EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61988CJ0161

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 12ης Ιουλίου 1989.
Friedrich Binder GmbH & Co. KG κατά Hauptzollamt Bad Reichenhall.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Finanzgericht München - Γερμανία.
Κύρος αποφάσεως σχετικά με την "εκ των υστέρων" είσπραξη εισαγωγικών δασμών.
Υπόθεση 161/88.

Συλλογή της Νομολογίας 1989 -02415

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1989:312

61988J0161

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 12ΗΣ ΙΟΥΛΙΟΥ 1989. - FRIEDRICH BINDER GMBH & CO KG ΚΑΤΑ HAUPTZOLLAMT BAD REICHENHALL. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: FINANZGERICHT MUENCHEN - ΓΕΡΜΑΝΙΑ. - ΚΥΡΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΩΝ ΔΑΣΜΩΝ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 161/88.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1989 σελίδα 02415


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

Ιδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - Εκ των υστέρων είσπραξη εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών - Λάθος των τελωνειακών αρχών που προέκυψε από τη χρησιμοποίηση, για τον υπολογισμό των τελών, ενός δασμολογίου εθνικής χρήσεως με καθαρά ενδεικτικό χαρακτήρα με το οποίο προεξοφλήθηκε μείωση δασμών η οποία δεν έγινε - Λάθος που μπορούσε να ανακαλυφθεί από τον επιχειρηματία - Εκ των υστέρων είσπραξη - Δεν είναι δυνατή η επίκληση της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

(Κανονισμός του Συμβουλίου 1697/79, άρθρο 5, παράγραφος 2)

Περίληψη


Ενας επιχειρηματίας δεν δικαιούται να ζητήσει, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79, από την αρμόδια αρχή να μη προβεί στην εκ των υστέρων είσπραξη εισαγωγικών δασμών σε περίπτωση που το λάθος των τελωνειακών αρχών, εκ του οποίου επωφελήθηκε, συνίστατο στο ότι οι τελευταίες, αντί να εφαρμόσουν

τις κοινοτικές δασμολογικές διατάξεις που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, έλαβαν υπόψη ένα δασμολόγιο εθνικής χρήσεως στο οποίο κακώς προεξοφλείτο μια μείωση δασμών, η οποία είχε προταθεί από την Επιτροπή αλλά απορριφθεί από το Συμβούλιο, διότι πρόκειται για λάθος που κατά την έννοια του προαναφερθέντος κανονισμού, θα μπορούσε λογικώς να ανακαλυφθεί.

Πράγματι, αφενός, οι κοινοτικές δασμολογικές διατάξεις αποτελούν, από την ημερομηνία της δημοσιεύσεώς τους στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το μόνο θετικό στον τομέα αυτό δίκαιο, άγνοια του οποίου δεν δικαιολογείται. Ενα δασμολόγιο χρήσεως, το οποίο καταρτίζεται από τις εθνικές αρχές δεν αποτελεί, παρά ένα εγχειρίδιο για τις πράξεις εκτελωνισμού? είναι καθαρά ενδεικτικού χαρακτήρα και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να συνεπάγεται αμφισβήτηση της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου. Αφετέρου, ένα λάθος ως προς το συντελεστή, μπορεί να ανακαλυφθεί από έναν προσεκτικό επιχειρηματία από ανάγνωση της Επίσημης Εφημερίδας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στην οποία δημοσιεύονται οι σχετικές διατάξεις.

Εξάλλου, ένας επαγγελματίας του κλάδου, του οποίου η δραστηριότητα συνίσταται, κυρίως, σε εισαγωγές-εξαγωγές, δεν μπορεί να στηρίζει τη δικαιολογημένη του εμπιστοσύνη ως προς τον ισχύοντα δασμολογικό συντελεστή σε απλή πρόταση της Επιτροπής που περιέχεται σε ένα δασμολόγιο εθνικής χρήσεως, διότι δεν είναι υπέρμετρο να απαιτείται απ' αυτόν να συμβουλεύεται τις σχετικές Επίσημες Εφημερίδες.

Διάδικοι


Στην υπόθεση 161/88,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Finanzgericht του Μονάχου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Friedrich Binder GmbH & Co. KG, εταιρίας γερμανικού δικαίου με έδρα το Ηerrenberg,

και

Ηauptzollamt Bad Reichenhall,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής της 5ης Νοεμβρίου 1985, έγγραφο Κ (85) 1732 τελικό, με την οποία διαπιστώθηκε ότι πρέπει να γίνει "εκ των υστέρων" είσπραξη εισαγωγικών δασμών ύψους 22 917,83 γερμανικών μάρκων (DΜ) για τις εισαγωγές κατεψυγμένου βύσσινου καταγωγής Γιουγκοσλαβίας που πραγματοποίησαν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας τρεις επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και η Βinder, από τις 30 Ιανουαρίου 1983 μέχρι και τις 5 Μαρτίου 1983,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

συγκείμενο από τους R. Joliet, πρόεδρο τμήματος, Sir Gordon Slynn και G. C. Rodriguez Iglesias, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Μ. Darmon

γραμματέας: D. Louterman, κύρια υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εκπροσωπούμενη, κατά την έγγραφη και προφορική διαδικασία, από τον J. Sack,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 20ής Απριλίου 1989,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Μαΐου 1989,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με Διάταξη της 3ης Μαΐου 1988, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Ιουνίου 1988, το Fin]anzgericht του Μονάχου υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα σχετικά με το κύρος αποφάσεως την οποία η Επιτροπή απηύθυνε, στις 5 Νοεμβρίου 1985, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και με την οποία διαπίστωσε ότι πρέπει να γίνει "εκ των υστέρων" είσπραξη εισαγωγικών δασμών ύψους 22 917,83 DΜ για ορισμένες εισαγωγές που είχαν πραγματοποιήσει τρεις γερμανικές επιχειρήσεις.

2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία μια από τις τρεις αυτές επιχειρήσεις, η Friedrich Binder GmbH & Co. KG, εταιρία εισαγωγών-εξαγωγών, διαμετακομίσεως και χονδρικού εμπορίου φρούτων και λαχανικών (εφεξής: Βinder), ζητεί την ακύρωση τριών πράξεων "εκ των υστέρων" εισπράξεως δασμών, τις οποίες εξέδωσε το Ηauptzollamt Bad Reichenhall (εφεξής: Ηauptzollamt).

3 Οι πράξεις για τις οποίες επιβλήθηκαν οι δασμοί αυτοί συνίσταντο στην εκ μέρους της Βinder εισαγωγή και θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας δώδεκα παρτίδων κατεψυγμένου βύσσινου καταγωγής Γιουγκοσλαβίας κατά το διάστημα από 30 Ιανουαρίου 1983 μέχρι και 5 Μαρτίου 1983.

4 Κατά την εποχή εκείνη, ο συντελεστής που ίσχυε για την εισαγωγή στην Κοινότητα βύσσινου καταγωγής Γιουγκοσλαβίας, εν προκειμένω 13 %, είχε καθοριστεί με το άρθρο 8 της ενδιάμεσης συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας περί των εμπορικών συναλλαγών και της εμπορικής συνεργασίας, που εγκρίθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με τον κανονισμό 1272/80 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 1980 (ΕΕ ειδ. έκδ. 011/020, σ. 102). Η πρόταση κανονισμού που υπέβαλε στις 16 Ιουλίου 1982 η Επιτροπή προς το Συμβούλιο αποσκοπούσε στη μείωση του συντελεστή αυτού από 13 % σε 10,4 %.

5 Η πρόταση αυτή περιελήφθη στο δασμολόγιο χρήσεως (Deutschen Gebrauchszolltarif) που καταρτίζουν οι γερμανικές αρχές από την 1η Ιανουαρίου 1983. Κατόπιν τούτου, το Ηauptzollamt εφάρμοσε για τις εν λόγω εισαγωγές δασμολογικό συντελεστή 10,4 %.

6 Δεδομένου ότι η πρόταση της Επιτροπής δεν ψηφίστηκε από το Συμβούλιο, το ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών διόρθωσε, στις 9 Μαρτίου 1983, το δασμολογικό συντελεστή που περιλαμβανόταν στο δασμολόγιο χρήσεως από την 1η Ιανουαρίου 1983 ανακαθορίζοντάς τον στο 13 %.

7 Με τρεις οριστικές πράξεις επιβολής δασμών που εξέδωσε στις 28 και 29 Μαρτίου καθώς και στις 13 Ιουνίου 1983, το Ηauptzollamt αξίωσε από την Βinder την καταβολή ποσού αντιστοιχούντος στη διαφορά μεταξύ του εφαρμοσθέντος και του ορθού συντελεστή, συγκεκριμένα 7 992,39 DΜ, βάσει του άρθρου 2 του κανονισμού 1697/79 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1979, περί της "εκ των υστέρων" εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που δεν κατέστησαν απαιτητοί από τον φορολογούμενο, για εμπορεύματα που διασαφήθηκαν σε τελωνειακό καθεστώς συνεπαγόμενο την υποχρέωση καταβολής τέτοιων δασμών (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/007, σ. 254). Η Βinder υπέβαλε τότε διοικητική ένσταση κατά των πράξεων αυτών, ζητώντας από το Ηauptzollamt να μη προβεί στην "εκ των υστέρων" είσπραξη των εν λόγω δασμών.

8 Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, του προαναφερθέντος κανονισμού 1697/79 του Συμβουλίου:

"οι αρμόδιες αρχές δύνανται να μην προβαίνουν σε ενέργειες εισπράξεως "εκ των υστέρων" ποσού εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που δεν καταβλήθηκε συνεπεία λάθους αυτών των ιδίων των αρμόδιων αρχών που λογικά δεν ηδύνατο να ανακαλυφθεί από τον φορολογούμενο ο οποίος, από μέρους του, ενήργησε καλοπίστως και τήρησε όλες τις διατάξεις που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία, όσον αφορά την κατάθεση της τελωνειακής διασαφήσεως".

9 Δεδομένου ότι το ποσό των εν λόγω δασμών υπερέβαινε τα 2 000 ΕCU, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζήτησε από την Επιτροπή, στις 5 Ιουλίου 1985, σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού 1573/80 της Επιτροπής, της 20ής Ιουνίου 1980, περί καθορισμού των διατάξεων εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79 του Συμβουλίου (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/020, σ. 243) να αποφασίσει σχετικά με το αν ήταν, εν προκειμένω, δικαιολογημένη η μη "εκ των υστέρων" είσπραξη των εν λόγω εισαγωγικών δασμών σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79 του Συμβουλίου.

10 Στις 5 Νοεμβρίου 1985, η Επιτροπή απηύθυνε προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αρνητική απόφαση. Την απόφασή της αυτή αιτιολόγησε ισχυριζόμενη ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79. Πράγματι, το λάθος του τελωνείου σχετικά με τον ισχύοντα δασμολογικό συντελεστή μπορούσε λογικώς να ανακαλυφθεί από τον φορολογούμενο, δεδομένου ότι ο ορθός συντελεστής του 13 % προέκυπτε από το άρθρο 5 της ενδιάμεσης συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας που είχε εγκριθεί εν ονόματι της Κοινότητας με τον προαναφερθέντα κανονισμό 1272/80. Κατά συνέπεια, οι εισαγωγείς ήσαν οπωσδήποτε σε θέση να γνωρίζουν τον ισχύοντα συντελεστή και να αντιληφθούν ευχερώς ότι ο συντελεστής που αναφερόταν στο γερμανικό δασμολόγιο χρήσεως, έγγραφο καθαρά ενδεικτικού χαρακτήρα το οποίο δεν μπορεί να αντιτάσσεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ήταν εσφαλμένος.

11 Βάσει της αποφάσεως αυτής, η διοικητική ένσταση της Βinder απορρίφθηκε στις 27 Ιανουαρίου 1986. Στη συνέχεια, η εταιρία αυτή άσκησε ενώπιον του Finanzgericht του Μονάχου προσφυγή επί της ουσίας ζητώντας την ακύρωση των επίδικων πράξεων "εκ των υστέρων" εισπράξεως δασμών. Προς στήριξη της προσφυγής αυτής, η εν λόγω εταιρία ισχυρίστηκε ότι είχε στηριχθεί στα στοιχεία που είχαν δημοσιευθεί στο γερμανικό δασμολόγιο χρήσεως, έγγραφο επίσημο, ότι οι υπολογισμοί της είχαν γίνει με βάση το συντελεστή 10,4 %, ότι της ήταν αδύνατο να μετακυλίσει τους "εκ των υστέρων" απαιτούμενους δασμούς στους πελάτες της και ότι δεν ήταν δυνατό να απαιτηθεί απ' αυτήν να είναι καλύτερα ενημερωμένη ως προς τους ισχύοντες δασμολογικούς συντελεστές απ' ό,τι οι αρμόδιες τελωνειακές αρχές.

12 Κρίνοντας ότι το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής της 5ης Νοεμβρίου 1985 ήταν αμφίβολο, το Finanzgericht ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

"Είναι η απόφαση της Επιτροπής της 5ης Νοεμβρίου 1985 ((έγγραφο Κ (85) 1732 τελικό)) έγκυρη;"

13 Από τη Διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι οι αμφιβολίες που εκφράστηκαν ως προς το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής αφορούν, κυρίως, την ορθότητα της εκτιμήσεως της Επιτροπής ότι η Βinder μπορούσε ευχερώς να αντιληφθεί ότι ο συντελεστής που αναφερόταν στο γερμανικό δασμολόγιο χρήσεως ήταν εσφαλμένος. Σχετικά, το Finanzgericht προβάλλει, ιδίως, τις δυσχέρειες που συναντούν οι ενδιαφερόμενοι προκειμένου να συμβουλευθούν την Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην περιφέρεια του οικείου τελωνείου, δεδομένου ότι η εν λόγω εφημερίδα δεν είναι διαθέσιμη. Το εν λόγω δικαστήριο αναφέρεται επίσης στην πρακτική που ακολουθούν όλοι οι ενδιαφερόμενοι, δηλαδή ότι λαμβάνουν ως βάση το γερμανικό δασμολόγιο χρήσεως, έγγραφο ιδιαίτερα αξιόπιστο εφόσον εκδίδεται από το ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών, το οποίο συμμετέχει στην κατάρτιση των δασμολογικών ρυθμίσεων της Επιτροπής. Από τα ανωτέρω το παραπέμπον δικαστήριο συνάγει ότι, όπως είναι επόμενο, το ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών έχει εμπνεύσει στους εισαγωγείς του επίμαχου εμπορεύματος ιδιαίτερη εμπιστοσύνη, πράγμα που δεν ελήφθη υπόψη από την Επιτροπή στην από 5 Νοεμβρίου 1985 απόφασή της.

14 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά, οι ισχύουσες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο.

15 Πρέπει, καταρχάς, να τονιστεί ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79 εξαρτά την μη "εκ των υστέρων" είσπραξη από τις αρμόδιες αρχές από τις εξής τρεις, σωρευτικώς ισχύουσες, προϋποθέσεις:

- πρώτον, ότι οι δασμοί δεν καταβλήθηκαν συνεπεία λάθους των ιδίων των αρμοδίων αρχών?

- κατόπιν, ότι το λάθος δεν μπορούσε, λογικώς, να ανακαλυφθεί από τον φορολογούμενο, ο οποίος ενήργησε καλοπίστως?

- και, τέλος, ότι ο φορολογούμενος τήρησε όλες τις διατάξεις που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία όσον αφορά την κατάθεση της τελωνειακής του διασαφήσεως.

16 Οπως το Δικαστήριο αποφάνθηκε με την απόφασή του της 22ας Οκτωβρίου 1987 (Foto-Frost, 314/85, Συλλογή 1987,σ. 4199), η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, εφόσον συντρέχουν όλες αυτές οι προϋποθέσεις, ο φορολογούμενος έχει δικαίωμα να μη πραγματοποιηθεί η είσπραξη.

17 Δεδομένου ότι η Επιτροπή έκρινε, με την από 5 Νοεμβρίου 1985 απόφασή της, ότι δεν συνέτρεχε η δεύτερη προϋπόθεση, πρέπει να εξεταστεί αν ορθώς η Επιτροπή θεώρησε ότι το λάθος των τελωνειακών αρχών μπορούσε λογικώς, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79, να ανακαλυφθεί από τον φορολογούμενο.

18 Σχετικά, η Επιτροπή υποστήριξε ότι το γερμανικό δασμολόγιο χρήσεως αποτελεί κείμενο καθαρά ενδεικτικού χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, το κείμενο αυτό δεν μπορεί να αντιτάσσεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία περιέχει τις εφαρμοστέες κοινοτικές ρυθμίσεις, άλλως μπορεί να διακυβευθεί η δυνατότητα της άμεσης εφαρμογής του κοινού δασμολογίου, η ομοιόμορφη εφαρμογή του και να αναγνωριστεί σε ένα δασμολόγιο εθνικής χρήσεως η υπεροχή έναντι των ισχυόντων κοινοτικών τελωνειακών κανόνων. Κατά συνέπεια, ο επιχειρηματίας που στηρίζεται σε ένα τέτοιο δηλωτικό κείμενο πρέπει, κατά την Επιτροπή, να φέρει και τον κίνδυνο που μπορεί να απορρέει από αντίφαση μεταξύ του κειμένου αυτού και της εφαρμοστέας κοινοτικής ρυθμίσεως.

19 Σχετικά, πρέπει πρώτα απ' όλα να τονιστεί ότι οι εφαρμοστέες κοινοτικές δασμολογικές διατάξεις δημοσιεύονται υποχρεωτικώς στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Από την ημερομηνία της δημοσιεύσεως αυτής, αποτελούν το μόνο θετικό στον τομέα αυτό δίκαιο, άγνοια του οποίου δεν δικαιολογείται. Ως εκ τούτου, ένα δασμολόγιο χρήσεως, όπως το γερμανικό, το οποίο καταρτίζεται από τις εθνικές αρχές, αποτελεί, όπως προκύπτει από τον πίνακα των περιεχομένων του, εγχειρίδιο για τις πράξεις εκτελωνισμού. Στο εγχειρίδιο αυτό είναι συγκεντρωμένοι, προς διευκόλυνση όλων των προσώπων που εμπλέκονται σε τελωνειακές συναλλαγές, οι κανόνες του εθνικού και του κοινοτικού δικαίου, μεταξύ των οποίων και το κοινό δασμολόγιο ως μια από τις θεμελιώδεις διατάξεις. Επομένως, από το περιεχόμενο αυτού του δασμολογίου χρήσεως δεικνύεται σαφώς ότι το εν λόγω εγχειρίδιο δεν αποτελεί παρά ένα συμπίλημα κανόνων οι οποίοι, όσον αφορά τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου, έχουν ήδη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Κατά συνέπεια, ένα τέτοιο έντυπο είναι καθαρά ενδεικτικού χαρακτήρα και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να συνεπάγεται αμφισβήτηση της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου.

20 Εξάλλου, ένα λάθος ως προς το συντελεστή, όπως αυτό για το οποίο πρόκειται στην υπό κρίση υπόθεση, θα μπορούσε να ανακαλυφθεί από ένα προσεκτικό επιχειρηματία από ανάγνωση της Επίσημης Εφημερίδας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην οποία έχει δημοσιευθεί ο κανονισμός 1272/80 του Συμβουλίου. Εξάλλου, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο συντελεστής του 13 % είναι ο ισχύων μετά την έκδοση του εν λόγω κανονισμού και ότι η αύξηση ή η μείωση του συντελεστή αυτού θα είχε δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

21 Πρέπει ακόμη να εξεταστεί η αιτίαση της Βinder, αιτίαση που επαναλήφθηκε και από το παραπέμπον δικαστήριο, κατά την οποία η ύπαρξη προτάσεως της Επιτροπής περί μειώσεως του δασμολογικού συντελεστή που ίσχυε για τις εισαγωγές στην Κοινότητα βύσσινου καταγωγής Γιουγκοσλαβίας από 13 σε 10,4 % και η αναγραφή του συντελεστή αυτού στο δασμολόγιο εθνικής χρήσεως από τις γερμανικές αρχές που μετέσχαν στην κατάρτιση της κοινοτικής δασμολογικής ρυθμίσεως της δημιούργησαν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι αυτός ο συντελεστής του 10,4 % ήταν ορθός, στοιχείο που η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη κατά την εκτίμησή της.

22 Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνηστεί ότι η Βinder είναι επαγγελματίας του κλάδου του οποίου η δραστηριότητα είναι επικεντρωμένη κυρίως στις εισαγωγές-εξαγωγές. Μια τέτοια εταιρία δεν μπορεί να στηρίζει τη δικαιολογημενη της εμπιστοσύνη ως προς τον ισχύοντα δασμολογικό συντελεστή στην ύπαρξη προτάσεως της Επιτροπής που περιέχει τον εν λόγω συντελεστή και στην αναγραφή του συντελεστή αυτού σε ένα δασμολόγιο εθνικής χρήσεως. Κατά συνέπεια, δεν φαίνεται υπέρμετρη η απαίτηση όπως ο επιχειρηματίας αυτός βεβαιώνεται, από την ανάγνωση της σχετικής Επίσημης Εφημερίδας, για το κοινοτικό δίκαιο που εφαρμόζεται στις πράξεις που διενεργεί, έστω και αν, όπως συνέβη στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο εν λόγω συντελεστής αφορούσε μόνο τα προϊόντα καταγωγής Γιουγκοσλαβίας και είχε καθοριστεί με διεθνή εμπορική συμφωνία που η Κοινότητα είχε συνάψει με τη Γιουγκοσλαβία.

23 Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι δεν συνέτρεχε, όσον αφορά την υπόθεση της κύριας δίκης, η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79. Πράγματι, το προαναφερθέν λάθος έπρεπε να θεωρηθεί ως δυνάμενο, λογικώς, να ανακαλυφθεί από την Βinder.

24 Υπό τις συνθήκες αυτές, στο εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι από την εξέταση του προδικαστικού ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής, της 5ης Νοεμβρίου 1985, έγγραφο Κ (85) 1732 τελικό, που απευθύνθηκε προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

25 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε το Finanzgericht του Μονάχου, με Διάταξη της 3ης Μαΐου 1985, αποφαίνεται:

Από την εξέταση του προδικαστικού ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής, της 5ης Νοεμβρίου 1985, έγγραφο Κ (85) 1732 τελικό, που απευθύνθηκε προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Top