EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62003CC0335

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Geelhoed της 18ης Νοεμβρίου 2004.
Πορτογαλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
ΕΓΤΠΕ - Πριμοδότηση βοείου κρέατος - Έλεγχοι - Αντιπροσωπευτικότητα των δειγματοληψιών - Μεταφορά του αποτελέσματος ενός ελέγχου στα προηγούμενα έτη - Αιτιολογία.
Υπόθεση C-335/03.

Συλλογή της Νομολογίας 2005 I-02955

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2004:731

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

L. A. GEELHOED

της 18ης Νοεμβρίου 2004 (1)

Υπόθεση C-335/03

Πορτογαλική Δημοκρατία

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ακύρωση της αποφάσεως 2003/364/EΚ της Επιτροπής, της 15ης Μαΐου 2003, για τον αποκλεισμό από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων (ΕΕ L 124, σ. 45) – Κατ’ αποκοπήν διορθώσεις των δαπανών που δηλώθηκαν από την Πορτογαλία για το οικονομικό έτος 1999 – Πριμοδότηση για θηλάζουσες αγελάδες και ειδική πριμοδότηση για τους παραγωγούς βοείου κρέατος»





I –    Εισαγωγή

1.     Στην παρούσα υπόθεση, η Πορτογαλική Δημοκρατία ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως 2003/364/ΕΚ της Επιτροπής, της 15ης Μαΐου 2003, για τον αποκλεισμό από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων (2). Η υπό κρίση προσφυγή αφορά την άρνηση της Επιτροπής να επιστρέψει συνολικό ποσό 2 446 684,20 ευρώ στην Πορτογαλική Δημοκρατία.

II – Νομικό πλαίσιο

2.     Το νομικό πλαίσιο που αφορά τη χρηματοδότηση της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής και την έγκριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ έχει ήδη αναλυθεί επανειλημμένως κατά τρόπο εξαντλητικό σε διάφορες προτάσεις και αποφάσεις. Για λεπτομερή έκθεση του νομικού αυτού πλαισίου, θα αναφερθώ κυρίως στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 22ας Ιανουαρίου 2004 καθώς και στην απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση Γερμανία κατά Επιτροπής (3).

III – Τα πραγματικά περιστατικά και η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

3.     Από τις 18 έως τις 22 Σεπτεμβρίου 2000, η Επιτροπή διενήργησε μια σειρά ελέγχων στην Πορτογαλία για να εξακριβώσει αν ετηρούντο οι ισχύουσες κοινοτικές διατάξεις. Οι έλεγχοι αυτοί πραγματοποιήθηκαν σε διάφορες κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις του Alentejo.

4.     Βάσει των ελέγχων αυτών, η Επιτροπή πληροφόρησε τις πορτογαλικές αρχές, με έγγραφο της 20ής Μαρτίου 2001, ότι είχε κινήσει έρευνα, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1663/95 (4), καθόσον δεν είχαν πλήρως τηρηθεί, στον τομέα του βοείου κρέατος, οι διατάξεις των κανονισμών (ΕΟΚ) 805/68 (5), 3886/92 (6), 3508/92 (7) και 3887/92 (8), καθώς και (ΕΚ) 1254/1999 (9) και 2342/1999 (10).

5.     Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό βάσει των ακόλουθων διαπιστώσεων. Καταρχάς, το ποσοστό επιτοπίων ελέγχων κατά την περίοδο υποχρεωτικής παραμονής των ζώων ανερχόταν στο 4,4 %, ενώ το κοινοτικό δίκαιο απαιτούσε τουλάχιστον ποσοστό 5 % επιτοπίων ελέγχων κατά την οικεία περίοδο βάσει του άρθρου 6 του κανονισμού 3887/92 (11). Επιπλέον, οι Πορτογάλοι παραγωγοί χρησιμοποιούσαν διαφορετικά σήματα αναγνώρισης. Έτσι, χρησιμοποιούνταν τα συνήθη πορτοκαλί σήματα, τα παλαιά σήματα μεταλλικού τύπου, τα κίτρινα σήματα και τα πράσινα σήματα του προγράμματος (IDEA) της Επιτροπής, το οποίο χρησιμοποιεί την ηλεκτρονική σήμανση για την καταχώριση και την ανιχνευσιμότητα των ζώων εντός της Κοινότητας. Επιπλέον, σε ορισμένα ζώα η σήμανση είχε πραγματοποιηθεί με σίδερο ή/και με τατουάζ στα πλευρά. Μεγάλος αριθμός ζώων δεν είχαν αναγνωριστεί με τα επισήμως διανεμόμενα ενώτια, αλλά με χειρόγραφα σήματα τοποθετημένα από τους ίδιους τους παραγωγούς.

6.     Με επιστολή της 28ης Μαΐου 2001, οι πορτογαλικές αρχές αμφισβήτησαν τις παρατυπίες που είχαν διαπιστωθεί. Πρώτον, η Πορτογαλική Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι είχε πράγματι τηρήσει κατά το οικείο έτος το ελάχιστο απαιτούμενο ποσοστό του 5 % των ελέγχων. Δεύτερον, παρέσχε διευκρινίσεις όσον αφορά τα διάφορα χρησιμοποιούμενα ενώτια. Τα παλαιά μεταλλικά ενώτια χρησιμοποιήθηκαν για τα ζώα που είχαν αναγνωριστεί πριν από τον Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο του 1998 και δεν αντικαταστάθηκαν. Τα κίτρινα σήματα χρησιμοποιήθηκαν από ορισμένους παραγωγούς για τη δική τους διαχείριση. Τα ζώα που είχαν σημανθεί με σίδηρο ή/και με τατουάζ στα πλευρά αποτελούν ταύρους μάχης. Όσον αφορά τους τελευταίους αυτούς, τα σήματα αναγνωρίσεως πρέπει να μπορούν να αναγνωσθούν από μεγάλη απόσταση. Κατά τις πορτογαλικές αρχές, τα χειρόγραφα σήματα είχαν χρησιμοποιηθεί λόγω της απωλείας των επισήμων ενωτίων· είχαν ωστόσο την ίδια αξία με τους επίσημους αριθμούς αναγνωρίσεως.

7.     Εν συνεχεία, με επιστολή της 31ης Οκτωβρίου 2001, η Επιτροπή κάλεσε τις πορτογαλικές αρχές σε διμερή σύσκεψη. Πρόσθεσε ότι σχεδίαζε να προβεί σε κατ’ αποκοπή διόρθωση 2 % των δαπανών που είχε δηλώσει η Πορτογαλία για το οικονομικό έτος 1999 όσον αφορά την πριμοδότηση για τη θηλάζουσα αγελάδα, καθώς και σε κατ’ αποκοπή διόρθωση 5 % των δαπανών που είχε δηλώσει η Πορτογαλία για το ίδιο οικονομικό έτος όσον αφορά την ειδική πριμοδότηση για τους παραγωγούς βοείου κρέατος.

8.     Η διμερής σύσκεψη πραγματοποιήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2001 στις Βρυξέλλες. Με επίσημη ανακοίνωση της 20ής Φεβρουαρίου 2002, η Επιτροπή διαβίβασε στην Πορτογαλική Δημοκρατία τα συμπεράσματά της κατόπιν της διμερούς συσκέψεως. Με επιστολή της της 30ής Μαΐου 2002, η Επιτροπή ανακοίνωσε εν συνεχεία τυπικώς τα συμπεράσματά της στις πορτογαλικές αρχές, αναφερόμενη στην απόφαση 94/442/EΚ (12). Οι πορτογαλικές αρχές ζήτησαν εν συνεχεία την κίνηση διαδικασίας συμβιβασμού. Η διαδικασία αυτή δεν κατέστησε ωστόσο δυνατή την προσέγγιση των απόψεων των διαδίκων. Μετά την αποτυχία της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση στις 15 Μαΐου 2003.

9.     Με την απόφαση 2003/364/EΚ, η Επιτροπή απέκλεισε ορισμένες δαπάνες των κρατών μελών από τη χρηματοδότηση του ΕΓΤΠΕ. Όπως προκύπτει από το άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής, καθώς και από τα παραρτήματά της, για το οικονομικό έτος 1999, όσον αφορά την Πορτογαλική Δημοκρατία, αποκλείστηκαν από τη χρηματοδότηση οι ακόλουθες δαπάνες:

–       909 773,86 ευρώ όσον αφορά την πριμοδότηση για τη θηλάζουσα αγελάδα, συμπεριλαμβανομένης της πρόσθετης πριμοδοτήσεως,

–       1 087 047,53 ευρώ όσον αφορά την ειδική πριμοδότηση για το βόειο κρέας,

–       376 870,71 ευρώ όσον αφορά την πριμοδότηση εκτατικοποίησης και

–       72 992,11 ευρώ όσον αφορά τις άμεσες πληρωμές στους παραγωγούς-Poseima.

10.   Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 31 Ιουλίου 2003, η Πορτογαλική Δημοκρατία ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 230, παράγραφος 1, ΕΚ, την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και την καταδίκη της καθής στα δικαστικά έξοδα. Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή και να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

IV – Η προσφυγή

11.   Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους, ήτοι: πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του νομικού καθεστώτος του άρθρου 6, παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3887/92· εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών σχετικά με τις δαπάνες που δήλωσαν οι πορτογαλικές αρχές για το οικονομικό έτος 1999, όσον αφορά την πριμοδότηση για τη διατήρηση της αγέλης θηλαζουσών αγελάδων· και παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 253 ΕΚ.

 Α –       Πρώτος λόγος ακυρώσεως: πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του νομικού καθεστώτος του άρθρου 6, παράγραφος 5, του κανονισμού 3887/92

Παρατηρήσεις των διαδίκων

12.   Η Πορτογαλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι, κατά το επίμαχο έτος, τήρησε το κατώτατο ποσοστό ελέγχων που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 5, του κανονισμού 3887/92. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή αναφέρει «ελάχιστους ελέγχους ζώων». Κατά την Πορτογαλική Κυβέρνηση, οι αιτήσεις ενισχύσεων για ζώα και οι αντίστοιχοι έλεγχοι πρέπει να ερμηνεύονται και να αξιολογούνται με βάση το ενιαίο της εκμεταλλεύσεως ή, με άλλα λόγια, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των καθεστώτων ενισχύσεων για ζώα σε συνολικό επίπεδο. Κατά συνέπεια, αντίθετα προς αυτά που φαίνεται να ισχυρίζεται η Επιτροπή, το άρθρο 6, παράγραφος 5, του κανονισμού δεν σημαίνει ότι κάθε καθεστώς πρέπει να ελέγχεται χωριστά.

13.   Οι πορτογαλικές αρχές επέλεξαν μια προσέγγιση σύμφωνα με την οποία οι εκμεταλλεύσεις υποβάλλουν μια ολοκληρωμένη αίτηση, κοινή για τα διάφορα καθεστώτα ενισχύσεων για ζώα που είναι διαθέσιμα στο πλαίσιο του τμήματος Εγγυήσεων του ΕΓΤΠΕ, στο πλαίσιο της οποίας διενεργούνται οι έλεγχοι. Συναφώς, κατά το επίμαχο έτος, τηρήθηκε το ελάχιστο κανονιστικό επίπεδο ελέγχων των αιτήσεων που διενεργήθηκαν επί τόπου και κατά την περίοδο υποχρεωτικής παραμονής των ζώων στην εκμετάλλευση.

14.   Η Πορτογαλική Κυβέρνηση φρονεί ότι το άρθρο 6, παράγραφος 5, του κανονισμού, ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, δεν διέκρινε μεταξύ των διαφόρων καθεστώτων ενισχύσεων όσον αφορά την υποχρέωση ελέγχου του 5 % των αιτήσεων ενισχύσεων για ζώα κατά την περίοδο υποχρεωτικής παραμονής των ζώων στην εκμετάλλευση, οπότε, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, η συμπεριφορά των πορτογαλικών αρχών ήταν σύμφωνη προς την προπαρατεθείσα διάταξη. Η Πορτογαλική Κυβέρνηση αναφέρεται επίσης στο άρθρο 6, παράγραφος 5, του κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1678/98 (13), που ορίζει ότι «οι επιτόπιοι έλεγχοι σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό μπορούν να πραγματοποιηθούν σε συνδυασμό με οποιονδήποτε άλλον έλεγχο που προβλέπεται από την κοινοτική νομοθεσία» (14).

15.   Η Πορτογαλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το ποσοστό των ελέγχων για τις ολοκληρωμένες αιτήσεις ενισχύσεων για ζώα υπερβαίνει το 5 %. Είναι αληθές ότι το ποσοστό των ελέγχων που αφορούν το καθεστώς των πριμοδοτήσεων στον τομέα του βοείου κρέατος κατά την περίοδο υποχρεωτικής παραμονής των ζώων αυτών ήταν 4,4 %· ωστόσο, αν ληφθεί υπόψη ότι ο μέσος όρος των ποσοστών ελέγχων που αφορούν τα καθεστώτα των πριμοδοτήσεων στον τομέα του βοείου κρέατος, των πριμοδοτήσεων για τη διατήρηση της αγέλης θηλαζουσών αγελάδων και των πριμοδοτήσεων για τους παραγωγούς βοείου και αιγείου κρέατος, το ποσοστό των ελέγχων είναι 6,3 %.

16.   Η Πορτογαλική Κυβέρνηση παραθέτει επίσης το άρθρο 6, παράγραφος 5, του κανονισμού 3887/92, όπως τροποποιήθηκε κατόπιν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2801/99 (15). Η διάταξη αυτή προβλέπει τα εξής: «[…] Οι επιτόπιοι έλεγχοι που αφορούν πριμοδοτήσεις για ζώα πρέπει να καλύπτουν όλα τα ζώα που πρέπει να ελεγχθούν βάσει του καθεστώτος ενίσχυσης. Τουλάχιστον 50 % των ελάχιστων ελέγχων των ζώων πρέπει να διενεργούνται κατά τη διάρκεια της υποχρεωτικής περιόδου παραμονής. […] Οι επιτόπιοι έλεγχοι βάσει του κανονισμού αυτού διενεργούνται, ενδεχομένως, μαζί με άλλους ελέγχους που προβλέπονται βάσει άλλων κοινοτικών κανόνων». Το μετέπειτα τροποποιηθέν άρθρο 6, παράγραφος 5, του κανονισμού 3887/92 διακρίνει σαφώς μεταξύ των διαφόρων καθεστώτων ενισχύσεων, αλλά τέθηκε σε ισχύ μόλις την 1η Ιανουαρίου 2000.

17.   Κατά συνέπεια, κατά την Πορτογαλική Κυβέρνηση, η Επιτροπή, εφαρμόζοντας εν προκειμένω το άρθρο 6, παράγραφος 5, του κανονισμού 3887/92, όχι ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, αλλά ως τροποποιήθηκε μετέπειτα με τον κανονισμό 2801/99, εφάρμοσε έναν καινοτόμο κανόνα αναδρομικώς, πράγμα που συνιστά παραβίαση των γενικών αρχών του δικαίου που είναι κοινές στα κράτη μέλη.

18.   Η Επιτροπή φρονεί ότι η θέση της Πορτογαλικής Κυβερνήσεως προσδίδει ανακριβές περιεχόμενο στο άρθρο 6, παράγραφο 3 και 5, του κανονισμού 3887/92 τόσο ως προς το πνεύμα όσο και ως προς το γράμμα των διατάξεων. Η θέση αυτή είναι εκ διαμέτρου αντίθετη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού διευκρινίζει τα εξής: «οι διοικητικοί και οι επιτόπιοι έλεγχοι πραγματοποιούνται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική εξακρίβωση της τήρησης των όρων για την παροχή των ενισχύσεων και των πριμοδοτήσεων». Αν γινόταν δεκτή η θέση της Πορτογαλικής Κυβερνήσεως, τούτο θα σήμαινε ότι θα αρκούσε ένα κράτος μέλος να ελέγχει το 10 % των ετήσιων ενισχύσεων όσον φορά το καθεστώς των πριμοδοτήσεων για τη διατήρηση της αγέλης θηλαζουσών αγελάδων, καθώς και το 10 % των αιτήσεων ενισχύσεων όσον αφορά το καθεστώς των πριμοδοτήσεων για τους παραγωγούς βοείου και αιγείου κρέατος. Θα προέκυπτε έτσι ένα ποσοστό ελέγχου 6,66 %, χωρίς να έχει ελεγχθεί ούτε μία αίτηση ενισχύσεως σχετικά με το καθεστώς των πριμοδοτήσεων για τον τομέα του βοείου κρέατος.

19.   Μια τέτοια ερμηνεία είναι απολύτως αντίθετη προς το κείμενο του άρθρου 7 του κανονισμού 3508/92, που προβλέπει ρητώς ότι: «το ολοκληρωμένο σύστημα ελέγχου αφορά το σύνολο των αιτήσεων ενίσχυσης που υποβάλλονται, ιδίως όσον αφορά τους ειδικούς ελέγχους, τους επιτόπιους ελέγχους και, ενδεχομένως, τις επαληθεύσεις με αεροπορική ή δορυφορική τηλεανίχνευση».

Εκτίμηση

20.   Το άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού 3887/92 ορίζει τα εξής: «οι επιτόπιοι έλεγχοι ασκούνται τουλάχιστον σε ευρύ δείγμα αιτήσεων. Το εν λόγω δείγμα πρέπει να αντιπροσωπεύει τουλάχιστον: – το 10 % των αιτήσεων για τη χορήγηση ενίσχυσης για ζώα ή των δηλώσεων συμμετοχής, […]». Η παράγραφος 5 του ίδιου άρθρου προβλέπει τα εξής: «τουλάχιστον το 50 % των ελάχιστων ελέγχων των ζώων διενεργούνται κατά τη διάρκεια της περιόδου υποχρεωτικής κατοχής τους.» Από τις πράξεις αυτές προκύπτει ότι ο αριθμός των ελέγχων των ζώων πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον στο 5 % κατά την περίοδο υποχρεωτικής παραμονής.

21.   Οι διάδικοι διαφωνούν όσον αφορά το περιεχόμενο της έκφρασης «ελάχιστοι έλεγχοι των ζώων». Η Πορτογαλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των ελέγχων που αφορούν όλα τα καθεστώτα ενισχύσεως για ζώα συνολικά. Ο μέσος όρος των ελέγχων είναι συνεπώς καθοριστικός για το αν έχει τηρηθεί η ελάχιστη απαίτηση του 5 % που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφοι 3 και 5, του κανονισμού 3887/92. Η Επιτροπή προτείνει μια άλλη ερμηνεία. Κατ’ αυτήν, η ελάχιστη απαίτηση του 5 % πρέπει να τηρείται για έκαστο των καθεστώτων χωριστά.

22.   Η έκφραση «ελάχιστοι έλεγχοι των ζώων» θεωρώ ότι πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι πρέπει να τηρείται για κάθε καθεστώς ενισχύσεως χωριστά το ελάχιστο ποσοστό που επιβάλλει το άρθρο 6, παράγραφοι 3 και 5, του κανονισμού 3887/92. Αν ακολουθούνταν η συλλογιστική της Πορτογαλικής Κυβερνήσεως θα εθίγετο σοβαρά η πρακτική αποτελεσματικότητα της διατάξεως αυτής. Κάθε άλλη ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφοι 3 και 5, του κανονισμού θα σήμαινε ότι θα αρκούσε η Πορτογαλική Κυβέρνηση να ελέγξει μόνο τις αιτήσεις ενισχύσεων που αφορούν το καθεστώς των πριμοδοτήσεων για τη διατήρηση της αγέλης θηλαζουσών αγελάδων και τις αιτήσεις ενισχύσεων που αφορούν το καθεστώς των πριμοδοτήσεων για τους παραγωγούς βοείου και αιγείου κρέατος. Τούτο θα συνεπαγόταν ότι δεν θα έπρεπε να ελεγχθεί καμία αίτηση ενισχύσεως αφορώσα το καθεστώς των πριμοδοτήσεων στον τομέα του βοείου κρέατος. Επομένως, μια τέτοια ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφοι 3 και 5, του κανονισμού 3887/92 δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

23.   Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το ποσοστό των ελέγχων που αφορούν το καθεστώς των πριμοδοτήσεων για τον τομέα του βοείου κρέατος ήταν 4,4 % κατά την περίοδο υποχρεωτικής παραμονής των ζώων αυτών και ότι το άρθρο 6, παράγραφος 3 και 5, του κανονισμού 3887/92 δεν μπορεί να ερμηνευθεί παρά κατά έναν και μόνο τρόπο, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Πορτογαλική Κυβέρνηση δεν τήρησε την ελάχιστη απαίτηση του 5 % των ελέγχων που προβλέπει ο κανονισμός 3887/92.

24.   Κατά συνέπεια, κατά τη γνώμη μου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως της Πορτογαλικής Κυβερνήσεως είναι αβάσιμος.

 Β –       Δεύτερος λόγος ακυρώσεως: εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών σχετικά με τις δαπάνες που δήλωσαν οι πορτογαλικές αρχές για το οικονομικό έτος 1999 όσον αφορά την πριμοδότηση για τη διατήρηση της αγέλης θηλαζουσών αγελάδων

Παρατηρήσεις των διαδίκων

25.   Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως των πορτογαλικών αρχών έχει τρία σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά την ημερομηνία κατά την οποία διαπιστώθηκαν οι παρατυπίες. Το δεύτερο αφορά τη σημασία των διαπιστώσεων αυτών· και το τρίτο αφορά την αντιπροσωπευτικότητα της δειγματοληψίας.

26.   Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, η Πορτογαλική Κυβέρνηση φρονεί ότι οι παρατυπίες κατά την αναγνώριση των ζώων που η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι διαπίστωσε με τους ελέγχους που διενήργησε στις εκμεταλλεύσεις του Alentejo τον Σεπτέμβριο του 2000 δεν μπορούν να χρησιμεύσουν ως βάση για να δικαιολογηθούν οι κατ’ αποκοπήν διορθώσεις στις δαπάνες που αφορούν το οικονομικό έτος 1999. Η Επιτροπή διενήργησε μια σειρά ελέγχων στην Πορτογαλία μεταξύ 18 και 22 Σεπτεμβρίου 2000, οπότε τα αποτελέσματα των ελέγχων αυτών θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη για την περίοδο εμπορίας 2000 και όχι για την περίοδο εμπορίας 1999.

27.   Η Επιτροπή παραθέτει στο υπόμνημά της αντικρούσεως το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 729/70/ΕΟΚ του Συμβουλίου, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1287/95/ΕΚ (16), το οποίο ορίζει ότι «η απόρριψη χρηματοδότησης δεν μπορεί να αφορά δαπάνες προγενέστερες του τελευταίου εικοσιτετραμήνου πριν από τη γραπτή ανακοίνωση της Επιτροπής στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος των αποτελεσμάτων αυτών των εξακριβώσεων […]».

28.   Οι πορτογαλικές αρχές το αμφισβητούν αυτό και τονίζουν ότι η Επιτροπή δεν κάνει καμία διάκριση μεταξύ δύο χωριστών ζητημάτων. Το πρώτο ζήτημα αφορά την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να κοινοποιούνται οι συνέπειες των αποτελεσμάτων των εξακριβώσεων που πραγματοποίησε η Επιτροπή και το δεύτερο ζήτημα αφορά το οικονομικό έτος στο οποίο αναφέρονται οι εξακριβώσεις αυτές.

29.   Με το δεύτερο σκέλος του λόγου ακυρώσεως, η Πορτογαλική Κυβέρνηση αμφισβητεί τη σημασία των παρατυπιών που διαπίστωσε η Επιτροπή. Η Πορτογαλία πληρούσε στο παρελθόν και εξακολουθεί να πληροί τις προϋποθέσεις του καθεστώτος αναγνωρίσεως των βοοειδών (17), όσον αφορά επίσης τους χειρόγραφους αριθμούς αναγνωρίσεως. Οι αριθμοί αυτοί συνιστούν αποκλειστικά προσωρινό μέτρο. Η ενδιάμεση αυτή λύση χρησιμοποιείται προκειμένου τα ζώα που φέρουν τον επίσημο αριθμό αναγνωρίσεως να σημαίνονται μέχρι την ημέρα κατά την οποία η αρμόδια αρχή θα επιθέσει τα οριστικά ενώτια. Η Πορτογαλική Κυβέρνηση τονίζει ότι οι χειρόγραφοι αριθμοί αναγνωρίσεως έχουν την ίδια αξία με τους επίσημους αριθμούς αναγνωρίσεως που εμφαίνονται στο διαβατήριο των οικείων ζώων, οπότε δεν μπορεί να υπάρχει κανένα πρόβλημα όσον αφορά την αναγνώρισή τους.

30.   Η Επιτροπή αντικρούει τη θέση αυτή αναφερόμενη στην ανακεφαλαιωτική έκθεση που μνημονεύει τις ανεπάρκειες όσον αφορά την αναγνώριση των ζώων. Οι τοπικοί ελεγκτές δέχθηκαν χωρίς πρόβλημα τους χειρόγραφους αριθμούς αναγνωρίσεως. Μια τέτοια πρακτική δεν είναι σύμφωνη προς το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 3887/92 (18), το οποίο προβλέπει ότι «οι διοικητικοί και οι επιτόπιοι έλεγχοι πραγματοποιούνται κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική εξακρίβωση της τήρησης των όρων για την παροχή των ενισχύσεων και των πριμοδοτήσεων».

31.   Με το τρίτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως, η Πορτογαλική Κυβέρνηση προσάπτει στην Επιτροπή ότι εκτίμησε εσφαλμένα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, καθόσον δεν έλαβε υπόψη τις συγκεκριμένες εν προκειμένω περιστάσεις. Η Επιτροπή αναφέρει ως βάση για την εφαρμογή της χρηματοδοτικής διορθώσεως το γεγονός ότι ορισμένα ζώα έφεραν ενώτια επιτεθειμένα από τον παραγωγό και είχαν αριθμό αναγνωρίσεως τον οποίο αυτός χρησιμοποιούσε και ο οποίος είναι διαφορετικός από τον αριθμό που είχαν δώσει οι αρμόδιες αρχές. Η Επιτροπή φρονεί ότι η πρακτική αυτή αυξάνει τον κίνδυνο καταβολής περισσοτέρων της μιας πριμοδοτήσεων για το ίδιο ζώο. Κατά την Πορτογαλική Κυβέρνηση, η Επιτροπή πρέπει επίσης να λάβει υπόψη τις περιστάσεις υπό τις οποίες ακολουθήθηκε η πρακτική αυτή. Επρόκειτο μόνο για έξι παραγωγούς της ίδιας περιφέρειας. Η περιφέρεια αυτή έχει ορισμένα ειδικά χαρακτηριστικά που τη διακρίνουν από την υπόλοιπη χώρα. Η κτηνοτροφία στο Alentejo έχει εκτατικό χαρακτήρα, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι οι παραγωγοί έχουν περισσότερες δυσκολίες να ελέγξουν τα ζώα. Επομένως, η δειγματοληψία δεν είναι αντιπροσωπευτική.

32.   Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι μια περιφέρεια μπορεί πράγματι να έχει ορισμένα ειδικά χαρακτηριστικά, αλλά οι κοινοτικοί κανόνες πρέπει παρ’ όλα αυτά να τηρούνται.

Εκτίμηση

33.   Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, η Πορτογαλική Κυβέρνηση θέτει το ζήτημα του έτους στο οποίο αναφέρονται οι κατ’ αποκοπήν διορθώσεις. Κατά την κυβέρνηση αυτή, τα αποτελέσματα των ελέγχων που διενεργήθηκαν πρέπει να ληφθούν υπόψη για την περίοδο εμπορίας 2000 και όχι για την περίοδο εμπορίας 1999.

34.   Αντίθετα προς τα όσα υποστηρίζει η Πορτογαλική Κυβέρνηση, το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 729/70 παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να αρνείται τη χρηματοδότηση για δαπάνες πραγματοποιηθείσες εντός των είκοσι τεσσάρων μηνών πριν από τη γραπτή ανακοίνωση της Επιτροπής στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος των αποτελεσμάτων αυτών των εξακριβώσεων. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή μπορούσε να λάβει υπόψη τα αποτελέσματα των ελέγχων που διενεργήθηκαν για την περίοδο εμπορίας 1999.

35.   Επιπλέον, με το δικόγραφο προσφυγής και το υπόμνημα απαντήσεως, η Πορτογαλική Κυβέρνηση δεν αντέκρουσε το γεγονός ότι πολλά ζώα είχαν σημανθεί μόνο με χειρόγραφους αριθμούς αναγνωρίσεως. Μια τέτοια πρακτική είναι αντίθετη προς το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 820/97. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι: «[ό]λα τα ζώα σε μια εκμετάλλευση που γεννήθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 1998 ή που προορίζονται για το ενδοκοινοτικό εμπόριο μετά την ημερομηνία αυτή, επισημαίνονται με ενώτιο το οποίο τοποθετείται σε κάθε αυτί και είναι εγκεκριμένο από την αρμόδια αρχή». Θεωρώ ότι η δικαιολογία που προέβαλε η Πορτογαλική Κυβέρνηση, ήτοι ότι ο χειρόγραφος αριθμός αναγνωρίσεως αποτελεί απλώς ενδιάμεση λύση, δεν αποδεικνύει πειστικά ότι η αναγνώριση των ζώων τέθηκε σε εφαρμογή επαρκώς κατά νόμον.

36.   Περαιτέρω, η Πορτογαλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι ανεπάρκειες που διαπιστώθηκαν στην περιφέρεια του Alentejo αφορούν μόνο την περιφέρεια αυτή και δεν μπορούν να επεκταθούν σε άλλες περιφέρειες.

37.   Κατά πάγια νομολογία, για να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών, η Επιτροπή δεν οφείλει να αποδείξει εξαντλητικώς την ανεπάρκεια των διενεργηθέντων από τις εθνικές διοικήσεις ελέγχων ή την παρατυπία των διαρθρωτικών στοιχείων που διαβιβάστηκαν από αυτές, αλλά οφείλει να προσκομίσει ένα αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με τη σοβαρή και εύλογη αμφιβολία που έχει όσον αφορά τους ελέγχους αυτούς και αυτά τα αριθμητικά στοιχεία. Η ελάφρυνση του βάρους αποδείξεως που φέρει η Επιτροπή εξηγείται από το γεγονός ότι το κράτος μέλος είναι σε ευνοϊκότερη θέση για να συλλέξει και να επαληθεύσει τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, και σ’ αυτό συνεπώς εναπόκειται να προσκομίσει την πλέον λεπτομερή και πλήρη απόδειξη του υποστατού των ελέγχων του ή των αριθμητικών στοιχείων και, ενδεχομένως, της ανακριβείας των ισχυρισμών της Επιτροπής (19).

38.   Τα κράτη μέλη είναι προσωπικώς υπεύθυνα για τις παραβάσεις των κανόνων της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών, όπως προκύπτει από το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 729/70, το οποίο τους επιβάλει τη γενική υποχρέωση να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζουν την πραγματοποίηση και την κανονικότητα των χρηματοδοτούμενων από το Ταμείο πράξεων και για να προλαμβάνουν και να διώκουν τις ανωμαλίες, καθώς και για να ανακτούν τα απολεσθέντα εξαιτίας ανωμαλιών ή αμελειών ποσά.

39.   Επομένως, η επέκταση των στοιχείων που αφορούν μια ορισμένη περιφέρεια σε άλλες περιφέρειες δεν απαγορεύεται καταρχήν. Πρέπει ωστόσο να δικαιολογείται πάντοτε από τα πραγματικά περιστατικά.

40.   Συναφώς, πρέπει να τονισθεί ότι η Πορτογαλική Κυβέρνηση δεν αντέκρουσε επαρκώς κατά νόμο τις διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με τις ανεπάρκειες όσον αφορά την αναγνώριση των ζώων. Εναπέκειτο συνεπώς στην Πορτογαλική Κυβέρνηση, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα νομολογία, να προσκομίσει την πλέον λεπτομερή και πλήρη απόδειξη του υποστατού των ελέγχων της ή των αριθμητικών της στοιχείων, προκειμένου να αποδείξει ότι οι αμφιβολίες της Επιτροπής ήσαν αβάσιμες. Η απλή αναφορά στο γεγονός ότι η κατάσταση είναι διαφορετική σε κάθε περιφέρεια δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής.

41.   Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, θεωρώ ότι δεν πρέπει να γίνουν δεκτά τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα όσον αφορά την απόρριψη ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της πριμοδοτήσεως για τη διατήρηση της αγέλης θηλαζουσών αγελάδων.

 Γ –         Τρίτος λόγος ακυρώσεως: παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως η οποία προβλέπεται στο άρθρο 253 ΕΚ

42.   Η Πορτογαλική Κυβέρνηση προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν ανέφερε στην απόφασή της ποιες συμπεριφορές των πορτογαλικών αρχών είχαν κριθεί αντίθετες προς το κοινοτικό δίκαιο ούτε ποιοι νομικοί κανόνες είχαν παραβιαστεί από τις εν λόγω συμπεριφορές. Έτσι, κατά τις πορτογαλικές αρχές, η απόφαση δεν πληροί τις ελάχιστες απαιτούμενες προϋποθέσεις όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως. Οι ελάχιστες αυτές προϋποθέσεις είναι ακόμη αυστηρότερες όταν πρόκειται για αποφάσεις που επιβάλλουν κυρώσεις ή που συνεπάγονται αρνητικές συνέπειες, ιδίως χρηματοοικονομικές, για τους αποδέκτες τους, όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως είναι ουσιώδης για να διασφαλιστούν τα δικαιώματα άμυνας του προσώπου ή του οργανισμού που υφίσταται τις αρνητικές συνέπειες της εκδοθείσας πράξεως.

43.   Κατά την Επιτροπή, από τις πολυάριθμες επιστολές που αντάλλαξε με την Πορτογαλική Δημοκρατία προκύπτει ότι η αιτίαση που διατυπώνει η τελευταία αυτή είναι αβάσιμη. Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση εκθέτει επίσης τις νομικές βάσεις και την αιτιολογία. Επιπλέον, στην έβδομη αιτιολογική σκέψη ορίζεται ότι «[γ]ια τις περιπτώσεις που αφορά η παρούσα απόφαση, η εκτίμηση των ποσών που πρέπει να αποκλειστούν λόγω της μη συμφωνίας τους με τους κοινοτικούς κανόνες ανακοινώθηκε από την Επιτροπή στα κράτη μέλη στο πλαίσιο σχετικής συνοπτικής έκθεσης». Η εν λόγω συνοπτική έκθεση εκθέτει λεπτομερειακώς τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή προέβη στις κατ’ αποκοπή διορθώσεις.

Εκτίμηση

44.   Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως τον οποίο προβάλλει η Πορτογαλική Κυβέρνηση και ο οποίος αντλείται από ανεπάρκεια της αιτιολογίας δεν μπορεί, ούτε αυτός, να γίνει δεκτός. Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι: «[σ]την ιδιάζουσα αλληλουχία της επεξεργασίας των αποφάσεων περί εκκαθαρίσεως των λογαριασμών, η αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να θεωρείται επαρκής εφόσον το κράτος-αποδέκτης συνεργάστηκε στενά στη διαδικασία επεξεργασίας της αποφάσεως αυτής και γνώριζε τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι δεν έπρεπε να επιβαρύνει το ΕΓΤΠΕ με το επίδικο ποσό» (20).

45.   Οι πορτογαλικές αρχές συνδέθηκαν στενά με τη διαδικασία καταρτίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η έκδοσή της ανακοινώθηκαν τόσο με επιστολές που απηύθυνε η Επιτροπή στις πορτογαλικές αρχές όσο και με την προαναφερθείσα συνοπτική έκθεση και, επιπλέον, εξηγήθηκαν στην Πορτογαλική Κυβέρνηση στο πλαίσιο της διαδικασίας συμβιβασμού. Θεωρώ ότι ο τελευταίος λόγος ακυρώσεως πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθεί.

V –    Πρόταση

46.   Για τους λόγους αυτούς, προτείνω στο Δικαστήριο:

1.      να απορρίψει την προσφυγή,

2.      να καταδικάσει την Πορτογαλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ολλανδική.


2  – ΕΕ L 124, σ. 45.


3  – Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 22ας Ιανουαρίου 2004 στην υπόθεση C-332/01, Ελλάδα κατά Επιτροπής (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, Συλλογή 2004, σ. Ι-7699, Ι‑7703, σημεία 4 έως 9 και 18 έως 22) και απόφαση της 4ης Μαρτίου 2004, C-344/01, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. Ι-2081, σκέψεις 2 έως 14).


4  – Κανονισμός (ΕΚ) 1663/95 της Επιτροπής, της 7ης Ιουλίου 1995, για τη θέσπιση λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού 729/70 όσον αφορά τη διαδικασία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων (ΕΕ L 158, σ. 6).


5  – Κανονισμός (ΕΟΚ) 805/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/003, σ. 72), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2222/96 του Συμβουλίου, της 18ης Νοεμβρίου 1996 (ΕΕ L 296, σ. 50).


6  – Κανονισμός (ΕΟΚ) 3886/92 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1992, για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής όσον αφορά τα καθεστώτα επιδοτήσεων που προβλέπονται στον κανονισμό 805/68 και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 1244/82 και (ΕΟΚ) 714/89 (ΕΕ L 391, σ. 20), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2311/96 της Επιτροπής, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ L 313, σ. 9).


7  – Κανονισμός (ΕΟΚ) 3508/92 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1992, για τη θέσπιση ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου σχετικά με ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων (ΕΕ L 355, σ. 1).


8  – Κανονισμός (ΕΟΚ) 3887/92 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1992, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου σχετικά με ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων (ΕΕ L 391, σ. 36).


9  – Κανονισμός (ΕΚ) 1254/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος (ΕΕ L 160, σ. 21).


10  – Κανονισμός (ΕΚ) 2342/1999 της Επιτροπής, της 28ης Οκτωβρίου 1999, για καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1254/1999 του Συμβουλίου, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος, όσον αφορά τα καθεστώτα πριμοδοτήσεων (ΕΕ L 281, σ. 30).


11  – Προπαρατεθείς στην υποσημείωση 8.


12  – ΕΕ L 182, σ. 45.


13  – Κανονισμός (ΕΚ) 1678/98 της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 1998, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 3887/92 για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου σχετικά με ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων (ΕΕ L 212, σ. 23).


14  – Η διάταξη αυτή όπως τροποποιήθηκε, εφαρμόζεται στις αιτήσεις ενισχύσεων που υποβλήθηκαν την 1η Ιανουαρίου 1999 ή μετά την ημερομηνία αυτή.


15  – Κανονισμός (ΕΚ) 2801/1999 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 3887/92 για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου σχετικά με ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων (ΕΕ L 340, σ. 29).


16  – ΕΕ L 125, σ. 1.


17  – Κανονισμός (ΕΚ) 2629/97 της Επιτροπής, της 29ης Δεκεμβρίου 1997, για τη θέσπιση λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 820/97 του Συμβουλίου όσον αφορά τα ενώτια, τα μητρώα των εκμεταλλεύσεων και τα διαβατήρια στο πλαίσιο του συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών (ΕΕ L 354, σ. 19).


18  – Προπαρατεθείς στην υποσημείωση 8.


19  – Αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 1992, C-377/99, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. Ι-7421, σκέψη 95)· της 6ης Μαρτίου 2001, C-278/98, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. Ι-1501, σκέψεις 39 έως 41)· και της 19ης Ιουνίου 2003, C-329/00 Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. Ι-6103, σκέψη 68).


20  – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Οκτωβρίου 1998, C-27/94, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. Ι-5581, σκέψη 36) και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mischo στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Ιουνίου 2002, C-133/99, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. Ι-4943, σημεία 125 έως 127).

Top