EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62009CO0112

Διάταξη του Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 14ης Ιανουαρίου 2010.
Sociedad General de Autores y Editores (SGAE) κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως - Προσφυγή ακυρώσεως - Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής - Απαράδεκτο λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως - Έννοια της συγγνωστής πλάνης - Αίτηση αναιρέσεως προδήλως αβάσιμη.
Υπόθεση C-112/09 P.

Συλλογή της Νομολογίας 2010 I-00351

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2010:16

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 14ης Ιανουαρίου 2010 ( *1 )

Στην υπόθεση C-112/09 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 20 Μαρτίου 2009,

Sociedad General de Autores y Editores (SGAE), με έδρα τη Μαδρίτη (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους R. Allendesalazar Corcho και R. Vallina Hoset, abogados,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η

Ευρωπαϊκή Επιτροπή,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. Toader, πρόεδρο τμήματος, K. Schiemann (εισηγητή) και L. Bay Larsen, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: R. Grass

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1

Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Sociedad General de Autores y Editores (SGAE) ζητεί την ακύρωση της διατάξεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [νυν Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης] της 13ης Ιανουαρίου 2009, Τ-456/08, SGAE κατά Επιτροπής (στο εξής: αναιρεσιβαλλομένη διάταξη), με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε ως προδήλως απαράδεκτη την προσφυγή της, με την οποία αυτή είχε ζητήσει τη μερική ακύρωση της αποφάσεως C(2008) 3435 τελικό της Επιτροπής, της 16ης Ιουλίου 2008, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/C2/38.698 — SICAC, στο εξής: επίμαχη απόφαση), για τον λόγο ότι η προσφυγή ασκήθηκε εκπροθέσμως.

Ιστορικό της διαφοράς και η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου

2

Η προσφεύγουσα είναι οργανισμός συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων του δημιουργού, εγκατεστημένη στην Ισπανία.

3

Με έγγραφο της 23ης Ιουλίου 2008, κοινοποιήθηκε στην αναιρεσείουσα η επίμαχη απόφαση όσον αφορά τις προϋποθέσεις διαχειρίσεως των δικαιωμάτων δημόσιας εκτελέσεως μουσικών έργων, καθώς και τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των σχετικών αδειών από τους οργανισμούς συλλογικής διαχειρίσεως, όσον αφορά τη χρήση, στις συμβάσεις αμοιβαίας εκπροσωπήσεως, περιορισμών υποδοχής νέων μελών που περιλαμβάνονται στο υπόδειγμα συμβάσεως της Διεθνούς Συνομοσπονδίας των Εταιριών των Δημιουργών και Συνθετών ή στην de facto εφαρμογή των εν λόγω περιορισμών.

4

Η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή κατά της επίδικης αποφάσεως μέσω τηλεομοιοτυπίας που περιήλθε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 6 Οκτωβρίου 2008. Το πρωτότυπο του δικογράφου της προσφυγής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 9 Ιουλίου 2008.

5

Αφού ενημερώθηκε, στις 15 Οκτωβρίου 2008, με έγγραφο της Γραμματείας του Πρωτοδικείου, ότι η προσφυγή κατά της επίμαχης αποφάσεως δεν ασκήθηκε εντός της προθεσμίας του άρθρου 230 ΕΚ, η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε, στο από 27 Οκτωβρίου 2008 έγγραφό της, συγγνωστή πλάνη προκειμένου να εξαιρεθεί των σχετικών με τις προθεσμίες διατάξεων.

6

Μεταξύ άλλων, ισχυρίστηκε ότι είχε υπολογίσει την προθεσμία ασκήσεως προσφυγής από την 24η Ιουλίου 2008, την επομένη της λήψεως της επίμαχης αποφάσεως, με αποτέλεσμα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η προθεσμία έληγε στις 4 Οκτωβρίου 2008. Εξάλλου, δεδομένου ότι η 4η Οκτωβρίου ήταν Σάββατο, αυτή θεώρησε ότι, κατά το άρθρο 101, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, η εν λόγω προθεσμία έληγε την επόμενη εργάσιμη ημέρα, ήτοι τη Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2008.

7

Η αναιρεσείουσα ερμήνευσε συνεπώς το άρθρο 101, παράγραφοι 1, στοιχεία α’ και β’, και 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου βασιζόμενη στη μέθοδο υπολογισμού των προθεσμιών που της υπέδειξε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της επίδικης αποφάσεως, βάσει του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) 1182/71 του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1971, περί καθορισμού των κανόνων που εφαρμόζονται στις προθεσμίες, ημερομηνίες και διορίες (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 131). Δεδομένου ότι οι δύο διατάξεις ταυτίζονται ουσιαστικά, η μέθοδος που υπέδειξε η Επιτροπή οδήγησε την αναιρεσείουσα στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι στο κοινοτικό δίκαιο ο υπολογισμός των προθεσμιών πρέπει να γίνεται πάντοτε κατά τον ίδιο τρόπο, ήτοι με την προσθήκη μιας επιπλέον ημέρας στην προθεσμία, μη λαμβανομένης υπόψη, κατά τον υπολογισμό, της ημέρας της κοινοποιήσεως. Στην εν λόγω πλάνη οφείλεται η εκπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου.

8

Εξάλλου, η αναιρεσείουσα επιχείρησε να επαληθεύσει ότι ο υπολογισμός της ήταν ορθός, ζητώντας από την Επιτροπή έγγραφη επιβεβαίωση της ημερομηνίας κοινοποιήσεως της επίμαχης αποφάσεως. Έχοντας λάβει την εν λόγω έγγραφη επιβεβαίωση, ήρθε σε επαφή με τη Γραμματεία του Πρωτοδικείου προκειμένου να επιβεβαιώσει την ορθότητα του υπολογισμού των προθεσμιών στον οποίο προέβη. Η απάντηση που έλαβε ήταν ότι δεν ήταν δυνατό να ικανοποιηθεί το αίτημά της.

Η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

9

Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη με το σκεπτικό ότι δεν ασκήθηκε εντός των σχετικώς προβλεπόμενων προθεσμιών.

10

Το Πρωτοδικείο διαπίστωσε κατά πρώτον το εκπρόθεσμο της προσφυγής, διευκρινίζοντας ότι, δυνάμει του άρθρου 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ, καθώς και των άρθρων 110, παράγραφος 1, στοιχεία α’ και β’, καθώς και 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, η προθεσμία ασκήσεως της εν λόγω προσφυγής άρχισε στις 24 Ιουλίου 2008 και έληξε στις 3 Οκτωβρίου 2008, συνυπολογιζομένης της παρεκτάσεως αυτής λόγω αποστάσεως.

11

Αφού υπενθύμισε τη νομολογία σχετικά με την έννοια της συγγνωστής πλάνης, το Πρωτοδικείο απέρριψε εν συνεχεία, στις σκέψεις 19 έως 21 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, την επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας που βασίστηκε στην ύπαρξη τέτοιου είδους πλάνης ως εξής:

«19

Εντούτοις, δεν είναι δυνατό να αναγνωριστεί ότι συντρέχει περίπτωση συγγνωστής πλάνης, δεδομένου ότι, πρώτον, για τον υπολογισμό της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, η αναιρεσείουσα δεν εφάρμοσε το άρθρο 101, παράγραφος 1, στοιχεία α’ και β’, του Κανονισμού Διαδικασίας δυνάμει του σαφούς γράμματός του, αλλά σύμφωνα με την ερμηνεία που έδωσε σε άλλη διάταξη άλλο όργανο, το γράμμα της οποίας είναι διαφορετικό, και η οποία εντάσσεται σε άλλο νομοθέτημα, τυγχάνον εφαρμογής στο πλαίσιο διαδικασίας ενώπιον άλλου οργάνου. Συνεπώς, διαπιστώνεται, χωρίς η αναιρεσείουσα να προβάλλει τέτοιο ισχυρισμό, ότι η συμπεριφορά του ενδιαφερόμενου οργάνου, ήτοι του Πρωτοδικείου, δεν την ώθησε να ενεργήσει τοιουτοτρόπως.

20

Δεύτερον, η νομοθεσία περί προθεσμιών που τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω είναι σαφής και δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες ερμηνευτικές δυσκολίες […].

21

Τρίτον, η προσφεύγουσα δεν επέδειξε επιμέλεια, επειδή ζήτησε από τη Γραμματεία του Πρωτοδικείου επιβεβαίωση του υπολογισμού της προθεσμίας στην οποία προέβη για την άσκηση προσφυγής εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Ειδικότερα, δεν περιλαμβάνεται στα καθήκοντα και στις αρμοδιότητες των υπαλλήλων της Γραμματείας να αποφαίνονται επί του υπολογισμού της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής […]».

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

12

Με την αίτησή της αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να κρίνει παραδεκτή και βάσιμη την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη·

να κρίνει παραδεκτή την ενώπιον του Πρωτοδικείου ασκηθείσα προσφυγή και να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο για να την εξετάσει επί της ουσίας, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα έξοδα της κατ’ αναίρεση δίκης.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

13

Κατά το άρθρο 119 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι, εν όλω ή εν µέρει, προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιµη, το Δικαστήριο µπορεί, σε κάθε στάση της δίκης, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως, εν όλω ή εν µέρει, µε αιτιολογηµένη διάταξη, χωρίς προφορική διαδικασία.

14

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο εκτιμά ότι έχει ενημερωθεί επαρκώς από τη δικογραφία ώστε να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως προδήλως αβάσιμη με αιτιολογημένη διάταξη.

Επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας

15

Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει τρεις λόγους αναιρέσεως.

16

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο κακώς έκρινε, στη σκέψη 19 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι είναι «ενδιαφερόμενο όργανο» κατά την έννοια της νομολογίας περί συγγνωστής πλάνης, ήτοι ως το όργανο η συμπεριφορά του οποίου προκάλεσε την εν λόγω πλάνη. Κατά συνέπεια, από τη νομολογία αυτή προκύπτει σαφώς ότι το εν λόγω ενδιαφερόμενο όργανο είναι πάντοτε το όργανο που εκδίδει την επίμαχη πράξη, εν προκειμένω η Επιτροπή.

17

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο κακώς παρέβλεψε το γεγονός ότι το άρθρο 101, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου και το άρθρο 3 του κανονισμού 1182/71 πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο ομοιόμορφο. Στη σκέψη 19 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, το Πρωτοδικείο εσφαλμένως έκρινε άνευ σημασίας την ερμηνεία που έδωσε στο εν λόγω άρθρο 3 η Επιτροπή, χαρακτηρίζοντάς την «ερμηνεία που έδωσε άλλο όργανο σε άλλη διάταξη, το γράμμα του οποίου είναι διαφορετικό, και η οποία εντάσσεται σε άλλο νομοθέτημα, τυγχάνον εφαρμογής στο πλαίσιο διαδικασίας ενώπιον άλλου οργάνου». Συνεπώς, κατά την αναιρεσείουσα, ο υπολογισμός των προθεσμιών πρέπει να γίνεται κατά τον ίδιο τρόπο, είτε πρόκειται για την εφαρμογή του κανονισμού 1182/71 είτε για την εφαρμογή του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

18

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο παρέβη την κοινοτική νομολογία περί συγγνωστής πλάνης, καθώς αυτό προέβη σε εσφαλμένη και υπερβολικά αυστηρή εφαρμογή αυτής. Ειδικότερα, οι προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως συγγνωστής πλάνης πληρούνται εν προκειμένω. Μεταξύ άλλων, αφενός, υφίστανται εξαιρετικές περιστάσεις δυνάμενες να προκαλέσουν, σε καθοριστικό βαθμό, συγγνωστή σύγχυση σε διάδικο και, αφετέρου, η αναιρεσείουσα επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια που απαιτείται από συναλλασσόμενο με συνήθη ενημέρωση.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

19

Είναι σκόπιμο οι τρεις λόγοι αναιρέσεως που προβάλλει η αναιρεσείουσα να εξετασθούν από κοινού, καθώς αφορούν όλοι την άρνηση του Πρωτοδικείου να δεχτεί την ύπαρξη συγγνωστής πλάνης στην προκείμενη περίπτωση.

20

Πρέπει να υπομνηστεί ότι, στο πλαίσιο της κοινοτικής νομοθεσίας περί προθεσμιών ασκήσεως προσφυγών, η έννοια της συγγνωστής πλάνης, βάσει της οποίας επιτρέπεται εξαίρεση από τις ως άνω προθεσμίες, αφορά αποκλειστικώς εξαιρετικές περιστάσεις στις οποίες, ιδίως, το οικείο κοινοτικό όργανο επέδειξε συμπεριφορά η οποία, αφ’ εαυτής της ή κυρίως, μπορούσε να προκαλέσει επιτρεπτή σύγχυση σε καλόπιστο διάδικο που επέδειξε όλη την επιμέλεια που απαιτείται από συναλλασσόμενο με συνήθη ενημέρωση (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 1994, C-195/91 P, Bayer κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. Ι-5619, σκέψη 26). Η αυστηρή εφαρμογή των κανόνων αυτών ανταποκρίνεται στην επιταγή της ασφάλειας δικαίου και στην ανάγκη να αποφεύγεται κάθε δυσμενής διάκριση ή κάθε αυθαίρετη μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης (βλ. υπό την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1985, 42/85, Cockerill-Sambre κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 3749, σκέψη 10, καθώς και διατάξεις της 7ης Μαΐου 1998, C-239/97, Ιρλανδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-2655, σκέψη 7, και της 8ης Νοεμβρίου 2007, C-242/07 Ρ, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I-9757, σκέψη 16).

21

Διαπιστώνεται ότι η εφαρμογή της νομολογίας αυτής από το Πρωτοδικείο δεν είναι ούτε εσφαλμένη ούτε υπερβολικά αυστηρή. Ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε ότι δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι συντρέχει συγγνωστή πλάνη εν προκειμένω.

22

Ασφαλώς, όπως ορθώς επισήμανε η αναιρεσείουσα στην αίτηση αναιρέσεώς της, το «ενδιαφερόμενο όργανο» στο οποίο αναφέρεται η εν λόγω νομολογία είναι αυτό που εξέδωσε την προσβαλλόμενη από την προσφυγή πράξη, εν προκειμένω η Επιτροπή.

23

Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι αυτή δεν επέδειξε συμπεριφορά ικανή να προκαλέσει επιτρεπτή σύγχυση σε καλόπιστο διάδικο που επιδεικνύει όλη την επιμέλεια η οποία απαιτείται από συναλλασσόμενο με συνήθη ενημέρωση.

24

Όπως διαπίστωσε ορθώς το Πρωτοδικείο στις σκέψεις 19 και 20 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, το γράμμα του άρθρου 101, παράγραφος 1, στοιχεία α’ και β’, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου είναι σαφές, απερίφραστο και δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη ερμηνευτική δυσκολία. Συνεπώς, για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, δεν είναι αναγκαίο, για συναλλασσόμενους με συνήθη ενημέρωση, να προσφύγουν στην ερμηνεία της Επιτροπής όσον αφορά άλλη παρόμοια διάταξη, όπως το άρθρο του κανονισμού 1182/71.

25

Το ζήτημα κατά πόσο το άρθρο 101 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου και το άρθρο 3 του κανονισμού 1182/71 πρέπει να ερμηνεύονται κατά τον ίδιο τρόπο είναι επομένως άνευ σημασίας για τον καθορισμό της εν λόγω προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής. Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι το Πρωτοδικείο, παραλείποντας να εξετάσει το εν λόγω ζήτημα, δεν υπέπεσε σε πλάνη.

26

Εν πάση περιπτώσει, συναλλασσόμενος με συνήθη ενημέρωση δεν θα προέβαινε σε εμφανώς contra legem ερμηνεία του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, συναγόμενη από ερμηνεία της Επιτροπής όσον αφορά άλλο κανονισμό, χωρίς προηγουμένως να ελέγξει την ορθότητα του υπολογισμού των προθεσμιών που προκύπτει από την ερμηνεία αυτή.

27

Στο πλαίσιο αυτό, η αναιρεσείουσα δεν μπορεί να υποστηρίξει λυσιτελώς ότι, ζητώντας ματαίως επιβεβαίωση της ορθότητας του υπολογισμού από τη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, επέδειξε όλη την επιμέλεια που απαιτείται από συναλλασσόμενο με συνήθη ενημέρωση. Όπως διαπίστωσε ορθώς το Πρωτοδικείο στη σκέψη 21 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, δεν περιλαμβάνεται στα καθήκοντα και στις αρμοδιότητες των υπαλλήλων της Γραμματείας να αποφαίνονται επί του υπολογισμού της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής.

28

Εξάλλου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ορθώς, επίσης, από νομικής απόψεως το Πρωτοδικείο διαπίστωσε επιπλέον, στη σκέψη 19 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι η συμπεριφορά του δεν οδήγησε την αναιρείουσα σε εσφαλμένο υπολογισμό των προθεσμιών ασκήσεως προσφυγής.

29

Καίτοι το Πρωτοδικείο δεν είναι το «ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο» στο οποίο αναφέρεται η παρατεθείσα στη σκέψη 20 της υπό κρίση διατάξεως νομολογία, υπογραμμίζεται ότι είναι δυνατό συγγνωστή πλάνη να προκύπτει από κάθε είδους εξαιρετικές περιστάσεις. Κατά τον τρόπο αυτόν, συγγνωστή πλάνη είναι δυνατό να οφείλεται σε συμπεριφορά του ίδιου του δικαστηρίου, η οποία έχει προκαλέσει σύγχυση στον ενδιαφερόμενο. Το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε συνεπώς σε πλάνη, εξετάζοντας συνοπτικά τέτοιου είδους υπόθεση.

30

Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθούν οι τρεις λόγοι αναιρέσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα και κατά συνέπεια η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

31

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού, απόφαση για τα δικαστικά έξοδα λαμβάνεται με τη διάταξη που περατώνει τη δίκη.

32

Δεδομένου ότι η παρούσα διάταξη εκδίδεται πριν από την κοινοποίηση του δικογράφου της προσφυγής στην καθής και πριν αυτή υποβληθεί σε έξοδα, αρκεί να αποφασιστεί ότι ο προσφεύγων θα φέρει τα δικά του έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) διατάσσει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

H Sociedad General de Autores y Editores (SGAE) φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.

Top