EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52004PC0444

Πρόταση κοινής θέσης του Συµßουλίου όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις στο Συμβούλιο της Ευρώπης σχετικά με τη σύμβαση του 1990 για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήμευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες

/* COM/2004/0444 τελικό */

52004PC0444

Πρόταση κοινής θέσης του Συµßουλίου όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις στο Συμβούλιο της Ευρώπης σχετικά με τη σύμβαση του 1990 για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήμευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες /* COM/2004/0444 τελικό */


Πρόταση ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις στο Συμβούλιο της Ευρώπης σχετικά με τη σύμβαση του 1990 για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήμευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες

(υποβληθείσα από την Επιτροπή)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Η παρούσα πρόταση κοινής θέσης αφορά την πρόληψη και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας, οργανωμένης ή μη, ιδίως της τρομοκρατίας, στην οποία γίνεται ειδική αναφορά στο άρθρο 29 της συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε αυτούς τους τομείς, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Συμβούλιο αποφασίζοντας ομόφωνα κατόπιν πρωτοβουλίας οποιουδήποτε κράτους μέλους ή της Επιτροπής μπορεί να υιοθετεί κοινές θέσεις προσδιορίζοντας την προσέγγιση της Επιτροπής ως προς συγκεκριμένο θέμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 34 παράγραφος 2 στοιχείο α) της συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Με την επιφύλαξη των αυξημένων αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στον τομέα αυτό, τα τελευταία έτη, η ΕΕ ανέπτυξε εκτεταμένη πολιτική για την πρόληψη και την καταπολέμηση της οργανωμένης εγκληματικότητας και της τρομοκρατίας. Η πολιτική αυτή βασίζεται σε πολυκλαδική προσέγγιση, η οποία συνδυάζει στοιχεία πρόληψης, προσδιορισμού και επαλήθευσης της ταυτότητας των σχετικών προσώπων και των ύποπτων συναλλαγών, το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο και την αστυνομική και δικαστική συνεργασία.

Η κοινή δράση της 3ης Δεκεμβρίου 1998 για το ξέπλυμα χρήματος, τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό, τη δέσμευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος [1] συμπληρώνει τις οδηγίες για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες με την αντιμετώπιση της ανάγκης για περισσότερο αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών σε αυτόν τον τομέα. Η απόφαση-πλαίσιο [2] για το ξέπλυμα χρήματος, τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό, τη δέσμευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος αντικαθιστά εν μέρει την προαναφερθείσα κοινή δράση. Σκοπεύει να διασφαλίσει ότι τα κράτη μέλη κάνουν τα απαραίτητα διαβήματα για να υλοποιήσουν ή να τηρήσουν δεσμεύσεις όσον αφορά ορισμένα άρθρα της σύμβασης του Στρασβούργου του 1990 [3], η οποία υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέψουν μέτρα δήμευσης και να ποινικοποιήσουν το ξέπλυμα προϊόντων σοβαρών αδικημάτων. Η απόφαση-πλαίσιο δεσμεύει επίσης τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι η εσωτερική τους νομοθεσία επιτρέπει τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων αξίας αντίστοιχης προς εκείνη των προϊόντων του εγκλήματος.

[1] Κοινή δράση 98/699 ΔΕΥ της 9.12.1998.

[2] 2001/500/ΔΕΥ, ΕΕ L 182 της 5.7.2001. Η Επιτροπή θα εκπονήσει έκθεση εφαρμογής αυτής της απόφασης-πλαισίου πριν τα τέλη του 2003 ώστε το Συμβούλιο να μπορέσει να εξετάσει κατά πόσο τα κράτη μέλη έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθούν προς την απόφαση-πλαίσιο.

[3] Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήμευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, Νοέμβριος 1990.

Η πράξη του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2000 [4], επεκτείνει την αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Europol) στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες εν γένει, ανεξάρτητα από τον τύπο του αδικήματος από το οποίο προέρχονται τα έσοδα.

[4] Πράξη του Συμβουλίου της 30ής Νοεμβρίου 2000, ΕΕ C 358 της 13.12.2000, σ. 1.

Το Πρωτόκολλο της σύμβασης για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων, που θεσπίστηκε με την Πράξη του Συμβουλίου της 16ης Οκτωβρίου 2001 [5], προβλέπει ότι οι αρχές των κρατών μελών πρέπει να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τους τραπεζικούς λογαριασμούς και τις τραπεζικές πράξεις συγκεκριμένων προσώπων. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλεστούν τους κανόνες του τραπεζικού απορρήτου για να αρνηθούν τη συνεργασία σε αυτό το πλαίσιο.

[5] ΕΕ C 326 της 21.11.2001, σ. 1.

Για το σχέδιο απόφασης-πλαισίου απόφασης για τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων εγκλήματος [6], επετεύχθη πολιτική συμφωνία στο Συμβούλιο Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων της 19ης Δεκεμβρίου 2002. Η πρόταση αποβλέπει στη διασφάλιση αποτελεσματικών κανόνων που να διέπουν τη δήμευση των προϊόντων εγκλήματος, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που αφορούν το βάρος της απόδειξης σχετικά με την προέλευση των περιουσιακών στοιχείων προσώπου που έχει καταδικασθεί σε αδίκημα σχετικό με την οργανωμένη εγκληματικότητα. Η απόφαση-πλαίσιο σχετικά με την εκτέλεση των αποφάσεων δέσμευσης περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων [7] καθορίζει τους κανόνες για την αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων δέσμευσης που εκδίδουν οι δικαστικές αρχές κράτους μέλους στο πλαίσιο ποινικής δίκης. Ένα σχέδιο απόφασης-πλαισίου για το οποίο επετεύχθη πολιτική συμφωνία στο Συμβουλίου Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων της 29ής Απριλίου, θεσπίζει παρόμοια προσέγγιση σχετικά με την εκτέλεση των αποφάσεων δήμευσης [8] στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η σύμβαση για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήμευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες («η Σύμβαση) εγκρίθηκε από την Επιτροπή Υπουργών τον Σεπτέμβριο του 1990 και κατατέθηκε για υπογραφή τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Άρχισε να ισχύει τον Σεπτέμβριο του 1993 και όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη της Σύμβασης. Η Σύμβαση έχει ως στόχο να παράσχει δέσμη κανόνων, η οποία να καλύπτει τις έρευνες για την επιβολή του νόμου που οδηγούν στην έκδοση και εκτέλεση αποφάσεων δήμευσης, καθώς να θεσπίσει αποτελεσματικό μηχανισμό διεθνούς συνεργασίας ώστε να στερηθούν οι εγκληματίες τα όργανα και τα προϊόντα που προέρχονται από τη δραστηριότητά τους. Η Σύμβαση έχει αναγνωριστεί ως μία από τις κυριότερες διεθνείς πράξεις σε αυτόν τον τομέα. Ωστόσο, λόγω των σημαντικών εξελίξεων που έχουν σημειωθεί από το 1990 και μετέπειτα όσον αφορά την κατανόηση και την αντιμετώπιση της απειλής του ξεπλύματος χρήματος, από το 1998 ξεκίνησαν συζητήσεις σχετικά με την πιθανή τροποποίηση της Σύμβασης.

[6] ΕΕ C 184 της 2.8.2002, σ. 3.

[7] 2003/577/ΔΕΥ, ΕΕ L 196 της 22ας Ιουλίου 2003, σ. 45.

[8] 2002/C 184/05, ΕΕ C 184 της 2.8.2002, σ. 8.

Το Γραφείο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επί ποινικών θεμάτων (CDPC) του Συμβουλίου της Ευρώπης αποφάσισε, τον Νοέμβριο του 2000, να συστήσει ομάδα προβληματισμού για τη σκοπιμότητα εκπόνησης Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης. Από την ομάδα προβληματισμού ζητήθηκε, μεταξύ άλλων, να μελετήσει τα θέματα που προκύπτουν από τις εξελίξεις στην καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος μετά την έγκριση της Σύμβασης.

Η τελική έκθεση δραστηριοτήτων της ομάδας προβληματισμού υποβλήθηκε στο CDPC κατά τη διάρκεια της συνόδου ολομελείας τον Ιούνιο του 2002. Η ομάδα προβληματισμού κατέληξε ότι υπήρχαν σοβαρά επιχειρήματα υπέρ της εκτεταμένης ενημέρωσης της Σύμβασης, η οποία θα μπορούσε να τροποποιηθεί μέσω του «Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης» («το Πρόσθετο Πρωτόκολλο»).

Η τελική έκθεση δραστηριοτήτων της ομάδας προβληματισμού συνέστησε να συμπεριληφθεί στην εκσυγχρονισμένη Σύμβαση ευρεία κλίμακα μέτρων όπως ο προσδιορισμός, η κατάσχεση και η δήμευση περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες και η διεθνής συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου.

Μεταξύ αφενός του σχεδίου Πρωτοκόλλου και αφετέρου της νομοθεσίας της ΕΕ που αναπτύχθηκε τα τελευταία έτη, τα κράτη μέλη της ΕΕ πρέπει να ακολουθήσουν συνεκτική και σταθερή στρατηγική στις διαπραγματεύσεις. Πρέπει να αποτραπούν οι τριβές, οι ασυνέπειες και οι αντιφάσεις μεταξύ του επιδιωκόμενου Πρωτοκόλλου και των διαφόρων πολιτικών και νομικών πράξεων στο επίπεδο της ΕΕ. Στο μέτρο που έχει ήδη καθιερωθεί κεκτημένο της ΕΕ στον τομέα της καταπολέμησης των χρηματοπιστωτικών πτυχών της οργανωμένης εγκληματικότητας και της τρομοκρατίας, αυτό δεν πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στα κράτη μέλη της ΕΕ αλλά να θεωρείται ως κατευθυντήρια αρχή για τις διαπραγματεύσεις σε διεθνές επίπεδο, ιδίως σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο.

Η πρόταση κοινής θέσης για να διευκρινιστεί η προσέγγιση της Ένωσης στο συγκεκριμένο θέμα είναι απαραίτητη.

Πρόταση ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις στο Συμβούλιο της Ευρώπης σχετικά με τη σύμβαση του 1990 για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήμευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ :

Έχοντας υπόψη :

τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, Τίτλο VI, και ιδίως το άρθρο 34 παράγραφος 2 στοιχείο α),

την πρόταση της Επιτροπής [9],

[9] ΕΕ C [...], [...], σ. [...].

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Η Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρεί την πρόληψη και την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ως θέματα θεμελιώδους σημασίας για τη δημιουργία χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

(2) Οι αρχές και οι κανόνες της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορούν μεταξύ άλλων την πρόληψη και την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος, τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας καθώς και οι 40 συστάσεις της Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης και οι 8 ειδικές συστάσεις που αφορούν τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και άλλες διεθνείς νομικές πράξεις όπως η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος και η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της διαφθοράς, αποτελούν τη βάση για τις τρέχουσες διαπραγματεύσεις για ένα Πρόσθετο Πρωτόκολλο, το οποίο θα αναθεωρήσει τη σύμβαση του 1990 για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήμευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες («η Σύμβαση») στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης.

(3) Στις διαπραγματεύσεις αυτές θα μελετηθούν οι τροποποιήσεις των υφιστάμενων διατάξεων της Σύμβασης. Επιπλέον, θα μελετηθεί η εισαγωγή μέτρων για την πρόληψη του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σύμφωνα με την αναθεωρηθείσα εντολή της επιτροπής εμπειρογνωμόνων μετά την 53η σύνοδο ολομελείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επί ποινικών θεμάτων.

(4) Η σύμβαση θεωρείται κεκτημένο της Ένωσης.

(5) Υφίσταται ανάγκη συντονισμού της θέσης της Ένωσης στις τρέχουσες διαπραγματεύσεις προκειμένου να επιτευχθεί το βέλτιστο αποτέλεσμα στις διαπραγματεύσεις για το Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Σύμβασης.

(6) Η Ένωση κατά την επιδίωξη των στόχων της, πρέπει να διασφαλίζει ταυτόχρονα τη συνοχή με τις ειδικές δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν έναντι της διεθνούς κοινότητας καθώς και με τη συνολική εξωτερική πολιτική και τις εσωτερικές αποφάσεις.

(7) Η Ένωση επιθυμεί να προστατεύσει τα συμφέροντά της και να αποφύγει το ασυμβίβαστο μεταξύ των ευρωπαϊκών και των διεθνών πράξεων που συντάσσονται στο Συμβούλιο της Ευρώπης ή σε άλλο φόρουμ.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΟΙΝΗ ΘΕΣΗ :

Άρθρο 1

Στις διαπραγματεύσεις στο Συμβούλιο της Ευρώπης σχετικά με το Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Σύμβασης του 1990, το Συμβούλιο αποφασίζει να υπερασπίσει τις ακόλουθες θέσεις :

1. Η Ένωση στηρίζει την τρέχουσα εκπόνηση, στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, Πρόσθετου Πρωτοκόλλου για την αναθεώρηση της Σύμβασης, και συνηγορεί υπέρ της ταχείας ολοκλήρωσης του Πρωτοκόλλου αυτού πριν από τη Σύνοδο των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης τον Μάιο του 2005.

2. Όσον αφορά τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, το Πρόσθετο Πρωτόκολλο πρέπει να διασφαλίζει ότι οι διατάξεις της Σύμβασης για τον προσδιορισμό, κατάσχεση και δήμευση των περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες και η διεθνής συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου, εφαρμόζονται επίσης στην καταπολέμηση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

3. Το Πρόσθετο Πρωτόκολλο πρέπει να αντιμετωπίσει την ανάγκη βελτίωσης της διεθνούς συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις όσον αφορά την παροχή πληροφοριών για τραπεζικούς λογαριασμούς προσώπου για το οποίο έχει διαταχθεί ποινική έρευνα. Η βελτίωση αυτή πρέπει να επεκταθεί και στην παροχή πληροφοριών για τα στοιχεία συγκεκριμένων τραπεζικών λογαριασμών και τραπεζικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης τραπεζικών πράξεων, που έχουν σχέση με την έρευνα ενός ή περισσοτέρων αδικημάτων.

Άρθρο 2

Οι διατάξεις που συντάσσονται στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης συνάδουν με τις πράξεις που εκπονήθηκαν βάσει του Τίτλου VI της συνθήκης ΕΕ.

Άρθρο 3

Η Προεδρία του Συμβουλίου, επικουρούμενη από την Επιτροπή, συντονίζει τις θέσεις των κρατών μελών κατά τις διαπραγματεύσεις στο Συμβούλιο της Ευρώπης και επιδιώκει την επίτευξη κοινών απόψεων σε όλα τα θέματα που εμπίπτουν στον Τίτλο VI της συνθήκης ΕΕ.

Άρθρο 4

Επίσης, τα κράτη μέλη συντονίζουν τις θέσεις τους με τις τρέχουσες εργασίες σε άλλα διεθνή φόρα και ιδίως στην Ομάδα Χρηματοοικονομικής Δράσης.

Άρθρο 5

Η Προεδρία του Συμβουλίου ζητεί από τις συνδεδεμένες χώρες Ρουμανία, Βουλγαρία και Τουρκία και τις χώρες ΕΖΕΣ να ευθυγραμμιστούν με την παρούσα κοινή θέση.

Άρθρο 6

Η παρούσα κοινή θέση δεν θίγει την εξουσιοδότηση προς την Επιτροπή να διαπραγματευθεί, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τα μέρη της Σύμβασης που καλύπτονται από το κοινοτικό δίκαιο.

Άρθρο 7

Η παρούσα κοινή θέση παράγει αποτελέσματα από την ημερομηνία έκδοσής της.

Βρυξέλλες, [...]

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Top