EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61978CJ0110

Απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιανουαρίου 1979.
Ministère public και "Chambre syndicale des agents artistiques et impresarii de Belgique" ASBL κατά Willy van Wesemael και λοιπών.
Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal de première instance de Tournai - Βέλγιο.
Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - Γραφεία εξευρέσεως έναντι αμοιβής εργασίας.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 110 και 111/78.

Αγγλική ειδική έκδοση 1979:I 00029

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1979:8

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 18ης Ιανουαρίου 1979 ( *1 )

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 110/78 και 111/78,

εκατέρα των οποίων έχει ως αντικείμενο αίτηση του tribunal de première instance του Tournai προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ

υπόθεση 110/78:

1)

Ministère public,

2)

«Chambre syndical des agents artistiques και impresarii de Belgique» ASBL, με έδρα το Charleroi,

και

1)

Willy van Wesemael, Βρυξέλλες,

2)

Jean Poupaert, Λίλλη (Γαλλία),

υπόθεση 111/78:

1)

Ministère public,

2)

«Chambre syndical des agents artistiques και impresarii de Belgique» ASBL, με έδρα το Charleroi,

3)

Albert Gerard, Λιέγη,

και

1)

Romano Follachio, Peruwelz (Βέλγιο),

2)

Robert Leduc, Valenciennes (Γαλλία),

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των διατάξεων της Συνθήκης ΕΟΚ περί δικαιώματος εγκαταστάσεως και παροχής υπηρεσιών, και της οδηγίας 67/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιανουαρίου 1967 (EE ειδ. έκδ. 06/001, σ. 64 επ.),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Η. Kutscher, πρόεδρο, J. Mertens de Wilmars και Mackenzie Stuart, προέδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, P. Pescatore, Μ. SØrensen, Α. O'Keeffe, G. Bosco και Α. Touffait, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J.-P. Warner

γραμματέας: Α. Van Houtte

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

(το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται)

Σκεπτικό

1

Με δύο αποφάσεις, εκδοθείσες και οι δύο στις 21 Μαρτίου 1978, που περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 8 Μαΐου 1978, το tribunal de première instance του Tournai υπέβαλε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, πολλά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 67/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιανουαρίου 1967 (EE ειδ. έκδ. 06/001, σ. 64 επ.) και ορισμένων διατάξεων της Συνθήκης ΕΟΚ περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

2

Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν με την ευκαιρία δύο ποινικών διώξεων κατά δύο προσώπων εγκατεστημένων στο Βέλγιο και δύο άλλων καλλιτεχνικών πρακτόρων εγκατεστημένων στη Γαλλία, στους οποίους προσάπτεται ότι παραβίασαν τις διατάξεις των άρθρων 6 και 20 του βελγικού βασιλικού διατάγματος της 28ης Νοεμβρίου 1975 περί εκμεταλλεύσεως γραφείων εξευρέσεως έναντι αμοιβής εργασίας για καλλιτέχνες του θεάματος.

3

Κατ' αυτές τις διατάξεις, «η εκμετάλλευση γραφείου εξευρέσεως έναντι αμοιβής εργασίας για καλλιτέχνες του θεάματος υπόκειται στη χορήγηση αδείας από τον υπουργό στις αρμοδιότητες του οποίου υπάγεται η απασχόληση» και «εκτός υπάρξεως συμβάσεως αμοιβαιότητας μεταξύ του Βελγίου και της χώρας τους, τα αλλοδαπά γραφεία τοποθετήσεως καλλιτεχνών του θεάματος δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν την τοποθέτηση στο Βέλγιο χωρίς να προσφεύγουν στη μεσολάβηση γραφείου εξευρέσεως έναντι αμοιβής εργασίας, κατόχου αδείας».

4

Σε αμφότερες τις δίκες προσάπτεται στον πρώτο κατηγορούμενο ότι προσέφυγε, για την πρόσληψη καλλιτεχνών του θεάματος, σε γραφείο εξευρέσεως έναντι αμοιβής εργασίας, εγκατεστημένο στη Γαλλία, του οποίου ο εκμεταλλευόμενος δεν κατέχει άδεια στο Βέλγιο, στο δε δεύτερο κατηγορούμενο ότι πραγματοποίησε σ' αυτό το κράτος τοποθετήσεις χωρίς να προσφύγει στη μεσολάβηση γραφείου κατόχου αδείας στο Βέλγιο.

5

Οι κατηγορούμενοι προέβαλαν το ασυμβίβαστο των προαναφερθεισών εθνικών διατάξεων προς τη Συνθήκη, καθόσον αυτές παρεμβάλλουν εμπόδια στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών που αφορούν τα άρθρα 52, 55, 59 και 60.

6

Δεδομένου ότι οι υποθέσεις ενώθησαν για διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας, πρέπει να διατηρηθεί η ένωση για την έκδοση της αποφάσεως. Δεδομένου ότι η δραστηριότητα την οποία αφορά η προκειμένη περίπτωση αναλύεται σε παροχή υπηρεσίας, η εξέταση των υποβληθέντων από το εθνικό δικαστήριο ερωτημάτων πρέπει καταρχήν να διεξαχθεί ενόψει των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν τις «υπηρεσίες».

7

Με το πρώτο ερώτημα, ερωτάται αν οι δραστηριότητες των γραφείων εξευρέσεως έναντι αμοιβής εργασίας σε καλλιτέχνες του θεάματος κατατάσσονται στην ομάδα 839 της διεθνούς ταξινομήσεως ΔΤΤΒ υπό τους όρους «πρακτορεία τοποθετήσεως».

8

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως σ' αυτό το ερώτημα, ερωτάται περαιτέρω αν οι δραστηριότητες των προαναφερθέντων γραφείων εξευρέσεως εργασίας ελευθερώθηκαν, πράγματι και κατ' ορθή εφαρμογή του δικαίου, με την οδηγία 67/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιανουαρίου 1967.

9

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο, με το τρίτο ερώτημα του, ερωτά αν το άρθρο 62 της Συνθήκης επιτρέπει στα κράτη μέλη να επαναφέρουν, χωρίς να τις καθιστούν βαρύτερες, διατάξεις της νομοθεσίας τους υφιστάμενες προηγουμένως, εισάγουσες διακρίσεις.

10

Σε περίπτωση που θα προέκυπτε ότι τα προαναφερθέντα γραφεία εξευρέσεως εργασίας δεν κατατάσσονται στην ομάδα 839, το εθνικό δικαστήριο ερωτά, με το τέταρτο ερώτημά του, αν το Δικαστήριο επιβεβαιώνει την ερμηνεία κατά την οποία κατατάσσονται στην ομάδα 842 «που δεν έχει ακόμη ελευθερωθεί».

11

Η οδηγία της 12ης Ιανουαρίου 1967, εκδοθείσα από το Συμβούλιο δυνάμει των άρθρων 54 και 63 της Συνθήκης και του «γενικού προγράμματος για την κατάργηση των περιορισμών στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών», του καταρτισθέντος από το Συμβούλιο στις 18 Δεκεμβρίου 1961 (JO 1962, αριθ. 2/32), αφορά την υλοποίηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών των μη μισθωτών δραστηριοτήτων που υπάγονται σε οριμένες ομάδες της «διεθνούς ταξινομήσεως τύπου, κατά βιομηχανία, όλων των κλάδων οικονομικής δραστηριότητας (ΔΤΤΒ)», που κατήρτισε το στατιστικό γραφείο των Ηνωμένων Εθνών.

12

Το γενικό πρόγραμμα, απαριθμώντας στα παραρτήματά του I έως IV τις δραστηριότητες των οποίων η ελευθέρωση έπρεπε να πραγματοποιηθεί σταδιακά κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, εντός των οριζόμενων από τις διατάξεις του τίτλου V προθεσμιών, επανέλαβε, για κάθε δραστηριότητα ή ομάδα δραστηριοτήτων, την προαναφερθείσα διεθνή ταξινόμηση, έτσι ώστε αυτή αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των εν λόγω κοινοτικών πράξεων.

13

Το πρώτο ερώτημα αποβλέπει στον προσδιορισμό της ταξινομήσεως των επίμαχων δραστηριοτήτων σε σχέση με την ομάδα 839 της ταξινομήσεως ΔΤΤΒ.

14

Αυτή η ταξινόμηση ορίζει την ομάδα 839 της κλάσεως 82, κλάδος 8 («υπηρεσίες») ως συμπληρωματική ομάδα, αφορώσα τις «παρεχόμενες στις επιχειρήσεις υπηρεσίες που δεν έχουν ταξινομηθεί αλλού».

15

Στη λεπτομερή έκδοσή της του 1964, διευκρινίζει ρητώς ότι, παρόλον ότι τα «πρακτορεία εξευρέσεως εργασίας» ανήκουν σ' αυτή την ομάδα, η «τοποθέτηση του προσωπικού του θεάτρου και του ραδιοφώνου» αποκλείεται εν τούτοις από αυτή την ομάδα.

16

Το εν λόγω κείμενο κατατάσσει στην ομάδα 841 την «πρόσληψη ηθοποιών και κομπάρσων» στον τομέα του κινηματογράφου και των βοηθητικών υπηρεσιών και στην ομάδα 842 υπηρεσίες «όπως τα πρακτορεία εξευρέσεως εργασίας στο προσωπικό του θεάτρου», στον τομέα του θεάτρου και των συναφών υπηρεσιών.

17

Κατά συνέπεια, τα γραφεία εξευρέσεως έναντι αμοιβής εργασίας για καλλιτέχνες του θεάματος δεν κατατάσσονται στην ομάδα 839 της διεθνούς ταξινομήσεως ΔΤΤΒ υπό τους όρους «πρακτορεία τοποθετήσεως».

18

Όπως προκύπτει από το δεύτερο και τέταρτο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο δεν έθεσε το πρόβλημα της ταξινομήσεως των επίμαχων δραστηριοτήτων, στο πλαίσιο της ΔΤΤΒ παρά για να καθοριστεί αν αυτές οι δραστηριότητες ελευθερώθηκαν κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 59 της Συνθήκης περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

19

Οι όροι «που δεν έχει ακόμα ελευθερωθεί», οι αναφερόμενοι στο τέταρτο ερώτημα, in fine, επιτρέπουν την υπόθεση ότι το εθνικό δικαστήριο, υποβάλλοντας αυτό το ερώτημα, ξεκίνησε από το συλλογισμό κατά τον οποίο η ελευθέρωση αυτών των δραστηριοτήτων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματοποιηθείσα, ακόμα και μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, παρά στο βαθμό που προβλέπεται σε κοινοτική πράξη, όπως η οδηγία 67/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου που προαναφέρθηκε.

20

Στο πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας που θεσπίζει το άρθρο 177 μεταξύ εθνικών δικαστηρίων και Δικαστηρίου, που καλούνται να συμβάλλουν άμεσα και αμοιβαία στην ομοιόμορφη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου σε όλα τα κράτη μέλη, το Δικαστήριο μπορεί να συναγάγει από τη διατύπωση των διατυπωθέντων από το εθνικό δικαστήριο ερωτημάτων — λαμβανομένων υπόψη των εκτιθεμένων από αυτό δεδομένων και ιδίως του γενικού ζητήματος που έθεσε της «συμφωνίας του επίμαχου βασιλικού διατάγματος προς τη Συνθήκη της Ρώμης» — τα στοιχεία κοινοτικού δικαίου, των οποίων έχει ανάγκη αυτό το δικαστήριο για να μπορέσει να λύσει το νομικό πρόβλημα του οποίου έχει επιληφθεί, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο.

21

Πρέπει, επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, να εξεταστεί αν και σε ποιο βαθμό οι εν λόγω δραστηριότητες έχουν ελευθερωθεί κατά την έννοια των άρθρων 59 και 66 της Συνθήκης, ακόμα και ελλείψει κοινοτικής πράξεως εκδοθείσας από το Συμβούλιο, όπως η προαναφερθείσα οδηγία.

22

Αυτό το ζήτημα πρέπει να λυθεί στο πλαίσιο του συνόλου του κεφαλαίου περί υπηρεσιών, λαμβανομένων υπόψη, κατά τα λοιπά, των σχετικών με το δικαίωμα εγκαταστάσεως διατάξεων, στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 66.

23

Κατά το άρθρο 59, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, «… οι περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της Κοινότητος καταργούνται προοδευτικά κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, όσον αφορά τους υπηκόους των κρατών μελών…».

24

Ορίζοντας την πραγματοποίηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στη λήξη της μεταβατικής περιόδου, η εν λόγω διάταξη, ερμηνευόμενη υπό το φως του άρθρου 8, παράγραφος 7, της Συνθήκης, θεσπίζει σαφή υποχρέωση επιτεύξεως αποτελέσματος, της οποίας η εκπλήρωση έπρεπε να διευκολυνθεί, όχι όμως και να εξαρτηθεί, από την εφαρμογή προγράμματος προοδευτικών μέτρων. Έπεται, συνεπώς, ότι οι επιταγές του άρθρου 59 της Συνθήκης, των οποίων η εφαρμογή έπρεπε να πραγματοποιηθεί προοδευτικά, κατά τη μεταβατική περίοδο, μέσω οδηγιών προβλεπόμενων στο άρθρο 63, κατέστησαν εφαρμοστέες απ' ευθείας και ανεπιφύλακτα κατά τη λήξη της εν λόγω περιόδου.

25

Αυτές οι επιταγές, που επιβάλλουν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, περιλαμβάνουν την κατάργηση όλων των περιορισμών έναντι του παρέχοντος υπηρεσίες λόγω της ιθαγένειάς του ή του γεγονότος ότι είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος άλλο από αυτό που παρέχεται η υπηρεσία.

26

Λαμβανομένης υπόψη της ειδικής φύσεως ορισμένων παροχών υπηρεσιών, όπως η τοποθέτηση καλλιτεχνών του θεάματος, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ασυμβίβαστες προς τη Συνθήκη ειδικές απαιτήσεις επιβαλλόμενες στους παρέχοντες υπηρεσίες, που αιτιολογούνται με την εφαρμογή επαγγελματικών κανόνων, δικαιολογούμενων από το γενικό συμφέρον ή από την ανάγκη διασφαλίσεως της προστασίας του καλλιτέχνη, στους οποίους υπόκειται κάθε πρόσωπο εγκατεστημένο στο έδαφος του εν λόγω κράτους, στο μέτρο που ο παρέχων υπηρεσίες δεν υπάγεται σε ανάλογες διατάξεις στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος.

27

Όταν η άσκηση της δραστηριότητας εξευρέσεως εργασίας για την οποία πρόκειται εξαρτάται, στο κράτος όπου παρέχεται η υπηρεσία, από την έκδοση αδείας, καθώς και από την επιτήρηση των αρμοδίων αρχών, το εν λόγω κράτος δεν μπορεί ωστόσο, χωρίς να παραβεί τις επιταγές του άρθρου 59 της Συνθήκης, να επιβάλει στους παρέχοντες υπηρεσίες οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος είτε να πληρούν παρόμοιες προϋποθέσεις είτε να προσφεύγουν στη μεσολάβηση κατόχου αδείας, παρά μόνον αν μια τέτοια απαίτηση αποδεικνύεται αντικειμενικώς απαραίτητη για να διασφαλίσει την τήρηση των επαγγελματικών κανόνων και να εξασφαλίσει την εν λόγω προστασία.

28

Τέτοια απαίτηση δεν αποδεικνύεται αντικειμενικώς αναγκαία, όταν η υπηρεσία παρέχεται από γραφείο εξευρέσεως εργασίας υπαγόμενο στη δημόσια διοίκηση κράτους μέλους, ή όταν ο παρέχων υπηρεσίες, ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, κατέχει σ' αυτό άδεια εκδοθείσα υπό όρους ανάλογους με αυτούς που απαιτεί το κράτος όπου παρέχεται η υπηρεσία και όταν αυτές οι δραστηριότητες υπόκεινται, στο πρώτο κράτος, σε κατάλληλη επίβλεψη αφορώσα κάθε δραστηριότητα εξευρέσεως εργασίας, οποιοδήποτε κι αν είναι το κράτος μέλος αποδέκτης της παροχής.

29

Η Βελγική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η δραστηριότητα εξευρέσεως εργασίας, για την οποία πρόκειται, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της συμβάσεως 96 της διεθνούς οργανώσεως εργασίας που αφορά τα γραφεία εξευρέσεως έναντι αμοιβής εργασίας, η οποία αναθεωρήθηκε στη Γενεύη την 1η Ιουλίου 1949, και που δέχεται τη θέσπιση μέτρων ελέγχου αυτών των γραφείων από τις αρμόδιες αρχές.

30

Κατά τα λεγόμενα της Βελγικής Κυβερνήσεως, αυτή η σύμβαση, εγκριθείσα στο Βέλγιο με το νόμο της 3ης Μαρτίου 1958«τηρείται αυστηρώς από το βασιλικό διάταγμα της 28ης Νοεμβρίου 1975 που θέτει ως γενική αρχή ότι η εκμετάλλευση των γραφείων εξευρέσεως έναντι αμοιβής εργασίας απαγορεύεται (άρθρο 2) και που δεν δέχεται, από αυτή τη γενική αρχή παρά μόνο μία “παρέκκλιση”, η οποία αφορά αποκλειστικώς τα γραφεία εξευρέσεως έναντι αμοιβής εργασίας για καλλιτέχνες του θεάματος υπό τη ρητή προϋπόθεση ότι η εκμετάλλευσή τους είναι σύμφωνη προς τους προβλεπόμενους αυστηρούς από το νόμο όρους». Η προαναφερθείσα διεθνής σύμβαση θέτει τη γενική αρχή της απαγορεύσεως των γραφείων εξευρέσεως έναντι αμοιβής εργασίας με κερδοσκοπικό σκοπό και, προς το σκοπό αυτό, προβλέπει στο άρθρο 3, παράγραφος 1, ότι τα εν λόγω γραφεία «θα καταργηθούν εντός περιορισμένης προθεσμίας της οποίας η διάρκεια θα ορισθεί από την αρμόδια αρχή».

31

Εξάλλου, το άρθρο 5, παράγραφος 1, της συμβάσεως προβλέπει ότι «παρεκκλίσεις από τις διατάξεις του άρθρου 3 της συμβάσεως θα χορηγηθούν κατ' εξαίρεση από την αρμόδια αρχή σε κατηγορίες προσώπων επακριβώς οριζομένων από την εθνική νομοθεσία, η τοποθέτηση των οποίων δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί προσηκόντως στο πλαίσιο του δημόσιου γραφείου εργασίας …».

32

Έτσι, δεδομένου ότι η διατήρηση γραφείων εξευρέσεως έναντι αμοιβής εργασίας δεν αντιστοιχεί σε υποχρέωση απορρέουσα από τη σύμβαση 96, η Βελγική Κυβέρνηση δεν μπορεί να την επικαλείται για να αποφεύγει την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

33

Επομένως, οι απορρέουσες από τη σύμβαση 96 υποχρεώσεις δεν μπορούν να αντιτάσσονται στην εφαρμογή των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου στον εξεταζόμενο τομέα.

34

Επιπλέον, η σύμβαση δεν εμποδίζει με κανένα τρόπο ένα κράτος μέλος που κάνει χρήση της προβλεπόμενης στο άρθρο 5 παρεκκλίσεως, να εφαρμόζει αυτή τη ρήτρα έναντι παρέχοντος υπηρεσία εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος, υπό όρους σύμφωνους προς τις απαιτήσεις του άρθρου 59 της Συνθήκης, όπως οι ανωτέρω επισημαινόμενες.

35

Εξάλλου, όπως προκύπτει από το ίδιο το άρθρο 20 του βελγικού διατάγματος της 28ης Νοεμβρίου 1975, σε περίπτωση συμβάσεως αμοιβαιότητας μεταξύ του Βελγίου και των χωρών τους, τα γραφεία εξευρέσεως εργασίας για αλλοδαπούς καλλιτέχνες του θεάματος μπορούν να πραγματοποιούν την τοποθέτηση στο Βέλγιο, χωρίς να προσφεύγουν στη μεσολάβηση γραφείου εξευρέσεως έναντι αμοιβής εργασίας, κατόχου βελγικής αδείας.

36

Για όλους αυτούς τους λόγους, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, όταν η άσκηση της δραστηριότητας των γραφείων εξευρέσεως έναντι αμοιβής εργασίας για καλλιτέχνες του θεάματος εξαρτάται, εντός του κράτους όπου παρέχεται η υπηρεσία, από την έκδοση αδείας, το εν λόγω κράτος δεν μπορεί να επιβάλει στους παρέχοντες υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος είτε να πληρούν αυτή την προϋπόθεση είτε να προσφεύγουν στη μεσολάβηση γραφείου εξευρέσεως έναντι αμοιβής εργασίας, κατόχου τέτοιας αδείας, εφόσον η υπηρεσία παρέχεται από γραφείο εξευρέσεως εργασίας υποκείμενο στη δημόσια διοίκηση κράτους μέλους, ή ο παρέχων υπηρεσίες είναι κάτοχος στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος αδείας εκδοθείσας υπό προϋποθέσεις ανάλογες με αυτές που απαιτούνται από το κράτος όπου παρέχεται η υπηρεσία και οι δρα-στηριότητές του υπόκεινται, στο πρώτο κράτος, σε κατάλληλη επιτήρηση, αφορώσα οποιαδήποτε δραστηριότητα εξευρέσεως εργασίας, οποιοδήποτε κι αν είναι το κράτος μέλος αποδέκτης της παροχής.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των υποβληθέντων, με αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 1978, από το tribunal de première instance του Tournai ερωτημάτων, αποφαίνεται:

 

1)

Τα γραφεία εξευρέσεως έναντι αμοιβής εργασίας για καλλιτέχνες του θεάματος δεν κατατάσσονται στην ομάδα 839 της διεθνούς ταξινομήσεως ΔΤΤΒ υπό τους όρους «πρακτορεία τοποθετήσεως».

 

2)

Οι επιταγές του άρθρου 59 της Συνθήκης, των οποίων η εφαρμογή έπρεπε να πραγματοποιηθεί προοδευτικά, κατά τη μεταβατική περίοδο, μέσω οδηγιών προβλεπόμενων στο άρθρο 63, κατέστησαν εφαρμοστέες απ' ευθείας και ανεπιφύλακτα κατά τη λήξη της εν λόγω περιόδου.

 

3)

Όταν η άσκηση της δραστηριότητας των γραφείων εξευρέσεως έναντι αμοιβής εργασίας για καλλιτέχνες του θεάματος εξαρτάται, εντός του κράτους όπου παρέχεται η υπηρεσία, από την έκδοση αδείας, το εν λόγω κράτος δεν μπορεί να επιβάλει στους παρέχοντες υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος είτε να πληρούν αυτή την προϋπόθεση είτε να προσφεύγουν στη μεσολάβηση γραφείου εξευρέσεως έναντι αμοιβής εργασίας, κατόχου τέτοιας αδείας, εφόσον η υπηρεσία παρέχεται από γραφείο εξευρέσεως εργασίας υποκείμενο στη δημόσια διοίκηση κράτους μέλους, ή ο παρέχων υπηρεσίες είναι κάτοχος στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος αδείας εκδοθείσας υπό προϋποθέσεις ανάλογες με αυτές που απαιτούνται από το κράτος όπου παρέχεται η υπηρεσία και οι δραστηριότητές του υπόκεινται, στο πρώτο κράτος, σε κατάλληλη επιτήρηση, αφορώσα οποιαδήποτε δραστηριότητα εξευρέσεως εργασίας, οποιοδήποτε κι αν είναι το κράτος μέλος αποδέκτης της παροχής.

 

Kutscher

Mertens de Wilmars

Mackenzie Stuart

Donner

Pescatore

Sørensen

O'Keeffe

Bosco

Touffait

Κρίθηκε από το Δικαστήριο στο Λουξεμβούργο στις 18 Ιανουαρίου 1979.

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Ιανουαρίου 1979.

Kutscher

Mertens de Wilmars

Mackenzie Stuart

Donner

Pescatore

Sørensen

O'Keeffe

Bosco

Touffait

Ο γραμματέας

Α. Van Houtte

Ο Πρόεδρος

Η. Kutscher


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top