EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62015CJ0444

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 21ης Δεκεμβρίου 2016.
Associazione Italia Nostra Onlus κατά Comune di Venezia κ.λπ.
Αίτηση του Tribunale Amministrativo Regionale per il Veneto για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Οδηγία 2001/42/ΕΚ – Εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων – Άρθρο 3, παράγραφος 3 – Σχέδια και προγράμματα που υποβάλλονται υποχρεωτικά σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων μόνον όταν τα κράτη μέλη αποφασίζουν ότι ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον – Κύρος, υπό το πρίσμα της Συνθήκης ΛΕΕ και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Έννοια της χρήσης “μικρών περιοχών σε τοπικό επίπεδο” – Εθνική ρύθμιση αναφερόμενη στην έκταση των οικείων περιοχών.
Υπόθεση C-444/15.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2016:978

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 21ης Δεκεμβρίου 2016 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Περιβάλλον — Οδηγία 2001/42/ΕΚ — Εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων — Άρθρο 3, παράγραφος 3 — Σχέδια και προγράμματα που υποβάλλονται υποχρεωτικά σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων μόνον όταν τα κράτη μέλη αποφασίζουν ότι ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον — Κύρος, υπό το πρίσμα της Συνθήκης ΛΕΕ και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Έννοια της χρήσης “μικρών περιοχών σε τοπικό επίπεδο” — Εθνική ρύθμιση αναφερόμενη στην έκταση των οικείων περιοχών»

Στην υπόθεση C‑444/15,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunale amministrativo regionale per il Veneto (πρωτοβάθμιο διοικητικό δικαστήριο της περιφέρειας Βενετίας, Ιταλία) με απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Αυγούστου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

Associazione Italia Nostra Onlus

κατά

Comune di Venezia,

Ministero per i beni e le attività culturali,

Regione Veneto,

Ministero delle Infrastrutture e dei Trasporti,

Ministero della Difesa – Capitaneria di Porto di Venezia,

Agenzia del Demanio,

παρισταμένης της:

Società Ca’ Roman Srl,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, πρόεδρο τμήματος, Μ. Βηλαρά, J. Malenovský, M. Safjan (εισηγητή) και D. Šváby, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Associazione Italia Nostra Onlus, εκπροσωπούμενη από τους F. Mantovan, P. Mantovan και P. Piva, avvocati,

ο Comune di Venezia, εκπροσωπούμενος από τους A. Iannotta, M. Ballarin και N. Ongaro, avvocati,

η Società Ca’ Roman Srl, εκπροσωπούμενη από τον G. Zago, avvocato,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Grasso, avvocato dello Stato,

το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους A. Tamás και M. Menegatti,

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τις M. Simm και S. Barbagallo,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την L. Pignataro και τον C. Hermes,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά το κύρος του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2001, σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων (ΕΕ 2001, L 197, σ. 30), καθώς και την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας αυτής.

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Associazione Italia Nostra Onlus (Ιταλία) και, αφετέρου, των Comune di Venezia (Δήμου Βενετίας, Ιταλία), Ministero per i Beni e le Attività Culturali (Yπουργείου Πολιτιστικών Αγαθών και Δραστηριοτήτων, Ιταλία), Regione Veneto (περιφέρειας Βενετίας, Ιταλία), Ministero delle Infrastrutture e dei Trasporti (Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, Ιταλία), Ministero della Difesa – Capitaneria di Porto di Venezia (Υπουργείου Άμυνας – Λιμεναρχείου Βενετίας, Ιταλία) και της Agenzia del Demanio (Οργανισμού Διαχειρίσεως Δημοσίων Κτιρίων, Ιταλία) όσον αφορά την υποχρέωση υποβολής σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, βάσει της οδηγίας 2001/42, σχεδίου εργασιών επί ακινήτων σε νησί που βρίσκεται στη λιμνοθάλασσα της Βενετίας (Ιταλία).

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 92/43/ΕΟΚ

3

Το άρθρο 1, στοιχεία ιαʹ και ιβʹ, της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ 1992, L 206, σ. 7, στο εξής: οδηγία για τους οικοτόπους), περιέχει τους εξής ορισμούς:

«ια)

“τόπος κοινοτικής σημασίας”: ένας τόπος ο οποίος, στη βιογεωγραφική περιοχή ή στις βιογεωγραφικές περιοχές στις οποίες ανήκει, συνεισφέρει σημαντικά στη διατήρηση ή την αποκατάσταση ενός τύπου φυσικού οικοτόπου του παραρτήματος I ή ενός είδους του παραρτήματος II, σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης και ο οποίος μπορεί επί πλέον να συνεισφέρει σημαντικά στη συνοχή της “Φύσης 2000” (Natura 2000) που αναφέρεται στο άρθρο 3 ή/και να συνεισφέρει σημαντικά στη συντήρηση της βιολογικής πολλαπλότητας στις συγκεκριμένες βιογεωγραφικές περιοχές.

[…]

ιβ)

“ειδική ζώνη διατήρησης”: ένας τόπος κοινοτικής σημασίας ορισμένος από τα κράτη μέλη μέσω κανονιστικής, διοικητικής ή/και συμβατικής πράξης, στον οποίο εφαρμόζονται τα μέτρα διατήρησης που απαιτούνται για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση, σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των φυσικών οικοτόπων ή/και των πληθυσμών των ειδών για τα οποία ορίστηκε ο τόπος».

4

Κατά το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής:

«1.   Η παρούσα οδηγία σκοπό έχει να συμβάλει στην προστασία της βιολογικής ποικιλομορφίας, μέσω της διατήρησης των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας χλωρίδας και πανίδας στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών όπου εφαρμόζεται η συνθήκη.

2.   Τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία αποσκοπούν στη διασφάλιση της διατήρησης ή της αποκατάστασης σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των φυσικών οικοτόπων και των άγριων ειδών χλωρίδας και πανίδας κοινοτικού ενδιαφέροντος.

3.   Κατά τη λήψη μέτρων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές απαιτήσεις, καθώς και οι περιφερειακές και τοπικές ιδιομορφίες.»

5

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει:

«Συνίσταται ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο ειδικών ζωνών, επονομαζόμενο “Natura 2000”. Το δίκτυο αυτό, που αποτελείται από τους τόπους όπου ευρίσκονται τύποι φυσικών οικοτόπων που εμφαίνονται στο παράρτημα I και τους οικοτόπους των ειδών που εμφαίνονται στο παράρτημα II, πρέπει να διασφαλίζει την διατήρηση ή, ενδεχομένως, την αποκατάσταση σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των τύπων φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων των οικείων ειδών στην περιοχή της φυσικής κατανομής των ειδών αυτών.

Το δίκτυο “Natura 2000” περιλαμβάνει και τις ζώνες ειδικής προστασίας που έχουν ταξινομηθεί από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ ειδ. εκδ. 15/001, σ. 202)].»

6

Το άρθρο 6 της οδηγίας για τους οικοτόπους προβλέπει:

«1.   Για τις ειδικές ζώνες διατήρησης, τα κράτη μέλη καθορίζουν τα αναγκαία μέτρα διατήρησης που ενδεχομένως συνεπάγονται ειδικά ενδεδειγμένα σχέδια διαχείρισης ή ενσωματωμένα σε άλλα σχέδια διευθέτησης και τα δέοντα κανονιστικά, διοικητικά ή συμβατικά μέτρα που ανταποκρίνονται στις οικολογικές απαιτήσεις των τύπων φυσικών οικοτόπων του παραρτήματος I και των ειδών του παραρτήματος II, τα οποία απαντώνται στους τόπους.

2.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε στις ειδικές ζώνες διατήρησης να αποφεύγεται η υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων ειδών, καθώς και οι ενοχλήσεις που έχουν επιπτώσεις στα είδη για τα οποία οι ζώνες έχουν ορισθεί, εφόσον οι ενοχλήσεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις σημαντικές όσον αφορά τους στόχους της παρούσας οδηγίας.

3.   Κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του. Βάσει των συμπερασμάτων της εκτίμησης των επιπτώσεων στον τόπο και εξαιρουμένης της περίπτωσης των διατάξεων της παραγράφου 4, οι αρμόδιες εθνικές αρχές συμφωνούν για το οικείο σχέδιο μόνον αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου περί του οποίου πρόκειται και, ενδεχομένως, αφού εκφρασθεί πρώτα η δημόσια γνώμη.

4.   Εάν, παρά τα αρνητικά συμπεράσματα της εκτίμησης των επιπτώσεων και ελλείψει εναλλακτικών λύσεων, ένα σχέδιο πρέπει να πραγματοποιηθεί για άλλους επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, περιλαμβανομένων λόγων κοινωνικής ή οικονομικής φύσεως, το κράτος μέλος λαμβάνει κάθε αναγκαίο αντισταθμιστικό μέτρο ώστε να εξασφαλισθεί η προστασία της συνολικής συνοχής του Natura 2000. Το κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με τα αντισταθμιστικά μέτρα που έλαβε.

Όταν ο τόπος περί του οποίου πρόκειται είναι τόπος όπου ευρίσκονται ένας τύπος φυσικού οικοτόπου προτεραιότητας ή/και ένα είδος προτεραιότητας, είναι δυνατόν να προβληθούν μόνον επιχειρήματα σχετικά με την υγεία ανθρώπων και τη δημόσια ασφάλεια ή σχετικά με θετικές συνέπειες πρωταρχικής σημασίας για το περιβάλλον, ή, κατόπιν γνωμοδοτήσεως της Επιτροπής, άλλοι επιτακτικοί σημαντικοί λόγοι σημαντικού δημοσίου συμφέροντος.»

7

Το άρθρο 7 της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«Οι υποχρεώσεις που πηγάζουν από τις παραγράφους 2, 3 και 4 του άρθρου 6 της παρούσας οδηγίας αντικαθιστούν τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από την πρώτη πρόταση της παραγράφου 4 του άρθρου 4 της οδηγίας [79/409], όσον αφορά τις ζώνες που χαρακτηρίστηκαν δυνάμει της παραγράφου 1 του άρθρου 4 ή αναγνωρίστηκαν με ανάλογο τρόπο δυνάμει της παραγράφου 2 του άρθρου 4 της εν λόγω οδηγίας, τούτο δε από την ημερομηνία θέσης σε εφαρμογή της παρούσας οδηγίας ή από την ημερομηνία της ταξινόμησης ή της αναγνώρισης εκ μέρους ενός κράτους μέλους δυνάμει της οδηγίας 79/409, εφόσον αυτή είναι μεταγενέστερη.»

Η οδηγία 2001/42

8

Οι αιτιολογικές σκέψεις 9 και 10 της οδηγίας 2001/42 έχουν ως εξής:

«(9)

Η παρούσα οδηγία είναι διαδικαστικής φύσεως και οι απαιτήσεις της θα πρέπει είτε να ενταχθούν σε υφιστάμενες διαδικασίες στα κράτη μέλη είτε να ενσωματωθούν σε διαδικασίες που θεσπίζονται συγκεκριμένα για το σκοπό αυτό· προκειμένου να αποφεύγονται οι αλληλεπικαλύψεις εκτιμήσεων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους, ενδεχομένως, το γεγονός ότι οι εκτιμήσεις θα πραγματοποιούνται σε διάφορα επίπεδα ενός ιεραρχημένου συνόλου σχεδίων και προγραμμάτων.

(10)

Όλα τα σχέδια και προγράμματα που εκπονούνται σε ορισμένους βασικούς τομείς και που καθορίζουν το πλαίσιο μελλοντικών αδειών έργων που απαριθμούνται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον [(ΕΕ 1985, L 175, σ. 40), όπως έχει τροποποιηθεί από την οδηγία 97/11/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997 (ΕΕ 1997, L 73, σ. 5)], καθώς και όλα τα σχέδια και προγράμματα για τα οποία απαιτείται εκτίμηση βάσει της οδηγίας [για τους οικοτόπους], ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και θα πρέπει κατά κανόνα να υποβάλλονται σε συστηματική εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Όταν καθορίζουν τη χρήση μικρών περιοχών σε τοπικό επίπεδο ή επιφέρουν ήσσονες τροποποιήσεις στα προαναφερόμενα σχέδια ή προγράμματα, θα πρέπει να υποβάλλονται σε εκτίμηση μόνον εφόσον τα κράτη μέλη αποφασίζουν ότι ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.»

9

Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2001/42, με τίτλο «Στόχοι»:

«Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η υψηλού επιπέδου προστασία του περιβάλλοντος και η ενσωμάτωση περιβαλλοντικών ζητημάτων στην προετοιμασία και θέσπιση σχεδίων και προγραμμάτων με σκοπό την προώθηση βιώσιμης ανάπτυξης, εξασφαλίζοντας ότι, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, θα γίνεται εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων για ορισμένα σχέδια και προγράμματα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.»

10

Το άρθρο 2, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας αυτής περιέχει τους εξής ορισμούς:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

α)

ως “σχέδια και προγράμματα” νοούνται τα σχέδια και προγράμματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, καθώς και οι τροποποιήσεις τους:

που εκπονούνται ή/και εγκρίνονται από μια αρχή σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο ή που εκπονούνται από μια αρχή προκειμένου να εγκριθούν, μέσω νομοθετικής διαδικασίας, από το Κοινοβούλιο ή την Κυβέρνηση, και

που απαιτούνται βάσει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων,

β)

ως “εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων” νοείται η εκπόνηση περιβαλλοντικής μελέτης, η διεξαγωγή διαβουλεύσεων, η συνεκτίμηση της περιβαλλοντικής μελέτης και των αποτελεσμάτων των διαβουλεύσεων κατά τη λήψη αποφάσεων καθώς και η παροχή πληροφοριών σχετικά με την απόφαση, σύμφωνα με τα άρθρα 4 έως 9».

11

Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει:

«1.   Πραγματοποιείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 4 έως 9, για σχέδια και προγράμματα που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 4, και τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, πραγματοποιείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων για όλα τα σχέδια και προγράμματα:

α)

τα οποία εκπονούνται για τη γεωργία, δασοπονία, αλιεία, ενέργεια, βιομηχανία, μεταφορές, διαχείριση αποβλήτων, διαχείριση υδάτινων πόρων, τηλεπικοινωνίες, τουρισμό, χωροταξία ή χρήση του εδάφους και τα οποία καθορίζουν το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων που απαριθμούνται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ της οδηγίας [85/337], ή

β)

για τα οποία, λόγω των συνεπειών που ενδέχεται να έχουν σε ορισμένους τόπους, απαιτείται εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας [για τους οικοτόπους].

3.   Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2 σχέδια και προγράμματα που καθορίζουν τη χρήση μικρών περιοχών σε τοπικό επίπεδο και οι ήσσονες τροποποιήσεις των αναφερόμενων στην παράγραφο 2 σχεδίων και προγραμμάτων υποβάλλονται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων μόνον όταν τα κράτη μέλη αποφασίζουν ότι ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

4.   Τα κράτη μέλη αποφασίζουν εάν τα σχέδια και προγράμματα, πλην των αναφερόμενων στην παράγραφο 2, τα οποία καθορίζουν το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων, ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

5.   Τα κράτη μέλη αποφασίζουν κατά πόσον τα σχέδια και προγράμματα που αναφέρονται στις ανωτέρω παραγράφους 3 και 4, ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον είτε εξετάζοντας χωριστά κάθε περίπτωση είτε καθορίζοντας συγκεκριμένους τύπους σχεδίων και προγραμμάτων είτε συνδυάζοντας τις δύο αυτές προσεγγίσεις. Προς το σκοπό αυτό τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη σε κάθε περίπτωση τα κατάλληλα κριτήρια που εκτίθενται στο παράρτημα ΙΙ προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα σχέδια και προγράμματα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.

[…]»

12

Το άρθρο 4 της οδηγίας 2001/42, με τίτλο «Γενικές υποχρεώσεις», ορίζει:

«1.   Η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 3 πραγματοποιείται κατά την εκπόνηση ενός σχεδίου ή προγράμματος και πριν από την έγκρισή του ή την έναρξη της σχετικής νομοθετικής διαδικασίας.

2.   Οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας είτε ενσωματώνονται στις υφιστάμενες διαδικασίες στα κράτη μέλη για την έγκριση σχεδίων και προγραμμάτων είτε συμπεριλαμβάνονται σε διαδικασίες που θεσπίζονται για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία.

3.   Όταν τα σχέδια και προγράμματα αποτελούν μέρος ενός ιεραρχημένου συνόλου, τα κράτη μέλη, προκειμένου να αποφύγουν την επανάληψη της εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι η εκτίμηση θα γίνει, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, σε διάφορα επίπεδα του ιεραρχημένου συνόλου. Με σκοπό, μεταξύ άλλων, να αποφύγουν την επανάληψη της εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το άρθρο 5 παράγραφοι 2 και 3.»

13

Το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Περιβαλλοντική μελέτη», έχει ως εξής:

«1.   Σε περίπτωση που απαιτείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1, εκπονείται περιβαλλοντική μελέτη στην οποία εντοπίζονται, περιγράφονται και αξιολογούνται οι ενδεχόμενες σημαντικές επιπτώσεις που θα έχει στο περιβάλλον η εφαρμογή του σχεδίου ή προγράμματος, καθώς και λογικές εναλλακτικές δυνατότητες λαμβανομένων υπόψη των στόχων και του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής του σχεδίου ή προγράμματος. Οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται γι’ αυτό το σκοπό περιέχονται στο παράρτημα Ι.

2.   Η περιβαλλοντική μελέτη που εκπονείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 περιλαμβάνει τις πληροφορίες που ευλόγως μπορεί να απαιτηθούν λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες γνώσεις και μεθόδους εκτίμησης, το περιεχόμενο και το επίπεδο λεπτομερειών στο σχέδιο ή το πρόγραμμα, το στάδιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεως και το βαθμό στον οποίο ορισμένα θέματα αξιολογούνται καλύτερα σε διαφορετικά επίπεδα της εν λόγω διαδικασίας ώστε να αποφεύγεται η επανάληψη της εκτίμησης.»

14

Το παράρτημα II της οδηγίας 2001/42 απαριθμεί τα κριτήρια για τον καθορισμό της ενδεχόμενης σημασίας των επιπτώσεων τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής.

Το ιταλικό δίκαιο

15

Η οδηγία 2001/42 μεταφέρθηκε στην ιταλική έννομη τάξη με το decreto legislativo n. 152 – Norme in materia ambientale (νομοθετικό διάταγμα αριθ. 152, σχετικά με την περιβαλλοντική νομοθεσία), της 3ης Απριλίου 2006 (τακτικό συμπληρωματικό τεύχος της GURI, αριθ. 88, της 14ης Απριλίου 2006).

16

Το άρθρο 6 του διατάγματος αυτού, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, ορίζει:

«1.   Η στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση αφορά την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων για τα σχέδια και προγράμματα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην πολιτιστική κληρονομιά.

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, πραγματοποιείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων για όλα τα σχέδια και προγράμματα:

α)

τα οποία εκπονούνται για την εκτίμηση και τη διαχείριση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα, για τους τομείς της γεωργίας, της δασοπονίας, της αλιείας, της ενέργειας, της βιομηχανίας, των μεταφορών, της διαχείρισης αποβλήτων, της διαχείρισης υδάτινων πόρων, των τηλεπικοινωνιών, του τουρισμού, της χωροταξίας αστικών και αγροτικών περιοχών ή της χρήσης του εδάφους και τα οποία καθορίζουν το πλαίσιο αναφοράς για την έγκριση, αδειοδότηση, χωροταξία ή υλοποίηση των έργων που απαριθμούνται στα παραρτήματα II, III και IV του παρόντος διατάγματος·

β)

για τα οποία απαιτείται εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με το άρθρο 5 του DPR αριθ. 357 της 8ης Σεπτεμβρίου 1997, όπως έχει τροποποιηθεί, λόγω των επιπτώσεων που ενδέχεται να έχουν στους στόχους διατήρησης των περιοχών που έχουν χαρακτηρισθεί ζώνες ειδικής προστασίας προς διαφύλαξη των αγρίων πτηνών και των περιοχών που έχουν χαρακτηρισθεί τόποι κοινοτικής σημασίας προς διαφύλαξη των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας.

3.   Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2 σχέδια και προγράμματα που καθορίζουν τη χρήση μικρών περιοχών σε τοπικό επίπεδο και οι ήσσονες τροποποιήσεις των αναφερόμενων στην παράγραφο 2 σχεδίων και προγραμμάτων υποβάλλονται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων μόνον όταν η αρμόδια αρχή εκτιμά ότι τα ως άνω σχέδια και προγράμματα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12.

3α.   Η αρμόδια αρχή εκτιμά, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12, εάν τα σχέδια και προγράμματα, πλην αυτών που διαλαμβάνονται στην παράγραφο 2, τα οποία καθορίζουν το πλαίσιο εντός του οποίου μπορεί να εγκριθεί στο μέλλον η υλοποίησή τους, ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

[…]»

Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17

Στη λιμνοθάλασσα της Βενετίας, στο νότιο άκρο της νήσου Pellestrina, βρίσκεται η νήσος με την ονομασία «Ca’ Roman», η οποία υπάγεται στον Comune di Venezia. Λόγω της αξίας του φυσικού τοπίου, ο βιότοπος της Ca’ Roman εντάχθηκε στο δίκτυο Natura 2000.

18

Ο βιότοπος αυτός αποτελεί το νοτιότερο τμήμα του τόπου κοινοτικής σημασίας (στο εξής: ΤΚΣ) και της ζώνης ειδικής προστασίας (στο εξής: ΖΕΠ) που έχουν καταχωριστεί υπό την ονομασία «ακτή Βενετίας: βιότοπος ακτογραμμής» (κωδικός IT 3250023) και αποτελεί συνέχεια του ΤΚΣ και της ΖΕΠ που έχουν καταχωριστεί υπό την ονομασία «λιμνοθάλασσα της Βενετίας» (κωδικός IT 3250046), καθώς και του ΤΚΣ που έχει καταχωριστεί υπό την ονομασία «μέση κατώτερη λιμνοθάλασσα Βενετίας» (κωδικός IT 3250030). Κατά το αιτούν δικαστήριο, στην Ca’ Roman υπάρχει μια ζώνη που συνορεύει με τους εν λόγω ΤΚΣ και με τις εν λόγω ΖΕΠ, όπου σήμερα βρίσκονται εγκαταλειμμένα κτίρια.

19

Η εφαρμοστέα πολεοδομική νομοθεσία στο έδαφος του Comune di Venezia επιτρέπει παρεμβάσεις για ανακαινίσεις, μέσω κατεδαφίσεως και ανοικοδομήσεως κτιρίων άνευ οικονομικής αξίας, ο προορισμός των οποίων θα μεταβληθεί μετά την εκπόνηση ενός σχεδίου υλοποιήσεως, το οποίο καθορίζει την αστική οργάνωση σε θέματα υποδομών και αρχιτεκτονικής του τόπου.

20

Η Società Ca’ Roman εκπόνησε ένα τέτοιο σχέδιο εφαρμογής για τα εγκαταλειμμένα κτίρια που αναφέρονται στη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως. Το σχέδιο προβλέπει την ανέγερση στη θέση των εγκαταλειμμένων κτιρίων 84 κατοικιών, διαμοιρασμένων σε 42 κτίρια συγκεντρωμένα σε πέντε ομάδες κτιρίων, σε συνολική έκταση 29195 τ.μ.

21

Με απόφαση της 31ης Μαΐου 2012, το δημοτικό συμβούλιο του Comune di Venezia ενέκρινε το επίμαχο σχέδιο το οποίο υποβλήθηκε σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας για τους οικοτόπους. Η εκτίμηση ήταν μεν θετική, αλλά επιβλήθηκαν ταυτόχρονα πολυάριθμοι όροι με σκοπό την προστασία των θιγόμενων ΤΚΣ και ΖΕΠ.

22

Αντιθέτως, το σχέδιο δεν υποβλήθηκε σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων κατά την έννοια της οδηγίας 2001/42. Συγκεκριμένα, με απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, η αρμόδια αρχή της περιφέρειας έκρινε ότι το επίμαχο σχέδιο αφορά αποκλειστικά τη χρήση μικρών περιοχών σε τοπικό επίπεδο και ότι τα σχέδια για τις ζώνες αυτές δεν απαιτούν εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων όταν δεν έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

23

Με απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2014, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του δημοτικού συμβουλίου, ο commissario straordinario (έκτακτος επίτροπος) του Comune di Venezia, αφού εξέτασε αν έπρεπε να προβεί σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων βάσει της οδηγίας 2001/42, ενέκρινε το επίμαχο σχέδιο, χωρίς καμία τροποποίηση σε σχέση με το κείμενο που είχε εγκριθεί προηγουμένως.

24

Η Associazione Italia Nostra, που έχει ως στόχο να συνδράμει στην προστασία και στην αξιοποίηση της ιστορικής, καλλιτεχνικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της Ιταλίας, άσκησε προσφυγή ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per il Veneto (διοικητικού περιφερειακού δικαστηρίου της περιφέρειας της Βενετίας, Ιταλία) κατά της εν λόγω αποφάσεως περί εγκρίσεως, καθώς και κατά άλλων πράξεων, αμφισβητώντας, μεταξύ άλλων, κατ’ ουσίαν, το κύρος του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/42 σε σχέση με το δίκαιο της Ένωσης.

25

Κατά το αιτούν δικαστήριο, η διάταξη αυτή είναι άκυρη υπό το πρίσμα του άρθρου 191 ΣΛΕΕ και του άρθρου 37 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) καθόσον προβλέπει ότι τα σχέδια και τα προγράμματα για τα οποία απαιτείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας για τους οικοτόπους δεν υποβάλλονται υποχρεωτικά σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων βάσει της οδηγίας 2001/42.

26

Συγκεκριμένα, ο έλεγχος απλώς της υποχρεώσεως υποβολής ενός σχεδίου ή προγράμματος σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, αντίθετα προς την υποχρεωτική και συστηματική εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, παρέχει τη δυνατότητα στις εθνικές διοικητικές αρχές να παρακάμψουν τους σκοπούς προστασίας του περιβάλλοντος που επιδιώκει η οδηγία για τους οικοτόπους και η οδηγία 2001/42.

27

Περαιτέρω, το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/42 παραβιάζει την «αρχή της εύλογης κρίσης», λαμβανομένης υπόψη της ακαταλληλότητας ή της ανεπάρκειας του επιπέδου προστασίας που θεσπίζει η διάταξη αυτή σε σχέση με τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία για τους οικοτόπους, καθώς και με την αναφορά στο αμιγώς ποσοτικό κριτήριο της εκτάσεως που καλύπτουν τα σχέδια ή προγράμματα που εμπίπτουν στην εν λόγω διάταξη.

28

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο υποστηρίζει ότι οι περιοχές που εμπίπτουν στο δίκτυο Natura 2000, λόγω των χαρακτηριστικών τους, εμφανίζουν ευαισθησία και στις ελάχιστες μεταβολές που προκαλούνται από επεμβάσεις στη χλωρίδα, στην πανίδα, στο έδαφος και στο νερό. Επομένως, η επίπτωση των μεταβολών που επέρχονται στους τόπους αυτούς, οι οποίες μπορούν, μεταξύ άλλων, να αποσκοπούν στην προστασία των σπάνιων ή υπό εξαφάνιση ειδών, δεν έχει σχέση με την έκταση της περιοχής που αφορά το σχέδιο ή το πρόγραμμα. Η επίπτωση αυτή εξαρτάται αποκλειστικά από ποιοτικές πτυχές, όπως η φύση, η χωροταξία ή ο κατάλληλος ή όχι χαρακτήρας της σχεδιαζόμενης επέμβασης.

29

Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία το κράτος μέλος που καθορίζει τα κριτήρια και/ή τα κατώτατα όρια λαμβάνοντας υπόψη μόνο τις διαστάσεις των σχεδίων και όχι τη φύση ή τον τόπο στον οποίο πρόκειται να πραγματοποιηθούν, υπερβαίνει το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει (βλ., όσον αφορά την οδηγία 85/337, αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, C‑392/96, EU:C:1999:431, σκέψεις 64 έως 67, και της 16ης Μαρτίου 2006, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑332/04, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2006:180, σκέψεις 76 έως 81).

30

Δεν δικαιολογείται επομένως, κατά το αιτούν δικαστήριο, η εξαίρεση από την υποχρεωτική και συστηματική εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων των σχεδίων ή προγραμμάτων που αφορά η οδηγία 2001/42 βάσει ενός αμιγώς ποσοτικού κριτηρίου, όπως η χρήση «μικρών περιοχών σε τοπικό επίπεδο», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής.

31

Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι, στην περίπτωση που το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι η διάταξη αυτή είναι άκυρη υπό το πρίσμα της Συνθήκης ΛΕΕ και του Χάρτη, τίθεται το ζήτημα εάν η εν λόγω έννοια των «μικρών περιοχών σε τοπικό επίπεδο» μπορεί να καθοριστεί από εθνική ρύθμιση αποκλειστικά με ποσοτικούς όρους, όπως συμβαίνει στην Ιταλία.

32

Συγκεκριμένα, ο Ιταλός νομοθέτης παρέλειψε να δώσει τον ορισμό της φράσης «μικρές περιοχές σε τοπικό επίπεδο» και η εθνική νομοθεσία έλαβε ως σημείο αναφοράς, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα στοιχεία, δηλαδή για τα αναπτυξιακά σχέδια αστικών περιοχών, νέων ή επεκτεινόμενων, εκείνα που αφορούν εκτάσεις μέχρι 40 εκτάρια, και για τα σχέδια αναβαθμίσεως ή αναπτύξεως αστικών περιοχών εντός υφιστάμενων αστικών περιοχών, εκείνα που αφορούν εκτάσεις μέχρι 10 εκτάρια. Αυτά τα αμιγώς ποσοτικά στοιχεία αντιστοιχούν σε πολύ υψηλά κατώτατα όρια, πράγμα που δημιουργεί πρόβλημα υπό το πρίσμα της οδηγίας 2001/42.

33

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale amministrativo regionale per il Veneto (διοικητικό περιφερειακό δικαστήριο της περιφέρειας της Βενετίας, Ιταλία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Ισχύει η παράγραφος 3 του άρθρου 3 της οδηγίας ΣΕΠΕ, κατά το μέρος που αναφέρεται επίσης στην περίπτωση που προβλέπεται από την παράγραφο 2, στοιχείο βʹ, του ίδιου άρθρου, υπό το πρίσμα των περιβαλλοντικών κανόνων της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, στον βαθμό που εξαιρεί από τη συστηματική υποβολή σε στρατηγική εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων σχέδια και προγράμματα για τα οποία έχει θεωρηθεί αναγκαία η εκτίμηση επιπτώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας περί οικοτόπων;

2)

Σε περίπτωση επιβεβαιώσεως του κύρους της εν λόγω διατάξεως, έχουν οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 3 της οδηγίας ΣΕΠΕ, εξεταζόμενες υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 10 της οδηγίας αυτής, σύμφωνα με την οποία όλα τα σχέδια και προγράμματα για τα οποία απαιτείται εκτίμηση βάσει της οδηγίας περί οικοτόπων ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και θα πρέπει κατά κανόνα να υποβάλλονται σε συστηματική εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, την έννοια ότι απαγορεύουν νομοθεσία, όπως η ιταλική, η οποία, προκειμένου να ορίσει την έννοια των “μικρών περιοχών σε τοπικό επίπεδο” που διαλαμβάνονται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας ΣΕΠΕ, βασίζεται σε αμιγώς ποσοτικά κριτήρια;

3)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, έχουν οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 3 της οδηγίας ΣΕΠΕ, εξεταζόμενες υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 10 της οδηγίας αυτής, σύμφωνα με την οποία όλα τα σχέδια και προγράμματα για τα οποία απαιτείται εκτίμηση βάσει της οδηγίας περί οικοτόπων ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και θα πρέπει κατά κανόνα να υποβάλλονται σε συστηματική εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, την έννοια ότι απαγορεύουν νομοθεσία, όπως η ιταλική, που εξαιρεί από την αυτόματη και υποχρεωτική υπαγωγή στη διαδικασία στρατηγικής εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων όλα τα αναπτυξιακά έργα αστικών περιοχών, νέων ή επεκτεινόμενων, που αφορούν εκτάσεις μέχρι 40 εκτάρια, ή τα έργα αναβαθμίσεως ή αναπτύξεως αστικών περιοχών εντός υφιστάμενων αστικών περιοχών που αφορούν εκτάσεις μέχρι 10 εκτάρια, ακόμη και στην περίπτωση που, λαμβανομένων υπόψη των ενδεχόμενων επιπτώσεών τους στις περιοχές, κρίθηκε αναγκαία η εκτίμηση επιπτώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας περί οικοτόπων;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

34

Ο Comune di Venezia και η Società Ca’ Roman υποστηρίζουν ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη.

35

Προβάλλουν ότι η ζώνη την οποία αφορά το επίμαχο στην κύρια δίκη σχέδιο βρίσκεται εκτός των ΤΚΣ και των ΖΕΠ που διαλαμβάνονται στη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως. Επομένως, όσον αφορά τη ζώνη αυτή, δεν απαιτείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας για τους οικοτόπους, και, ως εκ τούτου, δεν είναι απαραίτητη η εκτίμηση των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων βάσει της οδηγίας 2001/42, εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής. Υπό τις συνθήκες αυτές, η απάντηση του Δικαστηρίου στα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου δεν ασκεί επιρροή στην έκβαση της διαφοράς της κύριας δίκης.

36

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που υποβάλλει το εθνικό δικαστήριο, εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου που αυτό προσδιόρισε με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί αιτήσεως που υπέβαλε εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, επίσης, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra, C‑379/98, EU:C:2001:160, σκέψη 39, και της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Radgen, C‑478/15, EU:C:2016:705, σκέψη 27).

37

Εν προκειμένω, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 22 των προτάσεών της, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να απαιτείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, βάσει των άρθρων 6 και 7 της οδηγίας για τους οικοτόπους, ακόμη και στην περίπτωση που το επίμαχο στην κύρια δίκη σχέδιο θίγει άμεσα μόνο μία περιοχή εκτός των ΤΚΣ ή των ΖΕΠ που διαλαμβάνονται στη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως. Συγκεκριμένα, σχέδιο ή πρόγραμμα είναι δυνατό, αναλόγως των περιστάσεων, να θίγει ΤΚΣ και/ή ΖΕΠ, ακόμη και αν εκτελείται εκτός του τόπου ή της ζώνης.

38

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο, το οποίο επισημαίνει ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη σχέδιο αφορά ζώνη που συνορεύει με τους ΤΚΣ και τις ΖΕΠ που διαλαμβάνονται στη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως, θεωρεί ότι τούτο ισχύει, πράγμα που δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να ελέγξει.

39

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία της οδηγίας 2001/42 δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης.

Επί του πρώτου ερωτήματος

40

Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, διευκρινίσεις ως προς το κύρος του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/42 υπό το πρίσμα των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ και του Χάρτη.

41

Εισαγωγικά, πρέπει να τονιστεί ότι η οδηγία 2001/42 στηρίζεται στο άρθρο 175, παράγραφος 1, ΕΚ, που αφορά τις δράσεις που πρέπει να αναλάβει η Ένωση στον τομέα του περιβάλλοντος για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 174 ΕΚ.

42

Το άρθρο 191 ΣΛΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 174 ΕΚ και, παλαιότερα, κατ’ ουσίαν, στο άρθρο 130 Ρ της Συνθήκης ΕΚ, ορίζει, στην παράγραφο 2, ότι η πολιτική της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος αποβλέπει σε «υψηλό επίπεδο προστασίας» και λαμβάνει υπόψη την ποικιλομορφία των καταστάσεων στις διάφορες περιοχές της Ένωσης. Στο ίδιο πνεύμα, το άρθρο 3, παράγραφος 3, της ΣΕΕ προβλέπει ότι η Ένωση εργάζεται, μεταξύ άλλων, για ένα «υψηλό επίπεδο προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος».

43

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 191, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ επιτρέπει τη θέσπιση μέτρων τα οποία αφορούν μόνο συγκεκριμένες πτυχές του περιβάλλοντος, εφόσον τα μέτρα αυτά συμβάλλουν στη διατήρηση, την προστασία και τη βελτίωση της ποιότητάς του (βλ. αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1998, Safety Hi-Tech, C‑284/95, EU:C:1998:352, σκέψη 45, και της 14ης Ιουλίου 1998, Bettati, C‑341/95, EU:C:1998:353, σκέψη 43).

44

Μολονότι δεν αμφισβητείται ότι το άρθρο 191, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ επιβάλλει η πολιτική της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος να αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας, ένα τέτοιο επίπεδο προστασίας, για να συνάδει προς τη διάταξη αυτή, δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να είναι το υψηλότερο δυνατό από τεχνική άποψη. Συγκεκριμένα, το άρθρο 193 ΣΛΕΕ παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να διατηρήσουν ή να λάβουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ενισχυμένα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος (βλ. αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1998, Safety Hi-Tech, C‑284/95, EU:C:1998:352, σκέψη 49, και της 14ης Ιουλίου 1998, Bettati, C‑341/95, EU:C:1998:353, σκέψη 47).

45

Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί, με βάση τη νομολογία αυτή, εάν το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/42 είναι έγκυρο υπό το πρίσμα του άρθρου 191 ΣΛΕΕ.

46

Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, τόσο λόγω της ανάγκης σταθμίσεως ορισμένων από τους στόχους και τις αρχές του άρθρου 191 ΣΛΕΕ, όσο και λόγω της περίπλοκης εφαρμογής των κριτηρίων, ο δικαστικός έλεγχος πρέπει κατ’ ανάγκη να περιοριστεί στο ζήτημα αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκδίδοντας το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/42, υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1998, Safety Hi-Tech, C‑284/95, EU:C:1998:352, σκέψη 37, της 14ης Ιουλίου 1998, Bettati, C‑341/95, EU:C:1998:353, σκέψη 35, και της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑86/03, EU:C:2005:769, σκέψη 88).

47

Όσον αφορά την οδηγία 2001/42, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο της 1, σκοπός της είναι να διασφαλίσει υψηλού επιπέδου προστασία του περιβάλλοντος και να συμβάλει στην ενσωμάτωση περιβαλλοντικών ζητημάτων στην εκπόνηση και έγκριση σχεδίων και προγραμμάτων με σκοπό την προώθηση βιώσιμης ανάπτυξης, προβλέποντας ότι, σύμφωνα με την οδηγία αυτή, ορισμένα σχέδια και προγράμματα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον θα υπόκεινται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

48

Όπως προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας, υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων πραγματοποιείται για όλα τα σχέδια και προγράμματα για τα οποία, λόγω των συνεπειών που ενδέχεται να έχουν σε ορισμένους τόπους, απαιτείται εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας για τους οικοτόπους.

49

Όσον αφορά το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/42, αυτό ορίζει ότι σχέδια και προγράμματα που καθορίζουν τη χρήση μικρών περιοχών σε τοπικό επίπεδο και οι ήσσονες τροποποιήσεις των σχεδίων και προγραμμάτων υποβάλλονται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων μόνον όταν τα κράτη μέλη αποφασίζουν ότι ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

50

Όπως προκύπτει από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας 2001/42, για τα σχέδια και προγράμματα που καθορίζουν τη χρήση μικρών περιοχών σε τοπικό επίπεδο, οι αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους πρέπει να προβαίνουν σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να εξακριβώσουν αν το συγκεκριμένο σχέδιο ή πρόγραμμα ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και οι εν λόγω αρχές πρέπει στη συνέχεια να υποβάλουν υποχρεωτικά το σχέδιο ή το πρόγραμμα σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων βάσει της οδηγίας αυτής, εάν καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι το σχέδιο ή το πρόγραμμα ενδέχεται να έχει τέτοιες επιπτώσεις στο περιβάλλον.

51

Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/42, τα σχέδια ή προγράμματα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και, ως εκ τούτου, είναι απαραίτητη η υποβολή τους σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων βάσει της οδηγίας αυτής καθορίζονται είτε με κατά περίπτωση εξέταση είτε με τον καθορισμό συγκεκριμένων τύπων σχεδίων ή προγραμμάτων είτε με συνδυασμό των δύο αυτών προσεγγίσεων. Προς τούτο, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, εν πάση περιπτώσει, τα κατάλληλα κριτήρια που εκτίθενται στο παράρτημα II της εν λόγω οδηγίας, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα σχέδια και προγράμματα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον καλύπτονται από την οδηγία αυτή.

52

Οι μηχανισμοί εξέτασης των σχεδίων και προγραμμάτων του άρθρου 3, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/42 έχουν ως σκοπό να διευκολύνουν τον καθορισμό των σχεδίων ή προγραμμάτων που πρέπει οπωσδήποτε να εκτιμηθούν διότι ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (βλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Valčiukienė κ.λπ., C‑295/10, EU:C:2011:608, σκέψη 45).

53

Το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/42 για τον καθορισμό ορισμένων τύπων σχεδίων ή προγραμμάτων που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον οριοθετείται από την κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, υποχρέωση υποβολής σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων των σχεδίων ή προγραμμάτων που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, ιδίως λόγω των χαρακτηριστικών τους, των επιπτώσεών τους και των περιοχών που ενδέχεται να επηρεαστούν (βλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Valčiukienė κ.λπ., C‑295/10, EU:C:2011:608, σκέψη 46).

54

Με το άρθρο 3, παράγραφοι 2, 3 και 5, της οδηγίας 2001/42 επιδιώκεται, επομένως, να μην εξαιρείται από την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων κανένα σχέδιο ή πρόγραμμα που μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (βλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Valčiukienė κ.λπ., C‑295/10, EU:C:2011:608, σκέψη 53).

55

Συνεπώς, πρέπει να γίνει διάκριση της καταστάσεως αυτής από εκείνη στην οποία ένα αμιγώς ποσοτικό κατώτατο όριο έχει ως αποτέλεσμα, στην πράξη, να εξαιρείται εκ προοιμίου μια ολόκληρη κατηγορία σχεδίων ή προγραμμάτων από την υποχρέωση μελέτης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων βάσει της οδηγίας 2001/42, μολονότι τα εν λόγω σχέδια ή προγράμματα ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Valčiukienė κ.λπ., C‑295/10, EU:C:2011:608, σκέψη 47 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

56

Κατόπιν των ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/42, μη εξαιρώντας από την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, βάσει της οδηγίας αυτής, κανένα σχέδιο ή πρόγραμμα που ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, εντάσσεται στο πλαίσιο του σκοπού τον οποίο επιδιώκει η εν λόγω οδηγία, ήτοι τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος.

57

Το αιτούν δικαστήριο υποστηρίζει, εντούτοις, ότι ο έλεγχος απλώς της υποχρεώσεως υποβολής ενός σχεδίου ή προγράμματος σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, αντίθετα με την υποχρεωτική και συστηματική εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, παρέχει τη δυνατότητα στις εθνικές διοικητικές αρχές να παρακάμψουν τους σκοπούς προστασίας του περιβάλλοντος που επιδιώκει η οδηγία για τους οικοτόπους και η οδηγία 2001/42.

58

Ωστόσο, από την οδηγία 2001/42, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, προκύπτει ότι στα κράτη μέλη εναπόκειται να λάβουν, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, κάθε αναγκαίο γενικό ή ειδικό μέτρο ώστε όλα τα σχέδια ή προγράμματα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, να υποβληθούν, προ της καταρτίσεώς τους, σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, σύμφωνα με τους διαδικαστικούς κανόνες και βάσει των κριτηρίων που ορίζει η εν λόγω οδηγία (βλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2012, Inter-Environnement Wallonie και Terre wallonne, C‑41/11, EU:C:2012:103, σκέψη 42 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

59

Εν πάση περιπτώσει, απλώς και μόνον ο κίνδυνος ότι οι εθνικές αρχές θα μπορούσαν, με τη συμπεριφορά τους, να παρακάμψουν την εφαρμογή της οδηγίας 2001/42, δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακυρότητα του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής.

60

Επομένως, δεν προκύπτει, εν προκειμένω, ότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, θεσπίζοντας το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/42, υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως υπό το πρίσμα του άρθρου 191 ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, από την εν λόγω διάταξη της οδηγίας 2001/42, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να πλήξει το κύρος της υπό το πρίσμα του άρθρου 191 ΣΛΕΕ.

61

Εξάλλου, όσον αφορά το ζήτημα της ενδεχόμενης ακυρότητας του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/42 υπό το πρίσμα του άρθρου 37 του Χάρτη, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το γράμμα του εν λόγω άρθρου του Χάρτη, το «υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και η βελτίωση της ποιότητάς του πρέπει να ενσωματώνονται στις πολιτικές της Ένωσης και να διασφαλίζονται σύμφωνα με την αρχή της αειφόρου ανάπτυξης της Ένωσης».

62

Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 52, παράγραφος 2, του Χάρτη ορίζει ότι τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη και τα οποία αποτελούν αντικείμενο διατάξεων των Συνθηκών ασκούνται υπό τους όρους και εντός των ορίων που καθορίζονται σ’ αυτές. Τούτο ισχύει ως προς το άρθρο 37 του Χάρτη. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις σχετικές με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων επεξηγήσεις (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17) για τη διάταξη αυτή, η «αρχή που περιλαμβάνεται [στο άρθρο 37 του Χάρτη] βασίστηκε στα άρθρα 2, 6 και 174 [ΕΚ], τα οποία έχουν πλέον αντικατασταθεί από το άρθρο 3, παράγραφος 3, [της ΣΕΕ] και τα άρθρα 11 και 191 [ΣΛΕΕ]».

63

Κατά συνέπεια, εφόσον, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 60 της παρούσας αποφάσεως, από το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/42 δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να πλήξει το κύρος του υπό το πρίσμα του άρθρου 191 ΣΛΕΕ, από τη διάταξη αυτή δεν προκύπτει επίσης κανένα στοιχείο ικανό να πλήξει το κύρος της υπό το πρίσμα του άρθρου 37 του Χάρτη.

64

Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι από την εξέταση του πρώτου ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να πλήξει το κύρος του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/42 υπό το πρίσμα των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ και του Χάρτη.

Επί του δευτέρου και του τρίτου ερωτήματος

65

Με το δεύτερο και τρίτο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/42, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι ο όρος «μικρές περιοχές σε τοπικό επίπεδο» που περιλαμβάνεται στην εν λόγω παράγραφο 3 μπορεί να οριστεί λαμβάνοντας υπόψη μόνον την έκταση της συγκεκριμένης ζώνης.

66

Όσον αφορά τον όρο «μικρές περιοχές σε τοπικό επίπεδο», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/42, από τις απαιτήσεις τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας συνάγεται ότι οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που δεν περιέχουν ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου τους πρέπει, κατά κανόνα, να ερμηνεύονται κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση βάσει του πλαισίου στο οποίο εντάσσονται και του σκοπού της επίμαχης ρυθμίσεως (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 18ης Ιανουαρίου 1984, Ekro, 327/82, EU:C:1984:11, σκέψη 11, και της 13ης Οκτωβρίου 2016, Mikołajczyk, C‑294/15, EU:C:2016:772, σκέψη 44).

67

Δεδομένου ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/42 δεν περιέχει καμία ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου του όρου «μικρές περιοχές σε τοπικό επίπεδο», ο προσδιορισμός αυτός πρέπει να γίνει βάσει του πλαισίου της διατάξεως αυτής και του σκοπού της εν λόγω οδηγίας.

68

Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, κατά το γράμμα της εν λόγω διατάξεως, το σχέδιο ή το πρόγραμμα πρέπει να πληροί σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις. Αφενός, το εν λόγω σχέδιο ή πρόγραμμα πρέπει να καθορίζει τη χρήση μιας «μικρής ζώνης» και, αφετέρου, η ζώνη αυτή πρέπει να βρίσκεται σε «τοπικό επίπεδο».

69

Όσον αφορά τον όρο «τοπικό επίπεδο», πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η φράση «τοπικό επίπεδο» χρησιμοποιείται επίσης στο άρθρο 2, στοιχείο αʹ, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 2001/42. Κατά το γράμμα της διατάξεως αυτής, ως «σχέδια και προγράμματα» νοούνται τα σχέδια και προγράμματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συγχρηματοδοτούνται από την Ένωση, καθώς και οι τροποποιήσεις τους, που εκπονούνται ή/και εγκρίνονται από μια αρχή σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο ή που εκπονούνται από μια αρχή προκειμένου να εγκριθούν, μέσω νομοθετικής διαδικασίας, από το Κοινοβούλιο ή την Κυβέρνηση, και που απαιτούνται βάσει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων.

70

Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 56 των προτάσεών της, από την παρόμοια διατύπωση που χρησιμοποιείται στο άρθρο 2, στοιχείο αʹ, πρώτη περίπτωση, και στο άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/42, καθώς και από την οικονομία της οδηγίας αυτής, προκύπτει ότι η φράση «τοπικό επίπεδο» έχει το ίδιο σημασιολογικό περιεχόμενο στις δύο αυτές διατάξεις, δηλαδή αναφέρεται σε διοικητικό επίπεδο εντός του οικείου κράτους μέλους.

71

Επομένως, για να χαρακτηριστεί ένα σχέδιο ή πρόγραμμα ως μέτρο που καθορίζει τη χρήση μιας μικρής περιοχής σε «τοπικό επίπεδο», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/42, το εν λόγω σχέδιο ή πρόγραμμα πρέπει να έχει εκπονηθεί και/ή εγκριθεί από τοπική αρχή και όχι από περιφερειακή ή εθνική αρχή.

72

Όσον αφορά τον όρο «μικρή περιοχή», ο ποσοτικός χαρακτηρισμός «μικρή», κατά το σύνηθες νόημα που έχει στην καθημερινή γλώσσα, παραπέμπει στο μέγεθος της περιοχής. Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 59 των προτάσεών της, το κριτήριο αυτό του μεγέθους της περιοχής μπορεί να νοηθεί μόνον ως αναφερόμενο σε στοιχείο αμιγώς ποσοστικό, δηλαδή στην έκταση της περιοχής που αφορά το κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/42 σχέδιο ή πρόγραμμα, ανεξαρτήτως των περιβαλλοντικών του επιπτώσεων.

73

Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με τη χρήση της φράσης «μικρές περιοχές σε τοπικό επίπεδο», αφενός, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να ορίσει ως σημείο αναφοράς το πλαίσιο της εδαφικής αρμοδιότητας της τοπικής αρχής που εκπόνησε και/ή εξέδωσε το συγκεκριμένο σχέδιο ή πρόγραμμα. Αφετέρου, στον βαθμό που το κριτήριο της χρήσης «μικρών περιοχών» πρέπει να πληρούται επιπλέον του κριτηρίου του καθορισμού σε τοπικό επίπεδο, η συγκεκριμένη περιοχή, αναλογικά με το σύνολο του εδάφους, πρέπει να είναι μικρού μεγέθους.

74

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο δεύτερο και τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/42, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι ο όρος «μικρές περιοχές σε τοπικό επίπεδο» που περιλαμβάνεται στην εν λόγω παράγραφο 3 πρέπει να ερμηνευθεί ως αναφερόμενος στην έκταση της συγκεκριμένης περιοχής υπό τις εξής προϋποθέσεις:

ότι το σχέδιο ή το πρόγραμμα εκπονήθηκε και/ή εκδόθηκε από τοπική αρχή και όχι από περιφερειακή ή εθνική αρχή και

ότι η περιοχή αυτή εντός του πλαισίου της εδαφικής αρμοδιότητας της τοπικής αρχής, αναλογικά με το σύνολο του εδάφους, είναι μικρού μεγέθους.

Επί των δικαστικών εξόδων

75

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Από την εξέταση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να πλήξει το κύρος του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2001, σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων, υπό το πρίσμα των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

2)

Το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/42, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι ο όρος «μικρές περιοχές σε τοπικό επίπεδο» που περιλαμβάνεται στην εν λόγω παράγραφο 3 πρέπει να ερμηνευθεί ως αναφερόμενος στην έκταση της συγκεκριμένης περιοχής υπό τις εξής προϋποθέσεις:

ότι το σχέδιο ή το πρόγραμμα εκπονήθηκε και/ή εκδόθηκε από τοπική αρχή και όχι από περιφερειακή ή εθνική αρχή και

ότι η περιοχή αυτή εντός του πλαισίου της εδαφικής αρμοδιότητας της τοπικής αρχής, αναλογικά με το σύνολο του εδάφους, είναι μικρού μεγέθους.

 

(υπογραφές)


( *1 ) * Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

Top