EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61982CJ0343

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 1ης Δεκεμβρίου 1983.
Χρήστος Μιχαήλ κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Υπάλληλος - Σταδιοδρομία - Ανακατάταξη σε βαθμό.
Υπόθεση 343/82.

Συλλογή της Νομολογίας 1983 -04023

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1983:360

Στην υπό9εση 343/82,

Χρήστος Μιχαήλ, υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος 1030 Βρυξελλών, boulevard Léopold-III 41, επικουρούμενος και εκπροσωπούμενος από τον G. Vandersanden, δικηγόρο Βρυξελλών, avenue des Klauwaerts 38, 1050 Βρυξέλλες, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τη δικηγόρο J. Biver, 2, rue Goethe, Λουξεμβούργο,

προσφεύγων,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον Hendrik van Lier, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, επικουρούμενο από τον Philippe Mihail, δικηγόρο Βρυξελλών, avenue Jules-César 2, boîte postale 8, 1150 Βρυξέλλες, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Oreste Montako, μέλος της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg, Λουξεμβούργο,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο:

να γίνει τύποις δεκτή η παρούσα προσφυγή,

να ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής της 1ης Οκτωβρίου 1982, με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση του προσφεύγοντος,

να υποχρεωθεί η καθής να προβεί στην ανακατάταξη του προσφεύγοντος, σύμφωνα με τα κριτήρια που περιέχονται στην απόφαση της 6ης Ιουνίου 1973,

να καταδικαστεί η καθής στα δικαστικά έξοδα,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

συγκείμενο από τους Υ. Galmot, πρόεδρο τμήματος, U. Everling και Κ. Κακούρη, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Reischl

γραμματέας: J. Biancarelli, εισηγητής σε γραφείο δικαστή

εκδίδει την ακόλουθη

ΑΠΟΦΑΣΗ

Περιστατικά

Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, η εξέλιξη της διαδικασίας, τα αιτήματα, καθώς και οι λόγοι και τα επιχειρήματα των διαδίκων συνοψίζονται ως εξής:

Ι — Το νομικό πλαίσιο, τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία

Α — Το νομικό πλαίοιο

Το Μάρτιο του 1981, η Επιτροπή αποφάσισε να γνωστοποιήσει στο σύνολο του προσωπικού της την προγενέστερη απόφαση της της 6ης Ιουνίου 1973, περί των κριτηρίων που εφαρμόζονται στο διορισμό σε βαθμό και την κατάταξη σε κλιμάκιο κατά την πρόσληψη.

Στις αιτιολογικές της σκέψεις η απόφαση αυτή αναφέρει ότι βασίζεται ιδίως στα άρδρα 30, 31 και 32 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ότι κατευθυντήρια γραμμή της πολιτικής προσλήψεων είναι, από ετών, η πρόσληψη στον εισαγωγικό βαθμό των κατηγοριών ή των κλάδων και ότι εξαιρέσεις από την εν λόγω αρχή της πρόσληψης στον εισαγωγικό βαθμό πρέπει να γίνονται δεκτές ανάλογα με τις ειδικές ανάγκες των υπηρεσιών, προκειμένου ιδίως η Επιτροπή να εξασφαλίζει την προσέλευση υποψηφίων που έχουν ήδη κάποια επαγγελματική πείρα. Σημειώνεται τέλος ότι οι εξαιρέσεις αυτές πρέπει να περιορίζονται στο ελάχιστο δυνατό.

Το άρθρο 1 της απόφασης της 6ης Ιουνίου 1973 (στο εξής: η απόφαση) θέτει την αρχή ότι ο υπάλληλος διορίζεται στον εισαγωγικό βαθμό της εισαγωγικής σταδιοδρομίας της κατηγορίας του ή του κλάδου του.

Στο άρθρο 2, περί διορισμού σε σταδιοδρομίες άλλες πλην των εισαγωγικών σταδιοδρομιών διευκρινίζεται ότι, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 1, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διορίζει τον επιλεγέντα υποψήφιο στον εισαγωγικό βαθμό ορισμένων σταδιοδρομιών υπό την προϋπόθεση ότι ο υποψήφιος μπορεί να αποδείξει επαγγελματική πείρα ορισμένης διάρκειας. Σημειώνεται ότι η επαγγελματική πείρα εκτιμάται σε σχέση προς την προς κατάληψη θέση και λαμβάνοντας υπόψη τη δραστηριότητα που έχει ασκήσει ο υποψήφιος πριν από την πρόσληψη του.

Το άρθρο 3 της απόφασης, περί διορισμού σε ανώτερο βαθμό μιας σταδιοδρομίας, το οποίο έχει εφαρμογή εν προκειμένω, ορίζει ότι:

«Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 1, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί, κατ' εξαίρεση και για να ληφθούν υπόψη οι ανάγκες της πρόσληψης, να διορίσει τον επιλεγέντα υποψήφιο σε βαθμό ανώτερο των εισαγωγικών σταδιοδρομιών και των ενδιάμεσων σταδιοδρομιών, υπό τον όρον ότι αποδεικνύει επαγγελματική πείρα, κατά την έννοια του άρθρου 2, ελάχιστης διάρκειας ... 5 ετών για το βαθμό LA 6.»

Στο παράρτημα II της απόφασης, περί πρακτικών εφαρμογών και γενικών παρατηρήσεων, σημειώνεται, στο σημείο 1 α), ότι η επαγγελματική πείρα εκτιμάται σε σχέση με την προς κατάληψη θέση, λαμβάνοντας υπόψη τη δραστηριότητα που έχει ασκήσει ο υποψήφιος πριν από την πρόσληψη του. Η διάταξη αυτή ισχύει για όλους τους βαθμούς.

Το στοιχείο 3 του παραρτήματος αυτού, περί της σταδιοδρομίας LA7/LA6, είναι διατυπωμένο ως εξής:

«α)

Όπως και για τη σταδιοδρομία Α7/Α6, δεν αναγνωρίζεται επαγγελματική μεταπτυχιακή πείρα επιπέδου κατωτέρου από τον κλάδο LA ή την κατηγορία Α (πχ. εργασίες γραμματείας).

6)

Πείρα ως Free-Lance αναγνωρίζεται — ως προς τη διάρκεια της — η μισή σε σχέση με την πείρα από εργασία πλήρους απασχολήσεως.

γ)

Αναγνωρίζεται σε ποσοστό 100 ο/ο η πείρα που είναι σχετική με τα καθήκοντα, εφόσον είναι επιπέδου Α (πείρα μεταφραστή, οικονομολόγου, νομικού

δ)

Όσον αφορά την πείρα διδασκαλίας γλωσσών:

δ.1)

διδασκαλία της μητρικής γλώσσας:

δεν αναγνωρίζεται.

δ.2)

διδασκαλία γλώσσας άλλης πλην την μητρικής:

6λ. σημεία α), 6), γ) ανωτέρω».

Β — Τα πραγματικά περιστατικά

Ο προσφεύγων εισήλθε στην υπηρεσία της Επιτροπής στις 16 Απριλίου 1980 ως έκτακτος υπάλληλος με βαθμό LA 7/3. Από την 1η Ιανουαρίου 1981 προσελήφθη ως δόκιμος υπάλληλος με την ιδιότητα του μεταφραστή στην υπηρεσία ελληνικής μετάφρασης με τον ίδιο βαθμό LA 7/3.

Στις 9 Ιουνίου 1981, ο Μιχαήλ υπέβαλε αίτηση περί αναθεωρήσεως της κατατάξεως του σε βαθμό και κλιμάκιο. Επί της αιτήσεως αυτής η επιτροπή κατάταξης εξέδωσε αρνητική απόφαση, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 1981.

Στη συνέχεια, με επιστολή της 4ης Φεβρουαρίου 1982, ο προσφεύγων απευθύνθηκε στο γενικό διευθυντή προσωπικού και διοίκησης και ανέφερε ότι, λαμβανομένων υπόψη των πανεπιστημιακών του τίτλων και της επαγγελματικής του πείρας, θεωρεί εσφαλμένη την κατάταξη του στο βαθμό LA 7/3 και παρεκάλεσε να επανεξεταστεί η κατάταξη του βάσει της απόφασης της Επιτροπής της 6ης Ιουνίου 1973.

Με έγγραφο της 27ης Μαΐου 1982, ο γενικός διευθυντής γνωστοποίησε στον προσφεύγοντα ότι η επιτροπή κατάταξης επιβεβαίωσε την αρχική της απόφαση να τον κατατάξει στο βαθμό LA 7/3 για τους ακόλουθους λόγους:

«1.

Η πρόσβαση σε βαθμό ανώτερο της σταδιοδρομίας LA 7/6 επιφυλάσσεται στους επιτυχόντες που αποδεικνύουν επαγγελματική πείρα πλήρους απασχόλησης κυριολεκτικά ως μεταφραστές.

2.

Χωρίς να ληφθούν υπόψη οι μεταπτυχιακές σπουδές, η επιτροπή διαπίστωσε ότι η επαγγελματική σας πείρα, ‘περιφερειακή’ ή εξομοιούμενη, αρχίζει να υπολογίζεται από τον Ιανουάριο 1973 και ανέρχεται συνολικά σε 5 έτη και 8 μήνες.»

Στις 28 Ιουνίου 1982, ο προσφεύγων υπέβαλε, βάσει του άρθρου 90 του κανονισμού, ένσταση κατά της ανωτέρω απόφασης της επιτροπής κατάταξης.

Την 1η Οκτωβρίου 1982, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή γνωστοποίησε στον Μιχαήλ ότι δεν μπορούσε να κάνει δεκτή την ένσταση του· η απορριπτική αυτή απόφαση του κοινοποιήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 1982.

Κατά της απόφασης αυτής της 1ης Οκτωβρίου 1982, ο προσφεύγων άσκησε στις 28 Δεκεμβρίου 1982 την παρούσα προσφυγή, η οποία πρωτοκολλή3ηκε αυθημερόν στη γραμματεία του Δικαστηρίου.

Το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα), κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, αποφάσισε την έναρξη της προφορικής διαδικασίας χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Η Επιτροπή όμως κλήθηκε να απαντήσει στις ακόλουθες ερωτήσεις πριν από την επ' ακροατηρίου συζήτηση:

1.

Γιατί η Επιτροπή περίμενε μέχρι το Μάρτιο του 1981 για να γνωστοποιήσει στο προσωπικό της την απόφαση της 6ης Ιουνίου 1973;

2.

Η απόφαση αυτή της 6ης Ιουνίου 1973 αποτέλεσε αντικείμενο δημοσίευσης και ποιας;

3.

Η Επιτροπή, λαμβάνοντας την απόφαση αυτή, είχε την πρόθεση να θεσπίσει γενική εκτελεστική διάταξη του κανονισμού, υπό την έννοια του άρθρου 110 του κανονισμού, ή «οδηγία» εσωτερικής φύσης;

4.

Η Επιτροπή εμμένει στην άποψη που διατύπωσε με τις γραπτές παρατηρήσεις της, σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις της απόφασης της 6ης Ιουνίου 1973, οι οποίες επιτρέπουν παρέκκλιση από τη γενική αρχή της κατάταξης στον εισαγωγικό βαθμό της εισαγωγικής σταδιοδρομίας, στηρίζονται στο άρθρο 32 του κανονισμού' μήπως πρόκειται μάλλον για το άρθρο 31 ;

5.

Αν η Επιτροπή έκρινε ότι ο Μιχαήλ πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από την απόφαση του 1973, θα τον είχε κατατάξει στο βαθμό LA 6;

6.

Η Επιτροπή καλείται να προσδιορίσει τον αριθμό των υπαλλήλων που από το 1973 έχουν καταταγεί σε βαθμό ανώτερο του εισαγωγικού βαθμού βάσει της απόφασης του 1973.

7.

Η Επιτροπή καλείται να προσδιορίσει τον αριθμό των υπαλλήλων στους οποίους από το 1973, παρόλο που πληρούσαν τις προϋποθέσεις που τίθενται με την απόφαση του 1973, δεν τους απονεμήθηκε βαθμός ανώτερος του εισαγωγικού βαθμού για λόγους που αφορούν τις «ανάγκες της πρόσληψης».

8.

Εφόσον βέβαια γίνει δεκτό ότι ο Μιχαήλ πληροί οπωσδήποτε τους όρους που προβλέπονται από την απόφαση του 1973, ποιες είναι ενδεχομένως οι ανάγκες της πρόσληψης οι οποίες δεν επιτρέπουν να καταταγεί στο βαθμό LA 6;

9.

Αναγνωρίζει η Επιτροπή το ακριβές των προσκομιζομένων εγγράφων και των παρατηρήσεων του προσφεύγοντος σχετικά με τον πίνακα προσωπικού του γλωσσικού κλάδου και την ανυπαρξία έλληνα μεταφραστή στο βαθμό LA 6;

II — Αιτήματα των διαδίκων

1.

Ο προοφενγωνίρά από το Δικαστήριο:

να δεχθεί τύποις την παρούσα προσφυγή·

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 1ης Οκτωβρίου 1982, με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση του·

να υποχρεώσει την καθής να προβεί στην ανακατάταξη του προσφεύγοντος σύμφωνα με τα κριτήρια που περιέχονται στην απόφαση της 6ης Ιουνίου 1973·

να καταδικάσει την καθής στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

2.

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη κατά το μέτρο που ζητείται να υποχρεωθεί η καθής να ανακατατάξει τον προσφεύγοντα·

να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

III — Λόγοι και επιχειρήματα των διαδίκων

Α — Επί του λόγου που συνίσταται στην κακή εφαρμογή της απόφασης της 6ης Ιουνίου 1973

Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι πληροί τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 της απόφασης αυτής και διευκρινίζονται στο στοιχείο 3 του παραρτήματος II, ώστε να καταταγεί στον ανώτερο βαθμό ΙΑ 6 της σταδιοδρομίας αυτής.

1. Η φύση, ο σκοπός και το πεδίο εφαρμογής της απόφασης της 6ης Ιουνίου 1973

α)

Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι σκοπός της απόφασης αυτής, ενόψει ιδίως των ζητημάτων που ανέκυψαν από τη διεύρυνση της Κοινότητας, είναι να διασφαλίζει στους υπαλλήλους που μόλις προσλαμβάνονται ομοιόμορφους κανόνες για την κατάταξη και ίδιους όρους πρόσληψης και εξέλιξης της σταδιοδρομίας. Σκοπός της επομένως είναι η αντικειμενική και χωρίς διακρίσεις εκτίμηση της αξίας των νέων υπαλλήλων, βάσει των πτυχίων τους και της επαγγελματικής τους πείρας, η αντικειμενικότητα δε αυτή αποκλείει κάθε αυθαιρεσία εκ μέρους της αρμόδιας για την κατάταξη αρχής. Η αρχή αυτή διατηρεί βέβαια κάποια διακριτική ευχέρεια, που πρέπει όμως να είναι περιορισμένη και να συμβαδίζει με τις διατάξεις της απόφασης της 6ης Ιουνίου 1973.

Ο προσφεύγων υποστηρίζει επιπλέον ότι η απόφαση αυτή αποτελεί δεσμευτική πράξη και ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή οφείλει να τηρεί τις διατάξεις της. Είναι επομένως ανακριβής ο ισχυρισμός ότι ο λόγος που συνίσταται στην παράβαση της απόφασης αυτής είναι νόμω αβάσιμος λόγω του ότι ο προσφεύγων δεν επικαλείται παράβαση των διατάξεων του άρθρου 32 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, εφόσον η απόφαση της Επιτροπής της 6ης Ιουνίου 1973, ως πράξη παραγώγου δικαίου με δεσμευτικές έννομες συνέπειες, συνιστά αναμφισβήτατα προσβλητή πράξη. Το ίδιο συμβαίνει για όλες τις πράξεις του παραγώγου δικαίου, οι οποίες μπορούν να προσβληθούν με αυτοτελή προσφυγή ακυρώσεως, χωρίς να παρίσταται οπωσδήποτε ανάγκη αμφισβητήσεως της νομικής τους βάσης, εκτός αν προβάλλεται ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η άποψη της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία το άρθρο 3 της απόφασης δεν παρέχει κανένα δικαίωμα στους υποψηφίους να διορίζονται σε ανώτερο βαθμό της σταδιοδρομίας τους, διότι η διάταξη αυτή προβλέπει μόνο την κατ' εξαίρεση δυνατότητα διορισμού σε ανώτερο βαθμό της εισαγωγικής σταδιοδρομίας και προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες πρόσληψης, πρέπει να απορριφθεί για τους ακόλουθους λόγους:

Δεν υπάρχει κανένας λόγος να επιδεικνύεται μεγαλύτερη αυστηρότητα για τους διορισμούς σε κατώτερους βαθμούς απ' ό,τι για τους διορισμούς σε ανώτερους βαθμούς εντός της ίδιας κατηγορίας.

Η απόφαση της 6ης Ιουνίου 1973, η οποία καθορίζει λεπτομερώς τους όρους διορισμού και κατάταξης των νέων υπαλλήλων, έχει περιορίσει σημαντικά τη διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής.

Ο τρόπος με τον οποίο λαμβάνεται υπόψη η επαγγελματική πείρα, η οποία είναι η ίδια για την εφαρμογή τόσο του άρθρου 2 όσο και του άρ9ρου 3 της απόφασης της 6ης Ιουνίου 1973, δεν μπορεί να διαφέρει από τη μια περίπτωση στην άλλη και η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν δεσμεύεται να επικυρώσει την απόφαση μιας επιτροπής κατάταξης, η οποία αποκλίνει από τα κριτήρια και τους όρους που έχει θέσει η απόφαση αυτή. Εν προκειμένω, η απόρριψη της αιτήσεως του προσφεύγοντος δεν είχε ως λόγο τις ανάγκες της πρόσληψης αλλά το γεγονός ότι δεν πληρούσε τις ελάχιστες απαιτούμενες προϋποθέσεις περί κατάλληλης επαγγελματικής πείρας. Ως προς το σημείο αυτό, επικουρικώς, ο προσφεύγων παρατηρεί ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να μη διοριστεί στο βαθμό LA 6 ενόψει των αναγκών πρόσληψης, προπάντων ενόσω το ελληνικό τμήμα ήταν το μόνο που δεν είχε κανένα μεταφραστή βαθμού LA 6. Καμιά ανάγκη πρόσληψης άλλωστε δεν αντιτίθεται στο διορισμό του προσφεύγοντος στο βαθμό LA 6.

Τέλος, ο προσφεύγων έχει τη γνώμη ότι εφόσον αποδεικνύει κατάλληλη και επαρκή επαγγελματική πείρα, η πρόσβαση στον ανώτερο βαθμό της σταδιοδρομίας LA 7/6, δηλαδή στο βαθμό LA 6, είναι αυτόματη και αντικειμενική, όπως προκύπτει άλλωστε από την αιτιολογία της απόφασης της επιτροπής κατάταξης, της 15ης Οκτωβρίου 1981, η οποία επιβεβαιώθηκε με το παραπάνω έγγραφο της 27ης Μαΐου 1982.

β)

Η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον, ότι ο λόγος ακυρώσεως είναι νόμω αβάσιμος, καθόσον ερείδεται αποκλειστικά στην παράβαση της απόφασης της 6ης Ιουνίου 1973. Πράγματι, στο προοίμιο της απόφασης αυτής αναφέρεται σαφώς ότι σκοπός της είναι να προσδιορίσει τους όρους υπό τους οποίους η Επιτροπή προτίθεται να εφαρμόζει την ευχέρεια που παρέχει το άρθρο 32, δεύτερη παράγραφος, στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να παρεκκλίνει από το γενικό κανόνα της κατάταξης στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού. Ο προσφεύγων επομένως όφειλε να επικαλεστεί παράβαση του άρθρου 32 του κανονισμού, απλή δε παράβαση της απόφασης της 6ης Ιουνίου 1973 δεν μπορεί να στηρίξει προσφυγή ακυρώσεως. Πράγματι, η παράβαση κανόνα που περιέχεται στην απόφαση της 6ης Ιουνίου 1973, ο οποίος όμως αντιβαίνει στο άρθρο 32 του κανονισμού, δεν μπορεί να στηρίξει προσφυγή ακυρώσεως.

Η Επιτροπή υποστηρίζει, δεύτερον, ότι το άρθρο 3 της από 6ης Ιουνίου 1973 απόφασης της δεν γεννά υπέρ των υποψηφίων κανένα δικαίωμα που να μπορούν να το επικαλεστούν λυσιτελώς. Συγκεκριμένα, αντίθετα προς τις διατάξεις του άρθρου 2, σύμφωνα με τις οποίες ο υπάλληλος που συγκεντρώνει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις δικαιούται να διοριστεί στον οικείο βαθμό, το άρθρο 3, που αφορά τους διορισμούς σε ανώτερο βαθμό σταδιοδρομίας, ορίζει ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να προβαίνει σε τέτοιο διορισμό κατ' εξαίρεση και προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι ανάγκες της πρόσληψης. Η αρχή διατηρεί έτσι απόλυτη διακριτική ευχέρεια, η οποία άλλωστε ανταποκρίνεται στη διατύπωση του άρθρου 32, δεύτερη παράγραφος, του κανονισμού.

Επομένως, κι αν ακόμη γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη απορριπτική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί ή να μεταρρυθμιστεί, η ακύρωση αυτί] δεν γεννά υπέρ του προσφεύγοντος κανένα δικαίωμα διορισμού σε ανώτερο βαθμό της εισαγωγικής σταδιοδρομίας. Ο διορισμός αυτός μπορεί να γίνει μόνον αν ληφθούν υπόψη οι ανάγκες πρόσληψης. Επομένως, το αίτημα της προσφυγής, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να ανακατατάξει τον προσφεύγοντα, πρέπει να απορριφθεί.

2. Επί του ζητήματος αν ο προσφεύγων πληροί τις προϋποθέσεις επαγγελματικής πείρας που απαιτεί το άρθρο 3 της απόφασης της 6ης Ιουνίου 1973

α)

Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι πληροί τις σχετικές με την επαγγελματική πείρα προϋποθέσεις, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 3 της απόφασης και διευκρινίζονται στο στοιχείο 3 του παραρτήματος II της ίδιας απόφασης, προκειμένου να καταταγεί στον ανώτερο βαθμό LA 6 της σταδιοδρομίας αυτής.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το στοιχείο 1 του παραρτήματος II της απόφασης της 6ης Ιουνίου 1973, η επαγγελματική πείρα εκτιμάται λαμβανομένης υπόψη της δραστηριότητας που έχει ασκήσει ο υποψήφιος πριν από την πρόσληψη του και αρχίζει να υπολογίζεται από τη λήψη του πρώτου πτυχίου, το οποίο επιτρέπει την πρόσβαση στην κατηγορία στην οποία εμπίπτει η προς κατάληψη θέση.

Ο προσφεύγων επισυνάπτει στην προσφυγή του βιογραφικό σημείωμα, το οποίο συνοψίζει τις πανεπιστημιακές και μεταπτυχιακές του σπουδές και αναφέρει ότι οι σπουδές που έχει πραγματοποιήσει πρέπει να αναγνωριστούν σε ποσοστό 100 ο/ο, καθόσον είναι επιπέδου Α, ιδίως όσον αφορά την πείρα που έχει αποκτήσει ως οικονομολόγος, διοικητικός υπάλληλος και κοινωνιολόγος.

Έπρεπε επομένως, να αναγνωριστεί στον προσφεύγοντα, με τις ιδιότητες αυτές, πείρα 5 ετών και 6 μηνών. Λαμβανομένων επίσης υπόψη των υψηλών καθηκόντων που έχει ασκήσει ο προσφεύγων σε διάφορες εμπορικές εταιρείες, από το 1973 έως το 1980, έπρεπε να του υπολογιστούν ως επαγγελματική δραστηριότητα 6 επιπλέον έτη πείρας. Ο Μιχαήλ αποδεικνύει συνολικά επαγγελματική πείρα 11 ετών και 6 μηνών, δηλαδή σαφώς ανώτερη των 5 ετών που απαιτείται από το άρθρο 3 της απόφασης της 6ης Ιουνίου 1973, χωρίς καν να προσμετρούνται οι διάφορες μελέτες που δημοσίευσε.

Ο προσφεύγων αναφέρει επιπλέον ότι μετέσχε το 1981 στον πρώτο γενικό διαγωνισμό επιπέδου Α 5, που διενεργήθηκε για έλληνες υπηκόους (διαγωνισμός Α/337) και ότι έγινε δεκτός στο διαγωνισμό, ενώ απη-τείτο επαγγελματική πείρα 7 ετών, και επέτυχε άλλωστε στο διαγωνισμό αυτό. Υπάρχει επομένως αντίφαση στη στάση της Επιτροπής και στον υπολογισμό της επαγγελματικής πείρας του Μιχαήλ.

Τέλος, ο προσφεύγων αντικρούει την άποψη της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία, εφόσον η κενή θέση εμπίπτει στο γλωσσικό κλάδο, η μόνη επαγγελματική πείρα που λαμβάνεται υπόψη είναι η μετάφραση υπό την κυριολεκτική της έννοια. Η ερμηνεία αυτή είναι εσφαλμένη για πολλούς λόγους:

Για γραμματικούς λόγους: στη θέση υπ' αριθ. 3, στοιχείο γ, του παραρτήματος II της απόφασης της 6ης Ιουνίου 1973 ορίζεται ότι «αναγνωρίζεται σε ποσοστό 100% η πείρα που είναι σχετική με τη θέση εφόσον είναι επιπέδου Α (πείρα μεταφραστή, οικονομολόγου, νομικού...)». Το κείμενο αυτό πρέπει να ερμηνευτεί σύμφωνα με τη διατύπωση του και δεν υπάρχει καμιά υπεροχή μεταξύ των ιδιοτήτων οι οποίες δεν ορίζονται περιοριστικά στην εν λόγω διάταξη. Συνεπώς, η άποψη της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία απαιτείται πείρα μεταφραστή — οικονομολόγου ή μεταφραστή — νομικού..., αντιβαίνει στο ίδιο το γράμμα της εφαρμοστέας διάταξης, δεν έχει εξάλλου αντιταχθεί ποτέ στον προσφεύ-γονται και προβάλλεται εν προκειμένω ενόψει των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών. Η παραπάνω διάταξη άλλωστε απαιτεί πείρα σχετική με τα καθήκοντα και όχι πείρα μεταφραστή και είναι εσφαλμένος ο ισχυρισμός , όπως τον προβάλλει η Επιτροπή, ότι η διάταξη του παραρτήματος II έχει ενδεικτική μόνο αξία διότι, εφόσον συμπηλρώνει την απόφαση της 6ης Ιουνίου 1973 και αποβλέπει στην αντικειμενική και ομοιόμορφη εφαρμογή της, έχει επεξηγηματικό και δεσμευτικό χαρακτήρα.

Για λόγους που αφορούν την πολιτική προσλήψεων η οποία ακολουθείται από πολλού χρόνου στα κοινοτικά όργανα, η πολιτική αυτή αποβλέπει στην πρόσληψη μεταφραστών, όχι τόσο με βάση πτυχία και τίτλους μετάφρασης, υπό την κυριολεκτική της έννοια, όσο με βάση τις γνώσεις που κατέχουν οι μεταφραστές στους τομείς στους οποίους γίνονται οι μεταφράσεις. FI επαγγελματική πείρα επομένως δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στην πείρα του μεταφραστή, αλλά πρέπει αντίθετα να εκτείνεται στην πείρα οικονομολόγου, κυρίως αν για τη δραστηριότητα αυτή, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο προσφεύγων ήταν υποχρεωμένος να εργάζεται τακτικά και μόνιμα σε άλλες γλώσσες εκτός από τη μητρική του. Η τοποθέτηση άλλωστε του προσφεύγοντος στην ομάδα που είναι ειδικευμένη σε υποθέσεις οικονομικής και χρηματοδοτικής (ρύσεως αποδεικνύει σαφώς ότι η τοποδέτηση των μεταφραστών γίνεται κυρίως με βάση τα προσόντα τους στον τομέα της ειδικότητας τους, πέρα από τις μεταφραστικές τους ικανότητες.

Για λόγους που ανάγονται στο γεγονός ότι στα απαιτούμενα προσόντα, όπως ήταν απαριθμημένα στην προκήρυξη του διαγωνισμού κατόπιν του οποίου διορίστηκε ο προσφεύγων, δεν αναφερόταν ο όρος περί ειδικών γνώσεων σχετικών με τη μετάφραση ή η ανάγκη επαγγελματικής πείρας στον τομέα αυτό.

Καίτοι ο προσφεύγων δεν έχει βέβαια υποστηρίξει ποτέ ότι οι τίτλοι του και τα καθήκοντα του αντιστοιχούν σε πλήρη απασχόληση μεταφραστή, παρατηρεί εντούτοις ότι η πείρα του στον τομέα της οικονομίας έχει αποκτηθεί σε διεθνές περιβάλλον και συνδέεται με τη βαθιά και απαραίτητη γνώση πολλών γλωσσών, οι οποίες απαιτούσαν την τεχνική της μετάφρασης. Από τα παραπάνω ο προσφεύγων συνάγει ότι η πριν από το διορισμό του επαγγελματική του πείρα πρέπει να αναγνωριστεί καθ' ολοκληρία.

β)

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο προσφεύγων στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της απόφασης της 6ης Ιουνίου 1973.

Σύμφωνα με τη διατύπωση του άρθρου 2 της απόφασης αυτής και του παραρτήματος II τα οποία προαναφέρθηκαν, η άποψη του προσφεύγοντος έρχεται σε αντίθεση με τη σημασία των φράσεων «σχετική πείρα» και «πείρα που εκτιμάται σε σχέση με τη θέση προς πλήρωση» και κυρίως του όρου «ειδική επαγγελματική πείρα» που αναφέρεται στο άρθρο 32 του κανονισμού.

Η Επιτροπή σημειώνει ότι σκοπός των συντακτών του άρθρου 32, παράγραφος 2, του κανονισμού και της απόφασης της 6ης Ιουνίου 1973 δεν ήταν οπωσδήποτε να εξασφαλίσουν σε κάθε υπάλληλο βαθμό και κλιμάκιο που προσδιορίζονται ανάλογα με τον αριθμό ετών κατά τη διάρκεια των οποίων ο υπάλληλος αυτός έχει ασκήσει επαγγελματικές ή εξομοιούμενες δραστηριότητες πριν από την πρόσληψη του, αλλά να παράσχει τη δυνατότητα στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, αν το επιθυμεί, να λάβει υπόψη, μέσα στα αναγκαία όρια, την πείρα που έχει αποκτήσει ο υπάλληλος πριν από την πρόσληψη του και η οποία αντιστοιχεί ειδικά στα καθήκοντα για τα οποία προσλαμβάνεται. Οιαδήποτε άλλη ερμηνεία έρχεται σε αντίθεση με την αρχή σύμφωνα με την οποία κάθε υπάλληλος διορίζεται στον εισαγωγικό βαθμό της εισαγωγικής σταδιοδρομίας της κατηγορίας του ή του κλάδου του.

Ο σκοπός αυτός έχει ιδιάζουσα σημασία στην περίπτωση των υπαλλήλων μεταφραστών και διερμηνέων διότι αυτοί έχουν ενταχθεί σε ειδικό κλάδο, το γλωσσικό κλάδο, λόγω του ότι τα καθήκοντα τους εμφανίζουν χαρακτήρα πολύ πιο ειδικό απ' ό,τι τα καθήκοντα που μπορούν να ανατίθενται στους υπάλληλους του συνήθους κλάδου.

Από τα παραπάνω η Επιτροπή συνάγει ότι η ειδική επαγγελματική πείρα των μεταφραστών και διερμηνέων δεν μπορεί να είναι άλλη παρά η πείρα στη μετάφραση και μόνο αυτή μπορεί να λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή του άρθρου 3 της απόφασης. Έτσι, όταν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή προσλαμβάνει υπάλληλο στο γλωσσικό κλάδο οφείλει, άλλως παραβαίνει το άρθρο 32 του κανονισμού, να εξετάζει σε ποιο μέτρο η επαγγελματική πείρα του ενδιαφερομένου αντιστοιχεί στη θέση του μεταφραστή/διερμηνέα, για την οποία έχει προσληφθεί ο υπάλληλος αυτός. Όταν, συνεπώς, στο στοιχείο 3 του παραρτήματος της II η απόφαση της 6ης Ιουνίου 1973 αντιμετωπίζει την πιθανότητα να αναγνωρίζεται σε ποσοστό 100 ο/ο πείρα οικονομολόγου ή νομικού, έχει υπόψη της μόνο την περίπτωση που ο υποψήφιος, ο οποίος έχει σπουδάσει οικονομικά ή νομικά, είχε πλήρη απασχόληση ως μεταφραστής. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία του στοιχείου 3 του παραρτήματος αυτού, το οποίο άλλωστε έχει μόνο ενδεικτικό χαρακτήρα, συνεπάγεται παράβαση του άρθρου 3 της απόφασης της 6ης Ιουνίου 1973 και του άρθρου 32 του κανονισμού.

Δεδομένου ότι ο προσφεύγων ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι οι τίτλοι του και τα καθήκοντα του ανταποκρίνονται πράγματι σε πλήρη απασχόληση μεταφραστή, η απόφαση της επιτροπής κατάταξης, η οποία επικυρώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι πλήρως δικαιολογημένη.

Ως προς το επιχείρημα που αντλείται από το γεγονός ότι οι τίτλοι και τα καθήκοντα του προσφεύγοντος είχαν ληφθεί υπόψη για να γίνει δεκτός στο διαγωνισμό Α/337, το επιχείρημα αυτό στερείται σημασίας, εφόσον πρόκειται για διαγωνισμό πρόσληψης στο συνήθη και όχι στο γλωσσικό κλάδο.

Με την ανταπάντηση της η Επιτροπή υποστήριξε επιπλέον τις ακόλουθες σκέψεις:

Τα προσόντα που αναφέρονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού είναι τα απαιτούμενα για να γίνει δεκτός ο υποψήφιος στο διαγωνισμό ή για να επιτύχει και όχι αυτά που απαιτούνται για να διοριστεί στον ανώτερο βαθμό της σταδιοδρομίας, διότι αλλιώς όλοι οι επιτυχόντες διαγωνισμού θα διορίζονταν στον ανώτερο βαθμό της σταδιοδρομίας, κατά παράβαση του γενικού κανόνα που θέτει ο κανονισμός και η απόφαση της 6ης Ιουνίου 1973.

Η εκπαίδευση που απαιτείται στην προκήρυξη του διαγωνισμού χαρακτηρίζεται από την ποικιλία της, που δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι μεταφραστές καλούνται να μεταφράζουν κείμενα οιασδήποτε φύσης και όχι ειδικώς οικονομικά, επιστημονικά ή νομικά κείμενα. Πρόκειται επομένως για πρόσληψη γενικών μεταφραστών, ενδεχομένη δε ειδίκευση επέρχεται μόνο μετά την ανάληψη υπηρεσίας (πλην της περίπτωσης των γλωσσομαθών νομικών).

Από τα παραπάνω η Επιτροπή συνάγει ότι το επιχείρημα που αντλεί ο προσφεύγων από την ανάλυση της πολιτικής πρόσληψης, έχοντας υπόψη τις γνώσεις που κατέχει στους τομείς στους οποίους διενεργείται η μετάφραση, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, εφόσον η φύση των κειμένων των οποίων η μετάφραση ανατίθεται σε διορισμένους μεταφραστές δεν μπορεί οπωσδήποτε να ληφθεί υπόψη, διότι πρόκειται για την εκτίμηση της επαγγελματικής πείρας σε σχέση με την κενή θέση και όχι με τις δραστηριότητες που πράγματι ασκούνται μετά το διορισμό. Δεν μπορεί άλλωστε να είναι γνωστό κατά το χρόνο της πρόσληψης σε ποιους τομείς ο μεταφραστής 9α κληθεί να ασκήσει τα καθήκοντα του, προπάντων διότι οι τομείς αυτοί μπορεί να αλλάζουν. Η Επιτροπή παρατηρεί σχετικά ότι η άποψη του προσφεύγοντος σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε πείρα μεταφραστή, οικονομολόγου, νομικού... πρέπει να αναγνωρίζεται σε ποσοστό 100% δεν συμβιβάζεται με την απαίτηση ειδικής πείρας, δηλαδή κατάλληλης για τη θέση, και ότι, εφόσον ο προσφεύγων προσελήφθη ως γενικός μεταφραστής και μπορεί να του ανατεθεί η μετάφραση κειμένων οποιασδήποτε φύσης, η μοναδική ειδική πείρα του δεν μπορεί να είναι άλλη παρά του μεταφραστή.

Η Επιτροπή σημειώνει ότι η κατάσταση 9α ήταν ίσως διαφορετική, αν ο προσφεύγων ήταν σε θέση να αποδείξει ότι στο πλαίσιο άσκησης των κα9ηκόντων του ως οικονομολόγου αφιέρωνε κάποιο ποσοστό του χρόνου του σε εργασίες μετάφρασης. Θα του αναγνωριζόταν τότε ίσως κάποια επαγγελματική πείρα prorata temporis. Τέτοια περίπτωση όμως δεν συντρέχει εν προκειμένω, εφόσον ο προσφεύγων δεν έχει επικαλεστεί ποτέ μεταφραστική πείρα απασχολούμενος εν μέρει με μετάφραση υπό την κυριολεκτική της έννοια, οι γενικοί δε ισχυρισμοί του ότι η πείρα του έχει κτηθεί σε διεθνές περιβάλλον, σε σχέση με τη βαθιά γνώση πολλών γλωσσών είναι πολύ ασαφείς, για να του αναγνωριστεί ειδική επαγγελματική πείρα. Ο ίδιος ο προσφεύγων αναγνωρίζει άλλωστε ότι η πείρα την οποία επικαλείται δεν είναι καν ειδική πείρα οικονομολόγου, διότι προβάλλει επίσης επαγγελματική πείρα επιπέδου Α ως διοικητικός υπάλληλος και κοινωνιολόγος.

Από τα παραπάνω η Επιτροπή συμπεραίνει ότι αν η πολυσχιδής και πολύπλευρη πείρα που προβάλλει ο προσφεύγων (η οποία άλλωστε δεν συμβιβάζεται με την ειδική πείρα την οποία επικαλείται επίσης) 9εωρηθεί ως ειδική πείρα για τη θέση μεταφραστή, τότε στην πράξη όλοι οι μεταφραστές θα δικαιούνται να αμφισβητήσουν το βαθμό στον οποίο έχουν προσληφ9εί, πράγμα που 9α κατέληγε σε εκμηδένιση του γενικού κανόνα της πρόσληψης στον εισαγωνικό βαθμό της σταδιοδρομίας και θα συνεπαγόταν πρακτικές δυσχέρειες για την Επιτροπή. Ο προσφεύγων έχει βέβαια τόση συναίσθηση των παραπάνω, ώστε επικαλείται τη μοναδικότητα της περίπτωσης του, η οποία δεν μπορεί να αποτελέσει προηγούμενο. Εφόσον όμως ο προσφεύγων δεν είναι σε θέση να αποδείξει το γιατί η πολυσχιδής του πείρα είναι ειδικότερη από αυτή των άλλων μεταφραστών, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο προσφεύγων της αναγνωρίζει εντελώς κυριαρχική διακριτική ευχέρεια, από την οποία ζητεί να επωφεληθεί αποκλειστικά, πράγμα που οδηγεί σε αποτέλεσμα αντίθετο προς αυτό που επιδιώκει η απόφαση της 6ης Ιουνίου 1973.

Β — Επί του λόγου που ουνίοταται oro ότι 7/προοοαλλόμενη απόφαοη στηρίζεται οε εαφαλμένη αιτιολογία.

1.

Ο προσφεύγων αναφέρεται στους λόγους που επικαλείται η επιτροπή κατάταξης και τους οποίους επαναλαμβάνει το από 27 Μαΐου 1982 έγγραφο του γενικού διευθυντή και ισχυρίζεται:

Ότι ο πρώτος λόγος που του αντιτάσσεται και που στηρίζεται στην έλλειψη επαγγελματικής πείρας σε μετάφραση, υπό την κυριολεκτική της έννοια, δεν συμβιβάζεται με τις διατάξεις της απόφασης της 6ης Ιουνίου 1983 για τους λόγους που προαναφέρονται.

Ότι ο δεύτερος λόγος, στον οποίο στηρίζεται η αρνητική απάντηση και η οποία του αναγνωρίζει επαγγελματική πείρα «περιφερειακή» ή εξομοιούμενη διάρκειας 5 ετών και 8 μηνών είναι αβάσιμος, εφόσον η απόφαση της 6ης Ιουνίου 1973 δεν προβλέπει αυτή την έννοια περιφερειακής επαγγελματικής πείρας.

Επιπλέον, ο προσφεύγων διαπιστώνει ότι μόνη αυτή η επαγγελματική πείρα 5 ετών και 8 μηνών υπερβαίνει την πενταετή πείρα που απαιτείται από το άρθμο 3 της απόφασης της 6ης Ιουνίου 1973, για να δικαιούται το βαθμό LA 6 και, κατά συνέπεια, έχει λόγο να ζητεί να του απονεμηθεί ο βαθμός LA 6 με αρχαιότητα 48 μηνών και με αναδρομικότητα, δηλαδή αφότου ανέλαβε υπηρεσία στην Επιτροπή.

2.

Η Επιτροπή φρονεί ότι ο λόγος αυτός γενικά δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά άλλη μορφή των επιχειρημάτων που προβάλλονται υπέρ του πρώτου λόγου.

Υποστηρίζει, δεύτερον, ότι ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον στρέφεται κατά αιτιολογικών σκέψεων διαφορετικών από αυτές που αναφέρονται στην απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 1982, της οποίας ζητεί την ακύρωση.

Επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός, στο μέρτο που στρέφεται κατά της αιτιολογικής σκέψης περί ανάγκης επαγγελματικής πείρας από πλήρη απασχόληση σε μετάφραση, είναι αβάσιμος για τους προαναφερόμενους λόγους.

Η Επιτροπή, τέλος, τονίζει αφενός μεν ότι ο λόγος αυτός δεν δείχνει ως προς τι η έννοια της «περιφερειακής» ή εξομοιούμενης επαγγελματικής πείρας είναι εσφαλμένη, αφετέρου δε ότι η «περιφερειακή» πείρα αντιτίθεται στην ειδική πείρα, έτσι ώστε το επιχείρημα αυτό συνίσταται στο να επαναλαμβάνει ακόμη μια φορά υπό άλλη μοφρή τα επιχειρήματα που έχουν ήδη αναπτυχθεί υπέρ του πρώτου λόγου. Η Επιτροπή παρατηρεί τέλος ότι δεν έχει υποπέσει σε κανένα σφάλμα ή αντίφαση, διότι αναγνώρισε στον προσφεύγοντα επαγγελματική πείρα πέντε ετών και οκτώ μηνών, εφόσον εν προκειμένω πρόκειται για επαγγελματική πείρα που δεν είναι ούτε ειδική ούτε σχετική με την προς κατάληψη θέση, οπότε δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για την εφαρμογή του άρθρου 3 της απόφασης της 6ης Ιουνίου 1973.

Γ — Επί του λόγου που συνίσταται στην παραοίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων

1.

Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι έχει γίνει διάκριση εις βάρος του σε σχέση με τους συναδέλφους του που δεν αποδεικνύουν ίδια προσόντα και επαγγελματική πείρα και οι οποίοι εντούτοις έχουν καταταγεί, όπως αυτός, στο βαθμό L 7. Η κατάταξη αυτή είναι επιπλέον επιζήμια για την εξέλιξη της σταδιοδρομίας του.

2.

Η Επιτροπή θεωρεί απεναντίας ότι, εφόσον ο προσφεύγων δεν έχει ειδική επαγγελματική πείρα ανώτερη από αυτή που είχαν οι συνάδελφοι του οι οποίοι όπως και αυτός διορίστηκαν στο βαθμό Α 7, δεν μπορεί να κάνει λόγο για διάκριση εις βάρος του. Παρατηρεί επιπλέον ότι, επειδή η τοποθέτηση σε ανώτερο βαθμό της σταδιοδρομίας δεν αποτελεί δικαίωμα των υπαλλήλων, αλλ' απλή ευχέρεια της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες της πρόσληψης, δεν συντρέχει εν προκειμένω καμιά διάκριση εις βάρος του. Η Επιτροπή συμπεραίνει από τα παραπάνω ότι στην πραγματικότητα ο διορισμός του προσφεύγοντος στο βαθμό LA 6 θα συνιστούσε διάκριση εις βάρος των άλλων μεταφραστών που έχουν πείρα «τόσο λίγο ειδική για τη θέση» όσο και η πείρα του προσφεύγοντος.

IV — Απαντήσεις στις ερωτήσεις που υπέβαλε το Δικαστήριο

Με έγγραφο που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Ιουνίου 1983, η Επιτροπή απάντησε ως εξής στις ερωτήσεις που της είχαν υποβληθεί:

Πρώτη ερώτηση: η Επιτροπή ανέμεινε μέχρι το Μάρτιο 1981 για να κοινοποιήσει σε κάθε μέλος του προσωπικού το περιεχόμενο της απόφασης της 6ης Ιουνίου 1973, διότι ήθελε να είναι βέβαιη ότι οι κανόνες αυτοί εμφάνιζαν τα χαρακτηριστικά της σταθερότητας και της συνέπειας που απαιτούνται για τη διασφάλιση στα μέλη του προσωπικού ομοιόμορφης μεταχείρισης κατά την εξέλιξη της σταδιοδρομίας τους. Κατά τη διεύρυνση δε της Κοινότητας με την είσοδο του δέκατου κράτους μέλους, έκρινε σκόπιμο να δώσει δημοσιότητα στην απόφαση αυτή, που είχε λάβει το Μάρτιο 1981.

Δεύτερη ερώτηαη: σε κάθε μέλος του προσωπικού έχει σταλεί ταχυδρομικώς ένα αντίτυπο της απόφασης και συνημμένο παράρτημα, όπου συνοψίζεται η «νομολογία» της επιτροπής κατάταξης. Από το Μάρτιο 1981, επιπλέον, κάθε επιτυχών σε διαγωνισμό λαμβάνει επίσης αντίγραφο των εγγράφων αυτών.

Τρίτη ερώτηαη: με την απόφαση της 6ης Ιουνίου 1973 η Επιτροπή δεν είχε την πρόθεση να θεσπίσει γενική εκτελεστική διάταξη του κανονισμού, υπό την έννοια του άρθρου 110 του κανονισμού, και συνεπώς θεωρεί ότι οι διατάξεις της απόφασης αυτής συνιστούν απλώς μέτρα αυστηρώς εσωτερικά «μεταβλητά και ανακλητά».

Τέταρτη ερώτηαη: η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η δυνατότητα που έχει, να παρεκκλίνει από τη γενική αρχή της κατάταξης στον εισαγωγικό βαθμό της εισαγωγικής σταδιοδρομίας, στηρίζεται στο άρθρο 31 του κανονισμού. Τονίζει όμως ότι η απόφαση της 6ης Ιουνίου 1973 καθορίζει με τον ίδιο τρόπο την επαγγελματική πείρα που απαιτείται για το διορισμό σε σταδιοδρομίες άλλες πλην των εισαγωγικών (άρθρο 31 του κανονισμού) και την πείρα του απαιτείται για τη συμπληρωματική αναγνώριση αρχαιότητας σε κλιμάκιο (άρθρο 32 του κανονισμού).

Πέμπτη ερώτηαη: η Επιτροπή βεβαιώνει ότι, αν ο Μιχαήλ συγκέντρωνε όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από την απόφαση του 1973, θα είχε καταταγεί στο βαθμό LA 6. Πράγματι, παρόλο που ούτε το άρθρο 31 του κανονισμού ούτε το άρθρο 3 της απόφασης της 6ης Ιουνίου 1973 συνεπάγεται υποχρέωση της Επιτροπής να κατατάσσει σε ανώτερο βαθμό της εισαγωγικής σταδιοδρομίας τον υπάλληλο που συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από την απόφαση της 6ης Ιουνίου 1973, η Επιτροπή πάντοτε μέχρι σήμερα προέβαινε σε τέτοια κατάταξη.

Έκτη ερώτηαη: η Επιτροπή δεν διαθέτει πάραυτα τα τεχνικά μέσα για να απαντήσει στην εν λόγω ερώτηση.

Έοοομη ερώτηση: δεν υπάρχει κανείς υπάλληλος που να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από την απόφαση του 1973 και στον οποίο να μην έχει απονεμηθεί βαθμός ανώτερος από τον εισαγωγικό.

'Oyάοη ερώτηαη: η Επιτροπή βεβαιώνει ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος που να μην επέτρεπε το διορισμό του Μιχαήλ στο βαθμό LA 6, αν συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από την απόφαση του 1973.

Ένατη ερώτηαη: η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι προς το παρόν δεν υπάρχει έλληνας μεταφραστής βαθμού LA 6. Παρατηρεί όμως ότι η κατάσταση αυτή δεν προκαλεί καμιά δυσχέρεια.

V — Προφορική διαδικασία

Ο προσφεύγων, εκπροσωπούμενος από το δικηγόρο Vandersanden, και η καθής, εκπροσωπούμενη από το δικηγόρο Mihail, ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Σεπτεμβρίου 1983.

Ο γενικός εισαγγελέας ανέπτυξε τις παρατηρήσεις του κατά τη συνεδρίαση της 20ής Οκτωβρίου 1983.

Σκεπτικό

1

Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 28 Δεκεμβρίου 1982, ο Μιχαήλ, υπάλληλος-μεταφραστής της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, άσκησε προσφυγή με την οποία ζητεί, αφενός μεν, την ακύρωση της από 1ης Οκτωβρίου 1982 απόφασης με την οποία η Επιτροπή αρνήθηκε να μεταβάλει το βαθμό στον οποίο είχε διοριστεί ο προσφεύγων κατά την πρόσληψη του στο γλωσσικό κλάδο, αφετέρου δε, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να τον ανακατατάξει, σύμφωνα με τις διατάξεις της «απόφασης περί κριτηρίων που εφαρμόζονται για το διορισμό σε βαθμό και την κατάταξη σε κλιμάκιο κατά την πρόσληψη» της 6ης Ιουνίου 1973.

2

Ο προσφεύγων εισήλθε στην υπηρεσία της Επιτροπής ως έκτακτος υπάλληλος βαθμού LA 7/3 στις 16 Απριλίου 1980 και από 1ης Ιανουαρίου 1981 προσελήφθη ως δόκιμος υπάλληλος, με την ιδιότητα του μεταφραστή στην υπηρεσία ελληνικής μετάφρασης, με τον ίδιο βαθμό LA 7/3.

3

Το Μάρτιο 1981, η Επιτροπή αποφάσισε να κοινοποιήσει σε κάθε μέλος του προσωπικού της, καθώς και σε κάθε επιτυγχάνοντα σε καινούργιο εφεξής διαγωνισμό, την παραπάνω απόφαση της 6ης Ιουνίου 1973, η οποία αφορά κυρίως τη δυνατότητα της Επιτροπής να διορίζει σε σταδιοδρομίες πλην των εισαγωγικών ή να διορίζει τους υπαλλήλους που αποδεικνύουν ορισμένη επαγγελματική πείρα στον ανώτερο βαθμό σταδιοδρομίας.

4

Έχοντας υπόψη την απόφαση αυτή, ο προσφεύγων υπέβαλε στις 9 Ιουνίου 1981 αίτηση προς το διευθυντή προσωπικού, με την οποία ζήτησε την επανεξέταση του φακέλου του· με έγγραφο της 3ης Νοεμβρίου 1981 του ανακοινώθηκε ότι η επιτροπή κατάταξης έκρινε, κατά τη συνεδρίαση της της 15ης Οκτωβρίου 1981, ότι δεν μπορούσε να μεταβάλει την προηγούμενη απόφαση κατάταξης. Με έγγραφο της 4ης Φεβρουαρίου 1982, ο προσφεύγων απευθύνθηκε τότε στο γενικό διευθυντή προσωπικού και διοίκησης, τον οποίο παρακάλεσε να επανεξετάσει την κατάταξη του, με βάση την παραπάνω «απόφαση» της Επιτροπής της 6ης Ιουνίου 1973.

5

Με έγγραφο της 27ης Μαΐου 1982, ο γενικός διευθυντής επιβεβαίωσε την ορθότητα της αρχικής κατάταξης του ενδιαφερομένου στο βαθμό LA 7.

6

Ο προσφεύγων υπέβαλε εν συνεχεία, στις 28 Ιουνίου 1982, ένσταση, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2 του κανονισμού, κατά της παραπάνω απόφασης της 27ης Μαΐου 1982.

7

Με απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 1982 η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή απέρριψε την ένσταση αυτή, για το λόγο ότι, από τις διατάξεις της «απόφασης» της 6ης Ιουνίου 1973 και από το παράρτημα της, προκύπτει ότι για τους γενικούς μεταφραστές ως πείρα «σχετική με τη θέση» μπορεί να θεωρηθεί μόνο η μεταφραστική υπό την κυριολεκτική της έννοια και ότι ο προσφεύγων δεν αποδεικνύει τέτοια επαγγελματική πείρα τουλάχιστον 5 ετών.

8

Κατά της απόφασης αυτής ο προσφεύγων άσκησε την παρούσα προσφυγή.

Επί των αιτημάτων περί ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης

9

Προς στήριξη των αιτημάτων του ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση, αφενός μεν, παραβιάστηκαν οι διατάξεις της «απόφασης» της 6ης Ιουνίου 1973, αφετέρου δε, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη κατά παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων.

Επί του λόγου που συνίσταται στην παράβαση των διατάξεων της «απόφασης» της 6ης Ιουνίου 1973

10

Προς υποστήριξη του πρώτου αυτού λόγου ο προσφεύγων προβάλλει, αφενός μεν, ότι η «απόφαση» της 6ης Ιουνίου 1973 είναι πράξη που δεσμεύει την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, αφετέρου δε, ότι αυτός συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις περί επαγγελματικής πείρας που θέτει η «απόφαση» αυτή.

Επί του πρώτου σκέλους του λόγου ακυρώσεως

11

Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι σκοπός της «απόφασης» της 6ης Ιουνίου 1973 είναι να εξασφαλίζει στο νεοπροσλαμβανόμενο υπάλληλο ομοιόμορφους κανόνες κατάταξης και ίδιους όρους πρόσληψης και εξέλιξης της σταδιοδρομίας. Πρόκειται επομένως για πράξη που δεσμεύει την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, οι δε διατάξεις της που δημιουργούν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα έχουν αυτόματη και αντικειμενική εφαρμογή.

12

Η Επιτροπή υποστηρίζει, αντίθετα, ότι ο ενδιαφερόμενος μπορούσε να στηρίξει την προσφυγή του μόνο στην παράβαση του άρθρου 31 του κανονισμού, εφόσον οι διατάξεις της απόφασης της 6ης Ιουνίου 1973 δεν γεννούν υπέρ των υπαλλήλων της Επιτροπής κανένα δικαίωμα που να μπορούν να επικαλεστούν λυσιτελώς. Κατά την Επιτροπή, οι διατάξεις αυτές περιορίζονται στο ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να διορίσει στον ανώτερο βαθμό σταδιοδρομίας κατ' εξαίρεση και λαμβανομένων υπόψη των αναγκών της πρόσληψης, οπότε η Επιτροπή διατηρεί «απόλυτη ευχέρεια» εκτίμησης.

13

Διαπιστώνεται ότι η «απόφαση» της Επιτροπής της 6ης Ιουνίου 1973 εμφανίζεται όχι μόνο ως εξαγγελία των κριτηρίων κατάταξης σε βαθμό ή σε κλιμάκιο με αποκλειστικό σκοπό τη διευκόλυνση των επιλογών της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, αλλ' αποβλέπει επίσης, σύμφωνα με το προοίμιο της, να «διασφαλίσει στους υπαλλήλους που ανήκουν στην ίδια κατηγορία ή στον ίδιο κλάδο ίδιες συνθήκες [προϋποθέσεις] πρόσληψης και εξέλιξης της σταδιοδρομίας». Επιπλέον, η Επιτροπή θεώρησε χρήσιμο, το Μάρτιο 1981, να γνωστοποιήσει επίσημα με ατομική κοινοποίηση την «απόφαση» αυτή σε κάθε μέλος του προσωπικού της.

14

Απόρροια αυτού είναι ότι η εν λόγω απόφαση, κι αν ακόμη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως γενική εκτελεστική διάταξη υπό την έννοια του άρθρου 110 του κανονισμού, συνιστά εσωτερική οδηγία. Όπως όμως έχει κρίνει το Δικαστήριο (απόφαση της 30. 1. 1974, Louwage κατά Επιτροπής, 148/73, Recueil σ. 81), τέτοιες εσωτερικές οδηγίες πρέπει να θεωρούνται ως ενδεικτικοί κανόνες συμπεριφοράς, στους οποίους υποβάλλεται η ίδια η διοίκηση και από τους οποίους δεν μπορεί να παρεκκλίνει χωρίς να προσδιορίζει τους λόγους που την οδηγούν στην παρέκκλιση, γιατί αλλιώς παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

15

Δεδομένου ότι η Επιτροπή, με τις απαντήσεις στις ερωτήσεις που υπέβαλε το Δικαστήριο, αναγνώρισε ότι είχε την πρόθεση να τηρεί αυστηρά την εφαρμογή των διατάξεων της «απόφασης» της 6ης Ιουνίου 1973, και να παρέχει τα προβλεπόμενα οφέλη σε όλους τους υπαλλήλους που συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις που αναφέρει η «απόφαση» αυτή, το Δικαστήριο συνάγει από τα παραπάνω, αφενός μεν, ότι ο προσφεύγων δικαιούνταν να υποβάλει αίτημα ανακατάταξης σε βαθμό, στηριζόμενο αποκλειστικά στις διατάξεις της «απόφασης» της 6ης Ιουνίου 1973, αφετέρου δε, ότι λυσιτελώς προβάλλει ενδεχόμενη παράβαση των διατάξεων της εσωτερικής αυτής οδηγίας.

16

Υπενθυμίζεται πάντως ότι τέτοιες εσωτερικές οδηγίες, που λαμβάνουν τα κοινοτικά όργανα, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να δέσουν νομίμως κανόνες που παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του κανονισμού.

Επί του δευτέρου σκέλους του λόγου ακυρώσεως

17

Ο προσφεύγων υποστηρίζει, δεύτερον, ότι αποδεικνύει επαγγελματική πείρα, υπό την έννοια της εσωτερικής οδηγίας, διαρκείας 11 ετών και 6 μηνών και ότι επομένως συγκεντρώνει πλήρως τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 3 της εσωτερικής οδηγίας.

18

Αντίθετα η Επιτροπή υποστηρίζει ότι μόνο η μεταφραστική εργασία, υπό την κυριολεκτική της έννοια, μπορεί να θεωρηθεί ως «σχετική με τη θέση» και μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της επαγγελματικής πείρας, προκειμένου ένας μεταφραστής να τύχει των ευεργετικών διατάξεων του άρθρου 3 της εσωτερικής οδηγίας

19

Οι κανόνες περί διορισμού σε βαθμό και κατάταξης σε κλιμάκιο, που ορίζονται στα άρθρα 31 και 32 του κανονισμού, θέτουν ως αρχή ότι οι υποψήφιοι που διορίζονται υπάλληλοι στην κατηγορία Α ή στο γλωσσικό κλάδο προσλαμβάνονται στον εισαγωγικό βαθμό της κατηγορίας τους ή του κλάδου τους και κατατάσσονται στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού τους. Όμως, τα δύο αυτά άρθρα παρέχουν τη δυνατότητα στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να παρεκκλίνει από τους κανόνες αυτούς, προκειμένου να λάβει υπόψη την επαγγελματική πείρα των ενδιαφερομένων, υπό τον όρον ότι αυτή είναι αρκετά «ειδική» σε σχέση με την προς πλήρωση θέση.

20

Η αρχή του διορισμού κάθε υποψηφίου, ο οποίος επιλέγεται ως δόκιμος υπάλληλος στον εισαγωγικό βαθμό της εισαγωγικής σταδιοδρομίας της κατηγορίας του ή του κλάδου του, επιβεβαιώνεται επίσης από το άρθρο 1 της εσωτερικής οδηγίας της 6ης Ιουνίου 1973. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 3 της εσωτερικής οδηγίας της 6ης Ιουνίου 1973, περί διορισμού σε ανώτερο βαθμό σταδιοδρομίας «κατά παρέκκλιση του άρθρου 1, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί, κατ' εξαίρεση και προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι ανάγκες πρόσληψης, να διορίσει τον επιλεγέντα υποψήφιο σε βαθμό ανώτερο των εισαγωγικών σταδιοδρομιών και των ενδιάμεσων σταδιοδρομιών υπό τον όρο να αποδεικνύει ότι κατέχει επαγγελματική πείρα, υπό την έννοια του άρθου 2, ελάχιστης διάρκειας ... 5 ετών, για το βαθμό LA 6».

21

Το άρθρο 2 της εσωτερικής οδηγίας της 6ης Ιουνίου 1973 δίνει γενικό ορισμό της επαγελματικής πείρας, ο οποίος είναι ο ακόλουθος: «η επαγγελματική πείρα εκτιμάται σε σχέση με την προς πλήρωση θέση, λαμβανομένης υπόψη και της δραστηριότητας που έχει ασκήσει ο υποψήφιος πριν από την πρόσληψη του».

22

Οι ενδείξεις αυτές που παρέχει η οδηγία της 6ης Ιουνίου 1973, εξεταζόμενες υπό το φως των παραπάνω συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 31 και 32 του κανονισμού, δεν μπορούν να αφορούν παρά επαγγελματική πείρα που μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ειδική» σε σχέση με τα καθήκοντα που πρόκειται να ασκηθούν. Ορθώς επομένως το παράρτημα II της εσωτερικής οδηγίας αναφέρει ότι για τη σταδιοδρομία μεταφραστή LA 7/LA 6 αναγνωρίζεται στην πράξη μόνο η «σχετική με τη θέση» πείρα υπό τον όρο επίσης να είναι επιπέδου Α, δηλαδή να πρόκειται για πείρα πανεπιστημιακού επιπέδου.

23

Τουναντίον, αντιβαίνει προς τις διατάξεις του κανονισμού κάθε πρακτική που συνίσταται στην αναγνώριση προηγούμενης επαγγελματικής πείρας που δεν είναι ειδική με την προς πλήρωση θέση, όπως φαίνεται να υπονοείται στον αριθμό 3, στοιχείο γ, του παραρτήματος II, με τις λέξεις «πείρα μεταφραστή, οικονομολόγου, νομικού ...». Όπως προκύπτει άλλωστε σχετικά, ορισμένες διατάξεις του παραρτήματος της εσωτερικής οδηγίας είναι διατυπωμένες με ασάφεια, πράγμα που αναγνώρισε η Επιτροπή κατά την προφορική διαδικασία, και είναι ικανές να περιαγάγουν σε πλάνη τους ενδιαφερόμενους υπαλλήλους, όσον αφορά τα δικαιώματα για ανακατάταξη, τα οποία μπορούν να επικαλεστούν.

24

Επειδή εν προκειμένω η προς πλήρωση θέση είναι θέση γενικού μεταφραστή, στην οποία περιλαμβάνεται η εξέταση κειμένων που αφορούν ποικίλους τομείς, η Επιτροπή δεν έχει υποπέσει σε καμιά προφανή πλάνη κατά την εκτίμηση και δεν έχει στηρίξει την απόφαση της σε μη αντικειμενικούς λόγους, κρίνοντας ότι μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκώς ειδική επαγγελματική πείρα, σε σχέση με τα εν λόγω καθήκοντα, μόνο η προηγούμενη, υπό την κυριολεκτική της έννοια, μεταφραστική πείρα.

25

Από τα παραπάνω έπεται ότι ο πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

Επί του λόγου περί παραβιάσεως της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων

26

Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι υπέστη δυσμενή διάκριση έναντι των συναδέλφων του, οι οποίοι δεν αποδεικνύουν τα ίδια προσόντα και επαγγελματική πείρα όπως αυτός και οι οποίοι εντούτοις κατετάγησαν, όπως κι αυτός, στο βαθμό LA 7.

27

Ο λόγος αυτός πρέπει επίσης να απορριφθεί. Πράγματι, όπως υποστήριξε η Επιτροπή κατά την προφορική διαδικασία, χωρίς να αντικρουστεί ο ισχυρισμός της, η λήψη υπόψη μόνης της μεταφραστικής πείρας, υπό την κυριολεκτική της έννοια, για την κατάταξη στον ανώτερο βαθμό σε θέση γενικού μεταφραστή στο γλωσσικό κλάδο, συνιστά πάγια τακτική της επιτροπής κατάταξης και της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής. Ορθώς επομένως η Επιτροπή έκρινε ότι, εφόσον ο προσφεύγων έχει ειδική επαγγελματική πείρα μεγαλύτερη από αυτή των συναδέλφων του, αβασίμως παραπονείται ότι έγινε εις βάρος του δυσμενής διάκριση.

28

Επομένως, τα αιτήματα περί ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να απορριφθούν, εν πάση δε περιπτώσει η ίδια τύχη επιφυλάσσεται και για τα αιτήματα περί ανακατατάξεως του προσφεύγοντος. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

29

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

30

Ο προσφεύγων ηττήθηκε.

31

Δεδομένης όμως της στάσεως της Επιτροπής, η οποία έφερε στη δημοσιότητα απόφαση της οποίας ορισμένες ασαφείς διατάξεις μπορούσαν να περιαγάγουν σε πλάνη τους ενδιαφερόμενους υπαλλήλους σχετικά με τα δικαιώματα που μπορούν να επικαλεστούν, αποφασίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 3, εδάφιο 2, του κανονισμού διαδικασίας, να καταδικαστεί η καθής στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

 

Διά ταύτα

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

κρίνει και αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Η κονθης φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

 

Galmot

Everling

Κακούρης

Εκδόθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο την 1η Δεκεμβρίου 1983.

Κατ' εντολή του γραμματέα

Η. Α. Rühi

Κύριος υπάλληλος διοικήσεως

Ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος

Υ. Galmot

Top