EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CC0693

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Pitruzzella της 13ης Ιουλίου 2023.
EDP España, SA και Naturgy Energy Group, SA, πρώην Gas Natural SDG, SA κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Κρατική ενίσχυση – Περιβαλλοντικό κίνητρο που θέσπισε το Βασίλειο της Ισπανίας υπέρ των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα – Απόφαση για κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας – Προσφυγή ακυρώσεως.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-693/21 P και C-698/21 P.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:591

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

GIOVANNI PITRUZZELLA

της 13ης Ιουλίου 2023 ( 1 )

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑693/21 P και C‑698/21 P

EDP España, SA

κατά

Naturgy Energy Group, SA, πρώην Gas Natural SDG, SA,

Ευρωπαϊκής Επιτροπής (C‑693/21 P)

και

Naturgy Energy Group, SA, πρώην Gas Natural SDG, SA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής (C‑698/21 P)

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Μέτρο παροχής περιβαλλοντικών κινήτρων το οποίο έλαβε το Βασίλειο της Ισπανίας υπέρ των μονάδων παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα – Απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Προσφυγή ακυρώσεως»

1.

Στο πλαίσιο δύο συνεκδικαζομένων αιτήσεων αναιρέσεως, η EDP España (υπόθεση C‑693/21 P) και η Naturgy Energy Group (υπόθεση C‑698/21 P) (στο εξής: αναιρεσείουσες) ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 8ης Σεπτεμβρίου 2021, Naturgy Energy Group κατά Επιτροπής ( 2 ) (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως C(2017) 7733 final της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 2017, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.47912 (2017/NN) – Περιβαλλοντικό κίνητρο, που θέσπισε η Ισπανία υπέρ των μονάδων παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα (στο εξής: επίδικη απόφαση).

I. Νομικό πλαίσιο

2.

Το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 3 ) προβλέπει τα εξής:

«Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσον συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, αποφασίζει να κινήσει τη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 2, της ΣΛΕΕ (“απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας”).»

3.

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Στην απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή αναφέρει συνοπτικά τα σημαντικότερα πραγματικά και νομικά ζητήματα, προβαίνει σε προσωρινή εκτίμηση σχετικά με το χαρακτήρα του σχεδιαζόμενου μέτρου ως ενισχύσεως και εκθέτει τις αμφιβολίες της για το συμβατό του μέτρου με την εσωτερική αγορά. Η απόφαση καλεί το οικείο κράτος μέλος και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις εντός ορισμένης προθεσμίας, η οποία συνήθως δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα. Σε δεόντως δικαιολογημένες περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει την ταχθείσα προθεσμία.»

4.

Το άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 10, η επίσημη διαδικασία έρευνας περατώνεται με την έκδοση της απόφασης που προβλέπεται στις παραγράφους 2 έως 5 του παρόντος άρθρου.

2.   Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει ότι, ενδεχομένως κατόπιν τροποποιήσεων που επέφερε το οικείο κράτος μέλος, το κοινοποιηθέν μέτρο δεν αποτελεί ενίσχυση, σημειώνει τη διαπίστωση αυτή με σχετική απόφαση.»

II. Το ιστορικό της διαφοράς

5.

Μεταξύ 1998 και 2007 κάθε παραγωγός ηλεκτρικού ρεύματος στην Ισπανία μπορούσε να λάβει αποζημίωση καλούμενη «εγγύηση ισχύος», ανεξαρτήτως της της τεχνολογίας που χρησιμοποιούσε, με σκοπό την ενθάρρυνση της ανάπτυξης και της διατήρησης της παραγωγικής ικανότητας του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας και τη διασφάλιση απρόσκοπτης παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα. Αντιθέτως, οι εγκαταστάσεις ανανεώσιμης ενέργειας δεν επωφελήθηκαν από το κίνητρο αυτό και έλαβαν κατάλληλη ανταμοιβή.

6.

Το 2007, ο Ισπανός νομοθέτης χορήγησε στον Υπουργό Βιομηχανίας, Τουρισμού και Εμπορίου την εξουσία να αντικαταστήσει την εγγύηση ισχύος με νέο μηχανισμό, γνωστό ως «επιχορήγηση δυναμικότητας».

7.

Η απόφαση αυτή επισημοποιήθηκε με το βασιλικό διάταγμα 871/2007 ( 4 ) για την προσαρμογή των τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας από την 1η Ιουλίου 2007. Το διάταγμα αυτό, το οποίο εκδόθηκε στις 29 Ιουνίου 2007 ( 5 ), προέβλεπε ότι η επιχορήγηση δυναμικότητας θα άρχιζε να ισχύει την 1η Οκτωβρίου 2007.

8.

Η ρύθμιση των τιμολογίων της ηλεκτρικής ενέργειας θεσπίστηκε με το Orden ITC/2794/2007 ( 6 ), το οποίο εκδόθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2007 ( 7 ) και τέθηκε σε ισχύ την 1η Οκτωβρίου 2007 (στο εξής: ITC/2794/2007).

9.

Το διάταγμα αυτό προσδιορίζει τα διάφορα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την ανταμοιβή της δυναμικότητας, συμπεριλαμβανομένου ενός κινήτρου για τη διασφάλιση της διαθεσιμότητας των εγκαταστάσεων και ενός κινήτρου για την προώθηση των επενδύσεων στην παραγωγή.

10.

Σκοπός του κινήτρου διαθεσιμότητας είναι να ωφεληθούν οι εγκαταστάσεις παραγωγής που εμπίπτουν στο κανονικό καθεστώς του ηπειρωτικού συστήματος, με ελάχιστη εγκατεστημένη ισχύ 50 μεγαβάτ (MW). Αυτό ισχύει για εγκαταστάσεις που τέθηκαν σε λειτουργία μετά την 1η Ιανουαρίου 1998 και δεν έχουν ακόμη συμπληρώσει δέκα έτη λειτουργίας. Στόχος αυτού του κινήτρου είναι η ενθάρρυνση της κατασκευής και της θέσης σε λειτουργία νέων εγκαταστάσεων, με την πρόβλεψη πληρωμών για την αντιστάθμιση του επενδυτικού κόστους. Το καταβλητέο ποσό ορίζεται σε 20000 ευρώ ανά MW ετησίως.

11.

Το παράρτημα III του ITC 2794/2007 περιγράφει τα επενδυτικά κίνητρα: η παράγραφος 10 ορίζει ότι ο Υπουργός Βιομηχανίας, Τουρισμού και Εμπορίου έχει την αρμοδιότητα να εγκρίνει τέτοια μέτρα για επενδύσεις σε εγκαταστάσεις παραγωγής που εμπίπτουν στο γενικό καθεστώς του ηπειρωτικού συστήματος και έχουν εγκατεστημένη παραγωγική ικανότητα τουλάχιστον 50 MW. Τα κίνητρα αυτά μπορούν να χορηγούνται για σημαντικές επενδύσεις που είναι αναγκαίες για ουσιώδεις επεκτάσεις ή τροποποιήσεις υφιστάμενων εγκαταστάσεων ή για επενδύσεις σε νέες εγκαταστάσεις τεχνολογιών προτεραιότητας, σύμφωνα με τους στόχους της ενεργειακής πολιτικής και της ασφάλειας του εφοδιασμού.

12.

Το μέτρο που περιλαμβάνεται στο παρόν κείμενο έχει εφαρμοστεί για να διευκολυνθούν οι μονάδες παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα να πραγματοποιήσουν «περιβαλλοντικές» επενδύσεις σε εγκαταστάσεις αποθείωσης. Οι προϋποθέσεις για το ευεργέτημα αυτό καθορίστηκαν με το Orden ITC/3860/2007 ( 8 ) (στο εξής: επίμαχο μέτρο) της 28ης Δεκεμβρίου 2007 ( 9 ), με το οποίο αναθεωρήθηκαν τα τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας από την 1η Ιανουαρίου 2008.

13.

Από το κίνητρο αυτό μπορούν να επωφεληθούν μόνον οι μονάδες παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα που υπάγονται στο Εθνικό Σχέδιο για τη Μείωση των Εκπομπών των Υφιστάμενων Μεγάλων Μονάδων Καύσης (στο εξής: σχέδιο μείωσης των εκπομπών) που εγκρίθηκε από το ισπανικό υπουργικό συμβούλιο στις 7 Δεκεμβρίου 2007, και οι οποίες περιλαμβάνονται επίσης στη λεγόμενη «πολιτική αερίων» στο πλαίσιο του σχεδίου μείωσης των εκπομπών, η οποία καθορίζει τις ποσότητες εκπομπών που επιτρέπονται ανά επιχείρηση.

14.

Επιπλέον, οι επενδύσεις πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του ITC/2794/2007, ήτοι την 1η Οκτωβρίου 2007, ή η αίτηση έγκρισης πρέπει να έχει υποβληθεί τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από την ημερομηνία αυτή.

15.

Το 2011 το ευεργέτημα του επίμαχου μέτρου επεκτάθηκε σε μονάδες παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα οι οποίες είχαν πραγματοποιήσει όχι μόνο επενδύσεις σε εγκαταστάσεις αποθείωσης αλλά και άλλες «περιβαλλοντικές» επενδύσεις για τη μείωση των εκπομπών οξειδίου του θείου πριν από την 1η Ιανουαρίου 2008.

16.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κίνησε έρευνες σχετικά με τον κλάδο σε ένδεκα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Ισπανίας, στις 29 Απριλίου 2015. Μετά την έρευνα, η Επιτροπή ενημέρωσε τις ισπανικές αρχές, στις 4 Απριλίου 2017, ότι θα εξέταζε το εν λόγω μέτρο και αποφάσισε, στις 27 Νοεμβρίου 2017, να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με το μέτρο, δυνάμει με το άρθρο 108, παράγραφος 2, της ΣΛΕΕ.

17.

Στην απόφαση αυτή, η Επιτροπή δηλώνει ότι κατέληξε στο προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση και εκφράζει αμφιβολίες για τη συμβατότητά του με την εσωτερική αγορά. Ειδικότερα, η Επιτροπή εκτιμά ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά επενδυτική ενίσχυση για τη συμμόρφωση των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα με την οδηγία 2001/80/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2001, για τον περιορισμό των εκπομπών στην ατμόσφαιρα ορισμένων ρύπων (ΕΕ 2001, L 309, σ. 1).

III. Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

18.

Στις 28 Μαΐου 2018 η Naturgy Energy Group, πρώην Gas Natural SDG, ισπανική εταιρία που δραστηριοποιείται στον τομέα της ενέργειας και παράγει ηλεκτρική ενέργεια με καύση άνθρακα, άσκησε προσφυγή, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου. Η προσφυγή είχε ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως που είχε προσβάλει η εταιρία.

19.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η EDP España και η Viesgo Producción παρενέβησαν υπέρ της προσφεύγουσας πρωτοδίκως.

20.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα αιτήματα ακυρώσεως, κρίνοντας ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αφορούσε την υποχρέωση αιτιολογήσεως του επιλεκτικού χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου, ήταν αβάσιμος.

21.

Το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, στη σκέψη 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, δυνάμει του κανονισμού 2015/1589, η επίσημη διαδικασία έρευνας μπορεί να κινηθεί με συνοπτική αναφορά των κρίσιμων πραγματικών και νομικών στοιχείων του κρατικού μέτρου, καθώς και με προκαταρκτική εκτίμηση του επίμαχου μέτρου, προκειμένου να διαπιστωθεί αν έχει τον χαρακτήρα ενισχύσεως, και έκθεση των λόγων για τους οποίους υπάρχουν αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά του με την εσωτερική αγορά.

22.

Στη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε ότι η Επιτροπή υποχρεούται να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας όταν η προκαταρκτική έρευνα δεν της παρέχει τη δυνατότητα να υπερβεί όλες τις δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την εκτίμηση του αν το υπό εξέταση μέτρο συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

23.

Το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι σκοπός της αποφάσεως για κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας είναι να παράσχει στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να συμμετέχουν ενεργά σε αυτήν. Διευκρίνισε επίσης ότι η απόφαση περιέχει προσωρινές εκτιμήσεις και ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποσαφηνίσει όλα τα πιθανά εκκρεμή ζητήματα κατά τη διάρκεια αυτού του αρχικού σταδίου.

24.

Στη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι είναι σημαντικό να υπομνησθεί ότι, σε μια τέτοια απόφαση, ο χαρακτηρισμός κρατικού μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως είναι απλώς προσωρινός. Αυτό επιβεβαιώνεται από το άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589, το οποίο ορίζει ότι, κατά το πέρας της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή μπορεί να διαπιστώσει ότι το επίμαχο μέτρο δεν συνιστά ενίσχυση. Ως εκ τούτου, ο χαρακτηρισμός κρατικού μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως υπόκειται σε τροποποιήσεις και δεν είναι κατ’ ανάγκην μόνιμος.

25.

Στις σκέψεις 64 και 65 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας σχετικά με δύο προηγούμενες υποθέσεις ( 10 ). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι τα επιχειρήματα αυτά ήταν αλυσιτελή, διότι η μεν πρώτη υπόθεση αφορούσε απόφαση περατώσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η δε δεύτερη δεν αφορούσε τον έλεγχο του κατά πόσον τηρήθηκε η υποχρέωση αιτιολογήσεως.

26.

Στη σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, βάσει της φύσεως, του γράμματος, του περιεχομένου, του πλαισίου και των σχετικών νομικών κανόνων που διέπουν την επίδικη απόφαση, η αναιρεσείουσα ήταν σε θέση να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή εκτίμησε προκαταρκτικώς ότι το επίμαχο μέτρο φαινόταν επιλεκτικό.

27.

Η σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αφορά το επιχείρημα της αναιρεσείουσας σχετικά με την προβαλλόμενη παράλειψη της Επιτροπής να εξετάσει αν το επίμαχο μέτρο ευνοούσε ορισμένες επιχειρήσεις ή κλάδους παραγωγής σε σχέση με άλλες που βρίσκονταν σε συγκρίσιμη κατάσταση υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδίωκε το μέτρο. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, ωστόσο, το επιχείρημα αυτό και διευκρίνισε ότι μια τέτοια σύγκριση θα μπορούσε να αποδειχθεί πρόωρη κατά το στάδιο προκαταρκτικής εξέτασης της επίσημης διαδικασίας έρευνας, επισημαίνοντας ότι η συλλογιστική σχετικά με τη συγκρισιμότητα θα μπορούσε να προεξοφλήσει τα συμπεράσματα της έρευνας.

28.

Στη σκέψη 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι το επιχείρημα σχετικά με τον επιλεκτικό χαρακτήρα του μέτρου δεν εμπόδιζε την αναιρεσείουσα να προβάλει εμπεριστατωμένα επιχειρήματα σχετικά με τη συγκρισιμότητα των καταστάσεων που αναφέρονται στον δεύτερο λόγο.

29.

Με τη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν εμποδίστηκε να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας της επίδικης αποφάσεως.

30.

Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, με τη σκέψη 81 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τον πρώτο λόγο ακυρώσεως ως αβάσιμο.

31.

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο προβαλλόταν παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όσον αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου.

32.

Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 98 και 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο πλαίσιο προσφυγής κατά αποφάσεως της Επιτροπής για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας σχετικά με τον χαρακτηρισμό μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης περιορίζεται στην εξακρίβωση του αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι δεν ήταν σε θέση να υπερβεί όλες τις δυσχέρειες κατά την προκαταρκτική εξέταση του μέτρου.

33.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ιδίως τις σκέψεις 102 έως 116, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε και, εν τέλει, απέρριψε τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι το επίμαχο μέτρο αποσκοπούσε απλώς να τεθούν επί ίσοις όροις οι σημαντικές επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν μετά το 1998, ανεξαρτήτως της συγκεκριμένης τεχνολογίας που χρησιμοποιήθηκε ή του είδους των οικείων εγκαταστάσεων.

34.

Το Γενικό Δικαστήριο ανέλυσε και απέρριψε επίσης, στις σκέψεις 117 έως 125 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι οι μονάδες παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα δεν βρίσκονταν σε συγκρίσιμη κατάσταση με εκείνη των μονάδων παραγωγής ενέργειας που χρησιμοποιούν διαφορετική τεχνολογία.

35.

Ως εκ τούτου, στη σκέψη 126 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως διαπιστώθηκε ότι η αναιρεσείουσα δεν ήταν σε θέση να αποδείξει ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά την ανάλυση συγκρισιμότητας.

36.

Στις σκέψεις 128 έως 130 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα της Naturgy Energy Group και της EDP España που στηρίζονταν στην απόφαση Comunidad Autónoma de Galicia και Retegal κατά Επιτροπής ( 11 ), δεδομένου ότι η απόφαση αυτή αφορούσε τις αποφάσεις της Επιτροπής που ελήφθησαν κατά το πέρας της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

37.

Στις σκέψεις 131 έως 133 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε επίσης τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας σχετικά με την αναγκαιότητα του επίμαχου μέτρου υπό το πρίσμα της ασφάλειας του εφοδιασμού, εκτιμώντας ότι αφορούσαν την εκτίμηση της συμβατότητας της ενισχύσεως και όχι τον χαρακτηρισμό της και ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν διακρίνει τις κρατικές παρεμβάσεις ανάλογα με τις αιτίες ή τους σκοπούς τους, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους.

38.

Ως εκ τούτου, στη σκέψη 134 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως ως αβάσιμο και, κατά συνέπεια, την προσφυγή στο σύνολό της.

39.

Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο καταδίκασε την αναιρεσείουσα να φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, και καταδίκασε τη Viesgo Producción και την EDP España στα δικαστικά έξοδά τους.

IV. Αιτήματα των διαδίκων

40.

Με την αίτησή τους αναιρέσεως, η Naturgy Energy Group (προσφεύγουσα πρωτοδίκως) και η EDP España ζητούν από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να ακυρώσει την επίδικη απόφαση και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

41.

Με το υπόμνημά της, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

42.

Η Generaciones Eléctricas Andalucía, αρχικώς Viesgo Producción και παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως, ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

43.

Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 31ης Μαΐου 2022, επετράπη στην Endesa Generación να παρέμβει υπέρ των αναιρεσειουσών και αυτή ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

V. Ανάλυση της αιτήσεως αναιρέσεως

Α.   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

44.

Οι δύο λόγοι αναιρέσεως, αν και διακριτοί, συνδέονται σαφώς μεταξύ τους: ο μεν πρώτος αφορά εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή από το Γενικό Δικαστήριο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά την έννοια του επιλεκτικού χαρακτήρα, ο δε δεύτερος αφορά εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή από το Γενικό Δικαστήριο του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ όσον αφορά την έννοια του επιλεκτικού χαρακτήρα.

45.

Το άρθρο 107 και το άρθρο 108 ΣΛΕΕ θέτουν τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις σε επίπεδο πρωτογενούς δικαίου, καθορίζοντας το μεν ένα τα γενικά κριτήρια βάσει των οποίων μια ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά, το δε άλλο τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθεί η Επιτροπή κατά την αξιολόγηση των ενισχύσεων ως συμβατών ή μη με την εσωτερική αγορά. Ο κανονισμός 2015/1589 περιέχει λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή του άρθρου 108 ΣΛΕΕ και, ειδικότερα, στα άρθρα 4 έως 9, περιγράφει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται για την αξιολόγηση των ενισχύσεων: προκαταρκτική εξέταση (άρθρο 4), απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας (άρθρο 6), απόφαση με την οποία περατώνεται η επίσημη διαδικασία έρευνας (άρθρο 9).

46.

Κατ’ ουσίαν, οι αναιρεσείουσες και οι παρεμβαίνουσες βάλλουν κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθόσον έκρινε ως απαλλαγμένη σφαλμάτων την απόφαση της Επιτροπής, η οποία, αντιθέτως, κατά την εκτίμησή τους ήταν πλημμελής από απόψεως αιτιολογίας. Ειδικότερα, η απόφαση για κίνηση της επίσημης διαδικασίας δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα του ληφθέντος μέτρου, καθόσον δεν προέβη σε ανάλυση της συγκρισιμότητας των καταστάσεων των δικαιούχων του μέτρου παροχής κινήτρων και των λοιπών επιχειρήσεων. Επικουρικώς, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως βάλλει κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθόσον έκρινε ότι ο χαρακτηρισμός του επίμαχου μέτρου ως ενισχύσεως μη συμβατής με την εσωτερική αγορά ήταν ορθός (διότι δεν ενείχε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως).

47.

Το νομικό ζήτημα της υπό κρίση υποθέσεως αφορά το εύρος της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που υπέχει η Επιτροπή με την απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας και, επικουρικώς και κατά συνέπεια, την ορθότητα του χαρακτηρισμού του επίμαχου μέτρου ως ενισχύσεως μη συμβατής με την εσωτερική αγορά. Προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσο συντρέχει ενδεχομένως πλάνη περί το δίκαιο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, την οποία προβάλλουν οι αναιρεσείουσες και οι παρεμβαίνουσες, θα αναλυθούν τα ακόλουθα ζητήματα: α) η εφαρμογή των γενικών αρχών που διέπουν την αιτιολόγηση της απόφασης να κινηθεί επίσημη διαδικασία έρευνας, β) οι διαφορές στη λειτουργία και το περιεχόμενο της απόφασης να κινηθεί η διαδικασία σε σχέση με την απόφαση με την οποία περατώνεται η διαδικασία, ιδίως όσον αφορά τις απαιτήσεις σχετικά με τον προσωρινό και συνοπτικό χαρακτήρα της απόφασης να κινηθεί η διαδικασία, γ) η ανάγκη στην προαναφερθείσα απόφαση για κίνηση της διαδικασίας να αναλύεται η συγκρισιμότητα της κατάστασης των δικαιούχων του μέτρου παροχής κινήτρων και των άλλων επιχειρήσεων, δ) η κατανομή του βάρους αποδείξεως μεταξύ της Επιτροπής και των διαδίκων που βάλλουν κατά της απόφασής της.

48.

Κατ’ ουσίαν, πρέπει να εκτιμηθεί αν το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο του ουσιαστικού ελέγχου που ασκεί επί της αποφάσεως της Επιτροπής για κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, εφάρμοσε ορθώς τις γενικές αρχές που διέπουν την αιτιολογία των αποφάσεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και, ειδικότερα, ορισμένες αρχές που έχουν αναπτυχθεί στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων· αν, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, εφάρμοσε ορθώς τις αρχές αυτές σε απόφαση όπως η επίδικη, με την οποία η Επιτροπή, αξιολογώντας (έστω προσωρινώς) ένα μέτρο ως επιλεκτικό, δεν προέβη σε ανάλυση της συγκρισιμότητας των καταστάσεων των δικαιούχων του μέτρου παροχής κινήτρων και των λοιπών επιχειρήσεων· αν τούτο παρείχε στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να ασκήσουν τα δικαιώματά τους άμυνας σύμφωνα με τους κανόνες κατανομής του βάρους αποδείξεως που ισχύουν εν προκειμένω.

Β.   Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αφορά παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

49.

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν εσφαλμένη ερμηνεία από το Γενικό Δικαστήριο της εφαρμογής της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά το κριτήριο του επιλεκτικού χαρακτήρα.

50.

Οι παρεμβαίνουσες υποστηρίζουν ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος, προβάλλοντας επιχειρήματα παρόμοια με εκείνα των αναιρεσειουσών.

51.

Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι η αιτιολογική σκέψη 28 της επίδικης αποφάσεως δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία για να γίνει δεκτή η ύπαρξη επιλεκτικού χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου, κατά μείζονα λόγο διότι η απόφαση για κίνηση της διαδικασίας μπορεί να έχει σημαντικές έννομες συνέπειες, όπως την αναστολή ή την ανάκτηση των ποσών που καταβλήθηκαν δυνάμει της επίμαχης ενισχύσεως.

52.

Η Generaciones Eléctricas Andalucía προσθέτει ότι η απόφαση αυτή όχι μόνο οδήγησε σε αναστολή των πληρωμών των εικαζόμενων ενισχύσεων ενισχύσεων, αλλά παρείχε επίσης στα εθνικά δικαστήρια τη βάση προκειμένου να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να καταστούν υπόλογοι όσοι παραβιάσουν την υποχρέωση αναστολής της εφαρμογής του μέτρου (απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2013, Deutsche Lufthansa,C‑284/12, EU:C:2013:755).

53.

Οι αναιρεσείουσες και οι παρεμβαίνουσες διατείνονται επίσης ότι η επίδικη απόφαση, μολονότι αποτελεί απλώς απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, θα έπρεπε να περιλαμβάνει ανάλυση της συγκρισιμότητας των εμπλεκομένων εταιριών και να εξηγεί, βάσει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, τους λόγους για τους οποίους η εφαρμοστέα νομοθεσία διακρίνει μεταξύ των διαφόρων τεχνολογιών και του τρόπου με τον οποίο οι μονάδες παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα βρίσκονται σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση με εκείνες που χρησιμοποιούν άλλες τεχνολογίες.

54.

Υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στις σκέψεις 64 και 65 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απορρίπτοντας τα επιχειρήματα που στηρίζονταν στις αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck (C‑524/14 P, EU:C:2016:971), και της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Comunidad Autónoma de Galicia και Retegal κατά Επιτροπής (C‑70/16 P, EU:C:2017:1002).

55.

Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένως, στη σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις αρχές που διατυπώθηκαν με τις αποφάσεις της 10ης Μαρτίου 2016, HeidelbergCement κατά Επιτροπής (C‑247/14 P, EU:C:2016:149) και της 21ης Ιουλίου 2011, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής (C‑194/09 P, EU:C:2011:497).

56.

Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να διενεργείται ενδελεχής και τεκμηριωμένη εκτίμηση του επιλεκτικού χαρακτήρα ενός μέτρου, βάσει της πάγιας νομολογίας. Αυτή η εκτίμηση θα πρέπει να είναι επαρκώς λεπτομερής, προκειμένου να καθιστά εφικτό τον πλήρη δικαστικό έλεγχο, ιδίως όσον αφορά την εκτίμηση του κατά πόσον η κατάσταση όσων επωφελούνται από το μέτρο είναι συγκρίσιμη με εκείνη όσων δεν επωφελούνται από αυτό. Οι εκτιμήσεις αυτές πρέπει να είναι «επαρκώς αιτιολογημένες», προκειμένου να καθιστούν εφικτό τον πλήρη δικαστικό έλεγχο (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group SA κ.λπ.,C‑20/15 P και C‑21/15 P, EU:C:2016:981).

57.

Κατά τις αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κρίνοντας ότι η διενέργεια προκαταρκτικής αναλύσεως συγκρισιμότητας κατά την επίσημη διαδικασία έρευνας θα καθιστούσε δυσχερή τη διάκριση μεταξύ της αρχικής αποφάσεως και της τελικής αποφάσεως κατά το πέρας της διαδικασίας.

58.

Η Generaciones Eléctricas Andalucía υποστηρίζει επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο παρερμήνευσε τη φύση της εξουσίας της Επιτροπής να αποφασίσει να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας και διατείνεται ότι δεν πρόκειται για διακριτική, αλλά για δέσμια εξουσία.

59.

Προσθέτει ότι μια «απλή ένδειξη» είναι ανεπαρκής στο πλαίσιο του άρθρου 6 του κανονισμού 2015/1589, το οποίο επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να προβαίνει σε αντικειμενική ανάλυση των δυνητικών κρατικών ενισχύσεων. Η Επιτροπή φέρει το βάρος να αποδείξει, πριν από την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, ότι ένα μέτρο ενδέχεται να χαρακτηριστεί κρατική ενίσχυση.

60.

Επομένως, η Επιτροπή όφειλε να επικαλεστεί τις δυσχέρειες που καθιστούσαν αναγκαία την παραπομπή σε μια πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση.

61.

Κατά την EDP España, στη σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε τον «συνοπτικό» χαρακτήρα της αιτιολογίας της Επιτροπής σχετικά με τον επιλεκτικό χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου. Εντούτοις, στη σκέψη 66, επιδίωξε να ανασκευάσει αυτόν τον «συνοπτικό» χαρακτήρα, εκτιμώντας ότι το επίμαχο μέτρο θεσπίστηκε «εντός πλαισίου γνωστού στην προσφεύγουσα, λαμβανομένης υπόψη της φύσης των δραστηριοτήτων της» και ότι, επιπλέον, «όπως προκύπτει από το δικόγραφο της προσφυγής», αυτή γνώριζε το σύνολο των εφαρμοστέων κανόνων.

62.

Τέλος, στις σκέψεις 68 έως 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως επιχείρησε να θεραπεύσει αυτή την έλλειψη αιτιολογίας ανασυνθέτοντας την αιτιολογία βάσει διαφόρων αιτιολογικών σκέψεων της επίδικης αποφάσεως.

63.

Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι η Επιτροπή δεν παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει.

64.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Συγκεκριμένα, επισημαίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς ανέλυσε την υποχρέωση αιτιολογήσεως στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

65.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 63 και 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών και των παρεμβαινουσών ήταν αλυσιτελή. Η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στηρίχθηκε στην απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck (C‑524/14 P, EU:C:2016:971), στην οποία το Δικαστήριο δεν εξέτασε την υποχρέωση αιτιολογήσεως, αλλά επικεντρώθηκε στην ουσία της υποθέσεως. Με την απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Comunidad Autónoma de Galicia και Retegal κατά Επιτροπής (C‑70/16 P, EU:C:2017:1002), το Δικαστήριο διαπίστωσε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως λόγω του επιλεκτικού χαρακτήρα του μέτρου που εφαρμόστηκε σε έναν μόνο τομέα δραστηριότητας. Εντούτοις, εν προκειμένω, η επίδικη απόφαση περιείχε προσωρινή ανάλυση και η Επιτροπή δεν θεώρησε ότι το μέτρο ευνοούσε έναν τομέα.

66.

Η Επιτροπή αντικρούει τον ισχυρισμό των αναιρεσειουσών ότι δεν υφίσταται ανάλυση συγκρισιμότητας, παραπέμποντας στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589, κατά το οποίο η απόφαση πρέπει να περιέχει συνοπτική αναφορά των σημαντικότερων πραγματικών και νομικών ζητημάτων και να περιλαμβάνει προσωρινή εκτίμηση. Συνεπώς, αν η απόφαση πληροί τα κριτήρια που εκτίθενται στις σκέψεις 73 και 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ο συνοπτικός χαρακτήρας της αναλύσεως δεν αρκεί για να στοιχειοθετηθεί παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

67.

Η Επιτροπή διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι οι αναιρεσείουσες αντιλαμβάνονταν τους λόγους για τους οποίους το επίμαχο μέτρο κρίθηκε επιλεκτικό, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

68.

Υποστηρίζει ότι οι έννομες συνέπειες που συνδέονται με την κίνηση της προαναφερθείσας επίσημης διαδικασίας έρευνας είναι υποθετικές εν προκειμένω και δεν αποκλείουν προκαταρκτική και συνοπτική αιτιολογία κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589.

69.

Η επίδικη απόφαση αναλύθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, το οποίο παρέπεμψε σε άλλα στοιχεία της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως προς στήριξη της αναλύσεώς του. Το Δικαστήριο έχει δεχθεί επίσης ότι δεν απαιτείται ειδική δομή για τις αποφάσεις της Επιτροπής και ότι, για να κριθεί εάν η απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη, πρέπει να εξετάζεται συνολικά το περιεχόμενό της (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Επιτροπή κατά Ισπανίας κ.λπ.,C‑128/16 P, EU:C:2018:591, σκέψη 93).

2. Εκτίμηση

70.

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά τον έλεγχο της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως όσον αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου.

71.

Όσον αφορά το ζήτημα που αποτελεί το αντικείμενο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας μπορεί να περιορίζεται στη σύνοψη των κρίσιμων πραγματικών και νομικών στοιχείων και περιέχει προσωρινές εκτιμήσεις που θα αποτελέσουν αντικείμενο εμπεριστατωμένης εξετάσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής.

72.

Η άποψη αυτή είναι ορθή και βάσιμη. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο, πιθανώς στηριζόμενο στην παραδοχή περί ριζικής διαφοράς, ως προς τη λειτουργία και το περιεχόμενο (συμπεριλαμβανομένης της αιτιολογίας), της αποφάσεως για κίνηση της διαδικασίας και της αποφάσεως με την οποία περατώνεται η διαδικασία, συνάγει ορισμένες συνέπειες οι οποίες, κατά τη γνώμη μου, είναι εσφαλμένες και καθιστούν πλημμελή τη νομική συλλογιστική.

73.

Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ορισμένα νομολογιακά προηγούμενα του Δικαστηρίου δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω, διότι αφορούν απόφαση με την οποία περατώνεται η διαδικασία ( 12 ) ή καταστάσεις στις οποίες δεν εξετάστηκε η συγκεκριμένη πτυχή της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως ( 13 ). Έκρινε επίσης ότι, έστω και αν περιέχει συνοπτική αιτιολογία, η απόφαση της Επιτροπής είναι επαρκώς αιτιολογημένη, διότι τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν σε θέση να κατανοήσουν τους λόγους στους οποίους στηρίχθηκε αυτή, όπως καταδεικνύεται από τους μεταγενέστερους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς, και διότι η απόφαση εκδόθηκε σε ένα πλαίσιο που ήταν γνωστό στα ενδιαφερόμενα μέρη. Έκρινε, τέλος, ότι η ανάλυση της συγκρισιμότητας μεταξύ των διαφόρων επιχειρήσεων προκειμένου να διαπιστωθεί ο επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου θα ήταν πρόωρη σε μια απόφαση για κίνηση της διαδικασίας, διότι θα μπορούσε να προδικάσει τα συμπεράσματα που θα συνάγονταν στο πέρας της διαδικασίας.

74.

Κατά πάγια νομολογία, η απαιτούμενη κατά το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να προκύπτει από αυτήν σαφώς και χωρίς περιθώριο αμφιβολίας η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να καθίσταται δυνατό στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το σχετικό μέτρο, στο δε Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του. Η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της προκειμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως να λάβουν διευκρινίσεις οι αποδέκτες της ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται να προσδιορίζονται στην αιτιολογία όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία ασκούν επιρροή, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις επιταγές του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εξετάζεται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν τον σχετικό τομέα (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, HeidelbergCement κατά Επιτροπής,C‑247/14 P, EU:C:2016:149, σκέψη 16).

75.

Στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής αυτής στα μέτρα της Επιτροπής για τις κρατικές ενισχύσεις, πρέπει να σημειωθεί ότι η απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας δεν είναι μέτρο για το οποίο η υποχρέωση αιτιολογήσεως είναι επουσιώδης ή επιφανειακή.

76.

Από την προσεκτική ανάγνωση των άρθρων 4, 6 και 7 του κανονισμού 2015/1589 προκύπτει ότι η απόφαση για κίνηση της διαδικασίας προϋποθέτει, από χρονικής και λογικής απόψεως, μια προκαταρκτική εξέταση: η Επιτροπή διεξάγει έρευνα με το οικείο κράτος μέλος, στο πλαίσιο της οποίας αναλύονται τα στοιχεία που είναι ικανά να οδηγήσουν στον χαρακτηρισμό συγκεκριμένου μέτρου ως ενισχύσεως και, έστω και προκαταρκτικώς, στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του υπό εξέταση μέτρου με την εσωτερική αγορά. Σε αντίθετη περίπτωση, η Επιτροπή περατώνει τη διαδικασία με απόφαση για μη διατύπωση αντιρρήσεων.

77.

Επομένως, η απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας δεν είναι η πρώτη πράξη, κατόπιν της οποίας θα αναλυθούν όλα τα στοιχεία βάσει των οποίων ένα μέτρο μπορεί να χαρακτηριστεί ή όχι ως απαγορευόμενη ενίσχυση, αλλά αποτελεί μεταγενέστερο χρονικό σημείο, κατά το οποίο η Επιτροπή, έχοντας ήδη προβεί σε προκαταρκτική εξέταση, «καταλήγει στο συμπέρασμα», έστω και προκαταρκτικώς, ότι υφίστανται αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του μέτρου αυτού με την εσωτερική αγορά. Μετά την απόφαση κίνησης επίσημης διαδικασίας έρευνας παρέχεται σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη η δυνατότητα να ασκήσουν τα δικαιώματα άμυνάς τους προβάλλοντας επιχειρήματα προς αντίκρουση των νομικών επιχειρημάτων της Επιτροπή για τον χαρακτηρισμό συγκεκριμένου μέτρου ως μη συμβατού με την εσωτερική αγορά (έστω και προσωρινώς).

78.

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η Επιτροπή, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υποθέσεως, πρέπει να εκθέτει στην απόφαση για κίνηση της διαδικασίας όλα τα επιχειρήματα και τις νομικές θέσεις βάσει των οποίων θεωρεί ότι το μέτρο είναι μη συμβατό με την εσωτερική αγορά, και δεν δύναται να μεταθέσει σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο την ανάλυσή της.

79.

Ο προσωρινός χαρακτήρας της εκτιμήσεως δεν μπορεί να γίνεται αντιληπτός ως επιφανειακός ούτε μπορεί να οδηγεί σε παράλειψη αναλύσεων, δοκιμών και συγκρίσεων που ήταν ήδη δυνατές κατά την έναρξη της διαδικασίας.

80.

Μόνον όταν είναι αδύνατον, ιδίως σε τεχνικώς περίπλοκες περιπτώσεις, να προβεί σε συγκεκριμένη ανάλυση που απαιτεί πραγματικά στοιχεία τα οποία μπορούν να αποκτηθούν μόνο μετά την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή μπορεί, παραθέτοντας τη σχετική αιτιολογία, να αναβάλει την ανάλυση, τη δοκιμή ή την εκτίμηση μέχρι την έκδοση της τελικής αποφάσεως.

81.

Για τους λόγους αυτούς, η απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, όπως υποστήριξαν επανειλημμένως οι αναιρεσείουσες και οι παρεμβαίνουσες, έχει αυτοτελή σημασία και μπορεί να έχει συγκεκριμένες και σημαντικές συνέπειες στα οικονομικά συμφέροντα των μερών. Η κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας για κρατικές ενισχύσεις επιβάλλει την αναστολή των πληρωμών της εικαζόμενης ενισχύσεως και εξουσιοδοτεί τα εθνικά δικαστήρια να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να επιβάλλονται κυρώσεις σε περίπτωση που παραβιάζεται η υποχρέωση αναστολής του επίμαχου μέτρου ( 14 ).

82.

Για τους ίδιους λόγους, η δυνατότητα εφαρμογής ή μη των αρχών που έχει διαμορφώσει η νομολογία στον τομέα των ενισχύσεων πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά, δεδομένου ότι δεν μπορούν να απορριφθούν ως αλυσιτελείς ορισμένες αρχές που διατυπώνονται σε υποθέσεις στις οποίες αναλύθηκαν αποφάσεις με τις οποίες περατώθηκε η επίσημη διαδικασία έρευνας.

83.

Η απόφαση για κίνηση της διαδικασίας και η απόφαση περατώσεως της διαδικασίας, οι οποίες προβλέπονται στα άρθρα 6 και 9 του κανονισμού 2015/1589, είναι ασφαλώς διαφορετικές και επιτελούν διαφορετικές λειτουργίες. Ωστόσο, για τους προεκτεθέντες λόγους, δεν είναι δυνατόν να παραλειφθεί κάθε εκτίμηση των αρχών που διατύπωσε το Δικαστήριο απλώς και μόνον επειδή αφορούν διαδικασία περατώσεως.

84.

Σκοπός του σταδίου μετά την κίνηση της διαδικασίας είναι να δοθεί στα ενδιαφερόμενα μέρη η δυνατότητα να πείσουν την Επιτροπή να μεταβάλει την αρχική της άποψη, που υποστηρίχθηκε κατά την κίνηση της διαδικασίας, ότι το υπό διερεύνηση μέτρο συνιστά ενίσχυση μη συμβατή με την εσωτερική αγορά.

85.

Με την απόφαση Comunidad Autónoma, το Δικαστήριο διαπίστωσε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά την αρχή της επιλεκτικότητας, κρίνοντας ότι μέτρο προς όφελος ενός μόνον τομέα δραστηριοτήτων ή μέρους των επιχειρήσεων του τομέα αυτού δεν είναι κατ’ ανάγκην επιλεκτικού χαρακτήρα και ότι αυτό συμβαίνει μόνον αν, στο πλαίσιο δεδομένου νομικού καθεστώτος, το μέτρο έχει ως αποτέλεσμα να ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις σε σχέση με άλλες που ανήκουν σε διαφορετικούς τομείς ή στον ίδιο τομέα και οι οποίες βρίσκονται, υπό το πρίσμα του σκοπού τον οποίο επιδιώκει το καθεστώς αυτό, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση ( 15 ).

86.

Μολονότι η απόφαση Comunidad Autónoma αφορά απόφαση της Επιτροπής που εκδόθηκε μετά το πέρας της επίσημης διαδικασίας, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο βασίζεται στις αρχές που απορρέουν από την απόφαση Lübeck ( 16 ), η οποία αφορούσε απόφαση για την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας.

87.

Από τα ανωτέρω προκύπτει επίσης ότι η Επιτροπή μπορούσε, και μάλιστα όφειλε, να προβεί σε ανάλυση της συγκρισιμότητας μεταξύ των διαφόρων επιχειρήσεων του τομέα. Επομένως, εσφαλμένως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο ότι «η απαίτηση, σε κάθε περίπτωση, κατά το στάδιο της προκαταρκτικής αναλύσεως, η οποία περιέχεται σε απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, να περιέχει αιτιολογία σχετική με τη συγκρισιμότητα των καταστάσεων θα μπορούσε να αποδειχθεί πρόωρη και να προδικάσει τα συμπεράσματα που πρέπει να συναχθούν κατά το πέρας της διαδικασίας αυτής», με τον επικείμενο κίνδυνο να υπάρξει «άμβλυνση των ορίων μεταξύ της αποφάσεως για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας και της αποφάσεως με την οποία περατώνεται η διαδικασία αυτή» ( 17 ).

88.

Φρονώ ότι η Επιτροπή υποχρεούται να διευκρινίσει, ακόμη και στο στάδιο της κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας, τους λόγους για τους οποίους το γεγονός ότι ένα μέτρο ωφελεί μόνον ορισμένες επιχειρήσεις ενός τομέα επιτρέπει να θεωρηθεί αυτό, a priori, ως επιλεκτικό, και δεν μπορεί να παραλείψει, στο πλαίσιο αυτό, την προκαταρκτική εξέταση της συγκρισιμότητας των επιχειρήσεων που επωφελούνται από το μέτρο με εκείνες που δραστηριοποιούνται στον ίδιο τομέα και δεν επωφελούνται από αυτό.

89.

Εν συνεχεία, όσον αφορά την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι οι διάδικοι είχαν επίγνωση του πλαισίου και προέβαλαν υπερασπιστικούς ισχυρισμούς όσον αφορά τη σύγκριση με άλλες επιχειρήσεις, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο που έχει αρνητικό αντίκτυπο στην κατανομή του βάρους αποδείξεως και επηρεάζει επίσης τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως ( 18 ).

90.

Στην απόφαση για κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή πρέπει να διενεργήσει όλες τις σχετικές αναλύσεις για να δώσει τη δυνατότητα στα μέρη να επιχειρήσουν να αντικρούσουν τα νομικά επιχειρήματα σύμφωνα με τα οποία το μέτρο που έλαβε το κράτος μέλος χαρακτηρίζεται (προσωρινώς) ως επιλέξιμη κρατική ενίσχυση μη συμβατή με την εσωτερική αγορά.

91.

Θα ήταν αντίθετο προς τη συνήθη κατανομή του βάρους αποδείξεως να ανατεθεί στους διαδίκους να αναδιατυπώσουν, εμμέσως ή επαγωγικώς, τα νομικά επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή για να τα αντικρούσουν.

92.

Επομένως, η Επιτροπή όφειλε να αναλύσει τη συγκρισιμότητα των καταστάσεων μεταξύ των φορέων της αγοράς, προβάλλοντας όλα τα αναγκαία επιχειρήματα για να στοιχειοθετηθεί κρατική ενίσχυση μη συμβατή με την εσωτερική αγορά, ακόμη και στο πλαίσιο του προσωρινού χαρακτήρα της αναλύσεως, που μπορούσε να μεταβληθεί κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

93.

Στην απόφαση Deutsche Post κατά Επιτροπής ( 19 ), όσον αφορά απόφαση για την επέκταση επίσημης διαδικασίας η οποία κρίθηκε ότι πάσχει έλλειψη αιτιολογίας, διευκρινίστηκε ότι, μετά το πέρας της προκαταρκτικής εκτιμήσεως του μέτρου, η Επιτροπή οφείλει να αιτιολογήσει την απόφασή της σε περίπτωση που αποφασίσει να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας ( 20 ).

94.

Επίσης, πάντοτε με την ίδια απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι «κάθε απόφαση της Επιτροπής που λαμβάνεται μετά το πέρας του σταδίου της προκαταρκτικής εξετάσεως πρέπει να περιέχει προσωρινή εκτίμηση του επίμαχου κρατικού μέτρου, με σκοπό να προσδιοριστεί αν το μέτρο αυτό έχει χαρακτήρα κρατικής ενισχύσεως» ( 21 ).

95.

Επομένως, η ανάλυση συγκρισιμότητας δεν μπορεί ποτέ να αφεθεί στην επίσημη διαδικασία έρευνας, διότι είναι πάντοτε δυνατό να γίνουν μόνο προσωρινές εκτιμήσεις.

96.

Μολονότι η Επιτροπή ορθώς δήλωσε ότι, για να κριθεί εάν μια απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη, είναι απαραίτητο να εξεταστεί συνολικά το περιεχόμενό της ( 22 ), εντούτοις πρέπει να σημειωθεί ότι η επίμαχη απόφαση στερείται οποιασδήποτε αναλύσεως συγκρισιμότητας.

97.

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, φρονώ ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως δύναται να γίνει δεκτός.

Γ.   Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ όσον αφορά το κριτήριο της επιλεκτικότητας

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

98.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, προβάλλεται παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ όσον αφορά το κριτήριο της επιλεκτικότητας

99.

Οι παρεμβαίνουσες υποστηρίζουν ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος προβάλλοντας επιχειρήματα παρόμοια με εκείνα των αναιρεσειουσών.

100.

Η Naturgy Energy Group βάλλει κατά της σκέψης 82 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης όπου αναφέρεται ότι η τότε προσφεύγουσα είχε υποστηρίξει ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση του επιλεκτικού χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου.

101.

Οι αναιρεσείουσες και οι παρεμβαίνουσες προέβαλαν το επιχείρημα ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να ασκήσει πλήρη έλεγχο της αναλύσεως της Επιτροπής σχετικά με τον επιλεκτικό χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου (η Naturgy επικαλείται την απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής,C‑487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψη 111). Συναφώς, οι αναιρεσείουσες παραπέμπουν στην ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου στην απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck (C‑524/14 P, EU:C:2016:971), στην οποία το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε πλάνη περί το δίκαιο και όχι πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα μέτρου που αποτέλεσε αντικείμενο αποφάσεως για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας.

102.

Κατά τη Naturgy Energy Group, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο συγκρίνοντας επενδύσεις πριν και μετά το 1998 αντί να κρίνει εάν η παράγραφος 10, σημείο 2, του παραρτήματος III του ITC/2794/2007 συνιστά επιλεκτικό μέτρο. Η διάταξη αυτή επιτρέπει στην κυβέρνηση να στηρίξει όλους τους σταθμούς παραγωγής ενέργειας, ανεξάρτητα από την τεχνολογία τους, για σημαντικές επενδύσεις.

103.

Όσον αφορά τη συγκρισιμότητα της κατάστασης των μονάδων παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα και των μονάδων που δεν χρησιμοποιούν τον άνθρακα ως κύριο καύσιμο, οι αναιρεσείουσες και οι παρεμβαίνουσες υποστηρίζουν ότι, πέραν του ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του ελέγχου λόγω πρόδηλης πλάνης, το Γενικό Δικαστήριο αντέστρεψε, στις σκέψεις 102 έως 126 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το βάρος αποδείξεως κρίνοντας ότι η αναιρεσείουσα όφειλε να αποδείξει την απουσία δυσμενούς διακρίσεως σε βάρος των σταθμών παραγωγής ενέργειας που δεν χρησιμοποιούν τον άνθρακα ως κύριο καύσιμο (απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών,C‑279/08 P, EU:C:2011:551, σκέψη 62).

104.

Η Επιτροπή οφείλει να αναλάβει το έργο εντοπισμού περιπτώσεων δυσμενών διακρίσεων, ακόμη και αν πρόκειται για προκαταρκτική ανάλυση. Τούτο περιλαμβάνει τον εντοπισμό περιπτώσεων παρόμοιων με εκείνες που μνημονεύονται στις σκέψεις 121 και 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο.

105.

Η EDP España υπενθυμίζει, μεταξύ άλλων, ότι το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η ανάλυση της σκοπιμότητας κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας δεν μπορεί να περιορίζεται στην εξέταση πρόδηλων σφαλμάτων εκτιμήσεως, αλλά πρέπει να προχωρήσει περαιτέρω (απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2021, Achema και Achema Gas Trade κατά Επιτροπής, T‑193/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:558, σκέψεις 43 και 44).

106.

Επομένως, αν το Γενικό Δικαστήριο είχε ασκήσει έλεγχο νομιμότητας σύμφωνα με τη νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης, θα έπρεπε να καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

107.

Η Endesa Generación διατείνεται περαιτέρω ότι αν το κριτήριο εκτιμήσεως της υπάρξεως ενισχύσεως στηριζόταν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως εξετάζοντας αν το επίμαχο μέτρο ήταν επιλεκτικό ή όχι. Τούτο επιβεβαιώνεται από την εξήγηση που παρέχεται με την αιτιολογική σκέψη 28 της επίδικης αποφάσεως.

108.

Επισημαίνει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει, εν πάση περιπτώσει, πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε τέτοια πλάνη στην επίδικη απόφαση κρίνοντας –προσωρινώς– ότι το επίμαχο μέτρο ήταν επιλεκτικό για τον λόγο και μόνον ότι εφαρμοζόταν σε ορισμένες επιχειρήσεις και χωρίς να πραγματοποιήσει την απαιτούμενη από τη νομολογία ανάλυση συγκρισιμότητας προκειμένου να προσδιορίσει τον επιλεκτικό χαρακτήρα του μέτρου.

109.

Η Generaciones Eléctricas Andalucía διατείνεται, τέλος, ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε εστιάζοντας μόνο στην απαίτηση πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, δεδομένου ότι οι συνέπειες της κίνησης επίσημης διαδικασίας έρευνας είναι σημαντικές. Υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν έχει την εξουσία να αποφασίσει να κινήσει την εν λόγω διαδικασία και ότι πρέπει, αντιθέτως, να επιβεβαιώσει ότι οι εξετασθείσες καταστάσεις πληρούν το κριτήριο της επιλεκτικότητας.

110.

Υποστηρίζει εκ νέου ότι το Γενικό Δικαστήριο συγχέει, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, τον προσωρινό χαρακτήρα της αναλύσεως στην απόφαση για κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας με την ύπαρξη διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής.

111.

Η Επιτροπή διατείνεται ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

112.

Υποστηρίζει ότι ο ισπανικός νόμος που επιτρέπει τη διαφοροποίηση των πληρωμών στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας δεν επηρεάζει τον επιλεκτικό χαρακτήρα του μέτρου. Μολονότι οι σταθμοί παραγωγής ενέργειας που κατασκευάστηκαν μετά από συγκεκριμένη ημερομηνία μπορούν να επωφεληθούν από απόδοση της επένδυσης, το μέτρο εξακολουθεί να παρέχει επιλεκτικό ευεργέτημα κυμαινόμενου ύψους (απόφαση της 22ας Ιουνίου 2006 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑182/03 και C‑217/03, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, EU:C:2006:416, σκέψεις 112 και 120). Επιπλέον, μόνον οι σταθμοί παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα που απαριθμούνται στο σχέδιο μείωσης των εκπομπών μπορούν να επωφεληθούν από το μέτρο αυτό.

113.

Υποστηρίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, ο έλεγχος νομιμότητας αποφάσεως για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας περιορίζεται στον έλεγχο του αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck,C‑524/14 P, EU:C:2016:971, σκέψη 78).

114.

Επιπλέον, έχει κριθεί ότι, προκειμένου να αποδειχθεί ότι υπήρξε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση περίπλοκων πραγματικών γεγονότων, ικανή να δικαιολογήσει την ακύρωση της αποφάσεως, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζουν οι προσφεύγουσες πρέπει να είναι επαρκή για να καταστήσουν έωλες τις εκτιμήσεις των πραγματικών γεγονότων που περιλαμβάνονται στην πράξη αυτή και ότι, υπό την επιφύλαξη ενός τέτοιου ελέγχου αληθοφάνειας, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση των περίπλοκων πραγματικών στοιχείων την εκτίμηση του εκδότη της εν λόγω αποφάσεως [απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2009, Enviro Tech (Europe),C‑425/08, EU:C:2009:635, σκέψη 47].

115.

Ως εκ τούτου, κατά την Επιτροπή, δεν μπορεί, επίσης, να υποστηριχθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση του επιλεκτικού χαρακτήρα, δεδομένου ότι δεν προσκομίστηκαν αποδεικτικά στοιχεία που να καθιστούν αβάσιμες τις περιεχόμενες στην επίδικη απόφαση εκτιμήσεις. Η εν λόγω υποχρέωση αποδείξεως είναι σύμφυτη με κάθε εκτίμηση περί πρόδηλης πλάνης και ουδεμία σχέση έχει με το γεγονός ότι εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει, προκαταρκτικώς, τον επιλεκτικό χαρακτήρα του μέτρου.

116.

Η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 102 έως 126 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως συνάδει πλήρως με τον αναγκαίο έλεγχο νομιμότητας που στηρίζεται στη νομολογία. Το Γενικό Δικαστήριο έλεγξε την ακρίβεια, την αξιοπιστία και τη συνοχή των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, διασφαλίζοντας ότι όλα τα σχετικά δεδομένα ελήφθησαν υπόψη κατά την αξιολόγηση της σύνθετης κατάστασης (απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2007, Ισπανία κατά Lenzing,C‑525/04 P, EU:C:2007:698, σκέψη 57, και της 6ης Νοεμβρίου 2008, Βασίλειο των Κάτω Χωρών κατά Επιτροπής,C‑405/07 P, EU:C:2008:613).

117.

Ο ισχυρισμός ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εκτίμησε ορθώς αν η παράγραφος 10, σημείο 2, του παραρτήματος III της αποφάσεως ITC/2794/2007 συνιστούσε επιλεκτικό μέτρο είναι αβάσιμος. Τούτο διότι η ενίσχυση χορηγήθηκε πράγματι με μεταγενέστερο διάταγμα (διάταγμα ITC/3860/2007), το οποίο επιβεβαιώθηκε με την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της επίδικης αποφάσεως και αναγνωρίστηκε από το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

118.

Η Naturgy Energy Group ουδόλως αιτιολόγησε τον ισχυρισμό της ότι οι εκτιμήσεις στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο είναι εσφαλμένες, ιδίως στις σκέψεις 102 έως 105 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εμπεριστατωμένη ανάλυση της εθνικής νομοθεσίας και διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι το επίμαχο καθεστώς είχε ως σκοπό να ευνοήσει μόνον τις μεγάλες επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν μετά το 1998.

119.

Η Επιτροπή έκρινε ότι τα προβληθέντα επιχειρήματα είναι όχι μόνον αβάσιμα, αλλά και αλυσιτελή. Τούτο διότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 107, παράγραφος 1, της Συνθήκης δεν διακρίνει μεταξύ των κρατικών παρεμβάσεων ανάλογα με τις αιτίες ή τους στόχους τους, αλλά τις αξιολογεί υπό το πρίσμα των αποτελεσμάτων τους. Επομένως, η έννοια της ενισχύσεως είναι αντικειμενική και εξαρτάται πρωτίστως από το αν ένα κρατικό μέτρο παρέχει πλεονέκτημα σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις. Εφόσον διαπιστωθεί η ύπαρξη ενισχύσεως, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσον η ενίσχυση είναι διαρθρωμένη κατά τρόπο που να διασφαλίζει ότι τα θετικά αποτελέσματά της όσον αφορά την επίτευξη ενός στόχου κοινού συμφέροντος υπερτερούν των δυνητικών αρνητικών συνεπειών της στο εμπόριο και τον ανταγωνισμό.

120.

Τέλος, όσον αφορά τη συγκρισιμότητα των σταθμών παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα με τους σταθμούς που δεν χρησιμοποιούν άνθρακα ως καύσιμο, καθώς και το επιχείρημα ότι, κατ’ ουσίαν, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να ακυρώσει την επίδικη απόφαση καθόσον δεν περιέχει λεπτομερή ανάλυση της συγκρισιμότητας μεταξύ των δύο αυτών ομάδων επιχειρήσεων, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η επίδικη απόφαση εξηγεί ότι θεωρεί το επίμαχο μέτρο επιλεκτικό, δεδομένου ότι ωφελεί μόνον τους σταθμούς παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα που απαριθμούνται στο σχέδιο μείωσης των εκπομπών, σε αντίθεση με άλλους σταθμούς παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα ή άλλους σταθμούς παραγωγής ενέργειας που χρησιμοποιούν άλλη τεχνολογία. Διατείνεται ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στις σκέψεις 117 έως 126 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, βάσει των επιχειρημάτων των αναιρεσειουσών και των παρεμβαινουσών, αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον οι σταθμοί παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα δεν βρίσκονταν σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση με εκείνη των σταθμών παραγωγής ενέργειας που χρησιμοποιούν άλλου είδους τεχνολογία, και ορθώς έκρινε ότι το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών και των παρεμβαινουσών.

121.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το βάρος αποδείξεως ουδόλως αντιστρέφεται· το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε αν η εκτίμηση της Επιτροπής στην επίδικη απόφαση ήταν βάσιμη και αν τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών την καθιστούσαν αβάσιμη. Κατά συνέπεια, οι αναιρεσείουσες ούτε απέδειξαν ούτε καν υποστήριξαν ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στήριξε την κρίση του.

2. Εκτίμηση

122.

Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως προβάλλεται επικουρικώς για την περίπτωση που το Δικαστήριο δεν δεχθεί τον πρώτο λόγο αναιρέσεως. Δεδομένου ότι προτείνω στο Δικαστήριο να κάνει δεκτό τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, θα διατυπώσω μερικές μόνον σύντομες παρατηρήσεις επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, ιδίως διότι, όπως προαναφέρθηκε, οι δύο λόγοι αναιρέσεως συνδέονται στενά μεταξύ τους.

123.

Συγκεκριμένα, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν πλάνη περί το δίκαιο κατά τον έλεγχο της εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όσον αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου.

124.

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο έλεγχος νομιμότητας αποφάσεως για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας σχετικά με τον χαρακτηρισμό μέτρου ως «κρατικής ενισχύσεως» περιορίζεται στη διαπίστωση πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως εκ μέρους της Επιτροπής ( 23 ). Η Επιτροπή υποχρεούται να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, εάν δεν είναι σε θέση να διαπιστώσει ότι το κοινοποιηθέν μέτρο είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά ή όταν διατηρεί αμφιβολίες ως προς το εάν το μέτρο συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ( 24 ).

125.

Στην ίδια απόφαση το Δικαστήριο έκρινε ότι όταν κράτος μέλος υποστηρίζει, κατά το στάδιο της προκαταρκτικής αναλύσεως της Επιτροπής, ότι τα μέτρα του δεν συνιστούν ενισχύσεις, η Επιτροπή πρέπει να εξετάζει επαρκώς το ζήτημα βάσει των πληροφοριών που της έχουν γνωστοποιηθεί από το οικείο κράτος, έστω και αν η εξέταση αυτή καταλήγει σε μη οριστική εκτίμηση. Επομένως, αν, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που είναι διαθέσιμα κατά τον χρόνο κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας, προκύπτει ότι ο χαρακτηρισμός του επίμαχου μέτρου ως νέας ενισχύσεως πρέπει να αποκλειστεί, η απόφαση για κίνηση της διαδικασίας σε σχέση με το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να ακυρωθεί ( 25 ).

126.

Δεύτερον, στη σκέψη 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν απόκειται σε αυτό να εκτιμήσει οριστικώς αν το επίμαχο μέτρο είναι προδήλως επιλεκτικό ( 26 ). Πράγματι, το Δικαστήριο εκτιμά ότι οφείλει να αποφεύγει να αποφαίνεται οριστικώς επί ζητημάτων που έχουν αποτελέσει αντικείμενο προσωρινής μόνον εκτιμήσεως από την Επιτροπή ( 27 ).

127.

Βάσει της νομολογίας αυτής, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε πρωτοδίκως τον λόγο ακυρώσεως που αφορούσε πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως ενισχύσεως, με την αιτιολογία ότι οι αναιρεσείουσες και οι παρεμβαίνουσες δεν ήταν σε θέση να αποδείξουν πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της Επιτροπής.

128.

Το κρίσιμο σημείο της συλλογιστικής αυτής είναι η σχέση μεταξύ των δύο λόγων αναιρέσεως που επισημάνθηκε επανειλημμένως: κατ’ ουσίαν, κατά την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή φέρει μάλλον περιορισμένο βάρος αιτιολογήσεως στην απόφαση για κίνηση της διαδικασίας, το οποίο περιορίζεται στη συνοπτική παρουσίαση των πραγματικών περιστατικών και των νομικών στοιχείων, με δυνατότητα μεταθέσεως της μεταγενέστερης εμπεριστατωμένης αναλύσεως μετά την κίνηση της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένης της αναλύσεως συγκρισιμότητας των επιχειρήσεων που επωφελούνται από το μέτρο με εκείνες που δραστηριοποιούνται στον ίδιο τομέα και δεν επωφελούνται από αυτό.

129.

Όσον αφορά, εν συνεχεία, την έκταση του ελέγχου του Γενικού Δικαστηρίου και το σχετικό βάρος αποδείξεως που φέρουν τα ενδιαφερόμενα μέρη για να στηρίξουν επιχειρήματα αντίθετα προς εκείνα της Επιτροπής (υπό την έννοια ότι δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως ενισχύσεως μη συμβατής με την εσωτερική αγορά), οι διάδικοι υποχρεούνται να αποδείξουν πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως αντικρούοντας επιχειρήματα και ελλιπή (καθόσον προορίζονται να συμπληρωθούν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας) αποδεικτικά στοιχεία που προέβαλε η Επιτροπή.

130.

Η συλλογιστική αυτή επηρεάζει αρνητικά την ορθή κατανομή του βάρους αποδείξεως.

131.

Η Επιτροπή οφείλει να προβεί, με το κράτος μέλος, σε προκαταρκτική εξέταση που να δικαιολογεί την απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας, διότι, βάσει των γνωστών αποδεικτικών στοιχείων, θεωρείται ότι το επίμαχο μέτρο χαρακτηρίζεται ως ενίσχυση και υπάρχουν αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά του με την εσωτερική αγορά.

132.

Η απόφαση για κίνηση της διαδικασίας πρέπει να περιλαμβάνει προκαταρκτική αλλά πλήρη ανάλυση βάσει γνωστών δεδομένων και στοιχείων, ώστε να μπορούν τα ενδιαφερόμενα μέρη να γνωρίζουν όλους τους νομικούς λόγους στους οποίους βασίζεται ο χαρακτηρισμός του μέτρου ως ενισχύσεως μη συμβατής με την εσωτερική αγορά. Η εκτίμηση αυτή της Επιτροπής είναι προσωρινή (αλλά, υπενθυμίζω, όχι ελλιπής), διότι μπορεί να αλλάξει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας λόγω των επιχειρημάτων που προέβαλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη.

133.

Ωστόσο, το δικαίωμα άμυνας των ενδιαφερομένων μερών γίνεται πλήρως σεβαστό, εάν αυτά είναι σε θέση να γνωρίζουν, κατά τον χρόνο έκδοσης της αποφάσεως για κίνηση της διαδικασίας, όλα τα στοιχεία και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν τον χαρακτηρισμό της Επιτροπής, έστω και προσωρινώς. Μόνον εάν, λόγω της ιδιαίτερης τεχνικής πολυπλοκότητας, ορισμένες εκτιμήσεις ή δοκιμές απαιτούν συμπληρωματικά στοιχεία, τα οποία η Επιτροπή μπορεί να εξετάσει μόνο μετά την παρέμβαση των ενδιαφερόμενων μερών πλην του κράτους μέλους (με το οποίο έχει ήδη διεξαχθεί διαβούλευση κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης), οι εν λόγω εκτιμήσεις ή δοκιμές μπορούν να μετατεθούν, με σχετική ειδική αιτιολογία, στον χρόνο της διαδικασίας. Το ίδιο ισχύει και για την ανάλυση συγκρισιμότητας.

134.

Εφόσον τηρηθεί το προαναφερθέν βάρος αποδείξεως, είναι ορθό να γίνει δεκτό ότι η εξέταση του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να περιορίζεται στην ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως κατά την ανάλυση της Επιτροπής, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει το βάσιμο των σύνθετων και ενδελεχών εκτιμήσεων που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί. Σε αντίθετη περίπτωση, ήτοι σε περίπτωση ανεπαρκούς και ελλιπούς αιτιολογίας, ο περιορισμός του ελέγχου του Γενικού Δικαστηρίου στην ύπαρξη πρόδηλης πλάνης κατά την ανάλυση της Επιτροπής μπορεί να οδηγήσει σε διατάραξη της ορθής κατανομής του βάρους αποδείξεως εις βάρος των διαδίκων που υποστηρίζουν άποψη αντίθετη προς την άποψη της Επιτροπής.

135.

Εν προκειμένω, μολονότι συμμερίζομαι τους ισχυρισμούς της Επιτροπής σχετικά με τα όρια του δικαστικού ελέγχου, όπως επαναλαμβάνονται στην πλέον πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου ( 28 ), όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως επιλεκτικού, οι προαναφερθείσες ελλείψεις της αιτιολογίας δεν μου επιτρέπουν να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, ο οποίος πράγματι ορθώς εξαρτάται από τον πρώτο, πρέπει να απορριφθεί.

136.

Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεν κάνει δεκτό τον πρώτο λόγο αναιρέσεως και, επομένως, κρίνει ως απαλλαγμένη ελαττωμάτων τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου που δεν επέκρινε την απόφαση της Επιτροπής λόγω έλλειψης αιτιολογίας, τα στοιχεία που προκύπτουν από τη δικογραφία, ιδίως η έλλειψη συγκριτικής αναλύσεως στην απόφαση για κίνηση της διαδικασίας, θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην κρίση ότι η απόφαση της Επιτροπής πάσχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

VI. Πρόταση

137.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο:

να κάνει δεκτό τον πρώτο λόγο αναιρέσεως που προβάλλεται,

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.

( 2 ) Βλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2021, Naturgy Energy Group κατά Επιτροπής (T‑328/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:548).

( 3 ) ΕΕ 2015, L 248, σ. 9.

( 4 ) Real Decreto 871/2007 por el que se ajustan las tarifas eléctricas a partir del 1 de julio de 2007 (Βασιλικό διάταγμα 871/2007 για την προσαρμογή των τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας από την 1η Ιουλίου 2007).

( 5 ) BOE αριθ. 156 της 30ής Ιουνίου 2007, σ. 28324.

( 6 ) Orden ITC/2794/2007, por la que se revisan las tarifas eléctricas a partir del 1 de octubre de 2007 (διάταγμα ITC/2794/2007 για την αναθεώρηση των τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας με ισχύ από την 1η Οκτωβρίου 2007).

( 7 ) BOE αριθ. 234, της 29ης Σεπτεμβρίου 2007, σ. 39690.

( 8 ) Orden ITC/3860/2007, por la que se revisan las tarifas eléctricas a partir del 1 de enero de 2008 (διάταγμα ITC/3860/2007 για την αναθεώρηση των τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2008).

( 9 ) BOE αριθ. 312 της 29ης Δεκεμβρίου 2007, σ. 53781.

( 10 ) Απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Comunidad Autónoma de Galicia και Retegal κατά Επιτροπής (C‑70/16 P, EU:C:2017:1002), και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck (C‑524/14 P, EU:C:2016:971).

( 11 ) Απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Comunidad Autónoma de Galicia και Retegal κατά Επιτροπής (C‑70/16 P, EU:C:2017:1002).

( 12 ) Απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Comunidad Autónoma de Galicia και Retegal κατά Επιτροπής (C‑70/16 P, EU:C:2017:1002).

( 13 ) Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck (C‑524/14 P, EU:C:2016:971).

( 14 ) Βλ. διάταξη της 13ης Νοεμβρίου 2019, με την οποία το Δικαστήριο έκανε δεκτή την παρέμβαση της EDP España με την αιτιολογία ότι αυτή απέδειξε την ύπαρξη άμεσου και ενεστώτος συμφέροντος στην υπόθεση.

( 15 ) Απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Comunidad Autónoma de Galicia και Retegal κατά Επιτροπής (C‑70/16 P, EU:C:2017:1002, σκέψη 61).

( 16 ) Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck (C‑524/14 P, EU:C:2016:971, σκέψη 58): «μέτρο προς όφελος ενός μόνον τομέα δραστηριοτήτων ή μέρους των επιχειρήσεων του τομέα αυτού δεν είναι κατ’ ανάγκην επιλεκτικού χαρακτήρα. Πράγματι […], αυτό συμβαίνει μόνον αν, στο πλαίσιο δεδομένου νομικού καθεστώτος, το μέτρο έχει ως αποτέλεσμα να ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις σε σχέση με άλλες που ανήκουν σε διαφορετικούς τομείς ή στον ίδιο τομέα και οι οποίες βρίσκονται, υπό το πρίσμα του σκοπού τον οποίο επιδιώκει το καθεστώς αυτό, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση».

( 17 ) Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 74).

( 18 ) Βλ. κατωτέρω.

( 19 ) Απόφαση της 10ης Απριλίου 2019, Deutsche Post κατά Επιτροπής (T‑388/11, EU:T:2019:237).

( 20 ) «Επομένως, για να μην καταστεί άνευ ουσίας η προβλεπόμενη στο άρθρο 296, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ υποχρέωση αιτιολογήσεως, κάθε απόφαση της Επιτροπής που λαμβάνεται μετά το πέρας του σταδίου της προκαταρκτικής εξετάσεως πρέπει να περιέχει προσωρινή εκτίμηση του επίμαχου κρατικού μέτρου, με σκοπό να προσδιοριστεί αν το μέτρο αυτό έχει χαρακτήρα κρατικής ενισχύσεως και να παραθέτει, όταν η Επιτροπή επιλέγει να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, τους λόγους που γεννούν αμφιβολίες κατά πόσον το μέτρο αυτό είναι συμβατό με την κοινή αγορά.»

( 21 ) Απόφαση της 10ης Απριλίου 2019, Deutsche Post κατά Επιτροπής (T‑388/11, EU:T:2019:237, σκέψη 72).

( 22 ) Απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Επιτροπή κατά Ισπανίας κ.λπ. (C‑128/16 P, EU:C:2018:591, σκέψη 93).

( 23 ) Απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής (C‑194/09 P, EU:C:2011:497, σκέψη 61), και απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck (C‑524/14 P, EU:C:2016:971, σκέψη 78).

( 24 ) Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑562/19 P, EU:C:2021:201, σκέψη 50).

( 25 ) Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑562/19 P, EU:C:2021:201, σκέψη 53).

( 26 ) Πρβλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck (C‑524/14 P, EU:C:2016:971, σκέψη 73).

( 27 ) Πρβλ., συναφώς, απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2002, Diputación Foral de Guipúzcoa κατά Επιτροπής (T‑269/99, T‑271/99 και T‑272/99, EU:T:2002:258, σκέψη 48), και απόφαση της 25ης Μαρτίου 2009, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής (T‑332/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:79, σκέψη 61).

( 28 ) Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑562/19 P, EU:C:2021:201, σκέψεις 50 και 52).

Top