EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31993Y0213(01)

Ανακοίνωση σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων για την εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης ΕΟΚ

ΕΕ C 39 της 13.2.1993, p. 6–12 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT)

31993Y0213(01)

Ανακοίνωση σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων για την εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης ΕΟΚ

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 039 της 13/02/1993 σ. 0006 - 0011


Ανακοίνωση σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων για την εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης ΕΟΚ

(93/C 39/05)

Ι. Εισαγωγή

1. Η κατάργηση των εσωτερικών συνόρων επιτρέπει στις επιχειρήσεις της Κοινότητας να αναλάβουν νέες δραστηριότητες και στους καταναλωτές της Κοινότητας να επωφελούνται από τον αυξανόμενο ανταγωνισμό. Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα πλεονεκτήματα αυτά δεν πρέπει να διακυβεύονται εξαιτίας περιοριστικών πρακτικών και ότι η υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς επιβεβαιώνει κατά τον τρόπο αυτό τη σημασία της πολιτικής της Κοινότητας σε θέματα ανταγωνισμού και του κοινοτικού δικαίου περί ανταγωνισμού.

2. Πολλά θεσμικά όργανα, τόσο εθνικά όσο και κοινοτικά, συνέβαλαν στην επεξεργασία του δικαίου αυτού και έχουν επιφορτισθεί με την καθημερινή του εφαρμογή. Για το σκοπό αυτό, οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού, τα εθνικά και κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα, καθώς και η Επιτροπή αναλαμβάνουν να ανταπεξέλθουν στα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες που τους ανατίθενται, σύμφωνα με τις αρχές που έχουν αναπτυχθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

3. Η καλή λειτουργία των κανόνων του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά απαιτεί την εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας της συνεργασίας μεταξύ των θεσμικών αυτών οργάνων. Η παρούσα ανακοίνωση ακολουθεί τον στόχο αυτό όσον αφορά στις σχέσεις μεταξύ των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων και της Επιτροπής. Αποσκοπεί να διευκρινίσει τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή προτίθεται να συμβάλει στη στενότερη συνεργασία με τα εν λόγω δικαιοδοτικά όργανα για την εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης ΕΟΚ σε ατομικές περιπτώσεις.

ΙΙ. Αρμοδιότητες

4. Η Επιτροπή είναι η διοικητική αρχή η αρμόδια για την θέση σε εφαρμογή και τον προσανατολισμό της πολιτικής ανταγωνισμού στην Κοινότητα και οφείλει να δρα προς επίτευξη του σκοπού αυτού στα πλαίσια του δημοσίου συμφέροντος. Αντίθετα, τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα επιδιώκουν να διαφυλάξουν τα υποκειμενικά δικαιώματα των ιδιωτών στις αμοιβαίες σχέσεις τους (1).

5. Για την άσκηση των ποικίλων αυτών καθηκόντων, τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα και η Επιτροπή διαθέτουν συντρέχουσα αρμοδιότητα για την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 1 και του άρθρου 86 της συνθήκης. Η αρμοδιότητα αυτή απονέμεται στην Επιτροπή από το άρθρο 89 και από τις διατάξεις που έχουν θεσπιστεί δυνάμει του άρθρου 87. Όσον αφορά στα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα, η αρμοδιότητα αυτή απορρέει από το άμεσο αποτέλεσμα των εν λόγω κοινοτικών κανόνων. Το Δικαστήριο έκρινε, στην απόφαση BRT ΙΙ, ότι επειδή οι απαγορεύσεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο 85 παράγραφος 1 και στο άρθρο 86 είναι εκ φύσεως ικανές να παράγουν άμεσα αποτελέσματα στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, παρέχουν άμεσα δικαιώματα στους ιδιώτες, τα οποία οφείλουν να διασφαλίζουν τα δικαστήρια των κρατών μελών (2).

6. Κατά τον τρόπο αυτό, τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα είναι σε θέση να εγγυώνται, μετά από αίτηση των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως, την τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού για την προστασία ιδιωτών. Εξάλλου, το άρθρο 85 παράγραφος 2 επιτρέπει στα εν λόγω όργανα να καθορίζουν, σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δικονομικό δίκαιο, τις συνέπειες από άποψη αστικού δικαίου οι οποίες απορρέουν από την απαγόρευση του άρθρου 85 (3).

7. Αντίθετα, η Επιτροπή διατηρεί, δυνάμει του άρθρου 9 του κανονισμού αριθ. 17, αποκλειστική αρμοδιότητα για να δηλώσει ότι η εν λόγω απαγόρευση είναι ανεφάρμοστη σε ορισμένα είδη συμφωνιών, αποφάσεων ή εναρμονισμένων πρακτικών (4). Η Επιτροπή μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητα αυτή κατά δύο τρόπους. Μπορεί να λάβει απόφαση για τη χορήγηση ατομικής απαλλαγής σε ατομική περίπτωση όσον αφορά συγκεκριμένη σύμπραξη. Μπορεί επίσης να εκδώσει κανονισμούς απαλλαγής που καλύπτουν ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών, αποφάσεων ή εναρμονισμένων πρακτικών, εφόσον αυτή εξουσιοδοτείται σχετικά από το Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 87.

8. Μολονότι τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα δεν έχουν αρμοδιότητα για την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3, έχουν ωστόσο την ευχέρεια να εφαρμόζουν τις αποφάσεις και τους κανονισμούς που εκδόθηκαν από την Επιτροπή δυνάμει της εν λόγω διάταξης. Πράγματι, το Δικαστήριο έκρινε επανειλημμένα ότι οι διατάξεις ενός κανονισμού είναι άμεσα εφαρμοστέες (5). Η Επιτροπή θεωρεί ότι ισχύει το ίδιο ως προς το διατακτικό απόφασης για τη χορήγηση ατομικής απαλλαγής.

9. Οι αρμοδιότητες της Επιτροπής και εκείνες των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων διαφέρουν όχι μόνο ως προς το στόχο και το περιεχόμενό τους, αλλά επίσης ως προς τους τρόπους της άσκησής τους. Η Επιτροπή ασκεί τις αρμοδιότητές της σύμφωνα με τους διαδικαστικούς κανόνες που προβλέπονται στον κανονισμό αριθ. 17, ενώ η άσκηση των αρμοδιοτήτων εκ μέρους των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων πραγματοποιείται στα πλαίσια του εθνικού δικονομικού δικαίου.

10. Ως προς αυτό, το Δικαστήριο έχει θεσπίσει τις αρχές που διέπουν τις διαδικασίες και τα μέσα έννομης προστασίας που εφαρμόζονται προς επίκληση του κοινοτικού δικαίου αμέσου εφαρμογής:

«. . . μολονότι και η συνθήκη ΕΟΚ δημιούργησε ορισμένο αριθμό απευθείας προσφυγών που δύνανται να ασκηθούν ενώπιον του Δικαστηρίου από ιδιώτες, δεν έχει την πρόθεση να δημιουργήσει ενώπιον των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων, προς το σκοπό διασφαλίσεως του κοινοτικού δικαίου, άλλα μέσα εννόμου προστασίας πλην των προβλεπόμενων από το εθνικό δίκαιο. Αντιθέτως, . . . κάθε τύπος προσφυγής προβλεπόμενος από το εθνικό δίκαιο δύναται να χρησιμοποιηθεί προς διασφάλιση της τηρήσεως των κοινοτικών κανόνων αμέσου εφαρμογής, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις παραδεκτού και διαδικασίας σαν να επρόκειτο για τη διασφάλιση της τηρήσεως του εθνικού δικαίου.» (6)

11. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι αρχές που καθορίστηκαν κατά τον τρόπο αυτό εφαρμόζονται στην περίπτωση παράβασης του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού 7 οι ιδιώτες και οι επιχειρήσεις έχουν πρόσβαση σε όλα τα μέσα εννόμου προστασίας που προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία υπό τις ίδιες προϋποθέσεις σαν να επρόκειτο για παράβαση του αντίστοιχου εθνικού δικαίου. Αυτή η ίση μεταχείριση δεν αφορά μόνον την οριστική διαπίστωση της παράβασης των κανόνων του ανταγωνισμού, αλλά περιλαμβάνει όλα τα έννομα μέσα που είναι δυνατόν να προωθούν την αποτελεσματική έννομη προστασία. Κατά συνέπεια, ο υπαγόμενος στην κοινοτική δικαιοδοσία δικαιούται να ζητά από τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα τη λήψη προσωρινών μέτρων, ώστε να τεθεί τέλος, μέσω δικαστικής διαταγής, στην παράβαση του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού η οποία του προκαλεί ζημία, καθώς και την αποκατάσταση της ζημίας αυτής, εφόσον τα ίδια αυτά μέσα έννομης προστασίας εφαρμόζονται σε ανάλογες διαδικασίες του εθνικού δικαίου.

12. Ως προς αυτό, η Επιτροπή επιθυμεί να διευκρινίσει ότι η ταυτόχρονη εφαρμογή του εθνικού δικαίου περί ανταγωνισμού είναι συμβατή προς την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, εφόσον δεν θίγει την αποτελεσματικότητα και την ομοιόμορφη εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού και των μέτρων εκτέλεσής τους. Οι συγκρούσεις, που ενδέχεται να ανακύψουν λόγω της ταυτόχρονης εφαρμογής των κανόνων του κοινοτικού και του εθνικού δικαίου, πρέπει να επιλύονται με βάση την αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου (7). Η αρχή αυτή αποσκοπεί στην περιστολή οποιουδήποτε εθνικού μέτρου το οποίο είναι δυνατόν να περιορίσει την πρακτική αποτελεσματικότητα των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου.

ΙΙΙ. Η άσκηση αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή

13. Η Επιτροπή, ως αρμόδια διοικητική αρχή της πολιτικής του ανταγωνισμού της Κοινότητας οφείλει να εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον της Κοινότητας. Για την άσκηση της αποστολής της, η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της διοικητικά μέσα που είναι κατ' ανάγκη περιορισμένα και με τα οποία δεν μπορεί να επιλαμβάνεται όλων των υποθέσεων που της γνωστοποιούνται. Η Επιτροπή κατά συνέπεια οφείλει να λαμβάνει, σε γενικές γραμμές, όλα τα απαραίτητα οργανωτικά μέτρα προς εκπλήρωση της αποστολής της και, ειδικότερα, να καθορίζει προτεραιότητες (8).

14. Η Επιτροπή προτίθεται να δώσει προτεραιότητα, κατά την άσκηση των εξουσιών της προς έκδοση αποφάσεων, στις κοινοποιήσεις, καταγγελίες ή αυτεπάγγελτες διαδικασίες που παρουσιάζουν ιδιαίτερο πολιτικό, οικονομικό ή νομικό ενδιαφέρον για την Κοινότητα. Εφόσον πρόκειται για υποθέσεις που δεν παρουσιάζουν τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά, οι μεν κοινοποιήσεις είναι δυνατό να διευθετούνται κατά κανόνα με αποστολή διοικητικής επιστολής, ενώ οι καταγγελίες πρέπει κατ' αρχήν να κρίνονται ενώπιον των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων.

15. Πράγματι, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν συντρέχει λόγος επαρκούς κοινοτικού συμφέροντος για την εξέταση μιας υπόθεσης, εφόσον ο καταγγέλων είναι σε θέση να τύχει αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων του ενώπιον των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων (9). Υπό τις συνθήκες αυτές, η καταγγελία τίθεται στο αρχείο.

16. Ως προς αυτό, η Επιτροπή οφείλει να διευκρινίσει ότι η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου περί ανταγωνισμού από τα δικαιοδοτικά όργανα των κρατών μελών παρέχει σημαντικά πλεονεκτήματα στους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις:

- η Επιτροπή δεν μπορεί να επιδικάσει στους ενδιαφερομένους αποζημίωση για ζημίες οφειλόμενες σε παράβαση των άρθρων 85 και 86. Σχετική αρμοδιότητα έχουν μόνον τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα. Είναι εξάλλου πιθανό ότι οι επιχειρήσεις πρόκειται να καταβάλλουν μεγαλύτερη προσοχή, προκειμένου να μην παραβιάζουν το κοινοτικό περί ανταγωνισμού δίκαιο, αν διατρέχουν τον κίνδυνο να υποχρεωθούν σε καταβολή αποζημιώσεως στα θύματα αυτών των παραβάσεων,

- κατά κανόνα, τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα μπορούν να διατάξουν ταχύτερα από την Επιτροπή τη λήψη προσωρινών μέτρων και τη λήξη των παραβάσεων,

- ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών είναι δυνατόν να προβληθούν αξιώσεις βάσει του κοινοτικού δικαίου από κοινού με αξιώσεις βάσει του εσωτερικού δικαίου, πράγμα που δεν είναι δυνατόν σε διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής,

- τα δικαστήρια ορισμένων κρατών μελών μπορούν να καταδικάσουν τον ηττηθέντα διάδικο να πληρώσει τις δικαστικές δαπάνες του αντιδίκου, πράγμα που αποκλείεται να γίνει σε διοικητική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής.

IV. Η εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 από τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα

17. Ο εθνικός δικαστής μπορεί να κληθεί να αποφανθεί ως προς την εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 σχετικά με πολλές διαδικασίες. Όταν πρόκειται για διαδικασίες που εμπίπτουν στο αστικό δίκαιο, συναντώνται κυρίως δύο ήδη αγωγών: η αγωγή για την εκτέλεση μιας σύμβασης και η αγωγή αποζημιώσεως. Στην πρώτη περίπτωση, ο εναγόμενος συνήθως επικαλείται το άρθρο 85 παράγραφος 2 για να προσβάλει τις συμβατικές υποχρεώσεις που επικαλείται ο ενάγων. Στη δεύτερη περίπτωση, οι απαγορεύσεις των άρθρων 85 και 86 κατά κανόνα επαρκούν για να προσδιοριστεί αν η πράξη που προκάλεσε την εν λόγω ζημία είναι παράνομη.

18. Υπό τις συνθήκες αυτές, το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 85 παράγραφος 1 και του άρθρου 86 προσδίδει στα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα επαρκείς αρμοδιότητες για να αποφανθούν επί του θέματος. Πάντως, όταν ασκούν τις αρμοδιότητες αυτές, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις αρμοδιότητες της Επιτροπής ώστε να αποφευχθούν αποφάσεις που μπορούσαν να αντίκεινται σε εκείνες που έχουν ήδη ληφθεί ή πρόκειται να ληφθούν από την Επιτροπή κατ' εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 1 και του άρθρου 86 καθώς επίσης του άρθρου 85 παράγραφος 3 (10).

19. Στη νομολογία του Δικαστηρίου περιλαμβάνονται αρκετές αρχές που επιτρέπουν να αποφευχθεί η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων (11). Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα θα ήταν δυνατό να λαμβάνουν υπόψη τις αρχές αυτές κατά τον ακόλουθο τρόπο.

1. Εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφοι 1 και 2, καθώς και του άρθρου 86

20. Το πρώτο θέμα που τίθεται στα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα είναι να προσδιορίσουν εάν η επίμαχη σύμπραξη ή συμπεριφορά προσκρούει στις απαγορεύσεις του άρθρου 85 παράγραφος 1 και του άρθρου 86. Πριν απαντήσουν στο εν λόγω ερώτημα, τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα θα έπρεπε να εξετάσουν αν η εν λόγω επίμαχη σύμπραξη ή συμπεριφορά έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο απόφασης, γνώμης ή άλλης θέσης εκ μέρους μιας διοικητικής αρχής και ιδίως της Επιτροπής. Οι πράξεις αυτές προσφέρουν στα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα σημαντικά στοιχεία για να διαμορφώσουν την κρίση τους, έστω και αν δεν τα δεσμεύουν επίσημα. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι οι ενώπιον της Επιτροπής διαδικασίες δεν καταλήγουν πάντοτε στην έκδοση τυπικής απόφασης αλλά ότι οι υποθέσεις είναι επίσης δυνατόν να διευθετηθούν με την αποστολή διοικητικής επιστολής. Μολονότι αληθεύει το γεγονός ότι το Δικαστήριο έκρινε πως αυτό το είδος επιστολών δεν δεσμεύει τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα, διευκρίνισε, ωστόσο, ότι η γνώμη που εκφράζεται από τις υπηρεσίες της Επιτροπής αποτελεί ένα στοιχείο που τα εν λόγω όργανα μπορούν να λάβουν υπόψη κατά την εξέταση του συμβατού των εν λόγω συμφωνιών ή συμπεριφορών προς τις διατάξεις του άρθρου 85 (12).

21. Αν η Επιτροπή δεν έχει λάβει θέση επί της συγκεκριμένης επίμαχης σύμπραξης ή συμπεριφοράς, τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα μπορούν να ανατρέξουν, για την ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, στη νομολογία του Δικαστηρίου και στην πάγια πρακτική της Επιτροπής. Με αυτό το σκεπτικό, η Επιτροπή δημοσίευσε σειρά γενικών ανακοινώσεων που προσδιορίζουν ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών, οι οποίες δεν εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 85 παράγραφος 1 (13).

22. Βάσει των δεδομένων αυτών, τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα θα έπρεπε εν γένει να είναι σε θέση να αποφαίνονται σχετικά με το συμβατό της επίμαχης συμπεριφοράς προς τις διατάξεις του άρθρου 85 παράγραφος 1 και του άρθρου 86. Πάντως, εάν η Επιτροπή έχει κινήσει διαδικασία σε υπόθεση που αναφέρεται σε αντίστοιχη συμπεριφορά, μπορούν να αναστείλουν την έκδοση αποφάσεως, αναμένοντας την ολοκλήρωση της δράσης της Επιτροπής, εφόσον το θεωρήσουν απαραίτητο, για λόγους ασφαλείας του δικαίου (14). Ανάλογη αναστολή μπορεί επίσης να προβλεφθεί όταν τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα επιθυμούν να ζητήσουν τη γνώμη της Επιτροπής σχετικά με τους όρους που αναφέρονται στην παρούσα ανακοίνωση (15). Τέλος, όταν τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα έχουν αμφιβολίες σχετικά με θέματα συμβιβάσιμου, μπορούν να αναστείλουν την έκδοση απόφασης προκειμένου να επιληφθεί του θέματος το Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 177 της συνθήκης.

23. Αντίθετα, αν τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα αποφασίσουν να αποφανθούν και καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι οι όροι εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 1 και του άρθρου 86 δεν πληρούνται, πρέπει να συνεχίσουν τη διαδικασία με βάση αυτή τη διαπίστωση, ακόμα και όταν η επίδικη σύμπραξη ή συμπεριφορά έχουν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή. Όταν από την εξέταση των πραγματικών περιστατικών ανάγεται ότι πληρούνται οι όροι εφαρμογής, τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα διαπιστώνουν ότι η επίδικη συμπεριφορά παραβιάζει το κοινοτικό δίκαιο περί ανταγωνισμού και λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των κυρώσεων του αστικού δικαίου που εφαρμόζονται σε περίπτωση παραβάσεως μιας νομοθετικής απαγόρευσης.

2. Εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3

24. Όταν το εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι μια σύμπραξη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης του άρθρου 85 παράγραφος 1, εξετάζει αν για την εν λόγω σύμπραξη είναι δυνατή η χορήγηση απαλλαγής από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 85 παράγραφος 3. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ διαφόρων περιπτώσεων.

25. α) Το εθνικό δικαστήριο οφείλει να συμμορφώνεται προς τις αποφάσεις για τη χορήγηση απαλλαγής που λαμβάνονται από την Επιτροπή. Κατά συνέπεια, οφείλει να θεωρεί τη σύμπραξη ως συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο και πλήρως ισχυρή από άποψη αστικού δικαίου. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι υφίστανται διοικητικές επιστολές με τις οποίες οι υπηρεσίες της Επιτροπής δηλώνουν ότι πληρούνται οι όροι εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 3. Η Επιτροπή φρονεί ότι τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα μπορούν να λάβουν υπόψη τους αυτές τις επιστολές ως πραγματικό στοιχείο της υπόθεσης.

26. β) Οι συμπράξεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής ενός κανονισμού περί απαλλαγής κατά κατηγορίες, εξαιρούνται της απαγόρευσης του άρθρου 85 παράγραφος 1, χωρίς να απαιτείται παρέμβαση της Επιτροπής με απόφαση ή διοικητική επιστολή (16).

27. γ) Οι συμπράξεις, οι οποίες ούτε εμπίπτουν σε κανονισμό περί απαλλαγής κατά κατηγορίες ούτε αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής απαλλαγής ή διοικητικής επιστολής πρέπει, σύμφωνα με την Επιτροπή, να εξετάζονται κατά τον ακόλουθο τρόπο.

28. Το εθνικό δικαστήριο εξετάζει καταρχάς αν πληρούνται οι διαδικαστικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη χορήγηση απαλλαγής, ιδίως αν η σύμπραξη έχει δεόντως κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού αριθ. 17. Αν δεν έχει γίνει τέτοια κοινοποίηση και με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 4 παράγραφος 2 του ίδιου κανονισμού, αποκλείεται η απαλλαγή βάσει του άρθρου 85 παράγραφος 3 ούτως ώστε το εθνικό δικαστήριο να μπορεί να αποφανθεί, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 85 παράγραφος 2, ως προς την ακυρότητα της σύμπραξης.

29. Αν η σύμπραξη έχει δεόντως κοινοποιηθεί στην Επιτροπή, το εθνικό δικαστήριο σταθμίζει το ενδεχόμενο χορηγήσεως απαλλαγής στην υπό κρίση περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη των ουσιαστικών κριτηρίων που έχουν αναπτυχθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου, καθώς και από την πρακτική των αποφάσεων της Επιτροπής.

30. Αν το εθνικό δικαστήριο επιβεβαιώσει κατά τον τρόπο αυτό ότι η επίδικη σύμπραξη δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ατομικής απαλλαγής, λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα προς εκπλήρωση των απαιτήσεων του άρθρου 85 παράγραφοι 1 και 2. Αντίθετα, αν κρίνει ότι είναι δυνατόν να χορηγηθεί ατομική απαλλαγή, το εθνικό δικαστήριο αναστέλλει τη διαδικασία και αναμένει να αποφανθεί η Επιτροπή. Όμως, στα πλαίσια αυτά μπορεί να εγκρίνει, σύμφωνα με τους κανόνες του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, τη λήψη προσωρινών μέτρων, εφόσον τα θεωρήσει απαραίτητα.

31. Ως προς αυτό, πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι εν λόγω αρχές δεν εφαρμόζονται στις συμπράξεις που ίσχυαν πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού αριθ. 17 ή προτού ο κανονισμός αυτός αρχίσει να εφαρμόζεται λόγω της προσχωρήσεως νέου κράτους μέλους, και οι οποίες είχαν εμπρόθεσμα κοινοποιηθεί στην Επιτροπή. Τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα οφείλουν να θεωρούν τις συμπράξεις αυτές ως ισχυρές μέχρις ότου η Επιτροπή ή οι αρχές των κρατών μελών λάβουν απόφαση περί του απαγορευμένου χαρακτήρα ή ενημερώσουν τα μέρη με διοικητική επιστολή ότι η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο (17).

32. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι οι αρχές που αναπτύχθηκαν ανωτέρω για την εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 εκ μέρους των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων είναι σύνθετες και μερικές φορές ανεπαρκείς για τη σωστή άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος. Το ίδιο ισχύει ιδίως όταν η συγκεκριμένη εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 1 και του άρθρου 86 προκαλεί νομικές ή οικονομικές δυσχέρειες, όταν η Επιτροπή έχει κινήσει διαδικασία για την ίδια υπόθεση ή όταν πρόκειται για σύμπραξη που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ατομικής απαλλαγής κατά την έννοια του άρθρου 85 παράγραφος 3. Στις περιπτώσεις αυτές, τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα μπορούν να παραπέμψουν το ζήτημα στο Δικαστήριο για την έκδοση προδικαστικής απόφασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 177. Μπορούν επίσης να ζητήσουν τη συνδρομή της Επιτροπής, σύμφωνα με τις διαδικασίες που εκτίθενται κατωτέρω.

V. Συνεργασία μεταξύ των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων και της Επιτροπής

33. Το άρθρο 5 της συνθήκης ΕΟΚ θέτει την αρχή μιας διαρκούς και έντιμης συνεργασίας μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών, επιδιώκοντας την επίτευξη των στόχων της συνθήκης, περιλαμβανομένου του άρθρου 3 στοιχείο στ) που προβλέπει τη θέσπιση συστήματος για τη διασφάλιση ανόθευτου ανταγωνισμού στην κοινή αγορά. Η αρχή αυτή συνεπάγεται υποχρεώσεις και δικαιώματα αμοιβαίας αρωγής, τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τα θεσμικά όργανα της Κοινότητας. Έτσι, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή υπέχει, δυνάμει του άρθρου 5 της συνθήκης, υποχρέωση έντιμης συνεργασίας με τις δικαιοδοτικές αρχές των κρατών μελών που είναι επιφορτισμένες με την εφαρμογή και την τήρηση του κοινοτικού δικαίου στην εθνική έννομη τάξη (18).

34. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η εν λόγω συνεργασία είναι ουσιώδης για την εγγύηση της σθεναρής, αποτελεσματικής και συνεκτικής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου περί ανταγωνισμού. Εξάλλου, η αποτελεσματικότερη συμμετοχή των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων στην καθημερινή εφαρμογή του εν λόγω δικαίου επιτρέπει στην Επιτροπή να αφιερώνεται περισσότερο στο διοικητικό της έργο, ήτοι στον προσανατολισμό της πολιτικής του ανταγωνισμού στην Κοινότητα.

35. Βάσει των εκτιμήσεων αυτών, η Επιτροπή προτίθεται να συμβάλει στην ενίσχυση της συνεργασίας με τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα ως εξής.

36. Η Επιτροπή ακολουθεί την πολιτική της κατά τρόπο ώστε να δίνει στους ενδιαφερομένους κύκλους χρήσιμες κατευθύνσεις για την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού. Για το σκοπό αυτό, θα συνεχίσει την πολιτική της σε θέματα κανονισμών απαλλαγής και γενικών ανακοινώσεων. Τα γενικά αυτά κείμενα παρέχουν, όπως και η νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου, η πρακτική για τη λήψη αποφάσεων της Επιτροπής και οι ετήσιες εκθέσεις επί της πολιτικής του ανταγωνισμού, όλα τα στοιχεία παράγωγου δικαίου ή τις ερμηνείες που μπορούν να βοηθήσουν τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα κατά την εξέταση ατομικών υποθέσεων.

37. Εάν οι γενικές αυτές ενδείξεις δεν επαρκούν, τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα έχουν τη δυνατότητα, εντός των ορίων του εθνικού δικονομικού δικαίου, να απευθυνθούν στην Επιτροπή και, συγκεκριμένα, στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού, προκειμένου να ζητήσουν τις ακόλουθες πληροφορίες. Καταρχάς πρόκειται για διαδικαστικές πληροφορίες που επιτρέπουν να γίνει γνωστό αν μια υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον της Επιτροπής, αν μία υπόθεση απετέλεσε αντικείμενο κοινοποίησης, αν η Επιτροπή κίνησε επισήμως τη διαδικασία ή αν έχει ήδη αποφανθεί με απόφαση βάσει του κανονισμού αριθ. 17 ή μέσω διοικητικής επιστολής των υπηρεσιών της. Σε περίπτωση ανάγκης, τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα μπορούν επίσης να ζητήσουν από την Επιτροπή γνωμοδότηση σχετικά με τις πιθανές προθεσμίες της χορήγησης ατομικής απαλλαγής ή απόρριψης της σχετικής αιτήσεως για τις κοινοποιηθείσες συμφωνίες ή πρακτικές, ώστε να αναβάλουν την έκδοση αποφάσεως ή να διατάξουν τη λήψη προσωρινών μέτρων (19). Η Επιτροπή θα καταβάλει από την πλευρά της κάθε δυνατή προσπάθεια για να χειριστεί κατά προτεραιότητα τις υποθέσεις που αποτελούν αντικείμενο αναβληθεισών κατά τον τρόπο αυτό διαδικασιών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, ιδίως όταν πρόκειται για την επίλυση αστικών διαφορών.

38. Περαιτέρω, τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα μπορούν να ζητούν τη γνώμη της Επιτροπής σχετικά με θέματα νομικής φύσεως. Εάν η εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 1 και του άρθρου 86 τους προκαλεί ιδιαίτερες δυσχέρειες, τα εθνικά δικαστήρια έχουν τη δυνατότητα να ζητούν τη γνώμη της Επιτροπής ως προς την διοικητική πρακτική που εφαρμόζεται όσον αφορά τις σχετικές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου. Όσον αφορά τα άρθρα 85 και 86, πρόκειται οι δυσχέρειες αυτές να σχετίζονται κυρίως με τους όρους εφαρμογής των εν λόγω άρθρων έναντι των επιπτώσεων στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών καθώς και έναντι του κατά πόσο είναι αισθητός ο περιορισμός του ανταγωνισμού που προκύπτει από τις απαριθμούμενες στις διατάξεις αυτές πρακτικές. Στις απαντήσεις της, η Επιτροπή δεν παρεμβαίνει ως προς την ουσία της υπόθεσης. Εξάλλου, εφόσον υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με τη δυνατότητα να τύχει ατομικής απαλλαγής μια επίδικη σύμπραξη, μπορούν να ζητήσουν από την Επιτροπή να τους κοινοποιήσει προσωρινή γνωμοδότηση. Εάν η Επιτροπή γνωμοδοτήσει ότι δεν είναι πιθανή η χορήγηση απαλλαγής στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα μπορούν να απορρίψουν την αναστολή και να αποφανθούν επί της ισχύος της σύμπραξης.

39. Οι απαντήσεις της Επιτροπής δεν δεσμεύουν τα δικαιοδοτικά όργανα που τις ζήτησαν. Η Επιτροπή καθιστά σαφές στις απαντήσεις της ότι δεν παρέχει οριστική γνωμοδότηση και ότι ουδόλως θίγεται το δικαίωμα του εθνικού δικαστή να προσφύγει στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 177. Ωστόσο, οι απαντήσεις αυτές της Επιτροπής παρέχουν κατά την άποψή της χρήσιμη βοήθεια προς επίλυση των διαφορών.

40. Τέλος, τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα μπορούν να ενημερώνονται από την Επιτροπή σχετικά με το υλικό τεκμηρίωσης: στατιστικά στοιχεία, μελέτες της αγοράς και οικονομικές αναλύσεις. Η Επιτροπή καταβάλει προσπάθειες να κοινοποιεί το υλικό αυτό, εντός των ορίων που καθορίζονται κατωτέρω ή να αναφέρει την πηγή τους.

41. Αποσκοπώντας στην χρηστή διαχείριση του τομέα της δικαιοσύνης, η Επιτροπή οφείλει να απαντά στις αιτήσεις για την παροχή νομικών πληροφοριών και υλικού τεκμηρίωσης το συντομότερο δυνατό. Πάντως, η Επιτροπή μπορεί να δίνει ευνοϊκή συνέχεια στις αιτήσεις αυτές μόνον εφόσον πληρούνται ορισμένοι όροι. Καταρχάς, πρέπει να διαθέτει πράγματι τα αιτούμενα στοιχεία. Στη συνέχεια, η Επιτροπή δεν μπορεί να κοινοποιεί αυτά παρά στο βαθμό που η γενική αρχή διοικητικής επιμέλειας της το επιτρέπει.

42. Έτσι, το άρθρο 214 της συνθήκης, όπως διευκρινίζεται στο άρθρο 20 του κανονισμού αριθ. 17 για τους κανόνες ανταγωνισμού, υποχρεώνει την Επιτροπή να μη μεταδίδει πληροφορίες που αποτελούν εκ φύσεως επαγγελματικά απόρρητα. Εξάλλου, η υποχρέωση έντιμης συνεργασίας που απορρέει από το άρθρο 5 της συνθήκης αναφέρεται στη σχέση μεταξύ των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων και της Επιτροπής και δεν θα μπορούσε να αφορά στη θέση των διαδίκων στα πλαίσια της εκκρεμούσης διαφοράς ενώπιον των δικαιοδοτικών αυτών οργάνων. Η Επιτροπή, ως «amicus curiae» οφείλει να σέβεται την ουδετερότητα και αντικειμενικότητα των δικαιοδοτικών οργάνων. Κατά συνέπεια, μπορεί να ανταποκριθεί στις αιτήσεις για παροχή πληροφοριών μόνον εφόσον απορρέουν από εθνικό δικαιοδοτικό όργανο, είτε αμέσως είτε εμμέσως, μέσω των μερών τα οποία φέρουν το βάρος της υποβολής ορισμένων πληροφοριών. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η Επιτροπή αναλαμβάνει να κοινοποιήσει την απάντησή της σε όλα τα μέρη της επίδικης διαφοράς.

43. Πέρα από τις ανταλλαγές αυτές των πληροφοριών, που απαιτούνται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, η Επιτροπή επιδιώκει να αναπτύξει, στο μέτρο του δυνατού, μια γενικότερη πολιτική ενημέρωσης. Προς επίτευξη του στόχου αυτού, η Επιτροπή προτίθεται να δημοσιεύσει επεξηγηματικό φυλλάδιο σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού σε εθνικό επίπεδο.

44. Τέλος, η Επιτροπή επιθυμεί επίσης να ενισχύσει το αποτέλεσμα των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων σε θέματα ανταγωνισμού. Για τον σκοπό αυτό, θα μελετήσει τη δυνατότητα επέκτασης του πεδίου εφαρμογής της σύμβασης σχετικά με τη δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων που άπτονται του αστικού και του εμπορικού δικαίου, στις υποθέσεις του ανταγωνισμού οι οποίες υπάγονται στα διοικητικά δικαστήρια (20). Πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά την άποψη της Επιτροπής, οι αποφάσεις σε θέματα ανταγωνισμού εμπίπτουν ήδη στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω σύμβασης εφόσον εκδίδονται επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων.

VI. Τελικές παρατηρήσεις

45. Η παρούσα ανακοίνωση δεν εφαρμόζεται στους κανόνες περί ανταγωνισμού που διέπουν τον τομέα των μεταφορών (21). Επίσης δεν εφαρμόζεται στους κανόνες περί ανταγωνισμού που θεσπίζονται στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα.

46. Η παρούσα ανακοίνωση έχει ενδεικτικό χαρακτήρα και δεν περιορίζει κατά κανένα τρόπο τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στους ιδιώτες και στις επιχειρήσεις από το κοινοτικό δίκαιο.

47. Η παρούσα ανακοίνωση δεν επηρεάζει τις ερμηνείες που έχουν δοθεί από το Δικαστήριο στους κοινοτικούς κανόνες περί ανταγωνισμού.

48. Η σύνοψη των απαντήσεων που δίδονται από την Επιτροπή σύμφωνα με την παρούσα ανακοίνωση πρόκειται να δημοσιεύεται κάθε χρόνο στην έκθεση επί της πολιτικής ανταγωνισμού.

(1) Υπόθεση C-234/89, Δελιμίτης κατά Henninger Brδu, Συλλογή 1991 Ι-935, σημείο 44 7 υπόθεση Τ-24/90, AUTOMEC κατά Επιτροπής, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σημεία 73 και 85.

(2) Υπόθεση 127/73, BRT κατά SABAM, Συλλογή 1974, σ. 51, σημείο 16.

(3) Βλέπε σχετικά υπόθεση 56/65, LTM κατά MBU, Συλλογή 1966, σ. 337 7 υπόθεση 48/72, Brasserie De Haecht κατά Wilkin-Janssen, Συλλογή 1973, σ. 77 7 υπόθεση 319/82, Ciments et Bιtons κατά Kerpen et Kerpen, Συλλογή 1983, σ. 4173.

(4) Κανονισμός αριθ. 17 του Συμβουλίου της 6ης Φεβρουαρίου 1962 7 πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης 7 ΕΕ αριθ. 13 της 21. 2. 1962, σ. 204/62.

(5) Υπόθεση 63/75, Fonderies de Roubaix κατά Fonderies Roux, Συλλογή 1976, σ. 111 7 υπόθεση C-234/89, Δελιμίτης κατά Henninger Brδu, Συλλογή 1991, Ι-935.

(6) Υπόθεση 158/80, Rewe κατά Hauptzollamt Kiel, Συλλογή 1981, σ. 1805, 1838 7 βλέπε επίσης υπόθεση 33/76, Rewe κατά Landwirtschaftskammer Saarland, Συλλογή 1976, σ. 1989 7 υπόθεση 79/83, Harz κατά Deutsche Tradax, Συλλογή 1984, σ. 1921 7 υπόθεση 199/82, Administration des finances de l'Ιtat italien κατά San Giorgio, Συλλογή 1983, σ. 3595.

(7) Υπόθεση 14/68, Βλέπε Walt Wilhelm κατά Bundeskartellamt, Συλλογή 1969, σ. 1 7 υπόθεση 253/78 Procureur de la Rιpublique κατά Giry et Guerlain, και υποθέσεις 1 έως 3/79, Συλλογή 1980, σ. 2327.

(8) Υπόθεση Τ-24/90, AUTOMEC κατά Επιτροπής, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σημείο 77.

(9) Υπόθεση Τ-24/90, AUTOMEC κατά Επιτροπής, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σημεία 91-94.

(10) Υπόθεση C-234/89, Δελιμίτης κατά Henninger Brδu, Συλλογή 1991 Ι-935, σημείο 47.

(11) Υπόθεση 48/72, Brasserie de Haecht κατά Wilkin-Janssen, Συλλογή 1973, σ. 77 7 υπόθεση 127/73, BRT κατά SABAM, Συλλογή 1974, σ. 51 7 υπόθεση C-234/89, Δελιμίτης κατά Henninger Brδu, Συλλογή 1991, Ι-935.

(12) Υπόθεση 99/79, Lancτme κατά Etos, Συλλογή 1980, σ. 2511, σημείο 11.

(13) Βλέπε ανακοινώσεις σχετικά με:

- συμβάσεις αποκλειστικής διανομής με εμπορικούς αντιπροσώπους (ΕΕ αριθ. 139 της 24. 12. 1962, σ. 2921/62) 7

- συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές που αφορούν στη συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ αριθ. C 75 της 29. 7. 1968, σ. 3, όπως διορθώθηκε ΕΕ αριθ. C 84 της 28. 8. 1968, σ. 14) 7

- την αξιολόγηση συμβάσεων προμηθειών (ΕΕ αριθ. C 1 της 3. 1. 1979, σ. 2) 7

- συμφωνίες περιορισμένης σημασίας (ΕΕ αριθ. C 231 της 12. 9. 1986, σ. 2) 7

(14) Υπόθεση 127/73, BRT κατά SABAM, Συλλογή 1974, σ. 51, σημείο 21. Η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής κινείται μέσω κυβερνητικής πράξης. Μια απλή απόδειξη παραλαβής δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοια πράξη. Υπόθεση 48/72, Brasserie de Haecht κατά Wilkin-Janssen, Συλλογή 1973, σ. 77, σημεία 16 και 17.

(15) Βλέπε υπόθεση C-234/89, Δελιμίτης κατά Henninger Brδu, Συλλογή 1991, Ι-935, σημείο 53 7 παράγραφος V της παρούσας ανακοίνωσης.

(16) Ο κατάλογος των σχετικών κανονισμών καθώς και των συναφών επισήμων ανακοινώσεων περιλαμβάνεται στο παράρτημα της παρούσας ανακοίνωσης.

(17) Υπόθεση 48/72, Brasserie de Haecht κατά Wilkin-Janssen, Συλλογή 1973, σ. 77 7 υπόθεση 59/77, De Bloos κατά Boyer, Συλλογή 1977, σ. 2359 7 υπόθεση 99/79, Lancτme κατά Etos, Συλλογή 1980, σ. 2511.

(18) Υπόθεση C-2/88 Imm, Zwartveld, Συλλογή 1990, σ. Ι-3365, σημείο 8 7 υπόθεση C-234/90, Δελιμίτης κατά Henninger Brδu, Συλλογή 1991, σ. Ι-935, σημείο 53.

(19) Βλέπε σημεία 22 και 30 της παρούσας ανακοίνωσης.

(20) Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, ΕΕ αριθ. L 304 της 30. 10. 1978, σ. 77.

(21) Κανονισμός αριθ. 141 του Συμβουλίου της 26ης Νοεμβρίου 1962 περί μη εφαρμογής του κανονισμού αριθ. 17 του Συμβουλίου στον τομέα των μεταφορών (ΕΕ αριθ. 124 της 28. 11. 1962, σ. 2751/62), όπως τροποποιήθηκε από τους κανονισμούς αριθ. 165/65/ΕΟΚ (ΕΕ αριθ. 210 της 11. 12. 1965, σ. 3141/65) και 1002/67/ΕΟΚ (ΕΕ αριθ. 306 της 16. 12. 1967, σ. 1) 7 κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1017/68 του Συμβουλίου της 19ης Ιουλίου 1968 για την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού στον τομέα των σιδηροδρομικών, οδικών και ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών (ΕΕ αριθ. L 175 της 23. 7. 1968, σ. 1) 7 κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 4056/86 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 1986 για τις λεπτομέρειες εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης στις θαλάσσιες μεταφορές (ΕΕ αριθ. L 378 της 31. 12. 1986, σ. 4) 7 κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3975/87 του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 1987 για τις λεπτομέρειες εφαρμογής των περί ανταγωνισμού κανόνων στις επιχειρήσεις εναέριων μεταφορών (ΕΕ αριθ. L 374 της 31. 12. 1987, σ. 1).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Α. ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ι. Κάθετες συμφωνίες (βλέπε Β.Ι και Β.ΙΙ)

Κανονισμός αριθ. 19/65/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 2ης Μαρτίου 1965 σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85 (3) της συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 1965-66, σ. 35).

ΙΙ. Οριζόντιες συμφωνίες (βλέπε Β.ΙΙΙ παρακάτω)

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2821/71 του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1971 σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85 (3) της συνθήκης σε κατηγορίες συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 1971-ΙΙΙ, σ. 1032), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2743/72 της 19ης Δεκεμβρίου 1972 (ΕΕ ειδ. έκδ. 1972, της 28-30. 12. 1972, σ. 60).

Β. ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΧΟΡΗΓΗΣΕΩΣ ΑΠΑΛΛΑΓΩΝ ΚΑΤΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Ι. Συμφωνίες διανομής

1. Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1983/83 της Επιτροπής της 22ας Ιουνίου 1983 σχετικά με τις αποκλειστικές συμφωνίες διανομής (ΕΕ αριθ. L 173 της 30. 6. 1983, σ. 1, διορθωτικό ΕΕ αριθ. L 281 της 13. 10. 1983, σ. 24).

2. Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1984/83 της Επιτροπής της 22ας Ιουνίου 1983 σχετικά με τις συμφωνίες αποκλειστικής προμήθειας (ΕΕ αριθ. L 173 της 30. 6. 1983, σ. 5).

3. Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τους κανονισμούς της Επιτροπής (ΕΟΚ) αριθ. 1983/83 και (ΕΟΚ) αριθ. 1984/83 της 22ας Ιουνίου 1983 σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης σε κατηγορίες συμφωνιών αποκλειστικής διανομής και αποκλειστικής προμήθειας (ΕΕ αριθ. C 101 της 13. 4. 1984, σ. 2).

4. Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 123/85 της Επιτροπής της 12ης Δεκεμβρίου 1984 σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΚ, σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών διανομής και εξυπηρέτησης των πελατών πριν και μετά την πώληση αυτοκινήτων (ΕΕ αριθ. L 15 της 8. 1. 1985, σ. 16).

5. Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 123/85 της Επιτροπής της 12ης Δεκεμβρίου 1984 σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΚ, σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών διανομής και εξυπηρέτησης των πελατών πριν και μετά την πώληση αυτοκινήτων (ΕΕ αριθ. L 15 της 10. 1. 1985, σ. 2).

6. Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις διευκρινίσεις σχετικά με τις δραστηριότητες των μεσαζόντων κατά την πώληση αυτοκινήτων (ΕΕ αριθ. C 329 της 10. 12. 1991, σ. 20).

ΙΙ. Συμφωνίες

1. Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2349/84 της Επιτροπής της 23ης Ιουλίου 1984 σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΚ σε κατηγορίες συμφωνιών που αφορούν την άδεια εκμετάλλευσης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (ΕΕ αριθ. L 219 της 16. 8. 1984, σ. 15, διορθωτικό ΕΕ αριθ. L 280 της 22. 10. 1985, σ. 32).

2. Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 4087/88 της Επιτροπής της 30ής Νοεμβρίου 1988 για την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΚ σε κατηγορίες συμφωνιών Franchise (ΕΕ αριθ. L 359 της 20. 12. 1988, σ. 46).

3. Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 556/89 της Επιτροπής της 30ής Νοεμβρίου 1988 σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΚ σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών που αφορούν την άδεια εκμετάλλευσης τεχνογνωσίας (ΕΕ αριθ. L 61 της 4. 3. 1989, σ. 1).

ΙΙΙ. Συμφωνίες συνεργασίας

1. Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 417/85 της Επιτροπής της 19ης Δεκεμβρίου 1984 σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΚ σε κατηγορίες συμφωνιών εξειδίκευσης (ΕΕ αριθ. L 53 της 22. 2. 1985, σ. 1).

2. Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 418/85 της Επιτροπής της 19ης Δεκεμβρίου 1984 σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΚ σε κατηγορίες συμφωνιών έρευνας και ανάπτυξης (ΕΕ αριθ. L 53 της 22. 2. 1985, σ. 5).

Top