EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document E2004C0305(01)

2004/305/EK: Απόφαση της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ αριθ. 305/04/COL, της 1ης Δεκεμβρίου 2004, για την τεσσαρακοστή όγδοη τροποποίηση των διαδικαστικών και ουσιαστικών κανόνων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων με τροποποίηση του κεφαλαίου 16 «Ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων και πρόταση λήψης των ενδεδειγμένων μέτρων»

ΕΕ L 107 της 28.4.2005, p. 28–43 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 30/06/2014

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2004/305(3)/oj

28.4.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 107/28


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΫΟΥΣΑΣ ΑΡΧΉΣ ΤΗΣ ΕΖΕΣ

αριθ. 305/04/COL

της 1ης Δεκεμβρίου 2004

για την τεσσαρακοστή όγδοη τροποποίηση των διαδικαστικών και ουσιαστικών κανόνων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων με τροποποίηση του κεφαλαίου 16 «Ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων και πρόταση λήψης των ενδεδειγμένων μέτρων»

Η ΕΠΟΠΤΕΥΟΥΣΑ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΖΕΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (1), και ιδίως τα άρθρα 61 έως 63 και το πρωτόκολλο 26,

τη συμφωνία μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ για την ίδρυση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου (2), και ιδίως το άρθρο 24, το άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο β), το άρθρο 1 του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3 και τα άρθρα 18 και 19 του μέρους ΙΙ του πρωτοκόλλου 3 (3),

Εκτιμώντας ότι:

Βάσει του άρθρου 24 της συμφωνίας περί εποπτείας και δικαστηρίου, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ θέτει σε ισχύ τις διατάξεις της συμφωνίας για τον ΕΟΧ που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις.

Βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συμφωνίας περί εποπτείας και δικαστηρίου, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ εκδίδει ανακοινώσεις ή κατευθυντήριες γραμμές επί θεμάτων τα οποία άπτονται της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, εφόσον αυτό προβλέπεται ρητώς από την εν λόγω συμφωνία ή τη συμφωνία περί εποπτείας και δικαστηρίου ή εάν κρίνεται αναγκαίο από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ.

Υπενθυμίζοντας τους διαδικαστικούς και ουσιαστικούς κανόνες στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων (4) που εγκρίθηκαν στις 19 Ιανουαρίου 1994 από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ,

Εκτιμώντας ότι:

Την 1η Οκτωβρίου 2004, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε μία νέα ανακοίνωση με θέμα κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων και πρόταση λήψης των ενδεδειγμένων μέτρων δυνάμει του άρθρου 88 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ (5).

Η εν λόγω ανακοίνωση έχει ενδιαφέρον και για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.

Πρέπει να εξασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων του ΕΟΧ για τις κρατικές ενισχύσεις σε ολόκληρο τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.

Δυνάμει του σημείου ΙΙ με τίτλο «ΓΕΝΙΚΑ» στο τέλος του παραρτήματος XV της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ υποχρεούται να εκδίδει, κατόπιν διαβουλεύσεων με την Επιτροπή των ΕΚ, πράξεις αντίστοιχες με αυτές που εκδίδει η Επιτροπή των ΕΚ.

Αφού διεξήγαγε διαβουλεύσεις με την Επιτροπή.

Υπενθυμίζοντας ότι η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ έχει διεξαγάγει διαβουλεύσεις με τα κράτη της ΕΖΕΣ στο πλαίσιο πολυμερούς συνάντησης για το θέμα που πραγματοποιήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 2004,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

1)

Το κεφάλαιο 16 των κατευθυντηρίων γραμμών στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων τροποποιείται με αντικατάσταση του παρόντος κεφαλαίου 16 με το κείμενο του παραρτήματος Ι της παρούσας απόφασης. Προτείνονται κατάλληλα μέτρα τα οποία εκτίθενται στο παράρτημα Ι της παρούσας απόφασης.

2)

Τα κράτη της ΕΖΕΣ ενημερώνονται με επιστολή στην οποία επισυνάπτεται αντίγραφο της παρούσας απόφασης, συμπεριλαμβανομένου του παραρτήματος Ι. Τα κράτη της ΕΖΕΣ οφείλουν να δηλώσουν κατά πόσο συμφωνούν με τα κατάλληλα μέτρα εντός μηνός από την παραλαβή της επιστολής. Τα κράτη της ΕΖΕΣ συμμορφώνονται με τις νέες κατευθυντήριες γραμμές το αργότερο έως την 1η Ιουνίου 2005.

3)

Αντίγραφο της παρούσας απόφασης, περιλαμβανομένου του παραρτήματος Ι, αποστέλλεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή προς ενημέρωσή της δυνάμει του στοιχείου δ) του πρωτοκόλλου 27 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

4)

Η απόφαση, συμπεριλαμβανομένου του παραρτήματος Ι, δημοσιεύεται στο τμήμα ΕΟΧ και στο Συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

5)

Εφόσον τα κράτη της ΕΖΕΣ δεχθούν την πρόταση λήψης των κατάλληλων μέτρων, θα δημοσιευθεί περιληπτική ανακοίνωση στο τμήμα για τον ΕΟΧ και στο Συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

6)

Το κείμενο της παρούσας απόφασης στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό.

7)

Η απόφαση απευθύνεται στη Νορβηγία, την Ισλανδία και το Λιχτενστάιν.

Βρυξέλλες, 1 Δεκεμβρίου 2004.

Για την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ

Hannes HAFSTEIN

Πρόεδρος

Einar M. BULL

Μέλος


(1)  Στο εξής «συμφωνία για τον ΕΟΧ».

(2)  Στο εξής «συμφωνία περί εποπτείας και δικαστηρίου».

(3)  Πρωτόκολλο 3 της συμφωνίας περί εποπτείας και δικαστηρίου, όπως τροποποιήθηκε από τα κράτη της ΕΖΕΣ στις 10 Δεκεμβρίου 2001. Οι τροποποιήσεις ενσωμάτωσαν τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του (πρώην) άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ στο πρωτόκολλο 3 και τέθηκαν σε ισχύ στις 28 Αυγούστου 2003.

(4)  Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή και την ερμηνεία των άρθρων 61 και 62 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ και το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί εποπτείας και δικαστηρίου, που εγκρίθηκαν και εκδόθηκαν από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ στις 19 Ιανουαρίου 1994 που δημοσιεύτηκε στην ΕΕ L 231 της 3.9.1994, σ. 1, και στο Συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ αριθ. 32, όπως τροποποιήθηκαν τελευταία από την απόφαση αριθ. 195/04/COL της Αρχής, της 14ης Ιουλίου 2004, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί. Στο εξής αναφέρονται ως κατευθυντήριες γραμμές στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

(5)  Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«16.   ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΣΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ (1)

16.1.   Εισαγωγή

(1)

Η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ (στο εξής “η αρχή”) εξέδωσε το 1994 τις πρώτες της κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (2). Μία νέα εκδοχή των κατευθυντηρίων γραμμών θεσπίστηκε το 1999 (3).

(2)

Με την παρούσα εκδοχή των κατευθυντηρίων γραμμών, το κείμενο των οποίων βασίζεται σε προηγούμενες εκδοχές, η αρχή επιθυμεί να επιφέρει ορισμένες αλλαγές και διευκρινίσεις που υπαγορεύονται από διάφορους λόγους (4).

(3)

Η απόσυρση αναποτελεσματικών επιχειρήσεων αποτελεί σύνηθες φαινόμενο της λειτουργίας της αγοράς. Δεν μπορεί να καταστεί κανόνας η διάσωση προβληματικών εταιρειών από το κράτος. Οι ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων οδήγησαν σε ορισμένες από τις πιο αμφιλεγόμενες περιπτώσεις κρατικών ενισχύσεων στο παρελθόν και συγκαταλέγονται μεταξύ των πλέον νοθευτικών μορφών κρατικής ενίσχυσης. Ως εκ τούτου, η γενική αρχή της απαγόρευσης κρατικών ενισχύσεων όπως ορίζεται στη συμφωνία για τον ΕΟΧ πρέπει να παραμείνει ο κανόνας και περιορισμένες να είναι οι παρεκκλίσεις από το συγκεκριμένο κανόνα.

(4)

Ενισχύεται περαιτέρω η αρχή της “εφάπαξ ενίσχυσης”, ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο να χρησιμοποιούνται επανειλημμένες ενισχύσεις διάσωσης ή αναδιάρθρωσης για να διατηρηθούν επιχειρήσεις σε λειτουργία με τεχνητό τρόπο.

(5)

Οι κατευθυντήριες γραμμές του 1999 προέβαιναν σε διάκριση μεταξύ ενισχύσεων διάσωσης και ενισχύσεων αναδιάρθρωσης, σύμφωνα με την οποία οι ενισχύσεις διάσωσης ορίζονται ως προσωρινή συνδρομή, ώστε να μπορέσει μία προβληματική επιχείρηση να συνεχίσει τις δραστηριότητές της κατά το χρόνο που απαιτείται για την επεξεργασία σχεδίου αναδιάρθρωσης ή εκκαθάρισης. Κατ’ αρχήν, κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης δεν λαμβάνονται μέτρα αναδιάρθρωσης χρηματοδοτούμενα από κρατικές ενισχύσεις. Εντούτοις, αυτή η αυστηρή διάκριση μεταξύ διάσωσης και αναδιάρθρωσης οδήγησε σε δυσχέρειες. Οι προβληματικές επιχειρήσεις μπορεί ήδη να χρειάζεται να λάβουν ορισμένα επείγοντα διαρθρωτικά μέτρα για να σταματήσουν ή να μειώσουν την επιδείνωση της οικονομικής τους κατάστασης στη φάση της διάσωσης. Ως εκ τούτου, οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές διευρύνουν την έννοια “της ενίσχυσης διάσωσης”, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στο δικαιούχο να λάβει επείγοντα μέτρα, ακόμα και διαρθρωτικού χαρακτήρα, όπως το άμεσο κλείσιμο μιας θυγατρικής ή άλλη μορφή εγκατάλειψης ζημιογόνων δραστηριοτήτων. Δεδομένου του επείγοντος χαρακτήρα αυτών των ενισχύσεων, θα πρέπει να δοθεί η ευκαιρία στα κράτη της ΕΖΕΣ να επιλέγουν μία απλοποιημένη διαδικασία για να επιτύχουν την έγκριση αυτών των ενισχύσεων.

(6)

Όσον αφορά τις ενισχύσεις αναδιάρθρωσης, με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές του 1994, οι κατευθυντήριες γραμμές του 1999 συνέχισαν να αξιώνουν την ουσιαστική συμβολή του δικαιούχου της αναδιάρθρωσης. Στο πλαίσιο αυτής της αναθεώρησης, είναι ενδεδειγμένο να επιβεβαιωθεί εκ νέου με μεγαλύτερη σαφήνεια ότι αυτή η συμβολή πρέπει να είναι πραγματική και απαλλαγμένη ενίσχυσης. Η συμβολή του δικαιούχου εξυπηρετεί διττό στόχο: από τη μία πλευρά, θα καταδειχθεί ότι οι αγορές (ιδιοκτήτες, πιστωτές) πιστεύουν στη σκοπιμότητα της επιστροφής σε βιωσιμότητα εντός εύλογης χρονικής περιόδου. Από την άλλη πλευρά, θα εξασφαλίσει ότι η ενίσχυση αναδιάρθρωσης περιορίζεται στο ελάχιστο αναγκαίο για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας, ενώ περιορίζει τη νόθευση του ανταγωνισμού. Σχετικά με το θέμα αυτό, η αρχή θα απαιτεί επίσης αντισταθμιστικά μέτρα ώστε να ελαχιστοποιούνται οι επιπτώσεις για τους ανταγωνιστές.

(7)

Η χορήγηση ενισχύσεων διάσωσης ή αναδιάρθρωσης σε προβληματικές επιχειρήσεις μπορεί να θεωρηθεί νόμιμη μόνον υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Παραδείγματος χάριν, μπορεί να είναι δικαιολογημένη για λόγους περιφερειακής ή κοινωνικής πολιτικής, λόγω της ανάγκης να ληφθεί υπόψη ο επωφελής για την οικονομία ρόλος των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ), ή ακόμη, κατ’ εξαίρεση, επειδή κρίνεται σκόπιμο να διατηρηθεί μία ανταγωνιστική διάρθρωση της αγοράς, όταν η εξαφάνιση ορισμένων επιχειρήσεων μπορεί να οδηγήσει σε μονοπωλιακή ή στενά ολιγοπωλιακή κατάσταση. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη η τεχνητή διατήρηση στη ζωή επιχείρησης σε τομέα με μακροπρόθεσμη διαρθρωτική πλεονάζουσα ικανότητα ή όταν αυτή μπορεί να επιβιώσει μόνο κατόπιν επαναλαμβανόμενων κρατικών παρεμβάσεων.

16.2.   Ορισμοί και πεδίο εφαρμογής των κατευθυντηρίων γραμμών και σχέση με άλλες διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων

16.2.1.   Έννοια της “προβληματικής επιχείρησης”

(8)

Δεν υπάρχει ορισμός ΕΟΧ για το τι συνιστά μία “προβληματική επιχείρηση”. Ωστόσο, κατά την έννοια των παρουσών κατευθυντηρίων γραμμών, η αρχή θεωρεί ότι μία επιχείρηση είναι προβληματική εφόσον δεν είναι ικανή, με δικούς της οικονομικούς πόρους ή με τους πόρους που μπορεί να λάβει από τους ιδιοκτήτες/μετόχους της ή τους πιστωτές της, να ανακόψει τη ζημιογόνο πορεία της, η οποία, ελλείψει εξωτερικής κρατικής παρέμβασης είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα την καταδικάσει βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα σε οικονομική εξαφάνιση.

(9)

Συγκεκριμένα, μια επιχείρηση καταρχήν και ανεξαρτήτως μεγέθους θεωρείται προβληματική, κατά την έννοια των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

αν πρόκειται για εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (5), εφόσον έχει απολεσθεί το ήμισυ και πλέον του εγγεγραμμένου της κεφαλαίου (6) και άνω του ενός τετάρτου του κεφαλαίου αυτού έχει απολεσθεί κατά τη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών·

β)

αν πρόκειται για εταιρεία στην οποία τουλάχιστον ορισμένα μέλη έχουν απεριόριστη ευθύνη για τα χρέη της εταιρείας (7), εφόσον έχει απολεσθεί το ήμισυ και πλέον του κεφαλαίου της, όπως εμφανίζεται στους λογαριασμούς της εταιρείας, και άνω του ενός τετάρτου του κεφαλαίου αυτού έχει απολεσθεί κατά τη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών·

γ)

ανεξάρτητα από τη μορφή της εταιρείας, εφόσον η εκάστοτε επιχείρηση πληροί τις προϋποθέσεις της εγχώριας νομοθεσίας ώστε να υπαχθεί σε συλλογική πτωχευτική διαδικασία.

(10)

Ακόμη και στην περίπτωση που δεν υφίσταται καμία από τις περιστάσεις της παραγράφου 9, μια εταιρεία μπορεί να συνεχίσει να θεωρείται προβληματική, ιδίως όταν υπάρχουν οι συνήθεις ενδείξεις προβληματικής επιχείρησης όπως για παράδειγμα αύξηση των ζημιών, μείωση του κύκλου εργασιών, διόγκωση των αποθεμάτων, πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, μείωση της ταμειακής ροής, αυξανόμενη δανειοληψία, αύξηση των οικονομικών επιβαρύνσεων καθώς και εξασθένιση ή εξαφάνιση της αξίας του καθαρού ενεργητικού. Στις σοβαρότερες περιπτώσεις, η επιχείρηση μπορεί να έχει ήδη καταστεί αφερέγγυα ή να αποτελεί αντικείμενο συλλογικής πτωχευτικής διαδικασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που διέπει τη λειτουργία της. Στην τελευταία περίπτωση, οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές ισχύουν για κάθε ενίσχυση που χορηγείται στο πλαίσιο παρόμοιας διαδικασίας και η οποία επιτρέπει στην επιχείρηση να συνεχίσει τη δραστηριότητά της. Σε κάθε περίπτωση, μία προβληματική επιχείρηση είναι επιλέξιμη μόνο εφόσον αποδεδειγμένα αδυνατεί να εξασφαλίσει την ανάκαμψή της με δικούς της πόρους ή με τη λήψη κεφαλαίων από τους ιδιοκτήτες/μετόχους της ή από πηγές της αγοράς.

(11)

Στο πλαίσιο των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών, μία νεοσύστατη επιχείρηση δεν είναι επιλέξιμη για ενισχύσεις διάσωσης ή αναδιάρθρωσης, ακόμη και αν η αρχική της χρηματοοικονομική θέση είναι επισφαλής. Τούτο ισχύει, για παράδειγμα, όταν μια νέα επιχείρηση έχει προκύψει από την εκκαθάριση προϋπάρχουσας επιχείρησης ή έχει εξαγοράσει απλώς το ενεργητικό της. Μία επιχείρηση καταρχήν θεωρείται νεοσύστατη για τα πρώτα τρία έτη μετά την έναρξη λειτουργίας στον οικείο τομέα δραστηριοτήτων. Μόνο μετά την παρέλευση αυτής της περιόδου καθίσταται επιλέξιμη για ενισχύσεις διάσωσης ή αναδιάρθρωσης, υπό τον όρο ότι:

α)

διαθέτει τα χαρακτηριστικά προβληματικής επιχείρησης, σύμφωνα με τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές, και

β)

δεν αποτελεί μέρος ευρύτερου επιχειρηματικού ομίλου (8), εκτός εάν πληρούνται οι οριζόμενες στο σημείο 12 προϋποθέσεις.

(12)

Μια εταιρεία που ανήκει σε ευρύτερο επιχειρηματικό όμιλο ή έχει εξαγορασθεί από αυτόν δεν είναι καταρχήν επιλέξιμη για ενισχύσεις διάσωσης ή αναδιάρθρωσης, εκτός εάν μπορεί να αποδειχθεί ότι η εταιρεία έχει εγγενείς δυσχέρειες οι οποίες δεν έχουν προκύψει από την αυθαίρετη κατανομή των δαπανών στο εσωτερικό του ομίλου και ότι οι δυσχέρειες αυτές είναι τόσο σοβαρές ώστε να μη μπορούν να αντιμετωπιστούν από τον ίδιο τον όμιλο. Όταν μια προβληματική επιχείρηση συστήνει θυγατρική, η θυγατρική αυτή μαζί με την προβληματική επιχείρηση που την ελέγχει θεωρούνται όμιλος και μπορούν να λαμβάνουν ενισχύσεις σύμφωνα με τις όρους που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο.

16.2.2.   Ορισμός των “ενισχύσεων διάσωσης και αναδιάρθρωσης”

(13)

Οι ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης διέπονται από τις ίδιες κατευθυντήριες γραμμές, διότι και στις δύο περιπτώσεις οι κρατικές αρχές βρίσκονται αντιμέτωπες με μια προβληματική επιχείρηση και η διάσωση και αναδιάρθρωση αποτελούν συχνά δύο σκέλη μιας ενιαίας πράξης, έστω και αν στηρίζονται σε διαφορετικούς μηχανισμούς.

(14)

Οι ενισχύσεις διάσωσης αποτελούν από τη φύση τους προσωρινή και ανακλητή συνδρομή. Κύριος στόχος τους είναι να επιτρέψουν σε μία προβληματική επιχείρηση να συνεχίσει τις δραστηριότητές της κατά το χρόνο που απαιτείται για την επεξεργασία σχεδίου αναδιάρθρωσης ή εκκαθάρισης. Η γενική αρχή είναι ότι οι ενισχύσεις διάσωσης επιτρέπουν να υποστηριχθεί προσωρινά μία εταιρεία που αντιμετωπίζει σημαντική επιδείνωση της οικονομικής της κατάστασης η οποία χαρακτηρίζεται από οξεία κρίση ρευστότητας ή από τεχνική αφερεγγυότητα. Αυτή η προσωρινή υποστήριξη θα επιτρέψει στην επιχείρηση να αναλύσει τις συνθήκες που δημιούργησαν τις δυσκολίες και να αναπτύξει κατάλληλο σχέδιο για την αντιμετώπισή τους. Επιπλέον, η ενίσχυση διάσωσης πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστο αναγκαίο. Με άλλα λόγια, η ενίσχυση διάσωσης, η οποία δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, προσφέρει μία σύντομη ανάπαυλα στην προβληματική επιχείρηση. Η ενίσχυση πρέπει να συνίσταται σε ενίσχυση ρευστότητας υπό τη μορφή εγγυήσεων δανείου ή δανείων, με επιτόκια ανάλογα εκείνων που ισχύουν για τα δάνεια προς υγιείς επιχειρήσεις και ιδιαίτερα με τα επιτόκια αναφοράς που ορίζει η Επιτροπή. Διαρθρωτικά μέτρα τα οποία δεν απαιτούν άμεση δράση, όπως για παράδειγμα η αναπόφευκτη και αυτόματη συμμετοχή του κράτους στα κεφάλαια της επιχείρησης, δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν με ενισχύσεις διάσωσης.

(15)

Μόλις καταρτιστεί σχέδιο αναδιάρθρωσης ή εκκαθάρισης για το οποίο έχει ζητηθεί ενίσχυση και μόλις αυτό τεθεί σε εφαρμογή, κάθε περαιτέρω ενίσχυση θεωρείται ενίσχυση αναδιάρθρωσης. Μαζί με την ενίσχυση διάσωσης μπορούν να ληφθούν μέτρα που χρειάζεται να εφαρμοστούν αμέσως ώστε να σταματήσουν οι ζημίες συμπεριλαμβανομένων των διαρθρωτικών μέτρων (για παράδειγμα, άμεση απόσυρση από ζημιογόνες δραστηριότητες) υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο τμήμα 16.3.1 για τις μεμονωμένες ενισχύσεις και στο τμήμα 16.4.3 για τα καθεστώτα ενισχύσεων. Εκτός από τις περιπτώσεις που γίνεται χρήση της απλοποιημένης διαδικασίας που ορίζεται στο τμήμα 16.3.1.2 τα κράτη της ΕΖΕΣ χρειάζεται να αποδείξουν ότι υπάρχει ανάγκη άμεσης λήψης παρόμοιων διαρθρωτικών μέτρων. Οι ενισχύσεις διάσωσης δε μπορούν κανονικά να χορηγηθούν για οικονομική αναδιάρθρωση.

(16)

Αντίθετα, η αναδιάρθρωση βασίζεται σε ένα εφικτό, συγκροτημένο και διεξοδικό σχέδιο για την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας μίας επιχείρησης. Η αναδιάρθρωση συνήθως περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα στοιχεία: την αναδιοργάνωση και τον εξορθολογισμό των δραστηριοτήτων της επιχείρησης σε αποτελεσματικότερη βάση, μέτρο που κατά κανόνα συνεπάγεται την εγκατάλειψη ζημιογόνων δραστηριοτήτων, την αναδιάρθρωση των υφιστάμενων δραστηριοτήτων που μπορούν να καταστούν εκ νέου ανταγωνιστικές και, ενδεχομένως, τη διαφοροποίηση του αντικειμένου προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης νέων βιώσιμων δραστηριοτήτων. Η υλική αναδιάρθρωση συνήθως, πρέπει να συνοδεύεται από χρηματοοικονομική αναδιάρθρωση (εισφορές κεφαλαίου, μείωση του χρέους). Εντούτοις, τα μέτρα αναδιάρθρωσης κατά την έννοια των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών δεν είναι δυνατό να περιορίζονται σε χρηματοοικονομική ενίσχυση για την αποκατάσταση των ζημιών του παρελθόντος, αλλά πρέπει να κατατείνουν στην άρση των αιτίων που προκάλεσαν τις ζημίες.

16.2.3.   Πεδίο εφαρμογής

(17)

Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές ισχύουν για τις επιχειρήσεις όλων των κλάδων που καλύπτει η συμφωνία για τον ΕΟΧ με την επιφύλαξη της σχετικής έγκρισης της αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 62 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, με την επιφύλαξη ειδικών κατά κλάδους κανόνων σχετικά με τις προβληματικές επιχειρήσεις (9).

16.2.4.   Συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά

(18)

Το άρθρο 61 παράγραφοι 2 και 3 της συμφωνίας ΕΟΧ προβλέπει το ενδεχόμενο να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά οι ενισχύσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 61 παράγραφος 1. Πέραν της περίπτωσης των ενισχύσεων που προβλέπονται από το άρθρο 61 παράγραφος 2, και ιδιαίτερα ενισχύσεων που αποβλέπουν στην αποκατάσταση ζημιών από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα που δεν εξετάζονται εδώ, η μόνη νομική βάση για να θεωρηθούν συμβιβάσιμες ενισχύσεις προς προβληματικές επιχειρήσεις είναι το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ). Βάσει της διάταξης αυτής, η αρχή έχει τη δυνατότητα να εγκρίνει “ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων (…) εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον.”. Τούτο ιδίως μπορεί να συμβαίνει στην περίπτωση που η ενίσχυση είναι αναγκαία για την επανόρθωση διαφορών που προκαλούνται από αδυναμίες της αγοράς ή για να εξασφαλισθεί η οικονομική και κοινωνική συνοχή.

(19)

Δεδομένου ότι απειλείται η ίδια της η ύπαρξη, μια προβληματική επιχείρηση δεν μπορεί να θεωρηθεί το ενδεδειγμένο μέσο για την προώθηση στόχων που υπάγονται σε άλλες δημόσιες πολιτικές μέχρις ότου εξασφαλιστεί η βιωσιμότητά της. Ως εκ τούτου, η αρχή θεωρεί ότι οι ενισχύσεις σε προβληματικές επιχειρήσεις μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων χωρίς να επηρεάζουν τις συναλλαγές σε βάρος του συμφέροντος του ΕΟΧ μόνον εφόσον τηρούνται οι όροι που εκτίθενται στις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές. Σε περιπτώσεις που οι επιχειρήσεις που πρόκειται να λάβουν ενισχύσεις διάσωσης ή αναδιάρθρωσης είναι εγκατεστημένες σε ενισχυόμενες περιοχές, η αρχή λαμβάνει υπόψη τους περιφερειακούς παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχεία α) και γ) της συμφωνίας ΕΟΧ, όπως αναλύεται στα σημεία 54-55.

(20)

Η αρχή θα προσδώσει ιδιαίτερη προσοχή στην ανάγκη να αποτραπεί χρήση των συγκεκριμένων κατευθυντηρίων γραμμών για να καταστρατηγηθούν οι αρχές που ορίζονται σε υφιστάμενα πλαίσια και κατευθυντήριες γραμμές.

(21)

Η αξιολόγηση των ενισχύσεων διάσωσης ή των ενισχύσεων αναδιάρθρωσης δεν πρέπει να επηρεάζεται από μεταβολές του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της ενισχυόμενης επιχείρησης.

16.2.5.   Αποδέκτες προηγουμένως παράνομης ενίσχυσης

(22)

Όταν έχει προηγουμένως χορηγηθεί σε προβληματική επιχείρηση παράνομη ενίσχυση, σε σχέση με την οποία η αρχή έχει εκδώσει αρνητική απόφαση με εντολή επιστροφής, και η επιστροφή αυτή δεν έχει πραγματοποιηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 14 του μέρους ΙΙ του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ για τη θέσπιση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου (στο εξής η συμφωνία περί εποπτείας και δικαστηρίου) (10), η αξιολόγηση κάθε ενίσχυσης διάσωσης και αναδιάρθρωσης, που πρόκειται να χορηγηθεί στην ίδια επιχείρηση πρέπει να συνεκτιμά πρώτον το σωρευτικό αποτέλεσμα των παλαιών και των νέων ενισχύσεων και δεύτερον το γεγονός ότι οι παλαιές ενισχύσεις δεν έχουν επιστραφεί (11).

16.3.   Γενικοί όροι για την έγκριση ενισχύσεων διάσωσης ή/και αναδιάρθρωσης που κοινοποιούνται μεμονωμένα στην αρχή

(23)

Το παρόν κεφάλαιο αφορά αποκλειστικά τα μέτρα ενίσχυσης που κοινοποιούνται μεμονωμένα στην αρχή. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η αρχή μπορεί να εγκρίνει καθεστώτα ενισχύσεων διάσωσης ή αναδιάρθρωσης. Οι προϋποθέσεις για την έγκριση τέτοιων καθεστώτων περιλαμβάνονται στο τμήμα 16.4.

16.3.1.   Ενισχύσεις διάσωσης

16.3.1.1.   Προϋποθέσεις

(24)

Για να εγκριθούν από την αρχή, οι ενισχύσεις διάσωσης όπως ορίζονται στην παράγραφο 14 πρέπει:

α)

να συνίστανται σε ταμειακή στήριξη, με τη μορφή εγγύησης δανείου ή της χορήγησης δανείων (12). Και στις δύο περιπτώσεις, τα δάνεια πρέπει να συνάπτονται με επιτόκια ανάλογα εκείνων που ισχύουν για τα δάνεια προς υγιείς επιχειρήσεις, και ιδίως με τα επιτόκια αναφοράς που ορίζει η αρχή. Κάθε δάνειο πρέπει να επιστρέφεται και κάθε εγγύηση να λήγει εντός έξι μηνών κατ’ ανώτατο όριο από την καταβολή της πρώτης δόσης στην επιχείρηση·

β)

να δικαιολογούνται από σοβαρούς κοινωνικούς λόγους και να μην έχουν πολύ έμμεσες αρνητικές επιπτώσεις σε άλλα συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας για τον ΕΟΧ·

γ)

κατά την κοινοποίησή τους, να συνοδεύονται από δέσμευση του κράτους της ΕΖΕΣ ότι θα υποβάλει στην αρχή, εντός έξι μηνών από την ημερομηνία έγκρισης της ενίσχυσης διάσωσης, σχέδιο αναδιάρθρωσης, ή σχέδιο εκκαθάρισης, ή αποδείξεις ότι το δάνειο έχει επιστραφεί ολοσχερώς ή/και ότι έχει λήξει η εγγύηση· στην περίπτωση μη κοινοποιηθείσας ενίσχυσης, το κράτος της ΕΖΕΣ πρέπει να κοινοποιήσει, εντός έξι μηνών από την πρώτη εφαρμογή του μέτρου διάσωσης, είτε σχέδιο αναδιάρθρωσης, είτε σχέδιο εκκαθάρισης, ή αποδείξεις ότι το δάνειο έχει επιστραφεί ολοσχερώς ή/και ότι έχει λήξει η εγγύηση·

δ)

να περιορίζονται στο ποσό που απαιτείται για να συνεχίσει η επιχείρηση τις δραστηριότητές της κατά την περίοδο για την οποία έχει εγκριθεί η ενίσχυση. Το ποσό αυτό μπορεί να περιλαμβάνει ενίσχυση για επείγοντα διαρθρωτικά μέτρα σύμφωνα με την παράγραφο 15. Το απαραίτητο ποσό πρέπει να βασίζεται στις ανάγκες της εταιρείας σε ρευστό λόγω των ζημιών. Για τον καθορισμό αυτού του ποσού θα λαμβάνεται υπόψη το αποτέλεσμα της εφαρμογής του τύπου που χρησιμοποιείται στο παράρτημα. Οποιαδήποτε ενίσχυση διάσωσης υπερβαίνει το αποτέλεσμα αυτού του υπολογισμού θα πρέπει να είναι δεόντως τεκμηριωμένη·

ε)

να τηρούν την προϋπόθεση που ορίζεται στο τμήμα 16.3.3. (“εφάπαξ ενίσχυση”).

(25)

Σε περίπτωση που το κράτος της ΕΖΕΣ υποβάλει σχέδιο αναδιάρθρωσης εντός έξι μηνών από την ημερομηνία έγκρισης ή, στην περίπτωση μη κοινοποιηθείσας ενίσχυσης, από την ημερομηνία εφαρμογής του μέτρου, η προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να επιστραφεί το δάνειο ή να τεθεί τέλος στην εγγύηση παρατείνεται μέχρις ότου η αρχή εκδώσει την απόφασή της σχετικά με το σχέδιο, εκτός εάν αποφασίσει ότι η παράταση αυτή δεν είναι δικαιολογημένη.

(26)

Με την επιφύλαξη του άρθρου 23 του μέρους II του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί εποπτείας και δικαστηρίου και ενδεχόμενης προσφυγής στο Δικαστήριο της ΕΖΕΣ σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί εποπτείας και δικαστηρίου, η αρχή θα κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 1 παράγραφος 2 του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί εποπτείας και δικαστηρίου σε περίπτωση που το κράτος της ΕΖΕΣ δε μπορέσει να κοινοποιήσει:

α)

αξιόπιστο και τεκμηριωμένο σχέδιο αναδιάρθρωσης ή ρευστοποίησης ή

β)

απόδειξη ότι το δάνειο έχει πλήρως εξοφληθεί ή/και ότι η εγγύηση έχει λήξει πριν από την πάροδο της εξάμηνης προθεσμίας.

(27)

Σε κάθε περίπτωση, η αρχή μπορεί να αποφασίσει να κινήσει αυτή τη διαδικασία, με την επιφύλαξη του άρθρου 23 του μέρους II του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί εποπτείας και δικαστηρίου και του ενδεχόμενου προσφυγής στο Δικαστήριο της ΕΖΕΣ σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί εποπτείας και δικαστηρίου, εάν θεωρεί ότι έχει γίνει κακή χρήση του δανείου ή της εγγύησης ή ότι, μετά την πάροδο της εξάμηνης προθεσμίας, η αδυναμία επιστροφής της ενίσχυσης δεν είναι πλέον δικαιολογημένη.

(28)

Η έγκριση ενισχύσεων διάσωσης δεν προδικάζει αναγκαστικά τη μετέπειτα έγκριση ενισχύσεων βάσει σχεδίου αναδιάρθρωσης· οι ενισχύσεις αυτές θα πρέπει να αξιολογηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.

16.3.1.2.   Απλοποιημένη διαδικασία

(29)

Η αρχή θα προσπαθήσει, στο μέτρο του δυνατού, να λάβει απόφαση εντός μηνός σε σχέση με τις ενισχύσεις διάσωσης που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο τμήμα 16.3.1.1 και τις ακόλουθες σωρευτικές απαιτήσεις:

α)

η συγκεκριμένη επιχείρηση πληροί τουλάχιστον ένα από τα τρία κριτήρια που ορίζονται στην παράγραφο 9·

β)

η ενίσχυση διάσωσης περιορίζεται στο ποσό που απορρέει από την εφαρμογή του τύπου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα και δεν υπερβαίνει τα 10 εκατομμύρια ευρώ.

16.3.2.   Ενισχύσεις αναδιάρθρωσης

16.3.2.1.   Θεμελιώδης αρχή

(30)

Οι ενισχύσεις αναδιάρθρωσης δημιουργούν ιδιαίτερα προβλήματα ανταγωνισμού, δεδομένου ότι μπορεί να μετατοπίσουν άνισα το βάρος της διαρθρωτικής προσαρμογής και των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων σε άλλους παραγωγούς οι οποίοι δε λαμβάνουν ενίσχυση και σε άλλα συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Για το λόγο αυτόν, οι ενισχύσεις αναδιάρθρωσης κατά γενικό κανόνα επιτρέπονται μόνο σε περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να αποδειχθεί ότι η έγκριση της ενίσχυσης δεν είναι αντίθετη με το συμφέρον του ΕΟΧ. Τούτο ισχύει μόνον εφόσον πληρούνται αυστηρά κριτήρια και εφόσον είναι βέβαιο ότι οι ενδεχόμενες νοθεύσεις του ανταγωνισμού θα αντισταθμιστούν από τα οφέλη που θα προκύψουν από την επιβίωση της επιχείρησης (για παράδειγμα, όταν είναι σαφές ότι οι καθαρές επιπτώσεις από τις απολύσεις που θα προκληθούν σε περίπτωση που κλείσει η επιχείρηση, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις για τους προμηθευτές της, θα όξυναν τα προβλήματα απασχόλησης, ή, κατ’ εξαίρεση, ότι η εξαφάνιση της επιχείρησης θα οδηγούσε σε μονοπωλιακή ή στενά ολιγοπωλιακή κατάσταση) και εφόσον, κατ’ αρχήν, προβλέπονται επαρκή αντισταθμιστικά μέτρα υπέρ των ανταγωνιστών.

16.3.2.2.   Προϋποθέσεις για την έγκριση ενίσχυσης

(31)

Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για τις ενισχυόμενες περιοχές και τις ΜΜΕ (βλ. σημεία 54, 55, 56, και 58), η αρχή εγκρίνει ενισχύσεις μόνο υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

Επιλεξιμότητα της επιχείρησης

(32)

Η επιχείρηση πρέπει να χαρακτηρίζεται προβληματική κατά την έννοια των παρουσών κατευθυντηρίων γραμμών (βλ. σημεία 8-12).

Αποκατάσταση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας

(33)

Η χορήγηση της ενίσχυσης πρέπει να εξαρτάται από την εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης το οποίο πρέπει να εγκρίνεται από την αρχή σε όλες τις περιπτώσεις μεμονωμένων ενισχύσεων, εκτός από την περίπτωση των ΜΜΕ, όπως ορίζεται στο τμήμα 16.3.2.5.

(34)

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης, η διάρκεια του οποίου πρέπει να είναι όσο το δυνατό βραχύτερη, πρέπει να επιτρέπει την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της επιχείρησης μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα και να βασίζεται σε ρεαλιστικές υποθέσεις όσον αφορά τις μελλοντικές συνθήκες λειτουργίας. Η ενίσχυση αναδιάρθρωσης πρέπει, επομένως, να συνδέεται με ένα βιώσιμο σχέδιο αναδιάρθρωσης, για το οποίο το κράτος της ΕΖΕΣ αναλαμβάνει σχετική δέσμευση. Το σχέδιο αυτό πρέπει να υποβληθεί στην αρχή με όλες τις αναγκαίες διευκρινίσεις, και ιδίως να συνοδεύεται από μελέτη αγοράς. Η βελτίωση της βιωσιμότητας πρέπει να προκύπτει κατά κύριο λόγο από τη λήψη εσωτερικών μέτρων που περιλαμβάνονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης. Μπορεί να βασίζεται σε εξωγενείς παράγοντες τους οποίους δεν μπορεί να επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό η επιχείρηση, μόνον εφόσον οι υποθέσεις που διατυπώνονται για την εκάστοτε αγορά τυγχάνουν γενικής αποδοχής. Η αναδιάρθρωση πρέπει να συνεπάγεται την εγκατάλειψη δραστηριοτήτων που, ακόμη και μετά την αναδιάρθρωση, θα εξακολουθούσαν να είναι ζημιογόνες για διαρθρωτικούς λόγους.

(35)

Στο σχέδιο αναδιάρθρωσης πρέπει να περιγράφονται οι περιστάσεις που προκάλεσαν τις δυσχέρειες της επιχείρησης, ούτως ώστε να είναι δυνατό να εξακριβωθεί κατά πόσον τα προτεινόμενα μέτρα είναι τα κατάλληλα. Πρέπει, μεταξύ άλλων, να λαμβάνεται υπόψη η παρούσα κατάσταση καθώς και οι μελλοντικές προοπτικές της προσφοράς και της ζήτησης στη σχετική αγορά προϊόντων. Επίσης, πρέπει να διατυπώνονται προβλέψεις που εκφράζουν την αισιόδοξη, την απαισιόδοξη και την ενδιάμεση εκδοχή και να προσδιορίζονται τα ιδιαίτερα πλεονεκτήματα και οι αδυναμίες της επιχείρησης. Το σχέδιο πρέπει να επιτρέπει στην επιχείρηση να αποκτήσει προοδευτικά νέα διάρθρωση που να της προσδίδει προοπτικές μακροχρόνιας βιωσιμότητας και να της παρέχει τη δυνατότητα να επιβιώνει αυτοδύναμα.

(36)

Το σχέδιο πρέπει να προβλέπει μία μεταστροφή η οποία να παρέχει στην επιχείρηση τη δυνατότητα, μετά την ολοκλήρωση της αναδιάρθρωσης, να καλύπτει όλα της τα έξοδα, περιλαμβανομένων των αποσβέσεων και των χρηματοοικονομικών επιβαρύνσεων. Η προσδοκώμενη απόδοση των κεφαλαίων πρέπει να είναι επαρκής ώστε να επιτρέπει στην αναδιαρθρωμένη επιχείρηση να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό στην αγορά με τις δικές της δυνάμεις. Όταν οι δυσχέρειες της επιχείρησης απορρέουν από αδυναμίες του συστήματος της εταιρικής διαχείρισης, πρέπει να γίνονται οι απαραίτητες προσαρμογές.

Αποτροπή αθέμιτων νοθεύσεων του ανταγωνισμού

(37)

Θα πρέπει να ληφθούν αντισταθμιστικά μέτρα για να κατοχυρωθεί ότι θα ελαχιστοποιηθούν κατά το δυνατόν τα αποτελέσματα της ενίσχυσης που αλλοιώνουν τις συναλλαγές κατά τρόπον ώστε τα θετικά αποτελέσματα να υπερισχύουν των αρνητικών. Διαφορετικά, η ενίσχυση θα πρέπει να θεωρηθεί “αντίθετη προς το κοινό συμφέρον” και συνεπώς ασυμβίβαστη με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ. Η αρχή θα λάβει υπόψη το στόχο αποκατάστασης της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας πριν αποφανθεί σχετικά με την καταλληλότητα των αντισταθμιστικών μέτρων.

(38)

Μεταξύ των πιθανών μέτρων περιλαμβάνεται η εκποίηση στοιχείων του ενεργητικού, η μείωση της παραγωγικής ικανότητας ή της παρουσίας στην αγορά και η μείωση των φραγμών εισόδου στις συγκεκριμένες αγορές. Η αρχή, κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας των αντισταθμιστικών μέτρων, θα λαμβάνει υπόψη τη διάρθρωση της αγοράς και τις συνθήκες ανταγωνισμού κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται ότι κανένα από τα εν λόγω μέτρα δεν θα οδηγήσει σε επιδείνωση της διάρθρωσης της αγοράς, επιφέροντας παραδείγματος χάρη το έμμεσο αποτέλεσμα της δημιουργίας μονοπωλιακής ή στενά ολιγοπωλιακής κατάστασης. Αν κάποιο κράτος της ΕΖΕΣ είναι σε θέση να αποδείξει ότι θα μπορούσε να προκύψει μια ανάλογη κατάσταση, τα αντισταθμιστικά μέτρα πρέπει να ερμηνευθούν έτσι ώστε να αποφευχθεί η συγκεκριμένη κατάσταση.

(39)

Τα μέτρα πρέπει να είναι ανάλογα με τις νοθευτικές επιπτώσεις της ενίσχυσης και ιδίως με το μέγεθος (13) και τη σχετική σημασία της επιχείρησης στην αγορά ή τις αγορές της. Πρέπει ιδιαίτερα να αφορούν την αγορά ή τις αγορές όπου η επιχείρηση θα κατέχει σημαντική θέση μετά την αναδιάρθρωση. Ο βαθμός μείωσης πρέπει να αποφασίζεται για κάθε περίπτωση χωριστά. Η αρχή καθορίζει την έκταση των αναγκαίων μέτρων βάσει της έρευνας αγοράς που επισυνάπτεται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης και, ενδεχομένως, βάσει οποιασδήποτε άλλης πληροφορίας που έχει στη διάθεσή της, κυρίως βάσει των πληροφοριών που παρέχουν οι ενδιαφερόμενοι. Η μείωση αυτή πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αναδιάρθρωσης όπως θεσπίζεται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης. Η αρχή αυτή πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αναδιάρθρωσης όπως ορίζεται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης. Η παύση και το κλείσιμο ζημιογόνων δραστηριοτήτων που είναι οπωσδήποτε απαραίτητες για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας δεν εκλαμβάνονται ως μείωση της παραγωγικής ικανότητας ή της παρουσίας στην αγορά για τους σκοπούς της αξιολόγησης των αντισταθμιστικών μέτρων. Αυτή η αξιολόγηση λαμβάνει υπόψη κάθε προηγουμένως χορηγηθείσα ενίσχυση.

(40)

Ωστόσο, αυτή η προϋπόθεση δεν εφαρμόζεται κατά κανόνα σε μικρές επιχειρήσεις, δεδομένου ότι μπορεί να υποτεθεί ότι οι ad hoc ενισχύσεις σε μικρές επιχειρήσεις δεν νοθεύουν κατά κανόνα τον ανταγωνισμό σε βαθμό που αντίκειται στο κοινό συμφέρον, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων σε κάποιο συγκεκριμένο τομέα ή όταν ο δικαιούχος δρα σε αγορά, η οποία πάσχει από μακροχρόνια πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα.

(41)

Όταν ο δικαιούχος αναπτύσσει δραστηριότητες σε αγορά που πάσχει από μακροπρόθεσμη διαρθρωτική πλεονάζουσα ικανότητα, όπως ορίζεται στο πολυτομεακό πλαίσιο για τις περιφερειακές ενισχύσεις σε μεγάλα επενδυτικά σχέδια (14), η μείωση της παραγωγικής ικανότητας της επιχείρησης ή της παρουσίας της στην αγορά μπορεί να ανέλθει μέχρι και το 100 % (15).

Ενίσχυση περιοριζόμενη στο ελάχιστο: πραγματική συμμετοχή, απαλλαγμένη ενίσχυσης

(42)

Το ποσό και η ένταση της ενίσχυσης πρέπει να περιορίζονται στο απολύτως ελάχιστο των εξόδων αναδιάρθρωσης που απαιτούνται για την υλοποίηση της αναδιάρθρωσης με βάση τους διαθέσιμους χρηματοοικονομικούς πόρους της επιχείρησης, των μετόχων της ή του επιχειρηματικού ομίλου στον οποίο ανήκει. Αυτή η αξιολόγηση λαμβάνει υπόψη οποιαδήποτε προηγουμένως χορηγηθείσα ενίσχυση διάσωσης. Οι αποδέκτες της ενίσχυσης πρέπει κανονικά να συμβάλουν σημαντικά στο σχέδιο αναδιάρθρωσης με δικούς τους πόρους, περιλαμβανομένης της πώλησης στοιχείων του ενεργητικού που δεν είναι εντελώς απαραίτητα για την επιβίωση της επιχείρησης, ή με εξωτερική χρηματοδότηση που εξασφαλίζουν με όρους της αγοράς. Η συμβολή αυτή αποτελεί ένδειξη ότι οι αγορές πιστεύουν στη σκοπιμότητα της επιστροφής σε βιωσιμότητα. Η συμβολή αυτή πρέπει να είναι πραγματική, για παράδειγμα ουσιαστική, αποκλείοντας κάθε μελλοντικά προσδοκώμενα κέρδη όπως οι ταμειακές εισροές και να είναι όσο το δυνατόν υψηλότερη.

(43)

Η αρχή κανονικά θα θεωρήσει ότι οι ακόλουθες συμμετοχές (16) στην αναδιάρθρωση είναι κατάλληλες: όταν ανέρχονται σε τουλάχιστον 25 % στην περίπτωση μικρότερων επιχειρήσεων, σε τουλάχιστον 40 % για τις μεσαίες επιχειρήσεις και σε τουλάχιστον 50 % για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Σε εξαιρετικές περιστάσεις και σε περιπτώσεις ιδιαίτερης δυσκολίας, οι οποίες πρέπει να καταδειχθούν από το κράτος της ΕΖΕΣ, η Αρχή μπορεί να δεχθεί χαμηλότερη συμβολή.

(44)

Για να περιοριστούν οι νοθεύσεις του ανταγωνισμού, η μορφή με την οποία χορηγείται η ενίσχυση και το ποσό στο οποίο ανέρχεται πρέπει να είναι τέτοια ώστε να μην παρέχονται στην επιχείρηση πλεονάζοντα ρευστά διαθέσιμα τα οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για επιθετικές δραστηριότητες, ικανές να προξενήσουν νοθεύσεις στην αγορά, και οι οποίες δεν συνδέονται με τη διαδικασία αναδιάρθρωσης. Η αρχή εξετάζει το επίπεδο του παθητικού της επιχείρησης μετά την αναδιάρθρωση, καθώς και μετά από κάθε ρύθμιση ή περιορισμό των οφειλών, ιδίως στο πλαίσιο της συνέχισης της λειτουργίας της μετά από συλλογική διαδικασία πτωχευτική διαδικασία βάσει του εθνικού δικαίου (17). Καμία ενίσχυση δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση νέων επενδύσεων που δεν είναι απαραίτητες για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της επιχείρησης.

Ειδικοί όροι για την έγκριση της ενίσχυσης

(45)

Εκτός από τα αντισταθμιστικά μέτρα που περιγράφονται στις παραγράφους 37-41, η Αρχή μπορεί να επιβάλει τους όρους και τις υποχρεώσεις που κρίνει αναγκαία, ώστε να διασφαλισθεί ότι η ενίσχυση δεν νοθεύει τον ανταγωνισμό σε βαθμό που αντίκειται προς το κοινό συμφέρον, σε περίπτωση που το συγκεκριμένο κράτος της ΕΖΕΣ δεν έχει αναλάβει δέσμευση ότι θα θεσπίσει ανάλογες διατάξεις. Συγκεκριμένα, μπορεί να υποχρεώσει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος:

α)

να λάβει το ίδιο ορισμένα μέτρα (για παράδειγμα, να ανοίξει σε άλλες επιχειρήσεις του ΕΟΧ ορισμένες αγορές που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τις δραστηριότητες της εταιρείας τηρώντας το δίκαιο ΕΟΧ)·

β)

να επιβάλλει ορισμένες υποχρεώσεις στη δικαιούχο επιχείρηση·

γ)

να μη χορηγεί στη δικαιούχο επιχείρηση άλλα είδη ενισχύσεων κατά τη διάρκεια της αναδιάρθρωσης.

Πλήρης εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης και τήρηση των σχετικών όρων

(46)

Η εταιρεία πρέπει να εφαρμόσει πλήρως το σχέδιο αναδιάρθρωσης και να εκτελέσει όλες τις άλλες υποχρεώσεις που ορίζονται στην απόφαση της αρχής για την έγκριση της ενίσχυσης. Η αρχή θα θεωρήσει οποιαδήποτε παράλειψη εφαρμογής του σχεδίου ή εκπλήρωσης των άλλων υποχρεώσεων καταχρηστική εφαρμογή της ενίσχυσης, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 23 του μέρους ΙΙ του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί εποπτείας και δικαστηρίου και του ενδεχόμενου προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου της ΕΖΕΣ σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί εποπτείας και δικαστηρίου.

(47)

Για τις αναδιαρθρώσεις που διαρκούν περισσότερα χρόνια και συνεπάγονται τη χορήγηση σημαντικών ενισχύσεων, η αρχή μπορεί να απαιτήσει την καταβολή της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης σε δόσεις και να επιβάλλει τους ακόλουθους όρους για την καταβολή των δόσεων:

α)

πριν από κάθε καταβολή, διαβεβαίωση για την προσήκουσα εκτέλεση όλων των φάσεων του σχεδίου αναδιάρθρωσης σύμφωνα με το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα, ή

β)

πριν από κάθε καταβολή, έγκριση εκ μέρους της, αφού διαπιστώσει την προσήκουσα εκτέλεση του σχεδίου.

Παρακολούθηση και ετήσια έκθεση

(48)

Η αρχή πρέπει να είναι σε θέση να διαπιστώσει την ορθή εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης μέσω τακτικών και λεπτομερών εκθέσεων που της κοινοποιεί το οικείο κράτος της ΕΖΕΣ.

(49)

Όσον αφορά τις ενισχύσεις σε μεγάλες επιχειρήσεις, η πρώτη από τις εκθέσεις αυτές πρέπει κανονικά να υποβληθεί στην αρχή το αργότερο έξι μήνες μετά την ημερομηνία έγκρισης της ενίσχυσης. Οι εκθέσεις θα πρέπει εν συνεχεία να αποστέλλονται στην αρχή, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, σε καθορισμένη ημερομηνία, μέχρις ότου θεωρηθεί ότι επιτεύχθηκαν οι στόχοι του σχεδίου αναδιάρθρωσης. Πρέπει να περιέχουν όλες τις πληροφορίες που χρειάζεται η αρχή για να ελέγξει την εφαρμογή του προγράμματος αναδιάρθρωσης, το χρονοδιάγραμμα καταβολής των ενισχύσεων στην επιχείρηση και την χρηματοοικονομική κατάσταση της τελευταίας καθώς και την τήρηση των όρων και υποχρεώσεων που προβλέπει η απόφαση με την οποία εγκρίθηκε η ενίσχυση. Πρέπει, κυρίως, να περιέχουν όλα τα κατάλληλα δεδομένα σχετικά με κάθε είδους ενίσχυση, μεμονωμένη ή στο πλαίσιο καθεστώτων, που έλαβε η επιχείρηση κατά τη διάρκεια της αναδιάρθρωσης (βλ. σημεία 67-70). Αν η αρχή χρειάζεται έγκαιρη επιβεβαίωση ορισμένων βασικών πληροφοριών, για παράδειγμα σχετικά με τη διακοπή λειτουργίας ή τη μείωση του παραγωγικού δυναμικού, μπορεί να απαιτήσει συχνότερη υποβολή εκθέσεων.

(50)

Όσον αφορά τις ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, η ανά έτος διαβίβαση αντιγράφου του ισολογισμού και των αποτελεσμάτων χρήσεως της αποδέκτριας εταιρείας είναι κατά κανόνα επαρκής, εκτός εάν η απόφαση με την οποία εγκρίθηκε η ενίσχυση προβλέπει αυστηρότερους όρους.

16.3.2.3.   Τροποποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης

(51)

Εάν εγκριθεί μια ενίσχυση αναδιάρθρωσης, το οικείο κράτος της ΕΖΕΣ μπορεί, στη διάρκεια της αναδιάρθρωσης, να ζητήσει από την αρχή να δεχθεί τροποποιήσεις του σχεδίου αναδιάρθρωσης και του ποσού της ενίσχυσης. Η αρχή μπορεί να επιτρέψει αυτού του είδους τις τροποποιήσεις, εφόσον πληρούν τους ακόλουθους όρους:

α)

το αναθεωρημένο σχέδιο πρέπει και αυτό να οδηγεί σε αποκατάσταση της βιωσιμότητας μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα·

β)

όταν αυξάνεται το ποσό της ενίσχυσης, τα τυχόν επιβεβλημένα αντισταθμιστικά μέτρα πρέπει να είναι πιο εκτεταμένα από αυτά που είχαν επιβληθεί αρχικά·

γ)

εάν τα προτεινόμενα αντισταθμιστικά μέτρα είναι μικρότερης κλίμακας από αυτά που είχαν προγραμματισθεί αρχικά, πρέπει να μειώνεται αναλόγως και το ποσό της ενίσχυσης·

δ)

το νέο χρονοδιάγραμμα εφαρμογής των αντισταθμιστικών μέτρων θα μπορεί να συνεπάγεται καθυστέρηση σε σχέση με το αρχικό μόνο για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται η επιχείρηση ή το κράτος της ΕΖΕΣ. Αν δεν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε το ποσό της ενίσχυσης πρέπει να μειώνεται αναλόγως.

(52)

Εάν οι προϋποθέσεις που επιβάλλονται από την αρχή ή οι δεσμεύσεις που αναλαμβάνονται από το κράτος της ΕΖΕΣ εφαρμοστούν με λιγότερο αυστηρό τρόπο, το ποσό της ενίσχυσης πρέπει να μειωθεί αντίστοιχα ή να επιβληθούν άλλες προϋποθέσεις.

(53)

Εάν κράτος της ΕΖΕΣ επιφέρει τροποποιήσεις σε εγκεκριμένο σχέδιο αναδιάρθρωσης χωρίς να ενημερώσει δεόντως την αρχή, η αρχή κινεί τη διαδικασία, όπως προβλέπεται από το άρθρο 16 του μέρους ΙΙ του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί εποπτείας και δικαστηρίου (καταχρηστική εφαρμογή ενίσχυσης), υπό την επιφύλαξη του άρθρου 23 του μέρους ΙΙ του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί εποπτείας και δικαστηρίου και της ενδεχόμενης προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου της ΕΖΕΣ σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί εποπτείας και δικαστηρίου.

16.3.2.4.   Ενισχύσεις αναδιάρθρωσης σε ενισχυόμενες περιοχές

(54)

Όταν καλείται να εκτιμήσει μία ενίσχυση αναδιάρθρωσης σε ενισχυόμενες περιοχές, η αρχή λαμβάνει υπόψη της τις ανάγκες της περιφερειακής ανάπτυξης. Ωστόσο, το γεγονός ότι μία προβληματική επιχείρηση εδρεύει σε ενισχυόμενη περιοχή δεν δικαιολογεί την ανεκτική αντιμετώπιση των ενισχύσεων αναδιάρθρωσης, διότι η τεχνητή υποστήριξη επιχειρήσεων δεν ωφελεί μια περιφέρεια, ούτε μεσοπρόθεσμα ούτε μακροπρόθεσμα. Εξάλλου, για την προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης, είναι προς το συμφέρον των ίδιων των περιφερειών να αξιοποιούν τους πόρους τους για να αναπτύξουν το ταχύτερο δυνατό εναλλακτικές δραστηριότητες οι οποίες να είναι βιώσιμες και ανθεκτικές στο χρόνο. Τέλος, οι νοθεύσεις του ανταγωνισμού πρέπει να ελαχιστοποιούνται ακόμη και σε περιπτώσεις ενίσχυσης επιχειρήσεων που εδρεύουν σε ενισχυόμενες περιοχές. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη τα ενδεχομένως επιζήμια αποτελέσματα που θα μπορούσαν να προκύψουν για τη συγκεκριμένη περιοχή και για άλλες ενισχυόμενες περιοχές.

(55)

Συνεπώς, τα κριτήρια που αναφέρονται στα σημεία 31-53 ισχύουν εξίσου και για τις ενισχυόμενες περιοχές, ακόμη και όταν λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες της περιφερειακής ανάπτυξης. Στις ενισχυόμενες περιοχές όμως, και εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις σε κάποιο συγκεκριμένο τομέα, οι προϋποθέσεις για την έγκριση ενίσχυσης μπορεί να είναι λιγότερο αυστηρές όσον αφορά την εφαρμογή αντισταθμιστικών μέτρων και το μέγεθος της συμβολής του δικαιούχου. Εφόσον δικαιολογείται από ανάγκες περιφερειακής ανάπτυξης, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η μείωση της παραγωγικής ικανότητας ή της παρουσίας στην αγορά εμφανίζεται να είναι το πλέον ενδεδειγμένο μέτρο για να αποφευχθούν αθέμιτες νοθεύσεις του ανταγωνισμού, η απαιτούμενη μείωση θα είναι μικρότερη στις ενισχυόμενες σε σχέση με τις μη ενισχυόμενες περιοχές. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι οποίες χρειάζεται να καταδειχθούν από το ενδιαφερόμενο κράτος της ΕΖΕΣ, θα γίνεται διάκριση μεταξύ των περιοχών που είναι επιλέξιμες για περιφερειακή ενίσχυση βάσει του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ και εκείνων που είναι επιλέξιμες βάσει του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ), ώστε να ληφθεί υπόψη η μεγαλύτερη σοβαρότητα των περιφερειακών προβλημάτων στις πρώτες εξ αυτών.

16.3.2.5.   Ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ)

(56)

Οι ενισχύσεις που χορηγούνται σε μικρές επιχειρήσεις (18) τείνουν να επηρεάζουν τους όρους των συναλλαγών σε μικρότερο βαθμό σε σχέση με τις ενισχύσεις που χορηγούνται προς μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις. Το ίδιο ισχύει και για τις ενισχύσεις αναδιάρθρωσης, και, ως εκ τούτου, οι όροι που αναφέρονται στα σημεία 31-53 εφαρμόζονται πιο ελαστικά στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

η χορήγηση ενισχύσεων αναδιάρθρωσης στις μικρές επιχειρήσεις δεν συνδέεται κατά κανόνα με τη λήψη αντισταθμιστικών μέτρων (βλ. σημείο 40), εκτός εάν υπάρχουν αντίθετες διατάξεις για τις κρατικές ενισχύσεις σε ένα συγκεκριμένο τομέα·

β)

οι απαιτήσεις που αφορούν το περιεχόμενο των εκθέσεων είναι λιγότερο αυστηρές για τις ΜΜΕ (βλ. σημεία 48, 49 και 50).

(57)

Ωστόσο, η αρχή της “εφάπαξ” ενίσχυσης (τμήμα 16.3.3) ισχύει πλήρως στην περίπτωση των ΜΜΕ.

(58)

Για τις ΜΜΕ το σχέδιο αναδιάρθρωσης δε χρειάζεται να εγκριθεί από την αρχή. Το σχέδιο πρέπει εντούτοις να πληροί τις οριζόμενες στις παραγράφους 34-36 απαιτήσεις και να έχει εγκριθεί από το ενδιαφερόμενο κράτος της ΕΖΕΣ και κοινοποιηθεί στην αρχή. Η χορήγηση ενίσχυσης πρέπει να εξαρτάται από την πλήρη εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης. Η υποχρέωση ελέγχου της τήρησης αυτών των προϋποθέσεων ανατίθεται στο κράτος της ΕΖΕΣ.

16.3.2.6.   Ενισχύσεις για την κάλυψη του κοινωνικού κόστους της αναδιάρθρωσης

(59)

Τα σχέδια αναδιάρθρωσης συνεπάγονται συνήθως τον περιορισμό ή την εγκατάλειψη δραστηριοτήτων. Αυτοί οι περιορισμοί είναι συχνά απαραίτητοι για λόγους εξορθολογισμού και αποτελεσματικότητας, πέραν των τυχόν μειώσεων της παραγωγικής ικανότητας που ενδεχομένως απαιτούνται προκειμένου να χορηγηθεί ενίσχυση. Ανεξαρτήτως του λόγου, τα μέτρα αυτά οδηγούν εν γένει σε μειώσεις του προσωπικού της εταιρείας.

(60)

Η εργατική νομοθεσία των κρατών της ΕΖΕΣ μπορεί να περιλαμβάνει γενικά καθεστώτα κοινωνικής ασφάλισης, βάσει των οποίων οι αποζημιώσεις απόλυσης και οι συντάξεις πρόωρης συνταξιοδότησης καταβάλλονται απευθείας στους απολυθέντες. Αυτά τα καθεστώτα δεν πρέπει να θεωρούνται κρατικές ενισχύσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

(61)

Εκτός από την απευθείας καταβολή αποζημίωσης λόγω απόλυσης και τη δυνατότητα πρόωρης συνταξιοδότησης των οικείων εργαζομένων, τα γενικά καθεστώτα κοινωνικής μέριμνας συχνά προβλέπουν ότι η κυβέρνηση καλύπτει το κόστος παροχών που η επιχείρηση καταβάλλει στους απολυθέντες εργαζόμενους και οι οποίες υπερβαίνουν τις καταστατικές ή συμβατικές υποχρεώσεις της. Όταν τα καθεστώτα αυτά έχουν γενική εφαρμογή, χωρίς περιορισμούς κατά επί μέρους κλάδους, σε κάθε εργαζόμενο που πληροί προκαθορισμένους όρους, και συνεπάγονται αυτόματη παροχή αυτών των πλεονεκτημάτων, τότε δεν θεωρείται ότι συνιστούν ενίσχυση βάσει του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ για τις υπό αναδιάρθρωση επιχειρήσεις. Αντίθετα, εάν ένα τέτοιο καθεστώς χρησιμοποιείται με σκοπό τη στήριξη της αναδιάρθρωσης συγκεκριμένων κλάδων, δεν αποκλείεται ουδόλως να στοιχειοθετεί ενίσχυση, και τούτο λόγω του επιλεκτικού τρόπου με τον οποίον εφαρμόζεται (19).

(62)

Οι υποχρεώσεις που έχει μία επιχείρηση βάσει της εργατικής νομοθεσίας ή των συλλογικών συμβάσεων με τα εργατικά σωματεία όσον αφορά τις αποζημιώσεις λόγω απόλυσης ή/και τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις αποτελούν μέρος των συνήθων εξόδων μίας επιχείρησης τα οποία πρέπει να καταβάλλει από ίδιους πόρους. Κατά συνέπεια, κάθε κρατική συμμετοχή στα εν λόγω έξοδα πρέπει να θεωρείται ενίσχυση, ανεξάρτητα από το εάν οι πληρωμές πραγματοποιούνται άμεσα στην επιχείρηση ή εάν χορηγούνται μέσω κυβερνητικού φορέα στους εργαζόμενους.

(63)

Η αρχή δεν αντιτίθεται a priori στις ενισχύσεις αυτού του είδους όταν χορηγούνται σε προβληματικές επιχειρήσεις, επειδή αποφέρουν οικονομικά οφέλη τα οποία υπερβαίνουν τα συμφέροντα της σχετικής επιχείρησης, διευκολύνουν τις διαρθρωτικές αλλαγές και περιορίζουν τα κοινωνικά προβλήματα.

(64)

Εκτός από την κάλυψη της δαπάνης για αποζημιώσεις λόγω απόλυσης και για πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, ενισχύσεις χορηγούνται συχνά, σε μεμονωμένες περιπτώσεις αναδιάρθρωσης, για επιμόρφωση, παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών και πρακτική βοήθεια για την εξεύρεση εναλλακτικής απασχόλησης, καθώς επίσης για την επανεγκατάσταση, την επαγγελματική κατάρτιση και την παροχή βοήθειας σε εργαζόμενους που επιθυμούν να δημιουργήσουν νέες επιχειρήσεις. Η αρχή λαμβάνει συστηματικά ευνοϊκή θέση όσον αφορά αυτές τις ενισχύσεις όταν χορηγούνται σε προβληματικές επιχειρήσεις.

(65)

Οι ενισχύσεις που περιγράφονται στα σημεία 61 έως 64 πρέπει να επισημαίνονται σαφώς στο σχέδιο αναδιάρθρωσης, δεδομένου ότι οι ενισχύσεις σε κοινωνικά μέτρα αποκλειστικά προς όφελος των εργαζόμενων που απολύονται δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό της έκτασης των αντισταθμιστικών μέτρων σύμφωνα με τα σημεία 37-41.

(66)

Προς το κοινό συμφέρον, η αρχή θα μεριμνά, κατά το δυνατόν, για τον περιορισμό, στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης, των κοινωνικών επιπτώσεών της στα άλλα κράτη μέλη, εκτός εκείνου που χορηγεί την ενίσχυση.

16.3.2.7.   Ανάγκη ενημέρωσης της αρχής για κάθε ενίσχυση που χορηγείται στη δικαιούχο επιχείρηση κατά την περίοδο αναδιάρθρωσης

(67)

Κατά την αξιολόγηση, στο πλαίσιο των παρουσών κατευθυντηρίων γραμμών, ενισχύσεων αναδιάρθρωσης προς μεγάλες ή μεσαίες επιχειρήσεις, η χορήγηση οποιασδήποτε άλλης ενίσχυσης κατά την περίοδο αναδιάρθρωσης, ακόμη και αν είναι σύμφωνη με ήδη εγκεκριμένο καθεστώς, ενδέχεται να επηρεάσει την αξιολόγηση της αρχής σχετικά με την έκταση των απαιτούμενων αντισταθμιστικών μέτρων.

(68)

Οι κοινοποιήσεις των ενισχύσεων για την αναδιάρθρωση μεγάλων ή μεσαίων επιχειρήσεων πρέπει να αναφέρουν κάθε άλλη ενίσχυση οποιουδήποτε είδους προβλέπεται να χορηγηθεί στη δικαιούχο επιχείρηση κατά την περίοδο αναδιάρθρωσης, εκτός εάν η εκάστοτε ενίσχυση καλύπτεται από τον κανόνα de minimis ή από κανονισμούς περί απαλλαγής.

(69)

Η αρχή λαμβάνει υπόψη αυτές τις ενισχύσεις κατά την αξιολόγηση της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης. Κάθε ενίσχυση πραγματικά χορηγούμενη σε μεγάλη ή μεσαία επιχείρηση κατά τη διάρκεια της περιόδου αναδιάρθρωσης, συμπεριλαμβανομένων των ενισχύσεων που χορηγούνται σύμφωνα με εγκεκριμένο καθεστώς, πρέπει να κοινοποιείται μεμονωμένα στην αρχή στο μέτρο που αυτή δεν έχει ενημερωθεί κατά τη στιγμή λήψης της απόφασής της σχετικά με την ενίσχυση αναδιάρθρωσης.

(70)

Η αρχή εξασφαλίζει ότι η χορήγηση ενισχύσεων στο πλαίσιο εγκεκριμένων καθεστώτων δεν μπορεί να οδηγήσει σε καταστρατήγηση των αξιώσεων που προβλέπουν οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές.

16.3.3.   “Εφάπαξ ενίσχυση”

(71)

Η ενίσχυση διάσωσης αποτελεί εξαιρετική ενέργεια, με στόχο τη συνέχιση της δραστηριότητας της επιχείρησης για περιορισμένο χρονικό διάστημα, στη διάρκεια του οποίου μπορούν να αξιολογηθούν οι προοπτικές της. Αντίθετα, δεν μπορούν να γίνουν δεκτές οι επαναλαμβανόμενες ενισχύσεις διάσωσης, που στην ουσία διατηρούν απλώς το status quo, αναβάλλουν το αναπόφευκτο και εν τω μεταξύ μεταθέτουν τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα σε άλλους αποτελεσματικότερους παραγωγούς ή σε άλλα συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Ως εκ τούτου, ενίσχυση διάσωσης χορηγείται μόνον άπαξ (αρχή της “εφάπαξ ενίσχυσης”). Σύμφωνα με την ίδια αρχή, για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να παρέχονται αδικαιολόγητα ενισχύσεις σε επιχειρήσεις, οι οποίες μπορούν να επιβιώσουν μόνο χάρη στη συνεχή κρατική υποστήριξη, οι ενισχύσεις αναδιάρθρωσης πρέπει να χορηγούνται μόνον άπαξ. Τέλος, εάν μια ενίσχυση διάσωσης χορηγηθεί σε επιχείρηση που έχει ήδη λάβει ενίσχυση αναδιάρθρωσης, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι δυσχέρειες του δικαιούχου είναι επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα και ότι οι επαναλαμβανόμενες κρατικές παρεμβάσεις οδηγούν σε νοθεύσεις του ανταγωνισμού που είναι αντίθετες προς το κοινό συμφέρον. Κρατικές παρεμβάσεις αυτού του είδους δεν πρέπει να επιτρέπονται.

(72)

Όταν ένα πρόγραμμα ενισχύσεων διάσωσης ή αναδιάρθρωσης κοινοποιείται στην αρχή, το κράτος της ΕΖΕΣ πρέπει να διευκρινίζει καταρχάς εάν η επιχείρηση έχει ήδη λάβει κατά το παρελθόν κρατική ενίσχυση αυτού του είδους, συμπεριλαμβανομένων και των ενισχύσεων που ενδεχομένως χορηγήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών, καθώς και οποιασδήποτε μη κοινοποιηθείσας ενίσχυσης (20). Στην περίπτωση αυτή, και όταν έχει παρέλθει διάστημα μικρότερο των δέκα ετών από τη χορήγηση ενίσχυσης διάσωσης ή έχει λήξει η περίοδος αναδιάρθρωσης ή έχει διακοπεί η εφαρμογή του σχεδίου (το πλέον πρόσφατο εκ των τριών), η Επιτροπή δεν εγκρίνει άλλη ενίσχυση διάσωσης ή αναδιάρθρωσης, εκτός από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν μία ενίσχυση αναδιάρθρωσης ακολουθεί τη χορήγηση ενίσχυσης διάσωσης ως μέρος μιας ενιαίας πράξης αναδιάρθρωσης·

β)

όταν η ενίσχυση διάσωσης έχει χορηγηθεί σύμφωνα με τους όρους του τμήματος 16.3.1.1 και η ενίσχυση αυτή δεν ακολούθησε στηριζόμενη από το κράτος αναδιάρθρωση εάν:

i)

η επιχείρηση μπορούσε εύλογα να θεωρηθεί μακροπρόθεσμα βιώσιμη μετά τη χορήγηση της ενίσχυσης διάσωσης και

ii)

απαιτείται νέα ενίσχυση διάσωσης ή αναδιάρθρωσης μετά τουλάχιστον πέντε έτη λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων (21) για τις οποίες δεν ευθύνεται η επιχείρηση·

γ)

σε εξαιρετικές και απρόβλεπτες περιστάσεις για τις οποίες δεν ευθύνεται η επιχείρηση.

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα στοιχεία β) και γ), δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η απλοποιημένη διαδικασία που αναφέρεται στο τμήμα 16.3.1.2.

(73)

Η εφαρμογή του ανωτέρω κανόνα ουδόλως επηρεάζεται από μεταβολές του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της δικαιούχου επιχείρησης μετά τη χορήγηση της ενίσχυσης, ούτε από οποιαδήποτε δικαστική ή διοικητική διαδικασία που έχει ως αποτέλεσμα την εξυγίανση του ισολογισμού της επιχείρησης, τη μείωση του παθητικού της ή τη διαγραφή παλαιότερων χρεών της, υπό την προϋπόθεση ότι η δραστηριότητα συνεχίζεται από την ίδια επιχείρηση.

(74)

Όταν ένας επιχειρηματικός όμιλος έχει λάβει ενίσχυση διάσωσης ή αναδιάρθρωσης, η αρχή κανονικά δεν εγκρίνει άλλη ενίσχυση διάσωσης ή αναδιάρθρωσης στον ίδιο τον όμιλο ή σε οποιαδήποτε από τις επιχειρήσεις του ομίλου, εκτός εάν έχουν παρέλθει 10 έτη από τη χορήγηση της ενίσχυσης διάσωσης ή έχει λήξει η περίοδος αναδιάρθρωσης ή έχει διακοπεί το σχέδιο εφαρμογής, ανάλογα με το πλέον πρόσφατο γεγονός. Όταν επιχείρηση που ανήκει σε επιχειρηματικό όμιλο έχει λάβει ενίσχυση διάσωσης ή αναδιάρθρωσης, ο όμιλος στο σύνολό του καθώς και οι άλλες επιχειρήσεις του ομίλου παραμένουν επιλέξιμες για τη χορήγηση ενίσχυσης διάσωσης ή αναδιάρθρωσης (υπό την επιφύλαξη της τήρησης των άλλων διατάξεων των συγκεκριμένων κατευθυντηρίων γραμμών) εξαιρουμένου του δικαιούχου της προηγούμενης ενίσχυσης. Τα κράτη της ΕΖΕΣ πρέπει να εξασφαλίζουν ότι δε θα διαβιβασθεί ενίσχυση από τον όμιλο ή άλλη επιχείρηση του ομίλου στο δικαιούχο της προηγούμενης ενίσχυσης.

(75)

Στην περίπτωση που μία επιχείρηση εξαγοράζει τα στοιχεία του ενεργητικού άλλης επιχείρησης, ιδίως επιχείρησης που έχει υπαχθεί σε μια από τις διαδικασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 73 ή σε συλλογική διαδικασία του εθνικού δικαίου λόγω αφερεγγυότητας και είχε ήδη λάβει η ενίσχυση διάσωσης ή αναδιάρθρωσης, ο αγοραστής δεν δεσμεύεται πλέον από τον όρο της “εφάπαξ ενίσχυσης”, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες σωρευτικές προϋποθέσεις:

α)

είναι σαφές ότι ο αγοραστής δεν έχει καμία σχέση με την παλαιά επιχείρηση·

β)

ο αγοραστής έχει αποκτήσει τα στοιχεία του ενεργητικού της παλαιάς επιχείρησης σε τιμές αγοράς·

γ)

η εκκαθάριση ή η δικαστική διαχείριση και η εξαγορά της παλαιάς επιχείρησης δεν αποτελούν απλώς τεχνάσματα για να αποφευχθεί η εφαρμογή του κανόνα της “εφάπαξ ενίσχυσης”: αυτό μπορεί να το διαπιστώσει η Αρχή εάν, για παράδειγμα, οι δυσχέρειες που αντιμετωπίζει ο αγοραστής ήταν σαφώς αναμενόμενες κατά την εξαγορά των στοιχείων ενεργητικού της παλαιάς επιχείρησης.

(76)

Θα πρέπει, ωστόσο, στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι, με βάση τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές, δεν μπορούν να επιτραπούν ενισχύσεις για την εξαγορά στοιχείων ενεργητικού, δεδομένου ότι αποτελούν ενισχύσεις στην αρχική επένδυση.

16.4.   Καθεστώτα ενισχύσεων προς τις ΜΜΕ

16.4.1.   Γενικές αρχές

(77)

Η αρχή θα εγκρίνει καθεστώτα που αφορούν τη χορήγηση ενισχύσεων διάσωσης ή/και αναδιάρθρωσης μόνο υπέρ των μικρών και μεσαίων προβληματικών επιχειρήσεων που αντιστοιχούν στον κοινοτικό ορισμό για τις ΜΜΕ. Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που ακολουθούν, το συμβιβάσιμο των εν λόγω καθεστώτων θα αξιολογείται σύμφωνα με τους όρους που αναλύονται στα κεφάλαια 16.2 και 16.3, εξαιρουμένου του τμήματος 16.3.1.2 το οποίο δεν εφαρμόζεται σε καθεστώτα ενισχύσεων. Κάθε ενίσχυση που χορηγείται στο πλαίσιο καθεστώτος και δεν πληροί έναν από τους όρους αυτούς θα πρέπει να κοινοποιείται μεμονωμένα και να εγκρίνεται προηγουμένως από την αρχή.

16.4.2.   Επιλεξιμότητα

(78)

Εκτός εάν προβλέπεται άλλως από τους τομεακούς κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις, οι ενισχύσεις υπέρ μικρών ή μεσαίων επιχειρήσεων που χορηγούνται κατ’ εφαρμογή καθεστώτων που εγκρίνονται από την ημερομηνία εφαρμογής των παρουσών κατευθυντηρίων γραμμών δεν απαλλάσσονται από την υποχρέωση μεμονωμένης κοινοποίησης παρά μόνον εφόσον πληρούν τουλάχιστον ένα από τα τρία κριτήρια που ορίζονται στο σημείο 9. Οι ενισχύσεις σε επιχειρήσεις που δεν πληρούν κανένα από αυτά τα τρία κριτήρια πρέπει να κοινοποιούνται μεμονωμένα στην αρχή, ώστε αυτή να εκτιμήσει κατά πόσο διαθέτουν τα χαρακτηριστικά προβληματικής επιχείρησης. Οι ενισχύσεις σε επιχειρήσεις που δρουν σε αγορά που παρουσιάζει μακροπρόθεσμη διαρθρωτική πλεονάζουσα ικανότητα, ανεξάρτητα από το μέγεθος της δικαιούχου επιχείρησης, πρέπει επίσης να ανακοινώνονται μεμονωμένα στην αρχή ώστε να αξιολογήσει την εφαρμογή του σημείου 41.

16.4.3.   Όροι για την έγκριση καθεστώτων ενισχύσεων διάσωσης

(79)

Για να εγκριθούν από την αρχή, τα καθεστώτα ενισχύσεων διάσωσης πρέπει να πληρούν τους όρους που θεσπίζονται στα στοιχεία α), β), δ) και ε) του σημείου 24. Εξάλλου, ενίσχυση διάσωσης δεν μπορεί να χορηγείται για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών, κατά το οποίο πρέπει να γίνει ανάλυση της κατάστασης της επιχείρησης. Πριν από τη λήξη της περιόδου αυτής, το κράτος της ΕΖΕΣ πρέπει είτε να έχει εγκρίνει ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης ή σχέδιο εκκαθάρισης είτε να έχει απαιτήσει από τη δικαιούχο την αποπληρωμή του δανείου και της ενίσχυσης που αντιστοιχεί στην προσαύξηση του επιτοκίου λόγω υψηλού κινδύνου.

(80)

Κάθε ενίσχυση διάσωσης που χορηγείται για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών ή δεν επιστρέφεται μετά την πάροδο έξι μηνών, πρέπει να κοινοποιείται μεμονωμένα στην Αρχή.

16.4.4.   Όροι για την έγκριση καθεστώτων ενισχύσεων αναδιάρθρωσης

(81)

Η αρχή θα εγκρίνει καθεστώτα ενισχύσεων αναδιάρθρωσης μόνο εφόσον η χορήγηση των ενισχύσεων συνοδεύεται από τον όρο της πλήρους εφαρμογής εκ μέρους του δικαιούχου ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης το οποίο έχει προηγουμένως εγκριθεί από το κράτος της ΕΖΕΣ και πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

αποκατάσταση της βιωσιμότητας: εφαρμόζονται τα κριτήρια που ορίζονται στα σημεία 33-36·

β)

αποφυγή αθέμιτων νοθεύσεων του ανταγωνισμού: δεδομένου ότι η ενίσχυση σε μικρές επιχειρήσεις τείνει σε μικρότερη νόθευση του ανταγωνισμού, η αρχή που ορίζεται στα σημεία 37-41 δεν εφαρμόζεται εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά από τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων που εφαρμόζονται σε συγκεκριμένο τομέα. Τα καθεστώτα πρέπει πάντως να προβλέπουν ότι οι αποδέκτριες επιχειρήσεις δεν επιτρέπεται να αυξήσουν την παραγωγική τους ικανότητα κατά τη διάρκεια της αναδιάρθρωσης. Για τις μεσαίες επιχειρήσεις εφαρμόζονται οι παράγραφοι 37-41·

γ)

περιορισμός των ενισχύσεων στο ελάχιστο αναγκαίο: ισχύουν οι αρχές που περιγράφονται στα σημεία 42, 43 και 44·

δ)

τροποποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης: για κάθε τροποποίηση του σχεδίου πρέπει να τηρούνται οι κανόνες που περιέχονται στα σημεία 51, 52 και 53.

16.4.5.   Κοινοί όροι για την έγκριση καθεστώτων ενισχύσεων διάσωσης ή/και αναδιάρθρωσης

(82)

Τα καθεστώτα πρέπει να προσδιορίζουν το ανώτατο ποσό ενίσχυσης που επιτρέπεται να χορηγηθεί στην ίδια επιχείρηση στο πλαίσιο της χορήγησης ενίσχυσης διάσωσης ή/και αναδιάρθρωσης, ακόμη και όταν πρόκειται για την τροποποίηση του σχετικού σχεδίου. Οι ενισχύσεις που υπερβαίνουν το ποσό αυτό πρέπει να κοινοποιούνται μεμονωμένα στην αρχή. Το μέγιστο ποσό ενίσχυσης που χορηγείται για συνδυασμένη ενίσχυση διάσωσης και ενίσχυση αναδιάρθρωσης που χορηγείται στην ίδια εταιρεία δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 10 εκατ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε ενίσχυσης από άλλες πηγές ή σύμφωνα με άλλα καθεστώτα.

(83)

Επιπλέον πρέπει να τηρείται η αρχή της “εφάπαξ ενίσχυσης”: εφαρμόζεται ο κανόνας που περιλαμβάνεται στο τμήμα 16.3.3.

(84)

Τα κράτη της ΕΖΕΣ πρέπει επίσης να προβαίνουν σε επιμέρους κοινοποίηση μέτρων στην αρχή, όταν μία επιχείρηση αποκτά στοιχεία του ενεργητικού μιας άλλης επιχείρησης η οποία έχει ήδη λάβει ενίσχυση διάσωσης ή αναδιάρθρωσης.

16.4.6.   Παρακολούθηση και ετήσιες εκθέσεις

(85)

Τα σημεία 48, 49 και 50 δεν εφαρμόζονται στα καθεστώτα ενισχύσεων. Ωστόσο, η έγκριση του καθεστώτος συνοδεύεται από υποχρέωση υποβολής, κατά κανόνα σε ετήσια βάση, εκθέσεων σχετικά με την εφαρμογή του καθεστώτος οι οποίες περιέχουν τις πληροφορίες που προβλέπονται στις σχετικές οδηγίες της αρχής για τις τυποποιημένες εκθέσεις (22). Οι εκθέσεις πρέπει επίσης να περιλαμβάνουν κατάλογο όλων των δικαιούχων επιχειρήσεων και να διευκρινίζουν για καθεμιά από αυτές:

α)

την επωνυμία της εταιρείας·

β)

τον κωδικό του σχετικού κλάδου, που αντιστοιχεί στον τριψήφιο κωδικό της ταξινόμησης κλάδων της NACE (23)·

γ)

τον αριθμό εργαζομένων·

δ)

τον ετήσιο κύκλο εργασιών και το ύψος του ισολογισμού·

ε)

το ποσό της χορηγηθείσας ενίσχυσης·

στ)

το ποσό και τη μορφή της συμβολής της δικαιούχου επιχείρησης·

ζ)

κατά περίπτωση, τη μορφή και τη σημασία των αντισταθμιστικών μέτρων·

η)

κατά περίπτωση, στοιχεία σχετικά με τις ενισχύσεις αναδιάρθρωσης ή τις εξομοιούμενες με αυτές που έχει λάβει η επιχείρηση κατά το παρελθόν·

θ)

το κατά πόσον η δικαιούχος επιχείρηση έχει τεθεί υπό εκκαθάριση ή υπαχθεί σε συλλογική πτωχευτική διαδικασία πριν από τη λήξη της περιόδου αναδιάρθρωσης.

16.5.   Κατάλληλα μέτρα όπως αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί εποπτείας και δικαστηρίου

(86)

Η αρχή θα προτείνει στα κράτη μέλη, με χωριστή επιστολή, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί εποπτείας και δικαστηρίου, να υιοθετήσουν κατάλληλα μέτρα όπως αναφέρονται στα σημεία 87-88 σχετικά με τα υφιστάμενα καθεστώτα ενισχύσεων. Η αρχή προτίθεται να εξαρτά στο μέλλον την έγκριση κάθε καθεστώτος από την τήρηση των κατωτέρω διατάξεων.

(87)

Τα κράτη της ΕΖΕΣ που έχουν δεχθεί την πρόταση της αρχής πρέπει να προσαρμόσουν, εντός έξι μηνών, τα υφιστάμενα καθεστώτα ενισχύσεων που πρόκειται να παραμείνουν σε ισχύ μετά την έγκριση ώστε να τα ευθυγραμμίσουν με τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές.

(88)

Τα κράτη της ΕΖΕΣ πρέπει να δηλώσουν ότι αποδέχονται αυτά τα κατάλληλα μέτρα εντός μηνός από την παραλαβή της εν λόγω επιστολής προτείνοντας κατάλληλα μέτρα.

16.6.   Έναρξη ισχύος και διάρκεια

(89)

Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές αρχίζουν να ισχύουν από την ημερομηνία έγκρισης. Με την επιφύλαξη τυχόν νέας απόφασης, θα παραμείνουν σε ισχύ επί πέντε έτη.

(90)

Οι κοινοποιήσεις που έχουν καταγραφεί από την αρχή πριν από την ημερομηνία αυτή θα εξεταστούν σύμφωνα με τα κριτήρια που ίσχυαν κατά το χρόνο της κοινοποίησης.

(91)

Η αρχή θα εξετάζει κατά πόσον συμβιβάζεται με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ κάθε ενίσχυση διάσωσης ή αναδιάρθρωσης η οποία χορηγείται χωρίς την άδεια της και, επομένως, κατά παράβαση του άρθρου 1 παράγραφος 3 του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί εποπτείας και δικαστηρίου με βάση τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές, εάν η ενίσχυση ή μέρος αυτής χορηγήθηκε μετά τη δημοσίευσή τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, θα διενεργήσουν την εξέταση με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές που ισχύουν κατά το χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης.


(1)  Το κεφάλαιο αυτό αντιστοιχεί στις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις όσον αφορά τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 1).

(2)  Εγκρίθηκε στις 19 Ιανουαρίου 1994, δημοσιεύθηκε στην ΕΕ L 231 της 3.9.1994, σ. 1, και στο Συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ αριθ. 32 την ίδια ημερομηνία.

(3)  Εγκρίθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1999, δημοσιεύθηκε στην ΕΕ L 274 της 26.10.2000 και στο Συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ αριθ. 48 την ίδια ημερομηνία.

(4)  Στην αντίστοιχη ανακοίνωση της Επιτροπής, η Επιτροπή ανέφερε ότι ο στενότερος έλεγχος των νοθεύσεων που δημιουργούνται από τις ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων φαίνεται να εξασφαλίζεται υπό το φως των συμπερασμάτων των συνόδων των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων της Στοκχόλμης στις 23 και 24 Μαρτίου 2001 και της Βαρκελώνης στις 15 και 16 Μαρτίου 2002, τα οποία κάλεσαν τα κράτη μέλη να συνεχίσουν να μειώνουν το συνολικό επίπεδο των κρατικών ενισχύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ και να τις επαναπροσανατολίσουν προς οριζόντιους στόχους κοινού συμφέροντος συμπεριλαμβανομένων των στόχων κοινωνικής και οικονομικής συνοχής. Τούτο συνάδει και με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που πραγματοποιήθηκε στη Λισαβόνα στις 23 και 24 Μαρτίου 2000 που αποσκοπούν στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας.

(5)  Αυτό παραπέμπει ειδικότερα στα είδη εταιρειών που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978 (ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ. 11), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2003/51/ΕΟΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 178 της 17.7.2003, σ. 16) όπως ενσωματώθηκε στο σημείο 4 του παραρτήματος XXII της συμφωνίας για τον ΕΟΧ με την απόφαση αριθ. 176/2003 της Μεικτής Επιτροπής του ΕΟΧ, της 5ης Δεκεμβρίου 2003 (ΕΕ L 88 της 25.3.2004, σ. 53 και στο Συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ αριθ. 15, 25.3.2004, σ. 14).

(6)  Κατ’ αναλογία με τις διατάξεις του άρθρου 17 της δεύτερης οδηγίας 77/91/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1976 (ΕΕ L 26 της 31.1.1977, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης στην ΕΕ του 2003. Ενσωματώθηκε στο σημείο 2 του παραρτήματος XXII της συμφωνίας για τον ΕΟΧ μέσω της συμφωνίας για τη διεύρυνση του ΕΟΧ.

(7)  Τούτο παραπέμπει ειδικότερα στα είδη εταιρειών που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ. 11), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2003/51/ΕΟΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 178 της 17.7.2003, σ. 16), όπως ενσωματώθηκε στο σημείο 4 του παραρτήματος XXII της συμφωνίας για τον ΕΟΧ με την απόφαση αριθ. 176/2003 της Μεικτής Επιτροπής του ΕΟΧ, της 5.12.2003 (ΕΕ L 88 της 25.3.2004, σ. 53 και Συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ αριθ. 15, 25.3.2004, σ. 14).

(8)  Για να καθοριστεί εάν μια εταιρεία είναι ανεξάρτητη ή αποτελεί μέρος επιχειρηματικού ομίλου, λαμβάνονται υπόψη τα κριτήρια του παραρτήματος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 68/2001 της Επιτροπής (ΕΕ L 10 της 13.1.2001, σ. 20), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 363/2004 (ΕΕ L 63 της 28.2.2004, σ. 20), όπως ενσωματώθηκε στην παράγραφο 1 στοιχείο δ) του παραρτήματος XV της συμφωνίας για τον ΕΟΧ με την απόφαση αριθ. 131/2004 της Μεικτής Επιτροπής του ΕΟΧ (ΕΕ L 64 της 10.3.2005, σ. 67).

(9)  Ειδικοί κανόνες αυτού του χαρακτήρα υπάρχουν για τις εναέριες μεταφορές. Βλ. κεφάλαιο 30 των κατευθυντηρίων γραμμών.

(10)  Η συμφωνία μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου (“Η συμφωνία περί εποπτείας και δικαστηρίου”) (ΕΕ L 344 της 31.12.1994, σ. 1).

(11)  Υπόθεση C-355/95 P, Textilwerke Deggendorf κατά Επιτροπής και λοιπών, Συλλογή Νομολογίας 997 σ. I-2549.

(12)  Εξαίρεση μπορεί να γίνει στην περίπτωση των ενισχύσεων διάσωσης στον τραπεζικό τομέα, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στο συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα να συνεχίσει προσωρινά τις τραπεζικές του επιχειρήσεις, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία περί προληπτικής εποπτείας (Οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, (ΕΕ L 126 της 26.5.2000, σ. 1), όπως ενσωματώθηκε στην παράγραφο 14 του παραρτήματος IX της συμφωνίας για τον ΕΟΧ με την απόφαση αριθ. 15/2001 της Μεικτής Επιτροπής του ΕΟΧ της 1ης Οκτωβρίου 2001 (ΕΕ L 117 της 26.4.2001, σ. 13 και Συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ αριθ. 22, 26.4.2001, σ. 8). Σε κάθε περίπτωση, ενίσχυση που χορηγείται με μορφή άλλη πέραν εγγυήσεων δανείου ή δάνεια τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο στοιχείο α), πρέπει να πληροί τις γενικές αρχές των ενισχύσεων διάσωσης και να μη συνίσταται σε διαρθρωτικά χρηματοοικονομικά μέτρα που αφορούν τα ίδια κεφάλαια της τράπεζας. Οποιαδήποτε ενίσχυση χορηγείται με μορφή άλλη πέραν εγγυήσεων δανείου ή δάνεια τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο στοιχείο α) λαμβάνεται υπόψη όταν εξετάζονται οποιαδήποτε αντισταθμιστικά μέτρα στο πλαίσιο σχεδίου αναδιάρθρωσης, σύμφωνα με τα σημεία 37-41.

(13)  Σε αυτή την περίπτωση η αρχή μπορεί να λάβει επίσης υπόψη εάν πρόκειται για μεσαία ή μεγάλη επιχείρηση.

(14)  Κεφάλαιο 26A του πολυτομεακού πλαισίου για τις περιφερειακές ενισχύσεις προς μεγάλα επενδυτικά σχέδια, το οποίο εγκρίθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2002 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί), το οποίο τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 17 Μαρτίου 2004 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί).

(15)  Σε τέτοιες περιπτώσεις, η αρχή επιτρέπει μόνο ενισχύσεις που θα ελαφρύνουν το κοινωνικό κόστος της αναδιάρθρωσης, σύμφωνα με το τμήμα 16.3.2.6, καθώς και περιβαλλοντικές ενισχύσεις για τον καθαρισμό μολυσμένων χώρων, οι οποίοι διαφορετικά μπορεί να εγκαταλειφθούν.

(16)  Βλ. σημείο 6. Αυτή η ελάχιστη συμμετοχή δεν πρέπει να περιλαμβάνει ενίσχυση. Αυτό δεν ισχύει για παράδειγμα στην περίπτωση που πρόκειται για δάνειο με επιδότηση επιτοκίου ή καλυπτόμενο από εγγύηση του δημοσίου που περικλείει στοιχεία ενίσχυσης.

(17)  Βλ. σημείο 9 στοιχείο γ).

(18)  Όπως ορίζονται στη σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36), η οποία ενσωματώθηκε στη συμφωνία για τον ΕΟΧ με την απόφαση αριθ. 131/2004 της Μεικτής Επιτροπής του ΕΟΧ της 25ης Σεπτεμβρίου 2004 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί). Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2004, ο σχετικός ορισμός υπάρχει στη σύσταση 96/280/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 107 της 30.4.1996, σ. 4). Ο ορισμός υπάρχει επίσης στο παράρτημα 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 70/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001 σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΕΕ L 10 της 13.1.2001, σ. 33), ο οποίος ενσωματώθηκε στη συμφωνία για τον ΕΟΧ μέσω του παραρτήματος XV σημείο 1f) με την απόφαση αριθ. 88/2002 της Μεικτής Επιτροπής του ΕΟΧ, της 25ης Ιουνίου 2002 η οποία τροποποιεί το παράρτημα XV (κρατικές ενισχύσεις) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (ΕΕ L 266 της 3.10.2002, σ. 56 και Συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ αριθ. 49, 3.10.2002, σ. 42).

(19)  Στην απόφασή του στην υπόθεση C-241/94 Γαλλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή Νομολογίας 1996, σ. Ι-4551, (Kimberly Clark Sopalin), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η χρηματοδότηση από τις γαλλικές αρχές μέσω του γαλλικού εθνικού ταμείου απασχολήσεως και σε επιλεκτική βάση μπορούσε να ευνοήσει ορισμένες επιχειρήσεις έναντι άλλων, καλύπτοντας έτσι τις προϋποθέσεις κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης. (Στην απόφαση του Δικαστηρίου δεν αμφισβητείτο η βασιμότητα του συμπεράσματος της Επιτροπής ότι η ενίσχυση ήταν συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά.).

(20)  Όσον αφορά τις μη κοινοποιηθείσες ενισχύσεις, η αρχή λαμβάνει υπόψη στην ανάλυσή της το ενδεχόμενο η ενίσχυση να έχει κηρυχθεί συμβιβάσιμη με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ με άλλη μορφή και όχι ως ενίσχυση διάσωσης ή αναδιάρθρωσης.

(21)  Απρόβλεπτη θεωρείται η περίσταση που δεν μπορούσε επ’ ουδενί να προβλεφθεί από τη διαχείριση της εταιρείας κατά την κατάρτιση του σχεδίου αναδιάρθρωσης και η οποία δεν οφείλεται σε αμέλεια ή σφάλματα της διαχείρισης της εταιρείας ούτε σε αποφάσεις του ομίλου στον οποίο ανήκει η εν λόγω εταιρεία.

(22)  Βλ. παράρτημα ΙΙΙ. Α και Β (τυποποιημένες εκθέσεις για υφιστάμενες κρατικές ενισχύσεις) της απόφασης 195/04/COL της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ, της 14ης Ιουλίου 2004, σχετικά με την υλοποίηση διατάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 27 του μέρους II του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί εποπτείας και δικαστηρίου (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί).

(23)  Στατιστική ταξινόμηση των οικονομικών δραστηριοτήτων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, δημοσιευθείσα από τη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Τύπος (1) υπολογισμού του ανώτατου ποσού ενίσχυσης διάσωσης που μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο απλοποιημένης διαδικασίας:

Formula

Ο τύπος υπολογισμού θεμελιώνεται στα αποτελέσματα εκμετάλλευσης της εταιρείας (EBIT = κέρδη προ τόκων και φόρων) κατά το έτος που προηγείται της χορήγησης ή της κοινοποίησης της ενίσχυσης (αναφέρεται ως t). Στο ποσό αυτό προστίθενται οι αποσβέσεις. Στη συνέχεια πρέπει να προστεθεί η μεταβολή των κεφαλαίων κίνησης, η οποία αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ κυκλοφορούντος ενεργητικού και βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων (2) για τις τελευταίες κλεισθείσες λογιστικές χρήσεις. Ομοίως, εάν έχουν μεταφερθεί προβλέψεις στα αποτελέσματα εκμετάλλευσης, αυτό πρέπει να προσδιορίζεται σαφώς και το αποτέλεσμα δεν πρέπει να περιλαμβάνει τέτοιες προβλέψεις.

Ο τύπος υπολογισμού στοχεύει στην εκτίμηση των αρνητικών λειτουργικών ταμειακών ροών της εταιρείας κατά το έτος που προηγείται της αίτησης ενίσχυσης (ή πριν τη χορήγηση ενίσχυσης στις περιπτώσεις μη κοινοποιηθεισών ενισχύσεων). Το ήμισυ αυτού του ποσού πρέπει να επιτρέπει τη διατήρηση της εταιρείας σε λειτουργία για περίοδο έξι μηνών. Το αποτέλεσμα του τύπου υπολογισμού πρέπει κατά συνέπεια να διαιρείται διά 2.

Αυτός ο τύπος υπολογισμού μπορεί να εφαρμοσθεί μόνον εφόσον το αποτέλεσμα είναι αρνητικό ποσό.

Στη περίπτωση που ο τύπος οδηγεί σε θετικό αποτέλεσμα, πρέπει να υποβληθεί αναλυτική εξήγηση στην οποία να αποδεικνύεται ότι όντως πρόκειται για προβληματική επιχείρηση, όπως ορίζεται στα σημεία 9-10.

Παράδειγμα:

Κέρδη προ τόκων και φόρων (εκατ. ευρώ)

(12)

Αποσβέσεις (εκατ. ευρώ)

2


Ισολογισμός

(εκατ. ευρώ)

Δεκέμβριος 31, Χ

Δεκέμβριος 31, ΧΟ

Κυκλοφορούν ενεργητικό

Διαθέσιμα ή ισοδύναμα

10

5

Λογαριασμοί εισπρακτέοι

30

20

Αποθέματα

50

45

Έξοδα επόμενων χρήσεων

20

10

Άλλα στοιχεία του κυκλοφορούντος ενεργητικού

20

20

Σύνολο κυκλοφορούντος ενεργητικού

130

100

Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις

Λογαριασμοί πληρωτέοι

20

25

Έξοδα χρήσεως δεδουλευμένα

15

10

Έσοδα επόμενων χρήσεων

5

5

Σύνολο βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων

40

40

Κεφάλαιο κίνησης

90

60

Μεταβολή κεφαλαίου κίνησης

(30)

 

Ανώτατο ποσό ενίσχυσης διάσωσης = [– 12 + 2 + (– 30)]/2 = – 20 εκατ. ευρώ

Εφόσον το αποτέλεσμα του τύπου είναι μεγαλύτερο από 10 εκατ. ευρώ, η απλοποιημένη διαδικασία που περιγράφεται στο σημείο 30 δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Σε περίπτωση υπέρβασης αυτού του ορίου, το κράτος μέλος πρέπει να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο καθορίστηκαν οι μελλοντικές ανάγκες διαθεσίμων και το ποσό της ενίσχυσης διάσωσης.»


(1)  Το ΕΒΙΤ (κέρδη προ τόκων και φόρων) όπως εμφανίζεται στους ετήσιους λογαριασμούς του έτους που προηγείται της αίτησης (έτος t) πρέπει να προσαυξάνεται με τις αποσβέσεις της ίδιας περιόδου και τη μεταβολή του κεφαλαίου κίνησης σε περίοδο δύο ετών (έτος πριν από την αίτηση και προηγούμενο έτος), και στη συνέχεια να διαιρείται διά 2 για να προσδιοριστεί ένα ποσό για έξι μήνες, που αποτελεί την κανονική περίοδο για την οποία εγκρίνεται μια ενίσχυση διάσωσης.

(2)  Κυκλοφορούν ενεργητικό: ρευστά διαθέσιμα, εισπρακτέοι λογαριασμοί (λογαριασμοί πελατών και χρεωστών), άλλα στοιχεία κυκλοφορούντος ενεργητικού και προπληρωθέντα έξοδα, αποθέματα. Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις: χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις, πληρωτέοι λογαριασμοί (λογαριασμοί προμηθευτών και πιστωτών) και άλλες βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, έσοδα επόμενων χρήσεων, άλλες δεδουλευμένες υποχρεώσεις, υποχρεώσεις από φόρους.


Top