EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019TO0627(01)

Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 2020 (Αποσπάσματα).
Harry Shindler κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Προσφυγή κατά παραλείψεως και προσφυγή ακυρώσεως – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση – Αιτήματα για την έκδοση αποφάσεως περί διατηρήσεως της ευρωπαϊκής ιθαγένειας από ορισμένους υπηκόους του Ηνωμένου Βασιλείου και αποφάσεως που αφορά τη λήψη διαφόρων μέτρων σχετικά με τα δικαιώματα των υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου – Θέση την οποία λαμβάνει η Επιτροπή – Έλλειψη προσκλήσεως προς ενέργεια – Άρνηση εκδόσεως αποφάσεως περί διατηρήσεως της ευρωπαϊκής ιθαγένειας από ορισμένους υπηκόους του Ηνωμένου Βασιλείου – Έλλειψη εννόμου συμφέροντος – Προσφυγή προδήλως απαράδεκτη.
Υπόθεση T-627/19.

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2020:335

 ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 14ης Ιουλίου 2020 ( *1 )

«Προσφυγή κατά παραλείψεως και προσφυγή ακυρώσεως – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση – Αιτήματα για την έκδοση αποφάσεως περί διατηρήσεως της ευρωπαϊκής ιθαγένειας από ορισμένους υπηκόους του Ηνωμένου Βασιλείου και αποφάσεως που αφορά τη λήψη διαφόρων μέτρων σχετικά με τα δικαιώματα των υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου – Θέση την οποία λαμβάνει η Επιτροπή – Έλλειψη προσκλήσεως προς ενέργεια – Άρνηση εκδόσεως αποφάσεως περί διατηρήσεως της ευρωπαϊκής ιθαγένειας από ορισμένους υπηκόους του Ηνωμένου Βασιλείου – Έλλειψη εννόμου συμφέροντος – Προσφυγή προδήλως απαράδεκτη»

Στην υπόθεση T‑627/19,

Harry Shindler, κάτοικος Porto d’Ascoli (Ιταλία), και οι λοιποί προσφεύγοντες των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα της διατάξεως ( 1 ), εκπροσωπούμενοι από τον J. Fouchet, δικηγόρο,

προσφεύγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους F. Erlbacher, C. Giolito και E. Montaguti,

καθής,

υποστηριζόμενης από το

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τους M. Bauer και R. Meyer,

παρεμβαίνον,

με αντικείμενο προσφυγή, πρώτον, δυνάμει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ, με αίτημα να αναγνωριστεί ότι η Επιτροπή παρανόμως παρέλειψε να εκδώσει, αφενός, απόφαση που διατηρεί, από την ημερομηνία αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση, την ευρωπαϊκή ιθαγένεια ορισμένων υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου οι οποίοι δεν έχουν, κατά τον χρόνο αυτό, την ιθαγένεια κράτους μέλους της Ένωσης, ανεξάρτητα από τη σύναψη ή μη συμφωνίας η οποία να καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις της εν λόγω αποχωρήσεως, και, αφετέρου, απόφαση που αφορά τη λήψη διαφόρων μέτρων σχετικά με τα δικαιώματα των εν λόγω υπηκόων, σε περίπτωση τέτοιας αποχωρήσεως χωρίς τη σύναψη τέτοιας συμφωνίας, και, δεύτερον, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, με αίτημα να ακυρωθεί το έγγραφο της Επιτροπής της 11ης Σεπτεμβρίου 2019 με το οποίο το θεσμικό αυτό όργανο αρνήθηκε να εκδώσει απόφαση περί διατηρήσεως της ευρωπαϊκής ιθαγένειας των εν λόγω υπηκόων,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Kornezov, πρόεδρο, J. Passer και K. Kowalik‑Bańczyk (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη ( 2 )

Ιστορικό της διαφοράς

1

Οι προσφεύγοντες, ο Harry Shindler και οι λοιποί προσφεύγοντες των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα της διατάξεως, είναι υπήκοοι Ηνωμένου Βασιλείου που κατοικούν, ο πρώτος, στην Ιταλία και, οι λοιποί, στη Γαλλία.

2

Στις 23 Ιουνίου 2016 οι πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας αποφάσισαν με δημοψήφισμα υπέρ της αποχωρήσεως της χώρας τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

3

Στις 29 Μαρτίου 2017 το Ηνωμένο Βασίλειο γνωστοποίησε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την Ένωση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ.

4

Στις 8 Ιουνίου 2017 διεξήχθησαν βουλευτικές εκλογές στο Ηνωμένο Βασίλειο.

5

Με την απόφαση (ΕΕ) 2019/476, της 22ας Μαρτίου 2019 (ΕΕ 2019, L 80, σ. 1), το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο, παρέτεινε την προβλεπόμενη από το άρθρο 50, παράγραφος 3, ΣΕΕ προθεσμία μετά το πέρας της οποίας οι Συνθήκες παύουν να ισχύουν στο Ηνωμένο Βασίλειο, ελλείψει συμφωνίας η οποία να καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρησή του. Δυνάμει του άρθρου 1 της αποφάσεως αυτής, η εν λόγω προθεσμία επρόκειτο να λήξει είτε στις 12 Απριλίου 2019 είτε στις 22 Μαΐου 2019.

6

Με την απόφαση (ΕΕ) 2019/584, της 11ης Απριλίου 2019 (ΕΕ 2019, L 101, σ. 1), το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο, παρέτεινε εκ νέου τη διαλαμβανόμενη στη σκέψη 5 ανωτέρω προθεσμία. Δυνάμει του άρθρου 1 της εν λόγω αποφάσεως, η προθεσμία αυτή επρόκειτο να λήξει, κατ’ αρχήν, στις 31 Οκτωβρίου 2019.

7

Στις 31 Ιουλίου 2019 οι προσφεύγοντες, καθώς και μία άλλη υπήκοος Ηνωμένου Βασιλείου που διαμένει στην Ιταλία, απέστειλαν επιστολή στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Την επομένη, απέστειλαν επιστολή, κατ’ ουσίαν πανομοιότυπη, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή (στο εξής: επιστολή της 1ης Αυγούστου 2019).

8

Με τις διαλαμβανόμενες στη σκέψη 7 ανωτέρω επιστολές, οι προσφεύγοντες επέστησαν, κατ’ ουσίαν, την προσοχή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής στην κατάσταση των υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου που διαμένουν σε άλλα κράτη μέλη, πλην του Ηνωμένου Βασιλείου, και που έχουν δημιουργήσει εκεί ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, ειδικότερα εκείνων οι οποίοι, όπως και οι ίδιοι, έχουν εγκαταλείψει το Ηνωμένο Βασίλειο από δεκαπενταετίας και πλέον. Υπενθύμισαν ότι, κατ’ εφαρμογήν του «κανόνα της 15ετίας» (15 years rule), δεν επετράπη στους υπηκόους αυτούς η συμμετοχή ούτε στο δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016 ούτε στις βουλευτικές εκλογές της 8ης Ιουνίου 2017, αν και οι ψηφοφορίες αυτές υπήρξαν καθοριστικές για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση και για τη διατήρηση της ιδιότητάς τους ως πολιτών της Ένωσης. Κατά συνέπεια, ζήτησαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή να «διαπιστώσουν παράλειψη» συνιστάμενη στην «παράνομη παράλειψη» των οργάνων αυτών «να διατηρήσουν την ευρωπαϊκή ιθαγένεια των [εν λόγω υπηκόων]». Περαιτέρω, κάλεσαν τα τρία αυτά όργανα να εκδώσουν, πριν από την προβλεπόμενη για τις 31 Οκτωβρίου 2019 αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση, απόφαση περί διατηρήσεως της ευρωπαϊκής ιθαγένειας των ίδιων υπηκόων μετά την ημερομηνία της αποχωρήσεως αυτής, ανεξάρτητα από τη σύναψη ή μη συμφωνίας που να καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις της εν λόγω αποχωρήσεως.

9

Με έγγραφο υπογεγραμμένο στις 11 Σεπτεμβρίου 2019 (στο εξής: έγγραφο της 11ης Σεπτεμβρίου 2019), η Επιτροπή απάντησε στην επιστολή της 1ης Αυγούστου 2019. Με το εν λόγω έγγραφο, το ως άνω θεσμικό όργανο απέρριψε την πρόσκληση να ενεργήσει που περιεχόταν στην επιστολή της 1ης Αυγούστου 2019. Εξήγησε ότι, από την ημερομηνία αποχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση, οι υπήκοοι του Ηνωμένου Βασιλείου που δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους της Ένωσης, παύουν να θεωρούνται πολίτες της Ένωσης. Κατά συνέπεια, εκτίμησε ότι οι Συνθήκες δεν της επιτρέπουν να εκδώσει απόφαση περί διατηρήσεως, από την εν λόγω αποχώρηση, της ευρωπαϊκής ιθαγένειας των εν λόγω υπηκόων που δεν έχουν, κατά τον χρόνο αυτό, την ιθαγένεια κράτους μέλους της Ένωσης.

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

[παραλειπόμενα]

15

Με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας βάσει του άρθρου 89, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε ερώτηση στους προσφεύγοντες. Οι προσφεύγοντες απάντησαν εμπροθέσμως στην ερώτηση αυτή.

[παραλειπόμενα]

17

Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

«να ακυρώσει την από [11] Σεπτεμβρίου 2019 ρητή άρνηση της Επιτροπής […] να διαπιστώσει παράλειψη»·

να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή παρανόμως παρέλειψε να εκδώσει, αφενός, «απόφαση [περί διατηρήσεως] της ευρωπαϊκής ιθαγένειας των προσφευγόντων […] οι οποίοι διάγουν την ιδιωτική και οικογενειακή τους ζωή σε άλλα κράτη μέλη της Ένωσης […] και στερήθηκαν του δικαιώματος ψήφου για να αποφασίσουν ως προς την έξοδο του [Ηνωμένου Βασιλείου] από την Ένωση αποκλειστικά λόγω του ότι είχαν κάνει χρήση της ελευθερίας κυκλοφορίας [κανόνας της 15ετίας], ανεξάρτητα από το αν θα υπάρξει ή όχι συμφωνία σχετικά με την αποχώρηση [αυτή]» και, αφετέρου, «απόφαση που να είναι δεσμευτική, και να ισχύει ομοιόμορφα στα υπόλοιπα 27 κράτη της Ένωσης όπου ζουν [υπήκοοι] του Ηνωμένου Βασιλείου και που να περιλαμβάνει διάφορα μέτρα αναφορικά με την είσοδο, τη διαμονή, τα κοινωνικά δικαιώματα και την επαγγελματική δραστηριότητα [των υπηκόων αυτών], τα οποία θα εφαρμοστούν σε περίπτωση που δεν υπάρξει συμφωνία αποχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση»·

να καταδικάσει την Επιτροπή να καταβάλει, στον καθέναν τους, το ποσό των 1500 ευρώ ως δικαστικά έξοδα.

18

Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή, άλλως, ως προδήλως αβάσιμη·

να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

19

Κατά το άρθρο 126 του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι έχει διαφωτισθεί επαρκώς από τα έγγραφα της δικογραφίας ώστε να αποφανθεί χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

Επί του αντικειμένου της διαφοράς

[παραλειπόμενα]

22

Δεύτερον, όσον αφορά τη διατύπωση του πρώτου αιτήματος των προσφευγόντων, με το οποίο ζητούν να ακυρωθεί η «από [11] Σεπτεμβρίου 2019 ρητή άρνηση της Επιτροπής […] να διαπιστώσει παράλειψη», οι εν λόγω προσφεύγοντες κλήθηκαν, με το μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας που διαλαμβάνεται στη σκέψη 15 ανωτέρω, να διευκρινίσουν αν η προσφυγή ασκείται αποκλειστικά δυνάμει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ ή αν έχει την έννοια ότι περιλαμβάνει όχι μόνον αίτημα περί διαπιστώσεως παραλείψεως αλλά και ακυρωτικό αίτημα βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Με επιστολή που κατατέθηκε στη Γραμματεία στις 14 Φεβρουαρίου 2020, οι προσφεύγοντες απάντησαν ότι η προσφυγή περιλαμβάνει ταυτοχρόνως αίτημα περί διαπιστώσεως παραλείψεως βάσει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ και ακυρωτικό αίτημα βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

23

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι, με το πρώτο αίτημά τους, οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση που περιέχεται στο έγγραφο της 11ης Σεπτεμβρίου 2019, με το οποίο η Επιτροπή αρνήθηκε, κατ’ ουσίαν, να εκδώσει απόφαση περί διατηρήσεως, από την ημερομηνία αποχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση και ανεξάρτητα από τη σύναψη ή μη συμφωνίας που να καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις της εν λόγω αποχωρήσεως, της ευρωπαϊκής ιθαγένειας ορισμένων υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου οι οποίοι δεν έχουν, κατά τον χρόνο αυτό, την ιθαγένεια κράτους μέλους της Ένωσης.

[παραλειπόμενα]

Επί του ακυρωτικού αιτήματος

40

Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 23 ανωτέρω, οι προσφεύγοντες ζητούν την ακύρωση της αποφάσεως που περιέχεται στο έγγραφο της 11ης Σεπτεμβρίου 2019.

Επί του παραδεκτού του ακυρωτικού αιτήματος

[παραλειπόμενα]

43

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, προκειμένου να αποδείξουν την «παράλειψη» που συνίσταται στη μη έκδοση, από την Επιτροπή, αποφάσεως περί διατηρήσεως της ευρωπαϊκής ιθαγένειας ορισμένων υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου κατά τον χρόνο αποχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση, ανεξάρτητα από τη σύναψη ή μη συμφωνίας που να καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις της εν λόγω αποχωρήσεως, οι προσφεύγοντες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, τρεις λόγους προς αμφισβήτηση της απώλειας της ευρωπαϊκής ιθαγένειας από τους υπηκόους αυτούς. Οι λόγοι αυτοί στηρίζονται, πρώτον, σε παραβίαση των Συνθηκών και της αρχής της ασφάλειας δικαίου καθώς και σε προσβολή των κεκτημένων δικαιωμάτων, δεύτερον, σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και σε προσβολή του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και της οικογενειακής ζωής και, τρίτον, σε παράνομη στέρηση του δικαιώματος ψήφου κατά το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016 και τις βουλευτικές εκλογές της 8ης Ιουνίου 2017, λαμβανομένου υπόψη ότι η εν λόγω στέρηση του δικαιώματος ψήφου παραβιάζει την «αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως», προσβάλλει το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και παραμονής στο έδαφος των κρατών μελών και το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και της οικογενειακής ζωής και παραβιάζει την «αρχή της ισότητας της ψήφου».

44

Εντούτοις, με το έγγραφο της 11ης Σεπτεμβρίου 2019, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο του ακυρωτικού αιτήματος, η Επιτροπή αρνήθηκε ακριβώς να εκδώσει απόφαση περί διατηρήσεως της ευρωπαϊκής ιθαγένειας ορισμένων υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου. Επομένως, μολονότι προβάλλουν «παράλειψη» της Επιτροπής, οι λόγοι ακυρώσεως και τα επιχειρήματα που απαριθμούνται στη σκέψη 43 ανωτέρω πρέπει να θεωρηθούν ότι προβάλλονται επίσης προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματος.

[παραλειπόμενα]

Επί του παραδεκτού των λόγων που προβάλλονται προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματος

46

Πρέπει να εξακριβωθεί αυτεπαγγέλτως αν οι προσφεύγοντες έχουν έννομο συμφέρον να προβάλλουν προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματος τους λόγους που διαλαμβάνονται στη σκέψη 43 ανωτέρω.

47

Υπενθυμίζεται, προς τούτο, ότι, κατά πάγια νομολογία, αφενός, o προσφεύγων δεν είναι δυνατό να έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση αποφάσεως η οποία θεωρείται ήδη δεδομένο ότι πρόκειται να επιβεβαιωθεί και, αφετέρου, ο λόγος ακυρώσεως είναι απαράδεκτος, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι βάσιμος, οσάκις η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως για τον λόγο αυτό δεν δύναται να ικανοποιήσει τα αιτήματα του προσφεύγοντος (βλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2011, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά ΕΚΤ, C‑401/09 P, EU:C:2011:370, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· απόφαση της 27ης Μαρτίου 2019, Canadian Solar Emea κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C‑236/17 P, EU:C:2019:258, σκέψη 93).

48

Συνεπώς, ο προσφεύγων δεν δικαιολογεί έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση αποφάσεως βάσει ορισμένου λόγου ακυρώσεως στην περίπτωση που το ενδιαφερόμενο όργανο δεν διαθέτει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως και υποχρεούται να ενεργήσει όπως ενήργησε. Σε μια τέτοια περίπτωση δέσμιας αρμοδιότητας, αν ακυρωθεί η οικεία απόφαση βάσει αυτού του λόγου μπορεί να αντικατασταθεί μόνο με νέα απόφαση πανομοιότυπη, ως προς το διατακτικό της, με την ακυρωθείσα απόφαση (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Ιουλίου 1983, Geist κατά Επιτροπής, 117/81, EU:C:1983:191, σκέψη 7· της 20ής Μαΐου 1987, Σουνά κατά Επιτροπής, 432/85, EU:C:1987:236, σκέψη 20, και της 28ης Νοεμβρίου 2019, Portigon κατά ΕΣΕ, T‑365/16, EU:T:2019:824, σκέψη 192).

49

Κατά μείζονα λόγο, ο προσφεύγων δεν δικαιολογεί έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση αποφάσεως περί αρνήσεως ενέργειας σε συγκεκριμένο τομέα βάσει ορισμένου λόγου ακυρώσεως όταν το ενδιαφερόμενο όργανο δεν διαθέτει σε καμία περίπτωση αρμοδιότητα να ενεργήσει στον εν λόγω τομέα, με αποτέλεσμα η ακύρωση της οικείας αποφάσεως βάσει του λόγου αυτού να έχει ως συνέπεια την έκδοση νέας αποφάσεως περί αρνήσεως ενέργειας στον ίδιο τομέα.

50

Εν προκειμένω, σε περίπτωση ακυρώσεως, για τους λόγους που απαριθμούνται στη σκέψη 43 ανωτέρω, της αποφάσεως που περιέχεται στο έγγραφο της 11ης Σεπτεμβρίου 2019, οι προσφεύγοντες θα ικανοποιούνταν μόνον εάν η Επιτροπή, κάνοντας δεκτή την περιεχόμενη στην επιστολή της 1ης Αυγούστου 2019 πρόσκλησή τους να ενεργήσει, εξέδιδε ακολούθως, η ίδια, δεσμευτική πράξη που να διατηρεί, από την ημερομηνία αποχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση, την ευρωπαϊκή ιθαγένεια ορισμένων υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου.

51

Υπενθυμίζεται όμως ότι, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ, κάθε θεσμικό όργανο δρα εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που του ανατίθενται από τις Συνθήκες, σύμφωνα με τις διαδικασίες, τους όρους και τους σκοπούς τους οποίους προβλέπουν. Συνεπώς, η Επιτροπή, όπως διατείνεται, μπορεί να ενεργεί μόνον βάσει των αρμοδιοτήτων που της ανατίθενται από τις Συνθήκες.

52

Πρέπει επομένως να εξεταστεί αν η Επιτροπή είναι αρμόδια να ενεργήσει κατά τον τρόπο που επιθυμούν οι προσφεύγοντες.

53

Συναφώς, ανεξάρτητα από το κατά πόσον η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση μπορούσε να έχει ως συνέπεια την απώλεια της ευρωπαϊκής ιθαγένειας από όλους τους υπηκόους του Ηνωμένου Βασιλείου οι οποίοι δεν είχαν, κατά τον χρόνο της εν λόγω αποχωρήσεως, την ιθαγένεια κράτους μέλους, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι καμία διάταξη των Συνθηκών ή του παράγωγου δικαίου δεν εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να εκδίδει δεσμευτικές πράξεις με αντικείμενο την απόδοση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας σε ορισμένες κατηγορίες προσώπων.

54

Το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έχει τέτοια αρμοδιότητα επιβεβαιώνεται από το ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο διαθέτει κατ’ αρχήν μόνον εξουσία υποβολής προτάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 2, ΣΕΕ.

55

Εξάλλου, μολονότι υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή είναι αρμόδια για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας των υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου κατά τον χρόνο της αποχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση, οι προσφεύγοντες δεν μνημονεύουν καμία διάταξη που να εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να εκδίδει, η ίδια, δεσμευτικές πράξεις με αντικείμενο την απόδοση ή τη διατήρηση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας υπέρ ορισμένων κατηγοριών προσώπων. Μολονότι οι προσφεύγοντες όντως αναφέρονται, με το δικόγραφο της προσφυγής, στο άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αρκεί η επισήμανση ότι η διάταξη αυτή παρέχει την εξουσία αποφάσεως όχι στην Επιτροπή, αλλά στο Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα κράτη μέλη.

56

Υπό τις συνθήκες αυτές η Επιτροπή δεν είναι, προφανώς, αρμόδια να εκδώσει, η ίδια, δεσμευτική πράξη που να διατηρεί, από την ημερομηνία αποχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση, την ευρωπαϊκή ιθαγένεια ορισμένων υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου.

57

Επομένως, ανεξάρτητα από το κατά πόσον η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση μπορούσε να έχει ως συνέπεια την απώλεια της ευρωπαϊκής ιθαγένειας από όλους τους υπηκόους του Ηνωμένου Βασιλείου οι οποίοι δεν είχαν, κατά τον χρόνο της εν λόγω αποχωρήσεως, την ιθαγένεια κράτους μέλους, η Επιτροπή δεν διέθετε, εν προκειμένω, καμία αρμοδιότητα να εκδώσει δεσμευτική πράξη για τη διατήρηση, από την ημερομηνία της εν λόγω αποχωρήσεως, της ευρωπαϊκής ιθαγένειας ορισμένων κατηγοριών προσώπων και όφειλε να αρνηθεί την έκδοση της πράξεως που ζητούσαν οι προσφεύγοντες.

58

Κατά συνέπεια, σε περίπτωση ακυρώσεως της αποφάσεως που περιέχεται στο έγγραφο της 11ης Σεπτεμβρίου 2019 για τους λόγους που απαριθμούνται στη σκέψη 43 ανωτέρω, η Επιτροπή θα βρισκόταν σε κατάσταση πρόδηλης αναρμοδιότητας και θα ήταν υποχρεωμένη να εκδώσει νέα απόφαση περί αρνήσεως εκδόσεως της πράξεως που ζητούν οι προσφεύγοντες. Συνεπώς, η ακύρωση αυτή δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει τους προσφεύγοντες, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να μην δικαιολογούν έννομο συμφέρον για την προβολή των λόγων ακυρώσεως που απαριθμούνται στη σκέψη 43 ανωτέρω. Ως εκ τούτου, οι ως άνω λόγοι ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.

59

Υπό τις συνθήκες αυτές, ελλείψει παραδεκτών λόγων ακυρώσεως, το ακυρωτικό αίτημα είναι επίσης προδήλως απαράδεκτο.

[παραλειπόμενα]

61

Κατόπιν των ανωτέρω, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

[παραλειπόμενα]

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα)

διατάσσει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

O Harry Shindler και οι λοιποί προσφεύγοντες των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα της διατάξεως φέρουν τα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

 

3)

Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

 

Λουξεμβούργο, 14 Ιουλίου 2020.

Ο Γραμματέας

E. Coulon

Ο Πρόεδρος

A. Kornezov


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

( 1 ) Ο κατάλογος των προσφευγόντων παρατίθεται ως παράρτημα μόνο στο κείμενο που κοινοποιείται στους διαδίκους.

( 2 ) Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις της παρούσας διατάξεως των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.

Top