Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CO0133

    Διάταξη του Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 7ης Απριλίου 2022.
    VP κ.λπ. κατά Ελληνικού Δημοσίου.
    Αίτηση του Εφετείου Αθηνών για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Ρήτρα 4 – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα – Εθνική νομοθεσία που εισάγει διαφορετική μεταχείριση ως προς την αμοιβή μεταξύ των εργαζομένων που απασχολούνται με συμβάσεις έργου ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων που απασχολούνται με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου – Δεν δικαιολογείται – Έννοια των “αντικειμενικών λόγων”.
    Υπόθεση C-133/21.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:294

    ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

    της 7ης Απριλίου 2022 (*)

    «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Ρήτρα 4 – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα – Εθνική νομοθεσία που εισάγει διαφορετική μεταχείριση ως προς την αμοιβή μεταξύ των εργαζομένων που απασχολούνται με συμβάσεις έργου ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων που απασχολούνται με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου – Δεν δικαιολογείται – Έννοια των “αντικειμενικών λόγων”»

    Στην υπόθεση C‑133/21,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Εφετείο Αθηνών με απόφαση της 9ης Μαρτίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Μαρτίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

    VP,

    CX,

    RG,

    TR κ.λπ.

    κατά

    Ελληνικού Δημοσίου,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

    συγκείμενο από τους J. Passer, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen και M. L. Arastey Sahún (εισηγήτρια), δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    –        οι VP, CX, RG και TR κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τους Π. Καμπίτη και Δ. Βασιλείου, δικηγόρους,

    –        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Τασσοπούλου και Αικ. Μαγριππή, καθώς και από τον K. Γεωργιάδη,

    –        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την D. Recchia και τον M. Κωνσταντινίδη,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

    1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της ρήτρας 4 της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο) και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43).

    2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των VP, CX, RG, TR και άλλων εργαζομένων απασχολούμενων με σύμβαση έργου ορισμένου χρόνου και, αφετέρου, του Ελληνικού Δημοσίου, με αντικείμενο την καταβολή των διαφορών των αποδοχών τους σε σύγκριση με εκείνες του προσωπικού που απασχολείται με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.

     Το νομικό πλαίσιο

     Το δίκαιο της Ένωσης

    3        Το άρθρο 1 της οδηγίας 1999/70 προβλέπει ότι η εν λόγω οδηγία «αποσκοπεί στην υλοποίηση της [συμφωνίας-πλαισίου]».

    4        Σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου είναι, κατά τη ρήτρα της 1:

    «α)      η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης·

    [...]».

    5        Η ρήτρα 2 της συμφωνίας-πλαισίου, που φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει στο σημείο 1 τα εξής:

    «Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος.»

    6        Η ρήτρα 3 της συμφωνίας-πλαισίου, που φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής:

    «1.      Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως “εργαζόμενος ορισμένου χρόνου” νοείται ένα πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, η ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος.

    2.      Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως “αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου” νοείται ο εργαζόμενος που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση, και απασχολείται στην ίδια ή παρόμοια εργασία/απασχόληση, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων. Όπου δεν υπάρχει αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου στην ίδια εκμετάλλευση, η σύγκριση πρέπει να γίνεται με αναφορά στην εκάστοτε εφαρμοζόμενη συλλογική σύμβαση, ή όταν δεν υπάρχει οικεία συλλογική σύμβαση, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ή τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές.»

    7        Η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου, που φέρει τον τίτλο «Αρχή της μη διάκρισης», προβλέπει στο σημείο 1 τα εξής:

    «Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.»

     Το ελληνικό δίκαιο

    8        Το προεδρικό διάταγμα 164/2004 «Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα» της 14ης Ιουλίου 2004 (ΦΕΚ Aʹ 134/19.7.2004), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: προεδρικό διάταγμα 164/2004), προσάρμοσε την ελληνική νομοθεσία για το προσωπικό του Δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα στις διατάξεις της οδηγίας 1999/70. Το εν λόγω προεδρικό διάταγμα τέθηκε σε ισχύ στις 19 Ιουλίου 2004.

    9        Το άρθρο 4 του ως άνω προεδρικού διατάγματος, το οποίο μετέφερε στο ελληνικό δίκαιο τη ρήτρα 4 της οδηγίας 1999/70, όσον αφορά τον δημόσιο τομέα, προβλέπει τα εξής:

    «Όσον αφορά στους όρους και στις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν επιτρέπεται, εκ μόνου του λόγου ότι η σύμβασή τους είναι ορισμένου χρόνου, να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζόμενους αορίστου χρόνου.»

    10      Το άρθρο 5 του εν λόγω προεδρικού διατάγματος περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τις ακόλουθες διατάξεις:

    «1.      Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών.

    2.      Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης.

    [...]»

    11      Το άρθρο 11 του ίδιου προεδρικού διατάγματος περιέχει τις ακόλουθες μεταβατικές διατάξεις:

    «1.      Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)      Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων, ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δεκαοκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση.

    β)      Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου (α) να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση. [...]

    γ)      Το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός.

    δ)      Ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση. [...]

    2.      Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. [...]

    [...]»

    12      Το τιτλοφορούμενο «Σύσταση θέσεων με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου» άρθρο 1 του νόμου 3320/2005 «Ρυθμίσεις θεμάτων για το προσωπικό του Δημοσίου και των νομικών προσώπων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και για τους Ο.Τ.Α.» της 23ης Φεβρουαρίου 2005 (ΦΕΚ Αʹ 48/23.2.2005), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος 3320/2005), όριζε τα εξής:

    «1.      Το προσωπικό με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή σύμβαση έργου ή άλλη σχέση του Δημοσίου, των Ν.Π.[Δ.Δ.] και των Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού, του οποίου οι συμβάσεις συνιστούν συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του π.δ. 164/2004, κατατάσσεται σε υφιστάμενες κενές οργανικές θέσεις με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ειδικότητας αντίστοιχης ή παρεμφερούς προς την ειδικότητα της σύμβασής του.

    2.      Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών και του οικείου κατά περίπτωση Υπουργού, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, συνιστώνται οργανικές θέσεις προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, αορίστου χρόνου, προκειμένου να καλυφθούν, όπου απαιτείται, οι διαπιστωθείσες πάγιες και διαρκείς ανάγκες, κατ’ εφαρμογή του Π.Δ. 164/2004.

    3.      Η κατάταξη του προσωπικού γίνεται με απόφαση του αρμόδιου για την πρόσληψη οργάνου, η οποία δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

    4.      Οι κατατασσόμενοι λαμβάνουν τις αποδοχές της θέσης τους από την ημερομηνία έκδοσης της πράξης κατάταξής τους. Ο χρόνος των συμβάσεων μίσθωσης έργου των κατατασσομένων λογίζεται για όλες τις συνέπειες ότι έχει διανυθεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου.

    5.      Για τους κατατασσόμενους ισχύει ο χρονικός περιορισμός της παρ. 2 του άρθρου 70 του [νόμου 2683/1999 “Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. και άλλες διατάξεις” της 5ης Φεβρουαρίου 1999 (ΦΕΚ Aʹ 19/9.2.1999)], για τη μετάταξη σε ανώτερη βαθμίδα, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 12 του [νόμου 3230/2004 “Καθιέρωση συστήματος διοίκησης με στόχους, μέτρηση της αποδοτικότητας και άλλες διατάξεις” της 11ης Φεβρουαρίου 2004 (ΦΕΚ Aʹ 44/11.2.2004)]. Ως ημερομηνία πρόσληψης, νοείται η ημερομηνία έκδοσης της πράξης κατάταξης.»

    13      Με την υπουργική απόφαση 2/7093/0022 «Επέκταση των διατάξεων του Ν. 3205/2003 στο προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου που απασχολείται στο Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α.» της 5ης Φεβρουαρίου 2004 (ΦΕΚ Βʹ 215/5.2.2004), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 2 έως 13, 15 έως 18 και 20 έως 26, του άρθρου 27, παράγραφος 2, και του άρθρου 28 του νόμου 3205/2003 «Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος και άλλες συναφείς διατάξεις» της 22ας Δεκεμβρίου 2003 (ΦΕΚ Aʹ 297/23.12.2003), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, επεκτάθηκε στο προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου και ορισμένου χρόνου, που υπηρετεί στο Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α.

    14      Το άρθρο 113, παράγραφος 5, του νόμου 1892/1990 «Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις» της 31ης Ιουλίου 1990 (ΦΕΚ Aʹ 101/31.7.1990), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος 1892/1990), προέβλεπε ότι ο καθαρισμός των σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης γίνεται αποκλειστικώς από καθαριστές που εκτελούν το έργο αυτό με σύμβαση μίσθωσης έργου, η οποία συνάπτεται μεταξύ του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και εκάστου εξ αυτών για ένα διδακτικό έτος.

    15      Οι διατάξεις του άρθρου 35, παράγραφος 4, του νόμου 3577/2007 «Δημιουργία φορέα διαχείρισης ολοκληρωμένου προγράμματος Δια βίου μάθησης, ρύθμιση θεμάτων ιδιωτικής εκπαίδευσης και φορέων εποπτείας υπουργείου Εθνικής παιδείας και Θρησκευμάτων και άλλες διατάξεις» της 4ης Ιουνίου 2007 (ΦΕΚ Aʹ 130/8.6.2007) και του άρθρου 36 του νόμου 3699/2008 «Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση ατόμων με αναπηρία ή με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες» της 26ης Σεπτεμβρίου 2008 (ΦΕΚ Aʹ 199/2.10.2008), που αντικατέστησαν το άρθρο 113, παράγραφος 5, του νόμου 1892/1990 και θεσπίστηκαν μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 1999/70 στην ελληνική νομοθεσία, επιβεβαίωσαν την επιλογή του νομοθέτη να συνάπτει συμβάσεις έργου ορισμένου χρόνου για τον καθαρισμό των σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης εφόσον όμως οι σχετικές ανάγκες δεν καλύπτονται από το προσωπικό καθαριότητας που υπηρετεί σε οργανικές θέσεις.

     Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    16      Οι εκκαλούντες της κύριας δίκης προσελήφθησαν από το Ελληνικό Δημόσιο για τον καθαρισμό σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αρχικώς με διαδοχικές συμβάσεις έργου ορισμένου χρόνου, εν συνεχεία, από τον Δεκέμβριο του 2006 και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 και του άρθρου 1 του νόμου 3320/2005, με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ως υπάλληλοι καθαρισμού σχολείων οι οποίοι υπηρετούν σε οργανικές θέσεις.

    17      Εκτιμώντας ότι οι συμβάσεις τους μίσθωσης έργου υπέκρυπταν σχέση εξαρτημένης εργασίας με σκοπό την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του Ελληνικού Δημοσίου, οι εκκαλούντες της κύριας δίκης άσκησαν στις 10 Ιουνίου 2009 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγή με αίτημα να τους καταβληθεί από το Ελληνικό Δημόσιο ορισμένο ποσό ως οφειλόμενες για τα έτη 2001 έως 2008 διαφορές αποδοχών συγκριτικά με τις νόμιμες αποδοχές της ίδιας περιόδου για αντίστοιχους εργαζομένους που εργάζονταν στο εναγόμενο. Με την απόφαση 2198/2011, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών απέρριψε στο σύνολό της την αγωγή των εκκαλούντων της κύριας δίκης.

    18      Στις 11 Νοεμβρίου 2013 οι εκκαλούντες της κύριας δίκης άσκησαν έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση 1189/2016, το αιτούν δικαστήριο εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και υποχρέωσε το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει τις ζητηθείσες διαφορές αποδοχών.

    19      Κατόπιν της άσκησης ενώπιόν του αναίρεσης κατά της εφετειακής απόφασης, ο Άρειος Πάγος, αφενός, αναίρεσε την απόφαση αυτή στο μέτρο που το αιτούν δικαστήριο είχε επιδικάσει στους εκκαλούντες της κύριας δίκης τις διαφορές αποδοχών για το πριν την κατάταξή τους σε οργανικές θέσεις χρονικό διάστημα (στο εξής: επίμαχη περίοδος) και, αφετέρου, ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου προκειμένου να εκδικαστεί επί της ουσίας.

    20      Όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, ο Άρειος Πάγος κρίνει ότι η καταβολή των ζητηθεισών διαφορών αποδοχών όσον αφορά την επίμαχη περίοδο δεν μπορούσε να θεμελιωθεί στο άρθρο 1, παράγραφος 4, του νόμου 3320/2005 και ότι η διάταξη αυτή δεν αντιβαίνει στη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, ρήτρα της οποίας μπορεί να γίνεται επίκληση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

    21      Ο Άρειος Πάγος υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου και, ιδίως, με τις αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 2012, Valenza κ.λπ. (C‑302/11 έως C‑305/11, EU:C:2012:646, σκέψεις 42 και 43), και της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, de Diego Porras (C‑596/14, EU:C:2016:683, σκέψεις 40 και 41), για τη διαπίστωση της απαιτούμενης από τη ρήτρα αυτή συγκρισιμότητας των επίμαχων καταστάσεων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ένα σύνολο παραγόντων, όπως η φύση της εργασίας, η κατάρτιση και οι όροι εργασίας, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι οι οικείοι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου ευρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση με τους εργαζομένους αορίστου χρόνου, υπό την έννοια ότι ασκούν πανομοιότυπη ή παρόμοια με αυτούς εργασία, δεδομένου ότι σε διαφορετική περίπτωση η εν λόγω ρήτρα δεν ευρίσκει έδαφος εφαρμογής.

    22      Στο πλαίσιο αυτό, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι απλώς και μόνον η διαπίστωση από το αιτούν δικαστήριο ότι η αμοιβή των εκκαλούντων της κύριας δίκης δεν ήταν αντίστοιχη με εκείνη που ελάμβαναν συνάδελφοί τους οι οποίοι ανήκαν στο τακτικό προσωπικό του Ελληνικού Δημοσίου, μολονότι διέθεταν τα ίδια προσόντα και εργάζονταν υπό τις ίδιες συνθήκες με το τακτικό προσωπικό, χωρίς το αιτούν δικαστήριο να κάνει ειδική μνεία συγκεκριμένης κατηγορίας εργαζομένων με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και των δραστηριοτήτων και καθηκόντων εκατέρας των δύο πλευρών, δεν αρκούσε για να γίνει δεκτή η συνδρομή της προϋπόθεσης της συγκρισιμότητας των επίμαχων καταστάσεων και για να διαπιστωθεί παραβίαση της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου.

    23      Κατά τον Άρειο Πάγο, τα ανωτέρω ισχύουν κατά μείζονα λόγο καθόσον εν προκειμένω, κατά τις παραδοχές της απόφασης του αιτούντος δικαστηρίου, οι εκκαλούντες της κύριας δίκης προσελήφθησαν για να παρέχουν τις υπηρεσίες τους με διαδοχικές συμβάσεις μίσθωσης έργου δεκάμηνης διάρκειας για τον καθαρισμό σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 113, παράγραφος 5, του νόμου 1892/1990. Συναφώς, ο Άρειος Πάγος, στηριζόμενος μεταξύ άλλων στις αποφάσεις της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ. (C‑378/07 έως C‑380/07, EU:C:2009:250, σκέψη 96), της 26ης Ιανουαρίου 2012, Kücük (C‑586/10, EU:C:2012:39, σκέψεις 27 και 31), και της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (C‑238/14, EU:C:2015:128, σκέψη 47), καθώς και στη διάταξη της 24ης Απριλίου 2009, Κούκου (C‑519/08, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:269, σκέψη 45), διαπίστωσε ότι η νομοθετική επιλογή της κατάρτισης συμβάσεων μίσθωσης έργου ορισμένου χρόνου για τον καθαρισμό σχολείων εδικαιολογείτο από την ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων για την εκτέλεση των οποίων είχαν συναφθεί οι συμβάσεις αυτές και από τα εγγενή χαρακτηριστικά των συμβάσεων αυτών, κατά την έννοια της ρήτρας 5, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 1990/70, αφού οι εν λόγω υπηρεσίες, ως απαραίτητη δραστηριότητα κάλυψης πάγιων και διαρκών αναγκών για τη λειτουργία των σχολείων, δεν επιβάλλουν την πρόσληψη από το Ελληνικό Δημόσιο μόνιμου τακτικού προσωπικού με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αλλά μπορούν να παρασχεθούν εξίσου και με την κατάρτιση συμβάσεων μίσθωσης έργου με νομικά ή φυσικά πρόσωπα.

    24      Καλούμενο να αποφανθεί επί του αιτήματος των εκκαλούντων της κύριας δίκης για την καταβολή των ζητηθεισών διαφορών αποδοχών όσον αφορά την επίμαχη περίοδο, κατόπιν της αναίρεσης της αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου από τον Άρειο Πάγο και της αναπομπής της υπόθεσης ενώπιόν του, το αιτούν δικαστήριο, στηριζόμενο στο σύνολο των στοιχείων που προσκόμισαν οι διάδικοι της κύριας δίκης, διαπιστώνει πρώτον ότι, μολονότι κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου το Ελληνικό Δημόσιο απασχολούσε τυπικώς τους εκκαλούντες της κύριας δίκης με συμβάσεις μίσθωσης έργου για τον καθαρισμό σχολείων, πράγμα που καταρχήν δεν αντίκειται στο ελληνικό δίκαιο ή στο δίκαιο της Ένωσης, εντούτοις αυτοί υπέκειντο στο διευθυντικό δικαίωμα του Ελληνικού Δημοσίου, δεδομένου ότι οι εκπρόσωποί του καθόριζαν τον τόπο, χρόνο και τρόπο παροχής της εργασίας των εκκαλούντων της κύριας δίκης και οι σχετικές εντολές που έδιναν οι εκπρόσωποι αυτοί ήταν δεσμευτικές για τους εκκαλούντες. Κατά συνέπεια, κατά το αιτούν δικαστήριο, οι εκκαλούντες της κύριας δίκης απασχολούνταν στην πραγματικότητα με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας και ενέπιπταν, ως εκ τούτου, στην κατά τη ρήτρα 1 της συμφωνίας-πλαισίου έννοια του «εργαζομένου». Δεύτερον, η εργασία του υπαλλήλου καθαριότητας δεν απαιτεί ούτε ιδιαίτερα τυπικά προσόντα ούτε ιδιαίτερη εμπειρία. Τρίτον, κατά την επίμαχη περίοδο, το Ελληνικό Δημόσιο απασχολούσε υπαλλήλους καθαριότητας με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, οι οποίοι, όπως ακριβώς και οι εκκαλούντες της κύριας δίκης, εκτελούσαν καθήκοντα καθαρισμού σε διαφόρους χώρους εγκαταστάσεων και υπηρεσιών του Ελληνικού Δημοσίου και ελάμβαναν τις αποδοχές του νόμου 3205/2003.

    25      Δεδομένου ότι οι εκκαλούντες της κύριας δίκης δεν έλαβαν τέτοιες αποδοχές κατά την επίμαχη περίοδο, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι υπέστησαν διαφορετική μεταχείριση η οποία δεν δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους και, ως εκ τούτου, αντιβαίνει στη ρήτρα 4 της οδηγίας 1999/70.

    26      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ, αφενός, των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου μέχρι την κατάταξή τους σε οργανικές θέσεις, σύμφωνα με το άρθρο 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 και το άρθρο 1 του νόμου 3320/2005, και, αφετέρου, των εργαζομένων με συμβάσεις αορίστου χρόνου δικαιολογείται για τον λόγο ότι οι πρώτοι εν γνώσει τους παρείχαν εργασία για την κάλυψη παγίων αναγκών.

    27      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Εφετείο Αθηνών αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)      Είναι σύμφωνη με τη ρήτρα 4 της οδηγίας 1999/70/ΕΚ ρύθμιση της εθνικής νομοθεσίας, όπως η επίδικη, η οποία επιβάλλει την διακριτική μισθολογική μεταχείριση σε βάρος εργαζομένων με ορισμένου χρόνου συμβάσεις, κατά την έννοια της ρήτρας 1 της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, σε σχέση με τον συγκρίσιμο εργαζόμενο αορίστου χρόνου, με μοναδικό κριτήριο διαφοροποιήσεως ότι η σύμβασή τους χαρακτηρίζεται από τον εργοδότη ή τον νόμο ως σύμβαση έργου ορισμένου χρόνου;

    2)      Ιδίως, είναι σύμφωνη με την ρήτρα 4 της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ ρύθμιση της εθνικής νομοθεσίας, σύμφωνα με την οποία δικαιολογείται η διακριτική μισθολογική μεταχείριση εργαζομένων επειδή παρείχαν την εργασία τους με ορισμένου χρόνου συμβάσεις, εν γνώσει ότι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη;»

     Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    28      Δυνάμει του άρθρου 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η απάντηση σε ερώτημα που υποβάλλεται με αίτηση προδικαστικής αποφάσεως μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία ή όταν δεν υπάρχει καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την απάντηση που προσήκει σε ένα τέτοιο ερώτημα, το Δικαστήριο, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, μπορεί οποτεδήποτε να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.

    29      Η εν λόγω διάταξη χρήζει εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση.

     Επί του παραδεκτού

    30      Η Ελληνική Κυβέρνηση αμφισβητεί το παραδεκτό των ερωτημάτων που υποβάλλονται από το αιτούν δικαστήριο με το σκεπτικό ότι τα ερωτήματα αυτά στηρίζονται σε δύο εσφαλμένες παραδοχές, ήτοι, αφενός, ότι, κατά την περίοδο κατά την οποία οι εκκαλούντες της κύριας δίκης απασχολούνταν από το Ελληνικό Δημόσιο με συμβάσεις έργου ορισμένου χρόνου, υπήρχαν εργαζόμενοι αορίστου χρόνου που ευρίσκονταν σε συγκρίσιμη κατάσταση και, αφετέρου, ότι οι εκκαλούντες της κύριας δίκης γνώριζαν ότι η εργασία που παρείχαν με συμβάσεις ορισμένου χρόνου κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη.

    31      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, δεν απόκειται στο Δικαστήριο αλλά στο εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά που προκάλεσαν τη διαφορά της κύριας δίκης και να συναγάγει εξ αυτών τα αναγκαία συμπεράσματα για την απόφαση που καλείται να εκδώσει (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, Safe Interenvíos, C‑235/14, EU:C:2016:154, σημείο 119 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ειδικότερα, το Δικαστήριο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας ή επί του κύρους νομοθετήματος της Ένωσης βάσει των πραγματικών περιστατικών που του έχει επισημάνει το εθνικό δικαστήριο (απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2013, Nordecon και Ramboll Eesti, C‑561/12, EU:C:2013:793, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    32      Ειδικότερα, μολονότι, στο πλαίσιο της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των δικαστηρίων της Ένωσης και των εθνικών δικαστηρίων, εναπόκειται καταρχήν στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει ότι συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η εφαρμογή κανόνα δικαίου της Ένωσης στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του, το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, μπορεί να παράσχει ενδεχομένως διευκρινίσεις προκειμένου να καθοδηγήσει το εθνικό δικαστήριο κατά την ερμηνεία του (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, SCF, C‑135/10, EU:C:2012:140, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    33      Εν προκειμένω, καθόσον η παραδοχή κατά την οποία οι εκκαλούντες της κύριας δίκης παρείχαν την εργασία τους με συμβάσεις έργου ορισμένου χρόνου εν γνώσει του ότι οι συμβάσεις αυτές κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη ανάγεται εξ ολοκλήρου στα πραγματικά περιστατικά, δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να θέσει υπό αμφισβήτηση την παραδοχή αυτή.

    34      Σχετικά με την παραδοχή σύμφωνα με την οποία, κατά την επίμαχη περίοδο, υπήρχαν εργαζόμενοι αορίστου χρόνου που ευρίσκονταν σε συγκρίσιμη κατάσταση με τους εκκαλούντες της κύριας δίκης, υπενθυμίζεται ότι η εκτίμηση για το αν υπάρχουν «αντίστοιχοι εργαζόμενοι αορίστου χρόνου», κατά την έννοια της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου, ανάγεται στα πραγματικά περιστατικά και επομένως εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου (πρβλ. απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2018, de Diego Porras, C‑619/17, EU:C:2018:936, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, ούτε η παραδοχή αυτή μπορεί να αμφισβητηθεί από το Δικαστήριο, το οποίο έχει απλώς την ευχέρεια να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τα αναγκαία ερμηνευτικά στοιχεία σχετικά με την έννοια του «αντίστοιχου εργαζομένου αορίστου χρόνου» της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, προκειμένου το αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει οριστικώς εάν υπήρχαν εν προκειμένω τέτοιοι εργαζόμενοι.

    35      Συνεπώς, τα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο είναι παραδεκτά.

     Επί της ουσίας

    36      Με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να συνεξεταστούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία εργαζόμενος ορισμένου χρόνου του οποίου η σύμβαση χαρακτηρίζεται ως σύμβαση μίσθωσης έργου δεν δικαιούται αντίστοιχες αποδοχές προς εκείνες που καταβάλλονται σε εργαζόμενο αορίστου χρόνου, για τον λόγο ότι παρέσχε την εργασία του με σύμβαση ορισμένου χρόνου εν γνώσει του ότι η σύμβαση αυτή κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη του.

    37      Η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου απαγορεύει να αντιμετωπίζονται οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δυσμενώς, όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου εκ μόνου του λόγου ότι απασχολούνται βάσει σύμβασης ή σχέσης εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

    38      Επομένως, προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου, πρέπει, πρώτον, να εξεταστεί αν οι εκκαλούντες της κύριας δίκης εμπίπτουν στην έννοια των «εργαζομένων ορισμένου χρόνου» της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου και ως εκ τούτου στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής, ειδικότερα δε αν το γεγονός ότι οι συμβάσεις βάσει των οποίων παρείχαν την εργασία τους χαρακτηρίζονται ως συμβάσεις μίσθωσης έργου ασκεί συναφώς οποιαδήποτε επιρροή.

    39      Στο πλαίσιο αυτό, αφενός, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα της ρήτρας 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας-πλαισίου ορίζεται κατά τρόπο ευρύ, καθόσον καλύπτει γενικώς τους «εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος». Επιπλέον, ο ορισμός των «εργαζομένων ορισμένου χρόνου» κατά την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου, ο οποίος διατυπώνεται στη ρήτρα της 3, σημείο 1, καταλαμβάνει το σύνολο των εργαζομένων, χωρίς να προβαίνει σε διάκριση ανάλογα με τον δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα του εργοδότη με τον οποίο συνδέονται και ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού της συμβάσεώς τους βάσει του εσωτερικού δικαίου (απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Servicio Aragonés de Salud, C‑942/19, EU:C:2021:440, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    40      Η συμφωνία‑πλαίσιο εφαρμόζεται κατά συνέπεια στο σύνολο των εργαζομένων που παρέχουν αμειβόμενες υπηρεσίες στο πλαίσιο σχέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου που τους συνδέει με τον εργοδότη τους, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί δεσμεύονται από σύμβαση ή σχέση εργασίας κατά την έννοια της εθνικής νομοθεσίας και υπό τη μόνη επιφύλαξη του περιθωρίου εκτιμήσεως που παρέχει στα κράτη μέλη η ρήτρα 2, σημείο 2, της συμφωνίας‑πλαισίου όσον αφορά την εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας σε ορισμένες κατηγορίες συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, καθώς και της εξαίρεσης των προσωρινώς απασχολουμένων εργαζομένων, σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας‑πλαισίου (απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Servicio Aragonés de Salud, C‑942/19, EU:C:2021:440, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    41      Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι μια σχέση εργασίας που έχει συναφθεί με δημόσια αρχή χαρακτηρίζεται ως σύμβαση μίσθωσης έργου δεν επηρεάζει τη δυνατότητα εφαρμογής της συμφωνίας-πλαισίου και ως εκ τούτου δεν αρκεί ώστε να στερήσει από τους ενδιαφερόμενους παρόχους τα προβλεπόμενα από τη συμφωνία αυτή δικαιώματα, διότι άλλως θα θιγόταν σε μεγάλο βαθμό η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 1999/70 και της συμφωνίας-πλαισίου καθώς και η ομοιόμορφη εφαρμογή τους στα κράτη μέλη, αφού αυτά θα μπορούσαν να αποκλείσουν κατά το δοκούν ορισμένες κατηγορίες προσώπων από την προστασία που παρέχουν τα ως άνω νομοθετήματα της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, Regojo Dans, C‑177/14, EU:C:2015:450, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    42      Αφετέρου, από το γράμμα της ρήτρας 3, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου προκύπτει ότι μια σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι η λήξη της εν λόγω σύμβασης ή σχέσης εργασίας «καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, η ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος».

    43      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι οι εκκαλούντες της κύριας δίκης, κατά τη διάρκεια της απασχολήσεώς τους από το Ελληνικό Δημόσιο με συμβάσεις μίσθωσης έργου, παρείχαν σε αυτό υπηρεσίες καθαρισμού σχολείων για τις οποίες ελάμβαναν αμοιβή. Εξάλλου, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι οι εν λόγω συμβάσεις συνάπτονταν για διάστημα δέκα μηνών. Τέλος, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου, που είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει, βάσει του εθνικού δικαίου, τη φύση της σχέσης μεταξύ των εκκαλούντων της κύριας δίκης και του Ελληνικού Δημοσίου, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που χαρακτήριζαν την εν λόγω σχέση, όπως ήταν, μεταξύ άλλων, η σχέση εξάρτησης μεταξύ των μερών, μολονότι τα μέρη τυπικώς συνδέονταν με συμβάσεις μίσθωσης έργου, η υφιστάμενη μεταξύ τους σχέση ήταν στην πράξη σχέση εργασίας. Η εκτίμηση αυτή του αιτούντος δικαστηρίου φαίνεται εξάλλου να επιβεβαιώνεται από το γεγονός της μετατροπής των συμβάσεων αυτών σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου.

    44      Κατά συνέπεια, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι εκκαλούντες της κύριας δίκης εμπίπτουν στην έννοια των «εργαζομένων ορισμένου χρόνου» της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου και ως εκ τούτου στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής. Το γεγονός ότι οι συμβάσεις βάσει των οποίων παρείχαν την εργασία τους χαρακτηρίζονται ως συμβάσεις μίσθωσης έργου δεν ασκεί συναφώς καμία επιρροή.

    45      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι οι σχετικοί με τις αμοιβές όροι εμπίπτουν στην έννοια των «συνθηκών απασχόλησης» της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου (απόφαση της 15ης Απριλίου 2008, Impact, C‑268/06, EU:C:2008:223, σκέψη 134).

    46      Τρίτον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, της οποίας ειδική έκφραση συνιστά η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, επιβάλλει να μην επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση σε συγκρίσιμες καταστάσεις ούτε ίδια μεταχείριση σε ανόμοιες καταστάσεις, εκτός αν μια τέτοια μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικώς [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Governo della Repubblica italiana (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C‑658/18, EU:C:2020:572, σκέψη 141 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    47      Συναφώς, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων εφαρμόστηκε και εξειδικεύθηκε με τη συμφωνία-πλαίσιο αποκλειστικώς όσον αφορά τη διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων αορίστου χρόνου οι οποίοι ευρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Governo della Repubblica italiana (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C‑658/18, EU:C:2020:572, σκέψη 142 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    48      Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι ο «αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου» ορίζεται στη ρήτρα 3, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου ως ο «εργαζόμενος που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση, και απασχολείται στην ίδια ή παρόμοια εργασία/απασχόληση, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων». Εξάλλου, κατά την ως άνω ρήτρα 3, σημείο 2, όταν, όπως εν προκειμένω, δεν υπάρχει αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου στην ίδια εκμετάλλευση, η σύγκριση πρέπει να γίνεται με αναφορά στην εκάστοτε εφαρμοζόμενη συλλογική σύμβαση, ή όταν δεν υπάρχει οικεία συλλογική σύμβαση, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές.

    49      Κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον οι ενδιαφερόμενοι εκτελούν την ίδια ή παρόμοια εργασία κατά την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου, πρέπει να εξετάζεται, σύμφωνα με τη ρήτρα 3, σημείο 2, και τη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, εάν, λαμβανομένου υπόψη ενός συνόλου παραγόντων, όπως η φύση της εργασίας, η απαιτούμενη κατάρτιση και οι όροι εργασίας, μπορεί να θεωρηθεί ότι τα πρόσωπα αυτά ευρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Governo della Repubblica italiana (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C‑658/18, EU:C:2020:572, σκέψη 143 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    50      Αν αποδεικνύεται ότι, κατά τη διάρκεια της απασχολήσεώς τους, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου ασκούσαν τα ίδια καθήκοντα με τους εργαζομένους αορίστου χρόνου τους οποίους απασχολούσε ο ίδιος εργοδότης ή κατείχαν την ίδια θέση με αυτούς, πρέπει καταρχήν να γίνεται δεκτό ότι οι δύο αυτές κατηγορίες εργαζομένων ευρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Governo della Repubblica italiana (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C‑658/18, EU:C:2020:572, σκέψη 144 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    51      Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, ως μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, να κρίνει αν οι εκκαλούντες της κύριας δίκης, κατά τη διάρκεια της απασχολήσεώς τους από το Ελληνικό Δημόσιο με συμβάσεις μίσθωσης έργου, ευρίσκονταν σε συγκρίσιμη κατάσταση με τους μισθωτούς που απασχολούνταν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα από το Ελληνικό Δημόσιο για αόριστο χρόνο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Montero Mateos, C‑677/16, EU:C:2018:393, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    52      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι εκκαλούντες της κύριας δίκης, κατά τη διάρκεια της απασχολήσεώς τους από το Ελληνικό Δημόσιο με συμβάσεις μίσθωσης έργου, εκτελούσαν καθήκοντα καθαρισμού σχολείων, όπως ακριβώς οι υπάλληλοι καθαριότητας τους οποίους το Ελληνικό Δημόσιο απασχολούσε με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου εκτελούσαν, κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, καθήκοντα καθαρισμού σε διάφορους χώρους εγκαταστάσεων και υπηρεσιών του Ελληνικού Δημοσίου. Το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι η εργασία του υπαλλήλου καθαριότητας δεν απαιτεί ούτε ιδιαίτερα τυπικά προσόντα ούτε ιδιαίτερη εμπειρία. Εξάλλου, από κανένα στοιχείο της ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφίας δεν προκύπτει ότι οι όροι εργασίας των εκκαλούντων της κύριας δίκης και των οικείων υπαλλήλων καθαριότητας διέφεραν ουσιωδώς.

    53      Επομένως, υπό την επιφύλαξη της οριστικής εκτιμήσεως του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων από το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατά τη διάρκεια της απασχόλησης των εκκαλούντων της κύριας δίκης από το Ελληνικό Δημόσιο με συμβάσεις μίσθωσης έργου, η κατάστασή τους ήταν συγκρίσιμη με εκείνη των υπαλλήλων καθαριότητας που απασχολούνταν από το Ελληνικό Δημόσιο για αόριστο χρόνο κατά το ίδιο χρονικό διάστημα.

    54      Υπό τις συνθήκες αυτές, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι, όσον αφορά την επίμαχη περίοδο, οι εκκαλούντες της κύριας δίκης έλαβαν αμοιβές χαμηλότερες από εκείνες που καταβάλλονταν στους εν λόγω υπαλλήλους, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι εκκαλούντες της κύριας δίκης υπέστησαν, σε σχέση με τους εργαζομένους αορίστου χρόνου, διαφορετική μεταχείριση ως προς την αμοιβή, την οποία απαγορεύει η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, εκτός αν τέτοια μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

    55      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, το γεγονός ότι οι εκκαλούντες της κύριας δίκης παρείχαν την εργασία τους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου εν γνώσει του ότι οι συμβάσεις αυτές κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Ελληνικού Δημοσίου δικαιολογούσε μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση.

    56      Πρέπει επομένως, τέταρτον και τελευταίο, να εξεταστεί αν το γεγονός αυτό συνιστά «αντικειμενικό λόγο», κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου.

    57      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο όρος «αντικειμενικοί λόγοι», όπως χρησιμοποιείται στη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, πρέπει να γίνεται αντιληπτός υπό την έννοια ότι δεν είναι δυνατό να δικαιολογηθεί διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων αορίστου χρόνου για τον λόγο ότι αυτή προβλέπεται από γενικό και αφηρημένο κανόνα του εθνικού δικαίου, όπως είναι ο νόμος ή η συλλογική σύμβαση (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Motter, C‑466/17, EU:C:2018:758, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    58      Η ως άνω έννοια απαιτεί να δικαιολογείται η διαπιστωθείσα διαφορετική μεταχείριση από την ύπαρξη σαφών και συγκεκριμένων στοιχείων που να χαρακτηρίζουν τον υπό εξέταση όρο απασχόλησης στο ειδικό πλαίσιο όπου εντάσσεται και επί τη βάσει αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων, προκειμένου να ελεγχθεί αν η διαφορετική μεταχείριση εξυπηρετεί πραγματικές ανάγκες, είναι κατάλληλη προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και αναγκαία προς τούτο. Τα εν λόγω στοιχεία μπορούν να ανάγονται, μεταξύ άλλων, στην ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων για την εκτέλεση των οποίων έχουν συναφθεί συμβάσεις ορισμένου χρόνου και στα εγγενή χαρακτηριστικά των καθηκόντων αυτών ή, ενδεχομένως, στην επιδίωξη νόμιμου σκοπού κοινωνικής πολιτικής εκ μέρους του αντίστοιχου κράτους μέλους (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Motter, C‑466/17, EU:C:2018:758, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    59      Είναι όμως πρόδηλο ότι η χρήση του κριτηρίου ότι οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου γνώριζαν ότι η εργασία τους καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη.

    60      Εξάλλου, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου ο οποίος συνίσταται στη βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με καθορισμό ελάχιστων απαιτήσεων ικανών να διασφαλίσουν την εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων ως προς τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου θεμελιώνεται, εμμέσως πλην αναγκαίως, στην παραδοχή ότι ο εργαζόμενος, εξαιτίας της ασθενούς θέσης στην οποία ευρίσκεται έναντι του εργοδότη, ενδέχεται να υποστεί δυσμενή διάκριση λόγω του προσωρινού χαρακτήρα των συμβάσεών του, ακόμη και αν έχει ελεύθερα συναινέσει στην κατάρτιση των συμβάσεων αυτών και στον καθορισμό των συνθηκών απασχόλησης. Ειδικότερα, λόγω της ασθενούς αυτής θέσης ο εργαζόμενος μπορεί να αποτραπεί από το να προβάλει ρητώς τα δικαιώματά του έναντι του εργοδότη του, δεδομένου ότι, μεταξύ άλλων, η διεκδίκηση των δικαιωμάτων του ενδέχεται να τον εκθέσει στη λήψη εκ μέρους του εργοδότη μέτρων ικανών να επηρεάσουν τη σχέση εργασίας εις βάρος του εν λόγω εργαζομένου (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C‑103/18 και C‑429/18, EU:C:2020:219, σκέψεις 112 και 113).

    61      Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι ο εργαζόμενος συναίνεσε ελεύθερα στη σύναψη σύμβασης ορισμένου χρόνου εν γνώσει του ότι η σύμβαση αυτή κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη δεν μπορεί να δικαιολογήσει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων αορίστου χρόνου, διότι άλλως η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου θα στερούνταν κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας.

    62      Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι οι εκκαλούντες της κύριας δίκης παρείχαν τις υπηρεσίες τους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου εν γνώσει του ότι οι συμβάσεις αυτές κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Ελληνικού Δημοσίου δεν μπορεί να αποτελέσει «αντικειμενικό λόγο» κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου.

    63      Βάσει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία εργαζόμενος ορισμένου χρόνου του οποίου η σύμβαση χαρακτηρίζεται ως σύμβαση μίσθωσης έργου δεν δικαιούται αντίστοιχες αποδοχές προς εκείνες που καταβάλλονται σε εργαζόμενο αορίστου χρόνου, για τον λόγο ότι παρέσχε την εργασία του με σύμβαση ορισμένου χρόνου εν γνώσει του ότι η σύμβαση αυτή κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη του.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    64      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

    Η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία εργαζόμενος ορισμένου χρόνου του οποίου η σύμβαση χαρακτηρίζεται ως σύμβαση μίσθωσης έργου δεν δικαιούται αντίστοιχες αποδοχές προς εκείνες που καταβάλλονται σε εργαζόμενο αορίστου χρόνου, για τον λόγο ότι παρέσχε την εργασία του με σύμβαση ορισμένου χρόνου εν γνώσει του ότι η σύμβαση αυτή κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη του.

    (υπογραφές)


    *      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

    Top