέσων και την αφαίρεση του επιτοκίου μηδενικού κινδύνου.

Στην περίπτωση μέσων άλλων από εκείνα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, τα ιδρύματα προβαίνουν σε εκτίμηση του εφαρμοστέου ποσοστού εμπορικού περιθωρίου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) με βάση τον σταθμισμένο μέσο όρο των εμπορικών περιθωρίων που λήφθηκαν ή καταβλήθηκαν σε συναλλαγές κατά τις προηγούμενες 360 ημέρες, λαμβάνοντας υπόψη τον τύπο του προϊόντος, τη γεωγραφική τοποθεσία και το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2. Ελλείψει τέτοιων συναλλαγών, τα ιδρύματα βασίζουν την εκτίμηση του εφαρμοστέου ποσοστού εμπορικού περιθωρίου σε παραδοχές με γνώμονα τα περιθώρια που λήφθηκαν ή καταβλήθηκαν σε συγκρίσιμα χαρτοφυλάκια.

5.  
Το εφαρμοστέο ποσοστό εμπορικού περιθωρίου στο βασικό σενάριο, το οποίο εκτιμάται σύμφωνα με την παράγραφο 3, εφαρμόζεται επίσης στο εφαρμοστέο σενάριο.
6.  
Για να ληφθεί υπόψη ο εναπομένων χρόνος που αναφέρεται στο άρθρο 18 δεύτερο εδάφιο, τα ιδρύματα υπολογίζουν το ποσοστό της απόδοσης του εμπορικού περιθωρίου πολλαπλασιάζοντας το εφαρμοστέο ποσοστό εμπορικού περιθωρίου που εκτιμάται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου επί τον εν λόγω εναπομένοντα χρόνο.

Άρθρο 21

Υπολογισμός των πληρωμών τόκων ή μέρους των πληρωμών τόκων που πραγματοποιούνται έως και την ημερομηνία επανακαθορισμού τους

1.  

Τα ιδρύματα υπολογίζουν τη συνεισφορά των πληρωμών τόκων που πραγματοποιούνται έως και την ημερομηνία ανατιμολόγησης στα καθαρά έσοδα από τόκους, κατανέμοντας στις χρονικές ζώνες ανατιμολόγησης που αναφέρονται στο σημείο 4 του παραρτήματος, εκτός από την κατανομή που αναφέρεται στα άρθρα 19 και 20, τις πληρωμές τόκων των μέσων που αναφέρονται στα άρθρα 6 έως 12, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πληρωμές τόκων πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

το ύψος της πληρωμής τόκων είναι γνωστό και σταθερό, χωρίς δυνατότητα μεταβολής της πληρωμής λόγω διακυμάνσεων των επιτοκίων·

β) 

η πληρωμή τόκων αναμένεται να πραγματοποιηθεί εντός του χρονικού ορίζοντα των καθαρών εσόδων από τόκους που αναφέρεται στο άρθρο 18 πρώτο εδάφιο.

2.  
Για μέσα κυμαινόμενου επιτοκίου, όταν η πληρωμή τόκων πραγματοποιείται μετά την ημερομηνία ανατιμολόγησης, τα ιδρύματα εφαρμόζουν την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μόνο στο μέρος της πληρωμής τόκων που αντιπροσωπεύει το εμπορικό περιθώριο.

Άρθρο 22

Μεταβολές της αγοραίας αξίας για μέσα που διακρατούνται στην εύλογη αξία και λήγουν πέραν του χρονικού ορίζοντα των καθαρών εσόδων από τόκους

1.  
Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις μεταβολές της αγοραίας αξίας πέραν του χρονικού ορίζοντα των καθαρών εσόδων από τόκους για μέσα που διακρατούνται στην εύλογη αξία εφαρμόζοντας κατ’ αναλογία το άρθρο 17 παράγραφοι 3, 4 και 5 στην κατανομή που πραγματοποιείται σύμφωνα με την παράγραφο 2.
2.  

Για την κατανομή που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα ιδρύματα εφαρμόζουν το άρθρο 17 παράγραφος 2 κατ’ αναλογία και περιλαμβάνουν τα εμπορικά περιθώρια και άλλες συνιστώσες περιθωρίου που αφορούν πληρωμές τόκων στις ονομαστικές υπό ανατιμολόγηση ταμειακές ροές, και με τις ακόλουθες παρεκκλίσεις:

α) 

τα ιδρύματα εξαιρούν τις ονομαστικές υπό ανατιμολόγηση ταμειακές ροές που σχετίζονται με μέσα που δεν διακρατούνται στην εύλογη αξία·

β) 

τα ιδρύματα εξαιρούν την ανατιμολόγηση των ονομαστικών ταμειακών ροών στον χρονικό ορίζοντα των καθαρών εσόδων από τόκους, ορίζοντας τις εν λόγω ταμειακές ροές ως μηδενικές στις χρονικές ζώνες ανατιμολόγησης που αναφέρονται στο σημείο 4 του παραρτήματος.

Άρθρο 23

Προσαύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους για κίνδυνο βάσης

1.  
Επιπλέον της κατανομής που αναφέρεται στο άρθρο 7, τα ιδρύματα κατανέμουν τις ονομαστικές υπό ανατιμολόγηση ταμειακές ροές των μέσων κυμαινόμενου επιτοκίου για κάθε νόμισμα έως την ημερομηνία ανατιμολόγησής τους στις χρονικές ζώνες ανατιμολόγησης που αναφέρονται στο σημείο 4 του παραρτήματος, όταν το άθροισμα των εν λόγω μέσων κυμαινόμενου επιτοκίου, πλην εκείνων με διάρκεια αναφοράς «μίας ημέρας» που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου, υπερβαίνει το 5 % των θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών που καταλογίζονται ως στοιχείο ενεργητικού σύμφωνα με το εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, τα ιδρύματα εξαιρούν τα ενσωματωμένα δικαιώματα προαίρεσης επιτοκίου και αντιμετωπίζουν τα εν λόγω δικαιώματα σύμφωνα με την παράγραφο 8.

2.  

Κατά την κατανομή των ονομαστικών υπό ανατιμολόγηση ταμειακών ροών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα ιδρύματα κατατάσσουν τις εν λόγω ταμειακές ροές στις ακόλουθες διάρκειες αναφοράς στις οποίες αναφέρεται το μέσο κυμαινόμενου επιτοκίου:

α) 

μίας ημέρας·

β) 

1 μηνός·

γ) 

3 μηνών·

δ) 

6 μηνών·

ε) 

12 μηνών.

3.  

Ελλείψει αντίστοιχης διάρκειας αναφοράς, τα ιδρύματα κατατάσσουν τις ονομαστικές υπό ανατιμολόγηση ταμειακές ροές σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες κατηγορίες:

α) 

«επιτόκιο πολιτικής», όπου το μέσο κυμαινόμενου επιτοκίου αναφέρεται σε επιτόκιο πολιτικής κεντρικής τράπεζας·

β) 

«άλλο», όπου το μέσο κυμαινόμενου επιτοκίου αναφέρεται σε οποιονδήποτε άλλο δείκτη αναφοράς.

Τα ιδρύματα αποδίδουν στις εισερχόμενες ονομαστικές υπό ανατιμολόγηση ταμειακές ροές θετικό πρόσημο και στις εξερχόμενες ονομαστικές υπό ανατιμολόγηση ταμειακές ροές αρνητικό πρόσημο.

4.  
Για ένα δεδομένο νόμισμα, με βάση τις ιστορικές παρατηρήσεις των διακυμάνσεων των επιτοκίων των μέσων και για κάθε διάρκεια αναφοράς που αναφέρεται στην παράγραφο 2 και κατηγορία που αναφέρεται στην παράγραφο 3, τα ιδρύματα προβαίνουν σε εκτίμηση των διαταραχών αυστηροποίησης και των διαταραχών χαλάρωσης κατά τρόπο που εφαρμόζεται με συνέπεια σε βάθος χρόνου.
5.  
Τα ιδρύματα προβαίνουν σε εκτίμηση των διαταραχών αυστηροποίησης και χαλάρωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 4 συγκρίνοντας τα επιτόκια στη διάρκεια αναφοράς «μίας ημέρας» που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) με τις άλλες διάρκειες αναφοράς που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία β) έως ε) και τις κατηγορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3.
6.  
Τα ιδρύματα εφαρμόζουν, για κάθε νόμισμα, τις διαταραχές αυστηροποίησης και χαλάρωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 4, πολλαπλασιαζόμενες επί τον εναπομένοντα χρόνο που αναφέρεται στο άρθρο 18 δεύτερο εδάφιο, στις ονομαστικές υπό ανατιμολόγηση ταμειακές ροές.
7.  
Τα ιδρύματα συγκεντρώνουν τα αποτελέσματα των υπολογισμών που αναφέρονται στην παράγραφο 6, αλλά χωριστά για τις διαταραχές αυστηροποίησης και χαλάρωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 4.
8.  
Τα ιδρύματα υπολογίζουν, τόσο για τις διαταραχές αυστηροποίησης όσο και για τις διαταραχές χαλάρωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 4, τις πληρωμές από αυτόματα δικαιώματα προαίρεσης επιτοκίου σε μέσα κυμαινόμενου επιτοκίου και συγκρίνουν τις εν λόγω πληρωμές με τις πληρωμές που υπολογίζονται σύμφωνα με το βασικό σενάριο.

Τα ιδρύματα προσθέτουν τη διαφορά στις πληρωμές που προκύπτει από τη σύγκριση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στο συγκεντρωτικό αποτέλεσμα που αναφέρεται στην παράγραφο 7, αλλά χωριστά για τη διαταραχή αυστηροποίησης και χαλάρωσης. Αποδίδουν θετικό πρόσημο στις εισερχόμενες πληρωμές και αρνητικό πρόσημο στις εξερχόμενες πληρωμές. Τα ιδρύματα δεν προεξοφλούν τις πληρωμές και δεν προβαίνουν σε παραδοχές σχετικά με τις αλλαγές της μεταβλητότητας.

9.  
Η προσαύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους για τον κίνδυνο βάσης είναι το χαμηλότερο αποτέλεσμα που υπολογίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 8 για τις διαταραχές αυστηροποίησης και χαλάρωσης.

Άρθρο 24

Υπολογισμός των καθαρών εσόδων από τόκους και των μεταβολών των καθαρών εσόδων από τόκους

1.  

Τα ιδρύματα υπολογίζουν τα καθαρά έσοδα από τόκους προσθέτοντας όλα τα ακόλουθα, εξαιρουμένων των αυτόματων δικαιωμάτων προαίρεσης επιτοκίου, έως τον χρονικό ορίζοντα των καθαρών εσόδων από τόκους:

α) 

τις προβλεπόμενες αποδόσεις μηδενικού κινδύνου της επανεπένδυσης ή της αναχρηματοδότησης ονομαστικών υπό ανατιμολόγηση ταμειακών ροών, υπολογιζόμενες σύμφωνα με το άρθρο 19·

β) 

το προβλεπόμενο εμπορικό περιθώριο της επανεπένδυσης ή της αναχρηματοδότησης των ονομαστικών υπό ανατιμολόγηση ταμειακών ροών των μέσων που αναφέρονται στα άρθρα 6 έως 12, υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 20·

γ) 

το άθροισμα των πληρωμών τόκων που πραγματοποιήθηκαν έως και την ημερομηνία ανατιμολόγησης, υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 21, μείον τυχόν σημαντικούς δεδουλευμένους τόκους κατά τη χρονική στιγμή t = 0.

2.  
Για τους σκοπούς του υπολογισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα ιδρύματα αποδίδουν θετικό πρόσημο στις εισερχόμενες ταμειακές ροές και αρνητικό πρόσημο στις εξερχόμενες ταμειακές ροές.
3.  

Τα ιδρύματα υπολογίζουν τον αντίκτυπο ενός σεναρίου στα καθαρά έσοδα από τόκους προσθέτοντας όλα τα ακόλουθα:

α) 

τη διαφορά μεταξύ:

i) 

του υπολογισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 1 σχετικά με το εφαρμοστέο σενάριο·

ii) 

του υπολογισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 1 σχετικά με το βασικό σενάριο·

β) 

την προσαύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους για αυτόματα δικαιώματα προαίρεσης εντός του χρονικού ορίζοντα καθαρών εσόδων από τόκους, που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 15·

γ) 

την προσαύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους για τον κίνδυνο βάσης που αναφέρεται στο άρθρο 23.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχεία α) και β), τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τα ίδια σενάρια.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο γ), τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους για τον κίνδυνο βάσης που σχετίζεται με τις διαταραχές αυστηροποίησης ή χαλάρωσης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 9, που έχει τον μεγαλύτερο αρνητικό αντίκτυπο στα καθαρά έσοδα από τόκους.

4.  
Κατά τον υπολογισμό της συνολικής μεταβολής για κάθε σενάριο, τα ιδρύματα αθροίζουν τυχόν αρνητικές και θετικές μεταβολές σε κάθε νόμισμα. Κατά τον υπολογισμό αυτό, τα ιδρύματα μετατρέπουν νομίσματα, πλην του νομίσματος αναφοράς, στο νόμισμα αναφοράς με βάση την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία της ΕΚΤ κατά την ημερομηνία αναφοράς. Οι θετικές μεταβολές σταθμίζονται με συντελεστή 50 % ή 80 % στην περίπτωση νομισμάτων του ΜΣΙ ΙΙ με επισήμως συμφωνηθέν περιθώριο διακύμανσης το οποίο είναι μικρότερο από το σύνηθες περιθώριο διακύμανσης του +/–15 %.

Τα ιδρύματα αναγνωρίζουν τα σταθμισμένα κέρδη έως τη μεγαλύτερη από τις ακόλουθες τιμές:

α) 

την απόλυτη τιμή των αρνητικών μεταβολών σε EUR ή σε νομίσματα του ΜΣΙ ΙΙ·

β) 

το αποτέλεσμα της εφαρμογής συντελεστή 50 % στις θετικές μεταβολές νομισμάτων του ΜΣΙ ΙΙ ή του EUR, αντίστοιχα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΜΕΝΗ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΘΑΡΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΤΟΚΟΥΣ

Άρθρο 25

Απλουστευμένη τυποποιημένη μεθοδολογία για τον υπολογισμό της οικονομικής αξίας των μετοχών και των μεταβολών της οικονομικής αξίας των μετοχών

1.  
Για τον υπολογισμό της οικονομικής αξίας των μετοχών και των μεταβολών της οικονομικής αξίας των μετοχών βάσει της απλουστευμένης τυποποιημένης μεθοδολογίας, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τα άρθρα 5 έως 13, με την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5 του παρόντος άρθρου.
2.  

Στο βασικό σενάριο, ισχύουν τα ακόλουθα:

α) 

κατά παρέκκλιση από το άρθρο 8 παράγραφοι 2 έως 6, τα ιδρύματα καθορίζουν το ποσό της βασικής συνιστώσας των καταθέσεων μη τακτής λήξης με βάση τα ακόλουθα ποσοστά:

i) 

69,23 % για τις συναλλακτικές καταθέσεις λιανικής μη τακτής λήξης που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i)·

ii) 

53,85 % για τις μη συναλλακτικές καταθέσεις λιανικής μη τακτής λήξης που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii)·

iii) 

38,46 % για τις μη χρηματοπιστωτικές καταθέσεις μη τακτής λήξης χονδρικής που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο ii)·

β) 

κατά παρέκκλιση από το άρθρο 8 παράγραφος 9, τα ιδρύματα κατανέμουν τη βασική συνιστώσα των καταθέσεων μη τακτής λήξης με ομοιόμορφο τρόπο σε βάθος χρόνου, όπως ορίζεται στην παράγραφο 5 στοιχείο α) του παραρτήματος.

3.  

Σε σενάρια που προβλέπουν μείωση του βραχυπρόθεσμου επιτοκίου, όπως αναφέρονται στο άρθρο 4 στοιχείο α) σημείο ii), στοιχείο β) σημείο ii) και στοιχείο γ) σημείο ii), ισχύουν τα ακόλουθα:

α) 

κατά παρέκκλιση από το άρθρο 8 παράγραφοι 2 έως 6, τα ιδρύματα καθορίζουν το ποσό της βασικής συνιστώσας των καταθέσεων μη τακτής λήξης με βάση τα ακόλουθα ποσοστά:

i) 

90 % για τις συναλλακτικές καταθέσεις λιανικής μη τακτής λήξης που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i)·

ii) 

70 % για τις μη συναλλακτικές καταθέσεις λιανικής μη τακτής λήξης που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii)·

iii) 

50 % για τις μη χρηματοπιστωτικές καταθέσεις μη τακτής λήξης χονδρικής που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο ii)·

β) 

κατά παρέκκλιση από το άρθρο 8 παράγραφος 9, τα ιδρύματα κατανέμουν τη βασική συνιστώσα των καταθέσεων μη τακτής λήξης με ομοιόμορφο τρόπο σε βάθος χρόνου, όπως ορίζεται στο σημείο 5 στοιχείο β) του παραρτήματος.

4.  

Σε σενάρια που προβλέπουν αύξηση του βραχυπρόθεσμου επιτοκίου, όπως αναφέρονται στο άρθρο 4 στοιχείο α) σημείο i), στοιχείο β) σημείο i) και στοιχείο γ) σημείο i), ισχύουν τα ακόλουθα:

α) 

κατά παρέκκλιση από το άρθρο 8 παράγραφοι 2 έως 6, τα ιδρύματα καθορίζουν το ποσό της βασικής συνιστώσας των καταθέσεων μη τακτής λήξης με βάση τα ακόλουθα ποσοστά:

i) 

48,46 % για τις συναλλακτικές καταθέσεις λιανικής μη τακτής λήξης που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i)·

ii) 

37,69 % για τις μη συναλλακτικές καταθέσεις λιανικής μη τακτής λήξης που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii)·

iii) 

26,92 % για τις μη χρηματοπιστωτικές καταθέσεις μη τακτής λήξης χονδρικής που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο ii)·

β) 

κατά παρέκκλιση από το άρθρο 8 παράγραφος 9, τα ιδρύματα κατανέμουν τη βασική συνιστώσα των καταθέσεων μη τακτής λήξης με ομοιόμορφο τρόπο σε βάθος χρόνου, όπως ορίζεται στο σημείο 5 στοιχείο γ) του παραρτήματος.

5.  
Τα ιδρύματα υπολογίζουν τη μεταβολή της αξίας που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφοι 2 και 3 ως τη διαφορά μεταξύ του αθροίσματος των πληρωμών στο βασικό σενάριο και του αθροίσματος των πληρωμών στο εφαρμοστέο σενάριο, προεξοφλημένων βάσει των εφαρμοστέων επιτοκίων μηδενικού κινδύνου. Τα ιδρύματα δεν λαμβάνουν υπόψη τυχόν επιπτώσεις της αυξημένης μεταβλητότητας και πολλαπλασιάζουν τις πληρωμές αυτόματων δικαιωμάτων προαίρεσης σύμφωνα με το εφαρμοστέο σενάριο επί 1,10.

Άρθρο 26

Απλουστευμένη τυποποιημένη μεθοδολογία για τον υπολογισμό των καθαρών εσόδων από τόκους και των μεταβολών των καθαρών εσόδων από τόκους

1.  
Για τον υπολογισμό των καθαρών εσόδων από τόκους και των μεταβολών των καθαρών εσόδων από τόκους βάσει της απλουστευμένης τυποποιημένης μεθοδολογίας, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τα άρθρα 14 έως 16, με την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 7 του παρόντος άρθρου.
2.  
Το άρθρο 25 εφαρμόζεται επίσης στον υπολογισμό που αναφέρεται στην παράγραφο 1.
3.  

Το άρθρο 14 παράγραφος 4 δεν εφαρμόζεται στον υπολογισμό που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Τα ιδρύματα υπολογίζουν, για κάθε τύπο προϊόντος που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 3:

α) 

μια μέση διάρκεια αναφοράς για όλα τα στοιχεία ενεργητικού σταθερού επιτοκίου εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών τα οποία είναι ευαίσθητα στις μεταβολές επιτοκίου·

β) 

μια μέση διάρκεια αναφοράς για όλα τα στοιχεία παθητικού σταθερού επιτοκίου εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών τα οποία είναι ευαίσθητα στις μεταβολές επιτοκίου.

4.  
Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 19, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις υπολογιζόμενες μέσες διάρκειες αναφοράς αντί των μέσων σημείων των χρονικών ζωνών της διάρκειας αναφοράς που ορίζονται στο σημείο 3 του παραρτήματος.
5.  
Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 20 παράγραφος 2, τα ιδρύματα διαχωρίζουν, κατά την εφαρμογή του άρθρου 20 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο, τις θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 2 μόνο ανά τύπους προϊόντος και όχι ανά γεωγραφική τοποθεσία.
6.  

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 21, τα ιδρύματα υπολογίζουν τις πληρωμές τόκων ή μέρος των πληρωμών τόκων που πραγματοποιούνται έως και την ημερομηνία ανατιμολόγησης, πολλαπλασιάζοντας τα ακόλουθα:

α) 

το ποσό του κεφαλαίου όλων των ανεξόφλητων μέσων·

β) 

τις εκτιμήσεις των ιδρυμάτων για τα μέσα επιτόκια επί μέσων στην πλευρά του ενεργητικού ή του παθητικού, κατά περίπτωση·

γ) 

τον χρονικό ορίζοντα καθαρών εσόδων από τόκους ή, σε περίπτωση που ένα μέσο ανατιμολογείται πριν από τον χρονικό ορίζοντα των καθαρών εσόδων από τόκους, το μέσο σημείο των εφαρμοστέων χρονικών ζωνών ανατιμολόγησης που ορίζονται στο σημείο 1 του παραρτήματος, το οποίο εφαρμόζεται στο ανεξόφλητο μέσο.

7.  
Τα ιδρύματα υπολογίζουν τη μεταβολή της αξίας που αναφέρεται στο άρθρο 15 ως τη διαφορά μεταξύ του αθροίσματος των πληρωμών στο βασικό σενάριο και του αθροίσματος των πληρωμών στο εφαρμοστέο σενάριο, προεξοφλημένων βάσει των εφαρμοστέων επιτοκίων μηδενικού κινδύνου. Τα ιδρύματα δεν λαμβάνουν υπόψη τυχόν επιπτώσεις της αυξημένης μεταβλητότητας και πολλαπλασιάζουν τις πληρωμές σύμφωνα με το εφαρμοστέο σενάριο επί 1,10.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 27

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

1. Χρονικές ζώνες ανατιμολόγησης:

α) 

χρονική ζώνη μίας ημέρας, με μέσο σημείο 1 ημέρα ή περίπου 0,0028 έτη·

β) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω της 1 ημέρας και έως και 1 μήνα, με μέσο σημείο τις 15 ημέρες·

γ) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω του 1 μήνα και έως και 3 μηνών, με μέσο σημείο τις 60 ημέρες·

δ) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω των 3 μηνών και έως και 6 μηνών, με μέσο σημείο τις 135 ημέρες·

ε) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω των 6 μηνών και έως και 9 μηνών, με μέσο σημείο τις 225 ημέρες·

στ) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω των 9 μηνών και έως και 12 μηνών, με μέσο σημείο τις 315 ημέρες·

ζ) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω του 1 έτους και έως και 1,5 έτους, με μέσο σημείο το 1 έτος και 90 ημέρες·

η) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω του 1,5 έτους και έως και 2 ετών, με μέσο σημείο το 1 έτος και 270 ημέρες·

θ) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω των 2 ετών και έως και 3 ετών, με μέσο σημείο τα 2 έτη και 180 ημέρες·

ι) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω των 3 ετών και έως και 4 ετών, με μέσο σημείο τα 3 έτη και 180 ημέρες·

ια) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω των 4 ετών και έως και 5 ετών, με μέσο σημείο τα 4 έτη και 180 ημέρες·

ιβ) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω των 5 ετών και έως και 6 ετών, με μέσο σημείο τα 5 έτη και 180 ημέρες·

ιγ) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω των 6 ετών και έως και 7 ετών, με μέσο σημείο τα 6 έτη και 180 ημέρες·

ιδ) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω των 7 ετών και έως και 8 ετών, με μέσο σημείο τα 7 έτη και 180 ημέρες·

ιε) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω των 8 ετών και έως και 9 ετών, με μέσο σημείο τα 8 έτη και 180 ημέρες·

ιστ) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω των 9 ετών και έως και 10 ετών, με μέσο σημείο τα 9 έτη και 180 ημέρες·

ιζ) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω των 10 ετών και έως και 15 ετών, με μέσο σημείο τα 12 έτη και 180 ημέρες·

ιη) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω των 15 ετών και έως και 20 ετών, με μέσο σημείο τα 17 έτη και 180 ημέρες·

ιθ) 

χρονική ζώνη που υπερβαίνει τα 20 έτη, με μέσο σημείο τα 25 έτη.

2. Διάρκεια των χρονικών ζωνών ανατιμολόγησης που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 στοιχείο β):

α) 

0 έτη·

β) 

1/12 έτους·

γ) 

2/12 έτους·

δ) 

3/12 έτους·

ε) 

3/12 έτους·

στ) 

3/12 έτους·

ζ) 

6/12 έτους·

η) 

6/12 έτους·

θ) 

1 έτος·

ι) 

1 έτος·

ια) 

1 έτος·

ιβ) 

1 έτος·

ιγ) 

1 έτος·

ιδ) 

1 έτος·

ιε) 

1 έτος·

ιστ) 

1 έτος·

ιζ) 

5 έτη·

ιη) 

5 έτη·

ιθ) 

10 έτη.

3. Χρονικές ζώνες της διάρκειας αναφοράς:

α) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω της 1 ημέρας και έως και 12 μηνών, με μέσο σημείο τους 12 μήνες·

β) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω του 1 έτους και έως και 1,5 έτους, με μέσο σημείο το 1 έτος και 90 ημέρες·

γ) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω του 1,5 έτους και έως και 2 ετών, με μέσο σημείο το 1 έτος και 270 ημέρες·

δ) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω των 2 ετών και έως και 3 ετών, με μέσο σημείο τα 2 έτη και 180 ημέρες·

ε) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω των 3 ετών και έως και 4 ετών, με μέσο σημείο τα 3 έτη και 180 ημέρες·

στ) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω των 4 ετών και έως και 5 ετών, με μέσο σημείο τα 4 έτη και 180 ημέρες·

ζ) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω των 5 ετών και έως και 6 ετών, με μέσο σημείο τα 5 έτη και 180 ημέρες·

η) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω των 6 ετών και έως και 7 ετών, με μέσο σημείο τα 6 έτη και 180 ημέρες·

θ) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω των 7 ετών και έως και 8 ετών, με μέσο σημείο τα 7 έτη και 180 ημέρες·

ι) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω των 8 ετών και έως και 9 ετών, με μέσο σημείο τα 8 έτη και 180 ημέρες·

ια) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω των 9 ετών και έως και 10 ετών, με μέσο σημείο τα 9 έτη και 180 ημέρες·

ιβ) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω των 10 ετών και έως και 15 ετών, με μέσο σημείο τα 12 έτη και 180 ημέρες·

ιγ) 

χρονική ζώνη διάρκειας άνω των 15 ετών και έως και 20 ετών, με μέσο σημείο τα 17 έτη και 180 ημέρες·

ιδ) 

χρονική ζώνη άνω των 20 ετών, με μέσο σημείο τα 25 έτη.

4. Χρονικές ζώνες ανατιμολόγησης που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1, στο άρθρο 20 παράγραφος 2, στο άρθρο 21 παράγραφος 1, στο άρθρο 22 παράγραφος 2 και στο άρθρο 23 παράγραφος 1:

α) 

ζώνες α) έως στ) του σημείου 1 του παρόντος παραρτήματος στην περίπτωση χρονικού ορίζοντα 1 έτους των καθαρών εσόδων από τόκους·

β) 

ζώνες α) έως ζ) του σημείου 1 του παρόντος παραρτήματος στην περίπτωση χρονικού ορίζοντα 1,5 έτους των καθαρών εσόδων από τόκους·

γ) 

ζώνες α) έως η) του σημείου 1 του παρόντος παραρτήματος στην περίπτωση χρονικού ορίζοντα 2 ετών των καθαρών εσόδων από τόκους·

δ) 

ζώνες α) έως θ) του σημείου 1 του παρόντος παραρτήματος στην περίπτωση χρονικού ορίζοντα 3 ετών των καθαρών εσόδων από τόκους·

ε) 

ζώνες α) έως ι) του σημείου 1 του παρόντος παραρτήματος στην περίπτωση χρονικού ορίζοντα 4 ετών των καθαρών εσόδων από τόκους·

στ) 

ζώνες α) έως ια) του σημείου 1 του παρόντος παραρτήματος στην περίπτωση χρονικού ορίζοντα 5 ετών των καθαρών εσόδων από τόκους·

ζ) 

ζώνες α) έως ιβ) του σημείου 1 του παρόντος παραρτήματος στην περίπτωση χρονικού ορίζοντα 6 ετών των καθαρών εσόδων από τόκους·

η) 

ζώνες α) έως ιγ) του σημείου 1 του παρόντος παραρτήματος στην περίπτωση χρονικού ορίζοντα 7 ετών των καθαρών εσόδων από τόκους·

θ) 

ζώνες α) έως ιδ) του σημείου 1 του παρόντος παραρτήματος στην περίπτωση χρονικού ορίζοντα 8 ετών των καθαρών εσόδων από τόκους·

ι) 

ζώνες α) έως ιε) του σημείου 1 του παρόντος παραρτήματος στην περίπτωση χρονικού ορίζοντα 9 ετών των καθαρών εσόδων από τόκους·

ια) 

ζώνες α) έως ιστ) του σημείου 1 του παρόντος παραρτήματος στην περίπτωση χρονικού ορίζοντα 10 ετών των καθαρών εσόδων από τόκους·

ιβ) 

ζώνες α) έως ιζ) του σημείου 1 του παρόντος παραρτήματος στην περίπτωση χρονικού ορίζοντα 15 ετών των καθαρών εσόδων από τόκους·

ιγ) 

ζώνες α) έως ιη) του σημείου 1 του παρόντος παραρτήματος στην περίπτωση χρονικού ορίζοντα 20 ετών των καθαρών εσόδων από τόκους·

ιδ) 

ζώνες α) έως ιθ) του σημείου 1 του παρόντος παραρτήματος στην περίπτωση χρονικού ορίζοντα 25 ετών των καθαρών εσόδων από τόκους.

5. Σενάρια αναφερόμενα στο άρθρο 25 παράγραφοι 2, 3 και 4:

α) 

βασικό σενάριο:

i) 

έως 5 έτη, για την κατηγορία των καταθέσεων μη τακτής λήξης που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i), με αποτέλεσμα το 30,77 %, το 1,15 %, το 2,31 %, το 3,46 %, το 3,46 %, το 3,46 %, το 6,92 %, το 6,92 %, το 13,85 %, το 13,85 % και το 13,85 % των καταθέσεων μη τακτής λήξης αυτής της κατηγορίας να κατανέμονται στις χρονικές ζώνες α, β, γ, δ, ε, στ, ζ, η, θ, ι και ια του σημείου 1 του παρόντος παραρτήματος αντίστοιχα·

ii) 

έως 4,5 έτη, για την κατηγορία των καταθέσεων μη τακτής λήξης που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii), με αποτέλεσμα το 46,15 %, το 1,00 %, το 2,00 %, το 2,99 %, το 2,99 %, το 2,99 %, το 5,98 %, το 5,98 %, το 11,97 %, το 11,97 % και το 5,98 % των καταθέσεων μη τακτής λήξης αυτής της κατηγορίας να κατανέμονται στις χρονικές ζώνες α, β, γ, δ, ε, στ, ζ, η, θ, ι και ια του σημείου 1 του παρόντος παραρτήματος αντίστοιχα·

iii) 

έως 4 έτη, για την κατηγορία των καταθέσεων μη τακτής λήξης που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο ii), με αποτέλεσμα το 61,54 %, το 0,80 %, το 1,60 %, το 2,40 %, το 2,40 %, το 2,40 %, το 4,81 %, το 4,81 %, το 9,62 %, και το 9,62 % των καταθέσεων μη τακτής λήξης αυτής της κατηγορίας να κατανέμονται στις χρονικές ζώνες α, β, γ, δ, ε, στ, ζ, η, θ και ι του σημείου 1 του παρόντος παραρτήματος αντίστοιχα·

β) 

σενάριο που προβλέπει μείωση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων:

i) 

έως 5 έτη, για την κατηγορία των καταθέσεων μη τακτής λήξης που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i), με αποτέλεσμα το 10,00 %, το 1,50 %, το 3,00 %, το 4,50 %, το 4,50 %, το 4,50 %, το 9,00 %, το 9,00 %, το 18,00 %, το 18,00 % και το 18,00 % των καταθέσεων μη τακτής λήξης αυτής της κατηγορίας να κατανέμονται στις χρονικές ζώνες α, β, γ, δ, ε, στ, ζ, η, θ, ι και ια του σημείου 1 του παρόντος παραρτήματος αντίστοιχα·

ii) 

έως 4,5 έτη, για την κατηγορία των καταθέσεων μη τακτής λήξης που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii), με αποτέλεσμα το 30,00 %, το 1,30 %, το 2,59 %, το 3,89 %, το 3,89 %, το 3,89 %, το 7,78 %, το 7,78 %, το 15,55 %, το 15,55 % και το 7,78 % των καταθέσεων μη τακτής λήξης αυτής της κατηγορίας να κατανέμονται στις χρονικές ζώνες α, β, γ, δ, ε, στ, ζ, η, θ, ι και ια του σημείου 1 του παρόντος παραρτήματος αντίστοιχα·

iii) 

έως 4 έτη, για την κατηγορία των καταθέσεων μη τακτής λήξης που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο ii), με αποτέλεσμα το 50,00 %, το 1,04 %, το 2,08 %, το 3,12 %, το 3,12 %, το 3,12 %, το 6,25 %, το 6,25 %, το 12,51 %, και το 12,51 % των καταθέσεων μη τακτής λήξης αυτής της κατηγορίας να κατανέμονται στις χρονικές ζώνες α, β, γ, δ, ε, στ, ζ, η, θ και ι του σημείου 1 του παρόντος παραρτήματος αντίστοιχα·

γ) 

σενάριο που προβλέπει αύξηση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων:

i) 

έως 5 έτη, για την κατηγορία των καταθέσεων μη τακτής λήξης που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i), με αποτέλεσμα το 51,54 %, το 0,81 %, το 1,62 %, το 2,42 %, το 2,42 %, το 2,42 %, το 4,85 %, το 4,85 %, το 9,69 %, το 9,69 % και το 9,69 % των καταθέσεων μη τακτής λήξης αυτής της κατηγορίας να κατανέμονται στις χρονικές ζώνες α, β, γ, δ, ε, στ, ζ, η, θ, ι και ια του σημείου 1 του παρόντος παραρτήματος αντίστοιχα·

ii) 

έως 4,5 έτη, για την κατηγορία των καταθέσεων μη τακτής λήξης που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii), με αποτέλεσμα το 62,31 %, το 0,70 %, το 1,39 %, το 2,09 %, το 2,09 %, το 2,09 %, το 4,19 %, το 4,19 %, το 8,38 %, το 8,38 % και το 4,19 % των καταθέσεων μη τακτής λήξης αυτής της κατηγορίας να κατανέμονται στις χρονικές ζώνες α, β, γ, δ, ε, στ, ζ, η, θ, ι και ια του σημείου 1 του παρόντος παραρτήματος αντίστοιχα·

iii) 

έως 4 έτη, για την κατηγορία των καταθέσεων μη τακτής λήξης που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο ii), με αποτέλεσμα το 73,08 %, το 0,56 %, το 1,12 %, το 1,68 %, το 1,68 %, το 1,68 %, το 3,37 %, το 3,37 %, το 6,73 %, και το 6,73 % των καταθέσεων μη τακτής λήξης αυτής της κατηγορίας να κατανέμονται στις χρονικές ζώνες α, β, γ, δ, ε, στ, ζ, η, θ και ι του σημείου 1 του παρόντος παραρτήματος αντίστοιχα.



( 1 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 (ΕΕ L 171 της 29.6.2016, σ. 1).

( 2 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

( 3 ) Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2024/856 της Επιτροπής, της 1ης Δεκεμβρίου 2023, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό των εποπτικών σεναρίων διαταραχών, των κοινών παραδοχών για την ανάπτυξη υποδειγμάτων και παραμέτρων και του τι συνιστά μεγάλη μείωση (ΕΕ L, 2024/856, 24.4.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_del/2024/856/oj).

Top