EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62005TO0357

Διάταξη του Πρωτοδικείου (δεύτερο τμήμα) της 5ης Ιουλίου 2006.
Comunidad Autónoma de Valencia - Generalidad Valenciana κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Ταμείο Συνοχής - Εκπροσώπηση από δικηγόρο - Προσφυγή προδήλως απαράδεκτη.
Υπόθεση T-357/05.

Συλλογή της Νομολογίας 2006 II-02015

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2006:188

Υπόθεση T-357/05

Comunidad Autónoma de Valencia – Generalidad Valenciana

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ταμείο Συνοχής — Εκπροσώπηση από δικηγόρο — Προσφυγή προδήλως απαράδεκτη»

Διάταξη του Πρωτοδικείου (δεύτερο τμήμα) της 5ης Ιουλίου 2006 

Περίληψη της διατάξεως

Διαδικασία — Εισαγωγικό δικόγραφο — Τυπικά στοιχεία

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 19, εδ. 4)

Από το άρθρο 19, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου που έχει εφαρμογή στη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου δυνάμει του άρθρου 53 του ίδιου Οργανισμού, προκύπτει σαφώς ότι πρέπει να πληρούνται δύο σωρευτικές προϋποθέσεις προκειμένου ένα πρόσωπο να μπορεί να εκπροσωπεί εγκύρως ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων τους διαδίκους πλην των κρατών μελών και των κοινοτικών οργάνων, δηλαδή, ότι πρέπει να είναι δικηγόρος και ότι πρέπει να δικαιούται να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ή άλλου κράτους συμβαλλομένου στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ). Οι απαιτήσεις αυτές αποτελούν ουσιώδεις τυπικούς κανόνες των οποίων η μη τήρηση συνεπάγεται το απαράδεκτο της προσφυγής.

Επομένως, είναι απαράδεκτη η προσφυγή που άσκησε μη προνομιούχος διάδικος έχοντας εκπρόσωπο μη εγγεγραμμένο στον δικηγορικό σύλλογο, ο οποίος επομένως δεν είναι δικηγόρος κατά την έννοια του άρθρου 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου έστω και αν μπορεί, κατά την εθνική νομοθεσία, να εκπροσωπεί τον διάδικο αυτό ενώπιον όλων των δικαστηρίων.

(βλ. σκέψεις 7, 10, 12)




ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 5ης Ιουλίου 2006 (*)

«Ταμείο Συνοχής – Εκπροσώπηση από δικηγόρο – Προσφυγή προδήλως απαράδεκτη»

Στην υπόθεση T-357/05,

Comunidad Autónoma de Valencia – Generalidad Valenciana (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τον J.‑V. Sánchez-Tarazaga Marcelino,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους L. Escobar Guerrero και A. Weimar,

καθής,

με αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως C (2005) 1867 τελικό της Επιτροπής, της 27ης Ιουνίου 2005, για τη μείωση του ποσού της ενισχύσεως που χορηγήθηκε από το Ταμείο Συνοχής προς την ομάδα προγραμμάτων 97/11/61/028, που αφορά τη συγκέντρωση και επεξεργασία λυμάτων στη μεσογειακή ακτή της Αυτόνομης Περιοχής της Βαλένθια (Ισπανία),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

(δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Pirrung, πρόεδρο, A. W. H. Meij και I. Pelikánová, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1       Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 19 Σεπτεμβρίου 2005, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως C (2005) 1867 τελικό της Επιτροπής, της 27ης Ιουνίου 2005, για τη μείωση του ποσού της ενισχύσεως που χορηγήθηκε από το Ταμείο Συνοχής προς την ομάδα προγραμμάτων 97/11/61/028, που αφορά τη συγκέντρωση και επεξεργασία λυμάτων στη μεσογειακή ακτή της Αυτόνομης Περιοχής της Βαλένθια (Ισπανία).

2       Με το δικόγραφο της προσφυγής ορίζεται ότι η προσφεύγουσα εκπροσωπείται από τον J.‑V. Sánchez-Tarazaga Marcelino, «letrado», της νομικής υπηρεσίας της προσφεύγουσας. Το δικόγραφο συνοδεύεται από βεβαίωση του υποδιευθυντή της νομικής υπηρεσίας της προσφεύγουσας, με την οποία βεβαιώνεται ότι εξουσιοδοτείται ο J.‑V. Sánchez-Tarazaga Marcelino να εκπροσωπήσει την προσφεύγουσα στην υπό κρίση διαφορά.

3       Στις 25 Νοεμβρίου 2005 το Πρωτοδικείο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου, 44, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, κάλεσε την προσφεύγουσα να δηλώσει αν ο εκπρόσωπός της είχε την ιδιότητα του δικηγόρου μέλους του δικηγορικού συλλόγου της Ισπανίας και να προσκομίσει ενδεχομένως τα αντίστοιχα έγγραφα. Συγχρόνως, οι διάδικοι ενημερώθηκαν ότι η προθεσμία για το υπόμνημα αντικρούσεως είχε ανασταλεί μέχρι νεωτέρας. Στις 7 Δεκεμβρίου 2005 ο J.‑V. Sánchez-Tarazaga Marcelino απάντησε ότι αν και δεν ήταν μέλος του δικηγορικού συλλόγου είχε όμως δικαίωμα, δυνάμει του ισπανικού δικαίου, να εκπροσωπεί την προσφεύγουσα ενώπιον των εθνικών και κοινοτικών δικαστηρίων.

4       Στις 22 Δεκεμβρίου 2005 η Comunidad Autónoma de Andalucía – Junta de Andalucía κατέθεσε αίτηση παρεμβάσεως. Η προσφεύγουσα και η Επιτροπή υπέβαλαν παρατηρήσεις επί του παραδεκτού της αιτήσεως παρεμβάσεως στις 7 και 18 Μαρτίου 2006, αντίστοιχα.

 Σκεπτικό

5       Κατά το άρθρο 111 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, όταν το Πρωτοδικείο επιλαμβάνεται προσφυγής προδήλως απαράδεκτης ή προδήλως στερούμενης παντελώς νομικής βάσεως, μπορεί, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.

6       Στην προκειμένη περίπτωση το Πρωτοδικείο αποφασίζει κατ’ εφαρμογή του άρθρου αυτού να αποφανθεί χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

7       Σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 3, του Οργανισμού του Δικαστηρίου που έχει εφαρμογή στη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου δυνάμει του άρθρου 53 του ίδιου Οργανισμού, οι μη προνομιούχοι διάδικοι οφείλουν να εκπροσωπούνται ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων από δικηγόρο, δηλαδή, κατά την ισπανική απόδοση, από «abogado». Εξάλλου, από το άρθρο 19, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι πρέπει να πληρούνται οι δύο σωρευτικές προϋποθέσεις προκειμένου ένα πρόσωπο να μπορεί να εκπροσωπεί εγκύρως ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων τους διαδίκους πλην των κρατών μελών και των κοινοτικών οργάνων, δηλαδή, ότι πρέπει να είναι δικηγόρος και ότι πρέπει να δικαιούται να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ή άλλου κράτους συμβαλλομένου στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ). Οι απαιτήσεις αυτές αποτελούν ουσιώδεις τυπικούς κανόνες των οποίων η μη τήρηση συνεπάγεται το απαράδεκτο της προσφυγής.

8       Η επιταγή του άρθρου 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο δικηγόρος θεωρείται ως συνεργάτης της δικαιοσύνης, ο οποίος καλείται να παράσχει, με κάθε ανεξαρτησία και χάριν του προέχοντος συμφέροντος αυτής, τη νομική προστασία που χρειάζεται ο πελάτης. Η προστασία αυτή έχει ως αντιστάθμισμα την επαγγελματική πειθαρχία, η οποία επιβάλλεται και ελέγχεται χάριν του γενικού συμφέροντος από τα εξουσιοδοτημένα προς τούτο όργανα. Μια τέτοια αντίληψη ανταποκρίνεται στην κοινή στα κράτη μέλη νομική παράδοση και συναντάται επίσης στην κοινοτική έννομη τάξη [απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Μαΐου 1982, 155/79, AM & S κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 1575, σκέψη 24, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 28ης Φεβρουαρίου 2005, T‑445/04, ET κατά ΓΕΕΑ – Aparellaje eléctrico (UNEX), που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 8].

9       Η ανεξαρτησία αυτή και το προέχον συμφέρον της δικαιοσύνης θα ετίθεντο σε κίνδυνο αν γινόταν δεκτό ότι μπορεί και άλλος διάδικος πέραν αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 19, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου (οι λεγόμενοι «προνομιούχοι διάδικοι») να εκπροσωπηθεί ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων από πρόσωπο που δεν έχει την ιδιότητα του δικηγόρου μέλους του δικηγορικού συλλόγου, αλλά συνδέεται με αυτόν με εργασιακή σχέση. Το πρόσωπο αυτό αποτελεί εκπρόσωπο υπό την έννοια του άρθρου 19, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Πάντως, η δυνατότητα εκπροσωπήσεως από εκπροσώπους επιφυλάσσεται, δυνάμει του άρθρου 19, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, μόνο στους προνομιούχους διαδίκους.

10     Δεδομένου ότι ο J.‑V. Sánchez-Tarazaga Marcelino δεν είναι εγγεγραμμένος στον δικηγορικό σύλλογο, δεν είναι δικηγόρος (abogado) κατά την έννοια του άρθρου 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Επομένως, έστω και αν μπορεί, κατά την ισπανική νομοθεσία, να εκπροσωπεί την προσφεύγουσα, η οποία δεν περιλαμβάνεται στους προνομιούχους διαδίκους, στο πλαίσιο προσφυγής ενώπιον όλων των δικαστηρίων, δεν πληροί την πρώτη από τις δύο σωρευτικές προϋποθέσεις του άρθρου 19, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού αυτού και, επομένως, δεν έχει δικαίωμα να εκπροσωπεί την προσφεύγουσα ενώπιον του Πρωτοδικείου.

11     Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, σε άλλη υπόθεση, αυτόνομη ισπανική περιοχή εκπροσωπήθηκε από μέλος της νομικής της υπηρεσίας που δεν ήταν εγγεγραμμένο σε δικηγορικό σύλλογο (διάταξη του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουλίου 2004, T-29/03, Comunidad Autónoma de Andalucía κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2923). Συγκεκριμένα, στην υπόθεση εκείνη, η Επιτροπή είχε αρχικά θέσει το ζήτημα της εκπροσωπήσεως της προσφεύγουσας στο πλαίσιο ενστάσεως απαραδέκτου την οποία είχε στη συνέχεια αποσύρει. Δεδομένου ότι η προσφυγή απορρίφθηκε βάσει άλλου σκεπτικού, το Πρωτοδικείο δεν αποφάνθηκε, με τη διάταξη εκείνη, επί του θέματος της εκπροσωπήσεως της προσφεύγουσας.

12     Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη.

13     Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν χρειάζεται να δοθεί απάντηση στην αίτηση παρεμβάσεως της Comunidad Autónoma de Andalucía – Junta de Andalucía.

 Επί των δικαστικών εξόδων

14     Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής. Ωστόσο, η προσφεύγουσα, η Επιτροπή και η Comunidad Autónoma de Andalucía – Junta de Andalucía θα φέρουν τα σχετικά με την αίτηση παρεμβάσεως έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη.

2)      Παρέλκει να δοθεί απάντηση επί της αιτήσεως παρεμβάσεως.

3)      Η προσφεύγουσα φέρει τα έξοδά της καθώς και τα έξοδα της Επιτροπής, εκτός από τα σχετικά με την αίτηση παρεμβάσεως έξοδα.

4)      Η προσφεύγουσα, η Επιτροπή και η Comunidad Autónoma de Andalucía – Junta de Andalucía φέρουν τα σχετικά με την αίτηση παρεμβάσεως έξοδά τους.

Λουξεμβούργο, 5 Ιουλίου 2006.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       J. Pirrung


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.

Top