EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CJ0167

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 15ης Οκτωβρίου 2015.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας.
Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγία 91/271/ΕΟΚ — Επεξεργασία των αστικών λυμάτων — Απόφαση του Δικαστηρίου διαπιστώνουσα παράβαση — Μη εκτέλεση — Άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ — Χρηματικές κυρώσεις — Κατ’ αποκοπήν ποσό και χρηματική ποινή.
Υπόθεση C-167/14.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2015:684

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 15ης Οκτωβρίου 2015 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγία 91/271/ΕΟΚ — Επεξεργασία των αστικών λυμάτων — Απόφαση του Δικαστηρίου διαπιστώνουσα παράβαση — Μη εκτέλεση — Άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ — Χρηματικές κυρώσεις — Κατ’ αποκοπήν ποσό και χρηματική ποινή»

Στην υπόθεση C‑167/14,

με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ασκηθείσα στις 7 Απριλίου 2014,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Γ. Ζαββό και E. Manhaeve, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

 κατά

Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπουμένης από την E. Σκανδάλου, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen (εισηγητή), πρόεδρο του τρίτου τμήματος, προεδρεύοντα του τετάρτου τμήματος, J. Malenovský, M. Safjan, A. Prechal και K. Jürimäe, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Ιουλίου 2015,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη λαμβάνοντας όλα τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-440/06, EU:C:2007:642), δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ·

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία να καταβάλει στην Επιτροπή χρηματική ποινή ύψους 47 462,40 ευρώ ανά ημέρα καθυστερήσεως στην εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-440/06, EU:C:2007:642), από την ημέρα που θα εκδοθεί η απόφαση στην παρούσα υπόθεση μέχρι την ημέρα που θα έχει εκτελεστεί η απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-440/06, EU:C:2007:642)·

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία να καταβάλει στην Επιτροπή κατ’ αποκοπήν ποσό 5 191,20 ευρώ ανά ημέρα, από την έκδοση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑440/06, EU:C:2007:642) έως την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως στην παρούσα υπόθεση ή της πλήρους εκτελέσεως της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-440/06, EU:C:2007:642), εάν αυτή επέλθει νωρίτερα·

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Η οδηγία 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1991, για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων (ΕΕ L 135, σ. 40), αφορά, σύμφωνα με το άρθρο της 1, τη συλλογή, την επεξεργασία και την απόρριψη των αστικών λυμάτων καθώς και την επεξεργασία και την απόρριψη λυμάτων από ορισμένους βιομηχανικούς τομείς. Η οδηγία αποσκοπεί στην προστασία του περιβάλλοντος από τις αρνητικές επιπτώσεις της απορρίψεως αστικών λυμάτων.

3        Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής ορίζει τα «αστικά λύματα» ως «τα οικιακά λύματα ή το μείγμα οικιακών με βιομηχανικά λύματα ή/και όμβρια ύδατα». Το ίδιο αυτό άρθρο ορίζει επίσης τη μονάδα ισοδύναμου πληθυσμού (στο εξής: ι.π.) ως «το αποικοδομήσιμο οργανικό φορτίο που παρουσιάζει βιομηχανικές ανάγκες σε οξυγόνο πέντε ημερών (BOD 5) ίσες προς 60 g/ημέρα».

4        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι «[τα] κράτη μέλη μεριμνούν ώστε όλοι οι οικισμοί να διαθέτουν δίκτυα αποχέτευσης αστικών λυμάτων […] έως τις 31 Δεκεμβρίου 2000 το αργότερο, για τους οικισμούς με [ι.π.] άνω των 15 000».

5        Το άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα αστικά λύματα που διοχετεύονται σε αποχετευτικά δίκτυα να υποβάλλονται, πριν από την απόρριψή τους, σε δευτεροβάθμια ή σε ισοδύναμη επεξεργασία, ως εξής:

–        το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2000, για όλες τις απορρίψεις λυμάτων από οικισμούς με ι.π. άνω των 15 000,

[...]

3.      Οι απορρίψεις από τους περιγραφόμενους στις παραγράφους 1 και 2 σταθμούς επεξεργασίας αστικών λυμάτων πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις του παραρτήματος I, σημείο Β. […]

4.      Το φορτίο που εκφράζεται με ι.π. υπολογίζεται με βάση το μέγιστο μέσο εβδομαδιαίο [φορτίο] που εισέρχεται στο σταθμό επεξεργασίας στη διάρκεια του έτους, εξαιρουμένων των ασυνήθων καταστάσεων, όπως οι περιπτώσεις καταρρακτώδους βροχής.»

6        Το παράρτημα I της οδηγίας 91/271 αφορά τις απαιτήσεις για τα αστικά λύματα. Στο σημείο Β που επιγράφεται «Απόρριψη από σταθμούς επεξεργασίας αστικών λυμάτων στα ύδατα υποδοχής», το παράρτημα Ι ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      O σχεδιασμός ή η μετασκευή των σταθμών επεξεργασίας λυμάτων γίνεται έτσι ώστε να μπορούν να λαμβάνονται αντιπροσωπευτικά δείγματα των εισερχομένων και των επεξεργασμένων λυμάτων προτού απορριφθούν στα ύδατα υποδοχής.

2.      Οι απορρίψεις από σταθμούς επεξεργασίας αστικών λυμάτων, οι οποίες υποβάλλονται σε επεξεργασία σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5 της παρούσας οδηγίας, πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις που παρατίθενται στον πίνακα 1.

[...]»

7        Το σημείο Δ του παραρτήματος Ι αυτής της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Μέθοδοι αναφοράς για την παρακολούθηση και την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων», προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε η μέθοδος παρακολούθησης που εφαρμόζεται να ανταποκρίνεται τουλάχιστον στο επίπεδο απαιτήσεων που περιγράφεται κατωτέρω.

Είναι δυνατό να χρησιμοποιούνται εναλλακτικά και άλλες μέθοδοι, διαφορετικές από εκείνες που αναφέρονται στα σημεία 2, 3 και 4, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω μέθοδοι αποδεδειγμένα παράγουν ισοδύναμα αποτελέσματα.

[...]

2.      Εικοσιτετράωρα δείγματα ανάλογα προς τη ροή ή βασισμένα στη χρονική διάρκεια συλλέγονται στο ίδιο, σαφώς καθορισμένο σημείο της εξόδου και, εφόσον χρειάζεται, της εισόδου του σταθμού επεξεργασίας, ώστε να ελέγχεται κατά πόσον τα εξερχόμενα λύματα πληρούν τις απαιτήσεις απόρριψης που ορίζονται στην παρούσα οδηγία.

[...]

3.      O ελάχιστος ετήσιος αριθμός δειγμάτων καθορίζεται ανάλογα με το μέγεθος του σταθμού επεξεργασίας και συλλέγεται σε τακτά χρονικά διαστήματα κατά τη διάρκεια του έτους:

[...]

–        10 000 – 49 999 ι.π.: 12 δείγματα [...].

[...]

4.      Τα επεξεργαζόμενα λύματα θεωρείται ότι ανταποκρίνονται στις σχετικές παραμέτρους εάν, για καθεμία σχετική παράμετρο χωριστά, τα δείγματα δείχνουν ότι τα εν λόγω λύματα ανταποκρί[νον]ται στη σχετική τιμή της παραμέτρου ως εξής:

α)      για τις παραμέτρους που ορίζονται στον πίνακα 1 και στο άρθρο 2, σημείο 7, o ανώτατος αριθμός δειγμάτων o οποίος επιτρέπεται να μην συμφωνεί με τις απαιτήσεις για τις συγκεντρώσεις ή/και τα ποσοστά μείωσης του πίνακα 1 και του άρθρου 2, σημείο 7, καθορίζεται στον πίνακα 3·

[...]»

 Η απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας

8        Κατόπιν της ανταλλαγής πολλών επιστολών με τις ελληνικές αρχές σχετικά με τη μεταφορά της οδηγίας 91/271 στην ελληνική έννομη τάξη, η Επιτροπή, στις 9 Ιουλίου 2004, απηύθυνε στην Ελληνική Δημοκρατία έγγραφο οχλήσεως με το οποίο υποστήριξε ότι 30 οικισμοί με ι.π. άνω των 15 000 δεν διέθεταν ούτε δίκτυα συλλογής αστικών λυμάτων ανταποκρινόμενα στις επιταγές του άρθρου 3 της οδηγίας αυτής ούτε συστήματα επεξεργασίας των ίδιων λυμάτων ικανοποιούντα τις απαιτήσεις του άρθρου 4 της εν λόγω οδηγίας.

9        Κρίνοντας τις εξηγήσεις των ελληνικών αρχών μη ικανοποιητικές ως προς 24 από τους οικισμούς που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, η Επιτροπή, στις 13 Ιουλίου 2005, απηύθυνε στην Ελληνική Δημοκρατία αιτιολογημένη γνώμη, καλώντας την να συμμορφωθεί προς τη γνώμη αυτή εντός δύο μηνών από της παραλαβής της. Οι ελληνικές αρχές απάντησαν στην αιτιολογημένη αυτή γνώμη με επιστολή της 19ης Σεπτεμβρίου 2005.

10      Θεωρώντας ότι η Ελληνική Δημοκρατία εξακολουθούσε να μην εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 91/271, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή λόγω παραβάσεως, η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο της υποθέσεως C‑440/06.

11      Με την απόφασή του Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑440/06, EU:C:2007:642), το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη μεριμνώντας ώστε οι οικισμοί της Αρτέμιδας, της Χρυσούπολης, της Ηγουμενίτσας, του Ηρακλείου Κρήτης, της Κατερίνης, του Κορωπίου, της Λευκίμμης, του Λιτόχωρου Πιερίας, των Μαλίων, του Μαρκόπουλου, των Μεγάρων, της Νέας Κυδωνιάς Κρήτης, της Ναυπάκτου, της Νέας Μάκρης, της Παροικιάς Πάρου, του Πόρου-Γαλατά, της Ραφήνας, της Θεσσαλονίκης (τουριστική ζώνη), της Τρίπολης, της Ζακύνθου, της Αλεξάνδρειας Ημαθίας, της Έδεσσας και της Καλύμνου να διαθέτουν, κατά περίπτωση, δίκτυα αποχέτευσης των αστικών λυμάτων ανταποκρινόμενα στις επιταγές του άρθρου 3 της εν λόγω οδηγίας και/ή συστήματα επεξεργασίας των αστικών λυμάτων ικανοποιούντα τις απαιτήσεις του άρθρου 4 της ίδιας οδηγίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα εν λόγω άρθρα.

 Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία και η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

12      Με επιστολή της 9ης Νοεμβρίου 2007, η Επιτροπή ζήτησε από την Ελληνική Δημοκρατία πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που είχαν ληφθεί προς εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑440/06, EU:C:2007:642).

13      Με επιστολές της 22ας Ιανουαρίου και της 13ης Οκτωβρίου 2008, οι ελληνικές αρχές ενημέρωσαν τις υπηρεσίες της Επιτροπής για τα μέτρα που είχαν λάβει.

14      Εκτιμώντας ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν είχε συμμορφωθεί πλήρως προς την απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑440/06, EU:C:2007:642), δεδομένου ότι δώδεκα οικισμοί δεν διέθεταν συστήματα συλλογής και επεξεργασίας ανταποκρινόμενα στις απαιτήσεις των άρθρων 3 και 4 της οδηγίας 91/271, η Επιτροπή, με έγγραφο οχλήσεως της 1ης Δεκεμβρίου 2008, ζήτησε από την Ελληνική Δημοκρατία να διατυπώσει συναφώς τις παρατηρήσεις της εντός προθεσμίας δύο μηνών.

15      Οι ελληνικές αρχές απάντησαν στο έγγραφο οχλήσεως της Επιτροπής με πλείονες επιστολές.

16      Εκτιμώντας ότι από τις απαντήσεις των εν λόγω αρχών προέκυπτε ότι, σε εννέα οικισμούς, δεν είχε εξαλειφθεί η διαπιστωθείσα παράβαση, η Επιτροπή, στις 25 Φεβρουαρίου 2011, απηύθυνε στην Ελληνική Δημοκρατία συμπληρωματικό έγγραφο οχλήσεως καλώντας τη να της υποβάλει τις παρατηρήσεις της εντός δύο μηνών από της παραλαβής του εγγράφου αυτού.

17      Με πλείονες επιστολές καθώς και στο πλαίσιο δύο συσκέψεων στην Αθήνα με τις υπηρεσίες της Επιτροπής, οι ελληνικές αρχές πληροφόρησαν την Επιτροπή για την εξέλιξη της καταστάσεως.

18      Η Επιτροπή, θεωρώντας ότι η Ελληνική Δημοκρατία, για έξι από τους είκοσι τρεις οικισμούς, ήτοι τους οικισμούς της Λευκίμμης, του Μαρκόπουλου, του Κορωπίου, της Νέας Μάκρης, της Ραφήνας και της Αρτέμιδας, δεν είχε ακόμα συμμορφωθεί πλήρως προς την απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑440/06, EU:C:2007:642), άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

19      Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της,

–        επικουρικώς, να απορρίψει τα αιτήματα περί επιβολής ημερήσιας χρηματικής ποινής και κατ’ αποκοπήν ποσού,

–        επικουρικότερα, να μειώσει, αφενός, στο ελάχιστο δυνατό το ποσό της ημερήσιας χρηματικής ποινής που προτείνει η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τον βαθμό προόδου της εκτελέσεως της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑440/06, EU:C:2007:642), και, αφετέρου, σε 2 181 000 ευρώ το προτεινόμενο από την Επιτροπή κατ’ αποκοπήν ποσό,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της παραβάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

20      Όσον αφορά τον οικισμό της Λευκίμμης, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, καίτοι δήλωσε ότι οι εγκαταστάσεις είχαν ολοκληρωθεί, παραδέχθηκε ότι, στις 30 Μαρτίου 2013, οι εγκαταστάσεις αυτές δεν είχαν ακόμα τεθεί σε λειτουργία.

21      Όσον αφορά τον οικισμό του Μαρκόπουλου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν τηρεί τις επιταγές των άρθρων 3 και 4 της οδηγίας 91/271 καθόσον μόνον η πρώτη φάση των εργασιών έχει ολοκληρωθεί, τα αστικά λύματα συλλέγονται και υποβάλλονται σε επεξεργασία μόνον εν μέρει και δεν έχει ακόμα προσκομισθεί κανένα δείγμα που να πιστοποιεί τη σχετική πρόοδο. Συγκεκριμένα, οι πληροφορίες που παρέσχε η Ελληνική Δημοκρατία δεν αποτελούν επίσημα αποτελέσματα. Επιπλέον, συνίστανται σε δειγματοληψία η οποία δεν ανταποκρίνεται στην προβλεπόμενη στο παράρτημα Ι, σημείο Δ, 3, της οδηγίας αυτής επιταγή σύμφωνα με την οποία, για τους οικισμούς με ι.π. μεταξύ 10 000 και 49 999, απαιτείται η λήψη δειγμάτων σε τακτά χρονικά διαστήματα κατά τη διάρκεια του έτους. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η δεύτερη φάση των εργασιών είναι η πλέον κρίσιμη και ότι η μη ολοκλήρωση των εγκαταστάσεων έχει ως σοβαρή συνέπεια ότι δεν συλλέγονται ακόμα όλα τα αστικά λύματα του οικισμού αυτού και, ως εκ τούτου, δεν υποβάλλονται σε δευτεροβάθμια επεξεργασία.

22      Εξάλλου, η Επιτροπή επισημαίνει ότι δεν αμφισβητείται ότι οι οικισμοί του Κορωπίου, της Νέας Μάκρης, της Ραφήνας και της Αρτέμιδας δεν διαθέτουν συστήματα συλλογής ή επεξεργασίας των αστικών λυμάτων ανταποκρινόμενα στην εν λόγω οδηγία.

23      Η Ελληνική Δημοκρατία παρατηρεί, γενικώς, ότι η Επιτροπή ενημερωνόταν συστηματικά, στο πλαίσιο ειλικρινούς και καλόπιστης συνεργασίας με τις υπηρεσίες της, για τα μέτρα εκτελέσεως της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑440/06, EU:C:2007:642) και ότι η εκτέλεση αυτή εξελίχθηκε κανονικά.

24      Το κράτος μέλος αυτό υποστηρίζει ότι ο οικισμός της Λευκίμμης κατασκεύασε τις απαιτούμενες υποδομές και, επομένως, καλύπτεται πλέον πλήρως από τα δίκτυα συλλογής και διαθέτει σταθμό επεξεργασίας των αστικών λυμάτων ο οποίος λειτουργεί από τον Νοέμβριο του 2013.

25      Η Ελληνική Δημοκρατία προσθέτει ότι ο οικισμός του Μαρκόπουλου διαθέτει σταθμό επεξεργασίας των αστικών λυμάτων, ο οποίος βρίσκεται σε λειτουργία από τις 23 Δεκεμβρίου 2013, καθώς και νέο δίκτυο συλλογής των λυμάτων αυτών. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ελληνική Δημοκρατία ανέφερε ότι η δεύτερη φάση των εργασιών κατασκευής αυτού του δικτύου έχει πραγματοποιηθεί, ολοκληρώθηκε δε τον Απρίλιο του 2015. Η καθής διευκρίνισε ότι σύντομα θα υποβληθούν τα αποτελέσματα προσφάτων δειγματοληψιών.

26      Όσον αφορά τον οικισμό του Κορωπίου, η Ελληνική Δημοκρατία αναφέρει ότι οι εργασίες κατασκευής δικτύου συλλογής των αστικών λυμάτων και εγκαταστάσεως επεξεργασίας των λυμάτων αυτών συνεχίζονται. Όσον αφορά τον οικισμό της Νέας Μάκρης, η μελέτη των συστημάτων συλλογής και επεξεργασίας των αστικών λυμάτων έχει εγκριθεί. Οι εργασίες κατασκευής πρόκειται να αρχίσουν σύντομα. Αντιθέτως, για τους οικισμούς της Ραφήνας και της Αρτέμιδας, δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία με τις αρμόδιες τοπικές αρχές ως προς την τοποθεσία κατασκευής κοινού σταθμού επεξεργασίας των αστικών λυμάτων.

27      Συναφώς, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι η διαδικασία δεν έχει ακόμα περατωθεί οφείλεται όχι σε ολιγωρία ή άρνηση της διοικήσεως να τηρήσει τις υποχρεώσεις της, αλλά στο ότι η επιλογή της εν λόγω τοποθεσίας είναι πολύπλοκη καθόσον, αφενός, απαιτεί τη συνεργασία πλειόνων συναρμόδιων υπουργείων, αποκεντρωμένων διοικητικών υπηρεσιών, περιφερειών και δήμων και, αφετέρου, εντάσσεται σε ένα πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από ενίοτε ιδιαίτερα έντονες αντιδράσεις του τοπικού πληθυσμού για την εκ μέρους του αποδοχή των προτεινόμενων χώρων επεξεργασίας των αστικών λυμάτων.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

28      Προκειμένου να καθοριστεί κατά πόσον η Ελληνική Δημοκρατία έλαβε όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να συμμορφωθεί προς την απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑440/06, EU:C:2007:642), πρέπει να εξακριβωθεί αν τήρησε πλήρως τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 91/271, ιδίως εξοπλίζοντας τους επίμαχους οικισμούς με συστήματα συλλογής των αστικών λυμάτων ανταποκρινόμενα στις απαιτήσεις του άρθρου 3 της οδηγίας αυτής και/ή συστήματα επεξεργασίας των λυμάτων αυτών ανταποκρινόμενα στις απαιτήσεις του άρθρου 4 της εν λόγω οδηγίας.

29      Όσον αφορά τη διαδικασία λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ως ημερομηνία αναφοράς προς εκτίμηση του κατά πόσον υπήρξε παράβαση πρέπει να ληφθεί η ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που τάχθηκε με το έγγραφο οχλήσεως που εκδόθηκε δυνάμει της διατάξεως αυτής (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑378/13, EU:C:2014:2405, σκέψη 27).

30      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Επιτροπή απέστειλε στην Ελληνική Δημοκρατία συμπληρωματικό έγγραφο οχλήσεως, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η κατά την προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως ημερομηνία αναφοράς είναι η ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που τάχθηκε με το έγγραφο αυτό, ήτοι η 25η Απριλίου 2011.

31      Δεν αμφισβητείται ότι, κατά την ημερομηνία αυτή, οι οικισμοί του Κορωπίου, της Νέας Μάκρης, της Ραφήνας και της Αρτέμιδας δεν διέθεταν ακόμα συστήματα συλλογής και επεξεργασίας των αστικών λυμάτων.

32      Όσον αφορά τον οικισμό της Λευκίμμης, από την ίδια την παραδοχή της Ελληνικής Δημοκρατίας προκύπτει ότι, στις 25 Απριλίου 2011, δεν είχαν ακόμα τεθεί σε λειτουργία τα συστήματα συλλογής και επεξεργασίας των αστικών λυμάτων.

33      Όσον αφορά τον οικισμό του Μαρκόπουλου, δεν αμφισβητείται ότι, κατά την ίδια ημερομηνία, ο οικισμός αυτός δεν διέθετε σταθμό επεξεργασίας των αστικών λυμάτων εν λειτουργία.

34      Συνεπώς, κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με το συμπληρωματικό έγγραφο οχλήσεως, οι οικισμοί του Κορωπίου, της Νέας Μάκρης, της Ραφήνας, της Αρτέμιδας, της Λευκίμμης και του Μαρκόπουλου δεν διέθεταν ακόμα τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 91/271 συστήματα συλλογής ή επεξεργασίας των αστικών λυμάτων.

35      Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλεί η Ελληνική Δημοκρατία από τις δυσκολίες τις οποίες αντιμετώπισε προκειμένου να καταστήσει τον εξοπλισμό των επίμαχων οικισμών συμβατό με την εν λόγω οδηγία, επισημαίνεται ότι, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής έννομης τάξεώς τους για να δικαιολογήσουν τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑378/13, EU:C:2014:2405, σκέψη 29).

36      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑440/06, EU:C:2007:642), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

 Επί των χρηματικών κυρώσεων

 Επί της χρηματικής ποινής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

37      Η Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και βάσει της ανακοινώσεώς της της 13ης Δεκεμβρίου 2005, που επιγράφεται «Εφαρμογή του άρθρου [260 ΣΛΕΕ]» [SEC(2005) 1658], όπως επικαιροποιήθηκε με την ανακοίνωση C(2012) 6106 τελικό της Επιτροπής της 31ης Αυγούστου 2012, με τίτλο «Επικαιροποίηση των στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του κατ’ αποκοπή ποσού και των χρηματικών ποινών που προτείνονται από την Επιτροπή στο Δικαστήριο σε διαδικασίες επί παραβάσει» (στο εξής: ανακοίνωση της Επιτροπής της 13ης Δεκεμβρίου 2005), να τιμωρήσει την επίμαχη παράλειψη εκτελέσεως με την επιβολή, μεταξύ άλλων, χρηματικής ποινής.

38      Δυνάμει του σημείου 6 της ανακοινώσεως της Επιτροπής της 13ης Δεκεμβρίου 2005, προς καθορισμό του ύψους της επιβλητέας χρηματικής ποινής η Επιτροπή στηρίζεται σε τρία θεμελιώδη κριτήρια, ήτοι στη σοβαρότητα της παραβάσεως, στη διάρκειά της και στην αναγκαιότητα εξασφαλίσεως του αποτρεπτικού αποτελέσματος της ίδιας της κυρώσεως.

39      Όσον αφορά τη σοβαρότητα της διαπιστωθείσας παραβάσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, λαμβανομένων υπόψη, πρώτον, της σπουδαιότητας των ενωσιακών κανόνων που παραβιάσθηκαν, δεύτερον, των συνεπειών της παραβάσεως αυτής για τα γενικά και ειδικά συμφέροντα, όπως, μεταξύ άλλων, η καλή οικολογική και χημική κατάσταση των επιφανειακών υδάτων, η συντήρηση των υδάτινων και των χερσαίων οικοσυστημάτων, ή η άσκηση δραστηριοτήτων αναψυχής συναφών προς τα οικοσυστήματα αυτά, τρίτον, της ελαφρυντικής περιστάσεως της μέχρι σήμερα επιτευχθείσας προόδου αλλά και της επιβαρυντικής περιστάσεως της αβεβαιότητας ως προς την πλήρη εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑440/06, EU:C:2007:642), τέταρτον, της σαφήνειας των διατάξεων που παραβιάσθηκαν και, τέλος, της επαναλαμβανόμενης παραβατικής συμπεριφοράς της Ελληνικής Δημοκρατίας όσον αφορά την τήρηση της νομοθεσίας της Ένωσης στον τομέα των αστικών λυμάτων, ενδείκνυται η εφαρμογή συντελεστή σοβαρότητας 6.

40      Όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η απόφαση περί κινήσεως της παρούσας διαδικασίας ελήφθη στις 20 Νοεμβρίου 2013, ήτοι 73 μήνες μετά την έκδοση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑440/06, EU:C:2007:642), στις 25 Οκτωβρίου 2007, γεγονός που δικαιολογεί την εφαρμογή του μέγιστου συντελεστή 3.

41      Όσον αφορά τον συντελεστή που έχει σχέση με την ικανότητα πληρωμής του εμπλεκόμενου κράτους μέλους, και ο οποίος καλείται συντελεστής «n», το θεσμικό αυτό όργανο υπενθυμίζει ότι η ανακοίνωση της Επιτροπής της 13ης Δεκεμβρίου 2005 καθορίζει τον συντελεστή αυτόν στο 4,12 για την Ελληνική Δημοκρατία.

42      Η Επιτροπή σημειώνει ότι, κατά τον μαθηματικό τύπο που μνημονεύεται στην ανακοίνωση αυτή, η ημερήσια χρηματική ποινή ισούται προς το ενιαίο βασικό κατ’ αποκοπήν ποσό, ύψους 640 ευρώ, πολλαπλασιαζόμενο επί τον συντελεστή σοβαρότητας, τον συντελεστή διάρκειας και τον συντελεστή «n». Έτσι, εν προκειμένω, προτείνει ημερήσια χρηματική ποινή ύψους 47 462,40 ευρώ (640 x 6 x 3 x 4,12).

43      Εντούτοις, το θεσμικό αυτό όργανο εκτιμά ότι επιβάλλεται η προοδευτική μείωση της χρηματικής ποινής αναλόγως της πραγματοποιούμενης προόδου στην εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑440/06, EU:C:2007:642). Συνεπώς, προτείνει την επιβολή, σύμφωνα με το σημείο 13.2 της ανακοινώσεως της Επιτροπής της 13ης Δεκεμβρίου 2005, σταδιακώς μειούμενης χρηματικής ποινής, το πραγματικό ύψος της οποίας πρέπει να υπολογίζεται στο τέλος κάθε εξάμηνης περιόδου με αφαίρεση από το συνολικό ποσό καθεμιάς από τις περιόδους αυτές ενός ποσοστού αντιστοιχούντος στην αναλογία που αντιπροσωπεύει τον αριθμό μονάδων ι.π. των οικισμών των οποίων τα συστήματα συλλογής και επεξεργασίας των αστικών λυμάτων συμμορφώθηκαν προς τις επιταγές της οδηγίας στο τέλος της συγκεκριμένης περιόδου σε σχέση προς τον αριθμό μονάδων ι.π. των οικισμών που δεν διαθέτουν τέτοια συστήματα κατά την ημερομηνία εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως. Σύμφωνα με τα αριθμητικά στοιχεία που είχε λάβει η Επιτροπή πριν αποφασίσει να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή, ο αριθμός μονάδων ι.π. των οικισμών που δεν διαθέτουν συστήματα συλλογής και επεξεργασίας ανταποκρινόμενα στις απαιτήσεις των άρθρων 3 και 4 της οδηγίας 91/271 ανερχόταν συνολικώς σε 124 000, που κατανεμόταν μεταξύ των έξι επίμαχων οικισμών ως εξής: 20 000 ι.π. για το Κορωπί, 25 000 μονάδες ι.π. για τη Νέα Μάκρη, 18 000 μονάδες ι.π. για τη Ραφήνα, 28 000 μονάδες ι.π. για την Αρτέμιδα, 16 000 μονάδες ι.π. για τη Λευκίμμη και 17 000 μονάδες ι.π. για το Μαρκόπουλο. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή παραδέχθηκε ότι τα συστήματα συλλογής και επεξεργασίας των αστικών λυμάτων του οικισμού της Λευκίμμης είχαν εν τω μεταξύ συμμορφωθεί προς τις επιταγές των άρθρων 3 και 4 της οδηγίας 91/271 και, συνεπώς, απέμεναν μόνον πέντε οικισμοί μη διαθέτοντες εγκαταστάσεις σύμφωνες προς τα άρθρα αυτά.

44      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι ούτε η σοβαρότητα, ούτε η διάρκεια της παραβάσεως, ούτε το πνεύμα συνεργασίας και η επιμέλεια που επέδειξε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ούτε η επιτευχθείσα πρόοδος στην εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑440/06, EU:C:2007:642) δικαιολογούν την επιβολή χρηματικής ποινής στην υπό κρίση υπόθεση. Επικουρικώς, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί τη μέθοδο υπολογισμού των προτεινόμενων ποσών.

45      Το κράτος μέλος αυτό φρονεί ότι η χρηματική ποινή των 47 462,40 ευρώ που ζητεί η Επιτροπή είναι υπερβολικά υψηλή και δυσανάλογη σε σχέση προς τη σοβαρότητα της παραβάσεως της οποίας οι περιβαλλοντικές συνέπειες, που δεν αξιολογήθηκαν συγκεκριμένα, βασίζονται σε πιθανολόγηση. Εξάλλου, μόνον τέσσερις πλέον οικισμοί, ήτοι οι οικισμοί του Κορωπίου, της Νέας Μάκρης, της Ραφήνας και της Ατρέμιδας δεν έχουν ολοκληρώσει τα έργα συμμορφώσεως προς την οδηγία 91/271. Συναφώς, το εν λόγω κράτος μέλος επισημαίνει ότι τα αστικά λύματα των τεσσάρων αυτών οικισμών, που δεν διαθέτουν προς το παρόν σταθμούς επεξεργασίας, δεν απορρίπτονται απευθείας και ανεξέλεγκτα σε υδάτινους αποδέκτες, αλλά συλλέγονται σε συστήματα σηπτικών δεξαμενών-βόθρων και, στη συνέχεια, μεταφέρονται για επεξεργασία με βυτιοφόρα οχήματα σε κοντινές λειτουργούσες εγκαταστάσεις επεξεργασίας αστικών λυμάτων. Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται απόρριψη αποβλήτων χωρίς επεξεργασία στα ύδατα επιφανείας.

46      Εξάλλου, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, η εν λόγω χρηματική ποινή είναι δυσανάλογη και από πλευράς της διάρκειας της παραβάσεως, καθώς και της ικανότητας πληρωμής της Ελληνικής Δημοκρατίας, η οποία μειώθηκε κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσεως την οποία διανύει το εν λόγω κράτος μέλος. Η Ελληνική Δημοκρατία αντικρούει επίσης τους ισχυρισμούς της Επιτροπής ότι, αφενός, έχει επανειλημμένως παραβεί στο παρελθόν τις υποχρεώσεις της όσον αφορά την επεξεργασία των αστικών λυμάτων και, αφετέρου, ότι η καταδίκη της σε χρηματικές ποινές δικαιολογείται από τον μεγάλο αριθμό υποθέσεων που αφορούν την εκ μέρους της μη εκτέλεση αποφάσεων του Δικαστηρίου.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

47      Κατά πάγια νομολογία, η επιβολή χρηματικής ποινής δεν δικαιολογείται καταρχήν παρά μόνον εφόσον, κατά τον χρόνο εξετάσεως των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο, εξακολουθεί να υφίσταται η παράβαση που συνίσταται στη μη εκτέλεση προηγούμενης αποφάσεως (απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑378/13, EU:C:2014:2405, σκέψη 47).

48      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, κατά την ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, οι οικισμοί του Κορωπίου, της Νέας Μάκρης, της Ραφήνας και της Αρτέμιδας δεν είχαν ακόμα εξοπλιστεί, σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 91/271, με συστήματα συλλογής και επεξεργασίας των αστικών λυμάτων. Όσον αφορά τον οικισμό του Μαρκόπουλου, έστω και αν υποτεθεί ότι, όπως ισχυρίζεται η Ελληνική Δημοκρατία χωρίς να το αποδεικνύει, η δεύτερη φάση των εργασιών κατασκευής του συστήματος συλλογής ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 2015, πράγμα που αμφισβητεί η Επιτροπή, διαπιστώνεται ότι, κατά την ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει απόδειξη περί του ότι είχε προβεί, σύμφωνα με το παράρτημα Ι, σημείο Δ, 3, της οδηγίας αυτής, σε δειγματοληψία κατά τακτά χρονικά διαστήματα, ιδίως μετά τον Απρίλιο του 2015. Η περίσταση όμως αυτή, ιδίως από πλευράς του παραρτήματος Ι, σημείο Β, 2, και σημείο Δ, 2 και 4, στοιχείο α΄, είναι ικανή να εμποδίσει την εξακρίβωση του κατά πόσον τα απόβλητα που προέρχονται από τους σταθμούς επεξεργασίας των αστικών λυμάτων ανταποκρίνονται στις επιταγές του άρθρου 4, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας. Όσον αφορά τον οικισμό της Λευκίμμης, επισημαίνεται ότι, κατά την ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, οι αιτιάσεις της Επιτροπής δεν αφορούσαν πλέον τον οικισμό αυτόν.

49      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο κρίνει ότι η επιβολή στην Ελληνική Δημοκρατία χρηματικής ποινής συνιστά πρόσφορο οικονομικής φύσεως μέσο για τη διασφάλιση της πλήρους εκτελέσεως της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑440/06, EU:C:2007:642) (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου, C‑533/11, EU:C:2013:659, σκέψη 66).

50      Ωστόσο, δεν μπορεί εκ προοιμίου να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να έχει, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως, εκτελεστεί πλήρως η απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑440/06, EU:C:2007:642). Συνεπώς, η χρηματική ποινή πρέπει να επιβληθεί μόνον σε περίπτωση που η παράβαση εξακολουθεί να υφίσταται κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως αυτής (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑378/13, EU:C:2014:2405, σκέψη 51).

51      Κατά πάγια νομολογία, η χρηματική ποινή πρέπει να είναι ανάλογη προς τον βαθμό πιέσεως που απαιτείται ώστε το κράτος μέλος που δεν εκτέλεσε απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση να μεταβάλει τη συμπεριφορά του και να θέσει τέρμα στην προσαπτόμενη παράβαση (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑369/07, EU:C:2009:428, σκέψη 113 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

52      Στο Δικαστήριο εναπόκειται, κατά την άσκηση της συναφούς εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, να καθορίζει το ύψος της χρηματικής ποινής κατά τρόπον ώστε να είναι, αφενός, προσαρμοσμένο στις περιστάσεις και, αφετέρου, ανάλογο τόσο προς τη διαπιστωθείσα παράβαση όσο και προς την ικανότητα πληρωμής του συγκεκριμένου κράτους μέλους (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Επιτροπή κατά Βελγίου, C‑533/11, EU:C:2013:659, σκέψη 68, και Επιτροπή κατά Σουηδίας, C‑243/13, EU:C:2014:2413, σκέψη 50).

53      Οι προτάσεις της Επιτροπής σχετικά με τη χρηματική ποινή δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο και αποτελούν απλώς χρήσιμη βάση αναφοράς. Ομοίως, τυχόν κατευθυντήριες γραμμές όπως οι περιεχόμενες στις ανακοινώσεις της Επιτροπής δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο, αλλά συμβάλλουν στην εξασφάλιση της διαφάνειας, της προβλεψιμότητας και της ασφάλειας δικαίου στη δράση της Επιτροπής, όταν το όργανο αυτό διατυπώνει προτάσεις προς το Δικαστήριο. Ειδικότερα, στο πλαίσιο διαδικασίας βάσει του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η οποία αφορά εξακολούθηση της παραβάσεως κράτους μέλους παρά το γεγονός ότι η παράβαση διαπιστώθηκε με μια πρώτη απόφαση εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ ή του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει ελευθέρως χρηματική ποινή σε ύψος και με τη μορφή που ενδείκνυνται κατά την κρίση του προκειμένου να παρακινηθεί το κράτος μέλος αυτό να παύσει τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχει από την ως άνω πρώτη απόφαση του Δικαστηρίου (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑378/13, EU:C:2014:2405, σκέψη 52).

54      Προς τον σκοπό του προσδιορισμού του ύψους της χρηματικής ποινής, τα βασικά κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να εξασφαλίζεται ο χαρακτήρας αυτής ως μέτρου εξαναγκασμού, με σκοπό την ομοιόμορφη και αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, είναι, καταρχήν, η σοβαρότητα της παραβάσεως, η διάρκειά της και η ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους. Για την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ιδίως οι συνέπειες που έχει η παράλειψη εκτελέσεως επί των ιδιωτικών και δημόσιων συμφερόντων καθώς και το επείγον του εξαναγκασμού του οικείου κράτους μέλους σε συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις του (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑378/13, EU:C:2014:2405, σκέψη 53, και Επιτροπή κατά Σουηδίας, C‑243/13, EU:C:2014:2413, σκέψη 51).

55      Καταρχάς, όσον αφορά τη σοβαρότητα της παραβάσεως, επιβάλλεται η υπενθύμιση ότι η οδηγία 91/271 αποσκοπεί στην προστασία του περιβάλλοντος (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου, C‑533/11, EU:C:2013:659, σκέψη 55). Η έλλειψη ή η ανεπάρκεια συστημάτων συλλογής ή επεξεργασίας των αστικών λυμάτων είναι ικανές να βλάψουν το περιβάλλον και πρέπει να λογίζονται ως ιδιαιτέρως σοβαρές (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑378/13, EU:C:2014:2405, σκέψη 54). Εξάλλου, η περίσταση που επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία, ήτοι ότι τα λύματα των οικισμών του Κορωπίου, της Νέας Μάκρης, της Ραφήνας και της Αρτέμιδας μεταφέρονται για επεξεργασία σε κοντινούς σταθμούς επεξεργασίας, μπορεί μεν να αποτελέσει, καταρχήν, ελαφρυντική περίσταση, δεν μπορεί όμως, εν προκειμένω, να ληφθεί υπόψη εφόσον αμφισβητείται από την Επιτροπή και η Ελληνική Κυβέρνηση δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη του ισχυρισμού της.

56      Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, εν προκειμένω, ο αριθμός οικισμών για τους οποίους η Ελληνική Δημοκρατία δεν παρέσχε, κατά την ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, απόδειξη περί της υπάρξεως συστημάτων συλλογής και επεξεργασίας των αστικών λυμάτων ανταποκρινόμενων στις επιταγές της οδηγίας 91/271, ήτοι πέντε, είναι σημαντικός. Ωστόσο, ο αριθμός αυτός είναι σαφώς μικρότερος από τον αριθμό των οικισμών οι οποίοι μνημονεύονταν στην απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑440/06, EU:C:2007:642) ως μη διαθέτοντες εγκαταστάσεις σύμφωνες με τις επιταγές της οδηγίας, ήτοι είκοσι τρεις (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑378/13, EU:C:2014:2405, σκέψη 55).

57      Εν προκειμένω, το μέγεθος της βλάβης του περιβάλλοντος αποτελεί, σε μεγάλο βαθμό, συνάρτηση του αριθμού των οικισμών που αφορά η προσαπτόμενη παράβαση. Συνεπώς, η βλάβη αυτή είναι λιγότερο σημαντική από εκείνη την οποία προξενούσε η αρχική παράβαση που διαπιστώθηκε με την απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑440/06, EU:C:2007:642) (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑378/13, EU:C:2014:2405, σκέψη 56).

58      Εξάλλου, επιβάλλεται να ληφθούν υπόψη και οι προσπάθειες τις οποίες κατέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία και αναγνώρισε η Επιτροπή προς τον σκοπό της πλήρους εκπληρώσεως των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία 91/271.

59      Δεύτερον, όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως, αυτή πρέπει να αξιολογείται λαμβανομένου υπόψη του χρονικού σημείου κατά το οποίο το Δικαστήριο εκτιμά τα πραγματικά περιστατικά και όχι του χρονικού σημείου κατά το οποίο η Επιτροπή προσέφυγε ενώπιόν του. Εν προκειμένω, η διάρκεια της παραβάσεως, ήτοι σχεδόν οκτώ έτη από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑440/06, EU:C:2007:642), είναι σημαντική.

60      Τρίτον, όσον αφορά της ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους, πρέπει να ληφθούν υπόψη τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας σύμφωνα με τα οποία το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της (ΑΕΠ) για το έτος 2010, το οποίο έλαβε υπόψη η Επιτροπή για τον υπολογισμό του συντελεστή «n» στην ανακοίνωσή της C(2012) 6106 τελικό, της 31ης Αυγούστου 2012, εν τω μεταξύ μειώθηκε. Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο συντελεστής «n» που δέχθηκε για την Ελληνική Δημοκρατία η Επιτροπή με την εν λόγω ανακοίνωση, ήτοι 4,12, καθορίστηκε σε 3,68 με την ανακοίνωση C(2014) 6767 τελικό της Επιτροπής, της 17ης Σεπτεμβρίου 2014, με τίτλο «Επικαιροποίηση των στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του κατ’ αποκοπή ποσού και των χρηματικών ποινών που προτείνοναι από την Επιτροπή στο Δικαστήριο σε διαδικασίες επί παραβάσει». Εν πάση περιπτώσει, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πρόσφατη εξέλιξη του ΑΕΠ του κράτους μέλους, όπως αυτή εμφανίζεται κατά τον χρόνο της εξετάσεως των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑378/13, EU:C:2014:2405, σκέψη 58).

61      Επιπλέον, η Επιτροπή πρότεινε στο Δικαστήριο τη σταδιακή μείωση της χρηματικής ποινής σε συνάρτηση με την πρόοδο που σημειώνεται όσον αφορά την εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑440/06, EU:C:2007:642).

62      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, έστω και αν, προς διασφάλιση της πλήρους εκτελέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου, η χρηματική ποινή πρέπει να είναι απαιτητή στο σύνολό της μέχρις ότου το κράτος μέλος λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για να θέσει τέρμα στη διαπιστωθείσα παράβαση, εντούτοις, σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, μπορεί να επιβληθεί κύρωση στο πλαίσιο της οποίας να συνεκτιμάται η πρόοδος την οποία πραγματοποιεί ενδεχομένως το κράτος μέλος κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑378/13, EU:C:2014:2405, σκέψη 60).

63      Εν προκειμένω, η Επιτροπή προτείνει να ληφθεί υπόψη, για τον υπολογισμό του ύψους της χρηματικής ποινής, η σταδιακή μείωση του αριθμού των μονάδων ι.π. που δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της οδηγίας 91/271, πράγμα το οποίο καθιστά δυνατό να ληφθούν υπόψη η πρόοδος που έχει πραγματοποιήσει η Ελληνική Δημοκρατία ως προς την εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑440/06, EU:C:2007:642) και η αρχή της αναλογικότητας.

64      Διαπιστώνεται ότι, κατά την ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, ήτοι την 1η Ιουλίου 2015, ο αριθμός των μονάδων ι.π. των οικισμών που δεν διέθεταν συστήματα συλλογής και επεξεργασίας των αστικών λυμάτων ανερχόταν σε 108 000.

65      Βάσει του συνόλου των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, το Δικαστήριο κρίνει ενδεδειγμένη την επιβολή προοδευτικώς μειούμενης χρηματικής ποινής ύψους 20 000 ευρώ ανά ημέρα.

66      Όσον αφορά την περιοδικότητα της χρηματικής ποινής, σύμφωνα με την πρόταση της Επιτροπής, δεδομένου ότι η προσκόμιση της αποδείξεως περί συμμορφώσεως προς την οδηγία 91/271 ενδέχεται να απαιτήσει ορισμένο χρόνο και προκειμένου να ληφθεί υπόψη η τυχόν πρόοδος που έχει σημειώσει το καθού κράτος μέλος, ενδείκνυται να υπολογίζεται η χρηματική ποινή ανά περιόδους έξι μηνών με μείωση του συνολικού ποσού για καθεμία από τις περιόδους αυτές κατά ποσοστό αντίστοιχο της αναλογίας που αντιπροσωπεύει ο αριθμός των μονάδων ι.π. των οικισμών των οποίων τα συστήματα συλλογής και επεξεργασίας των αστικών λυμάτων κατέστησαν σύμφωνα με την απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑440/06, EU:C:2007:642) (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου, C‑533/11, EU:C:2013:659, σκέψη 73).

67      Συνεπώς, η Ελληνική Δημοκρατία πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στην Επιτροπή, στον λογαριασμό «Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης», χρηματική ποινή 3 640 000 ευρώ ανά εξάμηνο καθυστερήσεως στη λήψη των μέτρων που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς την απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑440/06, EU:C:2007:642), από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως και μέχρι την πλήρη εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ελλάδας (C 440/06, EU:C:2007:642), το πραγματικό ποσό της οποίας πρέπει να υπολογίζεται στο τέλος κάθε εξάμηνης περιόδου με μείωση του συνολικού ποσού κάθε μιας από τις περιόδους αυτές κατά ποσοστό αντίστοιχο της αναλογίας του αριθμού μονάδων ι.π. των οικισμών των οποίων τα συστήματα συλλογής και επεξεργασίας των αστικών λυμάτων κατέστησαν σύμφωνα με την απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας (C 440/06, EU:C:2007:642) στο τέλος της αντίστοιχης περιόδου σε σχέση με τον αριθμό μονάδων ι.π. των οικισμών που δεν διαθέτουν τέτοια συστήματα κατά την ημέρα δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως.

 Επί του κατ’ αποκοπήν ποσού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

68      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να υποχρεώσει την Ελληνική Δημοκρατία να καταβάλει ημερήσιο κατ’ αποκοπήν ποσό 5 191,20 ευρώ, το οποίο προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του ενιαίου βασικού κατ’ αποκοπήν ποσού, που καθορίστηκε στα 210 ευρώ, επί τον συντελεστή σοβαρότητας 6 και τον συντελεστή «n» 4,12, από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως Ελλάδα κατά Επιτροπής (C‑440/06, EU:C:2007:642) έως την ημερομηνία της παρούσας αποφάσεως ή έως την ημερομηνία εκτελέσεως της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ελλάδας, αν η εκτέλεσή της επέλθει νωρίτερα.

69      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι έχει ήδη προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την πλήρη εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑440/06, EU:C:2007:642) συνεργαζόμενη συστηματικά και ειλικρινά με τις υπηρεσίες της Επιτροπής, οπότε, σήμερα, μόνον ένα μικρό μέρος της αποφάσεως αυτής δεν έχει εκτελεστεί. Επομένως, δεν οφείλει να καταβάλει το κατ’ αποκοπήν ποσό που προτείνει η Επιτροπή.

70      Εν πάση περιπτώσει, κατά την καθής, στο Δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει αν, σε μια εξαιρετικά δύσκολη οικονομική συγκυρία, οι αντικειμενικές συνθήκες επιτρέπουν την επιβολή της πληρωμής κατ’ αποκοπήν ποσού όπως αυτό που προτείνει η Eπιτροπή ή αν, αντιθέτως, συνηγορούν υπέρ της πλήρους απαλλαγής της Ελληνικής Δημοκρατίας.

71      Εξάλλου, η Ελληνική Δημοκρατία είναι της γνώμης ότι, σε περίπτωση επιβολής της υποχρεώσεως αυτής, η ημερομηνία που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του ύψους του κατ’ αποκοπήν ποσού δεν μπορεί να συμπίπτει με την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως με την οποία διαπιστώθηκε η πρώτη παράβαση, καθόσον η εκτέλεση της αποφάσεως αυτής δεν μπορούσε να γίνει παρά σε χρόνο μεταγενέστερο της ημερομηνίας αυτής, μετά την παρέλευση εύλογης προθεσμίας.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

72      Πρέπει, εκ προοιμίου, να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει στον συγκεκριμένο τομέα, έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει, σωρευτικώς, χρηματική ποινή και κατ’ αποκοπήν ποσό (απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑196/13, EU:C:2014:2407, σκέψη 113).

73      Η επιβολή της υποχρεώσεως καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού και ο καθορισμός του ύψους του ποσού αυτού πρέπει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, να αποφασίζονται βάσει του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων που συνδέονται τόσο με τα χαρακτηριστικά της διαπιστωθείσας παραβάσεως όσο και με τη συμπεριφορά του κράτους μέλους το οποίο αφορά η διαδικασία που κινήθηκε δυνάμει του άρθρου 260 ΣΛΕΕ. Συναφώς, η εν λόγω διάταξη παρέχει στο Δικαστήριο ευρεία εξουσία εκτιμήσεως προκειμένου να κρίνει κατά πόσον πρέπει να επιβάλει μια τέτοια κύρωση και να καθορίσει, κατά περίπτωση, το ύψος της (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑196/13, EU:C:2014:2407, σκέψη 114).

74      Στην υπό κρίση διαφορά, το σύνολο των νομικών και πραγματικών στοιχείων που οδήγησαν στη διαπίστωση της υπό εξέταση παραβάσεως, ιδίως ο σχετικά υψηλός αριθμός οικισμών που εξακολουθούσαν να μη διαθέτουν συστήματα συλλογής και επεξεργασίας των αστικών λυμάτων ανταποκρινόμενα στις επιταγές της οδηγίας κατά την ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, καθώς και το γεγονός ότι έχουν ήδη εκδοθεί άλλες δύο αποφάσεις, οι αποφάσεις Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑119/02, EU:C:2004:385) και Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑517/11, EU:C:2013:66), με τις οποίες διαπιστώθηκε ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν είχε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της όσον αφορά την επεξεργασία των αστικών λυμάτων, συνιστούν ένδειξη περί του ότι για την αποτελεσματική πρόληψη της επαναλήψεως στο μέλλον αναλόγων παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης μπορεί να απαιτείται η λήψη μέτρου αποτρεπτικού χαρακτήρα, όπως η επιβολή κατ’ αποκοπήν ποσού (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑378/13, EU:C:2014:2405, σκέψη 74, καθώς και Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑196/13, EU:C:2014:2407, σκέψεις 115 και 116).

75      Υπό τις περιστάσεις αυτές, εναπόκειται στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, να καθορίσει το ύψος αυτού του κατ’ αποκοπήν ποσού ώστε αυτό να είναι, αφενός, προσαρμοσμένο στις περιστάσεις και, αφετέρου, ανάλογο προς τη διαπραχθείσα παράβαση (βλ. αποφάσεις Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑378/13, EU:C:2014:2405, σκέψη 75, και Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑196/13, EU:C:2014:2407, σκέψη 117).

76      Μεταξύ των κρίσιμων συναφών παραγόντων περιλαμβάνονται, ιδίως, η σοβαρότητα της διαπιστωθείσας παραβάσεως και το χρονικό διάστημα επί το οποίο διήρκεσε η παράβαση μετά την έκδοση της αποφάσεως με την οποία διαπιστώθηκε η παράβαση αυτή (βλ. αποφάσεις Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑378/13, EU:C:2014:2405, σκέψη 76, και Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑196/13, EU:C:2014:2407, σκέψη 118).

77      Οι περιστάσεις που πρέπει εν προκειμένω να ληφθούν υπόψη απορρέουν ιδίως από τα διαλαμβανόμενα στις σκέψεις 55 έως 60 της παρούσας αποφάσεως, σχετικά με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως, καθώς και με την ικανότητα πληρωμής του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

78      Όσον αφορά τη σοβαρότητα της παραβάσεως, πρέπει, πάντως, να επισημανθεί ότι ο αριθμός των οικισμών που δεν διέθεταν συστήματα συλλογής και επεξεργασίας των αστικών λυμάτων ανταποκρινόμενα στις επιταγές της οδηγίας και τους οποίους αφορούσε η προσαφθείσα παράβαση ήταν, κατά μέσον όρο, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑440/06, EU:C:2007:642), ήτοι στις 25 Οκτωβρίου 2007, και της ημερομηνίας εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως, σαφώς υψηλότερος από τον αριθμό που ελήφθη υπόψη στη σκέψη 56 της παρούσας αποφάσεως για τον υπολογισμό της χρηματικής ποινής. Συνεπώς, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, κατά την οποία το μέγεθος της βλάβης του περιβάλλοντος αποτελεί, σε μεγάλο βαθμό, συνάρτηση του αριθμού των οικισμών που αφορά η προσαπτόμενη παράβαση, η παράβαση αυτή πρέπει να θεωρηθεί σοβαρότερη από πλευράς υπολογισμού του κατ’ αποκοπήν ποσού από όσο από πλευράς του καθορισμού της χρηματικής ποινής.

79      Βάσει του συνόλου των στοιχείων αυτών, το Δικαστήριο κρίνει ότι κατά δίκαιη εκτίμηση των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως το ύψος του κατ’ αποκοπήν ποσού το οποίο πρέπει να καταβάλει η Ελληνική Δημοκρατία πρέπει να καθοριστεί σε 10 εκατομμύρια ευρώ.

80      Κατά συνέπεια, η Ελληνική Δημοκρατία πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στην Επιτροπή, στον λογαριασμό «Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης», κατ’ αποκοπήν ποσό 10 εκατομμυρίων ευρώ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

81      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί η Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα και ότι διαπιστώθηκε η ύπαρξη παραβάσεως, η Ελληνική Δημοκρατία πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Η Ελληνική Δημοκρατία, μη έχοντας λάβει όλα τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑440/06, EU:C:2007:642), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

2)      Σε περίπτωση που η διαπιστωθείσα στο σημείο 1 παράβαση εξακολουθεί να υφίσταται κατά την ημέρα δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως, υποχρεώνει την Ελληνική Δημοκρατία να καταβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στον λογαριασμό «Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης», χρηματική ποινή 3 640 000 ευρώ ανά εξάμηνο καθυστερήσεως στη λήψη των μέτρων που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς την απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-440/06, EU:C:2007:642), από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως και μέχρι την πλήρη εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-440/06, EU:C:2007:642), το πραγματικό ποσό της οποίας πρέπει να υπολογίζεται στο τέλος κάθε εξάμηνης περιόδου με μείωση του συνολικού ποσού κάθε μιας από τις περιόδους αυτές κατά ποσοστό αντίστοιχο της αναλογίας του αριθμού μονάδων ισοδύναμου πληθυσμού των οικισμών των οποίων τα συστήματα συλλογής και επεξεργασίας των αστικών λυμάτων κατέστησαν σύμφωνα με την απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-440/06, EU:C:2007:642) στο τέλος της αντίστοιχης περιόδου σε σχέση με τον αριθμό μονάδων ισοδύναμου πληθυσμού των οικισμών που δεν διαθέτουν τέτοια συστήματα κατά την ημέρα δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως.

3)      Υποχρεώνει την Ελληνική Δημοκρατία να καταβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στον λογαριασμό «Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης», κατ’ αποκοπήν ποσό 10 εκατομμυρίων ευρώ.

4)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

Top