EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62002CJ0424

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 15ης Ιουλίου 2004.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας.
Παράβαση κράτους - Οδηγία 75/439/ΕΟΚ - Διάθεση χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων - Κατά προτεραιότητα κατεργασία των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων δι' αναγεννήσεως.
Υπόθεση C-424/02.

Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-07249

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2004:452

Arrêt de la Cour

Υπόθεση C-424/02

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Ηνωμένου Βασίλειου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας

«Παράβαση κράτους μέλους – Οδηγία 75/439/ΕΟΚ – Διάθεση χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων – Κατά προτεραιότητα κατεργασία των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων δι’ αναγεννήσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διάθεση χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων – Οδηγία 75/439 – Υποχρέωση των κρατών μελών να προβαίνουν κατά προτεραιότητα στην κατεργασία των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων δι’ αναγεννήσεως – Όρια – Κωλύματα τεχνικής, οικονομικής και οργανωτικής φύσεως – Έννοια

(Οδηγία 75/439 του Συμβουλίου, άρθρο 3, § 1)

Όπως προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 75/439, περί διαθέσεως των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 87/101, τα «εμπόδια τεχνικής, οικονομικής και οργανωτικής φύσεως», στα οποία αναφέρεται το εν λόγω άρθρο εντάσσονται στο πλαίσιο διατάξεως η οποία εκφράζει κατά τρόπο συνολικό την επιβαλλόμενη στα κράτη μέλη υποχρέωση και, επομένως, ο κοινοτικός νομοθέτης δεν είχε την πρόθεση να προβλέψει περιορισμένες εξαιρέσεις από κανόνα γενικής εφαρμογής, αλλά να προσδιορίσει το πεδίο εφαρμογής και το περιεχόμενο της θετικής υποχρεώσεως να εξασφαλιστεί η κατά προτεραιότητα κατεργασία των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων δι’ αναγεννήσεως.

Συνεπώς, ο προσδιορισμός αυτών των κωλυμάτων δεν μπορεί να απόκειται στην αποκλειστική εκτίμηση των κρατών μελών. Πράγματι, πέραν του ότι η αποκλειστικώς εκ μέρους των κρατών μελών ερμηνεία θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, θα καθιστούσε το συμβατό της κατεργασίας με αναγέννηση προς τα κωλύματα, τεχνικής, οικονομικής και οργανωτικής φύσεως, προϋπόθεση της οποίας η πλήρωση θα εξηρτάτο πλήρως από τη βούληση του οικείου κράτους μέλους.

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 75/439, περί «κωλυμάτων τεχνικής, οικονομικής και οργανωτικής φύσεως», πρέπει να νοηθεί ως έκφραση της αρχής της αναλογικότητας, η οποία συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη υπέχουν την υποχρέωση να λάβουν μέτρα πρόσφορα και ανάλογα προς τον σκοπό της κατά προτεραιότητα κατεργασίας των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων δι’ αναγεννήσεως, υπό την έννοια ότι η ύπαρξη αυτών των κωλυμάτων συνιστά το όριο της θετικής αυτής υποχρεώσεως. Πράγματι, αν γινόταν δεκτό ότι οι επικρατούσες σε κράτος μέλος εθνικές, οικονομικές και οργανωτικές συνθήκες συνιστούν κωλύματα που αποκλείουν τη λήψη των μέτρων που προβλέπει η εν λόγω διάταξη, αυτό θα καθιστούσε τη διάταξη αυτή άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, καθόσον η επιβαλλόμενη στα κράτη μέλη υποχρέωση θα περιοριζόταν από τη διατήρηση του status quo, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται πραγματική υποχρέωση λήψεως των αναγκαίων μέτρων υπέρ της κατεργασίας των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων δι’ αναγεννήσεως.

(βλ. σκέψεις 20-23)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)
της 15ης Ιουλίου 2004(1)

Παράβαση κράτους – Οδηγία 75/439/ΕΟΚ – Διάθεση χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων – Κατά προτεραιότητα κατεργασία των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων δι' αναγεννήσεως

Στην υπόθεση C-424/02,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους X. Lewis και M. Κωνσταντινίδη, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενου από τον Μ. Bethell, επικουρούμενο από την Μ. Δημητρίου, barrister, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθού,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, παραλείποντας να θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί προς το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 75/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 1975, περί διαθέσεως των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 77), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 87/101/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1986 (ΕΕ L 42, σ. 43), που επιβάλλει στα κράτη μέλη να δίδουν προτεραιότητα στην κατεργασία των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων δι' αναγεννήσεως, ή, εν πάση περιπτώσει, παραλείποντας να κοινοποιήσει τις διατάξεις αυτές στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της εν λόγω οδηγίας,



ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),,



συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, A. Rosas, S. von Bahr, την R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια) και τον K. Lenaerts, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl
γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 4ης Μαρτίου 2004,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 15ης Ιουλίου 2004,

εκδίδει την ακόλουθη



Απόφαση



1
Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 22 Νοεμβρίου 2002, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, παραλείποντας να θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί προς το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 75/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 1975, περί διαθέσεως των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 77), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 87/101/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1986 (ΕΕ L 42, σ. 43) (στο εξής: οδηγία), που επιβάλλει στα κράτη μέλη να δίδουν προτεραιότητα στην κατεργασία των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων δι’ αναγεννήσεως, ή, εν πάση περιπτώσει, παραλείποντας να της κοινοποιήσει τις διατάξεις αυτές, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της εν λόγω οδηγίας.


Το νομικό πλαίσιο

2
Το άρθρο 3 της οδηγίας ορίζει ότι:

«1.
Εφόσον δεν υπάρχουν εμπόδια τεχνικής, οικονομικής και οργανωτικής φύσης, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να δίδεται προτεραιότητα στην κατεργασία των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων με αναγέννηση.

2.
Όταν δεν γίνεται αναγέννηση των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων, λόγω των εμποδίων που αναφέρονται στην παραπάνω παράγραφο, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε επεξεργασία των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων με καύση να πραγματοποιείται με όρους αποδεκτούς από την άποψη του περιβάλλοντος, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας αυτής, υπό τον όρο ότι η καύση αυτή είναι εφικτή από τεχνική, οικονομική και οργανωτική άποψη.

3.
Όταν δεν χρησιμοποιείται ούτε η μέθοδος της αναγέννησης ούτε η μέθοδος της καύσης των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων για τους λόγους που αναφέρονται στις παραπάνω παραγράφους 1 και 2, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν την ακίνδυνη καταστροφή τους ή την ελεγχόμενη αποθήκευση ή εναπόθεσή τους.»

3
Κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 87/101, τα κράτη μέλη όφειλαν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να έχουν συμμορφωθεί προς τις ανωτέρω υποχρεώσεις από 1ης Ιανουαρίου 1990.


Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

4
Κρίνοντας ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας δεν είχε μεταφερθεί στην εσωτερική νομοθεσία εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως κατά του Ηνωμένου Βασιλείου. Αφού έταξε στο εν λόγω κράτος μέλος προθεσμία προκειμένου να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του, του απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στις 21 Δεκεμβρίου 2001.

5
Με την απάντησή τους στην αιτιολογημένη αυτή γνώμη, οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου παρέσχον διαβεβαιώσεις περί της προθέσεώς τους να συμμορφωθούν πλήρως προς το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας. Με δεύτερη επιστολή που απέστειλαν στις 15 Μαΐου 2002, οι εν λόγω αρχές αναφέρθηκαν στα κωλύματα που ανακύπτουν για την αναγέννηση των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων, όπως το εύρος της αγοράς χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων που συλλέγονται και χρησιμοποιούνται ως καύσιμο, καθώς και η χαμηλή ζήτηση αναγεννημένου βασικού ορυκτελαίου.

6
Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την παρούσα προσφυγή.


Επί της προσφυγής

Επιχειρήματα των διαδίκων

7
Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Ηνωμένο Βασίλειο παραδέχεται ότι οφείλει ακόμη να λάβει μέτρα για τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας και για την κατά προτεραιότητα προώθηση της κατεργασίας των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων δι’ αναγεννήσεως.

8
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ανάληψη απλώς δεσμεύσεως περί λήψεως αποτελεσματικών μέτρων για την κατά προτεραιότητα προώθηση της αναγεννήσεως των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων, στο πλαίσιο των δυνατών επιλογών που λαμβάνουν υπόψη τα κωλύματα στα οποία προσκρούει η αναγέννηση, δεν συνιστά λήψη μέτρων για την κατά προτεραιότητα προώθηση της αναγεννήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

9
Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η απλή εξέταση αυτών των δυνατών επιλογών και ο προσδιορισμός των κωλυμάτων στα οποία προσκρούει η αναγέννηση δεν συνιστούν τα κατά την οδηγία απαιτούμενα μέτρα. Πρόκειται απλώς για προκαταρκτικές ενέργειες για τον προσδιορισμό της δυνατότητας εφαρμογής αυτής της διατάξεως σε περίπτωση που επιλεγεί η μέθοδος της αναγεννήσεως.

10
Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι δεν έχει ληφθεί κανένα συγκεκριμένο μέτρο που να διασφαλίζει την κατά προτεραιότητα επεξεργασία των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων Πράγματι, το Ηνωμένο Βασίλειο περιορίστηκε στην εξέταση των μέτρων που θα μπορούσαν μελλοντικά να ληφθούν προς επίτευξη αυτού του σκοπού. Καίτοι εντόπισε τις χρηματοοικονομικής φύσεως υποχρεώσεις που παρακωλύουν την προώθηση της επεξεργασίας των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων, δεν έκανε χρήση της δυνατότητας που προβλέπουν τα άρθρα 13 και 14 της οδηγίας περί χορηγήσεως αποζημιώσεων προς αντιστάθμιση του κόστους αυτής της επεξεργασίας. Επιπροσθέτως, η ισχύουσα για τον τομέα αυτό φορολογική απαλλαγή προωθεί, στην πράξη, την κατά προτεραιότητα καύση των ορυκτελαίων, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με τον σκοπό της οδηγίας.

11
Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει ότι δεν παρέβη τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας. Επισημαίνει ότι εντόπισε και ανέλυσε σειρά κωλυμάτων που ανακύπτουν από την προώθηση της αναγεννήσεως των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων. Ενόψει αυτών των κωλυμάτων, εξετάζει τα μέτρα που θα ήταν περισσότερο ενδεδειγμένα για την κατά προτεραιότητα προώθηση της αναγεννήσεως των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων.

12
Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη απόλυτη υποχρέωση περί λήψεως μέτρων για την κατά προτεραιότητα προώθηση της αναγεννήσεως των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων. Υποχρέωση λήψεως τέτοιων μέτρων υφίσταται μόνον «εφόσον δεν υπάρχουν εμπόδια τεχνικής, οικονομικής και οργανωτικής φύσης». Συνεπώς, το περιεχόμενο της υποχρεώσεως που επιβάλλει το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας ποικίλλει αναλόγως των ιδιαίτερων για κάθε κράτος μέλος περιστάσεων. Κατά την άποψη της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου τα μέτρα που λαμβάνονται προς αναζήτηση λύσεως για την αύξηση της ποσότητας των υποκειμένων σε αναγέννηση χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων συνιστούν μέτρα συγκεκριμένα και πρόσφορα για την κατά προτεραιότητα προώθηση αυτού του είδους της κατεργασίας.

13
Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου επισημαίνει διευκρινιστικώς ότι το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας υποδηλώνει, επίσης, το περιορισμένο περιεχόμενο της υποχρεώσεως που επιβάλλει η πρώτη παράγραφος αυτού του άρθρου. Οι διατάξεις αυτές επιβάλλουν και άλλες υποχρεώσεις στα κράτη μέλη όταν λόγοι ανάγκης δεν τους επιτρέπουν την κατά προτεραιότητα προώθηση της αναγεννήσεως των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων.

14
Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υπογραμμίζει ότι οι αρμόδιες αρχές εντόπισαν σειρά κωλυμάτων που δεν επιτρέπουν την κατά προτεραιότητα προώθηση της αναγεννήσεως των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων. Οι κυριότεροι από τους λόγους αυτούς είναι οικονομικής φύσεως, ειδικότερα το εύρος της αγοράς χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων που καταναλώνονται ως καύσιμο και το μικρό μέγεθος της αγοράς αναγεννημένου βασικού ορυκτελαίου, καθώς και οι δαπάνες εκμεταλλεύσεως και μεταφοράς και τα προβλήματα εμπορίας αυτού του προϊόντος.

15
Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υπογραμμίζει, επίσης, ότι οι εθνικές αρχές εξέτασαν διάφορα μέτρα για την αύξηση της ποσότητας των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων που υπόκεινται σε κατεργασία δι’ αναγεννήσεως. Ειδικότερα, διεξήγαγαν έρευνες για την κατάρτιση συγγραφής υποχρεώσεων σχετικά με εγκατάσταση μονάδας αναγεννήσεως χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων στο Ηνωμένο Βασίλειο, για την εξεύρεση άλλων μεθόδων διαθέσεως στην αγορά αναγεννημένων προϊόντων και για τη διαπίστωση του καλύτερου τρόπου εμπορίας του αναγεννημένου ορυκτελαίου.

16
Κατόπιν αυτών, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει ότι είναι σε θέση να θέσει σε εφαρμογή ένα συνεπές πρόγραμμα για την προώθηση της αναγεννήσεως των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων. Ένα τέτοιο πρόγραμμα δράσεως θα περιλαμβάνει μέτρα πρόσφορα και αναλογικά για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που επιβάλλει το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

17
Επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι, όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο στην απόφασή του της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, C-102/97, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1999, σ. Ι‑5051, σκέψη 35), ένας από τους κύριους σκοπούς της οδηγίας 87/101 είναι να παρασχεθεί η προτεραιότητα στην κατεργασία των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων με αναγέννηση. Ο σκοπός αυτός, που τίθεται με τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, αιτιολογείται από το γεγονός ότι η αναγέννηση αποτελεί την πλέον ορθολογική αξιοποίηση των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων λόγω της εξ αυτής προκύπτουσας εξοικονομήσεως ενεργείας.

18
Στη σκέψη 36 αυτής της αποφάσεως, το Δικαστήριο υπογράμμισε, επίσης, ότι η ύπαρξη σε κράτος μέλος εμποδίων τεχνικής, οικονομικής και οργανωτικής φύσεως που δεν επιτρέπουν να δοθεί προτεραιότητα στην κατεργασία με αναγέννηση συνεπάγεται ότι πρέπει να εκπληρωθεί η επικουρική υποχρέωση που επιβάλλει το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 75/439, όπως τροποποιήθηκε, να ληφθούν δηλαδή τα αναγκαία μέτρα ώστε η καύση των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων να πραγματοποιείται υπό συνθήκες οικολογικά αποδεκτές, σύμφωνα με τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας. Η υποχρέωση αυτή υπόκειται στην προϋπόθεση που διατυπώνεται στο τέλος του άρθρου 3, παράγραφος 2, «ότι η καύση αυτή είναι εφικτή από τεχνική, οικονομική και οργανωτική άποψη».

19
Μόνον όταν δεν πραγματοποιείται ούτε η αναγέννηση ούτε η καύση των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων λόγω των κωλυμάτων στα οποία αναφέρεται το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας, τα κράτη μέλη υπόκεινται στην επικουρικότερη υποχρέωση, που επιβάλλεται με την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου, να λάβουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν την ακίνδυνη καταστροφή των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων ή την ελεγχόμενη αποθήκευση ή εναπόθεσή τους (προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 37).

20
Όσον αφορά την κατά προτεραιότητα κατεργασία, δηλαδή την κατεργασία των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων δι’ αναγεννήσεως, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, όπως υπογράμμισε το Δικαστήριο στις σκέψεις 38 και 39 της προαναφερθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Γερμανίας, τα «εμπόδια, τεχνικής και οργανωτικής φύσεως», στα οποία αναφέρεται το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας εντάσσονται στο πλαίσιο διατάξεως η οποία εκφράζει κατά τρόπο συνολικό την επιβαλλόμενη στα κράτη μέλη υποχρέωση και ότι, επομένως, ο κοινοτικός νομοθέτης δεν είχε την πρόθεση να προβλέψει περιορισμένες εξαιρέσεις από κανόνα γενικής εφαρμογής, αλλά να προσδιορίσει το πεδίο εφαρμογής και το περιεχόμενο της θετικής υποχρεώσεως να εξασφαλιστεί η κατά προτεραιότητα κατεργασία των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων δι’ αναγεννήσεως.

21
Συνεπώς, όπως επίσης υπογράμμισε το Δικαστήριο, ο προσδιορισμός αυτών των κωλυμάτων δεν μπορεί να απόκειται στην αποκλειστική εκτίμηση των κρατών μελών. Πράγματι, πέραν του ότι η αποκλειστικώς εκ μέρους των κρατών μελών ερμηνεία θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, θα καθιστούσε το συμβατό της κατεργασίας με αναγέννηση προς τα εμπόδια, τεχνικής, οικονομικής και οργανωτικής φύσεως, προϋπόθεση της οποίας η πλήρωση θα εξηρτάτο πλήρως από τη βούληση του οικείου κράτους μέλους (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, προαναφερθείσα, σκέψη 40).

22
Όσον αφορά το επιχείρημα της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου ότι η έκταση της υποχρεώσεως που επιβάλλει το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας ποικίλλει αναλόγως των ιδιαιτέρων για κάθε κράτος μέλος περιστάσεων και των δυσμενών όρων που διαμορφώνονται σε κράτος μέλος των δυναμένων να αποτελέσουν κωλύματα τέτοια ώστε να αίρουν την υποχρέωση της κατά προτεραιότητα προωθήσεως της αναγεννήσεως των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων, επιβάλλεται να υπογραμμιστεί, όπως έπραξε το Δικαστήριο στη σκέψη 43 της προαναφερθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Γερμανίας, ότι αν γινόταν δεκτό ότι οι επικρατούσες σε κράτος μέλος εθνικές, οικονομικές και οργανωτικές συνθήκες συνιστούν κωλύματα που αποκλείουν τη λήψη των μέτρων τα οποία προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτό θα καθιστούσε την εν λόγω διάταξη άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, καθόσον η επιβαλλόμενη στα κράτη μέλη υποχρέωση θα περιοριζόταν από τη διατήρηση του status quo, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται πραγματική υποχρέωση λήψεως των αναγκαίων μέτρων υπέρ της κατεργασίας των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων δι’ αναγεννήσεως.

23
Επιπροσθέτως, προς απάντηση στο επιχείρημα της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου κατά το οποίο η αναφορά στα «εμπόδια τεχνικής, οικονομικής και οργανωτικής φύσης» σημαίνει την εκ μέρους του κοινοτικού νομοθέτη αναγνώριση περιθωρίου εκτιμήσεως υπέρ των κρατών μελών, επιβάλλεται να τονιστεί ότι η διάταξη αυτή, η σχετική με τα κωλύματα, πρέπει να νοηθεί ως έκφραση της αρχής της αναλογικότητας, η οποία συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη υπέχουν την υποχρέωση να λάβουν μέτρα πρόσφορα και ανάλογα προς τον σκοπό της κατά προτεραιότητα κατεργασίας των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων δι’ αναγεννήσεως, υπό την έννοια ότι το όριο της θετικής αυτής υποχρεώσεως είναι η ύπαρξη των κωλυμάτων τεχνικής, οικονομικής και οργανωτικής φύσεως στα οποία αναφέρεται το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 42).

24
Το Δικαστήριο αποφάνθηκε, επίσης, ότι δεν απόκειται σ’ αυτό να προσδιορίσει τα μέτρα που θα έπρεπε να λάβει ένα κράτος μέλος για να εφαρμόσει το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας, όμως απεναντίας, απόκειται σ’ αυτό, στο πλαίσιο της επαληθεύσεως της συνδρομής λόγων ανάγκης, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου, να εξετάσει αν ήταν δυνατή η λήψη μέτρων προκειμένου να παρασχεθεί προτεραιότητα στην κατεργασία των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων δι’ αναγεννήσεως, με τήρηση του κριτηρίου του τεχνικώς, οικονομικώς και οργανωτικώς εφικτού (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 48).

25
Συνεπώς, καίτοι δεν αμφισβητείται ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα, αρχικώς, να προβούν σε έρευνες και να καταρτίσουν εκθέσεις προς προσδιορισμό του τρόπου διαθέσεως των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων, εντούτοις, τις προκαταρκτικές αυτές ενέργειες πρέπει να ακολουθήσει η λήψη συγκεκριμένων μέτρων για την κατά προτεραιότητα προώθηση της αναγεννήσεως, προς συμμόρφωση προς την επιβαλλόμενη με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας υποχρέωση.

26
Εν προκειμένω, όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έλαβε συγκεκριμένα μέτρα για τη διασφάλιση της κατά προτεραιότητα κατεργασίας των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων δι’ αναγεννήσεως και ότι περιορίστηκε να επισημάνει τα κωλύματα, να μελετήσει την αγορά και να εξετάσει τα δυνάμενα ενδεχομένως να ληφθούν μέτρα.

27
Επιπροσθέτως, τα κράτη μέλη όφειλαν να συμμορφωθούν προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 3, παράγραφοツ 1, της οδηγίας από 1ης Ιανουαρίου 1990. Εξάλλου, το άρθρο 3 της οδηγίας 75/439, ως αρχικώς είχε κατά τη θέσπισή του το έτος 1975, προέβλεπε ήδη ότι τα κράτη μέλη όφειλαν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα ώστε, στο μέτρο του δυνατού, η διάθεση των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων να γίνεται δι’ επαναχρησιμοποιήσεως (αναγεννήσεως και/ή καύσεως για λόγους άλλους πλην της καταστροφής). Τα μέτρα αυτά έπρεπε να ληφθούν από του έτους 1977.

28
Δεν αμφισβητείται, επίσης, ότι κατά τη διάρκεια μακράς περιόδου, συγκεκριμένα από της ημερομηνίας μεταφοράς της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη (1η Ιανουαρίου 1990) και της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη της 20ής Δεκεμβρίου 2001 δίμηνης προθεσμίας, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν ανέλαβε καμία δράση προς την κατεύθυνση της κινήσεως διαδικασίας λήψεως των αναγκαίων μέτρων, για την κατά προτεραιότητα κατεργασία των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων δι’ αναγεννήσεως, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας.

29
Όσον αφορά τα επιχειρήματα του Ηνωμένου Βασιλείου περί υπάρξεως κωλυμάτων οικονομικής φύσεως, ιδίως λόγω της διαρθρώσεως της αγοράς χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μόλις το έτος 2002 καταρτίστηκε σχέδιο διαχειρίσεως των αποβλήτων προς αντιμετώπιση αυτής της καταστάσεως.

30
Ενόψει των υποχρεώσεων που υπέχουν τα κράτη μέλη στον τομέα αυτό, επιβάλλεται να σημειωθεί ότι η δράση αυτή δεν συνιστά εκπλήρωση της υποχρεώσεως που επιβάλλει το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας.

31
Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται να τονιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως της καταστάσεως που έχει διαμορφωθεί στο κράτος μέλος κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 15ης Μαρτίου 2001, C-147/00, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2001, σ. Ι-2387, σκέψη 26, της 4ης Ιουλίου 2002, C-173/01, Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 2002, σ. Ι-6129, σκέψη 7, και της 10ης Απριλίου 2003, C-114/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2003, σ. Ι‑3783, σκέψη 9).

32
Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, επιβάλλεται να αναγνωριστεί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο παραλείποντας να λάβει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας, τα αναγκαία μέτρα προς διασφάλιση της κατά προτεραιότητα κατεργασίας των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων δι’ αναγεννήσεως, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει αυτής της οδηγίας.


Επί των δικαστικών εξόδων

33
Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του Ηνωμένου Βασιλείου, αυτό δε ηττήθηκε, επιβάλλεται να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)
Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας παραλείποντας να λάβει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 75/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 1975, περί διαθέσεως των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 87/101/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1986, τα αναγκαία μέτρα προς διασφάλιση της κατά προτεραιότητα κατεργασίας των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων δι’ αναγεννήσεως, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει αυτής της οδηγίας.

2)
Καταδικάζει το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας στα δικαστικά έξοδα.

Jann

Rosas

von Bahr

Silva de Lapuerta

Lenaerts

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Ιουλίου 2004.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος του πρώτου τμήματος

R. Grass

P. Jann


1
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top