EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007CC0121

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mazák της 5ης Ιουνίου 2008.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας.
Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 2001/18/ΕΚ - Σκόπιμη ελευθέρωση ΓΤΟ στο περιβάλλον και διάθεσή τους στην αγορά - Διαπίστωση παραβάσεως με απόφαση του Δικαστηρίου - Μη εκτέλεση - Άρθρο 228 ΕΚ - Εκτέλεση κατά τη διάρκεια της δίκης - Χρηματικές ποινές.
Υπόθεση C-121/07.

Συλλογή της Νομολογίας 2008 I-09159

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2008:320

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JÁN MAZÁK

της 5ης Ιουνίου 2008 ( 1 )

Υπόθεση C-121/07

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Γαλλικής Δημοκρατίας

«Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγία 2001/18/ΕΚ — Σκόπιμη ελευθέρωση ΓΤΟ στο περιβάλλον και διάθεσή τους στην αγορά — Διαπίστωση παραβάσεως με απόφαση του Δικαστηρίου — Μη εκτέλεση — Άρθρο 228 ΕΚ — Εκτέλεση κατά τη διάρκεια της δίκης — Χρηματικές ποινές»

I — Εισαγωγή

1.

Η υπό κρίση προσφυγή ασκήθηκε από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 228 ΕΚ. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η Γαλλική Δημοκρατία παρέλειψε να εκτελέσει την απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 2004 στην υπόθεση C-419/03, Επιτροπή κατά Γαλλίας ( 2 ). Η Επιτροπή αρχικώς ζήτησε να επιβληθεί στη Γαλλική Δημοκρατία χρηματική ποινή 366744 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης στην εκτέλεση της απόφασης στην υπόθεση C-419/03, από την ημερομηνία εκδόσεως της απόφασης στην υπό κρίση υπόθεση μέχρι την ημερομηνία πλήρους εκτελέσεως της απόφασης στην υπόθεση C-419/03. Επιπλέον, η Επιτροπή ζητεί να υποχρεωθεί η Γαλλική Δημοκρατία να καταβάλει κατ’ αποκοπήν ποσό.

2.

Με την απόφαση στην υπόθεση C-419/03, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να θεσπίσει, εντός της τασσόμενης προθεσμίας, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των διατάξεων της οδηγίας 2001/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, για τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον και την κατάργηση της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ ( 3 ) του Συμβουλίου, οι οποίες αποκλίνουν ή υπερακοντίζουν τις διατάξεις της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 1990, για τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον ( 4 ), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 2001/18.

3.

Η οδηγία 2001/18 σκοπεί στην προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών και στην προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος κατά τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών (στο εξής: ΓΤΟ) στο περιβάλλον για σκοπούς διαφορετικούς από τη διάθεση στην αγορά εντός της Κοινότητας και τη διάθεση ΓΤΟ στην αγορά ως προϊόντων ή εντός προϊόντων εντός της Κοινότητας ( 5 ).

II — Νομικό πλαίσιο

Α — Οδηγία 2001/18

4.

Το άρθρο 8 της οδηγίας 2001/18, που τιτλοφορείται «Αντιμετώπιση τροποποιήσεων και νέων πληροφοριών», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Σε περίπτωση τροποποίησης ή ακούσιας αλλαγής της σκόπιμης ελευθέρωσης ενός ΓΤΟ ή συνδυασμού ΓΤΟ που θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις όσον αφορά κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον αφού προηγουμένως η αρμόδια αρχή έχει δώσει τη γραπτή της συγκατάθεση, ή εάν ανακύψουν νέες πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους αυτούς, είτε κατά το διάστημα κατά το οποίο η κοινοποίηση εξετάζεται από την αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους είτε αφού η αρχή αυτή χορηγήσει τη γραπτή της συγκατάθεση, ο κοινοποιών αμέσως:

α)

λαμβάνει τα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος·

β)

ενημερώνει την αρμόδια αρχή πριν από οποιαδήποτε τροποποίηση ή μόλις γίνει γνωστή η ακούσια αλλαγή ή μόλις καταστούν διαθέσιμες νέες πληροφορίες·

γ)

αναθεωρεί τα μέτρα που ορίζονται στη κοινοποίηση.

2.   Εάν περιέλθουν [σε γνώση] της αρμόδιας αρχής, που αναφέρεται στην παράγραφο 1, πληροφορίες οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές συνέπειες όσον αφορά τους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον ή στις περιστάσεις που περιγράφονται στην παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή αξιολογεί τις πληροφορίες αυτές και τις δημοσιοποιεί. Η αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτήσει από τον κοινοποιούντα να τροποποιήσει τις συνθήκες σκόπιμης ελευθέρωσης, να την αναστείλει ή να την παύσει, ενημερώνει δε σχετικά το κοινό.»

5.

Το άρθρο 19 της οδηγίας 2001/18, που τιτλοφορείται «Συγκατάθεση», προβλέπει τα εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων της λοιπής κοινοτικής νομοθεσίας, μόνον εάν έχει χορηγηθεί γραπτή συγκατάθεση για τη διάθεση ενός ή περισσότερων ΓΤΟ στην αγορά ως προϊόντος ή εντός προϊόντος, το προϊόν αυτό μπορεί να χρησιμοποιείται χωρίς άλλη κοινοποίηση σε ολόκληρη την Κοινότητα […].

2.   Ο κοινοποιών μπορεί να διαθέτει το προϊόν στην αγορά μόνον εάν έχει λάβει τη γραπτή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής σύμφωνα με τα άρθρα 15, 17 και 18 και σύμφωνα με τους τυχόν όρους που ορίζονται στη συγκατάθεση αυτή.

[…]»

6.

Η παράγραφος 1 του άρθρου 23 της οδηγίας 2001/18, που τιτλοφορείται «Ρήτρα διασφάλισης», έχει ως ακολούθως:

«Όταν κράτος μέλος, βάσει νέων ή πρόσθετων πληροφοριών, οι οποίες κατέστησαν διαθέσιμες μετά την ημερομηνία συγκατάθεσης και οι οποίες επηρεάζουν την αξιολόγηση περιβαλλοντικού κινδύνου, ή βάσει επαναξιολόγησης υφιστάμενων πληροφοριών συνεπεία νέων ή πρόσθετων επιστημονικών στοιχείων, έχει τεκμηριωμένους λόγους να θεωρεί ότι ένας ΓΤΟ ως προϊόν ή εντός προϊόντος, ο οποίος έχει κοινοποιηθεί καταλλήλως και έχει λάβει γραπτή συγκατάθεση δυνάμει της παρούσας οδηγίας, συνιστά κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον, το κράτος μέλος αυτό μπορεί να περιορίζει ή να απαγορεύει προσωρινά τη χρήση ή/και την πώληση του συγκεκριμένου ΓΤΟ ως προϊόντος ή εντός προϊόντος στην επικράτειά του.

Το κράτος μέλος διασφαλίζει ότι, σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου, εφαρμόζονται έκτακτα μέτρα όπως η αναστολή ή η παύση διάθεσης στην αγορά, συμπεριλαμβανομένης της πληροφόρησης του κοινού.

Το κράτος μέλος ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη για τις δράσεις που αναλαμβάνει δυνάμει του παρόντος άρθρου και αιτιολογεί την απόφασή του, παρέχοντας την αναθεώρηση της αξιολόγησης του περιβαλλοντικού κινδύνου, αναφέροντας κατά πόσον και με ποιο τρόπο θα πρέπει να τροποποιηθούν οι όροι της συγκατάθεσης ή να παύσει να ισχύει η συγκατάθεση, και, ανάλογα με την περίπτωση, τα νέα ή πρόσθετα στοιχεία στα οποία βασίζεται η απόφασή του.»

7.

Το άρθρο 34 της οδηγίας 2001/18 ορίζει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία μέχρι τις 17 Οκτωβρίου 2002. […]»

8.

Το άρθρο 36 της οδηγίας 2001/18 προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.   Η οδηγία 90/220/ΕΟΚ καταργείται από τις 17 Οκτωβρίου 2002.

2.   Κάθε αναφορά στην καταργούμενη οδηγία θεωρείται ότι γίνεται στην παρούσα οδηγία και σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που περιέχεται στο παράρτημα VIII.»

Β — Εθνική νομοθεσία

9.

Το άρθρο L 533-6 του γαλλικού Περιβαλλοντικού Κώδικα (στο εξής: Κώδικας) έχει ως εξής:

«Οι εγκρίσεις που χορηγούνται κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 90/220 της 23ης Απριλίου 1990 από τα άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει νομοθετικών κειμένων που έχουν θεσπίσει τα κράτη αυτά ή άλλα κράτη που είναι μέρη της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο έχουν την ισχύ έγκρισης όπως νοείται στο παρόν κεφάλαιο.

Ωστόσο, όταν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι ένα προϊόν για το οποίο έχει χορηγηθεί έγκριση σε άλλο κράτος μέλος ή άλλο κράτος μέρος της συμφωνίας για τον ΕΟΧ παρουσιάζει κινδύνους για τη δημόσια υγεία ή για το περιβάλλον, η διοικητική αρχή μπορεί προσωρινά να περιορίσει ή να απαγορεύσει τη χρήση του ή τη διάθεσή του στην αγορά.»

10.

Το άρθρο L 353-2 του Κώδικα, που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο V του τίτλου III του εν λόγω Κώδικα, ορίζει τα ακόλουθα:

«Ι —

Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία μια νέα αξιολόγηση των κινδύνων που προκαλεί στη δημόσια υγεία ή το περιβάλλον η παρουσία γενετικά τροποποιημένων οργανισμών το δικαιολογεί, η διοικητική αρχή μπορεί, με επιβάρυνση του κατόχου της έγκρισης ή των κατόχων των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών:

1)

να αναστέλλει την έγκριση εν αναμονή περαιτέρω πληροφοριών και, εφόσον παραστεί ανάγκη, να διατάσσει την απόσυρση από την αγορά των προϊόντων ή την απαγόρευση της χρήσης τους·

2)

να επιβάλλει τροποποιήσεις στους όρους της σκόπιμης ελευθέρωσης·

3)

να ανακαλεί την έγκριση·

4)

να διατάσσει την καταστροφή των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών και, σε περίπτωση παραλείψεως του δικαιούχου ή του κατόχου της έγκρισης, να προβαίνει η ίδια αυτεπαγγέλτως στην καταστροφή αυτή.

II —

Με την επιφύλαξη έκτακτων περιπτώσεων, τα μέτρα αυτά μπορούν να εφαρμοστούν μόνον εφόσον ο δικαιούχος ήταν σε θέση να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.»

11.

Το περιλαμβανόμενο στον τίτλο ΙΙΙ άρθρο L 537-1 του Κώδικα ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα μέτρα εφαρμογής των κεφαλαίων III, V και VI του τίτλου αυτού καθορίζονται με διάταγμα του Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας).»

12.

Το άρθρο 16 του διατάγματος 2007-358, της 19ης Μαρτίου 2007, για τη σκόπιμη ελευθέρωση προϊόντων που αποτελούνται αποκλειστικά ή εν μέρει από γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς για σκοπούς διαφορετικούς από τη διάθεση στην αγορά, έχει ως εξής:

«Αν η αρμόδια διοικητική αρχή διαθέτει πληροφορίες σχετικά με νέα στοιχεία που μπορούν να έχουν σημαντικές συνέπειες ως προς τους κινδύνους για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον, η αρχή αυτή πραγματοποιεί νέα αξιολόγηση των κινδύνων και θέτει τα εν λόγω στοιχεία στη διάθεση του κοινού.

Σύμφωνα με το άρθρο L 535-6 του [Κώδικα], η αρμόδια διοικητική αρχή μπορεί να απαιτήσει από το άτομο που είναι υπεύθυνο για τη σκόπιμη ελευθέρωση να τροποποιήσει τις συνθήκες της ελευθέρωσης αυτής, να την αναστείλει ή να την παύσει και να ενημερώσει σχετικά το κοινό.»

13.

Το άρθρο 16 του διατάγματος 2007-359, της 19ης Μαρτίου 2007, για τη διαδικασία σχετικά με τη χορήγηση εγκρίσεως διάθεσης στην αγορά προϊόντων που δεν προορίζονται για κατανάλωση και αποτελούνται αποκλειστικά ή εν μέρει από γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς, προβλέπει τα ακόλουθα:

«Η αρμόδια διοικητική αρχή λαμβάνει τα μέτρα που προβλέπει η παράγραφος Ι του άρθρου L 535-2 του [Κώδικα] σε προσωρινή βάση. Σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου, τα μέτρα αυτά λαμβάνονται εκτάκτως και το κοινό ενημερώνεται δεόντως.

Η αρμόδια διοικητική αρχή ενημερώνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και τα κράτη μέλη για τα μέτρα που έλαβε και αιτιολογεί την απόφασή της, παρέχοντας την αναθεώρηση της αξιολόγησης του περιβαλλοντικού κινδύνου, αναφέροντας κατά πόσον πρέπει να τροποποιηθούν οι συνθήκες χορήγησης της συγκατάθεσης ή αν πρέπει να παύσει να ισχύει η συγκατάθεση και, ανάλογα με την περίπτωση, παρουσιάζοντας τα νέα ή πρόσθετα στοιχεία στα οποία βασίζεται η απόφασή του.»

III — Ιστορικό της διαφοράς

Α — Η απόφαση στην υπόθεση C-419/03

14.

Η σκέψη 1 του διατακτικού της αποφάσεως στην υπόθεση C-419/03 ορίζει ότι «η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να θεσπίσει, εντός της τασσόμενης προθεσμίας, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των διατάξεων της οδηγίας 2001/18/ΕΚ […], οι οποίες αποκλίνουν ή υπερακοντίζουν τις διατάξεις της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου […], παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 2001/18».

Β — Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

15.

Στις 5 Νοεμβρίου 2004, η Επιτροπή ζήτησε από τις γαλλικές αρχές να την ενημερώσουν για τα μέτρα που έλαβε η Γαλλική Δημοκρατία προκειμένου να εκτελέσει την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση C-419/03. Στις 4 Φεβρουαρίου 2005, οι γαλλικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι είχε συσταθεί κοινοβουλευτική αποστολή μελέτης σχετικά με τους ΓΤΟ και ότι η Γαλλική Δημοκρατία σκόπευε να μεταφέρει την οδηγία 2001/18 στο εσωτερικό δίκαιο μετά το πέρας της κοινοβουλευτικής αυτής αποστολής. Στις 21 Φεβρουαρίου 2005, οι γαλλικές αρχές απέστειλαν το διάταγμα 2005-51 της 26ης Ιανουαρίου στην Επιτροπή. Οι γαλλικές αρχές θεώρησαν ότι το εν λόγω διάταγμα συνέβαλε στην μεταφορά της οδηγίας 2001/18.

16.

Στις 13 Ιουλίου 2005, η Επιτροπή απηύθυνε στη Γαλλική Δημοκρατία έγγραφο όχλησης δυνάμει του άρθρου 228 ΕΚ με το οποίο ενημέρωσε το εν λόγω κράτος μέλος ότι τα ληφθέντα μέτρα ήταν ανεπαρκή για την εκτέλεση της αποφάσεως στην υπόθεση C-419/03. Η Επιτροπή, εφιστώντας την προσοχή στο ενδεχόμενο η μη εκτέλεση αποφάσεως του Δικαστηρίου να επισύρει χρηματικές κυρώσεις, έταξε στη Γαλλική Δημοκρατία δίμηνη προθεσμία για να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα προς εκτέλεση της αποφάσεως στην υπόθεση C-419/03. Η Επιτροπή δεν ικανοποιήθηκε από την από 22 Σεπτεμβρίου 2005 απάντηση της Γαλλικής Δημοκρατίας και απηύθυνε στο κράτος αυτό, στις 19 Δεκεμβρίου 2005, αιτιολογημένη γνώμη με την οποία διαπιστώνει ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-419/03, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 228, παράγραφος 1, ΕΚ. Η Επιτροπή κάλεσε τη Γαλλική Δημοκρατία να συμμορφωθεί προς την αιτιολογημένη γνώμη εντός δύο μηνών από της παραλαβής της.

17.

Στις 20 Φεβρουαρίου 2006, οι γαλλικές αρχές απέστειλαν στην Επιτροπή το κείμενο ενός σχεδίου νόμου μεταφοράς της οδηγίας 2001/18 (στο εξής: σχέδιο νόμου 2006), το οποίο αναμενόταν να ψηφιστεί στο τέλος του δεύτερου τριμήνου του 2006. Στις 8 Μαΐου 2006, οι γαλλικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι το σχέδιο νόμου 2006 ψηφίστηκε από τη Γερουσία στις 23 Μαρτίου 2006 και απεστάλη στην Assemblée nationale (Κοινοβούλιο) στις 24 Μαρτίου 2006. Θεωρώντας ότι η Γαλλική Δημοκρατία εξακολουθούσε να μην έχει εκτελέσει την απόφαση στην υπόθεση C-419/03, η Επιτροπή άσκησε, στις 28 Φεβρουαρίου 2007, την υπό κρίση προσφυγή.

IV — Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και οι εξελίξεις κατά τη διάρκεια της παρούσας δίκης

18.

Με την προσφυγή της, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

«—

να διαπιστώσει ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει όλα τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου […] στην υπόθεση C-419/03 σχετικά με την παράλειψη μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο των διατάξεων της οδηγίας 2001/18/ΕΚ […] οι οποίες αποκλίνουν ή υπερακοντίζουν τις διατάξεις της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου […], παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 228, παράγραφος 1, [ΕΚ]·

να υποχρεώσει τη Γαλλική Δημοκρατία να καταβάλει στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στον λογαριασμό “Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Κοινότητας”, χρηματική ποινή 366744 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης στην εκτέλεση της απόφασης στην υπόθεση C-419/03 από την ημερομηνία εκδόσεως της απόφασης στην υπό κρίση υπόθεση μέχρι την ημερομηνία πλήρους εκτελέσεως της απόφασης στην υπόθεση C-419/03·

να υποχρεώσει τη Γαλλική Δημοκρατία να καταβάλει στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στον λογαριασμό “Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Κοινότητας”, το κατ’ αποκοπήν ποσό των 43660 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστερήσεως στην εκτέλεση της απόφασης στην υπόθεση C-419/03, από την ημερομηνία εκδόσεως της απόφασης αυτής μέχρι την ημερομηνία:

πλήρους εκτελέσεως της απόφασης στην υπόθεση C-419/03 (αν συμβεί πριν από την έκδοση της απόφασης στην παρούσα υπόθεση), ή,

εκδόσεως της απόφασης στην παρούσα υπόθεση (αν η απόφαση στην υπόθεση C-419/03 δεν έχει πλήρως εκτελεστεί μέχρι τότε)·

να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.»

19.

Η Γαλλική Κυβέρνηση ζητεί από το Δικαστήριο:

«να αναγνωρίσει ότι η Γαλλική Δημοκρατία έπαυσε την παράβαση που διαπιστώθηκε με την απόφαση της 14ης Ιουλίου 2004 και, κατά συνέπεια, να απορρίψει τα αιτήματα της Επιτροπής περί καταδίκης της Γαλλικής Δημοκρατίας στην καταβολή χρηματικής ποινής και κατ’ αποκοπήν ποσού και να καταδικάσει το όργανο αυτό στα δικαστικά έξοδα. Ωστόσο, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η Γαλλική Δημοκρατία πρέπει να υποχρεωθεί στην καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού, το εν λόγω κράτος μέλος ζητεί από το Δικαστήριο να λάβει υπόψη τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης οι οποίες θα πρέπει να το οδηγήσουν στον καθορισμό πολύ χαμηλότερου ποσού από αυτό το οποίο όρισε η Επιτροπή.»

20.

Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, επιτράπηκε στην Τσεχική Δημοκρατία να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων της Γαλλικής Δημοκρατίας. Η Τσεχική Δημοκρατία δεν υπέβαλε γραπτές ή προφορικές παρατηρήσεις στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

21.

Στις 20 Μαρτίου 2007, οι γαλλικές αρχές ενημέρωσαν εγγράφως την Επιτροπή ότι εκείνη την ημέρα δημοσιεύτηκαν στην τρία διατάγματα και τρεις υπουργικές αποφάσεις σκοπούντα τη μεταφορά της οδηγίας 2001/18. Τα εν λόγω διατάγματα και οι υπουργικές αποφάσεις επισυνάφθηκαν στο υπόμνημα αντικρούσεως που υπέβαλε η Γαλλική Δημοκρατία στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

22.

Με το υπόμνημα αντικρούσεως και κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας, η Γαλλική Κυβέρνηση παραδέχεται ότι δεν είχαν ακόμα ληφθεί, κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής στην υπό κρίση υπόθεση, τα αναγκαία μέτρα προς εκτέλεση της αποφάσεως στην υπόθεση C-419/03.

23.

Κατά το υπόμνημα απαντήσεως, η Επιτροπή φρονεί ότι, μολονότι τα διατάγματα και οι υπουργικές αποφάσεις στις οποίες γίνεται αναφορά στο σημείο 21 ανωτέρω μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο πολλές από τις διατάξεις της οδηγίας 2001/18, ωστόσο το άρθρο 8, παράγραφος 2, το άρθρο 17, παράγραφοι 1, 2 και 9, το άρθρο 19 και το άρθρο 23 της οδηγίας αυτής δεν έχουν ακόμα μεταφερθεί. Συνεπώς, με το υπόμνημα απαντήσεως, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να μειώσει το ποσό της ημερήσιας χρηματικής ποινής που η Επιτροπή προτείνει με το σημείο 18 ανωτέρω ανάλογα με τον βαθμό εκτέλεσης της αποφάσεως Επιτροπή κατά Γαλλίας,

να τροποποιήσει, ανάλογα με τον βαθμό εκτέλεσης της εν λόγω αποφάσεως, το κατ’ αποκοπήν ποσό στο οποίο γίνεται αναφορά με το σημείο 18 ανωτέρω, αλλά μόνο σε σχέση με το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από τις 21 Μαρτίου 2007 ( 6 ) μέχρι την ημερομηνία:

πλήρους εκτελέσεως της απόφασης στην υπόθεση C-419/03, Επιτροπή κατά Γαλλίας (αν συμβεί πριν από την έκδοση της απόφασης στην παρούσα υπόθεση), ή,

εκδόσεως της απόφασης στην παρούσα υπόθεση (αν η απόφαση στην υπόθεση C-419/03, Επιτροπή κατά Γαλλίας δεν έχει πλήρως εκτελεστεί μέχρι τότε).

24.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Μαρτίου 2008, στη διάρκεια της οποίας η Επιτροπή και η Γαλλική Κυβέρνηση υπέβαλαν προφορικές παρατηρήσεις, η Επιτροπή εκτίμησε ότι το άρθρο 17, παράγραφοι 1, 2 και 9, της οδηγίας 2001/18 μεταφέρθηκαν ορθώς στο εσωτερικό δίκαιο από τη Γαλλική Δημοκρατία.

V — Παράβαση υποχρεώσεων

25.

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, κρίσιμος χρόνος για να εκτιμηθεί η ύπαρξη παραβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 228 ΕΚ είναι το χρονικό σημείο της λήξεως της προθεσμίας που τάχθηκε με την εκδοθείσα δυνάμει της εν λόγω διατάξεως αιτιολογημένη γνώμη ( 7 ). Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, κατά την εκπνοή της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη που της διαβιβάσθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2005, η Γαλλική Δημοκρατία δεν είχε ακόμα λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-419/03.

26.

Κατόπιν αυτού, φρονώ ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-419/03, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 228, παράγραφος 1, ΕΚ.

VI — Χρηματικές ποινές

Α — Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

27.

Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζητεί, μεταξύ άλλων, να υποχρεωθεί η Γαλλική Δημοκρατία στην καταβολή χρηματικής ποινής, πρέπει να εξακριβωθεί αν η παράβαση των υποχρεώσεων εξακολούθησε μέχρι την εξέταση των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο ( 8 ). Για τον λόγο αυτό είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν η Γαλλική Δημοκρατία ενέμεινε στη μη μεταφορά του άρθρου 8, παράγραφος 2, του άρθρου 19 και του άρθρου 23 της οδηγίας 2001/18.

Β — Βαθμός μη εκτελέσεως της αποφάσεως στην υπόθεση C-419/03

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

28.

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι γαλλικές αρχές, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προ της ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής, επισήμαναν ότι ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 2001/18 απαιτούσαν μεταφορά με νομοθετική ρύθμιση παρά κανονιστική πράξη. Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι τα άρθρα L 531-1 έως L 537-1 του Κώδικα θεσπίζουν το εφαρμοστέο στους ΓΤΟ νομικό καθεστώς και περιλαμβάνονται, συνεπώς, στο νομοθετικό τμήμα του Κώδικα. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η Γαλλική Κυβέρνηση δεν εξήγησε με το υπόμνημα αντικρούσεως τον λόγο για τον οποίο μεταγενέστερα κατέστη δυνατή η μεταφορά της οδηγίας 2001/18 με κανονιστική πράξη παρά νομοθετική ρύθμιση και ισχυρίζεται ότι η Γαλλική Κυβέρνηση πρέπει να αιτιολογήσει αυτή την αλλαγή προσέγγισης.

29.

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι γαλλικές αρχές δεν μετέφεραν ορθώς το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/18 στο εσωτερικό δίκαιο. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο L 535-2 του Κώδικα, που δεν έχει τροποποιηθεί και που τίθεται σε ισχύ ανεξάρτητα από οποιαδήποτε μέτρα εφαρμογής, συμπεριλαμβανομένου, ειδικότερα, του άρθρου 16 του διατάγματος 2007-358, παρέχει στις διοικητικές αρχές πολύ ευρύτερες εξουσίες παρέμβασης από εκείνες που παρέχει το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/18. Αν και το άρθρο L 535-2 του Κώδικα παρέχει στις διοικητικές αρχές την εξουσία να λαμβάνουν τα μέτρα που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/18, τα μέτρα αυτά μπορούν να ληφθούν, πρώτον, χωρίς τη σχετική ενημέρωση του κοινού και, δεύτερον, βάσει απλώς μιας νέας αξιολόγησης των κινδύνων παρά βάσει πληροφοριών δυνάμενων να έχουν επιπτώσεις όσον αφορά κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία και για το περιβάλλον, όπως ορίζει το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/18.

30.

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι γαλλικές αρχές δεν μετέφεραν πλήρως και ορθώς το άρθρο 19 της οδηγίας 2001/18 στο εσωτερικό δίκαιο, άρθρο το οποίο καθορίζει τους όρους βάσει των οποίων οι ΓΤΟ μπορούν να χρησιμοποιούνται σε όλη την κοινοτική επικράτεια. Σύμφωνα με την Επιτροπή, το άρθρο L 533-6 του Κώδικα κάνει ειδική αναφορά στις εγκρίσεις που χορηγούνται από τα άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 90/220 και, συνεπώς, δεν λαμβάνει υπόψη τις εγκρίσεις που χορηγούν άλλα κράτη μέλη δυνάμει της οδηγίας 2001/18.

31.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι γαλλικές αρχές δεν μετέφεραν ορθώς στο εσωτερικό δίκαιο τη ρήτρα διασφάλισης του άρθρου 23 της οδηγίας 2001/18, η οποία δίνει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να περιορίζουν ή να απαγορεύουν προσωρινά τη χρήση ή/και την πώληση ΓΤΟ στο έδαφός τους. Η Επιτροπή υπογραμμίζει το γεγονός ότι, για να γίνει επίκληση της ρήτρας διασφάλισης του άρθρου 23 της οδηγίας 2001/18, πρέπει να έχουν καταστεί διαθέσιμες μετά την ημερομηνία συγκατάθεσης νέες ή πρόσθετες πληροφορίες ή πρέπει να υπάρχουν νέα ή πρόσθετα επιστημονικά στοιχεία τα οποία απαιτούν την επαναξιολόγηση υφιστάμενων πληροφοριών. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το πεδίο εφαρμογής των αντίστοιχων διατάξεων του γαλλικού δικαίου είναι πολύ ευρύτερο από αυτό του άρθρου 23 της οδηγίας 2001/18. Συγκεκριμένα, το άρθρο L 533-6 του Κώδικα, το οποίο αφορά εγκρίσεις που χορηγούνται από άλλα κράτη μέλη, επιτρέπει τον περιορισμό ή την απαγόρευση της χρήσης ή διάθεσης στην αγορά προϊόντων για «βάσιμους λόγους». Το άρθρο L 535-2 του Κώδικα, το οποίο αφορά εγκρίσεις που χορηγούνται από τις αρμόδιες γαλλικές αρχές, επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές, «σε κάθε περίπτωση κατά την οποία μια νέα αξιολόγηση των κινδύνων που προκαλεί η παρουσία γενετικά τροποποιημένων οργανισμών στη δημόσια υγεία ή το περιβάλλον το δικαιολογεί», να αναστέλλει μια έγκριση, να επιβάλλει τροποποιήσεις στους όρους της σκόπιμης ελευθέρωσης, να ανακαλεί μια έγκριση ή, μεταξύ άλλων, να διατάσσει την καταστροφή των ΓΤΟ. Επιπλέον, το άρθρο 16 του διατάγματος 2007-359 επιτρέπει τη νέα αξιολόγηση των κινδύνων για το περιβάλλον στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν νέες ή πρόσθετες πληροφορίες καθώς και σε εκείνες που δεν υπάρχουν νέα ή πρόσθετα επιστημονικά στοιχεία.

32.

Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/18 και το άρθρο 249 ΕΚ, το αν θα επιλεγεί για τη μεταφορά μιας οδηγίας η λήψη νομοθετικού ή κανονιστικού μέτρου αποτελεί ζήτημα της εσωτερικής έννομης τάξης κάθε κράτους μέλους. Σύμφωνα με τη Γαλλική Κυβέρνηση, το Conseil constitutionnel (Συνταγματικό Δικαστήριο) έκρινε ότι ένας νόμος που περιλαμβάνει διατάξεις κανονιστικού χαρακτήρα δεν είναι αντισυνταγματικός. Επιπλέον, το διάταγμα 2001-358 και το διάταγμα 2007-359 εκδόθηκαν κατόπιν γνώμης του Conseil d’État και σύμφωνα με τη γνώμη αυτή.

33.

Η Γαλλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/18 μεταφέρθηκε ορθώς στο εσωτερικό δίκαιο με το άρθρο 16 του διατάγματος 2007-358 το οποίο καθορίζει, κατά το άρθρο L 535-1 του Κώδικα, τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου L 535-2 του Κώδικα. Το άρθρο 16 του διατάγματος 2007-358 ορίζει, σύμφωνα με τους όρους που θεσπίζει το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/18, ότι στις περιπτώσεις που η αρμόδια διοικητική αρχή διαθέτει πληροφορίες σχετικά με νέα στοιχεία που μπορούν να έχουν σημαντικές συνέπειες ως προς τους κινδύνους για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον, η αρχή αυτή πραγματοποιεί νέα αξιολόγηση των κινδύνων και θέτει τα εν λόγω στοιχεία στη διάθεση του κοινού. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η εν λόγω αρχή μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο L 535-2 του Κώδικα, να τροποποιεί τους όρους της ελευθέρωσης, να αναστέλλει ή να ανακαλεί την έγκριση για την εν λόγω ελευθέρωση και να ενημερώνει το κοινό σχετικά.

34.

Η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το άρθρο 19 της οδηγίας 2001/18 μεταφέρθηκε ορθώς στο εσωτερικό δίκαιο. Παρά το γεγονός ότι το άρθρο L 533-6 του Κώδικα παραπέμπει στις εγκρίσεις που χορηγούνται από τα άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 90/220, το εν λόγω άρθρο του Κώδικα πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παραπέμπει και στην οδηγία 2001/18, δεδομένου ότι το άρθρο 36 της οδηγίας 2001/18 ορίζει ότι κάθε αναφορά στην οδηγία 90/220, που καταργήθηκε, θεωρείται ότι γίνεται στην οδηγία 2001/18. Επιπλέον, κατά τη γαλλική νομολογία, όταν μια κανονιστική πράξη παραπέμπει σε νόμο που έχει καταργηθεί και αντικατασταθεί από άλλο νόμο που έχει το ίδιο αντικείμενο, ο εθνικός δικαστής πρέπει να υποκαταστήσει την παραπομπή στον πρώτο νόμο με παραπομπή στον δεύτερο. Επιπλέον, σύμφωνα με την νομολογία του Conseil d’État, οι διοικητικές αρχές υποχρεούνται να ερμηνεύουν την εθνική νομοθεσία σύμφωνα με τις κοινοτικές οδηγίες. Η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται επίσης ότι ορισμένες εγκρίσεις που χορηγήθηκαν από άλλα κράτη μέλη κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2001/18 αναγνωρίστηκαν στη Γαλλία.

35.

Η Γαλλική Κυβέρνηση θεωρεί επίσης ότι το άρθρο 23 της οδηγίας 2001/18 μεταφέρθηκε ορθώς στο εσωτερικό δίκαιο. Η Γαλλική Κυβέρνηση προβάλλει τον ισχυρισμό ότι, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν υπάρχουν δύο ρήτρες διασφάλισης κατά το γαλλικό δίκαιο. Η εν λόγω κυβέρνηση επικαλείται ότι το άρθρο L 533-6 του Κώδικα απλώς παρέχει στην αρμόδια αρχή την εξουσία να αναστέλλει την έγκριση που χορήγησε άλλο κράτος μέλος, ενώ το άρθρο L 535-2 του Κώδικα θεσπίζει τους όρους υπό τους οποίους μπορεί να επιβληθεί η αναστολή αυτή όσον αφορά εγκρίσεις που χορηγήθηκαν από τις γαλλικές αρχές κατ’ εφαρμογήν του άρθρου L 533-5 του Κώδικα ή από άλλα κράτη μέλη. Επιπλέον, η Γαλλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η Επιτροπή κακώς έκρινε ότι το άρθρο L 535-2 του Κώδικα έχει υπερβολικά ευρύ πεδίο εφαρμογής. Αν και το άρθρο L 535-2 δεν απαιτεί να πραγματοποιηθεί επαναξιολόγηση βάσει νέων ή πρόσθετων πληροφοριών ή βάσει νέων ή πρόσθετων επιστημονικών στοιχείων, η Γαλλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι, ελλείψει τέτοιων πληροφοριών, το αποτέλεσμα της επαναξιολόγησης δεν μπορεί να διαφέρει από εκείνο της αρχικής αξιολόγησης βάσει της οποίας χορηγήθηκε έγκριση. Όσον αφορά το άρθρο 16 του διατάγματος 2007-359, η Γαλλική Κυβέρνηση φρονεί ότι η διάταξη αυτή ενσωματώνει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 23 της οδηγίας 2001/18 υποχρέωση του κράτους μέλους να ενημερώνει την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη για τα μέτρα που λαμβάνει και να αιτιολογεί την απόφασή του, παρέχοντας την αναθεώρηση της αξιολόγησης του περιβαλλοντικού κινδύνου και αναφέροντας κατά πόσον θα πρέπει να τροποποιηθούν οι όροι της συγκατάθεσης ή θα πρέπει να παύσει να ισχύει η συγκατάθεση, και, ανάλογα με την περίπτωση, τα νέα ή πρόσθετα στοιχεία στα οποία βασίζεται η απόφασή τους.

2. Εκτίμηση

36.

Κατά πάγια νομολογία, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλείται διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής του έννομης τάξης για να δικαιολογήσει τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο ( 9 ). Για τον λόγο αυτό θεωρώ ότι δεν μπορούν να γίνουν δεκτά τα επιχειρήματα που προέβαλε η Γαλλική Κυβέρνηση με τις γραπτές και προφορικές της παρατηρήσεις σχετικά με εσωτερικά προβλήματα που αντιμετώπισε κατά την ψήφιση νόμων για τους ΓΤΟ προκειμένου να δικαιολογηθεί η μη τήρηση του κοινοτικού δικαίου και, ειδικότερα, η μη ορθή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 2001/18 και η μη εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-419/03.

37.

Με τις παρατηρήσεις της, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η Γαλλική Κυβέρνηση πρέπει να προσδιορίσει τον λόγο για τον οποίο θεωρεί ότι η θέσπιση κανονιστικών μέτρων αποτελεί κατάλληλο μέσο μεταφοράς της οδηγίας 2001/18, δεδομένου ότι η Γαλλική Κυβέρνηση είχε κρίνει σε προγενέστερο στάδιο ότι η οδηγία αυτή έπρεπε να μεταφερθεί τόσο με νομοθετική ρύθμιση όσο και με κανονιστική πράξη.

38.

Κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις μιας οδηγίας πρέπει να εφαρμόζονται μέσω κανόνων αναμφισβήτητης δεσμευτικότητας, με την απαιτούμενη εξειδίκευση, ακρίβεια και σαφήνεια ( 10 ). Οι διατάξεις που θεσπίζονται για τη μεταφορά οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο πρέπει, μεταξύ άλλων, να δημιουργούν μια έννομη κατάσταση επαρκώς σαφή, ακριβή και διαφανή, ώστε να παρέχουν τη δυνατότητα στους ιδιώτες να γνωρίζουν το περιεχόμενο όλων των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων τους, και, ενδεχομένως, να τα προβάλλουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ( 11 ).

39.

Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή φέρει, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 228 ΕΚ, το βάρος της προσκομίσεως στο Δικαστήριο των στοιχείων που είναι αναγκαία για να προσδιοριστεί ο βαθμός συμμορφώσεως ενός κράτους μέλους προς απόφαση του Δικαστηρίου περί αναγνωρίσεως παραβάσεως ( 12 ). Επιπλέον, εφόσον η Επιτροπή έχει προσκομίσει επαρκή στοιχεία που προδίδουν τη συνέχιση της παραβάσεως, στο οικείο κράτος μέλος εναπόκειται να αμφισβητήσει, με εμπεριστατωμένα και λεπτομερή επιχειρήματα, τα προσκομισθέντα στοιχεία και τις συνέπειές τους ( 13 ).

40.

Κατά την άποψή μου, οι γενικές παρατηρήσεις της Επιτροπής ως προς την επιλογή του νομικού μέσου που χρησιμοποίησαν οι γαλλικές αρχές για τη μεταφορά της οδηγίας 2001/18 δεν αρκούν αυτές καθαυτές, για να αποδειχτεί ότι η μεταφορά δεν ήταν πλήρης υπό την έννοια της νομολογίας που παρατέθηκε στο σημείο 38 ανωτέρω και ότι, κατά συνέπεια, η Γαλλική Δημοκρατία δεν εκτέλεσε την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-419/03. Επιπλέον, δεν θεωρώ ότι, κατά τη διάρκεια της παρούσας διαδικασίας, η Επιτροπή προσκόμισε, εκτός από τη φερόμενη αλλαγή προσέγγισης εκ μέρους της Γαλλικής Κυβέρνησης όσον αφορά την επιλογή του νομικού μέσου μεταφοράς της οδηγίας 2001/18, επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να υποχρεώνουν την εν λόγω κυβέρνηση να παραθέσει λεπτομερώς τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι επαρκές μέσο μεταφοράς της οδηγίας 2001/18 συνιστά μάλλον η έκδοση κανονιστικών πράξεων παρά η θέσπιση νομοθετικής ρύθμισης. Επομένως, είναι αναγκαίο, κατά τη γνώμη μου, να εξεταστούν τα επιχειρήματα της Επιτροπής που αντλούνται από μη πλήρη μεταφορά στο γαλλικό δίκαιο συγκεκριμένων διατάξεων της οδηγίας 2001/18.

41.

Όσον αφορά τη φερόμενη παράβαση που συνίσταται σε μη πλήρη μεταφορά, εκ μέρους των γαλλικών αρχών, του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/18, θεωρώ ότι η Επιτροπή απέδειξε ότι το άρθρο L 535-2 του Κώδικα, που έχει αναμφισβήτητα ευρύτερο πεδίο εφαρμογής από το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/18, δεν περιορίζεται με σαφήνεια από τις περισσότερο δεσμευτικές διατάξεις του άρθρου 16 του διατάγματος 2007-358.

42.

Μολονότι το άρθρο L 537-1 του Κώδικα ορίζει ότι τα μέτρα εφαρμογής, μεταξύ άλλων, του κεφαλαίου του Κώδικα που περιλαμβάνει το άρθρο L 535-2 καθορίζονται με διάταγμα και μολονότι το άρθρο 16 του διατάγματος 2007-358 στην πραγματικότητα επαναλαμβάνει πολλούς από τους όρους του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/18 και παραπέμπει όντως στο άρθρο L 535-2 του Κώδικα, δεν έχω πεισθεί, έχοντας διαβάσει τις εν λόγω διατάξεις και υπό το φως των επιχειρημάτων των διαδίκων, ότι το άρθρο L 535-2 του Κώδικα περιορίζεται αναγκαστικά από το άρθρο 16 του διατάγματος 2007-358 και ότι, κατά συνέπεια, το άρθρο αυτό δεν μπορεί να εφαρμοστεί πλήρως και ανεξάρτητα από τους όρους του άρθρου 16 του διατάγματος 2007-358. Για τον λόγο αυτό δεν θεωρώ, παρά τους περιοριστικούς όρους του άρθρου 16 του διατάγματος 2007-358, ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/18 εφαρμόστηκε κατά τρόπο που να εξασφαλίζει επαρκή βαθμό σαφήνειας, βεβαιότητας και δεσμευτικότητας.

43.

Θεωρώ επίσης ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν μετέφερε ορθώς στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 19 της οδηγίας 2001/18, στο μέτρο που το γαλλικό δίκαιο δεν αναγνωρίζει ειδικά τις εγκρίσεις που χορηγούν άλλα κράτη μέλη κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2001/18. Η απουσία ειδικής διάταξης που να αναγνωρίζει τις εγκρίσεις αυτές προκαλεί, κατά τη γνώμη μου, σε ορισμένο βαθμό ανασφάλεια δικαίου σχετικά με την αναγνώριση αυτή. Το γεγονός ότι το άρθρο L 533-6 του Κώδικα αναφέρει την αναγνώριση των εγκρίσεων που χορηγούνται δυνάμει της οδηγίας 90/220 και ότι το άρθρο 36 της οδηγίας 2001/18 ορίζει ότι κάθε παραπομπή στην οδηγία 90/220 θεωρείται ότι γίνεται στην οδηγία 2001/18 δεν αρκεί για να αντισταθμίσει την απουσία ειδικής διάταξης στο γαλλικό δίκαιο σχετικής με την αναγνώριση των εγκρίσεων που χορηγούνται κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2001/18. Επιπλέον, φρονώ ότι η Γαλλική Κυβέρνηση δεν απέδειξε ότι, κατά τη γαλλική νομολογία, οσάκις σε εθνικό νομοθετικό ή κανονιστικό κείμενο υπάρχει παραπομπή σε οδηγία, η οποία μεταγενέστερα καταργείται ή αντικαθίσταται από άλλη οδηγία που έχει το ίδιο αντικείμενο, η παραπομπή αυτή θα υποκαθίσταται από παραπομπή στην τελευταία αυτή οδηγία. Εκτός αυτού, το γεγονός ότι, κατά τη γαλλική νομολογία, οι διοικητικές αρχές οφείλουν να ερμηνεύουν την εθνική νομοθεσία σύμφωνα με τις κοινοτικές οδηγίες ( 14 ), και ότι οι εγκρίσεις που χορηγούνται από άλλα κράτη μέλη κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2001/18 έχουν αναγνωριστεί στην πραγματικότητα στη Γαλλία, δεν αρκεί για να θεραπεύσει την ανασφάλεια δικαίου που δημιουργείται σχετικά με την αναγνώριση των εν λόγω εγκρίσεων ελλείψει ειδικής για το θέμα αυτό διάταξης.

44.

Όσον αφορά το άρθρο 23 της οδηγίας 2001/18, θεωρώ ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν μετέφερε ορθώς στο εσωτερικό δίκαιο το πρώτο εδάφιο του άρθρου 23, παράγραφος 1 ( 15 ). Δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2001/18, ένα κράτος μέλος μπορεί να λαμβάνει μέτρα διασφαλίσεως σε σχέση με ένα ΓΤΟ ως προϊόν ή εντός προϊόντος, ο οποίος έχει κοινοποιηθεί καταλλήλως και έχει τύχει γραπτής συγκατάθεσης δυνάμει της οδηγίας 2001/18, όταν το κράτος μέλος αυτό έχει τεκμηριωμένους λόγους να θεωρεί, βάσει νέων ή πρόσθετων πληροφοριών, οι οποίες κατέστησαν διαθέσιμες μετά την ημερομηνία συγκατάθεσης ή βάσει νέων ή πρόσθετων επιστημονικών στοιχείων, ότι ο εν λόγω ΓΤΟ ως προϊόν ή εντός προϊόντος συνιστά κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον. Ωστόσο, θεωρώ, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, ότι από την ανάγνωση του άρθρου L 535-2 του Κώδικα προκύπτει σαφώς ότι η λήψη από τις εθνικές διοικητικές αρχές μέτρων διασφαλίσεως είναι δυνατή βάσει του άρθρου αυτού υπό πολύ λιγότερο αυστηρές προϋποθέσεις, δηλαδή, οσάκις μια νέα αξιολόγηση των κινδύνων που προκαλεί η παρουσία ΓΤΟ στη δημόσια υγεία ή το περιβάλλον το δικαιολογεί. Κατά συνέπεια, δεν έχω πεισθεί από τον ισχυρισμό της Γαλλικής Κυβερνήσεως ότι μια τέτοια νέα αξιολόγηση μπορεί στην πραγματικότητα να γίνει μόνο βάσει νέων ή πρόσθετων πληροφοριών ή βάσει νέων ή πρόσθετων επιστημονικών στοιχείων.

45.

Επομένως, φρονώ ότι, κατά την ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως στην υπό κρίση υπόθεση, η Γαλλική Δημοκρατία δεν είχε μεταφέρει ορθώς στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 8, παράγραφος 2, το άρθρο 19 και το άρθρο 23, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2001/18 και ως εκ τούτου δεν είχε εκτελέσει πλήρως την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-419/03.

Γ — Χρηματική ποινή

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

46.

Βάσει της μεθόδου υπολογισμού που καθορίζει η ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή του άρθρου 228 της Συνθήκης ΕΚ [SEC(2005) 1658, στο εξής: ανακοίνωση του 2005], η Επιτροπή ζητεί, με την προσφυγή της, από το Δικαστήριο να υποχρεώσει τη Γαλλική Δημοκρατία να καταβάλει χρηματική ποινή 366744 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης στην εκτέλεση της απόφασης στην υπόθεση C-419/03 από την ημερομηνία εκδόσεως της απόφασης στην υπό κρίση υπόθεση μέχρι την ημερομηνία εκτελέσεως της απόφασης στην υπόθεση C-419/03. Το ποσό της ποινής αυτής υπολογίζεται με πολλαπλασιασμό ενός βασικού κατ’ αποκοπήν ποσού 600 ευρώ επί τον συντελεστή 10 (σε κλίμακα με διαβάθμιση από 1 έως 20) για τη σοβαρότητα της παράβασης, με συντελεστή 2,8 (σε κλίμακα με διαβάθμιση από 1 έως 3) που αντιστοιχεί στους 28 μήνες που παρήλθαν από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-419/03 μέχρι τις 12 Δεκεμβρίου 2006, ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή εξέδωσε την απόφασή της να προτείνει την επιβολή χρηματικής ποινής, και με συντελεστή 21,83, υπολογιζόμενο βάσει του ακαθαρίστου εθνικού προϊόντος της Γαλλικής Δημοκρατίας και του αριθμού των ψήφων που διαθέτει αυτό το κράτος μέλος στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την ικανότητα πληρωμής του εν λόγω κράτους μέλους.

47.

Η Επιτροπή φρονεί ότι η οδηγία 2001/18 αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του κοινοτικού νομικού πλαισίου σχετικά με την ελευθέρωση και τη διάθεση των ΓΤΟ στην αγορά. Η οδηγία 2001/18 σκοπεί να διασφαλίσει την ελεγχόμενη ανάπτυξη των βιοτεχνολογιών στην Κοινότητα, να εγγυηθεί την ελεύθερη κυκλοφορία των ΓΤΟ που εγκρίνονται σύμφωνα με την οδηγία αυτή και να προστατεύσει την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον. Οι σκοποί αυτοί διακυβεύονται από την παράλειψη της Γαλλικής Δημοκρατίας να μεταφέρει τμήματα της εν λόγω οδηγίας. Η Επιτροπή φρονεί ότι η μη μεταφορά επηρεάζει ιδιωτικά και δημόσια συμφέροντα και εκτείνεται πέρα των εθνικών συνόρων. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι η μη μεταφορά τμημάτων της οδηγίας 2001/18 οδηγεί σε έντονη ανασφάλεια δικαίου στον τομέα των ΓΤΟ, θίγει τα συμφέροντα των παραγωγών ΓΤΟ και θέτει σε κίνδυνο τη σχετική με τους ΓΤΟ βιοτεχνολογική έρευνα. Η ανασφάλεια αυτή μπορεί επίσης να διακυβεύσει τις διεθνείς σχέσεις της Κοινότητας.

48.

Η Γαλλική Κυβέρνηση φρονεί ότι η οδηγία 2001/18 μεταφέρθηκε πλήρως με τη λήψη των μέτρων περί των οποίων γίνεται μνεία στο σημείο 21 ανωτέρω και ότι δεν είναι αναγκαία η επιβολή χρηματικής ποινής.

2. Εκτίμηση

49.

Στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν εκτέλεσε την απόφασή του στην υπόθεση C-419/03, μπορεί, δυνάμει του άρθρου 228, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΕΚ και υπό το φως της απόφασής του στην υπόθεση C-304/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας, να υποχρεώσει το κράτος μέλος αυτό να καταβάλει κατ’ αποκοπήν ποσό ή χρηματική ποινή. Στο Δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμά, σε κάθε υπόθεση, ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων, ποιες χρηματικές κυρώσεις θα επιβάλει ( 16 ). Συναφώς, οι προτάσεις της Επιτροπής δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο και αποτελούν απλώς μια χρήσιμη βάση αναφοράς. Επιπλέον, η ανακοίνωση του 2005, που επίσης δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, συμβάλλει στην εξασφάλιση του ότι η δράση του οργάνου αυτού διέπεται από διαφάνεια, προβλεψιμότητα και ασφάλεια δικαίου ( 17 ).

50.

Το ύψος της χρηματικής ποινής πρέπει να καθορίζεται κατά τρόπον ώστε να είναι ανάλογο αφενός προς τις περιστάσεις και αφετέρου προς τη διαπιστωθείσα παράβαση και την ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους. Επιπλέον, τα βασικά κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να εξασφαλίζεται ο χαρακτήρας της χρηματικής ποινής ως μέτρου εξαναγκασμού, με σκοπό την ομοιόμορφη και αποτελεσματική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, είναι, κατ’ αρχήν, η διάρκεια της παραβάσεως, η σοβαρότητά της και η ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους. Για την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ιδίως οι συνέπειες που έχει η παράλειψη εκτελέσεως επί των ιδιωτικών και δημόσιων συμφερόντων, καθώς και το επείγον του εξαναγκασμού του οικείου κράτους μέλους σε συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις του ( 18 ).

51.

Όσον αφορά τη σοβαρότητα της παραβάσεως στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή πρότεινε αρχικά, με την προσφυγή της, συντελεστή 10 (σε κλίμακα με διαβάθμιση από 1 έως 20), διότι θεώρησε ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν μετέφερε πλήρως ένα μεγάλο αριθμό διατάξεων της οδηγίας 2001/18 ( 19 ). Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι, κατά την ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή ενέμεινε στην προσφυγή της μόνον ως προς τρεις διατάξεις της οδηγίας 2001/18. Συνεπώς, κατά τη γνώμη μου, η αρχική πρόταση της Επιτροπής ως προς τη σοβαρότητα της παραβάσεως στην υπό κρίση υπόθεση είναι περιορισμένης σημασίας και χρησιμότητας.

52.

Κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας μιας παραβάσεως που αφορά τη μη μεταφορά οδηγίας, φρονώ ότι το Δικαστήριο, πέραν της εξετάσεως που πραγματοποιεί ως προς τη γενική σπουδαιότητα την οποία έχει η εν λόγω οδηγία εντός της κοινοτικής έννομης τάξης, πρέπει να προσδίδει ιδιαίτερη σημασία στο περιεχόμενο και στη σχετική σπουδαιότητα των ειδικών διατάξεων της εν λόγω οδηγίας τις οποίες παρέλειψε να μεταφέρει το οικείο κράτος μέλος.

53.

Σύμφωνα με την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/18, οι ζώντες οργανισμοί που ελευθερώνονται στο περιβάλλον για πειραματικούς σκοπούς ή ως εμπορικά προϊόντα είναι δυνατό να αναπαραχθούν στο περιβάλλον και να διασχίσουν εθνικά σύνορα. Επιπλέον, οι συνέπειες μιας τέτοιας ελευθέρωσης μπορεί να είναι ανεπανόρθωτες. Επομένως, η οδηγία 2001/18 σκοπεί στην προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη σκόπιμη ελευθέρωση ΓΤΟ στο περιβάλλον και στην εξασφάλιση της ασφαλούς ανάπτυξης βιομηχανικών προϊόντων που χρησιμοποιούν ΓΤΟ μέσω της θέσπισης ενός περιεκτικού και διαφανούς νομοθετικού πλαισίου ( 20 ). Επιπλέον, η οδηγία 2001/18 σκοπεί στην προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος, καθώς και στην τήρηση των απαιτήσεων του πρωτοκόλλου της Καρθαγένης περί βιοασφάλειας, το οποίο είναι προσαρτημένο στη σύμβαση περί βιολογικής ποικιλομορφίας ( 21 ).

54.

Με το υπόμνημα απαντήσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το άρθρο 19 της οδηγίας 2001/18, που αφορά την κοινοτική διάσταση μιας χορηγηθείσας σύμφωνα με την οδηγία αυτή συγκατάθεσης για τη διάθεση ενός ή περισσότερων ΓΤΟ στην αγορά ως προϊόντων ή εντός προϊόντος, και το άρθρο 23 της οδηγίας 2001/18, το οποίο θεσπίζει ρήτρα διασφάλισης, αποτελούν τους «πυλώνες» της εν λόγω οδηγίας. Κατά τη γνώμη μου, ο ισχυρισμός αυτός επιβεβαιώνεται, μεταξύ άλλων, από τη διατύπωση των άρθρων 19 και 23 της οδηγίας 2001/18 και από την αιτιολογική σκέψη 56 της οδηγίας αυτής. Το άρθρο 19 της οδηγίας 2001/18 προβλέπει την αμοιβαία αναγνώριση των ΓΤΟ, ως προϊόντος ή εντός προϊόντος, σε ολόκληρη την Κοινότητα, εφόσον εγκρίνονται σύμφωνα με την οδηγία αυτή, και το άρθρο 23, που τιτλοφορείται «Ρήτρα διασφάλισης», ρυθμίζει και εναρμονίζει με μεγάλη ακρίβεια τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα κράτος μέλος μπορεί να περιορίζει ή να απαγορεύει προσωρινά τη χρήση ή/και την πώληση αυτών των ΓΤΟ ως προϊόντων ή εντός προϊόντος στην επικράτειά του. Η εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας μη ορθή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των άρθρων 19 και 23, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2001/18 δημιουργεί, κατά τη γνώμη μου, σημαντική ανασφάλεια δικαίου στο κράτος μέλος αυτό όσον αφορά θεμελιώδεις πτυχές των κανόνων περί διάθεσης στην αγορά και περιορισμού των ΓΤΟ που εγκρίνονται κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας αυτής, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την ελεύθερη κυκλοφορία τους. Η ανασφάλεια δικαίου που δημιουργείται από την παράλειψη της Γαλλικής Δημοκρατίας να μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο αυτές τις ουσιώδεις διατάξεις της οδηγίας 2001/18 είναι ιδιαίτερα βλαπτική, κατά την άποψή μου, δεδομένης της αναμφισβήτητης επιστημονικής αβεβαιότητας που περιβάλλει τους ΓΤΟ. Θεωρώ ότι το γεγονός που επικαλείται η Γαλλική Δημοκρατία ότι το κράτος μέλος αυτό μπορεί να είναι, μεταξύ άλλων, ένας από τα σημαντικότερους παραγωγούς ΓΤΟ στην Κοινότητα ή μπορεί να έχει αναγνωρίσει εγκρίσεις που χορηγήθηκαν από άλλα κράτη μέλη κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2001/18 δεν θεραπεύει ούτε εξαλείφει την ανασφάλεια δικαίου που δημιουργεί η εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας μη πλήρης μεταφορά της οδηγίας 2001/18.

55.

Συνεπώς, φρονώ ότι ο συντελεστής 6 (σε κλίμακα με διαβάθμιση από 1 έως 20) αντικατοπτρίζει τη σοβαρότητα της εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας μη μεταφοράς του άρθρου 8, παράγραφος 2, του άρθρου 19 και του άρθρου 23, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2001/18.

56.

Όσον αφορά τον συντελεστή διάρκειας της παραβάσεως, το Δικαστήριο δεν πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να δεχτεί την πρόταση της Επιτροπής περί καθορισμού του συντελεστή αυτού στο 2,8 (σε κλίμακα με διαβάθμιση από 1 έως 3) λόγω της καθυστέρησης των 28 μηνών. Από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου είναι προφανές ότι ο προτεινόμενος από την Επιτροπή συντελεστής υπολογίστηκε βάσει του χρόνου που παρήλθε από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-419/03 μέχρι τις 12 Δεκεμβρίου 2006, ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή εξέδωσε την απόφασή της να προτείνει την επιβολή χρηματικής ποινής. Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η διάρκεια μιας παραβάσεως πρέπει να υπολογίζεται βάσει του χρόνου δημοσιεύσεως της αρχικής αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ και τον χρόνο κατά τον οποίο το Δικαστήριο εκτίμησε τα πραγματικά περιστατικά κατόπιν κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 228 ΕΚ ( 22 ).

57.

Επιπλέον, είναι σαφές ότι η Επιτροπή στήριξε την πρότασή της για συντελεστή 2,8 στο σημείο 17 της ανακοίνωσης του 2005, η οποία προβλέπει ότι «[η] διάρκεια της παράβασης εφαρμόζεται στο βασικό κατ’ αποκοπήν ποσό κατά έναν πολλαπλασιαστικό συντελεστή με κατώτατο ύψος το 1 και ανώτατο το 3. Ο συντελεστής αυτός ισούται με 0,10 για κάθε μήνα που έχει παρέλθει από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 226 [ΕΚ]». Φρονώ ότι η εν λόγω διάταξη της ανακοίνωσης του 2005 στερείται συνοχής και ως εκ τούτου είναι ανεφάρμοστη καθώς φαίνεται να θέτει ανώτατο όριο 3 στον συντελεστή διάρκειας παρά το γεγονός ότι μια παράβαση μπορεί να εξακολουθήσει για περισσότερους από 30 μήνες. Επισημαίνω επίσης ότι το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση C-177/04, Επιτροπή κατά Γαλλίας, ότι δεν δεσμεύεται από τη διαβαθμιζόμενη από 1 μέχρι 3 κλίμακα την οποία πρότεινε η Επιτροπή στην υπόθεση εκείνη ( 23 ).

58.

Στην υπό κρίση υπόθεση, έχουν παρέλθει σχεδόν τέσσερα έτη από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως στην υπόθεση C-419/03, στις 15 Ιουλίου 2004, μέχρι την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Μαρτίου 2008 στην παρούσα διαδικασία ( 24 ). Επομένως, φρονώ ότι, δεδομένης της νομολογίας του Δικαστηρίου, ο συντελεστής 3 είναι πιο ενδεδειγμένος για να ληφθεί υπόψη η διάρκεια της παραβάσεως στην υπό κρίση υπόθεση. Συναφώς, επισημαίνω ότι, στην υπόθεση C-177/04, Επιτροπή κατά Γαλλίας ( 25 ), ορίστηκε συντελεστής διάρκειας 3 για πανομοιότυπη καθυστέρηση τεσσάρων σχεδόν ετών στην ορθή μεταφορά κοινοτικής νομοθεσίας. Επιπλέον, στην υπόθεση C-278/01, Επιτροπή κατά Ισπανίας, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι τεχνικοί λόγοι που κατέστησαν δυσχερή την εκτέλεση, για σύντομο χρονικό διάστημα, απόφασης του Δικαστηρίου που είχε εκδοθεί προγενέστερα δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, μπορούσαν να ληφθούν υπόψη κατά τον καθορισμό του συντελεστή διάρκειας της παραβάσεως ( 26 ). Κατά τη γνώμη μου, τα εσωτερικά προβλήματα που αντιμετώπισε η Γαλλική Δημοκρατία κατά τη μεταφορά της οδηγίας 2001/18 ήταν πολιτικής και όχι τεχνικής φύσεως και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τον καθορισμό του συντελεστή διάρκειας της παραβάσεως.

59.

Όσον αφορά την πρόταση της Επιτροπής περί πολλαπλασιασμού του βασικού ποσού με συντελεστή στηριζόμενο στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν του οικείου κράτους μέλους και στον αριθμό των ψήφων που αυτό διαθέτει στο Συμβούλιο, η πρόταση αυτή αντανακλά δεόντως την ικανότητα πληρωμής αυτού του κράτους μέλους, διατηρώντας ταυτόχρονα εύλογη διαφορά μεταξύ των κρατών μελών ( 27 ). Θεωρώ επίσης ότι είναι ενδεδειγμένο, στην υπό κρίση υπόθεση, να πολλαπλασιαστούν οι συντελεστές διάρκειας, σοβαρότητας και ικανότητας πληρωμής του κράτους μέλους με το βασικό ποσό των 600 ευρώ, όπως προτείνει η Επιτροπή ( 28 ).

60.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, το συνολικό ποσό που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του βασικού ποσού των 600 ευρώ επί συντελεστές που καθορίζονται στο 6 για τη σοβαρότητα της παραβάσεως, στο 3 για τη διάρκεια της παραβάσεως και στο σε 21,83 για την ικανότητα πληρωμής της Γαλλικής Δημοκρατίας ανέρχεται, στην υπό κρίση υπόθεση, στα 235764 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστερήσεως. Σε μια υπόθεση όπως στην προκείμενη, που αφορά την εκτέλεση απόφασης του Δικαστηρίου η οποία συνεπάγεται τη θέσπιση τροποποιητικής νομοθετικής διάταξης, πρέπει να επιβληθεί χρηματική ποινή επί ημερήσιας βάσεως ( 29 ).

Δ — Κατ’ αποκοπήν ποσό

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

61.

Η Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο να υποχρεώσει τη Γαλλική Δημοκρατία στην καταβολή ενός κατ’ αποκοπήν ποσού στην υπό κρίση υπόθεση. Στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος παραλείπει να εκτελέσει απόφαση του Δικαστηρίου που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, η Επιτροπή σκοπεύει να προτείνει συστηματικά στο Δικαστήριο να επιβάλλει την καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 228 ( 30 ). Πρόθεση της Επιτροπής είναι επίσης να προτείνει να επιβάλλεται το κατ’ αποκοπήν ποσό ακόμα και αν η προγενέστερη απόφαση που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ εκτελέστηκε κατά τη διάρκεια της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας του άρθρου 228 ΕΚ.

62.

Η Επιτροπή φρονεί ότι, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-304/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας, οι χρηματικές ποινές δεν σκοπούν μόνο να εξαναγκάσουν το κράτος μέλος να εκτελέσει μια απόφαση του Δικαστηρίου που έχει εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, αλλά έχουν επιπλέον προληπτικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα. Ο στόχος της επιβολής κατ’ αποκοπήν ποσού είναι ο κολασμός της πρότερης συμπεριφοράς κράτους μέλους που παραλείπει να εκτελέσει απόφαση του Δικαστηρίου που έχει εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, ώστε να αποτραπεί παρόμοια συμπεριφορά στο μέλλον από τα κράτη μέλη. Το κατ’ αποκοπήν ποσό πρέπει επομένως να καταβάλλεται ανεξάρτητα από το αν το κράτος μέλος εκτελεί την απόφαση του Δικαστηρίου που έχει εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ ενόσω διαρκεί η διαδικασία του άρθρου 228 ΕΚ ή αμέσως μόλις εκδοθεί η απόφαση επί της διαδικασίας αυτής.

63.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η προγενέστερη πρακτική της να προτείνει μόνον την επιβολή χρηματικών ποινών βάσει του άρθρου 228 ΕΚ είχε ως συνέπεια ότι η καθυστερημένη εκτέλεση προηγούμενης απόφασης του Δικαστηρίου, εκδοθείσας δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, εκτέλεση που πραγματοποιήθηκε πριν από την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της μεταγενέστερης διαδικασίας του άρθρου 228 ΕΚ, δεν επέσυρε κυρώσεις και, ως εκ τούτου, δεν αποτρεπόταν αποτελεσματικά. Η Επιτροπή φρονεί ότι κάθε παρατεταμένη μη εκτέλεση απόφασης του Δικαστηρίου πλήττει σοβαρά την αρχή της νομιμότητας και την ασφάλεια δικαίου σε μια κοινότητα δικαίου. Το όργανο αυτό ισχυρίζεται ότι η ισχύς των αποφάσεων του Δικαστηρίου που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ πλήττεται σοβαρά από τους παρελκυστικούς χειρισμούς που κατά πάγια πρακτική χρησιμοποιούν ορισμένα κράτη μέλη. Όσον αφορά τη Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Δικαστηρίου, επισήμανε ότι μεταξύ του Δεκεμβρίου 1996 και του Οκτωβρίου 2005 απηύθυνε στο κράτος μέλος αυτό 50 έγγραφα οχλήσεως (σε σύνολο 296, ήτοι ποσοστό 16,89%) και 25 αιτιολογημένες γνώμες (σε σύνολο 125, ήτοι ποσοστό 20%) βάσει του άρθρου 228 ΕΚ. Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, η Επιτροπή άσκησε κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας, δυνάμει του άρθρου 228 ΕΚ, έξι προσφυγές (σε σύνολο είκοσι μιας, ήτοι ποσοστό 28,57%). Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι η επιβολή κατ’ αποκοπήν ποσού είναι αναγκαία προκειμένου να αποτρέπονται αυτοί οι παρελκυστικοί χειρισμοί και να προλαμβάνεται η υποτροπή εκ μέρους των κρατών μελών.

64.

Η Επιτροπή, στηριζόμενη στην ανακοίνωση του 2005, θεωρεί ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, το κατ’ αποκοπήν ποσό πρέπει να υπολογιστεί με πολλαπλασιασμό του βασικού κατ’ αποκοπήν ποσού των 200 ευρώ επί τον συντελεστή 10 (για τη σοβαρότητα) και τον συντελεστή 21,83 (για την ικανότητα πληρωμής), υπολογισμός που καταλήγει στο ποσό των 43660 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης στην εκτέλεση της απόφασης στην υπόθεση C-419/03, από την ημερομηνία εκδόσεως της απόφασης αυτής μέχρι είτε την ημερομηνία πλήρους εκτελέσεως της απόφασης στην υπόθεση C-419/03 είτε εκδόσεως της αποφάσεως στην υπό κρίση υπόθεση. Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν ήταν συνεργάσιμη κατά τη διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας στην υπό κρίση υπόθεση και επισημαίνει ότι το κράτος μέλος αυτό δεν τήρησε καν το δικό του χρονοδιάγραμμα για τη μεταφορά της οδηγίας 2001/18, το οποίο κατάρτισε μετά τη σύνταξη της αιτιολογημένης γνώμης στην υπό κρίση υπόθεση. Η Επιτροπή υπογραμμίζει επίσης το γεγονός της παρατεταμένης μη μεταφοράς, εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας, της οδηγίας 2001/18, μεταφοράς που θα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί μέχρι τις 17 Οκτωβρίου 2002. Τέσσερα όμως έτη μετά την ημερομηνία αυτή, η Γαλλική Δημοκρατία δεν έχει λάβει κανένα μέτρο εκτέλεσης της απόφασης στην υπόθεση C-419/03, με την εξαίρεση του διατάγματος 2005-51 που θεωρείται περιθωριακής σημασίας. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η μη εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας δημιούργησε έντονη ανασφάλεια δικαίου στον ευαίσθητο αυτό τομέα. Η Επιτροπή υπογραμμίζει επιπλέον τη σπουδαιότητα της οδηγίας 2001/18, η οποία σκοπεί στην προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος και στην προώθηση της ανάπτυξης βιοτεχνολογιών και της ελεύθερης κυκλοφορίας των ΓΤΟ. Επιπλέον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Γαλλική Δημοκρατία, σε αρκετές περιπτώσεις στο παρελθόν, παρέλειψε να μεταφέρει πλήρως στο εσωτερικό δίκαιο κοινοτική νομοθεσία σχετική με ΓΤΟ. Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι στις υποθέσεις C-296/01 ( 31 ) και C-429/01 ( 32 ) το Δικαστήριο έκρινε ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν μετέφερε ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 90/220 και της οδηγίας 90/219/ΕΟΚ του Συμβουλίου αντιστοίχως ( 33 ). Επιπλέον, η Επιτροπή άσκησε ακολούθως προσφυγή κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας δυνάμει του άρθρου 228 ΕΚ λόγω μη εκτέλεσης της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση 429/01. Η Επιτροπή παραιτήθηκε αργότερα από την εν λόγω προσφυγή, που είχε πρωτοκολληθεί με τον αριθμό C-79/06, όταν η Γαλλική Δημοκρατία εκτέλεσε την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-429/01 ( 34 ).

65.

Η Επιτροπή, με το υπόμνημα απαντήσεως, προτείνει στο Δικαστήριο, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η μερική εκτέλεση, στις 21 Μαρτίου 2007, της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-419/03 ( 35 ), να μειώσει το προτεινόμενο από την Επιτροπή κατ’ αποκοπήν ποσό από την εν λόγω ημερομηνία μέχρι είτε την ημερομηνία πλήρους εκτελέσεως της απόφασης στην υπόθεση C-419/03 ( 36 ) είτε εκδόσεως της αποφάσεως στην υπό κρίση υπόθεση ( 37 ).

66.

Η Γαλλική Δημοκρατία θεωρεί ότι, δεδομένης της εκ μέρους της εκτέλεσης της αποφάσεως στην υπόθεση C-419/03, το αίτημα της Επιτροπής περί υποχρεώσεως καταβολής χρηματικής ποινής στερείται αντικειμένου. Αν και η Επιτροπή επισήμανε, με την ανακοίνωση του 2005, ότι σκόπευε, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 228 ΕΚ, πρώτον, να ζητεί συστηματικά την επιβολή κατ’ αποκοπήν ποσού και, δεύτερον, να μην παραιτείται από τη διαδικασία αυτή ακόμα και στις περιπτώσεις που ένα κράτος μέλος παύει την παράβαση πριν εκδοθεί η απόφαση του Δικαστηρίου, η Γαλλική Δημοκρατία θεωρεί ότι η προσέγγιση αυτή αντίκειται στο άρθρο 228 ΕΚ και στη σχετική με το εν λόγω άρθρο νομολογία του Δικαστηρίου. Η Γαλλική Δημοκρατία φρονεί ότι, σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση C-304/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας, ο σκοπός της διαδικασίας του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ είναι να παρακινηθεί το παραβαίνον κράτος μέλος να εκτελέσει την απόφαση που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ το συντομότερο δυνατό και, κατά συνέπεια, να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Οι κυρώσεις που επιβάλλει το άρθρο 228 ΕΚ δεν σκοπούν στην πρόληψη παρόμοιων παραβάσεων.

67.

Η Γαλλική Δημοκρατία φρονεί ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν πληρούνται οι όροι για την επιβολή αυτού του κατ’ αποκοπήν ποσού στην υπό κρίση υπόθεση. Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης C-304/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας, της μόνης υποθέσεως μέχρι σήμερα στην οποία το Δικαστήριο επέβαλε την καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού, δεν μπορούν να συγκριθούν με αυτές της υπό κρίση υπόθεσης, καθόσον η παράβαση στην υπόθεση C-304/02 διήρκεσε για 11 έτη και αποτέλεσε απειλή για τα κοινοτικά αλιευτικά αποθέματα. Συναφώς, η Γαλλική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι παρήλθαν λιγότερα από τρία έτη μεταξύ της ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως στην υπόθεση C-419/03 και της ημερομηνίας άσκησης της προσφυγής στην υπό κρίση υπόθεση, μια καθυστέρηση που είναι παρόμοια με ή μικρότερη από αυτήν που σημειώθηκε στις υποθέσεις C-387/97, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C-278/01, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-177/04, Επιτροπή κατά Γαλλίας, και C-119/04, Επιτροπή κατά Ιταλίας, στις οποίες το Δικαστήριο δεν επέβαλε στα εν λόγω κράτη μέλη την καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού. Όσον αφορά τη σοβαρότητα της παραβάσεως, η Γαλλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι στην υπόθεση C-419/03 το Δικαστήριο δεν έκρινε ότι το κράτος μέλος αυτό παρέλειψε να μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία 2001/18 στο σύνολό της, αλλά μόνον τις διατάξεις εκείνες που υπερακοντίζουν τις διατάξεις της οδηγίας 90/220. Επιπλέον, η Γαλλική Κυβέρνηση έπαυσε την εν λόγω παράβαση τον Μάρτιο του 2007, ένα μήνα μετά την άσκηση της προσφυγής στην υπό κρίση υπόθεση.

68.

Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει επικουρικώς ότι το κατ’ αποκοπήν ποσό που προτείνει η Επιτροπή είναι υπερβολικό. Ο συντελεστής 10 που προτείνει η Επιτροπή για τη σοβαρότητα της παραβάσεως είναι υπερβολικός, δεδομένου ότι η παράβαση στην υπό κρίση υπόθεση είχε πολύ περιορισμένες συνέπειες. Συναφώς, η Γαλλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι οι περισσότερες αιτήσεις χορηγήσεως έγκρισης στην Ευρώπη αφορούν γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα. Ωστόσο, τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο δεν καλύπτονται από την οδηγία 2001/18, ενώ, όσον αφορά τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα που προορίζονται για κατανάλωση από τα ζώα, η εν λόγω οδηγία ήταν εφαρμοστέα σ’ αυτά μόνο μέχρι τις 18 Απριλίου 2004. Επιπλέον, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι παρά την εκ μέρους της μη μεταφορά ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 2001/18, οι γαλλικές αρχές θέσπισαν μια διαδικασία χορήγησης εγκρίσεων που ήταν στην πραγματικότητα σύμφωνη με την οδηγία αυτή, εκδίδοντας, το 2005, δύο οδηγούς σχετικούς με τα γενετικά τροποποιημένα φυτά με τους οποίους καθιερώθηκε η ακολουθούμενη από το Υπουργείο Γεωργίας διαδικασία έρευνας, οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση εγκρίσεως και η διαβούλευση με το κοινό. Η Γαλλική Δημοκρατία θεωρεί επίσης ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλείται τις περιστάσεις της υπόθεσης C-79/06. Στην υπόθεση αυτή, η Επιτροπή παραιτήθηκε από την προσφυγή καθώς η Γαλλική Δημοκρατία εκτέλεσε την προηγούμενη απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση C-429/01.

2. Εκτίμηση

69.

Τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι της υπό κρίση υπόθεσης όσον αφορά την εκ μέρους του Δικαστηρίου επιβολή της υποχρέωσης καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού δυνάμει του άρθρου 228 ΕΚ δεν θέτουν εν αμφιβόλω τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να επιβάλει σωρευτικά χρηματική ποινή και καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 228 ΕΚ, δεδομένου ότι το Δικαστήριο έχει δεχτεί ρητώς τη δυνατότητα αυτή και μάλιστα έχει κάνει χρήση της με την απόφαση C-304/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας ( 38 ).

70.

Στην υπόθεση C-304/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι κυρώσεις του άρθρου 228 ΕΚ έχουν κοινό σκοπό να παρακινούν το παραβαίνον κράτος μέλος να εκτελέσει απόφαση του Δικαστηρίου περί διαπιστώσεως παραβάσεως και, ως εκ τούτου, να εξασφαλίσει την αποτελεσματική τήρηση του κοινοτικού δικαίου. Επιπλέον, εναπόκειται στο Δικαστήριο να προσδιορίσει, ανάλογα με τον απαραίτητο βαθμό εξαναγκασμού και αποτροπής, τις κατάλληλες χρηματικές κυρώσεις για να εξασφαλίσει την ταχύτερη δυνατή εκτέλεση της αποφάσεως που εκδόθηκε προγενέστερα στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 226 ΕΚ και να προλάβει την επανάληψη αναλόγων παραβιάσεων του κοινοτικού δικαίου ( 39 ).

71.

Συνεπώς, οι κυρώσεις του άρθρου 228 ΕΚ δρουν, κατά την άποψή μου, όχι μόνον ως μέσο εκτέλεσης των αποφάσεων που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, αλλά και ως γενικά προληπτικά μέτρα ( 40 ).

72.

Παρά τον κοινό στόχο που έχουν οι κυρώσεις του άρθρου 228 ΕΚ, το Δικαστήριο έκρινε επίσης, στην υπόθεση C-304/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας, ότι τόσο η χρηματική ποινή όσο και το κατ’ αποκοπήν ποσό έχουν το καθένα χωριστή λειτουργία ( 41 ). Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η επιβολή χρηματικής ποινής φαίνεται ιδιαίτερα κατάλληλη για να παρακινήσει ένα κράτος μέλος να παύσει, το ταχύτερο δυνατόν, παράβαση που, χωρίς το μέτρο αυτό, θα υπήρχε κίνδυνος να διαιωνισθεί. Η επιβολή κατ’ αποκοπήν ποσού όμως στηρίζεται περισσότερο στην αποτίμηση των συνεπειών της μη εκτελέσεως των υποχρεώσεων του οικείου κράτους μέλους επί των ιδιωτικών και δημοσίων συμφερόντων, ιδίως όταν η παράβαση έχει διαρκέσει επί μακρό χρονικό διάστημα αφότου εκδόθηκε η απόφαση που τη διαπίστωσε αρχικά ( 42 ).

73.

Επιπλέον, παρά τον κοινό στόχο των κυρώσεων του άρθρου 228 ΕΚ, το Δικαστήριο, αφότου εξέδωσε την πρώτη του απόφαση δυνάμει του άρθρου 228 ΕΚ, στις 4 Ιουλίου 2000, στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ελλάδας ( 43 ), έχει επιβάλει κατ’ αποκοπήν ποσό σε μια μόνον υπόθεση, ήτοι στην υπόθεση C-304/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας. Κατά τη γνώμη μου, από τη σχεδόν από οκταετίας πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, σε μια συγκεκριμένη υπόθεση παράβασης κράτους μέλους του άρθρου 228 ΕΚ, μπορεί να μην απαιτείται η επιβολή τόσο χρηματικής ποινής όσο και κατ’ αποκοπήν ποσού για την επίτευξη του στόχου που συνίσταται στην εξασφάλιση της τήρησης του κοινοτικού δικαίου.

74.

Για τον λόγο αυτό θεωρώ ότι η προσέγγιση που υπερασπίστηκε η Επιτροπή, όχι μόνο με τις παρατηρήσεις της στην υπό κρίση υπόθεση αλλά και με την ανακοίνωση του 2005, σύμφωνα με την οποία πρέπει να επιβάλλεται συστηματικά η καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού, μπορεί να είναι δυσανάλογη υπό το φως των περιστάσεων μιας συγκεκριμένης υποθέσεως και επομένως θα πρέπει να απορριφθεί. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο θα πρέπει να εμμείνει στην καθιερωμένη πρακτική του που συνίσταται στην επιβολή των κυρώσεων του άρθρου 228 ΕΚ, κατά τρόπο μετρημένο και επιλεκτικό, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, για την αντιμετώπιση των παραβιάσεων του κοινοτικού δικαίου.

75.

Συναφώς, και λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας, φρονώ ότι το Δικαστήριο, επιβάλλοντας σε ορισμένη υπόθεση χρηματική ποινή, σκοπεί να αποτρέψει ένα κράτος μέλος από τη συνεχιζόμενη, και ως εκ τούτου μελλοντική, μη εκτέλεση συγκεκριμένης απόφασης του Δικαστηρίου, εκδοθείσας δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, από την ημερομηνία έκδοσης της αποφάσεως βάσει του άρθρου 228 ΕΚ ( 44 ).

76.

Κατά την άποψή μου, όταν το Δικαστήριο επιβάλλει την κύρωση της καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού, σκοπεί στον κολασμό ενός κράτους μέλους για την πρότερη συμπεριφορά του που συνίσταται στη μη εκτέλεση συγκεκριμένης απόφασης του Δικαστηρίου, εκδοθείσας δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, στις περιπτώσεις που η συμπεριφορά αυτή χαρακτηρίζεται από πρόσθετες επιβαρυντικές περιστάσεις που οξύνουν την παράλειψη εμπρόθεσμης και πλήρους εκτέλεσης της εν λόγω αποφάσεως. Επομένως, φρονώ ότι η επιβολή κατ’ αποκοπήν ποσού μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο στις περιπτώσεις που αυτές οι επιβαρυντικές περιστάσεις αποδεικνύονται πειστικώς. Αν και οι εν λόγω επιβαρυντικές περιστάσεις δεν μπορούν να απαριθμηθούν περιοριστικά εκ των προτέρων, σε αυτές πρέπει να περιλαμβάνεται, κατά τη γνώμη μου, η εκ μέρους κράτους μέλους έλλειψη ειλικρινούς συνεργασίας με την Επιτροπή προκειμένου να παύσει εγκαίρως η παράβαση. Επιπλέον, η επιβολή κατ’ αποκοπήν ποσού μπορεί να δικαιολογηθεί όταν από την παράβαση κράτους μέλους επηρεάζονται κατά τρόπο ανεπίτρεπτο ιδιωτικά και δημόσια συμφέροντα ( 45 ). Επίσης, όταν από μια παράβαση θίγονται ζητήματα υπέρτερου κοινοτικού συμφέροντος ή διακυβεύεται θεμελιώδης κοινοτική αρχή, το Δικαστήριο μπορεί ευκολότερα να διαπιστώσει την ύπαρξη αυτών των πρόσθετων επιβαρυντικών περιστάσεων και, κατά συνέπεια, να επιβάλει το κατ’ αποκοπήν ποσό.

77.

Φρονώ ότι το Δικαστήριο πρέπει, καταρχήν, να περιορίσει την εξέταση του ζητήματος αν η επιβολή κατ’ αποκοπήν ποσού αποτελεί κατάλληλο μέτρο στις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης εν προκειμένω. Κατά την άποψή μου, οσάκις το Δικαστήριο κρίνει αν θα επιβάλει την καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού σε κράτος μέλος, πρέπει να λαμβάνει υπόψη λοιπές παραβάσεις του κράτους μέλους αυτού μόνο στις περιπτώσεις που η Επιτροπή αποδεικνύει, προσκομίζοντας πειστικές αποδείξεις, ότι η εκ μέρους του εν λόγω κράτους μέλους μη εκτέλεση των αποφάσεων του Δικαστηρίου που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ είναι δομική ή συστηματική. Συναφώς, θεωρώ ότι δεν αρκεί αφ’ εαυτής η εκ μέρους της Επιτροπής προσκόμιση και μόνονστατιστικών δεδομένων σχετικών με τη μη εκτέλεση των αποφάσεων του Δικαστηρίου που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ.

78.

Δεδομένου ότι η επιβολή κατ’ αποκοπήν ποσού σκοπεί, κατά τη γνώμη μου, στον κολασμό κράτους μέλους λόγω της χαρακτηριζόμενης από πρόσθετες επιβαρυντικές περιστάσεις μη εκτέλεσης αποφάσεως του Δικαστηρίου που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, θεωρώ ότι το ποσό αυτό πρέπει να καθορίζεται κατά τρόπο ώστε να αντανακλά τις ειδικές αυτές περιστάσεις. Επομένως, φρονώ ότι η μέθοδος υπολογισμού του κατ’ αποκοπήν ποσού που προτείνει η Επιτροπή στην υπό κρίση υπόθεση καθώς και στην ανακοίνωση του 2005 ( 46 ), η οποία στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στον ίδιο συντελεστή σοβαρότητας με αυτόν της χρηματικής ποινής και στον αριθμό των ημερών που διαρκεί μια παράβαση, δεν αντανακλά τις ειδικές αυτές περιστάσεις.

79.

Όσον αφορά το ζήτημα αν η επιβολή κατ’ αποκοπήν ποσού είναι ενδεδειγμένη στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει να επισημάνω προκαταρκτικώς ότι, υπό το φως της συλλογιστικής που αναπτύχθηκε στα σημεία 36 έως 45 ανωτέρω, φρονώ ότι, κατά τον χρόνο διεξαγωγής της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως στην υπό κρίση υπόθεση, η Γαλλική Δημοκρατία δεν είχε εκτελέσει πλήρως της απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-419/03. Επομένως, κατά τη γνώμη μου, είναι αλυσιτελή τα επιχειρήματα των διαδίκων στην υπό κρίση υπόθεση όσον αφορά το ζήτημα αν η εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-419/03 κατά τη διάρκεια της παρούσας δίκης μπορεί να στερήσει από τον σκοπό της την επιβολή κατ’ αποκοπήν ποσού στο εν λόγω κράτος μέλος.

80.

Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι το κατ’ αποκοπήν ποσό επιβάλλεται εφάπαξ και σκοπεί στον κολασμό πρότερης συμπεριφοράς κράτους μέλους ( 47 ) που, κατά τη γνώμη μου, ανάγεται, κατά μεγάλο μέρος, σε χρόνο προγενέστερο της κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 228 ΕΚ, το γεγονός ότι το κράτος μέλος εκτελεί την απόφαση του Δικαστηρίου που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ προτού το Δικαστήριο εξετάσει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 228 ΕΚ δεν ασκεί επιρροή. Το Δικαστήριο μπορεί, υπό τις περιστάσεις αυτές, να επιβάλει την κύρωση του κατ’ αποκοπήν ποσού οσάκις η Επιτροπή αποδεικνύει ότι το κράτος μέλος δεν εκτέλεσε απόφαση του Δικαστηρίου που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ εντός της τασσόμενης με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 228 ΕΚ, υπό την προϋπόθεση ότι, όπως εκτέθηκε με τα σημεία 76 έως 78 ανωτέρω, αποδεικνύονται πρόσθετες επιβαρυντικές περιστάσεις που δικαιολογούν την εν λόγω κύρωση.

81.

Φρονώ ότι στην υπό κρίση υπόθεση η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη πρόσθετων επιβαρυντικών περιστάσεων που να δικαιολογούν την επιβολή της κύρωσης του κατ’ αποκοπήν ποσού.

82.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν υπήρξε συνεργάσιμη ή ότι επιδόθηκε σε «παρελκυστικούς χειρισμούς» κατά τη διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, έχω τη γνώμη ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε σαφή στοιχεία που να αποδεικνύουν τέτοια συμπεριφορά. Είναι προφανές ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν εκτέλεσε την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-419/03 εντός εύλογης προθεσμίας, πράγμα που πρέπει να αποδοκιμαστεί ( 48 ). Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της αλληλογραφίας μεταξύ των μερών, στην οποία γίνεται αναφορά στα σημεία 15 έως 17 ανωτέρω, θεωρώ ότι η Γαλλική Δημοκρατία ανταποκρίθηκε ικανοποιητικά στα αιτήματα παροχής πληροφοριών της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας στην υπό κρίση υπόθεση, ενώ έδειξε ότι λαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα, μολονότι καθυστερημένα και εν τέλει ανεπαρκή, προκειμένου να εκτελέσει την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-419/03.

83.

Ως προς το ερώτημα αν η παράλειψη της Γαλλικής Δημοκρατίας να μεταφέρει πλήρως στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία 2001/18 επηρέασε δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα σε τέτοιο βαθμό ώστε να δικαιολογείται η επιβολή κατ’ αποκοπήν ποσού, φρονώ ότι η Επιτροπή απέδειξε ότι η παράλειψη αυτή δημιούργησε περιβάλλον ανασφάλειας δικαίου σε ένα τομέα που ήδη πλήττεται από σημαντική επιστημονική αβεβαιότητα ( 49 ). Ωστόσο, δεν θεωρώ ότι η Επιτροπή προσκόμισε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, με την εξαίρεση του ισχυρισμού της σχετικά με την υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου του Clermont-Ferrand ( 50 ), ώστε να στηρίξει το επιχείρημα ότι η εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας μη πλήρης μεταφορά της οδηγίας 2001/18 και η μη εκτέλεση της απόφασης στην υπόθεση C-419/03 επηρέασε δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα κατά τόσο ανεπίτρεπτο τρόπο, ώστε να δικαιολογείται η επιβολή κατ’ αποκοπήν ποσού. Στην υπό κρίση υπόθεση, η Γαλλική Δημοκρατία υποστήριξε, χωρίς να αμφισβητηθεί από την Επιτροπή, ότι η παράλειψή της να μεταφέρει πλήρως την οδηγία 2001/18 δεν παρεμπόδισε τη σχετική με τους ΓΤΟ βιοτεχνολογική έρευνα. Επιπλέον, η Γαλλική Δημοκρατία προέβαλε το επιχείρημα ότι, αφενός, το 2003, 2005 και 2006 καταχώρισε περισσότερες αιτήσεις από κάθε άλλο κράτος, εξαιρουμένης της Ισπανίας, που αφορούσαν τη χορήγηση έγκρισης για πειραματική ελευθέρωση ΓΤΟ, σύμφωνα με το μέρος Β της εν λόγω οδηγίας και, αφετέρου, μεταξύ του 2004 και του 2006 η Γαλλία ήταν η δεύτερη χώρα παραγωγής ΓΤΟ για εμπορικούς σκοπούς στην Ευρώπη. Επιπλέον, η Γαλλική Δημοκρατία ισχυρίστηκε, χωρίς και πάλι να αμφισβητηθεί, ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, η παράλειψή της να μεταφέρει πλήρως την οδηγία 2001/18 στο εσωτερικό δίκαιο δεν διακύβευσε τις διεθνείς σχέσεις της Κοινότητας στον τομέα των ΓΤΟ, εφόσον το ζήτημα της μη πλήρους μεταφοράς της οδηγίας αυτής ουδέποτε τέθηκε στο πλαίσιο των διεθνών διαπραγματεύσεων.

84.

Επιπλέον, επειδή δεν υφίστανται αποδεικτικά στοιχεία, εκτός από τα στατιστικά δεδομένα που παρατίθενται στο σημείο 63 ανωτέρω και στην προσφυγή που άσκησε η Επιτροπή κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας λόγω μη πλήρους μεταφοράς της νομοθεσίας για τους ΓΤΟ κατά τα εκτιθέμενα στα σημείο 64 ανωτέρω, θεωρώ ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε στην υπό κρίση υπόθεση ότι η εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας αθέτηση των υποχρεώσεων που υπέχει από το άρθρο 228, παράγραφος 1, ΕΚ, αρκεί για να επισύρει ως κύρωση την επιβολή κατ’ αποκοπήν ποσού ούτε ότι η επιβολή της κύρωσης αυτής είναι αναγκαία για προληπτικούς λόγους.

85.

Κατά συνέπεια, φρονώ ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν πρέπει να υποχρεωθεί στην καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού.

VII — Επί των δικαστικών εξόδων

86.

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Γαλλικής Δημοκρατίας στα δικαστικά έξοδα και η τελευταία ηττήθηκε, η Γαλλική Δημοκρατία πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου, η Τσεχική Δημοκρατία φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα.

VIII — Πρόταση

87.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφασίσει ως εξής:

να αναγνωρίσει ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να θεσπίσει όλα τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 15 Ιουλίου 2004, στην υπόθεση C-419/03, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σχετικά με την παράλειψη μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 2001/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, για τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον και την κατάργηση της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου, οι οποίες αποκλίνουν ή υπερακοντίζουν τις διατάξεις της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 1990, για τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 228, παράγραφος 1, ΕΚ,

να υποχρεώσει τη Γαλλική Δημοκρατία να καταβάλει στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στον λογαριασμό «Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Κοινότητας», χρηματική ποινή 235764 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης στην εφαρμογή των μέτρων για πλήρη εκτέλεση της απόφασης στην υπόθεση C-419/03, Επιτροπή κατά Γαλλίας, από την ημερομηνία εκδόσεως της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπό κρίση υπόθεση μέχρι την ημερομηνία εκτελέσεως της απόφασης στην υπόθεση C-419/03, Επιτροπή κατά Γαλλίας,

να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα,

να καταδικάσει την Τσεχική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) ΕΕ 2004, C 228, σ. 15.

( 3 ) ΕΕ 2001, L 106, σ. 1.

( 4 ) ΕΕ 1990, L 117, σ. 15.

( 5 ) Βλ. άρθρο 1 της οδηγίας 2001/18.

( 6 ) Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα τρία διατάγματα και οι τρεις δικαστικές αποφάσεις στις οποίες γίνεται αναφορά με το σημείο 21 ανωτέρω τέθηκαν σε ισχύ στις 21 Μαρτίου 2007.

( 7 ) Βλ. αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2005, C-304/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2005, σ. I-6263, σκέψη 30), της 18ης Ιουλίου 2006, C-119/04, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2006, σ. I-6885, σκέψη 27), της 18ης Ιουλίου 2007, C-503/04, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2007, σ. I-6153, σκέψη 19), καθώς και της 10ης Ιανουαρίου 2008, C-70/06, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Συλλογή, 2008, σ. Ι-1, σκέψη 18).

( 8 ) Βλ., συναφώς, απόφαση C-304/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 31).

( 9 ) Αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Ιουνίου 2001, C-212/99, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2001, σ. I-4923, σκέψη 34), και της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, C-195/02, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 2004, σ. I-7857, σκέψη 82).

( 10 ) Βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2001, C-354/99, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Συλλογή 2001, σ. I-7657, σκέψη 27).

( 11 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 1991, C-131/88, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1991, σ. I-825, σκέψη 6).

( 12 ) Βλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2000, C-387/97, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Συλλογή 2000, σ. I-5047, σκέψη 73).

( 13 ) Βλ. απόφαση C-304/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 56).

( 14 ) Πρέπει να επισημανθεί ότι ο ισχυρισμός αυτός ουδόλως αποδείχτηκε από τη Γαλλική Κυβέρνηση στην υπό κρίση υπόθεση. Συγκεκριμένα, με τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις της, η Επιτροπή, χωρίς να αμφισβητηθεί από τη Γαλλική Κυβέρνηση, εφιστά την προσοχή σε μια απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου του Clermont-Ferrand της 4ης Μαΐου 2006, με την οποία το δικαστήριο αυτό, αντί να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο σύμφωνα με την οδηγία 2001/18, ακύρωσε ορισμένες εγκρίσεις που χορηγήθηκαν δυνάμει του γαλλικού δικαίου διότι οι διατάξεις βάσει των οποίων χορηγήθηκαν οι εγκρίσεις αυτές ήταν αντίθετες προς τα οριζόμενα με την οδηγία 2001/18. Το Δικαστήριο ενημερώθηκε ότι κατά της αποφάσεως εκκρεμεί έφεση. Επιπλέον, η Γαλλική Κυβέρνηση υπογράμμισε, με τις παρατηρήσεις της, ότι η εν λόγω απόφαση αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση.

( 15 ) Θεωρώ ότι το άρθρο 16 του διατάγματος 2007-359 μεταφέρει στο γαλλικό δίκαιο τις διατάξεις του δεύτερου και τρίτου εδαφίου του άρθρου 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/18.

( 16 ) Απόφαση C-304/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 86)· αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2006, C-177/04, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2006, σ. I-2461, σκέψη 58), και Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 31).

( 17 ) Βλ., συναφώς, απόφαση Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 34.

( 18 ) Βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψεις 38 και 39.

( 19 ) Άρθρο 3, παράγραφος 1, άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 4, άρθρο 7, άρθρο 8, παράγραφος 2, άρθρο 9, άρθρο 13, παράγραφοι 2 και 6, άρθρο 14, παράγραφος 1, άρθρο 15, παράγραφος 2, άρθρα 16, 17, 18, 19, 20, 23 26, 35 και παραρτήματα II, III, IV, V, VI και VII.

( 20 ) Εντός του οποίου ζητείται η γνώμη του κοινού σχετικά με τη σκόπιμη ελευθέρωση ΓΤΟ στο περιβάλλον. Βλ. άρθρο 2, καθώς και αιτιολογικές σκέψεις 7 και 10 της οδηγίας 2001/18.

( 21 ) Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 5 και 13 της οδηγίας 2001/18.

( 22 ) Βλ. απόφαση C-177/04, Επιτροπή κατά Γαλλίας, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 16, σκέψη 71.

( 23 ) Βλ. σκέψη 71 με την οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «η εξουσία εκτιμήσεως […] δεν πρέπει να περιορίζεται από τη διαβαθμιζόμενη από 1 μέχρι 3 κλίμακα την οποία προτείνει η Επιτροπή» (απόφαση προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 16).

( 24 ) Επιπλέον, παρά την εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας μερική εκτέλεση της αποφάσεως στην υπόθεση C-419/03, εκτέλεση που πραγματοποιήθηκε με σημαντική καθυστέρηση και μόνον κατόπιν της ασκήσεως της προσφυγής της υπό κρίση υπόθεσης, παρήλθαν σχεδόν τρία έτη από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-419/03, στις 15 Ιουλίου 2004, μέχρι τις 20 Μαρτίου 2007, ημερομηνία δημοσιεύσεως των νομικών κειμένων στα οποία γίνεται αναφορά στο σημείο 21 ανωτέρω.

( 25 ) Βλ. σκέψεις 73 και 74 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 16).

( 26 ) Βλ. απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2003, C-278/01, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 2003, σ. I-14141, σκέψεις 53 και 54).

( 27 ) Βλ. αποφάσεις Επιτροπή κατά Ισπανίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26, σκέψη 59), και Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 48).

( 28 ) Βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 50, με την οποία το Δικαστήριο επικύρωσε τη χρήση του βασικού ποσού των 600 ευρώ που καθορίστηκε από την ανακοίνωση του 2005.

( 29 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις Επιτροπή κατά Γαλλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 16, σκέψη 77), και Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 52).

( 30 ) Βλ. επίσης την εξήγηση στο σημείο 10 της ανακοίνωσης του 2005.

( 31 ) Απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2003, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2003, σ. I-13909).

( 32 ) Απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2003, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2003, σ. I-14355).

( 33 ) Οδηγία 90/219/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 1990 για την περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων μικροοργανισμών (ΕΕ 1990, L 117, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 94/51/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Νοεμβρίου 1994, για πρώτη προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 90/219/ΕΟΚ (ΕΕ 1994, L 297, σ. 29).

( 34 ) Βλ. διάταξη του προέδρου του τρίτου τμήματος του Δικαστηρίου της 7ης Φεβρουαρίου 2007 (ΕΕ 2007, C 82, σ. 27).

( 35 ) Λόγω της λήψης των μέτρων στα οποία γίνεται αναφορά στο σημείο 21 ανωτέρω, τα οποία η Επιτροπή θεωρεί ότι τέθηκαν σε ισχύ στις 21 Μαρτίου 2007.

( 36 ) Αν αυτό συμβεί πριν την έκδοση της αποφάσεως στην υπό κρίση υπόθεση.

( 37 ) Αν η απόφαση στην υπόθεση C-419/03 δεν έχει εκτελεστεί πλήρως κατά τον χρόνο αυτό.

( 38 ) Βλ. σκέψη 82, με την οποία το Δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν αποκλείεται η προσφυγή σε αμφότερες τις μορφές κυρώσεων του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ.

( 39 ) Βλ., συναφώς, σκέψεις 80, 91 και 97. Το Δικαστήριο κατέστησε απολύτως σαφές ότι η επιβολή των κυρώσεων του άρθρου 228 ΕΚ δεν γίνεται για ν’ αποκαταστήσει ζημία προξενηθείσα από κράτος μέλος. Βλ. σκέψη 91.

( 40 ) Από την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-304/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7), είναι σαφές ότι, αν και οι κυρώσεις του άρθρου 228 ΕΚ εμπνέονται αποκλειστικά από ένα συνολικό κατευθυντήριο στόχο, που είναι να εξασφαλιστεί η πληρέστερη δυνατή τήρηση του κοινοτικού δικαίου, οι κυρώσεις αυτές σκοπούν στην επίτευξη του εν λόγω στόχου με δυο διαφορετικούς τρόπους. Μέσω της άσκησης σημαντικής οικονομικής πίεσης σε ορισμένο κράτος μέλος σε συγκεκριμένη υπόθεση, οι κυρώσεις του άρθρου 228 ΕΚ σκοπούν να αποτρέψουν το εν λόγω κράτος μέλος από το να εξακολουθεί να μην εκτελεί συγκεκριμένη απόφαση του Δικαστηρίου που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, ώστε, σε γενικότερο επίπεδο, να αποθαρρύνονται ή να εμποδίζονται τα κράτη μέλη από το να διαπράττουν τέτοιες παραβάσεις στο μέλλον.

( 41 ) Βλ., συναφώς, σκέψη 84.

( 42 ) Βλ., συναφώς, σκέψη 81.

( 43 ) Συγκεκριμένα, στις υποθέσεις C-387/97, Επιτροπή κατά Ελλάδας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12), C-278/01, Επιτροπή κατά Ισπανίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26), C-177/04, Επιτροπή κατά Γαλλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 16), και C-70/06, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7), δεν επέβαλε στα εν λόγω παραβαίνοντα κράτη μέλη την κύρωση της καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού παρά το γεγονός ότι τα κράτη μέλη αυτά, κατά τον χρόνο εξετάσεως από το Δικαστήριο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 228 ΕΚ, δεν είχαν ακόμα εκτελέσει την απόφαση που εκδόθηκε προγενέστερα στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 226 ΕΚ. Η συνεπής αυτή πρακτική εκ μέρους του Δικαστηρίου υπογραμμίζει, κατά την άποψή μου, τον αυτόνομο χαρακτήρα των κυρώσεων του άρθρου 228, παράγραφος 2. Συνεπώς, φρονώ ότι η επιβολή σε κράτος μέλος της καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού δεν εξαρτάται από την επιβολή χρηματικής ποινής στο κράτος αυτό.

( 44 ) Αποτρέποντας γενικώς με αυτόν τον τρόπο όλα τα κράτη μέλη από το να μη συμμορφώνονται προς τις υποχρεώσεις που υπέχουν από τη Συνθήκη ΕΚ. Το ενδεχόμενο κίνησης της διαδικασίας του άρθρου 228 ΕΚ και η πιθανότητα, μεταξύ άλλων, επιβολής χρηματικής ποινής εμποδίζουν τα κράτη μέλη από το να παραβιάζουν τις υποχρεώσεις τους.

( 45 ) Συναφώς, φρονώ ότι, στην υπόθεση C-304/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7), το Δικαστήριο επέβαλε στη Γαλλική Δημοκρατία την καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού καθώς η παράβαση εν προκειμένω εξακολούθησε για μακρό χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου επηρεάστηκαν σε σημαντικό βαθμό δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα επί των αλιευτικών αποθεμάτων. Επιπλέον, από τα πραγματικά περιστατικά της εν λόγω υπόθεσης καθίσταται προφανής η εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας έλλειψη συνεργασίας με την Επιτροπή προκειμένου να παύσει η παράβαση.

( 46 ) Βλ. σημεία 17 έως 24 της ανακοίνωσης του 2005. Αξίζει να επισημανθεί ότι η ανακοίνωση του 2005 προβλέπει επίσης κατώτατο κατ’ αποκοπήν ποσό, που στην περίπτωση της Γαλλικής Δημοκρατίας ανέρχεται σε 10915000 ευρώ.

( 47 ) Στις περιπτώσεις που η μη εκτέλεση απόφασης του Δικαστηρίου που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ χαρακτηρίζεται από πρόσθετες επιβαρυντικές περιστάσεις.

( 48 ) Εξάλλου, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι συνιστά σπατάλη των κοινοτικών πόρων το να υποχρεώνεται η Επιτροπή να κινεί τη διαδικασία του άρθρου 228 ΕΚ, και κατά μείζονα λόγο του άρθρου 226 ΕΚ.

( 49 ) Βλ. σημείο 54 ανωτέρω.

( 50 ) Βλ. υποσημείωση 14 ανωτέρω.

Top