EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61996CC0041

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro της 27ης Φεβρουαρίου 1997.
VAG-Händlerbeirat eV κατά SYD-Consult.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Landgericht Hamburg - Γερμανία.
Άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ - Κανονισμός (ΕΟΚ) 123/85 - Σύστημα επιλεκτικής διανομής - Στεγανότητα του συστήματος ως προϋπόθεση του αντιταξίμου του σε τρίτους.
Υπόθεση C-41/96.

Συλλογή της Νομολογίας 1997 I-03123

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1997:97

61996C0041

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro της 27ης Φεβρουαρίου 1997. - VAG-Händlerbeirat eV κατά SYD-Consult. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Landgericht Hamburg - Γερμανία. - Άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ - Κανονισμός (ΕΟΚ) 123/85 - Σύστημα επιλεκτικής διανομής - Στεγανότητα του συστήματος ως προϋπόθεση του αντιταξίμου του σε τρίτους. - Υπόθεση C-41/96.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-03123


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


1 Το προδικαστικό ερώτημα που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, η οποία κινήθηκε από το Landgericht Hamburg, επισύρει εκ νέου την προσοχή του Δικαστηρίου στη θεωρία της στεγανότητας, την οποία έχει επεξεργαστεί η γερμανική νομολογία όσον αφορά την αποτελεσματικότητα και το αντιτάξιμο σε τρίτους των συστημάτων επιλεκτικής διανομής.

Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν το κοινοτικό δίκαιο απαγορεύει την εφαρμογή μιας αρχής του εθνικού δικαίου περί αθεμίτου ανταγωνισμού, βάσει της οποίας ένα σύστημα επιλεκτικής διανομής δεν δεσμεύει τους τρίτους παρά μόνον εφόσον είναι στεγανό τόσο από πρακτική όσο και από θεωρητική άποψη, δηλαδή εφόσον και μόνον τα προϋόντα που καλύπτονται από το σύστημα αυτό μπορούν να πωλούνται, και πωλούνται πράγματι, στον τελικό καταναλωτή μέσω εξουσιοδοτημένου μεταπωλητή.

Το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο του προδικαστικού ερωτήματος

2 Για να κατανοηθεί καλύτερα το περιεχόμενο και το νόημα του ερωτήματος που μας απασχολεί, είναι χρήσιμο να εκτεθούν κατ' αρχάς εν συντομία τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν το ιστορικό της διαφοράς της κυρίας δίκης, το κανονιστικό και νομολογιακό πλαίσιο, καθώς και τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι διάδικοι ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου.

3 Η Volkswagen AG (στο εξής: VW), γερμανική εταιρία κατασκευής αυτοκινήτων, διανέμει τα οχήματά της εντός της Ευρωπαϋκής Ενώσεως αποκλειστικά μέσω εξουσιοδοτημένων αντιπροσώπων, οι οποίοι πωλούν απευθείας στον τελικό καταναλωτή. Οι συμβάσεις διανομής που συνάπτουν οι αντιπρόσωποι αυτοί ορίζουν, μεταξύ άλλων, ότι απαγορεύεται να πωλούν καινουργή αυτοκίνητα σε μη εξουσιοδοτημένους μεταπωλητές. Η ενάγουσα της κυρίας δίκης, η VAG-Hδndlerbeirat eV (στο εξής: VAG), είναι η γερμανική ένωση των εξουσιοδοτημένων αντιπροσώπων της VW.

Η εναγομένη, SYD-Consult, είναι ανεξάρτητος μεταπωλητής αυτοκινήτων που εμπορεύεται, μεταξύ άλλων, καινουργή αυτοκίνητα μάρκας VW. Τα αυτοκίνητα τα προμηθεύεται από ένα Γερμανό εισαγωγέα, ο οποίος τα αγοράζει από Ιταλό μεταπωλητή σε τιμές χαμηλότερες από εκείνες που ισχύουν στη Γερμανία (1). Η SYD-Consult είναι συνεπώς σε θέση να προσφέρει στο κοινό καινουργή οχήματα της VW σε τιμές ανταγωνιστικές σε σχέση με εκείνες που χρησιμοποιούν οι εξουσιοδοτημένοι ανταγωνιστές της.

4 Η VAG, θεωρώντας ότι η συμπεριφορά αυτή συνιστούσε περίπτωση αθεμίτου ανταγωνισμού, υπό την έννοια του άρθρου 1 του Gesetz gegen den unlauteren Wettbewerb (UWG) (2), άσκησε αγωγή κατά της SYD-Consult, κατηγορώντας την ότι εκμεταλλεύτηκε την εκ μέρους του Ιταλού μεταπωλητή παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων που υπέχει από το σύστημα επιλεκτικής διανομής της VW. Περαιτέρω, η VAG τόνισε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ότι το σύστημα αυτό είναι σύμφωνο με το κοινοτικό δίκαιο περί ανταγωνισμού, στο μέτρο που τυγχάνει της κατά κατηγορίες εξαιρέσεως από την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, η οποία προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) 123/85 (3).

5 Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι η γερμανική νομολογία εξαρτά την ύπαρξη παραβάσεως των διατάξεων περί αθεμίτου ανταγωνισμού, εκ μέρους του ανεξάρτητου μεταπωλητή που εμπορεύεται προϋόντα καλυπτόμενα από σύστημα επιλεκτικής διανομής, από τη διπλή προϋπόθεση ότι το ίδιο το σύστημα είναι αφενός νόμιμο και αφετέρου στεγανό τόσο από θεωρητική όσο και από πρακτική άποψη. Η νομολογία αυτή στηρίζεται στην ιδέα ότι ο παραγωγός δεν μπορεί να επιβάλλει στον εξουσιοδοτημένο μεταπωλητή την τήρηση των συμβατικών υποχρεώσεων, παρά μόνον εφόσον το σύστημα δεν παρουσιάζει κενά, δεδομένου ότι, στην αντίθετη περίπτωση, ο εξουσιοδοτημένος μεταπωλητής θα βρισκόταν εκτεθειμένος στον αθέμιτο ανταγωνισμό των ανεξάρτητων μεταπωλητών.

Με άλλα λόγια, όπως διευκρινίζει η διάταξη περί παραπομπής, βάσει του γερμανικού δικαίου, ένα σύστημα επιλεκτικής διανομής δεσμεύει τα μέρη και μπορεί επίσης να αντιτάσσεται στους τρίτους μόνον εφόσον είναι απολύτως στεγανό· όταν η στεγανότητα του συστήματος είναι εγγυημένη, πράγματι, τεκμαίρεται ότι ο ανεξάρτητος μεταπωλητής δεν μπόρεσε να προμηθευθεί προϋόντα εκτός του επίσημου δικτύου διανομής παρά μόνον εκμεταλλευόμενος την εκ μέρους εξουσιοδοτημένου μεταπωλητή ενδεχόμενη παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων.

6 Η SYD-Consult αμύνθηκε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου υποστηρίζοντας ότι το σύστημα διανομής της VW δεν ήταν στεγανό και ότι, επομένως, βάσει της προπαρατεθείσας νομολογίας, δεν συνέτρεχε εν προκειμένω περίπτωση αθεμίτου ανταγωνισμού.

Η VAG προέβαλε το ασύμβατο της επίμαχης γερμανικής νομολογίας προς το κοινοτικό δίκαιο· το ασύμβατο αυτό έχει κριθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου Cartier (4). Επομένως, κατά τη VAG, ενόψει της αποφάσεως αυτής και βάσει της αρχής της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου επί του εθνικού δικαίου, δεν επιτρέπεται πλέον να εξαρτάται από την προϋπόθεση της στεγανότητας το αντιτάξιμο σε τρίτους ενός συστήματος επιλεκτικής διανομής.

7 Προκειμένου συνεπώς να του παρασχεθεί μια ερμηνεία της αποφάσεως αυτής σε σχέση με τα προκείμενα πραγματικά περιστατικά, το Landgericht Hamburg αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα:

«Λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 13ης Ιανουαρίου 1994 στην υπόθεση C-376/92, Metro-SB-Mδrkte GmbH & Co. KG κατά Cartier SA, συμβιβάζεται προς το κοινοτικό δίκαιο, και ειδικότερα προς την αρχή της πλήρους και ομοιόμορφης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, η εφαρμογή του γερμανικού εθνικού δικαίου που εμφανίζει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

Οι τρίτοι, οι οποίοι αγοράζουν, εκτός συστήματος επιλεκτικής διανομής που έχει εξαιρεθεί από την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ με κανονισμό της Επιτροπής των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων περί εξαιρέσεως κατά κατηγορίες, προϋόντα καλυπτόμενα από το σύστημα αυτό, δεν μπορούν να εναχθούν, με αίτημα να υποχρεωθούν να παύσουν τη διανομή των προϋόντων που καλύπτονται από το σύστημα επιλεκτικής διανομής, παρά μόνον εφόσον - πλέον των λοιπών προϋποθέσεων του άρθρου 1 του Gesetz gegen den unlauteren Wettbewerb (UWG) - το σύστημα επιλεκτικής διανομής είναι στεγανό· θα είναι διαφορετική η απάντηση ανάλογα με το αν το σύστημα επιλεκτικής διανομής είναι στεγανό μόνο από θεωρητική άποψη ή τόσο από θεωρητική όσο και από πρακτική άποψη;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

8 Η απάντηση που το Δικαστήριο καλείται να παράσχει κατά την παρούσα διαδικασία εξαρτάται συνεπώς πρώτον από την ερμηνεία της αποφάσεως Cartier, η οποία - το επαναλαμβάνω - έκρινε, κατά την άποψη της VAG, ότι η αρχή της στεγανότητας είναι ασύμβατη προς το κοινοτικό δίκαιο, ειδικότερα ως προϋπόθεση του αντιταξίμου σε τρίτους ενός συστήματος επιλεκτικής διανομής.

Είναι επομένως αναγκαίο να υπενθυμιστούν κατ' αρχάς τα ουσιώδη σημεία της αποφάσεως αυτής, με την οποία το Δικαστήριο, κατόπιν προδικαστικής παραπομπής του Oberlandesgericht Dόsseldorf, αποφάνθηκε επί της αρχής της στεγανότητας σε σχέση με το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού.

9 Αντίδικοι στη διαφορά που προκάλεσε την εν λόγω απόφαση ήσαν η επιχείρηση Cartier, που κατέχει παγκοσμίως ηγετική θέση όσον αφορά ορισμένες κατηγορίες προϋόντων πολυτελείας, και μια εταιρία του ομίλου Metro, ανεξάρτητου εμπόρου χονδρικής πωλήσεως. Η Metro είχε κατορθώσει να εφοδιάζεται (νομίμως) με προϋόντα Cartier εκτός του δικτύου επιλεκτικής διανομής που προβλέπεται για την εμπορία των προϋόντων αυτών (και έχει ρητώς εγκριθεί από την Επιτροπή) και τα πωλούσε στα σημεία πωλήσεώς της σε τιμές κατώτερες από εκείνες των επίσημων διανομέων.

Για τη λύση της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς, η οποία είχε προκληθεί από την άρνηση της Cartier να χορηγεί εγγύηση για τα ωρολόγια που πωλούσε η Metro, ουσιώδη ρόλο έπαιζε ο μη στεγανός χαρακτήρας του συστήματος επιλεκτικής διανομής που προέβλεπε η Cartier. Σύμφωνα με το εθνικό δικαστήριο, πράγματι, το ενδεχόμενο ασύμβατο του συστήματος αυτού (οφειλόμενο στην έλλειψη στεγανότητας) προς το άρθρο 85 της Συνθήκης θα συνεπαγόταν επίσης την έλλειψη νομιμότητας του περιορισμού της εγγυήσεως όσον αφορά τα προϋόντα που πωλούνται εκτός του επισήμου δικτύου. Το εθνικό δικαστήριο υπέβαλε συνεπώς στο Δικαστήριο ένα ερώτημα περί του αν η στεγανότητα του επίμαχου συστήματος συνιστούσε προϋπόθεση του κύρους του, κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφοι 1 και 2, της Συνθήκης.

10 Το Δικαστήριο εξέτασε κατ' αρχάς τις πρακτικές συνέπειες, στο γερμανικό δίκαιο, της εφαρμογής της επίμαχης αρχής (5). Το Δικαστήριο τόνισε ότι το κριτήριο της στεγανότητας, πέραν της σημασίας που έχει όσον αφορά την κατανομή του βάρους αποδείξεως, καθόσον η ύπαρξη ενός στεγανού συστήματος συνεπάγεται την αντιστροφή του βάρους αποδείξεως υπέρ του παραγωγού που στρέφεται κατά του τρίτου κατηγορώντας τον για αθέμιτο ανταγωνισμό, έχει και ουσιαστικής φύσεως σημασία: αν το σύστημα είναι στεγανό, ο παραγωγός μπορεί πράγματι να εναγάγει τον εξουσιοδοτημένο διανομέα προκειμένου να τον αναγκάσει να σεβαστεί τις συμβατικές του υποχρεώσεις, ενώ η ύπαρξη κενών στο σύστημα απαλλάσσει κατ' ουσίαν τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο από την τήρηση των υποχρεώσεών του, καθόσον τον εκθέτει στον ανταγωνισμό των τρίτων (6).

Το Δικαστήριο, απαντώντας ειδικότερα στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, τόνισε ότι η στεγανότητα ενός συστήματος επιλεκτικής διανομής δεν αποτελεί προϋπόθεση του κύρους του από την άποψη του κοινοτικού δικαίου (7). Διευκρίνισε, μεταξύ άλλων, ότι η απαγόρευση των συμπράξεων που επιβάλλει η Συνθήκη δεν μπορεί να εξαρτάται από μια προϋπόθεση που απαντά ειδικά σε ένα εθνικό σύστημα, όπως η προϋπόθεση της στεγανότητας, η οποία διαμορφώθηκε από το γερμανικό δίκαιο και «είναι άγνωστη στα δίκαια όλων σχεδόν των άλλων κρατών μελών» (8). Επομένως, το ανεφάρμοστο του άρθρου 85, παράγραφοι 1 και 2, της Συνθήκης σε σύστημα επιλεκτικής διανομής δεν μπορεί συνεπώς να τίθεται υπό αμφισβήτηση από το γεγονός και μόνον ότι ο παραγωγός δεν κατορθώνει να εξασφαλίζει τη στεγανότητα του συστήματος. Διαφορετική λύση θα είχε, πάντα κατά το Δικαστήριο, «το παράδοξο αποτέλεσμα να υπάρχει ευμενέστερη μεταχείριση (...) των πιο άκαμπτων και κλειστών συστημάτων επιλεκτικής διανομής σε σχέση με τα πιο εύκαμπτα και πιο ανοικτά στο παράλληλο εμπόριο συστήματα»· επιπλέον, και εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι δεν μπορεί να επιβληθεί στον παραγωγό να εξασφαλίζει παντού τη στεγανότητα του δικτύου, εφόσον μάλιστα η νομοθεσία ορισμένων τρίτων κρατών μπορεί να εμποδίζει την πραγματοποίηση του στόχου αυτού ή ακόμη και να αποκλείει την επίτευξή του (9).

11 Αντίθετα προς όσα υποστήριξε η VAG (τόσο ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου όσο και με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε στο Δικαστήριο), δεν θεωρώ ότι η εν λόγω απόφαση έκρινε ότι η αρχή της στεγανότητας είναι ασύμβατη προς το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού. Το Δικαστήριο απλώς είπε, απαντώντας στο συγκεκριμένο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, ότι το κύρος ενός συστήματος επιλεκτικής διανομής κατά την έννοια του άρθρου 85 δεν μπορεί να εξαρτάται από τη στεγανότητά του.

Κατά τη γνώμη μου, αυτό σημαίνει απλώς ότι η προϋπόθεση της στεγανότητας ενός συστήματος διανομής, από την οποία η εθνική νομοθεσία εξαρτά ορισμένες συνέπειες δικονομικής και ουσιαστικής φύσεως στον τομέα του αθέμιτου ανταγωνισμού, ισχύει αποκλειστικά σε εθνικό επίπεδο και συνεπώς δεν έχει καμία επίπτωση, τουλάχιστον κατ' αρχήν, στο κύρος του συστήματος (που συνάδει εξάλλου με το κοινοτικό δίκαιο) από την άποψη του άρθρου 85 της Συνθήκης (10). Η απόφαση δεν προσθέτει τίποτε άλλο στο σημείο αυτό· το να ερμηνευθεί ως καταδίκη της προϋποθέσεως στεγανότητας από την άποψη του κοινοτικού δικαίου, είναι συνεπώς αυθαίρετο (11).

12 Προσθέτω ότι, έστω και ανεξάρτητα απ' όσα προκύπτουν από την απόφαση Cartier, δεν θεωρώ ότι η αρχή της στεγανότητας, όπως την έχει επεξεργαστεί η γερμανική νομολογία, μπορεί να θεωρηθεί ότι μπορεί να είναι ασύμβατη με το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού, όπως υποστηρίζει η VAG.

Συγκεκριμένα, η VAG ισχυρίζεται ότι - αν υποτεθεί ότι το σύστημα διανομής της VW, μολονότι μη στεγανό, είναι πλήρως σύμφωνο προς το κοινοτικό δίκαιο - μια αρχή του εθνικού δικαίου που εξαρτά, όπως εν προκειμένω, τη δυνατότητα επιβολής της τηρήσεως του συστήματος από την προϋπόθεση της στεγανότητας δεν μπορεί να μην κριθεί ασύμβατη προς την αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου και, εν πάση περιπτώσει, ικανή να στερήσει την πρακτική αποτελεσματικότητα από το άρθρο 85, παράγραφος 3 της Συνθήκης σε θέματα εξαιρέσεων. Προς στήριξη της απόψεώς της, η VAG επικαλείται τη νομολογία Wilhelm κ.λπ. (12), τονίζοντας ότι η επίμαχη αρχή, που απαντά στη γερμανική έννομη τάξη, είναι αντίθετη προς την επιταγή της ομοιόμορφης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού στο εσωτερικό της Κοινότητας.

13 Θα αρχίσω τονίζοντας ότι η κοινοτική διαδικασία εξαιρέσεως ενός συστήματος διανομής από την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, είτε μεμονωμένα όπως στην υπόθεση Cartier είτε κατά κατηγορίες όπως εν προκειμένω, περιορίζεται στο να επιτρέψει μια παρέκκλιση από το γενικό καθεστώς. Το καθεστώς αυτό διαπνέεται από το κριτήριο της ανταγωνιστικής δομής της αγοράς και συνεπώς όχι μόνο ανέχεται, αλλά θεωρεί ευεργετικές τις παράλληλες εισαγωγές, δηλαδή τη μη στεγανότητα των συστημάτων διανομής. Η εξαίρεση δεν επιβάλλει επομένως τίποτα και περιορίζεται στο να επιτρέψει, κατά παρέκκλιση από το γενικό καθεστώς του ανταγωνισμού, στον κατασκευαστή να συμφωνήσει μέσω συμβάσεως με τον διανομέα να καταστήσουν «στεγανό» το σύστημα, χωρίς αυτό να συνεπάγεται (τουλάχιστον όχι κατ' ανάγκη) τον αποκλεισμό των «κενών» του συστήματος διανομής που θεωρούνται παράγοντες ενίσχυσης του ανταγωνισμού και τα οποία συνεπώς το κοινοτικό δίκαιο τα ανέχεται και μάλιστα τα επιβάλλει σε ορισμένες περιπτώσεις (13).

Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι ευνόητο ότι η εφαρμογή μιας εθνικής αρχής, σύμφωνα με την οποία το βάσιμο αγωγής εξ αθεμίτου ανταγωνισμού, ασκηθείσας από τον παραγωγό (ή από τον εξουσιοδοτημένο μεταπωλητή) κατά ανεξάρτητου μεταπωλητή (που προμηθεύθηκε νομίμως εμπορεύματα καλυπτόμενα από σύστημα επιλεκτικής διανομής) εξαρτάται από την ικανότητα του πρώτου (ή του δευτέρου) να αποδεικνύει ότι το εν λόγω σύστημα είναι στεγανό, ουδόλως έρχεται σε αντίθεση προς τα επιτασσόμενα ή τα επιβαλλόμενα από το κοινοτικό δίκαιο περί ανταγωνισμού και δεν μπορεί να στερήσει την πρακτική αποτελεσματικότητα από το άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Πολύ απλούστερα, η εν λόγω εφαρμογή δεν ασκεί αντιθέτως καμία επιρροή: η επίμαχη αρχή, όπως τόνισε ήδη το Δικαστήριο στην απόφαση Cartier, παραμένει πράγματι μια αρχή εθνικού δικαίου η οποία παράγει συνέπειες στον τομέα του αθεμίτου ανταγωνισμού και δεν αφορά ευθέως το κοινοτικό δίκαιο περί ανταγωνισμού.

14 Έχοντας καταλήξει στα ανωτέρω, πρέπει παρά ταύτα να υπενθυμιστεί ότι το άρθρο 3, παράγραφος 11, του κανονισμού 123/85 (14), στο οποίο στηρίζεται η κατά κατηγορίες εξαίρεση από την απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, της οποίας έτυχε το σύστημα διανομής της VW, εξαρτά ρητώς την εξαίρεση από την προϋπόθεση ότι το σύστημα επιτρέπει τις πωλήσεις μέσω μεσαζόντων, οι οποίοι νοούνται ως οι ξένοι προς το επίσημο σύστημα μεταπωλητές στους οποίους όμως έχει δοθεί γραπτή εντολή (15). Επομένως, η εξαίρεση στον τομέα της διανομής των αυτοκινήτων εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τη δυνατότητα πωλήσεως στους εντολοδόχους των τελικών καταναλωτών και συνεπώς, εν κατακλείδι, από τις παράλληλες εισαγωγές οι οποίες συνιστούν τη φυσική συνέπεια της εξαιρέσεως.

Από τα ανωτέρω προκύπτει προφανώς ότι η στεγανότητα ενός συστήματος επιλεκτικής διανομής αυτοκινήτων - οποιαδήποτε θεωρητική ή/και πρακτική σημασία και αν ενδεχομένως προσδίδει στην έννοια της στεγανότητας το εθνικό δίκαιο και οποιαδήποτε και αν είναι τα αποτελέσματα που συνδέονται με την έννοια αυτή - δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να έχει ως αποτέλεσμα την απαγόρευση των παραλλήλων εισαγωγών που πραγματοποιούν οι μεσάζοντες οι οποίοι, μολονότι δεν ανήκουν στο δίκτυο διανομής, διαθέτουν γραπτή εντολή από τους τελικούς καταναλωτές.

15 Επομένως, αν η αρχή της στεγανότητας ερμηνευόταν και εφαρμοζόταν κατά τρόπο ώστε η ευδοκίμηση της αγωγής εξ αθεμίτου ανταγωνισμού να εξαρτάται από την εκ μέρους του παραγωγού ή του εξουσιοδοτημένου διανομέα απόδειξη της απόλυτης στεγανότητας του συστήματος, υπό την έννοια ότι θα απαγορευόταν (ή εν πάση περιπτώσει θα εμποδιζόταν) η εμπορική δραστηριότητα των μεσαζόντων του άρθρου 3, παράγραφος 11, του κανονισμού 123/85, εντεύθεν θα προέκυπτε προφανώς ότι το εν λόγω σύστημα θα εστερείτο του ευεργετήματος της εξαιρέσεως, καθότι θα ήταν αντίθετο προς τον κανονισμό και, κατά μείζονα λόγο, προς το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

Ωστόσο, μια τέτοια περίπτωση θα συνεπαγόταν τον αποκλεισμό κάθε δυνατότητας ασκήσεως αγωγής κατά τρίτων λόγω αθεμίτου ανταγωνισμού, καθόσον δεν θα υφίστατο η προϋπόθεση της εκ μέρους του εξουσιοδοτημένου διανομέα παραβάσεως των συμβατικών του υποχρεώσεων: αυτό δε, βεβαίως, από την άποψη του κανονισμού που χορηγεί την εξαίρεση, ο οποίος πρέπει να αποτελεί για κάθε σύμβαση διανομής τον γνώμονα της νομιμότητας από την άποψη που μας απασχολεί εδώ. Εξάλλου, από τη διάταξη περί παραπομπής δεν προκύπτει κανένα στοιχείο που να επιτρέπει τη σκέψη ότι οι «τρίτοι» που βρίσκονται «εκτός συστήματος επιλεκτικής διανομής», στους οποίους αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο, περιλαμβάνουν και τους εντολοδόχους των τελικών καταναλωτών.

Τέλος, θεωρώ ότι η προϋπόθεση της στεγανότητας, η οποία δεν επηρεάζει κατ' αρχήν το κύρος ενός συστήματος επιλεκτικής διανομής από την άποψη του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, δεν είναι εν πάση περιπτώσει ασύμβατη προς το κοινοτικό δίκαιο περί ανταγωνισμού.

16 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το Landgericht Hamburg:

«Το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει την εφαρμογή μιας αρχής του εθνικού δικαίου στον τομέα του αθεμίτου ανταγωνισμού βάσει της οποίας ένα σύστημα επιλεκτικής διανομής δεν δεσμεύει τους τρίτους παρά μόνον εφόσον είναι στεγανό.»

(1) - Πρόκειται, εν κατακλείδι, για τυπικό παράδειγμα παράλληλης εισαγωγής οχημάτων, που στηρίζεται, όπως είναι γνωστό, στα πλεονεκτήματα που απορρέουν από τις διαφορετικές τιμές που ισχύουν σε διάφορα κράτη μέλη, καθώς και από την εξέλιξη των ισοτιμιών των διαφόρων νομισμάτων των κρατών εντός των οποίων πωλούνται τα οχήματα. Κατά το παρελθόν, ειδικότερα κατά το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του '80, το φαινόμενο παρουσιαζόταν ακριβώς προς την αντίστροφη κατεύθυνση, λόγω των διαφορετικών τιμών και ισοτιμιών που ίσχυαν τότε, υπό την έννοια ότι οι Ιταλοί παράλληλοι εισαγωγείς αγόραζαν τα αυτοκίνητα από τους Γερμανούς αντιπροσώπους της VW και τα πωλούσαν στην Ιταλία υπό ανταγωνιστικούς όρους και τιμές.

(2) - Βάσει της διατάξεως αυτής, οι τρίτοι που δεν συνδέονται με σύστημα διανομής ασκούν αθέμιτο ανταγωνισμό σε τρεις περιπτώσεις: όταν αγοράζουν εμπορεύματα καλυπτόμενα από το σύστημα μέσω ψευδών στοιχείων και υπό απατηλή μορφή· όταν παρακινούν τους εξουσιοδοτημένους διανομείς να παραβούν τις συμβατικές υποχρεώσεις τους και όταν αντλούν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα από την παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων που διαπράττει ένας εξουσιοδοτημένος διανομέας.

(3) - Κανονισμός της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 1984, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγρφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ, σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών διανομής και εξυπηρέτησης των πελατών πριν και μετά την πώληση αυτοκινήτων οχημάτων (ΕΕ 1985, L 15, σ. 16), ο οποίος εν τω μεταξύ καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1475/95 της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 1995 (ΕΕ L 145, σ. 25).

(4) - Απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 1994, C-376/92 (Συλλογή 1994, σ. Ι-15).

(5) - Είναι χρήσιμο να διευκρινιστεί ότι, όπως επισήμανε το Δικαστήριο, ενώ η θεωρητική στεγανότητα προϋποθέτει απλώς ότι ο κατασκευαστής έχει συνάψει με τους διανομείς που έχει επιλέξει ένα σύνολο συμβάσεων οι οποίες εξασφαλίζουν ότι τα προϋόντα δεν θα φθάσουν στον τελικό καταναλωτή παρά μόνο μέσω εξουσιοδοτημένων διανομέων, η πρακτική στεγανότητα συνεπάγεται ότι ο κατασκευαστής αποδεικνύει επίσης ότι φροντίζει να γίνεται σεβαστό το σύστημά του, στρεφόμενος κατά των ασυνεπών εταίρων του ή κατά των τρίτων που προμηθεύονται τα εμπορεύματα από διανομείς που παραβαίνουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις (απόφαση Cartier, σκέψη 21).

(6) - Απόφαση Cartier, σκέψεις 22 και 23.

(7) - Απόφαση Cartier, σκέψη 28.

(8) - Απόφαση Cartier, σκέψη 25.

(9) - Απόφαση Cartier, σκέψεις 26, 27 και 29. Εξάλλου, στην ίδια απόφαση το Δικαστήριο, αφού είπε ότι η στεγανότητα ενός συστήματος διανομής δεν αποτελεί προϋπόθεση του συμβατού του προς τη Συνθήκη, στο μέτρο που η επίκληση της στεγανότητας του συστήματος θα ισοδυναμούσε με παρεμπόδιση μιας εύλογης και φυσικής ποσότητας παραλλήλων πωλήσεων, τόνισε εν συνεχεία ότι η Cartier μπορούσε να αρνηθεί να χορηγήσει την εγγύηση για τα προϋόντα που πωλούσε η Metro, περιορίζοντας έτσι από εμπορικής απόψεως τις δυνατότητες που έχουν στην αγορά οι παράλληλοι επιχειρηματίες σε βάρος ωστόσο κυρίως των καταναλωτών. Για λόγους πληρότητας, πρέπει τέλος να τονιστεί ότι, σε ελαφρώς μεταγενέστερη της αποφάσεως Cartier ανακοίνωση τύπου, η Επιτροπή δήλωσε ότι, όσον αφορά τις συμφωνίες διανομής αυτοκινήτων που τυγχάνουν της εξαιρέσεως κατά κατηγορίες του κανονισμού 123/85 δεν θα εφάρμοζε την αρχή που το Δικαστήριο έκρινε εφαρμοστέα· το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού εξαρτά πράγματι την εξαίρεση από την προϋπόθεση ότι η υπηρεσία δωρεάν αρωγής παρέχεται στον τελικό καταναλωτή, ανεξάρτητα από το αν αγόρασε το αυτοκίνητό του από εξουσιοδοτημένο ή ανεξάρτητο μεταπωλητή (IP/94/488 της 6ης Ιουλίου 1994).

(10) - Βλ. σε αυτό το πνεύμα τις προτάσεις μου της 27ης Οκτωβρίου 1993 στην υπόθεση Cartier (Συλλογή 1993, σ. Ι-17, σημεία 11 έως 23).

(11) - Η θεωρία επίσης (βλ. ωστόσο Bechtold: «Ende des Erfordernisses der Lόckenlosigkeit», σε Neue juristische Wochenschrift, 1994, σ. 3211 επ., από τον οποίο προφανώς η VAG εμπνεύστηκε σε μεγάλο βαθμό την άποψη που προβάλλει, καθώς και τους παρατιθέμενους Γερμανούς συγγραφείς) φαίνεται εξάλλου να συμφωνεί κατ' ουσίαν με την ερμηνεία αυτή της αποφάσεως Cartier. Βλ., για παράδειγμα, Idot: «Distribution sιlective» σε Europe, 1994, Act. N. 117, σ. 10 επ.· και Kovar: «Le dernier mιtro - L'ιtanchιitι des rιseaux de distribution: un rιseau peut κtre ouvert ou fermι», σε La Semaine juridique - ιdition entreprise, 1994, Συμπλ. αριθ. 4, σ. 2 επ., όπου ο συγγραφέας φθάνει να υποστηρίξει: «Περαιτέρω, από πουθενά δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο θέλησε να απαγορεύσει στα εθνικά δίκαια, ειδικότερα στο γερμανικό δίκαιο, να λαμβάνουν υπόψη τη στεγανότητα της επιλεκτικής διανομής για να ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο κατασκευαστής μπορεί να ασκήσει αγωγή εξ αθεμίτου ανταγωνισμού κατά των μη εξουσιοδοτημένων τρίτων που εμπορεύονται τα προϋόντα του» (σ. 5, in fine).

(12) - Απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1969, 14/68 (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 1).

(13) - Το Δικαστήριο, όπως είναι γνωστό, τήρησε ανέκαθεν ευνοϋκή στάση έναντι των δυνατοτήτων πωλήσεως εκτός των δικτύων και συνεπώς έναντι των παραλλήλων εισαγωγών, οι οποίες κρίνονται ευεργετικές και αναγκαίες για να μετριαστούν τα φαινόμενα υπερβολικής ακαμψίας. Βλ., για παράδειγμα, την απόφαση της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80, 101/80, 102/80 και 103/80, Musique Diffusion franηaise κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψεις 81 έως 89). Στην απόφαση Cartier επίσης, όπως έχω ήδη πει, το Δικαστήριο υπενθύμισε ρητώς την προτίμησή του για τα «πιο εύκαμπτα και πιο ανοικτά στο παράλληλο εμπόριο» συστήματα διανομής (σκέψη 26). Όσον αφορά, επιπλέον, τον ειδικό τομέα της αγοράς και της πωλήσεως αυτοκινήτων, βλ. την απόφαση της 17ης Ιουνίου 1987, 154/85, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1987, σ. 2717).

(14) - Που παρατίθεται στην υποσημείωση 5.

(15) - Συναφώς, βλ. τις αποφάσεις της 15ης Φεβρουαρίου 1996, C-226/94, Grand garage albigeois κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. Ι-651), και C-309/94, Nissan France κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. Ι-677). Με τις αποφάσεις αυτές, το Δικαστήριο διευκρίνισε εξάλλου ότι ο κανονισμός 123/85, στο μέτρο που αφορά μόνο τις συμβατικές σχέσεις μεταξύ προμηθευτών και επισήμων διανομέων του δικτύου τους, δεν μπορεί εν πάση περιπτώσει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι απαγορεύει στους τρίτους που δεν έχουν την ιδιότητα του εντεταλμένου μεσάζοντος να ασκούν δραστηριότητα παράλληλης εισαγωγής καινουργών αυτοκινήτων ορισμένης μάρκας ανήκουσας σε επίσημο δίκτυο διανομής (σκέψεις 16 έως 20). Επομένως, ενδεχόμενη αγωγή προς παρεμπόδιση της δραστηριότητας των εν λόγω τρίτων δεν μπορεί να ασκηθεί παρά μόνο βάσει του ισχύοντος εθνικού δικαίου.

Top