EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61985CC0157

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Darmon της 7ης Μαΐου 1986.
Luigi Brugnoni και Roberto Ruffinengo κατά Cassa di risparmio di Genova e Imperia.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Pretura di Genova - Ιταλία.
Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων - Εθνικά μέτρα διασφαλίσεως.
Υπόθεση 157/85.

Συλλογή της Νομολογίας 1986 -02013

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1986:202

ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

MARCO DARMON

της 7ης Μαΐου 1986 ( *1 )

Κύριε πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

1. 

Εθνική ρύθμιση που επιβάλλει στους κατοίκους κράτους μέλους που αποκτούν αλλοδαπούς τίτλους εισηγμένους σε χρηματιστήριο τη διπλή υποχρέωση

να καταθέτουν τους τίτλους αυτούς σε εξουσιοδοτημένη τράπεζα,

να καταθέτουν, ως εγγύηση, ποσό που καθορίζεται κατ' αναλογία προς την αξία της αγοράς των τίτλων αυτών και δεν αποφέρει τόκους,

συμβιβάζεται προς τις διατάξεις του άρθρου 67 της Συνθήκης ΕΟΚ, όπως τέθηκαν σε εφαρμογή με τις οδηγίες που εκδόθηκαν για την εκτέλεση τους, υπό την επιφύλαξη των μέτρων διασφαλίσεως που επιτρέπονται δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 3, της Συνθήκης;

Αυτή είναι η ουσία των προδικαστικών ερωτημάτων με τα οποία ο Pretore της Γένουας ζητεί από το Δικαστήριο να προβεί στην ερμηνεία των ανωτέρω κοινοτικών κανόνων, στα πλαίσια διαφοράς μεταξύ του Brugnoni και του ειδικού πληρεξουσίου του Ruffinengo, αφενός, και του Cassa di risparmio di Genova e Imperia ( ταμιευτήριο Γένουας και Imperia ), αφετέρου, εναγομένου στην κύρια δίκη.

Πριν εκθέσω τα πραγματικά περιστατικά, παραθέτω το κοινοτικό και το εθνικό νομοθετικό πλαίσιο.

2. 

Το άρθρο 67, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ επιβάλλει στα κράτη μέλη να καταργήσουν «προοδευτικώς μεταξύ τους... τους περιορισμούς στην κίνηση των κεφαλαίων που ανήκουν» σε πρόσωπα που έχουν κατοικία εντός των κρατών μελών, « όπως και τις διακρίσεις μεταχειρίσεως που βασίζονται στην ιθαγένεια ή στην κατοικία των μερών ή στον τόπο της επενδύσεως ».

Σύμφωνα με το άρθρο 69, όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση στην υπόθεση Casati ( υπόθεση 203/80, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, Συλλογή σ. 2595), η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων υπόκειται στην έκδοση εκ μέρους του Συμβουλίου των αναγκαίων οδηγιών « για την προοδευτική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 67».

Δύο οδηγίες, που στο εξής θα αναφέρονται με τον όρο « η οδηγία », οι οποίες δημοσιεύτηκαν αντίστοιχα στις 11 Μαίου 1960 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 10/001, σ. 4 ) και στις 18 Δεκεμβρίου 1962 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 10/001, σ. 16), θεσπίστηκαν διαδοχικά « για την εφαρμογή του άρθρου 67 της Συνθήκης ».

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.

Τα κράτη μέλη χορηγούν γενικές εγκρίσεις για τη σύναψη ή την εκτέλεση των συναλλαγών και για τις μεταφορές συναλλάγματος μεταξύ κατοίκων των κρατών μελών, οι οποίες συνδέονται με τις κινήσεις κεφαλαίων που απαριθμούνται στον κατάλογο Β του παραρτήματος Ι της παρούσης οδηγίας. »

Ο κατάλογος αυτός, που αναφέρεται στις « πράξεις επί τίτλων », αφορά ιδίως την « απόκτηση από κατοίκους (του οικείου κράτους) ξένων τίτλων που είναι διαπραγματεύσιμοι ( εισηγμένοι ) σε χρηματιστήριο » και τη « χρησιμοποίηση του προϊόντος της ρευστοποιήσεις τους » καθώς και τις « υλικές μεταφορές » των τίτλων αυτών, δηλαδή, σύμφωνα με τη σχετική ονοματολογία, την εισαγωγή και την εξαγωγή τους.

Το άρθρο 5 της οδηγίας επιφυλάσσει στα κράτη μέλη το δικαίωμα « να εξακριβώνουν τη φύση και την αυθεντικότητα των συναλλαγών ή των μεταφορών συναλλάγματος » και « να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να εμποδίσουν τις παραβάσεις των νόμων και των εν γένει ρυθμίσεων τους ».

Επειδή η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων που έχει επέλθει εντός των ορίων που τίθενται στο παράγωγο δίκαιο μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι ασυμβίβαστη με μία κατάσταση κρίσεως, η Συνθήκη προέβλεψε δύο σειρές διατάξεων που επιτρέπουν προσωρινή παρέκκλιση από το εν λόγω καθεστώς. 'Ετσι, το άρθρο 73 επιτρέπει τη λήψη μέτρων προστασίας « σε περίπτωση που κινήσεις κεφαλαίων επιφέρουν διαταραχές στη λειτουργία της κεφαλαιοα-γοράς ενός κράτους μέλους ». Την άδεια για τα μέτρα αυτά παρέχει η Επιτροπή, κατόπιν διαβουλεύσεως με τη Νομισματική Επιτροπή ( παράγραφος 1 ). Τα μέτρα μπορούν να ληφθούν κατ' εξαίρεση από το κράτος μέλος, το οποίο οφείλει να ενημερώσει σχετικά τα λοιπά κράτη μέλη και την Επιτροπή η οποία, μετά από διαβουλεύσεις με τη Νομισματική Επιτροπή, μπορεί να αποφασίσει την τροποποίηση ή την κατάργηση τους (παράγραφος 2).

Η δεύτερη σειρά διατάξεων περιλαμβάνεται στα άρθρα 108 και 109 της Συνθήκης.

Το πρώτο από τα άρθρα αυτά καθιερώνει κοινοτική διαδικασία « σε περίπτωση δυσχερειών ή σοβαρής απειλής δυσχερειών στο ισοζύγιο πληρωμών ενός κράτους μέλους ». Ιδίως με την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να επιτρέψει στο κράτος μέλος που βρίσκεται σε δυσχέρεια « να λάβει μέτρα διασφαλίσεως, των οποίων καθορίζει τους όρους και τις λεπτομέρειες ». Το άρθρο 109 αφορά την περίπτωση « αιφνίδιας κρίσεως του ισοζυγίου πληρωμών ». Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορεί τότε « να λάβει, συντηρη-τικώς, τα αναγκαία μέτρα διασφαλίσεως » το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει ότι το εν λόγω κράτος μέλος οφείλει να τροποποιήσει, να αναστείλει ή να καταργήσει τα μέτρα αυτά.

3. 

Με τρεις διαδοχικές αποφάσεις της Επιτροπής επετράπη στην Ιταλική Δημοκρατία να λάβει ορισμένα μέτρα διασφαλίσεως δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ [αποφάσεις 74/287 της 8ης Μαίου 1974 και 75/355 της 26ης Μαίου 1975 ( JO L 152 της 8.6.1974, σ. 18 και JO L 158 της 26.5.1975, σ. 25)] ή να συνεχίσει την εφαρμογή ορισμένων από αυτά [απόφαση 85/16 της 19ης Δεκεμβρίου 1984 (ΕΕ L 8 της 10.1.1985, σ. 34)].

Το άρθρο 5 της πρώτης αποφάσεως επέτρεπε στην Ιταλική Δημοκρατία να επιβάλει σε όσους κατοικούν στο έδαφος της την υποχρέωση « να προβαίνουν σε μη τοκοφόρο τραπεζική κατάθεση ποσού όχι ανώτερου του 50 % του ποσού των πραγματοποιούμενων στα λοιπά κράτη μέλη επενδύσεων, στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα 1 και 2 » της οδηγίας. Η άδεια αυτή, που χορηγήθηκε « προσωρινά » χωρίς άλλη ένδειξη όσον αφορά τη διάρκεια της, διατηρήθηκε αμετάβλητη στην απόφαση του 1975 ( βλέπε τελευταία αιτιολογική σκέψη της), η οποία κατήργησε εξάλλου ορισμένες διατάξεις της αποφάσεως του 1974.

Το άρθρο 1 της αποφάσεως του 1984 ορίζει σχετικά ότι, για χρονικό διάστημα τριών ετών,

«1.

Η Ιταλική Δημοκρατία εξουσιοδοτείται, προσωρινά και μέσα στα όρια των μέτρων που περιέχονται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης, να περιορίσει την εκτέλεση μεταφορών σχετικών με τις κινήσεις κεφαλαίων που έχουν ελευθερωθεί κατά την ημερομηνία της παρούσας απόφασης, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 » της οδηγίας.

Στο παράρτημα, στο οποίο γίνεται παραπομπή, μειώνεται από 50 % σε 30 % το ποσό της μη τοκοφόρου τραπεζικής καταθέσεως για τους τίτλους που εκδίδονται, όπως στην προκειμένη περίπτωση, από τα κοινοτικά όργανα, « υπό τον όρο ότι οι αποκτηθέντες τίτλοι παραμένουν στην κατοχή (στην κυριότητα) του δικαιούχου επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους », διευκρινίζεται δε ότι « στην αντίθετη περίπτωση απαιτείται κατάθεση ίση προς το 50 ο/ο του ποσού της απόκτησης ».

Το άρθρο 3 της αποφάσεως του 1984 ολοκλήρωσε την κατάργηση της αποφάσεως του 1974.

4. 

Με υπουργική απόφαση της 12ης Μαρτίου 1981, η Ιταλική Δημοκρατία έκανε χρήση της αδείας που της είχε χορηγηθεί.

Το άρθρο 15 της αποφάσεως αυτής επέβαλλε πράγματι στους κατοίκους Ιταλίας που αποκτούν τίτλους οι οποίοι εκδίδονται ή είναι πληρωτέοι στο εξωτερικό να καταβάλουν, σε δεσμευμένο μη τοκοφόρο λογαριασμό στην τράπεζα ή το πιστωτικό ίδρυμα που είναι επιφορτισμένο με τη διενέργεια της συναλλαγής, ποσό σε ιταλικές λίρες ίσο προς το 50 % του διατιθέμενου για την αγορά ποσού.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 της ίδιας αποφάσεως, οι τίτλοι αυτοί

« πρέπει να κατατίθενται σε εξουσιοδοτημένες τράπεζες προς φύλαξη και διαχείριση, εντός 30ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία οι κάτοικοι Ιταλίας γίνονται κάτοχοι τους ή μπορούν να τους διαθέσουν... » ( παράγραφος 1 ),

διευκρινίζεται δε ( παράγραφος 3 ) ότι η υποχρέωση αυτή θεωρείται επίσης ως πληρωθείσα όταν οι εξουσιοδοτημένες τράπεζες καταθέτουν εντός της τασσόμενης προθεσμίας τους τίτλους σε ξένες τράπεζες επ' ονόματι τους και για λογαριασμό των δικαιούχων.

Με απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1984, προγενέστερη συνεπώς της τρίτης αποφάσεως της Επιτροπής, μειώθηκε σε 30 ο/ο το ποσό της μη τοκοφόρου υποχρεωτικής καταθέσεως όσον αφορά την αγορά ομολογιών που εκδίδονται από τα κοινοτικά όργανα.

5. 

Αυτές είναι λοιπόν οι κύριες διατάξεις που είναι υπό εξέταση στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας.

Στα τέλη Νοεμβρίου του 1984, ο Ruffïnengo, ενεργώντας ως ειδικός πληρεξούσιος, έδωσε εντολή στο Ταμιευτήριο να αγοράσει για ποσό 5000 γερμανικών μάρκων, για λογαριασμό του Brugnoni, ομολογίες στον κομιστή εκδοθείσες από την ΕΚΑΧ και εισηγμένες στο χρηματιστήριο αλλοδαπών αξιών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

Προβαίνοντας σε εκτέλεση της εντολής αυτής, το καθού στην κύρια δίκη χρέωσε στις 28 Νοεμβρίου 1984 τον αγοραστή όχι μόνο με την αξία των τίτλων σε ιταλικές λίρες ( 3260292 λίρες) αλλά επίσης με το 50% του ανωτέρω ποσού (1630146 λίρες) ως εγγύηση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 15 της υπουργικής αποφάσεως της 12ης Μαρτίου 1981, που καταβλήθηκε σε μη τοκοφόρο προθεσμιακό λογαριασμό που ανοίχθηκε στο Ταμιευτήριο. Κατ' εφαρμογή της ανωτέρω υπουργικής αποφάσεως της 30ής Νοεμβρίου 1984, ο Brugnoni πιστώθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 1985 με ποσό 651758 λιρών, δηλαδή με το 20 ο/ο του κόστους της αγοράς των τίτλων.

Επικαλούμενο εξάλλου τις διατάξεις του άρθρου 20 της ανωτέρω αποφάσεως, το Ταμιευτήριο κατέθεσε για λογαριασμό των εναγόντων στην κύρια δίκη αλλά επ' ονόματι του τις εν λόγω ομολογίες ΕΚΑΧ στην Deutsche Bank της Φραγκφούρτης. Οι ενάγοντες στην κύρια δίκη χρεώθηκαν με φύλακτρα ποσού 7600 λιρών για την περίοδο από 28 Νοεμβρίου 1984 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1984. Επισημαίνω ότι το Ταμιευτήριο διενεργεί δωρεάν τη φύλαξη των τίτλων για τους πελάτες του από την 1η Ιουλίου 1985, υπό την επιφύλαξη όμως, όσον αφορά τους αλλοδαπούς τίτλους, των ενδεχομένων εξόδων που ζητεί η αλλοδαπή τράπεζα στην οποία διενεργείται η κατάθεση.

Προσθέτω ότι δυνάμει ιταλικού νόμου του 1976, « οι διατάξεις περί συναλλάγματος όσον αφορά τις εμπορικές και χρηματοδοτικές πράξεις που διενεργούνται στο εξωτερικό » συνοδεύονται από ποινικές κυρώσεις έναντι των διοικητών και των υπαλλήλων των τραπεζών οι οποίοι δεν τηρούν τις ανωτέρω διατάξεις.

Οι Brugnoni και Ruffinengo αμφισβήτησαν ενώπιον του Pretore της Γένουας τη διπλή υποχρέωση, η οποία τους επιβλήθηκε, να καταθέσουν δηλαδή τους τίτλους σε εξουσιοδοτημένη τράπεζα και να καταβάλουν μη τοκοφόρο εγγύηση.

6. 

Ο ανωτέρω δικαστής υποβάλλει λοιπόν στο Δικαστήριο τα τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα των οποίων το κείμενο περιλαμβάνεται στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση.

Ο Pretore, αφού διαπιστώνει στη Διάταξη του, πράγμα που κανένας δεν αμφισβητεί ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι η εν λόγω συναλλαγή εμπίπτει στον κατάλογο Β της οδηγίας, ζητεί διαδοχικά από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του:

αν από την κοινοτική έννομη τάξη απορρέουν για όσους αποκτούν τέτοιους τίτλους δικαιώματα που ισχύουν άμεσα και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν εθνικά περιοριστικά μέτρα, ιδίως το μέτρο που αφορά την υποχρέωση καταθέσεως των τίτλων σε τράπεζα, συμβιβάζονται ή όχι με την ύπαρξη τέτοιων δικαιωμάτων·

ή αν, δυνάμει των άρθρων 67 και 68 της Συνθήκης, τέτοιο μέτρο μπορεί να επιβληθεί από κράτος μέλος βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 3, κατ' εφαρμογή του οποίου ελήφθη η τρίτη απόφαση (85/16) της Επιτροπής που αφορά την εν λόγω συναλλαγή ·

αν η ιταλική κυβέρνηση παρέβη τη Συνθήκη μη τηρώντας τη διαδικασία διαβουλεύσεων που προβλέπεται στο άρθρο 73·

τέλος, αν η τρίτη απόφαση της Επιτροπής παρέτεινε την ισχύ των εξουσιοδοτήσεων που χορηγήθηκαν από το 1974 ή χορήγησε μόνο νέα εξουσιοδότηση που ισχύει αποκλειστικά για τις συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν μετά τις 19 Δεκεμβρίου 1984, δυνάμει του άρθρου 191, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης.

Θα εξετάσουμε στη συνέχεια το κατά πόσο συμβιβάζονται προς τις κοινοτικές διατάξεις τα δύο μέτρα τα οποία επικρίνουν οι ενάγοντες στην κύρια δίκη.

7. 

Όσον αφορά τη μη τοκοφόρο εγγύηση, οι Brugnoni και Ruffinengo υποστηρίζουν ότι η επίμαχη συναλλαγή πραγματοποιήθηκε υπό το κράτος της αποφάσεως του 1974, η οποία καταργήθηκε ρητά με την απόφαση του 1984. Η κατάργηση αυτή είχε κατ' ανάγκη ως αποτέλεσμα να θέσει τέρμα στην υποχρέωση καταθέσεως εγγυήσεως. Όσον αφορά την υποχρέωση που προβλέπεται στην απόφαση του 1984, η οποία στερείται κάθε αναδρομικής ισχύος, δεν μπορεί να αφορά τις συναλλαγές που είχαν διενεργηθεί προγενέστερα.

Η ιταλική κυβέρνηση και η Επιτροπή, αναφερόμενες στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 85/16, υποστηρίζουν ότι η απόφαση αυτή διατήρησε σε ισχύ, «χωρίς λύση της συνεχείας », το εν λόγω μέτρο διασφαλίσεως.

Όπως τόνισα ήδη, η απόφαση αυτή, όπως μαρτυρεί ο τίτλος της, επιτρέπει στην Ιταλική Δημοκρατία να « συνεχίσει » την εφαρμογή « ορισμένων μέτρων διασφαλίσεως ». Επιπλέον, στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως αποσαφηνίζεται η έκταση της ισχύος της, διότι προβλέπεται ότι « η άρση των μέτρων διασφαλίσεως, που η Ιταλία εξουσιοδοτήθηκε να λάβει, πρέπει να γίνει σταδιακά» και ότι « συνεπώς, ενδείκνυται να διατηρηθούν ορισμένοι συναλλαγματικοί περιορισμοί επί πράξεων σε κεφάλαια που κανονικά έχουν ελευθερωθεί » ( η υπογράμμιση είναι του γράφοντος ).

Πρόθεση συνεπώς του κοινοτικού νομοθέτη ήταν σαφώς να διατηρήσει σε ισχύ την εξουσιοδότηση που είχε χορηγηθεί από το 1974 στην Ιταλία να επιβάλει τη υποχρέωση, υπό τις ανωτέρω εκτεθείσες συνθήκες, της συστάσεως « μη τοκοφόρου τραπεζικής καταθέσεως ». Παρατείνοντας την ισχύ της εξουσιοδοτήσεως αυτής, η απόφαση του 1984 δεν δημιουργεί συνεπώς νέο μέτρο διασφαλίσεως κατ' εφαρμογή του άρθρου 108, παράγραφος 3' θέτει πάντως άλλα όρια όσον αφορά κυρίως το μέγιστο ποσό των καταθέσεων και, προπάντων, τη διάρκεια της εξουσιοδοτήσεως. Όπως ήδη ανέφερα, η εξουσιοδότηση αυτή, της οποίας η διάρκεια δεν είχε καθοριστεί ούτε το 1974 ούτε το 1975, χορηγείται ρητά για τρία έτη με την απόφαση του 1984.

Προσθέτω ότι, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, οι διαδικασίες που προβλέπονται στα άρθρα 73 και 108 της Συνθήκης είναι εναλλακτικές και όχι σωρευτικές. Η ιταλική κυβέρνηση δεν ήταν συνεπώς υποχρεωμένη να τηρήσει στην προκειμένη περίπτωση τη διαδικασία του άρθρου 73.

8. 

Μένει επομένως το πλέον συζητούμενο πρόβλημα, που αποτελεί αντικείμενο των δύο πρώτων ερωτημάτων, του κατά πόσο συμβιβάζεται προς το κοινοτικό δίκαιο, πρωτογενές ή παράγωγο, η υποχρέωση που επιβάλλεται στον κύριο των αλλοδαπών τίτλων να τους καταθέσει σε εξουσιοδοτημένη τράπεζα.

Οι ενάγοντες στην κύρια δίκη υποστηρίζουν ότι η υποχρέωση αυτή είναι ασυμβίβαστη με το κοινοτικό δίκαιο.

Οι ενάγοντες υπενθυμίζουν την ερμηνεία του άρθρου 67, παράγραφος 1, της Συνθήκης στην οποία προέβη το Δικαστήριο με την απόφαση στην ανωτέρω υπόθεση Casati, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε (σκέψεις 8, 10 και 11, Συλλογή 1981, σ. 2614) ότι:

«η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων συνιστά, όπως και εκείνη των προσώπων και των υπηρεσιών, μία από τις βασικές ελευθερίες της Κοινότητας »·

« η υποχρέωση ελευθερώσεως των διακινήσεων κεφαλαίων προβλέπεται μόνο “ κατά το μέτρο που είναι αναγκαίο για την καλή λειτουργία της κοινής αγοράς ”»,

« η εκτίμηση αυτή απόκειται, κατά πρώτο λόγο, στο Συμβούλιο, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 69 », δυνάμει του οποίου το Συμβούλιο εξέδωσε δύο οδηγίες, στα παραρτήματα των οποίων το σύνολο των κινήσεων κεφαλαίων κατανέμεται σε τέσσερις καταλόγους ( Α, Β, Γ και Δ), προβλέπεται δε για τις κινήσεις που απαριθμούνται στους καταλόγους Α και Β « ελευθέρωση χωρίς όρους ».

Οι Brugnoni και Ruffinengo συνάγουν από τα ανωτέρω ότι εφόσον υπάρχει ελευθέρωση χωρίς όρους, τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα, όσον αφορά τις οικείες κινήσεις κεφαλαίων, να εξαλείψουν κάθε διάκριση στην οποία αναφέρεται το δεύτερο μέρος του άρθρου 67, παράγραφος 1. Τέτοια εξάλειψη των διακρίσεων, συμπληρωματική της χωρίς όρους ελευθερώσεως, είναι αυτόματη χωρίς να πρέπει να προβλέπεται από οδηγία του Συμβουλίου. Επομένως, η ιταλική ρύθμιση περί υποχρεωτικής καταθέσεως των τίτλων εισάγει διακρίσεις που βασίζονται τόσο στην κατοικία των μερών όσο και στον τόπο της επενδύσεως.

Επιπλέον, η εν λόγω ρύθμιση αντίκειται προς τις διατάξεις της οδηγίας και, ειδικότερα, προς το άρθρο της 2, εφόσον αυτό αναφέρεται στην εκτέλεση των συναλλαγών οι οποίες αφορούν τις κινήσεις των κεφαλαίων που απαριθμούνται στον κατάλογο Β του παραρτήματος Ι, και προς τις διατάξεις του εν λόγω καταλόγου που προβλέπουν ρητά το δικαίωμα μεταφοράς των τίτλων στη χώρα του αγοραστή, η όλη δε ενέργεια δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο ελέγχου λαμβανόμενο κατ' εφαρμογή του άρθρου 5 της οδηγίας ούτε ως μέτρο διασφαλίσεως επιτρεπόμενο από την κοινοτική έννομη τάξη, δεδομένου ότι δεν τηρήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 73 της Συνθήκης.

Οι ενάγοντες στην κύρια δίκη υποστηρίζουν τέλος ότι το επικρινόμενο μέτρο προσβάλλει βαρέως το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και φθάνει μέχρι σημείου να θέσει σε κίνδυνο τα περιουσιακά τους δικαιώματα σε περίπτωση πτωχεύσεως της τράπεζας στην οποία πραγματοποιείται η κατάθεση ή της μεσολαβήτριας τράπεζας.

9. 

Για τους ακόλουθους λόγους και ιδίως για τους λόγους τους οποίους επικαλούνται η ιταλική κυβέρνηση και η Επιτροπή, φρονώ ότι η επιχειρηματολογία που αναπτύσσουν οι ενάγοντες στην κύρια δίκη δεν είναι πειστική.

Για να εκτιμηθεί το επικρινόμενο μέτρο από την άποψη της αρχής η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 67, παράγραφος 1, πρέπει να ληφθεί ως αφετηρία η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Casati.

Το Δικαστήριο πράγματι, αν και χαρακτήρισε « θεμελιώδη » την ελευθερία κινήσεως των κεφαλαίων, διευκρίνισε ευθύς αμέσως ότι:

« ... το άρθρο 67, παράγραφος 1, διαφέρει από τις διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, των προσώπων και των υπηρεσιών, κατά την έννοια ότι η υποχρέωση ελευθερώσεως των διακινήσεων κεφαλαίων προβλέπεται μόνο « κατά το μέτρο που είναι αναγκαίο για την καλή λειτουργία της κοινής αγοράς ». Η έκταση του περιορισμού αυτού, που εξακολουθεί να ισχύει και μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, ποικίλλει εκάστοτε και εξαρτάται από την εκτίμηση των αναγκών της κοινής αγοράς και από την εκτίμηση τόσο των πλεονεκτημάτων όσο και των κινδύνων που ενδέχεται να έχει για την εν λόγω αγορά η ελευθέρωση, ενόψει της καταστάσεως της κατά το δεδομένο χρονικό σημείο και, ιδίως, του βαθμού ολοκληρώσεως που έχει επιτευχθεί στους τομείς για τους οποίους οι διακινήσεις κεφαλαίων έχουν ιδιάζουσα σημασία » ( απόφαση στην υπόθεση 203/80, σκέψη 10, Συλλογή 1981, σ. 2614).

Το Δικαστήριο ακολούθησε συνεπώς τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Capotorti, ο οποίος φρονούσε ότι:

« ... το άρθρο 67, παράγραφος 1, δεν εμφανίζει χαρακτηριστικά τα οποία επιτρέπουν την ένταξη του μεταξύ των διατάξεων που έχουν απευθείας εφαρμογή μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου» (Συλλογή 1981, σ. 2625 ).

Επομένως, οι ενάγοντες στην κύρια δίκη προτείνουν στην πραγματικότητα μεταστροφή της νομολογίας, όταν ζητούν να γίνει διάκριση μεταξύ του πρώτου και του δευτέρου μέρους της εν λόγω διατάξεως, που αφορούν αντίστοιχα τους περιορισμούς των κινήσεων κεφαλαίων και τις διακρίσεις μεταχειρίσεως, υποστηρίζουν δε ότι η άρση των περιορισμών πρέπει κατ' ανάγκη να συνεπάγεται την εξάλειψη των διακρίσεων. Θα επρόκειτο για ένα είδος άμεσου αποτελέσματος εξ αντανακλάσεως, που δεν επιρρωνύεται ούτε από το γράμμα ούτε από το πνεύμα του κειμένου.

Αν αυτή ήταν η βούληση των συντακτών της Συνθήκης, δεν θα είχαν χρησιμοποιήσει τον όρο « όπως » αλλά τους όρους « και, κατά συνέπεια, » ή « επομένως ». Όπως οι περιορισμοί, και οι διακρίσεις προορίζονται να καταργηθούν « προοδευτικώς » από τα κράτη μέλη, σύμφωνα με εκτίμηση η οποία, ας υπενθυμίσω, το Δικαστήριο έκρινε ότι « απόκειται, κατά πρώτο λόγο, στο Συμβούλιο, κατά την διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 69 » (ανωτέρω απόφαση στην υπόθεση 203/80, σκέψη 11, Συλλογή 1981, σ. 2614).

10. 

Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν η υποχρεωτική κατάθεση των τίτλων σε εξουσιοδοτημένη τράπεζα είναι αντίθετη προς τις διατάξεις της οδηγίας που θεσπίστηκε για την εφαρμογή του άρθρου 67, παράγραφος 1.

Είναι δεδομένο ότι οι εν λόγω κινήσεις κεφαλαίων διέπονται από το άρθρο 2 και από τον κατάλογο Β του παραρτήματος Ι της οδηγίας.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι « για τις διακινήσεις που απαριθμούνται στους καταλόγους Α και Β, οι οδηγίες προβλέπουν την ελευθέρωση χωρίς όρους» (απόφαση στην υπόθεση 203/80, σκέψη 11, Συλλογή 1981, σ. 2614).

Η ελευθέρωση αυτή όμως πραγματοποιείται εντός των ορίων, που πρέπει να καθοριστούν, της άρσεως των περιορισμών στην οποία προβαίνει η οδηγία.

Στην προκειμένη περίπτωση, στο εθνικό δικαστήριο απόκειται, βάσει της ερμηνείας των κοινοτικών διατάξεων στην οποία προέβη το Δικαστήριο, να αποφανθεί αν η ιταλική ρύθμιση επιτρέπει «την σύναψη ή την εκτέλεση των συναλλαγών » και « τις μεταφορές συναλλάγματος μεταξύ κατοίκων των κρατών μελών », όσον αφορά « πράξεις επί τίτλων » που επιτρέπουν την « απόκτηση από κατοίκους (της οικείας χώρας) ξένων τίτλων που είναι διαπραγματεύσιμοι ( εισηγμένοι ) σε χρηματιστήριο και ( τη ) χρησιμοποίηση του προϊόντος της ρευστοποιήσεώς τους», συμπεριλαμβανομένων και των « υλικών μεταφορών των προαναφερθέντων τίτλων ».

Κανένας δεν υποστηρίζει ότι το αμφισβητούμενο μέτρο απαγόρευσε ή περιόρισε τη δυνατότητα κτήσεως από κατοίκους Ιταλίας αλλοδαπών τίτλων εισηγμένων σε χρηματιστήριο. Είναι προφανές ότι οι κινήσεις κεφαλαίων που είναι αναγκαίες για την απόκτηση τέτοιων τίτλων κατέστη δυνατό να διενεργηθούν κανονικά και τίποτε δεν επιτρέπει να λεχθεί ότι το ανωτέρω μέτρο εμποδίζει τη χρησιμοποίηση του προϊόντος της ενδεχόμενης ρευστοποιήσεως των εν λόγω τίτλων.

Σε τι συνίστανται οι « υλικές μεταφορές των τίτλων » και, ακριβέστερα, ποιες « πράξεις επί τίτλων» καλύπτονται από την έννοια αυτή; Πρόκειται, όπως υποστηρίζουν οι ενάγοντες στην κύρια δίκη, για την εισαγωγή στο κράτος της κατοικίας αλλοδαπών τίτλων με σκοπό να επιτραπεί η υλική κατοχή τους από τους αγοραστές τους;

Δεν νομίζω ότι στόχος του κοινοτικού νομοθέτη ήταν τέτοια μεταφορά, που αντιβαίνει προς μία εξέλιξη η οποία από μακρού χρόνου χαρακτηρίζεται από το ότι το δικαίωμα της κυριότητας επί του τίτλου αποσυνδέεται από την υλική κατοχή του τίτλου. Το δικαίωμα αυτό αποσυνδέεται πράγματι όλο και περισσότερο από τον ίδιο τον τίτλο και εμφανίζεται υπό μορφή εγγραφής στα τραπεζικά βιβλία.

Φρονώ λοιπόν ότι οι πράξεις επί τίτλων και ιδίως η διαπραγμάτευση τους εξαρτώνται από τις υλικές μεταφορές στις οποίες αναφέρεται ο κατάλογος Β ( 1 ). Η υποχρεωτική κατάθεση θα ήταν συνεπώς ασυμβίβαστη με τους κανόνες της οδηγίας μόνον αν εμπόδιζε τις κινήσεις κεφαλαίων και, σε τέτοια περίπτωση, μόνο στο βαθμό του δημιουργούμενου εμποδίου. Υπό την έννοια αυτή, θα ήταν ασυμβίβαστη με την οδηγία η εθνική ρύθμιση που θα απαγόρευε την εξαγωγή αλλοδαπών τίτλων εισηγμένων στο χρηματιστήριο ενώ η εξαγωγή αυτή είναι αναγκαία για να επιτραπεί η διαπραγμάτευση των τίτλων αυτών ενόψει της αποκτήσεως τους.

Στο μέτρο όμως που δεν επηρεάζει τις κινήσεις κεφαλαίων που έχουν ελευθερωθεί μέχρι τώρα, η ρύθμιση που συνεπάγεται την υποχρέωση καταθέσεως των κτηθέντων τίτλων σε εξουσιοδοτημένη τράπεζα δεν νομίζω ότι θίγει τον τομέα που έχει ελευθερωθεί χωρίς όρους από την οδηγία. Είμαι συνεπώς της γνώμης ότι το επικρινόμενο μέτρο εμπίπτει στην αρμοδιότητα η οποία, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, ανήκει ακόμη στα κράτη μέλη.

Φρονώ κατά συνέπεια ότι τα κράτη μέλη μπορούν να λάβουν τέτοιο μέτρο χωρίς να πρέπει να καταφύγουν σε μία από τις διαδικασίες που προβλέπονται στα άρθρα 73 ή 108 της Συνθήκης και ότι μπορούν να επιβάλουν ποινικές κυρώσεις στην περίπτωση μη τηρήσεως του.

11. 

Προτείνω επομένως στο Δικαστήριο να δώσει τις ακόλουθες απαντήσεις στα ερωτήματα που υπέβαλε ο Pretore της Γένουας:

1)

Υπό την επιφύλαξη ότι δεν επηρεάζει τις κινήσεις κεφαλαίων, ένα εθνικό μέτρο που επιβάλλει στους κατοίκους κράτους μέλους την υποχρέωση να καταθέτουν σε εξουσιοδοτημένη τράπεζα τους εισηγμένους σε χρηματιστήριο αλλοδαπούς τίτλους οι οποίοι εμπίπτουν στον κατάλογο Β του παραρτήματος Ι της οδηγίας του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 1960 δεν αντιβαίνει, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, προς τις διατάξεις του άρθρου 67, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ, όπως τέθηκαν σε εφαρμογή με την ανωτέρω οδηγία, η οποία συμπληρώνεται και τροποποιείται από την οδηγία του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 1962. Η λήψη τέτοιου μέτρου δεν υπόκειται επομένως σήμερα σε άδεια της Επιτροπής που χορηγείται δυνάμει του άρθρου 73 ή του άρθρου 108 της Συνθήκης ΕΟΚ.

2)

Εθνικό μέτρο που λαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 108 της Συνθήκης ΕΟΚ και σύμφωνα με την εκεί προβλεπόμενη διαδικασία δεν υπόκειται επιπλέον και στη διαδικασία του άρθρου 73 της Συνθήκης ΕΟΚ.

3)

Η απόφαση 85/16 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 1984, « με την οποία εξουσιοδοτείται η Ιταλική Δημοκρατία να συνεχίσει την εφαρμογή ορισμένων μέτρων διασφαλίσεως, σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ », δεν έχει ως αποτέλεσμα, εν σχέσει προς τις αποφάσεις 74/287 και 75/355 τις οποίες καταργεί, την κατάργηση της υποχρεώσεως μη τοκοφόρου καταθέσεως ορισμένου ποσού ως εγγυήσεως για τις αγορές από κατοίκους Ιταλίας αλλοδαπών τίτλων εισηγμένων σε χρηματιστήριο οι οποίες πραγματοποιήθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος της.


( *1 ) Μετάφραση από τα γαλλικά.

( 1 ) Βλέπε σχετικά Oliver, P.: « Free Movement of Capital: Art. 67( 1 ) and Implementing Directives », European Law Review, 1984, σ. 401, ιδίως σ. 404.

Top