EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 02002D0733-20130124

Consolidated text: Απόφαση της Επιτροπής της 30ής Μαΐου 2002 σχετικά με τις τεχνικές προδιαγραφές διαλειτουργικότητας του υποσυστήματος συντήρησης του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 της οδηγίας 96/48/ΕΚ [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2002) 1949] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (2002/733/ΕΚ)

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2002/733/2013-01-24

2002D0733 — EL — 24.01.2013 — 001.001


Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

►B

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 30ής Μαΐου 2002

σχετικά με τις τεχνικές προδιαγραφές διαλειτουργικότητας του υποσυστήματος συντήρησης του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 της οδηγίας 96/48/ΕΚ

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2002) 1949]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2002/733/ΕΚ)

(ΕΕ L 245, 12.9.2002, p.280)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  No

page

date

►M1

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 23ης Ιουλίου 2012

  L 217

1

14.8.2012


Διορθώνεται από:

►C1

Διορθωτικό, ΕΕ L 275, 11.10.2002, σ. 8  (733/2002)




▼B

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 30ής Μαΐου 2002

σχετικά με τις τεχνικές προδιαγραφές διαλειτουργικότητας του υποσυστήματος συντήρησης του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 της οδηγίας 96/48/ΕΚ

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2002) 1949]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2002/733/ΕΚ)



Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 96/48/ΕΚ του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 1996, σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας ( 1 ), και ιδίως το άρθρο 6 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο γ) της οδηγίας 96/48/ΕΚ, το διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας υποδιαιρείται σε διαρθρωτικά ή λειτουργικά υποσυστήματα. Τα εν λόγω υποσυστήματα περιγράφονται στο παράρτημα II της οδηγίας.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 της οδηγίας, κάθε υποσύστημα αποτελεί αντικείμενο μιας τεχνικής προδιαγραφής διαλειτουργικότητας (ΤΠΔ).

(3)

Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 της οδηγίας, τα σχέδια των ΤΔΠ καταρτίζονται από τον αντιπροσωπευτικό κοινό οργανισμό.

(4)

Η επιτροπή που συστάθηκε δυνάμει του άρθρου 21 της οδηγίας 96/48/ΕΚ, όρισε την Ευρωπαϊκή Ένωση για τη Σιδηροδρομική Διαλειτουργικότητα (AEIF) ως αντιπροσωπευτικό κοινό οργανισμό σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο η) της οδηγίας.

(5)

Η AEIF έλαβε την εντολή να καταρτίσει σχέδιο ΤΠΔ για το υποσύστημα ενέργειας σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 της οδηγίας. Η εντολή συντάχθηκε με τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 21 παράγραφος 2 της οδηγίας.

(6)

Η AEIF κατήρτισε το σχέδιο ΤΠΔ, μαζί με εισαγωγική έκθεση που περιλάμβανε ανάλυση κόστους-οφέλους, όπως προβλέπει το άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας.

(7)

Το σχέδιο ΤΠΔ εξετάσθηκε από αντιπροσώπους των κρατών μελών, στο πλαίσιο της επιτροπής που συστάθηκε δυνάμει της οδηγίας, με βάση την εισαγωγική έκθεση.

(8)

Όπως ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 96/48/ΕΚ, οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να επιτευχθεί η διακοινοτική διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας αφορούν στο σχέδιο, στην κατασκευή, στη διευθέτηση και στην εκμετάλλευση της υποδομής και του τροχαίου υλικού που χρησιμοποιούνται για τη λειτουργία του συστήματος αυτού και πρέπει να τεθούν σε λειτουργία μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας. Όσον αφορά στις υποδομές και στο τροχαίο υλικό που τελούν ήδη εν λειτουργία κατά την ημερομηνία θέσης σε ισχύ της εν λόγω ΤΠΔ, η ΤΠΔ πρέπει να ισχύσει από τη στιγμή έναρξης των εργασιών για τις υποδομές αυτές. Ωστόσο, ο βαθμός στον οποίο θα ισχύσει η ΤΠΔ θα κυμαίνεται ανάλογα με το πεδίο και την έκταση των προβλεπόμενων έργων, καθώς και ανάλογα με το κόστος και τα οφέλη που προκύπτουν από τις επιδιωκόμενες εφαρμογές. Για να συνδράμουν αυτά τα επιμέρους έργα στην επίτευξη πλήρους διαλειτουργικότητας, χρειάζεται να υποστηριχθούν από μια αναλυτική στρατηγική στην εφαρμογή τους. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ αναβάθμισης, ανανέωσης και αντικατάστασης στο πλαίσιο της συντήρησης.

(9)

Αναγνωρίζεται ότι η οδηγία 96/48/ΕΚ και οι ΤΔΠ δεν ισχύουν για την ανανέωση και την αντικατάσταση στο πλαίσιο της συντήρησης. Επιθυμείται ωστόσο να ισχύσουν οι ΤΔΠ για την ανανέωση — όπως θα συμβεί με τις ΤΔΠ για το συμβατικό σιδηροδρομικό σύστημα βάσει της οδηγίας 2001/16/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2001, για τη διαλειτουργικότητα του συμβατικού διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος. Ελλείψει υποχρεωτικής απαίτησης και λαμβανομένης υπόψη της έκτασης των έργων ανανέωσης, τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να εφαρμόζουν, εφόσον μπορούν, τις ΤΔΠ στην ανανέωση και την αντικατάσταση στο πλαίσιο της συντήρησης.

(10)

Στην παρούσα έκδοσή της, η ΤΠΔ, η οποία αποτελεί αντικείμενο της παρούσας απόφασης, καλύπτει τα ειδικά χαρακτηριστικά του συστήματος μεγάλης ταχύτητας· κατά κανόνα, δεν πραγματεύεται τις κοινές πτυχές του σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας και του συμβατικού σιδηροδρομικού συστήματος. Η διαλειτουργικότητα του δεύτερου συστήματος αποτελεί αντικείμενο άλλης οδηγίας ( 2 ). Δεδομένου ότι ο έλεγχος της διαλειτουργικότητας γίνεται κατ' αναφορά προς τις ΤΠΔ, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 96/48/ΕΚ, κατά τη μεταβατική περίοδο από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης έως τη δημοσίευση των αποφάσεων έκδοσης των ΤΔΠ για το συμβατικό σιδηροδρομικό σύστημα, πρέπει να καθορισθούν οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται επιπλέον της συνημμένης ΤΠΔ. Για τους λόγους αυτούς, κάθε κράτος οφείλει να ενημερώνει τα λοιπά κράτη μέλη και την Επιτροπή σχετικά με τους τεχνικούς κανόνες που εφαρμόζονται προκειμένου να επιτευχθεί η διαλειτουργικότητα και να πληρούνται οι βασικές απαιτήσεις της οδηγίας 96/48/ΕΚ. Εκτός αυτού, δεδομένου ότι οι εν λόγω κανόνες είναι εθνικοί, κάθε κράτος μέλος οφείλει να ενημερώνει τα λοιπά κράτη μέλη και την Επιτροπή σχετικά με τους οργανισμούς που επιλέγει για τη διεξαγωγή της διαδικασίας αξιολόγησης της συμμόρφωσης και καταλληλότητας χρήσης, καθώς και της διαδικασίας ελέγχου που εφαρμόζεται για την επαλήθευση των υποσυστημάτων κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 96/48/ΕΚ. Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν, εφόσον είναι δυνατόν, τις αρχές και τα κριτήρια που προβλέπονται στην οδηγία 96/48/ΕΚ για την εφαρμογή του άρθρου 16 παράγραφος 2 στην περίπτωση των εν λόγω εθνικών κανόνων. Όσον αφορά στους οργανισμούς που έχουν επιφορτισθεί με την εφαρμογή των ως άνω διαδικασιών, τα κράτη μέλη αξιοποιούν, εφόσον είναι δυνατόν, τους οργανισμούς που κοινοποιούνται δυνάμει του άρθρου 20 της οδηγίας 96/48/ΕΚ. Η Επιτροπή πραγματοποιεί ανάλυση αυτών των πληροφοριών (εθνικοί κανόνες, διαδικασίες, φορείς επιφορτισμένοι με την εφαρμογή διαδικασιών, διάρκεια αυτών των διαδικασιών) και, κατά περίπτωση, συζητά με την επιτροπή την αναγκαιότητα λήψης τυχόν μέτρων.

(11)

Η ΤΠΔ που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας απόφασης, δεν επιβάλλει χρήση συγκεκριμένων τεχνολογιών ή τεχνικών λύσεων εκτός των περιπτώσεων στις οποίες αυτό είναι απολύτως απαραίτητο για τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού δικτύου μεγάλης ταχύτητας.

(12)

Η ΤΠΔ που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας απόφασης, βασίζεται στη εμπειρογνωμοσύνη που είναι διαθέσιμη έως την κατάρτιση του αντίστοιχου σχεδίου. Οι εξέλιξη των τεχνολογικών ή κοινωνικών απαιτήσεων καθιστά αναγκαία την τροποποίηση ή τη συμπλήρωση της παρούσας ΤΠΔ. Κατά περίπτωση, κινείται διαδικασία αναθεώρησης ή αναπροσαρμογής, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 της οδηγίας 96/48/ΕΚ.

(13)

Σε ορισμένες περιπτώσεις, η ΤΠΔ, η οποία αποτελεί αντικείμενο της παρούσας απόφασης, παρέχει τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ διαφόρων λύσεων, καθιστώντας δυνατή την εφαρμογή οριστικών ή μεταβατικών διαλειτουργικών λύσεων, συμβατών με την υφιστάμενη κατάσταση. Επιπλέον, η οδηγία 96/48/ΕΚ προβλέπει ειδικές διατάξεις εφαρμογής σε ορισμένες περιπτώσεις. Εκτός αυτού, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7 της οδηγίας, πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να μην εφαρμόζουν ορισμένες τεχνικές προδιαγραφές. Για το λόγο αυτό, είναι απαραίτητη η δημοσίευση και η ετήσια ενημέρωση από τα κράτη μέλη, ενός μητρώου υποδομών και μητρώου τροχαίου υλικού. Τα μητρώα αυτά αναφέρουν τα κύρια χαρακτηριστικά (π.χ. τις βασικές παραμέτρους) και τη συνάφειά τους με τα χαρακτηριστικά που ορίζουν οι σχετικές ΤΠΔ. Προς το σκοπό αυτό, η ΤΠΔ, η οποία αποτελεί αντικείμενο της παρούσας απόφασης, ορίζει επακριβώς τις πληροφορίες που πρέπει να αναφέρονται στα μητρώα.

(14)

Η εφαρμογή της ΤΠΔ, η οποία αποτελεί αντικείμενο της παρούσας απόφασης, πρέπει να λαμβάνει υπόψη ειδικά κριτήρια για την τεχνική και τη λειτουργική συμβατότητα μεταξύ των υποδομών και του τροχαίου υλικού που πρόκειται να τεθούν σε λειτουργία, καθώς και του δικτύου στο οποίο οι εν λόγω υποδομές και το τροχαίο υλικό πρόκειται να ενταχθούν. Αυτές οι απαιτήσεις συμβατότητας προϋποθέτουν σύνθετη τεχνική και οικονομική ανάλυση η οποία πρέπει να πραγματοποιείται περιπτωσιολογικά. Στην ανάλυση πρέπει να λαμβάνονται υπόψη:

 οι διασυνδέσεις μεταξύ των διαφόρων συστημάτων που αναφέρονται στην οδηγία 96/48/ΕΚ,

 οι διάφορες κατηγορίες γραμμών και τροχαίου υλικού που αναφέρονται στην ως άνω οδηγία, και

 το τεχνικό και λειτουργικό περιβάλλον του υφιστάμενου δικτύου.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι ουσιαστική η χάραξη στρατηγικής για την εφαρμογή της ΤΠΔ που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας απόφασης, η οποία πρέπει να υποδεικνύει τα τεχνικά στάδια μετάβασης από τις συνθήκες του υπάρχοντος δικτύου σε μια κατάσταση στην οποία το δίκτυο θα είναι διαλειτουργικό.

(15)

Η επιτροπή που έχει συσταθεί δυνάμει της οδηγίας 96/48/ΕΚ είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:



Άρθρο 1

Η ΤΠΔ σχετικά με το υποσύστημα «ενέργειας» του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 της οδηγίας 96/48/ΕΚ εγκρίνεται από την Επιτροπή. Η ΤΠΔ παρατίθεται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης. Η ΤΔΠ είναι πλήρως εφαρμόσιμη στην υποδομή του διευρωπαϊκού δικτύου μεγάλης ταχύτητας, όπως ορίζει το παράρτημα I της οδηγίας 96/48/ΕΚ, λαμβανομένων υπόψη των άρθρων 2 και 3 στη συνέχεια.

Άρθρο 2

1.  Όσον αφορά στις πτυχές της συνημμένης ΤΠΔ που είναι κοινές στο σύστημα μεγάλης ταχύτητας και το συμβατικό σιδηροδρομικό σύστημα, τις οποίες όμως δεν καλύπτει η συνημμένη ΤΠΔ, οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για τον έλεγχο της διαλειτουργικότητας κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 96/48/ΕΚ, συνίστανται στους ισχύοντες τεχνικούς κανόνες που εφαρμόζονται στο κράτος μέλος, το οποίο επιτρέπει να τεθεί σε λειτουργία το υποσύστημα στο οποίο αναφέρεται η παρούσα απόφαση.

2.  Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στα λοιπά κράτη μέλη και στην Επιτροπή, εντός έξι μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης:

 τον κατάλογο των ισχυόντων τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1,

 τη διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης και ελέγχου που πρόκειται να εφαρμοσθούν όσον αφορά στην εφαρμογή των κανόνων αυτών,

 τους οργανισμούς τους οποίους επιφορτίζει με την εφαρμογή αυτών των διαδικασιών αξιολόγησης και ελέγχου της συμμόρφωσης.

Άρθρο 3

1.  Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, νοούνται ως:

 «αναβάθμιση»: σοβαρές εργασίες μεταβολής ενός υποσυστήματος ή τμήματος ενός υποσυστήματος, οι οποίες τροποποιούν τις επιδόσεις του υποσυστήματος,

 «ανανέωση»: σοβαρές εργασίες αντικατάστασης ενός υποσυστήματος ή τμήματος ενός υποσυστήματος, οι οποίες δεν τροποποιούν τις επιδόσεις του υποσυστήματος,

 «αντικατάσταση στο πλαίσιο συντήρησης»: η αντικατάσταση στοιχείων με τμήματα πανομοιότυπης λειτουργίας και επιδόσεων στο πλαίσιο προληπτικής ή διορθωτικής συντήρησης.

2.  Σε περίπτωση ανανέωσης ή αναδιευθέτησης, ο συμβαλλόμενος φορέας υποβάλλει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος φάκελο περιγραφής του έργου. Το κράτος μέλος εξετάζει το φάκελο και, λαμβάνοντας υπόψη τη στρατηγική εφαρμογής που αναφέρεται στο κεφάλαιο 7 της συνημμένης ΤΔΠ, αποφασίζει (εφόσον χρειάζεται) εάν η κλίμακα του έργου απαιτεί νέα έγκριση για τη θέση σε λειτουργία βάσει του άρθρου 14 της οδηγίας 96/48/ΕΚ. Η εν λόγω έγκριση της θέσης σε λειτουργία απαιτείται όταν οι προβλεπόμενες εργασίες έχουν ουσιαστικές επιπτώσεις στο επίπεδο ασφάλειας.

Όταν απαιτείται νέα έγκριση για θέση σε λειτουργία βάσει του άρθρου 14 της οδηγίας 96/48/ΕΚ, το κράτος μέλος αποφασίζει εάν:

α) το έργο προϋποθέτει πλήρη εφαρμογή της ΤΔΠ, οπότε στην περίπτωση αυτή το υποσύστημα θα υπόκειται στη διαδικασία ΕΚ ελέγχου της οδηγίας 96/48/ΕΚ· ή

β) δεν είναι ακόμη δυνατή η πλήρης εφαρμογή της ΤΔΠ. Στην περίπτωση αυτή, το υποσύστημα δεν θα είναι πλήρως σύμφωνο προς την ΤΔΠ και η διαδικασία ΕΚ ελέγχου της οδηγίας 96/48/ΕΚ θα έχει ως αντικείμενο μόνον τα μέρη της ΤΔΠ που εφαρμόσθηκαν.

Σε αυτές τις δύο περιπτώσεις, το κράτος μέλος ενημερώνει την επιτροπή που έχει συσταθεί βάσει της οδηγίας 96/48/ΕΚ για το φάκελο ο οποίος περιέχει τα μέρη της ΤΔΠ που εφαρμόσθηκαν και το βαθμό διαλειτουργικότητας που επιτυγχάνεται.

3.  Σε περίπτωση ανανέωσης και αντικατάστασης στο πλαίσιο της συντήρησης, η εφαρμογή της συνημμένης ΤΠΔ είναι προαιρετική.

Άρθρο 4

Τα σχετικά μέρη της σύστασης 2001/290/ΕΚ της Επιτροπής ( 3 ) για τις βασικές παραμέτρους του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας δεν φέρουν αποτέλεσμα από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συνημμένης ΤΠΔ.

Άρθρο 5

Η συνημμένη ΤΠΔ αρχίζει να ισχύει έξι μήνες μετά την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 6

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΔΙΑΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΥΠΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ «ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ»

▼C1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1.

1.1.

1.2.

1.3.

2.

2.1.

2.2.

2.2.1.

2.2.2.

2.2.3.

2.2.4.

2.3.

2.3.1.

2.3.2.

2.3.3.

2.3.4.

3.

3.1.

3.2.

3.3.

3.3.1.

3.3.2.

3.3.3.

3.3.4.

3.3.5.

3.4.

4.

4.1.

4.1.1.

4.1.2.

4.2.

4.2.1.

4.2.2.

4.2.3.

4.3.

4.3.1.

4.3.2.

4.3.3.

5.

5.1.

5.2.

5.3.

5.3.1.

5.3.2.

5.3.3.

6.

6.1.

6.1.1.

6.1.2.

6.2.

6.2.1.

6.2.2.

7.

7.1.

7.2.

7.3.

7.3.1.

7.3.2.

7.3.3.

7.3.4.

7.3.5.

7.3.6.

7.3.7.

7.3.8.

7.3.9.

7.3.10.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ B

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ε

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΤ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ζ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Η

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΒ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΓ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΔ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΕ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΣΤ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΖ

▼B

1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.1.   Τεχνικό πεδίο εφαρμογής

Η παρούσα ΤΠΔ αφορά στο υποσύστημα «ενέργειας», το οποίο αποτελεί ένα από τα υποσυστήματα που αναφέρονται στο παράρτημα II.1 της οδηγίας 96/48/ΕΚ.

Η παρούσα ΤΠΔ αποτελεί στοιχείο μιας ομάδας έξι ΤΠΔ, οι οποίες καλύπτουν το σύνολο των οκτώ υποσυστημάτων που ορίζονται στην οδηγία. Οι προδιαγραφές που αφορούν στα υποσυστήματα «χρηστών» και «περιβάλλοντος», τα οποία απαιτούνται για τη διασφάλιση της διαλειτουργικότητας του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας σύμφωνα με τις βασικές απαιτήσεις, αναφέρονται στις σχετικές ΤΠΔ.

Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το υποσύστημα ενέργειας παρέχονται στο κεφάλαιο 2.

1.2.   Γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής

Το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της παρούσας ΤΠΔ είναι το διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας, όπως περιγράφεται στο παράρτημα I της οδηγίας 96/48/ΕΚ.

Αναφορά πρέπει να γίνει ιδίως στις γραμμές του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού δικτύου που περιγράφονται στην απόφαση αριθ. 1692/96/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1996, σχετικά με τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για την ανάπτυξη του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών ή σε οποιαδήποτε ενημέρωση αυτής της απόφασης ως αποτέλεσμα της αναθεώρησης που προβλέπεται στο άρθρο 21 της εν λόγω απόφασης.

1.3.   Περιεχόμενο της παρούσας ΤΠΔ

Σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 και με το παράρτημα I σημείο 1 στοιχείο β) της οδηγίας 96/48/ΕΚ, η παρούσα ΤΠΔ:

α) διευκρινίζει τις βασικές απαιτήσεις των υποσυστημάτων και των διασυνδέσεών τους (κεφάλαιο 3)·

β) καθορίζει τις βασικές παραμέτρους που περιγράφονται στο παράρτημα II σημείο 3 της ως άνω οδηγίας και απαιτούνται για την ικανοποίηση των βασικών απαιτήσεων (κεφάλαιο 4)·

γ) καθορίζει τους όρους που πρέπει να πληρούνται για να επιτυγχάνονται οι επιδόσεις για καθεμία από τις ακόλουθες κατηγορίες γραμμών (κεφάλαιο 4):

 κατηγορία I: γραμμές που κατασκευάζονται ή πρόκειται να κατασκευασθούν ειδικά για μεγάλη ταχύτητα και διαθέτουν κατάλληλο εξοπλισμό ώστε να επιτρέπουν ταχύτητες εν γένει ίσες προς ή μεγαλύτερες από 250 km/h,

 κατηγορία II: γραμμές που έχουν αναβαθμιστεί ή πρόκειται να αναβαθμιστούν ειδικά για μεγάλη ταχύτητα και διαθέτουν εξοπλισμό για ταχύτητες της τάξης των 200 km/h,

 κατηγορία III: γραμμές που έχουν αναβαθμιστεί ειδικά για μεγάλη ταχύτητα ειδικού τύπου λόγω δυσκολιών σχετιζομένων με την τοπογραφία, τη διαμόρφωση του εδάφους ή το αστικό περιβάλλον, των οποίων η ταχύτητα πρέπει να προσαρμόζεται κατά περίπτωση·

δ) καθορίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής σε ειδικές περιπτώσεις (κεφάλαιο 7)·

ε) προσδιορίζει τα στοιχεία διαλειτουργικότητας και τις διασυνδέσεις που πρέπει να αποτελούν αντικείμενο ευρωπαϊκών προδιαγραφών, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών προτύπων, που χρειάζονται για την επίτευξη διαλειτουργικότητας του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας, τηρουμένων των βασικών απαιτήσεων (κεφάλαιο 5)·

στ) αναφέρει, σε κάθε προβλεπόμενη περίπτωση, τις ενότητες, όπως ορίζονται στην απόφαση 93/465/ΕΟΚ ή, ενδεχομένως, τις συγκεκριμένες διαδικασίες που πρέπει να εφαρμόζονται για την αξιολόγηση είτε της συμμόρφωσης, είτε της καταλληλότητας χρήσης των στοιχείων διαλειτουργικότητας, καθώς και τον έλεγχο «ΕΚ» των υποσυστημάτων (κεφάλαιο 6).

2.   ΟΡΙΣΜΟΣ / ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΥΠΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

2.1.   Πεδίο εφαρμογής

Το υποσύστημα ενέργειας του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας αποτελείται από το σύνολο των μόνιμων που απαιτούνται για τον εφοδιασμό, τηρουμένων των βασικών απαιτήσεων, των αμαξοστοιχιών από μονοφασικά ή τριφασικά δίκτυα υψηλής τάσης.

Το υποσύστημα ενέργειας αποτελείται από:

υποσταθμούς : Οι υποσταθμοί συνδέονται στην πρωτεύουσα πλευρά τους στο δίκτυο υψηλής τάσης με μετασχηματισμό της υψηλής τάσης σε τάση ή/και μετατροπή σε κατάλληλο για τις αμαξοστοιχίες σύστημα ενέργειας. Η δευτερεύουσα πλευρά των υποσταθμών συνδέεται με τις αλυσοειδείς,

σημεία διαχωρισμού : Ηλεκτρολογικός εξοπλισμός εγκαταστημένος σε ενδιάμεσα σημεία μεταξύ των υποσταθμών για την τροφοδοσία και τον παραλληλισμό των αλυσοειδών και την προστασία, τη μόνωση, τη βοηθητική παροχή και την αντιστάθμιση,

αλυσοειδείς : Οι αλυσοειδείς διανέμουν την ενέργεια στις αμαξοστοιχίες που κινούνται στη διαδρομή και τη μεταδίδουν σε αυτές μέσω των παντογράφων. Η αλυσοειδής φέρει επίσης χειροκίνητους ή τηλεχειριζόμενους αποζεύκτες, οι οποίοι απαιτούνται για την απομόνωση τμημάτων ή ομάδων των αλυσοειδών ανάλογα με τις λειτουργικές ανάγκες. Στις αλυσοειδείς περιλαμβάνονται επίσης γραμμές τροφοδότησης παντός τύπου,

κύκλωμα επιστροφής ρεύματος : Για το ρεύμα έλξης χρησιμοποιούνται σιδηροτροχιές, οι οποίες συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τη γη, και αγωγούς επιστροφής για την επιστροφή του στους υποσταθμούς. Συνεπώς, όσον αφορά την εν λόγω πτυχή, το κύκλωμα επιστροφής ρεύματος αποτελεί μέρος του υποσυστήματος ενέργειας,

παντογράφο : Παρά το γεγονός ότι είναι εγκαταστημένοι επί κινούμενου τροχαίου υλικού, οι παντογράφοι αποτελούν σημαντικές συσκευές, η ορθή λειτουργία των οποίων συνδέεται άμεσα με την αλυσοειδή. Συνεπώς, θεωρούνται μέρος του υποσυστήματος ενέργειας.

Οι ακόλουθες πτυχές του υποσυστήματος ενέργειας αφορούν τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας:

 σύστημα ηλεκτροδότησης,

 αλυσοειδείς και παντογράφοι,

 αλληλεπίδραση μεταξύ των παντογράφων και του εξοπλισμού της αλυσοειδούς,

 όρια μεταξύ των γραμμών μεγάλης ταχύτητας, των αναβαθμισμένων γραμμών και των γραμμών σύνδεσης.

2.2.   Ορισμός του υποσυστήματος

2.2.1.   Σύστημα ηλεκτροδότησης

Όπως κάθε ηλεκτρική συσκευή, η μονάδα έλξης είναι σχεδιασμένη ώστε να λειτουργεί κατά το δέοντα τρόπο με ονομαστική τάση και ονομαστική συχνότητα που εφαρμόζονται στους ακροδέκτες της, οι οποίοι είναι οι παντογράφοι και οι τροχοί. Πρέπει να ορίζονται οι διακυμάνσεις και τα όρια αυτών των παραμέτρων προκειμένου να εξασφαλίζονται οι αναμενόμενες επιδόσεις των αμαξοστοιχιών.

Για τη λειτουργία των αμαξοστοιχιών μεγάλης ταχύτητας απαιτείται αντίστοιχα υψηλή ισχύς. Συνεπώς, προκειμένου για την τροφοδοσία των αμαξοστοιχιών με τις ελάχιστες δυνατές απώλειες απαιτείται αύξηση της τάσης του συστήματος τροφοδοσίας και μείωση της έντασης του ρεύματος από την οποία προκύπτουν απώλειες λόγω της αντίστασης. Το σύστημα ενέργειας πρέπει να σχεδιασθεί κατά τρόπον ώστε κάθε αμαξοστοιχία να τροφοδοτείται με την απαραίτητη ισχύ. Συνεπώς, η κατανάλωση ενέργειας κάθε αμαξοστοιχίας και το πρόγραμμα εκμετάλλευσης αποτελούν σημαντικές πτυχές όσον αφορά τις επιδόσεις.

Οι σύγχρονες αμαξοστοιχίες χρησιμοποιούν συστήματα πέδησης με ανάκτηση, τα οποία επιστρέφουν ενέργεια στην παροχή, ώστε να περιορίζεται η συνολική κατανάλωση ενέργειας. Κατά συνέπεια, στο σύστημα ενέργειας πρέπει επίσης να υπάρχει πρόβλεψη για πέδηση με ανάκτηση.

Σε κάθε ηλεκτρικό σύστημα ενδέχεται να προκύψουν βραχυκυκλώματα και άλλες προβλήματα δυσλειτουργίας. Το σύστημα ηλεκτροδότησης πρέπει να είναι σχεδιασμένο κατά τρόπον ώστε ο έλεγχος του υποσυστήματος να ανιχνεύει αυτά τα σφάλματα άμεσα και να ενεργοποιεί μέτρα για την αντιμετώπιση του ρεύματος βραχυκύκλωσης και την απομόνωση του ελαττωματικού τμήματος του κυκλώματος. Ύστερα από αυτά τα συμβάντα, το σύστημα ηλεκτροδότησης πρέπει να είναι σε θέση να αποκαθιστά την τροφοδοσία προς όλες τις εγκαταστάσεις το συντομότερο δυνατό, για τη συνέχιση της εκμετάλλευσης.

2.2.2.   Αλυσοειδής και παντογράφος

Από την άποψη της διαλειτουργικότητας, η γεωμετρία του εξοπλισμού της αλυσοειδούς και των παντογράφων αποτελεί σημαντική πτυχή. Όσον αφορά τη γεωμετρική αλληλεπίδραση, πρέπει να καθορίζονται το ύψος του σύρματος επαφής υπεράνω των σιδηροτροχιών, η πλευρική μετατόπιση υπό συνθήκες άπνοιας και υπό την πίεση του ανέμου, καθώς και η δύναμη επαφής. Ιδιαίτερη σημασία για τον παντογράφο έχει επίσης η γεωμετρία της κεφαλής λήψης που διασφαλίζει την ορθή αλληλεπίδραση με την αλυσοειδή, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη την ενδεχόμενη ταλάντωση των οχημάτων.

2.2.3.   Αλληλεπιδράσεις μεταξύ των αλυσοειδών και των παντογράφων

Με τις μεγάλες ταχύτητες που προβλέπονται για το διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας, η αλληλεπίδραση μεταξύ της αλυσοειδούς και του παντογράφου αποτελεί ιδιαιτέρως σημαντική πτυχή για την αξιόπιστη μετάδοση της ενέργειας, χωρίς να δημιουργούνται σημαντικά προβλήματα στις σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις και στο περιβάλλον. Αυτή η αλληλεπίδραση προσδιορίζεται κυρίως απο:

 στατικές και αεροδυναμικές προσπάθειες ανάλογα με τη φύση της ταινίας επαφής του παντογράφου και το σχεδιασμό των παντογράφων,

 τη συμβατότητα του υλικού της ταινίας επαφής με το σύρμα επαφής όσον αφορά τον περιορισμό της φθοράς των εν λόγω στοιχείων,

 τη δυναμική συμπεριφορά και τις επιδράσεις στην ποιότητα της λήψης, καθώς και από το στόχο της συνεχούς, αδιάλειπτης και απρόσκοπτης τροφοδότησης,

 την προστασία του παντογράφου και του εξοπλισμού της αλυσοειδούς σε περίπτωση θραύσης της ταινίας λήψης του παντογράφου,

 τον αριθμό των παντογράφων εν λειτουργία και την απόσταση μεταξύ αυτών που έχουν ουσιαστικό αντίκτυπο στην ποιότητα της λήψης, καθώς κάθε παντογράφος μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία των άλλων στην ίδια αλυσοειδή.

2.2.4.   Όρια μεταξύ γραμμών μεγάλης ταχύτητας και άλλων γραμμών

Οι γραμμές μεγάλης ταχύτητας πρέπει να συνδεθούν με αναβαθμισμένες γραμμές ή γραμμές σύνδεσης. Η θέση των ορίων μεταξύ αυτών των τύπων γραμμής επηρεάζει την τροφοδοσία και το σύστημα της αλυσοειδούς. Συνεπώς αποτελεί πτυχή που πρέπει να εξετασθεί στο πλαίσιο της ΤΠΔ ενέργειας.

2.3.   Διασυνδέσεις με άλλα υποσυστήματα και εντός του υποσυστήματος

2.3.1.   Εισαγωγή

Το υποσύστημα ενέργειας συνδέεται σε πολλά σημεία με τα λοιπά υποσυστήματα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας για την επίτευξη των προβλεπόμενων επιδόσεων διαλειτουργικότητας. Αυτές οι σχέσεις καλύπτονται με τον ορισμό των διασυνδέσεων και των κριτηρίων επιδόσεων.

2.3.2.   Διασυνδέσεις που αφορούν το σύστημα ηλεκτροδότησης

 Η τάση και η συχνότητα, καθώς και το επιτρεπτό εύρος τους, διασυνδέονται με το υποσύστημα τροχαίου υλικού.

 Η εγκαταστημένη στις γραμμές ισχύς και ο καθορισμένος συντελεστής ισχύος προσδιορίζουν τις επιδόσεις του διαλειτουργικού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας και αποτελούν διασύνδεση με το υποσύστημα τροχαίου υλικού.

 Η πέδηση με ανάκτηση περιορίζει την κατανάλωση ενέργειας και αποτελεί διασύνδεση με το υποσύστημα τροχαίου υλικού.

 Οι μόνιμες ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις και ο επί των αμαξοστοιχιών εξοπλισμός έλξης χρήζουν προστασίας από βραχυκυκλώματα μέσω κατάλληλων συσκευών των υποσταθμών. Η ενεργοποίηση των διακοπτών κυκλώματος των υποσταθμών και των αμαξοστοιχιών πρέπει να είναι συντονισμένη. Για το λόγο αυτό, η ηλεκτρική προστασία αποτελεί διασύνδεση με το υποσύστημα τροχαίου υλικού.

 Οι ηλεκτρικές παρεμβολές και οι εκπομπές αρμονικών αποτελούν διασυνδέσεις με τα υποσυστήματα τροχαίου υλικού και ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης.

2.3.3.   Διασυνδέσεις που αφορούν τον εξοπλισμό των αλυσοειδών και τους παντογράφους

 Στην περίπτωση των γραμμών μεγάλης ταχύτητας, πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στο ύψος του σύρματος επαφής, ώστε να αποφεύγεται η υπερβολική φθορά του σύρματος επαφής. Το ύψος του σύρματος επαφής αποτελεί διασύνδεση με τα υποσυστήματα υποδομής και τροχαίου υλικού.

 Για τη διέλευση από τα όρια των συστημάτων ηλεκτροδότησης χωρίς γεφύρωση των διαφορετικών συστημάτων πρέπει να καθορισθεί ο αριθμός και η διάταξη των παντογράφων επί των αμαξοστοιχιών. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν διασύνδεση με το υποσύστημα τροχαίου υλικού.

 Η ενδεχόμενη ταλάντωση των οχημάτων και των παντογράφων αποτελεί διασύνδεση με τα υποσυστήματα τροχαίου υλικού και υποδομής.

2.3.4.   Διασυνδέσεις που αφορούν της αλληλεπιδράσεις μεταξύ των αλυσοειδών και των παντογράφων

 Η ποιότητα της λήψης ρεύματος εξαρτάται από τον αριθμό των εν λειτουργία παντογράφων και την απόσταση μεταξύ αυτών. Η διάταξη των παντογράφων αποτελεί διασύνδεσης με το υποσύστημα τροχαίου υλικού.

3.   ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

3.1.   Συμμόρφωση προς τις βασικές απαιτήσεις

Βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 96/48/ΕΚ, το διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας, τα υποσυστήματά του και τα στοιχεία διαλειτουργικότητάς του πρέπει να πληρούν τις βασικές προϋποθέσεις που ορίζονται σε αδρές γραμμές στο παράρτημα III της οδηγίας.

3.2.   Πτυχές των βασικών απαιτήσεων

Οι βασικές απαιτήσεις αφορούν:

 την ασφάλεια,

 την αξιοπιστία και τη διαθεσιμότητα,

 την υγεία,

 την προστασία του περιβάλλοντος,

 την τεχνική συμβατότητα.

Σύμφωνα με την οδηγία 96/48/ΕΚ, οι βασικές απαιτήσεις δύνανται να ισχύσουν γενικά για το συνολικό διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας ή ειδικά για συγκεκριμένες πτυχές κάθε υποσυστήματος και των στοιχείων του.

3.3.   Ειδικές πτυχές του υποσυστήματος ενέργειας

3.3.1.   Ασφάλεια

Σύμφωνα με το παράρτημα III της οδηγίας 96/48/ΕΚ, οι βασικές απαιτήσεις του υποσυστήματος ενέργειας όσον αφορά την ασφάλεια είναι οι ακόλουθες:

1.1.1.  Ο σχεδιασμός, η κατασκευή, η συντήρηση και η επιτήρηση των στοιχείων που είναι καίρια για την ασφάλεια και, ειδικότερα, των στοιχείων που συμμετέχουν στην κυκλοφορία των τρένων πρέπει να εγγυώνται την ασφάλεια στο επίπεδο που αντιστοιχεί προς τους στόχους που έχουν καθοριστεί για το δίκτυο, ακόμα και υπό τις καθορισμένες αντίξοες συνθήκες.

1.1.2.  Οι παράμετροι που υπεισέρχονται στην επαφή τροχού-τροχιάς πρέπει να πληρούν τα κριτήρια σταθερότητας κύλισης που είναι αναγκαία ώστε να εξασφαλίζεται κυκλοφορία με πλήρη ασφάλεια υπό την επιτρεπόμενη μέγιστη ταχύτητα.

1.1.3.  Τα χρησιμοποιούμενα στοιχεία πρέπει να ανθίστανται στις καθοριζόμενες συνήθεις ή εξαιρετικές καταπονήσεις κατά τη διάρκεια της λειτουργίας τους. Οι τυχαίες βλάβες τους πρέπει, με τη χρησιμοποίηση ενδεδειγμένων μέσων, να έχουν περιορισμένες συνέπειες επί της ασφαλείας.

1.1.4.  Ο σχεδιασμός των μόνιμων εγκαταστάσεων και του τροχαίου υλικού, καθώς και η επιλογή των χρησιμοποιουμένων υλικών πρέπει να γίνονται έτσι ώστε να περιορίζεται η εκδήλωση, η διάδοση και τα αποτελέσματα της φωτιάς και του καπνού σε περίπτωση πυρκαγιάς.

1.1.5.  Οι διατάξεις με προορισμό το χειρισμό από τους χρήστες πρέπει να είναι σχεδιασμένες κατά τρόπο ώστε να μην τίθεται σε κίνδυνο η ασφάλειά τους σε περίπτωση προβλεπτών χρήσεων που δεν είναι σύμφωνες προς τις αναγραφόμενες οδηγίες.

Στην περίπτωση του υποσυστήματος ενέργειας δεν λαμβάνονται υπόψη οι πτυχές που αναφέρονται στις παραγράφους 1.1.2 και 1.1.5 ανωτέρω.

Προκειμένου να πληρούνται οι ανωτέρω βασικές απαιτήσεις 1.1.1, 1.1.3 και 1.1.4, το υποσύστημα ενέργειας σχεδιάζεται και κατασκευάζεται κατά τρόπον ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4.2.2.2, 4.2.3.3, 4.3.1.2, 4.3.1.8, 4.3.2.1, 4.3.2.2 και 4.3.2.4 του κεφαλαίου 4 και τα στοιχεία διαλειτουργικότητας να πληρούν τις απαιτήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 5.3.1.1, 5.3.2.1, 5.3.2.4 και 5.3.3.2 του κεφαλαίου 5. Οι βασικές απαιτήσεις πληρούνται εφόσον πιστοποιείται η συμμόρφωση με τις διατάξεις των κεφαλαίων 4 και 5.

Οι ακόλουθες βασικές απαιτήσεις σχετικά με την ασφάλεια σύμφωνα με το παράρτημα III της οδηγίας 96/48/ΕΚ αφορούν ειδικά το υποσύστημα ενέργειας:

2.2.1.  Η λειτουργία των εγκαταστάσεων ενεργειακής τροφοδότησης δεν πρέπει να θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια ούτε των τρένων μεγάλης ταχύτητας, ούτε των προσώπων (χρηστών, προσωπικού εκμετάλλευσης, περίοικων και τρίτων).

Προκειμένου να πληρούται η ανωτέρω βασική απαίτηση 2.2.1, το υποσύστημα ενέργειας σχεδιάζεται και κατασκευάζεται κατά τρόπον ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4.1.1, 4.2.2.2, 4.2.2.3, 4.2.2.7, 4.2.2.9, 4.3.1.2, 4.3.1.5, 4.3.1.7, 4.3.2.1, 4.3.2.2 και 4.3.2.4 του κεφαλαίου 4 και τα στοιχεία διαλειτουργικότητας να πληρούν τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5.3.1.1 του κεφαλαίου 5. Οι βασικές απαιτήσεις πληρούνται εφόσον πιστοποιείται η συμμόρφωση με τις διατάξεις των κεφαλαίων 4 και 5.

3.3.2.   Αξιοπιστία, διαθεσιμότητα και δυνατότητα συντήρησης

Σύμφωνα με το παράρτημα III της οδηγίας 96/48/ΕΚ, οι βασικές απαιτήσεις του υποσυστήματος ενέργειας όσον αφορά την αξιοπιστία, τη διαθεσιμότητα και τη δυνατότητα συντήρησης είναι οι εξής:

1.2.  Η επιτήρηση και η συντήρηση των σταθερών ή των κινητών στοιχείων που συμμετέχουν στην κυκλοφορία των τρένων πρέπει να οργανώνονται, να διενεργούνται και να εκτιμώνται ποσοτικά κατά τρόπο ώστε να διατηρείται η λειτουργία τους υπό τις προβλεπόμενες συνθήκες.

Προκειμένου να πληρούται η ανωτέρω βασική απαίτηση 1.2, το υποσύστημα ενέργειας σχεδιάζεται και κατασκευάζεται κατά τρόπον ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4.3.1.9 και 4.3.2.6 του κεφαλαίου 4. Οι βασικές απαιτήσεις πληρούνται εφόσον πιστοποιείται η συμμόρφωση με τις διατάξεις του κεφαλαίου 4.

3.3.3.   Υγεία των προσώπων

Σύμφωνα με το παράρτημα III της οδηγίας 96/48/ΕΚ, οι βασικές απαιτήσεις του υποσυστήματος ενέργειας όσον αφορά την υγεία των προσώπων είναι οι εξής:

1.3.1.  Τα υλικά που ενδέχεται, με τον τρόπο χρησιμοποίησής τους, να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία των προσώπων που έχουν πρόσβαση σε αυτά δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται στη σιδηροδρομική υποδομή.

1.3.2.  Η επιλογή, οι εφαρμογές και η χρησιμοποίηση των υλικών αυτών πρέπει να γίνονται κατά τρόπο ώστε να περιορίζονται οι εκπομπές επιβλαβών και επικινδύνων καπνών ή αερίων, ειδικότερα σε περίπτωση πυρκαγιάς.

Προκειμένου να πληρούνται οι ανωτέρω βασικές απαιτήσεις 1.3.1 και 1.3.2, το υποσύστημα ενέργειας σχεδιάζεται και κατασκευάζεται κατά τρόπον ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4.2.2.2, 4.2.3.2, 4.2.3.3, 4.3.1.2, 4.3.1.8, 4.3.1.10, 4.3.2.2 και 4.3.2.4 του κεφαλαίου 4 και τα στοιχεία διαλειτουργικότητας να πληρούν τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5.3.3.2 του κεφαλαίου 5. Οι βασικές απαιτήσεις πληρούνται εφόσον πιστοποιείται η συμμόρφωση με τις διατάξεις των κεφαλαίων 4 και 5.

3.3.4.   Προστασία του περιβάλλοντος

Σύμφωνα με το παράρτημα III της οδηγίας 96/48/ΕΚ, οι βασικές απαιτήσεις του υποσυστήματος ενέργειας όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος είναι οι εξής:

1.4.1.  Κατά το σχεδιασμό του συστήματος, πρέπει να εκτιμώνται και να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις για το περιβάλλον λόγω της εγκατάστασης και της εκμετάλλευσης του σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας, σύμφωνα με τις εν ισχύι κοινοτικές διατάξεις.

1.4.2.  Πρέπει να αποφεύγεται να εκπέμπονται από τα υλικά που χρησιμοποιούνται στην υποδομή επιβλαβείς και επικίνδυνοι για το περιβάλλον καπνοί ή αέρια, ιδίως σε περίπτωση πυρκαγιάς.

1.4.3.  Το τροχαίο υλικό και τα συστήματα ενεργειακής τροφοδότησης πρέπει να είναι σχεδιασμένα και κατασκευασμένα κατά τρόπον ώστε να είναι συμβατά, από ηλεκτρομαγνητική άποψη, με τις εγκαταστάσεις, εξοπλισμό και δημόσια ή ιδιωτικά δίκτυα με τα οποία ενδέχεται να υπάρξει παρεμβολή.

Στην περίπτωση του υποσυστήματος ενέργειας δεν λαμβάνονται υπόψη οι πτυχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1.4.2 ανωτέρω.

Προκειμένου να πληρούνται οι ανωτέρω βασικές απαιτήσεις 1.4.1 και 1.4.3, το υποσύστημα ενέργειας σχεδιάζεται και κατασκευάζεται κατά τρόπον ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4.2.3.2, 4.2.3.3 και 4.3.1.5 του κεφαλαίου 4. Οι βασικές απαιτήσεις πληρούνται εφόσον πιστοποιείται η συμμόρφωση με τις διατάξεις του κεφαλαίου 4.

Οι ακόλουθες βασικές απαιτήσεις σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος σύμφωνα με το παράρτημα III της οδηγίας 96/48/ΕΚ αφορούν ειδικά το υποσύστημα ενέργειας:

2.2.2.  Η λειτουργία των εγκαταστάσεων ενεργειακής τροφοδότησης δεν πρέπει να διαταράσσει το περιβάλλον πέραν των καθορισμένων ορίων.

Προκειμένου να πληρούται η ανωτέρω βασική απαίτηση 2.2.2, το υποσύστημα ενέργειας σχεδιάζεται και κατασκευάζεται κατά τρόπον ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4.2.3.2 και 4.3.1.5 του κεφαλαίου 4. Οι βασικές απαιτήσεις πληρούνται εφόσον πιστοποιείται η συμμόρφωση με τις διατάξεις του κεφαλαίου 4.

3.3.5.   Τεχνική συμβατότητα

Σύμφωνα με το παράρτημα III της οδηγίας 96/48/ΕΚ, οι βασικές απαιτήσεις του υποσυστήματος ενέργειας όσον αφορά την τεχνική συμβατότητα είναι οι εξής:

1.5.  Τα τεχνικά χαρακτηριστικά της υποδομής και των μόνιμων εγκαταστάσεων πρέπει να είναι συμβατά και μεταξύ τους και με τα χαρακτηριστικά των τρένων που πρόκειται να κυκλοφορούν στο διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας.

Όταν είναι δύσκολο να τηρηθούν τα χαρακτηριστικά αυτά σε ορισμένα μέρη του δικτύου, θα μπορούσαν να τεθούν σε εφαρμογή προσωρινές λύσεις που να εγγυώνται τη μελλοντική συμβατότητα.

Προκειμένου να πληρούται η ανωτέρω βασική απαίτηση 1.5, το υποσύστημα ενέργειας σχεδιάζεται και κατασκευάζεται κατά τρόπον ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4.1.1, 4.1.2, 4.2.2.1, 4.2.2.3, 4.2.2.4, 4.2.2.5, 4.2.2.6, 4.2.2.7, 4.2.2.8, 4,2.2.9, 4.2.2.10, 4.2.2.11, 4.2.2.12, 4.3.1.1, 4.3.1.3, 4.3.1.4, 4.3.2.1, 4.3.2.3, 4.3.2.5 και 4.3.3 του κεφαλαίου 4 και τα στοιχεία διαλειτουργικότητας να πληρούν τις απαιτήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 5.3.1.2, 5.3.1.3, 5.3.1.4, 5.3.1.5, 5.3.1.6, 5.3.1.8, 5.3.2.2, 5.3.2.3, 5.3.2.4, 5.3.2.5, 5.3.2.6, 5.3.2.7, 5.3.2.9, 5.3.3.1, 5.3.3.2, 5.3.3.3 και 5.3.3.4 του κεφαλαίου 5. Οι βασικές απαιτήσεις πληρούνται εφόσον πιστοποιείται η συμμόρφωση με τις διατάξεις των κεφαλαίων 4 και 5.

Οι ακόλουθες βασικές απαιτήσεις σχετικά με την ασφάλεια σύμφωνα με το παράρτημα III της οδηγίας 96/48/ΕΚ αφορούν ειδικά το υποσύστημα ενέργειας:

2.2.3.  Τα συστήματα τροφοδότησης με ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιούνται στο διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας πρέπει:

  να επιτρέπουν στα τρένα να επιτυγχάνουν τις καθορισμένες επιδόσεις,

  να είναι συμβατά με τα συστήματα λήψης ρεύματος που είναι εγκατεστημένα στα τρένα.

Προκειμένου να πληρούται η ανωτέρω βασική απαίτηση 2.2.3, το υποσύστημα ενέργειας σχεδιάζεται και κατασκευάζεται κατά τρόπον ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4.1.1, 4.1.2.1, 4.1.2.2, 4.1.2.3, 4.3.1.1, 4.3.1.3, 4.3.2.1, 4.3.2.3 και 4.3.2.5 του κεφαλαίου 4 και τα στοιχεία διαλειτουργικότητας να πληρούν τις απαιτήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 5.3.1.1, 5.3.1.2, 5.3.1.4, 5.3.2.1, 5.3.2.5, 5.3.3.1 και 5.3.3.5 του κεφαλαίου 5. Οι βασικές απαιτήσεις πληρούνται εφόσον πιστοποιείται η συμμόρφωση με τις διατάξεις των κεφαλαίων 4 και 5.

3.4.   Έλεγχος της συμμόρφωσης

Η επαλήθευση της συμμόρφωσης του υποσυστήματος υποδομής και των στοιχείων του με τις βασικές απαιτήσεις διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις που προβλέπονται στην οδηγία 96/48/ΕΚ και τις προδιαγραφές του κεφαλαίου 6 και των σχετικών παραρτημάτων Α έως Γ της παρούσας ΤΠΔ.

4.   ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΥΠΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Το διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας που αποτελεί το αντικείμενο της οδηγίας 96/48/ΕΚ, και στο οποίο ανήκει το υποσύστημα, είναι ένα ολοκληρωμένο σύστημα του οποίου η συνοχή πρέπει να ελέγχεται κυρίως στο επίπεδο των βασικών παραμέτρων, των διασυνδέσεων και των επιδόσεων, με στόχο τη διασφάλιση της διαλειτουργικότητας του συστήματος ως προς τις βασικές απαιτήσεις.

4.1.   Βασικές παράμετροι του υποσυστήματος ενέργειας

4.1.1.   Τάση και συχνότητα

Οι σιδηροδρομικές υπηρεσίες χρήζουν τυποποίησης των τιμών τάσης και συχνότητας όπως ορίζονται για τους σκοπούς της διαλειτουργικότητας. Στον πίνακα 4.1 παρατίθενται οι τιμές τάσης και συχνότητας που ισχύουν για κάθε κατηγορία γραμμής.



Πίνακας 4.1

Τάσεις και συχνότητες

Τάση και συχνότητα

Κατηγορία γραμμής

Γραμμές σύνδεσης

Αναβαθμισμένες γραμμές

Γραμμές μεγάλης ταχύτητας

Εναλλασσόμενο ρεύμα 25 kV 50 Hz

X

X

X

Εναλλασσόμενο ρεύμα 15 kV 16,7 Hz

X

X

 (1)

Συνεχές ρεύμα 3 kV

X

X

 (2)

Συνεχές ρεύμα 1,5 kV

X

X

-

(1)   Στις χώρες που διαθέτουν δίκτυα τα οποία επί του παρόντος ηλεκτροδοτούνται με εναλλασσόμενο ρεύμα 15 kV 16,7 Hz, το σύστημα αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για νέες γραμμές. Το ίδιο σύστημα μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε γειτονικές χώρες, όταν η χρήση του μπορεί να αιτιολογηθεί οικονομικά.

(2)   Η παροχή συνεχούς ρεύματος 3 kV μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην Ιταλία και στην Ισπανία για υφιστάμενες γραμμές και τμήματα νέων γραμμών στις οποίες οι συρμοί κυκλοφορούν με ταχύτητα 250 χιλιόμετρα/ώρα, στις περιπτώσεις στις οποίες η ηλεκτροδότηση με εναλλασσόμενο ρεύμα 25 kV 50 Hz ενδεχομένως θα ήταν επιβλαβής για τον εξοπλισμό σηματοδότησης επί του εδάφους και επί των συρμών σε υφιστάμενες γραμμές πλησίον της νέας γραμμής.

▼M1

Η τάση στην είσοδο/έξοδο του υποσταθμού και στον παντογράφο πληροί τις διατάξεις του παραρτήματος ΙΔ της παρούσας ΤΠΔ. Η συχνότητα της τάσης συμμορφώνεται με το παράρτημα ΙΔ της παρούσας ΤΠΔ. Για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης, βλέπε παράρτημα ΙΔ.4.

▼B

4.1.2.   Αλυσοειδής και παντογράφος

Οι μελλοντικές γραμμές μεγάλης ταχύτητας, αναβαθμισμένες γραμμές και γραμμές σύνδεσης πρέπει να διαθέτουν μόνο έναν τύπο κεφαλής λήψης ρεύματος για το σύνολο των αμαξοστοιχιών που κυκλοφορούν σε αυτές. Για την υλοποίηση αυτής της προσέγγισης, όλες οι μελλοντικές αμαξοστοιχίες μεγάλης ταχύτητας θα χρησιμοποιούν παντογράφους με κεφαλή λήψης 1 600 mm. Το σύνολο του νέου εξοπλισμού μεγάλης ταχύτητας εναλλασσόμενου ρεύματος πρέπει να πληροί τις διατάξεις των παραγράφων 4.1.2.1 και 4.1.2.3 αντίστοιχα. Το αυτό ισχύει επίσης για αναβαθμισμένες γραμμές και γραμμές σύνδεσης εναλλασσόμενου και συνεχούς ρεύματος.

4.1.2.1.   Γεωμετρία αλυσοειδούς για συστήματα εναλλασσόμενου ρεύματος

Το ύψος του σύρματος επαφής υπεράνω των σιδηροτροχιών, η κλίση του σύρματος επαφής σε σχέση με τη γραμμή και η πλευρική μετατόπιση του σύρματος επαφής υπό την επίδραση πλευρικών ανέμων προσδιορίζουν τη διαλειτουργικότητα του δικτύου μεγάλης ταχύτητας. Τα επιτρεπτά στοιχεία παρατίθενται στον πίνακα 4.2.



Πίνακας 4.2

Γεωμετρία αλυσοειδών για συστήματα εναλλασσόμενου ρεύματος

Αριθ.

Περιγραφή

Γραμμές σύνδεσης

Αναβαθμισμένες γραμμές

Γραμμές μεγάλης ταχύτητας

1

Ονομαστικό ύψος του σύρματος επαφής (mm)

Μεταξύ 5 000 και 5 750 (1) (2) (3)

Μεταξύ 5 000 και 5 500 (1) (3)

5 080 ή 5 300 (3)

2

Επιτρεπτή κλίση του σύρματος επαφής σε σχέση με τη γραμμή και διακύμανση της κλίσης

EN 50119, έκδοση 2001, παράγραφος 5.2.8.2

Δεν είναι αποδεκτές προβλεπόμενες κλίσεις

3

Επιτρεπτή πλευρική μετατόπιση του σύρματος επαφής υπό την επίδραση πλευρικών ανέμων (mm) (3)

≤ 400

(1)   Για τις γραμμές σύνδεσης που προορίζονται για μεικτή εμπορευματική και επιβατική κυκλοφορία, για τη λειτουργία ρυμουλκούμενων οχημάτων με υπερβολικό περιτύπωμα, το ύψος του σύρματος επαφής δύναται να είναι μεγαλύτερο, υπό την προϋπόθεση ότι ο παντογράφος είναι κατάλληλος για τη λήψη ρεύματος με την καθορισμένη ποιότητα, η δε ανάπτυξη του παντογράφου είναι επαρκής σύμφωνα με την παράγραφο 5.3.2.5.

(2)   Σε ισόπεδες διαβάσεις, το ύψος του σύρματος επαφής καθορίζεται σύμφωνα με τις εθνικές οδηγίες.

(3)   Το ύψος του σύρματος επαφής και η ταχύτητα του ανέμου που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ορίζονται στο μητρώο υποδομών που ορίζεται στο παράρτημα Δ της παρούσας ΤΠΔ.

Η γεωμετρία της αλυσοειδούς πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις του παραρτήματος Η.3.1 της παρούσας ΤΠΔ.

4.1.2.2.   Γεωμετρία αλυσοειδούς για συστήματα συνεχούς ρεύματος

Τα στοιχεία που προσδιορίζουν τη γεωμετρία των αλυσοειδών για συστήματα συνεχούς ρεύματος του διαλειτουργικού διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού δικτύου ορίζονται στον πίνακα 4.3.



Πίνακας 4.3

Γεωμετρία αλυσοειδών για συστήματα συνεχούς ρεύματος

Αριθ.

Περιγραφή

Γραμμές σύνδεσης

Αναβαθμισμένες γραμμές

1

Ονομαστικό ύψος του σύρματος επαφής (mm)

Μεταξύ 5 000 και 5 600 (1) (2) (3) (4)

Μεταξύ 5 000 και 5 500 (3) (4)

2

Επιτρεπτή κλίση του σύρματος επαφής σε σχέση με τη γραμμή και διακύμανση της κλίσης

EN 50119, έκδοση 2001, παράγραφος 5.2.8.2

3

Επιτρεπτή πλευρική μετατόπιση του σύρματος επαφής υπό την επίδραση πλευρικών ανέμων (mm) (4)

≤ 400

(1)   Για τις γραμμές σύνδεσης που προορίζονται για μεικτή εμπορευματική και επιβατική κυκλοφορία, για τη λειτουργία ρυμουλκούμενων οχημάτων με υπερβολικό περιτύπωμα, το ύψος του σύρματος επαφής δύναται να είναι μεγαλύτερο, υπό την προϋπόθεση ότι ο παντογράφος είναι κατάλληλος για τη λήψη ρεύματος με την καθορισμένη ποιότητα, η δε ανάπτυξη του παντογράφου είναι επαρκής σύμφωνα με την παράγραφο 5.3.2.5.

(2)   Σε ισόπεδες διαβάσεις, το ύψος του σύρματος επαφής καθορίζεται σύμφωνα με τις εθνικές οδηγίες.

(3)   Για τις γραμμές του δικτύου της Ιταλίας που μνημονεύονται στην υποσημείωση (2) του πίνακα 4.1, το ύψος του σύρματος επαφής κυμαίνεται μεταξύ 5 000 mm και 5 300 mm. Οι άλλες τιμές ισχύουν για άλλους τύπους γραμμών.

(4)   Το ύψος του σύρματος επαφής και η ταχύτητα του ανέμου που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ορίζονται στο μητρώο υποδομών που ορίζεται στο παράρτημα Δ της παρούσας ΤΠΔ.

Η γεωμετρία της αλυσοειδούς πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις του παραρτήματος I.3.1 της παρούσας ΤΠΔ.

4.1.2.3.   Γεωμετρία της κεφαλής λήψης των παντογράφων

Για την επίτευξη της διαλειτουργικότητας ορίζονται το πλάτος και το εύρος λειτουργίας της κεφαλής λήψης των παντογράφων, το πλάτος των ταινιών επαφής και η διατομή της κεφαλής λήψης. Στον πίνακα 4.4 καθορίζονται στοιχεία για συστήματα εναλλασσόμενου και συνεχούς ρεύματος. Η διατομή της κεφαλής λήψης των παντογράφων απεικονίζεται στο σχήμα 4.1.



Πίνακας 4.4

Γεωμετρία της κεφαλής λήψης των παντογράφων για συστήματα εναλλασσόμενου και συνεχούς ρεύματος

Αριθ.

Περιγραφή

Όλες οι κατηγορίες γραμμών

1

Πλάτος κεφαλής λήψης παντογράφου (mm)

1 600

2

Διατομή κεφαλής λήψης παντογράφου

Βλέπε σχήμα 4.1

3

Λοιπές απαιτήσεις για συστήματα εναλλασσόμενου ρεύματος

Βλέπε παράρτημα H.3.2 της παρούσας ΤΠΔ

4

Λοιπές απαιτήσεις για συστήματα συνεχούς ρεύματος

Βλέπε παράρτημα I.3.2 της παρούσας ΤΠΔ

image

1 Κέρας από μονωτικό υλικό

2 Ελάχιστο μήκος ταινίας επαφής

3 Προβλεπόμενο μήκος

4 Εύρος λειτουργίας της κεφαλής λήψης

5 Πλάτος της κεφαλής λήψης

4.2.   Διασυνδέσεις του υποσυστήματος ενέργειας

4.2.1.   Κατάλογος διασυνδέσεων

4.2.1.1.   Διασυνδέσεις με το υποσύστημα υποδομής

 Περιτυπώματα

 Προστασία από ηλεκτροπληξία (γείωση και σωμάτωση)

4.2.1.2.   Διασυνδέσεις με το υποσύστημα ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης

 Αρμονικές, επίδραση στα συστήματα σηματοδότησης και εσωτερικής επικοινωνίας

 Σήματα ελέγχου που απαιτούνται για τμήματα διαχωρισμού φάσης και συστήματος

4.2.1.3.   Διασυνδέσεις με το υποσύστημα τροχαίου υλικού

 Δυναμική περιβάλλουσα καμπύλη οχήματος

 Περιορισμός της μέγιστης κατανάλωσης ενέργειας

 Ρεύμα εν στάσει

 Τάση και συχνότητα

 Συντονισμός της ηλεκτρικής προστασίας

 Διάταξη των παντογράφων

 Διέλευση από τμήματα διαχωρισμού φάσης

 Διέλευση από τμήματα διαχωρισμού συστήματος

 Ρύθμιση δύναμης επαφής των παντογράφων

4.2.1.4.   Κοινά κριτήρια επιδόσεων με το υποσύστημα τροχαίου υλικού

 Συντελεστής ισχύος

 Πέδηση με ανάκτηση

 Χαρακτηριστικά αρμονικών και σχετικές υπερτάσεις στην αλυσοειδή

4.2.2.   Χαρακτηριστικά στοιχεία των διασυνδέσεων

4.2.2.1.   Περιτυπώματα

Στο περιτύπωμα της υποδομής πρέπει να συνυπολογίζεται ο χώρος που απαιτείται για τη διέλευση των παντογράφων σε επαφή με τον εξοπλισμό της αλυσοειδούς, καθώς και για την εγκατάσταση του εξοπλισμού της αλυσοειδούς. Οι διαστάσεις των σηράγγων και άλλων τεχνικών έργων πρέπει να είναι αμοιβαία συμβατές με τη γεωμετρία του εξοπλισμού της αλυσοειδούς και τη δυναμική περιβάλλουσα καμπύλη του παντογράφου (στο παράρτημα H παράγραφος H.3.6 της παρούσας ΤΠΔ καθορίζεται η δυναμική περιβάλλουσα καμπύλη των παντογράφων.) Ο χώρος που απαιτείται για την εγκατάσταση του εξοπλισμού της αλυσοειδούς ορίζεται από τον αναθέτοντα φορέα. Η επαλήθευση συμμόρφωσης διενεργείται στο πλαίσιο της αξιολόγησης του υποσυστήματος υποδομής.

4.2.2.2.   Γείωση και σωμάτωση, προστασία από την ηλεκτροπληξία

Στο πλαίσιο του υποσυστήματος υποδομής εφαρμόζεται γενικό σύστημα γείωσης κατά μήκος της διαδρομής προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις προστασίας από ηλεκτροπληξία που καθορίζονται στο πρότυπο EN 50 122-1. Η προστασία από ηλεκτροπληξία κατά τη λειτουργία και υπό συνθήκες βλάβης επιτυγχάνεται με τον περιορισμό των τάσεων επαφής στα αποδεκτά επίπεδα που ορίζει το πρότυπο EN 50 122-1, έκδοση 1997, παράγραφος 7. Προκειμένου να αποδεικνύεται η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις πρέπει να παρέχονται τα αποτελέσματα των ερευνών που διεξάγει ο αναθέτων φορέας καθώς και οι αντίστοιχες ειδικές διατάξεις. Η επαλήθευση συμμόρφωσης διενεργείται στο πλαίσιο της αξιολόγησης του υποσυστήματος υποδομής.

4.2.2.3.   Αρμονικές, επίδραση στα συστήματα σηματοδότησης και εσωτερικής επικοινωνίας

Οι αρμονικές που παράγονται από το τροχαίο υλικό επηρεάζουν το υποσύστημα ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης μέσω του υποσυστήματος ενέργειας. Κατά συνέπεια, το ζήτημα αυτό εξετάζεται στο πλαίσιο του υποσυστήματος ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης. Το υποσύστημα ενέργειας δεν απαιτεί τη διενέργεια ελέγχου συμμόρφωσης.

▼M1

4.2.2.4.   Δυναμική περιβάλλουσα οχήματος

Η κατασκευή του τεχνικού εξοπλισμού εναέριας γραμμής συμμορφώνεται με τη δυναμική περιβάλλουσα του οχήματος. Το περιτύπωμα που πρέπει να επιλεγεί εξαρτάται από την κατηγορία γραμμής. Η αξιολόγηση της συμμόρφωσης εκτελείται στο πλαίσιο του υποσυστήματος Ενέργεια.

4.2.2.5.   Περιορισμός της μέγιστης κατανάλωσης ενέργειας

Η εγκαταστημένη ισχύς σε γραμμή υψηλών ταχυτήτων και σε αναβαθμισμένη ή συνδετήρια γραμμή καθορίζει την επιτρεπόμενη ενεργειακή κατανάλωση αμαξοστοιχιών. Συνεπώς, εγκαθίστανται εποχούμενες συσκευές περιορισμού έντασης ρεύματος όπως περιγράφεται στο παράρτημα ΙΕ της παρούσας ΤΠΔ. Η αξιολόγηση εκτελείται στο πλαίσιο αξιολόγησης του υποσυστήματος Τροχαίο υλικό.

▼B

4.2.2.6.   Περιορισμός του ρεύματος που λαμβάνεται από τις αμαξοστοιχίες εν στάσει

Στην περίπτωση των συστημάτων συνεχούς ρεύματος 1,5 kV και 3,0 kV, η ένταση ρεύματος εν στάσει περιορίζεται στα 300 A και στα 200 A αντίστοιχα, ανά παντογράφο. Ο έλεγχος της συμμόρφωσης διενεργείται στο πλαίσιο της αξιολόγησης του υποσυστήματος τροχαίου υλικού.

4.2.2.7.   Τάση και συχνότητα

Οι αμαξοστοιχίες πρέπει να είναι σε θέση να λειτουργούν εντός του εύρους των τάσεων και των συχνοτήτων που αναφέρεται στην παράγραφο 4.1.1 και καθορίζεται στο παράρτημα ΙΔ της παρούσας ΤΠΔ. Ο έλεγχος της συμμόρφωσης διενεργείται στο πλαίσιο της αξιολόγησης του υποσυστήματος τροχαίου υλικού.

4.2.2.8.   Συντονισμός της ηλεκτρικής προστασίας

▼M1

Ο συντονισμός μεταξύ της ηλεκτρικής προστασίας υποσταθμών και της ηλεκτρικής προστασίας ελκτικών μονάδων είναι αναγκαίος για τη βέλτιστη αντιμετώπιση βραχυκυκλωμάτων. (Οι ισχύουσες απαιτήσεις περιέχονται στο παράρτημα E της παρούσας ΤΠΔ).

▼B

Ο έλεγχος συμμόρφωσης διενεργείται στο πλαίσιο της αξιολόγησης του υποσυστήματος ενέργειας όσον αφορά το σχεδιασμό και τη λειτουργία των υποσταθμών, και στο πλαίσιο του υποσυστήματος τροχαίου υλικού όσον αφορά τον εξοπλισμό των μονάδων έλξης.

4.2.2.9.   Διάταξη των παντογράφων

Η διάταξη των παντογράφων επί των αμαξοστοιχιών προσδιορίζεται από το μέγιστο μήκος των συρμών. Η μέγιστη απόσταση μεταξύ των παντογράφων είναι κάτω των 400 m. Επιπλέον, η απόσταση μεταξύ τριών διαδοχικών παντογράφων πρέπει να υπερβαίνει τα 143 m. Ο αποδεκτός αριθμός παντογράφων και η απόσταση μεταξύ τους εξαρτώνται επίσης από τις δυναμικές επιδόσεις. Στην περίπτωση συστημάτων ενεργειακής τροφοδότησης εναλλασσόμενου ρεύματος, οι παντογράφοι δεν πρέπει να συνδέονται ηλεκτρικά. Γίνεται αναφορά στο παράρτημα H, παράγραφος H.3.5 της παρούσας ΤΠΔ.

Ο έλεγχος συμμόρφωσης διενεργείται στο πλαίσιο της αξιολόγησης του υποσυστήματος τροχαίου υλικού.

4.2.2.10.   Διέλευση από τμήματα διαχωρισμού φάσης

Οι αμαξοστοιχίες πρέπει να είναι σε θέση να κινούνται μεταξύ δύο γειτονικών τμημάτων χωρίς γεφύρωση των δύο φάσεων.

Πρέπει να παρέχονται τα κατάλληλα μέσα για την επανεκκίνηση μιας αμαξοστοιχίας που έχει ακινητοποιηθεί σε τμήμα διαχωρισμού φάσης. Για τους σκοπούς του σχεδιασμού γίνεται αναφορά στο παράρτημα H παράγραφος H.3.3 της παρούσας ΤΠΔ.

▼M1 —————

▼B

Η κατανάλωση ενέργειας (έλξη και βοηθητικές παροχές) των αμαξοστοιχιών μηδενίζεται κατά την είσοδο σε τμήματα διαχωρισμού φάσης. Αυτό γίνεται αυτόματα, χωρίς παρέμβαση του μηχανοδηγού. Δεν είναι απαραίτητη η ανάσυρση των παντογράφων.

Οι απαιτήσεις σχετικά με το σχεδιασμό του υποσυστήματος ενέργειας είναι οι εξής:

Για μελλοντικές γραμμές μπορούν να υιοθετηθούν δύο τύποι τμημάτων διαχωρισμού φάσης.

 Ένας τύπου διαχωρισμού φάσης όπου όλοι οι παντογράφοι των διαλειτουργικών αμαξοστοιχιών μέγιστου μήκους βρίσκονται εντός του ουδέτερου τμήματος. Στην περίπτωση αυτή δεν τίθεται περιορισμός για τη διάταξη και την απόσταση μεταξύ των παντογράφων των αμαξοστοιχιών. Το μήκος του ουδέτερου τμήματος είναι τουλάχιστον 402 m. Για αναλυτικά στοιχεία όσον αφορά τις απαιτήσεις βλέπε παράρτημα H, παράγραφος H.3.3 της παρούσας ΤΠΔ.

 Ένα τμήμα διαχωρισμού φάσης μικρότερου μήκους, με περιορισμό όσον αφορά τη διάταξη των παντογράφων των αμαξοστοιχιών απεικονίζεται στο παράρτημα H, παράγραφος H.3.3 της παρούσας ΤΠΔ. Το συνολικό μήκος αυτού του τμήματος διαχωρισμού είναι μικρότερο από 142 m. Η χρήση αυτού του τύπου προϋποθέτει ότι η απόσταση μεταξύ τριών διαδοχικών παντογράφων εν λειτουργία υπερβαίνει τα 143 m.

Για υφιστάμενες γραμμές θα μπορούσαν να υιοθετηθούν διάφορες λύσεις βασισμένες στην αποδεκτή διάταξη των παντογράφων των αμαξοστοιχιών, ανάλογα με τις δυνατότητες προγραμματισμού των διαδρομών, τις απαιτούμενες επιδόσεις και τις επενδύσεις που είναι αποδεκτές για τον αναθέτοντα φορέα. Εάν ο σχεδιασμός των υφιστάμενων τμημάτων διαχωρισμού φάσης δεν επιτρέπει τη διέλευση διαλειτουργικών αμαξοστοιχιών μεγάλης ταχύτητας, τότε ο αναθέτων φορέας οφείλει να παρέχει κατάλληλες εναλλακτικές διαδικασίες ή σχεδιάσεις.

▼M1 —————

▼B

Ο έλεγχος της συμμόρφωσης του σχεδιασμού των τμημάτων διαχωρισμού φάσης διενεργείται στο πλαίσιο της αξιολόγησης του υποσυστήματος ενέργειας.

Οι απαιτήσεις για τα υποσυστήματα ελέγχου-χειρισμού και τροχαίου υλικού είναι οι εξής:

Στις γραμμές μεγάλης ταχύτητας, το υποσύστημα ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης πρέπει να επιτρέπει την αυτόματη λειτουργία του τροχαίου υλικού πριν και μετά τα τμήματα διαχωρισμού φάσης. Ο εξοπλισμός των μονάδων έλξης πρέπει να ενεργοποιείται εγκαίρως πριν από ένα τμήμα διαχωρισμού φάσης, λαμβανομένης υπόψη της μέγιστης επιτρεπτής ταχύτητας κυκλοφορίας. Για τον έλεγχο της συμμόρφωσης διεξάγονται κοινές δοκιμές λειτουργίας στο πλαίσιο των υποσυστημάτων τροχαίου υλικού και ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης.

4.2.2.11.   Διέλευση από τμήματα διαχωρισμού συστήματος

Γενικά

Οι αμαξοστοιχίες πρέπει να είναι σε θέση να κινούνται μεταξύ δύο γειτονικών διαφορετικών συστημάτων ενεργειακής τροφοδότησης χωρίς γεφύρωση των δύο συστημάτων. Οι απαιτούμενες ενέργειες εξαρτώνται από τον τύπο των δύο συστημάτων ενεργειακής τροφοδότησης, καθώς και από τη διάταξη των παντογράφων επί των αμαξοστοιχιών και την ταχύτητα κυκλοφορίας.

Για τη διέλευση των αμαξοστοιχιών από τα τμήματα διαχωρισμού φάσης παρέχονται δύο δυνατότητες:

(1) με τους παντογράφους σε θέση ανύψωσης και σε επαφή με το σύρμα επαφής·

(2) με τους παντογράφους σε θέση ανάσυρσης χωρίς να είναι σε επαφή με το σύρμα επαφής.

▼M1

Η επιλογή πρέπει να γίνεται από τον αναθέτοντα φορέα.

▼B

Οι απαιτήσεις σχετικά με το σχεδιασμό του υποσυστήματος ενέργειας είναι οι εξής:

  Παντογράφοι σε θέση ανύψωσης

 Όταν οι αμαξοστοιχίες διέρχονται από τμήματα διαχωρισμού φάσης με τους παντογράφους σε θέση ανύψωσης και σε επαφή με το σύρμα επαφής, ισχύουν οι ακόλουθες συνθήκες:

 

(1) Ο λειτουργικός σχεδιασμός του τμήματος διαχωρισμού συστήματος καθορίζεται ως εξής:

 η γεωμετρία των διαφόρων στοιχείων της αλυσοειδούς αποτρέπει τη βραχυκύκλωση των παντογράφων ή τη γεφύρωση των δύο συστημάτων ενεργειακής τροφοδότησης με τη διάταξη των παντογράφων που καθορίζεται στην παράγραφο 4.2.2.9,

 για ουδέτερα τμήματα μικρού μήκους, η μηχανική συμπεριφορά του συστήματος επαφής παντογράφου-αλυσοειδούς είναι σύμφωνη με το πρότυπο EN 50 119, έκδοση 2001, παράγραφος 5.2, στη μέγιστη ταχύτητα,

 στο πλαίσιο του υποσυστήματος ενέργειας πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για την αποφυγή της γεφύρωσης των δύο γειτονικών συστημάτων ενεργειακής τροφοδότησης όταν δεν ανοίγουν οι επί της αμαξοστοιχίας εγκαταστημένοι διακόπτες κυκλώματος,

 παράδειγμα διάταξης τμήματος διαχωρισμού συστήματος παρέχεται στο σχήμα H.4 του παραρτήματος H της παρούσας ΤΠΔ.

(2) Και τα δύο συστήματα πρέπει να έχουν το αυτό ύψος συρμάτων επαφής, εάν η ταχύτητα υπερβαίνει τα 250 χιλιόμετρα/ώρα. Αναλυτικά στοιχεία και ανοχές παρατίθενται στα παραρτήματα H και I της παρούσας ΤΠΔ.

(3) Διατάξεις επί του τροχαίου υλικού ανοίγουν αυτόματα το διακόπτη κυκλώματος πριν από την άφιξη στο τμήμα διαχωρισμού και αναγνωρίζουν αυτόματα την τάση του νέου συστήματος ενεργειακής τροφοδότησης στον παντογράφο προκειμένου να θέσουν σε λειτουργία τα αντίστοιχα κυκλώματα.

  Παντογράφοι σε θέση ανάσυρσης

 Όταν οι αμαξοστοιχίες διέρχονται από τμήματα διαχωρισμού φάσης με τους παντογράφους σε θέση ανάσυρσης, ισχύουν οι ακόλουθες συνθήκες:

 

(1) Ο σχεδιασμός των τμημάτων διαχωρισμού μεταξύ διαφορετικών συστημάτων ενεργειακής τροφοδότησης πρέπει να διασφαλίζει την αποφυγή της τυχαίας γεφύρωσης από τον παντογράφο στην αλυσοειδή των δύο συστημάτων ενεργειακής τροφοδότησης, καθώς και την άμεση διακοπή της λειτουργίας αμφότερων των τμημάτων τροφοδοσίας. Η πρόκληση βραχυκυκλώματος εξασφαλίζει τη λειτουργία των μονωμένων τμημάτων.

(2) Αυτή η εναλλακτική επιλογή πρέπει να γίνεται όταν οι συνθήκες λειτουργίας δεν επιτρέπουν τη λειτουργία με τους παντογράφους σε θέση ανύψωσης.

(3) Σε γραμμές μεγάλης ταχύτητας με διαφορετικό ύψος σύρματος επαφής και σε τμήματα διαχωρισμού υφιστάμενων γραμμών που δεν πληρούν τις απαιτήσεις της ΤΠΔ, οι παντογράφοι πρέπει να ανασύρονται όταν αλλάζει το σύστημα ενεργειακής τροφοδότησης ή όταν η ταχύτητα κυκλοφορίας δεν επιτρέπει την εγκατάσταση μεταβατικών τμημάτων αποδεκτής κλίσης (βλέπε παραρτήματα H και I της παρούσας ΤΠΔ).

(4) Σε τμήματα διαχωρισμού συστήματος ενεργειακής τροφοδότησης στα οποία απαιτείται η ανάσυρση των παντογράφων, οι παντογράφοι πρέπει να ανασύρονται χωρίς παρέμβαση του μηχανοδηγού, μέσω σημάτων ελέγχου.

 Ο έλεγχος της συμμόρφωσης του σχεδιασμού των τμημάτων διαχωρισμού συστήματος διενεργείται στο πλαίσιο του υποσυστήματος ενέργειας.

Οι απαιτήσεις για τα υποσυστήματα ελέγχου-χειρισμού και τροχαίου υλικού είναι οι εξής:

Προ της διέλευσης από τμήματα διαχωρισμού διαφορετικών συστημάτων ενεργειακής τροφοδότησης, ο κύριος διακόπτης κυκλώματος της μονάδας έλξης πρέπει να ανοίγει χωρίς παρέμβαση του μηχανοδηγού, ενεργοποιούμενος από σήματα ελέγχου. Αυτό πρέπει να γίνει έγκαιρα, ώστε να τεθεί εκτός λειτουργίας ο ηλεκτρολογικός εξοπλισμός της μονάδας έλξης για το τερματιζόμενο σύστημα ενεργειακής τροφοδότησης πριν από την είσοδο στο νέο σύστημα ενεργειακής τροφοδότησης.

Το υποσύστημα ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης μεταδίδει τα απαιτούμενα σήματα στις μονάδες έλξης.

Οι μονάδες έλξης είναι σχεδιασμένες κατά τρόπον ώστε να δύνανται να λαμβάνουν σήματα ελέγχου της γραμμής τα οποία ενεργοποιούν το άνοιγμα του κύριου διακόπτη κυκλώματος και, εφόσον απαιτείται, ανασύρουν του παντογράφους χωρίς παρέμβαση του μηχανοδηγού. Όταν οι παντογράφοι δεν ανασύρονται από το σύρμα επαφής, επιτρέπεται να παραμείνουν συνδεδεμένα στον παντογράφο μόνο τα ηλεκτρικά κυκλώματα των μονάδων έλξης που ανταποκρίνονται άμεσα στο σύστημα ενεργειακής τροφοδότησης.

▼M1 —————

▼B

Για τον έλεγχο της συμμόρφωσης διεξάγονται κοινές δοκιμές λειτουργίας στο πλαίσιο των υποσυστημάτων τροχαίου υλικού και ελέγχου-χειρισμού.

4.2.2.12.   Ρύθμιση της δύναμης επαφής των παντογράφων

Το τροχαίο υλικό επιτρέπει τη ρύθμιση μέσω εσωτερικών ελέγχων της δύναμης επαφής των παντογράφων ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 5.3.2.7. Η επαλήθευση συμμόρφωσης διενεργείται στο πλαίσιο της αξιολόγησης του υποσυστήματος τροχαίου υλικού.

4.2.3.   Κανονιστικές και λειτουργικές διατάξεις

4.2.3.1.   Γενικές κανονιστικές διατάξεις

Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνοχή του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος ισχύουν οι ακόλουθες κανονιστικές και λειτουργικές διατάξεις:

4.2.3.2.   Προστασία του περιβάλλοντος

Η προστασία του περιβάλλοντος εξετάζεται στην οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον.

Για το υποσύστημα ενέργειας των διαλειτουργικών γραμμών μεγάλης ταχύτητας δεν κρίνονται αναγκαίες ειδικές απαιτήσεις.

4.2.3.3.   Πυροπροστασία

Η πυροπροστασία εξετάζεται στην οδηγία 89/106/ΕΟΚ, της 21ης Δεκεμβρίου 1988 στο σχετικό ερμηνευτικό έγγραφο όσον αφορά στη βασική απαίτηση ασφάλειας υπ' αριθ. 2 «Ασφάλεια σε περίπτωση πυρκαγιάς».

Για το υποσύστημα ενέργειας των διαλειτουργικών γραμμών μεγάλης ταχύτητας δεν κρίνονται αναγκαίες ειδικές απαιτήσεις.

4.2.3.4.   Εξαιρέσεις σε περιπτώσεις εκτέλεσης εργασιών

Οι προδιαγραφές του υποσυστήματος ενέργειας και των στοιχείων διαλειτουργικότητάς του που ορίζονται στα κεφάλαια 4 και 5 της παρούσας ΤΠΔ ισχύουν για τις γραμμές σε κατάσταση κανονικής λειτουργίας, ή σε περιπτώσεις απρόβλεπτων δυσλειτουργιών που συνδέονται με την εφαρμογή του προγράμματος συντήρησης.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, στις οποίες η εκτέλεση έργων έχει προγραμματισθεί εκ των προτέρων, ενδέχεται να είναι αδύνατη η συμμόρφωση με τις εν λόγω διατάξεις κατά την εκτέλεση τροποποιήσεων στο υποσύστημα ενέργειας.

Οι προσωρινές αυτές εξαιρέσεις από τους κανονισμούς της ΤΠΔ πρέπει να προσδιορίζονται από τον αναθέτοντα φορέα της συγκεκριμένης γραμμής, ο οποίος πρέπει να μεριμνά ώστε να μην δημιουργούνται κίνδυνοι για την ασφάλεια της κυκλοφορίας, εφαρμόζοντας τις ακόλουθες γενικές διατάξεις:

 οι επιτρεπόμενες εξαιρέσεις είναι προσωρινές και προγραμματίζονται για συγκεκριμένη χρονική περίοδο,

▼M1

 οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται τη γραμμή ενημερώνονται σχετικά με τις εν λόγω προσωρινές εξαιρέσεις, τη γεωγραφική τους θέση, το είδος τους και την ειδική σήμανσή τους, με γραπτές ειδοποιήσεις όπου, για την υπόψη περίπτωση, περιγράφουν το είδος των χρησιμοποιούμενων ειδικών σημάτων,

▼B

 κάθε εξαίρεση πρέπει να συνοδεύεται από συμπληρωματικά μέτρα ασφαλείας, προκειμένου να διατηρείται το απαιτούμενο επίπεδο ασφάλειας στο δίκτυο. Στα εν λόγω συμπληρωματικά μέτρα μπορεί ειδικότερα να περιλαμβάνονται:

 

 ειδικές διατάξεις σχετικά με την εκπόνηση μελετών για τα συγκεκριμένα έργα,

 προσωρινοί περιορισμοί της ταχύτητας στο τμήμα της γραμμής που επιβάλλονται από τον αναθέτοντα φορέα.

▼M1 —————

▼B

4.3.   Καθορισμένες επιδόσεις

4.3.1.   Επιδόσεις του συστήματος ενεργειακής τροφοδότησης, των υποσταθμών και των πυλώνων

4.3.1.1.   Εγκαταστημένη ισχύς

Οι επιδόσεις που πρέπει να επιτυγχάνει το υποσύστημα ενέργειας αντιστοιχούν στις συναφείς καθορισμένες επιδόσεις για κάθε κατηγορία γραμμών του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού δικτύου μεγάλης ταχύτητας ως προς:

 τη μέγιστη ταχύτητα της γραμμής,

 τη μέγιστη ισχύ στους παντογράφους που λαμβάνεται από τις αμαξοστοιχίες,

 την ελάχιστη απόσταση διαδοχής δύο αμαξοστοιχιών,

 τη μέση ωφέλιμη τάση.

▼M1

Ο αναθέτων φορέας δηλώνει το είδος της γραμμής ανάλογα με τη λειτουργία της, με παραπομπή στο παράρτημα ΣΤ της παρούσας ΤΠΔ. Η μελέτη του συστήματος ηλεκτρικής τροφοδότησης εξασφαλίζει την ικανότητα του συστήματος ηλεκτρικής τροφοδότησης να επιτυγχάνει τις προδιαγραφόμενες επιδόσεις. Συνεπώς, η ενότητα 4.2.2.5 περιέχει απαίτηση σχετικά με τον περιορισμό κατανάλωσης ηλεκτρικής ισχύος από το υποσύστημα Τροχαίο υλικό.

▼B

Η υπολογιζόμενη μέση ωφέλιμη τάση στους παντογράφους είναι σύμφωνη με το παράρτημα ΙΒ.

4.3.1.2.   Ασφάλεια, γείωση και σωμάτωση

Η ασφάλεια του συστήματος ενεργειακής τροφοδότησης, των υποσταθμών και των πυλώνων επιτυγχάνεται μέσω του σχεδιασμού και της δοκιμής αυτών των εγκαταστάσεων σύμφωνα με το πρότυπο EN 50 122-1, έκδοση 1997, παράγραφοι 5, 7 και 9. Πρέπει να απαγορεύεται η άνευ αδείας πρόσβαση στους υποσταθμούς και στους πυλώνες.

4.3.1.3.   Συντελεστής ισχύος

Οι αποδεκτές τιμές του συντελεστή ισχύος ορίζονται στο παράρτημα Ζ της παρούσας ΤΠΔ. Στις γραμμές μεγάλης ταχύτητας, η ελάχιστη τιμή είναι 0,95 υπό τις συνθήκες που περιγράφονται στο ως άνω έγγραφο. Ο έλεγχος της συμμόρφωσης διενεργείται στο πλαίσιο της αξιολόγησης του υποσυστήματος τροχαίου υλικού.

4.3.1.4.   Πέδηση με ανάκτηση

Τα συστήματα ενεργειακής τροφοδότησης εναλλασσόμενου ρεύματος σχεδιάζονται κατά τρόπον ώστε να επιτρέπουν τη χρήση πέδησης με ανάκτηση για την πέδηση επιβράδυνσης με ικανότητα απρόσκοπτης ανταλλαγής ισχύος με άλλες αμαξοστοιχίες ή με τον πάροχο του δικτύου. Γίνεται αναφορά στο παράρτημα ΙΑ της παρούσας ΤΠΔ.

Ο εξοπλισμός των αμαξοστοιχιών επιτρέπει τη χρήση άλλων συστημάτων πέδησης, όταν δεν είναι δυνατή η χρήση της πέδησης με ανάκτηση.

▼M1

Ο αναθέτων φορέας έχει τη δυνατότητα να αποφασίζει κατά πόσον είναι αποδεκτή η ανατροφοδοτική πέδηση σε συστήματα ΣΡ.

▼B

Ο έλεγχος της συμμόρφωσης για τις μόνιμες εγκαταστάσεις διεξάγεται σύμφωνα με το παράρτημα ΙΑ4 της παρούσας ΤΠΔ.

Ο έλεγχος της συμμόρφωσης για το τροχαίο υλικό διεξάγεται σύμφωνα με την ΤΠΔ τροχαίου υλικού.

4.3.1.5.   Εξωτερική ηλεκτρομαγνητική συμβατότητα

Η εξωτερική ηλεκτρομαγνητική συμβατότητα δεν αποτελεί ειδικό χαρακτηριστικό του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού δικτύου μεγάλης ταχύτητας. Οι εγκαταστάσεις ενεργειακής τροφοδότησης ανταποκρίνονται στα πρότυπα της σειράς EN 50 121-2 και EN 50 122, ώστε να πληρούν το σύνολο των απαιτήσεων που αφορούν την ηλεκτρομαγνητική συμβατότητα. Η παρούσα ΤΠΔ δεν προϋποθέτει τη διεξαγωγή ελέγχου της συμμόρφωσης.

4.3.1.6.   Εκπομπές αρμονικών προς το δίκτυο ηλεκτροδότησης

Όσον αφορά τις εκπομπές αρμονικών προς το δίκτυο ηλεκτροδότησης, στον αναθέτοντα φορέα εναπόκειται να συμμορφωθεί με τα εθνικά πρότυπα (ή τα ευρωπαϊκά πρότυπα, όταν υπάρχουν), καθώς και με τις απαιτήσεις της επιχείρησης ηλεκτρισμού. Η παρούσα ΤΠΔ δεν προϋποθέτει τη διεξαγωγή ελέγχου της συμμόρφωσης.

4.3.1.7.   Χαρακτηριστικά αρμονικών και σχετικές υπερτάσεις στην αλυσοειδή

Για την αποφυγή ανεπίτρεπτων υπερτάσεων στην αλυσοειδή, οι οποίες δημιουργούνται από τις αρμονικές που παράγονται από μονάδες κινητήριας ισχύος, οι εν λόγω μονάδες είναι σύμφωνες με το παράρτημα ΙΣΤ της παρούσας ΤΠΔ. Οι απαραίτητες απαιτήσεις ορίζονται στο υποσύστημα τροχαίου υλικού, ο δε έλεγχος της συμμόρφωσης διεξάγεται στο πλαίσιο του υποσυστήματος τροχαίου υλικού, όπως ορίζεται στο παράρτημα ΙΣΤ.

4.3.1.8.   Προστασία από την ηλεκτροπληξία

Το σύστημα ενεργειακής τροφοδότησης ενσωματώνεται στο συνολικό σύστημα γείωσης κατά μήκος της γραμμής, προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις προστασίας από την ηλεκτροπληξία που καθορίζονται στο πρότυπο EN 50 122-1, έκδοση 1997, παράγραφοι 5, 7 και 9. Η προστασία από την ηλεκτροπληξία κατά τη λειτουργία και υπό συνθήκες δυσλειτουργίας επιτυγχάνεται με τον περιορισμό των τάσεων επαφής σε αποδεκτά επίπεδα σύμφωνα με το πρότυπο EN 50 122-1, έκδοση 1997, παράγραφοι 7.2 και 7.3. Για κάθε εγκατάσταση εκπονείται μελέτη βάσει της οποίας αποδεικνύεται η προστασία από την ηλεκτροπληξία. Η εν λόγω μελέτη δύναται να περιλαμβάνει δοκιμές.

4.3.1.9.   Πρόγραμμα συντήρησης

Ο αναθέτων φορέας ή ο εντολοδόχος του οφείλει να καταρτίσει πρόγραμμα συντήρησης προκειμένου να διασφαλιστεί η διατήρηση των καθορισμένων χαρακτηριστικών του υποσυστήματος ενέργειας εντός των καθορισμένων ορίων.

Το πρόγραμμα αυτό πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής στοιχεία:

 συνήθεις εργασίες συντήρησης σε υποσταθμούς και πυλώνες,

 καταγραφή των συνθηκών, των ευρημάτων και της πρακτικής εμπειρίας,

 σύνολο τιμών ορίων ασφαλείας, βάσει των οποίων επιβάλλεται περιορισμός της ταχύτητας των αμαξοστοιχιών, προκειμένου να τηρούνται οι προδιαγραφές της παραγράφου 4.1.1 και των παραρτημάτων αυτής,

 καθορισμό της περιοδικότητας των ελέγχων, μαζί με τα διαστήματα ανοχής, των τιμών που μετρώνται, με υπόδειξη, όσον αφορά στα τελευταία, των κανόνων ισοδυναμίας με τις τιμές του προτύπου που αναφέρεται στο κεφάλαιο 4.3.1,

 τα μέτρα που λαμβάνονται (μείωση ταχύτητας, προθεσμίες επισκευής) σε περίπτωση υπέρβασης των καθορισμένων τιμών.

Οι διαδικασίες συντήρησης δεν υποβαθμίζουν τα μέτρα ασφαλείας, όπως τη συνέχεια του κυκλώματος επιστροφής ρεύματος, τον περιορισμό των υπερτάσεων και την ανίχνευση βραχυκυκλωμάτων. Δεν περιορίζει τις συνολικές επιδόσεις του συστήματος και αποτρέπει τη διακοπή της ενεργειακής τροφοδότησης σε οποιοδήποτε τμήμα της αλυσοειδούς.

4.3.1.10.   Απομόνωση του συστήματος ενεργειακής τροφοδότησης σε περίπτωση κινδύνου

Απαιτείται εγκατάσταση του εξοπλισμού και η υλοποίηση των διαδικασιών για την εφαρμογή της απομόνωσης της τάσης στις μονάδες έλξης και τις ηλεκτροδοτούμενες γραμμές μέσω διατάξεων κινδύνου, οι οποίες παρέχουν στο φορέα εκμετάλλευσης της ενεργειακής τροφοδότησης τη δυνατότητα να λαμβάνει μέτρα έκτακτης ανάγκης. Ο έλεγχος της συμμόρφωσης διεξάγεται μέσω του ελέγχου των διατάξεων μετάδοσης και οδηγιών σχετικών με τις διαδικασίες.

4.3.1.11.   Συνέχιση της ενεργειακής τροφοδότησης σε περίπτωση προβλημάτων

Το σύστημα ενεργειακής τροφοδότησης και η αλυσοειδής σχεδιάζονται κατά τρόπον ώστε να επιτρέπουν τη συνέχιση της λειτουργίας σε περίπτωση προβλημάτων. Αυτό επιτυγχάνεται με το διαχωρισμό των αλυσοειδών σε τμήματα τροφοδότησης, καθώς και την εγκατάσταση πλεονάζοντος εξοπλισμού στους υποσταθμούς. Ο έλεγχος της συμμόρφωσης διεξάγεται μέσω του ελέγχου των διαγραμμάτων των κυκλωμάτων.

4.3.2.   Επιδόσεις της αλυσοειδούς

4.3.2.1.   Γενικά

Οι επιδόσεις που πρέπει να επιτυγχάνει η αλυσοειδής αντιστοιχούν στις συναφείς καθορισμένες επιδόσεις για κάθε κατηγορία γραμμών του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας ως προς:

 τη μέγιστη ταχύτητα της γραμμής, και

 τις ενεργειακές ανάγκες των παντογράφων των αμαξοστοιχιών.

Ο σχεδιασμός της αλυσοειδούς διασφαλίζει τις καθορισμένες επιδόσεις σύμφωνα με τη δήλωση που υποβάλλει ο αναθέτων φορέας βάσει των διατάξεων της παραγράφου 4.3.1.1.

4.3.2.2.   Ασφάλεια, γείωση και σωμάτωση

Η ασφάλεια της αλυσοειδούς επιτυγχάνεται με το σχεδιασμό των εν λόγω εγκαταστάσεων σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα EN 50 119, έκδοση 2001, παράγραφος 5.1.2 και EN 50 122-1, έκδοση 1997, παράγραφοι 5, 7 και 9. Όλα τα ηλεκτροφόρα στοιχεία εγκαθίστανται σε χώρους στους οποίους δεν έχουν πρόσβαση οι χρήστες ή άλλα άτομα.

4.3.2.3.   Απαιτήσεις δυναμικής συμπεριφοράς και ποιότητας της λήψης ρεύματος

Ο σχεδιασμός του εξοπλισμού της αλυσοειδούς είναι σύμφωνος με τις απαιτήσεις δυναμικής συμπεριφοράς. Η ανύψωση του σταθερού βραχίονα με την ταχύτητα σχεδιασμού της γραμμής διέπεται από τις διατάξεις του προτύπου EN 50 119, έκδοση 2001, παράγραφος 5.2.1.2 και των πινάκων 4.5 και 4.6 της παρούσας ΤΠΔ.

Η ποιότητα της λήψης ρεύματος έχει σημαντικότατες επιπτώσεις στη διάρκεια ζωής του σύρματος επαφής. Συνεπώς, πρέπει να πληροί συμφωνηθείσες και προσδιορίσιμες παραμέτρους.

Η ποιότητα της λήψης ρεύματος δύναται να υπολογιστεί από τη μέση τιμή Fm και την τυπική απόκλιση σ μετρούμενων ή προσομοιωμένων δυνάμεων επαφής ή με τη μέτρηση των εκκενώσεων τόξου. Στον πίνακα 4.5 αναφέρονται τα κριτήρια για τα συστήματα εναλλασσόμενου ρεύματος και στον πίνακα 4.6 εκείνα για τα συστήματα συνεχούς ρεύματος.

Ο αναθέτων φορέας αποφασίζει να χρησιμοποιήσει το κριτήριο αλληλεπίδρασης αριθ. 1 (δύναμη επαφής) ή αριθ. 2 (εκκενώσεις τόξου) σύμφωνα με τους πίνακες 4.5 ή 4.6.

Η αλληλεπίδραση θεωρείται ότι είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της παρούσας ΤΠΔ εφόσον πληρούνται

 το στοιχείο 1 ή 2 του πίνακα 4.5, και

 το στοιχείο 3 του πίνακα 4.5.

Ως βάση για τον έλεγχο της συμμόρφωση δύνανται να χρησιμοποιηθούν αποτελέσματα δοκιμών από παρόμοιο σύστημα αλυσοειδούς.

Για την αξιολόγηση των επιδόσεων με περισσότερους του ενός παντογράφους πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο παντογράφος ο οποίος θα εμφανίζει τις κρίσιμες τιμές.



Πίνακας 4.5

Απαιτήσεις αλληλεπίδρασης, συστήματα εναλλασσόμενου ρεύματος

Αριθ.

Περιγραφή

Γραμμές σύνδεσης και αναβαθμισμένες γραμμές

Γραμμές μεγάλης ταχύτητας

Υφιστάμενες

Νέες

1

Μέση δύναμη Fm κατόπιν διόρθωσης (N) (1)

βλέπε παραγράφους 5.3.1.6 και 5.3.2.7 (2)

βλέπε παράγραφο 5.3.1.6 (2)

 

Τυπική απόκλιση με μέγιστη ταχύτητα σmax (N)

0,3 Fm

2

Ποσοστό εκκενώσεων τόξου με μέγιστη ταχύτητα, NQ ( %)

≤ 0,14

3

Απαιτούμενο διάκενο για μέγιστη ανύψωση του σταθερού βραχίονα υπό δυσμενείς αεροδυναμικές συνθήκες

Βλέπε πρότυπο EN 50 119, έκδοση 2001, παράγραφος 5.2.1.2

2·So (3)

Για ορισμούς, τιμές και δοκιμές βλέπε παράρτημα ΙΖ

(1)   Fm είναι η δυναμικά διορθωμένη μέση τιμή της δύναμης επαφής η οποία προκύπτει από τη στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων μετρήσεων ή προσομοιώσεων της δύναμης επαφής.

(2)   Η δυναμική διόρθωση εφαρμόζεται στις τιμές που δίδονται στις παραγράφους 5.3.1.6 και 5.3.2.7.

(3)   So είναι η υπολογισμένη, προσομοιωμένη ή προσδιορισμένη ανύψωση του σύρματος επαφής στο σταθερό βραχίονα που προκαλείται υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας με έναν ή περισσότερους παντογράφους που ασκούν μια μέση δύναμη επαφής Fm με τη μέγιστη ταχύτητα της γραμμής σύμφωνα με το πρότυπο EN 50 119, έκδοση 2001, παράγραφος 5.2.1.2.



Πίνακας 4.6

Απαιτήσεις αλληλεπίδρασης, συστήματα συνεχούς ρεύματος

Αριθ.

Περιγραφή

Γραμμές σύνδεσης και αναβαθμισμένες γραμμές (1)

 
 

1

Μέση δύναμη Fm κατόπιν διόρθωσης (N) (2)

βλέπε παραγράφους 5.3.1.6 και 5.3.2.7 (3) (3)

 
 
 

Τυπική απόκλιση με μέγιστη ταχύτητα σmax (N)

0,3 Fm

 
 

2

Ποσοστό εκκενώσεων τόξου με μέγιστη ταχύτητα NQ ( %)

≤ 0,20

 
 

3

Απαιτούμενο διάκενο για μέγιστη ανύψωση του σταθερού βραχίονα υπό δυσμενείς αεροδυναμικές συνθήκες

Βλέπε πρότυπο EN 50 119, έκδοση 2001, παράγραφος 5.2.1.2 (4)

Για ορισμούς, τιμές και δοκιμές βλέπε παράρτημα ΙΖ

 
 

(1)   Για τις γραμμές των δικτύων της Ιταλίας και της Ισπανίας που αναφέρονται στην υποσημείωση (2) του πίνακα 4.1 ισχύουν επίσης οι καθοριζόμενες για τις αναβαθμισμένες γραμμές τιμές.

(2)   Fm είναι η δυναμικά διορθωμένη μέση τιμή της δύναμης επαφής η οποία προκύπτει από τη στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων μετρήσεων ή προσομοιώσεων της δύναμης επαφής.

(3)   Η δυναμική διόρθωση εφαρμόζεται στις τιμές που δίδονται στις παραγράφους 5.3.1.6 και 5.3.2.7.

(4)   Το απαιτούμενο διάκενο προσδιορίζεται βάσει της υπολογισμένης, προσομοιωμένης ή προσδιορισμένης ανύψωσης του σύρματος επαφής στο σταθερό βραχίονα που προκαλείται υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας με έναν ή περισσότερους παντογράφους που ασκούν μια μέση δύναμη επαφής Fm με τη μέγιστη ταχύτητα της γραμμής.

4.3.2.4.   Προστασία από την ηλεκτροπληξία

Η αλυσοειδής ενσωματώνεται στο συνολικό σύστημα γείωσης κατά μήκος της γραμμής, προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις προστασίας από την ηλεκτροπληξία που καθορίζονται στο πρότυπο EN 50 122-1, έκδοση 1997, παράγραφοι 5, 7 και 9. Η προστασία από την ηλεκτροπληξία κατά τη λειτουργία και υπό συνθήκες δυσλειτουργίας επιτυγχάνεται με τον περιορισμό των τάσεων επαφής σε αποδεκτά επίπεδα σύμφωνα με το πρότυπο EN 50 122-1, έκδοση 1997, παράγραφοι 7.2 και 7.3. Για κάθε εγκατάσταση εκπονείται μελέτη βάσει της οποίας αποδεικνύεται η προστασία από την ηλεκτροπληξία.

4.3.2.5.   Στατική και μέση αεροδυναμική δύναμη επαφής

Η ονομαστική στατική δύναμη καθορίζεται από τον αναθέτοντα φορέα εντός των ακόλουθων πεδίων τιμών:

 70 N + 20 N/-10 N για συστήματα ενεργειακής τροφοδότησης εναλλασσόμενου ρεύματος,

 110 N ± 10 N για συστήματα ενεργειακής τροφοδότησης συνεχούς ρεύματος 3 kV,

 90 N ± 20 N για συστήματα ενεργειακής τροφοδότησης συνεχούς ρεύματος 1,5 kV.

Για τη βελτίωση της επαφής μεταξύ των ταινιών λήψης από άνθρακα και του σύρματος επαφής στα συστήματα συνεχούς ρεύματος, απαιτείται μεγαλύτερη δύναμη, συνήθως της τάξης των 140 N, ώστε να αποφεύγεται η επικίνδυνη θέρμανση του σύρματος επαφής όταν οι αμαξοστοιχίες είναι σταθμευμένες με τα βοηθητικά τους συστήματα σε λειτουργία.

Η τιμή της συνολικές μέσης δύναμης ανύψωσης πρέπει να ανταποκρίνεται στην τιμή της μέσης δύναμης επαφής Fm που απαιτείται για την καλή ποιότητα λήψης του ρεύματος (βλέπε παραγράφους 4.3.2.3, 5.3.1.6 και 5.3.2.7).

Ο έλεγχος της συμμόρφωσης διεξάγεται μέσω της αξιολόγησης του στοιχείου διαλειτουργικότητας «παντογράφος».

4.3.2.6.   Πρόγραμμα συντήρησης

Ο αναθέτων φορέας ή ο εντολοδόχος του οφείλει να καταρτίσει πρόγραμμα συντήρησης προκειμένου να διασφαλιστεί η διατήρηση των καθορισμένων χαρακτηριστικών του υποσυστήματος ενέργειας εντός των καθορισμένων ορίων.

Το πρόγραμμα αυτό πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

 συνήθεις εργασίες συντήρησης των αλυσοειδών,

 καταγραφή των συνθηκών, των ευρημάτων και της πρακτικής εμπειρίας,

 ενα σύνολο τιμών ορίων ασφαλείας, βάσει των οποίων επιβάλλεται περιορισμός της ταχύτητας των αμαξοστοιχιών για το ύψος και την ταλάντωση του σύρματος επαφής σύμφωνα με τις παραγράφους 4.1.2.2 και 4.1.2.3 της παρούσας ΤΠΔ,

 καθορισμό της περιοδικότητας των ελέγχων, μαζί με τα διαστήματα ανοχής, των τιμών των γεωμετρικών και δυναμικών στοιχείων που μετρώνται, και των μέσων που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχό τους, με υπόδειξη, όσον αφορά στα τελευταία, των κανόνων ισοδυναμίας με τις τιμές του προτύπου που αναφέρεται στο κεφάλαιο 4.3.2,

 τα μέτρα που λαμβάνονται, όπως μείωση ταχύτητας και προθεσμίες επισκευής, σε περίπτωση υπέρβασης των καθορισμένων τιμών.

Οι διαδικασίες συντήρησης δεν υποβαθμίζουν τα μέτρα ασφαλείας, όπως τη συνέχεια του κυκλώματος επιστροφής ρεύματος, τον περιορισμό των υπερτάσεων και την ανίχνευση βραχυκυκλωμάτων. Δεν πρέπει να περιορίζουν τις συνολικές επιδόσεις του συστήματος.

4.3.3.   Όρια μεταξύ γραμμών μεγάλης ταχύτητας και άλλων γραμμών

Ο αναθέτων φορέας είναι αρμόδιος να ορίσει τις θέσεις όπου ισχύουν οι απαιτήσεις της ΤΠΔ του υποσυστήματος ενέργειας για γραμμές μεγάλης ταχύτητας, και στις οποίες πρέπει να επιτυγχάνονται οι καθορισμένες επιδόσεις τους, σε ένα τμήμα μικρού μήκους της διαδρομής, το οποίο συνδέει μια γραμμή μεγάλης ταχύτητας με μια άλλη γραμμή.

5.   ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΑΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ

5.1.   Γενικά

Σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο δ) της οδηγίας 96/48/ΕΚ, ως στοιχείο διαλειτουργικότητας ορίζεται «κάθε βασικό στοιχείο, ομάδα στοιχείων, υποσύνολο ή πλήρες σύνολο υλικών ενσωματωμένων ή προοριζόμενων να ενσωματωθούν σε ένα υποσύστημα, από το οποίο εξαρτάται άμεσα ή έμμεσα η διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας.»

Τα στοιχεία διαλειτουργικότητας υπόκεινται στις σχετικές διατάξεις της οδηγίας 96/48/ΕΚ και αναφέρονται στην παράγραφο 5.2 της παρούσας ΤΠΔ όσον αφορά το υποσύστημα ενέργειας.

5.2.   Ορισμοί των στοιχείων διαλειτουργικότητας

Στην περίπτωση του υποσυστήματος ενέργειας ορίζονται τα ακόλουθα στοιχεία διαλειτουργικότητας:

Αλυσοειδής . Η αλυσοειδής είναι μια γραμμή επαφής υπεράνω του ανώτατου ορίου του περιτυπώματος των οχημάτων η οποία τροφοδοτεί τα οχήματα με ηλεκτρική ενέργεια μέσω εξοπλισμού λήψης ρεύματος εγκαταστημένου στην οροφή των οχημάτων, καλούμενου παντογράφου. Στην περίπτωση των σιδηροδρομικών συστημάτων μεγάλης ταχύτητας, χρησιμοποιούνται αλυσοειδείς με αρθρωτή ανάρτηση, στις οποίες το σύρμα (τα σύρματα) επαφής αναρτώνται από μια ή περισσότερες διαμήκεις αλυσοειδείς. Τα στοιχεία στήριξης, όπως οι πρόβολες δοκοί, οι πυλώνες και τα θεμέλια, δεν επηρεάζουν τη διαλειτουργικότητα και, συνεπώς, δεν καλύπτονται στην παρούσα ΤΠΔ.

Παντογράφος . Οι παντογράφοι είναι συστήματα συλλογής ρεύματος από ένα ή περισσότερα σύρματα επαφής, αποτελούμενες από αρθρωτές διατάξεις σχεδιασμένες κατά τρόπον ώστε να επιτρέπουν την κατακόρυφη κίνηση της κεφαλής του παντογράφου. Η κεφαλή του παντογράφου φέρει τις ταινίες επαφής και τις βάσεις τους. Το άκρο της κεφαλής του παντογράφου έχει σχήμα κέρατος στραμμένου προς τα κάτω.

Ταινίες επαφής . Οι ταινίες επαφής αποτελούν τα αναλώσιμα εξαρτήματα της κεφαλής του παντογράφου, τα οποία είναι σε άμεση επαφή με το σύρμα επαφής και συνεπώς υφίστανται φθορά.

5.3.   Χαρακτηρισμός των στοιχείων

5.3.1.   Αλυσοειδής

5.3.1.1.   Συνολικός σχεδιασμός

Ο σχεδιασμός των αλυσοειδών πρέπει να ανταποκρίνεται στο πρότυπο EN 50 119, έκδοση 2001, παράγραφοι 5 και 6. Ακολούθως καθορίζονται πρόσθετες απαιτήσεις που αφορούν ειδικά τις γραμμές μεγάλης ταχύτητας.

Η αλυσοειδής επιτυγχάνει τις καθορισμένες για την εκάστοτε γραμμή επιδόσεις, ιδίως όσον αφορά τη μέγιστη ταχύτητα κυκλοφορίας και τη χωρητικότητα μεταφοράς ρεύματος.

5.3.1.2.   Χωρητικότητα μεταφοράς ρεύματος

▼M1

Η ικανότητα ρευματοδοσίας εξαρτάται από τις συνθήκες περιβάλλοντος, που είναι η μέγιστη θερμοκρασία περιβάλλοντος και η ελάχιστη ταχύτητα πλευρικού ανέμου, καθώς και από τις επιτρεπόμενες θερμοκρασίες των στοιχείων της γραμμής επαφής και τη διάρκεια διέλευσης ρεύματος. Η κατασκευή της εναέριας γραμμής επαφής λαμβάνει υπόψη τα όρια για τις μέγιστες θερμοκρασίες όπως ορίζεται στο παράρτημα Β του προτύπου EN 50 119, έκδοση 2001, λαμβανόμενων υπόψη των δεδομένων του προτύπου EN 50 149, έκδοση 1999, σημείο 4.5 πίνακες 3 και 4. Με αναλυτικούς υπολογισμούς αποδεικνύεται ότι η εναέρια γραμμή επαφής είναι ικανή να ικανοποιεί τις προδιαγραφόμενες απαιτήσεις.

▼B

5.3.1.3.   Βασικές παράμετροι

Ο σχεδιασμός της αλυσοειδούς πρέπει να πληροί τις βασικές παραμέτρους που καθορίζονται στις παραγράφους 4.1.2.1 και 4.1.2.2.

5.3.1.4.   Ταχύτητα διάδοσης κυμάτων

Η ταχύτητα της διάδοσης κυμάτων στα σύρματα επαφής αποτελεί χαρακτηριστική παράμετρο για τον έλεγχο της καταλληλότητας μιας αλυσοειδούς για εκμετάλλευση μεγάλης ταχύτητας. Η παράμετρος αυτή εξαρτάται από το ειδικό βάρος και την καταπόνηση του σύρματος επαφής. Η μέγιστη ταχύτητα της γραμμής δεν πρέπει να υπερβαίνει το 70 % της ταχύτητας διάδοσης κυμάτων. Βλέπε επίσης πρότυπο EN 50 119, έκδοση 2001, παράγραφος 5.2.1.4.

5.3.1.5.   Ελαστικότητα και ομοιομορφία της ελαστικότητας

Η ελαστικότητα και η ομοιομορφία της κατά μήκος του ανοίγματος της αλυσοειδούς αποτελούν ουσιώδη στοιχεία της υψηλής ποιότητας της λήψης ρεύματος και του περιορισμού της φθοράς. Η ομοιομορφία της ελαστικότητας δύναται να αξιολογείται βάσει του συντελεστή ομοιομορφίας u

image

όπου:

emaxμέγιστη ελαστικότητα κατά μήκος του ανοίγματος της αλυσοειδούς

eminελάχιστη ελαστικότητα κατά μήκος του ανοίγματος της αλυσοειδούς.

Στην περίπτωση των γραμμών μεγάλης ταχύτητας πρέπει να στοχοθετείται η χαμηλότερη δυνατή τιμή της παραμέτρου u· στον πίνακα 5.1 παρατίθενται οι αποδεκτές για κάθε τύπο αλυσοειδούς οριακές τιμές της παραμέτρου u.



Πίνακας 5.1

Ομοιομορφία ελαστικότητας u σε %

Τύπος αλυσοειδούς

Ταχύτητα γραμμής (χιλιόμετρα/ώρα)

200 έως 230

230 έως 300

Άνω των 300

Χωρίς ανάρτηση σχήματος Υ

< 40

< 40

< 25

Με ανάρτηση σχήματος Υ

< 20

< 10

< 10

Για τις γραμμές μεγάλης ταχύτητας, η ελαστικότητα στο μέσο του ανοίγματος της αλυσοειδούς θα πρέπει να περιορίζεται σε τιμές κάτω των 0,5 mm/N. Η αλυσοειδής πρέπει να είναι σύμφωνη με το πρότυπο EN 50 119, έκδοση 2001, παράγραφος 5.2.1.3.

5.3.1.6.   Μέση δύναμη επαφής

Η παρούσα παράγραφος ορίζει τις μέσες δυνάμεις επαφής για τις οποίες σχεδιάζεται η αλυσοειδής.

image

Η μέση δύναμη επαφής Fm που παράγεται από τις στατικές και τις αεροδυναμικές συνιστώσες της δύναμης επαφής με δυναμική διόρθωση, και η οποία ασκείται στο σύρμα επαφής, απεικονίζεται στο σχήμα 5.1 για συστήματα εναλλασσόμενου ρεύματος ως συνάρτηση της ταχύτητας της γραμμής.

Στο πλαίσιο αυτό, η τιμή Fm αποτελεί τιμή στόχο που πρέπει να επιτυγχάνεται ώστε, αφενός, να διασφαλίζεται η λήψη ρεύματος χωρίς υπερβολική δημιουργία τόξων εκκένωσης και, αφετέρου, να μην γίνεται υπέρβασή της, ώστε να περιορίζεται η φθορά και οι κίνδυνοι στις ταινίες λήψης ρεύματος.

Στην περίπτωση των αμαξοστοιχιών στις οποίες πολλοί παντογράφοι είναι ταυτόχρονα σε λειτουργία, η μέση δύναμη επαφής Fm για κάθε παντογράφο δεν πρέπει να υπερβαίνει την τιμή που δίδεται στο σχήμα 5.1, καθώς πρέπει να πληρούνται τα κριτήρια λήψης ρεύματος για κάθε επιμέρους παντογράφο.

Η μέση δύναμη επαφής Fm που παράγεται από τις στατικές και τις αεροδυναμικές συνιστώσες της δύναμης επαφής με δυναμική διόρθωση, και η οποία ασκείται για συστήματα συνεχούς ρεύματος 1,5 kV και 3,0 kV, απεικονίζεται στο σχήμα 5.2 ως συνάρτηση της ταχύτητας της γραμμής. Όσον αφορά τη λήψη ρεύματος εν στάσει σε γραμμές συνεχούς ρεύματος 1,5 kV, η στατική δύναμη επαφής πρέπει να είναι 140 N, όταν αυτό είναι απαραίτητο.

Στην περίπτωση των αμαξοστοιχιών στις οποίες πολλοί παντογράφοι είναι ταυτόχρονα σε λειτουργία, η μέση δύναμη επαφής Fm για κάθε παντογράφο δεν πρέπει να υπερβαίνει την τιμή που δίδεται στο σχήμα 5.2, καθώς πρέπει να πληρούνται τα κριτήρια λήψης ρεύματος για κάθε επιμέρους παντογράφο.

image

5.3.1.7.   Συντήρηση

Ο κατασκευαστής παρέχει τις απαιτούμενες πληροφορίες που επιτρέπουν στον αναθέτοντα φορέα να καταρτίσει πρόγραμμα συντήρησης, λαμβάνοντας υπόψη ειδικότερα τη γεωμετρία της αλυσοειδούς, τη φθορά του σύρματος επαφής, ιδίως σε κρίσιμης σημασίας σημεία όπως συσκευές γραμμής και επικαλύψεις.

5.3.1.8.   Ρεύμα εν στάσει

Η στάθμη ρεύματος εν στάσει πρέπει να είναι κατάλληλη τόσο για το σύρμα επαφής όσο και για τις ταινίες λήψης των παντογράφων, επιτρέποντας τη δέουσα τροφοδοσία των βοηθητικών συστημάτων που είναι εγκαταστημένα επί των αμαξοστοιχιών. Για συστήματα συνεχούς ρεύματος 1,5 kV πρέπει να διασφαλίζεται ένταση ρεύματος 300 A ανά παντογράφο, ενώ για συστήματα συνεχούς ρεύματος 3,0 kV απαιτείται ένταση ρεύματος 200 A ανά παντογράφο. Κατά τη δοκιμή της αλυσοειδούς, με τη μεθοδολογία που καθορίζεται στο πρότυπο EN 50 206-1, έκδοση 1998, παράγραφος 6.13, η θερμοκρασία του σύρματος επαφής δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια που καθορίζονται στο παράρτημα B του προτύπου EN 50 119, έκδοση 2001.

5.3.2.   Παντογράφος

5.3.2.1.   Γενικός σχεδιασμός

Ο παντογράφος πρέπει να πληροί τις καθορισμένες απαιτήσεις όσον αφορά τη μέγιστη ταχύτητα της γραμμής και τη χωρητικότητα μεταφοράς ρεύματος. Εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στο εξής, ισχύει το πρότυπο EN 50 206. Η εγκατάσταση παντογράφων στο τροχαίο υλικό εξετάζεται στο πλαίσιο του υποσυστήματος τροχαίου υλικού.

5.3.2.2.   Βασικές παράμετροι

Ο σχεδιασμός των παντογράφων πληροί τις βασικές παραμέτρους που καθορίζονται στην υποπαράγραφο 4.1.

5.3.2.3.   Χωρητικότητα μεταφοράς ρεύματος

Οι παντογράφοι σχεδιάζονται για τη συγκεκριμένη ένταση ρεύματος που πρόκειται να μεταδίδεται στα οχήματα. Στοιχεία σχετικά με την ονομαστική ένταση ρεύματος παρέχονται από τον κατασκευαστή. Προσοχή πρέπει να δίδεται ιδίως στα ειδικά δεδομένα, ανάλογα με τη χρήση σε συστήματα εναλλασσόμενου ή συνεχούς ρεύματος. Πρέπει να αποδεικνύεται μέσω ανάλυσης ότι οι παντογράφοι είναι κατάλληλοι για την καθορισμένη ένταση ρεύματος.

5.3.2.4.   Σχεδιασμός μόνωσης

Οι παντογράφοι συναρμολογούνται και γειώνονται στην οροφή των οχημάτων. Κατά το σχεδιασμό της μόνωσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι καταπονήσεις που οφείλονται στην τάση. Τα έγγραφα αναφοράς για τα προς επαλήθευση στοιχεία είναι το παράρτημα ΙΔ τις παρούσας ΤΠΔ, σχετικά με την τάση των συστημάτων και το πρότυπο EN 50 124-1, έκδοση 1999, πίνακας 2, σχετικά με τις απαιτήσεις συντονισμού της μόνωσης. Οι μονωτήρες υποβάλλονται σε δοκιμές σύμφωνα με το πρότυπο EN 60 383.

5.3.2.5.   Εύρος λειτουργίας των παντογράφων

Οι παντογράφοι πρέπει να είναι σε θέση να λειτουργούν με τιμές ύψους σύρματος επαφής μεταξύ 4 800 mm και 6 400 mm. Διαφορετικό είναι το ύψος για τη λειτουργία στις αναβαθμισμένες γραμμές ή στις γραμμές σύνδεσης του Ηνωμένου Βασιλείου και της Φινλανδίας. Βλέπε παράγραφο 7.3.

5.3.2.6.   Στατική δύναμη επαφής

Η στατική δύναμη επαφής είναι η μέση κατακόρυφη δύναμη επαφής που ασκείται προς τα επάνω από την κεφαλή λήψης επί της αλυσοειδούς και προκαλείται από τη διάταξη ανύψωσης του παντογράφου, όταν ο παντογράφος είναι ανυψωμένος και το όχημα σταθμεύει.

Η στατική δύναμη για συστήματα εναλλασσόμενου ρεύματος ρυθμίζεται μεταξύ 40 και 120 N.

Για τη βελτίωση της επαφής μεταξύ των ταινιών λήψης από άνθρακα και του σύρματος επαφής στα συστήματα συνεχούς ρεύματος, απαιτείται μεγαλύτερη δύναμη ώστε να αποφεύγεται η επικίνδυνη θέρμανση του σύρματος επαφής όταν οι αμαξοστοιχίες είναι σταθμευμένες με τα βοηθητικά τους συστήματα σε λειτουργία. Η στατική δύναμη για συστήματα συνεχούς ρεύματος ρυθμίζεται μεταξύ 50 και 150 N.

Οι παντογράφοι και οι μηχανισμοί τους που παρέχουν την απαιτούμενη δύναμη επαφής διασφαλίζουν τη δυνατότητα χρήσης των παντογράφων σε κάθε τύπο διαλειτουργικής αλυσοειδούς. Για λεπτομερή στοιχεία και αξιολόγηση γίνεται αναφορά στα πρότυπα EN 50 206-1, έκδοση 1998, παράγραφος 6.3.1.

5.3.2.7.   Μέση δύναμη επαφής και επιδόσεις αλληλεπίδρασης του συστήματος αλυσοειδούς/παντογράφων

Η μέση δύναμη επαφής είναι η μέση τιμή των δυνάμεων που οφείλονται σε στατικές και αεροδυναμικές δράσεις. Ισούται με το άθροισμα της στατικής δύναμης επαφής (παράγραφος 5.3.2.6) και της αεροδυναμικής καταπόνησης που προκύπτει από τη ροή του αέρα στα στοιχεία του παντογράφου με την υπό εξέταση ταχύτητα. Η μέση δύναμη ανύψωσης αποτελεί χαρακτηριστικό του παντογράφου κάθε συγκεκριμένου τύπου τροχαίου υλικού και παντογράφου. Η μέση δύναμη επαφής μετράται στο σημείο της κεφαλής λήψης, σύμφωνα με το παράρτημα ΙΖ 6.

Η τιμή της μέσης δύναμης επαφής είναι σύμφωνη με τη μέση δύναμη επαφής F που ορίζεται στην παράγραφο 5.3.1.6.

Για υφιστάμενες γραμμές, γραμμές σύνδεσης, αναβαθμισμένες γραμμές και γραμμές μεγάλης ταχύτητας εναλλασσόμενου ρεύματος οι οποίες δεν πληρούν τις απαιτήσεις της παραγράφου 5.3.1.6, ο παντογράφος σχεδιάζεται κατά τρόπον ώστε η εξαρτώμενη από την ταχύτητα κυκλοφορίας μέση δύναμη επαφής Fm, σε συνδυασμό με τη στοχοθετημένη καμπύλη του σχήματος 5.1, να επιτρέπει άλλες καμπύλες ρύθμισης C1 και C2.

Οι εν λόγω καμπύλες ορίζονται στο παράρτημα ΙΖ, παράγραφος 4.1.

▼M1

Ο κατασκευαστής του παντογράφου προβλέπει την εναλλαγή μεταξύ των τριών καμπυλών που πραγματοποιείται εποχούμενα, αφού ληφθούν οι κατάλληλες πληροφορίες, δηλαδή χρήση παντογράφου 1 950 mm, ή πληροφορίες σχετικά με τον τύπο τάσης στην εναέρια γραμμή επαφής.

▼B

Στην περίπτωση των αμαξοστοιχιών στις οποίες πολλοί παντογράφοι είναι ταυτόχρονα σε λειτουργία, η μέση δύναμη επαφής Fm για κάθε παντογράφο δεν πρέπει να υπερβαίνει την τιμή που ορίζεται από την καμπύλη στόχο της παραγράφου 5.3.1.6 ή μια από τις καμπύλες C1 ή C2, καθώς πρέπει να πληρούνται τα κριτήρια λήψης ρεύματος για κάθε επιμέρους παντογράφο.

Οι απαιτήσεις αυτές ορίζονται στο παράρτημα ΙΖ.

Ο έλεγχος της συμμόρφωσης διεξάγεται σύμφωνα με το παράρτημα ΙΖ.

5.3.2.8.   Διάταξη αυτόματης ανάσυρσης

Οι παντογράφοι πρέπει να είναι εξοπλισμένοι με διάταξη η οποία ανασύρει τον παντογράφο σε περίπτωση βλάβης, σύμφωνα με το πρότυπο EN 50 206-1, έκδοση 1998, παράγραφος 4.9.

5.3.2.9.   Ρεύμα εν στάσει

Το ρεύμα που λαμβάνουν οι αμαξοστοιχίες εν στάσει πρέπει να είναι κατάλληλη τόσο για το σύρμα επαφής όσο και για τις ταινίες λήψης των παντογράφων, επιτρέποντας τη δέουσα τροφοδοσία των βοηθητικών συστημάτων που είναι εγκαταστημένα επί των αμαξοστοιχιών. Για συστήματα συνεχούς ρεύματος 1,5 kV πρέπει να διασφαλίζεται ένταση ρεύματος 300 A ανά παντογράφο προκειμένου να πληρούνται οι διατάξεις της παραγράφου 5.3.1.8. Πρέπει να αποδεικνύεται μέσω μελέτης ότι οι παντογράφοι είναι κατάλληλοι για την καθορισμένη ένταση ρεύματος εν στάσει.

Για τον έλεγχο της συμμόρφωσης γίνεται αναφορά στα πρότυπα EN 50 206-1, έκδοση 1998, παράγραφος 6.13 και στο παράρτημα ΙΖ.

5.3.3.   Ταινίες επαφής

5.3.3.1.   Βασικές παράμετροι

Οι ταινίες επαφής των παντογράφων πρέπει να πληρούν τις βασικές παραμέτρους που καθορίζονται στην υποπαράγραφο 4.1.

5.3.3.2.   Υλικά

Το υλικό που χρησιμοποιείται για την κατασκευή των ταινιών επαφής των παντογράφων είναι φυσικά και ηλεκτρικά συμβατό με το υλικό του σύρματος επαφής, προκειμένου να αποφεύγεται η υπερβολική τριβή της επιφάνειας των συρμάτων επαφής, ώστε να ελαχιστοποιείται η φθορά τόσο των συρμάτων όσο και των ταινιών επαφής. Για τη χρήση σε συνδυασμό με σύρματα επαφής από χαλκό ή κράματα χαλκού εγκρίνεται η χρήση απλού άνθρακα ή άνθρακα εμποτισμένου με πρόσθετες ύλες. Συνεπώς, για το διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας πρέπει να χρησιμοποιείται κατά προτίμηση αυτός ο συνδυασμός.

Η χρήση άλλων υλικών επιτρέπεται στην περίπτωση των συστημάτων συνεχούς ρεύματος, όταν αποτελεί αντικείμενο πολυμερούς συμφωνίας. Στην περίπτωση αυτή, οι ταινίες επαφής δεν δύνανται να θεωρηθούν ως διαλειτουργικές. Γίνεται αναφορά στο παράρτημα ΙΓ.2 της παρούσας ΤΠΔ.

5.3.3.3.   Χωρητικότητα μεταφοράς ρεύματος

Το υλικό και η διατομή των ταινιών επαφής επιλέγονται με κριτήριο τη μέγιστη ένταση ρεύματος για την οποία έχει σχεδιασθεί η ταινία επαφής. Στοιχεία σχετικά με την ονομαστική ένταση ρεύματος παρέχονται από τον κατασκευαστή. Ο έλεγχος της συμμόρφωσης διεξάγεται βάσει δοκιμών τύπου όπως ορίζεται στο παράρτημα ΙΓ.4 της παρούσας ΤΠΔ.

5.3.3.4.   Ρεύμα εν στάσει

Η στάθμη ρεύματος εν στάσει πρέπει να είναι κατάλληλη τόσο για το σύρμα επαφής όσο και για τις ταινίες λήψης των παντογράφων, επιτρέποντας τη δέουσα τροφοδοσία των βοηθητικών συστημάτων που είναι εγκαταστημένα επί των αμαξοστοιχιών. Για συστήματα συνεχούς ρεύματος 1,5 kV πρέπει να διασφαλίζεται ένταση ρεύματος 300 A ανά παντογράφο προκειμένου να πληρούνται οι διατάξεις της παραγράφου 5.3.1.8. Εκπονείται μελέτη βάσει της οποίας αποδεικνύεται η χωρητικότητα των ταινιών λήψης. Για τον έλεγχο της συμμόρφωσης γίνεται αναφορά στο παράρτημα ΙΓ.3 της παρούσας ΤΠΔ.

5.3.3.5.   Ανίχνευση θραύσης ταινιών επαφής

Η ταινία επαφής σχεδιάζεται κατά τρόπον ώστε να ανιχνεύονται τυχόν βλάβες σε αυτές και να ενεργοποιείται η ανάσυρση του παντογράφου. Γίνεται αναφορά στο πρότυπο EN 50 206-1, έκδοση 1998, παράγραφος 4.9.

6.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΟΤΗΤΑΣ Ή/ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΗΤΑΣ ΧΡΗΣΗΣ

6.1.   Στοιχεία διαλειτουργικότητας

6.1.1.   Διαδικασίες αξιολόγησης και ενότητες

Η διαδικασία αξιολόγησης συμμόρφωσης των στοιχείων διαλειτουργικότητας, όπως ορίζονται στο κεφάλαιο 5 της παρούσας ΤΠΔ, πρέπει να διενεργείται με εφαρμογή των ενοτήτων που ορίζονται στο παράρτημα Α της παρούσας ΤΠΔ.

Αν ο αναθέτων φορέας μπορεί να αποδείξει ότι οι δοκιμές ή οι έλεγχοι είχαν θετικό αποτέλεσμα σε προγενέστερες αιτήσεις, οι αξιολογήσεις αυτές εξακολουθούν να ισχύουν και στις νέες αιτήσεις, και ο κοινοποιημένος οργανισμός οφείλει να τις λαμβάνει υπόψη κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης.

Η διαδικασία ελέγχου της συμμόρφωσης των στοιχείων διαλειτουργικότητας της αλυσοειδούς, του παντογράφου και της ταινίας επαφής που ορίζονται στο κεφάλαιο 5 της παρούσας ΤΠΔ, αναφέρονται στο παράρτημα B, πίνακες B.1 έως B.3 της παρούσας ΤΠΔ.

Στο βαθμό που απαιτείται από τις ενότητες που περιγράφονται στο παράρτημα Α της παρούσας ΤΠΔ, η αξιολόγηση συμμόρφωσης ενός στοιχείου διαλειτουργικότητας, όταν επιβάλλεται από τη διαδικασία, πρέπει να διενεργείται από τον κοινοποιημένο οργανισμό στον οποίο έχουν υποβάλει σχετική αίτηση ο κατασκευαστής ή ο εγκατεστημένος στην Κοινότητα εντολοδόχος του.

Ο κατασκευαστής ενός στοιχείου διαλειτουργικότητας ή ο εγκατεστημένος στην Κοινότητα εντολοδόχος του συντάσσει δήλωση «ΕΚ» συμμόρφωσης σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 και το παράρτημα IV κεφάλαιο 3 της οδηγίας 96/48/ΕΚ πριν διαθέσει το στοιχείο διαλειτουργικότητας στην αγορά. Για τα στοιχεία διαλειτουργικότητας του υποσυστήματος ενέργειας δεν απαιτείται δήλωση «ΕΚ» καταλληλότητας χρήσης.

6.1.2.   Εφαρμογή των ενοτήτων

Για τη διαδικασία αξιολόγησης των στοιχείων διαλειτουργικότητας του υποσυστήματος ενέργειας, ο κατασκευαστής ή ο εγκατεστημένος στην Κοινότητα εντολοδόχος του δύνανται να επιλέξουν:

 τη διαδικασία εξέτασης τύπου (ενότητα Β) η οποία περιγράφεται στο παράρτημα A, A.2 της παρούσας ΤΠΔ για τις φάσεις σχεδιασμού και ανάπτυξης σε συνδυασμό με τη διαδικασία συμμόρφωση προς τον τύπο (ενότητα Γ) που περιγράφεται στο παράρτημα A, A.3 της παρούσας ΤΠΔ για τη φάση της παραγωγής, ή

 τη διαδικασία πλήρους διασφάλισης ποιότητας με έλεγχο του σχεδιασμού (ενότητα H2) η οποία περιγράφεται στο παράρτημα A, A.4 της παρούσας ΤΠΔ για όλες τις φάσεις.

Οι εν λόγω διαδικασίες αξιολόγησης περιγράφονται στο παράρτημα Α της παρούσας ΤΠΔ.

Η ενότητα H 2 μπορεί να επιλεγεί μόνο στην περίπτωση που ο κατασκευαστής έχει προβλέψει ένα σύστημα ποιότητας για τον σχεδιασμό, την παραγωγή και τη εξέταση και δοκιμή του τελικού προϊόντος, το οποίο είναι εγκεκριμένο και εποπτεύεται από έναν κοινοποιημένο οργανισμό.

Η αξιολόγηση της συμμόρφωσης πρέπει να καλύπτει τις φάσεις και τα χαρακτηριστικά που σημειώνονται με Χ στους πίνακες B.1, B.2 και B.3 του παραρτήματος B της παρούσας ΤΠΔ.

6.2.   Υποσύστημα ενέργειας

6.2.1.   Διαδικασίες αξιολόγησης και ενότητες

Κατόπιν αιτήσεως του αναθέτοντα φορέα ή του εγκατεστημένου στην Κοινότητα εντολοδόχου του, ο κοινοποιημένος οργανισμός προβαίνει στον έλεγχο «ΕΚ» σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 και το παράρτημα VI της οδηγίας 96/48/ΕΚ και σύμφωνα με τις διατάξεις των συναφών ενοτήτων όπως διευκρινίζεται στο παράρτημα Α της παρούσας ΤΠΔ.

Αν ο αναθέτων φορέας μπορεί να αποδείξει ότι οι δοκιμές ή οι έλεγχοι είχαν θετικό αποτέλεσμα σε προγενέστερες αιτήσεις, οι αξιολογήσεις αυτές εξακολουθούν να ισχύουν και στις νέες αιτήσεις, και ο κοινοποιημένος οργανισμός οφείλει να τις λαμβάνει υπόψη κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης.

Οι διαδικασίες αξιολόγησης για τον έλεγχο «ΕΚ» του υποσυστήματος ενέργειας περιγράφονται στο παράρτημα Γ, πίνακας Γ.1 της παρούσας ΤΠΔ.

Στο μέτρο που προβλέπεται από την παρούσα ΤΠΔ, ο έλεγχος ΕΚ του υποσυστήματος ενέργειας πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις διασυνδέσεις του με άλλα υποσυστήματα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας.

Ο αναθέτων φορέας συντάσσει τη δήλωση ελέγχου «ΕΚ» για το υποσύστημα ενέργειας σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 και το παράρτημα V της οδηγίας 96/48/ΕΚ.

6.2.2.   Εφαρμογή των ενοτήτων

Για τη διαδικασία ελέγχου του υποσυστήματος ενέργειας, ο αναθέτων φορέας ή ο εγκατεστημένος στην Κοινότητα εντολοδόχος του μπορεί να επιλέξει:

 τη διαδικασία ελέγχου ανά μονάδα (ενότητα SG), η οποία περιγράφεται στο παράρτημα A, A.5 της παρούσας ΤΠΔ, ή

 τη διαδικασία πλήρους διασφάλισης ποιότητας με έλεγχο του σχεδιασμού (ενότητα SH2) η οποία περιγράφεται στο παράρτημα A, A.6 της παρούσας ΤΠΔ.

Η ενότητα SH2 δύναται να επιλεγεί μόνο στην περίπτωση που οι δραστηριότητες που εμπίπτουν στο προς έλεγχο σχεδιαζόμενο υποσύστημα (σχεδιασμός, κατασκευή, συναρμολόγηση, εγκατάσταση) υπάγονται σε ένα σύστημα ποιότητας για το σχεδιασμό, την παραγωγή, τον έλεγχο και τη δοκιμή του τελικού προϊόντος, το οποίο είναι εγκεκριμένο και εποπτεύεται από έναν κοινοποιημένο οργανισμό.

Η αξιολόγηση πρέπει να καλύπτει τις φάσεις και τα χαρακτηριστικά που σημειώνονται στον πίνακα Γ.1 του παραρτήματος Γ της παρούσας ΤΠΔ.

7.   ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΤΠΔ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

7.1.   Εφαρμογή της παρούσας ΤΠΔ στις γραμμές και στο τροχαίο υλικό μεγάλης ταχύτητας που πρόκειται να τεθούν σε λειτουργία

Όσον αφορά τις γραμμές και το τροχαίο υλικό μεγάλης ταχύτητας που εμπίπτουν στο γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της παρούσας ΤΠΔ (βλέπε παράγραφο 1.2) και θα τεθούν σε λειτουργία μετά τη θέση σε ισχύ της παρούσας ΤΠΔ, ισχύουν εξ ολοκλήρου τα κεφάλαια 2 έως 6, καθώς και οι ενδεχόμενοι συγκεκριμένοι όροι της παραγράφου 7.3 κατωτέρω.

7.2.   Εφαρμογή της παρούσας ΤΠΔ στις γραμμές και στο τροχαίο υλικό μεγάλης ταχύτητας που τελούν ήδη εν λειτουργία

Όσον αφορά τις υπό εκμετάλλευση εγκαταστάσεις υποδομής και το τροχαίο υλικό, η παρούσα ΤΠΔ ισχύει για στοιχεία υπό συνθήκες που ορίζονται στο άρθρο 3 αυτής της απόφασης. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, αφορά ουσιαστικά στην εφαρμογή μιας στρατηγικής μεταφορών, η οποία προωθεί την οικονομικά αιτιολογημένη προσαρμογή υφιστάμενων εγκαταστάσεων βάσει κεκτημένων δικαιωμάτων. Οι ακόλουθες αρχές ισχύουν στην περίπτωση της ΤΠΔ ενέργειας.

Η παρούσα ΤΠΔ δύναται να εφαρμοσθεί πλήρως για νέες εγκαταστάσεις. Ωστόσο, για την εφαρμογή της σε υφιστάμενες γραμμές ενδεχομένως να απαιτηθούν τροποποίηση των υφιστάμενων εγκαταστάσεων. Η απαραίτητη τροποποίηση θα εξαρτηθεί από το βαθμό της συμμόρφωσης των υφιστάμενων εγκαταστάσεων. Μια στρατηγική υλοποίησης μπορεί να χαραχθεί μόνο κατά περίπτωση για συγκεκριμένες γραμμές ή δίκτυα των κρατών μελών της ΕΚ. Στην παράγραφο 7.3 αναφέρονται τα στοιχεία, η υλοποίηση των οποίων προϋποθέτει τροποποίηση των υφιστάμενων εγκαταστάσεων. Στον πίνακα 7.1 συνοψίζονται τα προς υλοποίηση χαρακτηριστικά.

Ο αναθέτων φορέας καθορίζει τις πρακτικές λεπτομέρειες και τις διάφορες φάσεις που είναι αναγκαίες για την επίτευξη της έναρξης λειτουργίας με τις επιθυμητές επιδόσεις. Οι φάσεις αυτές ενδέχεται να περιλαμβάνουν μεταβατικές περιόδους θέσης σε λειτουργία με περιορισμένες επιδόσεις.



Πίνακας 7.1

Εφαρμογή των τεχνικών προδιαγραφών διαλειτουργικότητας, υποσύστημα ενέργειας

Προς υλοποίηση χαρακτηριστικό

Παράγραφος

Τάση και συχνότητα

4.1.1

Εγκαταστημένη ισχύς, μέση ωφέλιμη τάση

4.3.1.1

Αρμονικές

4.2.2.3

Ηλεκτρική προστασία

4.2.2.8

Εξωτερική ηλεκτρομαγνητική συμβατότητα

4.3.1.5

Προστασία από την ηλεκτροπληξία

4.3.1.8, 4.3.2.4

Απομόνωση του συστήματος ενεργειακής τροφοδότησης

4.3.1.10

Συνέχιση της ενεργειακής τροφοδότησης

4.3.1.11

Πέδηση με ανάκτηση

4.3.1.4

Γεωμετρία της αλυσοειδούς

4.1.2.1, 4.1.2.2, 5.3.1.3

Δυναμική περιβάλλουσα καμπύλη

4.2.2.4

Τμήματα διαχωρισμού φάσης

4.2.2.10

Τμήματα διαχωρισμού συστήματος

4.2.2.11

Χωρητικότητα μεταφοράς ρεύματος

5.3.1.2, 5.3.2.3, 5.3.3.3

Ταχύτητα διάδοσης κυμάτων

5.3.1.4

Ελαστικότητα και ομοιομορφία της ελαστικότητας

5.3.1.5

Μέση δύναμη επαφής

5.3.1.6

Ασφάλεια, γείωση και σωμάτωση

4.3.1.2, 4.3.2.2

Δυναμική συμπεριφορά και λήψη ρεύματος

4.3.2.3

Σχεδιασμός των παντογράφων

4.1.2.3

Σχεδιασμός των ταινιών λήψης

5.3.3

Δυνάμεις επαφής

4.3.2.5

7.3.   Ειδικές περιπτώσεις

Οι ακόλουθες ειδικές διατάξεις εγκρίνονται στις ακόλουθες ειδικές περιπτώσεις. Αυτές οι ειδικές περιπτώσεις ταξινομούνται σε δύο κατηγορίες: οι διατάξεις ισχύουν είτε μόνιμα (περιπτώσεις «P») είτε προσωρινά (περιπτώσεις «T»). Όσον αφορά στις προσωρινές περιπτώσεις, συνιστάται η εφαρμογή του στοχοθετημένου συστήματος είτε έως το 2010 (περιπτώσεις «T1»), σύμφωνα με το στόχο που έχει τεθεί με την απόφαση αριθ. 1692/96/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 1996 σχετικά με τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για την ανάπτυξη του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών, είτε έως το 2020 (περιπτώσεις «T2»).

7.3.1.   Ιδιαιτερότητες του δικτύου της Αυστρίας

Γραμμές σύνδεσης

Το ύψος της επένδυσης της αντικατάστασης της αλυσοειδούς σε αναβαθμισμένες γραμμές και γραμμές σύνδεσης, καθώς και σε σταθμούς προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις του ευρωπαϊκού παντογράφου των 1 600 mm είναι απαγορευτικό. Οι αμαξοστοιχίες που διέρχονται από τις εν λόγω γραμμές πρέπει να εφοδιασθούν με δευτερεύοντες παντογράφους 1 950 mm για εκμετάλλευση μέσης ταχύτητας έως και 230 χιλιομέτρων/ώρα ώστε να μην είναι αναγκαία η αναβάθμιση της αλυσοειδούς σε αυτά τα τμήματα του διευρωπαϊκού δικτύου για χρήση του ευρωπαϊκού παντογράφου. Σε αυτές τις περιοχές επιτρέπεται μέγιστη πλευρική μετατόπιση του σύρματος επαφής της τάξης των 550 mm υπό την επίδραση πλευρικού ανέμου. Στο πλαίσιο μελλοντικών μελετών σχετικά με τις αναβαθμισμένες γραμμές και τις γραμμές σύνδεσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο ευρωπαϊκός παντογράφος ώστε να αποδεικνύεται η συνάφεια των επιλογών που έχουν γίνει.

Γραμμές σύνδεσης και αναβαθμισμένες γραμμές (περίπτωση P)

Δεν είναι απαραίτητη προσαρμογή λόγω της έγκρισης του σχεδιασμού της αλυσοειδούς για παντογράφο πλάτους 1 950 mm.

Γραμμές σύνδεσης (περίπτωση T1)

Για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις σχετικά με τη μέση ωφέλιμη τάση και την εγκαταστημένη ισχύ απαιτούνται πρόσθετοι υποσταθμοί. Η εγκατάστασή τους προβλέπεται να έχει ολοκληρωθεί έως το 2010.

7.3.2.   Ιδιαιτερότητες του δικτύου του Βελγίου (περίπτωση T1)

Υφιστάμενες γραμμές μεγάλης ταχύτητας

Τα τμήματα διαχωρισμού φάσης στις υφιστάμενες γραμμές μεγάλης ταχύτητας δεν είναι συμβατά με την απαίτηση σύμφωνα με την οποία η απόσταση μεταξύ τριών παντογράφων πρέπει να υπερβαίνει τα 143 m. Μεταξύ των υφιστάμενων γραμμών μεγάλης ταχύτητας και των αναβαθμισμένων γραμμών δεν υπάρχει αυτόματος έλεγχος για την ενεργοποίηση του ανοίγματος του κύριου διακόπτη κυκλώματος στα οχήματα έλξης.

Και τα δύο στοιχεία πρέπει να τροποποιηθούν.

Γραμμές σύνδεσης και αναβαθμισμένες γραμμές

Σε ορισμένα τμήματα γραμμής, κάτω από γέφυρες, το ύψος του σύρματος επαφής δεν πληροί τις ελάχιστες απαιτήσεις της ΤΠΔ και πρέπει να τροποποιηθεί. Οι σχετικές ημερομηνίες δεν έχουν ακόμη προσδιορισθεί.

7.3.3.   Ιδιαιτερότητες του δικτύου της Γερμανίας (περίπτωση P)

Το ύψος της επένδυσης της αντικατάστασης της αλυσοειδούς σε αναβαθμισμένες γραμμές και γραμμές σύνδεσης, καθώς και σε σταθμούς, προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις του ευρωπαϊκού παντογράφου των 1 600 mm, είναι απαγορευτικό. Οι αμαξοστοιχίες που διέρχονται από τις εν λόγω γραμμές πρέπει να εφοδιασθούν με δευτερεύοντες παντογράφους 1 950 mm για εκμετάλλευση μέσης ταχύτητας έως και 230 χιλιομέτρων/ώρα ώστε να μην είναι αναγκαία η αναβάθμιση της αλυσοειδούς σε αυτά τα τμήματα του διευρωπαϊκού δικτύου για χρήση του ευρωπαϊκού παντογράφου. Σε αυτές τις περιοχές επιτρέπεται μέγιστη πλευρική μετατόπιση του σύρματος επαφής της τάξης των 550 mm υπό την επίδραση πλευρικού ανέμου. Στο πλαίσιο μελλοντικών μελετών σχετικά με τις αναβαθμισμένες γραμμές και τις γραμμές σύνδεσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο ευρωπαϊκός παντογράφος, ώστε να αποδεικνύεται η συνάφεια των επιλογών που έχουν γίνει.

7.3.4.   Ιδιαιτερότητες του δικτύου της Ισπανίας (περίπτωση P)

Το ύψος της επένδυσης της αντικατάστασης της αλυσοειδούς σε αναβαθμισμένες γραμμές και γραμμές σύνδεσης, καθώς και σε σταθμούς, προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις του ευρωπαϊκού παντογράφου των 1 600 mm, είναι απαγορευτικό. Οι αμαξοστοιχίες που διέρχονται από τις εν λόγω γραμμές πρέπει να εφοδιασθούν με δευτερεύοντες παντογράφους 1 950 mm για εκμετάλλευση μέσης ταχύτητας έως και 230 χιλιομέτρων/ώρα, ώστε να μην είναι αναγκαία η αναβάθμιση της αλυσοειδούς σε αυτά τα τμήματα του διευρωπαϊκού δικτύου για χρήση του ευρωπαϊκού παντογράφου. Σε αυτές τις περιοχές επιτρέπεται μέγιστη πλευρική μετατόπιση του σύρματος επαφής της τάξης των 550 mm υπό την επίδραση πλευρικού ανέμου. Στο πλαίσιο μελλοντικών μελετών σχετικά με τις αναβαθμισμένες γραμμές και τις γραμμές σύνδεσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο ευρωπαϊκός παντογράφος, ώστε να αποδεικνύεται η συνάφεια των επιλογών που έχουν γίνει.

Σε ορισμένα τμήματα των μελλοντικών γραμμών μεγάλης ταχύτητας της Ισπανίας, το ονομαστικό ύψος του σύρματος επαφής μπορεί να είναι 5,50 m· συγκεκριμένα, στην περίπτωση της μελλοντικής γραμμής μεγάλης ταχύτητας Βαρκελώνης-Perpignan (Αυτό ενδεχομένως να αφορά και τη Γαλλία στην περίπτωση της γραμμής μεταξύ των ισπανικών συνόρων και του Perpignan, εφόσον το ζητήσει η Γαλλία).

Για τη γραμμή μεγάλης ταχύτητας Μαδρίτης-Σεβίλλης, οι αμαξοστοιχίες πρέπει να είναι εφοδιασμένες με παντογράφο 1 950 mm.

7.3.5.   Ιδιαιτερότητες του δικτύου της Γαλλίας

Υφιστάμενες γραμμές μεγάλης ταχύτητας (περίπτωση T2)

Για τη συμμόρφωση με τα κριτήρια της λήψης ρεύματος και της δυναμικής συμπεριφοράς στις γραμμές εναλλασσόμενου ρεύματος απαιτείται τροποποίηση του εξοπλισμού των αλυσοειδών.

Τα τμήματα διαχωρισμού φάσης στις υφιστάμενες γραμμές μεγάλης ταχύτητας δεν είναι συμβατά με την απαίτηση σύμφωνα με την οποία η απόσταση μεταξύ τριών παντογράφων πρέπει να υπερβαίνει τα 143 m. Τα τμήματα διαχωρισμού φάσης πρέπει να τροποποιηθούν.

Σε συγκεκριμένη γραμμή μεγάλης ταχύτητας απαιτείται τροποποίησης της αλυσοειδούς, ώστε να ληφθεί υπόψη η επιτρεπτή ανύψωση χωρίς εγκατάσταση αναστολέων ανύψωσης στους παντογράφους.

Αναβαθμισμένες γραμμές και γραμμές σύνδεσης

Για τη συμμόρφωση με τα κριτήρια της λήψης ρεύματος στις γραμμές συνεχούς ρεύματος απαιτείται τροποποίηση του εξοπλισμού των αλυσοειδών. Η διατομή των συρμάτων επαφής στις γραμμές συνεχούς ρεύματος δεν επαρκεί για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της ΤΠΔ που αφορούν το ρεύμα εν στάσει σε σταθμούς ή σε χώρους προθέρμανσης των αμαξοστοιχιών.

Η υφιστάμενη γραμμή συνεχούς ρεύματος προς την Ισπανία λειτουργεί με κεφαλή λήψης συνεχούς ρεύματος 1 950 mm. Για την εκμετάλλευση αυτής της γραμμής με ευρωπαϊκές διαλειτουργικές κεφαλές λήψης 1 600 mm, πρέπει να αναβαθμιστεί κατάλληλα η αλυσοειδής.

Γραμμές όλων των κατηγοριών

Τα ακόλουθα ισχύουν για τους παντογράφους:

 συστημάτων εναλλασσόμενου ρεύματος απαιτείται ευρωπαϊκή κεφαλή λήψης 1 600 mm αντί των περιστροφικών κεφαλών 1 450 mm που χρησιμοποιούνται επί του παρόντος στην αμαξοστοιχία μεγάλης ταχύτητας TGV,

 συστημάτων συνεχούς ρεύματος απαιτείται ευρωπαϊκή κεφαλή λήψης 1 600 mm αντί των περιστροφικών κεφαλών πλάτους 1 950 mm που χρησιμοποιούνται επί του παρόντος στην αμαξοστοιχία μεγάλης ταχύτητας TGV,

 για συστήματα εναλλασσόμενου ρεύματος και για ένα μεταβατικό διάστημα, απαιτείται η χρήση παντογράφων με δυνατότητα λειτουργίας με τρεις καμπύλες (C1, C2 και καμπύλη στόχος) της μέση δύναμης επαφής Fm,

 για συστήματα συνεχούς ρεύματος ενδέχεται να καταστεί δυνατή η χρήση παντογράφων με δυνατότητα λειτουργίας με δύο καμπύλες Fm, μια για 1,5 kV και μια δεύτερη για 3 kV.

Η μετατροπή αυτή δεν έχει ακόμη προγραμματισθεί.

7.3.6.   Ιδιαιτερότητες του δικτύου του Ηνωμένου Βασιλείου

Νέες γραμμές μεγάλης ταχύτητας (περίπτωση T1)

Τα τμήματα διαχωρισμού φάσης της σχεδιαζόμενης σιδηροδρομικής γραμμής της σήραγγας της Μάγχης ενδεχομένως να χρήσουν τροποποίησης σύμφωνα με τις προδιαγραφές της ΤΠΔ. Η τροποποίηση αυτή θα πραγματοποιηθεί με την εισαγωγή ολοκληρωμένων υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων εμπορευματικών αμαξοστοιχιών.

Αναβαθμισμένες γραμμές (περίπτωση P)

Ορισμένα τμήματα της πρωτεύουσας γραμμής της ανατολικής ακτής δεν πληρούν τις προδιαγραφές τάσης και συχνότητας, μέση ωφέλιμης τάσης και εγκαταστημένης ισχύος. Η εφαρμογή της ΤΠΔ έχει προγραμματισθεί να συμπέσει με την επόμενη σημαντική αναβάθμιση της πρωτεύουσας γραμμής της ανατολικής ακτής.

Η γεωμετρία της αλυσοειδούς και η δυναμική περιβάλλουσα καμπύλη στις πρωτεύουσες γραμμές της ανατολικής και της δυτικής ακτής βασίζονται στο περιτύπωμα UK1 και αντιμετωπίζονται ως ειδική περίπτωση. Το μεταβλητό ύψος του σύρματος επαφής μπορεί να διατηρηθεί για ταχύτητες έως και 225 χιλιόμετρα/ώρα, η δε μέση δύναμη επαφής θα προσαρμοσθεί προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις λήψης ρεύματος του προτύπου EN 50 119, έκδοση 2001, παράγραφος 5.2.1.

Στην πρωτεύουσα γραμμή της δυτικής ακτής θα διατηρηθεί ο υφιστάμενος τύπος τμημάτων διαχωρισμού φάσης.

7.3.7.   Ιδιαιτερότητες του δικτύου της Ιταλίας

Υφιστάμενες γραμμές μεγάλης ταχύτητας (περίπτωση T1)

Η γεωμετρία των αλυσοειδών πρέπει να προσαρμοσθεί στο ύψος του σύρματος επαφής σε μια διαδρομή 100 χιλιομέτρων διπλής γραμμής.

Οι τροποποιήσεις αυτές θα έχουν ολοκληρωθεί έως το 2010.

Γραμμές σύνδεσης και αναβαθμισμένες γραμμές (περίπτωση T1)

Η γεωμετρία των αλυσοειδών πρέπει να προσαρμοσθεί όσον αφορά το ύψος του σύρματος επαφής σε τμήματα των συγκεκριμένων γραμμών.

Για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις σχετικά με τη μέση ωφέλιμη τάση και την εγκαταστημένη ισχύ απαιτούνται πρόσθετοι υποσταθμοί.

Οι τροποποιήσεις αυτές θα έχουν ολοκληρωθεί έως το 2010.

7.3.8.   Ιδιαιτερότητες των δικτύων της Ιρλανδίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (περιπτώσεις P)

Στις ηλεκτροδοτούμενες γραμμές των δικτύων της Ιρλανδίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, το ονομαστικό ύψος του σύρματος επαφής καθορίζεται από το ιρλανδικό περιτύπωμα εγκατάστασης των εμποδίων IRL1 και τις απαιτούμενες αποστάσεις.

7.3.9.   Ιδιαιτερότητες του δικτύου της Σουηδίας (περίπτωση P)

Το ύψος της επένδυσης της αντικατάστασης της αλυσοειδούς σε αναβαθμισμένες γραμμές και γραμμές σύνδεσης, καθώς και σε σταθμούς προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις του ευρωπαϊκού παντογράφου των 1 600 mm είναι απαγορευτικό. Οι αμαξοστοιχίες που διέρχονται από τις εν λόγω γραμμές πρέπει να εφοδιασθούν με δευτερεύοντες παντογράφους 1 950 mm για εκμετάλλευση μέσης ταχύτητας έως και 230 χιλιομέτρων/ώρα, ώστε να μην είναι αναγκαία η αναβάθμιση της αλυσοειδούς σε αυτά τα τμήματα του διευρωπαϊκού δικτύου για χρήση του ευρωπαϊκού παντογράφου. Σε αυτές τις περιοχές επιτρέπεται μέγιστη πλευρική μετατόπιση του σύρματος επαφής της τάξης των 550 mm υπό την επίδραση πλευρικού ανέμου. Στο πλαίσιο μελλοντικών μελετών σχετικά με τις αναβαθμισμένες γραμμές και τις γραμμές σύνδεσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο ευρωπαϊκός παντογράφος, ώστε να αποδεικνύεται η συνάφεια των επιλογών που έχουν γίνει.

7.3.10.   Ιδιαιτερότητες του δικτύου της Φινλανδίας (περίπτωση P)

Το σύνηθες ύψος του σύρματος επαφής είναι 6 150 mm (ελάχιστο 5 600 mm, μέγιστο 6 500 mm).




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ (ΕΝΟΤΗΤΕΣ)

 για τη συμμόρφωση των στοιχείων διαλειτουργικότητας και

 για τον έλεγχο ΕΚ συμμόρφωσης των υποσυστημάτων.

Α.1.   ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ

Το παρόν παράρτημα αφορά τις ενότητες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των στοιχείων διαλειτουργικότητας και για την επαλήθευση «ΕΚ» του υποσυστήματος «ενέργειας».

Α.2.   ΕΝΟΤΗΤΑ B (ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΥΠΟΥ)

Αξιολόγηση συμμόρφωσης των στοιχείων διαλειτουργικότητας

1.

Η ενότητα αυτή περιγράφει το τμήμα εκείνο της διαδικασίας με το οποίο ένας κοινοποιημένος οργανισμός διαπιστώνει και βεβαιώνει ότι ένας τύπος, αντιπροσωπευτικός της σχετικής παραγωγής, πληροί τις διατάξεις της ΤΠΔ που ισχύει για αυτόν.

2.

Η αίτηση εξέτασης τύπου υποβάλλεται από τον κατασκευαστή ή τον εγκατεστημένο στην Κοινότητα εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του σε έναν και μόνο κοινοποιημένο οργανισμό της εκλογής του.

Η αίτηση περιλαμβάνει:

 το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή και, εφόσον η αίτηση υποβάλλεται από τον εντολοδόχο, το όνομα και τη διεύθυνση του εντολοδόχου αυτού,

 γραπτή δήλωση ότι η ίδια αίτηση δεν έχει υποβληθεί σε άλλο κοινοποιημένο οργανισμό,

 τον τεχνικό φάκελο που περιγράφεται στην παράγραφο 3.

Ο αιτών θέτει στη διάθεση του κοινοποιημένου οργανισμού ένα δείγμα, αντιπροσωπευτικό της εν λόγω παραγωγής, το οποίο στο εξής ονομάζεται «τύπος».

Ο τύπος μπορεί να καλύπτει διάφορες παραλλαγές του στοιχείου διαλειτουργικότητας εφόσον οι διαφορές μεταξύ των παραλλαγών αυτών δεν αντιστρατεύονται τις διατάξεις της ΤΠΔ.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να ζητά και άλλα δείγματα, εφόσον αυτό απαιτείται για τη διεξαγωγή του προγράμματος δοκιμών.

Αν η διαδικασία εξέτασης τύπου δεν απαιτεί δοκιμές τύπου (βλέπε παράγραφο 4.4) και αν ο τύπος προσδιορίζεται επαρκώς από τον τεχνικό φάκελο ο οποίος προβλέπεται στην παράγραφο 3, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να συναινέσει στο να μην του διατεθούν δείγματα.

3.

Ο τεχνικός φάκελος πρέπει να επιτρέπει να αξιολογείται η συμμόρφωση του στοιχείου διαλειτουργικότητας προς τις διατάξεις της ΤΠΔ. Πρέπει να καλύπτει, στο βαθμό που αυτό απαιτείται για την αξιολόγηση, το σχεδιασμό, την κατασκευή και τη λειτουργία του προϊόντος. Ο τεχνικός φάκελος περιλαμβάνει:

 γενική περιγραφή του τύπου,

 σχέδια αρχικής σύλληψης και κατασκευής, καθώς και διαγράμματα συστατικών μερών, υποσυγκροτημάτων, κυκλωμάτων κ.λπ.,

 τις περιγραφές και επεξηγήσεις που είναι αναγκαίες για την κατανόηση των προαναφερόμενων σχεδίων και διαγραμμάτων και της λειτουργίας του προϊόντος,

 τους όρους ολοκλήρωσης του στοιχείου διαλειτουργικότητας στο λειτουργικό του περιβάλλον (υποσυγκρότημα, συγκρότημα, υποσύστημα) και τις απαραίτητες συνθήκες διασύνδεσης,

 τους όρους χρήσης και συντήρησης του στοιχείου διαλειτουργικότητας (περιορισμοί διάρκειας ή απόστασης, όρια φθοράς κ.λπ.),

 πίνακα των τεχνικών προδιαγραφών σε σχέση με τις οποίες πρόκειται να αξιολογηθεί το στοιχείο διαλειτουργικότητας (ισχύουσα ΤΠΔ ή/και ευρωπαϊκή προδιαγραφή που περιέχει τις ισχύουσες διατάξεις),

 περιγραφή των λύσεων που υιοθετούνται με στόχο τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της παρούσας ΤΠΔ όταν οι τεχνικές προδιαγραφές στις οποίες παραπέμπει η ΤΠΔ δεν έχουν εφαρμοστεί πλήρως,

 τα αποτελέσματα των υπολογισμών σχεδιασμού, τους ελέγχους που διενεργήθηκαν κ.λπ.,

 τις εκθέσεις δοκιμών.

4.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός:

4.1.

εξετάζει τον τεχνικό φάκελο,

4.2.

αν η ΤΠΔ προβλέπει επισκόπηση σχεδιασμού, εξετάζει τις μεθόδους, τα εργαλεία και τα αποτελέσματα του σχεδιασμού προκειμένου να αξιολογήσει τη δυνατότητά τους να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις συμμόρφωσης του στοιχείου διαλειτουργικότητας στο τέλος της φάσης σχεδιασμού,

4.3.

αν η ΤΠΔ προβλέπει επισκόπηση της μεθόδου κατασκευής, εξετάζει την προβλεπόμενη μέθοδο κατασκευής για την υλοποίηση του στοιχείου διαλειτουργικότητας προκειμένου να αξιολογήσει τη συμβολή της στη συμμόρφωση του προϊόντος ή/και εξετάζει την επισκόπηση που διενήργησε ο κατασκευαστής στο τέλος της φάσης σχεδιασμού,

4.4.

αν η ΤΠΔ προβλέπει δοκιμές τύπου, ελέγχει αν τα δείγματα έχουν κατασκευαστεί σύμφωνα με τον τεχνικό φάκελο και διεξάγει ή αναθέτει σε τρίτους τη διεξαγωγή δοκιμών τύπου σύμφωνα με τις διατάξεις της ΤΠΔ και των ευρωπαϊκών προδιαγραφών που αναφέρονται στην ΤΠΔ,

4.5.

προσδιορίζει τα στοιχεία που έχουν σχεδιαστεί σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις της ΤΠΔ και τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές που αναφέρονται στην ΤΠΔ, καθώς και τα στοιχεία ο σχεδιασμός των οποίων δεν βασίζεται στις αντίστοιχες διατάξεις των ανωτέρω ευρωπαϊκών προδιαγραφών,

4.6.

διεξάγει ή αναθέτει σε τρίτους τη διεξαγωγή των καταλλήλων ελέγχων και των απαραίτητων δοκιμών, σύμφωνα με τις παραγράφους 4.2, 4.3 και 4.4, ώστε να ελέγξει κατά πόσο, στην περίπτωση κατά την οποία δεν εφαρμόζονται οι ευρωπαϊκές προδιαγραφές που αναφέρονται στην ΤΠΔ, οι λύσεις τις οποίες ακολούθησε ο κατασκευαστής πληρούν τις βασικές απαιτήσεις της ΤΠΔ,

4.7.

διεξάγει ή αναθέτει σε τρίτους τη διεξαγωγή των καταλλήλων ελέγχων και των απαραίτητων δοκιμών, σύμφωνα με τις παραγράφους 4.2, 4.3 και 4.4, ώστε να ελέγξει κατά πόσον, στην περίπτωση κατά την οποία ο κατασκευαστής επέλεξε να εφαρμόσει τις σχετικές ευρωπαϊκές προδιαγραφές, οι προδιαγραφές αυτές έχουν όντως εφαρμοστεί,

4.8.

συμφωνεί με τον αιτούντα τον τόπο στον οποίο θα διεξαχθούν οι έλεγχοι και οι απαραίτητες δοκιμές.

5.

Σε περιπτώσεις όπου ο τύπος πληροί τις διατάξεις της ΤΠΔ, ο κοινοποιημένος οργανισμός χορηγεί στον αιτούντα βεβαίωση εξέτασης τύπου. Η βεβαίωση περιέχει το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή, τα συμπεράσματα του ελέγχου, τις προϋποθέσεις ισχύος του πιστοποιητικού και τα απαραίτητα στοιχεία για την αναγνώριση του εγκεκριμένου τύπου.

Η διάρκεια ισχύος δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία έτη.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός προσαρτά στη βεβαίωση κατάλογο των σημαντικών τμημάτων του τεχνικού φακέλου και φυλάσσει αντίγραφο του καταλόγου αυτού.

Σε περίπτωση που ο οργανισμός δεν χορηγεί στον κατασκευαστή ή στον εγκατεστημένο στην Κοινότητα εντολοδόχο του βεβαίωση εξέτασης τύπου ΕΚ, ο εν λόγω οργανισμός παραθέτει λεπτομερώς τους λόγους μη χορήγησης της βεβαίωσης.

Πρέπει να προβλέπεται διαδικασία προσφυγής.

6.

Ο αιτών ενημερώνει τον κοινοποιημένο οργανισμό που έχει στην κατοχή του τον τεχνικό φάκελο της βεβαίωσης εξέτασης τύπου ΕΚ για οποιαδήποτε τροποποίηση του εγκεκριμένου προϊόντος για την οποία πρέπει να χορηγηθεί νέα έγκριση, στις περιπτώσεις που οι τροποποιήσεις αυτές μπορούν να επηρεάσουν τη συμμόρφωση προς τις βασικές απαιτήσεις της ΤΠΔ ή προς τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις για τη χρήση του προϊόντος. Η νέα αυτή έγκριση χορηγείται υπό μορφή προσθήκης στην αρχική βεβαίωση εξέτασης τύπου ή ως νέα βεβαίωση ύστερα από ανάκληση της παλαιάς.

7.

Αν δεν έχει μεσολαβήσει τροποποίηση που να εμπίπτει στην παράγραφο 6, η ισχύς μιας λήγουσας βεβαίωσης μπορεί να ανανεωθεί για μια νέα περίοδο. Ο αιτών υποβάλλει αίτημα ανανέωσης με γραπτή βεβαίωσή του ότι δεν επήλθε καμία τροποποίηση και, αν δεν προσκομιστούν πληροφορίες για το αντίθετο, ο κοινοποιημένος οργανισμός χορηγεί παράταση της διάρκειας που προβλέπεται στην παράγραφο 5. Η διαδικασία αυτή μπορεί να επαναληφθεί.

8.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός κοινοποιεί στους άλλους κοινοποιημένους οργανισμούς τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τις βεβαιώσεις εξέτασης τύπου που ανακαλούνται ή δεν εγκρίνονται.

9.

Οι υπόλοιποι κοινοποιημένοι οργανισμοί μπορούν, κατόπιν αιτήματος, να λαμβάνουν αντίγραφα των βεβαιώσεων εξέτασης τύπου ή/και των προσθηκών τους. Τα συνημμένα των βεβαιώσεων φυλάσσονται στη διάθεση των άλλων κοινοποιημένων οργανισμών.

10.

Ο κατασκευαστής ή ο εγκατεστημένος στην Κοινότητα εντολοδόχος του φυλάσσει, μαζί με τον τεχνικό φάκελο, αντίγραφο των βεβαιώσεων εξέτασης τύπου ΕΚ και των σχετικών συμπληρωμάτων για περίοδο τουλάχιστον δέκα ετών από την τελευταία ημερομηνία κατασκευής του προϊόντος. Όταν ούτε ο κατασκευαστής ούτε ο εντολοδόχος του δεν είναι εγκατεστημένοι στην Κοινότητα, υπεύθυνος για τη διατήρηση του τεχνικού φακέλου στη διάθεση των αρμόδιων αρχών είναι το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για τη διάθεση του προϊόντος στην κοινοτική αγορά.

Α.3.   ΕΝΟΤΗΤΑ Γ (ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΤΥΠΟ)

Αξιολόγηση συμμόρφωσης των στοιχείων διαλειτουργικότητας

1.

Η ενότητα αυτή περιγράφει τη διαδικασία με την οποία ο κατασκευαστής ή ο εγκατεστημένος στην Κοινότητα εντολοδόχος του, ο οποίος βεβαιώνει και δηλώνει ότι το συγκεκριμένο στοιχείο διαλειτουργικότητας είναι σύμφωνο προς τον τύπο που περιγράφεται στη βεβαίωση εξέτασης τύπου και πληροί τις απαιτήσεις της οδηγίας 96/48/ΕΚ και της ΤΠΔ που ισχύουν για αυτό.

2.

Ο κατασκευαστής λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε η διαδικασία κατασκευής να εξασφαλίζει τη συμμόρφωση των κατασκευαζόμενων στοιχείων διαλειτουργικότητας προς τον τύπο που περιγράφεται στη βεβαίωση εξέτασης τύπου ΕΚ και προς τις απαιτήσεις της οδηγίας 96/48/ΕΚ και της ΤΠΔ που ισχύουν για αυτά.

3.

Ο κατασκευαστής ή ο εγκατεστημένος στην Κοινότητα εντολοδόχος του συντάσσει δήλωση ΕΚ συμμόρφωσης του στοιχείου διαλειτουργικότητας.

Το περιεχόμενο της δήλωσης αυτής πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τις πληροφορίες που ορίζονται στο παράρτημα IV παράγραφος 3 και στο άρθρο 13 παράγραφος 3 της οδηγίας 96/48/ΕΚ. Η δήλωση ΕΚ συμμόρφωσης και τα συνοδευτικά έγγραφα πρέπει να φέρουν ημερομηνία και υπογραφή.

Η δήλωση αυτή πρέπει να συντάσσεται στην ίδια γλώσσα με τον τεχνικό φάκελο και περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

 τα στοιχεία αναφοράς της οδηγίας (οδηγία 96/48/ΕΚ και άλλες οδηγίες που ενδέχεται να ισχύουν για το στοιχείο διαλειτουργικότητας),

 το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή ή του εγκατεστημένου στην Κοινότητα εντολοδόχου του (πρέπει να αναφέρεται η εταιρική επωνυμία και η πλήρης διεύθυνση και, σε περίπτωση εντολοδόχου, και η εταιρική επωνυμία του κατασκευαστή),

 την περιγραφή του στοιχείου διαλειτουργικότητας (μάρκα, τύπος κ.λπ.),

 την περιγραφή της διαδικασίας που τηρήθηκε (ενότητα) για τη δήλωση της συμμόρφωσης,

 κάθε σχετική απαίτηση στην οποία πρέπει να ανταποκρίνεται το στοιχείο διαλειτουργικότητας, και ιδιαίτερα τις προϋποθέσεις χρήσης,

 την ονομασία και τη διεύθυνση του ή των κοινοποιημένων οργανισμών που παρενέβησαν στην ακολουθούμενη διαδικασία όσον αφορά στη συμμόρφωση, καθώς και τις ημερομηνίες των βεβαιώσεων εξέτασης με επισήμανση της διάρκειας και των όρων ισχύος των βεβαιώσεων,

 αναφορές στην παρούσα ΤΠΔ καθώς και σε άλλες ισχύουσες ΤΠΔ και, ενδεχομένως, σε ευρωπαϊκές προδιαγραφές,

 το ονοματεπώνυμο του υπογράφοντος ο οποίος έχει εξουσιοδοτηθεί να δεσμεύει με την υπογραφή του τον κατασκευαστή ή τον εγκατεστημένο στην Κοινότητα εντολοδόχο του.

Οι εν λόγω βεβαιώσεις είναι:

 η βεβαίωση εξέτασης τύπου και τα συμπληρώματά της.

4.

Ο κατασκευαστής ή ο εγκατεστημένος στην Κοινότητα εντολοδόχος του φυλάσσει αντίγραφο της δήλωσης ΕΚ συμμόρφωσης για διάστημα δέκα ετών από την τελευταία ημερομηνία κατασκευής του στοιχείου διαλειτουργικότητας.

Όταν ούτε ο κατασκευαστής ούτε ο εντολοδόχος του είναι εγκατεστημένοι στην Κοινότητα, υπεύθυνο για τη διατήρηση του τεχνικού φακέλου στη διάθεση των αρμοδίων αρχών είναι το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για τη διάθεση του στοιχείου διαλειτουργικότητας στην κοινοτική αγορά.

5.

Αν, εκτός της δήλωσης ΕΚ συμμόρφωσης, απαιτείται βάσει της ΤΠΔ δήλωση ΕΚ καταλληλότητας χρήσης του στοιχείου διαλειτουργικότητας, ο κατασκευαστής οφείλει να συντάξει και να προσθέσει την τελευταία σύμφωνα με τους όρους της ενότητας V.

Α.4.   ΕΝΟΤΗΤΑ H2 (ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΕΛΕΓΧΟ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ)

Αξιολόγηση συμμόρφωσης των στοιχείων διαλειτουργικότητας

1.

Αυτή η ενότητα περιγράφει τη διαδικασία κατά την οποία ένας κοινοποιημένος οργανισμός διεξάγει έλεγχο του σχεδιασμού ενός στοιχείου διαλειτουργικότητας και κατά την οποία ο κατασκευαστής ή ο εγκατεστημένος στην Κοινότητα εντολοδόχος του, ο οποίος πληροί τις υποχρεώσεις της παραγράφου 2, βεβαιώνει και δηλώνει ότι το θεωρούμενο στοιχείο διαλειτουργικότητας πληροί τις απαιτήσεις της οδηγίας 96/48/ΕΚ και της ΤΠΔ που ισχύουν για αυτό.

2.

Ο κατασκευαστής εφαρμόζει εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας για το σχεδιασμό, την κατασκευή, την τελική επιθεώρηση και τη δοκιμή των προϊόντων, όπως ορίζεται στην παράγραφο 3, και υπόκειται σε επιτήρηση που αναφέρεται στην παράγραφο 4.

3.

Σύστημα ποιότητας

3.1.

Ο κατασκευαστής υποβάλλει σε κοινοποιημένο οργανισμό αίτηση αξιολόγησης του συστήματος ποιότητας που ακολουθεί.

Η αίτηση περιλαμβάνει:

 όλες τις κατάλληλες πληροφορίες για την κατηγορία προϊόντων στην οποία εμπίπτει το συγκεκριμένο στοιχείο διαλειτουργικότητας,

 το φάκελο του συστήματος ποιότητας.

3.2.

Το σύστημα ποιότητας πρέπει να διασφαλίζει τη συμμόρφωση του στοιχείου διαλειτουργικότητας προς τις απαιτήσεις της οδηγίας 96/48/ΕΚ και της ΤΠΔ που ισχύουν για αυτό. Όλα τα στοιχεία, απαιτήσεις και διατάξεις που εφαρμόζει ο κατασκευαστής πρέπει να περιέχονται, κατά συστηματικό και τακτικό τρόπο, σε ένα φάκελο, υπό μορφή πολιτικών, διαδικασιών και οδηγιών. Ο φάκελος αυτός του συστήματος ποιότητας πρέπει να επιτρέπει την ενιαία ερμηνεία των πολιτικών και των διαδικασιών που σχετίζονται με την ποιότητα όπως προγράμματα, σχέδια, εγχειρίδια και φακέλους ποιότητας.

Τα ακόλουθα σημεία, ιδιαιτέρως, πρέπει να περιγράφονται επαρκώς στον εν λόγω φάκελο:

 οι στόχοι και η οργανωτική δομή του συστήματος ποιότητας,

 οι ευθύνες και αρμοδιότητες της διοίκησης όσον αφορά στη διασφάλιση της ποιότητας του σχεδιασμού και της υλοποίησης των προϊόντων,

 οι τεχνικές προδιαγραφές σχεδιασμού, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών προδιαγραφών, που εφαρμόζονται και, σε περιπτώσεις όπου οι ευρωπαϊκές προδιαγραφές που αναφέρονται στο άρθρο 10 της οδηγίας 96/48/ΕΚ δεν εφαρμόζονται πλήρως, τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν ώστε να διασφαλίζεται ότι τηρούνται οι βασικές απαιτήσεις της οδηγίας και της ΤΠΔ που ισχύουν για το στοιχείο διαλειτουργικότητας,

 οι τεχνικές, μέθοδοι και συστηματικές δραστηριότητες ελέγχου και επαλήθευσης του σχεδιασμού που θα χρησιμοποιούνται κατά το σχεδιασμό των στοιχείων διαλειτουργικότητας όσον αφορά την καλυπτόμενη κατηγορία προϊόντων,

 οι τεχνικές, οι μέθοδοι και οι αντίστοιχες συστηματικές δραστηριότητες που θα χρησιμοποιούνται για την παραγωγή, τον ποιοτικό έλεγχο και τη διασφάλιση της ποιότητας,

 οι εξετάσεις και οι δοκιμές που θα διεξάγονται πριν από, κατά και μετά την κατασκευή, και η συχνότητα διεξαγωγής τους,

 οι φάκελοι ποιότητας, όπως οι εκθέσεις επιθεώρησης και τα στοιχεία δοκιμών, τα στοιχεία βαθμονόμησης, οι εκθέσεις προσόντων του αρμόδιου προσωπικού κ.λπ.,

 τα μέσα επιτήρησης που επιτρέπουν να ελέγχεται η επίτευξη του επιθυμητού επιπέδου ποιότητας σχεδιασμού και υλοποίησης των προϊόντων και η αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος ποιότητας.

Οι πολιτικές και διαδικασίες που άπτονται της ποιότητας πρέπει να καλύπτουν, ιδιαιτέρως, τις φάσεις αξιολόγησης, όπως η επισκόπηση του σχεδιασμού, η επισκόπηση της μεθόδου κατασκευής και οι δοκιμές τύπου, που περιγράφονται στην ΤΠΔ για τα διάφορα χαρακτηριστικά και επιδόσεις του στοιχείου διαλειτουργικότητας.

3.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί το σύστημα ποιότητας για να διαπιστώσει αν ανταποκρίνεται προς τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3.2 και τεκμαίρει ότι τα συστήματα ποιότητας που εφαρμόζουν το αντίστοιχο εναρμονισμένο πρότυπο ανταποκρίνονται προς τις απαιτήσεις αυτές. Το εν λόγω εναρμονισμένο πρότυπο είναι το EN ISO 9001 — Δεκέμβριος 2000, συμπληρωμένο ενδεχομένως ώστε να λαμβάνεται υπόψη η ιδιομορφία του στοιχείου διαλειτουργικότητας για το οποίο εφαρμόζεται.

Ο έλεγχος πρέπει να είναι εξειδικευμένος ως προς την κατηγορία προϊόντων στην οποία εμπίπτει το στοιχείο διαλειτουργικότητας. Η ομάδα ελεγκτών περιλαμβάνει ένα τουλάχιστον μέλος με πείρα αξιολόγησης της σχετικής τεχνολογίας. Η διαδικασία αξιολόγησης περιλαμβάνει επίσκεψη αξιολόγησης στις εγκαταστάσεις του κατασκευαστή.

Η απόφαση κοινοποιείται στον κατασκευαστή και περιλαμβάνει τα συμπεράσματα του ελέγχου και την αιτιολογημένη απόφαση αξιολόγησης.

3.4.

Ο κατασκευαστής αναλαμβάνει τη δέσμευση να εκτελεί τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το σύστημα ποιότητας, όπως έχει εγκριθεί, και να το συντηρεί ώστε να διατηρείται κατάλληλο και αποτελεσματικό.

Ο κατασκευαστής ή ο εγκατεστημένος στην Κοινότητα εντολοδόχος του ενημερώνει τον κοινοποιημένο οργανισμό ο οποίος ενέκρινε το σύστημα ποιότητας για κάθε μελετώμενη προσαρμογή του συστήματος ποιότητας.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί τις προτεινόμενες αλλαγές και αποφασίζει κατά πόσον το τροποποιημένο σύστημα ποιότητας θα εξακολουθεί να πληροί τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3.2, ή κατά πόσον πρέπει να γίνει νέα αξιολόγηση.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός κοινοποιεί την απόφασή του στον κατασκευαστή. Η κοινοποίηση περιέχει τα συμπεράσματα του ελέγχου και την αιτιολογημένη απόφαση αξιολόγησης.

4.

Επιτήρηση του συστήματος ποιότητας υπό την ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού

4.1.

Σκοπός της επιτήρησης είναι να διασφαλίζει ότι ο κατασκευαστής εκπληρώνει ορθά τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από το εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας.

4.2.

Ο κατασκευαστής παραχωρεί στον κοινοποιημένο οργανισμό πρόσβαση, για λόγους επιθεώρησης, στους χώρους σχεδιασμού, κατασκευής, επιθεώρησης, δοκιμών και αποθήκευσης και του παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, συγκεκριμένα:

 τον φάκελο του συστήματος ποιότητας,

 τους φακέλους ποιότητας που προβλέπονται από το σχεδιαστικό μέρος του συστήματος ποιότητας, όπως αποτελέσματα αναλύσεων, υπολογισμών, δοκιμών κ.λπ.,

 τους φακέλους ποιότητας, όπως προβλέπονται από το κατασκευαστικό μέρος του συστήματος ποιότητας, όπως εκθέσεις επιθεωρήσεων και στοιχεία δοκιμών, στοιχεία βαθμονομήσεων, εκθέσεις προσόντων του αρμόδιου προσωπικού κ.λπ.

4.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός διεξάγει κατά τακτά διαστήματα ελέγχους για να βεβαιώνεται ότι ο κατασκευαστής διατηρεί και εφαρμόζει το σύστημα ποιότητας και χορηγεί έκθεση ελέγχου στον κατασκευαστή.

Οι έλεγχοι διεξάγονται τουλάχιστον σε ετήσια βάση.

4.4.

Επιπλέον, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να πραγματοποιεί απροειδοποίητες επισκέψεις στον κατασκευαστή. Με την ευκαιρία των επισκέψεων αυτών, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να διεξάγει ή να φροντίζει να διεξάγονται δοκιμές για να εξακριβωθεί, εάν κρίνεται αναγκαίο, η καλή λειτουργία του συστήματος ποιότητας. Ο κοινοποιημένος οργανισμός χορηγεί στον κατασκευαστή έκθεση της επίσκεψης και, εάν πραγματοποιήθηκε δοκιμή, έκθεση δοκιμής.

5.

Ο κατασκευαστής διατηρεί στη διάθεση των εθνικών αρχών, για περίοδο τουλάχιστον δέκα ετών από την τελευταία ημερομηνία κατασκευής του προϊόντος:

 το φάκελο που προβλέπεται στην παράγραφο 3.1 δεύτερο εδάφιο δεύτερη περίπτωση,

 τις βελτιώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3.4 δεύτερο εδάφιο,

 τις αποφάσεις και εκθέσεις του κοινοποιημένου οργανισμού που προβλέπονται στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3.4 και στις παραγράφους 4.3 και 4.4.

6.

Έλεγχος του σχεδιασμού

6.1.

Ο κατασκευαστής υποβάλλει αίτηση ελέγχου του σχεδιασμού του στοιχείου διαλειτουργικότητας σε εξουσιοδοτημένο οργανισμό.

6.2.

Η αίτηση πρέπει να επιτρέπει την κατανόηση του σχεδιασμού, της κατασκευής και της λειτουργίας του στοιχείου διαλειτουργικότητας και την αξιολόγηση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις της οδηγίας 96/48/ΕΚ και της ΤΠΔ.

Περιλαμβάνει:

 τις τεχνικές προδιαγραφές σχεδιασμού, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών προδιαγραφών, που εφαρμόστηκαν,

 τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία της επάρκειάς τους, ιδίως όταν οι ευρωπαϊκές προδιαγραφές που αναφέρονται στο άρθρο 10 της οδηγίας δεν έχουν εφαρμοστεί πλήρως. Στα αποδεικτικά αυτά στοιχεία πρέπει να περιλαμβάνονται τα αποτελέσματα των δοκιμών που διενεργήθηκαν από το ενδεδειγμένο εργαστήριο του κατασκευαστή ή για λογαριασμό του.

6.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός εξετάζει την αίτηση και, εάν ο σχεδιασμός πληροί τις σχετικές διατάξεις της ΤΠΔ, χορηγεί στον αιτούντα πιστοποιητικό εξέτασης του σχεδιασμού. Το πιστοποιητικό περιλαμβάνει τα συμπεράσματα της εξέτασης, τους όρους ισχύος της, τα απαραίτητα στοιχεία για τον προσδιορισμό του εγκεκριμένου σχεδιασμού, ενδεχομένως δε, και περιγραφή της λειτουργίας του προϊόντος.

Η διάρκεια ισχύος δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία έτη.

6.4.

Ο αιτών ενημερώνει τον κοινοποιημένο οργανισμό που εξέδωσε το πιστοποιητικό εξέτασης του σχεδιασμού για κάθε τροποποίηση του εγκεκριμένου σχεδιασμού. Οι τροποποιήσεις αυτές λαμβάνουν πρόσθετη έγκριση από τον κοινοποιημένο οργανισμό που εξέδωσε το πιστοποιητικό εξέτασης του σχεδιασμού σε περιπτώσεις όπου οι τροποποιήσεις αυτές ενδέχεται να επηρεάσουν τη συμμόρφωση προς τις βασικές απαιτήσεις της ΤΠΔ ή τις προβλεπόμενες συνθήκες για τη χρήση του προϊόντος. Η πρόσθετη αυτή έγκριση δίδεται υπό τη μορφή προσθήκης στο αρχικό πιστοποιητικό εξέτασης του σχεδιασμού.

6.5.

Αν δεν έχει υπάρξει τροποποίηση που να εμπίπτει στην παράγραφο 6.4, η ισχύς μιας λήγουσας βεβαίωσης μπορεί να ανανεωθεί για μια νέα περίοδο. Ο αιτών υποβάλλει αίτημα ανανέωσης με γραπτή βεβαίωσή του ότι δεν επήλθε καμία τροποποίηση και, αν δεν προσκομιστούν πληροφορίες για το αντίθετο, ο κοινοποιημένος οργανισμός χορηγεί παράταση της διάρκειας που προβλέπεται στην παράγραφο 6.3. Η διαδικασία αυτή μπορεί να επαναληφθεί.

7.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός κοινοποιεί στους άλλους κοινοποιημένους οργανισμούς τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τις εγκρίσεις συστημάτων ποιότητας και πιστοποιητικά εξέτασης σχεδιασμού που ανακαλούνται ή απορρίπτονται.

Οι υπόλοιποι κοινοποιημένοι οργανισμοί μπορούν, κατόπιν αιτήματος, να λαμβάνουν αντίγραφα:

 των εγκρίσεων συστημάτων ποιότητας και των πρόσθετων εγκρίσεων που χορηγούνται, και

 των βεβαιώσεων εξέτασης του σχεδιασμού και των προσθηκών που χορηγούνται κατόπιν αιτήματος.

8.

Ο κατασκευαστής ή ο εγκατεστημένος στην Κοινότητα εντολοδόχος του συντάσσει δήλωση ΕΚ συμμόρφωσης του στοιχείου διαλειτουργικότητας.

Το περιεχόμενο της δήλωσης αυτής πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τις πληροφορίες που ορίζονται στο παράρτημα IV παράγραφος 3 και στο άρθρο 13 παράγραφος 3 της οδηγίας 96/48/ΕΚ. Η δήλωση ΕΚ συμμόρφωσης και τα συνοδευτικά έγγραφα πρέπει να φέρουν ημερομηνία και υπογραφή.

Η δήλωση πρέπει να συντάσσεται στην ίδια γλώσσα με τον τεχνικό φάκελο και περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

 τα στοιχεία αναφοράς της οδηγίας (οδηγία 96/48/ΕΚ και άλλες οδηγίες που ενδέχεται να ισχύουν για το στοιχείο διαλειτουργικότητας),

 το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή ή του εγκατεστημένου στην Κοινότητα εντολοδόχου του (πρέπει να αναφέρεται η εταιρική επωνυμία και η πλήρης διεύθυνση και, σε περίπτωση εντολοδόχου, και η εταιρική επωνυμία του κατασκευαστή),

 την περιγραφή του στοιχείου διαλειτουργικότητας (μάρκα, τύπος κ.λπ.),

 την περιγραφή της διαδικασίας που τηρήθηκε (ενότητα) για τη δήλωση της συμμόρφωσης,

 κάθε σχετική απαίτηση στην οποία πρέπει να ανταποκρίνεται το στοιχείο διαλειτουργικότητας, και ιδιαίτερα τις προϋποθέσεις χρήσης,

 την ονομασία και τη διεύθυνση του ή των κοινοποιημένων οργανισμών οι οποίοι παρενέβησαν στην ακολουθούμενη διαδικασία όσον αφορά στη συμμόρφωση, καθώς και τις ημερομηνίες των βεβαιώσεων εξέτασης με επισήμανση της διάρκειας και των όρων ισχύος των βεβαιώσεων,

 αναφορές στην παρούσα ΤΠΔ καθώς και σε άλλες ισχύουσες ΤΠΔ και, ενδεχομένως, σε ευρωπαϊκές προδιαγραφές,

 το ονοματεπώνυμο του υπογράφοντος που έχει εξουσιοδοτηθεί να δεσμεύει με την υπογραφή του τον κατασκευαστή ή τον εγκατεστημένο στην Κοινότητα εντολοδόχο του.

Οι εν λόγω βεβαιώσεις είναι:

 οι εκθέσεις έγκρισης και επιτήρησης του συστήματος ποιότητας που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4,

 το πιστοποιητικό εξέτασης του σχεδιασμού και τα συμπληρώματά του.

9.

Ο κατασκευαστής ή ο εγκατεστημένος στην Κοινότητα εντολοδόχος του φυλάσσει αντίγραφο της δήλωσης ΕΚ συμμόρφωσης για διάστημα δέκα ετών από την τελευταία ημερομηνία κατασκευής του στοιχείου διαλειτουργικότητας.

Όταν ούτε ο κατασκευαστής ούτε ο εντολοδόχος του είναι εγκατεστημένοι στην Κοινότητα, υπεύθυνο για τη διατήρηση του τεχνικού φακέλου στη διάθεση των αρμοδίων αρχών είναι το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για τη διάθεση του στοιχείου διαλειτουργικότητας στην κοινοτική αγορά.

10.

Αν, εκτός της δήλωσης «ΕΚ» συμμόρφωσης, απαιτείται βάσει της ΤΠΔ δήλωση «ΕΚ» καταλληλότητας χρήσης του στοιχείου διαλειτουργικότητας, ο κατασκευαστής οφείλει να συντάξει και να προσθέσει την τελευταία σύμφωνα με τους όρους της ενότητας V.

Α.5.   ΕΝΟΤΗΤΑ SG (ΕΛΕΓΧΟΣ ΑΝΑ ΜΟΝΑΔΑ)

Επαλήθευση «ΕΚ» του υποσυστήματος «ενέργειας»

1.

Η ενότητα αυτή περιγράφει τη διαδικασία επαλήθευσης «ΕΚ» με την οποία ένας κοινοποιημένος οργανισμός επαληθεύει και πιστοποιεί, εφόσον το ζητήσει ο αναθέτων φορέας ή ο εγκατεστημένος στην Κοινότητα εντολοδόχος του, ότι ένα υποσύστημα «ενέργειας» είναι:

 σύμφωνο προς τις διατάξεις της παρούσας ΤΠΔ και κάθε άλλης ισχύουσας ΤΠΔ με την οποία αποδεικνύεται ότι έχουν εκπληρωθεί οι βασικές απαιτήσεις της οδηγίας 96/48/ΕΚ,

 σύμφωνο με τις άλλες κανονιστικές διατάξεις που απορρέουν από τη συνθήκη και μπορεί να τεθεί σε λειτουργία.

2.

Ο αναθέτων φορέας ή ο εγκατεστημένος στην Κοινότητα εντολοδόχος του υποβάλλει αίτηση επαλήθευσης «ΕΚ» του υποσυστήματος (σύμφωνα με τη διαδικασία της εξακρίβωσης ανά μονάδα) σε κοινοποιημένο οργανισμό της επιλογής του.

Η αίτηση περιλαμβάνει:

 το όνομα και τη διεύθυνση του αναθέτοντα φορέα ή του εντολοδόχου του,

 τον τεχνικό φάκελο.

3.

Ο τεχνικός φάκελος πρέπει να επιτρέπει την κατανόηση του σχεδιασμού, της κατασκευής, της εγκατάστασης και της λειτουργίας του υποσυστήματος και την αξιολόγηση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις της ΤΠΔ.

Περιλαμβάνει:

 γενική περιγραφή του υποσυστήματος, του γενικού σχεδιασμού και της κατασκευής του,

 το μητρώο υποδομών, συμπεριλαμβανομένων όλων των στοιχείων που ορίζονται στην ΤΠΔ,

 σχέδια αρχικής σύλληψης και κατασκευής, καθώς και διαγράμματα υποσυγκροτημάτων, κυκλωμάτων κ.λπ.,

 τον τεχνικό φάκελο που αφορά την κατασκευή και τη συναρμολόγηση του υποσυστήματος,

 τις τεχνικές προδιαγραφές σχεδιασμού, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών προδιαγραφών, που εφαρμόστηκαν,

 αποδεικτικά στοιχεία της επάρκειάς τους, ιδίως όταν οι ευρωπαϊκές προδιαγραφές που αναφέρονται στην ΤΠΔ και στις σχετικές διατάξεις δεν έχουν εφαρμοστεί πλήρως,

 κατάλογο των στοιχείων διαλειτουργικότητας που πρέπει να είναι ενσωματωμένα στο υποσύστημα,

 κατάλογο των κατασκευαστών που εμπλέκονται στο σχεδιασμό, την κατασκευή, τη συναρμολόγηση και την εγκατάσταση του υποσυστήματος,

 κατάλογο των ευρωπαϊκών προδιαγραφών που αναφέρονται στην ΤΠΔ ή στην τεχνική προδιαγραφή σχεδιασμού.

Αν η ΤΠΔ περιέχει πρόβλεψη για συμπληρωματικά στοιχεία, αυτά πρέπει να συμπεριληφθούν στον τεχνικό φάκελο.

4.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός εξετάζει την αίτηση και πραγματοποιεί τις κατάλληλες δοκιμές και επαληθεύσεις που καθορίζονται στην ΤΠΔ ή/και στις ευρωπαϊκές προδιαγραφές που αναφέρονται στην ΤΠΔ, προκειμένου να διασφαλισθεί η συμμόρφωση με τις βασικές απαιτήσεις της οδηγίας όπως προβλέπεται στην ΤΠΔ. Οι εξετάσεις, οι δοκιμές και οι έλεγχοι καλύπτουν τα ακόλουθα στάδια όπως προβλέπεται στην ΤΠΔ:

 τον γενικό σχεδιασμό,

 την κατασκευή του υποσυστήματος, κυρίως, όταν προβλέπονται, τα έργα μηχανικής, τη συναρμολόγηση των στοιχείων, την τελική ρύθμιση,

 τις τελικές δοκιμές του υποσυστήματος,

 και, εφόσον προβλέπεται στην ΤΠΔ, επικύρωση σε συνθήκες πλήρους λειτουργίας.

5.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να συμφωνήσει με τον αναθέτοντα φορέα τους τόπους όπου θα διεξαχθούν οι δοκιμές, μπορεί δε να συμφωνήσει ότι οι τελικές δοκιμές του υποσυστήματος και, εφόσον προβλέπεται στην ΤΠΔ, οι δοκιμές υπό συνθήκες πλήρους λειτουργίας, θα διεξαχθούν από τον αναθέτοντα φορέα υπό την άμεση εποπτεία και επίβλεψη του κοινοποιημένου φορέα.

6.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός διαθέτει μόνιμο δικαίωμα πρόσβασης, για σκοπούς δοκιμών και επαλήθευσης, σε γραφεία μελετών, εργοτάξια, εργαστήρια κατασκευής, χώρους συναρμολόγησης και εγκατάστασης, και, ενδεχομένως, σε εγκαταστάσεις προκατασκευής και δοκιμών για να εκπληρώσει τα καθήκοντά του που προβλέπονται στην ΤΠΔ.

7.

Όταν το υποσύστημα ικανοποιεί τις απαιτήσεις της ΤΠΔ, ο κοινοποιημένος οργανισμός, με βάση τις δοκιμές, τις επαληθεύσεις και τους ελέγχους που πραγματοποιούνται όπως προβλέπεται στην ΤΠΔ και στις ευρωπαϊκές προδιαγραφές που αναφέρονται στην ΤΠΔ, συντάσσει βεβαίωση «ΕΚ» ελέγχου, για τον αναθέτοντα φορέα ή τον εγκατεστημένο στην Κοινότητα εντολοδόχο του, ο οποίος, κατέχοντας πλέον τη βεβαίωση, συντάσσει τη δήλωση «ΕΚ» ελέγχου η οποία προορίζεται για την αρχή ελέγχου του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο ή/και λειτουργεί το υποσύστημα. Η δήλωση «ΕΚ» ελέγχου και τα συνοδευτικά έγγραφα πρέπει να φέρουν ημερομηνία και υπογραφή. Η δήλωση αυτή πρέπει να συντάσσεται στην ίδια γλώσσα με τον τεχνικό φάκελο και περιλαμβάνει τουλάχιστον τα στοιχεία που αναφέρονται στο παράρτημα V της οδηγίας 96/48/ΕΚ.

8.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός είναι υπεύθυνος για την κατάρτιση του τεχνικού φακέλου που πρέπει να συνοδεύει τη δήλωση «ΕΚ» ελέγχου. Ο τεχνικός αυτός φάκελος πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τα στοιχεία που ορίζονται στο άρθρο 18 παράγραφος 3 της οδηγίας 96/48/ΕΚ, και συγκεκριμένα:

 όλα τα απαραίτητα έγγραφα σε σχέση με τα χαρακτηριστικά του υποσυστήματος,

 κατάλογο των στοιχείων διαλειτουργικότητας που είναι ενσωματωμένα στο υποσύστημα,

 αντίγραφα των δηλώσεων «ΕΚ» συμμόρφωσης και, ενδεχομένως, των δηλώσεων «ΕΚ» καταλληλότητας χρήσης τα οποία πρέπει να έχουν χορηγηθεί στα συγκεκριμένα στοιχεία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 της οδηγίας, συνοδευόμενα, ενδεχομένως, από τα αντίστοιχα έγγραφα (βεβαιώσεις, έγγραφα έγκρισης και επιτήρησης του συστήματος ποιότητας) που εκδίδονται από τους κοινοποιημένους οργανισμούς βάσει της ΤΠΔ,

 όλα τα στοιχεία που αφορούν τις προϋποθέσεις και τα όρια χρήσης,

 όλα τα στοιχεία που αφορούν τις οδηγίες συντήρησης, διαρκούς και περιοδικής επιτήρησης, ρύθμισης και συντήρησης,

 τη βεβαίωση «ΕΚ» ελέγχου του κοινοποιημένου οργανισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 7 συνοδευόμενη από τις αντίστοιχες σημειώσεις υπολογισμού και θεωρημένη μερίμνη του, με την οποία αποδεικνύεται ότι το έργο είναι σύμφωνο με την οδηγία και την ΤΠΔ, διευκρινίζονται δε ενδεχόμενες επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν κατά τη διάρκεια εκτέλεσης των δραστηριοτήτων και δεν έχουν αρθεί. Η βεβαίωση συνοδεύεται επίσης, ενδεχομένως, από τις εκθέσεις επιθεώρησης και ελέγχου που έχει συντάξει ο οργανισμός σε σχέση με την επαλήθευση,

 το μητρώο υποδομών, συμπεριλαμβανομένων όλων των στοιχείων που ορίζονται στην ΤΠΔ.

9.

Ο πλήρης φάκελος που συνοδεύει τη βεβαίωση «ΕΚ» ελέγχου διαβιβάζεται στον αναθέτοντα φορέα ή τον εγκατεστημένο στην Κοινότητα εντολοδόχο του προς επίρρωση της βεβαίωσης «ΕΚ» ελέγχου που έχει χορηγηθεί από τον κοινοποιημένο οργανισμό και επισυνάπτεται στη δήλωση «ΕΚ» ελέγχου που συντάσσεται από τον αναθέτοντα φορέα για την αρχή ελέγχου.

10.

Ο αναθέτων φορέας ή ο εγκατεστημένος στην Κοινότητα εντολοδόχος του φυλάσσει αντίγραφο του φακέλου για όλη τη διάρκεια χρήσης του υποσυστήματος. Ο φάκελος κοινοποιείται στα κράτη μέλη κατόπιν σχετικού αιτήματος.

Α.6.   ΕΝΟΤΗΤΑ SH2 (ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΕΛΕΓΧΟ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ)

Επαλήθευση «ΕΚ» του υποσυστήματος «ενέργειας»

1.

Η ενότητα αυτή περιγράφει τη διαδικασία επαλήθευσης «ΕΚ» με την οποία ένας κοινοποιημένος οργανισμός επαληθεύει και πιστοποιεί, εφόσον το ζητήσει ο αναθέτων φορέας ή ο εγκατεστημένος στην Κοινότητα εντολοδόχος του, ότι ένα υποσύστημα «ενέργειας» είναι:

 σύμφωνο προς τις διατάξεις της παρούσας ΤΠΔ και κάθε άλλης ισχύουσας ΤΠΔ με την οποία αποδεικνύεται ότι έχουν εκπληρωθεί οι βασικές απαιτήσεις της οδηγίας 96/48/ΕΚ,

 σύμφωνο με τις άλλες κανονιστικές διατάξεις που απορρέουν από τη συνθήκη και μπορεί να τεθεί σε λειτουργία.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός επιφορτίζεται με την εκτέλεση της διαδικασίας, στην οποία περιλαμβάνεται έλεγχος του σχεδιασμού του υποσυστήματος, υπό την προϋπόθεση ότι ο αναθέτων φορέας και οι εμπλεκόμενοι κατασκευαστές πληρούν τις υποχρεώσεις της παραγράφου 2.

2.

Για το υποσύστημα που αποτελεί το αντικείμενο της επαλήθευσης «ΕΚ», ο αναθέτων φορέας πρέπει να συνδιαλέγεται αποκλειστικά με τους κατασκευαστές των οποίων οι συγκλίνουσες δραστηριότητες με το προς έλεγχο έργο υποσυστήματος (σχεδιασμός, κατασκευή, συναρμολόγηση, εγκατάσταση) υπόκεινται σε εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας το οποίο πρέπει να καλύπτει το σχεδιασμό, την κατασκευή, την επιθεώρηση και τις τελικές δοκιμές που ορίζονται στην παράγραφο 3. Υπόκειται εξάλλου στη διαδικασία επιτήρησης που περιγράφεται στην παράγραφο 4.

Ο όρος «κατασκευαστής» περιλαμβάνει τις εταιρείες που:

 φέρουν την ευθύνη για το σύνολο του έργου υποσυστήματος [ιδιαίτερα για την ολοκλήρωση του υποσυστήματος (κύριος έργου)],

 παρέχουν υπηρεσίες ή διεξάγουν μελέτες σχεδιασμού (π.χ. σύμβουλοι),

 αναλαμβάνουν τη συναρμολόγηση (εφαρμοστές) και την εγκατάσταση του υποσυστήματος. Για τους κατασκευαστές που εκτελούν αποκλειστικά καθήκοντα συναρμολόγησης και εγκατάστασης, αρκεί ένα σύστημα ποιότητας που καλύπτει την κατασκευή και τις τελικές δοκιμές του προϊόντος,

Ο κύριος του έργου, που φέρει την ευθύνη για το έργο υποσυστήματος συνολικά (ιδιαίτερα την ευθύνη της ολοκλήρωσης του υποσυστήματος), πρέπει να εφαρμόζει σε όλες τις περιπτώσεις ένα εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας που πρέπει να καλύπτει το σχεδιασμό, την κατασκευή, την επιθεώρηση και τις τελικές δοκιμές του προϊόντος, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3, και που θα υπόκειται στη διαδικασία επιτήρησης που αναφέρεται στην παράγραφο 4.

Αν ο αναθέτων φορέας εμπλέκεται, ενδεχομένως, άμεσα στο σχεδιασμό ή/και την παραγωγή (συμπεριλαμβανομένων των εργασιών συναρμολόγησης και εγκατάστασης) ή αν φέρει ο ίδιος την ευθύνη για το σύνολο του έργου υποσυστήματος (ιδιαίτερα την ευθύνη της ολοκλήρωσης του υποσυστήματος), οφείλει να εφαρμόζει εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας που καλύπτει τις δραστηριότητες που περιγράφονται στην παράγραφο 3 και που θα υπόκειται στη διαδικασία επιτήρησης που προβλέπεται στην παράγραφο 4.

3.

Σύστημα ποιότητας

3.1.

Ο (Οι) ενδιαφερόμενος(-οι) κατασκευαστής(-ές) και, εάν εμπλέκεται, ο αναθέτων φορέας υποβάλλουν αίτηση αξιολόγησης του συστήματος ποιότητάς τους σε κοινοποιημένο οργανισμό της επιλογής τους.

Η αίτηση περιλαμβάνει:

 όλες τις κατάλληλες πληροφορίες για το συγκεκριμένο υποσύστημα,

 το φάκελο του συστήματος ποιότητας.

Για τους κατασκευαστές που εμπλέκονται σε μέρος μόνον του έργου υποσυστήματος, οι παρεχόμενες πληροφορίες πρέπει να αφορούν αποκλειστικά στο συγκεκριμένο μέρος.

3.2.

Για τον κύριο του έργου, το σύστημα ποιότητας πρέπει να διασφαλίζει τη συνολική συμμόρφωση του υποσυστήματος με τις απαιτήσεις της οδηγίας 96/48/ΕΚ και της ΤΠΔ. Για τους άλλους κατασκευαστές (υπεργολάβους), το σύστημα ποιότητας πρέπει να διασφαλίζει ότι η συμβολή τους στο υποσύστημα είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις της ΤΠΔ.

Όλα τα στοιχεία, απαιτήσεις και διατάξεις που εφαρμόζουν οι αιτούντες πρέπει να συγκεντρώνονται με συστηματικό τρόπο σε φάκελο υπό τη μορφή πολιτικών, διαδικασιών και οδηγιών. Ο φάκελος αυτός του συστήματος ποιότητας πρέπει να επιτρέπει την ενιαία ερμηνεία των πολιτικών και των διαδικασιών που σχετίζονται με την ποιότητα, όπως προγράμματα, σχέδια, εγχειρίδια και φακέλους ποιότητας.

Τα ακόλουθα σημεία, ιδιαιτέρως, πρέπει να περιγράφονται επαρκώς στον εν λόγω φάκελο:

 για όλους τους αιτούντες:

 

 οι στόχοι και η οργανωτική δομή του συστήματος ποιότητας,

 οι τεχνικές, οι μέθοδοι και οι αντίστοιχες συστηματικές δραστηριότητες που θα χρησιμοποιούνται για την παραγωγή, τον ποιοτικό έλεγχο και τη διασφάλιση της ποιότητας,

 οι εξετάσεις, οι έλεγχοι και οι δοκιμές που θα διεξάγονται πριν από, κατά και μετά την κατασκευή, συναρμολόγηση και εγκατάσταση και η συχνότητα διεξαγωγής τους,

 οι φάκελοι ποιότητας, όπως οι εκθέσεις επιθεώρησης και τα στοιχεία δοκιμών, τα στοιχεία βαθμονόμησης, οι εκθέσεις προσόντων του αρμόδιου προσωπικού κ.λπ.,

 για τον κύριο του έργου και τους υπεργολάβους (αποκλειστικά όσον αφορά στην ειδική συμβολή τους στο έργο υποσυστήματος):

 

 οι τεχνικές προδιαγραφές σχεδιασμού, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών προδιαγραφών που θα εφαρμόζονται και, σε περιπτώσεις όπου οι ευρωπαϊκές προδιαγραφές που αναφέρονται στο άρθρο 10 της οδηγίας δεν εφαρμόζονται πλήρως, τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν ώστε να διασφαλίζεται ότι τηρούνται οι βασικές απαιτήσεις της ΤΠΔ που ισχύουν για το υποσύστημα,

 οι τεχνικές, οι μέθοδοι και οι αντίστοιχες συστηματικές δραστηριότητες ελέγχου και επαλήθευσης του σχεδιασμού που θα χρησιμοποιούνται για το σχεδιασμό του υποσυστήματος,

 τα μέσα που επιτρέπουν να ελέγχεται η επίτευξη του επιθυμητού επιπέδου ποιότητας σχεδιασμού και υλοποίησης του υποσυστήματος και η αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος ποιότητας.

 και για τον κύριο του έργου:

 

 οι ευθύνες και αρμοδιότητες της διοίκησης όσον αφορά στη διασφάλιση της συνολικής ποιότητας του σχεδιασμού και της κατασκευής του υποσυστήματος, κυρίως όσον αφορά στη διαχείριση και ολοκλήρωση του υποσυστήματος.

Οι εξετάσεις, δοκιμές και έλεγχοι καλύπτουν όλα τα ακόλουθα στάδια:

 το γενικό σχεδιασμό,

 την κατασκευή του υποσυστήματος, κυρίως, όταν προβλέπονται, τα έργα μηχανικής, τη συναρμολόγηση των στοιχείων, την τελική ρύθμιση,

 τις τελικές δοκιμές του υποσυστήματος,

 και, εφόσον προβλέπεται στην ΤΠΔ, επικύρωση σε συνθήκες πλήρους λειτουργίας.

3.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός που προαναφέρθηκε στην παράγραφο 3.1 αξιολογεί το σύστημα ποιότητας για να διαπιστώσει αν ανταποκρίνεται προς τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3.2 και τεκμαίρει ότι τα συστήματα ποιότητας που εφαρμόζουν το αντίστοιχο εναρμονισμένο πρότυπο ανταποκρίνονται προς τις απαιτήσεις αυτές. Το εναρμονισμένο αυτό πρότυπο είναι το EN ISO 9001 — Δεκέμβριος 2000, συμπληρωμένο ενδεχομένως ώστε να λαμβάνεται υπόψη η ιδιομορφία του υποσυστήματος για το οποίο εφαρμόζεται.

Για τους αιτούντες που δεν επιτελούν εργασίες συναρμολόγησης και εγκατάστασης, το εναρμονισμένο αυτό πρότυπο είναι το EN ISO 9001 — Δεκέμβριος 2000, συμπληρωμένο ενδεχομένως ώστε να λαμβάνεται υπόψη η ιδιομορφία του υποσυστήματος για το οποίο εφαρμόζεται.

Ο έλεγχος πρέπει να είναι εξειδικευμένος ως προς το εξεταζόμενο υποσύστημα συνεκτιμώντας παράλληλα τη συγκεκριμένη συμβολή του αιτούντα στο υποσύστημα. Η ομάδα ελεγκτών περιλαμβάνει ένα τουλάχιστον μέλος το οποίο έχει, ως αξιολογητής, πείρα της τεχνολογίας του σχετικού υποσυστήματος. Η διαδικασία αξιολόγησης περιλαμβάνει επίσκεψη αξιολόγησης στις εγκαταστάσεις του κατασκευαστή.

Η απόφαση κοινοποιείται στον αιτούντα. Η κοινοποίηση περιέχει τα συμπεράσματα του ελέγχου και την αιτιολογημένη απόφαση αξιολόγησης.

3.4.

Ο (Οι) κατασκευαστής(-ές) και, αν εμπλέκεται, ο αναθέτων φορέας αναλαμβάνουν τη δέσμευση να εκτελούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το σύστημα ποιότητας, όπως έχει εγκριθεί, και να το συντηρούν ώστε να παραμένει κατάλληλο και αποτελεσματικό.

Ενημερώνουν τον κοινοποιημένο οργανισμό που ενέκρινε το σύστημα ποιότητας για κάθε μελετώμενη προσαρμογή του συστήματος ποιότητας.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί τις προτεινόμενες αλλαγές και αποφασίζει κατά πόσον το τροποποιημένο σύστημα ποιότητας εξακολουθεί να πληροί τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3.2, ή κατά πόσον πρέπει να γίνει νέα αξιολόγηση.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός κοινοποιεί την απόφασή του στον αιτούντα. Η κοινοποίηση περιέχει τα συμπεράσματα του ελέγχου και την αιτιολογημένη απόφαση αξιολόγησης.

4.

Επιτήρηση του (των) συστήματος(-ων) ποιότητας υπό την ευθύνη του (των) κοινοποιημένου(-ων) οργανισμού(-ών)

4.1.

Σκοπός της επιτήρησης είναι να διασφαλίζει ότι ο (οι) κατασκευαστής(-ές) και, αν εμπλέκεται, ο αναθέτων φορέας πληρούν ορθά τις υποχρεώσεις οι οποίες προκύπτουν από το εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας.

4.2.

Ο (Οι) κοινοποιημένος(-οι) οργανισμός(-οί) που αναφέρεται στην παράγραφο 3.1 διαθέτει μόνιμο δικαίωμα πρόσβασης, για σκοπούς επιθεώρησης, σε γραφεία μελετών, εργοτάξια, εργαστήρια κατασκευής, χώρους συναρμολόγησης και εγκατάστασης, ζώνες αποθήκευσης και, ενδεχομένως, σε εγκαταστάσεις προκατασκευής και δοκιμών και, γενικότερα, σε όλους τους χώρους που κρίνει αναγκαίο για την επιτέλεση της αποστολής του όσον αφορά στην ειδική συμβολή του αιτούντα στο σχέδιο υποσυστήματος.

4.3.

Ο (Οι) κατασκευαστής(-ές) και, αν εμπλέκεται, ο αναθέτων φορέας ή ο εγκατεστημένος στην Κοινότητα εντολοδόχος του θέτουν στη διάθεση του κοινοποιημένου οργανισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 3.1 όλα τα αναγκαία για το σκοπό αυτό έγγραφα και ιδιαίτερα τα σχέδια υλοποίησης και τους τεχνικούς φακέλους που αναφέρονται στο υποσύστημα (στο μέτρο που αφορούν την ειδική συμβολή του αιτούντα στο υποσύστημα), συγκεκριμένα:

 το φάκελο του συστήματος ποιότητας, συμπεριλαμβανομένων των ιδιαίτερων μέσων που χρησιμοποιούνται ώστε να διασφαλίζεται:

 

 ότι (για τον κύριο του έργου) οι ευθύνες και αρμοδιότητες της διοίκησης, όσον αφορά στη διασφάλιση της συμμόρφωσης του υποσυστήματος συνολικά, είναι καθορισμένες με ικανοποιητικό και ενδεδειγμένο τρόπο,

 ότι η διαχείριση των συστημάτων ποιότητας κάθε κατασκευαστή είναι η ενδεδειγμένη προκειμένου να διασφαλίζεται η ενοποίηση στο επίπεδο του υποσυστήματος,

 τους φακέλους ποιότητας που προβλέπονται από το σχεδιαστικό μέρος του συστήματος ποιότητας, όπως αποτελέσματα αναλύσεων, υπολογισμών, δοκιμών κ.λπ.,

 τους φακέλους ποιότητας όπως προβλέπονται από το κατασκευαστικό μέρος του συστήματος ποιότητας (συμπεριλαμβανομένης της συναρμολόγησης και εγκατάστασης), όπως εκθέσεις επιθεωρήσεων και στοιχεία δοκιμών, στοιχεία βαθμονομήσεων, εκθέσεις προσόντων του αρμόδιου προσωπικού κ.λπ.

4.4.

Ο (Οι) κοινοποιημένος(-οι) οργανισμός(-οί) διεξάγει, κατά τακτά διαστήματα ελέγχους για να βεβαιώνεται ότι ο (οι) κατασκευαστής(-ές) και, αν εμπλέκεται, ο αναθέτων φορέας διατηρούν και εφαρμόζουν το σύστημα ποιότητας και τους χορηγεί έκθεση ελέγχου.

Οι έλεγχοι διεξάγονται τουλάχιστον σε ετήσια βάση, ενώ διενεργείται ένας τουλάχιστον έλεγχος στη διάρκεια της εκτέλεσης των δραστηριοτήτων (σχεδιασμός, κατασκευή, συναρμολόγηση ή εγκατάσταση) σε σχέση με το υποσύστημα που αποτελεί αντικείμενο της διαδικασίας επαλήθευσης «ΕΚ» που περιγράφεται στην παράγραφο 6.

4.5.

Επιπλέον, ο κοινοποιημένος οργανισμός(-οί) μπορεί να πραγματοποιεί αιφνιδιαστικές επισκέψεις στους χώρους του (των) αιτούντα(-ων) που αναφέρονται στην παράγραφο 4.2. Κατά τη διάρκεια των επισκέψεων αυτών, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να διεξάγει ή να αναθέτει σε τρίτους τη διεξαγωγή ολοκληρωμένων ή τμηματικών ελέγχων για να εξακριβωθεί η ορθή λειτουργία του συστήματος ποιότητας, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο. Ο κοινοποιημένος οργανισμός χορηγεί στον (στους) αιτούντα(-ες) έκθεση επίσκεψης και, αν πραγματοποιήθηκε έλεγχος, έκθεση ελέγχου.

5.

Ο (Οι) κατασκευαστής(-ές) και, αν εμπλέκεται, ο αναθέτων φορέας, διατηρεί στη διάθεση των εθνικών αρχών για τουλάχιστον δέκα έτη από την τελευταία ημερομηνία κατασκευής του υποσυστήματος:

 το φάκελο που προβλέπεται στην παράγραφο 3.1 δεύτερο εδάφιο δεύτερη περίπτωση,

 τις βελτιώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3.4 δεύτερο εδάφιο,

 τις αποφάσεις και εκθέσεις του κοινοποιημένου οργανισμού που προβλέπονται στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3.4 και στις παραγράφους 4.4 και 4.5.

6.

Διαδικασία επαλήθευσης «ΕΚ»

6.1.

Ο αναθέτων φορέας ή ο εγκατεστημένος στην Κοινότητα εντολοδόχος του υποβάλλει αίτηση επαλήθευσης «ΕΚ» του υποσυστήματος (σύμφωνα με τη διαδικασία ολοκληρωμένης διασφάλισης ποιότητας με έλεγχο του σχεδιασμού), συμπεριλαμβανομένου του συντονισμού της επιτήρησης των συστημάτων ποιότητας που προβλέπεται στις παραγράφους 4.4 και 4.5, σε κοινοποιημένο οργανισμό της επιλογής του. Ο αναθέτων φορέας ή ο εγκατεστημένος στην Κοινότητα εντολοδόχος του ενημερώνει τους εμπλεκόμενους κατασκευαστές για την επιλογή του και για την αίτηση.

6.2.

Η αίτηση πρέπει να επιτρέπει την κατανόηση του σχεδιασμού, της κατασκευής, της εγκατάστασης και της λειτουργίας του υποσυστήματος και την αξιολόγηση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις της ΤΠΔ.

Περιλαμβάνει:

 τις τεχνικές προδιαγραφές σχεδιασμού, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών προδιαγραφών, που εφαρμόστηκαν,

 τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία της επάρκειάς τους, ιδίως όταν οι ευρωπαϊκές προδιαγραφές που αναφέρονται στην ΤΠΔ δεν έχουν εφαρμοστεί πλήρως. Στα αποδεικτικά αυτά στοιχεία πρέπει να περιλαμβάνονται τα αποτελέσματα των δοκιμών που διενεργήθηκαν από το ενδεδειγμένο εργαστήριο του κατασκευαστή ή για λογαριασμό του,

 το μητρώο του υποσυστήματος ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων όλων των στοιχείων που ορίζονται στην ΤΠΔ,

 τον τεχνικό φάκελο που αφορά την κατασκευή και τη συναρμολόγηση του υποσυστήματος,

 κατάλογο των στοιχείων διαλειτουργικότητας που πρέπει να είναι ενσωματωμένα στο υποσύστημα,

 κατάλογο όλων των κατασκευαστών που εμπλέκονται στο σχεδιασμό, την κατασκευή, τη συναρμολόγηση και την εγκατάσταση του υποσυστήματος,

 αποδεικτικά στοιχεία ότι όλα τα στάδια που ορίζονται στην παράγραφο 3.2 καλύπτονται από τα συστήματα ποιότητας των κατασκευαστών ή/και του εμπλεκόμενου αναθέτοντα φορέα και ότι τα εν λόγω συστήματα λειτουργούν αποτελεσματικά,

 αναφορά του ή των κοινοποιημένων οργανισμών που είναι υπεύθυνοι για την έγκριση και την επιτήρηση των εν λόγω συστημάτων ποιότητας.

6.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός εξετάζει την αίτηση που αφορά στην εξέταση σχεδιασμού και εφόσον ο σχεδιασμός πληροί τις διατάξεις της οδηγίας 96/48/ΕΚ και της ΤΠΔ που ισχύουν, χορηγεί στον αιτούντα έκθεση εξέτασης του σχεδιασμού. Η έκθεση περιλαμβάνει τα συμπεράσματα της εξέτασης του σχεδιασμού, τους όρους ισχύος της, τα απαραίτητα στοιχεία για τον προσδιορισμό του σχεδιασμού που εξετάσθηκε, ενδεχομένως δε, και περιγραφή της λειτουργίας του υποσυστήματος.

6.4.

Όσον αφορά στα λοιπά στάδια του ελέγχου «ΕΚ», ο κοινοποιημένος φορέας εξετάζει εάν η έγκριση και η επιτήρηση των συστημάτων ποιότητας των αιτούντων καλύπτουν με ικανοποιητικό και ενδεδειγμένο τρόπο όλα τα στάδια του υποσυστήματος που αναφέρονται στην παράγραφο 3.2.

Εάν συμμόρφωση του υποσυστήματος με τις απαιτήσεις της ΤΠΔ βασίζεται σε περισσότερα του ενός συστήματα ποιότητας, οφείλει να εξετάσει συγκεκριμένα,

 εάν τεκμηριώνονται σαφώς οι σχέσεις και οι διασυνδέσεις μεταξύ των συστημάτων ποιότητας,

 και εάν οι συνολικές ευθύνες και αρμοδιότητες της διοίκησης όσον αφορά στη διασφάλιση της συνολικής συμμόρφωσης του υποσυστήματος για τον κύριο του έργου είναι καθορισμένες με ικανοποιητικό και ενδεδειγμένο τρόπο.

6.5.

6.5.Ο κοινοποιημένος οργανισμός που είναι υπεύθυνος για την επαλήθευση «ΕΚ», αν δεν εκτελεί ο ίδιος την επιτήρηση του ή των συστημάτων ποιότητας που αναφέρονται στην παράγραφο 4, συντονίζει τις δραστηριότητες επιτήρησης των άλλων κοινοποιημένων οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι με το καθήκον αυτό προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η διαχείριση των διασυνδέσεων μεταξύ των διαφόρων συστημάτων ποιότητας με στόχο την ενοποίηση του υποσυστήματος διεξάγεται σωστά. Ο συντονισμός αυτός εμπεριέχει το δικαίωμα του κοινοποιημένου οργανισμού που είναι υπεύθυνος για την επαλήθευση «ΕΚ»,

 να έχει στη διάθεσή τον το σύνολο των φακέλων (έγκριση και επιτήρηση) που συντάσσονται από τον (τους) κοινοποιημένο(-ους) οργανισμό(-ούς),

 να παρίσταται στους ελέγχους επιτήρησης που προβλέπονται στην παράγραφο 4.4,

 να επιδιώκει συμπληρωματικούς ελέγχους σύμφωνα με την παράγραφο 4.5 υπ' ευθύνη του και από κοινού με τον (τους) κοινοποιημένο(-ους) οργανισμό(-ούς).

6.6.

Όταν το υποσύστημα ικανοποιεί τις απαιτήσεις της οδηγίας 96/48/ΕΚ και της ΤΠΔ, ο κοινοποιημένος οργανισμός, με βάση τον έλεγχο του σχεδιασμού και την έγκριση και επιτήρηση του ή των συστημάτων ποιότητας, συντάσσει βεβαίωση «ΕΚ» ελέγχου, για τον αναθέτοντα φορέα ή τον εγκατεστημένο στην Κοινότητα εντολοδόχο του, ο οποίος, κατέχοντας πλέον τη βεβαίωση, συντάσσει τη δήλωση «ΕΚ» ελέγχου που προορίζεται για την αρχή ελέγχου του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο ή/και λειτουργεί το υποσύστημα.

Η δήλωση «ΕΚ» ελέγχου και τα συνοδευτικά έγγραφα πρέπει να φέρουν ημερομηνία και υπογραφή. Η δήλωση αυτή πρέπει να συντάσσεται στην ίδια γλώσσα με τον τεχνικό φάκελο και περιλαμβάνει τουλάχιστον τα στοιχεία που αναφέρονται στο παράρτημα V της οδηγίας 96/48/ΕΚ.

6.7.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός είναι υπεύθυνος για την κατάρτιση του τεχνικού φακέλου που πρέπει να συνοδεύει τη δήλωση «ΕΚ» ελέγχου. Ο τεχνικός αυτός φάκελος πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τα στοιχεία που ορίζονται στο άρθρο 18 παράγραφος 3 της οδηγίας 96/48/ΕΚ και συγκεκριμένα:

 όλα τα απαραίτητα έγγραφα σε σχέση με τα χαρακτηριστικά του υποσυστήματος,

 κατάλογο των στοιχείων διαλειτουργικότητας που είναι ενσωματωμένα στο υποσύστημα,

 αντίγραφα των δηλώσεων «ΕΚ» συμμόρφωσης και, ενδεχομένως, των δηλώσεων «ΕΚ» καταλληλότητας χρήσης τα οποία πρέπει να έχουν χορηγηθεί στα συγκεκριμένα στοιχεία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 της οδηγίας, συνοδευόμενα, ενδεχομένως, από τα αντίστοιχα έγγραφα (βεβαιώσεις, έγγραφα έγκρισης και επιτήρησης του συστήματος ποιότητας) που εκδίδονται από τους κοινοποιημένους οργανισμούς βάσει της ΤΠΔ,

 όλα τα στοιχεία που αφορούν τις προϋποθέσεις και τα όρια χρήσης,

 όλα τα στοιχεία που αφορούν τις οδηγίες συντήρησης, διαρκούς και περιοδικής παρακολούθησης, ρύθμισης και συντήρησης,

 τη βεβαίωση «ΕΚ» ελέγχου του κοινοποιημένου οργανισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 6.6, συνοδευόμενη από τις αντίστοιχες σημειώσεις υπολογισμού και θεωρημένη μερίμνη του, με την οποία αποδεικνύεται ότι το έργο είναι σύμφωνο με την οδηγία και την ΤΠΔ, διευκρινίζονται δε ενδεχόμενες επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν κατά τη διάρκεια εκτέλεσης των δραστηριοτήτων και δεν έχουν αρθεί.

 Η βεβαίωση συνοδεύεται επίσης από τις εκθέσεις επιθεώρησης και ελέγχου που έχει συντάξει ο οργανισμός στο πλαίσιο των καθηκόντων του, όπως ορίζεται στις παραγράφους 4.4 και 4.5,

 το μητρώο του υποσυστήματος ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων όλων των στοιχείων που ορίζονται στην ΤΠΔ.

7.

Ο πλήρης φάκελος που συνοδεύει τη βεβαίωση «ΕΚ» ελέγχου διαβιβάζεται στον αναθέτοντα φορέα ή τον εγκατεστημένο στην Κοινότητα εντολοδόχο του προς επίρρωση της βεβαίωσης «ΕΚ» ελέγχου που έχει χορηγηθεί από τον κοινοποιημένο οργανισμό και επισυνάπτεται στη δήλωση «ΕΚ» ελέγχου που συντάσσεται από τον αναθέτοντα φορέα για την αρχή ελέγχου.

8.

Ο αναθέτων φορέας ή ο εγκατεστημένος στην Κοινότητα εντολοδόχος του φυλάσσει αντίγραφο του φακέλου για όλη τη διάρκεια χρήσης του υποσυστήματος. Ο φάκελος κοινοποιείται στα κράτη μέλη κατόπιν σχετικού αιτήματος.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΔΙΑΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ

Β.1.   ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Το παρόν παράρτημα περιγράφει τη διαδικασία αξιολόγησης συμμόρφωσης των στοιχείων διαλειτουργικότητας (αλυσοειδής, παντογράφος και ταινία επαφής) του υποσυστήματος ενέργειας.

Β.2.   ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Τα χαρακτηριστικά των στοιχείων διαλειτουργικότητας που πρέπει να αξιολογούνται κατά τα διάφορα στάδια σχεδιασμού και παραγωγής σημειώνονται με X στους πίνακες Β.1-Β.3.



Πίνακας Β.1

Αξιολόγηση του στοιχείου διαλειτουργικότητας: Αλυσοειδής

1

2

3

4

5

6

Χαρακτηριστικά προς αξιολόγηση

Αξιολόγηση στις ακόλουθες φάσεις

Αξιολόγηση στις ακόλουθες φάσεις

Αξιολόγηση στις ακόλουθες φάσεις

Αξιολόγηση στις ακόλουθες φάσεις

Αξιολόγηση στις ακόλουθες φάσεις

Διάταξη σχετικά με το χαρακτηριστικό

 

Φάσεις σχεδιασμού και ανάπτυξης

Φάσεις σχεδιασμού και ανάπτυξης

Φάσεις σχεδιασμού και ανάπτυξης

Φάσεις σχεδιασμού και ανάπτυξης

Φάση παραγωγής

(κατηγορία)

Επισκόπηση σχεδιασμού

Επισκόπηση διαδικασίας παραγωγής

Δοκιμή τύπου

Επικύρωση με διεξαγωγή πειράμα-τος εν λειτουργία

Γεωμετρία αλυσοειδούς εναλλασσόμενου ρεύματος

4.1.2.1

X

δ.π.

X

δ.π.

X

Γεωμετρία αλυσοειδούς συνεχόμενου ρεύματος

4.1.2.2

Γενικός σχεδιασμός

5.3.1.1

Βασικές παράμετροι

5.3.1.3

Χωρητικότητα μεταφοράς ρεύματος

5.3.1.2

X

δ.π.

δ.π.

δ.π.

δ.π.

Ταχύτητα διάδοσης κυμάτων

5.3.1.4

X

δ.π.

δ.π.

δ.π.

δ.π.

Ελαστικότητα και ομοιομορφία της ελαστικότητας

5.3.1.5

X

δ.π.

X

δ.π.

δ.π.

Μέση δύναμη επαφής

5.3.1.6

X

δ.π.

X

δ.π.

δ.π.

Ρεύμα εν στάσει

5.3.1.8

X

δ.π.

X

δ.π.

δ.π.

Συντήρηση

5.3.1.7

δ.π.

δ.π.

δ.π.

δ.π.

X

δ.π.: Δεν προβλέπεται.



Πίνακας Β.2

Αξιολόγηση των στοιχείων διαλειτουργικότητας: Παντογράφος

1

2

3

4

5

6

Χαρακτηριστικά προς αξιολόγηση

Αξιολόγηση στις ακόλουθες φάσεις

Αξιολόγηση στις ακόλουθες φάσεις

Αξιολόγηση στις ακόλουθες φάσεις

Αξιολόγηση στις ακόλουθες φάσεις

Αξιολόγηση στις ακόλουθες φάσεις

Διάταξη σχετικά με το χαρακτηριστικό

 

Φάσεις σχεδιασμού και ανάπτυξης

Φάσεις σχεδιασμού και ανάπτυξης

Φάσεις σχεδιασμού και ανάπτυξης

Φάσεις σχεδιασμού και ανάπτυξης

Φάση παραγωγής

(κατηγορία)

Επισκόπηση σχεδιασμού

Επισκόπηση διαδικασίας παραγωγής

Δοκιμή τύπου

Επικύρωση με διεξαγωγή πειράμα-τος εν λειτουργία

Γενικός σχεδιασμός

5.3.2.1

X

δ.π.

X

δ.π.

X

Γεωμετρία της κεφαλής λήψης

4.1.2.3,

5.3.2.2

X

δ.π.

δ.π.

δ.π.

X

Χωρητικότητα μεταφοράς ρεύματος

5.3.2.3

X

δ.π.

δ.π.

δ.π.

X

Σχεδιασμός μόνωσης

5.3.2.4

X

δ.π.

X

δ.π.

X

Εύρος λειτουργίας

5.3.2.5

X

δ.π.

δ.π.

δ.π.

X

Στατική δύναμη επαφής

4.3.2.5,

5.3.2.6

X

δ.π.

X

δ.π.

X

Μέση δύναμη επαφής και επιδόσεις αλληλεπίδρασης

5.3.2.7

X

δ.π.

X

δ.π.

X

Διατάξεις σχετικά με την εναλλακτική δύναμη επαφής:

5.3.2.7

X

δ.π.

X

δ.π.

X

Διατάξεις αυτόματης ανάσυρσης

5.3.2.8

X

δ.π.

X

δ.π.

X

Ρεύμα εν στάσει

5.3.2.9

X

δ.π.

X

δ.π.

δ.π.

Σημείωση:

Με ελάχιστη τιμή 25 kV/95 kV 50 Hz 1 και μέγιστη τιμή 250 kV, 1,2/50 μs.

δ.π.: Δεν προβλέπεται.



Πίνακας Β.3

Αξιολόγηση των στοιχείων διαλειτουργικότητας: Ταινία επαφής

1

2

3

4

5

6

Χαρακτηριστικά προς αξιολόγηση

Αξιολόγηση στις ακόλουθες φάσεις

Αξιολόγηση στις ακόλουθες φάσεις

Αξιολόγηση στις ακόλουθες φάσεις

Αξιολόγηση στις ακόλουθες φάσεις

Αξιολόγηση στις ακόλουθες φάσεις

Διάταξη σχετικά με το χαρακτηριστικό

 

Φάσεις σχεδιασμού και ανάπτυξης

Φάσεις σχεδιασμού και ανάπτυξης

Φάσεις σχεδιασμού και ανάπτυξης

Φάσεις σχεδιασμού και ανάπτυξης

Φάση παραγωγής

(κατηγορία)

Επισκόπηση σχεδιασμού

Επισκόπηση διαδικασίας παραγωγής

Δοκιμή τύπου

Επικύρωση με διεξαγωγή πειράμα-τος εν λειτουργία

Βασική παράμετρος μήκος της ταινίας επαφής

5.3.3.1

X

δ.π.

δ.π.

δ.π.

X

Υλικό

5.3.3.2

δ.π.

δ.π.

X

δ.π.

X

Χωρητικότητα μεταφοράς ρεύματος

5.3.3.3

δ.π.

δ.π.

X

δ.π.

δ.π.

Ρεύμα εν στάσει

5.3.3.4

X

δ.π.

δ.π.

δ.π.

δ.π.

Ανίχνευση θραύσης ταινίας επαφής

5.3.3.5

X

δ.π.

δ.π.

δ.π.

X

δ.π.: Δεν προβλέπεται.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

Γ.1.   ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ

Το παρόν παράρτημα περιγράφει τη διαδικασία αξιολόγησης συμμόρφωσης του υποσυστήματος ενέργειας.

Γ.2.   ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΤΕΣ

Τα προς αξιολόγηση χαρακτηριστικά του υποσυστήματος στις διάφορες φάσεις του σχεδιασμού, της συναρμολόγησης, της εγκατάστασης και της λειτουργίας σημειώνονται με Χ στον πίνακα Γ.1.



Πίνακας Γ.1

Αξιολόγηση του υποσυστήματος ενέργειας

1

2

3

4

5

Χαρακτηριστικά προς αξιολόγηση

Αξιολόγηση στις ακόλουθες φάσεις

Αξιολόγηση στις ακόλουθες φάσεις

Αξιολόγηση στις ακόλουθες φάσεις

Αξιολόγηση στις ακόλουθες φάσεις

Διάταξη σχετικά με το χαρακτηριστικό

 

Φάσεις σχεδια-σμού και ανάπτυξης

Φάση παραγωγής

Φάση παραγωγής

Φάση παραγωγής

Επισκόπηση σχεδιασμού

Κατασκευή, συνένωση, συναρμολόγηση

Μετά τη συναρμολόγηση (πριν από τη θέση σε λειτουργία)

Επικύρωση σε συνθήκες πλήρους λειτουργίας

Γεωμετρία της αλυσοειδούς

4.1.2.1,

X

X

X

δ.π.

4.1.2.2

Ασφάλεια, γείωση και σωμάτωση

4.3.1.2,

X

X

δ.π.

δ.π.

4.3.2.2

Κλίση του σύρματος επαφής

4.1.2.1,

X

δ.π.

X

δ.π.

4.1.2.2

Δυναμική περιβάλλουσα καμπύλη

4.2.2.4

X

δ.π.

δ.π.

δ.π.

Τμήματα διαχωρισμού φάσης

4.2.2.10

X

δ.π.

X

δ.π.

Τμήματα διαχωρισμού συστήματος

4.2.2.11

X

δ.π.

X

δ.π.

Ποιότητα της λήψης ρεύματος

4.3.2.3

X

δ.π.

X

δ.π.

Διάκενο ανύψωσης

4.3.2.3

X

δ.π.

X

δ.π.

Τάση και συχνότητες

4.1.1

X

δ.π.

δ.π.

X

Μέγιστη ωφέλιμη τιμή τάσης σε περιοχή τροφοδοσίας

4.3.1.1

X

δ.π.

δ.π.

X

Τύπος γραμμής (επιδόσεις)

4.3.1.1,

X

δ.π.

X

δ.π.

4.3.2.1

Προστασία από ηλεκτροπληξία

4.3.1.8,

X

X

X

δ.π.

4.3.2.4

Ηλεκτρική προστασία (συντονισμός με το υποσύστημα τροχαίου υλικού)

4.2.2.8

X

δ.π.

X

δ.π.

Πέδηση με ανάκτηση

4.3.1.4

X

δ.π.

δ.π.

δ.π.

Συντήρηση

4.3.1.9,

δ.π.

δ.π.

X

δ.π.

4.3.2.6

Απομόνωση του συστήματος ενεργειακής τροφοδότησης σε περίπτωση κινδύνου

4.3.1.10

X

δ.π.

δ.π.

δ.π.

Συνέχιση της ενεργειακής τροφοδότησης

4.3.1.11

X

δ.π.

δ.π.

X

δ.π.: Δεν προβλέπεται.

▼M1




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ

ΜΗΤΡΩΟ ΥΠΟΔΟΜΗΣ, ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΥΠΟΣΥΣΤΗΜΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑ

Τα δεδομένα που πρέπει να παρέχονται για τα μητρώα προβλεπόμενα στα άρθρα 34 και 35 της οδηγίας 2008/57/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 4 ) είναι τα αναφερόμενα στην εκτελεστική απόφαση 2011/633/ΕΕ της Επιτροπής, της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, σχετικά με τις κοινές προδιαγραφές του μητρώου σιδηροδρομικής υποδομής ( 5 ) και στην εκτελεστική απόφαση 2011/665/ΕΕ της Επιτροπής, της 4ης Οκτωβρίου 2011, για το ευρωπαϊκό μητρώο εγκεκριμένων τύπων σιδηροδρομικών οχημάτων ( 6 ).

▼B




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ε

ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΟΣΤΑΘΜΩΝ/ΜΟΝΑΔΩΝ ΕΛΞΗΣ

Ε.1.   ΓΕΝΙΚΑ

Επαλήθευση της συμβατότητας των συστημάτων προστασίας μεταξύ της μονάδας έλξης και του υποσταθμού.

Ε.2.   ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΠΟ ΒΡΑΧΥΚΥΚΛΩΜΑΤΑ

Κάθε μονάδα έλξης είναι εξοπλισμένη με διακόπτη κυκλώματος η χωρητικότητα του οποίου είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη από το μέγιστο ρεύμα βραχυκυκλώσεως που θα μπορούσε να προκύψει στο «πρωτεύον» του ηλεκτρικού του κυκλώματος, ανάλογα με το σύστημα έλξης.



Πίνακας Ε.1

Μέγιστο επίπεδο βραχυκυκλώσεως αλυσοειδούς — σιδηροτροχιάς

Σύστημα ενεργειακής τροφοδότησης

Υποσταθμός συνήθως σε παράλληλη σύνδεση

Μέγιστο ρεύμα βραχυκυκλώσεως σιδηροτροχιάς που μπορεί να προκύψει

 

Ν/Ο

kA

Εναλλασσόμενο ρεύμα 25 000 V-50Hz

Ο

15 (1)

Εναλλασσόμενο ρεύμα 15 000 V-16,7 Hz

Ν

40

Συνεχές ρεύμα 3 000 V

Ν

50 (διατήρηση αναμενόμενου ρεύματος) (2)

Συνεχές ρεύμα 1 500 V

Ν

75 (διατήρηση αναμενόμενου ρεύματος) (2)

Συνεχές ρεύμα 750 V

Ν

65 (διατήρηση αναμενόμενου ρεύματος) (2)

(1)   Παλαοιότερα ήταν κοινώς αποδεκτή η τιμή των 12 kA.

(2)   Για τον ορισμό βλέπε πρότυπο EN 50123-1.



Πίνακας Ε.2

Επιδράσεις στους διακόπτες κυκλώματος σε περίπτωση εσωτερικού σφάλματος στη μονάδα έλξης

Σύστημα ενεργειακής τροφοδότησης

Σε περίπτωση εσωτερικού σφάλματος στη μονάδα έλξης Ακολουθία ενεργοποίησης …

… του διακόπτη κυκλώματος τροφοδοσίας του υποσταθμού

… του διακόπτη κυκλώματος της μονάδας έλξης

Εναλλασσόμενο ρεύμα 25 000 V-50 Hz

Άμεση ενεργοποίηση (1)

Άμεση ενεργοποίηση

Εναλλασσόμενο ρεύμα 15 000 V-16,7 Hz

Άμεση ενεργοποίηση (1)

Πρωτεύουσα πλευρά του μετασχηματιστή:Σταδιακή ενεργοποίησηΔευτερεύουσα πλευρά του μετασχηματιστή:Άμεση ενεργοποίηση

Συνεχές ρεύμα

Άμεση ενεργοποίηση (2)

Άμεση ενεργοποίηση

(1)   Η ενεργοποίηση του διακόπτη κυκλώματος πρέπει να είναι εξαιρετικά ταχεία όταν οι τιμές των ρευμάτων βραχυκυκλώσεως είναι υψηλές.

(2)   Η ενεργοποίηση των διακοπτών κυκλώματος των υποσταθμών πρέπει να είναι εξαιρετικά ταχεία όταν το ρεύμα βραχυκυκλώσεως είναι πολύ υψηλό, αποτρέποντας κατ' αυτό τον τρόπο την αντιμετώπιση των σφαλμάτων στις μονάδες έλξης από το διακόπτη κυκλώματος των μονάδων έλξης.

Ε.3.   ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΕΝΟΣ Ή ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΔΙΑΚΟΠΤΩΝ ΚΥΚΛΩΜΑΤΟΣ ΥΠΟΣΤΑΘΜΟΥ

Τα συστήματα επαναφοράς των διακοπτών κυκλώματος (εφόσον υπάρχουν) των υποσταθμών θέτουν εκ νέου τη γραμμή υπό τάση. Στην περίπτωση αυτή, οι διακόπτες κυκλώματος των υποσταθμών μπορούν να κλείσουν εκ νέου μετά την ενεργοποίηση των διακοπτών κυκλώματος των μονάδων έλξης που υπάρχουν στη ζώνη, το οποίο ηλεκτροδοτείται από τον υποσταθμό. Οι διακόπτες κυκλώματος της μονάδας έλξης ενεργοποιούνται αυτόματα όπως αναφέρεται στην παράγραφο Ε.4 ακολούθως.

Ε.4.   ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΑΛΥΣΟΕΙΔΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΤΡΟΦΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΔΑΣ ΕΛΞΗΣ

Οι διακόπτες κυκλώματος της μονάδας έλξης ενεργοποιούνται αυτόματα εντός τριών δευτερολέπτων από τη στιγμή της διακοπής της τάσης της γραμμής.

Σημείωση 1:

Βλέπε το παράρτημα ΙΔ της παρούσας ΤΠΔ.

Η επαναφορά του διακόπτη κυκλώματος της μονάδας έλξης δεν πρέπει να συμβεί εντός τριών δευτερολέπτων από τη στιγμή της αποκατάστασης της ενεργειακής τροφοδότησης.

Σημείωση 2:

Η χρονική καθυστέρηση κατά την αποκατάσταση της ενεργειακής τροφοδότησης επιτρέπει τον έλεγχο της γραμμής για εναπομείναντα βραχυκυκλώματα.

Ε.5.   ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΗΛΕΚΤΡΟΔΟΤΗΣΗΣ ΣΥΝΕΧΟΥΣ ΡΕΥΜΑΤΟΣ: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΡΕΥΜΑ ΚΑΤΑ ΤΟ ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΤΩΝ ΔΙΑΚΟΠΤΩΝ ΚΥΚΛΩΜΑΤΟΣ

Αυτή η διάταξη ισχύει μόνο για μονάδες έλξης συνεχούς ρεύματος εξοπλισμένες με φίλτρο εισόδου.

Όταν ο διακόπτης κυκλώματος μιας μονάδας έλξης με φίλτρο εισόδου (εφόσον είναι εγκαταστημένο) είναι κλειστός, το περιοδικό ρεύμα δεν πρέπει να προκαλεί άσκοπη ενεργοποίηση των διατάξεων προστασίας των υποσταθμών. Οι απαιτούμενες πληροφορίες προέρχονται από τους συγκεκριμένους σιδηροδρόμους κατά το σχεδιασμό των εγκαταστημένων στα οχήματα φίλτρων.

Τα χαρακτηριστικά της σχέσης di/dt του περιοδικού ρεύματος κατά το κλείσιμο του διακόπτη κυκλώματος της μονάδας έλξης έχουν ως ακολούθως:



Πίνακας Ε.3

Σχέση di/dt κατά το κλείσιμο του διακόπτη κυκλώματος της μονάδας έλξης

T

Ισχύουσα συνθήκη για τη σχέση di/dt

0 ms

di/dt < 60 A/ms

20 ms

di/dt < 20 A/ms

με ελάχιστη τιμή επαγωγής αλυσοειδούς και υποσταθμού της τάξης των 2 mH.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΤ

ΤΥΠΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ

ΣΤ.1.   ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Το παρόν παράρτημα αναφέρεται:

 σε γραμμές, γενικά εξοπλισμένες για ταχύτητες 250 χιλιομέτρων/ώρα και άνω, καθώς και

 σε γραμμές αναβαθμισμένες για ταχύτητες της τάξης των 200 χιλιομέτρων/ώρα.

ΣΤ.2.   ΣΤΟΧΟΙ

Στο παρόν παράρτημα ορίζεται ο τύπος της γραμμής μιας διαδρομής ως συνάρτηση της κυκλοφορίας από την άποψη της ταχύτητας και της απόστασης διαδοχής δύο αμαξοστοιχιών, καθώς και της ισχύος της μονάδας έλξης στον παντογράφο.

ΣΤ.3.   ΟΡΙΣΜΟΙ

Τύπος γραμμής

Ταξινόμηση των γραμμών ως συνάρτηση των παραμέτρων που περιγράφονται ακολούθως.

Μέγιστη ταχύτητα γραμμής

Η ταχύτητα σε χιλιόμετρα/ώρα για την οποία έχει εγκριθεί η εκμετάλλευση της γραμμής.

Ισχύς της αμαξοστοιχίας στον παντογράφο

Η μέγιστη συνεχής ισχύς σε MW που απαιτεί η αμαξοστοιχία, λαμβάνοντας υπόψη την ισχύ για τους σκοπούς της έλξης (από την καμπύλη έργου/ταχύτητας), της αναφόρτισης και των βοηθητικών καταναλώσεων.

Ελάχιστη δυνατή απόσταση διαδοχής δύο αμαξοστοιχιών

Το χρονικό διάστημα σε λεπτά κατά το οποίο οι αμαξοστοιχίες δύνανται να λειτουργούν υπό υποβαθμισμένες συνθήκες προγραμματισμού, εφόσον το επιτρέπει το σύστημα σηματοδότησης.

ΣΤ.4.   ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΤΥΠΟΥΣ ΓΡΑΜΜΩΝ

ΣΤ.4.1.   Γενικά

Στον πίνακα ΣΤ.1 παρατίθενται κοινά στοιχεία όλων των συστημάτων ηλεκτροδότησης.

Για τις γραμμές μεγάλης ταχύτητας θεωρούνται δεδομένα τα ακόλουθα: V ≥ 250 χιλιόμετρα/ώρα· επιλεγμένα συστήματα ηλεκτροδότησης: εναλλασσόμενου ρεύματος 25 000 V 50 Hz και εναλλασσόμενου ρεύματος 15 000 V 16,7 Hz.

Για αναβαθμισμένες γραμμές και για γραμμές σύνδεσης, ο πίνακας ΣΤ.1 καλύπτει όλα τα συστήματα ηλεκτροδότησης που χρησιμοποιούνται στην Ευρώπη, ανεξαρτήτως της ταχύτητας της γραμμής.



Πίνακας ΣΤ.1

Τύπος γραμμών

Εύρος ταχυτήτων V

Ελάχιστη δυνατή απόσταση διαδοχής δύο αμαξοστοιχιών

Ισχύς αμαξοστοιχίας στον παντογράφο

Τύπος γραμμής

Χιλιόμετρα/ώρα

Λεπτά

MW

 
 

V ≥ 300

3

20-25 ή μεγαλύτερη

I

α

3

15-20

β

3

10-15

γ

250 ≤V< 300

2

20

II

α

3

15-20

β

3

10-15

γ

4

15-20

δ

4

10-15

ε

5

15-20

στ

5

10-15

ζ

200 ≤V< 250

2

15

III

α

3

10-15

β

4

10-15

γ

5

10-15

δ

160 ≤V< 200

2

6-10

IV

α

2

10-15

β

2

15-25

γ

3

6-10

δ

3

10-15

ε

4

6-10

στ

4

10-15

ζ

5

6-10

η

5

10-15

θ

120-160

2

 (1)

V

α

3

β

4

γ

5

δ

< 120

2

 (1)

VI

α

3

β

4

γ

5

δ

(1)   Για γραμμές στις οποίες αναπτύσσονται ταχύτητες κάτω των 160 χιλιομέτρων/ώρα, ο τύπος της γραμμής ορίζεται απλά βάσει της ταχύτητας της γραμμής και της απόστασης διαδοχής δύο αμαξοστοιχιών, λόγω του ευρέως φάσματος της ισχύος των αμαξοστοιχιών που κυκλοφορούν στις εν λόγω γραμμές.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ζ

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΑΜΑΞΟΣΤΟΙΧΙΑΣ

Ζ.1.   ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Το παρόν παράρτημα ισχύει για αμαξοστοιχίες σχεδιασμένες για διαλειτουργική κυκλοφορία σε γραμμές του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας.

Ζ.2.   ΓΕΝΙΚΑ

Όσο μεγαλύτερος είναι ο συντελεστής ισχύος, τόσο καλύτερες είναι οι επιδόσεις της ενεργειακής τροφοδότησης. Συνεπώς, ισχύουν οι ακόλουθοι κανόνες. Η χωρητική ή επαγωγική ισχύς μιας αμαξοστοιχίας δύναται να αξιοποιηθεί για την τροποποίηση και τη βελτίωση της τάσης της αλυσοειδούς.

Ζ.3.   ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗ ΙΣΧΥΟΣ

Ο συντελεστής συνολική ισχύος λ ορίζεται ως

image

όπου

α = είναι ο συντελεστής παραμόρφωσης και

φ = η φασική γωνία.

Ζ.4.   ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΕΠΑΓΩΓΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ

Ζ.4.1.   Στόχος

Στην παρούσα παράγραφο εξετάζονται ο συντελεστής επαγωγικής ισχύος και η κατανάλωση ισχύος σε ένα εύρος τιμών τάσης μεταξύ U min1 και U max1, που ορίζεται στο παράρτημα ΙΔ της παρούσας ΤΠΔ.

Ζ.4.2.   Απαιτήσεις

Για κάθε διαλειτουργική αμαξοστοιχία που κυκλοφορεί σε μια διαλειτουργική γραμμή, πρέπει να πληρούνται οι απαιτήσεις του πίνακα Ζ.1.



Πίνακας Ζ.1

Συντελεστής συνολικής ισχύος λ αμαξοστοιχίας

Κατανάλωση ισχύος στην αμαξοστοιχία

MW

Κατηγορία γραμμής

Γραμμές μεγάλης ταχύτητας

Αναβαθμισμένες γραμμές

Γραμμές σύνδεσης (3)

α) P > 6

≥ 0,95

≥ 0,95

≥ 0,95 (1)

β) 2 < P ≤ 6

≥ 0,93

≥ 0,93

≥ 0,93 (1)

c) 0 ≤ P ≤ 2

 (2)

 (2)

 (2)

(1)   Συνιστώμενες τιμές.

(2)   Προκειμένου να ελέγχεται ο συνολικός συντελεστής ισχύος του βοηθητικού φορτίου των αμαξοστοιχιών κατά τις φάσεις της πορείας με κεκτημένη ταχύτητα, η συνολική μέση τιμή λ (έλξη και βοηθητικά συστήματα) που ορίζεται μέσω προσομοίωσης ή/και μέτρησης, πρέπει να υπερβαίνει το 0,85 καθ' όλη τη διάρκεια ενός προγραμματισμένου δρομολογίου

image

(3)   Ο αναθέτων φορέας μπορεί να επιβάλει όρους, π.χ.: οικονομικούς, εκμετάλλευσης, περιορισμούς της ισχύος, για την έγκριση αμαξοστοιχιών με συντελεστή ισχύος που υπολείπεται της στοχοθετημένης τιμής.

Για εγκαταστάσεις διαλογής και μηχανοστάσια, όταν οι αμαξοστοιχίες είναι σταθμευμένες και η ενεργειακή τροφοδότηση της έλξης είναι εκτός λειτουργίας, η δε ενεργός ισχύς που λαμβάνεται από την αλυσοειδή υπερβαίνει τα 10 kW ανά όχημα, ο συνολικός συντελεστής ισχύος που προκύπτει από το φορτίο της αμαξοστοιχίας δεν πρέπει να έχει τιμή μικρότερη του 0,8, ενώ η στοχοθετημένη τιμή είναι 0,9.

Οι τιμές των συνθηκών α) και β) ελέγχονται ή μετρώνται με σύστημα τροφοδοσίας που δεν περιορίζει τις επιδόσεις της αμαξοστοιχίας.

Ζ.5.   ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΧΩΡΗΤΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ

Οι συντελεστές χωρητικής ισχύος δεν υπόκεινται σε περιορισμούς εντός του εύρους των τιμών τάσης U min1 έως U max1, που ορίζεται στο παράρτημα ΙΔ της παρούσας ΤΠΔ. Εντός του εύρους τιμών τάσης U max1U max2, οι αμαξοστοιχίες δεν πρέπει να λειτουργούν ως πυκνωτές.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ H

ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΑΛΥΣΟΕΙΔΟΥΣ, ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΑΛΥΣΟΕΙΔΩΝ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΓΡΑΦΩΝ, ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΕΝΑΛΛΑΣΣΟΜΕΝΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ

Η.1.   ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Το παρόν παράρτημα αναφέρεται:

 στις γεωμετρικές απαιτήσεις για τις αλυσοειδείς,

 στις γεωμετρικές απαιτήσεις για τους παντογράφους και

 στις απαιτήσεις για την αλληλεπίδραση μεταξύ αλυσοειδών και παντογράφων

για τις γραμμές του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας που τροφοδοτούνται από συστήματα εναλλασσόμενου ρεύματος.

Η.2.   ΣΤΟΧΟΙ

Το παρόν παράρτημα συμπληρώνει τις βασικές παραμέτρους που καθορίζονται για τις γραμμές που τροφοδοτούνται από συστήματα εναλλασσόμενου ρεύματος. Οι απαιτήσεις αυτές είναι απαραίτητες για τη διασφάλιση της ασφαλούς λειτουργίας των αμαξοστοιχιών, την αδιάλειπτη τροφοδοσία χωρίς άσκοπες διαταράξεις, καθώς και την εξασφάλιση αλληλεπίδρασης χωρίς υπερβολική φθορά των συρμάτων επαφής και των ταινιών λήψης.

Η.3.   ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

Η.3.1.   Αλυσοειδείς

Στον πίνακα Η.1 παρατίθενται οι γεωμετρικές απαιτήσεις και οι ανοχές.



Πίνακας Η.1

Γεωμετρία αλυσοειδών

Αριθ.

Περιγραφή

Γραμμές σύνδεσης

Αναβαθμισμένες γραμμές

Γραμμές μεγάλης ταχύτητας

1

Ύψος σύρματος επαφής

 
 
 

1.1

Ονομαστικό ύψος του σύρματος επαφής (mm)

Μεταξύ 5 000 και 5 750 (1) (2)

Μεταξύ 5 000 και 5 500 (1)

5 080 ή 5 300

1.2

Ανοχή (mm)

± 30

± 30

0 + 20

1.3

Οριακές τιμές (mm)

4 950 και 6 200

4 950 και 6 200

2

Επιτρεπτή κλίση του σύρματος επαφής σε σχέση με τη γραμμή και επιτρεπτή διακύμανση της κλίσης

Βλέπε το πρότυπο ΕΝ 50119, εκδοση 2001, παράγραφος 5.2.8.2

Δεν είναι αποδεκτές προβλεπόμενες κλίσεις

3

Επιτρεπτή πλευρική μετατόπιση του σύρματος επαφής υπό την επίδραση πλευρικών ανέμων (mm)

≤ 400

(1)   Για τις γραμμές σύνδεσης που προορίζονται για μεικτή εμπορευματική και επιβατική κυκλοφορία, για τη λειτουργία ρυμουλκούμενων οχημάτων με υπερβολικό περιτύπωμα, το ύψος του σύρματος επαφής δύναται να είναι μεγαλύτερο υπό την προϋπόθεση ότι ο παντογράφος είναι κατάλληλος για τη λήψη ρεύματος με την καθορισμένη ποιότητα, η δε ανάπτυξη του παντογράφου είναι επαρκής σύμφωνα με την παράγραφο 5.3.2.5.

(2)   Σε ισόπεδες διαβάσεις, το ύψος του σύρματος επαφής καθορίζεται σύμφωνα με τις εθνικές οδηγίες.

Η.3.2.   Παντογράφοι

Στον πίνακα Η.2 παρατίθενται οι γεωμετρικές απαιτήσεις για παντογράφους κατάλληλους για το διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας. Στο σχήμα Η.1 απεικονίζονται λεπτομέρειες της κεφαλής λήψης των παντογράφων. Επειδή οι παντογράφοι θα χρησιμοποιούνται σε όλες τις γραμμές του διαλειτουργικού συστήματος, δεν γίνεται διάκριση μεταξύ κατηγοριών γραμμών.



Πίνακας Η.2

Γεωμετρία της κεφαλής λήψης παντογράφου

Αριθ.

Περιγραφή

Όλες οι κατηγορίες γραμμών

1

Πλάτος της κεφαλής λήψης του παντογράφου (mm)

1 600

2

Εύρος λειτουργίας της κεφαλής λήψης του παντογράφου (mm)

1 200

3

Μέγιστο ηλεκτρικό εύρος της κεφαλής λήψης του παντογράφου (mm)

650

4

Μήκος των ταινιών επαφής (mm)

≥ 800

5

Διατομή της κεφαλής λήψης του παντογράφου

Βλέπε το σχήμα Η.1

6

Διάταξη ανίχνευσης σφαλμάτων στην κεφαλή λήψης του παντογράφου

απαιτείται

Σχήμα Η.1

Διατομή της κεφαλής λήψης του παντογράφου

image

1 Κέρας από μονωτικό υλικό

2 Ελάχιστο μήκος ταινίας επαφής

3 Προβλεπόμενο μήκος

4 Εύρος λειτουργίας της κεφαλής λήψης

5 Πλάτος της κεφαλής λήψης

Η.3.3.   Τμήματα διαχωρισμού φάσης

Εξετάζονται δύο τύποι τμημάτων διαχωρισμού φάσης.

Στην περίπτωση της διάταξης που απεικονίζεται στο σχήμα Η.2, το μήκος του ουδέτερου τμήματος είναι μεγαλύτερο από την απόσταση μεταξύ του πλέον απομακρυσμένου εν λειτουργία παντογράφου μιας διαλειτουργικής αμαξοστοιχίας μήκους 400 m.

Σχήμα Η.2

Διάταξη διαχωρισμού φάσης με ουδέτερο τμήμα μεγάλου μήκους

image

Μήκος D > 402 m.

Τμήματα αλληλοεπικάλυψης C : Παντογράφος σε επαφή με δύο σύρματα επαφής

Στο σχήμα Η.3, το μήκος του συνολικού τμήματος διαχωρισμού είναι μικρότερο από την απόσταση των 143 m. μεταξύ των τριών διαδοχικών παντογράφων.

Σχήμα Η.3

Διάταξη διαχωρισμού φάσης με ουδέτερο τμήμα μικρού μήκους

image

Μήκος D < 142 m

Τμήματα αλληλοεπικάλυψης C : Παντογράφος σε επαφή με δύο σύρματα επαφής

Η.3.4.   Παράδειγμα τμήματος διαχωρισμού συστήματος

Κατά τη διέλευση από τμήματα διαχωρισμού συστήματος με ανυψωμένους παντογράφους, το τμήμα διαχωρισμού αποτελείται από τρία μεταξύ τους μονωμένα ουδέτερα τμήματα αλυσοειδούς. Το συνολικό μήκος ανέρχεται σε τουλάχιστον 402 m. Στο σχήμα Η.4 απεικονίζεται η αρχή του συγκεκριμένου σχεδιασμού.

Σχήμα Η.4

Διάταξη τμήματος διαχωρισμού συστήματος με ουδέτερο τμήμα μεγάλου μήκους

image

Η.3.5.   Διάταξη των παντογράφων στις αμαξοστοιχίες

Για τη διέλευση από τους καθορισμένους τύπους τμημάτων διαχωρισμού φάσης, η μέγιστη απόσταση μεταξύ των παντογράφων ορίζεται στα 400 m., ήτοι στο μέγιστο μήκος αμαξοστοιχίας. Επιπλέον, η απόσταση τριών διαδοχικών παντογράφων πρέπει να υπερβαίνει τα 143 m. Ο ενδιάμεσος παντογράφος δύναται να τοποθετηθεί σε οποιοδήποτε σημείο μεταξύ των δύο άλλων. Δεν επιτρέπεται να υφίσταται ηλεκτρική σύνδεση μεταξύ παντογράφων εν λειτουργία. Στο σχήμα Η.5 απεικονίζεται η διάταξη των παντογράφων.

Σχήμα Η.5

Διάταξη παντογράφων

image

Μήκος L1 < 400 m.

Μήκος L2 > 143 m.

Η.3.6.   Δυναμική περιβάλλουσα καμπύλη για τη διέλευση των παντογράφων

Στο σχήμα Η.6 απεικονίζονται οι διαστάσεις του χώρου που απαιτείται για τη διέλευση των ευρωπαϊκών παντογράφων στις διαλειτουργικές γραμμές. Πέραν αυτού του χώρου, η υποδομή πρέπει να λαμβάνει υπόψη το διάκενο που απαιτείται για την εγκατάσταση του σύρματος επαφής, καθώς και τις απαιτούμενες αποστάσεις ασφαλείας. Το διάκενο εξαρτάται από το σχεδιασμό της εκάστοτε αλυσοειδούς και την αντίστοιχη τάση.

Στο σχήμα Η.6, το πλάτος L1 αναφέρεται σε ένα ύψος σύρματος επαφής 5,0 μ., ενώ το πλάτος L2 εξαρτάται από το ύψος του σύρματος επαφής της συγκεκριμένης γραμμής. Η τιμή S είναι το διάκενο για την ανύψωση που αντιστοιχεί στο διπλάσιο της τιμής So σύμφωνα με τους πίνακες 4.5 και 4.6.

Η τιμή L2 προκύπτει από τον ακόλουθο τύπο:

image

όπου το μέγιστο εύρος γραμμής θεωρείται ότι ανέρχεται σε 1,45 μ. Η επίκλιση C, η ακτίνα R και η διάσταση Η μετρώνται σε μέτρα.

Σχήμα Η.6

Δυναμική περιβάλλουσα καμπύλη για τη διέλευση των παντογράφων στις διαλειτουργικές γραμμές

image

Στον πίνακα Η.3 παρατίθενται, χάριν παραδείγματος, οι σχέσεις μεταξύ της ακτίνας, της επίκλισης και των διαστάσεων L1 και L2 των γραμμών μεγάλης ταχύτητας και μιας ακτίνας γραμμής άνω των 3 000 m. Η διάσταση Η είναι το άθροισμα του ύψους του σύρματος επαφής CWH και του διάκενου ανύψωσης S.



Πίνακας Η.3

Διαστάσεις της δυναμικής περιβάλλουσας καμπύλης για τη διέλευση των παντογράφων σε γραμμές μεγάλης ταχύτητας (παραδείγματα, ακτίνα γραμμής άνω των 3 000 m.)

Επίκλιση C

(m)

Πλάτος L1 σε ύψος 5,00 m

(m)

Πλάτος L2 (βλέπε σχήμα Η.6)

(m)

0,0

0,94

0,74 + 0,04 H

0,066

0,99

0,74 + 0,05 H

0,180

1,08

0,73 + 0,07 H




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΑΛΥΣΟΕΙΔΟΥΣ, ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΑΛΥΣΟΕΙΔΩΝ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΓΡΑΦΩΝ, ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΣΥΝΕΧΟΥΣ ΡΕΥΜΑΤΟΣ

I.1.   ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Το παρόν παράρτημα αναφέρεται:

 στις γεωμετρικές απαιτήσεις για τις αλυσοειδείς,

 στις γεωμετρικές απαιτήσεις για τους παντογράφους και

 στις απαιτήσεις για την αλληλεπίδραση μεταξύ αλυσοειδών και παντογράφων

για τις αναβαθμισμένες γραμμές και τις γραμμές σύνδεσης του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας που τροφοδοτούνται από συστήματα συνεχούς ρεύματος.

I.2.   ΣΤΟΧΟΙ

Το παρόν παράρτημα συμπληρώνει τις βασικές παραμέτρους που καθορίζονται για τις γραμμές που τροφοδοτούνται από συστήματα συνεχούς ρεύματος. Οι απαιτήσεις αυτές είναι απαραίτητες για τη διασφάλιση της ασφαλούς λειτουργίας των αμαξοστοιχιών, την αδιάλειπτη ενεργειακή τροφοδότηση χωρίς άσκοπες διαταράξεις, καθώς και την εξασφάλιση αλληλεπίδρασης χωρίς υπερβολική φθορά των συρμάτων επαφής και των ταινιών λήψης.

I.3.   ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

I.3.1.   Αλυσοειδείς

Στον πίνακα I.1 παρατίθενται οι γεωμετρικές απαιτήσεις και οι ανοχές.



Πίνακας I.1

Γεωμετρία αλυσοειδών

Αριθ.

Περιγραφή

Γραμμές σύνδεσης

Αναβαθμισμένες γραμμές

1

Ύψος σύρματος επαφής

 
 

1.1

Τυπικό ύψος σύρματος επαφής (mm)

Μεταξύ 5 000 και 5 600 (1) (2) (3)

Μεταξύ 5 000 και 5 500 (3)

1.2

Ανοχή (mm)

0 + 60

0 + 60

1.3

Οριακές τιμές (mm)

4 950 και 6 200 (4)

4 950 και 6 200

2

Επιτρεπτή κλίση του σύρματος επαφής σε σχέση με τη γραμμή και διακύμανση της κλίσης

Βλέπε πρότυπο EN 50119, έκδοση 2001, παράγραφος 5.2.8.2

3

Επιτρεπτή πλευρική μετατόπιση του σύρματος επαφής υπό την επίδραση πλευρικών ανέμων (mm)

≤ 400

(1)   Για τις γραμμές σύνδεσης που προορίζονται για μεικτή εμπορευματική και επιβατική κυκλοφορία, για τη λειτουργία ρυμουλκούμενων οχημάτων με υπερβολικό περιτύπωμα, το ύψος του σύρματος επαφής δύναται να είναι μεγαλύτερο υπό την προϋπόθεση ότι ο παντογράφος είναι κατάλληλος για τη λήψη ρεύματος με την καθορισμένη ποιότητα, η δε ανάπτυξη του παντογράφου είναι επαρκής σύμφωνα με την παράγραφο 5.3.2.5.

(2)   Σε ισόπεδες διαβάσεις, το ύψος του σύρματος επαφής καθορίζεται σύμφωνα με τις εθνικές οδηγίες.

(3)   Για τις γραμμές του δικτύου της Ιταλίας που μνημονεύονται στη σημείωση 2 του πίνακα 4.1, το ύψος του σύρματος επαφής κυμαίνεται μεταξύ 5 000 και 5 300 mm. Οι άλλες τιμές ισχύουν για άλλους τύπους γραμμών.

(4)   Για γραμμές σύνδεσης του δικτύου της Ισπανίας: 4 600 και 6 200 mm.

I3.2.   Παντογράφοι

Στον πίνακα I.2 παρατίθενται οι γεωμετρικές απαιτήσεις για παντογράφους κατάλληλους για το διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας. Στο σχήμα I.1 απεικονίζονται λεπτομέρειες της κεφαλής λήψης των παντογράφων. Επειδή οι παντογράφοι θα χρησιμοποιούνται σε όλες τις γραμμές σύνδεσης και τις αναβαθμισμένες γραμμές του διαλειτουργικού συστήματος, δεν γίνεται διάκριση μεταξύ κατηγοριών γραμμών.



Πίνακας I.2

Γεωμετρία της κεφαλής λήψης παντογράφου

Αριθ.

Περιγραφή

Όλες οι κατηγορίες γραμμών

1

Πλάτος της κεφαλής λήψης του παντογράφου

 

1.1

Ενιαία κεφαλή λήψης (mm)

1 600

1.2

Κεφαλή λήψης κατά τη μεταβατική περίοδο (mm)

1 450 και1 950

2

Εύρος λειτουργίας της κεφαλής λήψης του παντογράφου (mm)

1 200

3

Μήκος των ταινιών επαφής (mm)

≥ 800

4

Διατομή της κεφαλής λήψης του παντογράφου

 

4.1

Διατομή της ενιαίας κεφαλής λήψης του παντογράφου

Βλέπε το σχήμα I.1

4.2

Διατομή της μεταβατικής κεφαλής λήψης του παντογράφου

EN 50367

5

Ηλεκτρική σύνδεση μεταξύ παντογράφων

Σε περίπτωση που υφίσταται μια τέτοια σύνδεση, πρέπει να παρέχονται τα μέσα για τη διακοπή της

6

Διάταξη ανίχνευσης σφαλμάτων στην κεφαλή λήψης του παντογράφου

Απαιτείται

Σχήμα I.1

Διατομή της κεφαλής λήψης του παντογράφου

image

1 Κέρας από μονωτικό υλικό

2 Ελάχιστο μήκος ταινίας επαφής

3 Προβλεπόμενο μήκος

4 Εύρος λειτουργίας της κεφαλής λήψης

5 Πλάτος της κεφαλής λήψης

I.3.3.   Δυναμική περιβάλλουσα καμπύλη για τη διέλευση των παντογράφων

Για το συνεχές ρεύμα ισχύουν οι ίδιες διατάξεις όπως και για το εναλλασσόμενο ρεύμα. Γίνεται αναφορά στο παράρτημα Η, παράγραφος Η.3.6.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΑ

ΠΕΔΗΣΗ ΜΕ ΑΝΑΚΤΗΣΗ

ΙΑ.1.   ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Το παρόν παράρτημα αφορά τη διαλειτουργική κυκλοφορία σε γραμμές, η ενεργειακή τροφοδότηση των οποίων παρέχεται από σύστημα εναλλασσόμενου ρεύματος. Το παράρτημα αυτό περιλαμβάνει συνθήκες χρήσης της πέδησης με ανάκτηση σε συστήματα έλξης ενεργειακής τροφοδότησης.

Σημείωση:

Όσον αφορά τα συστήματα συνεχούς ρεύματος, κατόπιν αιτήματος της σιδηροδρομικής εταιρείας, η απόφαση σχετικά με την έγκριση της πέδησης με ανάκτηση λαμβάνεται από τον αναθέτοντα φορέα.

ΙΑ.2.   ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΟ ΤΡΟΧΑΙΟ ΥΛΙΚΟ

Οι αμαξοστοιχίες δεν συνεχίζουν να χρησιμοποιούν πέδηση με ανάκτηση σε περίπτωση:

 διακοπής της τάσης παροχής ή βραχυκυκλώσεως αλυσοειδούς — σιδηροτροχιάς/γείωσης στο τμήμα που τροφοδοτείται από τον υποσταθμό,

 αδυναμίας της αλυσοειδούς να απορροφήσει την ενέργεια,

 που η τάση της αλυσοειδούς υπερβαίνει την τιμή U max2. Βλέπε παράρτημα ΙΔ της παρούσας ΤΠΔ.

Εφόσον δεν παρέχεται η δυνατότητα απορρόφησης της ανατροφοδοτούμενης ενέργειας από άλλες καταναλώσεις, το τροχαίο υλικό χρησιμοποιεί άλλα συστήματα πέδησης.

ΙΑ.3.   ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΟ ΥΠΟΣΥΣΤΗΜΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

Το υποσύστημα ενέργειας πρέπει να σχεδιάζεται κατά τρόπον ώστε να παρέχεται δυνατότητα χρήσης της πέδησης με ανάκτηση ως πέδης επιβράδυνσης.

Ο αναθέτων φορέας ζητά από την αρμόδια για την ενεργειακή τροφοδότηση αρχή να δέχεται τη διοχέτευση της ενέργειας πέδησης στο δίκτυο τροφοδοσίας, όταν δεν είναι δυνατή η απορρόφηση της ενέργειας από άλλες σιδηροδρομικές καταναλώσεις.

ΙΑ.4.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Οι διατάξεις ελέγχου και προστασίας των υποσταθμών επιτρέπουν την επιστροφή της ενέργειας στο δίκτυο τροφοδοσίας. Η αξιολόγηση διεξάγεται βάσει των διαγραμμάτων συνδεσμολογίας.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΒ

ΤΑΣΗ ΠΑΝΤΟΓΡΑΦΟΥ (ΔΕΙΚΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΤΡΟΦΟΔΟΤΗΣΗΣ)

ΙΒ.1.   ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Στόχος των μελετών σχεδιασμού είναι ο ορισμός των χαρακτηριστικών των μόνιμων εγκαταστάσεων. Οι εγκαταστάσεις αυτές επιτρέπουν τις πλέον ακραίες συνθήκες, όπως καθορίζεται στο χρονοδιάγραμμα το οποίο πρέπει να τηρείται:

 κατά την περίοδο αιχμής του, η οποία αντιστοιχεί στην κυκλοφορία αιχμής,

 βάσει των χαρακτηριστικών των διαφόρων τύπων αμαξοστοιχίας, λαμβάνοντας υπόψη τις επιλεγμένες μονάδες έλξης.

Το παρόν παράρτημα αναφέρεται:

 σε γραμμές μεγάλης ταχύτητας σχεδιασμένες για ταχύτητες 250 χιλιομέτρων/ώρα και άνω, καθώς και σε,

 γραμμές αναβαθμισμένες για ταχύτητες της τάξης των 200 χιλιομέτρων/ώρα.

ΙΒ.2.   ΣΤΟΧΟΙ

Ο εν λόγω δείκτης αποσκοπεί να παράσχει μια ένδειξη της ποιότητας των μόνιμων εγκαταστάσεων ηλεκτρικής έλξης. Βασίζεται σε μαθηματική μελέτη της τάσης που επικρατεί σε μια ηλεκτροδοτούμενη διαδρομή στην οποία οι αμαξοστοιχίες κυκλοφορούν σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα αναφοράς.

Ο δείκτης ποιότητας U mean useful υπολογίζεται με προσομοίωση και δύναται να επαληθευθεί με δειγματοληπτικές μετρήσεις επί αμαξοστοιχίας κρίσιμης σημασίας.

Σημείωση:

Με στόχο τη διασφάλιση των επιπέδων επιδόσεων για όλες τις αμαξοστοιχίες ανάλογα με τον τύπο της γραμμής, ο αναθέτων φορέας σχεδιάζει τον εξοπλισμό του κατά τρόπον ώστε η μέση ωφέλιμη τάση των παντογράφων κάθε αμαξοστοιχίας του τροφοδοτούμενου τμήματος να είναι επαρκώς υψηλή. Αυτό δεν σημαίνει ότι, για πολύ μικρά χρονικά διαστήματα, οι αμαξοστοιχίες δεν εκτίθενται σε ακραίες τάσεις, όπως ορίζεται στο παράρτημα ΙΔ της παρούσας ΤΠΔ.

ΙΒ.3.   ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΕΣΗΣ ΩΦΕΛΙΜΗΣ ΤΑΣΗΣ

Η μέση ωφέλιμη τάση U mean useful υπολογίζεται μέσω προσομοίωσης μιας γεωγραφικής ζώνης, στο πλαίσιο της οποίας λαμβάνονται υπόψη όλες οι αμαξοστοιχίες που προβλέπεται να διέλθουν από την εν λόγω ζώνη εντός δεδομένου χρονικού διαστήματος που αντιστοιχεί στο διάστημα κυκλοφορίας αιχμής του χρονοδιαγράμματος. Το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα πρέπει να επαρκεί ώστε να λαμβάνεται υπόψη το μέγιστο φορτίο σε κάθε ηλεκτρικό τμήμα της γεωγραφικής ζώνης.

Στην προσομοίωση πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ηλεκτρολογικά χαρακτηριστικά της εγκατάστασης ενεργειακής τροφοδότησης και κάθε διαφορετικού τύπου αμαξοστοιχίας.

Σε κάθε χρονικό βήμα της προσομοίωσης αναλύεται η ενεργός τάση στον παντογράφο κάθε αμαξοστοιχίας εντός της γεωγραφικής ζώνης. Για συστήματα εναλλασσόμενου ρεύματος, χρησιμοποιείται η ενεργός τιμή της τάσης. Για τα συστήματα συνεχούς ρεύματος χρησιμοποιείται η μέση τιμή. Το χρονικό βήμα της προσομοίωσης πρέπει να είναι επαρκώς βραχύ ώστε να λαμβάνονται υπόψη όλα τα συμβάντα του χρονοδιαγράμματος.

Οι τιμές τάσης που προκύπτουν από την προσομοίωση χρησιμοποιούνται προκειμένου να μελετηθούν:

(1) η U mean useful της ζώνης ενεργειακής τροφοδότησης

Πρόκειται για το μέσο όρο του συνόλου των τάσεων που αναλύονται στο πλαίσιο της συγκεκριμένης προσομοίωσης, ο οποίος είναι ενδεικτικός για την ποιότητα της ενεργειακής τροφοδότησης για το σύνολο της ζώνης.

Στην ανάλυση αυτή περιλαμβάνονται όλες οι αμαξοστοιχίες που βρίσκονται στη γεωγραφική ζώνη κατά το υπό εξέταση χρονικό διάστημα κυκλοφορίας αιχμής, ανεξάρτητα από το αν βρίσκονται σε κατάσταση έλξης ή όχι (εν στάσει, έλξη, αναφόρτισης, πορεία με κεκτημένη ταχύτητα) σε κάθε χρονικό βήμα της προσομοίωσης.

(2) η U mean useful της αμαξοστοιχίας

Πρόκειται για το μέσο όρο του συνόλου των τάσεων στο πλαίσιο προσομοίωσης ανάλογης με εκείνη που χρησιμοποιείται για την εκπόνηση της μελέτης γεωγραφικών ζωνών, όπου όμως αναλύονται μόνο οι τάσεις για συγκεκριμένη αμαξοστοιχία σε κάθε χρονικό βήμα, όταν η αμαξοστοιχία λαμβάνει φορτίο έλξης (και δεν είναι εν στάσει ούτε σε κατάσταση αναφόρτισης ούτε κίνησης με κεκτημένη ταχύτητα).

Ο μέσος όρος αυτών των τάσεων είναι ενδεικτικός για τις επιδόσεις κάθε αμαξοστοιχίας που συμπεριλαμβάνεται στην προσομοίωση και, κατά συνέπεια, προσδιορίζει την αμαξοστοιχία ρυθμιστή, δηλαδή την αμαξοστοιχία, η ικανότητα επιτάχυνσης της οποίας περιορίζεται περισσότερο από τη χαμηλή τάση.

ΙΒ.4.   ΣΥΝΙΣΤΩΜΕΝΕΣ ΤΙΜΕΣ ΜΕΣΗΣ ΩΦΕΛΙΜΗΣ ΤΑΣΗΣ ΠΑΝΤΟΓΡΑΦΟΥ

Οι ελάχιστες τιμές της μέσης ωφέλιμης τάσης U mean useful παντογράφου παρατίθενται στον πίνακα ΙΒ.1:



Πίνακας ΙΒ.1

Ελάχιστη μέση ωφέλιμη τάση παντογράφου (kV)

Σύστημα ηλεκτροδότησης

Συνεχές ρεύμα 1,5 kV

Συνεχές ρεύμα 3 kV

Εναλλασσόμενο ρεύμα 15 kV

Εναλλασσόμενο ρεύμα 25 kV

Ζώνη

1,30

2,80

14,2

22,5

Αμαξοστοιχία

1,30

2,80

14,2

22,5

ΙΒ.5.   ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΜΕΣΗΣ ΩΦΕΛΙΜΗΣ ΤΑΣΗΣ Umean useful ΚΑΙ Umin1

Ο σχεδιασμός του συστήματος ενεργειακής τροφοδότησης πρέπει να διεξάγεται κατά τρόπον ώστε οι προσομοιώσεις που καθιστούν δυνατό τον υπολογισμό της μέσης ωφέλιμης τάσης U mean useful παντογράφου, να μην παράγουν ποτέ στιγμιαίες τιμές τάσης στον παντογράφο οποιασδήποτε αμαξοστοιχίας, μικρότερες του ορίου «U min1» του παραρτήματος ΙΔ της παρούσας ΤΠΔ για την ανάλογη με το συγκεκριμένο τύπο γραμμής κυκλοφορία (παράρτημα ΣΤ της παρούσας ΤΠΔ).

ΙΒ.6.   ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΤΑΣΗΣ ΣΤΟΥΣ ΠΑΝΤΟΓΡΑΦΟΥΣ ΑΜΑΞΟΣΤΟΙΧΙΩΝ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΑΧΥΤΗΤΑΣ

Ο σχεδιασμός των μόνιμων εγκαταστάσεων ηλεκτρικής έλξης μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω προσομοίωσης του κρίσιμου χρονοδιαγράμματος, λαμβάνοντας υπόψη την ενέργεια που λαμβάνεται από κάθε αμαξοστοιχία σε κάθε χρονικό διάστημα της προσομοίωσης. Πέραν των πτυχών της βαθμονόμησης του εξοπλισμού (μετασχηματιστές, αλυσοειδείς, αυτόματοι μετασχηματιστές 2 × 25 kV και μετατροπείς συνεχούς ρεύματος) και της συμβατότητας με τις φαινόμενες επιδόσεις που γίνονται ανεκτές στα σημεία σύνδεσης υψηλής τάσης, η ποιότητα της ενεργειακής τροφοδότησης αποτελεί σημαντική παράμετρο για την έγκριση του υπό μελέτη σχεδίου τροφοδότησης.

Η χαρακτηριστική καμπύλη της έλξης και της ταχύτητας μιας μονάδας έλξης μεταβάλλεται σε συνάρτηση με την τάση που επικρατεί στον παντογράφο. Ο προσδιορισμός της περιβάλλουσας καμπύλης της χαρακτηριστικής έλξης και της ταχύτητας υπό μειωμένη τάση, σε σχέση με την ονομαστική χαρακτηριστική καμπύλη, επιτυγχάνεται με παρεκβολή στο εύρος τιμών της ταχύτητας, όπου ο συντελεστής αναλογικότητας υπολείπεται κατά τι του λόγου της τάσης που επικρατεί στον παντογράφο και της ονομαστικής τάσης (U pantograph/U nominal).

Οι προκύπτουσες τιμές τάσης πρέπει να επιτρέπουν την επίτευξη των επιθυμητών επιδόσεων. Για παράδειγμα, προκειμένου να μελετηθεί η ηλεκτροδότηση με 25 kV, η επιλογή μιας τάσης τουλάχιστον 22,5 kV επιτρέπει να μην μειωθεί στατιστικά η τάση κάτω του ελάχιστου ορίου των 19 kV. Τάσεις κάτω των 19 kV είναι δυνατές σε περιόδους υπερβολικής κυκλοφορίας, ιδίως όταν μειώνεται η απόσταση διαδοχής μεταξύ των αμαξοστοιχιών, ή σε ειδικές περιπτώσεις, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται πάντοτε στις προσομοιώσεις, όπως η ταυτόχρονη αμφίδρομη κυκλοφορία.

Η συχνότητα καταστάσεων υποβαθμισμένων επιδόσεων, τόσο από την άποψη του σχεδίου ενεργειακής τροφοδότησης όσο και της γραφικής παράστασης της λειτουργίας, πρέπει να αξιολογείται λαμβάνοντας υπόψη τον επιτρεπόμενο περιορισμό των επιδόσεων.

Η επιλογή της κατάλληλης μέσης ωφέλιμης τάσης παρέχει τα ακόλουθα πλεονεκτήματα:

 Καθιστά δυνατή τη λειτουργία των μονάδων έλξης στα όρια της ονομαστικής τους τάσης, βελτιστοποιώντας κατ' αυτό τον τρόπο την αποδοτικότητα και τις επιδόσεις.

 Διασφαλίζει την τήρηση των τιμών ελάχιστης τάσης που καθορίζονται στα πρότυπα.

 Διασφαλίζει τις επιθυμητές επιδόσεις των μόνιμων εγκαταστάσεων ηλεκτρικής έλξης, και, κατά συνέπεια, παρέχει δυνατότητα αύξησης της κυκλοφορίας.

 Επιτρέπει την αντιμετώπιση ορισμένων υποβαθμισμένων κυκλοφοριακών καταστάσεων.

ΙΒ.7.   ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΕΣΗΣ ΩΦΕΛΙΜΗΣ ΤΑΣΗΣ ΠΑΝΤΟΓΡΑΦΟΥ

Η μέση ωφέλιμη τάση U mean useful που επικρατεί στον παντογράφο ορίζεται ως ακολούθως:image

όπου:

Tj = ολοκλήρωση ή χρονικό διάστημα μελέτης επί της αμαξοστοιχίας αριθ. j,

n = αριθμός αμαξοστοιχιών που εξετάσθηκαν στη μελέτη.

Για συστήματα εναλλασσόμενου ρεύματος:

U p j = στιγμιαία ενεργή τάση με τη συχνότητα ισχύος στον παντογράφο της αμαξοστοιχίας αριθ. j,

|I p j| = στιγμιαία ενεργός ένταση με τη συχνότητα ισχύος που διέρχεται μέσω του παντογράφου της αμαξοστοιχίας αριθ. j.

Για ηλεκτροδότηση συνεχούς ρεύματος:

U p j = στιγμιαία μέση τάση συνεχούς ρεύματος στον παντογράφο των αμαξοστοιχιών j,

|I p j| = στιγμιαία μέση ενεργός ένταση συνεχούς ρεύματος που διέρχεται μέσω του παντογράφου της αμαξοστοιχίας αριθ. j.

Πρόκειται για τη σχέση μεταξύ της μέσης υπολογιζόμενης ισχύος της αμαξοστοιχίας (των αμαξοστοιχιών) κατά τις ακολουθίες έλξης τους, και της αντίστοιχης μέσης έντασης ρεύματος.

Αντίστοιχο αποτέλεσμα προκύπτει με τον ακόλουθο τύπο, ο οποίος είναι πιο κατάλληλος για ορισμένα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών:image

όπου:

n = Αριθμός αμαξοστοιχιών που συμπεριλαμβάνονται στην προσομοίωση,

U j,k =

ενεργός τιμή της τάσης με τη συχνότητα ισχύος, αξιολογούμενη από το βασικό στάδιο υπολογισμού για συστήματα ηλεκτροδότησης εναλλασσόμενου ρεύματος,

Μέση τάση που προκύπτει στο βασικό στάδιο υπολογισμού για συστήματα ηλεκτροδότησης συνεχούς ρεύματος,

M = αριθμός σταδίων υπολογισμού μιας περιόδου ολοκλήρωσης,

N = αριθμός περιόδων προσομοίωσης που συμπεριλαμβάνονται στην προσομοίωση,

Δt =

χρόνος κατά τον οποίο προσομοιώνεται κάθε στάδιο M,

Σημείωση:

Ο χρόνος Δt πρέπει να είναι επαρκώς βραχύς ώστε να λαμβάνονται υπόψη όλα τα συμβάντα του χρονοδιαγράμματος.

Αυτός ο τρόπος έκφρασης της τάσης υπερέχει καθώς αντανακλά με σχετική ακρίβεια την ποιότητα της ενεργειακής τροφοδότησης στην περίπτωση προσομοιώσεων κυκλοφορίας που περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό αμαξοστοιχιών επί της υπό εξέταση σιδηροδρομικής γραμμής.

Ο ανωτέρω τύπος χρησιμοποιείται για τη μελέτη:

Ενός γεωγραφικού τμήματος (δηλαδή του προς εξέταση τμήματος του δικτύου) σε δεδομένο χρονικό διάστημα, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των αμαξοστοιχιών που διέρχονται από το συγκεκριμένο τμήμα, ανεξάρτητα από το αν βρίσκονται σε κατάσταση έλξης ή όχι (εν στάσει, έλξη, αναφόρτιση, πορεία με κεκτημένη ταχύτητα).

Συνεπώς, η τιμή της μέσης ωφέλιμης τάσης U mean useful είναι ενδεικτική για την ποιότητα της ενεργειακής τροφοδότησης του συνολικού τμήματος.

Η μέση ωφέλιμη τάση στον παντογράφο κάθε αμαξοστοιχίας, μεταξύ όσων κυκλοφορούν στο υπό μελέτη τμήμα της γραμμής· λαμβάνονται υπόψη μόνο τα διαστήματα έλξης των αμαξοστοιχιών. Στην περίπτωση αυτή, ο αριθμός n ισούται με 1 στον ανωτέρω τύπο. Η τιμή αυτή χρησιμοποιείται για τον έλεγχο των επιδόσεων κάθε αμαξοστοιχίας που συμπεριλαμβάνεται στην προσομοίωση και, κατά συνέπεια, προσδιορίζει την αμαξοστοιχία ρυθμιστή.

ΙΒ.8.   ΔΕΙΚΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΤΡΟΦΟΔΟΤΗΣΗΣ

ΙΒ.8.1.    U mean useful (ζώνης)



Τι

Πότε

Πώς

Συνθήκη αποδοχής

Προσομοίωση

Σε καθορισμένη ζώνη του συστήματος ενεργειακής τροφοδότησης

Ύστερα από κάθε προσομοίωση

Χρησιμοποιώντας τα αποτελέσματα της προσομοίωσης των αμαξοστοιχιών στην υπό εξέταση ζώνη και του υπολογισμού με τον ορισμό της παραγράφου ΙΒ 3

Η τιμή είναι μεγαλύτερη από τις τιμές που παρατίθενται στη γραμμή «Ζώνη» του πίνακα ΙΒ.1

ΙΒ.8.2.    U mean useful (αμαξοστοιχίας)



Τι

Πότε

Πώς

Συνθήκη αποδοχής

Προσομοίωση

Για μια καθορισμένη αμαξοστοιχία που περιλαμβάνεται στον πίνακα δρομολογίων της προσομοίωσης — κυρίως την αμαξοστοιχία ρυθμιστή

Ως αποτέλεσμα των προσομοιώσεων

Χρησιμοποιώντας τα αποτελέσματα του υπολογισμού των αμαξοστοιχιών με τον ορισμό της παραγράφου ΙΒ.3

Η τιμή είναι μεγαλύτερη από τις τιμές που παρατίθενται στη γραμμή «Κάθε αμαξοστοιχία» του πίνακα ΙΒ.1 (ΤΠΔ-γραμμές ή κλασικές γραμμές)

I.8.3.   Σχέση μεταξύ U mean useful και U min1



Τι

Πότε

Πώς

Συνθήκη αποδοχής

Προσομοίωση

 

Ύστερα από κάθε προσομοίωση

Χρησιμοποιώντας τα αποτελέσματα της προσομοίωσης κάθε υπό εξέταση αμαξοστοιχίας στη ζώνη διεξάγεται δοκιμή μόνο όταν η τιμή της Umean useful στον παντογράφο είναι μεγαλύτερη από τις τιμές που ορίζονται στην παράγραφο ΙΒ5

Η τάση στον παντογράφο κάθε αμαξοστοιχίας δεν πρέπει ποτέ να είναι μικρότερη της Umin1




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΓ

ΔΟΚΙΜΗ ΚΑΙ ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΑΙΝΙΩΝ ΕΠΑΦΗΣ

ΙΓ.1.   ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Το παρόν παράρτημα αφορά τις δοκιμές και την επαλήθευση των ταινιών επαφής που πρέπει να χρησιμοποιούνται στους παντογράφους των διαλειτουργικών αμαξοστοιχιών μεγάλης ταχύτητας.

ΙΓ.2.   ΤΑΙΝΙΕΣ ΕΠΑΦΗΣ

ΙΓ.2.1.   Γενικά

Ο τύπος της χρησιμοποιούμενης ταινίας επαφής πρέπει να είναι σύμφωνος με τα ακόλουθα:

 χωρητικότητα μεταφοράς ρεύματος,

 στατική καταπόνηση,

 υλικό της ταινίας επαφής.

Το υλικό των ταινιών επαφής πρέπει να εγκρίνεται από τον αναθέτοντα φορέα. Τα υλικά που χρησιμοποιούνται συνήθως για την κατασκευή των ταινιών επαφής είναι:

 απλός άνθρακας ή άνθρακας εμποτισμένου με πρόσθετες ύλες, εφόσον είναι απαραίτητο,

 χάλυβας με προσμίξεις χαλκού, κράμα χαλκού, χαλκός,

 επιχαλκωμένος άνθρακας,

 συσσωματωμένο υλικό.

Για τη χρήση άλλων υλικών, είναι απαραίτητο να παρέχονται στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι τα χαρακτηριστικά τους είναι εφάμιλλα ή καλύτερα από εκείνα των συνιστώμενων υλικών.

Η εκμετάλλευση με διαφορετικό υλικό ταινίας επαφής στο δίκτυο της αλυσοειδούς γίνεται βάσει συμφωνίας μεταξύ του αναθέτοντα φορέα και του φορέα εκμετάλλευσης της αμαξοστοιχίας.

Σημείωση:

Η χρήση μεικτών υλικών ταινιών λήψης στα δίκτυα ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα την αυξημένη φθορά των ταινιών λήψης και του σύρματος επαφής.

I.Γ3.   ΡΕΥΜΑ ΕΝ ΣΤΑΣΕΙ

ΙΓ.3.1.   Συνθήκες δοκιμών

Στην περίπτωση των συστημάτων συνεχούς ρεύματος πρέπει να ελέγχεται η θέρμανση του σύρματος επαφής που προκαλεί το ρεύμα εν στάσει. Για τα συστήματα εναλλασσόμενου ρεύματος δεν απαιτείται σχετικός έλεγχος λόγω της χαμηλότερης έντασης ρεύματος εν στάσει.

Η δοκιμή διεξάγεται με παντογράφο εξοπλισμένο με κεφαλή λήψης δύο ταινιών λήψης.

Οι δύο ταινίες συλλογής υποβάλλονται σε δοκιμή σε επίπεδη επιφάνεια σύμφωνα με κατάσταση χρήσης.

Ο παντογράφος είναι εγκαταστημένος σε μονάδα έλξης. Η δοκιμή διεξάγεται σε προστατευμένο περιβάλλον (κλειστό συνεργείο) προκειμένου να αποφεύγονται τυχόν επιδράσεις ρευμάτων αέρα.

Η δοκιμή διεξάγεται με ένα ή δύο σύρματα επαφής εξοπλισμένα με αισθητήρες θερμοκρασίας. Οι αισθητήρες θερμοκρασίας τοποθετούνται σε απόσταση 2 χιλιοστών από την επιφάνεια επαφής.

ΙΓ.3.2.   Διαδικασία δοκιμής

Η δοκιμή διεξάγεται με στατική δύναμη επαφής σύμφωνα με την παράγραφο 5.3.2.6.

Το ρεύμα που μεταφέρεται από τον παντογράφο αποτελεί συνάρτηση της μέγιστη κατανάλωσης του τροχαίου υλικού εντός των ορίων που καθορίζονται στην παράγραφο 5.3.3.4.

Η διάρκεια κάθε δοκιμής ανέρχεται σε 30 λεπτά, εκτός των περιπτώσεων στις οποίες η θερμοκρασία που προσδιορίζεται από έναν εκ των αισθητήρων ανέλθει στη μέγιστη επιτρεπτή τιμή για τα σύρματα επαφής. Η τιμή αυτή καθορίζεται από τον αναθέτοντα φορέα. Στην περίπτωση αυτή η δοκιμή τερματίζεται.

Η ένταση του ρεύματος και η θερμοκρασία καταγράφονται συνεχώς.

Η δοκιμή κρίνεται ικανοποιητική εάν η μέγιστη θερμοκρασία των συρμάτων επαφής ύστερα από 30 λεπτά, δεν υπερβαίνει την καθορισμένη οριακή τιμή.

ΙΓ.4.   ΕΝΤΑΣΗ ΜΕ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΦΟΡΤΙΟ

ΙΓ.4.1.   Συνθήκες δοκιμών

Στην περίπτωση των συστημάτων συνεχούς ρεύματος πρέπει να ελέγχεται φθορά του σύρματος επαφής που προκαλεί το ρεύμα με ηλεκτρικό φορτίο. Για τα συστήματα εναλλασσόμενου ρεύματος δεν απαιτείται σχετικός έλεγχος λόγω της χαμηλότερης έντασης ρεύματος με ηλεκτρικό φορτίο.

Συνθήκες δοκιμών

Ο παντογράφος είναι εγκαταστημένος σε μονάδα έλξης, η χωρητικότητα της οποίας επιτρέπει τουλάχιστον τη λήψη της μέγιστης έντασης ηλεκτρικού ρεύματος.

Ο εξοπλισμένος με τις δοκιμαστικές ταινίες λήψης παντογράφος ρυθμίζεται κατά τρόπον ώστε να πληρούνται οι πλέον δυσμενείς συνθήκες μετάδοσης ρεύματος κατά τις δοκιμές επί της γραμμής και προ των μετρήσεων.

ΙΓ.4.2.   Διαδικασία δοκιμής

Η μονάδα έλξης σύρει αμαξοστοιχία μέγιστης επιτρεπτής μάζας, με ταχύτητα με την οποία επιτυγχάνεται η μέγιστη ένταση ρεύματος.

Κατά τις σχετικές μετρήσεις μεταφέρεται για διάστημα 30 λεπτών η μέγιστη ένταση ρεύματος για κάθε διάταξη.

Με κάθε διάταξη διεξάγονται δέκα δοκιμές μέτρησης προκειμένου οι επιδόσεις λειτουργίας των ταινιών λήψης να είναι επαρκώς αντιπροσωπευτικές.

Συνιστάται η αντικατάσταση των ταινιών λήψης μετά την ολοκλήρωση του κύκλου των δέκα δοκιμών.

Ύστερα από κάθε κύκλο εξετάζεται η κατάσταση των ταινιών λήψης και προσδιορίζεται η έκταση της φθοράς (mm/1 000 χιλιόμετρα) προκειμένου να αξιολογηθούν οι επιδόσεις τους κατά τη λειτουργία.

Η δοκιμή κρίνεται ικανοποιητική όταν δεν διαπιστώνονται ζημίες που δύνανται να επηρεάσουν τις επιδόσεις λειτουργίας των ταινιών λήψης και όταν η έκταση της φθοράς είναι σύμφωνη με τις επιδόσεις λειτουργίας που αναφέρονται στην ΤΠΔ ενέργειας.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΔ

ΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΕΛΞΗΣ

ΙΔ.1.   ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Στο παρόν παράρτημα ορίζονται η τάση, η συχνότητα και οι ανοχές τους στους ακροδέκτες των υποσταθμών και του παντογράφου.

ΙΔ.2.   ΤΑΣΗ

Τα χαρακτηριστικά των κύριων συστημάτων τάσης (εξαιρουμένων των υπερτάσεων) αναλύονται στον πίνακα ΙΔ.1.



Πίνακας ΙΔ.1

Ονομαστικές τάσεις και τα επιτρεπτά όριά τους, τιμές και διάρκεια

Σύστημα ηλεκτροδότησης

Ελάχιστη μη μόνιμη τάση

Ελάχιστη μόνιμη τάση

Ονομαστική τάση

Μέγιστη μόνιμη τάση

Μέγιστη μη μόνιμη τάση

U min2

(V)

U min1

(V)

U n

(V)

U max1

(V)

U max2

(V)

Συνεχές ρεύμα (μέσες τιμές)

400 (1)

400

600

720

800 (2)

400 (1)

500

750

900

1 000 (2)

1 000 (1)

1 000

1 500

1 800

1 950 (2)

2 000 (1)

2 000

3 000

3 600

3 900 (2)

Εναλλασσόμενο ρεύμα (ενεργές τιμές)

11 000 (1)

12 000

15 000

17 250

18 000 (2)

17 500 (1)

19 000

25 000

27 500

29 000 (2)

(1)   Η διάρκεια των τάσεων μεταξύ U min1 και U min2 δεν πρέπει να υπερβαίνει τα δύο λεπτά.

(2)   Η διάρκεια των τάσεων μεταξύ U max1 και U max2 δεν πρέπει να υπερβαίνει τα πέντε λεπτά.

 Η τάση της ράβδου συλλογής ρεύματος του υποσταθμού, με όλους τους διακόπτες κυκλώματος ανοικτούς, πρέπει να είναι μικρότερη ή ίση της τιμής U max1.

 Υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας, οι τάσεις πρέπει να διατηρούνται εντός του εύρους τιμών U min1U max2.

 Οι τάσεις εντός του εύρους τιμών U min1U min2 είναι αποδεκτές υπό μη κανονικές συνθήκες λειτουργίας.

Σχέση U max1/U max2

Ύστερα από κάθε εμφάνιση της τάσης U max2 ακολουθεί τάση μικρότερη ή ίση της τάσης U max1 για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα.

Ελάχιστη τάση λειτουργίας

Υπό μη κανονικές συνθήκες λειτουργίας, η τιμή U min2 είναι το κατώτατο όριο της τάσης της αλυσοειδούς με την οποία προβλέπεται η εκμετάλλευση των αμαξοστοιχιών.

Σημείωση:

Συνιστώμενες τιμές για την ενεργοποίηση λόγω υπότασης:

Η ρύθμιση των ηλεκτρονόμων υπότασης σε σταθερά σημεία ή επί των αμαξοστοιχιών μπορεί να κυμαίνεται από 85 έως 95 % της τιμής U min2.

ΙΔ.3.   ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ

Η συχνότητα του συστήματος έλξης 50 Hz επιβάλλεται από το τριφασικό δίκτυο. Συνεπώς, ισχύουν οι τιμές του προτύπου EN 50 160. Η συχνότητα του ηλεκτρικού συστήματος έλξης 16,7 Hz (εξαιρουμένων των σύγχρονων-ασύγχρονων μετατροπέων) δεν επιβάλλεται από το τριφασικό δίκτυο.

Στον πίνακα ΙΔ.2 παρατίθενται οι τιμές που ισχύουν για αμφότερα τα ηλεκτρικά συστήματα.



Πίνακας ΙΔ.2

Συχνότητα του σιδηροδρομικού συστήματος ενέργειας και επιτρεπτά όρια

Διάρκεια

Ονομαστική συχνότητα συστήματος

Σιδηροδρομικό σύστημα ενέργειας τροφοδοτούμενο από

διασυνδεδεμένο τριφασικό δίκτυο

μη διασυνδεδεμένο τριφασικό δίκτυο

95 % της εβδομάδας

50 Hz

50,50 Hz

51,00 Hz

49,50 Hz

49,00 Hz

16,7 Hz

16,83 Hz

δ.π.

16,50 Hz

δ.π.

100 % της εβδομάδας

50 Hz

52,00 Hz

57,50 Hz

47,00 Hz

42,50 Hz

16,7 Hz

17,36 Hz

17,00 Hz

15,69 Hz

16,17 Hz

δ.π.:

Δεν προβλέπεται.

Σημείωση:

Στην πράξη, η διακύμανση της συχνότητας υπόκειται σε πιο επισταμένο έλεγχο στην Ευρώπη, από ό,τι αναφέρεται ανωτέρω.

ΙΔ.4.   ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΔΟΚΙΜΩΝ

ΙΔ.4.1.   Μέτρηση της τάσης της γραμμής

ΙΔ.4.1.1.   Τροχαίο υλικό

Οι δοκιμές του τροχαίου υλικού διεξάγονται σύμφωνα με το πρότυπο EN 50 215: 1999, παράγραφος 9.15

ΙΔ.4.1.2.   Μόνιμες εγκαταστάσεις



Πού

Πότε

Πώς

Συνθήκη αποδοχής

ΙΔ.4.1.2.1. Ράβδος συλλογής ρεύματος υποσταθμού,

διακόπτες κυκλώματος γραμμής ανοικτοί, κανονικές συνθήκες λειτουργίας

Κατά τη θέση σε λειτουργία

— Καταγραφέας τάσης για την ενεργό συχνότητα ή

— Ψηφιακοί καταγραφείς δεδομένων με εύρος συχνοτήτων μεγαλύτερο ή ίσο των 2 kHz. Υπολογισμός μέσου όρου για μια περίοδο ενός δευτερολέπτου

— Περίοδος μέτρησης ενός λεπτού

Όλες οι τιμές τάσης είναι μικρότερες ή ίσες της U max1

ΙΔ.4.1.2.2. Εάν υπάρχουν διατάξεις ρύθμισης της τάσης εγκαταστημένες κατά μήκος της γραμμής,

μέτρηση σε μία από τις δύο πλευρές της διάταξης χωρίς φορτίο και υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας

Κατά τη θέση σε λειτουργία και κατά την εκμετάλλευση

Χωρίς φορτίο ⇒ βλέπε υποσταθμός ανωτέρω

Κατά την εκμετάλλευση ⇒ βλέπε ad hoc μέτρηση ακολούθως

Χωρίς φορτίο ⇒ βλέπε υποσταθμό ανωτέρω.

Κατά την εκμετάλλευση ⇒ βλέπε ad hoc μέτρηση ακολούθως.

ΙΔ.4.1.2.3 Ad hoc μέτρηση

Στα σημεία στα οποία εντοπίζονται τα προβλήματα

Προς αντιμετώπιση των προβλημάτων

— Διατάξεις καταγραφής τάσης για την ενεργό συχνότητα ή

— Ψηφιακοί καταγραφείς δεδομένων με εύρος συχνοτήτων μεγαλύτερο ή ίσο των 2 kHz. Υπολογισμός μέσου όρου για μια περίοδο ενός δευτερολέπτου

— Περίοδος μέτρησης: ελάχιστο μία ώρα, μέγιστο μία εβδομάδα

— Ολες οι τιμές τάσης είναι μικρότερες ή ίσες της U min2

— Κάθε διάρκεια τάσης κάτω της U min1 είναι μικρότερη ή ίση της διάρκειας που αναφέρεται στην παράγραφο ΙΔ.2 απαίτηση α).

— Η μέση τιμή της τάσης κυμαίνεται μεταξύ U min1 και U max1.

— Κάθε διάρκεια τάσης που υπερβαίνει την U max1 είναι μικρότερη ή ίση της διάρκειας που αναφέρεται στην παράγραφο ΙΔ.2 απαίτηση β).

— Όλες οι τιμές τάσης είναι μικρότερες ή ίσες της U max2.

ΙΔ.4.2.   Μέτρηση της συχνότητας της γραμμής



Πού

Πότε

Πώς

Συνθήκη αποδοχής

Συνεχής επιτήρηση

Μόνο για δίκτυα τα οποία δεν εντάσσονται στο τριφασικό δίκτυο

Συνεχής επιτήρηση σε συνάρτηση με τον έλεγχο συχνότητας κλειστού βρόχου στους σταθμούς παραγωγής ή στο κέντρο ελέγχου του δικτύου

Κατά τη θέση σε λειτουργία και κατά την εκμετάλλευση

Ψηφιακοί καταγραφείς δεδομένων με εύρος συχνοτήτων ≥ 2 kHz.

Όλες οι τιμές συχνότητας κυμαίνονται εντός του εύρους τιμών της τελευταίας στήλης του πίνακα 2.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΕ

ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

ΙΕ.1.   ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Στο παρόν παράρτημα αναφέρονται οι απαιτήσεις που αφορούν τις διατάξεις περιορισμού της έντασης και της ισχύος οι οποίες είναι εγκαταστημένες επί των μονάδων έλξης.

ΙΕ.2.   ΜΕΓΙΣΤΗ ΕΝΤΑΣΗ ΡΕΥΜΑΤΟΣ ΑΜΑΞΟΣΤΟΙΧΙΑΣ

▼M1

Η μέγιστη επιτρεπόμενη ένταση ρεύματος αμαξοστοιχίας δίδεται στον πίνακα ΙΕ.1: τα επίπεδα ισχύουν τόσο για κατάσταση έλξης όσο και για κατάσταση ανατροφοδότησης.

▼B



Πίνακας ΙΕ.1

Μέγιστη επιτρεπτή ένταση ρεύματος αμαξοστοιχίας (Amperes)

Σύστημα ενεργειακής τροφοδότησης

Γραμμές μεγάλης ταχύτητας

Αναβαθμισμένες γραμμές

Γραμμές σύνδεσης

Συνεχές ρεύμα 750 V

6 800

Συνεχές ρεύμα 1 500 V (1)

5 000

5 000

Συνεχές ρεύμα 3 000 V

4 000

4 000

2 500

Εναλλασσόμενο ρεύμα 15 000 V 16,7 Hz

1 700

1 000

900

Εναλλασσόμενο ρεύμα 25 000 V 50 Hz

1 500

600

500

(1)   Υπέρρβαση αυτών των τιμών επιτρέπεται στην περίπτωση ειδικών γραμμών (π.χ. εμπορευματικοί συρμοί σε ορεινές περιοχές, προαστιακό δίκτυο).

ΙΕ.3.   ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ

Οι αμαξοστοιχίες είναι εξοπλισμένες με αυτόματη διάταξη η οποία προσαρμόζει το επίπεδο κατανάλωσης ενέργειας ανάλογα με την τάση της αλυσοειδούς υπό συνθήκες σταθερής κατάστασης. Στο σχήμα ΙΕ.1 απεικονίζεται η ένταση του ρεύματος ως συνάρτηση της τάσης της αλυσοειδούς.

Το σχήμα αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση της κατάστασης πέδησης με ανάκτηση.

Σχήμα ΙΕ.1

Μέγιστη ένταση ρεύματος αμαξοστοιχίας ως συνάρτηση της τάσης

image

I max  μέγιστη ένταση ρεύματος που καταναλώνει η αμαξοστοιχία

A χωρίς έλξη

B υπέρβαση του επιπέδου έντασης ρεύματος

C επιτρεπτά επίπεδα έντασης ρεύματος

a συντελεστής από τον πίνακα ΙΕ.2.



Πίνακας ΙΕ.2

Τιμές συντελεστή a

Σύστημα ενεργειακής τροφοδότησης

Εναλλασσόμενο ρεύμα 25 000 V 50 Hz

Εναλλασσόμενο ρεύμα 15 000 V 16,7 Hz

Συνεχές ρεύμα 3 000 V

Συνεχές ρεύμα 1 500 V

Συνεχές ρεύμα 750 V

a

0,9

0,95

0,9

0,9

0,8

ΙΕ.4.   ΔΙΑΤΑΞΗ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ Ή ΤΗΣ ΕΝΤΑΣΗΣ ΡΕΥΜΑΤΟΣ

Προκειμένου να παρέχεται η δυνατότητα χρήσης ισχυρών μονάδων έλξης οπουδήποτε (γραμμές χαμηλής ή ικανοποιητικής τροφοδοσίας), απαιτείται η εγκατάσταση επί των αμαξοστοιχιών επιλογέων έντασης ή ισχύος οι οποίοι προσαρμόζουν τις ενεργειακές ανάγκες των αμαξοστοιχιών στην ηλεκτρική χωρητικότητα της εκάστοτε γραμμής. Αυτό ισχύει μόνο για τις αναβαθμισμένες γραμμές και τις γραμμές σύνδεσης του διευρωπαϊκού δικτύου μεγάλης ταχύτητας, καθώς και για το σύνολο των γραμμών του συμβατικού δικτύου.

▼M1 —————

▼B

Η εν λόγω ρύθμιση μπορεί να γίνεται δια χειρός από το μηχανοδηγό ή αυτόματα, εφόσον η γραμμή διαθέτει το σχετικό εξοπλισμό.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΣΤ

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΑΡΜΟΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΥΠΕΡΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΛΥΣΟΕΙΔΗ

ΙΣΤ.1.   ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Στο παρόν παράρτημα ορίζονται οι απαιτήσεις που είναι απαραίτητες για την αποφυγή ανεπίτρεπτων υπερτάσεων στην αλυσοειδή, οι οποίες προκαλούνται από τις αρμονικές που παράγουν οι μονάδες έλξης.

ΙΣΤ.2.   ΓΕΝΙΚΑ

Το χαρακτηριστικό των αρμονικών του συστήματος ενεργειακής τροφοδότησης και του τροχαίου υλικού του σιδηροδρομικού συστήματος προσδιορίζει τις υπερτάσεις στις αλυσοειδείς. Προκειμένου να επιτευχθεί η συμβατότητα των ηλεκτρικών συστημάτων υπό συνθήκες σταθερής κατάστασης και υπό δυναμικές συνθήκες, οι εν λόγω υπερτάσεις πρέπει να περιορίζονται κάτω των κρίσιμων τιμών εντός του συναφούς εύρους συχνοτήτων. Όταν υπάρχουν εγκαταστημένες διατάξεις προστασίας, οι υπερτάσεις προκαλούν διακοπή της κανονικής λειτουργίας και η σημασία τους είναι περισσότερο κρίσιμη από την άποψη της εκμετάλλευσης παρά για λόγους ασφαλείας.

Οι ακόλουθες φυσικές δράσεις προκαλούν υπερτάσεις:

Υπερτάσεις ως αποτέλεσμα της αστάθειας του συστήματος

Τα σύγχρονα σιδηροδρομικά οχήματα που διαθέτουν συστήματα κίνησης με μεταλλάκτη συνεχούς-εναλλασσόμενου ρεύματος και βοηθητικά συστήματα, καθώς και στατικούς-ζευκτικούς μετατροπείς συχνότητας, είναι γενικά ενεργές διατάξεις με δυνατότητα μεταφοράς ενέργειας από μια συχνότητα του φάσματος σε μια άλλη. Οι ιδιότητές τους, όσον αφορά τη μεταφορά, προσδιορίζονται κατά κύριο λόγο από τους ελεγκτές καθώς και από τα παθητικά στοιχεία του συστήματος.

Οι ελεγκτές πρέπει να ρυθμίζονται κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζουν τη σταθερότητα ανεξαρτήτως συνθηκών λειτουργίας. Σε ένα ασταθές σύστημα, οι φυσικές τιμές (όπως η τάση και η ένταση) είτε τείνουν προς το άπειρο προκαλώντας στην πράξη τη διακοπή της λειτουργίας για λόγους προστασίας (όπως συμβαίνει σε γραμμικά και μη γραμμικά συστήματα) είτε πάλλονται συνεχώς (σταθερή κατάσταση) με μία ή περισσότερες συχνότητες (όπως συμβαίνει μόνο στα μη γραμμικά συστήματα).

Τα ζητήματα της σταθερότητας συνδέονται πάντοτε με βρόχους ανατροφοδότησης των συστημάτων, ιδίως μέσω ενός ή περισσοτέρων ελεγκτών ενός ή περισσοτέρων ηλεκτρικών υποσυστημάτων. Η πηγή της διέγερσης δεν είναι συγκεκριμένη — αρκούν μικρές διαταράξεις. Πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ αυτής και των λοιπών περιπτώσεων που περιγράφονται κατωτέρω, στις οποίες υπάρχει πάντοτε πηγή διέγερσης καθώς και ακολουθία μετάδοσης/ενίσχυσης.

Οι πιθανές ταλαντώσεις που προκαλεί η αστάθεια, εντοπίζονται συνήθως στο εύρος συχνοτήτων έως και 500 Hz (εύρος ζώνης των σχετικών ελεγκτών). Οι ταλαντώσεις χαμηλής συχνότητας (κάτω και περί τη συχνότητα τροφοδοσίας) εμπλέκουν σε μεγάλο βαθμό τα μη γραμμικά χαρακτηριστικά των σύγχρονων οχημάτων. Η αστάθεια υψηλότερων συχνοτήτων μπορεί να μορφοποιηθεί γραμμικά κατά προσέγγιση.

Υπερτάσεις που προκαλούνται από τις αρμονικές

Οι μεταλλάκτες σταθερής κατάστασης (με έλεγχο φασικής γωνίας και αναγκαστική μεταγωγή), που είναι εγκαταστημένοι στο τροχαίο υλικό ή χρησιμοποιούνται για την ενεργειακή τροφοδότηση, παράγουν αρμονικές έντασης και τάσης, οι οποίες, με απλοποιημένο τρόπο, μπορούν να περιγραφούν ως πηγές έντασης ή τάσης. Κάθε τύπος μετατροπέα παράγει χαρακτηριστικό φάσμα έντασης ή τάσης. Ο μετατροπέας, σε συνδυασμό με παθητικά στοιχεία, όπως μετασχηματιστές και φίλτρα, συμπεριφέρεται είτε ως πηγή έντασης είτε ως πηγή τάσης, συμπεριλαμβανομένης της χαρακτηριστικής σύνθετης αντίστασης.

Σε όλα τα συστήματα ενεργειακής τροφοδότησης παρατηρείται συντονισμός, λόγω του συντονισμού των γραμμών και των καλωδίων μετάδοσης, ενίοτε δε και λόγω παθητικών στοιχείων φίλτρων. Ο συντονισμός έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση των αρμονικών που εισάγονται από τους μετατροπείς στο σύστημα ενεργειακής τροφοδότησης. Η ενίσχυση (ή μερική καταστολή) εντοπίζεται τόσο στο σημείο του μετατροπέα (λόγω της σύνθετης αντίστασης της γραμμής από την πλευρά του μετατροπέα) όσο και μεταξύ του σημείου του μετατροπέα και άλλων σημείων του δικτύου (ιδιότητες μεταφοράς της ενεργειακής τροφοδότησης καθαυτήν).

Η ενίσχυση ισχυρών αρμονικών μπορεί να προκαλέσει σημαντικές υπερτάσεις είτε στο σημείο του οχήματος είτε σε ένα εντελώς διαφορετικό σημείο του δικτύου.

Το σύστημα τροφοδότησης (υποσταθμοί και αλυσοειδής) εμφανίζει αιχμές συντονισμού που οφείλονται στις κατανεμημένες παραμέτρους του - επαγωγική αντίσταση και χωρητικότητα ανά μονάδα μήκους. Αυτές οι αιχμές συντονισμού δύνανται να προκαλέσουν τεράστιες εντάσεις και τάσεις συντονισμού. Η σχέση μεταξύ της μέγιστης και της ελάχιστης έντασης ρεύματος που καταγράφεται κατά μήκος της αλυσοειδούς με συγκεκριμένες συχνότητες συντονισμού μπορεί να υπερβεί την εκατονταπλάσια τιμή. Στα οχήματα με τεταρτοκυκλικό μετατροπέα, οι αρμονικές στον παντογράφο των οχημάτων μπορούν να τριπλασιασθούν όταν η καθαρή σύνθετη αντίσταση του δικτύου ενεργειακής τροφοδότησης δεν είναι μηδενική.

Άλλα τεχνικά ζητήματα τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη όσον αφορά τη συμβατότητα των ηλεκτρικών συστημάτων μεταξύ της ενεργειακής τροφοδότησης και του τροχαίου υλικού είναι τα ακόλουθα:

 πολλαπλές μηδενικές διελεύσεις,

 αιχμές και βυθίσεις τάσης, περιοδικά ρεύματα,

 διακυμάνσεις της φάσης της τάσης τροφοδοσίας,

 ταλαντώσεις χαμηλής συχνότητας.

Από την άποψη των μεταφερόμενων παρεμβολών, σχετικά είναι τα ακόλουθα:

 η ολίσθηση των τροχών,

 το βοηθητικό φορτίο,

 δυναμικά συμβάντα,

 αρμονικές που παράγονται από το βοηθητικό μετατροπέα,

 διαμορφώσεις που παράγονται από διαφορετικούς μετατροπείς.

ΙΣΤ.3.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΓΚΡΙΣΗΣ

Κάθε νέα ή ανακατασκευασμένη μονάδα έλξης ή στοιχείο υποδομής (για παράδειγμα, εξοπλισμός ενεργειακής τροφοδότησης, στατικός μετατροπέας, καλώδιο υψηλής τάσης) ενσωματώνεται σε υφιστάμενα δίκτυα ενεργειακής τροφοδότησης που διαθέτουν μονάδες έλξης.

Η συμβατότητα μεταξύ των υφιστάμενων μονάδων έλξης και της υφιστάμενης υποδομής των νέων μονάδων έλξης και στοιχείων υποδομής πρέπει να ελέγχεται ως προς τα φαινόμενα που περιγράφονται στην παράγραφο ΙΣΤ.2.

Εμπλεκόμενοι φορείς ή ενδιαφερόμενοι είναι οι ακόλουθοι:

 ο αναθέτων φορέας,

 ο φορέας (οι φορείς) εκμετάλλευσης της υφιστάμενης κυκλοφορίας,

 ο αγοραστής/κάτοχος των νέων μονάδων έλξης ή του νέου εξοπλισμού υποδομής,

 ο κατασκευαστής των νέων μονάδων έλξης ή του νέου εξοπλισμού υποδομής.

Οι γενικές προδιαγραφές για το τροχαίο υλικό ή το σύστημα ενεργειακής τροφοδότησης, βάσει των οποίων αποφεύγεται η δημιουργία υπερτάσεων σε κάθε περίπτωση, θα ήταν ενδεχομένως εξαιρετικά περιοριστικές, η δε τήρησή τους ανέφικτη. Κατά συνέπεια, για τον έλεγχο της συμβατότητας θα πρέπει να εφαρμοσθεί η διαδικασία που περιγράφεται στην παράγραφο ΙΣΤ.6 (περίπτωση συμβατότητας).

ΙΣΤ.4.   ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΟΝΙΜΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΤΡΟΦΟΔΟΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ

Για τον ολοκληρωμένο και ενδελεχή χαρακτηρισμό των μόνιμων εγκαταστάσεων ενεργειακής τροφοδότησης απαιτείται τεράστιο έργο. Επιπλέον, δεν είναι δυνατό να δοθεί ένας γενικός και απλός χαρακτηρισμός των μόνιμων εγκαταστάσεων κάθε τύπου, κατάλληλος για την περίπτωση συμβατότητας (παράγραφος ΙΣΤ.6).

Οι τιμές των συστημάτων παρέχονται από τον αναθέτοντα φορέα.

ΙΣΤ.5.   ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΜΑΞΟΣΤΟΙΧΙΩΝ

Οι τιμές των οχημάτων παρέχονται στον αναθέτοντα φορέα από τους φορείς εκμετάλλευσης της υφιστάμενης κυκλοφορίας.

Σχήμα ΙΣΤ.1

Διαδικασία εισαγωγής νέου οχήματος ή νέου στοιχείου

image

ΙΣΤ.6.   ΜΕΛΕΤΗ ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑΣ

Η μελέτη συμβατότητας (ή περίπτωση συμβατότητας) είναι μια διαδικασία βάσει της οποίας αποδεικνύεται η συμβατότητα του νέου τροχαίου υλικού ή του νέου στοιχείου υποδομής με τις υφιστάμενες μονάδες έλξης και το δίκτυο ενεργειακής τροφοδότησης. Σύμφωνα με το σχήμα ΙΣΤ.1, η πρώτη δραστηριότητα στο πλαίσιο της μελέτης συμβατότητας είναι ο προγραμματισμός της περίπτωσης συμβατότητας στο σύνολό της. Το διάγραμμα ροής ισχύει για νέο τροχαίο υλικό καθώς και για νέα στοιχεία υποδομής για την ενεργειακή τροφοδότηση. Πρόκειται για μια διαδικασία ένταξής τους σε υφιστάμενα σιδηροδρομικά συστήματα.

Ο αναθέτων φορέας είναι υπεύθυνος για το χαρακτηρισμό της υποδομής και του συνολικού δικτύου σύμφωνα με τις παραγράφους ΙΣΤ.4 και ΙΣΤ.5. Είναι επίσης υπεύθυνος για τον ορισμό των ειδικών κριτηρίων έγκρισης των οχημάτων ή των νέων στοιχείων υποδομής, όπως περιγράφεται στα στάδια 1-7 του πίνακα ΙΣΤ.1. Ο αγοραστής/κάτοχος του νέου στοιχείου (μονάδα έλξης ή εξοπλισμός ενεργειακής τροφοδότησης) οφείλει να εκπονήσει μελέτη βάσει της οποίας αποδεικνύεται η συμβατότητα των εν λόγω στοιχείων. Τα ειδικά κριτήρια έγκρισης απαιτούνται για τη διασφάλιση της συμβατότητας με το πλήρες σύστημα, σύμφωνα με την παράγραφο ΙΣΤ.7.



Πίνακας ΙΣΤ.1

Περιγραφή σταδίων

Αριθ.

Τίτλος

Περιγραφή

Αρμόδιος

1

Πρόγραμμα ελέγχου συμβατότητας

Το πρόγραμμα ενός συγκεκριμένου ελέγχου συμβατότητας ορίζει το πεδίο εφαρμογής της ανάλυσης και τα συγκεκριμένα καθήκοντα και αρμοδιότητες. Το πρόγραμμα αποτελεί συμφωνία μεταξύ όλων των ενδιαφερόμενων μερών.

Αρμόδιος οργανισμός για τη διεξαγωγή του ελέγχου συμβατότητας, συνήθως ο προμηθευτής του νέου στοιχείου

2

Χαρακτηρισμός υφιστάμενης υποδομής

Χαρακτηριστικά της υφιστάμενης υποδομής (κυρίως του συστήματος ενεργειακής τροφοδότησης), πληροφορίες σχετικές με τη συμβατότητα. Οι πληροφορίες δύνανται να παρέχονται με τη μορφή μοντέλων ηλεκτρονικού υπολογιστή.

Αναθέτων φορέας

3

Χαρακτηρισμός υφιστάμενου τροχαίου υλικού

Χαρακτηριστικά των οχημάτων που κυκλοφορούν ήδη στο δίκτυο, πληροφορίες που αφορούν τη συμβατότητα με την ενεργειακή τροφοδότηση. Τα χαρακτηριστικά δύνανται να παρέχονται με τη μορφή μοντέλων ηλεκτρονικού υπολογιστή.

Φορέας εκμετάλλευσης / κάτοχος του τροχαίου υλικού

4

Χαρακτηρισμός υφιστάμενων συνθηκών εκμετάλλευσης

Πληροφορίες σχετικά με την εκμετάλλευση του υφιστάμενου συστήματος: αριθμός αμαξοστοιχιών εν λειτουργία, τυπικά προγράμματα δρομολογίων, συνήθεις ρυθμίσεις τροφοδοσίας, ρυθμίσεις τροφοδοσίας έκτακτης ανάγκης.

Φορέας εκμετάλλευσης του σιδηροδρομικού συστήματος

5

Χαρακτηρισμός του συνολικού σιδηροδρομικού συστήματος/δικτύου

Συνδυασμός των πληροφοριών των σταδίων 2, 3 και 4. Ενδεχομένως να απαιτηθεί ορισμός διαφόρων σεναρίων.

Αναθέτων φορέας

6

Θεωρητική ανάλυση του συνολικού σιδηροδρομικού συστήματος/δικτύου

Διερεύνηση των πτυχών συμβατότητας στο πλαίσιο διαφόρων σεναρίων. Σε πρώτη φάση: επικύρωση της συμβατότητας του υφιστάμενου συστήματος. Σε δεύτερη φάση: δοκιμή εν δυνάμει νέων στοιχείων (οχήματα ή συστήματα ενεργειακής τροφοδότησης), έλεγχος των χαρακτηριστικών που πρέπει να πληρούνται για τη διατήρηση της σταθερότητας του συστήματος.

Αναθέτων φορέας

7

Κριτήρια έγκρισης του νέου στοιχείου

Αποτέλεσμα της θεωρητικής έρευνας του σταδίου 6 είναι τα ειδικά κριτήρια έγκρισης για τα νέα οχήματα ή τα νέα στοιχεία του συστήματος ενεργειακής τροφοδότησης (π.χ. μετασχηματιστές υποσταθμών, καλώδια υψηλής τάσης κ.λπ.). Τα ειδικά κριτήρια έγκρισης πρέπει να είναι κατανοητά και προσδιορίσιμα κατά το σχεδιασμό και τη δοκιμή των νέων στοιχείων.

 

8

Σχεδιασμός/κατασκευή του νέου στοιχείου

Σχεδιασμός νέων οχημάτων ή νέων στοιχείων του συστήματος ενεργειακής τροφοδότησης, στο πλαίσιο του οποίου λαμβάνονται επίσης υπόψη τα κριτήρια έγκρισης που ορίζονται στο στάδιο 7.

Προμηθευτής του νέου στοιχείου (όχημα ή εξοπλισμός ενεργειακής τροφοδότησης)

9

Χαρακτηρισμός του νέου στοιχείου

Το νέο στοιχείο χαρακτηρίζεται ως προς τη συμβατότητά του με άλλα οχήματα και στοιχεία ενεργειακής τροφοδότησης. Τα χαρακτηριστικά αυτά, κατόπιν επαλήθευσης επικύρωσης στο στάδιο 15, επιτρέπουν την τροποποίηση του χαρακτηρισμού του υφιστάμενου σιδηροδρομικού συστήματος σύμφωνα με τις απαιτήσεις των σταδίων 2 και 3.

Προμηθευτής του νέου στοιχείου (όχημα ή εξοπλισμός ενεργειακής τροφοδότησης)

10

Θεωρητική ανάλυση του νέου στοιχείου

Στο πλαίσιο θεωρητικής ανάλυσης η οποία διεξάγεται σε πρώιμο στάδιο του σχεδιασμού, πρέπει να ελέγχεται, π.χ. μέσω μοντέλων ηλεκτρονικού υπολογιστή, η τήρηση των κριτηρίων έγκρισης από το νέο στοιχείο.

Προμηθευτής του νέου στοιχείου (όχημα ή εξοπλισμός ενεργειακής τροφοδότησης)

11

Δοκιμή σε εργαστήριο/γραμμή δοκιμών

Μόλις ολοκληρωθεί η κατασκευή του, το πρώτο στοιχείο εξοπλισμού (όχημα ή εξοπλισμός ενεργειακής τροφοδότησης), πρέπει να υποβληθεί σε δοκιμές σε εργαστήριο ή σε γραμμή δοκιμών, προκειμένου να επαληθευθεί κατά πόσον πληροί τα κριτήρια έγκρισης βάσει της θεωρητικής ανάλυσης του σταδίου 10. Αυτό το σύνολο των δοκιμών αποτελεί τη δοκιμή τύπου του νέου στοιχείου.

Προμηθευτής του νέου στοιχείου (όχημα ή εξοπλισμός ενεργειακής τροφοδότησης)

12 (1)

Πρόγραμμα δοκιμών για περίπτωση συμβατότητας

Καταρτίζεται πρόγραμμα για τον ορισμό των δοκιμών που απαιτούνται προκειμένου να επικυρωθεί, στο μέτρο του δυνατού και εύλογου, ότι

1.  το νέο στοιχείο πληροί τα κριτήρια έγκρισης

2.  πληρούνται τα κριτήρια συμβατότητας του προτύπου και συνεπώς, ότι τα κριτήρια έγκρισης είναι κατάλληλα.

Αρμόδιος για την περίπτωση συμβατότητας οργανισμός

13 (1)

Δοκιμή σε εργαστήριο/γραμμή δοκιμών

Στο μέτρο του δυνατού, οι δοκιμές διεξάγονται σε εργαστήριο και σε γραμμή δοκιμών. Οι εν λόγω δοκιμές αποδεικνύουν επίσημα την εκπλήρωση των κριτηρίων έγκρισης. Σε περίπτωση που δεν πληρούνται τα κριτήρια έγκρισης, ο προμηθευτής οφείλει να αναθεωρήσει το σχεδιασμό του νέου εξοπλισμού.

Αρμόδιος για την περίπτωση συμβατότητας οργανισμός

14 (1)

Δοκιμή σε πραγματικό σιδηροδρομικό σύστημα

Οι δοκιμές σε πραγματικό σιδηροδρομικό σύστημα επιβεβαιώνουν ότι τα κριτήρια έγκρισης επαρκούν για τη διασφάλιση της σταθερότητας του συστήματος ύστερα από την ένταξη των νέων στοιχείων. Εφόσον στο πλαίσιο των εν λόγω δοκιμών διαπιστωθούν προβλήματα συμβατότητας, παρά τη συμμόρφωση του νέου εξοπλισμού με τα κριτήρια έγκρισης, τα κριτήρια έγκρισης κρίνονται ανεπαρκή.

Αρμόδιος για την περίπτωση συμβατότητας οργανισμός

15

Επικυρώνεται η συμβατότητα με τη δοκιμή

Η συμβατότητα του νέου στοιχείου με το υφιστάμενο σύστημα αποδεικνύεται εφόσον και τα δύο σύνολα δοκιμών έχουν επιτυχή κατάληξη. Το αποτέλεσμα αυτό πρέπει να καταγραφεί σε έκθεση συμβατότητας.

Αρμόδιος για την περίπτωση συμβατότητας οργανισμός

16

Περάτωση του ελέγχου συμβατότητας

Με την επιτυχή ολοκλήρωση της μελέτης συμβατότητας, τα νέα στοιχεία (οχήματα ή εξοπλισμός ενεργειακής τροφοδότησης) εντάσσονται (2) στο υφιστάμενο σιδηροδρομικό σύστημα. Η ευθύνη για τη συμβατότητά τους ανήκει πλέον στο φορέα εκμετάλλευσης του σιδηροδρομικού συστήματος.

Φορέας εκμετάλλευσης του σιδηροδρομικού συστήματος

(1)   Το πρόγραμμα δοκιμών ορίζει εάν πρέπει να διεξαχθούν αμφότερα τα στάδια 13 και 14 ή μόνο ένα από αυτά.

(2)   Ως προς τη συμβατότητα.

Το αποτέλεσμα συνίσταται σε έγγραφο που περιγράφει τη θεωρητική ανάλυση και τις δοκιμές που αποδεικνύουν ότι τα οχήματα και τα στοιχεία υποδομής είναι συμβατά από την άποψη των μεταφερόμενων παρεμβολών ρεύματος και της σταθερότητας.

ΙΣΤ.7.   ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΓΚΡΙΣΗΣ

Η μελέτη συμβατότητας που περιγράφεται στην παράγραφο ΙΣΤ.5 αποδεικνύει τη συμβατότητα μεταξύ του υφιστάμενου σιδηροδρομικού συστήματος και των νέων στοιχείων.

Γενικό κριτήριο για τις υπερτάσεις και τη σταθερότητα είναι ότι:

 δεν θα διαπιστωθεί υπέρταση μεγαλύτερη από την αιχμή των 30 kV για τα δίκτυα 15 kV — 16,7 Hz και από την αιχμή των 50 kV για τα δίκτυα 25 kV — 50 Hz στην αλυσοειδή, σε οποιοδήποτε σημείο του δικτύου ενεργειακής τροφοδότησης με τάση U, όπως ορίζεται στο παράρτημα ΙΔ της παρούσας ΤΠΔ, ή ίση με U max2. Η τιμή αυτή είναι η μέγιστη τιμή της παραμορφωμένης κυματομορφής τάσης.

 Αυτά τα γενικά κριτήρια μπορούν να εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση.

 Επειδή τα γενικά κριτήρια έγκρισης δύνανται να εφαρμοσθούν μόνο στο συνολικό σιδηροδρομικό δίκτυο (υφιστάμενο σιδηροδρομικό δίκτυο και νέα στοιχεία), είναι προτιμότερο να παρέχονται κατευθυντήριες γραμμές για το σχεδιασμό των νέων στοιχείων, οι οποίες περιορίζουν τον κίνδυνο απόρριψης στο πλαίσιο της μελέτης συμβατότητας. Για τις μονάδες έλξης μπορεί να εφαρμοσθεί η ακόλουθη κατευθυντήρια γραμμή:

 

Το όχημα πρέπει να είναι αδρανές (π.χ. φάση σύνθετης αγωγιμότητας εισόδου μεταξύ - 90° και + 90° μοίρες) για το σύνολο των συχνοτήτων που είναι ίσες ή μεγαλύτερες της πρώτης (ελάχιστης) συχνότητας συντονισμού του υφιστάμενου σιδηροδρομικού συστήματος (υφιστάμενη υποδομή και υφιστάμενο τροχαίο υλικό).

Η απόσταση μεταξύ της μέγιστης ενεργού συχνότητας του οχήματος (δηλαδή της μέγιστης συχνότητας με φάση σύνθετης αγωγιμότητας εισόδου κάτω των - 90° ή άνω των + 90° μοιρών), η δε ελάχιστη συχνότητα συντονισμού του υφιστάμενου σιδηροδρομικού συστήματος, όπως περιγράφεται ανωτέρω, πρέπει να υπερβαίνει το 20 % της ελάχιστης συχνότητας συντονισμού.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΖ

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΠΑΝΤΟΓΡΑΦΟΥ ΚΑΙ ΑΛΥΣΟΕΙΔΟΥΣ

ΙΖ.1.   ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Στο παρόν παράρτημα περιγράφονται οι απαιτήσεις και η μέθοδος δοκιμής για τη δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ του παντογράφου και της αλυσοειδούς.

ΙΖ.2.   ΟΡΙΣΜΟΙ

Δύναμη επαφής : η κατακόρυφη δύναμη που ασκείται από τον παντογράφο επί της αλυσοειδούς. Η δύναμη επαφής είναι το άθροισμα των δυνάμεων όλων των σημείων επαφής ενός παντογράφου.

Στατική δύναμη επαφής : η μέση κατακόρυφη δύναμη που ασκείται από την κεφαλή λήψης επί της αλυσοειδούς και παράγεται από τη διάταξη ανύψωσης του παντογράφου, όταν ο παντογράφος είναι ανυψωμένος και το όχημα είναι σταθμευμένο.

Μέση δύναμη : η στατιστική μέση τιμή της δύναμης επαφής.

Μέγιστη δύναμη : η μέγιστη τιμή της δύναμης επαφής.

Ελάχιστη δύναμη : η ελάχιστη τιμή της δύναμης επαφής.

Αλυσοειδής : γραμμή επαφής υπεράνω (ή κάτω) του ανώτατου ορίου του περιτυπώματος των οχημάτων η οποία τροφοδοτεί τα οχήματα με ηλεκτρική ενέργεια μέσω εξοπλισμού λήψης ρεύματος εγκαταστημένου στην οροφή των οχημάτων. (IEC 60 050-811).

Εκκενώσεις τόξου : η ροή ρεύματος μέσω ενός κενού αέρα μεταξύ της ταινίας επαφής και του σύρματος επαφής, η οποία συνήθως γίνεται αντιληπτή από την εκπομπή έντονου φωτός. [pr EN 50 317].

Ποσοστό εκκενώσεων τόξου :

το ποσοστό αυτό προσδιορίζεται με τον ακόλουθο τύπο:

image

Το αποτέλεσμα σε % αποτελεί χαρακτηριστικό για μια δεδομένη ταχύτητα του οχήματος [pr EN 50 317].

Κεφαλή παντογράφου : εξοπλισμός παντογράφου αποτελούμενος από τις ταινίες επαφής και τις βάσεις τους.

Σημείο επαφής : σημείο μηχανικής επαφής μεταξύ της ταινίας επαφής και του σύρματος επαφής.

Αεροδυναμική καταπόνηση : πρόσθετη κατακόρυφη δύναμη που ασκείται επί του παντογράφου ως αποτέλεσμα του ρεύματος αέρα γύρω από το συγκρότημα του παντογράφου.

Ημιστατική καταπόνηση : άθροισμα της στατικής και της αεροδυναμικής καταπόνησης με τη συγκεκριμένη ταχύτητα.

Μήκος τάσης : απόσταση μεταξύ ενός τερματικού σημείου της αλυσοειδούς και του επομένου [EN 50 119].

Τμήμα ελέγχου : αντιπροσωπευτικό τμήμα του συνολικού μήκους μέτρησης, στο οποίο οι συνθήκες μέτρησης είναι ελεγχόμενες.

Ρεύμα παντογράφου : ρεύμα που ρέει μέσω του παντογράφου.

ΙΖ.3.   ΣΥΜΒΟΛΑ ΚΑΙ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

σmax  Μέγιστη τυπική απόκλιση της δύναμης επαφής

F m  Μέση δύναμη

NQ  Ποσοστό εκκενώσεων τόξου

F max  Μέγιστη δύναμη

F min  Ελάχιστη δύναμη

d  είναι η απόσταση μεταξύ του αισθητήρα εκκενώσεων και της φωτεινής πηγής (ταινία επαφής)

y  είναι η απόσταση βαθμονόμησης μεταξύ του αισθητήρα εκκενώσεων και της φωτεινής πηγής

x  είναι η πυκνότητα ισχύος του μικρότερου τόξου που μπορεί να ανιχνευθεί

F applied  είναι η δύναμη που ασκείται στην κεφαλή του παντογράφου

F measured  είναι η μετρούμενη δύναμη

n  είναι ο αριθμός των διαστημάτων συχνότητας

f 1  είναι η ελάχιστη συχνότητα

f n  είναι η μέγιστη συχνότητα

f i  είναι η πραγματική συχνότητα

ΙΖ.4.   ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗΣ

ΙΖ.4.1.   Μέση δύναμη επαφής ενδιάμεσης περιόδου

Σχήμα ΙΖ.1

Καμπύλη ρύθμισης C1

image

Σχήμα ΙΖ.2

Καμπύλη ρύθμισης C2

image

ΙΖ.4.2.   Απαιτήσεις σχετικά με τα αποτελέσματα και την επικύρωση των μετρήσεων της δυναμικής αλληλεπίδρασης μεταξύ παντογράφου και αλυσοειδούς

ΙΖ.4.2.1.   Γενικά

Η μέτρηση της αλληλεπίδρασης μεταξύ της αλυσοειδούς και του παντογράφου αποσκοπεί να αποδείξει την ασφάλεια και την ποιότητα του συστήματος λήψης ρεύματος. Τα αποτελέσματα των μετρήσεων διαφορετικών συστημάτων λήψης ρεύματος πρέπει να είναι συγκρίσιμα, προκειμένου να εγκρίνονται στοιχεία για ελεύθερη πρόσβαση εντός της Ευρώπης.

Σημείωση:

Οι τιμές μέτρησης απαιτούνται επίσης για την επικύρωση προγραμμάτων προσομοίωσης και άλλων συστημάτων μέτρησης.

Για τον έλεγχο των επιδόσεων του συστήματος λήψης ρεύματος μετρώνται κατ' ελάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

 η δύναμη επαφής ή το ποσοστό εκκενώσεων τόξου,

 η ανύψωση του σύρματος επαφής στο σημείο στήριξης κατά τη διέλευση του παντογράφου.

Εκτός από τις μετρούμενες τιμές, καταγράφονται συνεχώς οι συνθήκες εκμετάλλευσης (ταχύτητα αμαξοστοιχίας, θέση κ.λπ.), οι δε περιβαλλοντικές συνθήκες (βροχή, πάγος, θερμοκρασία, άνεμος, σήραγγα κ.λπ.), καθώς και η διάταξη δοκιμής (παράμετροι και διάταξη των παντογράφων, τύπος συστήματος αλυσοειδούς κ.λπ.) κατά τη μέτρηση καταγράφονται στην έκθεση δοκιμής. Αυτές οι πρόσθετες πληροφορίες διασφαλίζουν την επαναληψιμότητα της μέτρησης και καθιστούν τα αποτελέσματα συγκρίσιμα.

ΙΖ.4.2.2.   Μετρήσεις της δύναμης επαφής

Γενικές απαιτήσεις

Η μέτρηση της δύναμης επαφής διεξάγεται στον παντογράφο με αισθητήρες δύναμης. Οι αισθητήρες μέτρησης τοποθετούνται όσο το δυνατόν πιο κοντά στα σημεία επαφής.

Το σύστημα μέτρησης μετρά δυνάμεις σε κατακόρυφη κατεύθυνση, χωρίς παρεμβολές δυνάμεων σε άλλες κατευθύνσεις.

Η απόκλιση μέτρησης των αισθητήρων δύναμης, η οποία οφείλεται στη θερμοκρασία, πρέπει να είναι μικρότερη από 10 N (για το άθροισμα της δύναμης όλων των αισθητήρων) ανεξαρτήτως των συνθηκών μέτρησης.

Στην περίπτωση των παντογράφων με ανεξάρτητες ταινίες επαφής, κάθε ταινία επαφής μετράται μεμονωμένα.

Το σύστημα μέτρησης δεν πρέπει να επιδέχεται ηλεκτρομαγνητικές παρεμβολές.

Το μέγιστο σφάλμα του συστήματος μέτρησης πρέπει να είναι κάτω του 10 %.

Επίδραση του συστήματος μέτρησης

Το σύστημα μέτρησης δεν πρέπει να επηρεάζει τη μετρούμενη δύναμη η οποία θα μπορούσε να μεταβάλει το αποτέλεσμα σε ποσοστό μεγαλύτερο του 5 %.

Σημείωση:

Η σημαντικότερη επίδραση του συστήματος μέτρησης όσον αφορά τη στρέβλωση του αποτελέσματος συνίσταται στις αεροδυναμικές καταπονήσεις του εξοπλισμού μέτρησης. Αυτή η στρέβλωση μπορεί να ελεγχθεί με τη διεξαγωγή αεροδυναμικών δοκιμών με και χωρίς το σύστημα μέτρησης.

Διόρθωση αδράνειας

Οι δυνάμεις αδρανείας που οφείλονται στη δράση της μάζας μεταξύ των αισθητήρων και του σημείου επαφής χρήζουν διόρθωσης.

Σημείωση:

Η εν λόγω διόρθωση μπορεί να επιτευχθεί μέσω της μέτρησης της επιτάχυνσης αυτών των στοιχείων.

Αεροδυναμική διόρθωση

Επιβάλλεται μια διόρθωση για το συνυπολογισμό της επίδρασης των αεροδυναμικών καταπονήσεων των στοιχείων μεταξύ των αισθητήρων και των σημείων επαφής.

Διεξάγονται αεροδυναμικές δοκιμές για τον προσδιορισμό των αεροδυναμικών διορθώσεων.

Σημείωση:

Οι αεροδυναμικές επιδράσεις μπορούν να ελεγχθούν μέσω συνδεδεμένης επιγραμμικής δοκιμής.

Οι αεροδυναμικές δοκιμές διεξάγονται με την ίδια διάταξη (ύψος σύρματος επαφής, διαμόρφωση αμαξοστοιχίας, εξοπλισμός μέτρησης, περιβαλλοντικές συνθήκες, ...) όπως και κατά τη μέτρηση της δύναμης επαφής.

Σημείωση:

Η αεροδυναμική δοκιμή μπορεί να διεξάγεται κατά τη διάρκεια μιας δοκιμής της γραμμής.

Βαθμονόμηση του συστήματος μέτρησης

Το σύστημα μέτρησης πρέπει να υποβάλλεται σε εργαστηριακή δοκιμή προκειμένου να ελεγχθεί η ακρίβεια μέτρησης της δύναμης. Η δοκιμή αυτή διεξάγεται για ολόκληρο τον παντογράφο, εξοπλισμένο με όλες τις διατάξεις μέτρησης της δύναμης και τους μετρητές επιτάχυνσης, το σύστημα μεταφοράς δεδομένων (τηλεμετρία, οπτικά συστήματα) και τους ενισχυτές.

Η σχέση μεταξύ της εφαρμοζόμενης και της μετρούμενης δύναμης (η λειτουργία μεταφοράς και τα όργανα του παντογράφου) προσδιορίζεται μέσω της δυναμικής διέγερσης του παντογράφου στην κεφαλή αυτού, για ένα εύρος συχνοτήτων.

Σημείωση:

Όταν χρησιμοποιείται ημιτονοειδής δύναμη, αντιπροσωπευτικά αποτελέσματα παρέχει ένα εύρος (από κορυφή σε κορυφή) της τάξης του 30 % της στατικής καταπόνησης.

Οι δοκιμές διεξάγονται για τις δύο ακόλουθες περιπτώσεις:

 η δύναμη εφαρμόζεται κεντρικά στην κεφαλή του παντογράφου,

 η δύναμη εφαρμόζεται σε απόσταση 250 mm από το διαμήκη άξονα της κεφαλής του παντογράφου, εφόσον αυτό είναι δυνατό. Διαφορετικά, το σημείο εφαρμογής της δύναμης είναι το πλησιέστερο στην ως άνω τιμή. Εφόσον χρησιμοποιηθεί κάποια άλλη τιμή, πρέπει να καταγραφεί στην έκθεση δοκιμής.

Η δοκιμή διεξάγεται με την κεφαλή του παντογράφου στο υπό εξέταση ύψος.

Η δοκιμή αυτή διεξάγεται με μια μέση δύναμη ίση με τη στατική καταπόνηση. Όταν η δύναμη επαφής του παντογράφου αυξάνει με την ταχύτητα, η δοκιμή διεξάγεται επίσης και με τη μέγιστη ημιστατική καταπόνηση.

Οι μετρήσεις της εφαρμοζόμενης και της μετρούμενης δύναμης διεξάγονται με συχνότητες έως και 20 Hz σε διαστήματα των 0,5 Hz, με μειωμένα διαστήματα στις συχνότητες συντονισμού. Πρέπει να καθορίζονται τα διαστήματα συχνότητας πλησίον των συχνοτήτων συντονισμού.

Σημείωση:

Η λειτουργία μεταφοράς είναι συνεχής λειτουργία με μεγαλύτερες διακυμάνσεις πλησίον των συχνοτήτων συντονισμού. Απαιτείται μείωση των διαστημάτων της συχνότητας πλησίον των συχνοτήτων συντονισμού.

Η ακρίβεια της λειτουργίας μεταφοράς υπολογίζεται με τον ακόλουθο τύπο:

image

Η ακρίβεια της λειτουργίας μεταφοράς του συστήματος μέτρησης δύναμης του παντογράφου υπερβαίνει το 80 % έως το όριο συχνότητας των 10 Hz χωρίς την παραμικρή διόρθωση. Αυτή η ακρίβεια αποτελεί υποχρεωτική απαίτηση για το σύστημα μέτρησης.

Για τη μέτρηση της δυναμικής αλληλεπίδρασης μεταξύ του παντογράφου και της αλυσοειδούς, η ακρίβεια της λειτουργίας μεταφοράς των συστημάτων μέτρησης υπερβαίνει το 90 % έως το όριο συχνότητας των 20 Hz (σύμφωνα με τις γενικές απαιτήσεις). Προς το σκοπό αυτό μπορεί να επιβληθεί μια διόρθωση με φίλτρα.

Παράμετροι μέτρησης

Ο ρυθμός δειγματοληψίας υπερβαίνει τα 200 Hz για τη χρονική δειγματοληψία ή είναι μικρότερος των 0,40 m. για τη δειγματοληψία απόστασης.

Η δύναμη επαφής μετράται με χαμηλοπερατό φίλτρο με συχνότητα αποκοπής 20 Hz.

Το εύρος μέτρησης είναι τουλάχιστον:

 

για παντογράφους εναλλασσόμενου ρεύματος : από 0 έως 500 N,

 

για παντογράφους συνεχούς ρεύματος : από 0 έως 700 N.

Αποτελέσματα μετρήσεων

Αξιολογούνται οι μετρήσεις που διεξάγονται εντός ενός τμήματος ελέγχου.

Για τον υπολογισμό των στατιστικών τιμών, το τμήμα ελέγχου δεν πρέπει να είναι μικρότερο από το μήκος τάσης.

Κατ' ελάχιστον υπολογίζονται οι ακόλουθες στατιστικές τιμές για ένα τμήμα ελέγχου:

 μέση τιμή (F m),

 μέγιστη τιμή,

 ελάχιστη τιμή,

 τυπική απόκλιση (σ),

 ιστόγραμμα ή καμπύλη πιθανοτήτων της δύναμης επαφής.

ΙΖ.4.2.3.   Μετρήσεις μετατόπισης

Το σύστημα μέτρησης δεν πρέπει να επηρεάζει τη μετρούμενη μετατόπιση που θα μπορούσε να μεταβάλει το αποτέλεσμα σε ποσοστό άνω του 3 %.

Ανύψωση στο σημείο στήριξης

Το σφάλμα του συστήματος μέτρησης πρέπει να μην υπερβαίνει τα 5 χιλιοστά.

Κατακόρυφη μετατόπιση του σημείου επαφής

Η κατακόρυφη μετατόπιση του σημείου επαφής μετράται σε σχέση με το πλαίσιο της βάσης του παντογράφου.

Η ακρίβεια του συστήματος μέτρησης πρέπει να υπερβαίνει τα 10 χιλιοστά.

Μέτρηση άλλων μετατοπίσεων της αλυσοειδούς

Η ακρίβεια του συστήματος μέτρησης πρέπει να υπερβαίνει το 10 % του εύρους των μετρούμενων τιμών ή να είναι μικρότερη ή ίση των 10 χιλιοστών, ώστε να επιτυγχάνεται η μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια.

ΙΖ.4.2.4.   Μέτρηση εκκενώσεων τόξου

Γενικές απαιτήσεις

Για την ανίχνευση εκκενώσεων τόξου, ο ανιχνευτής πρέπει να ανιχνεύει τα μήκη κύματος του φωτός που εκπέμπουν υλικά από χαλκό. Για σύρματα επαφής από χαλκό και κράματα χαλκού πρέπει να χρησιμοποιείται εύρος τιμών μήκους κύματος 220-225 nm ή 323-329 nm.

Σημείωση:

Σε αυτά τα δύο πεδία τιμών μήκους κύματος έχουν σημαντική ικανότητα ακτινοβολίας στο μήκος κύματος του χαλκού.

Το σύστημα μέτρησης πρέπει να είναι ευαίσθητο στο ορατό φως, με μήκος κύματος άνω των 330 nm.

Ο ανιχνευτής πρέπει:

 να βρίσκεται αρκετά κοντά στον παντογράφο για την επίτευξη επαρκούς ευαισθησίας,

 να βρίσκεται αρκετά κοντά στο διαμήκη άξονα του οχήματος για την επίτευξη επαρκούς ευαισθησίας,

 να βρίσκεται πίσω από τον παντογράφο ως προς την κατεύθυνση πορείας του οχήματος,

 να είναι στραμμένος προς την πίσω ταινία επαφής ως προς την κατεύθυνση πορείας του οχήματος,

 να είναι ευαίσθητος σε οπτικό πεδίο που καλύπτει το σύνολο του χώρου λειτουργίας της κεφαλής του παντογράφου· η ανοχή για αυτή την ευαισθησία πρέπει να υπερβαίνει το 10 %,

 να έχει χρόνο ανταπόκρισης από την αρχή έως το τέλος ενός τόξου εκκένωσης κάτω των 100 μs,

 να έχει όριο ανίχνευσης, εξαρτώμενο από την ελάχιστη προς μέτρηση ενέργεια τόξου εκκένωσης.

Σημείωση:

Οι οριακές τιμές κυμαίνονται ανάλογα με την απόσταση μεταξύ της διάταξης μέτρησης και του σημείου στο οποίο δημιουργούνται οι εκκενώσεις τόξου.

Στο σχήμα ΙΖ.3 απεικονίζεται η πλευρική άποψη της θέσης ενός ανιχνευτή.

image

Βαθμονόμηση του συστήματος μέτρησης εκκενώσεων τόξου

Ο υπό εξέταση ανιχνευτής βαθμονομείται ως προς την πυκνότητα ισχύος στο συγκεκριμένο φασματικό εύρος.

Αυτή η καμπύλη ευαισθησίας αντιπροσωπεύει τη σχέση μεταξύ της απόκρισης του ανιχνευτή σε volts και της πυκνότητας ισχύος σε μW/cm2. Η εν λόγω απόκριση μετράται στην αναλογική έξοδο του ανιχνευτή.

Ορίζεται η πυκνότητα ισχύος του μικρότερου τόξου που ανιχνεύεται.

Σημείωση:

Σημείωση Για παράδειγμα, η τιμή αυτή στα 5 m είναι:

 160 μW/cm2 ± 10 % υπό αλυσοειδή εναλλασσόμενου ρεύματος 25 kV,

 12,5 μW/cm2 ± 10 % υπό αλυσοειδή συνεχούς ρεύματος 1,5 kV.

Ρύθμιση της απόστασης λειτουργίας

Όταν η απόσταση μεταξύ του αισθητήρα και της φωτεινής πηγής διαφέρει κατά τη λειτουργία από την απόσταση βαθμονόμησης (y), διεξάγεται ρύθμιση του αισθητήρα.

Η εν λόγω ρύθμιση διεξάγεται ως εξής:

 προσδιορισμός της πυκνότητας ισχύος του μικρότερου τόξου που μπορεί να ανιχνευθεί στην απόσταση αυτή σύμφωνα με το νόμο 1/d2,

 αξιοποίηση των τιμών βαθμονόμησης για τον προσδιορισμό του σήματος που αντιστοιχεί σε αυτό το επίπεδο πυκνότητας ισχύος,

 κατά συνέπεια, η νέα οριακή τιμή πυκνότητας ισχύος που πρέπει να ανιχνεύεται αποτελεί συνάρτηση της νέας απόστασης (d) βάσει της σχέσης

 

image

Σημείωση:

Το τόξο θεωρείται ως σημειακή πηγή· κατά συνέπεια, η πυκνότητα ισχύος είναι ανάλογη της τιμής 1/d2 (βλέπε σχήμα ΙΖ.3).

Προς μέτρηση τιμές

Κατ' ελάχιστο, το σύστημα πρέπει να μετρά:

 τη διάρκεια κάθε εκκένωσης τόξου,

 την ταχύτητα της αμαξοστοιχίας κατά τη δοκιμή,

 το ρεύμα του παντογράφου.

Πρέπει να καταγράφεται η θέση της εκκένωσης τόξου κατά μήκος της αλυσοειδούς (χιλιομετρική θέση).

Παράσταση τιμών

Η παράσταση των τιμών πραγματοποιείται για ένα τμήμα ελέγχου.

Για τα εξαγόμενα στοιχεία, αναλύονται μόνο οι εκκενώσεις τόξου, η διάρκεια των οποίων υπερβαίνει το 1 ms.

Κατά την ανάλυση των μετρήσεων, δεν λαμβάνονται υπόψη τα τμήματα με ρεύμα παντογράφου κάτω του 30 % του ονομαστικού ρεύματος παντογράφου.

Για το τμήμα ελέγχου μετρώνται, κατ' ελάχιστο, οι ακόλουθες τιμές:

 η ταχύτητα αμαξοστοιχίας,

 ο αριθμός εκκενώσεων τόξου,

 το άθροισμα της διάρκειας του συνόλου των εκκενώσεων τόξου,

 η μέγιστη διάρκεια εκκενώσεων τόξου,

 το συνολικό χρονικό διάστημα κατά το οποίο το ρεύμα παντογράφου υπερβαίνει το 30 % του ονομαστικού ρεύματος ανά αμαξοστοιχία και ανά παντογράφο,

 ο συνολικός χρόνος κυκλοφορίας για το τμήμα ελέγχου,

 το ποσοστό εκκενώσεων τόξου.

Σημείωση 1:

Ένα άλλο πιθανό κριτήριο είναι ο αριθμός των εκκενώσεων τόξου ανά χιλιόμετρο με ρεύμα παντογράφου που υπερβαίνει το 30 % του ονομαστικού ρεύματος.

Σημείωση 2:

Το τμήμα ελέγχου δεν πρέπει να είναι μικρότερο από 10 χιλιόμετρα, η δε διέλευση από αυτό πρέπει να γίνεται με σταθερή ταχύτητα, με ανοχή ± 2,5 χιλιόμετρα/ώρα.

Σημείωση 3:

Για την επίτευξη αντιπροσωπευτικών αποτελεσμάτων για την αλυσοειδή, το συνολικό χρονικό διάστημα με ρεύμα παντογράφου που υπερβαίνει το 30 % του ονομαστικού ρεύματος δεν πρέπει να υπολείπεται του χρονικού διαστήματος που απαιτήθηκε για τη διέλευση από ένα διάστημα τάσης. Ο χρόνος αυτός δεν πρέπει διακόπτεται από τμήματα μειωμένου ρεύματος, η δε ταχύτητα πρέπει να είναι σταθερή.



( 1 ) ΕΕ L 235 της 17.9.1996, σ. 6.

( 2 ) ΕΕ L 110 της 20.4.2001, σ. 1.

( 3 ) ΕΕ L 100 της 11.4.2001, σ. 17.

( 4 ) ΕΕ L 191 της 18.7.2008, σ. 1.

( 5 ) ΕΕ L 256 της 1.10.2011, σ. 1.

( 6 ) ΕΕ L 264 της 8.10.2011, σ. 32.

Top