EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61994CC0114

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Cosmas της 28ης Μαρτίου 1996.
Intelligente Systemen, Database toepassingen, Elektronische diensten BV (IDE) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Ρήτρα διαιτησίας - Σύμβαση σχετική με την κατάρτιση συστήματος λογισμικού - Αγωγή περί αποπληρωμής του οφειλομένου ποσού και καταβολής αποζημιώσεως - Ανταγωγή με αίτημα την επιστροφή των προκαταβληθέντων ποσών.
Υπόθεση C-114/94.

Συλλογή της Νομολογίας 1997 I-00803

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1996:142

61994C0114

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Cosmas της 28ης Μαρτίου 1996. - Intelligente Systemen, Database toepassingen, Elektronische diensten BV (IDE) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Ρήτρα διαιτησίας - Σύμβαση σχετική με την κατάρτιση συστήματος λογισμικού - Αγωγή περί αποπληρωμής του οφειλομένου ποσού και καταβολής αποζημιώσεως - Ανταγωγή με αίτημα την επιστροφή των προκαταβληθέντων ποσών. - Υπόθεση C-114/94.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-00803


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


I - Eισαγωγικές παρατηρήσεις

1 Η παρούσα υπόθεση αφορά σε διαφορά που ανέκυψε κατά την εκτέλεση συμβάσεως, την οποία συνήψε η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, την 31η Ιανουαρίου 1990, με την ολλανδική εταιρία περιορισμένης ευθύνης Intelligente systemen, Database toepassingen, Elektronische diensten BV (στο εξής: ΙDE). Η διαφορά φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου κατ' εφαρμογήν ρήτρας διαιτησίας που περιέχεται στη σύμβαση, σύμφωνα με το άρθρο 181 της Συνθήκης ΕΚ.

2 Με την ασκηθείσα από την IDE αγωγή ζητείται η πληρωμή του οφειλόμενου ποσού της μέγιστης συνεισφοράς που προβλέπεται στη συναφθείσα μεταξύ των μερών σύμβαση και η καταβολή αποζημιώσεως. Με την ασκηθείσα από την Επιτροπή ανταγωγή ζητείται η επιστροφή των καταβληθέντων από αυτήν στην IDE ποσών εντόκως.

II - Nομικό πλαίσιο και πραγματικά περιστατικά

Α - Η κοινοτική δραστηριότητα στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται η σύναψη της συμβάσεως

3 Τη 17η Ιουλίου 1987, η Επιτροπή δημοσίευσε πρόσκληση για εκδήλωση ενδιαφέροντος για την υλοποίηση προτύπων σχεδίων δοκιμών/επιδείξεων, που σκοπούσε να βοηθήσει την ανάπτυξη μιας κοινοτικής αγοράς υπηρεσιών πληροφορήσεως (1).

4 Τη 12η Ιουλίου 1988, η Επιτροπή δημοσίευσε προειδοποίηση για πρόσκληση προς υποβολή προτάσεων για πρότυπα σχέδια δοκιμών/επιδείξεων με σκοπό την ανάπτυξη μιας κοινοτικής αγοράς υπηρεσιών πληροφορήσεως (2). Η Επιτροπή θα παρείχε οικονομική υποστήριξη σε σχέδια στα όρια των διαθέσιμων πιστώσεων του προϋπολογισμού. Η μέση οικονομική υποστήριξη της Κοινότητας θα κυμαινόταν μεταξύ 25 και 35 % του συνολικού κόστους των σχεδίων. Μεταξύ των επιλεγέντων τομέων προτεραιότητας, η Επιτροπή περιέλαβε τις ευφυείς διασυνδέσεις (intelligent interfaces) μεταξύ πηγών ηλεκτρονικής πληροφορήσεως.

5 Τον Ιούλιο του 1988, το Συμβούλιο Υπουργών των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων ενέκρινε ένα σχέδιο δράσεως για τη δημιουργία αγοράς υπηρεσιών στον τομέα των πληροφοριών (3), με το όνομα IMPACT, και όρισε (άρθρο 4, δεύτερο εδάφιο) ότι οι αντισυμβαλλόμενοι πρέπει να αναλάβουν ουσιαστικό τμήμα της χρηματοδοτήσεως που να αντιπροσωπεύει τουλάχιστον 50 % του συνολικού κόστους.

Β - Η επίμαχη σύμβαση

6 Την 31η Ιανουαρίου 1990, η Επιτροπή συνήψε με την ΙDE σύμβαση, η οποία, κατά το γράμμα της, ήταν σχετική με την ανάπτυξη από την τελευταία λογισμικού συστήματος (software), δηλαδή ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή ή μιας ευφυούς διαλογικής επαφής (intelligent interface), για τον ενιαίο και εργονομικό τρόπο αναζητήσεως των διαφόρων ειδών πληροφοριών και την πραγματοποίηση ενός δικτύου (network) που θα επέτρεπε την πρόσβαση σε αλληλοσυνδεόμενες ηλεκτρονικές πηγές πληροφοριών, σύμφωνα με τις προδιαγραφές που περιέχονταν σε επισυναπτόμενο Τεχνικό Παράρτημα. Το σχέδιο έπρεπε να πραγματοποιηθεί σε συνεργασία με άλλους οργανισμούς των κρατών μελών, η δε IDE θα συντόνιζε τις εργασίες των συμμετεχόντων.

7 Κατά τη σύμβαση, η υποχρέωση της IDE να αναπτύξει λογισμικό πρόγραμμα περιελάμβανε την υποχρέωσή της να αναπτύξει μία βιβλιοθήκη χρηστικών υποπρογραμμάτων (toolkit) σε συνεργασία με το ολλανδικό Ερευνητικό Ινστιτούτο TNO και το Πανεπιστήμιο του υΑμστερνταμ. Η προσαρμογή του λογισμικού στις ειδικές ανάγκες των πηγών πληροφορίας και η πραγματοποίηση του δικτύου (network) θα έπρεπε να πραγματοποιηθούν από μια δωδεκάδα οργανισμών διαφορετικών κρατών μελών των οποίων η πλειονότητα ήταν κύριοι βάσεων δεδομένων σχετικών με αγροτικές δραστηριότητες. Κατά την Επιτροπή, η ανάπτυξη του λογισμικού προγράμματος αντιπροσώπευε περίπου το ένα τρίτο του συνολικού προϋπολογισμού του σχεδίου, το δε υπόλοιπο αφορούσε την πραγματοποίηση και την εφαρμογή του δικτύου. Σε τεχνικό επίπεδο, η ανάπτυξη του δικτύου δεν μπορούσε να αρχίσει παρά μόνον αφού οι κύριοι των βάσεων δεδομένων διέθεταν μια λειτουργική έκδοση της βιβλιοθήκης χρηστικών υποπρογραμμάτων.

8 Τόσο τα δικαιώματα όσο και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων καθορίζονταν στη σύμβαση και τα επισυναπτόμενα Παραρτήματα Ι, ΙΙ και ΙΙΙ.

9 Στο πρώτο άρθρο, τιτλοφορούμενο «Αντικείμενο της συμβάσεως», αναφέρονται τα εξής:

«Εντός του πλαισίου του προγράμματος IMPACT της Ευρωπαϋκής Οικονομικής Κοινότητας (απόφαση του Συμβουλίου της 26ης Ιουλίου 1988), ο εργολάβος αναλαμβάνει διά της παρούσας συμβάσεως να εκτελέσει το εκτιθέμενο στο Παράρτημα Ι έργο, το οποίο φέρει τον τίτλο "Domain Independent Intelligent Information Services Network Interface - DISNET",

(καλούμενο στο εξής "σχέδιο").

(...)»

Το DISNET μεταφράζεται ως «Ευφυής και ανεξάρτητη περιβάλλοντος διαλογική επαφή δικτυώσεως μεταξύ υπηρεσιών πληροφοριών».

10 Το άρθρο 2, με τίτλο «Διάρκεια» ορίζει τα ακόλουθα:

«Ο εργολάβος αναλαμβάνει να ολοκληρώσει την εκτέλεση του σχεδίου εντός 30 μηνών από την ημερομηνία ενάρξεως της εκτελέσεως του έργου, καλούμενη στο εξής "ημερομηνία πραγματικής ενάρξεως της εκτελέσεως", σύμφωνα με το εκτιθέμενο στο Παράρτημα Ι χρονοδιάγραμμα.

Ο εργολάβος θα ειδοποιήσει εγγράφως την Επιτροπή για την ημερομηνία πραγματικής ενάρξεως της εκτελέσεως του έργου, εντός ενός μηνός από την ημερομηνία υπογραφής της συμβάσεως.»

11 Στο άρθρο 3, με τίτλο «Εκθέσεις και παραδοτέα προϋόντα του σχεδίου», ορίζονται τα ακόλουθα:

«3.1 Ο εργολάβος θα υποβάλει στην Επιτροπή τις ακόλουθες εκθέσεις, σχετικές με την πρόοδο του έργου και τα επιτευχθέντα αποτελέσματα, καθώς και απολογισμούς των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα:

- πρώτη έκθεση για την πρόοδο του έργου (εις τριπλούν) εντός 6 μηνών από την ημερομηνία πραγματικής ενάρξεως της εκτελέσεως,

- δεύτερη έκθεση για την πρόοδο του έργου (εις τριπλούν) εντός 12 μηνών από την ημερομηνία πραγματικής ενάρξεως της εκτελέσεως,

- τρίτη έκθεση για την πρόοδο του έργου (εις τριπλούν) εντός 18 μηνών από την ημερομηνία πραγματικής ενάρξεως της εκτελέσεως,

- τέταρτη έκθεση για την πρόοδο του έργου (εις τριπλούν) εντός 24 μηνών από την ημερομηνία πραγματικής ενάρξεως της εκτελέσεως.

Επιπλέον, ο εργολάβος θα υποβάλλει στην Επιτροπή τα εξής:

- εκθέσεις διαχειρίσεως (εις τριπλούν) κάθε 3 μήνες,

- εκθέσεις για την πρόοδο του έργου, οι οποίες, αφού έχουν υποβληθεί στη σχετική επεξεργασία κειμένου, είναι κατάλληλες για δημοσίευση, κάθε 12 μήνες μετά την ημερομηνία πραγματικής ενάρξεως της εκτελέσεως.

3.2 Κατά την περάτωση του έργου ο εργολάβος θα προβεί σε επίδειξη της επιτυχούς περατώσεως του σχεδίου στα γραφεία της Επιτροπής στο Λουξεμβούργο ή σε άλλον τόπο αποδεκτό από την Επιτροπή.

3.3 Εντός δύο μηνών από την ολοκλήρωση, διακοπή ή λήξη της εκτελέσεως του έργου, όπως εκτίθεται στο Παράρτημα Ι, ο εργολάβος θα υποβάλει στην Επιτροπή μια συνολική τελική έκθεση για ολόκληρο το σχέδιο. Η έκθεση θα συνοδεύεται από έναν συγκεντρωτικό απολογισμό εξόδων μαζί με τα τελικά αποδεικτικά έγγραφα και, κατόπιν αυτού, θα θεωρείται ότι έχουν κλείσει οι λογαριασμοί.

3.4 Είναι παραδοτέο κάθε σημαντικό προϋόν που προκύπτει από το σχέδιο, το οποίο πρέπει να παραδοθεί σύμφωνα με το Παράρτημα Ι.»

12 Στο άρθρο 4 της συμβάσεως προσδιορίζονται οι «Ξρηματοοικονομικοί όροι». Συγκεκριμένα:

«4.1 Το κατ' εκτίμηση συνολικό κόστος του σχεδίου ανέρχεται σε 2 349 400 ECU (...) για το έργο που προσδιορίζεται στο Παράρτημα Ι.

4.2 Η Ευρωπαϋκή Οικονομική Κοινότητα θα καταβάλει στον εργολάβο χρηματική συνεισφορά ίση με το 38,74 % του πραγματικού κόστους της εκτελέσεως του έργου που προσδιορίζεται στο Παράρτημα Ι, χωρίς τους φόρους, αφού η Επιτροπή ελέγξει και αποδεχθεί το κόστος αυτό, αλλά η συνεισφορά αυτή δεν πρόκειται να υπερβεί τα 909 900 ECU.

(...)»

13 Στο άρθρο 5, που τιτλοφορείται «Καταβολές», προσδιορίζεται το χρονοδιάγραμμα εκπληρώσεως της υποχρεώσεως καταβολών από την Επιτροπή ως εξής:

«5.1 Η Ευρωπαϋκή Οικονομική Κοινότητα θα καταβάλει τη χρηματική της συνεισφορά κατά δόσεις σε ECU, ως εξής:

α) μια προκαταβολή 136 485 ECU (15 % του ανώτατου ποσού χρηματικής συνεισφοράς) εντός 2 μηνών αφότου ενημερωθεί η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 2, για την ημερομηνία πραγματικής ενάρξεως της εκτελέσεως του έργου,

β) περιοδικές καταβολές, εντός δύο μηνών, σε σχέση με τους απολογισμούς εξόδων και κατόπιν εγκρίσεως από την Επιτροπή των εκθέσεων για την πρόοδο του έργου, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 3 της παρούσας συμβάσεως. Οι περιοδικές καταβολές θα υπολογίζονται σύμφωνα με το ποσοστό της παραγράφου 4.2 ανωτέρω, εφαρμοζόμενο στον εγκριθέντα απολογισμό εξόδων και κατόπιν αφαιρέσεως του 15 %, το οποίο αντιπροσωπεύει το ανάλογο ποσοστό της προκαταβολής. Οι καταβολές αυτές θα θεωρούνται ως προκαταβολές, μέχρι την παραλαβή των προσηκόντως παραδιδομένων προϋόντων που προσδιορίζονται στο Παράρτημα Ι,

γ) το 20 % της συνολικής χρηματικής συνεισφοράς θα παρακρατηθεί. Το παρακρατούμενο ποσό θα αποδεσμευθεί, καθόσον τούτο απαιτείται για την καταβολή του ποσού που οφείλεται για την αποπληρωμή της χρηματικής συνεισφοράς, αφού η Επιτροπή εγκρίνει όλες τις εκθέσεις και οτιδήποτε άλλο πρέπει να παραδοθεί κατά την παρούσα σύμβαση, καθώς και τον συγκεντρωτικό απολογισμό εξόδων,

δ) το συνολικό ποσό της προκαταβολής και των περιοδικών καταβολών δεν πρέπει να υπερβεί τη συνολική χρηματική συνεισφορά της Επιτροπής μείον το παρακρατούμενο ποσό.

5.2 Η Επιτροπή, αφού ειδοποιήσει τον εργολάβο, μπορεί να αναβάλει ή να τροποποιήσει τις διάφορες καταβολές, αν από τους ελέγχους των εγγράφων και των στοιχείων που προβλέπονται στο άρθρο 3 και στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 5 διαπιστωθούν πλημμέλειες, ιδίως δε σε περίπτωση που το έργο δεν εκτελείται σύμφωνα με το πρόγραμμα του Παραρτήματος Ι ή που ο απολογισμός εξόδων δεν αντιστοιχεί στο έργο που έχει πράγματι εκτελεσθεί ή αποκλίνει ουσιωδώς από τον προϋπολογισμό εξόδων του Παραρτήματος Ι. Στις περιπτώσεις αυτές, η καταβολή μπορεί να γίνει μόνον αφού ο εργολάβος παράσχει ικανοποιητικές εξηγήσεις. Οσάκις προκύπτει από τον έλεγχο ότι ορισμένα ποσά κακώς καταβλήθηκαν στον εργολάβο, αυτός θα τα επιστρέφει αμέσως στην Επιτροπή.

5.3 Ο εργολάβος, μετά την περάτωση του έργου, θα προβεί σε επίδειξη, όπως αναφέρει το άρθρο 3.2 ανωτέρω, της επιτυχούς περατώσεως του σχεδίου στους εκπροσώπους της Επιτροπής. Αν ο εργολάβος δεν προβεί στην επίδειξη αυτή, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει την πλήρη ή μερική επιστροφή των καταβληθέντων ως οικονομική συνεισφορά ποσών, πλέον τόκων επί των ποσών αυτών, οι οποίοι αρχίζουν να τρέχουν αφότου παρέλθει ένας μήνας από την προβολή της αξιώσεως της Επιτροπής για επιστροφή. Το επιτόκιο θα ανέρχεται στον μέσο όρο, συν δύο τοις εκατό, των διατραπεζικών επιτοκίων που ίσχυαν για τα ΕCU κατά τους τελευταίους τρεις μήνες πριν από την πρώτη ημέρα του μηνός κατά τον οποίο προέβαλε την αξίωσή της η Επιτροπή.

5.4 (...)»

14 Σχετικά με την «Οργάνωση και εκτέλεση του έργου», όπως προαναγγέλλει ο τίτλος του άρθρου 6, ορίζεται ότι:

«6.1 Τεχνική και οικονομική ευθύνη

Ο εργολάβος θα φέρει την τεχνική και οικονομική ευθύνη για το έργο που προσδιορίζεται στο Παράρτημα Ι. Ο εργολάβος θα παράσχει το προσωπικό, τις εγκαταστάσεις, τον εξοπλισμό και τα υλικά που είναι αναγκαία για την προσήκουσα εκτέλεση της συμβάσεως. Καθόσον το έργο πρόκειται να εκτελεστεί από οργανισμούς που συνεργάζονται προς τούτο με τον εργολάβο, ο εργολάβος είναι υπεύθυνος για τη διασφάλιση του ότι η οικονομική συνεισφορά της Κοινότητας θα διανέμεται μεταξύ των συμμετεχόντων οργανισμών ανάλογα με την πρόοδο του έργου και τη συμμετοχή κάθε οργανισμού.

6.2 Συμμετοχή τρίτων στην εκτέλεση του σχεδίου

6.2.1 Ο εργολάβος, ενεργώντας κατά τη διαδικασία του άρθρου 6.2.2, μπορεί να αναθέσει την εκτέλεση μέρους του προγράμματος του έργου που εκτίθεται στο Παράρτημα Ι σε τρίτους, είτε φυσικά είτε νομικά πρόσωπα. Συναφώς δεν απαλλάσσεται όμως από τις υποχρεώσεις που υπέχει έναντι της Κοινότητας βάσει της παρούσας συμβάσεως, ιδίως όσον αφορά την τεχνική και οικονομική ευθύνη του κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

6.2.2 Τα σχέδια όλων των συμβάσεων υπεργολαβίας, βάσει των οποίων ο εργολάβος σκοπεύει να αναθέσει την εκτέλεση μέρους του έργου σε τρίτον, πρέπει να κοινοποιούνται με συστημένη επιστολή στην Επιτροπή, η οποία δικαιούται, εντός 15 ημερών από τη λήψη της επιστολής αυτής, να αρνηθεί την έγκριση της υπεργολαβίας. Αν η Επιτροπή δεν ενεργήσει εντός του προαναφερθέντος χρονικού διαστήματος, θεωρείται ότι έχει εγκρίνει την υπεργολαβία.

6.2.3 Οι όροι του παρόντος άρθρου δεν θα έχουν εφαρμογή σε καθημερινές παραγγελίες υλικών, εξοπλισμού και υπηρεσιών, πραγματοποιούμενες σύμφωνα με το πρόγραμμα του έργου, το οποίο εκτίθεται στο Παράρτημα Ι.

6.2.4 Με την επιφύλαξη κάθε δικαιώματος της Επιτροπής βάσει της παρούσας συμβάσεως και, ιδίως, των δικαιωμάτων που αφορούν την εκτέλεση του έργου ή οποιονδήποτε τεχνικό ή οικονομικό έλεγχο, ο εργολάβος θα επιβάλλει σε κάθε υπεργολάβο τις ίδιες υποχρεώσεις που θα ίσχυαν για τον ίδιο βάσει της παρούσας συμβάσεως, εφόσον εκτελούσε το έργο αυτοπροσώπως.

6.3 Υποχρέωση παροχής πληροφοριών

Ο εργολάβος θα παρέχει αμελλητί στην Επιτροπή πλήρη και λεπτομερή στοιχεία για κάθε περιστατικό ή γεγονός που μπορεί να παραβλάψει την εκτέλεση της παρούσας συμβάσεως.

6.4 Τεχνικός και οικονομικός έλεγχος

6.4.1 Ο εργολάβος θα παρέχει αμελλητί στην Επιτροπή κάθε στοιχείο το οποίο αυτή μπορεί να ζητήσει σχετικά με την εκτέλεση του προγράμματος του έργου, όπως προσδιορίζεται στο Παράρτημα Ι, τούτο δε και κατά την πενταετία μετά την περάτωση ή τη διακοπή του έργου.

6.4.2 Ο εργολάβος θα θέτει στη διάθεση της Επιτροπής και του Ελεγκτικού Συνεδρίου των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων τα έγγραφα τεχνικής και οικονομικής φύσεως που θα είναι αναγκαία για να εξακριβώνεται ότι εκτελείται ή έχει εκτελεστεί το πρόγραμμα του έργου· τα έγγραφα αυτά μπορούν να ελέγχονται, εφόσον είναι αναγκαίο, στον τόπο όπου τηρούνται συνήθως.

6.5 (...)»

15 Το άρθρο 7 έχει ως τίτλο «Κυριότητα και εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων». Κατά το Παράρτημα ΙΙ, στο οποίο το άρθρο 7 παραπέμπει, η εκμετάλλευση και η διάδοση των αποτελεσμάτων του σχεδίου γίνεται από τον εργολάβο, ο οποίος έχει και την ιδιοκτησία αυτών.

16 Το άρθρο 8, με τίτλο «Ευθύνη», ορίζει ότι:

«8.1 Ο εργολάβος φέρει την αποκλειστική ευθύνη για οποιαδήποτε ζημία ή βλάβη υποστεί κατά την εκτέλεση της παρούσας συμβάσεως ή εξαιτίας της εκτελέσεως αυτής.

8.2 Ο εργολάβος φέρει την αποκλειστική ευθύνη για οποιαδήποτε ζημία ή βλάβη υποστούν οι υπάλληλοί του ή τρίτοι λόγω της εκτελέσεως της παρούσας συμβάσεως. Ο εργολάβος θα αποζημιώνει πλήρως την Επιτροπή για κάθε ζημία την οποία αυτή θα υποχρεωθεί να αποκαταστήσει, καθώς και για όποια δικαστικά έξοδα επιδικασθούν επιπλέον εις βάρος της, υπέρ τρίτου προσώπου το οποίο υπέστη ζημία ή βλάβη λόγω της εκτελέσεως της παρούσας συμβάσεως.»

17 Το άρθρο 9, με τίτλο «Τροποποιήσεις ή προσθήκες», ορίζει ότι:

«Κάθε τροποποίηση ή προσθήκη στους όρους της παρούσας συμβάσεως πρέπει να συμφωνηθεί εγγράφως μεταξύ των συμβαλλομένων στην παρούσα σύμβαση μερών. Το πρόγραμμα και το χρονοδιάγραμμα του έργου που εκτίθενται στο Παράρτημα Ι μπορούν να τροποποιούνται με συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων, ανάλογα με την πρόοδο του έργου.»

18 Το άρθρο 10, τιτλοφορούμενο «Καταγγελία της συμβάσεως σε περίπτωση παραβάσεώς της από τον εργολάβο», έχει ως ακολούθως:

«Σε περίπτωση μη εκπληρώσεως εκ μέρους του εργολάβου μιας ή περισσοτέρων από τις υποχρεώσεις που υπέχει από την παρούσα σύμβαση, η Επιτροπή μπορεί να οχλήσει τον εργολάβο με συστημένη επιστολή συνοδευόμενη από απόδειξη παραδόσεώς της στον παραλήπτη. Εάν, μετά την πάροδο ενός μηνός από την όχληση, ο εργολάβος εξακολουθεί να παραβαίνει την υποχρέωσή του, η Επιτροπή μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση χωρίς περαιτέρω διατυπώσεις. Η Επιτροπή μπορεί επίσης να καταγγείλει τη σύμβαση σε περίπτωση που ο εργολάβος, προκειμένου να λάβει την ενίσχυση, προέβη σε ψευδείς δηλώσεις για τις οποίες είναι αποδεδειγμένα υπεύθυνος. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, ο εργολάβος πρέπει να επιστρέψει αμέσως στην Επιτροπή το ποσό των ενισχύσεων που έχει λάβει από αυτήν, πλέον τόκων από την πάροδο του προμνησθέντος χρονικού διαστήματος ενός μηνός. Το επιτόκιο θα ανέρχεται στον μέσο όρο, συν δύο τοις εκατό, των διατραπεζικών επιτοκίων που ίσχυαν για τα ECU κατά τους τελευταίους τρεις μήνες πριν από την πρώτη ημέρα του μηνός κατά τον οποίο λήγει η ενλόγω προθεσμία.».

19 Στο άρθρο 14, με τίτλο «Παραρτήματα» ορίζεται ότι:

«Τα Παραρτήματα Ι, ΙΙ και ΙΙΙ αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της παρούσας συμβάσεως.»

Στο Παράρτημα Ι, τιτλοφορούμενο «DISNET Tεχνικό Παράρτημα», μεταξύ άλλων, περιγράφεται λεπτομερώς το σχέδιο και παρέχεται ένα πρόγραμμα εργασιών, το Παράρτημα ΙΙ, αφορά την «Κυριότητα, εμπορική εκμετάλλευση και κυκλοφορία των αποτελεσμάτων του σχεδίου» και, τέλος, στο Παράρτημα ΙΙΙ αναλύονται τα «Περί των εξόδων που εγκρίνονται από την Επιτροπή».

20 Σύμφωνα με το άρθρο 16, που τιτλοφορείται «Εφαρμοστέο δίκαιο και αρμόδιο δικαστήριο»:

«Οι διατάξεις της νομοθεσίας του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου και μόνο θα διέπουν την παρούσα σύμβαση και θα έχουν, ομοίως, εφαρμογή σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων που δεν ρυθμίζονται με την παρούσα σύμβαση.

Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί διευθέτηση με κοινή συναίνεση, το Δικαστήριο των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων θα είναι αποκλειστικώς αρμόδιο για τη διευθέτηση κάθε διαφοράς μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, απορρέουσας από την παρούσα σύμβαση.»

Γ - H γένεση της διαφοράς

21 Ως ημερομηνία ενάρξεως του σχεδίου DISNET καθορίσθηκε η 15η Μαρτίου 1990. Σύμφωνα με τη σύμβαση, το έργο θα έπρεπε να περατωθεί τη 15η Σεπτεμβρίου 1992.

22 Κατά την πρώτη εξαμηνιαία έκθεση, το τεχνικό πρόγραμμα διεξαγόταν όπως προβλεπόταν στη σύμβαση, αλλά, κατά την Επιτροπή, υπήρχαν ορισμένες ανησυχητικές ενδείξεις που αφορούσαν τους συνεργαζόμενους με την ΙDE οργανισμούς, διότι η σύνθεση του ομίλου δεν ήταν σταθερή και επιπλέον η IDE δεν κατέβαλε στους ενλόγω οργανισμούς το αναλογούν ποσοστό της κοινοτικής συνεισφοράς.

23 Τον Οκτώβριο του 1991, ένας εμπειρογνώμονας, την αμεροληψία του οποίου αμφισβητεί η IDE, μετά από εξέταση στην οποία προέβη, διαπίστωσε στην έκθεσή του, με ημερομηνία 3 Δεκεμβρίου 1991, ότι το πραγματοποιούμενο σχέδιο δεν ήταν σύμφωνο με τους συμβατικούς όρους και πρότεινε στην Επιτροπή να αναστείλει την οικονομική της υποστήριξη.

24 Τον Μάιο του 1992, η Επιτροπή διέταξε τον οικονομικό έλεγχο του σχεδίου. Σύμφωνα με την έκθεση των ορισθέντων ορκωτών λογιστών, με ημερομηνία 22 Ιουνίου 1992, η IDE, χωρίς να ζητήσει τη σχετική έγκριση της Επιτροπής, υπεκμίσθωσε τμήμα των εργασιών σε ουγγρικές επιχειρήσεις. Η ίδια έκθεση, που κάλυπτε τους 18 πρώτους μήνες εκπονήσεως του σχεδίου, έθετε υπό αμφισβήτηση τον απολογισμό των εξόδων και πρότεινε, για τον λόγο αυτό, τη μείωση κατά 34 % του ποσού των δηλωθέντων εξόδων.

25 Τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1992, η Επιτροπή κάλεσε την IDE στο Λουξεμβούργο για να συζητήσουν για τα προβλήματα, τα οποία, κατά την άποψή της, είχαν δημιουργηθεί κατά την εκτέλεση της συμβάσεως. Στην αλληλογραφία της με την IDE, η Επιτροπή αναφερόταν στη μη σταθερή σύνθεση του ομίλου των συνεργατών της IDE, στις αργοπορίες για την παράδοση των αποτελεσμάτων της εργασίας στους συνεργάτες αυτούς, αλλά και σε διάφορες τεχνικές ανεπάρκειες.

26 Μετά από αυτές τις ενέργειες, τροποποιήθηκε το Τεχνικό Παράρτημα της συμβάσεως.

27 Τη 12η Φεβρουαρίου 1993, η Επιτροπή και η IDE συμφώνησαν να παρατείνουν κατά 6 μήνες τη διάρκεια της συμβάσεως, δηλαδή έως τη 15η Μαρτίου 1993.

28 Την 11η Μαρτίου 1993, η IDE απέστειλε στην Επιτροπή το αποτέλεσμα του λογισμικού το οποίο είχε αναλάβει να φέρει εις πέρας, θεωρώντας ότι εξεπλήρωσε όλες τις υποχρεώσεις της, όπως αναλύονται στη σύμβαση και τα Παραρτήματά της. Συγκεκριμένα, της παρέδωσε τρεις δισκέττες με τίτλο «DISNET final beta release 3», συνοδευόμενες από κάποια έγγραφα.

29 Η Επιτροπή, σε επιστολή της, με ημερομηνία 30 Απριλίου 1993, παρατηρούσε ότι το παραδοθέν προϋόν δεν ήταν σύμφωνο με τους όρους του Τεχνικού Παραρτήματος. Και τόνιζε ότι η IDE δεν κατέβαλε στα συνεργαζόμενα μαζί της για το σχέδιο μέλη του ομίλου, η σύνθεση του οποίου, κατά την Επιτροπή πάντοτε, ποίκιλλε συνεχώς, τα ποσά που τους αναλογούσαν, δεδομένου ότι της είχε ήδη καταβάλει το ποσό των 533 456 ECU. Διευκρίνιζε ότι δεν θα επέμενε στην επίδειξη του τελικού προϋόντος αφενός, για να αποφευχθούν επιπλέον έξοδα και αφετέρου, διότι κατά την άποψή της, δεν ήταν προφανές ότι θα άλλαζε επί το θετικότερον η αρχική αρνητική εκτίμησή της. Επιπλέον πρότεινε, προς διευθέτηση της διαφοράς, να μειώσει τη συνεισφορά της σε ποσοστό 75 % του ανώτατου προβλεπόμενου στη σύμβαση ποσού (δηλαδή στα 682 425 ECU) και να μην καταβάλει το υπόλοιπο ποσό (682 425 ECU μείον 533 456 ECU, δηλαδή 148 969 ECU) παρά μόνον αν η IDE υπέβαλλε την τελική έκθεση και τον οριστικό απολογισμό των εξόδων και απεδείκνυε ότι είχε εκπληρώσει όλες τις συμβατικές και οικονομικές της υποχρεώσεις προς το σύνολο των συνεργατών της, με τους οποίους συνεργαζόταν εκείνη τη στιγμή ή συνεργάστηκε στο παρελθόν κατά την εκτέλεση του σχεδίου.

30 Η IDE απέρριψε την πρόταση της Επιτροπής την 31η Μαου 1993.

31 Η Επιτροπή, με επιστολή της, με ημερομηνία 17 Ιουνίου 1993, απεφάσισε, επικαλούμενη τους όρους της συμβάσεως να προσκαλέσει την IDE να προβεί σε επίδειξη της επιτυχούς περατώσεως του σχεδίου ενώπιον «επιτροπής εκτιμήσεως».

32 Η IDE, αν και δήλωσε πρόθυμη να προβεί σε επίδειξη του σχεδίου, διατύπωσε επιφυλάξεις, επειδή η Επιτροπή είχε ήδη καταστήσει γνωστό ότι δεν την ενδιέφερε η επίδειξη των αποτελεσμάτων του σχεδίου DISNET.

33 Η «επιτροπή εκτιμήσεως» απετελείτο από δύο υπαλλήλους της Επιτροπής που δεν είχαν αναμιχθεί στο σχέδιο DISNET και έναν εμπειρογνώμονα, τον οποίο, κατά τα προβαλλόμενα από την Επιτροπή, υπέδειξε η ΙDE. Τις εργασίες της «επιτροπής» παρακολούθησαν επίσης δύο παρατηρητές, ένας για λογαριασμό της Επιτροπής και ένας για λογαριασμό της ΙDE.

34 Η επίδειξη πραγματοποιήθηκε την 20ή Ιουλίου 1993. Αντικείμενο της επιδείξεως απετέλεσε η έκδοση του λογισμικού που εστάλη στην Επιτροπή την 11η Μαρτίου 1993. υΟμως, όπως προκύπτει από την έκθεση της «επιτροπής», εξετάσθηκε και μια νεότερη έκδοση που κατέθεσε η IDE μετά τη λήξη της συμβάσεως.

35 Από την έκθεση, με ημερομηνία 30 Ιουλίου 1993, που συνέταξαν οι μετέχοντες στην «επιτροπή εκτιμήσεως» δύο υπάλληλοι της Επιτροπής, καθώς και από την έκθεση, με ημερομηνία 2 Αυγούστου 1993, που συνέταξε ο παρατηρητής τον οποίο όρισε η Επιτροπή, προκύπτει ότι, όποια και αν εθεωρείτο ότι είναι η τελική έκδοση του πραγματοποιηθέντος σχεδίου, το λογισμικό που παρουσίασε η IDΕ ήταν ελαττωματικό.

36 Κατά την έκθεση της «επιτροπής»: α) το λογισμικό αυτό δεν κάλυπτε, παρά μόνον στο 50 με 75 % των ειδικών όρων του Τεχνικού Παραρτήματος της συμβάσεως και β) έλειπε το τμήμα εκείνο του σχεδίου DISNET που αφορούσε το δίκτυο.

37 Κατά την Επιτροπή, το τρίτο μέλος της «επιτροπής εκτιμήσεως» αποδέχθηκε τα πορίσματα της εκθέσεως της 30ής Ιουλίου 1993. Ο παρατηρητής τον οποίον όρισε η IDE, σε αντίθεση με τον παρατηρητή τον οποίο όρισε η Επιτροπή, δεν υπέβαλε έκθεση με τα πορίσματά του.

38 Την 7η Σεπτεμβρίου 1993, η Επιτροπή έστειλε τις εκθέσεις αυτές στην IDE. Σε επισυναπτόμενη δε επιστολή της παρατήρησε τα εξής: α) η IDE δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της σύμφωνα με τους τεχνικούς όρους του σχεδίου, β) η τελική έκθεση που έλαβε η Επιτροπή, με ημερομηνία 17 Μαου 1993 δεν ήταν ικανοποιητική, γ) ο απολογισμός των εξόδων που κάλυπτε την πέμπτη εξαμηνιαία περίοδο δεν ήταν σύμφωνος με τη σύμβαση, δ) δεν είχε λάβει τον αντίστοιχο απολογισμό για την έκτη εξαμηνιαία περίοδο και ε) δεν είχε λάβει τα αναγκαία στοιχεία για να εκτιμήσει το συνολικό κόστος του σχεδίου. Η Επιτροπή σημείωνε ότι δεν θα προέβαινε περαιτέρω σε καμμία συμπληρωματική πληρωμή και ότι μελετούσε το ενδεχόμενο να ζητήσει τα ποσά που ήδη κατέβαλε.

39 Τη 15η και 27η Σεπτεμβρίου 1993, η IDE κοινοποίησε στην Επιτροπή τις επιφυλάξεις της για τα πορίσματα της εκθέσεως εκτιμήσεως, προβάλλοντας ότι η επίδειξη έλαβε χώρα υπό συνθήκες ιδιαίτερα δυσχερείς και αμφισβητώντας ορισμένες τεχνικές εκτιμήσεις της «επιτροπής».

ΙΙI - Τα αιτήματα των διαδίκων

40 Η IDE, με αγωγή που κατέθεσε στο Δικαστήριο τη 15η Απριλίου 1994, ζητεί να εκπληρώσει η Επιτροπή στο ακέραιο τις συμβατικές της υποχρεώσεις και να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστη, ως εκ της μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεών της αυτών.

41 Ακριβέστερα, η ΙDE ζητεί από τα Δικαστήριο:

- να υποχρεώσει την Επιτροπή να της καταβάλει α) το ποσό των 376 500 ECU (4), β) τα εξωδικαστικά της έξοδα ανερχόμενα σε 37 650 ECU, γ) τους νόμιμους τόκους, οι οποίοι άρχισαν να τρέχουν την 31η Μαου 1993, ως την αποπληρωμή και δ) να αποκαταστήσει κάθε περαιτέρω ζημία που υπέστη λόγω της αποδιδόμενης στην Επιτροπή αντισυμβατικής συμπεριφοράς της·

- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 69 του Κανονισμού Διαδικασίας.

42 Η Επιτροπή, καταρχάς με επιστολή της, με ημερομηνία 29 Ιουνίου 1994, και στη συνέχεια με ανταγωγή που άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου την 7η Ιουλίου 1994, απαίτησε την επιστροφή εντόκως των ποσών που είχε καταβάλει στην IDΕ.

43 Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

- να απορριφθεί η αγωγή ως αβάσιμη·

- να καταδικασθεί η ενάγουσα να καταβάλει στην Επιτροπή εντόκως το ποσό των 533 456 ECU, με επιτόκιο 7,97 % σε ετήσια βάση·

- να καταδικασθεί η ενάγουσα στά δικαστικά έξοδα.

44 Ειδικά όσον αφορά τα αιτήματα της ανταγωγής της Επιτροπής, η IDE ζητεί από το Δικαστήριο:

- να κηρύξει απαράδεκτα τα αιτήματα της Επιτροπής, ή, τουλάχιστον, να τα απορρίψει και να την καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα.

ΙV - Επί τoυ παραδεκτού της ανταγωγής

45 Η IDE, στο αίτημα που διετύπωσε στο υπόμνημα αντικρούσεως της ανταγωγής, θέτει ζήτημα παραδεκτού της ανταγωγής που άσκησε η Επιτροπή. Εννοεί προφανώς ότι το Δικαστήριο στερείται αρμοδιότητας να εκδικάσει την ανταγωγή αυτή.

46 Επί του ζητήματος αυτού επισημαίνεται η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου (5), κατά την οποία, α) οι προϋποθέσεις του παραδεκτού κρίνονται με βάση τις διατάξεις της Συνθήκης, δηλαδή το ζήτημα της αρμοδιότητάς του προς εκδίκαση ανταγωγής και εν γένει κάθε ζήτημα παραδεκτού της τελευταίας εκτιμάται ενόψει μόνο των άρθρων 42 της Συνθήκης ΕΚΑΞ, 181 της Συνθήκης ΕΚ και 153 της Συνθήκης ΕΚΑΕ και του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου και β) η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να εκδικάζει αγωγές που πηγάζουν από σύμβαση συναφθείσα από την Κοινότητα και περιλαμβάνουσα ρήτρα διαιτησίας ή που έχουν άμεση σχέση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση αυτή, καλύπτει και την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να εκδικάζει ανταγωγή απορρέουσα από την ίδια σύμβαση ή τα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η κύρια αγωγή.

47 Ενόψει της νομολογίας αυτής και δεδομένου ότι το αίτημα της Επιτροπής απορρέει από την ίδια σύμβαση, στην οποία αφορά η κύρια αγωγή, είναι προφανές ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάσει και την ανταγωγή.

V - Επί του κυρίου αιτήματος της κύριας αγωγής και της ανταγωγής

48 Η Επιτροπή με την ανταγωγή της ζητεί από την ΙDE την επιστροφή εντόκως των ποσών που της κατέβαλε, επικαλούμενη το άρθρο 5, παράγραφος 3, της συμβάσεως. Προς στήριξη του αιτήματός της, βασίζεται πρωτίστως στο αρνητικό πόρισμα της «επιτροπής εκτιμήσεως», σύμφωνα με το οποίο το προϋόν το οποίο παρέδωσε η IDE δεν κάλυπτε το σύνολο των ειδικών όρων του Τεχνικού Παραρτήματος. Δεδομένου ότι η ΙDE δεν έχει εκπληρώσει την υποχρέωσή της να παράσχει ένα προϋόν που ανταποκρίνεται στο σύνολο των ειδικών όρων του Τεχνικού Παραρτήματος, τούτο θα αρκούσε για την αποδοχή του αιτήματος της ανταγωγής της Επιτροπής. Οι ισχυρισμοί της περί παραβάσεων εκ μέρους της IDE και άλλων συμβατικών της υποχρεώσεων θα πρέπει να θεωρηθούν ότι προβάλλονται επικουρικά.

49 Η ΙDE προβάλλει ότι το πόρισμα της «επιτροπής εκτιμήσεως» δεν είναι αξιόπιστο αφενός μεν διότι η «επιτροπή» αυτή δεν είχε τα εχέγγυα αντικειμενικότητας, αφετέρου δε διότι η ουσιαστική εκτίμηση του προϋόντος στην οποία προέβη είναι εσφαλμένη. Ισχυρίζεται επίσης ότι εκπλήρωσε όλες τις υποχρεώσεις της και γι' αυτό ζητεί να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της καταβάλει το υπόλοιπο της συνεισφοράς της εντόκως και να αποκαταστήσει κάθε περαιτέρω ζημία που υπέστη.

50 Ενόψει των ανωτέρω, οι εκατέρωθεν προβαλλόμενοι ισχυρισμοί θα πρέπει να αντιμετωπισθούν ως ακολούθως: Καταρχάς, θα εξετασθούν οι ισχυρισμοί των διαδίκων ως προς την αντικειμενικότητα της «επιτροπής εκτιμήσεως». Στη συνέχεια, θα εξετασθούν οι σχετικοί με τις συνθήκες και τα κριτήρια εκτιμήσεως του παραδοθέντος προϋόντος ισχυρισμοί. Θα ακολουθήσει η εξέταση των εκατέρωθεν ισχυρισμών που αφορούν το κατά πόσον η IDE έχει εκπληρώσει ή όχι την κύρια υποχρέωσή της, δηλαδή την παράδοση προϋόντος πληρούντος τις ταχθείσες προδιαγραφές και, τέλος, θα αντιμετωπισθούν οι ισχυρισμοί της Επιτροπής που αφορούν την παράβαση άλλων συμβατικών υποχρεώσεων από την IDE, καθώς και οι ισχυρισμοί της τελευταίας ως προς την παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων από την Επιτροπή.

Α - Ως προς την αντικειμενικότητα της «επιτροπής εκτιμήσεως»

51 Η IDE στα δικόγραφα τα οποία κατέθεσε προς απάντηση των ισχυρισμών της Επιτροπής (σημείο 11 του υπομνήματος απαντήσεως στην αγωγή και αντικρούσεως στην ανταγωγή) αλλά και στην επ' ακροατηρίου συζήτηση αμφισβητεί την αντικειμενικότητα της «επιτροπής εκτιμήσεως» για τους εξής λόγους: α) η σύστασή της δεν προβλεπόταν στη σύμβαση, β) η σύνθεσή της καθορίστηκε από μόνη την Επιτροπή, γ) τα μέλη της έλαβαν αμοιβή από την Επιτροπή, δ) η «επιτροπή» ενήργησε μεροληπτικά υπέρ της Επιτροπής, αφού ορίσθηκε από την τελευταία. Δηλαδή, η IDE αμφισβήτησε την αμεροληψία της τριμελούς «επιτροπής» που όρισε η Επιτροπή για την εκτίμηση των αποτελεσμάτων του DISNET που της παρέδωσε η IDE, ζητώντας για τον λόγο αυτό τη διενέργεια νέας πραγματογνωμοσύνης.

52 Στο άρθρο 5, παράγραφος 3, της συμβάσεως προβλέπεται ότι μετά την περάτωση του έργου ο εργολάβος θα προβεί σε επίδειξη της επιτυχούς ολοκληρώσεως του σχεδίου στους εκπροσώπους της Επιτροπής. Η σύμβαση παρείχε στην Επιτροπή το δικαίωμα να απαιτήσει την επίδειξη αυτή από την IDE μετά το πέρας των εργασιών του σχεδίου DISNET ενώπιον των εκπροσώπων της.

53 Είναι αλήθεια ότι στη σύμβαση δεν προβλέπεται το όργανο ενώπιον του οποίου θα γινόταν η επίδειξη. Από το γράμμα όμως της συμβάσεως, ερμηνευομένης υπό το πρίσμα και του άρθρου 1135 του Αστικού Κώδικα του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου (6), που έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, συνάγεται ότι η διάταξη περί επιδείξεως στα γραφεία της Επιτροπής ενώπιον εκπροσώπων οριζόμενων από την Επιτροπή, εφόσον άλλωστε αυτήν θα εκπροσωπούσαν, έχει την έννοια ότι αυτή θα ελάμβανε χώρα ενώπιον προσώπων τα οποία θα συγκροτούσαν κάποια άτυπη έστω «επιτροπή εκτιμήσεως» και θα είχαν τις απαραίτητες τεχνικές γνώσεις για να εκτιμήσουν το αντικείμενο της επιδείξεως.

54 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι από τα τρία μέλη της «επιτροπής» τα δύο όρισε αυτή η ίδια και ήσαν υπάλληλοι της Επιτροπής και το τρίτο το υπέδειξε η IDE, ως ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα. H IDE αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι υπέδειξε το τρίτο μέλος της «επιτροπής» και υποστήριξε ότι η Επιτροπή αρνήθηκε να μετάσχει στην «επιτροπή» πρόσωπο που θα υπεδείκνυε η IDE.

55 Εφόσον όμως η σύμβαση παρείχε την εξουσία στην Επιτροπή να ορίσει όλα τα μέλη της άτυπης «επιτροπής εκτιμήσεως», δεν έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός αν ένα μέλος της «επιτροπής» το όρισε η ΙDE ή όχι.

56 Εξάλλου, το γεγονός ότι το τρίτο μέλος της «επιτροπής» έλαβε αμοιβή από την Επιτροπή, όπως τονίζει η IDE (σημείο 18 του υπομνήματος ανταπαντήσεως στην ανταγωγή) αυτό και μόνο δεν έχει ιδιαίτερη σημασία διότι, εφόσον κατά τη σύμβαση η Επιτροπή όριζε τα μέλη της «επιτροπής», πολλώ μάλλον θα έπρεπε αυτή να καταβάλει την αμοιβή τους.

57 Επιπλέον, είναι αδιάφορο αν τα μέλη της «επιτροπής» είχαν ή όχι έως τότε αναμιχθεί στο σχέδιο DISNET, αφού, κατά τη σύμβαση, η Επιτροπή όριζε τα μέλη της «επιτροπής» αυτής χωρίς περιορισμούς.

58 Επομένως, η αμεροληψία της «επιτροπής» δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση από το γεγονός και μόνον του διορισμού των μελών της ή της αμοιβής τους από μόνη την Επιτροπή.

59 Η Επιτροπή τονίζει ότι τα δύο μέλη της «επιτροπής» συνέταξαν σχετική έκθεση και το τρίτο μέλος της, το οποίο, όπως υποστηρίζει, όρισε η IDE, ενέκρινε με τηλετυπία τα πορίσματά της. Toύτο πράγματι αναφέρεται στην επιστολή, με ημερομηνία 30 Ιουλίου 1993, που απέστειλαν στον υπεύθυνο για την εποπτεία του σχεδίου DISNET υπάλληλο της Επιτροπής τα άλλα δύο μέλη της «επιτροπής» (συνημμένο XV στο δικόγραφο της αγωγής).

60 Στους ισχυρισμούς αυτούς η IDE αντιτάσσει ότι η «επιτροπή» ενήργησε μεροληπτικά υπέρ της Επιτροπής, δεδομένου ότι με επιστολή του υπευθύνου που είχε ορισθεί από την τελευταία για το πρόγραμμα, με ημερομηνία 30 Απριλίου 1993, της κατέστησε σαφές ότι δεν ενδιαφερόταν πλέον για την επίδειξη του τελικού προϋόντος.

61 Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί της IDE δεν αποδεικνύονται και για τον λόγο αυτό πρέπει να απορριφθούν.

62 Το γεγονός ότι δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση η αντικειμενικότητα της «επιτροπής» προκύπτει και από το ότι από τους δύο παρατηρητές για την επίδειξη, που όρισαν ως ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες οι αντισυμβαλλόμενοι, μόνον εκείνος της Επιτροπής συνέταξε σχετική έκθεση, με ημερομηνία 2 Αυγούστου 1993 (συνημμένο ΙΙΙ στο υπόμνημα αντικρούσεως στην αγωγή), με την οποία επιβεβαίωνε τα σχετικά πορίσματα της «επιτροπής εκτιμήσεως», ενώ ο παρατηρητής που όρισε η IDE δεν υπέβαλε έκθεση.

63 Ο εκπρόσωπος της IDE ισχυρίσθηκε στην επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι δεν δόθηκε η δυνατότητα στο δικό της παρατηρητή να μετάσχει στη συζήτηση γι' αυτό και δεν κατέθεσε σχετική έκθεση, την οποία αντιθέτως κατέθεσε η ίδια η IDE μετά από συζήτηση μαζί του. Ο εκπρόσωπος όμως της Επιτροπής αντέτεινε ότι από τα μαγνητοφωνημένα πρακτικά των συζητήσεων κατά τη διάρκεια της επιδείξεως προκύπτει το αντίθετο.

64 Κατ' ακολουθίαν, οι ισχυρισμοί της IDE, με τους οποίους αμφισβητείται η αμεροληψία της «επιτροπής εκτιμήσεως», προβαλλόμενοι αορίστως και μη αποδεικνυόμενοι, πρέπει να απορριφθούν.

65 Εξάλλου, σύμφωνα με την προηγηθείσα ανάλυση, πρέπει να απορριφθεί και το αίτημα της IDE για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, αφού δεν αποδεικνύεται ότι η «επιτροπή» ενήργησε μεροληπτικά εκ μόνου του λόγου ότι η Επιτροπή ασκώντας τα δικαιώματα που η ίδια η σύμβαση της παρείχε όρισε τα μέλη της.

Β - Οι συνθήκες και τα κριτήρια εκτιμήσεως του παραδοθέντος προϋόντος

66 Kατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, της συμβάσεως, κατά την περάτωση του έργου ο εργολάβος θα προβεί σε επίδειξη της επιτυχούς ολοκληρώσεως του σχεδίου στα γραφεία της Επιτροπής στο Λουξεμβούργο ή σε άλλο τόπο αποδεκτό από την Επιτροπή.

67 Η IDE ζήτησε να εξετάσει η «επιτροπή εκτιμήσεως» το παραδοθέν προϋόν σε τόπο, ημερομηνία και υπό συνθήκες που δέχθηκε η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, ο δικηγόρος της IDE, στη συνημμένη στο δικόγραφο της αγωγής επιστολή του, με ημερομηνία 12 Ιουλίου 1993, πρότεινε η επίδειξη να γίνει στο Λουξεμβούργο, σε συγκεκριμένο χώρο, ο οποίος κατά την άποψή του διέθετε την κατάλληλη υποδομή προς τούτο. Ζήτησε επίσης να μετάσχει ως ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας στις εργασίες της «επιτροπής» πρόσωπο της επιλογής του. Τις προτάσεις αυτές απεδέχθη τελικά η Επιτροπή με επιστολή της, με ημερομηνία 14 Ιουλίου 1993.

68 Στην ίδια επιστολή ο δικηγόρος της ΙDE πρότεινε να εξετασθεί το παραδοθέν τη 15η Μαρτίου 1993 προϋόν αλλά και μια μεταγενέστερη βελτιωμένη έκδοσή του. Η Επιτροπή το αρνήθηκε (βλ. την επιστολή της, με ημερομηνία 16 Ιουλίου 1993), αλλά τελικά στην «επιτροπή» έγινε επίδειξη και μιας μεταγενέστερης εκδόσεως του αρχικού προϋόντος, όπως η ίδια βεβαιώνει στο πόρισμά της.

69 Στην προαναφερθείσα επιστολή του με ημερομηνία 12 Ιουλίου 1993, ο δικηγόρος της ΙDE υπέδειξε ορισμένα βασικά σημεία που θα έπρεπε να αποτελέσουν το αντικείμενο της επιδείξεως. Αναφέρθηκε επίσης σε τέσσερις δυνατές διαφορετικές τεχνικές για τη διενέργεια της επιδείξεως και επεσήμανε ορισμένες ενδεχόμενες τεχνικής φύσεως δυσκολίες της επιδείξεως στο Λουξεμβούργο.

70 Η Επιτροπή, στην προαναφερθείσα επιστολή της με ημερομηνία 14 Ιουλίου 1993, τόνισε ότι για την εκτέλεση των καθηκόντων της η ορισθείσα «επιτροπή» θα είχε ως κριτήρια εκτιμήσεως τα περιεχόμενα στο Τεχνικό Παράρτημα και ότι η εκτίμηση θα επικεντρωνόταν στα σημεία εκείνα για τα οποία ο υπεύθυνος της Επιτροπής, ο οποίος επόπτευε την εξέλιξη του προγράμματος, είχε διατυπώσει τις αντιρρήσεις του, με επιστολή του προς την IDE, με ημερομηνία 30 Απριλίου 1993 (συνημμένη στο δικόγραφο της αγωγής). Aπέκλεισε ρητά ότι τα κριτήρια εκτιμήσεως θα διατυπώνονταν μονομερώς από την IDE. Προέβη επίσης σε ορισμένες τεχνικές υποδείξεις για την καλύτερη δυνατή επίδειξη του προϋόντος.

71 Ο δικηγόρος της IDE, σε επιστολή του με ημερομηνία 15 Ιουλίου 1993, ζήτησε να δημιουργηθεί στο Λουξεμβούργο, στον χώρο της επιδείξεως, ένα ειδικό περιβάλλον παρόμοιο με το περιβάλλον που υπήρχε κατά τη διαδικασία εγκαταστάσεως στους χώρους των συνεργατών της για την εκπόνηση του DISNET. Από επιστολή δε της Επιτροπής, με ημερομηνία 16 Ιουλίου 1993, συνάγεται ότι έγιναν τεχνικές διευκολύνσεις στην IDE με σκοπό την επιτυχή επίδειξη του προϋόντος της.

72 ςΟπως βεβαιώνεται στην έκθεση που συνέταξε η «επιτροπή», επετράπη στην IDE να εγκαταστήσει από την προηγούμενη μέρα το λογισμικό (DISNET) που δημιούργησε. Η «επιτροπή» αναφέρει επίσης στην έκθεσή της ότι κατέληξε στα πορίσματά της μετά από μια περίπου πεντάωρη επίδειξη που έλαβε χώρα την 20ή Ιουλίου 1993, στην οποία προέβη η IDE και ότι ο χρόνος αυτός κρίθηκε αρκετός για την επίδειξη του τελικού προϋόντος. Σημείωσε δε ότι, κατά την έναρξη της επιδείξεως, παρατηρήθηκαν κάποια τεχνικά προβλήματα αλλά, παρ' όλα αυτά, η IDE συμφώνησε να προχωρήσει στην επίδειξη. ηΟμως, μετά την έναρξη και κατά τη διάρκεια της επιδείξεως, δεν παρατηρήθηκαν, κατά το πόρισμα της «επιτροπής» πάντα, γεγονότα που θα μπορούσαν να αποδοθούν στο δίκτυο.

73 Βεβαίως, η IDE κατά τον χρόνο της επιδείξεως έκανε λόγο για τεχνικής φύσεως προβλήματα οφειλόμενα στον χώρο της επιδείξεως και τις ανεπάρκειες του τοπικού δικτύου UNIX και των τηλεπικοινωνιακών διασυνδέσεων, και για άλλα προβλήματα, τα οποία επέδρασαν αρνητικά στην επίδειξη (σ. 4 των παρατηρήσεών της, με ημερομηνία 15 Σεπτεμβρίου 1993, επί της εκθέσεως της «επιτροπής»). ςΟμως, η «επιτροπή» είχε απορρίψει τους ισχυρισμούς της αποδίδοντας τα προβλήματα αυτά στην αδυναμία προσαρμογής του προϋόντος που κατέθεσε η IDE με το περιβάλλον UNIX. νΕκρινε, τέλος, ότι αυτά τα προβλήματα δεν θα μπορούσαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία της εξετάσεως.

74 Ενόψει των ανωτέρω, ο ισχυρισμός της IDE ότι η επίδειξη έλαβε χώρα υπό εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Γ - Ως προς την εκπλήρωση από την IDE της κύριας υποχρεώσεώς της

1) Οι κρίσιμοι όροι της συμβάσεως

75 Από το κείμενο της συμβάσεως και του συνημμένου Τεχνικού Παραρτήματος προκύπτει ότι πρόκειται για μια αμφοτεροβαρή σύμβαση μεταξύ της Επιτροπής και της ΙDE, σύμφωνα με την οποία η μεν πρώτη υπεχρεούτο να καταβάλει ένα ποσό ως συνεισφορά για την εκτέλεση από τη δεύτερη ενός έργου, του DISNET, το οποίο θα έπρεπε να είναι βιώσιμο στην αγορά και εμπορικά αξιοποιήσιμο.

76 Η IDE θα ήταν συντονίστρια των εργασιών ενός ομίλου οργανισμών των κρατών μελών, το δε προϋόν, δηλαδή το αποτέλεσμα των εργασιών αυτών, θα παρέμενε στην ιδιοκτησία της IDE και του ομίλου με τον οποίο συνεργαζόταν, όπως αναλυτικά επεξηγείται στο Παράρτημα ΙΙ.

77 Η εκτέλεση του σχεδίου αυτού, του DISNET, θα τελούσε υπό τον έλεγχο της Επιτροπής, η δε καταβολή της συνεισφοράς θα γινόταν υπό την προϋπόθεση της εκπληρώσεως όλων των υποχρεώσεων από την IDE. Τούτο συνάγεται ρητά από το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γγ, της συμβάσεως. Η συνεισφορά αυτή δεν θα κάλυπτε όλο το κόστος, αλλά θα ήταν ίση με το 38,4 % του πραγματικού κόστους της εκτελέσεως του έργου.

78 Η ΙDE ισχυρίζεται (σημείο 13 του υπομνήματος απαντήσεως στην αγωγή και αντικρούσεως στην ανταγωγή) ότι υφίστατο υποχρέωση και όχι απλή δυνατότητα της Επιτροπής να καταβάλει το σύνολο του συμφωνηθέντος ποσού. Αυτό θα συνέβαινε μόνον εφόσον η IDE εξεπλήρωνε με κάθε επιμέλεια όλες τις υποχρεώσεις της, που απέρρεαν από τη σύμβαση και τα επισυναπτόμενα παραρτήματα.

2) Το αντικείμενο παροχής της IDE

79 Δεδομένου ότι το άρθρο 16 της συμβάσεως κατέστησε εφαρμοστέο το δίκαιο του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, πρέπει να εξετασθούν οι διατάξεις εκείνες που καθορίζουν τον τρόπο επιλύσεως των αμφισβητήσεων σχετικά με την ερμηνεία διατάξεων της συμβάσεως, οι οποίες αφορούν το αντικείμενο της παροχής. Διότι, ο δικαστής της ουσίας μπορεί από τη μελέτη των συμβατικών όρων, υπό το πρίσμα των διατάξεων των άρθρων 1134 και 1135 του Αστικού Κώδικα (7), να προβεί σε ορισμένες διαπιστώσεις για το περιεχόμενο των υποχρεώσεων των μερών.

80 Η IDE ανέλαβε την υποχρέωση να πραγματοποιήσει μια «ευφυή και ανεξάρτητη περιβάλλοντος διαλογική επαφή δικτυώσεως μεταξύ υπηρεσιών πληροφοριών», το DISNET.

81 Κατά τη σύμβαση (άρθρο πρώτο) και το συνημμένο Τεχνικό Παράρτημα, αντικείμενο της συμβάσεως ήταν η πραγματοποίηση ενός λογισμικού, ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικούς τομείς για διαφορετικές χρήσεις. Τούτο θα επετυγχάνετο με την εγκατάσταση ενός δικτύου διαλογικής επαφής, η πραγματοποίηση του οποίου θα επέτρεπε την πρόσβαση σε αλληλοσυνδεόμενες πηγές ηλεκτρονικών πληροφοριών.

82 Στο Τεχνικό Παράρτημα, τόσο στην αρχική όσο και στην τροποποιημένη μορφή του (σ. 3 επ.) ορίζεται ότι τα τελικά προϋόντα θα ήταν τα ακόλουθα τρία: α) το DISNET που θα έπρεπε να είναι εμπορεύσιμο προϋόν και να μπορεί να τρέχει κάτω από DOS, Windows III και UNIX· β) το δίκτυο (network) που θα εδημιουργείτο ανάμεσα σε ένα αριθμό ευρωπαίων διαχειριστών πόρων του συστήματος (hosts) και δικτύων, που θα χρησιμοποιούσαν το σύστημα διαλογικής επαφής DISNET· γ) οι εφαρμογές (applications) που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν χρησιμοποιώντας το σύστημα διαλογικής επαφής DISNET, από έναν αριθμό οργανισμών συμμετεχόντων στο σχέδιο DISNET.

83 Από το σύνολο των δικογράφων της κύριας αγωγής και της ανταγωγής αλλά και την επ' ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει μια βασική διάσταση απόψεων σχετικά με το αντικείμενο της συμβάσεως και συνακολούθως αν το παραδοθέν από την IDE στην Επιτροπή προϋόν ήταν σύμφωνο ή όχι με τους συμβατικούς όρους, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο συνημμένο Tεχνικό Παράρτημα.

84 Κατά την Επιτροπή, το προϋόν που παρέδωσε η IDE δεν πληρούσε τους όρους της συμβάσεως, δηλαδή δεν είχε τις συμφωνηθείσες ιδιότητες, διότι δεν παρουσίαζε την αναμενόμενη λειτουργικότητα, ούτε ήταν εμπορικά εκμεταλλεύσιμο, όπως προβλεπόταν στο Τεχνικό Παράρτημα, δηλαδή δεν ήταν από εμπορική άποψη ελκυστικό, ούτως ώστε να μπορεί να αξιοποιηθεί στην αγορά (σημεία 7 επ. του υπομνήματος ανταπαντήσεως στην αγωγή και απαντήσεως στην ανταγωγή).

85 Τους ισχυρισμούς αυτούς απέρριψε η IDE, υποστηρίζοντας πως έχει εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις της. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι έχουν επιτευχθεί και οι τρεις στόχοι του σχεδίου, που είναι η δημιουργία του DISNET: α) ως βιβλιοθήκης χρηστικών υποπρογραμμάτων (toolbox), β) ως δικτύου (network) και γ) ως βάσεως για μεγάλη ποικιλία πρακτικών εφαρμογών (applications) εκ μέρους των συνεργατών της (σ. 2 επ. της επιστολής, με ημερομηνία 2 Μαου 1993, συνημμένης στο δικόγραφο της αγωγής, που απέστειλε η IDE στον υπεύθυνο τον οποίο είχε ορίσει η Επιτροπή για την παρακολούθηση του σχεδίου).

86 Η IDE ισχυρίζεται (σημείο 9 του υπομνήματος ανταπαντήσεως στην ανταγωγή) ότι το προϋόν που παρέδωσε ήταν από εμπορική άποψη ελκυστικό για να μπορεί να είναι αξιοποιήσιμο στην αγορά και ότι τούτο το έχουν αναγνωρίσει και εξωτερικοί παρατηρητές. Στην επ' ακροατηρίου διαδικασία τόνισε μάλιστα ότι το παραδοθέν προϋόν είναι υποδειγματικό, πρωτοποριακό και γνωρίζει εμπορική επιτυχία.

87 Επίσης, η ΙDE, επικαλούμενη το Τεχνικό Παράρτημα, θεωρεί (σημείο 1 του υπομνήματος απαντήσεως στην αγωγή και αντικρούσεως στην ανταγωγή) ότι υπεχρεούτο να παραδώσει μια δοκιμαστική έκδοση της βιβλιοθήκης χρηστικών υποπρογραμμάτων (beta release toolbox), αλλά όχι ένα λογισμικό σταθερό και κατάλληλο προς πώληση στην αγορά, διότι τούτο θα ήταν αντίθετο προς την ίδια τη σύμβαση.

88 H IDE προς απόδειξη του ισχυρισμού της ότι δεν θα μπορούσε να παρουσιάσει ένα προϋόν με τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά, όπως απαιτεί η Επιτροπή, προβάλλει ως επιχείρημα ότι δεν είχε προβλεφθεί ανάλογη αύξηση της κοινοτικής συνεισφοράς (σημείo 1 του υπομνήματος απαντήσεως στην αγωγή και αντικρούσεως στην ανταγωγή).

89 Ενόψει της προηγουμένης αναλύσεως για τα προϋόντα τα οποία υπεχρεούτο να παράσχει η IDE, πρέπει να θεωρήσουμε ότι ο όρος «εμπορεύσιμο προϋόν» που χρησιμοποιεί το Τεχνικό Παράρτημα, σχετικά με το DISNET, σημαίνει ένα προϋόν που θα έχει εκείνες τις ιδιότητες (λόγου χάριν τη σταθερότητα και αναγκαία λειτουργικότητα), ώστε να είναι κατάλληλο προς εκμετάλλευση στην αγορά. Επομένως, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός της IDE ότι η απαίτηση για την παράδοση ενός λογισμικού σταθερού και κατάλληλου προς πώληση στην αγορά θα ήταν αντίθετη προς την ίδια τη σύμβαση. ηΟμως, και η ανεπάρκεια, όπως υποστηρίζει, των πόρων που τέθηκαν στη διάθεσή της από την Επιτροπή δεν αποδεικνύει τη βασιμότητα των ισχυρισμών της ως προς τις ιδιότητες του προϋόντος που έπρεπε να παρουσιάσει. ιΑλλωστε, η IDE ισχυρίζεται ότι το τελικό προϋόν, όπως έχει ήδη βελτιωθεί, γνωρίζει εμπορική επιτυχία.

90 Η IDE υποστηρίζει επίσης ότι όφειλε να παραδώσει ένα πρότυπο σχέδιο δοκιμών/επιδείξεων (σημείο 8 του υπομνήματος ανταπαντήσεως στην ανταγωγή), επικαλούμενη συνημμένο έγγραφο της Επιτροπής, με ημερομηνία Δεκέμβριος 1992, όπου χαρακτηρίζει το σχέδιο DISNET ως πρότυπο σχέδιο δοκιμών/επιδείξεων.

91 Ο χαρακτηρισμός του σχεδίου DISNET ως προτύπου σχεδίου δοκιμών/επιδείξεων από την Επιτροπή είναι χωρίς ιδιαίτερη σημασία, διότι η σύμβαση και μόνον αυτή αποτελεί τον νόμο των συμβαλλομένων μερών. Ειδικότερα, οι ακριβείς ιδιότητες και γενικότερα η περιγραφή του σχεδίου έγινε στην ίδια τη σύμβαση και το συνημμένο Τεχνικό Παράρτημα και δεν θα αρκούσε ο χαρακτηρισμός του σχεδίου από την Επιτροπή, σε κάποιο άλλο έγγραφο που δεν θα συνδεόταν με τη σύμβαση, για να τροποποιήσει τις υποχρεώσεις των μερών.

92 Η IDE στο ακροατήριο τόνισε ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη η εξέλιξη του λογισμικού προγράμματος, που είναι ένα σύνολο δεδομένων, εξαιρετικά περίπλοκων, σε διαρκή εξέλιξη. Επεσήμανε ότι η τελική παροχή της IDE είναι σε στάδιο ιδιαίτερα προχωρημένο, με ανοδική πορεία, ικανοποιούσε τους συμβατικούς όρους και ήταν σύμφωνη με τις τεχνολογικές εξελίξεις, δεδομένου ότι η σύμβαση υπεγράφη την 31η Ιανουαρίου 1990. Κατέληγε δε ότι το σχέδιο βρισκόταν στις αρχές του και θα ολοκληρωνόταν με τη μορφή του δικτύου, το οποίο συνεστήθη τελικά από τον όμιλο των συνεργαζομένων φορέων προερχόμενων από όλα τα κράτη μέλη της Κοινότητας.

93 Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί της ΙDE δεν είναι βάσιμοι. Το αν η ΙDE εξεπλήρωσε όλες τις υποχρεώσεις της κρίνεται σαφώς με βάση τους όρους της συμβάσεως. Επομένως, είναι χωρίς σημασία το αν τις εξεπλήρωσε σε χρόνο μεταγενέστερο, που υπερέβαινε το συμβατικά ορισθέν χρονοδιάγραμμα.

94 Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ιδιαιτέρως ένα σημείο της διαφωνίας ανάμεσα στην Επιτροπή και την IDE (σημείο 2 του υπομνήματος απαντήσεως στην αγωγή και αντικρούσεως στην ανταγωγή). Στην αρχική διατύπωση του Τεχνικού Παραρτήματος (σ. 2) αναφέρεται, μεταξύ των άλλων, ότι «ένα βοήθημα υποβολής ερωτημάτων σε φυσική γλώσσα που θα χρησιμοποιεί περιορισμένο συντακτικό και λεξιλόγιο θα προσφερθεί επιπλέον» (8), ενώ στην αναθεωρημένη μεταγενέστερη έκδοση ο όρος «επιπλέον» («as extra's») και η σχετική επεξηγηματική υποσημείωση δεν υπάρχουν. H αλλαγή αυτή στη διατύπωση θεωρώ ότι είναι ένα στοιχείο δηλωτικό της βουλήσεως των μερών να συμπεριληφθεί ρητά στο τελικό προϋόν και ένα βοήθημα υποβολής ερωτημάτων σε φυσική γλώσσα που θα χρησιμοποιεί ένα περιορισμένο συντακτικό και λεξιλόγιο.

95 Εξάλλου, η Επιτροπή προς στήριξη των θέσεών της έχει καταθέσει (συνημμένο ΙΙ στο υπόμνημα ανταπαντήσεως στην αγωγή και απαντήσεως στην ανταγωγή), έγγραφο της IDE με τίτλο «System Design», όπου πράγματι γίνεται λόγος για το στοιχείο «φυσική γλώσσα», ως περιεχόμενο του όλου σχεδίου.

96 Επομένως, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός της IDE, ότι δηλαδή η σύμβαση δεν πρόβλεψε ρητά ότι η ίδια θα έπρεπε να αναπτύξει ένα τμήμα προγράμματος επεξεργασίας σε φυσική γλώσσα. Το ποιος θα ανέπτυσσε τελικά αυτό το τμήμα προγράμματος είναι θέμα που κατελείπετο στη διακριτική ευχέρεια της ΙDE, αρκεί να επιτυγχανόταν το αναμενόμενο κατά τους όρους της συμβάσεως αποτέλεσμα. αΑλλωστε, η ΙDE αναφέρει ότι αυτό τελικά έγινε έστω και αν η Επιτροπή δεν έμεινε ικανοποιημένη από το τελικό αποτέλεσμα.

3) Το πόρισμα της «επιτροπής εκτιμήσεως»

97 Στο πόρισμά της, η «επιτροπή εκτιμήσεως» ανεγνώρισε μεν ότι η θεωρητική βάση του DISNET αποτελούσε νεωτερισμό υψηλών προσδοκιών, διαπίστωσε όμως ότι το επιδειχθέν τελικό προϋόν δεν ήταν αντάξιο αυτών των προσδοκιών, δηλαδή δεν ανταποκρινόταν στις προδιαγραφές του Τεχνικού Παραρτήματος. Τόνισε δε ότι η διαπίστωσή της αυτή δεν θα άλλαζε οποιαδήποτε έκδοση του DISNET και αν ελάμβανε υπόψη.

98 Ακριβέστερα, κατά την «επιτροπή», η IDE εξεπλήρωσε, όχι όμως με απόλυτη επιτυχία, μόνο την πρώτη από τις υποχρεώσεις της, τη δημιουργία μιας βιβλιοθήκης χρηστικών υποπρογραμμάτων (toolkit)· αυτή η βιβλιοθήκη δεν ήταν ολοκληρωμένο ούτε εμπορικά εκμεταλλεύσιμο προϋόν· ανταποκρινόταν περιορισμένα στους προσδοκώμενους στόχους, ιδίως όσον αφορά τη γνωστική βάση και τη διαλογική επαφή των χρηστών σε φυσική γλώσσα· αντιθέτως, το παραδοθέν προϋόν ήταν ασταθές και έχρηζε περαιτέρω βελτιώσεων.

99 Κατά το πόρισμα της «επιτροπής», εξάλλου, η IDE παρέλειψε να παραδώσει δύο προϋόντα, τα οποία επίσης συμπεριλαμβάνονταν στη σύμβαση, δηλαδή δεν πραγματοποίησε το δίκτυο και τις κατά τομείς ειδικές εφαρμογές της βιβλιοθήκης χρηστικών υποπρογραμμάτων.

100 Με τα δεδομένα αυτά η «επιτροπή» θεώρησε ότι το σχέδιο DISNET δεν περατώθηκε επιτυχώς και το ποσοστό επιτυχίας κυμαινόταν ανάμεσα στο 50 και το 75 % των προδιαγραφών που περιείχε το Τεχνικό Παράρτημα.

101 Ανάλογες αρνητικές για τα αποτελέσματα της επιδείξεως κριτικές διατύπωσε και ο εμπειρογνώμονας που όρισε η Επιτροπή, σε έκθεση που κατέθεσε τη 2α Αυγούστου 1993 (συνημμένη στο υπόμνημα αντικρούσεως στην αγωγή).

102 Η IDE σε δική της μεταγενέστερη έκθεση, με ημερομηνία 15 Σεπτεμβρίου 1993, αμφισβήτησε τις διαπιστώσεις της εκθέσεως που συνέταξε η «επιτροπή» και ιδίως τα κριτήρια με τα οποία η τελευταία εκτίμησε το προϋόν που της επέδειξε. Η IDE αμφισβήτησε επίσης ότι παρέλειψε να παραδώσει δύο από τα τρία συμπεριλαμβανόμενα στη σύμβαση προϋόντα, δηλαδή την πραγματοποίηση του δικτύου και τις κατά τομείς ειδικές εφαρμογές της βιβλιοθήκης χρηστικών υποπρογραμμάτων και υπεστήριξε ότι η επίδειξη και αυτών θα απαιτούσε περισσότερο χρόνο αλλά συνεφωνήθη ότι ο χρόνος που αφιερώθηκε τελικά γι' αυτήν την επίδειξη ήταν αρκετός.

103 Ενόψει των ανωτέρω, συνάγεται ότι η έκθεση της «επιτροπής εκτιμήσεως» δεν στερείται αντικειμενικότητας και πρέπει να γίνουν δεκτά τα πορίσματά της, ότι, δηλαδή, η IDE δεν εξεπλήρωσε τις υποχρεώσεις της. Εξάλλου, η IDE, προκειμένου να στηρίξει τους ισχυρισμούς της, δεν προσάγει ανάλογα αποδεικτικά μέσα, ώστε να ανατρέπεται η δυσμενής ουσιαστική εκτίμηση της «επιτροπής», σύμφωνα με την οποία το προϋόν που παρουσίασε δεν ανταποκρινόταν στους όρους του Τεχνικού Παραρτήματος, ούτε ο εμπειρογνώμονας τον οποίο όρισε κατέθεσε γραπτώς αντίθετη άποψη.

4) Eκτίμηση σχετικά με την παραβίαση της κυρίας υποχρεώσεως της ΙDE

104 Η σύμβαση που συνήψε η Επιτροπή με την IDE απέβλεπε στη δημιουργία «ευφυούς και ανεξαρτήτου περιβάλλοντος διαλογικής επαφής δικτυώσεως μεταξύ υπηρεσιών πληροφοριών», που θα ήταν εμπορεύσιμη. ηΟπως αναφέρθηκε προηγουμένως, το Τεχνικό Παράρτημα, τόσο στην αρχική όσο και στην τροποποιημένη μορφή του (σ. 3 επόμενες), ορίζει ότι τα τελικά προϋόντα, τα οποία έπρεπε να περιλαμβάνει το προς επίδειξη σχέδιο που θα παρέδιδε στην Επιτροπή η IDE, είναι τα εξής τρία: α) Το DISNET, ως βιβλιοθήκη χρηστικών υποπρογραμμάτων (toolkit), β) το δίκτυο που θα εδημιουργείτο ανάμεσα σε ένα αριθμό ευρωπαίων διαχειριστών πόρων του συστήματος (hosts) και δικτύων (networks), που θα χρησιμοποιούσαν το σύστημα διαλογικής επαφής (interface) DISNET και γ) οι εφαρμογές που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν χρησιμοποιώντας το σύστημα διαλογικής επαφής DISNET από έναν αριθμό οργανισμών συμμετεχόντων στο σχέδιο DISNET. Επομένως, η παροχή της IDE αναλύεται σε τρία διαφορετικά προϋόντα, τα οποία μπορούμε να θεωρήσουμε ότι, από την άποψη της σημασίας τους για την ολοκλήρωση του έργου, είναι ισοδύναμα.

105 Kατά το άρθρο 5, παράγραφος 3, της συμβάσεως, σε περίπτωση είτε μη επιδείξεως παντάπασιν του εκπονουμένου σχεδίου, είτε μη επιτυχούς επιδείξεώς του, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει είτε την πλήρη είτε τη μερική επιστροφή των καταβληθέντων ως οικονομική συνεισφορά ποσών, πλέον τόκων επί των ποσών αυτών. Από αυτή τη διάταξη συνάγονται, κατά τη γνώμη μου, τα ακόλουθα:

α) Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει την πλήρη επιστροφή των καταβληθέντων ποσών, μόνον σε περίπτωση που είτε δεν πραγματοποιήθηκε καθόλου επίδειξη είτε το επιδειχθέν τελικά προϋόν δεν ανταποκρίνεται καθόλου (ή ανταποκρίνεται σε βαθμό που μπορεί να θεωρηθεί αμελητέος) στις προδιαγραφές της συμβάσεως και του Τεχνικού Παραρτήματος.

β) Εάν, κατά την επίδειξη του τελικού προϋόντος, διαπιστωθεί ότι το σχέδιο ανταποκρινόταν εν μέρει μόνον στους συμβατικούς όρους, η Επιτροπή δεν μπορεί να ζητήσει την πλήρη αλλά μόνον τη μερική επιστροφή των καταβληθέντων ως οικονομική συνεισφορά ποσών. Στην περίπτωση αυτή το ακριβές ύψος του ποσού, την επιστροφή του οποίου μπορεί να απαιτήσει η Επιτροπή, εξαρτάται από το ποσοστό κατά το οποίο το επιδειχθέν προϋόν καλύπτει τις προδιαγραφές της συμβάσεως και του Τεχνικού Παραρτήματος (9).

106 Σύμφωνα με τα πορίσματα της «επιτροπής εκτιμήσεως», η IDE παρέδωσε μόνον το πρώτο από τα τρία προϋόντα που όφειλε να παραδώσει. Περαιτέρω, το ποσοστό επιτυχίας του περατωθέντος προϋόντος, ήτοι της βιβλιοθήκης χρηστικών υποπρογραμμάτων DISNET (DISNET toolkit), το οποίο απετέλεσε αντικείμενο της επιδείξεως, κυμαινόταν ανάμεσα στο 50 και το 75 % των προδιαγραφών που περιείχε το Τεχνικό Παράρτημα. Ενόψει όμως τούτου, η Επιτροπή δεν μπορεί να ζητήσει την επιστροφή του συνόλου αλλά μέρους μόνον του ποσού της συνεισφοράς που κατέβαλε.

107 Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, της συμβάσεως, το ύψος της συνεισφοράς της Επιτροπής για την εκτέλεση του σχεδίου DISNET θα ανερχόταν στα 909 900 ECU. Το έργο που παρουσίασε η IDE δεν περιείχε τα δύο από τα τρία τελικά προϋόντα. Kατά συνέπεια, εξ αυτού και μόνον του γεγονότος, το ποσό της κοινοτικής συνεισφοράς πρέπει να μειωθεί κατά τα δύο τρίτα. Εξάλλου, εφόσον το τελικά επιδειχθέν προϋόν ανταποκρινόταν έστω και εν μέρει μόνον στις συμβατικές προδιαγραφές, η IDE δικαιούται να κρατήσει αντίστοιχο ποσοστό της κοινοτικής συνεισφοράς. ςΕτσι, αφού η επιτυχία του προϋόντος που επέδειξε η ΙDE κυμαινόταν ανάμεσα στο 50 και το 75 % των προδιαγραφών που περιείχε το Τεχνικό Παράρτημα, η IDE πρέπει να κρατήσει το 75 % του αναλογούντος στο πρώτο τμήμα του σχεδίου DISNET ποσού της κοινοτικής συνεισφοράς και να επιστρέψει το υπόλοιπο ποσό που ήδη έλαβε.

108 Επειδή θεωρήσαμε ότι, από της απόψεως της σημασίας τους για την εκπόνηση ολόκληρου του σχεδίου, τα τρία τελικά προϋόντα είναι ισοδύναμα, για τον λόγο αυτό, ποσό ίσο με το ένα τρίτο του ποσού των 909 900 ECU, δηλαδή ίσο με 303 300 ECU, θα αναλογούσε στην εκπόνηση καθενός από τα τελικά προϋόντα. Ενόψει τούτου, και δεδομένου ότι η επιτυχία του παραδοθέντος προϋόντος ανερχόταν, κατά την ευνοϋκότερη για την IDE εκτίμηση, στο 75 %, η ΙDE πρέπει να κρατήσει μόνο το ποσό που υπολείπεται αν αφαιρεθεί από τις 303 300 ECU, που αναλογούσε στο πρώτο από τα τρία προϋόντα του σχεδίου, το 25 % του ποσού αυτού (75 825 ECU). Επομένως, η IDE δικαιούται να κρατήσει το ποσό των 227 475 ECU (303 300 ECU μείον 75 825 ECU) και να επιστρέψει εντόκως στην Επιτροπή το ποσό των 305 981 ECU (533 456 ECU μείον 227 475 ECU). To ύψος του επιτοκίου, προσδιοριζόμενο κατά το άρθρο 5, παράγραφος 3, in fine, της συμβάσεως, ανέρχεται, κατά την Επιτροπή (της οποίας ο σχετικός ισχυρισμός δεν αμφισβητείται από την IDE) σε 7,97 % σε ετήσια βάση. Οι τόκοι εξάλλου αρχίζουν να τρέχουν, από την πάροδο μηνός από την ημερομηνία (29 Ιουνίου 1994) προβολής της αξιώσεως της Επιτροπής για επιστροφή των ήδη καταβληθέντων ποσών, δηλαδή από 29ης Ιουλίου 1994.

Δ - Παραβάσεις άλλων συμβατικών υποχρεώσεων

109 Για λόγους πληρότητας θα εξετασθούν οι επικουρικοί ισχυρισμοί που προβάλλει η Επιτροπή, περί αθετήσεως εκ μέρους της IDE και άλλων συμβατικών υποχρεώσεών της.

110 Με αυτούς τους ισχυρισμούς, η Επιτροπή αφενός στηρίζει επικουρικά το αίτημα της ανταγωγής της προς επιστροφή των ήδη καταβληθέντων ποσών και αφετέρου αποκρούει τους ισχυρισμούς της IDE ότι εξεπλήρωσε όλες τις υποχρεώσεις της και για τον λόγο αυτό πρέπει να της καταβάλει το υπόλοιπο ποσό της συνεισφοράς της. Θα εξετασθούν επίσης οι ισχυρισμοί της IDE περί παραβάσεως εκ μέρους της Επιτροπής συμβατικών υποχρεώσεών της.

1) Παράβαση των υποχρεώσεων της IDE προς τακτική διαχείριση και ενημέρωση της Επιτροπής

111 Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της συμβάσεως, ο εργολάβος, δηλαδή η IDE, καθόλη τη διάρκεια του έργου, έπρεπε να υποβάλει στην Επιτροπή, σε τακτά χρονικά διαστήματα, εκθέσεις σχετικές με την πρόοδο του έργου και τα επιτευχθέντα αποτελέσματα, καθώς και απολογισμούς των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα.

112 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι δεν μπορούσε να παρακολουθήσει την εξέλιξη του σχεδίου, διότι η IDE παρέβη την υποχρέωσή της να την ενημερώνει, όπως προέβλεπε η σύμβαση. Συγκεκριμένα, σε επιστολή της με ημερομηνία 7 Σεπτεμβρίου 1993, που έστειλε στην IDE, (συνημμένο XV στο δικόγραφο της αγωγής), ισχυρίζεται ότι ο απολογισμός εξόδων για το διάστημα από 15ης Μαρτίου 1992 έως 15η Σεπτεμβρίου 1992 που έλαβε δεν ήταν σύμφωνος με τις απαιτήσεις της συμβάσεως και δεν μπορούσε να γίνει δεκτός, διότι παρεβίαζε το συνημμένο στη σύμβαση Παράρτημα ΙΙΙ. Δεν έλαβε έκτοτε διορθωμένη νεότερη έκδοση του απολογισμού αυτού.

113 Στην ίδια επιστολή της, η Επιτροπή αναφέρει ότι δεν έλαβε τον απολογισμό εξόδων για το διάστημα από 15 Σεπτεμβρίου 1992 έως 15 Μαρτίου 1993.

114 Από εκθέσεις που συνέταξαν, κατά παραγγελία της Επιτροπής, αφενός ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας και αφετέρου λογιστικό γραφείο (συνημμένες ως Παραρτήματα Ι και ΙΙ στο υπόμνημα αντικρούσεως της αγωγής), συνάγεται ότι παρατηρήθηκαν ορισμένες διαχειριστικές ατασθαλίες κατά την εκπόνηση του σχεδίου από την IDE.

115 Kατά πρώτον, στην έκθεση με ημερομηνία 3 Δεκεμβρίου 1991, για το πρώτο δεκαοκτάμηνο εκτελέσεως της συμβάσεως, που συνέταξε εμπειρογνώμονας που όρισε η Επιτροπή (σ. 7 και 8), γίνεται λόγος για σημαντικές αποκλίσεις από το αρχικό σχέδιο εξόδων αλλά και από την όλη εξέλιξη του σχεδίου, η οποία δεν ήταν σύμφωνη με τις συμβατικές υποχρεώσεις της ΙDΕ. Επίσης, στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται ότι μέλη του ομίλου υπεστήριξαν ότι δεν εκτιμήθησαν δεόντως οι προθεσμίες για την πραγματοποίηση του σχεδίου και τα έξοδα κόστους. Aυτές οι διαπιστώσεις οδήγησαν στην εκτίμηση ότι το σχέδιο διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο να μην ολοκληρωθεί εντός των συμπεφωνημένων προθεσμιών και απαιτείτο ο επαναπροσδιορισμός των στόχων του στο μέτρο που ούτε το συμφωνηθέν χρονοδιάγραμμα ούτε ο διαθέσιμος προϋπολογισμός επαρκούσαν. Προτεινόταν εξάλλου η διακοπή της οικονομικής συνεισφοράς της Επιτροπής, στο μέτρο που η IDE δεν παρουσίαζε μια σαφή στρατηγική για μια εναλλακτική λύση.

116 Δεύτερον, η έκθεση, με ημερομηνία 22 Ιουνίου 1992, του λογιστικού γραφείου αφορούσε τον έλεγχο σχετικά με την πορεία του σχεδίου κατά τις περιόδους 1, 2 και 3 (15 Μαρτίου 1990 έως 15 Σεπτεμβρίου 1991). Η διεξαγωγή του ελέγχου άρχισε τη 18η Μαου 1992. Σύμφωνα με τη συνταχθείσα έκθεση, η IDE δεν υπέβαλε τα τηρούμενα λογιστικά βιβλία για τις ενλόγω περιόδους, εκφράστηκαν επιφυλάξεις για την ορθότητα των παρουσιασθέντων εξόδων και προτάθηκε η μείωσή τους κατά 34 %.

117 Η IDE αμφισβητεί τα αποτελέσματα εκτιμήσεως του ενλόγω λογιστικού γραφείου (σημείο 8 του υπομνήματος απαντήσεως στην αγωγή και αντικρούσεως στην ανταγωγή) και ισχυρίζεται ότι χειρίστηκε με λεπτομέρεια όλα τα έξοδά της και ενημέρωνε την ωριαία καταγραφή εξόδων κατά τη διάρκεια του σχεδίου.

118 υΟμως, η ΙDE δεν κατέθεσε απολογισμούς εξόδων για όλες τις εξαμηνιαίες περιόδους εκπονήσεως του έργου, και επομένως, δεν αποδεικνύει ότι έχει εκπληρώσει τις αντίστοιχες υποχρεώσεις, τις οποίες υπείχε κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της συμβάσεως. Η αρνητική κρίση για την κατάσταση των λογιστικών της ΙDΕ που διατύπωσε το γραφείο το οποίο όρισε η Επιτροπή, αποδεικνύει τη βασιμότητα των ισχυρισμών της, ενώ ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός της ΙDE δεν αποδεικνύεται.

2) Μη υποβολή από την IDE στην Επιτροπή συνολικής τελικής εκθέσεως για ολόκληρο το σχέδιο και συγκεντρωτικού απολογισμού εξόδων

119 Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, της συμβάσεως, ο εργολάβος, δηλαδή η IDE, εντός δύο μηνών από την ολοκλήρωση του έργου, θα έπρεπε να υποβάλει στην Επιτροπή συνολική τελική έκθεση για ολόκληρο το σχέδιο συνοδευόμενη από συγκεντρωτικό απολογισμό εξόδων μαζί με τα τελικά αποδεικτικά έγγραφα.

120 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η συνολική τελική έκθεση για την εκπόνηση του σχεδίου, με ημερομηνία 17 Μαου 1993, που κατέθεσε η ΙDE, δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συμβάσεως, διότι δεν εξηγεί με σαφήνεια τους στόχους και τα αποτελέσματα του σχεδίου και περιέχει αντιφατικές σε σχέση με τις επιμέρους εκθέσεις εκτιμήσεις (βλ. την επιστολή της, με ημερομηνία 7 Σεπτεμβρίου 1993, προς την ΙDE, συνημμένη στο δικόγραφο της αγωγής).

121 Η Επιτροπή προβάλλει επίσης ότι δεν έλαβε τον συγκεντρωτικό απολογισμό εξόδων, συνοδευόμενο από τα απαιτούμενα δικαιολογητικά. άΟπως εξηγεί, αυτοί οι λόγοι την οδήγησαν να σταματήσει την καταβολή της χρηματικής της συνεισφοράς στην IDE.

122 Η IDE αντιτάσσει (σημείο 16 του υπομνήματος απαντήσεως στην αγωγή και αντικρούσεως στην ανταγωγή) ότι λίγη σημασία θα είχε η προσαρμογή του ήδη κατατεθέντος απολογισμού εξόδων και η υποβολή συνολικής τελικής εκθέσεως, αφού η Επιτροπή είχε αρκετά νωρίς καταστήσει γνωστή την πρόθεσή της να μην της καταβάλει το υπόλοιπο ποσό της συνεισφοράς. Δήλωσε όμως πρόθυμη να το κάνει.

123 Εφόσον η ΙDE δεν κατέθεσε εντός διμήνου από την παράδοση του έργου τη συνολική τελική έκθεση για ολόκληρο το έργο, τον οριστικό απολογισμό των εξόδων και τα τελικά αποδεικτικά έγγραφα, αποδεικνύεται ότι δεν εξεπλήρωσε τις αντίστοιχες υποχρεώσεις που είχε, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, της συμβάσεως.

3) Aλλαγές στη σύνθεση του ομίλου των συνεργαζομένων με την ΙDΕ οργανισμών χωρίς την έγκριση της Επιτροπής

124 Στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της συμβάσεως προβλέπεται ότι ο εργολάβος μπορεί να αναθέσει την εκτέλεση μέρους του προγράμματος του έργου σε τρίτους, υπό τον όρο ότι τα σχέδια όλων των συμβάσεων υπεργολαβίας πρέπει να κοινοποιούνται με συστημένη επιστολή στην Επιτροπή, η οποία δικαιούται, εντός 15 ημερών από τη λήψη της επιστολής αυτής, να αρνηθεί την έγκριση της υπεργολαβίας. Αν η Επιτροπή δεν ενεργήσει εντός του προαναφερθέντος χρονικού διαστήματος, θεωρείται ότι έχει εγκρίνει την υπεργολαβία.

125 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ΙDE παρέβη τις συμβατικές της υποχρεώσεις διότι α) προέβη σε σύναψη συμβάσεων υπεργολαβίας χωρίς την προηγούμενη έγκρισή της και β) χρησιμοποίησε ουγγρικές εταιρίες για την εκτέλεση μέρους του προγράμματος του έργου.

126 Απαντώντας στον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι κατά τον χρόνο εκτελέσεως του σχεδίου παρετηρούντο συνεχείς αλλαγές στη σύνθεση του ομίλου των συνεργαζομένων με την ΙDΕ οργανισμών, η ΙDΕ παραδέχεται ότι πράγματι υπήρχαν αλλαγές αλλά αποποιείται κάθε ευθύνη της γι' αυτό. Οι αλλαγές οφείλονταν, όπως εξηγεί (βλ. σ. 7 της προαναφερθείσας προς την Επιτροπή επιστολής της με ημερομηνία 2 Μαου 1993), είτε σε οικονομικούς λόγους που ώθησαν κάποια μέλη του αρχικού ομίλου να αποσυρθούν, είτε σε ασυνεπή συμπεριφορά των αρχικών συνεργατών.

127 νΟμως, η ΙDE τονίζει ότι η Επιτροπή ενέκρινε ρητά ή σιωπηρά, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο 2, της συμβάσεως, τις αλλαγές αυτές και ότι όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των αποχωρούντων μεταφέρονταν στους νέους αντισυμβαλλομένους της. Τούτο, κατά την IDE, αποδεικνύει ότι δεν υπήρξε πρόβλημα ούτε με την έγκριση των υπεργολαβιών από την Επιτροπή ούτε με την εποπτεία του συνόλου των εργασιών, την οποία ως συντονίστρια των εργασιών του ομίλου υποχρεούτο να ασκεί.

128 Από καμία διάταξη της συμβάσεως δεν προκύπτει η υποχρέωση της ΙDE να κρατήσει σταθερή τη σύνθεση του ομίλου, από την αρχή ως το τέλος εκπονήσεως του σχεδίου. Δηλαδή, η IDE μπορούσε με ρητή ή σιωπηρή έγκριση της Επιτροπής να αλλάζει, για λόγους δικής της επιλογής, τη σύνθεση του ομίλου των συνεργαζομένων με αυτήν οργανισμών. Επομένως, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από την Επιτροπή είναι αβάσιμα.

129 Η Επιτροπή προβάλλει ότι η IDE προέβη, χωρίς την προηγούμενη έγκρισή της, σε ανεπίτρεπτη υπεργολαβία σε ουγγρικές επιχειρήσεις (σ. 9 του υπομνήματος αντικρούσεως στην αγωγή). Τονίζει δε ότι το πρόγραμμα IMPACT αναφέρεται στην κοινοτική αγορά υπηρεσιών πληροφορήσεως γι' αυτό και η υπεκμίσθωση σε ουγγρικές εταιρίες στην οποία προέβη η IDE ήταν αντίθετη προς τις συμβατικές υποχρεώσεις της.

130 Σύμφωνα με το πρώτο άρθρο της, η επίμαχη σύμβαση μεταξύ της Επιτροπής και της IDE συνήφθη εντός του πλαισίου του κοινοτικού προγράμματος IMPACT, με βάση την απόφαση του Συμβουλίου της 26ης Ιουλίου 1988 (10), η οποία αφορά την εφαρμογή σχεδίου δράσεως για τη δημιουργία εσωτερικής αγοράς υπηρεσιών στον τομέα των πληροφοριών. Από τις αιτιολογικές σκέψεις και τις διατάξεις της συνάγεται ότι αυτό το σχέδιο δράσεως απευθυνόταν σε φορείς κρατών μελών των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων με σκοπό τη δημιουργία της κοινοτικής αγοράς των υπηρεσιών πληροφορήσεως.

131 Εξάλλου και το Τεχνικό Παράρτημα (σ. 3 της αρχικής και 2 της τροποποιημένης μορφής του) αναφέρει ότι, κατά την εκπόνηση του σχεδίου DISNET, η IDE, θα συνεργαζόταν στενά με μια πλειάδα οργανισμών, επτά (κατά την αρχική μορφή) ή δέκα (κατά την τροποποιημένη μορφή του Τεχνικού Παραρτήματος) κρατών μελών. Απέκλειε δηλαδή, όπως ορθώς ισχυρίζεται η Επιτροπή, τις μη κοινοτικές εταιρίες να συμμετάσχουν ως μέλη του ομίλου στην εκπόνηση του σχεδίου DISNET.

132 Η ΙDE ισχυρίζεται ότι χρησιμοποίησε μόνον ορισμένους ούγγρους εργαζομένους και ότι, σύμφωνα με την ουγγρική νομοθεσία, η προσωρινή πρόσληψη εργαζομένων πρέπει να ανακοινώνεται σε συγκεκριμένο οργανισμό που την καταγράφει (σημείο 17 του υπομνήματος ανταπαντήσεως στην ανταγωγή). Προς απόκρουση του ισχυρισμού της Επιτροπής ότι προέβαινε σε μη επιτρεπόμενες από τη σύμβαση υπεργολαβίες, η IDΕ προβάλλει ότι προέβαινε στις αναγκαίες, κατά το άρθρο 6 της συμβάσεως, κοινοποιήσεις των υπεργολαβιών που συνήπτε και προσκομίζει συστημένη επιστολή που αφορά έξι νέους συνεργάτες της αλλά όχι την επίμαχη υπεκμίσθωση σε ουγγρική εταιρία (συνημμένο VIII στο υπόμνημα αντικρούσεως στην ανταγωγή και απαντήσεως στην αγωγή).

133 Ο ισχυρισμός της Επιτροπής αποδεικνύεται, μόνον όσον αφορά μια ουγγρική εταιρία, από φωτοαντίγραφο της συμβάσεως με ημερομηνία 29 Αυγούστου 1990, που προσεκόμισε (συνημμένο με αριθμό 6 στο υπόμνημα ανταπαντήσεως στην αγωγή και απαντήσεως στην ανταγωγή). Αντικείμενο της συμβάσεως αυτής ήταν η εκτέλεση του τμήματος του σχεδίου DISNET που αφορούσε την υποβολή ερωτημάτων σε φυσική γλώσσα (natural language). Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός της IDE ότι δεν συνήψε σύμβαση με ουγγρική εταιρία πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

4) Οι σχέσεις της IDE με τα υπόλοιπα μέλη του ομίλου

134 Kατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της συμβάσεως, ο εργολάβος θα φέρει την τεχνική και οικονομική ευθύνη για το έργο και θα παράσχει το προσωπικό, τις εγκαταστάσεις, τον εξοπλισμό και τα υλικά που είναι αναγκαία για την προσήκουσα εκτέλεση της συμβάσεως. Κατά το μέρος που το έργο πρόκειται να εκτελεσθεί από οργανισμούς οι οποίοι συνεργάζονται προς τούτο με τον εργολάβο, ο εργολάβος είναι υπεύθυνος για τη διασφάλιση του ότι η οικονομική συνεισφορά της Κοινότητας θα διανέμεται μεταξύ των συμμετεχόντων οργανισμών, ανάλογα με την πρόοδο του έργου και τη συμμετοχή κάθε οργανισμού.

135 Στο Τεχνικό Παράρτημα (σ. 16 της αρχικής και 10 της τροποποιημένης μορφής του) ορίζεται ότι η εκπόνηση του σχεδίου περιλαμβάνει δύο στάδια, δύο ενότητες: α) τη δημιουργία της ευφυούς διαλογικής επαφής (intelligent interface) και β) την ολοκλήρωση (integration) αυτής της διαλογικής επαφής σε ένα αριθμό εφαρμογών σε διαφορετικούς τομείς και διαφορετικές λειτουργίες.

136 Κατά το Τεχνικό Παράρτημα, αυτές οι δύο ενότητες θα έπρεπε κανονικά να εκτελεσθούν διαδοχικά. Δηλαδή, μόλις τελείωνε η δημιουργία της ευφυούς διαλογικής επαφής, αυτή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για συγκεκριμένες εφαρμογές. Επειδή όμως τούτο θα απαιτούσε πολύ χρόνο για να πραγματοποιηθεί, ενώ το χρονικό περιθώριο του σχεδίου IMPACT I ήταν μια διετία, κάποιες δραστηριότητες του δευτέρου σταδίου θα άρχιζαν παράλληλα μετά την έναρξη του πρώτου σταδίου, με σκοπό να προετοιμάσουν τους συμμετέχοντες στην κατοπινή εφαρμογή και ολοκλήρωση της ευφυούς διαλογικής επαφής, ως βιβλιοθήκης χρηστικών υποπρογραμμάτων (toolkit), για τις δικές τους ειδικές ανάγκες για διαλογική επαφή μεταξύ χρηστών (special human interfacing needs).

137 Η Επιτροπή τονίζει ότι η IDE, κατά παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, και των όρων του Τεχνικού Παραρτήματος, αν και έφερε την τεχνική ευθύνη για την εκτέλεση του έργου, αμέλησε να στείλει εγκαίρως στους συνεργάτες της μια λειτουργική έκδοση της βιβλιοθήκης χρηστικών υποπρογραμμάτων. Η παράλειψη αυτή τους εμπόδισε να αρχίσουν εγκαίρως τις δραστηριότητες προσαρμογής της ενλόγω βιβλιοθήκης στις ιδιαίτερες απαιτήσεις των δικών τους βάσεων δεδομένων.

138 Συγκεκριμένα, η Επιτροπή προς απόδειξη του ισχυρισμού της επικαλείται επιστολή προς την IDE, με ημερομηνία 4 Ιουνίου 1993, ενός μέλους του συνεργαζόμενου μαζί της ομίλου (συνημμένο V στο υπόμνημα ανταπαντήσεως στην αγωγή και απαντήσεως στην ανταγωγή), το οποίο αναφέρεται εκτεταμένα στις παραλείψεις της IDE, σχετικά με την παράδοση του λογισμικού ώστε να μπορέσει να αρχίσει τις δικές του εργασίες.

139 Η Επιτροπή αναφέρεται επίσης στο πρακτικό της συσκέψεως των δεκαεπτά συνεργατών της IDE για το σχέδιο DISNET, που έλαβε χώρα στο Λουξεμβούργο τη 18η Μαου 1993 (συνημμένο ΙΙΙ στο υπόμνημα ανταπαντήσεως στην αγωγή και απαντήσεως στην ανταγωγή), σύμφωνα με το οποίο παρατηρήθηκαν αδικαιολόγητες καθυστερήσεις από μέρους της IDE στην πορεία του έργου. Στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται εξάλλου ότι μόλις τον Φεβρουάριο του 1993 δόθηκε στους συνεργάτες της IDE μια ολοκληρωμένη βιβλιοθήκη χρηστικών υποπρογραμμάτων (release of the toolbox) που θα έπρεπε να είναι έτοιμη τον Νοέμβριο του 1992 και ότι, τον Ιούλιο του 1993, λίγοι μόνον από αυτούς μπόρεσαν να δημιουργήσουν λειτουργικές εφαρμογές αυτής της βιβλιοθήκης.

140 Η IDE αντιθέτως υποστηρίζει ότι έστειλε εγκαίρως, ένα έτος πριν τη λήξη του ορισθέντος χρονοδιαγράμματος για την πραγματοποίηση του όλου σχεδίου, μια λειτουργική έκδοση της βιβλιοθήκης χρηστικών υποπρογραμμάτων που όφειλε να αποστείλει στα υπόλοιπα μέλη του ομίλου, για να αρχίσουν την εκτέλεση του τμήματος του σχεδίου που τους αναλογούσε.

141 Παράλληλα, η IDE αναφέρει ότι επιβάρυναν το χρονοδιάγραμμα εκτελέσεως των εργασιών της μη προβλεφθείσες πρόσθετες εργασίες, σχετικές με το τμήμα προγράμματος επεξεργασίας σε φυσική γλώσσα, την τηλεπικοινωνιακή σύνδεση και τις συνδεόμενες με αυτήν λειτουργίες.

142 Το αν η IDE έστειλε ή όχι, ένα έτος πριν τη λήξη του ορισθέντος χρονοδιαγράμματος για την πραγματοποίηση του όλου σχεδίου, μια λειτουργική έκδοση της βιβλιοθήκης χρηστικών υποπρογραμμάτων στα υπόλοιπα μέλη του ομίλου, καθώς και το αν ένα έτος είναι αρκετό διάστημα για την πραγματοποίηση από αυτά του τμήματος εκείνου εργασιών που τους αναλογούσε είναι θέμα αποδείξεως. Η IDE δεν αποδεικνύει τον ισχυρισμό της γι' αυτό και πρέπει να αρκεσθούμε στην κρίση που κατεγράφη στο προαναφερθέν πρακτικό της συσκέψεως των συνεργατών της.

143 Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι η IDE παρέβη και την υποχρέωσή της να κατανέμει την κοινοτική συνεισφορά στους συνεργάτες της, δηλαδή παρέβη και τις οικονομικής φύσεως υποχρεώσεις της, που πηγάζουν από το άρθρο 6, παράγραφος 1.

144 Προς απόδειξη του ισχυρισμού της η Επιτροπή προσκόμισε α) το προαναφερθέν πρακτικό της συναντήσεως για την πορεία του σχεδίου DISNET, με ημερομηνία 18 Μαου 1993, όπου αναφέρεται (σημείο 3.3) ότι η IDE δεν κατέβαλε το αναλογούν στους συνεργάτες της τμήμα της κοινοτικής συνεισφοράς, καθώς επίσης και β) επιστολές προς την IDE με τα παράπονα δύο μελών του συνεργαζόμενου μαζί της ομίλου (συνημμένα IV και V στο υπόμνημα ανταπαντήσεως στην αγωγή και απαντήσεως στην ανταγωγή). Στην πρώτη επιστολή, με ημερομηνία 29 Σεπτεμβρίου 1993, η εταιρία δηλώνει στην IDE ότι δεν θα της παραδώσει το προϋόν που της οφείλει πριν της καταβληθεί το οφειλόμενο ποσό της κοινοτικής συνεισφοράς. Στη δεύτερη επιστολή, με ημερομηνία 4 Ιουνίου 1993, γίνεται επίσης λόγος για τη μη καταβολή των οφειλόμενων αναλογούντων ποσών από την κοινοτική συνεισφορά.

145 Η IDE αρνείται ότι παρέβη την υποχρέωσή της να κατανείμει στους συνεργάτες της το αναλογούν σε αυτούς τμήμα της κοινοτικής συνεισφοράς, προσκομίζοντας σχετικά μια σειρά αποδείξεων (συνημμένο ΞΙ στο υπόμνημα απαντήσεως στην αγωγή και αντικρούσεως στην ανταγωγή). ήΟμως από τις αποδείξεις αυτές απλώς αποδεικνύεται ότι υπήρχε τρέχων λογαριασμός που αφορούσε τις συναλλαγές της με τους συνεργάτες της. Εξάλλου, δικαιολόγησε τη στάση της υποστηρίζοντας (σημείο 16 του υπομνήματος ανταπαντήσεως στην ανταγωγή) ότι τα άλλα μέλη του ομίλου των συνεργατών της δεν έλαβαν κανένα ποσό, διότι οι δοθείσες προκαταβολές αντισταθμίστηκαν από τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η ιδία για λογαριασμό όλων και εν πάση περιπτώσει διότι η Επιτροπή δεν της κατέβαλε ολόκληρο το ποσό της συνεισφοράς.

146 Ειδικότερα, όσον αφορά τα παράπονα που εξέφρασαν δύο μέλη του ομίλου, η IDE τα θεωρεί αβάσιμα υποστηρίζοντας ότι στη μια περίπτωση δεν παραδόθηκε το οφειλόμενο πρόγραμμα, ενώ στην άλλη τα ποσά που θα μπορούσαν να δοθούν εξισώθηκαν με τα έξοδα της εκπαιδεύσεως, η οποία έπρεπε να παρασχεθεί σε συνεργάτη του οργανισμού αυτού για να μπορέσει να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του, στο πλαίσιο εκτελέσεως του προγράμματος.

147 ςΕτσι όσα προβάλλονται στην προκειμένη περίπτωση από την IDE, εκτός του ότι είναι αντιφατικά, δεν αποδεικνύουν πλήρως τους ισχυρισμούς της, οι οποίοι γι' αυτό τον λόγο πρέπει να απορριφθούν.

5) Προβαλλόμενες από την IDE συμβατικές παραβάσεις εκ μέρους της Επιτροπής

148 Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 3, της συμβάσεως, ο εργολάβος θα παρέχει αμελλητί στην Επιτροπή πλήρη και λεπτομερή στοιχεία για κάθε περιστατικό ή γεγονός που μπορεί να παρεμποδίσει την εκτέλεση της παρούσας συμβάσεως.

149 Kατά την IDE (σ. 3 της προαναφερθείσας προς την Επιτροπή επιστολής της, με ημερομηνία 2 Μαου 1993), η Επιτροπή επέδειξε έλλειψη υπευθυνότητας, διότι παρά τις επανειλημμένες ειδοποιήσεις της IDE για τα προβλήματα που παρουσίαζε η εκτέλεση του σχεδίου, λόγω ανάγκης επιπρόσθετων μη προβλεπόμενων εργασιών, αυτή δεν απάντησε, με συνέπεια την καθυστέρηση στην παραγωγή των απολογισμών για το σχέδιο DISNET που προορίζονταν για την Κοινότητα.

150 Στη σύμβαση που συνήψε η Επιτροπή με την IDE, δεν προβλεπόταν συγκεκριμένη υποχρέωση της πρώτης να προβεί σε κάποιες ενέργειες, σε περίπτωση που η αντισυμβαλλόμενή της της γνωστοποιούσε οικονομικής ή τεχνικής φύσεως δυσκολίες για την περαιτέρω εκτέλεση του προγράμματος.

151 Γενικότερα δε, σύμφωνα με την αντίληψη που διαπνέει τη σύμβαση, για την εκτέλεση του σχεδίου ευθύνεται μόνον η IDE ως αντισυμβαλλόμενη της Κοινότητας και τούτο αναφέρεται κατηγορηματικά στα άρθρα 1 και 6, παράγραφος 1, της συμβάσεως (11).

152 Επομένως, όσα ανωτέρω προβάλλει η IDE, ότι δηλαδή η Επιτροπή παρέβη υποχρεώσεις που είχε από τη σύμβαση, είναι αβάσιμα. Εξάλλου, και ο ισχυρισμός της ότι οι παραλείψεις της Επιτροπής την παρεμπόδισαν να εκτελέσει όπως έπρεπε τις υποχρεώσεις της, δεν έχει έρεισμα στη σύμβαση και πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμος.

153 Οι ισχυρισμοί της IDE, αν και δεν στοιχειοθετούν αντισυμβατική συμπεριφορά της Επιτροπής, δηλαδή δεν βρίσκουν έρεισμα στη σύμβαση, αφήνουν ανοιχτό το ζήτημα του κατά πόσον μπορούν να δικαιολογήσουν τον επιμερισμό της ευθύνης από τον δικαστή, ζήτημα που θα εξετασθεί κατωτέρω.

VI - Επί των λοιπών αιτημάτων της αγωγής

154 Για την περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο, αποδεχόμενο το κύριο αίτημα της αγωγής της IDE, θα υποχρέωνε την Επιτροπή να της καταβάλει το υπόλοιπο της συνεισφοράς της, εξετάζονται αμέσως κατωτέρω τα λοιπά αιτήματα της αγωγής.

1) Το αίτημα καταβολής εξωδικαστικών εξόδων

155 Η IDE ζητεί να της καταβληθεί το ποσό των 37 650 ECU ως εξωδικαστικά έξοδα στα οποία, όπως εξηγεί, υποβλήθηκε για «δικαστική συνδρομή».

156 Επειδή η IDE φέρει το βάρος της αποδείξεως του ισχυρισμού της ότι πραγματοποίησε τα ανωτέρω έξοδα, αλλά δεν προσάγει κανένα αποδεικτικό στοιχείο ως προς αυτά, το σχετικό αίτημά της πρέπει να απορριφθεί ως αναπόδεικτο.

2) Το αίτημα καταβολής τόκων

157 H IDE ζητεί να της καταβληθούν οι νόμιμοι τόκοι, από 31ης Μαου 1993, ημερομηνία κατά την οποία απέρριψε, με επιστολή της, την πρόταση της Επιτροπής προς μείωση του οφειλομένου ποσού της συνεισφοράς της και ζήτησε την καταβολή ολοκλήρου του ποσού που ανερχόταν σε 376 435 ECU.

158 Λόγω του καθαρά παρακολουθηματικού χαρακτήρα του ανωτέρω αιτήματος, αν γινόταν δεκτό το κύριο αίτημα της IDE θα έπρεπε κατ' ανάγκη να της επιδικασθούν και οι νόμιμοι τόκοι.

3) To αίτημα καταβολής αποζημιώσεως

159 Θα ακολουθήσει η εξέταση του παραδεκτού και του βασίμου του αιτήματος της IDE περί καταβολής αποζημιώσεως, για τη ζημία που υπέστη από την αντισυμβατική, όπως τη χαρακτηρίζει, συμπεριφορά της Επιτροπής και συνίσταται στη μη καταβολή ολοκλήρου της οφειλομένης, σύμφωνα με τη σύμβαση, συνεισφοράς της.

α) Επί του παραδεκτού

160 Παρατηρείται ότι, στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, η IDE ζητεί την καταβολή αποζημιώσεως για τη ζημία που υπέστη, διότι: α) έφθασε στα όρια της πτωχεύσεως επειδή βρέθηκε σε δυσμενή θέση στην αγορά, έχασε την καλή φήμη που είχε (goodwill), περιόρισε τις οικονομικές της δραστηριότητες και αναγκάσθηκε να πωλήσει σε χαμηλές τιμές μεγάλο αριθμό περουσιακών της στοιχείων (ένα ακίνητο και αυτοκίνητα), β) απέλυσε τα περισσότερα μέλη του προσωπικού της, κάτι που οδήγησε σε στασιμότητα τις δραστηριότητές της, αλλά και σε ζημιογόνες καθυστερήσεις λόγω της ανάγκης ενημερώσεως νέων στελεχών, και γ) υπέστη τις δυσμενείς συνέπειες της υποτιμήσεως του ECU σε σχέση με το ολλανδικό φιορίνι. ιΟμως, το ακριβές ύψος της ζημίας της επιφυλάχθηκε να το προσδιορίσει αναλυτικά, σε χρόνο μεταγενέστερο.

161 Αργότερα η ΙDE, με το υπόμνημα απαντήσεως, προσδιόρισε αριθμητικά τα ποσά ως εξής: α) 27 332,61 ECU για την αναγκαστική πώληση σε πολύ χαμηλή τιμή ενός ακινήτου της επιχειρήσεως και για την αναγκαστική μετακόμιση στην οποία υποβλήθηκε, β) 3 188,80 ECU λόγω πωλήσεως δύο αυτοκινήτων της εταιρίας, γ) 54 554,35 ECU διότι απέλυσε τα περισσότερα μέλη του προσωπικού της και χρειάσθηκε να ενημερώσει νέα στελέχη και δ) 68 331,52 ECU διότι καθυστέρησε σημαντικά να εισέλθει στην αγορά με αποτέλεσμα την απώλεια πελατών και της καλής φήμης της. Παράλειψε όμως να προδιορίσει το ύψος της ζημίας που υπέστη λόγω της υποτιμήσεως του ECU σε σχέση με το ολλανδικό φιορίνι.

162 Η παράλειψη της IDE να προσδιορίσει αριθμητικώς, στο δικόγραφο της αγωγής, τη ζημία που υπέστη θέτει ζήτημα παραδεκτού του αιτήματός της. Το ζήτημα αυτό το Δικαστήριο μπορεί να το εξετάσει και αυτεπαγγέλτως (12), βάσει βεβαίως των κανόνων που διέπουν τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, καθόσον η ρήτρα του άρθρου 16 της επίμαχης συμβάσεως περί εφαρμογής του λουξεμβουργιανού δικαίου δεν μπορεί να θεωρηθεί παρά μόνον ως αναφερόμενη στις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου (13).

163 Κατά το άρθρο 38, παράγραφος 1, στοιχείο δδ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το δικόγραφο της προσφυγής περιέχει, μεταξύ άλλων, τα αιτήματα του προσφεύγοντος. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όταν ο προσφεύγων περιλαμβάνει στην προσφυγή του ένα αίτημα με αντικείμενο τη ζημία που ενδεχομένως προκύπτει από την προσβαλλόμενη πράξη και προσδιορίζει κατά τη διάρκεια της γραπτής και προφορικής διαδικασίας το αντικείμενο του αιτήματος αυτού, υπολογίζοντας το ύψος της ενλόγω ζημίας, τότε τα αιτήματα της αγωγής αποζημιώσεως που διατυπώνονται στην ανταπάντηση μπορούν να θεωρηθούν ως ανάπτυξη αυτών που περιέχονται στην προσφυγή και συνεπώς ως παραδεκτώς υποβαλλόμενα (14).

164 Mε το δικόγραφο της αγωγής που κατέθεσε η IDE προσδιορίζεται κατ' αρχήν ικανοποιητικά το αίτημά της. Δηλαδή, η εξαγγελία του αιτήματος καταβολής αποζημιώσεως στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, χωρίς ακριβή προσδιορισμό της ζημίας, ο οποίος γίνεται στο υπόμνημα απαντήσεως, δεν το καθιστά εκ του λόγου τούτου απαράδεκτο, με εξαίρεση το σκέλος εκείνο που αφορά τη ζημία που υπέστη λόγω της υποτιμήσεως του ECU σε σχέση με το ολλανδικό φιορίνι που δεν προσδιορίσθηκε αριθμητικώς.

β) Επί του βασίμου

165 Ως προς το βάσιμο του αιτήματος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι α) η ζημία που υπέστη η IDE βαρύνει την ίδια, διότι τούτο ορίζει ρητά η σύμβαση στο άρθρο 8, παράγραφος 1, και β) ελλείπει ο αιτιώδης σύνδεσμος της ζημίας της IDE με κάποια ενέργεια της Επιτροπής (σ. 6 και 7 του υπομνήματος αντικρούσεως της αγωγής). Γι' αυτούς τους λόγους ζητεί την απόρριψη του αιτήματος της IDE.

166 Ως προς το πρώτο επιχείρημα της Επιτροπής, παρατηρείται ότι στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της συμβάσεως, ορίζεται ότι η IDE, φέρει την αποκλειστική ευθύνη για οποιαδήποτε ζημία ή βλάβη υποστεί κατά την εκτέλεση της συμβάσεως ή εξαιτίας της εκτελέσεως αυτής. Η διάταξη όμως αυτή αναφέρεται σε ζημία που επέρχεται λόγω εξωσυμβατικού ζημιογόνου γεγονότος. Στην προκειμένη περίπτωση, η IDE ζητεί αποκατάσταση της ζημίας την οποία, όπως υποστηρίζει, υπέστη λόγω μη εκπληρώσεως εκ μέρους της Επιτροπής της βασικής συμβατικής υποχρεώσεώς της να της καταβάλει ολόκληρο το ποσό της συμφωνηθείσας συνεισφοράς. Η σύμβαση δεν αποκλείει βεβαίως a priori την ευθύνη της Επιτροπής σε τέτοια περίπτωση.

167 Για να γίνει δεκτό ότι υπάρχει ευθύνη της Επιτροπής προς αποζημίωση της IDE θα πρέπει να συντρέχουν και οι τρεις προϋποθέσεις της ενδοσυμβατικής ευθύνης (15): α) να μην έχει εκπληρωθεί κάποια συμβατική υποχρέωση από μέρους της Επιτροπής, β) να υπάρχει ζημία της IDE και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην αντισυμβατική συμπεριφορά της Επιτροπής και τη ζημία, την οποία υπέστη η IDE.

168 Η πρώτη προϋπόθεση δεν συντρέχει, διότι η Επιτροπή δεν παρέβη κάποια συμβατική υποχρέωσή της. Αλλά ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο δεχόταν το αντίθετο, και πάλι δεν συντρέχει η δεύτερη προϋπόθεση, διότι η IDE περιγράφει μεν τη ζημία της, προσδιορίζοντας τα ποσά στα οποία ανέρχεται, αλλά δεν προσάγει κανένα αποδεικτικό στοιχείο που αποδεικνύει τη ζημία και το ύψος της. Η έλλειψη αυτή αποδεικτικών στοιχείων καθιστά αδύνατη την κρίση κατά πόσον μεταξύ της ζημίας της IDE και της συμπεριφοράς της Επιτροπής, υπάρχει ή όχι αιτιώδης σύνδεσμος.

169 Εν κατακλείδι, ακόμη και αν γινόταν δεκτό το κύριο αίτημα της αγωγής της IDE, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της καταβάλει το υπόλοιπο της συνεισφοράς, το άλλο αίτημα για καταβολή αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθεί αφενός μεν ως αβάσιμο αφετέρου δε ως αναπόδεικτο.

VΙΙ - Η δυνατότητα επιμερισμού της ευθύνης μεταξύ της Επιτροπής και της ΙDE

170 Θα εξετασθεί τώρα το ζήτημα αν, σε περίπτωση που η ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 3, της συμβάσεως που προτείνεται ανωτέρω δεν γίνει δεκτή από το Δικαστήριο, εντούτοις είναι δυνατός, κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, στην προκειμένη περίπτωση το δίκαιο του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, ο επιμερισμός της ευθύνης μεταξύ των δύο αντιδίκων, της Επιτροπής και της IDE.

A - Οι προϋποθέσεις του επιμερισμού της ευθύνης

171 Κατά το δίκαιο της συμβατικής ευθύνης, ο συμβαλλόμενος ο οποίος δεν εξεπλήρωσε καθόλου ή εξεπλήρωσε μόνον εν μέρει τις συμβατικές υποχρεώσεις του οφείλει να επανορθώσει τη ζημία που η μη εκπλήρωση, ολική ή μερική, προκάλεσε στον αντισυμβαλλόμενό του. Ακριβέστερα, στα άρθρα 1147 και 1148 του λουξεμβουργιανού Αστικού Κώδικα ορίζεται πότε απαλλάσσεται ο οφειλέτης της υποχρεώσεώς του προς καταβολή αποζημιώσεως λόγω μη εκπληρώσεως των συμβατικών του υποχρεώσεων (16).

172 Η επιστήμη και η νομολογία στη Γαλλία συνάγουν, κατ' αναλογίαν, ότι με βάση τα, πανομοιότυπου περιεχομένου με τα προαναφερθέντα, άρθρα του γαλλικού Αστικού Κώδικα επιλύεται το πρόβλημα του επιμερισμού της ευθύνης. Συγκεκριμένα απαιτείται: α) να υπάρχει υποχρέωση προς αποζημίωση, β) ο αιτών την αποζημίωση να έχει συμβάλει με πταίσμα του (πράξεις ή παραλείψεις του) στην μη εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων του οφειλέτη (17) και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του δανειστή και της δημιουργίας ή της επαυξήσεως της ζημίας που υπέστη.

173 Σε περίπτωση κατά την οποία η συμπεριφορά του ζημιωθέντος συνιστά ανωτέρα βία, δηλαδή είναι απρόβλεπτη και αναπόφευκτη, αρκεί και πράξη ή παράλειψη μη πταισματική για την απαλλαγή του οφειλέτη. Αν δε αποδεικνύεται ότι συντρέχει συμπεριφορά του δανειστή που ούτε απρόβλεπτη ούτε αναπόφευκτη είναι, η οποία συντέλεσε στην έκταση της ζημίας, τότε αυτή μπορεί να οδηγήσει σε μερική απαλλαγή του οφειλέτη αν είναι πταισματική (18).

174 Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτή η συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) του δανειστή έχει τον χαρακτήρα πταίσματος, πιο συχνά μιας «απερισκεψίας», μιας «οιασδήποτε αμέλειας» (19). Aν όμως το γεγονός αυτό, που οφείλεται σε πταίσμα, δεν προκάλεσε, αλλά απλά συνέβαλε στην πραγματοποίηση της ζημίας, τα δικαστήρια συνάγουν τη μερική απαλλαγή του οφειλέτη (20). Η νομολογία δεν φαίνεται να αποδέχεται, στο συμβατικό πεδίο, τη μερική απαλλαγή του οφειλέτη όταν δεν συντρέχει πταισματική συμπεριφορά του δανειστή (21). Αποδεικνυομένου δε του πταίσματος του δανειστή που συνέβαλε στην πραγματοποίηση της ζημίας, ο δικαστής της ουσίας αποφασίζει τον επιμερισμό της ευθύνης με βάση είτε την αντίστοιχη βαρύτητα των πταισμάτων του οφειλέτη και του δανειστή, είτε την αιτιώδη συνάφεια καθενός στην πραγματοποίηση της ζημίας. Η εκτίμηση του δικαστή της ουσίας σχετικά με την ύπαρξη και τη βαρύτητα του πταίσματος και τον επιμερισμό της ευθύνης είναι επομένως ανέλεγκτη.

175 Στις περιπτώσεις ενοχών όπου ο οφειλέτης υπέχει την υποχρέωση επιτεύξεως ορισμένου αποτελέσματος (obligation de rιsultat) (22), δηλαδή έχει υποχρέωση να παράσχει ένα συγκεκριμένο προϋόν, ο επιμερισμός πραγματοποιείται συνήθως, σε περίπτωση ανυπαρξίας πταίσματος αποδεικνυομένου από μέρους του, με βάση τον αιτιώδη σύνδεσμο του πταίσματος του δανειστή, αλλά και πάλι τα δικαστήρια τείνουν να λαμβάνουν υπόψη τους τη σπουδαιότητα του πταίσματος (23).

Β - Η προτεινόμενη λύση

176 ηΟπως ήδη αναφέραμε, μεταξύ της Επιτροπής και της ΙDE συνήφθη μια αμφοτεροβαρής σύμβαση, σύμφωνα με την οποία η μεν πρώτη υπεχρεούτο να καταβάλει ένα ποσό ως συνεισφορά για την εκτέλεση από τη δεύτερη ενός έργου, του DISNET. Δηλαδή, είμαστε ενώπιον μιας συμβάσεως όπου ο οφειλέτης, στην προκειμένη περίπτωση η IDE, είχε την υποχρέωση επιτεύξεως ορισμένου αποτελέσματος (obligation de rιsultat), είχε δηλαδή ως κύρια υποχρέωση να παράσχει ένα συγκεκριμένο προϋόν. Παράλληλα ο εργολάβος όφειλε να τηρήσει και μια σειρά άλλων δευτερευουσών υποχρεώσεών του, τις οποίες, όπως αποδείχθηκε, δεν τήρησε.

177 Η Επιτροπή κατέβαλε στην IDE ένα μεγάλο μέρος της οφειλόμενης συνεισφοράς της. Η δε μη επιτυχής περάτωση του έργου την οδήγησε στην απόφαση να ζητήσει την επιστροφή των προκαταβολών της εντόκως, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 3, της συμβάσεως.

178 Στην υπό κρίση περίπτωση, υπάρχει ζημία της Επιτροπής και γεννάται αντίστοιχη υποχρέωση προς αποζημίωση της ΙDE, διότι καταβάλλοντας η πρώτη το μεγαλύτερο τμήμα της συνεισφοράς της, χωρίς η αντιπαροχή της αντισυμβαλλομένης να είναι η συμφωνηθείσα, υπέστη ζημία. Υπάρχει δηλαδή αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημίας της Επιτροπής και μη εκπληρώσεως των συμβατικών υποχρεώσεων της IDE.

179 ςΟμως, δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή έχει συμβάλει με πταίσμα της (πράξεις ή παραλείψεις της) στη μη εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων της ΙDE που προκάλεσε τη ζημία της. Ελλείπει δηλαδή ο αναγκαίος σύνδεσμος ανάμεσα στην συμπεριφορά της Επιτροπής και τη μη εκτέλεση των υποχρεώσεων της IDE που αποτελεί το ζημιογόνο γεγονός. Εξάλλου, η Επιτροπή με τις προκαταβολές της συνεισφοράς, στις οποίες προέβη, αποσκοπούσε τελικά στην επίτευξη του στόχου του σχεδίου και θα ήταν αβάσιμο να συναγάγουμε από αυτό ότι τη βαρύνει πταισματική συμπεριφορά που θα δικαιολογούσε τον επιμερισμό της ευθύνης της με την IDE.

180 Η ΙDE προβάλλει μια βασική παράλειψη της Επιτροπής. Ισχυρίζεται ότι ο προϋπολογισμός που τέθηκε στη διάθεσή της από την Επιτροπή για την εκπλήρωση του συμφωνηθέντος έργου δεν ήταν επαρκής, διότι δεν ήταν ανάλογος των εξόδων που απαιτούνταν για την πραγματοποίηση των εργασιών που της ζήτησε η Επιτροπή (σημείο 1 του υπομνήματος απαντήσεως στην αγωγή και αντικρούσεως στην ανταγωγή). Παράλληλα, η IDE αναφέρει ότι μη προβλεφθείσες πρόσθετες εργασίες, σχετικά με το τμήμα προγράμματος επεξεργασίας σε φυσική γλώσσα και την τηλεπικοινωνιακή σύνδεση και τις συνδεόμενες με αυτήν λειτουργίες, επιβάρυναν αρνητικά τον αρχικό προϋπολογισμό (σ. 3 της προαναφερθείσας προς την Επιτροπή επιστολή της με ημερομηνία 2 Μαου 1993).

181 Η IDE όμως προβάλλει αβασίμως αυτούς τους ισχυρισμούς, για να αποδείξει πταισματική συμπεριφορά της Επιτροπής. Στο μέτρο που αυτή υπέβαλε ένα σχέδιο για τη σύναψη με την Επιτροπή της συμβάσεως συνεισφοράς της τελευταίας στο έργο που θα πραγματοποιούσε, αυτή, δηλαδή η IDE, θα έπρεπε να λάβει υπόψη της όλες τις παραμέτρους που, ενδεχομένως, θα απεδείκνυαν το σχέδιο δαπανηρότερο και, κατά συνέπεια, να ζητήσει εξαρχής την αναπροσαρμογή των ορισθέντων στη σύμβαση ποσών, δηλαδή του ολικού κόστους πραγματοποιήσεως του σχεδίου και της συνακόλουθης συνεισφοράς της Επιτροπής. ςΟμως, από αυτό και μόνον το γεγονός δεν στοιχειοθετείται πταισματική συμπεριφορά της Επιτροπής, η οποία παρεμπόδισε την IDE να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της και θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη για τον επιμερισμό της ευθύνης μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.

182 Βεβαίως, η Επιτροπή παρότι, όπως τονίζει, είχε συχνά δείγματα της πλημμελούς εκπληρώσεως των υποχρεώσεων της IDE και γνώριζε, μέσω των εκθέσεων εμπειρογνωμόνων που η ίδια διόρισε, κυρίως εκείνη της 3ης Δεκεμβρίου 1991 (συνημμένο I στο υπόμνημα αντικρούσεως της αγωγής), ότι το όλο πρόγραμμα δεν εξελισσόταν όπως είχε συμφωνηθεί, δεν προέβη νωρίτερα στη λήψη κάποιων μέτρων και μάλιστα στην καταγγελία της συμβάσεως, όπως είχε δικαίωμα, κατά το άρθρο 10, αναμένοντας την εκτέλεση τελικά του όλου σχεδίου εκ μέρους της IDE.

183 ςΟμως, δεν θα ήταν βάσιμο να συναγάγουμε ότι στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμoς ανάμεσα στη μη εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων από την ΙDE και τη συνακόλουθη ζημία της Επιτροπής και στη συμπεριφορά που επέδειξε η τελευταία, συνισταμένη στη συνέχιση της συνεισφοράς της παρά την πλημμελή εκτέλεση των υποχρεώσεων εκ μέρους της αντισυμβαλλομένης της.

184 Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του επιμερισμού της ευθύνης, επειδή η Επιτροπή δεν επέδειξε κάποιο πταίσμα που συνέβαλε στη μη εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων της IDE από την οποία προέκυψε η ζημία που υπέστη.

VIIΙ - Τα δικαστικά έξοδα

185 Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Δεδομένου ότι, όπως ήδη έχει αναλυθεί, τα αιτήματα της Επιτροπής πρέπει να γίνουν εν μέρει μόνον δεκτά, κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

IX - Πρόταση

186 Κατά συνέπεια, γι' αυτούς τους λόγους προτείνω στο Δικαστήριο:

«1) Να απορρίψει την αγωγή που άσκησε η IDE.

2) Να κάνει εν μέρει δεκτή την ανταγωγή που άσκησε η Επιτροπή και να καταδικάσει την ενάγουσα IDE να καταβάλει στην Επιτροπή το ποσό των 305 981 ECU, πλέον τόκου 7,97 % σε ετήσια βάση, ο οποίος αρχίζει να τρέχει από την πάροδο μηνός από την ημερομηνία (29 Ιουνίου 1994) προβολής της αξιώσεως της Επιτροπής για επιστροφή των ήδη καταβληθέντων ποσών, δηλαδή από 29ης Ιουλίου 1994.

3) Να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.»

(1) - ΕΕ C 188, σ. 2.

(2) - ΕΕ C 182, σ. 4.

(3) - Απόφαση 88/524/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 1988, σχετικά με την εφαρμογή ενός σχεδίου δράσης για τη δημιουργία αγοράς υπηρεσιών στον τομέα των πληροφοριών, ΕΕ L 288, σ. 39.

(4) - Το ποσό που ζητεί η IDE ανέρχεται σε 376 500 ECU. Τούτο αθροιζόμενο στο ποσό, το οποίο ήδη έλαβε, ανέρχεται σε 909 956 ECU. Προφανώς η IDE ζητεί να της καταβληθεί στο ακέραιο το ανώτατο ποσό της συνεισφοράς (909 900 ECU) που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, της συμβάσεως.

(5) - Βλ. την απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1986, υπόθεση 426/85, Επιτροπή κατά Zoubek (Συλλογή 1986, σ. 4057, σκέψεις 10 και 11).

(6) - Κατά το άρθρο 1135, οι συμβάσεις επιβάλλουν υποχρεώσεις στα μέρη όχι μόνο σύμφωνα με τη διατύπωσή τους, αλλά και σύμφωνα με ό,τι η επιείκεια, οι συναλλακτικές συνήθειες ή ο νόμος συμπληρωματικά επιβάλλουν στην ενοχή, σύμφωνα με τη φύση της.

(7) - Στο άρθρο 1134 του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι οι νομίμως συναφθείσες συμβάσεις επέχουν θέση νόμου μεταξύ των συμβαλλομένων. Επαναλαμβάνεται δηλαδή η αρχή του ρωμαϋκού δικαίου pacta sunt servanda. Eπίσης ορίζεται ότι οι συμβατικές υποχρεώσεις πρέπει να εκτελούνται με καλή πίστη. Το άρθρο 1135 ήδη μνημονεύθηκε στην υποσημείωση 6.

(8) - «Αs well as a natural language facility using a limited syntax and vocabulary will be offered as extra's».

(9) - Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 4, της συμβάσεως, είναι παραδοτέο κάθε σημαντικό προϋόν που προκύπτει από την εκπόνηση του σχεδίου DISNET.

(10) - Απόφαση ήδη μνημονευθείσα στην υποσημείωση 3.

(11) - Πρβλ. τα σημεία 41 επ. των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα κ. C. O. Lenz, στην αναλόγων χαρακτηριστικών υπόθεση C-209/90, Επιτροπή κατά Feilhauer, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 8ης Απριλίου 1992 (Συλλογή 1992, σ. Ι-2613).

(12) - Απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1961, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 19/60, 21/60, 2/61 και 3/61, Fives Lille Cail κ.λπ. κατά Ανώτατης Αρχής ΕΚΑΞ (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 631).

(13) - Βλ. την προαναφερθείσα στην υποσημείωση 5 απόφαση Επιτροπή κατά Zoubek, σκέψεις 4 και 10. Πρβλ. και το σημείο 7 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα κ. G. Τesauro στην υπόθεση C-330/88, Grifoni κατά ΕΚΑΕ, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 5ης Μαρτίου 1991 (Συλλογή 1991, σ. Ι-1045).

(14) - Απόφαση της 15ης Ιουλίου 1963, υπόθεση 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής ΕΟΚ (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 937). Πρβλ. επίσης τις αποφάσεις της 14ης Μαου 1975, υπόθεση 74/74, CNTA κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1975, σ. 157, σκέψη 47), και της 28ης Μαρτίου 1979, υπόθεση 90/78, Granaria κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 615, σκέψη 6).

(15) - Για τις προϋποθέσεις της ενδοσυμβατικής ευθύνης στο γαλλικό δίκαιο, του οποίου οι σχετικές ρυθμίσεις είναι πανομοιότυπες με εκείνες του λουξεμβουργιανού, βλ. την ανάλυση του Gιrard Lιgier στο λήμμα «Responsabilitι contractuelle» (Συμβατική ευθύνη), στη σειρά Dalloz: Encyclopιdie juridique. Rιpertoire de droit civil, τόμος VIII, 2η έκδοση, 1992, σημεία 17 επ.

(16) - Στο άρθρο 1147 ορίζεται ότι ο οφειλέτης καταδικάζεται στην καταβολή αποζημιώσεως είτε γιατί δεν εκτέλεσε την υποχρέωσή του είτε γιατί καθυστέρησε την εκπλήρωσή της, όταν δεν αιτιολογεί ότι η μη εκτέλεση προέρχεται από αιτία αλλότρια που δεν δύναται να του αποδοθεί και επιπλέον δεν υπάρχει κακή πίστη από μέρους του. Στο άρθρο 1148 ορίζεται ότι δεν καταβάλλεται αποζημίωση όταν, λόγω ανωτέρας βίας ή τυχηρού, ο οφειλέτης εμποδίζεται να δώσει ή να πράξει ό,τι υπεχρεούτο ή έπραξε ό,τι του απαγορευόταν.

(17) - Βλ. π.χ. Αlex Weil και Franηois Terrι: «Droit civil: les obligations», Παρίσι, Dalloz, 3η έκδοση, 1980, σημείο 415, σ. 483.

(18) - Ibidem.

(19) - Βλ. την ανάλυση του Gιrard Lιgier, στη μελέτη του για την «Responsabilitι contractuelle», που ήδη αναφέρθηκε στην υποσημείωση 15, σημείο 186 και την ανάλυση της Geneviθve Viney: «Les obligations. La responsabilitι: conditions» στο έργο, εκδιδόμενο υπό την εποπτεία του Jacques Ghestin, Traitι de droit civil, τόμος IV, Παρίσι, LGDJ, 1982, σημεία 426 επ. Πρβλ. επίσης την ανάλυση των Henri, Lιon και Jean Mazeaud στο: «Traitι thιorique et pratique de la responsabilitι civile dιlictuelle et contractuelle», τόμος II, Παρίσι, Montchrestien, 6η έκδοση, 1970, σημεία 1447 επ.

(20) - Για το θέμα του επιμερισμού της ευθύνης από τον Λουξεμβουργιανό δικαστή, βλ. ενδεικτικά τις αποφάσεις του tribunal d'arrondissement του Diekirch της 10ης Μαου 1988, αριθ. 5687, του tribunal d'arrondissement του Λουξεμβούργου της 21ης Οκτωβρίου 1983, αριθ. 776/83, της 1ης Μαρτίου 1984, αριθ. 259/84, της 19ης Δεκεμβρίου 1984, αριθ. 832/84, της 10ης Δεκεμβρίου 1987, αριθ. 37251, και της 14ης Νοεμβρίου 1991· καθώς και τις αποφάσεις της cour d'appel της 12ης Δεκεμβρίου 1984, αριθ. 7235, δύο αποφάσεις με ημερομηνία 13 Δεκεμβρίου 1984, και τέλος την απόφαση της 25ης Απριλίου 1985, αριθ. 7403.

(21) - Bλ. την ανάλυση στην οποία προβαίνει ο Gιrard Lιgier στην προαναφερθείσα στην υποσημείωση 15 μελέτη του, σημείο 187.

(22) - Για τη διάκριση μεταξύ obligations de moyens και obligations de rιsultat, βλ. ενδεικτικά την ανάλυση των Alex Weil και Franηois Terrι στο προαναφερθέν στην υποσημείωση 17 έργο τους, σημεία 396 επ.· επίσης την προμνημονευθείσα στην υποσημείωση 15 μελέτη του Gιrard Lιgier, σημείο 188, και την ανάλυση του Fernand Derrida στο λήμμα «Οbligations» (Ενοχές), στο Dalloz: Encyclopιdie juridique. Rιpertoire de droit civil, τόμος VII, 2η έκδοση, 1992, σημεία 47 επ.

(23) - Βλ. την προμνημονευθείσα στην υποσημείωση 15, ανάλυση του Gιrard Lιgier, σημείο 188.

Top