Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007CJ0166

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 3ης Σεπτεμβρίου 2009.
    Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
    Προσφυγή ακυρώσεως - Κανονισμός (ΕΚ)1968/2006 - Χρηματοδοτικές συνεισφορές της Κοινότητας στο Διεθνές Ταμείο για την Ιρλανδία - Επιλογή νομικής βάσεως.
    Υπόθεση C-166/07.

    Συλλογή της Νομολογίας 2009 I-07135

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2009:499

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

    της 3ης Σεπτεμβρίου 2009 ( *1 )

    «Προσφυγή ακυρώσεως — Κανονισμός (ΕΚ) 1968/2006 — Χρηματοδοτικές συνεισφορές της Κοινότητας στο Διεθνές Ταμείο για την Ιρλανδία — Επιλογή νομικής βάσεως»

    Στην υπόθεση C-166/07,

    με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, η οποία ασκήθηκε στις 23 Μαρτίου 2007,

    Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από την I. Klavina και τους L. Visaggio και Α. Τρουπιώτη, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    προσφεύγον,

    κατά

    Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενου από τους A. Vitro και M. Moore,

    καθού,

    υποστηριζόμενου από:

    την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον L. Flynn και την A. Steiblytė, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    την Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τον D. O’Hagan, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    και

    το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από την S. Behzadi-Spencer, επικουρούμενη από τον D.W. Anderson QC, barrister,

    παρεμβαίνοντες,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο τμήματος, T. von Danwitz (εισηγητή), R. Silva de Lapuerta, E. Juhász και Γ. Αρέστη, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

    γραμματέας: R. Grass

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Απριλίου 2009,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την προσφυγή του, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει τον κανονισμό (ΕΚ) 1968/2006 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις χρηματοδοτικές συνεισφορές της Κοινότητας στο Διεθνές Ταμείο για την Ιρλανδία (2007-2010) (ΕΕ L 409, σ. 81, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός), για τον λόγο ότι δεν εκδόθηκε δυνάμει της προσήκουσας νομικής βάσεως.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το διεθνές νομικό πλαίσιο

    Η αγγλο-ιρλανδική συμφωνία του 1985

    2

    Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ιρλανδικής Κυβερνήσεως και της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1980, με σκοπό την εδραίωση της ειρήνης και τη συμφιλίωση των δύο κοινοτήτων στη Βόρεια Ιρλανδία, είχαν ως αποτέλεσμα την υπογραφή, στις 15 Νοεμβρίου 1985, συμφωνίας μεταξύ των δύο αυτών κυβερνήσεων (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1413, αριθ. I-23668, στο εξής: αγγλο-ιρλανδική συνθήκη), της οποίας το άρθρο 2 προβλέπει τη λειτουργία διακυβερνητικής διασκέψεως προκειμένου να εξετασθούν πολιτικά ζητήματα, ζητήματα ασφάλειας, νομικά ζητήματα, περιλαμβανομένης της λειτουργίας της δικαιοσύνης, καθώς και η προώθηση της διασυνοριακής συνεργασίας.

    3

    Κατά το άρθρο 4, στοιχείο a, περίπτωση ii, της αγγλο-ιρλανδικής συνθήκης, οι κυβερνήσεις αυτές δεσμεύονται να συνεργασθούν, στο πλαίσιο της εν λόγω διακυβερνητικής διασκέψεως, προκειμένου να διασφαλίσουν την ειρήνη, τη σταθερότητα και την ευημερία στο σύνολο της νήσου της Ιρλανδίας προάγοντας τη συμφιλίωση, τον σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τη συνεργασία κατά της τρομοκρατίας και την ανάπτυξη της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής συνεργασίας.

    4

    Η συνθήκη αυτή καθορίζει ως τομέα δράσεως, μεταξύ άλλων, τη διασυνοριακή συνεργασία σε θέματα ασφάλειας και θέματα οικονομικού, κοινωνικού και πολιτιστικού χαρακτήρα, τομέα στον οποίο θα συνεργασθούν οι δύο κυβερνήσεις, σύμφωνα με το άρθρο της 10, στοιχείο a, για την προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως των περιοχών των δύο τμημάτων της Ιρλανδίας, οι οποίες υπέστησαν σε μεγαλύτερο βαθμό τις συνέπειες της αστάθειας των τελευταίων ετών. Προς τούτο, οι κυβερνήσεις αυτές θα εξετάσουν τις δυνατότητες λήψεως διεθνούς βοήθειας.

    Η συμφωνία σχετικά με το Διεθνές Ταμείο για την Ιρλανδία

    5

    Βάσει του άρθρου 10, στοιχείο a, της αγγλο-ιρλανδικής συνθήκης, η Ιρλανδική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου συνήψαν τη συμφωνία της 18ης Σεπτεμβρίου 1986 σχετικά με το Διεθνές Ταμείο για την Ιρλανδία (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1515, αριθ. I-26244, στο εξής: συμφωνία ΔΤΙ). Με τη συμφωνία αυτή, ίδρυσαν το Διεθνές Ταμείο για την Ιρλανδία (στο εξής: Ταμείο), το οποίο, βάσει του άρθρου 2 της συμφωνίας, σκοπεί στην προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως και στην ενθάρρυνση των επαφών, του διαλόγου και της συμφιλιώσεως μεταξύ εθνικιστών και υποστηρικτών της ενώσεως με τη Βρετανία στο σύνολο της Ιρλανδίας.

    6

    Το άρθρο 4 της συμφωνίας αυτής απαριθμεί τις κατηγορίες έργων και δράσεων που αποτελούν προτεραιότητα του Ταμείου, δηλαδή την ενθάρρυνση των επενδύσεων στον ιδιωτικό τομέα, ιδίως δε αυτών που ενέχουν κίνδυνο, έργα διασυνοριακής συνεργασίας στον οικονομικό τομέα, έργα εκπαιδεύσεως και έρευνας, έργα για τη βελτίωση των υποδομών, ειδικότερα δε στον κοινωνικό τομέα και στους τομείς της υγείας, της εκπαιδεύσεως και του περιβάλλοντος, καθώς και δράσεις με αντικείμενο την επαγγελματική κατάρτιση στην αλλοδαπή.

    7

    Σύμφωνα με το άρθρο 5 της συμφωνίας ΔΤΙ, το Ταμείο αποτελεί διεθνή οργανισμό που έχει νομική προσωπικότητα και του οποίου μέλη είναι οι δύο συμβαλλόμενες κυβερνήσεις. Βάσει του άρθρου 6 της εν λόγω συμφωνίας, το Ταμείο αυτό διοικείται από συμβούλιο, του οποίου τα μέλη και ο πρόεδρος διορίζονται από αυτές τις δύο κυβερνήσεις. Επιτελούν την αποστολή τους σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που έχουν θέσει οι εν λόγω κυβερνήσεις. Τα κράτη-χορηγοί μπορούν, εφόσον το επιθυμούν, να συμμετέχουν στο διοικητικό συμβούλιο με την ιδιότητα του παρατηρητή.

    8

    Οι χορηγοί είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ο Καναδάς, η Νέα Ζηλανδία, η Αυστραλία και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα.

    Το κοινοτικό δίκαιο

    Ο προσβαλλόμενος κανονισμός

    9

    Ο προσβαλλόμενος κανονισμός καθορίζει το νομικό πλαίσιο για την καταβολή, στο Ταμείο, των χρηματοδοτικών συνεισφορών της Κοινότητας για την περίοδο 2007-2010. Ο κανονισμός αυτός εκδόθηκε βάσει του άρθρου 308 ΕΚ.

    10

    Σύμφωνα με τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού, η Κοινότητα έχει επίγνωση ότι οι στόχοι του Ταμείου, το οποίο χρηματοδοτεί από το έτος 1989, βρίσκονται σε αντιστοιχία με τους επιδιωκόμενους από την ίδια. Κατά την τρίτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού, οι αξιολογήσεις που διενεργήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) 177/2005 του Συμβουλίου, της 24ης Ιανουαρίου 2005, σχετικά με τις χρηματοδοτικές συνεισφορές της Κοινότητας στο [Ταμείο] (2005-2006) (ΕΕ L 30, σ. 1), επιβεβαίωσαν την ανάγκη περαιτέρω στήριξης των δραστηριοτήτων του Ταμείου και παράλληλης ενίσχυσης της συνέργειας όσον αφορά τους στόχους, καθώς και την ανάγκη συντονισμού με τις παρεμβάσεις των διαρθρωτικών ταμείων, ιδίως δε με το ειδικό πρόγραμμα για την ειρήνη και τη συμφιλίωση στη Βόρεια Ιρλανδία και στις όμορες προς αυτήν κομητείες της Ιρλανδίας (στο εξής: πρόγραμμα PEACE).

    11

    Ο προσβαλλόμενος κανονισμός, όπως προκύπτει από την έκτη αιτιολογική σκέψη του, σκοπεί ιδίως να εδραιώσει την ειρήνη και τη συμφιλίωση μέσω ενός ευρύτερου φάσματος δραστηριοτήτων από εκείνες που καλύπτουν τα διαρθρωτικά ταμεία, οι οποίες βαίνουν πέραν του πεδίου εφαρμογής της πολιτικής της Κοινότητας για την οικονομική και κοινωνική συνοχή. Λαμβανομένης υπόψη της στρατηγικής για την τελική φάση των δραστηριοτήτων του Ταμείου, κατά τη χρονική περίοδο 2006-2010, τελικός σκοπός του Ταμείου και του προσβαλλόμενου κανονισμού, βάσει της δέκατης πέμπτης αιτιολογικής σκέψεως του εν λόγω κανονισμού, είναι να ενθαρρυνθεί η συμφιλίωση μεταξύ των κοινοτήτων. Εξάλλου, σύμφωνα με τη δέκατη έκτη και τη δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού, η κοινοτική στήριξη θα συμβάλει στην ενίσχυση της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών και μεταξύ των πολιτών τους, ενώ η έκδοση του κανονισμού κρίνεται αναγκαία για την επίτευξη των σκοπών της Κοινότητας στο πλαίσιο της λειτουργίας της κοινής αγοράς.

    12

    Το άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού καθορίζει το ποσό δημοσιονομικής αναφοράς για την υλοποίηση του Ταμείου, όσον αφορά την επίμαχη περίοδο.

    13

    Το άρθρο 2 του προσβαλλόμενου κανονισμού ορίζει τα εξής:

    «Η συνεισφορά χρησιμοποιείται από το Ταμείο με βάση τη [συμφωνία ΔΤΙ].

    Όσον αφορά την κατανομή της συνεισφοράς, το Ταμείο δίδει προτεραιότητα στα σχέδια διασυνοριακού ή διακοινοτικού χαρακτήρα, κατά τρόπο που να συμπληρώνονται οι δραστηριότητες που χρηματοδοτούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία, και ειδικά [αυτές] του προγράμματος PEACE για τη Βόρειο Ιρλανδία και τις μεθοριακές κομητείες της Ιρλανδίας.

    Η συνεισφορά χρησιμοποιείται έτσι ώστε να αποφέρει αειφόρο οικονομική και κοινωνική βελτίωση των συγκεκριμένων περιοχών. Δεν χρησιμοποιείται για να υποκαθιστά άλλες δημόσιες ή ιδιωτικές δαπάνες.»

    14

    Το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι:

    «Η Επιτροπή εκπροσωπεί την Κοινότητα, με την ιδιότητα του παρατηρητή, στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου του Ταμείου […].

    Το Ταμείο εκπροσωπείται, με την ιδιότητα του παρατηρητή, στις συνεδριάσεις της επιτροπής παρακολούθησης του προγράμματος PEACE και, όπου χρειάζεται, στις άλλες παρεμβάσεις των διαρθρωτικών ταμείων.»

    15

    Η επιλεξιμότητα των δαπανών του Ταμείου και η καταβολή των κοινοτικών χρηματοδοτικών συνεισφορών στο Ταμείο αυτό εξαρτώνται από πλείονες προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπουν τα άρθρα 6 έως 11 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Το άρθρο 6 προβλέπει έτσι ότι η υποβολή της στρατηγικής για την παύση των δραστηριοτήτων του Ταμείου και η έγκρισή της από την Επιτροπή αποτελεί προϋπόθεση για τη συνέχιση των πληρωμών υπέρ του Ταμείου. Επιπλέον, το άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι η Επιτροπή διαχειρίζεται τις συνεισφορές στο Ταμείο και ότι οι συνεισφορές αυτές καταβάλλονται σε δόσεις, εκ των οποίων η πρώτη καταβάλλεται αφότου η Επιτροπή λάβει έγγραφη δέσμευση, υπογεγραμμένη από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου του Ταμείου, περί του ότι το Ταμείο θα τηρήσει τους όρους που ισχύουν για τη χορήγηση της συνεισφοράς, σύμφωνα με τον προσβαλλόμενο κανονισμό.

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 1083/2006 και το πρόγραμμα PEACE

    16

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 1083/2006 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2006, περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και το Ταμείο Συνοχής και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 1260/1999 (ΕΕ L 210, σ. 25), καθορίζει τους γενικούς κανόνες που διέπουν τα διαρθρωτικά ταμεία και το Ταμείο Συνοχής.

    17

    Το πρόγραμμα PEACE αποτελεί κοινοτική πρωτοβουλία εντασσόμενη στο πλαίσιο των διαρθρωτικών ταμείων. Σύμφωνα με το σημείο 22 του παραρτήματος II του κανονισμού 1083/2006, το πρόγραμμα αυτό υλοποιείται ως διασυνοριακό πρόγραμμα, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο γ’, του εν λόγω κανονισμού, με σκοπό την ευρωπαϊκή εδαφική συνεργασία. Το πρόγραμμα αυτό περιλαμβάνει μεταξύ άλλων δράσεις που σκοπούν να προαγάγουν τη συνοχή μεταξύ των κοινοτήτων, έτσι ώστε να ενισχυθεί η κοινωνική και οικονομική σταθερότητα στις οικείες περιοχές. Η επιλέξιμη περιοχή περιλαμβάνει το σύνολο της Βόρειας Ιρλανδίας και τις όμορες προς αυτήν κομητείες της Ιρλανδίας.

    Αιτήματα των διαδίκων

    18

    Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

    να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό·

    να καταδικάσει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως στα δικαστικά έξοδα.

    19

    Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

    να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα·

    επικουρικώς, σύμφωνα με το άρθρο 231, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματα του προσβαλλόμενου κανονισμού μέχρι την έκδοση νέου κανονισμού και να αποφανθεί ότι η ακύρωση δεν θίγει το κύρος των γενομένων πληρωμών ούτε το κύρος των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί βάσει του προσβαλλόμενου κανονισμού.

    20

    Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου, της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, επετράπη στην Ιρλανδία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Επιτροπή να παρέμβουν στην υπό κρίση υπόθεση υπέρ των αιτημάτων του Συμβουλίου.

    Επί της προσφυγής

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    21

    Το Κοινοβούλιο προβάλλει προς στήριξη της προσφυγής του ένα μόνο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παραβίαση της Συνθήκης ΕΚ, λόγω του ότι κακώς επελέγη το άρθρο 308 ΕΚ ως νομική βάση.

    22

    Σύμφωνα με το Κοινοβούλιο, ο κοινοτικός νομοθέτης, δυνάμει του άρθρου 159, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, διαθέτει τις απαιτούμενες εξουσίες για την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού. Η διάταξη αυτή παρέχει συγκεκριμένα στα κοινοτικά όργανα την αρμοδιότητα για την έκδοση των ειδικών πράξεων που είναι αναγκαίες εκτός του πλαισίου των διαρθρωτικών ταμείων για την επίτευξη των κατ’ άρθρο 158 ΕΚ σκοπών της ενισχύσεως της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής της Κοινότητας.

    23

    Η διαλαμβανόμενη στο άρθρο 158 ΕΚ «ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής» περιλαμβάνει όλες τις δράσεις που σκοπούν να προαγάγουν την αρμονική ανάπτυξη του συνόλου της Κοινότητας, την ενίσχυση της κοινωνικής και εδαφικής συνοχής και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών και των λαών της Κοινότητας.

    24

    Από τα στοιχεία που προκύπτουν από τον προσβαλλόμενο κανονισμό, από τον κανονισμό 1083/2006 και από την έκθεση της 12ης Οκτωβρίου 2006, σχετικά με το [Ταμείο], σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού 177/2005 [COM(2006) 563 τελικό], συνάγεται ότι οι σκοποί του Ταμείου είναι αντίστοιχοι αυτών που επιδιώκει η Κοινότητα, στο πλαίσιο των διαρθρωτικών ταμείων, μέσω των παρεμβάσεών της στις οικείες περιοχές των δύο τμημάτων της Ιρλανδίας και οι οποίοι αφορούν την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και της αλληλεγγύης μεταξύ των πληθυσμών της Βόρειας Ιρλανδίας και των όμορων προς αυτή περιοχών της Ιρλανδίας.

    25

    Επομένως, οι στρατηγικές που εφαρμόζονται επί του παρόντος τόσο από το πρόγραμμα PEACE όσο και από το Ταμείο αποσκοπούν κυρίως στη συμφιλίωση και στη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των κοινοτήτων. Οι δράσεις οι οποίες πρέπει να χρηματοδοτούνται για την υλοποίηση των δύο αυτών στρατηγικών προτεραιοτήτων είναι απολύτως ομοιογενείς σε αμφότερες τις περιπτώσεις.

    26

    Οι δράσεις, όμως, που σκοπούν να υποστηρίξουν τη συμφιλίωση μεταξύ των κοινοτήτων στην Ιρλανδία αποτελούν κατ’ ανάγκη μέρος της πολιτικής για τη συνοχή, ακριβώς για τον λόγο ότι δεν νοείται οικονομική και κοινωνική συνοχή στις οικείες περιοχές χωρίς συμφιλίωση και αμοιβαία κατανόηση μεταξύ των κοινοτήτων.

    27

    Επιπλέον, η έκτη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού συνιστά απλή διακήρυξη προθέσεων εκ μέρους του Συμβουλίου, προκειμένου να δικαιολογηθεί η χρήση του άρθρου 308 ΕΚ. Το άρθρο 159, τρίτο εδάφιο, ΕΚ παρέχει την εξουσία για την ανάληψη ειδικών δράσεων, χωρίς να παραθέτει ειδικώς τους τομείς στους οποίους μπορούν να αναληφθούν τέτοιες δράσεις ή τις μορφές που μπορούν να λάβουν οι δράσεις αυτές, καθιστώντας έτσι δυνατή στην Κοινότητα τη χορήγηση χρηματοδοτικών συνεισφορών στο Ταμείο.

    28

    Το Κοινοβούλιο επισημαίνει επίσης ότι, για να αποδειχθεί αν το άρθρο 308 ΕΚ μπορούσε να αποτελέσει τη νομική βάση του προσβαλλόμενου κανονισμού ή όχι, δεν πρέπει να εξετασθούν οι σκοποί του ίδιου του Ταμείου, αλλά πρέπει να ληφθούν υπόψη οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει ο κανονισμός αυτός με τη χορήγηση χρηματοδοτικών συνεισφορών στο Ταμείο. Επομένως, στερείται εν προκειμένω σημασίας το γεγονός ότι το Ταμείο αποτελεί διακυβερνητικό οργανισμό που διαθέτει νομική προσωπικότητα και τον οποίο συνδράμουν και τρίτα κράτη.

    29

    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τους παρεμβαίνοντες, ισχυρίζεται ότι ο τίτλος XVII της Συνθήκης ΕΚ, ο οποίος περιλαμβάνει τα άρθρα 158 ΕΚ έως 162 ΕΚ, δεν παρέχει τις εξουσίες δράσεως που απαιτούνται στην περίπτωση του Ταμείου και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποτελέσει την κατάλληλη νομική βάση για να δικαιολογηθεί η χορήγηση των σχετικών χρηματοδοτικών συνεισφορών.

    30

    Το Συμβούλιο επισημαίνει ότι, λαμβανομένης υπόψη της δομής και της εν γένει οικονομίας των άρθρων 158 ΕΚ και 159 ΕΚ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η έννοια του όρου «ειδικές δράσεις», κατά το τρίτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου 159, καταλέγεται μεταξύ των σκοπών του άρθρου 158 ΕΚ. Κατά συνέπεια, η ανάληψη ειδικής δράσεως εκτός του πλαισίου των διαρθρωτικών ταμείων αποτελεί μέσο που πρέπει να χρησιμοποιείται, όπως και η συμμετοχή της Κοινότητας μέσω των ταμείων αυτών, για την ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής της Κοινότητας, τούτο δε προκειμένου να προαχθεί η συνολική αρμονική ανάπτυξή της.

    31

    Αντιθέτως, ο προσβαλλόμενος κανονισμός σκοπεί να συμβάλει στη χρηματοδότηση ενός διεθνούς οργανισμού, του οποίου κύριος σκοπός είναι η συμφιλίωση των κοινοτήτων στην Ιρλανδία, λαμβανομένων υπόψη των ιστορικών, πολιτικών, πολιτιστικών και θρησκευτικών στοιχείων της συγκρούσεως στη νήσο της Ιρλανδίας. Προφανώς, οι σκοποί αυτοί δεν μπορούν να υπαχθούν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 158 ΕΚ το οποίο σκοπεί, ιδίως, στη μείωση των αποκλίσεων μεταξύ του επιπέδου αναπτύξεως των διαφόρων περιοχών. Η έριδα μεταξύ εθνικιστών και οπαδών της ενώσεως με τη Βρετανία στις περιοχές τις οποίες αφορά το ΔΤΙ αποτελεί μάλλον εμπόδιο στην αποτελεσματική άσκηση πολιτικής για την οικονομική και κοινωνική συνοχή.

    32

    Το Συμβούλιο παρατηρεί επίσης ότι η νομική βάση του προγράμματος PEACE δεν του παρέχει τις αρμοδιότητες να χρηματοδοτεί όλες τις δραστηριότητες που χρηματοδοτούνται σήμερα από το Ταμείο, τούτο δε παρά το γεγονός ότι οι δύο αυτοί μηχανισμοί είναι μεταξύ τους συμπληρωματικοί και θα πρέπει να συνεργάζονται και να συντονίζουν τις δράσεις τους. Οι δύο αυτοί μηχανισμοί προσπαθούν εκ παραλλήλου να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα, αφενός, της πολιτικής αστάθειας και, αφετέρου, της οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως, μολονότι ακολουθούν διαφορετική προσέγγιση, δεδομένου ότι το Ταμείο σκοπεί στη συμφιλίωση προκειμένου να καταστήσει ευχερέστερη τη συνοχή, ενώ το πρόγραμμα PEACE σκοπεί στη συνοχή προκειμένου να καταστήσει ευχερέστερη τη συμφιλίωση. Επομένως, ο κύριος σκοπός του Ταμείου υπερβαίνει τα όρια που θέτει ο τίτλος XVII της Συνθήκης ΕΚ.

    33

    Κατά το Συμβούλιο και την Ιρλανδία, ο προπαρατεθείς τίτλος αφορά τα ιδιαίτερα μέσα δράσεως της Κοινότητας, τα οποία χρησιμοποιούνται βάσει των όρων του κοινοτικού νομοθετικού πλαισίου, περιλαμβανομένου του δημοσιονομικού κανονισμού. Επίσης, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, ούτε ο τίτλος XVII της Συνθήκης ΕΚ ούτε το κοινοτικό νομοθετικό πλαίσιο μπορούν να τύχουν εφαρμογής στην περίπτωση διεθνούς οργανισμού, του οποίου, άλλωστε, η Κοινότητα δεν είναι μέλος. Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι, σε δεδομένο χρονικό σημείο, το ΔΤΙ ασχολείται κατά προτεραιότητα με την οικονομική συνοχή και όχι τη συμφιλίωση, θα ήταν παρ’ όλ’ αυτά αδύνατο ο τίτλος XVII της εν λόγω Συνθήκης να αποτελέσει τη νομική βάση των συνεισφορών της Κοινότητας.

    34

    Το Συμβούλιο προσθέτει ότι δεν έκρινε λυσιτελές να στηρίξει τον προσβαλλόμενο κανονισμό σε δεύτερη νομική βάση, η οποία θα κάλυπτε τον σκοπό της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής, δεδομένου ότι ο σκοπός της συμφιλιώσεως μεταξύ των κοινοτήτων στην Ιρλανδία αποτελεί τον πρωταρχικό σκοπό του Ταμείου, το οποίο αποτελεί εξωτερική οντότητα έναντι της Κοινότητας. Ο σκοπός της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής αποτελεί απλώς συνέπεια του επιδιωκόμενου σκοπού της συμφιλιώσεως, μέσω της δράσεως διεθνούς οργανισμού εξωτερικού έναντι της Κοινότητας.

    35

    Η Επιτροπή φρονεί ότι το αντικείμενο του προσβαλλόμενου κανονισμού, δηλαδή η χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας προς το Ταμείο, κατά τα έτη 2007-2010, η οποία πρέπει να χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας ΔΤΙ, επιβάλλει την παραπομπή στην αγγλο-ιρλανδική συνθήκη η οποία, σύμφωνα με το προοίμιο και τα άρθρα της 2, στοιχείο a, και 4, στοιχείο a, περίπτωση ii, σκοπεί αποκλειστικά στην ειρήνη και στη συμφιλίωση, όπως επιτάσσει το συμφέρον των δύο συμβαλλομένων κρατών και, ιδίως, του λαού της Βόρειας Ιρλανδίας. Η αφετηρία είναι η πολιτική αστάθεια και όχι οι οικονομικές και κοινωνικές δυσχέρειες. Οι σκοποί που καθορίζονται με το άρθρο 2 της συμφωνίας ΔΤΙ αποβλέπουν στο να συμβάλουν στην κατ’ άρθρο 10, στοιχείο a, της αγγλο-ιρλανδικής συνθήκης διασυνοριακή συνεργασία, η οποία συνιστά μέσο για την επίτευξη του σκοπού της συνθήκης αυτής, δηλαδή της ειρήνης και της συμφιλιώσεως προς το συμφέρον των δύο συμβαλλομένων κρατών. Συνεπώς, η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη κατά την αγγλο-ιρλανδική συνθήκη ουδέποτε υπήρξε αυτοσκοπός.

    36

    Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι, μολονότι, βεβαίως, υπάρχει επικάλυψη μεταξύ των δραστηριοτήτων του Ταμείου και των δραστηριοτήτων των διαρθρωτικών ταμείων, το φάσμα δραστηριοτήτων του πρώτου βαίνει πέραν του πεδίου εφαρμογής της κοινοτικής πολιτικής για την οικονομική και κοινωνική συνοχή. Το άρθρο 4 της συμφωνίας ΔΤΙ, βάσει του οποίου καθορίζονται οι κατηγορίες έργων ή δράσεων που πρέπει να χρηματοδοτεί κατά προτεραιότητα το Ταμείο, σύμφωνα με τους σκοπούς της συμφωνίας αυτής, δεν απαριθμεί περιοριστικά τις κατηγορίες παρεμβάσεων και μπορεί να περιλάβει τις δράσεις που υπάγονται στην κοινοτική πολιτική συνοχής χωρίς να περιορίζεται σ’ αυτές.

    37

    Η Επιτροπή παρατηρεί, τέλος, ότι τα άρθρα του τίτλου XVII της Συνθήκης ΕΚ αποτελούν νομικές βάσεις για την έκδοση κοινοτικών νομοθετημάτων που σκοπούν στην υλοποίηση της κοινοτικής πολιτικής για τη συνοχή. Δεδομένου, όμως, ότι το Ταμείο δεν αποτελεί τέτοιο μηχανισμό και δεδομένου ότι οι δραστηριότητές του βαίνουν πέραν της πολιτικής αυτής, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν έπρεπε να εκδοθεί βάσει των διατάξεων του τίτλου XVII της Συνθήκης ΕΚ.

    38

    Κατά την Ιρλανδία, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο ιδιαίτερος και μοναδικός χαρακτήρας του Ταμείου, το οποίο σκοπεί να προαγάγει την ειρήνη και τη συμφιλίωση μεταξύ των κοινοτήτων. Αντιθέτως, η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη αποτελεί για το Ταμείο μέσο για την επίτευξη των σκοπών του. Η ανάπτυξη αυτή δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά παράγοντα συμφιλιώσεως και πολιτικής προόδου. Οι τέσσερις θεμελιώδεις τομείς της στρατηγικής του Ταμείου για την περίοδο 2006-2010 καταδεικνύουν την κύρια λειτουργία του ως μηχανισμού σκοπούντος στην επίτευξη συμφιλιώσεως μεταξύ των εθνικιστών και των υποστηρικτών της ενώσεως με τη Βρετανία.

    39

    Κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, τα άρθρα 158 ΕΚ και 159 ΕΚ αποσκοπούν στην αντιμετώπιση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων μεταξύ περιοχών της Κοινότητας και όχι στην προώθηση της ειρήνης και της συμφιλιώσεως μεταξύ των διαφόρων κοινοτήτων που κατοικούν σε μια περιοχή. Η νέα στρατηγική του ταμείου θέτει ως κύριο σκοπό τη συμφιλίωση. Μολονότι το Ταμείο και το πρόγραμμα PEACE έχουν, από ορισμένες απόψεις, συμπληρωματικό χαρακτήρα, διαφέρουν εντούτοις, δεδομένου ότι το πρόγραμμα PEACE σχεδιάσθηκε από την Κοινότητα ειδικά για να ενισχύσει την οικονομική και κοινωνική συνοχή της, ενώ το Ταμείο συστάθηκε για την επίτευξη διαφορετικών σκοπών, οι οποίοι καθορίσθηκαν εκτός του κοινοτικού πλαισίου.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    40

    Κατά πάγια νομολογία, η χρήση του άρθρου 308 ΕΚ ως νομικής βάσεως για μια πράξη δικαιολογείται μόνον όταν καμία άλλη διάταξη της Συνθήκης ΕΚ δεν παρέχει στα κοινοτικά όργανα την αναγκαία αρμοδιότητα για την έκδοση της πράξεως αυτής (αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 1996, C-84/94, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1996, σ. I-5755, σκέψη 48, της 28ης Μαΐου 1998, C-22/96, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. I-3231, σκέψη 22, και της 2ας Μαΐου 2006, C-436/03, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. I-3733, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    41

    Αυτή η νομική βάση σκοπεί στην κάλυψη του κενού εξουσιών δράσεως, ρητώς ή σιωπηρώς ανατεθεισών στα κοινοτικά όργανα με ειδικές διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ, καθόσον οι εξουσίες αυτές είναι αναγκαίες προκειμένου η Κοινότητα να μπορέσει να ασκήσει τα καθήκοντά της προς επίτευξη ενός από τους σκοπούς που τάσσει η Συνθήκη (γνωμοδότηση 2/94, της 28ης Μαρτίου 1996, Συλλογή 1996, σ. I-1759, σκέψη 29, και απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, C-402/05 P και C-415/05 P, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I-6351, σκέψη 211).

    42

    Στο πλαίσιο του συστήματος αρμοδιοτήτων της Κοινότητας, η επιλογή της νομικής βάσεως μιας πράξεως πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο, μεταξύ των οποίων καταλέγονται, ιδίως, ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξεως αυτής (απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C-338/01, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2004, σ. I-4829, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και γνωμοδότηση 2/00, της 6ης Δεκεμβρίου 2001, Συλλογή 2001, σ. I-9713, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    43

    Συνεπώς, πρέπει να εξετασθεί, βάσει των προαναφερθέντων κριτηρίων, αν, όπως ισχυρίζεται το Κοινοβούλιο, το άρθρο 159, τρίτο εδάφιο, ΕΚ αποτελεί την προσήκουσα νομική βάση για την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού και αν, ως εκ τούτου, ο κανονισμός αυτός έπρεπε να εκδοθεί δυνάμει αυτής της νομικής βάσεως.

    Επί του τίτλου XVII της Συνθήκης ΕΚ

    44

    Συναφώς, πρέπει να εξετασθεί το σύστημα που καθιερώνει ο τίτλος XVII της Συνθήκης ΕΚ, ο οποίος αποτελείται από τα άρθρα 158 ΕΚ έως 162 ΕΚ και ο οποίος παρέχει στην Κοινότητα την αρμοδιότητα να ασκεί κοινοτική πολιτική για την οικονομική και κοινωνική συνοχή προκειμένου να προαχθεί η αρμονική ανάπτυξη του συνόλου της Κοινότητας.

    45

    Βάσει του άρθρου 159, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, οι σκοποί αυτής της κοινοτικής πολιτικής, οι οποίοι καθορίζονται στο άρθρο 158 ΕΚ, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τόσο από τα κράτη μέλη όσο και από την Κοινότητα κατά τη διαμόρφωση και την υλοποίηση των κοινοτικών πολιτικών. Η Κοινότητα συμβάλλει επίσης στην επίτευξη των σκοπών αυτών, ιδίως με τη δράση της μέσω των διαρθρωτικών ταμείων. Στο ίδιο πλαίσιο, η Κοινότητα δύναται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να ενεργεί βάσει του άρθρου 159, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, με ειδικές δράσεις εκτός του πλαισίου των ταμείων αυτών.

    46

    Βεβαίως, η τελευταία αυτή διάταξη δεν προβλέπει τη μορφή που μπορούν να λάβουν αυτές οι ειδικές δράσεις. Εντούτοις, όπως επισήμαναν κατ’ ουσίαν η Ιρλανδία, το Συμβούλιο και η Επιτροπή, η Κοινότητα υλοποιεί, μέσω του συνόλου των δράσεών της, μια αυτόνομη κοινοτική πολιτική, οπότε ο τίτλος XVII της Συνθήκης ΕΚ παρέχει τις κατάλληλες νομικές βάσεις, οι οποίες καθιστούν δυνατή τη λήψη ιδιαίτερων για την Κοινότητα μέσων δράσεως, τα οποία διέπονται από το κοινοτικό νομοθετικό πλαίσιο και των οποίων το περιεχόμενο δεν βαίνει πέραν του πεδίου εφαρμογής της κοινοτικής πολιτικής για την οικονομική και κοινωνική συνοχή.

    Επί του σκοπού και του περιεχομένου του προσβαλλόμενου κανονισμού

    47

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να εξετασθεί ο σκοπός και το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου κανονισμού προκειμένου να διακριβωθεί αν ο νομοθέτης, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία αυτά, έπρεπε να χρησιμοποιήσει το άρθρο 159, τρίτο εδάφιο, ΕΚ ως νομική βάση.

    48

    Όσον αφορά τον σκοπό του προσβαλλόμενου κανονισμού, από την έκτη, δέκατη πέμπτη και δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη του προκύπτει ότι σκοπεί κυρίως να ενθαρρύνει την ειρήνη και τη συμφιλίωση μεταξύ των δύο κοινοτήτων στη Βόρεια Ιρλανδία και ότι η κοινοτική στήριξη θα συμβάλει στην ενίσχυση της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών και μεταξύ των λαών τους.

    49

    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το άρθρο 2 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το οποίο δεν αφορά μόνον τους όρους, αλλά και τους σκοπούς για τους οποίους μπορεί να χρησιμοποιεί το Ταμείο τις κοινοτικές χρηματοδοτικές συνεισφορές.

    50

    Η τελευταία αυτή διάταξη προβλέπει, αφενός, ότι το Ταμείο δίδει προτεραιότητα στα έργα διασυνοριακού ή διακοινοτικού χαρακτήρα, κατά τρόπο που να συμπληρώνονται οι δραστηριότητες που χρηματοδοτούνται από το πρόγραμμα PEACE και ότι η συνεισφορά χρησιμοποιείται έτσι ώστε να αποφέρει αειφόρο οικονομική και κοινωνική βελτίωση των συγκεκριμένων περιοχών.

    51

    Αφετέρου, η εν λόγω διάταξη παραπέμπει στη συμφωνία ΔΤΙ. Επομένως, οι κύριοι σκοποί της συμφωνίας ΔΤΙ, οι οποίοι παρατίθενται στο άρθρο 2 της ιδίας αυτής συμφωνίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αποτελούν μέρος του προσβαλλόμενου κανονισμού. Η συμφωνία αυτή, βάσει του άρθρου της 2, σκοπεί στην προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως και στην ενθάρρυνση των επαφών, του διαλόγου και της συμφιλιώσεως στην Ιρλανδία μεταξύ εθνικιστών και υποστηρικτών της ενώσεως με τη Βρετανία.

    52

    Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται επίσης από το νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται ο προσβαλλόμενος κανονισμός, ιδίως δε από την αγγλο-ιρλανδική συνθήκη, βάσει της οποίας συνάφθηκε η συμφωνία ΔΤΙ. Όμως, μολονότι ο κύριος σκοπός της αγγλο-ιρλανδικής συνθήκης είναι η προώθηση της ειρήνης και η συμφιλίωση των δύο κοινοτήτων στη Βόρεια Ιρλανδία, ο σκοπός του τομέα δραστηριοτήτων στον οποίο εμπίπτει η συμφωνία ΔΤΙ είναι, όπως προκύπτει από το άρθρο 10, στοιχείο a, της συνθήκης αυτής, να προαχθεί η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των περιοχών.

    53

    Ως εκ τούτου, από τον προσβαλλόμενο κανονισμό και από την παραπομπή στη συμφωνία ΔΤΙ προκύπτει ότι ο κανονισμός αυτός σκοπεί τόσο στην ειρήνη και στη συμφιλίωση των δύο κοινοτήτων στη Βόρεια Ιρλανδία όσο και στην οικονομική και κοινωνική πρόοδο των περιοχών που έχουν πληγεί από την ένοπλη σύγκρουση.

    54

    Επομένως, οι σκοποί του προσβαλλόμενου κανονισμού είναι αντίστοιχοι των σκοπών τους οποίους επιδιώκει η κοινοτική πολιτική για την οικονομική και κοινωνική συνοχή, στοιχείο το οποίο επιβεβαιώνεται και από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού.

    55

    Όσον αφορά το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου κανονισμού, με το άρθρο του 1 καθορίζεται το ύψος της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Κοινότητας προς το Ταμείο, για την περίοδο 2007-2010. Με τα άρθρα του 2 έως 11, ο κανονισμός αυτός παραπέμπει στη συμφωνία ΔΤΙ όσον αφορά την εκ μέρους του Ταμείου χρήση της συνεισφοράς αυτής, προβλέποντας παράλληλα τις κατά προτεραιότητα χρήσεις και τους όρους συνεργασίας μεταξύ της Κοινότητας και του Ταμείου, καθώς και τους όρους και τον τρόπο καταβολής της εν λόγω συνεισφοράς.

    56

    Έτσι, το άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο, του προσβαλλόμενου κανονισμού ορίζει ότι, όσον αφορά την κατανομή της κοινοτικής συνεισφοράς, το Ταμείο δίνει προτεραιότητα στα έργα διασυνοριακού ή διακοινοτικού χαρακτήρα, κατά τρόπο που να συμπληρώνονται οι δραστηριότητες που χρηματοδοτούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία και ειδικά αυτές του προγράμματος PEACE για τη Βόρεια Ιρλανδία και τις όμορες προς αυτήν κομητείες της Ιρλανδίας. Κατά το τρίτο εδάφιο του άρθρου αυτού, η συνεισφορά χρησιμοποιείται έτσι ώστε να αποφέρει αειφόρο οικονομική και κοινωνική βελτίωση των οικείων περιοχών.

    57

    Συναφώς, από τα άρθρα 6 έως 10 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι η συνέχιση της χρηματοδοτήσεως του Ταμείου από την Κοινότητα και η ετήσια καταβολή των χρηματοδοτικών συνεισφορών αυτών προϋποθέτει την εκ μέρους της Επιτροπής έγκριση της στρατηγικής για την παύση λειτουργίας, την οποία υποβάλλει το Ταμείο. Επιπλέον, από το άρθρο 7 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι η καταβολή σημαντικού μέρους της ετήσιας συνεισφοράς προϋποθέτει την εκ μέρους του ΔΤΙ δέσμευση ότι θα τηρηθούν οι όροι που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός, καθώς και την έγκριση από την Επιτροπή της ετήσιας εκθέσεως δραστηριοτήτων του Ταμείου.

    58

    Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η κοινοτική χρηματοδοτική συνεισφορά προς το Ταμείο, μη λαμβανομένου υπόψη του νομοθετικού πλαισίου στο οποίο αυτό εντάσσεται, εμπίπτει στις ειδικές δράσεις, οι οποίες, εφόσον καθίστανται αναγκαίες εκτός του πλαισίου των διαρθρωτικών ταμείων προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί του άρθρου 158 ΕΚ, μπορούν να αναλαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 159, τρίτο εδάφιο, ΕΚ.

    59

    Πάντως, ούτε οι όροι συνεργασίας μεταξύ της Κοινότητας και του Ταμείου ούτε οι όροι και ο τρόπος καταβολής της κοινοτικής χρηματοδοτικής συνεισφοράς καθιστούν δυνατό στην Κοινότητα να αποτρέπει την εκ μέρους του Ταμείου χρήση της συνεισφοράς αυτής για τη χρηματοδότηση δράσεων, οι οποίες, μολονότι επιδιώκουν τους σκοπούς της συμφωνίας ΔΤΙ, βαίνουν πέραν του πεδίου εφαρμογής της κοινοτικής πολιτικής για την οικονομική και πολιτική συνοχή και, πάντως, δεν διέπονται από τα κριτήρια που εφαρμόζει η Κοινότητα στο πλαίσιο της πολιτικής αυτής.

    60

    Συγκεκριμένα, βάσει του άρθρου 5 της συμφωνίας ΔΤΙ, το Ταμείο αποτελεί οργανισμό του δημοσίου διεθνούς δικαίου με νομική προσωπικότητα. Μολονότι η Κοινότητα έχει την ιδιότητα του παρατηρητή κατά τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου του Ταμείου και μολονότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός ορίζει ότι πρέπει να υπάρχει συντονισμός σε όλα τα επίπεδα μεταξύ του Ταμείου και των διαρθρωτικών ταμείων, ιδίως δε του προγράμματος PEACE, εντούτοις η Κοινότητα δεν είναι ούτε μέλος του οργανισμού αυτού ούτε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του, το οποίο ενεργεί, κατά το άρθρο 6 της συμφωνίας ΔΤΙ, σύμφωνα με τις διαδικασίες και τις προϋποθέσεις που καθορίζουν οι δύο συμβαλλόμενες κυβερνήσεις.

    61

    Επίσης, το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, του προσβαλλόμενου κανονισμού προβλέπει ότι οι κοινοτικές χρηματοδοτικές συνεισφορές χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας ΔΤΙ, η οποία, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, δεν απαριθμεί περιοριστικά τις προς χρηματοδότηση δράσεις, αλλά περιορίζεται στον καθορισμό, με το άρθρο της 4, των κατηγοριών δράσεων που πρέπει να χρηματοδοτούνται κατά προτεραιότητα. Με την παραπομπή αυτή στη συμφωνία ΔΤΙ, ο προσβαλλόμενος κανονισμός καθιστά δυνατή τη χρήση των χρηματοδοτικών συνεισφορών για δράσεις των οποίων οι ειδικοί σκοποί και το συγκεκριμένο περιεχόμενο δεν ήταν γνωστά, τουλάχιστον κατά την ημερομηνία εκδόσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού, δεδομένου ότι δεν εναπόκειται στην Κοινότητα να προβεί στον προγραμματισμό ή στην υλοποίηση των δράσεων αυτών.

    62

    Επιπροσθέτως, μολονότι τα άρθρα 6, 7 και 10 του προσβαλλόμενου κανονισμού θέτουν τυπικούς όρους όσον αφορά την καταβολή των κοινοτικών χρηματοδοτικών συνεισφορών προς το Ταμείο, δεν θέτουν πάντως ουσιαστικούς όρους όσον αφορά τις δραστηριότητες που πρέπει να χρηματοδοτούνται από τις συνεισφορές αυτές και οι οποίες διαφοροποιούνται από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 2 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Ως εκ τούτου, οι διατάξεις αυτές του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν δύνανται, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται το Κοινοβούλιο, να διασφαλίσουν ότι το σύνολο των παρεμβάσεων του Ταμείου, οι οποίες χρηματοδοτούνται από την Κοινότητα, επιδιώκει πράγματι την επίτευξη των ιδιαίτερων σκοπών της κοινοτικής πολιτικής για την οικονομική και κοινωνική συνοχή.

    63

    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο κοινοτικός νομοθέτης είχε τη δυνατότητα να αποφανθεί ως όφειλε, με την έκτη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι το φάσμα των δραστηριοτήτων που χρηματοδοτούνται βάσει του εν λόγω κανονισμού βαίνει πέραν του πεδίου εφαρμογής της κοινοτικής πολιτικής για την οικονομική και κοινωνική συνοχή.

    64

    Όπως, όμως, επισημάνθηκε με τη σκέψη 46 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 159 ΕΚ καλύπτει αποκλειστικά τις αυτοτελείς δράσεις της Κοινότητας, οι οποίες διέπονται από το κοινοτικό νομοθετικό πλαίσιο και των οποίων το περιεχόμενο δεν βαίνει πέραν του πεδίου εφαρμογής της κοινοτικής πολιτικής για την οικονομική και κοινωνική συνοχή.

    65

    Ως εκ τούτου, το άρθρο 159, τρίτο εδάφιο, ΕΚ δεν παρέχει αφεαυτού στην Κοινότητα την αναγκαία αρμοδιότητα προς επίτευξη των σκοπών της κοινοτικής πολιτικής για την οικονομική και κοινωνική συνοχή μέσω χρηματοδοτικής συνεισφοράς και υπό όρους όπως οι προβλεπόμενοι στον προσβαλλόμενο κανονισμό.

    Επί της προσήκουσας νομικής βάσεως

    66

    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξετασθεί αν ο νομοθέτης έπρεπε να κάνει χρήση τόσο του άρθρου 308 ΕΚ όσο και του άρθρου 159, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, για να εκδώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό.

    67

    Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 308 ΕΚ σκοπεί στην κάλυψη του κενού εξουσιών δράσεως, ρητώς ή σιωπηρώς ανατεθεισών στα κοινοτικά όργανα με ειδικές διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ, καθόσον οι εξουσίες αυτές είναι αναγκαίες προκειμένου η Κοινότητα να μπορέσει να ασκήσει τα καθήκοντά της προς επίτευξη ενός από τους σκοπούς που τάσσει η Συνθήκη. Επιπλέον, από το άρθρο 308 ΕΚ προκύπτει ότι η εφαρμογή αυτής της διατάξεως προϋποθέτει ότι η σχεδιαζόμενη δράση αφορά τη «λειτουργία της κοινής αγοράς» (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 200).

    68

    Ο προσβαλλόμενος κανονισμός σκοπεί στη στήριξη των δράσεων διεθνούς οργανισμού ο οποίος συστάθηκε από δύο κράτη μέλη και έχει ως σκοπό την ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής. Όπως, όμως, προκύπτει από τα άρθρα 2 ΕΚ και 3, παράγραφος 1, στοιχείο κ’, ΕΚ, η ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής αποτελεί σκοπό της Κοινότητας και εκτός του πλαισίου του τίτλου XVII της Συνθήκης ΕΚ, ο οποίος παρέχει στην Κοινότητα την αρμοδιότητα για την άσκηση κοινοτικής πολιτικής για την οικονομική και κοινωνική συνοχή. Όπως επίσης προκύπτει από τη δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού, ο σκοπός του εν λόγω κανονισμού εντάσσεται στο πλαίσιο της κοινής αγοράς, δεδομένου ότι σκοπεί να συμβάλει στην οικονομική βελτίωση στις μειονεκτούσες περιοχές των δύο κρατών μελών και, ως εκ τούτου, στη λειτουργία της κοινής αγοράς.

    69

    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, καθόσον ο προσβαλλόμενος κανονισμός επιδιώκει την επίτευξη των σκοπών των άρθρων 2 ΕΚ και 3, παράγραφος 1, στοιχείο κ’, ΕΚ, καθώς και του τίτλου XVII της Συνθήκης ΕΚ, χωρίς ο τίτλος αυτός να παρέχει αφεαυτού στην Κοινότητα την αρμοδιότητα προς επίτευξή τους, ο κοινοτικός νομοθέτης έπρεπε να χρησιμοποιήσει από κοινού τα άρθρα 159, τρίτο εδάφιο, ΕΚ και 308 ΕΚ (βλ., σχετικώς, απόφαση της 30ής Μαΐου 1989, 242/87, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 1425, σκέψεις 6 και 37, και προπαρατεθείσα απόφαση Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψεις 211 έως 214), τηρώντας παράλληλα τις νομοθετικές διαδικασίες που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές, δηλαδή τόσο τη διαδικασία του άρθρου 251 ΕΚ, την καλούμενη και διαδικασία «συναποφάσεως», όσο και τη διαδικασία που απαιτεί ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου.

    Επί του αιτήματος να διατηρηθούν σε ισχύ τα αποτελέσματα του προσβαλλόμενου κανονισμού

    70

    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο ως προς το αίτημα αυτό από όλους τους παρεμβαίνοντες, ζητεί από το Δικαστήριο, σε περίπτωση ακυρώσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού, να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματά του, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 231, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, μέχρι την έκδοση νέου κανονισμού, και να αποφανθεί ότι η ακύρωση του κανονισμού δεν θίγει το κύρος των πληρωμών που έχουν γίνει ούτε των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί βάσει του προσβαλλόμενου κανονισμού.

    71

    Κατά το Συμβούλιο, είναι αναγκαίο να μην τεθούν εν αμφιβόλω τα αποτελέσματα του κανονισμού αυτού για λόγους που άπτονται της ασφάλειας δικαίου και αφορούν τόσο τα έργα που βρίσκονται σε στάδιο υλοποιήσεως όσο και τις νόμιμες προσδοκίες της διοικήσεως του Ταμείου.

    72

    Κατά το άρθρο 231, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, το Δικαστήριο μπορεί, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να προσδιορίσει εκείνα τα αποτελέσματα ενός ακυρωθέντος κανονισμού που θεωρούνται ότι διατηρούν την ισχύ τους.

    73

    Ο προσβαλλόμενος κανονισμός, κατά το άρθρο του 12, τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2007, η δε ισχύς του λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2010. Επομένως, η ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού παράγει αποτελέσματα σε χρονικό σημείο κατά το οποίο έχουν χορηγηθεί οι δύο τουλάχιστον από τις τέσσερις ετήσιες συνεισφορές και, επομένως, έχει καταβληθεί το μεγαλύτερο μέρος των αντίστοιχων ποσών και κατά το οποίο η διοίκηση του Ταμείου δικαιολογημένα αναμένει ότι θα της καταβληθεί και το υπόλοιπο του ποσού των συνεισφορών.

    74

    Ως εκ τούτου, η ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού χωρίς διατήρηση των αποτελεσμάτων του δύναται να έχει αρνητικές συνέπειες, ιδίως όσον αφορά τις χρηματοδοτικές συνεισφορές οι οποίες έχουν χορηγηθεί για δράσεις ή έργα τα οποία έχουν προγραμματισθεί και υλοποιούνται, και να θέσει εν αμφιβόλω την τωρινή και τη μελλοντική χρηματοδότηση του Ταμείου.

    75

    Υπό τις συνθήκες αυτές, σοβαροί λόγοι που άπτονται της ασφάλειας δικαίου δικαιολογούν την εκ μέρους του Δικαστηρίου άσκηση της εξουσίας την οποία του παρέχει το άρθρο 231, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, και τον συνακόλουθο εκ μέρους του προσδιορισμό των αποτελεσμάτων του ακυρωθέντος κανονισμού, τα οποία θεωρούνται ότι διατηρούν την ισχύ τους. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι η ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν θίγει το κύρος των πληρωμών που έχουν γίνει ούτε των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί βάσει του εν λόγω κανονισμού πριν την έκδοση της παρούσας αποφάσεως και ότι δεν τίθενται εν αμφιβόλω τα αποτελέσματα του προσβαλλόμενου κανονισμού μέχρι να τεθεί σε ισχύ, εντός εύλογης προθεσμίας, νέος κανονισμός δυνάμει της προσήκουσας νομικής βάσεως.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    76

    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, πάντως, το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα έξοδά του σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

    77

    Δεδομένου ότι, εν προκειμένω, το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο ηττήθηκαν μερικώς ως προς τους ισχυρισμούς τους, πρέπει να αποφασισθεί ότι φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

    78

    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα κοινοτικά όργανα που παρενέβησαν στην ένδικη διαδικασία φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Ακυρώνει τον κανονισμό (ΕΚ) 1968/2006 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις χρηματοδοτικές συνεισφορές της Κοινότητας στο Διεθνές Ταμείο για την Ιρλανδία (2007-2010).

     

    2)

    Τα αποτελέσματα του κανονισμού 1968/2006 δεν τίθενται εν αμφιβόλω μέχρι να τεθεί σε ισχύ, εντός εύλογης προθεσμίας, νέος κανονισμός ο οποίος θα εκδοθεί δυνάμει της προσήκουσας νομικής βάσεως.

     

    3)

    Η ακύρωση του κανονισμού 1968/2006 δεν θίγει το κύρος των πληρωμών που έχουν γίνει ούτε το κύρος των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί βάσει του εν λόγω κανονισμού.

     

    4)

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

     

    5)

    Η Ιρλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Top