Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document E2012C0290

    Δημόσια έκδοση Aπόφαση της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ αριθ. 290/12/COL, της 11ης Ιουλίου 2012 , σχετικά με την ενίσχυση αναδιάρθρωσης που χορηγήθηκε στη Landsbankinn (Ισλανδία)

    ΕΕ L 144 της 15.5.2014, p. 121–168 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
    ΕΕ L 144 της 15.5.2014, p. 4–4 (HR)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2012/290(2)/oj

    15.5.2014   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 144/121


    Δημόσια έκδοση (1)

    AΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΫΟΥΣΑΣ ΑΡΧΉΣ ΤΗΣ ΕΖΕΣ

    αριθ. 290/12/COL

    της 11ης Ιουλίου 2012

    σχετικά με την ενίσχυση αναδιάρθρωσης που χορηγήθηκε στη Landsbankinn (Ισλανδία)

    Η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ («η Αρχή»),

    ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο («Συμφωνία ΕΟΧ»), και ιδίως το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο β) και το πρωτόκολλο 26,

    ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τη συμφωνία μεταξύ των κρατών ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου («Συμφωνία περί Εποπτείας και Δικαστηρίου»), ιδίως το άρθρο 24,

    ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ το πρωτόκολλο 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου («πρωτόκολλο 3»), ιδίως το άρθρο 1 παράγραφος 3 του μέρους I, το άρθρο 7 παράγραφος 3 του μέρους II και το άρθρο 13 του μέρους II,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    I.   ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

    1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    (1)

    Μετά από άτυπη ανταλλαγή επιστολών τον Οκτώβριο του 2008 και τη διαβίβαση στις 6 Οκτωβρίου από το ισλανδικό κοινοβούλιο (Althingi) στην Αρχή του νόμου αριθ. 125/2008 για εκταμιεύσεις του δημόσιου ταμείου λόγω εκτάκτων περιστάσεων στη χρηματοπιστωτική αγορά κ.λπ. (στο εξής «νόμος περί εκτάκτων περιστάσεων»), ο οποίος έδωσε στο ισλανδικό κράτος ευρείες εξουσίες παρέμβασης στον τραπεζικό τομέα, ο πρόεδρος της Αρχής ζήτησε από τις ισλανδικές αρχές, με επιστολή της 10ης Οκτωβρίου 2008, να κοινοποιήσουν στην Αρχή τα μέτρα κρατικής ενίσχυσης που ελήφθησαν βάσει του νόμου περί εκτάκτων περιστάσεων.

    (2)

    Ακολούθησαν και άλλες τακτικές επαφές και αλληλογραφία, μεταξύ των οποίων επιστολή της Αρχής στις 18 Ιουνίου 2009 που υπενθύμιζε στις ισλανδικές αρχές την υποχρέωση να κοινοποιούν κάθε μέτρο κρατικής ενίσχυσης και την αναφερόμενη στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου 3 ρήτρα αναστολής. Το στοιχείο κρατικής ενίσχυσης που ενέχουν η αποκατάσταση ορισμένων δραστηριοτήτων της Landsbanki και η ίδρυση και κεφαλαιοποίηση της νέας Landsbanki Bank («NBI»), η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε Landsbankinn) κοινοποιήθηκε εντέλει αναδρομικά από τις ισλανδικές αρχές στις 15 Σεπτεμβρίου 2010 (2).

    (3)

    Με επιστολή της 15ης Δεκεμβρίου 2010 (3), η Αρχή ενημέρωσε τις ισλανδικές αρχές ότι αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του μέρους I του πρωτοκόλλου 3 για τα μέτρα που έλαβε το ισλανδικό κράτος για την αποκατάσταση ορισμένων δραστηριοτήτων της (πρώην) Landsbanki Islands hf και την ίδρυση και κεφαλαιοποίηση της νέας Landsbanki Islands (NBI hf) (απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας). Η Αρχή ζήτησε επίσης να υποβληθεί αναλυτικό σχέδιο αναδιάρθρωσης της Landsbankinn έως τις 31 Μαρτίου 2011.

    (4)

    Με επιστολή της 24ης Μαρτίου 2011, η Αρχή έλαβε παρατηρήσεις από ένα ενδιαφερόμενο μέρος τις οποίες κοινοποίησε στις ισλανδικές αρχές στις 25 Μαΐου 2011. Οι ισλανδικές αρχές δεν απάντησαν σε αυτές τις παρατηρήσεις.

    (5)

    Με επιστολή της 31ης Μαρτίου 2011, οι ισλανδικές αρχές υπέβαλαν σχέδιο αναδιάρθρωσης της Landsbankinn. Με επιστολή της 23ης Μαΐου 2012 υποβλήθηκε αναθεωρημένο σχέδιο αναδιάρθρωσης που αποτυπώνει, μεταξύ άλλων, τη μη κοινοποιηθείσα μεταφορά καταθέσεων και στοιχείων ενεργητικού από την Spkef Savings Bank (SpKef) η οποία πραγματοποιήθηκε στις 22 Απριλίου 2010 και λάμβανε υπόψη την εξαγορά της Sparisjodur Svarfdaela («SpSv»).

    (6)

    Η Αρχή ζήτησε πληροφορίες όσον αφορά το σχέδιο αναδιάρθρωσης στις 11 Ιουλίου 2011 και στις 13 Φεβρουαρίου 2012. Οι ισλανδικές αρχές απάντησαν στην αίτηση παροχής πληροφοριών στις 17 Οκτωβρίου 2011 και στις 13 Μαρτίου 2012. Οι τελικές εκδοχές των δεσμεύσεων υποβλήθηκαν στις 6 Ιουνίου 2012 και 13 Ιουνίου 2012.

    (7)

    Στις 20 Ιουνίου 2012, η Αρχή ενέκρινε τη δυνητική χρήση κρατικής ενίσχυσης που χορηγήθηκε στη Landsbankinn για την εξαγορά της SpSv στην απόφαση αριθ. 212/12/COL («απόφαση SpSv»). Η Αρχή είχε εγκρίνει προσωρινά, με την απόφασή της αριθ. 253/10/COL της 21ης Ιουνίου 2011, ενίσχυση αναδιάρθρωσης που περιλάμβανε τη διευθέτηση αξιώσεων από την Κεντρική Τράπεζα της Ισλανδίας («CBI») επί των ταμιευτηρίων, συμπεριλαμβανομένης της SpSv. Με την απόφαση 127/11/COL της 13ης Απριλίου 2011, η Αρχή ενέκρινε τροποποιήσεις του προγράμματος ενίσχυσης αναδιάρθρωσης («οι αποφάσεις για τα Ταμιευτήρια»).

    (8)

    Επιπλέον, η Αρχή πραγματοποίησε σύσκεψη με τις ισλανδικές αρχές στις 7 Ιουνίου 2011 και στις 27-28 Φεβρουαρίου 2012.

    2.   ΙΣΤΟΡΙΚΟ

    (9)

    Η Αρχή θα περιγράψει σε αυτή την ενότητα εκείνα τα γεγονότα, τα πραγματικά περιστατικά και τις οικονομικές, πολιτικές και κανονιστικές εξελίξεις που σχετίζονται με την κατάρρευση και αναδιάρθρωση του ισλανδικού χρηματοπιστωτικού συστήματος από τον Οκτώβριο του 2008 μέχρι σήμερα, τα οποία κρίνονται αναγκαία για τον καθορισμό του πλαισίου εντός του οποίου διεξάγεται η εκτίμηση των υπό εξέταση μέτρων ενίσχυσης. Προηγουμένως, θα παραθέσει κατά χρονολογική σειρά τα γεγονότα της κατάρρευσης της Landsbanki.

    2.1.   Η κατάρρευση της Landsbanki

    (10)

    Το φθινόπωρο του 2008 πραγματοποιήθηκαν μαζικές αναλήψεις καταθέσεων από τις ισλανδικές τράπεζες όχι μόνο στην αλλοδαπή, αλλά και στην Ισλανδία. Οι αναλήψεις στο εσωτερικό ήταν τόσο μεγάλης κλίμακας που, σε κάποιο στάδιο, οι ισλανδικές τράπεζες και η CBI κινδύνευαν να αντιμετωπίσουν έλλειψη μετρητών.

    (11)

    Η πρόσβαση σε ξένες αγορές χρεωστικών τίτλων ήταν η κύρια πηγή της ανάπτυξης των ισλανδικών τραπεζών, ιδίως μεταξύ των ετών 2003 και 2006. Αυτή η πηγή χρηματοδότησης, ωστόσο, άρχισε να μειώνεται και οι ξένοι οργανισμοί αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας εξέφρασαν ανησυχία ότι η αναλογία δανείων προς καταθέσεις των τραπεζών ήταν χαμηλή σε σύγκριση με άλλες τράπεζες (της αλλοδαπής).

    (12)

    Οι ισλανδικές εμπορικές τράπεζες (ιδίως η Landsbanki) αντέδρασαν συσσωρεύοντας καταθέσεις στο εξωτερικό. Από το τέλος του τρίτου τριμήνου του 2006 έως τα μέσα του 2007, οι καταθέσεις πελατών στη Landsbanki τριπλασιάστηκαν, σημειώνοντας αύξηση σχεδόν κατά 10 δισεκατ. ευρώ. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του ποσού ήταν σε λογαριασμούς που άνοιξαν στο υποκατάστημα της Landsbanki στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου οι καταθέσεις λιανικής αυξήθηκαν από 0 σε 6,6 δισεκατ. ευρώ, ενώ οι καταθέσεις χονδρικής (σε υποκαταστήματα του ΗΒ και των Κάτω Χωρών) είχαν αυξηθεί σε 2,5 δισεκατ. ευρώ.

    (13)

    Στις 3 Οκτωβρίου 2008, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αξίωσε από τη Landsbanki κατάθεση πρόσθετου περιθωρίου ύψους 400 εκατ. ευρώ και, μολονότι το αίτημα αυτό ανακλήθηκε στη συνέχεια, το υποκατάστημα της τράπεζας στο ΗΒ άρχισε να αντιμετωπίζει πρόβλημα μαζικών αναλήψεων από τις καταθέσεις του, γεγονός που απαιτούσε μεγάλα ποσά σε στερλίνες. Η αίτηση της Landsbanki για ενίσχυση της CBI απορρίφθηκε στις 6 Οκτωβρίου. Όταν η τράπεζα δεν μπόρεσε να αντλήσει τα κεφάλαια που απαίτησε η εποπτική αρχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών του ΗΒ, οι αρχές του ΗΒ έκλεισαν το υποκατάστημα. Την επομένη, η Ολλανδική Κεντρική Τράπεζα ζήτησε να διοριστεί σύνδικος πτώχευσης για το υποκατάστημα της Landsbanki στο Άμστερνταμ. Την ίδια επίσης ημέρα, η FME έπαυσε το διοικητικό συμβούλιο της Landsbanki, ανέλαβε την εξουσία να συγκαλεί συνέλευση των μετόχων και διόρισε στη θέση του ΔΣ επιτροπή εξυγίανσης, κάνοντας χρήση των εξουσιών της βάσει του νόμου περί εκτάκτων περιστάσεων (4).

    2.2.   Η χρηματοπιστωτική κρίση και οι κύριες αιτίες της πτώχευσης των ισλανδικών τραπεζών

    (14)

    Στις επιστολές τους, οι ισλανδικές αρχές εξήγησαν ότι τα αίτια της κατάρρευσης του ισλανδικού τραπεζικού τομέα και της ανάγκης παρέμβασής τους παρατέθηκαν αναλυτικά σε έκθεση που συνέταξε ειδική επιτροπή έρευνας («SIC»), την οποία συγκρότησε το ισλανδικό κοινοβούλιο (5), με εντολή να ερευνήσει και να αναλύσει τις διαδικασίες που οδήγησαν στην κατάρρευση των τριών κύριων τραπεζών. Η Αρχή συνοψίζει στη συνέχεια τα συμπεράσματα της εν λόγω επιτροπής αναφορικά με τις αιτίες της χρεοκοπίας που έχουν μεγαλύτερη συνάφεια για την πτώχευση της Landsbanki. Τα στοιχεία προέρχονται από τα κεφάλαια 2 (Σύνοψη) και 21 (Αίτια της κατάρρευσης των ισλανδικών τραπεζών — ευθύνη, λάθη και αμέλεια) της έκθεσης της SIC.

    (15)

    Η παγκόσμια μείωση της ρευστότητας στις χρηματοπιστωτικές αγορές που άρχισε το 2007 οδήγησε τελικά στην κατάρρευση των τριών μεγαλύτερων ισλανδικών τραπεζών, οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των οποίων αποκτούσαν ολοένα και μεγαλύτερη εξάρτηση από την άντληση χρηματοδότησης μέσω των διεθνών αγορών. Οι λόγοι της πτώχευσης των ισλανδικών τραπεζών ήταν, παρ' όλα αυτά, σύνθετοι και πολλοί. Η SIC διερεύνησε τους λόγους που οδήγησαν στην κατάρρευση των μεγαλύτερων τραπεζών και είναι αξιοσημείωτο ότι τα περισσότερα πορίσματά της ισχύουν και για τις τρεις τράπεζες, ενώ πολλές από τις αιτίες είναι αλληλένδετες. Οι αιτίες της πτώχευσης συνδέονται με τις δραστηριότητες των τραπεζών και παρουσιάζονται συνοπτικά στη συνέχεια.

    Υπερβολική και μη διατηρήσιμη επέκταση

    (16)

    Η SIC διαπίστωσε ότι τα έτη πριν από την κατάρρευση οι τράπεζες είχαν επεκτείνει τους ισολογισμούς τους και τα χαρτοφυλάκια δανείων τους πέρα από την επιχειρησιακή και διαχειριστική τους ικανότητα. Τα συνδυασμένα στοιχεία ενεργητικού των τριών τραπεζών είχαν αυξηθεί εκθετικά από 1,4 τρισεκ. ISK (6) το 2003 σε 14,4 τρισεκ. ISK στα τέλη του δεύτερου τριμήνου του 2008. Είναι εξίσου σημαντικό ότι η μεγέθυνση των τριών τραπεζών οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στη χορήγηση δανείων σε αλλοδαπούς, τα οποία αυξήθηκαν σημαντικά κατά τη διάρκεια του 2007 (7), και ιδίως μετά την έναρξη της διεθνούς κρίσης ρευστότητας. Αυτό το γεγονός οδήγησε τη SIC στο συμπέρασμα ότι η αύξηση των δανείων ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της χορήγησης δανείων σε επιχειρήσεις στις οποίες αρνήθηκαν να χορηγήσουν πίστωση άλλες τράπεζες. Η έκθεση έκρινε επίσης ότι η επενδυτική τραπεζική, που εγγενώς ενέχει υψηλότερο κίνδυνο, καταλάμβανε όλο και μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων των τραπεζών, και η επέκταση συνέβαλε στα προβλήματα.

    Η μείωση της διαθέσιμης χρηματοδότησης στις διεθνείς αγορές

    (17)

    Η ανάπτυξη των τραπεζών διευκολύνθηκε σε μεγάλο βαθμό από την πρόσβαση στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, την αξιοποίηση των καλών αξιολογήσεων της πιστοληπτικής ικανότητας και την πρόσβαση στις ευρωπαϊκές αγορές μέσω της συμφωνίας ΕΟΧ. Οι ισλανδικές τράπεζες δανείστηκαν 14 δισεκατ. ευρώ σε ξένες αγορές χρεωστικών τίτλων το 2005 με σχετικά ευνοϊκούς όρους. Όταν τέθηκαν περιορισμοί στην πρόσβαση στις ευρωπαϊκές αγορές χρεωστικών ομολόγων, οι τράπεζες χρηματοδοτούσαν τις δραστηριότητές τους στις αγορές των ΗΠΑ, όπου τα ισλανδικά χρεωστικά ομόλογα τοποθετήθηκαν σε εγγυημένα δανειακά ομόλογα. Την περίοδο πριν από την κατάρρευση, αυξανόταν ολοένα και περισσότερο η εξάρτηση των τραπεζών από τον βραχυπρόθεσμο δανεισμό, οδηγώντας σε σοβαρούς και, κατά την άποψη της SIC, προβλέψιμους κινδύνους αναχρηματοδότησης.

    Η μόχλευση των ιδιοκτητών των τραπεζών

    (18)

    Στην περίπτωση και των τριών μεγάλων ισλανδικών τραπεζών, οι κύριοι ιδιοκτήτες τους ήταν και οι μεγαλύτεροι οφειλέτες (8). Η Samson Holding Company («Samson») ήταν ο μεγαλύτερος μέτοχος της Landsbanki μετά την ιδιωτικοποίησή της. Όταν κατέρρευσε η Landsbanki, ο συνιδιοκτήτης της Samson Björgólfur Thor Björgólfsson και συνδεδεμένες με αυτόν εταιρείες ήταν οι μεγαλύτεροι οφειλέτες της τράπεζας, ενώ ο πατέρας του και συνιδιοκτήτης της Samson, Björgólfur Guðmundsson, ήταν ο τρίτος σε μέγεθος οφειλέτης της τράπεζας. Οι συνολικές οφειλές τους στην τράπεζα υπερέβαιναν τα 200 δισεκατ. ISK, ποσό μεγαλύτερο από τα ίδια κεφάλαια της τράπεζας. Η SIC έκρινε ότι ορισμένοι μέτοχοι είχαν ασυνήθιστα εύκολη πρόσβαση σε δανειοδότηση από τις τράπεζες λόγω της ιδιότητάς τους ως ιδιοκτητών. Αυτό ήταν καταφανές στην περίπτωση της Landsbanki από το γεγονός ότι, στις 30 Σεπτεμβρίου 2008, όταν ήταν σαφές ότι η Landsbanki δεν διέθετε επαρκές συνάλλαγμα για να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις της στο εξωτερικό, η τράπεζα χορήγησε δάνειο 153 εκατ. ευρώ σε εταιρεία που ανήκει στον Björgólfur Thor Björgólfsson. Διαπιστώθηκε επίσης ότι υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις ότι, στην περίπτωση της κάθε τράπεζας, ήταν δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στα συμφέροντα των μεγαλύτερων μετόχων και στο συμφέρον της τράπεζας. Η έμφαση στην εξυπηρέτηση των μεγαλύτερων μετόχων ήταν συνεπώς επιζήμια για τους άλλους μετόχους και πιστωτές.

    Συγκέντρωση κινδύνου

    (19)

    Με το ζήτημα της ασυνήθους έκθεσης σε βασικούς μετόχους συνδεόταν και το συμπέρασμα της SIC ότι τα χαρτοφυλάκια περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών δεν ήταν επαρκώς διαφοροποιημένα. Η SIC έκρινε ότι η ερμηνεία των ευρωπαϊκών κανόνων σχετικά με τη μεγάλη έκθεση υπήρξε συσταλτική, ιδίως στην περίπτωση των μετόχων, και ότι οι τράπεζες προσπάθησαν να παρακάμψουν αυτούς τους κανόνες.

    Ανεπάρκεια ιδίων κεφαλαίων

    (20)

    Μολονότι βάσει όλων των δηλώσεων ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας της Landsbanki και των άλλων δύο μεγάλων ισλανδικών τραπεζών ήταν ελαφρώς υψηλότερος από το ελάχιστο που απαιτούσε ο νόμος, η SIC έκρινε ότι οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας δεν αντανακλούσαν επακριβώς την οικονομική ισχύ των τραπεζών. Αυτό οφειλόταν στην έκθεση κινδύνου των ίδιων των μετόχων των τραπεζών μέσω των πρωτογενών εξασφαλίσεων και προθεσμιακών συμβάσεων επί των μετοχών. Η χρηματοδότηση μετοχικού κεφαλαίου από τις ίδιες τις εταιρείες, την οποία η SIC αναφέρει ως «ανεπάρκεια ιδίων κεφαλαίων», αντιπροσώπευε ποσοστό άνω του 25 % των κεφαλαιακών βάσεων των τραπεζών (ή άνω του 50 %, εάν εκτιμηθεί με βάση τον σκληρό πυρήνα των ιδίων κεφαλαίων, δηλαδή των κεφαλαίων των μετόχων μείον τα άυλα στοιχεία ενεργητικού). Στο πρόβλημα αυτό προστίθενται και προβλήματα που προκλήθηκαν από τον κίνδυνο στον οποίο ήταν εκτεθειμένες οι τράπεζες κατέχοντας η μία μετοχές της άλλης. Έως τα μέσα του 2008, η άμεση χρηματοδότηση από τις τράπεζες των δικών τους μετοχών, καθώς και η διασταυρούμενη χρηματοδότηση των μετοχών των άλλων δύο τραπεζών, ανερχόταν περίπου σε 400 δισεκατ. ISK, ή στο 70 % περίπου του σκληρού πυρήνα ιδίων κεφαλαίων. Η SIC είχε την άποψη ότι η έκταση της χρηματοδότησης ιδίου κεφαλαίου των μετόχων με δανεισμό από το ίδιο το σύστημα ήταν τόσο μεγάλη που έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα του συστήματος. Οι τράπεζες κατείχαν σημαντικό ποσό των δικών τους μετοχών ως εξασφάλιση για τα δάνειά τους και, ως εκ τούτου, με την πτώση των τιμών των μετοχών υποβαθμιζόταν η ποιότητα των χαρτοφυλακίων δανείων τους. Αυτό επηρέασε την απόδοση των τραπεζών και ώθησε σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα τις τιμές των μετοχών τους. Με βάση τα στοιχεία που έχει στην κατοχή της, η SIC εικάζει ότι, για να αντιμετωπίσουν οι τράπεζες την κατάσταση, προσπάθησαν να δημιουργήσουν τεχνητά ασυνήθιστα μεγάλη ζήτηση για τις μετοχές τους.

    Το μέγεθος των τραπεζών

    (21)

    Το 2001, ο ισολογισμός των τριών μεγαλύτερων τραπεζών (συλλογικά) υπερέβαινε ελάχιστα το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) ενός έτους της Ισλανδίας. Έως τα τέλη του 2007, οι τράπεζες είχαν διεθνοποιηθεί και η αξία των περιουσιακών τους στοιχείων ήταν εννέα φορές μεγαλύτερη από το ΑΕΠ της Ισλανδίας. Η έκθεση της SIC αναφέρει ότι, έως το 2006, παρατηρητές σχολίαζαν ότι το τραπεζικό σύστημα είχε υπερβεί την ικανότητα της ισλανδικής κεντρικής τράπεζας (CBI) και είχαν αμφιβολίες αν αυτή θα μπορούσε να εκπληρώσει τον ρόλο του δανειοδότη έσχατης λύσης. Έως τα τέλη του 2007, τα βραχυπρόθεσμα δάνεια της Ισλανδίας (που συνάφθηκαν κυρίως λόγω της χρηματοδότησης των τραπεζών) ήταν 15 φορές μεγαλύτερα από τα συναλλαγματικά αποθέματα και οι αλλοδαπές καταθέσεις στις τρεις τράπεζες ήταν επίσης οκτώ φορές μεγαλύτερες από τα αποθέματα ξένου συναλλάγματος. Το Ταμείο εγγυήσεων καταθετών και επενδυτών κατείχε ελάχιστους πόρους σε σύγκριση με τις καταθέσεις των τραπεζών τις οποίες υποτίθεται ότι εγγυώνταν. Η SIC καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι παράγοντες αυτοί καθιστούσαν την Ισλανδία ευάλωτη σε ξαφνικό κύμα μαζικών αναλήψεων των καταθέσεων από τις τράπεζές της.

    Η αιφνίδια ανάπτυξη των τραπεζών σε σύγκριση με την κανονιστική και χρηματοπιστωτική υποδομή

    (22)

    Η SIC έκρινε ότι οι σχετικοί εποπτικοί οργανισμοί στην Ισλανδία δεν διέθεταν την απαιτούμενη αξιοπιστία, διότι δεν υπήρχε δανειοδότης έσχατης λύσης με την αναγκαία επάρκεια πόρων. Η έκθεση κρίνει ότι η εποπτική αρχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (FME) και η CBI δεν διέθεταν την εμπειρογνωσία και την πείρα να ρυθμίζουν το τραπεζικό σύστημα σε δύσκολες οικονομικές συγκυρίες, αλλά θα μπορούσαν να έχουν λάβει μέτρα για να μειώσουν το επίπεδο του κινδύνου τον οποίο διέτρεχαν οι τράπεζες. Η FME, παραδείγματος χάρη, δεν αναπτύχθηκε στον ίδιο βαθμό με τις τράπεζες και οι πρακτικές των ρυθμιστικών φορέων δεν συμβάδιζαν με την ταχεία ανάπτυξη των δραστηριοτήτων των τραπεζών. Η έκθεση είναι επίσης επικριτική για την κυβέρνηση, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι αρχές θα έπρεπε να έχουν λάβει μέτρα για να μειωθεί ο δυνητικός αντίκτυπος των τραπεζών στην οικονομία, μειώνοντας το μέγεθός τους ή επιβάλλοντας σε μία ή περισσότερες τράπεζες να μεταφέρουν την έδρα τους στο εξωτερικό (9).

    Ανισορροπία και υπέρμετρη επέκταση της ισλανδικής οικονομίας συνολικά

    (23)

    Η έκθεση της SIC παραπέμπει σε γεγονότα που αφορούν την ευρύτερη οικονομία, τα οποία είχαν επίσης επίπτωση στην ταχεία ανάπτυξη των τραπεζών και συνέβαλαν στην ανισορροπία ως προς το μέγεθος και την επίδραση ανάμεσα στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και την υπόλοιπη οικονομία. Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι κυβερνητικές πολιτικές (ιδίως η δημοσιονομική πολιτική) συνέβαλαν κατά πάσα πιθανότητα στην υπέρμετρη επέκταση και την ανισορροπία και ότι η νομισματική πολιτική της CBI δεν ήταν επαρκώς περιοριστική. Η έκθεση αναφέρεται επίσης στη χαλάρωση των κανόνων χορήγησης δανείων του ισλανδικού Ταμείου Στεγαστικής Χρηματοδότησης ως «ένα από τα μεγαλύτερα λάθη νομισματικής και δημοσιονομικής διαχείρισης που διαπράχθηκαν το διάστημα που οδήγησε στην κατάρρευση των τραπεζών» (10). Η έκθεση επικρίνει επίσης την ευκολία με την οποία οι τράπεζες μπορούσαν να δανείζονται από τη CBI, με αποτέλεσμα το απόθεμα εξασφαλισμένων βραχυπρόθεσμων δανείων της CBI να αυξηθεί από 30 δισεκατ. ISK το φθινόπωρο του 2005 σε 500 δισεκατ. ISK ως τις αρχές Οκτωβρίου του 2008.

    Η ισλανδική κορόνα, εξωτερικές ανισορροπίες και αποκλίσεις των συμβάσεων αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου (αποκλίσεις περιθωρίων CDS)

    (24)

    Η έκθεση επισημαίνει ότι, το 2006, η αξία της ισλανδικής κορόνας ήταν σε μη διατηρήσιμα υψηλό επίπεδο, το ισλανδικό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών υπερέβαινε το 16 % του ΑΕΠ και οι υποχρεώσεις σε ξένα νομίσματα μείον τα στοιχεία ενεργητικού προσέγγιζαν το συνολικό ετήσιο ΑΕΠ. Υπήρχαν οι προϋποθέσεις για μια χρηματοπιστωτική κρίση. Στα τέλη του 2007, σημειωνόταν υποτίμηση της αξίας της κορόνας και τα περιθώρια CDS της Ισλανδίας και των τραπεζών αυξάνονταν εκθετικά.

    2.3.   Μέτρα που λήφθηκαν για την ανασυγκρότηση του τραπεζικού τομέα

    (25)

    Μετά την κατάρρευση των τριών μεγαλύτερων εμπορικών τραπεζών τον Οκτώβριο του 2008 (συμπεριλαμβανομένης της Landsbanki), οι ισλανδικές αρχές αντιμετώπισαν την πρωτοφανή πρόκληση να διασφαλίσουν τη συνέχιση των τραπεζικών δραστηριοτήτων στην Ισλανδία (11). Η πολιτική που ακολούθησε η ισλανδική κυβέρνηση ορίζεται κατά κύριο λόγο στον νόμο περί εκτάκτων περιστάσεων (12) που ενέκρινε το ισλανδικό κοινοβούλιο στις 6 Οκτωβρίου 2008. Ο νόμος παρέχει έκτακτες εξουσίες στην FME να αναλάβει τον έλεγχο χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και να διαθέσει τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού τους, όπως απαιτείται. Ο υπουργός Οικονομικών εξουσιοδοτήθηκε να εκταμιεύει, εξ ονόματος του Δημοσίου, κεφάλαια με σκοπό τη σύσταση νέων χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. Επιπλέον, στα πλαίσια διαδικασιών πτώχευσης των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, οι καταθέσεις θα είχαν προνομιακή μεταχείριση έναντι άλλων απαιτήσεων. Η κυβέρνηση δήλωσε ότι οι καταθέσεις στις εγχώριες εμπορικές τράπεζες και τα ταμιευτήρια, καθώς και στα υποκαταστήματά τους στην Ισλανδία, θα ήταν πλήρως προστατευμένες.

    (26)

    Οι πολιτικές προτεραιότητες εστιάστηκαν καταρχήν στη διασφάλιση της βασικής λειτουργίας των εγχώριων συστημάτων τραπεζικής, πληρωμών και διακανονισμών. Τις πρώτες εβδομάδες μετά την κατάρρευση, η ισλανδική κυβέρνηση εκπόνησε επίσης ένα οικονομικό πρόγραμμα, σε συνεργασία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), που οδήγησε στην έγκριση, στις 20 Νοεμβρίου 2008, της ισλανδικής αίτησης για σύναψη διετούς συμφωνίας stand-by από το Ταμείο, που περιελάμβανε δάνειο 2,1 δισεκατ. δολαρίων ΗΠΑ από το ΔΝΤ, με σκοπό να ενισχυθούν τα αποθέματα συναλλάγματος της Ισλανδίας. Πρόσθετα δάνεια έως 3 δισεκατ. δολάρια ΗΠΑ εξασφαλίστηκαν από άλλες σκανδιναβικές χώρες, καθώς και από ορισμένους άλλους εμπορικούς εταίρους. Από το δάνειο του ΔΝΤ, διατέθηκε άμεσα ποσό 827 εκατ. δολαρίων ΗΠΑ, ενώ το υπόλοιπο ποσό εκταμιεύθηκε σε οκτώ ισόποσες δόσεις βάσει τριμηνιαίων επανεξετάσεων του προγράμματος.

    (27)

    Το πρόγραμμα του ΔΝΤ ήταν ένα πρόγραμμα σταθεροποίησης ευρείας βάσεως που εστιαζόταν σε τρεις βασικούς στόχους. Πρώτον, να σταθεροποιηθεί και να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στην κορόνα, έτσι ώστε να περιοριστεί ο αρνητικός αντίκτυπος της κρίσης στην οικονομία. Τα μέτρα περιελάμβαναν τη θέσπιση κεφαλαιακών ελέγχων με στόχο να ανασχεθεί η φυγή κεφαλαίων. Δεύτερον, το πρόγραμμα περιελάμβανε μια συνολική στρατηγική αναδιάρθρωσης των τραπεζών με τελικό στόχο την ανασυγκρότηση ενός βιώσιμου χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ισλανδία, καθώς και τη διασφάλιση των διεθνών χρηματοοικονομικών σχέσεων της χώρας. Οι δευτερεύοντες στόχοι ήταν να διασφαλιστεί η δίκαιη αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών, να ανακτηθούν όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία ενεργητικού και να ενισχυθούν οι εποπτικές πρακτικές. Τρίτον, το πρόγραμμα αποσκοπούσε στη διασφάλιση βιώσιμων δημόσιων οικονομικών, περιορίζοντας την κοινωνικοποίηση των ζημιών στις τράπεζες που πτώχευσαν, καθώς και στην εφαρμογή ενός μεσοπρόθεσμου προγράμματος δημοσιονομικής εξυγίανσης.

    (28)

    Οι ισλανδικές αρχές επισήμαναν ότι, λόγω των έκτακτων περιστάσεων που συνδέονται με το μεγάλο μέγεθος του τραπεζικού συστήματος σε σχέση με τη χρηματοπιστωτική ικανότητα του Δημόσιου Ταμείου, οι πολιτικές επιλογές που είχαν στη διάθεσή τους ήταν περιορισμένες. Συνεπώς, οι λύσεις που προκρίθηκαν ήταν από πολλές πλευρές διαφορετικές από τα μέτρα που έλαβαν οι κυβερνήσεις άλλων χωρών που αντιμετώπιζαν απειλές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

    (29)

    Με βάση τον νόμο περί εκτάκτων περιστάσεων, οι τρεις μεγαλύτερες εμπορικές τράπεζες, η Glitnir Bank, η Landsbanki Íslands και η Kaupthing Bank, χωρίστηκαν σε «παλαιές» και σε «νέες» τράπεζες. Το Υπουργείο Οικονομικών δημιούργησε τρεις εταιρείες περιορισμένης ευθύνης για να εξαγοράσουν τις εγχώριες δραστηριότητες των παλαιών τραπεζών και διόρισε τα διοικητικά τους συμβούλια. Η FME ανέλαβε τον έλεγχο των παλαιών τραπεζών, κατένειμε κυρίως τα εγχώρια στοιχεία ενεργητικού και τις υποχρεώσεις τους (καταθέσεις) στις νέες τράπεζες, οι οποίες συνέχισαν τις τραπεζικές δραστηριότητες στην Ισλανδία. Οι παλαιές τράπεζες τέθηκαν υπό την εποπτεία των αντίστοιχων οικείων επιτροπών εξυγίανσης (13). Τα στοιχεία ενεργητικού και οι υποχρεώσεις στην αλλοδαπή τοποθετήθηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στις παλαιές τράπεζες, οι οποίες στη συνέχεια υποβλήθηκαν σε διαδικασίες λύσης και εκκαθάρισης και εντέλει στο κλείσιμο όλων των δραστηριοτήτων τους στην αλλοδαπή (14).

    (30)

    Στους προσωρινούς ισολογισμούς ανοίγματος των τριών νέων τραπεζών, της 14ης Νοεμβρίου 2008, εκτιμήθηκε ότι τα συνδυασμένα συνολικά στοιχεία ενεργητικού των τραπεζών ανέρχονταν σε 2.886 δισεκατ. ISK, ενώ το κράτος θα χορηγούσε ίδια κεφάλαια 385 δισεκατ. ISK. Το συνολικό ποσό ομολόγων που θα εξέδιδαν οι νέες τράπεζες υπέρ των παλαιών τραπεζών ως πληρωμή για την αξία των στοιχείων ενεργητικού τους που μεταβιβάστηκαν καθ' υπέρβαση των υποχρεώσεων εκτιμήθηκε σε 1 153 δισεκατ. ISK. Η FME ανέθεσε στην Deloitte LLP να αποτιμήσει την αξία των μεταβιβασθέντων στοιχείων ενεργητικού και υποχρεώσεων. Κατά τη διαδικασία αυτή διαφάνηκε ότι η ανεξάρτητη εκτίμηση δεν θα κατέληγε σε σταθερές αξίες των καθαρών στοιχείων ενεργητικού που μεταβιβάστηκαν, αλλά σε αποτιμήσεις εντός ορισμένου εύρους διακύμανσης. Επίσης, οι πιστωτές των τραπεζών εξέφρασαν αντιρρήσεις όσον αφορά τη διαδικασία αποτίμησης, διότι θεωρούσαν ότι αυτή δεν θα ήταν αντικειμενική, και παραπονέθηκαν ότι δεν ήταν σε θέση να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους. Αυτές οι επιπλοκές είχαν ως αποτέλεσμα τη μεταβολή πολιτικής για την τακτοποίηση των λογαριασμών μεταξύ παλαιών και νέων τραπεζών. Αντί να βασιστούν σε αποτιμήσεις της αξίας από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα, τα μέρη προσπάθησαν να καταλήξουν μέσω διαπραγματεύσεων σε συμφωνίες σχετικά με την αξία των μεταβιβασθέντων καθαρών στοιχείων ενεργητικού.

    (31)

    Ήταν σαφές ότι θα ήταν δύσκολο να καταλήξουν τα μέρη σε συμφωνίες σχετικά με τις αποτιμήσεις, διότι αυτές βασίζονταν προφανώς σε σειρά παραδοχών επί των οποίων ήταν πιθανό να διαφωνήσουν τα μέρη. Το κράτος είχε σκοπό να επιτύχει συμφωνίες βάσει εκτιμήσεων που θα αποτελούσαν ασφαλή βάση για την αρχική κεφαλαιοποίηση των νέων τραπεζών. Η αξία των στοιχείων ενεργητικού που θα υπερέβαινε τη βασική αποτίμηση θα μπορούσε να διατεθεί στους πιστωτές υπό μορφή έκτακτων ομολογιών ή αυξήσεων της αξίας του μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών, εφόσον κατά τις διαπραγματεύσεις διαφάνηκε ότι οι επιτροπές εκκαθάρισης της Glitnir και Kaupthing και οι περισσότεροι πιστωτές θα ενδιαφέρονταν ενδεχομένως να αποκτήσουν συμμετοχές στις νέες τράπεζες, γεγονός που θα τους επέτρεπε να επωφεληθούν από πιθανές αυξήσεις των αξιών των μεταβιβαζόμενων στοιχείων ενεργητικού.

    (32)

    Η πλήρης κεφαλαιοποίηση των τριών νέων τραπεζών και τα βασικά στοιχεία των συμφωνιών με τους πιστωτές των παλαιών τραπεζών σχετικά με τον τρόπο αποζημίωσης για τη μεταβίβαση των καθαρών στοιχείων ενεργητικού στις νέες τράπεζες ανακοινώθηκαν στις 20 Ιουλίου 2009. Όσον αφορά τις δύο από τις νέες τράπεζες, τη νέα Glitnir (που μετονομάστηκε αργότερα σε Íslandsbanki) και τη νέα Kaupthing (που μετονομάστηκε αργότερα σε Arion Bank), αυτό περιελάμβανε όρους εγγραφής των παλαιών τραπεζών για την απόκτηση πλειοψηφικής συμμετοχής στις νέες τράπεζες.

    (33)

    Με βάση τις ανωτέρω προσπάθειες συμφωνιών, οι επιτροπές εξυγίανσης των παλαιών τραπεζών αποφάσισαν τον Οκτώβριο του 2009 (για την Glitnir) και τον Δεκέμβριο του 2009 (για την Kaupthing Bank και τη Landsbanki Islands) να ασκήσουν τα συμφωνημένα δικαιώματα προαίρεσης και να εγγραφούν για την απόκτηση συμμετοχών στις νέες τράπεζες. Στις 18 Δεκεμβρίου 2009, η κυβέρνηση ανήγγειλε ότι η αναδιάρθρωση της τράπεζας είχε ολοκληρωθεί και ότι είχαν επιτευχθεί συμφωνίες μεταξύ των ισλανδικών αρχών και των νέων τραπεζών, αφενός, και των επιτροπών εξυγίανσης της Glitnir Bank, Landsbanki Íslands και Kaupthing Bank για λογαριασμό των πιστωτών τους, αφετέρου. Οι συμφωνίες περιείχαν διακανονισμούς σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία που μεταβιβάστηκαν από τις παλαιές στις νέες τράπεζες και στη συνέχεια οι νέες τράπεζες κεφαλαιοποιήθηκαν πλήρως.

    (34)

    Η συνεισφορά του Δημοσίου στα ίδια κεφάλαια των νέων τραπεζών μειώθηκε ουσιαστικά από 385 δισεκατ. ISK που είχε αρχικά προβλεφθεί σε 135 δισεκατ. ISK υπό μορφή μετοχικού κεφαλαίου και, για τις δύο από τις τρεις τράπεζες, την Íslandsbanki και την Arion Bank, περίπου σε 55 δισεκατ. ISK για κεφάλαια κατηγορίας ΙΙ υπό μορφή δανείων μειωμένης εξασφάλισης ή συνολικό ποσό ύψους 190 δισεκατ. ISK. Επιπλέον, το Δημόσιο Ταμείο χορήγησε στην Íslandsbanki και στην Arion Bank ορισμένες διευκολύνσεις ρευστότητας. Το μετοχικό κεφάλαιο που χορήγησαν οι παλαιές τράπεζες στις νέες τράπεζες ανήλθε συνολικά σε 156 δισεκατ. ISK περίπου. Η συνολική κεφαλαιοποίηση των νέων τραπεζών ανήλθε, συνεπώς, περίπου σε 346 δισεκατ. ISK. Έτσι, αντί να διατηρηθεί η πλήρης ιδιοκτησία των τριών τραπεζών, οι συμφωνίες συνεπάγονταν ότι η συμμετοχή του κράτους θα μειωνόταν περίπου στο 5 % στην περίπτωση της Íslandsbanki, στο 13 % στην περίπτωση της Arion Bank και στο 81 % στην περίπτωση της Landsbankinn.

    (35)

    Μολονότι η εξαγορά των δύο από τις τρεις τράπεζες από τους πιστωτές των παλαιών τραπεζών έλυσε σημαντικά ζητήματα σε επίπεδο ανασυγκρότησης του χρηματοπιστωτικού τομέα και έθεσε ισχυρότερη κεφαλαιακή βάση για τις νέες τράπεζες, εξακολούθησαν να υπάρχουν πολλές αδυναμίες οι οποίες έπρεπε να αντιμετωπιστούν. Από το φθινόπωρο του 2009, οι τράπεζες εστίασαν τις προσπάθειές τους κατά κύριο λόγο σε εσωτερικά θέματα, καθορίζοντας τη συνολική στρατηγική για τις δραστηριότητές τους και, ιδίως, για την αναδιάρθρωση των δανειακών χαρτοφυλακίων τους, που αντιπροσωπεύουν τον μεγαλύτερο παράγοντα κινδύνου για τη λειτουργία και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά τους. Η διαδικασία αναδιάρθρωσης ήταν περίπλοκη λόγω διαφόρων επιπλοκών, όπως οι αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου για τον παράνομο χαρακτήρα των δανείων που χορηγήθηκαν σε ISK αλλά προσαρμόστηκαν σε ξένα νομίσματα. Στην περίπτωση της Landsbankinn, και όσον αφορά την αναδιάρθρωσή της, τα ζητήματα αυτά εξετάζονται διεξοδικότερα κατωτέρω.

    2.4.   Μακροοικονομικό περιβάλλον

    (36)

    Μετά την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος τον Οκτώβριο του 2008 ακολούθησε σοβαρή οικονομική αναταραχή. Οι δυσκολίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ισλανδίας συνοδεύτηκαν από την κατάρρευση της εμπιστοσύνης στο νόμισμά της. Η κορόνα υποτιμήθηκε απότομα το πρώτο τρίμηνο του 2008 και εκ νέου το φθινόπωρο, πριν και μετά τη χρεοκοπία των τριών εμπορικών τραπεζών. Παρά τους ελέγχους των κεφαλαίων που επιβλήθηκαν το φθινόπωρο του 2008, η αστάθεια του νομίσματος επικράτησε και κατά τη διάρκεια του 2009 (15). Η αναταραχή αυτή προκάλεσε σοβαρή ύφεση στην οικονομία της Ισλανδίας, με συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 6,8 % το 2009 και 4 % το 2010.

    (37)

    Ορισμένες από τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης ήταν η απότομη αύξηση της ανεργίας από 1,6 % το 2008 σε 8 % το 2009, η αύξηση του πληθωρισμού και η μείωση των πραγματικών μισθών. Επιπλέον, σημειώθηκε απότομη αύξηση του χρέους των εταιρειών και νοικοκυριών και του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων στα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών, καθώς και μεγάλης κλίμακας εξαγορά από τις τράπεζες επιχειρήσεων που βρίσκονταν σε δυσχερή οικονομική θέση. Ταυτόχρονα, το υψηλό δημοσιονομικό κόστος της αναδιάρθρωσης του τραπεζικού συστήματος προκάλεσε απότομη αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος και μεγάλη διόγκωση του δημόσιου χρέους.

    (38)

    Μετά τη βαθιά ύφεση, τα προσωρινά δεδομένα της Στατιστικής Υπηρεσίας της Ισλανδίας καταδεικνύουν μεταστροφή της τάσης το δεύτερο εξάμηνο του 2011 και αύξηση του ΑΕΠ κατά 3,1 % σε ετήσια βάση σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.

    (39)

    Η περυσινή οικονομική ανάπτυξη οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση της εγχώριας ζήτησης, ιδίως στην αύξηση κατά 4 % της ιδιωτικής κατανάλωσης των νοικοκυριών. Η τάση αυτή στηρίχθηκε από την αύξηση των μισθών και των κοινωνικών παροχών, καθώς και από ορισμένες πολιτικές πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν για την ελάφρυνση του βάρους αποπληρωμής του χρέους των νοικοκυριών, όπως η προσωρινή επιδότηση επιτοκίου, το πάγωμα της καταβολής των δόσεων των δανείων και η πρόωρη απόδοση αποταμιεύσεων για ιδιωτικές συντάξεις. Τα προσωρινά δεδομένα για το 2011 παρουσιάζουν επίσης αργό ρυθμό αύξησης των επενδύσεων, αν και με εκκίνηση από ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο (16), ενώ η δημόσια κατανάλωση παρέμεινε υποτονική κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων ετών.

    (40)

    Τα γενικά μακροοικονομικά δεδομένα συγκαλύπτουν σημαντικότερες διαφορές σε επιμέρους τομείς. Εκτός από την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού τομέα, σημειώθηκε επίσης σοβαρή κάμψη στον τομέα των κατασκευών και σε πολλές άλλες εγχώριες δραστηριότητες παραγωγής και παροχής υπηρεσιών. Παράλληλα, υπήρξε ανάπτυξη σε ορισμένους εξαγωγικούς τομείς. Λόγω της χαμηλής τιμής της ισλανδικής κορόνας και των σχετικά σταθερών τιμών σε ξένο νόμισμα τόσο για τα θαλάσσια προϊόντα όσο και για τα προϊόντα αλουμινίου, τα έσοδα από τις εξαγωγές αυξήθηκαν μετά την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης, καθώς και τα έσοδα από τον τουρισμό και από άλλες εξαγωγές υπηρεσιών. Ταυτόχρονα, οι εισαγωγές μειώθηκαν κατακόρυφα, με αποτέλεσμα να υπάρξει προσωρινά πλεόνασμα στο εμπορικό ισοζύγιο (17) ίσο με 10 % περίπου του ΑΕΠ το 2010. Εντούτοις, με την αύξηση της εγχώριας ζήτησης το 2011, αυξήθηκαν εκ νέου οι εισαγωγές, με αποτέλεσμα το συνολικό εμπορικό πλεόνασμα να μειωθεί στο 8,2 % του ΑΕΠ.

    (41)

    Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Στατιστικής Υπηρεσίας της Ισλανδίας για το 2012-2017, η σταδιακή οικονομική ανάκαμψη θα συνεχιστεί με ανάπτυξη 2,6 % το 2012. Παρόμοιος ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται καθ' όλη την περίοδο των προβλέψεων. Οι προβλέψεις αυτές υπόκεινται, ωστόσο, σε διάφορες αβεβαιότητες. Οι προγραμματισμένες μεγάλης κλίμακας βιομηχανικές επενδύσεις ενδέχεται να καθυστερήσουν περαιτέρω. Οι όροι εμπορικών συναλλαγών της Ισλανδίας θα μπορούσαν να επηρεαστούν αρνητικά από παρατεταμένη ύφεση στις κύριες συναλλασσόμενες χώρες, με αποτέλεσμα την επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης στην Ισλανδία. Η επιβράδυνση του αναμενόμενου ρυθμού προόδου ελάφρυνσης του χρέους των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων θα περιόριζε περισσότερο την εγχώρια ζήτηση και τις προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας. Μια άλλη απειλή για την ανάπτυξη θα μπορούσε να είναι η παρατεινόμενη αστάθεια των τιμών σε συνδυασμό με τη μεταβλητότητα των τιμών συναλλάγματος στο πλαίσιο της άρσης του ελέγχου κεφαλαίων.

    2.5.   Χρηματοπιστωτική εποπτεία και βελτιώσεις του κανονιστικού πλαισίου

    (42)

    Μετά τις αρχικές εργασίες της FME σχετικά με την ίδρυση των νέων τραπεζών και την εκτίμηση της καθαρής αξίας ενεργητικού που μεταβιβάστηκε από τις παλαιές τράπεζες, η FME διενήργησε, την άνοιξη του 2009, έλεγχο των νέων τραπεζών και των επιχειρηματικών σχεδίων, της χρηματοπιστωτικής ισχύος και των κεφαλαιακών αναγκών τους στο πλαίσιο ενός προγράμματος εξόδου από την κρίση. Αυτό έγινε με τη βοήθεια της διεθνούς εταιρείας συμβούλων διαχείρισης Oliver Wyman.

    (43)

    Μετά την ολοκλήρωση της ανωτέρω διαδικασίας, η FME χορήγησε στις τράπεζες άδειες λειτουργίας που υπόκεινται σε διάφορους όρους. Λόγω της ποιότητας των χαρτοφυλακίων στοιχείων του ενεργητικού και της προβλεπόμενης οικονομικής αβεβαιότητας, κρίθηκε αναγκαίο να τεθούν αυστηρότερες απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας για τις τρεις τράπεζες σε σχέση με το απαιτούμενο ελάχιστο επίπεδο. Η FME όρισε τον ελάχιστο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (CAD) για τις τρεις τράπεζες στο 16 %, με 12 % ως ελάχιστο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας κεφαλαίων κατηγορίας 1. Οι απαιτήσεις έπρεπε να εφαρμοστούν για διάστημα τουλάχιστον τριών ετών με την επιφύλαξη επανεξέτασης από την FME. Προσδιορίστηκαν επίσης οι όροι ρευστότητας βάσει των οποίων τα διαθέσιμα κεφάλαια σε ρευστό έπρεπε να ανέρχονται ανά πάσα στιγμή τουλάχιστον στο 20 % των καταθέσεων. Τα μετρητά ή ισοδύναμα μετρητών θα έπρεπε να ανέρχονται τουλάχιστον στο 5 % των καταθέσεων. Επιπλέον, ορίστηκαν απαιτήσεις σε σχέση και με άλλα θέματα, όπως η αναδιάρθρωση χαρτοφυλακίων δανείων, η εκτίμηση κινδύνου, η εταιρική διακυβέρνηση και ιδιοκτησία. Συγκρίσιμες κεφαλαιακές απαιτήσεις θέσπισε η FME σε σχέση και με άλλες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις.

    (44)

    Το πρόγραμμα οικονομικής εξυγίανσης που καθορίστηκε σε διαβούλευση με το ΔΝΤ προέβλεπε αναθεώρηση του συνολικού κανονιστικού πλαισίου και της εποπτείας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών για τη βελτίωση της άμυνας έναντι μελλοντικών χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Η κυβέρνηση κάλεσε τον πρώην γενικό διευθυντή της φινλανδικής εποπτικής αρχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, κ. Kaarlo Jännäri, να εκτιμήσει το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο και τις εποπτικές πρακτικές. Μεταξύ των βελτιώσεων που πρότεινε ο κ. Jännäri ήταν η δημιουργία ενός εθνικού μητρώου πιστώσεων στην FME για να περιοριστούν οι πιστωτικοί κίνδυνοι στο σύστημα. Στην έκθεσή του πρότεινε επίσης να θεσπιστούν αυστηρότεροι κανόνες και πρακτικές για τις μεγάλες εκθέσεις και τη διαπλεκόμενη δανειοδότηση, καθώς και τη διενέργεια περισσότερων επιτόπιων ελέγχων για την επαλήθευση της εποπτείας και των εκθέσεων, ιδίως για τον πιστωτικό κίνδυνο, τον κίνδυνο ρευστότητας και τον συναλλαγματικό κίνδυνο. Προτάθηκε επίσης η επανεξέταση και βελτίωση του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων, με στενή παρακολούθηση των εξελίξεων στο εσωτερικό της ΕΕ.

    (45)

    Η κυβέρνηση κατέθεσε στη συνέχεια νομοσχέδιο στο κοινοβούλιο το οποίο εγκρίθηκε και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2010 ως νόμος αριθ. 75/2010. Ο νέος νόμος επέφερε εκτενείς τροποποιήσεις στον νόμο για τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Αργότερα υπήρξαν και διάφορες άλλες τροποποιήσεις του νόμου για τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, καθώς και της ρύθμισης και εποπτείας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Αυτές οι νομοθετικές τροποποιήσεις εξετάζονται διεξοδικότερα στο παράρτημα.

    2.6.   Οι κυριότερες μελλοντικές προκλήσεις (18)

    (46)

    Παρά τα σημαντικά επιτεύγματα που πραγματοποιήθηκαν όσον αφορά την ανασυγκρότηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, η Ισλανδία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τις επιπτώσεις της χρηματοπιστωτικής και νομισματικής κρίσης του φθινοπώρου του 2008. Η χρηματοπιστωτική κρίση αποκάλυψε μειονεκτήματα και ανεπάρκειες του χρηματοπιστωτικού συστήματος που πρέπει να αντιμετωπιστούν για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη του κοινού. Είναι προφανές ότι η Ισλανδία, όπως και πολλές άλλες χώρες που επλήγησαν σοβαρά από τη χρηματοπιστωτική κρίση, αντιμετωπίζει πολυάριθμες προκλήσεις για την προσαρμογή του νομικού και λειτουργικού πλαισίου των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών για τη στήριξη ενός βιώσιμου και αποτελεσματικού χρηματοπιστωτικού συστήματος στο μέλλον και για να μειωθεί κατά το δυνατόν ο κίνδυνος επανάληψης των συστημικών κραδασμών στο μέλλον.

    (47)

    Οι αμεσότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν σήμερα οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις της Ισλανδίας συνδέονται με το γεγονός ότι οι τράπεζες λειτουργούν σε ασφαλές περιβάλλον με κεφαλαιακούς ελέγχους και καθολική εγγύηση καταθέσεων. Οι τράπεζες πρέπει πλέον να προετοιμαστούν για να λειτουργούν σε ένα περισσότερο εκτεθειμένο περιβάλλον, όταν αρθούν οι έλεγχοι κεφαλαίων και οι εγγυήσεις των καταθέσεων επανέλθουν στη ρύθμιση που ορίζουν οι σχετικές οδηγίες ΕΕ/ΕΟΧ (19). Οι ισλανδικές αρχές έχουν επισημάνει ότι πρέπει να υπάρξει εξαιρετικά μεγάλη προσοχή κατά τη θέσπιση νέων κανόνων σε αυτό τον τομέα.

    (48)

    Μια άλλη σοβαρή πρόκληση είναι η ανάγκη περαιτέρω προσαρμογής του νομικού και κανονιστικού πλαισίου για τη στήριξη ενός σταθερού και αποτελεσματικού χρηματοπιστωτικού συστήματος που θα είναι επίσης συνεπές με τις εξελίξεις του διεθνούς δικαίου και του δικαίου του ΕΟΧ (20).

    2.7.   Η κατάσταση του ανταγωνισμού στον ισλανδικό χρηματοπιστωτικό τομέα

    (49)

    Σύμφωνα με πρόσφατες πληροφορίες από τις ισλανδικές αρχές (21), ο ανταγωνισμός στη χρηματοπιστωτική αγορά άλλαξε ριζικά μετά την κατάρρευση των τραπεζών. Ο αριθμός των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων έχει μειωθεί, εφόσον διάφορα ταμιευτήρια, εμπορικές τράπεζες και ειδικευμένοι δανειστές είτε έχουν εκκαθαριστεί είτε έχουν συγχωνευθεί με άλλες επιχειρήσεις (22). Ο αριθμός των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων εξακολουθεί να μειώνεται, τελευταία με τις συγχωνεύσεις της Landsbankinn με τη SpKef, τον Μάρτιο του 2011, της Íslandsbanki με τη Byr, τον Δεκέμβριο του 2011, και τις επικείμενες συγχωνεύσεις της Landsbankinn και Svarfdaelir Savings Bank, που ενέκρινε η Αρχή στην απόφαση της 20ής Ιουνίου 2012. Με τη μείωση του αριθμού των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και την εξαγορά από μεγαλύτερες τράπεζες των καταθέσεων σε τράπεζες που κλείνουν, αυξάνεται ο βαθμός συγκέντρωσης στην εγχώρια αγορά. Η συνολική παρουσία των νέων τραπεζών στις χρηματοπιστωτικές αγορές του ΕΟΧ είναι, από την άλλη πλευρά, πολύ μικρότερη από αυτή των προηγούμενων τραπεζών, διότι έχουν κλείσει διεθνείς τραπεζικές λειτουργίες.

    (50)

    Επιπλέον, η εγχώρια αγορά έχει συρρικνωθεί σημαντικά, εφόσον ορισμένες επιμέρους αγορές έχουν εξαφανισθεί ή συρρικνωθεί σε μεγάλο βαθμό. Ο παρ' ολίγον αφανισμός του χρηματιστηρίου και η θέσπιση κεφαλαιακών ελέγχων έχουν μειώσει τις πράξεις στο χρηματιστήριο και τις αγορές συναλλάγματος, με αποτέλεσμα να περιοριστούν οι επενδυτικές επιλογές. Με το επίπεδο των επενδύσεων στην οικονομία σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και την υπερχρέωση νοικοκυριών και επιχειρήσεων, η ζήτηση για πιστώσεις είναι περιορισμένη. Από την κατάρρευση του συστήματος, οι τράπεζες έχουν εστιάσει τις προσπάθειές τους σε εσωτερικά θέματα και την αναδιάρθρωση των δανειακών χαρτοφυλακίων τους καθώς και στην αναδιάρθρωση ορισμένων μεγάλων εταιρικών πελατών.

    (51)

    Πριν τη χρηματοπιστωτική κρίση, τα ταμιευτήρια αντιπροσώπευαν συνολικά μερίδιο αγοράς της τάξης του 20-25 % των καταθέσεων. Αυτό το ποσοστό έχει συρρικνωθεί περίπου στο 2-4 %. Η απώλεια μεριδίων αγοράς από τα ταμιευτήρια και τις εμπορικές τράπεζες που εγκαταλείπουν την αγορά καταλαμβάνεται από τις τρεις μεγαλύτερες εμπορικές τράπεζες, την Arion Bank, την Íslandsbanki και Landsbanki. Οι τρεις μεγάλες τράπεζες από κοινού αντιπροσωπεύουν σήμερα ποσοστό περίπου 90-95 % της αγοράς έναντι 60-65 % προηγουμένως, όπου το μερίδιο αγοράς της Landsbankinn είναι οριακά το υψηλότερο. Εκτός από τα 10 περιφερειακά ταμιευτήρια, που αντιπροσωπεύουν σήμερα περίπου το 2-4 % της αγοράς, ο μοναδικός άλλος φορέας της αγοράς είναι η αναδιαρθρωμένη ΜΡ Bank (23), με μερίδιο αγοράς περίπου 1-5 %.

    (52)

    Ο χρηματοπιστωτικός τομέας της Ισλανδίας είναι συνεπώς σαφώς ολιγοπωλιακός και οι τρεις μεγαλύτερες τράπεζες θα μπορούσαν να επιτύχουν συλλογικά δεσπόζουσα θέση στην αγορά. Σύμφωνα με την Ισλανδική Αρχή Ανταγωνισμού («ICA») υπάρχουν σημαντικά εμπόδια εισόδου στη ισλανδική τραπεζική αγορά. Αυτό έχει επιζήμιες επιπτώσεις στον ανταγωνισμό. Υπάρχουν επίσης συγκεκριμένα εμπόδια στο να αλλάξουν τράπεζα οι πελάτες. Οι ισλανδικές αρχές παραδέχονται ακόμη ότι οι συναλλαγματικοί κίνδυνοι σε σχέση με το μικρό και μη διαπραγματευόμενο νόμισμα της Ισλανδίας, την ισλανδική κορόνα, έχουν περιορίσει ακόμη περισσότερο τον ανταγωνισμό και απέτρεψαν ξένες τράπεζες και εταιρείες να εισέλθουν στην ισλανδική αγορά.

    (53)

    Η ICA έχει εστιάσει πρόσφατα την προσοχή της σε ένα ειδικό ζήτημα που αφορά την υποδομή ΤΠ για τις τραπεζικές πράξεις και τη συνεργασία τους σε σχέση με αυτό. Αυτό αφορά την από κοινού ιδιοκτησία από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του παρόχου υπηρεσιών ΤΠ, της Reiknistofa bankanna (Κέντρο τραπεζικών δεδομένων της Ισλανδίας — RB). Το ζήτημα αυτό έχει επίσης σημασία για την εκτίμηση της υπό εξέταση υπόθεσης και ήταν ένα από τα θέματα των συζητήσεων μεταξύ της Αρχής και των ισλανδικών αρχών και των τραπεζών.

    (54)

    Η RB ανήκει στην κοινή ιδιοκτησία των τριών μεγαλύτερων ισλανδικών τραπεζών, δύο ταμιευτηρίων, της Ισλανδικής Ένωσης Ταμιευτηρίων και των τριών μεγαλύτερων επιχειρήσεων επεξεργασίας καρτών πληρωμών στην Ισλανδία. Η Landsbankinn κατέχει το 36,84 % των μετοχών της RB, η Íslandsbanki κατέχει το 29,48 % και η Arion Bank το 18,7 %. Οι τρεις εμπορικές τράπεζες κατέχουν, συνεπώς, από κοινού το 85,02 % των μετοχών της RB. Οι πελάτες της RB είναι οι ιδιοκτήτες της, η Κεντρική Τράπεζα της Ισλανδίας και άλλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί καθώς και η κυβέρνηση και δημόσιες επιχειρήσεις. Η συνεργασία των τραπεζών σε αυτόν τον τομέα είναι εκτενής, εφόσον η RB έχει αναπτύξει το σύστημα εκκαθάρισης και διακανονισμού στην Ισλανδία. Παρέχει επίσης ορισμένες βασικές τραπεζικές λύσεις που είναι λύσεις πολλαπλών κατόχων, οι οποίες χρησιμοποιούνται από τις περισσότερες ισλανδικές τράπεζες. Επιπλέον, η RB διαχειρίζεται ένα σύστημα ηλεκτρονικής τιμολόγησης και ηλεκτρονικών πληρωμών για εταιρείες και καταναλωτές.

    (55)

    Σύμφωνα με την ICA, η κατάρρευση το 2008 κατέστησε τις μικρότερες τράπεζες και τα ταμιευτήρια εξαιρετικά ευάλωτα. Καθοριστική σημασία για τις μικρότερες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις είχαν οι αναγκαίες υπηρεσίες ΤΠ, διότι μπορούν να θεωρηθούν ως ένα από τα εμπόδια εισόδου νέων φορέων στην αγορά. Η πλατφόρμα των υπηρεσιών ΤΠ παρέχεται σε σημαντική έκταση από την RΒ στις μεγαλύτερες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, ενώ στα ταμιευτήρια και τις μικρότερες επιχειρήσεις της αγοράς παρέχεται από την Teris. Μετά το κλείσιμο πολλών μικρότερων χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων τα τελευταία χρόνια, η Teris απώλεσε σημαντικό μέρος των εσόδων της, με αποτέλεσμα να πωλήσει, τον Ιανουάριο του 2012, ορισμένες από τις λύσεις της ΤΠ στην RB. Σύμφωνα με την RB και την Teris, η πράξη αυτή αποσκοπούσε, μεταξύ άλλων, στη διασφάλιση της συνέχισης της παροχής υπηρεσιών ΤΠ σε μικρότερες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις.

    (56)

    Η ICA διερευνά δύο υποθέσεις που αφορούν την RB. Πρώτον, αν η από κοινού ιδιοκτησία των τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων στο φόρουμ RB θα έπρεπε να θεωρηθεί παραβίαση της απαγόρευσης των περιοριστικών μέτρων βάσει του άρθρου 10 του ισλανδικού νόμου για τον ανταγωνισμό. Δεύτερον, το συμβιβάσιμο της αγοράς από την RB των σημαντικότερων στοιχείων ενεργητικού της Teris εκτιμάται βάσει των διατάξεων του ίδιου νόμου περί συγκεντρώσεων. Εντούτοις, τον Μάιο του 2012, οι δύο αυτές υποθέσεις έκλεισαν με διακανονισμό μεταξύ της RB και των ιδιοκτητών της, αφενός, και της ICA αφετέρου (24).

    (57)

    Εκτός από τις προαναφερθείσες ανησυχίες που συνδέονται άμεσα με την ισλανδική χρηματοπιστωτική αγορά, η ICA έχει επισημάνει ιδίως την ανάγκη να ολοκληρωθεί η πώληση και αναδιάρθρωση εταιρειών εκμετάλλευσης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση (25). Πολλές εταιρείες εκμετάλλευσης έχουν εξαγοραστεί από τις τράπεζες (που είναι πιστωτές αυτών των εταιρειών) λόγω της υπερχρέωσης μετά την οικονομική κατάρρευση το 2008. Σύμφωνα με την ICA, ενδέχεται να υπάρξει σύγκρουση συμφερόντων, όταν τράπεζες παρέχουν χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες σε εταιρείες και ταυτόχρονα είναι και ιδιοκτήτες αυτών των επιχειρήσεων. Κατά την άποψη της ICA, η άμεση και έμμεση ιδιοκτησία εκ μέρους των τραπεζών (26) είναι το πιο διαδεδομένο και επικίνδυνο πρόβλημα για τον ανταγωνισμό μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, διότι αυτό έχει αντίκτυπο σχεδόν σε κάθε εταιρεία και κλάδο στην Ισλανδία. Κατά την άποψη της ICA, η ταχύτερη αναδιάρθρωση επιχειρήσεων θα βελτίωνε τον ανταγωνισμό στην αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Όταν, οι εθνικές διατάξεις περί ελέγχου των συγκεντρώσεων επέβαλαν την υποχρέωση κοινοποίησης της εμπλοκής των τραπεζών στην αναδιάρθρωση των δικών τους εταιρειών, η ICA έθεσε, ως προς αυτό, σε αρκετές περιπτώσεις όρους όσον αφορά την ιδιοκτησία από τις τράπεζες. Εντούτοις, κρίνεται δύσκολη μια συνολική λύση του προβλήματος, διότι αφορά κατά κύριο λόγο την υψηλή μόχλευση του ισλανδικού τομέα των επιχειρήσεων.

    (58)

    Στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στην Αρχή οι τρεις εμπορικές τράπεζες, η Arion Bank, η Íslandsbanki και Landsbankinn, εξέφρασαν όλες την άποψη ότι δεν υπήρξαν σημαντικές αλλαγές των όρων ανταγωνισμού στην ισλανδική χρηματοπιστωτική αγορά από το φθινόπωρο του 2008 που θα έπρεπε να δημιουργήσουν ανησυχίες. Επικράτησε στην αγορά ο αποτελεσματικός ανταγωνισμός χωρίς να υπάρχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο αθέμιτης συμπεριφοράς εκ μέρους των τριών μεγαλύτερων τραπεζών. Κατά την εξέταση των όρων ανταγωνισμού στην αγορά, η ICA είχε παραβλέψει ορισμένους βασικούς παράγοντες, όπως το γεγονός ότι οι ξένες τράπεζες ασκούσαν για μεγάλο διάστημα και εξακολουθούν να ασκούν ισχυρό ανταγωνισμό προς τις ισλανδικές τράπεζες για την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στους μεγαλύτερους πελάτες, όπως επιχειρήσεις που αναπτύσσουν εξαγωγικές δραστηριότητες (αλιεία, βιομηχανία υψηλής κατανάλωσης ενέργειας κ.λπ.) καθώς και κρατική και δημοτική δραστηριότητα).

    (59)

    Όμως, η άποψη αυτή είναι αντίθετη με την άποψη που διατυπώθηκε στο έγγραφο των ισλανδικών αρχών, όπως ορίζεται στην προαναφερθείσα έκθεση του Υπουργείου Οικονομικών στο Κοινοβούλιο και στις απόψεις της ICA. Επιπλέον, όπως εξηγείται κατωτέρω, η Landsbankinn αποφάσισε, παρά τις συγκεκριμένες επιφυλάξεις όσον αφορά την ανάλυση των όρων ανταγωνισμού, να αναλάβει ορισμένες δεσμεύσεις που αποσκοπούν στον περιορισμό της νόθευσης του ανταγωνισμού σε σχέση με τα υπό εξέταση μέτρα ενίσχυσης. Οι εν λόγω δεσμεύσεις παρουσιάζονται στο παράρτημα.

    3.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

    3.1.   Ο δικαιούχος

    (60)

    Όπως περιγράφεται ανωτέρω, η Landsbanki κατέρρευσε το 2008 μαζί με τις άλλες δύο μεγάλες ισλανδικές εμπορικές τράπεζες. Για να διασφαλιστεί η συνέχιση της λειτουργίας του εγχώριου τραπεζικού τομέα, οι ισλανδικές αρχές έλαβαν ορισμένα μέτρα και, για να αποκαταστήσουν ορισμένες δραστηριότητες της (πρώην) Landsbanki, ίδρυσαν και κεφαλαιοποίησαν τη νέα Landsbanki (έχει μετονομαστεί σε Landsbankinn), που περιγράφεται διεξοδικότερα κατωτέρω.

    3.1.1.   Landsbanki

    (61)

    Πριν τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η Landsbanki ήταν η δεύτερη σε μέγεθος τράπεζα της Ισλανδίας. Στο τέλος του δεύτερου τριμήνου του 2008, ο ισολογισμός της ανερχόταν σε 3.970 δισεκατ. ISK και κατέγραψε προ φόρων κέρδη κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους ύψους 31 δισεκατ. ISK. Η δημοσιευθείσα επιχειρηματική στρατηγική (27) της τράπεζας ήταν να μετατραπεί από μια τοπική εμπορική τράπεζα, που δραστηριοποιείται αποκλειστικά στην Ισλανδία, σε «άκρως αποδοτική εταιρεία και σε εταιρεία επενδυτικής στρατηγικής που επεκτείνεται προς ανατολάς από την Ισλανδία σε όλη την Ευρώπη και δυτικά στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού». Το 2000, η Landsbanki ξεκίνησε τις δραστηριότητές της στην αλλοδαπή αποκτώντας συμμετοχή 70 % στην Heritable Bank στο Λονδίνο και κατά τα επόμενα έτη η τράπεζα παρουσίασε σημαντική επέκταση τόσο μέσω εξαγορών όσο και μέσω της δημιουργίας υποκαταστημάτων στην αλλοδαπή. Πριν την κατάρρευσή της, η τράπεζα κατείχε 7 κύριες θυγατρικές στο ΗΒ, την Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, τη Γαλλία/Γερμανία και την ίδια την Ισλανδία. Είχε επίσης υποκαταστήματα στο ΗΒ (τα οποία στη συνέχεια άνοιξαν γραφεία στις Κάτω Χώρες, τη Γερμανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες), τον Καναδά, τη Νορβηγία και στη Φινλανδία, καθώς και γραφείο πωλήσεων στο Χονγκ Κονγκ.

    3.1.2.   Landsbankinn

    (62)

    Ο διάδοχος της Landsbanki, η Landsbankinn, είναι μια τράπεζα γενικών υπηρεσιών που παρέχει πλήρες σύνολο χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών σε ιδιώτες, νοικοκυριά, εταιρείες και επαγγελματίες επενδυτές στην Ισλανδία και είναι η μεγαλύτερη τράπεζα της Ισλανδίας. Τα συνολικά περιουσιακά στοιχεία της ανέρχονταν στα τέλη του 2011 σε 1135 δισεκατ. ISK και έχει προσωπικό 1142 εργαζομένων. Σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης, η Landsbankinn δραστηριοποιείται κυρίως στους ακόλουθους τομείς:

    3.1.2.1.   Λιανική τραπεζική

    (63)

    Το τμήμα λιανικής τραπεζικής χειρίζεται όλες τις γενικές υπηρεσίες προς ιδιώτες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Το τμήμα αυτό είναι το μεγαλύτερο της τράπεζας, με προσωπικό 520 ατόμων, εκ των οποίων οι 410 εργάζονται εκτός των διαφόρων υποκαταστημάτων. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έδωσαν οι ισλανδικές αρχές, η Landsbankinn κατέχει μερίδιο αγοράς [> του 25] % στον τομέα των λιανικών υπηρεσιών.

    3.1.2.2.   Εταιρική τραπεζική

    (64)

    Η εταιρική τραπεζική ασχολείται με μεγάλες εταιρείες και δήμους και τη χρηματοδότηση μεγάλων έργων. Τα δάνεια τα χειρίζονται 3 υπηρεσίες στο εσωτερικό του τμήματος εταιρικής τραπεζικής: βιομηχανία, εμπόριο και υπηρεσίες, αλιεία και υδατοκαλλιέργεια και κατασκευές και γενική διαχείριση πιστώσεων. Το τμήμα έχει προσωπικό 40 ατόμων. Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπέβαλαν οι ισλανδικές αρχές, η Landsbankinn κατέχει μερίδιο αγοράς [> του 30] % σε αυτό το τμήμα της αγοράς.

    3.1.2.3.   Αγορές, διαχείριση κεφαλαίων και περιουσιακών στοιχείων

    (65)

    Το τμήμα διαχείρισης κεφαλαίων είναι υπεύθυνο για τη ρευστότητα και τη χρηματοδότηση της τράπεζας, διαχειρίζεται τον κίνδυνο αγορών, τις αγορές σε ξένο συνάλλαγμα («FX»), τις χρηματαγορές και εισηγμένους τίτλους. Το τμήμα αγορών χειρίζεται τις πωλήσεις σε συνάλλαγμα και ασκεί δραστηριότητες διαμεσολάβησης σε πράξεις επί τίτλων, συμμετοχών και παράγωγων σε επαγγελματίες πελάτες.

    (66)

    Η διαχείριση στοιχείων ενεργητικού αποτελείται από τρία σκέλη: διαχείριση στοιχείων ενεργητικού τρίτων, ιδιωτική τραπεζική και υπηρεσίες χρηματοοικονομικών συμβουλών.

    3.2.   Σύγκριση της παλαιάς και της νέας τράπεζας

    (67)

    Οι ισλανδικές αρχές έχουν υποβάλει ανασκόπηση των θεμελιωδών αλλαγών που έχουν ήδη επέλθει και τις οποίες η Αρχή θεωρεί συναφείς για την τρέχουσα εκτίμησή της.

    (68)

    Όπως αναφέρεται ανωτέρω, η επιχειρηματική στρατηγική της Landsbanki συνεπάγεται επέκταση της δραστηριότητάς της διεθνώς και από το 2004 ο κύριος στόχος της τράπεζας ήταν να αναπτυχθεί σε διεθνείς επενδύσεις και στις αγορές εταιρικής τραπεζικής με εστίαση στην παροχή υπηρεσιών σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Το 2005 άνοιξε υποκατάστημα στο Λονδίνο που εστιαζόταν αρχικά στη μόχλευση χρηματοδότησης και περιουσιακών στοιχείων βάσει δανείων. Στη συνέχεια άνοιξαν υποκαταστήματα στον Καναδά, τη Φινλανδία και τη Νορβηγία και γραφείο πωλήσεων στο Χονγκ Κονγκ, τα οποία αρχικά εστιάζονταν σε χορηγήσεις δανείων βάσει περιουσιακών στοιχείων και χρηματοδότηση εμπορικών συναλλαγών. Σκοπός αυτής της στρατηγικής (28) ήταν η διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου δανείων σε διάφορες χώρες και τομείς. Λόγω αυτής της στρατηγικής, η χορήγηση δανείων σε μη ισλανδικές εταιρείες αντιπροσώπευε ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο των δραστηριοτήτων της τράπεζας. Το μισό σχεδόν προσωπικό των 2 644 ατόμων που απασχολούσαν η Landsbanki και οι θυγατρικές της τον Σεπτέμβριο του 2008 ήταν εκτός Ισλανδίας.

    Διάγραμμα 1:

    Κατανομή στοιχείων ενεργητικού ανά περιοχή — Q1 και Q2 2008

    Image

    (69)

    Σε γεωγραφική βάση, το 54 % των συνολικών στοιχείων ενεργητικού (από τις 3.970 δισεκατ. ISK για Q1-Q2 το 2008), όπως δείχνει το διάγραμμα ανωτέρω, βρίσκονταν εκτός Ισλανδίας. Επιπλέον, το 41 % των εσόδων το πρώτο εξάμηνο του 2008 προερχόταν από την Ισλανδία, το 34 % από το ΗΒ και την Ιρλανδία, το 6 % από το Λουξεμβούργο και το 15 % από άλλες περιοχές.

    (70)

    Το κατωτέρω διάγραμμα δείχνει ότι, το πρώτο εξάμηνο του 2008 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για την τράπεζα), το μεγαλύτερο μέρος των προ φόρων κερδών της Landsbanki, ύψους 31 δισεκατ. ISK προέρχονταν από την επενδυτική τραπεζική και την εταιρική τραπεζική. Κατά τα έτη μετά την ιδιωτικοποίηση της τράπεζας (το 2002), το μερίδιο των προ φόρων κερδών από τη λιανική τραπεζική παρουσίασε σταδιακή μείωση.

    Διάγραμμα 2:

    Κατανομή κερδών ανά τομέα δραστηριότητας — Q1 και Q2 το 2008

    Image

    (71)

    Η νέα τράπεζα, η Landsbankinn εστιάζεται αποκλειστικά σε δραστηριότητες στην Ισλανδία. Δεν έχει διεθνή προσανατολισμό όπως η προκάτοχός της και, σε αντίθεση με την Landsbanki, η ανάπτυξη της οποίας βασιζόταν σε ποικίλα μέσα χρηματοδότησης, με πολύ υψηλό βαθμό εξάρτησης από μη εξασφαλισμένους τίτλους που πωλούνται στη διεθνή αγορά, έχει, κατά κύριο λόγο, ως βάση χρηματοδότησης τις καταθέσεις. Αυτό περιορίζει την αναπτυξιακή δυναμική της Landsbankinn.

    (72)

    Επιπλέον, ο διαχωρισμός ανάμεσα στα αλλοδαπά και εγχώρια στοιχεία ενεργητικού επέφερε σημαντική μείωση του μεγέθους του ισολογισμού της Landsbankinn σε σύγκριση με την Landsbanki:

    Πίνακας 1

    Ισολογισμός Landsbanki (LBI) και Landsbankinn

    Σύγκριση ισολογισμού LBI και Landsbankinn (εκατ. ISK)

    30.6.2008

    9.10.2008

    Δάνεια και προκαταβολές σε πελάτες

    2 571 470

    655 725

    Δάνεια και προκαταβολές σε χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς

    337 003

    5 291

    (73)

    Όπως φαίνεται ανωτέρω με αναφορά στα δύο σημαντικότερα στοιχεία από την πλευρά του ενεργητικού, ο ισολογισμός ανοίγματος της Landsbankinn ανερχόταν μόνο στο 25 % του ισολογισμού της Landsbanki στις 30.06.2008. Στα τέλη του 2011, το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού της Landsbankinn ανερχόταν σε 1.135 δισεκατ. ISK.

    (74)

    Όσον αφορά το προσωπικό, υπήρξε μείωση σε ποσοστό άνω του 55 % (από 2 644 σε 1 142 απασχολούμενους).

    3.3.   Εθνική νομική βάση για το μέτρο ενίσχυσης

    Νόμος αριθ. 125/2008 για την Αρχή εκταμιεύσεων του Δημόσιου Ταμείου λόγω έκτακτων περιστάσεων στη χρηματοπιστωτική αγορά κ.λπ., που συνήθως αναφέρεται ως νόμος περί εκτάκτων περιστάσεων

    (75)

    Ο νόμος περί εκτάκτων περιστάσεων έδωσε στην FME την εξουσία να παρεμβαίνει «σε ακραίες καταστάσεις» και να αναλαμβάνει εξουσίες συνελεύσεων μετόχων χρηματοπιστωτικών οργανισμών και συνεδριάσεων διοικητικών συμβουλίων και να αποφασίζει τη διάθεση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού τους. Επίσης, η FME εξουσιοδοτήθηκε να διορίζει επιτροπές εξυγίανσης χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων που είχε εξαγοράσει, οι οποίες κατείχαν εξουσίες συνελεύσεων μετόχων. Κατά τη λύση και εκκαθάριση των οργανισμών, ο νόμος δίνει προτεραιότητα σε αθετήσεις καταθετών και σε καθεστώτα εγγύησης καταθέσεων. Ο νόμος εξουσιοδότησε επίσης το Υπουργείο Οικονομίας της Ισλανδίας να ιδρύσει νέες τράπεζες. Ο νόμος περί εκτάκτων περιστάσεων περιέχει τροποποιήσεις του νόμου για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες αριθ. 161/2002, του νόμου για την επίσημη εποπτεία χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων αριθ. 87/1998, του νόμου για τις εγγυήσεις των καταθέσεων και του καθεστώτος αποζημίωσης επενδυτών αριθ. 98/1999, και του νόμου για στεγαστικά θέματα αριθ. 44/1998.

    3.4.   Τα μέτρα ενίσχυσης

    (76)

    Η παρέμβαση των ισλανδικών αρχών μετά τη χρεοκοπία της Landsbanki περιγράφεται ανωτέρω και παρατέθηκε αναλυτικότερα στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας. Η ουσία των παρεμβάσεων μπορεί να συνοψισθεί ως ακολούθως:

    (77)

    Η FME ανέλαβε τον έλεγχο της Landsbanki στις 7 Οκτωβρίου 2008 και οι εγχώριες υποχρεώσεις και τα «περισσότερα» εγχώρια στοιχεία ενεργητικού μεταβιβάστηκαν στη νέα Landsbanki στις 9 Οκτωβρίου 2008. Η ακίνητη περιουσία της παλαιάς τράπεζας και οι πιστωτές της θα αποζημιώνονταν για τη μεταβίβαση με την είσπραξη του ποσού της διαφοράς ανάμεσα στα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού. Επειδή, ο προσδιορισμός αυτής της διαφοράς αποδείχθηκε δύσκολος και χρονοβόρος, ωστόσο, το κράτος χορήγησε ένα αρχικό κεφάλαιο και δεσμεύτηκε να εισφέρει πρόσθετο κεφάλαιο, εάν ήταν αναγκαίο. Στις 15 Δεκεμβρίου 2009, συνάφθηκε συμφωνία μεταξύ του κράτους και των πιστωτών της παλαιάς τράπεζας, σύμφωνα με την οποία το κράτος απέκτησε συμμετοχή 81,33 % στην τράπεζα (πραγματοποιώντας εισφορά κεφαλαίου 121,225 δισεκατ. ISK), ενώ οι πιστωτές της Landsbanki πραγματοποίησαν εγγραφή για το 18,67 % των νέων μετοχών. Η αποζημίωση των πιστωτών για τα μεταβιβασθέντα στοιχεία ενεργητικού εξαρτάται, με βάση τη συμφωνία μεταξύ του κράτους και των πιστωτών, κυρίως σε υπό αίρεση μετατρέψιμο ομόλογο, που περιγράφεται διεξοδικότερα κατωτέρω. Η αρχή θεωρεί ότι η ημερομηνία σύναψης της συμφωνάς, η 15η Δεκεμβρίου 2009, σηματοδοτεί την έναρξη της πενταετούς περιόδου αναδιάρθρωσης η οποία θα διαρκέσει έως τις 15 Δεκεμβρίου 2014.

    (78)

    Η επόμενη ενότητα περιορίζεται στην περιγραφή των στοιχείων της παρέμβασης του κράτους τα οποία συνιστούν μέτρα που έχουν συνάφεια για την εκτίμηση βάσει του άρθρου 61 της συμφωνίας ΕΟΧ.

    3.4.1.   Κεφάλαιο κατηγορίας Ι

    (79)

    Το κράτος χορήγησε δύο φορές κεφάλαια κατηγορίας Ι, την πρώτη φορά όταν συστάθηκε η νέα Landsbanki το 2008 και εκ νέου όταν ανακεφαλαιοποιήθηκε πλήρως η τράπεζα το 2009, μετά από επίτευξη συμφωνίας με τους πιστωτές της παλαιάς τράπεζας.

    3.4.1.1.   Αρχικό κεφάλαιο

    (80)

    Το κράτος χορήγησε στη νέα τράπεζα ποσό 775 εκατ. ISK (29) (5 εκατ. ευρώ) σε μετρητά ως αρχικό κεφάλαιο. Επιπλέον, ανέλαβε δέσμευση να εισφέρει ποσό έως 200 δισεκατ. ISK για τη νέα τράπεζα για το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου της. Το ποσό αυτό υπολογίστηκε ως ποσοστό 10 % της αρχικής εκτίμησης του πιθανού μεγέθους των συνολικών σταθμισμένων βάσει κινδύνων στοιχείων ενεργητικού της τράπεζας και εγγράφηκε επίσημα στον κρατικό προϋπολογισμό για το έτος 2009 ως χορήγηση κρατικών πόρων για την αντιμετώπιση έκτακτων περιστάσεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Σκοπός αυτής της εισφοράς κεφαλαίου ήταν να παρασχεθεί επαρκής εγγύηση για τη λειτουργικότητα της τράπεζας μέχρι να επιλυθούν τα ζητήματα που συνδέονται με την τελική ανακεφαλαιοποίησή της, όπως το μέγεθος των αρχικών υπολοίπων της και ο υπολογισμός της αποζημίωσης που θα καταβαλλόταν στην παλαιά τράπεζα για τα μεταβιβασθέντα στοιχεία ενεργητικού.

    3.4.1.2.   Η τελική κεφαλαιοποίηση της Landsbankinn

    (81)

    Στις 20 Ιουλίου 2009, η ισλανδική κυβέρνηση ανήγγειλε ότι είχε καθορίσει τη βάση για την κεφαλαιοποίηση της Landsbankinn και κατέληξε σε συμφωνία για τον τρόπο αποζημίωσης των παλαιών τραπεζών για τη μεταβίβαση καθαρών στοιχείων ενεργητικού. Ανήγγειλε επίσης ότι το κράτος θα ανακεφαλαίωνε τη νέα τράπεζα. Η τελική συμφωνία για την κεφαλαιοποίηση επιτεύχθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2009 (τελικά με συνολικό ποσό 150 δισεκατ. ISK, εκ των οποίων το κράτος διέθεσε τα 121,225 δισεκατ. ISK), όταν επιτεύχθηκε η συμφωνία για την αποζημίωση των πιστωτών για την καθαρή αξία των στοιχείων ενεργητικού και των υποχρεώσεων που μεταβιβάστηκαν στη Landsbankinn. Όπως περιγράφεται ανωτέρω, οι επιβληθείσες από την FME κεφαλαιακές απαιτήσεις όριζαν ότι η Landsbankinn θα έπρεπε να κατέχει ποσοστό τουλάχιστον 12 % βασικού κεφαλαίου κατηγορίας Ι (30) και 4 % πρόσθετο κεφάλαιο κατηγορίας ΙΙ ως αναλογία σταθμισμένων κατά τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού. Κατά την επίσημη κεφαλαιοποίηση της Landsbankinn στις 20 Ιανουαρίου 2010, ο δείκτης βασικών κεφαλαίων κατηγορίας Ι της τράπεζας ήταν περίπου 15 %. Η FME χορήγησε προσωρινή απαλλαγή από τη (συνολική) απαίτηση 16 %, υπό την προϋπόθεση της υποβολής αποδεκτού σχεδίου που παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο θα επιτυγχανόταν το συνολικό ποσό. Τον Ιούνιο του 2010, η τράπεζα δήλωσε ότι τα βασικά κεφάλαιά της κατηγορίας Ι υπερέβαιναν το 16 % και ότι, σε αυτή τη βάση, η FME χορήγησε μόνιμη απαλλαγή στη Landsbankinn από την απαίτηση να κατέχει κεφάλαιο κατηγορίας ΙΙ για όσο διάστημα το βασικό κεφάλαιό της κατηγορίας Ι παραμένει σε επίπεδο άνω του 16 %.

    (82)

    Η συμφωνία αυτή ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιας και περίπλοκης διαδικασίας διαπραγμάτευσης που κατέληξε σε συμφωνία μεταξύ των μερών για τους βασικούς όρους στις 10 Οκτωβρίου 2009 και όρισε αναλυτικότερα τους όρους σε σχέση με τα χρεόγραφα στις 20 Νοεμβρίου 2009. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκαν διάφορες συσκέψεις και συζητήσεις μεταξύ των μερών κατά τη διάρκεια των οποίων τροποποιήθηκαν οι βασικοί όροι με βάση την τεκμηρίωση. Η συνακόλουθη συμφωνία περιλαμβάνει την έκδοση τριών ομολόγων σε ευρώ, στερλίνες και δολάρια ΗΠΑ, αντίστοιχα, με συνολικό αρχικό ποσό ισοδύναμο με 260 δισεκατ. ISK, και περιλαμβάνει επίσης τη Landsbanki (ή τους μετόχους της παλαιάς τράπεζας) αποκτώντας αρχική (και εν δυνάμει προσωρινή) συμμετοχή 18,67 % στη Landsbankinn (31).

    (83)

    Επιπλέον, λόγω της σημαντικής αβεβαιότητας ως προς την αξία των μεταβιβασθέντων στοιχείων ενεργητικού, η Landsbankinn συμφώνησε να εκδώσει στη Landsbanki εξαρτημένο ομόλογο (που συνδέεται με τη συμμετοχή της στο μετοχικό κεφάλαιο), το αρχικό ποσό του οποίου δεν θα καθοριστεί έως ή μετά τις 31 Μαρτίου 2013. Μετά τον καθορισμό του αρχικού ποσού του εξαρτημένου ομολόγου, το σύνολο ή μέρος της συμμετοχής της Landsbanki μπορεί να εκχωρηθεί στην ισλανδική κυβέρνηση (32).

    3.4.2.   Εγγύηση καταθέσεων

    (84)

    Για να τηρήσει τις διατάξεις της οδηγίας 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997, σχετικά με τα καθεστώτα αποζημίωσης επενδυτών (33), και της οδηγίας 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, σχετικά με τα καθεστώτα εγγύησης καταθέσεων (34), η Ισλανδία εξέδωσε τον νόμο αριθ. 98/1999 για την εγγύηση των καταθέσεων και το καθεστώς αποζημίωσης επενδυτών και, στη συνέχεια, συγκρότησε το αποκαλούμενο ταμείο εγγυήσεων καταθετών και επενδυτών («TIF»), το οποίο χρηματοδοτείται με ετήσιες συνεισφορές των τραπεζών που υπολογίζονται με βάση τις συνολικές καταθέσεις αυτής της τράπεζας.

    (85)

    Σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές, και για να δοθούν πρόσθετες διασφαλίσεις και να καθησυχαστεί η κοινή γνώμη σχετικά με την ασφάλεια των καταθέσεων, όταν ξέσπασε η κρίση, τα μέτρα διάσωσης της τράπεζας που έλαβε η ισλανδική κυβέρνηση το φθινόπωρο του 2008 συνεπάγονταν επίσης πρόσθετη στήριξη από το κράτος των καταθέσεων σε εγχώριες εμπορικές τράπεζες και ταμιευτήρια, εκτός του πεδίου του νόμου αριθ. 98/1999 για την εφαρμογή της οδηγίας 94/19/ΕΚ σχετικά με την εγγύηση των καταθέσεων και της οδηγίας 97/9/ΕΚ για την αποζημίωση των επενδυτών.

    (86)

    Ανακοίνωση του Γραφείου του πρωθυπουργού της 6ης Οκτωβρίου 2008 ανέφερε ότι «η κυβέρνηση της Ισλανδίας τονίζει ότι οι καταθέσεις σε εγχώριες εμπορικές τράπεζες και ταμιευτήρια και τα υποκαταστήματά τους στην Ισλανδία είναι πλήρως εγγυημένες» (35). Η αναγγελία αυτή στη συνέχεια επαναλήφθηκε από το Γραφείο του νυν πρωθυπουργού, τον Φεβρουάριο και τον Δεκέμβριο του 2009 (36). Επιπλέον, υπήρξε αναφορά σε επιστολή προθέσεων που απέστειλε η ισλανδική κυβέρνηση στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (και δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο του Υπουργείου Οικονομικών και του ΔΝΤ) στις 7 Απριλίου 2010 (και επαναλήφθηκε σε άλλη επιστολή προθέσεων της 13ης Σεπτεμβρίου 2010). Η επιστολή (την οποία υπέγραψαν ο Ισλανδός πρωθυπουργός, ο υπουργός Οικονομίας, ο υπουργός Οικονομικών και ο Διοικητής της CBI) αναφέρει ότι «επί του παρόντος, εμμένουμε στη δέσμευσή μας να προστατεύσουμε εξ ολοκλήρου τους καταθέτες, αλλά όταν διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα θα σχεδιάσουμε τη σταδιακή άρση αυτής της καθολικής εγγύησης» (37). Επιπλέον, στο τμήμα του νομοσχεδίου για τον προϋπολογισμό του 2011 αναφορικά με τις κρατικές εγγυήσεις, μια υποσημείωση παραπέμπει στη δήλωση της ισλανδικής κυβέρνησης ότι οι καταθέσεις στις ισλανδικές τράπεζες είναι προστατευμένες με κρατική εγγύηση (38).

    (87)

    Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται σε πρόσφατη δήλωση του νυν Υπουργού Οικονομικών και πρώην Υπουργού Οικονομίας (2009-2011), Steingrímur Sigfússon, σε συζήτηση στο ισλανδικό κοινοβούλιο σχετικά με το κόστος που αναλαμβάνει η κυβέρνηση για την εξαγορά από την Landsbankinn του ταμιευτηρίου SpKef. Σύμφωνα με τον Υπουργό, όσον αφορά αυτό το θέμα, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η δήλωση του κράτους το φθινόπωρο του 2012 ότι όλες οι καταθέσεις στα ταμιευτήρια και τις εμπορικές τράπεζες θα ήταν ασφαλείς και προστατευμένες. «Οι εργασίες έκτοτε βασίζονται, σε όλες τις περιπτώσεις, σε αυτή τη δήλωση και, δυστυχώς, αληθεύει ότι αυτό (δηλαδή οι οφειλόμενες πληρωμές στο SpKef) θα είναι ένα από τους μεγαλύτερους λογαριασμούς που θα αναλάβει απευθείας το κράτος ως κόστος για τη διασφάλιση των καταθέσεων όλων των κατοίκων του Suðurnes ... και όλων των πελατών του SpKef στα West Fjords και στη Δυτική και Βορειοδυτική περιοχή ... Υποθέτω πώς κανένας δεν σκέφθηκε ότι οι κάτοχοι καταθέσεων σε αυτές τις περιοχές θα είχαν διαφορετική μεταχείριση από άλλους κατοίκους και, συνεπώς, το κράτος δεν είχε κάποια άλλη εναλλακτική επιλογή γι' αυτό το θέμα» (39).

    (88)

    Σύμφωνα με την ισλανδική κυβέρνηση, η πρόσθετη εγγύηση καταθέσεων θα αρθεί πριν την πλήρη κατάργηση του ελέγχου κεφαλαίων η οποία, σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές, προβλέπεται να τεθεί σε εφαρμογή στα τέλη του 2013.

    3.4.3.   Διάσωση και μεταβίβαση δραστηριοτήτων από την Spkef στην Landsbankinn

    (89)

    Τον Μάρτιο του 2009, η κεφαλαιακή θέση της Keflavik Savings Bank υπολείπονταν του ελάχιστου απαιτούμενου. Σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές, αυτό προκλήθηκε εν μέρει από τις δευτερογενείς επιπτώσεις της χρηματοπιστωτικής αναταραχής που περιγράφεται ανωτέρω και επίσης από την εξαιρετικά έντονη επίπτωση της οικονομικής κρίσης στις περιοχές στις οποίες δραστηριοποιούνταν η τράπεζα.

    (90)

    Η τράπεζα αυτή πρόσφερε λογαριασμούς ταμιευτηρίου και δάνεια σε πελάτες λιανικής και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Είχε επίσης προσφέρει υπηρεσίες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και διαμεσολάβησης σε πράξεις επί τίτλων εκτός από τις παραδοσιακές χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, όπως οι πληρωμές, οι υπηρεσίες είσπραξης, τραπεζικές υπηρεσίες σε στεγαστικές ενώσεις, ιδιωτική τραπεζική, ηλεκτρονικές τραπεζικές υπηρεσίες και υπηρεσίες ΑΤΜ. Η έδρα της βρίσκεται στο Keflavik και η τράπεζα διαθέτει 16 υποκαταστήματα στις περιοχές Suðurnes Area, West Fjords, Hvammstangi και Ólafsvik. Η τράπεζα κατείχε μερίδιο αγοράς περίπου 3 % στις συνολικές καταθέσεις σε χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς της Ισλανδίας.

    (91)

    Όταν ο δείκτης CAD μειώθηκε σε επίπεδο κατώτερο από το ελάχιστο απαιτούμενο, η FME χορήγησε στην τράπεζα επανειλημμένες παρατάσεις για την αναδιοργάνωση των οικονομικών της σε συνεργασία με τους πιστωτές της και να αυξήσει την κεφαλαιακή της βάση στο ελάχιστο του 16 %. Η τελευταία προθεσμία για την αύξηση της κεφαλαιακής βάσης της Keflavik Savings Bank έληξε στις 21 Απριλίου 2010. Σε επιστολή της 22ας Απριλίου 2010, η Keflavik Savings Bank ενημέρωσε την FME ότι ορισμένοι πιστωτές του ταμιευτηρίου είχαν απορρίψει προτάσεις αναδιοργάνωσης και, δεδομένης της κατάστασης της τράπεζας την περίοδο εκείνη, ζητήθηκε από την FME να αναλάβει τις δραστηριότητες της τράπεζας.

    (92)

    Την επομένη, ο υπουργός Οικονομίας ίδρυσε μια νέα χρηματοπιστωτική επιχείρηση, την Spkef, η οποία εξαγόρασε τις δραστηριότητες της Keflavik Savings Bank, σύμφωνα με απόφαση της FME. Οι καταθέσεις, μέρος των άλλων υποχρεώσεων και το μεγαλύτερο μέρος των περιουσιακών στοιχείων του ταμιευτηρίου μεταβιβάστηκαν στη νέα επιχείρηση η οποία τέθηκε σε λειτουργία αμέσως.

    (93)

    Αρχικά, σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές, υπήρχε πρόθεση να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα της Spkef με εισφορά κεφαλαίου, ώστε να καταστεί βιώσιμη σε αυτόνομη βάση. Εντούτοις, τον Φεβρουάριο του 2011, και μετά την περαιτέρω επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών στις περιοχές στις οποίες δραστηριοποιούνταν η Spkef, τα όργανα διοίκησης της Spkef υπολόγισαν τη διαφορά στις αντίστοιχες αξίες καταθέσεων και στοιχείων ενεργητικού σε 11,2 δισεκατ. ISK, που σήμαινε ότι απαιτούνταν ποσό 19,4 δισεκατ. ISK για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της FME ως προς τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (δείκτης CAD). Σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές, η εκτίμηση αυτή ήταν πολύ δυσμενέστερη από τις προηγούμενες εκτιμήσεις και εξετάστηκαν, κατά συνέπεια, άλλα λιγότερο δαπανηρά μέσα για να διορθωθεί η κατάσταση.

    (94)

    Στις 5 Μαρτίου 2011, υπήρξε συμφωνία μεταξύ της Landsbankinn και των ισλανδικών αρχών βάσει των οποίων οι πράξεις, τα στοιχεία ενεργητικού και οι υποχρεώσεις της Spkef θα συγχωνεύονταν με τη Landsbankinn. Σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές, αυτό κρίθηκε ότι ήταν ο καλύτερος τρόπος δράσης για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και των συμφερόντων των πελατών, των πιστωτών και του ισλανδικού κράτους, εφόσον ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας της Landsbankinn ήταν επαρκής για την εξαγορά της Spkef χωρίς να υπάρχει ανάγκη πρόσθετης συνεισφοράς του κράτους. Οι ισλανδικές αρχές υποστηρίζουν ότι η αντιστάθμιση της αρνητικής θέσης (έναντι των δεσμεύσεων σε καταθέσεις) της Spkef ήταν σε κάθε περίπτωση αναγκαία λόγω της εγγύησης των καταθέσεων. Συνεπώς, η συμφωνία για την εξαγορά μεταξύ της Landsbankinn και του ισλανδικού κράτους συνεπαγόταν δέσμευση του κράτους να αντισταθμίσει την αρνητική θέση της Spkef. Περιλήφθηκε ειδικός μηχανισμός για τον προσδιορισμό αυτής της διαφοράς, και κατά συνέπεια του εύρους της υποχρέωσης του κράτους, σύμφωνα με την οποία, ελλείψει αμοιβαία συμφωνημένου αποτελέσματος της διαδικασίας αποτίμησης η διαιτησία θα ασκούνταν από επιτροπή ανάθεσης συμβάσεων.

    (95)

    Επειδή τα μέρη της συμφωνίας δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν για τη διαφορά ανάμεσα στα μεταβιβασθέντα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις, αυτό το καθήκον ανατέθηκε στην επιτροπή διαιτησίας. Στις 8 Ιουνίου 2012, ολοκλήρωσε το έργο της και αποφασίστηκε ότι η οφειλόμενη αποζημίωση της Landsbankinn μετά την ανάληψη των καταθέσεων και των περιουσιακών στοιχείων της Spkef ανέρχεται σε 19,2 δισεκατ. ISK (40). Σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές, ο διακανονισμός θα πραγματοποιηθεί υπό μορφή γραμματίων του δημοσίου.

    3.4.4.   Η διάσωση και εξαγορά της Sparisjodur Svarfdaela

    (96)

    Όσον αφορά τη Sparisjodur Svarfdaela, τα γεγονότα μέχρι τον Απρίλιο του 2011 που περιγράφουν τις χρηματοπιστωτικές δυσκολίες της και την παρέμβαση του ισλανδικού κράτους παρατίθενται στις αποφάσεις για τα ταμιευτήρια που αναφέρονται ανωτέρω. Η συνακόλουθη εξαγορά από την Landsbankinn περιγράφηκε και εγκρίθηκε από την αρχή στην προαναφερθείσα απόφαση για την SpSv.

    (97)

    Η ισλανδική κυβέρνηση χορήγησε κρατική ενίσχυση στη SpSv με την έκδοση δανείου μειωμένης εξασφάλισης τον Απρίλιο του 2011 καθώς και με τον διακανονισμό απαιτήσεων της CBI έναντι της SpSv. Οι απαιτήσεις αυτές μετατράπηκαν σε εγγυημένο κεφάλαιο που μεταβιβάστηκε στην Icelandic State Financial Investments («ISFI»). Αυτά τα μέτρα διάσωσης κρίθηκαν προσωρινά συμβιβάσιμα με τη συμφωνία ΕΟΧ βάσει των αποφάσεων για τα ταμιευτήρια, με την επιφύλαξη της υποβολής σχεδίου αναδιάρθρωσης της SpSv. Εφόσον η Landsbankinn είχε εξαγοράσει το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού και δραστηριοτήτων της SpSv, που ανέρχονταν περίπου στο 0,311 % των περιουσιακών στοιχείων της Landsbankinn εκείνη την ημερομηνία, η Αρχή θεωρεί ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης της Landsbankinn είναι και σχέδιο αναδιάρθρωσης της συγχωνευθείσας οντότητας.

    3.5.   Το σχέδιο αναδιάρθρωσης

    (98)

    Οι ισλανδικές αρχές υπέβαλαν σχέδιο αναδιάρθρωσης της Landsbankinn στις 31 Μαρτίου 2011. Το σχέδιο τροποποιήθηκε, επικαιροποιήθηκε και υποβλήθηκε εκ νέου από τις ισλανδικές αρχές στις 23 Μαΐου 2012 (εφεξής «σχέδιο αναδιάρθρωσης»).

    (99)

    Το σχέδιο αναδιάρθρωσης εξετάζει τα ουσιαστικά ζητήματα της βιωσιμότητας, του επιμερισμού των επιβαρύνσεων και του περιορισμού των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης, η Landsbankinn θα επικεντρωθεί στη βασική της δραστηριότητα και την αναδιάρθρωση των χαρτοφυλακίων δανείων σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

    (100)

    Όπως προαναφέρθηκε, η Αρχή θεωρεί ότι η περίοδος αναδιάρθρωσης θα διαρκέσει έως την 15η Δεκεμβρίου 2014.

    3.5.1.   Περιγραφή του σχεδίου αναδιάρθρωσης

    (101)

    Οι ισλανδικές αρχές και η τράπεζα θεωρούν ότι η αναδιάρθρωση της Landsbankinn θα διασφαλίσει την αποκατάστασή της ως υγιή, επαρκώς χρηματοδοτούμενη τράπεζα με ασφαλείς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, ώστε να μπορεί να διατηρήσει τον ρόλο της ως χορηγός πιστώσεων στην πραγματική οικονομία. Βάσει των στοιχείων του σχεδίου αναδιάρθρωσης και των απαντήσεων στις ερωτήσεις της Αρχής, αυτό θα επιτευχθεί με τα ακόλουθα μέτρα:

    (i)

    απομόχλευση του ισολογισμού με την εκκαθάριση της παλαιάς τράπεζας και την ίδρυση νέας τράπεζας·

    (ii)

    δημιουργία και διατήρηση ισχυρής κεφαλαιακής θέσης και υγιούς ισολογισμού·

    (iii)

    επίτευξη ικανοποιητικής αποδοτικότητας·

    (iv)

    δημιουργία και διατήρηση ισχυρής ταμειακής κατάστασης·

    (v)

    ολοκλήρωση και αναδιάρθρωση του χαρτοφυλακίου δανείων, τόσο για τα ιδιωτικά νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις·

    (vi)

    βελτίωση της στρατηγικής χρηματοδότησης·

    (vii)

    βελτίωση της οικονομικής αποδοτικότητας·

    (viii)

    βελτίωση της διαχείρισης κινδύνου.

    (102)

    Πριν τη διεξοδικότερη περιγραφή καθενός από τα ανωτέρω σημεία, στη συνέχεια παρουσιάζεται συνοπτικά η άποψη της τράπεζας για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης οι αδυναμίες που συνέβαλαν στην κατάρρευση της Landsbanki. Η τράπεζα ισχυρίζεται ότι, αν και η Landsbankinn βασίζεται στις εγχώριες δραστηριότητες της Landsbanki, είναι μια άλλη τράπεζα.

    (103)

    Οι ισλανδικές αρχές υποστηρίζουν ότι τα ελαττώματα που χαρακτήριζαν την Landsbanki πριν την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος εξετάζονται διεξοδικά στην έκθεση της ειδικής επιτροπής έρευνας, που περιγράφηκαν προηγουμένως. Επιπλέον, η τράπεζα τονίζει ότι η εξαιρετικά ανεπαρκής διαχείριση κινδύνου, η υπερβολική έκθεση, η ασυνήθιστα στενή σχέση μεταξύ ιδιοκτητών και μεγαλύτερων δανειστών, η υπερβολική επέκταση σε υπερβολικά μικρό διάστημα, η έλλειψη εμπειρίας στις παγκόσμιες αγορές, οι χαλαροί κανόνες δανειοδοσίας, η έλλειψη εσωτερικών ελέγχων και η έλλειψη εταιρικού πνεύματος και στρατηγικής ήταν παράγοντες που οδήγησαν στην κατάρρευση. Υποστηρίζει ακόμη ότι έχουν επέλθει σημαντικές αλλαγές στο επιχειρηματικό μοντέλο της τράπεζας από τότε που άρχισε η λειτουργία της Landsbankinn το φθινόπωρο του 2008 και ότι οι προαναφερόμενοι παράγοντες αποτέλεσαν οδηγό για την εφαρμογή της νέας στρατηγικής και διακυβέρνησης της τράπεζας.

    (104)

    Εκτός από τον μακρύ κατάλογο μέτρων αναδιοργάνωσης των διαδικασιών εσωτερικής λειτουργίας και την αντικατάσταση βασικού προσωπικού, οι σημαντικότερες αλλαγές είναι οι ακόλουθες. Μεγαλύτερη έμφαση στις εγχώριες δραστηριότητες, ιδίως τη λιανική τραπεζική και το δίκτυο υποκαταστημάτων, μεγάλη μείωση των δραστηριοτήτων επενδυτικής τραπεζικής, έμφαση στην αναδιάρθρωση του δανείου χαρτοφυλακίων, αναθεωρημένη διαχείριση κινδύνου και μεγαλύτερη σημασία στην εταιρική ευθύνη και συμμόρφωση με αυστηρούς κανόνες δεοντολογίας.

    (105)

    Συνεπώς, ενώ η Landsbankinn όπως και η προκάτοχός της παρέχει ένα ευρύ φάσμα χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στην ισλανδική αγορά, η διαφορά ανάμεσα στις τραπεζικές υπηρεσίες πριν και μετά την κρίση για την Landsbankinn είναι περισσότερο εμφανής στον τρόπο με τον οποίο η τράπεζα ασκεί τη δραστηριότητά της (μέθοδοι, διαδικασίες, τεκμηρίωση, κανόνες και κανονισμοί) παρά στο «τι» υπηρεσία και φάσμα προϊόντων παρέχει στην Ισλανδία.

    (i)   Απομόχλευση του ισολογισμού με την εκκαθάριση της παλαιάς τράπεζας και την ίδρυση μιας νέας τράπεζας

    (106)

    Όπως αναφέρεται ανωτέρω, το μεγαλύτερο μέρος των εγχώριων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων της Landsbanki μεταβιβάστηκαν στην Landsbankinn κατά τη διάρκεια του Οκτωβρίου 2008. Η διαδικασία αυτή είχε ως αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος του γενικού χρέους να παραμείνει στα στοιχεία της Landsbanki και έτσι η Landsbankinn δεν αναπτύχθηκε ποτέ με τον τρόπο που αναπτύχθηκε η Landsbanki. Σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης, αυτό σημαίνει ότι το ζήτημα της απομόχλευσης του ισολογισμού της τράπεζας επιλύθηκε ουσιαστικά ήδη τον Οκτώβριο του 2008.

    (ii)   Δημιουργία και διατήρηση ισχυρής κεφαλαιακής θέσης και ενός υγιούς ισολογισμού

    (107)

    Ως αποτέλεσμα των μέτρων κεφαλαιοποίησης που περιγράφονται ανωτέρω και των εξελίξεων από τη δημιουργία της τράπεζας, ιδίως την επαναξιολόγηση των στοιχείων ενεργητικού (που εξετάζονται διεξοδικότερα στη συνέχεια), η Landsbankinn έχει επιτύχει δείκτες CAD πολύ υψηλότερους από τις κεφαλαιακές απαιτήσεις της FME. Ο δείκτης CAD αυξήθηκε από το 13,0 % στα τέλη του 2008 σε 15,0 % στα τέλη του 2009, 19,5 % στα τέλη του 2010 και 21,4 % στα τέλη του 2011.

    (108)

    Σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης, ο δείκτης αυτός προβλέπεται να αυξηθεί περαιτέρω κατά τη διάρκεια της περιόδου αναδιάρθρωσης και θα υπερβεί το [> 20] % στα τέλη του 2014. Συνεπώς, η Landsbankinn προβλέπει ότι θα παραμείνει σαφώς σε επίπεδα υψηλότερα από τις κεφαλαιακές απαιτήσεις της FME κατά τη διάρκεια της περιόδου αναδιάρθρωσης και μετά […].

    (109)

    Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο ισολογισμός εκτιμάται ότι θα μειωθεί ελαφρά, από περίπου 1135 δισεκατ. ISK σε […] δισεκατ. ISK. Από την πλευρά των στοιχείων ενεργητικού του ισολογισμού, η σημασία των ιδίων κεφαλαίων και συμμετοχικών τίτλων θα παρουσιάσει σημαντική μείωση, πιθανώς λόγω της σχεδιαζόμενης πώλησης των εταιρειών εκμετάλλευσης. Παρομοίως, το ποσό των δανείων σε χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς εκτιμάται ότι θα μειωθεί περίπου κατά […] % έως το 2014. Από την άλλη πλευρά, τα δάνεια σε πελάτες θα αυξηθούν κατά περίπου […] % σε περίπου […] δισεκατ. ISK σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης.

    (110)

    Από την πλευρά των υποχρεώσεων, η σημασία των καταθέσεων θα αυξηθεί (από περίπου 444 δισεκατ. ISK σήμερα σε […] δισεκατ. ISK, ενώ το μερίδιο των εξασφαλισμένων ομολόγων και υποχρεώσεων σε χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και την CBI θα μειωθεί.

    (iii)   Η επίτευξη ικανοποιητικής αποδοτικότητας

    (111)

    Σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης, όπως δείχνει κατωτέρω ο πίνακας 2, η απόδοση ιδίων κεφαλαίων της Landsbankinn είναι ικανοποιητική από το 2009.

    Πίνακας 2

    Προηγούμενη ROE

    (%)

     

    2009

    2010

    2011

    Απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROE) (41)

    9,5

    15,9

    8,8

    Επιπλέον, το σχέδιο αναδιάρθρωσης προβλέπει την ακόλουθη ROE για το υπόλοιπο της περιόδου αναδιάρθρωσης (πίνακας 3).

    Πίνακας 3

    Πρόβλεψη ROE

    (%)

     

    2012

    2013

    2014

    Απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROE)

    [5-15]

    [5-15]

    [5-15]

    (112)

    Η πρόβλεψη αυτή είναι αποτέλεσμα διεξοδικότερου οικονομικού σχεδιασμού στο σχέδιο αναδιάρθρωσης:

    τα λειτουργικά έξοδα θα αυξηθούν από περίπου 30 δισεκατ. ISK σε […] δισεκατ. ISK, ενώ θα πρέπει να παραμείνουν σχετικά σταθερά, κυμαινόμενα περίπου σε […] δισεκατ. ISK ετησίως,

    τα καθαρά έσοδα από τόκους θα κυμανθούν μεταξύ […] και […] δισεκατ. ISK·

    τα έσοδα από αμοιβές και προμήθειες εκτιμάται ότι θα αυξηθούν περίπου κατά […] %, από περίπου 4 δισεκατ. ISK σε […] δισεκατ. ISK,

    το καθαρό περιθώριο επιτοκίου εκτιμάται ότι θα μειωθεί από […] % το 2012 σε […] % το 2014,

    ο αριθμός εργαζομένων εκτιμάται ότι θα μειωθεί περίπου κατά […], από 1158 σε […] εργαζόμενους το 2016,

    ο δείκτης κόστους/εσόδων εκτιμάται ότι θα μειωθεί από 57,2 % το 2011 σε […] % το 2014.

    (113)

    Σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές, η σταθερή επίδοση της Landsbankinn από την ίδρυσή της οφείλεται σε κάποιο βαθμό στο γεγονός ότι στοιχεία ενεργητικού στο χαρτοφυλάκιο δανείων που αγόρασε η τράπεζα από την Landsbanki αυξήθηκε σημαντικά στη συνέχεια. Ενώ αυτά τα κέρδη από αναπροσαρμογή αντισταθμίζονται σε έναν βαθμό από τα εξαρτημένα ομόλογα, η έκπτωση ήταν και θα παραμείνει σημαντικό μέρος των εσόδων της τράπεζας κατά τη διάρκεια της αναδιάρθρωσης του χαρτοφυλακίου δανείων.

    (114)

    Στηρίζοντας την άποψη αυτή, οι ισλανδικές αρχές υπέβαλαν υπολογισμό (πίνακας 4), σύμφωνα με τον οποίο τα ετήσια αποτελέσματα θα ήταν χωρίς την έκπτωση και άλλα «μη τακτικά στοιχεία»

    Πίνακας 4

    Κέρδη χωρίς τα μη τακτικά στοιχεία

     

    7.10.2008 - 31.12.2008

    2009

    2010

    2011

    Προϋπολογι σμός

    2012

    Προϋπολογι σμός

    2013

    Προϋπολογι σμός

    2014

    Προϋπολογι σμός

    2015

    Κέρδη για το έτος

    – 6 936

    14 332

    27 231

    16 957

    […]

    […]

    […]

    […]

    Προσαρμογές αποδοτικότητας:

     

     

     

     

     

     

     

     

    Επανεκτίμηση μεταβιβασθέντων στοιχείων ενεργητικού

     

    – 23 772

    – 49 702

    – 58 489

    […]

    […]

    […]

    […]

    Μεταβολές της εύλογης αξίας υπό αίρεση μετατρέψιμων ομολόγων

     

    10 241

    16 269

    34 316

     

     

     

     

    Αποφάσεις FX

     

    0

    18 158

    40 726

     

     

     

     

    Ίδια κεφάλαια και ομόλογα

     

    – 7 983

    – 7 318

    – 18 017

     

     

     

     

    Κέρδη / ζημίες σε συνάλλαγμα

     

    3 000

    – 14 623

    759

     

     

     

     

    Διακοπή δραστηριοτήτων

     

    – 693

    – 2 769

    – 6 255

     

     

     

     

    Κόστος χρηματοδότησης ιδίων κεφαλαίων

     

    2 804

    1 019

    1 223

     

     

     

     

    Αναπροσαρμοσμένη αποδοτικότητα

     

    – 2 072

    – 11 735

    11 221

    […]

    […]

    […]

    […]

    Αναπροσαρμοσμένη ROE

     

    – 1,4 %

    – 6,9 %

    5,8 %

    [5-10]%

    [5-10]%

    [5-10]%

    [5-10]%

    (115)

    Σύμφωνα με αυτά τα δεδομένα, η τράπεζα εξακολούθησε να παρουσιάζει σχέδια από το 2010 και μετά και θα παρουσίαζε κέρδη στο υπόλοιπο της περιόδου αναδιάρθρωσης ακόμη και χωρίς την έκπτωση (42).

    (iv)   Δημιουργία και διατήρηση ισχυρής ταμειακής κατάστασης

    (116)

    Όσον αφορά τη ρευστότητα, η FME απαιτεί τα μετρητά ή παρόμοια στοιχεία ενεργητικού να ανέρχονται στο 5 % των καταθέσεων και οι τράπεζες πρέπει να είναι σε θέση να αντέχουν στιγμιαία ανάληψη καταθέσεων 20 %. Επιπλέον, η κεντρική τράπεζα της Ισλανδίας ορίζει κανόνες για τη ρευστότητα των πιστωτικών οργανισμών (43), σύμφωνα με την οποία τα ρευστά διαθέσιμα των πιστωτικών ιδρυμάτων και οι υποχρεώσεις κατατάσσονται σύμφωνα με τον τύπο και τη λήξη και τη στάθμιση σύμφωνα με τον κίνδυνο. Οι πιστωτικοί οργανισμοί πρέπει να διαθέτουν ρευστά διαθέσιμα που υπερβαίνουν τις υποχρεώσεις των επόμενων τριών μηνών. Οι κανόνες επιβάλλουν επίσης τη διενέργεια προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων κατά την οποία εφαρμόζεται έκπτωση σε διάφορα στοιχεία του ιδίου κεφαλαίου, αλλά τεκμαίρεται, αφενός, ότι όλες οι υποχρεώσεις πρέπει να καταβάλλονται κατά τη λήξη και, αφετέρου, ότι τμήμα άλλων υποχρεώσεων, όπως οι καταθέσεις πρέπει να καταβάλλεται με σύντομη ειδοποίηση ή καμία ειδοποίηση. Σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές, η Landsbankinn τηρεί τους ανωτέρω κανόνες. Πράγματι, σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης, κατέχει σήμερα ρευστά διαθέσιμα 42,5 % έναντι των συνολικών καταθέσεων.

    (117)

    Επιπλέον, σύμφωνα με την ισλανδική κυβέρνηση, η Landsbankinn έχει μεταβάλει πρόσφατα την πολιτική της όσον αφορά τη ρευστότητα για να παρακολουθεί και να διασφαλίζει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις Βασιλεία ΙΙΙ. Σήμερα το ποσοστό κάλυψης της ρευστότητάς της (LCR) είναι […] %.

    (118)

    Η επίπτωση στην ταμειακή κατάσταση της τράπεζας σε περίπτωση ακραίων καταστάσεων, όπως η άμεση άρση των κεφαλαιακών ελέγχων, περιγράφεται αναλυτικότερα στη συνέχεια.

    (v)   Ολοκλήρωση της αναδιάρθρωσης του χαρτοφυλακίου δανείων, τόσο για ιδιωτικά νοικοκυριά όσο και για επιχειρήσεις

    (119)

    Πριν την εκδήλωση των χρηματοπιστωτικών κρίσεων το 2008, τόσο οι ιδιώτες όσο και οι εμπορικοί πελάτες της τράπεζας είχαν υψηλό επίπεδο χρέους. Όταν η οικονομία και, ιδίως οι τιμές των ακινήτων σημείωσαν πτώση με την εκδήλωση της κρίσης, αιφνιδίως οι υπερχρεωμένοι πελάτες δεν μπορούσαν σε αρκετές περιπτώσεις να εξυπηρετήσουν πλέον το χρέος τους και παρουσίαζαν αρνητικό ίδιο κεφάλαιο. Εκτός από τον γενικό κίνδυνο για την οικονομική ευημερία της Ισλανδίας, η αιφνίδια υποβάθμιση του χαρτοφυλακίου δανείων της τράπεζας κατέστη μείζων κίνδυνος για τη μελλοντική βιωσιμότητα της τράπεζας. Για τον λόγο αυτό, η αναδιάρθρωση των χαρτοφυλακίων των ιδιωτικών και εμπορικών δανείων (απομόχλευση), όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης, αποτελεί πλέον προτεραιότητα για την Landsbankinn.

    (120)

    Σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές, η Landsbankinn έχει εκπονήσει ειδικά προγράμματα ελάφρυνσης χρέους και συνεργάζεται με το κράτος και άλλες τράπεζες στο επίπεδο γενικών μέτρων ελάφρυνσης του χρέους (π.χ. η αναπροσαρμογή υποθήκης 110 %) (44).

    (121)

    Έως τις 30 Μαρτίου 2012, η χρηματοπιστωτική αναδιάρθρωση ποσοστού άνω του 75 % των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων με υποχρεώσεις έναντι της τράπεζας που υπερβαίνουν τα 100 εκατ. ISK και σε ποσοστό άνω του 75 % του συνολικού χρέους έχει αναδιαρθρωθεί. Το σχέδιο αναδιάρθρωσης λαμβάνει ως παραδοχή ότι έως τα τέλη του 2012 το ποσοστό αυτό θα έχει αυξηθεί σε 92 %. Επιπλέον, τα δάνεια που έχουν ήδη αναδιαρθρωθεί είναι σε μεγάλο βαθμό εξυπηρετούμενα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι μόνο το 2,6 % της συνολικής αξίας των δανείων εταιρειών που έχουν ήδη αναδιαρθρωθεί είναι υπερήμερα άνω των 30 ημερών.

    (vi)   Βελτίωση της στρατηγικής χρηματοδότησης

    (122)

    Σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές, το χρηματοδοτικό προφίλ της Landsbankinn είναι επαρκώς διαφοροποιημένο και δεν προβλέπεται σημαντική ανάγκη αναχρηματοδότησης βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα. Η τρέχουσα σύνθεση της χρηματοδότησης είναι περίπου η ακόλουθη: 10 % καταθέσεις από χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, 40 % καταθέσεις από πελάτες (εκ των οποίων το 80 % είναι κατόπιν αιτήσεως και το 20 % προθεσμιακές καταθέσεις έως 5 ετών), 30 % εξασφαλισμένα δάνεια με λήξη το διάστημα 2014-2018 και 20 % ίδια κεφάλαια.

    (123)

    Όπως αναφέρεται ανωτέρω, οι καταθέσεις είναι η σημαντικότερη πηγή χρηματοδότησης της Landsbankinn. Σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης, η σημασία των καταθέσεων θα αυξηθεί περισσότερο κατά την περίοδο αναδιάρθρωσης. Ταυτόχρονα, η Landsbankinn προτίθεται να αυξήσει το μερίδιο των προθεσμιακών καταθέσεων, ώστε να αποκτήσουν «μονιμότερο» χαρακτήρα.

    (124)

    Τα εξασφαλισμένα δάνεια θα παραμείνουν σημαντική πηγή χρηματοδότησης. Το ίδιο κατά πάσα πιθανότητα και η δυνατότητα αναχρηματοδότησης, όταν λήξουν τα τρέχοντα εξασφαλισμένα δάνεια, ενώ η έκδοση μη εξασφαλισμένων ομολόγων δεν αποτελεί πιθανή επιλογή χρηματοδότησης για τη Landsbankinn βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα. Η τράπεζα προτίθεται να χρηματοδοτήσει μακροπρόθεσμα στοιχεία ενεργητικού, όπως υποθήκες με εξασφαλισμένα ομόλογα στο μέλλον, το οποίο θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει ποσοστό έως 5 % της συνολικής χρηματοδότησης της τράπεζας στο μέλλον. Εντούτοις, αυτό δεν θεωρείται ότι θα υλοποιηθεί στην πράξη κατά το διάστημα που καλύπτεται από το υποβληθέν στην Αρχή σχέδιο αναδιάρθρωσης.

    (vii)   Βελτίωση της οικονομικής αποδοτικότητας

    (125)

    Σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης, η Landsbankinn εξακολουθεί να εστιάζει σε αποδοτικές και ορθολογικές πράξεις, ώστε να αντισταθμίσει το αυξημένο κόστος υποδομής που είναι επακόλουθο των αυστηρότερων κανονιστικών ελέγχων, της αυξημένης φορολογίας και των εξόδων που συνδέονται με τις εργασίες αναδιάρθρωσης.

    (126)

    Το σχέδιο αναδιάρθρωσης εικάζει ότι το γενικό λειτουργικό κόστος θα μειωθεί κατά […] % (συνυπολογιζομένου του πληθωρισμού), ιδίως ως αποτέλεσμα της δυνατότητας συγχώνευσης της Spkef και άλλων θυγατρικών με την τράπεζα. Σύμφωνα με τη Landsbankinn, αυτό παρέχει την ευκαιρία να μειωθεί το κόστος, ιδίως με τη μείωση του προσωπικού ([…] % των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης κατά τα επόμενα 3 έτη). Επιπλέον, η τράπεζα υποστηρίζει ότι έχει τεθεί σε εφαρμογή μεγάλο έργο που αποσκοπεί στον εξορθολογισμό των υπηρεσιών της Landsbankinn. Τέλος, η τράπεζα έχει αναλάβει δέσμευση να κλείσει […] υποκαταστήματα κατά την περίοδο αναδιάρθρωσης. Τα μέτρα αυτά καθώς και η μείωση του προσωπικού εκτιμάται ότι θα έχουν ως αποτέλεσμα να μειωθεί ο δείκτης κόστους/εσόδων από 57,2 % το 2011 σε […] % το 2014.

    (viii)   Βελτίωση της διαχείρισης κινδύνου

    (127)

    Η Landsbankinn έχει ενημερώσει την Αρχή ότι μία από τις βασικές της προτεραιότητες είναι να βελτιώσει τις πρακτικές διαχείρισης κινδύνου. Ως προς αυτό, η Landsbankinn έχει δημιουργήσει μια υπηρεσία διαχείρισης κινδύνου. Η υπηρεσία αυτή είναι υπεύθυνη για όλες τις παραδοσιακές εργασίες διαχείρισης κινδύνου, τη μέτρηση και την εκτίμηση του κινδύνου αγοράς, του κινδύνου ρευστότητας, του επιχειρησιακού και πιστωτικού κινδύνου. Σύμφωνα με τη Landsbankinn, η διαχείριση κινδύνου έχει ενισχυθεί σημαντικά με το νέο οργανόγραμμα της τράπεζας. Η υπηρεσία αυτή διαθέτει προσωπικό 44 ατόμων.

    3.5.2.   Ικανότητα επίτευξης της βιωσιμότητας σύμφωνα με ένα βασικό σενάριο και ένα σενάριο ακραίων καταστάσεων

    (128)

    Στο σχέδιο αναδιάρθρωσης, οι ισλανδικές αρχές έχουν υποβάλει ένα βασικό σενάριο και 3 σενάρια ακραίων καταστάσεων για τη Landsbankinn, με σκοπό να αποδείξουν την ικανότητα της Landsbankinn να επιτύχει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα και την ανθεκτικότητα σε δυσμενείς μακροοικονομικές εξελίξεις.

    3.5.2.1.   Το βασικό σενάριο

    (129)

    Το σχέδιο αναδιάρθρωσης, όπως περιγράφεται ανωτέρω, αποτελεί το βασικό σενάριο. Σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές, οι υποκείμενοι μακροοικονομικοί κίνδυνοι είναι παρόμοιοι με αυτούς της βασικής πρόβλεψης της CBI για τα επόμενα έτη και αποτυπώνονται κατωτέρω στον πίνακα 5:

    Πίνακας 5

    Μακροοικονομική πρόβλεψη, βασικό σενάριο

    Image

    3.5.2.2.   Το σενάριο ακραίων καταστάσεων

    (130)

    Το σχέδιο αναδιάρθρωσης περιλαμβάνει 3 σενάρια ακραίων καταστάσεων, ήπια ύφεση, διεθνή οικονομική ύφεση και υποτίμηση της κορόνας, περιλαμβανομένης της μεθοδολογίας που χρησιμοποιήθηκε για την εκπόνηση αυτών των σεναρίων και την επίπτωση στην κεφαλαιακή θέση της τράπεζας. Το σενάριο ακραίων καταστάσεων έχει σχεδιαστεί στα πλαίσια μη πιθανών αλλά εν δυνάμει πιθανών αλλαγών στο οικονομικό περιβάλλον εντός του οποίου λειτουργεί η τράπεζα. Ενδεικτικά, το σενάριο της διεθνούς οικονομικής ύφεσης βασίζεται σε δυνητική διάλυση της ευρωζώνης και τις συνακόλουθες επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία. Οι συνακόλουθες μακροοικονομικές μεταβλητές για το εν λόγω σενάριο θα ήταν οι ακόλουθες:

    Πίνακας 6

    Μακροοικονομικοί δείκτες στο σενάριο της διεθνούς οικονομικής ύφεσης

    Image

    (131)

    Στην προσομοίωση ακραίων καταστάσεων που υπέβαλε η Landsbankinn χρησιμοποιούνται διάφορες μέθοδοι για να μετρηθεί η επίπτωση αυτών των τριών σεναρίων στις οικονομικές καταστάσεις της τράπεζας, τη ζημία από δάνεια και το οικονομικό κεφάλαιο. Για ενδεικτικούς λόγους, το κατωτέρω διάγραμμα 3 δείχνει με ποιο τρόπο η ποσοστιαία ζημία συνδέεται σε περίπτωση αθέτησης (LGD) με την επίδοση του ΑΕΠ.

    Διάγραμμα 3

    Συσχέτιση ΑΕΠ-LDG

    [Διάγραμμα για τη συσχέτιση μεταξύ ζημίας σε περίπτωση αθέτησης και του ΑΕΠ

    Τα στοιχεία δεν αποκαλύπτονται για λόγους επαγγελματικού απορρήτου]

    (132)

    Το βασικό πόρισμα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων είναι ότι το επίπεδο κεφαλαιοποίησης της Landsbankinn παραμένει υψηλότερο τόσο από τις εσωτερικές όσο και από τις εξωτερικές ελάχιστες απαιτήσεις για τον δείκτη CAD σε όλα τα σενάρια και, σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης, έχει πλεονάζον κεφάλαιο […] %.

    (133)

    Επιπλέον, το σχέδιο αναδιάρθρωσης της Landsbankinn περιλαμβάνει προσομοίωση οιωνοί ακραίων καταστάσεων του δείκτη ρευστότητας της τράπεζας. Εν προκειμένω, η τράπεζα τεκμαίρεται ότι θα υπάρξει άμεση ανάληψη του συνόλου των καταθέσεων που κατέχουν οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, π.χ. μετά την άρση των κεφαλαιακών ελέγχων. Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπέβαλαν οι ισλανδικές αρχές, ακόμη και σε μια τέτοια κατάσταση, η ταμειακή κατάσταση της Landsbankinn θα παρέμενε ισχυρή, ιδίως διότι θα μπορούσε να ρευστοποιήσει σχετικά γρήγορα πρόσθετα περιουσιακά στοιχεία και χωρίς υπερβολικά αρνητική επίπτωση στον ισολογισμό της, όπως για παράδειγμα το χαρτοφυλάκιο ενυπόθηκων δανείων της σε ISK (μέσω δανειοδοτικών πράξεων με την CBI). Το διάγραμμα 4 κατωτέρω παρουσιάζει αυτό το σενάριο.

    Διάγραμμα 4

    Βασική ταμειακή κατάσταση μετά από αναλήψεις όλων των καταθέσεων χρηματοπιστωτικών οργανισμών και κυμαινόμενων αναλήψεων από πελάτες.

    [Διάγραμμα για την ταμειακή κατάσταση της Landsbankinn

    Τα στοιχεία δεν αποκαλύπτονται για λόγους επαγγελματικού απορρήτου]

    (134)

    Σύμφωνα με αυτόν τον υπολογισμό, η τράπεζα θα μπορούσε να αντέξει πρόσθετες αναλήψεις […] % καταθέσεων πελατών χωρίς να χρειαστεί να προβεί σε εκκαθαρίσεις περιουσιακών στοιχείων. Το αποτέλεσμα αυτό δείχνει ότι η τράπεζα βρίσκεται σε ικανοποιητική θέση για να αντιμετωπίσει απροσδόκητες διαταραχές της ρευστότητας.

    4.   ΛΌΓΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΊΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΊΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΑΣ ΈΡΕΥΝΑΣ, Η ΣΥΝΑΛΛΑΓΉ SPKEF ΚΑΙ ΜΈΤΡΑ ΠΟΥ ΕΓΚΡΊΘΗΚΑΝ ΠΡΟΣΩΡΙΝΆ ΣΤΙΣ ΑΠΟΦΆΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΊΩΝ

    (135)

    Στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, η Αρχή έκρινε αρχικά ότι τα μέτρα που έλαβε το ισλανδικό κράτος για την κεφαλαιοποίηση της Landsbankinn καθώς και η ταμειακή διευκόλυνση ενέχουν στοιχείο κρατικής ενίσχυσης σύμφωνα με το άρθρο 61 της συμφωνίας ΕΟΧ. Επιπλέον, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί η ύπαρξη στοιχείου κρατικής ενίσχυσης και στην εγγύηση των καταθέσεων. Η απόφαση για την κίνηση διαδικασίας δεν κάλυπτε τα μέτρα ενίσχυσης που αφορούν την εξαγορά της SpSv, τα οποία εγκρίθηκαν προσωρινά από την αρχή στις αποφάσεις για τα ταμιευτήρια. Η Αρχή θα λάβει τελική θέση για τα εν λόγω μέτρα, τα οποία εξακολουθούν να επηρεάζουν την παρούσα εκτίμηση, στην παρούσα απόφαση. Τέλος, τα μέτρα που αφορούν τη μεταφορά πράξεων από την Spkef στην Landsbankinn δεν καλύπτονταν από την απόφαση για την κίνηση διαδικασίας και, κατά συνέπεια, η Αρχή θα τα εκτιμήσει κατωτέρω.

    (136)

    Όσον αφορά το συμβιβάσιμο των μέτρων που εκτιμήθηκαν στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, η Αρχή θεώρησε ότι θα μπορούσε να διαμορφωθεί τελική άποψη μόνο βάσει ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης, το οποίο δεν είχε υποβληθεί όταν η Αρχή αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας στις 15 Δεκεμβρίου 2010. Η Αρχή διατύπωσε αμφιβολίες σχετικά με το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι για διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών από τη δημιουργία της Landsbankinn και ενός έτους από τη συμφωνία με την Landsbanki δεν υπήρχε σχέδιο αναδιάρθρωσης.

    4.1.   Παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων μερών

    (137)

    Η Αρχή έλαβε δήλωση εξ ονόματος των πιστωτών της παλαιάς τράπεζας, στην οποία τόνιζαν ότι έπρεπε να θεωρηθούν ως ενδιαφερόμενα μέρη και δήλωσαν ότι ήταν πιθανό να υποβάλουν πρόσθετες παρατηρήσεις σε μεταγενέστερο στάδιο.

    4.2.   Παρατηρήσεις των ισλανδικών αρχών

    (138)

    Οι ισλανδικές αρχές αποδέχονται ότι τα μέτρα που λήφθηκαν για την ίδρυση της NBI, νυν Landsbankinn, συνιστούν κρατική ενίσχυση. Κατά την άποψη των ισλανδικών αρχών, τα μέτρα είναι παρ' όλα αυτά συμβιβάσιμα με τη λειτουργία της συμφωνίας ΕΟΧ βάσει του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συμφωνίας, διότι είναι αναγκαία, αναλογικά και κατάλληλα για να διορθώσουν μια σοβαρή διαταραχή της ισλανδικής οικονομίας. Κατά την άποψη των ισλανδικών αρχών τα μέτρα που έχουν ληφθεί είναι από κάθε άποψη σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις και υποστηρίζουν ότι η ενίσχυση είναι αναγκαία και περιορίζεται στο ελάχιστο αναγκαίο ποσό.

    (139)

    Επιπλέον, οι ισλανδικές αρχές τονίζουν ότι οι πρώην μέτοχοι της Landsbanki έχουν απολέσει όλες τις μετοχές τους και δεν εισέπραξαν καμία αποζημίωση από το κράτος και ότι η ενίσχυση είναι καλά σχεδιασμένη, ώστε να περιοριστούν στο ελάχιστο οι αρνητικές δευτερογενείς επιπτώσεις στους ανταγωνιστές.

    (140)

    Όσον αφορά τη μεταφορά δραστηριοτήτων από τη Spkef στη Landsbankinn, οι ισλανδικές αρχές αναγνωρίζουν ότι η υποχρέωση του κράτους να καλύψει έλλειμμα των μεταβιβαζόμενων στοιχείων ενεργητικού (σε σύγκριση με το ποσό των μεταβιβασθέντων υποχρεώσεων) συνιστά κρατική ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ, αν και έχουν την άποψη ότι η φύση της συμφωνίας δεν παρέχει καμία δυνατότητα στη Landsbankinn να αποκομίσει άμεσο χρηματοοικονομικό πλεονέκτημα. Παραδέχονται, ωστόσο, ότι το μέτρο θα μπορούσε να ενισχύσει τη θέση της Landsbankinn, διότι διευρύνει την πελατειακή βάση της και θα μπορούσε να δώσει ευκαιρίες για εξορθολογισμό των δραστηριοτήτων της.

    (141)

    Σε κάθε περίπτωση, οι ισλανδικές αρχές υποστηρίζουν ότι η ενίσχυση είναι συμβιβάσιμη με το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συμφωνίας. Εφόσον η συνεισφορά του κράτους περιορίζεται ακριβώς στην κάλυψη της διαφοράς μεταξύ των στοιχείων ενεργητικού και των υποχρεώσεων και η διαφορά αυτή καθορίζεται από ανεξάρτητη επιτροπή, υποστηρίζουν ότι η ενίσχυση περιορίζεται στο ελάχιστο αναγκαίο. Ισχυρίζονται ότι η ενίσχυση ήταν επίσης αναλογική, εφόσον η Landsbankinn ήταν η μόνη τράπεζα που μπορούσε να αναλάβει τις δραστηριότητες της Spkef την περίοδο εκείνη και ότι οι εναλλακτικές δυνατότητες, όπως μια αναγκαστική συγχώνευση από την FME, θα δημιουργούσε μεγαλύτερη αναταραχή και θα ήταν πιθανόν περισσότερο δαπανηρή για το κράτος.

    (142)

    Οι ισλανδικές αρχές δεν θεωρούν ότι η εγγύηση καταθέσεων ενέχει κρατική ενίσχυση.

    4.3.   Ανάληψη δεσμεύσεων από τις ισλανδικές αρχές

    (143)

    Οι ισλανδικές αρχές έχουν υποβάλει ορισμένες δεσμεύσεις, οι περισσότερες από τις οποίες αφορούν την προκαλούμενη από την εξεταζόμενη ενίσχυση νόθευση του ανταγωνισμού και οι οποίες παρατίθενται στο παράρτημα.

    II.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ

    1.   Η ΥΠΑΡΞΗ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

    (144)

    Το άρθρο 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ ορίζει τα ακόλουθα:

    «Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη μέλη της ΕΚ, τα κράτη της ΕΖΕΣ ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής, είναι ασυμβίβαστες με τη λειτουργία της παρούσας συμφωνίας, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών συναλλαγές, εκτός εάν η παρούσα συμφωνία ορίζει άλλως.»

    (145)

    Η αρχή θα εκτιμήσει τα ακόλουθα μέτρα (45) κατωτέρω:

    το αρχικό λειτουργικό κεφάλαιο που χορήγησε το κράτος στη νέα τράπεζα,

    την (προσωρινή) πλήρη ανακεφαλαιοποίηση της νέας τράπεζας από το κράτος· και τη διατήρηση της πλειοψηφικής συμμετοχής από το κράτος.

    Στη συνέχεια, τα ανωτέρω μέτρα αναφέρονται συλλογικά ως «μέτρα κεφαλαιοποίησης». Επιπλέον, η Αρχή θα εκτιμήσει:

    τη δήλωση της ισλανδικής κυβέρνησης να εγγυηθεί τις εγχώριες καταθέσεις εξ ολοκλήρου σε όλες τις ισλανδικές τράπεζες,

    τη μεταβίβαση δραστηριοτήτων της Spkef στη Landsbankinn (η «πράξη Spkef»).

    (146)

    Η Αρχή υπενθυμίζει επίσης ότι τα μέτρα διάσωσης που εγκρίθηκαν προσωρινά για την SpSv, η οποία θα συγχωνευθεί με τη Landsbankinn, συνιστούν κρατική ενίσχυση, η τελική συμβατότητα της οποίας εξαρτάται από το σχέδιο αναδιάρθρωσης της συγχωνευθείσας οντότητας.

    1.1.   Ύπαρξη κρατικών πόρων

    (147)

    Όπως έχει ήδη κρίνει καταρχήν η Αρχή στην απόφαση για την κίνηση διαδικασίας, είναι σαφές ότι τα μέτρα κεφαλαιοποίησης χρηματοδοτούνται με κρατικούς πόρους χορηγούμενους από το ισλανδικό Δημόσιο Ταμείο. Όσον αφορά την πράξη Spkef, το κράτος ανέλαβε τον κίνδυνο του ότι τα περιουσιακά στοιχεία της Spkef δεν θα ήταν αρκετά για να καλύψουν τις μεταβιβασθείσες υποχρεώσεις (καταθέσεις) της τράπεζας Spkef. Στην ουσία, εγγυήθηκε να καλύψει το έλλειμμα, το οποίο συνεπάγεται (δυνητική) μεταβίβαση κρατικών πόρων. Όπως αναφέρεται ανωτέρω, η επιτροπή διαιτησίας αποφάσισε πρόσφατα ότι το κράτος έπρεπε να καταβάλει στην Landsbankinn 19,2 δισεκατ. ISK. Είναι, συνεπώς, προφανές ότι το μέτρο αυτό ενέχει μεταβίβαση κρατικών πόρων.

    (148)

    Όσον αφορά την εγγύηση των καταθέσεων, η Αρχή τονίζει, εξαρχής, ότι η εκτίμησή της περιορίζεται στην πρόσθετη εγγύηση των καταθέσεων που περιγράφεται ανωτέρω, η οποία συνίσταται βασικά στις δηλώσεις εκ μέρους της ισλανδικής κυβέρνησης ότι οι καταθέσεις στις εγχώριες εμπορικές τράπεζες και τα ταμιευτήρια και τα υποκαταστήματά τους στην Ισλανδία θα είναι εξ ολοκλήρου εγγυημένες.

    (149)

    Η παρούσα εκτίμηση υπόκειται στην επιφύλαξη της άποψης της Αρχής σχετικά με το συμβιβάσιμο του νόμου αριθ. 98/1999 και των πράξεων της ισλανδικής κυβέρνησης και της TIF κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση με το δίκαιο του ΕΟΧ, ιδίως με την οδηγία 94/19/ΕΚ. Όσον αφορά την εφαρμογή των οδηγιών 97/9/ΕΚ και 94/19/ΕΚ, η Αρχή κρίνει ότι, εφόσον τα μέτρα αυτά συνιστούν κρατική ενίσχυση, η χρήση κρατικών πόρων για την τήρηση υποχρεώσεων βάσει του δικαίου του ΕΟΧ δεν θα έθετε γενικά προβλήματα βάσει του άρθρου 61 της συμφωνίας ΕΟΧ. Η παρούσα απόφαση δεν εξετάζει, συνεπώς, τα εν λόγω μέτρα.

    (150)

    Η Αρχή ανέφερε, στην απόφασή της για την κίνηση της διαδικασίας, ότι θα ερευνούσε διεξοδικότερα το κατά πόσο οι δηλώσεις της ισλανδικής κυβέρνησης που περιγράφονται ανωτέρω είναι επαρκώς ακριβείς, σταθερές, χωρίς όρους και νομικά δεσμευτικές, κατά τρόπο που να συνιστούν ανάληψη υποχρέωσης για κρατικούς πόρους (46). Κατά την εκτίμηση του αν πληρούνται τα εν λόγω κριτήρια, η Αρχή επισημαίνει ότι οι δηλώσεις συνιστούσαν αμετάκλητη δέσμευση δημόσιων πόρων, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι το ισλανδικό κράτος έχει καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την προστασία των καταθετών: δεν μετέβαλε μόνο την προτεραιότητα των κατόχων καταθέσεων σε αφερέγγυες τράπεζες (το οποίο δεν θα συνεπαγόταν τη χρήση κρατικών πόρων) αλλά, επιπλέον, κατέστησε σαφές ότι δεν θα επέτρεπε να υποστούν οι καταθέτες καμία ζημία. Η καθολική εγγύηση εκ μέρους της κυβέρνησης όλων των καταθέσεων στις εγχώριες εμπορικές τράπεζες και τα ταμιευτήρια είναι επιπλέον χωριστή από όλα τα προγράμματα εγγύησης καταθέσεων που βασίζονται σε πράξεις του ΕΟΧ, λόγω του γεγονότος ότι η παρεχόμενη προστασία δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένο ποσό και οι επωφελούμενες από αυτό το μέτρο τράπεζες δεν καταβάλλουν καμία χρηματοδοτική συνεισφορά.

    (151)

    Ο τρόπος με τον οποίο η ισλανδική κυβέρνηση αντιλαμβάνεται τη δήλωσή της καταδεικνύεται από τις κρατικές παρεμβάσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα από τον Οκτώβριο του 2008 και μετέπειτα, οι οποίες είχαν ως κίνητρο την πρόθεση να τηρηθεί αυτή η δήλωση. Οι παρεμβάσεις αυτές περιελάμβαναν μέτρα για την κάλυψη των καταθέσεων σε χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, όπως η ίδρυση των τριών εμπορικών τραπεζών, η μεταφορά των καταθέσεων της SPRON στην Arion Bank, η μεταφορά των καταθέσεων Straumur στην Íslandsbanki, η ανάληψη από την CBI των καταθέσεων πέντε ταμιευτηρίων στη Sparisjódabanki Íslands, η μεταφορά καταθέσεων της Byr Savings Bank στην Byr hf, η μεταφορά καταθέσεων από την Keflavík Savings Bank στη SpKef και η ανάληψη ευθύνης από το κράτος για τις καταθέσεις στη SpKef μετά τη συγχώνευση με την Landsbankinn.

    (152)

    Πράγματι, όπως έχει προαναφερθεί, οι ισλανδικές αρχές ισχυρίστηκαν σε διάφορες υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων τις οποίες ερευνά επί του παρόντος η Αρχή ότι το μέτρο που επιλεγόταν σε κάθε περίπτωση ήταν από δημοσιονομική άποψη η λιγότερο επαχθής επιλογή, προκειμένου το ισλανδικό κράτος να τηρήσει τη δέσμευσή του για την πλήρη προστασία των καταθέσεων.

    (153)

    Με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή θεωρεί ότι έχει τεθεί σε εφαρμογή ένα νομικά δεσμευτικό, ακριβές, χωρίς όρους και σταθερό μέτρο. Βάσει αυτού του στοιχείου, η Αρχή συνεπώς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι δηλώσεις της ισλανδικής κυβέρνησης σύμφωνα με τις οποίες οι καταθέσεις είναι εξ ολοκλήρου εγγυημένες συνεπάγονται ανάληψη υποχρέωσης για κρατικούς πόρους κατά την έννοια του άρθρου 61 της συμφωνίας ΕΟΧ.

    1.2.   Ευνοϊκή μεταχείριση ορισμένων επιχειρήσεων ή κλάδων παραγωγής

    1.2.1.   Πλεονέκτημα

    (154)

    Πρώτον, τα μέτρα ενίσχυσης πρέπει να αποφέρουν στη νέα τράπεζα πλεονεκτήματα που την απαλλάσσουν από τις επιβαρύνσεις με τις οποίες κανονικά βαρύνεται ο προϋπολογισμός της. Σύμφωνα με το αρχικό συμπέρασμά της στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, η Αρχή εμμένει στην άποψη ότι καθένα από τα μέτρα κεφαλαιοποίησης αποφέρει πλεονέκτημα στη Landsbankinn, διότι το χορηγούμενο κεφάλαιο δεν θα ήταν διαθέσιμο στην τράπεζα χωρίς κρατική παρέμβαση.

    (155)

    Για να διαπιστώσει αν μια επένδυση σε μια επιχείρηση, π.χ. μέσω εισφοράς κεφαλαίου, συνιστά πλεονέκτημα, η Αρχή εφαρμόζει την αρχή του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς και εκτιμά αν ένας ιδιώτης επενδυτής συγκρίσιμου μεγέθους με αυτό του δημόσιου φορέα που λειτουργεί σε κανονικές συνθήκες της αγοράς θα πραγματοποιούσε μια τέτοια επένδυση (47). Από την εκδήλωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης, τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή [σε πολυάριθμες υποθέσεις από την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης (48)] όσο και η Αρχή (49) υιοθέτησαν την προσέγγιση ότι οι ανακεφαλαιοποιήσεις τραπεζών από το κράτος ισοδυναμούν με κρατική ενίσχυση, δεδομένης της αναταραχής και της αβεβαιότητας που επικρατούν στις χρηματοπιστωτικές αγορές από το φθινόπωρο του 2008. Αυτή η γενική εκτίμηση αφορά ειδικότερα τις ισλανδικές χρηματοπιστωτικές αγορές το 2008 και το 2009, όταν κατέρρευσε ολόκληρο το σύστημα. Συνεπώς, η Αρχή θεωρεί ότι τα μέτρα κεφαλαιοποίησης αποφέρουν πλεονέκτημα στη Landsbankinn, παρά την τελική μεταβίβαση μειοψηφικής συμμετοχής στους πιστωτές (σε μεγάλο βαθμό του ιδιωτικού τομέα). Η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην κεφαλαιοποίηση της Landsbankinn πραγματοποιήθηκε εξ ολοκλήρου από πιστωτές της παλαιάς τράπεζας οι οποίοι απλώς επιδίωξαν να περιορίσουν στο ελάχιστο τις ζημίες τους (50). Επιπλέον, δεδομένου του προαναφερθέντος μηχανισμού των εξαρτημένων ομολόγων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν επενδύσει με τους ίδιους όρους όπως το κράτος.

    (156)

    Όσον αφορά την πράξη Spkef, η Αρχή επισημαίνει ότι η πράξη αποσκοπούσε στο να παρασχεθεί στη Landsbankinn αποζημίωση που ισοδυναμεί αποκλειστικά με τη διαφορά ανάμεσα στα μεταβιβασθέντα στοιχεία ενεργητικού και τις υποχρεώσεις. Επιπλέον, ο μηχανισμός υπολογισμού αυτής της διαφοράς, με τελικό διαιτητή μια ανεξάρτητη επιτροπή διαιτησίας, προσέδωσε υψηλό βαθμό αντικειμενικότητας σε αυτή τη διαδικασία. Εντούτοις, εφόσον ο συνολικός κίνδυνος των στοιχείων ενεργητικού της Spkef αντιπροσωπεύει μικρότερη αξία από τις μεταβιβασθείσες καταθέσεις και η υποχρέωση κάλυψης κάθε πιθανού ελλείμματος αποδίδεται στο κράτος, εξυπακούεται ότι η Landsbankinn μπορούσε να αποκτήσει αξία επωνυμίας και πρόσθετα μερίδια αγοράς, χωρίς να αναλάβει κανέναν κίνδυνο. Η Αρχή κρίνει ότι αυτό συνιστά πλεονέκτημα.

    (157)

    Τέλος, η Αρχή πρέπει επίσης να εκτιμήσει αν η πρόσθετη εγγύηση καταθέσεων αποφέρει πλεονέκτημα στη Landsbankinn και στις ισλανδικές τράπεζες γενικά. Συναφώς, η Αρχή επισημαίνει ότι, όταν έγινε πρώτη δήλωση των ισλανδικών αρχών ότι οι καταθέσεις θα ήταν εγγυημένες, δεν ήταν απολύτως σαφές πώς θα λειτουργούσε στην πράξη αυτή η εγγύηση, ιδίως τι επίπτωση θα είχε μια τέτοια παρέμβαση σε μια υπό πτώχευση τράπεζα. Στο μεταξύ, διαφάνηκε ότι θα επιτρεπόταν σε μια τέτοια τράπεζα να πτωχεύσει, αλλά ότι το ισλανδικό κράτος θα διασφάλιζε, ενδεχομένως μέσω της μεταφοράς των καταθέσεων σε άλλη τράπεζα και της κάλυψης του ελλείμματος των περιουσιακών στοιχείων, ότι οι καταθέσεις θα καλύπτονταν εξ ολοκλήρου και ότι οι καταθέτες δεν θα έπαυαν ποτέ να έχουν πρόσβαση στο συνολικό ποσό των καταθέσεών τους.

    (158)

    Η Αρχή θεωρεί ότι το ερώτημα πώς ακριβώς θα ενεργούσε το κράτος για να τηρήσει την απεριόριστη εγγύηση των εγχώριων καταθέσεων είναι δευτερεύουσας σημασίας. Αυτό που έχει σημασία είναι το ότι ανέλαβε την υποχρέωση να παρέμβει σε περίπτωση που μια τράπεζα θα αδυνατούσε να καταβάλει τις καταθέσεις, σε απεριόριστο ποσό.

    (159)

    Η Αρχή θεωρεί ότι αυτή η απεριόριστη εγγύηση έχει ευνοήσει τη Landsbankinn: πρώτον, διότι παρέχει πολύτιμο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα — απεριόριστη εγγύηση του κράτους και, ως εκ τούτου, σημαντικό δίχτυ ασφαλείας — έναντι εναλλακτικών επενδυτικών επιλογών και φορέων παροχής υπηρεσιών. Αυτό συνάγεται και από πρόσφατη έκθεση του Υπουργείου Οικονομικών η οποία αναφέρει ότι: «Οι ισλανδικές χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις λειτουργούν σήμερα σε προστατευόμενο περιβάλλον με κεφαλαιακούς ελέγχους και απεριόριστη εγγύηση καταθέσεων. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι τραπεζικές καταθέσεις είναι πρακτικά η μόνη ασφαλής επιλογή για τους ισλανδούς αποταμιευτές» (51).

    (160)

    Δεύτερον, είναι σαφές ότι, χωρίς την εγγύηση, η Landsbankinn θα διέτρεχε ευκολότερα τον κίνδυνο μαζικών αναλήψεων των καταθέσεων, όπως συνέβη με την προκάτοχό της (52). Συνεπώς, η τράπεζα θα έπρεπε ενδεχομένως να καταβάλει υψηλότερα επιτόκια (για να αντισταθμίσει αυτόν τον κίνδυνο), ώστε να προσελκύσει ή απλώς να διατηρήσει το ίδιο ποσό καταθέσεων. Κατά συνέπεια, η Αρχή κρίνει ότι η εγγύηση των καταθέσεων συνεπάγεται πλεονέκτημα για την τράπεζα.

    1.2.2.   Επιλεκτικότητα

    (161)

    Δεύτερον, το μέτρο της ενίσχυσης πρέπει να είναι επιλεκτικό από την άποψη ότι ευνοεί «ορισμένες επιχειρήσεις ή κλάδους παραγωγής». Τα μέτρα κεφαλαιοποίησης και η πράξη Spkef είναι επιλεκτικά, εφόσον είναι προς όφελος μόνο της Landsbankinn.

    (162)

    Επιπλέον, εφόσον η στήριξη του κράτους μπορεί να είναι επιλεκτική ακόμη και σε καταστάσεις κατά τις οποίες ωφελούνται ένας ή περισσότεροι τομείς της οικονομίας χωρίς να ωφελούνται άλλοι, η Αρχή θεωρεί επίσης ότι η κρατική εγγύηση των καταθέσεων που ωφελεί τον ισλανδικό τραπεζικό τομέα συνολικά είναι επιλεκτική. Το συμπέρασμα αυτό εξάγεται επίσης από τις εκτιμήσεις που παρατέθηκαν ανωτέρω, σύμφωνα με τις οποίες οι τράπεζες ευνοούνται έναντι άλλων επιχειρήσεων οι οποίες παρέχουν δυνατότητες αποταμίευσης και επένδυσης χρημάτων.

    1.3.   Νόθευση του ανταγωνισμού και επηρεασμός των μεταξύ των συμβαλλομένων μερών συναλλαγών

    (163)

    Τα μέτρα ενισχύουν τη θέση της Landsbankinn έναντι των ανταγωνιστών της (ή δυνητικών ανταγωνιστών) στην Ισλανδία και σε άλλα κράτη του ΕΟΧ. Η Landsbankinn είναι επιχείρηση που δραστηριοποιείται, όπως προαναφέρθηκε, σε χρηματοπιστωτικές αγορές οι οποίες είναι ανοιχτές στον διεθνή ανταγωνισμό στον ΕΟΧ. Ενώ οι ισλανδικές χρηματοπιστωτικές αγορές είναι επί του παρόντος μάλλον απομονωμένες, ιδίως λόγω των κεφαλαιακών ελέγχων, εξακολουθούν να υφίστανται διασυνοριακές συναλλαγές και δυναμικό και είναι πιθανό να αυξηθούν οι συναλλαγές αμέσως μόλις αρθούν οι έλεγχοι των κεφαλαίων. Πρέπει, συνεπώς, να θεωρηθεί ότι όλα τα υπό εξέταση μέτρα νοθεύουν τον ανταγωνισμό και επηρεάζουν τις συναλλαγές μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών της συμφωνίας του ΕΟΧ (53).

    1.4.   Συμπέρασμα

    (164)

    Η Αρχή, συνεπώς, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα που έλαβε η ισλανδική κυβέρνηση για την κεφαλαιοποίηση της νέας τράπεζας, η εγγύηση καταθέσεων και η πράξη Spkef ενέχουν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ. Η Αρχή υπενθυμίζει ότι είχε καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα όσον αφορά τα μέτρα κεφαλαιοποίησης της SpSv στις αποφάσεις για τα ταμιευτήρια.

    2.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

    (165)

    Σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3 του Μέρους I του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, «η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ ενημερώνεται έγκαιρα, ώστε να είναι σε θέση να υποβάλει τις παρατηρήσεις της, για κάθε σχέδιο χορήγησης ή τροποποίησης ενίσχυσης […]. Το οικείο κράτος δεν θα θέσει τα προταθέντα μέτρα σε ισχύ μέχρις ότου η διαδικασία καταλήξει σε τελική απόφαση».

    (166)

    Οι ισλανδικές αρχές δεν κοινοποίησαν στην Αρχή τα μέτρα που καλύπτονται από την απόφαση για την κίνηση διαδικασίας πριν αυτά τεθούν σε εφαρμογή. Το ίδιο ισχύει και για την πράξη Spkef. Συνεπώς, η Αρχή συμπεραίνει ότι οι ισλανδικές αρχές δεν έχουν τηρήσει την υποχρέωσή τους βάσει του άρθρου 1 παράγραφος 3 του μέρους I του πρωτοκόλλου 3. Ως εκ τούτου, η λήψη των εν λόγω μέτρων ενίσχυσης ήταν παράνομη.

    3.   ΤΟ ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

    (167)

    Ως προκαταρκτική παρατήρηση, η Αρχή επισημαίνει ότι, ενώ η Landsbankinn είναι νέα νομική οντότητα που ιδρύθηκε το 2008, όσον αφορά τις εγχώριες δραστηριότητες, είναι προφανώς ο οικονομικός διάδοχος της Landsbanki, από την άποψη ότι υπάρχει οικονομική συνέχεια ανάμεσα σε αυτές τις δύο οντότητες. Πράγματι, οι ισλανδικές αρχές έχουν εξηγήσει ότι η ομοιότητα των επωνυμιών της παλαιάς και της νέας τράπεζας αποσκοπεί στο να μπορέσει η Landsbankinn να αξιοποιήσει την αξία επωνυμίας η οποία συνδέεται ακόμα με την επωνυμία «Landsbanki» στην Ισλανδία. Εφόσον οι οικονομικές δραστηριότητες τις οποίες ασκεί η Landsbankinn από το φθινόπωρο του 2008 και μετά δεν θα μπορούσαν να συνεχιστούν χωρίς κρατική ενίσχυση, η Αρχή θεωρεί ότι η τράπεζα είναι προβληματική επιχείρηση.

    (168)

    Επιπλέον, τα υπό εκτίμηση μέτρα συνιστούν ταυτόχρονα μέτρα διάσωσης και αναδιάρθρωσης. Όπως αναφέρεται στην απόφαση για την κίνηση διαδικασίας, η Αρχή θα είχε ενδεχομένως εγκρίνει προσωρινά τα μέτρα ως συμβιβάσιμη ενίσχυση διάσωσης, εάν αυτά είχαν κοινοποιηθεί πριν την εφαρμογή τους και πριν διατυπωθεί στη συνέχεια τελική άποψη γι' αυτά βάσει ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης. Ωστόσο, επειδή δεν υπήρξε έγκαιρη κοινοποίηση, η Αρχή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας και ζήτησε την υποβολή σχεδίου αναδιάρθρωσης. Όπως αναφέρεται ανωτέρω, το τελικό συμπέρασμα για το συμβιβάσιμο αυτών των μέτρων εξαρτάται από το αν το σχέδιο αναδιάρθρωσης πληροί τα κριτήρια των εφαρμοστέων κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής σχετικά με τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων σε προβληματικές επιχειρήσεις.

    3.1.   Νομική βάση για την εκτίμηση του συμβιβάσιμου: άρθρο 61 παράγραφος 3 της συμφωνίας ΕΟΚ και κατευθυντήριες γραμμές αναδιάρθρωσης της Αρχής

    (169)

    Ενώ οι κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται σε προβληματικές επιχειρήσεις κανονικά αξιολογούνται βάσει του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συμφωνίας ΕΟΧ, η Αρχή μπορεί, βάσει του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συμφωνίας να επιτρέψει τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης «για την αποκατάσταση σοβαρής διαταραχής στην οικονομία ενός κράτους μέλους της ΕΚ ή κράτους της ΕΖΕΣ». Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 8 των κατευθυντήριων γραμμών για τις τράπεζες (54), η Αρχή επιβεβαιώνει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία και την πρακτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά τη λήψη αποφάσεων, το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συμφωνίας ΕΟΧ επιβάλλει τη συσταλτική ερμηνεία του τι μπορεί να θεωρηθεί σοβαρή διαταραχή της οικονομίας ενός κράτους της ΕΖΕΣ.

    (170)

    Οι ισλανδικές αρχές έχουν εξηγήσει, όπως περιγράφεται διεξοδικά ανωτέρω, ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ισλανδίας περιήλθε σε κατάσταση συστημικής κρίσης τον Οκτώβριο του 2008, με αποτέλεσμα να καταρρεύσουν σε διάστημα ολίγων ημερών οι σημαντικότερες τράπεζές της καθώς και μεγάλα ταμιευτήρια. Το συνδυασμένο μερίδιο αγοράς των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που κατέρρευσαν υπερέβαινε το 90 % στα περισσότερα τμήματα της ισλανδικής χρηματοπιστωτικής αγοράς. Οι δυσκολίες αυτές συνέπεσαν με την κατάρρευση της εμπιστοσύνης στο νόμισμα της χώρας. Η χρηματοπιστωτική κρίση έπληξε σοβαρά την πραγματική οικονομία της Ισλανδίας. Αν και έχουν παρέλθει περισσότερα από τρία έτη από την εκδήλωση της κρίσης, το ισλανδικό χρηματοπιστωτικό σύστημα εξακολουθεί να είναι ευάλωτο. Μολονότι η κατάσταση βελτιώθηκε σημαντικά από το 2008, είναι προφανές ότι, όταν λήφθηκαν τα μέτρα, αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση μιας σοβαρής διαταραχής της ισλανδικής οικονομίας.

    (171)

    Συνεπώς, το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συμφωνίας ΕΟΧ θεωρείται ότι εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση.

    Η εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών αναδιάρθρωσης

    (172)

    Οι κατευθυντήριες γραμμές της Αρχής σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας και αξιολόγησης των μέτρων αναδιάρθρωσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα στο πλαίσιο της παρούσας κρίσης βάσει των κανόνων των κρατικών ενισχύσεων (55) («κατευθυντήριες γραμμές αναδιάρθρωσης») ορίζουν τους εφαρμοστέους κανόνες κρατικών ενισχύσεων στην αναδιάρθρωση χρηματοπιστωτικών οργανισμών στο πλαίσιο της παρούσας κρίσης. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές αναδιάρθρωσης, για να είναι συμβιβάσιμη με το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συμφωνίας, η αναδιάρθρωση ενός χρηματοπιστωτικού οργανισμού στο πλαίσιο της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής κρίσης πρέπει:

    (i)

    να οδηγεί στην αποκατάσταση της βιωσιμότητας της τράπεζας·

    (ii)

    να περιλαμβάνει επαρκή ίδια συνεισφορά του δικαιούχου (επιμερισμός των βαρών)·

    (iii)

    να περιέχει επαρκή μέτρα που περιορίζουν τη νόθευση του ανταγωνισμού.

    (173)

    Η Αρχή θα εκτιμήσει στη συνέχεια, βάσει του σχεδίου αναδιάρθρωσης που υπέβαλε η Landsbankinn, αν πληρούνται αυτά τα κριτήρια και, κατά συνέπεια, αν τα ανωτέρω μέτρα ενίσχυσης συνιστούν συμβατή ενίσχυση αναδιάρθρωσης.

    3.2.   Αποκατάσταση της βιωσιμότητας

    (174)

    Η αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας ενός δικαιούχου που λαμβάνει ενίσχυση αναδιάρθρωσης αποτελεί τον βασικό στόχο της εν λόγω ενίσχυσης και η αξιολόγηση του αν η ενίσχυση αναδιάρθρωσης θα επιτύχει αυτόν τον στόχο αποτελεί σημαντικό στοιχείο για τον καθορισμό του συμβιβάσιμού της.

    (175)

    Όπως αναφέρεται ανωτέρω, η αναταραχή στην ισλανδική οικονομία στις αρχές του φθινοπώρου του 2008, η ύπαρξη έκτακτων μέτρων, όπως οι έλεγχοι κεφαλαίων, ένα μεταβαλλόμενο κανονιστικό περιβάλλον και μια μακροοικονομική προοπτική η οποία εξακολουθεί να είναι αβέβαιη συνιστούν πρόκληση για την αποδοτική λειτουργία μιας τράπεζας και τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητάς της. Η Αρχή τονίζει, εξαρχής, ότι το κριτήριο αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην κατωτέρω εκτίμηση.

    (176)

    Το τμήμα 2 των κατευθυντήριων γραμμών αναδιάρθρωσης ορίζει ότι το κράτος ΕΖΕΣ έχει υποχρέωση να υποβάλει πλήρες και αναλυτικό σχέδιο αναδιάρθρωσης το οποίο παρέχει πλήρη στοιχεία για το επιχειρηματικό μοντέλο και αποκαθιστά τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της τράπεζας. Η παράγραφος 10 των κατευθυντήριων γραμμών αναδιάρθρωσης απαιτεί το σχέδιο αναδιάρθρωσης να εντοπίζει τις αιτίες των δυσκολιών της τράπεζας και τις αδυναμίες της ίδιας της τράπεζας και να εξηγεί με ποιο τρόπο τα προτεινόμενα μέτρα αναδιάρθρωσης θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τα διαρθρωτικά προβλήματα της τράπεζας.

    (177)

    Οι αιτίες των δυσκολιών της Landsbanki, όπως περιγράφονται ανωτέρω, παρατίθενται τόσο στο σχέδιο αναδιάρθρωσης όσο και στην έκθεση της ειδικής επιτροπής έρευνας. Ορισμένες από τις κυριότερες αιτίες που εντόπισε η εν λόγω έκθεση στο επίπεδο της τράπεζας ήταν η ανεπαρκής διαχείριση κινδύνου, η υπερβολική έκθεση σε κίνδυνο, η υπέρμετρα στενή σχέση ανάμεσα σε ιδιοκτήτες και τους μεγαλύτερους δανειολήπτες, η υπερβολικά μεγάλη ανάπτυξη σε υπερβολικά σύντομο διάστημα, η έλλειψη εμπειρίας στις παγκόσμιες αγορές, οι χαλαροί κανόνες δανειοδοσίας, η έλλειψη εσωτερικών ελέγχων και ένα ελλειμματικό εταιρικό πνεύμα και στρατηγική ήταν οι παράγοντες που οδήγησαν στην κατάρρευση. Η τράπεζα βασιζόταν επίσης σε πολύ μεγάλο βαθμό από βραχυπρόθεσμη γενική χρηματοδότηση και έπρεπε να εξασφαλίσει μεγάλα ποσά καταθέσεων στην αλλοδαπή, ώστε να είναι σε θέση να χρηματοδοτεί τις δραστηριότητές της. Αυτό επιδείνωσε τις ήδη υφιστάμενες συναλλαγματικές ανισορροπίες.

    Ρυθμιστικά μέτρα βιωσιμότητας

    (178)

    Η Αρχή θεωρεί ότι η χρεοκοπία της Landsbanki και η κατάρρευση του ισλανδικού χρηματοπιστωτικού τομέα προκλήθηκε επίσης και από ορισμένους παράγοντες που αφορούν ειδικά την Ισλανδία και σχετίζονται με το μικρό της μέγεθος και τις ελλείψεις του κανονιστικού και εποπτικού πλαισίου που επισημάνθηκαν από την ειδική επιτροπή έρευνας. Η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της Landsbankinn, όπως και κάθε άλλης ισλανδικής τράπεζας, δεν εξαρτάται λοιπόν αποκλειστικά από τα μέτρα που λαμβάνονται στο επίπεδο της τράπεζας, αλλά και από το αν έχουν διορθωθεί οι ελλείψεις του εποπτικού και κανονιστικού πλαισίου.

    (179)

    Συναφώς, η Αρχή επισημαίνει με θετικό τρόπο τις τροποποιήσεις του κανονιστικού και εποπτικού πλαισίου που επέφεραν οι ισλανδικές αρχές, όπως εξηγείται στο παράρτημα.

    (180)

    Πρώτον, έχουν αυξηθεί οι εξουσίες και αρμοδιότητες της FME, και με την ανάθεση νέων αρμοδιοτήτων σε σχέση με τις μεγάλες μεμονωμένες εκθέσεις και τους συνακόλουθους κινδύνους, οι οποίες, κατά την άποψη της Αρχής, αντιμετωπίζουν έναν από τους παράγοντες που οδήγησαν στην κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

    (181)

    Δεύτερον, οι προσωρινές υψηλές απαιτήσεις δείκτη CAD και ορισμένες διατάξεις περί εξασφαλίσεων, ιδίως η απαγόρευση επέκτασης των πιστώσεων με ενέχυρο ίδιες μετοχές, αποσκοπούν στο να διασφαλιστεί ότι οι ισλανδικές τράπεζες δεν θα μπορούν να βασιστούν εκ νέου σε μια ασθενή κεφαλαιακή θέση. Η Αρχή θεωρεί ότι τα μέτρα αυτά θα συμβάλλουν στην ανθεκτικότητα των ισλανδικών τραπεζών.

    (182)

    Τρίτον, έχει τεθεί σε εφαρμογή δέσμη μέτρων σε σχέση με την επιλεξιμότητα των διευθυντών και των μελών διοικητικών συμβουλίων και τις αμοιβές τους. Επιπλέον, έχουν επιβληθεί αυστηρότεροι κανόνες σχετικά με τη δανειοδότηση διαπλεκόμενων μερών (όπως οι ιδιοκτήτες) και η FME μπορεί πλέον να απαγορεύει σε μια τράπεζα να ασκεί συγκεκριμένες δραστηριότητες, εφόσον το κρίνει σκόπιμο. Έχουν επίσης τροποποιηθεί οι εξωτερικοί και εσωτερικοί λογιστικοί κανόνες, παραδείγματος χάρη έχει μειωθεί η διάρκεια κατά την οποία ένας εξωτερικός λογιστής μπορεί να εργαστεί για την ίδια τράπεζα. Η Αρχή επισημαίνει θετικά ότι τα μέτρα αυτά αποσκοπούν στην αποτροπή της επανάληψης γεγονότων όσον αφορά τους ιδιοκτήτες και τα διευθυντικά στελέχη και τα μέτρα αυξάνουν επίσης τον έλεγχο του εξωτερικού κινδύνου, εφόσον και τα δύο μειώνουν τους κινδύνους για τη βιωσιμότητα της τράπεζας.

    (183)

    Τέταρτον, σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές, η ήδη αναφερθείσα δυνατότητα της FME να περιορίζει τις δραστηριότητες μιας τράπεζας οφείλεται επίσης και στις μεγάλης κλίμακας καταθέσεις που δέχτηκαν οι εμπορικές τράπεζες της Ισλανδίας πριν από την κρίση. Επιπλέον, η Αρχή θεωρεί ότι οι νέοι κανόνες σχετικά με τη ρευστότητα και τη συναλλαγματική ισορροπία (56) συνεπάγονται συγκεκριμένους περιορισμούς όσον αφορά τη δυνατότητα των τραπεζών να προσελκύουν δυσανάλογα μεγάλα ποσά καταθέσεων από το εξωτερικό, εάν αυτό θα μπορούσε να καταστήσει περισσότερο ασταθείς και ευάλωτες τις τράπεζες στις συναλλαγματικές ισοτιμίες και τους κινδύνους ρευστότητας. Η Αρχή χαιρετίζει το γεγονός ότι οι ισλανδικές αρχές αντιμετώπισαν αυτό το στοιχείο της ανεπάρκειας του κανονιστικού πλαισίου.

    Σχέδιο αναδιάρθρωσης της Landsbankinn

    (184)

    Όσον αφορά το σχέδιο αναδιάρθρωσης και τα μέτρα στο επίπεδο της τράπεζας, η Landsbankinn έχει ουσιαστικά μεταστραφεί σε ένα περισσότερο παραδοσιακό μοντέλο τραπεζικής, εστιάζοντας στην παροχή εξατομικευμένων υπηρεσιών τραπεζικής («relationship banking») για την ισλανδική αγορά. Η τράπεζα θα χρηματοδοτείται κατά κύριο λόγο με καταθέσεις πελατών.

    (185)

    Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, σε σύγκριση με την προκάτοχό της, η Landsbankinn παρουσίαζε από τη στιγμή της ίδρυσής της σημαντικά μικρότερη μόχλευση. Εφόσον το μεγαλύτερο μέρος του γενικού χρέους παρέμεινε στην περιουσία της Landsbanki, δεν θα είναι αναγκασμένη, σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης, να βασίζεται σε αναχρηματοδότηση εκδίδοντας μη εξασφαλισμένα ομόλογα στις διεθνείς αγορές, το οποίο, στην τρέχουσα συγκυρία, θα συνιστούσε επικίνδυνη προοπτική.

    (186)

    Η εξάρτηση από τις χονδρικές αγορές και μετέπειτα από την αναχρηματοδότηση ήταν, πράγματι, ένας από τους βασικούς λόγους της κατάρρευσης της Landsbanki. Η χρηματοδότηση της Landsbankinn, από την άλλη πλευρά, βασίζεται μέχρι σήμερα σε μεγάλο βαθμό σε καταθέσεις και ίδια κεφάλαια (σε ποσοστό άνω του 70 %), και το σχέδιο αναδιάρθρωσης προβλέπει ελαφρά αύξηση του μεριδίου των καταθέσεων επί των συνολικών υποχρεώσεων. Το σχέδιο αναδιάρθρωσης καταδεικνύει ότι δεν δημιουργείται μείζων ανάγκη αναχρηματοδότησης κατά τη διάρκεια της περιόδου αναδιάρθρωσης […] και η Αρχή επισημαίνει θετικά ότι ούτε η επιτυχής επάνοδος στις διεθνείς αγορές για μη εγγυημένο χρέος ούτε η λιγότερο προβληματική έκδοση εξασφαλισμένων ομολόγων αποτελούν μέρος των παραδοχών στις οποίες βασίζεται η πρόβλεψη χρηματοδότησης.

    (187)

    Όσον αφορά την προαναφερθείσα δυνατότητα επιτυχούς έκδοσης μη εγγυημένων ομολόγων, η τράπεζα υποστηρίζει ότι η τρέχουσα περιορισμένη διάθεση ανάληψης κινδύνου εκ μέρους των επενδυτών για τέτοιου είδους χρέος θα μπορούσε να αυξηθεί εκ νέου, όταν αρθεί η απεριόριστη εγγύηση καταθέσεων, ιδίως η προτεραιότητα καταθέσεων, η οποία σήμερα μειώνει την ελκυστικότητα άλλων μορφών χρέους.

    (188)

    Η Αρχή θεωρεί ότι, με βάση τα στοιχεία που κοινοποίησαν οι ισλανδικές αρχές, η χρηματοδοτική κατάσταση της τράπεζας φαίνεται να είναι ασφαλής μέχρι τη λήξη της περιόδου αναδιάρθρωσης. Λόγω των αβεβαιοτήτων που περιβάλλουν την εγγύηση καταθέσεων και τους ελέγχους κεφαλαίου, καθώς και των αμφίβολων μελλοντικών εξελίξεων των αγορών (δημόσιου) χρέους, δεν μπορεί να κρίνει αν η στρατηγική χρηματοδότησης της Landsbankinn θα υλοποιηθεί μακροπρόθεσμα σύμφωνα με τις προβλέψεις. Εντούτοις, λόγω της εξάρτησης από καταθέσεις και καλυμμένα ομόλογα κατά την περίοδο αναδιάρθρωσης και του μεγάλου μεριδίου αυτών των τύπων χρέους στον ισολογισμό, η Αρχή συμπεραίνει ότι ελαφρές διαφοροποιήσεις της στρατηγικής χρηματοδότησης που θα μπορούσαν ενδεχομένως να καταστούν αναγκαίες δεν θα απειλούσαν τη βιωσιμότητα της τράπεζας.

    (189)

    Όσον αφορά το σκέλος των στοιχείων ενεργητικού του ισολογισμού, το μεγαλύτερο μέρος των εκτεθειμένων, διεθνών στοιχείων ενεργητικού παρέμειναν επίσης στην κατοχή της Landsbanki. Ως εκ τούτου ο ισολογισμός έχει συρρικνωθεί περίπου κατά 75 %. Μια σημαντική αδυναμία του επιχειρηματικού μοντέλου της Landsbanki, η εξάρτηση από διεθνή στοιχεία ενεργητικού υψηλού κινδύνου και ιδίως η ισχυρή εξάρτηση από κέρδη από την επενδυτική τραπεζική (43 % των κερδών πριν από την κρίση) χωρίς την κατάλληλη εκτίμηση κινδύνου και περιορισμένη γνώση της αγοράς, έχουν συνεπώς, αποκατασταθεί. Η Αρχή εκφράζει την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι, σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης, η τράπεζα δεν θα εμπλακεί σε παρόμοιες δραστηριότητες στο μέλλον, αλλά μάλλον θα εστιαστεί στις παραδοσιακές βασικές δραστηριότητές της.

    (190)

    Προφανώς, η τράπεζα έχει αναπτυχθεί από τότε που ιδρύθηκε, ιδίως μέσω των εξαγορών της Spkef και SpSv, όπως περιγράφεται ανωτέρω. Εντούτοις, σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης, αυτό δεν έχει σημαντική επίπτωση στο επιχειρηματικό μοντέλο της Landsbankinn, εφόσον η SpKef και SpSv διέθεταν κατά κύριο λόγο εγχώρια περιουσιακά στοιχεία παρόμοιων χαρακτηριστικών με αυτά που είχε στο χαρτοφυλάκιό της Landsbankinn. Σε κάθε περίπτωση, η Αρχή θεωρεί ότι οι αναληφθείσες εκποιήσεις, που εξετάζονται διεξοδικότερα κατωτέρω, θα επιτρέψουν στη Landsbankinn να επικεντρωθεί στη βασική της δραστηριότητα. Η δέσμευση για το κλείσιμο […] υποκαταστημάτων κατά την περίοδο αναδιάρθρωσης θα συμβάλει στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της Landsbankinn.

    (191)

    Σημαντική πρόκληση για την τράπεζα είναι η αναδιάρθρωση των δανείων που της μεταβιβάστηκαν από την Landsbanki. Ως προς αυτό, η Αρχή επισημαίνει θετικά ότι η διαδικασία αναδιάρθρωσης ήταν και εξακολουθεί να είναι βασική προτεραιότητα για την τράπεζα, όπως δείχνουν οι πολλές γενικές και ειδικές προτάσεις που έχει υποβάλει η τράπεζα για τους υπερχρεωμένους πελάτες της. Έχει δημιουργήσει επίσης επαρκώς στελεχωμένη υπηρεσία για θέματα αναδιάρθρωσης. Ενώ η διαδικασία δεν προχώρησε με την ταχύτητα που είχε αρχικά σχεδιαστεί, έχουν ήδη επιτευχθεί πολλά. Ενδεικτικά, έως τις 30 Μαρτίου 2012, το 75 % του συνολικού χρέους που πρέπει να αναδιαρθρωθεί έχει υποστεί κάποια μορφή αναπροσαρμογής χρέους. Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία που υπέβαλαν οι ισλανδικές αρχές, η τεράστια πλειοψηφία ήταν σε θέση να εξυπηρετήσουν το χρέος τους μετά την αναδιάρθρωση.

    (192)

    Η Αρχή θεωρεί ότι αυτό αποτελεί δείκτη της ορθότητας των μεθόδων αναδιάρθρωσης της Landsbankinn και απόδειξη ότι η τράπεζα αντιμετωπίζει κατά προτεραιότητα την αναδιάρθρωση του χαρτοφυλακίου δανείων της. Επιπλέον, με βάση τη μέχρι τώρα πρόοδο, φαίνεται ότι είναι ρεαλιστικό να μπορέσει η τράπεζα να εκπληρώσει αυτόν τον στόχο να ολοκληρώσει το 92 % της αναδιάρθρωσης (του συνολικού όγκου των δανείων) μέχρι το τέλος του 2012.

    (193)

    Η Αρχή επισημαίνει επίσης θετικά ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης προβλέπει μόνο αύξηση […] % των όρων των δανείων σε πελάτες κατά την περίοδο αναδιάρθρωσης. Αυτό φαίνεται εφικτό στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία. Θεωρεί επίσης ότι η μειωμένη σημασία των συμμετοχών και συμμετοχικών τίτλων, ιδίως η δεσμευθείσα πώληση […] βλέπε παράρτημα, θα περιορίσει περαιτέρω την επισφάλεια του χαρτοφυλακίου περιουσιακών στοιχείων της Landsbankinn.

    (194)

    Συνολικά, η προφύλαξη έναντι απροσδόκητων εξελίξεων στο μακροοικονομικό περιβάλλον στην Ισλανδία ή το εξωτερικό θα σήμαινε ότι, το αργότερο έως το τέλος της περιόδου αναδιάρθρωσης, η Landsbankinn θα έχει, κατά την άποψη της Αρχής, σχετικά υγιή ισολογισμό και ικανοποιητικά εξυπηρετούμενα χαρτοφυλάκια δανείων.

    (195)

    Όπως προαναφέρθηκε, η ασθενής κεφαλαιοποίηση της Landsbanki ήταν ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στην κατάρρευσή της. Το σχέδιο αναδιάρθρωσης της Landsbankinn προβλέπει ότι η τράπεζα θα παραμείνει σε σαφώς υψηλότερο από τον απαιτούμενο από την FME ελάχιστο συντελεστή CAD του 16 % καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου αναδιάρθρωσης. Ο συντελεστής αυτός είναι σαφώς υψηλότερος από τον μελλοντικό ελάχιστο συντελεστή του 10,5 % της συμφωνίας Βασιλεία ΙΙΙ. Ακόμα και σύμφωνα με τα σενάρια ακραίων καταστάσεων που υπέβαλε η Landsbankinn, και τα οποία είναι σύμφωνα με την απαίτηση των κατευθυντήριων γραμμών αναδιάρθρωσης «συνδυασμός ακραίων καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένης παρατεταμένης παγκόσμιας ύφεσης» (βλέπε παράγραφο 13), ο δείκτης CAD δεν θα μειωνόταν σε επίπεδο χαμηλότερο από αυτό το υψηλό σημείο αναφοράς. Η Αρχή θεωρεί ότι είναι συνετό και καθησυχαστικό το γεγονός ότι, ακόμη και με το σενάριο ακραίων καταστάσεων με την ισχυρότερη επίπτωση στην κεφαλαιακή βάση της Landsbankinn — βασικά διάλυση της ευρωζώνης — η τράπεζα θα διατηρούσε κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας […] % το οποίο, σε περιβάλλον λειτουργίας που περιγράφεται ανωτέρω, παρέχει στη Landsbankinn σημαντική ικανότητα να αντιμετωπίσει απροσδόκητες δυσμενείς εξελίξεις.

    (196)

    Επιπλέον, ο δείκτης CAD της Landsbankinn θα συνεχίσει να αυξάνεται σταδιακά κατά τη διάρκεια της περιόδου αναδιάρθρωσης. Σε αυτή τη βάση, η Αρχή θεωρεί ότι η κεφαλαιοποίηση της Landsbankinn καθιστά την τράπεζα επαρκώς ανθεκτική.

    (197)

    Όσον αφορά τη θέση ρευστότητας της τράπεζας, η Αρχή επισημαίνει ότι η τρέχουσα κατάσταση, κατ' εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης, φαίνεται επαρκώς εύρωστη και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η κατάσταση θα μπορούσε να επιδεινωθεί σημαντικά κατά την περίοδο αναδιάρθρωσης. Η Αρχή επισημαίνει θετικά ότι η τράπεζα έχει ήδη αρχίσει να προσαρμόζει την πολιτική ρευστότητάς της για να συμμορφωθεί με τη μελλοντική απαίτηση της συμφωνίας Βασιλεία ΙΙΙ. Θεωρεί ότι η τρέχουσα LCR της τράπεζας του […] % είναι ένας καθησυχαστικός δείκτης, ιδίως σε σύγκριση με τον μέσο όρο του 83 % που καθορίστηκε σε μελέτη της τράπεζας διεθνών διακανονισμών (57) που περιλαμβάνει περισσότερες από 200 τράπεζες. Επιπλέον, η Αρχή θεωρεί ότι, βάσει της προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για τον δείκτη ρευστότητας της τράπεζας, η ταμειακή κατάσταση της Landsbankinn είναι ασφαλής.

    (198)

    Η Αρχή χαιρετίζει επίσης τις μεταβολές στην εταιρική διακυβέρνηση της Landsbankinn και την αντικατάσταση βασικού προσωπικού. Παρομοίως, η αυξημένη βαρύτητα στη διαχείριση κινδύνου, όπως προαναφέρθηκε, αντιμετωπίζει, κατά την άποψη της Αρχής, μια αδυναμία στο επιχειρηματικό μοντέλο της Landsbankinn και θα συμβάλλει σε μια πιο αντικειμενική και επαγγελματική εκτίμηση κινδύνου των πράξεων της τράπεζας.

    (199)

    Οι κατευθυντήριες γραμμές αναδιάρθρωσης προβλέπουν επίσης ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης θα πρέπει να αποδεικνύει με ποιο τρόπο η τράπεζα θα αποκαταστήσει, το συντομότερο δυνατό, τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά της χωρίς κρατική ενίσχυση. Συγκεκριμένα, η τράπεζα θα πρέπει να είναι σε θέση να παρουσιάσει την αναγκαία απόδοση κεφαλαίου, καλύπτοντας ταυτόχρονα όλα τα έξοδα της κανονικής λειτουργίας και τηρώντας τις σχετικές κανονιστικές απαιτήσεις. Ειδικότερα, το σημείο 13 των κατευθυντήριων γραμμών αναδιάρθρωσης αναφέρει ότι η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα επιτυγχάνεται όταν μια τράπεζα μπορεί να καλύψει όλα τα έξοδά της, περιλαμβανομένων των αποσβέσεων και των χρηματοοικονομικών επιβαρύνσεων, και να εξασφαλίζει επαρκή απόδοση των κεφαλαίων, λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ κινδύνου της τράπεζας.

    (200)

    Επ' αυτού, η Αρχή υπενθυμίζει ότι το οικονομικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργεί η Landsbankinn θα ήταν επισφαλές για οποιαδήποτε τράπεζα. Επιπλέον, η Αρχή θεωρεί ότι πρέπει να επιτευχθεί μια δύσκολη ισορροπία για κάθε τράπεζα στην Ισλανδία κατά τη χρονική στιγμή ανάμεσα στον στόχο αύξησης της αποδοτικότητας και της διατήρησης μιας ασφαλούς (δηλαδή υψηλής) κεφαλαιακής ισορροπίας. Με γνώμονα αυτό, η Αρχή εκφράζει την ικανοποίησή της για την πρόβλεψη αποδοτικότητας του σχεδίου αναδιάρθρωσης η οποία, παρά τον υψηλό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας, θα είναι επαρκής κατά το μεγαλύτερο διάστημα της περιόδου αναδιάρθρωσης και μετέπειτα. Από το 2009 έως το 2014, η ROE κυμαίνεται μεταξύ [> 5] % και [> 15] %.

    (201)

    Εντούτοις, όπως περιγράφεται ανωτέρω, η διατύπωση αυτή οφείλεται επίσης σε έκτακτες καταστάσεις και γεγονότα, όπως παραδείγματος χάρη τα κέρδη από αναπροσαρμογή των μεταβιβασθέντων από την Landsbankinn στοιχείων ενεργητικού. Άπαξ γεγονότα, όπως οι απροσδόκητα επιτυχείς πωλήσεις θυγατρικών, αφενός, και διαγραφές που προκλήθηκαν από την πρόσφατη απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου για τα δάνεια σε ξένο νόμισμα, (FX) αφετέρου, ενδέχεται να έχουν επίσης επίπτωση. Ο υπολογισμός που υπέβαλαν οι ισλανδικές αρχές, σύμφωνα με τον οποίο η κατάσταση κερδών και ζημιών (P&L) έχει εκκαθαριστεί από αυτά τα έκτακτα στοιχεία δείχνει ότι η τράπεζα παρουσίασε και θα εξακολουθήσει να παρουσιάζει σχετικά σταθερά κέρδη από το 2011 και μετά. Η έκθεση του Icelandic State Financial Investments («ISFI») που προαναφέρθηκε φαίνεται ότι στηρίζει αυτό το συμπέρασμα. Δεν είναι σαφές αν οι εν λόγω υπολογισμοί αντανακλούν μόνο τη «βασική αποδοτικότητα» της τράπεζας. Εντούτοις, η Αρχή επισημαίνει ότι η σημασία της έκπτωσης μειώνεται με ταχύ ρυθμό κατά την περίοδο αναδιάρθρωσης και η τράπεζα αναμένει να σημειώσει «βασικά» κέρδη από […] έως […] δισεκατ. ISK περίπου ετησίως, σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης την περίοδο μεταξύ 2012 και 2014.

    (202)

    Ορισμένα από τα πλέον συναφή και αναλυτικά στοιχεία του οικονομικού σχεδιασμού αναφέρθηκαν προηγουμένως. Η Αρχή έχει την άποψη ότι οι παραδοχές αυτές συνολικά φαίνονται επαρκώς συνετές, δεδομένου του επισφαλούς πλαισίου λειτουργίας. Όσον αφορά το περιθώριο επιτοκίου, η Αρχή επισημαίνει ότι, ακόμη και μετά την αναμενόμενη μείωση σε […] %, θα είναι μάλλον υψηλό σε σύγκριση με τα διεθνή επιτόκια (58). Σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές, το περιθώριο παραμένει περίπου σε αυτό ή υψηλότερο επίπεδο καθ' όλη τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Αυτό οφείλεται, μεταξύ άλλων παραγόντων, στο περιβάλλον υψηλών επιτοκίων στην Ισλανδία, το χαμηλότερο μερίδιο ενυπόθηκων δανείων στο χαρτοφυλάκιο δανείων και το μικρότερο μέγεθος των τραπεζών. Η Αρχή κρίνει αυτές τις εξηγήσεις λογικές και, ως εκ τούτου, θεωρεί ότι αυτό το στοιχείο του οικονομικού σχεδιασμού είναι επαρκώς λογικό.

    (203)

    Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο της μελλοντικής αποδοτικότητας σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης είναι η αύξηση των εσόδων από αμοιβές και προμήθειες, τα οποία προβλέπεται να αυξηθούν περίπου κατά […] %. Η αύξηση αυτή στη συνέχεια θα αποφέρει κέρδη άνω των […] δισεκατ. ISK το 2014. Οι ισλανδικές αρχές υποστηρίζουν ότι οι προβολές αυτές είναι εφικτές, εφόσον δραστηριότητες όπως οι συναλλαγές χρηματιστηρίου και σε ξένο συνάλλαγμα παρέμειναν στην πράξη στάσιμες μετά την κατάρρευση των τραπεζών και την εισαγωγή των κεφαλαιακών ελέγχων.

    (204)

    Η τράπεζα έχει αναλάβει διάφορες πρωτοβουλίες, όπως περιγράφεται ανωτέρω, για να αυξήσει την αποτελεσματικότητα και να περιορίσει το κόστος, όπως η μείωση προσωπικού, η δέσμευση για το κλείσιμο […] υποκαταστημάτων και ο γενικός εξορθολογισμός πράξεων. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει συνολικά να μειώσουν τον δείκτη κόστους προς έσοδα από 57,2 % σε […] % το 2014. Η Αρχή χαιρετίζει αυτές τις προσπάθειες, εφόσον ο δείκτης αυτός είναι σήμερα πολύ υψηλός με βάση τα διεθνή δεδομένα. Η Αρχή θεωρεί επίσης εφικτή την επίτευξη αυτού του στόχου.

    (205)

    Εκτός από τα ανωτέρω, είναι προφανές ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης βασίζεται και σε πολλές άλλες παραδοχές. Σκοπός της Αρχής ήταν να ελέγξει τις παραδοχές που φαίνονται οι πλέον συναφείς και επηρεάζουν περισσότερο τη μελλοντική βιωσιμότητα της Landsbankinn. Οι μακροοικονομικές παραδοχές κρίνονται σύμφωνες με τις προβλέψεις της CBI. Συνολικά, οι παραδοχές στις οποίες βασίζεται το σχέδιο αναδιάρθρωσης κρίνονται επαρκώς συνετές ώστε, σε συνδυασμό με τα στοιχεία που παρέθεσε προηγουμένως η Αρχή, να θεωρηθεί ότι τα μέτρα αναδιάρθρωσης που έλαβε η τράπεζα είναι επαρκή για να εξασφαλίσουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά της, αποκλείοντας απροσδόκητα δυσμενή γεγονότα απρόβλεπτης κλίμακας και συνεπειών.

    (206)

    Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η Αρχή κρίνει ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης καταδεικνύει την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της τράπεζας. Ως εκ τούτου, η Αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τηρούνται οι διατάξεις του τμήματος 2 των κατευθυντήριων γραμμών αναδιάρθρωσης.

    3.3.   Ίδια συνεισφορά/καταμερισμός επιβαρύνσεων

    (207)

    Η παράγραφος 22 των κατευθυντήριων γραμμών αναδιάρθρωσης αναφέρει ότι: «Για να περιοριστούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και να αντιμετωπιστεί ο ηθικός κίνδυνος, η ενίσχυση θα πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστο αναγκαίο ποσό και ο δικαιούχος της ενίσχυσης να συνεισφέρει ο ίδιος στις δαπάνες αναδιάρθρωσης. Η τράπεζα και οι κάτοχοι του κεφαλαίου της θα πρέπει να συμβάλλουν όσο το δυνατό περισσότερο στην αναδιάρθρωση με τους δικούς τους πόρους. Αυτό είναι απαραίτητο για να εξασφαλιστεί ότι οι τράπεζες που διασώζονται φέρουν επαρκές μερίδιο της ευθύνης για τις συνέπειες της παρελθούσας συμπεριφοράς τους και για να δημιουργηθούν τα κατάλληλα κίνητρα για τη μελλοντική συμπεριφορά τους».

    (208)

    Συναφώς, η Αρχή υπενθυμίζει ένα καθοριστικό στοιχείο της εξεταζόμενης υπόθεσης. Όταν συστάθηκε η Landsbankinn βάσει των εγχώριων λειτουργιών της Landsbanki, οι επενδύσεις των μετόχων της Landsbanki είχαν εξανεμισθεί εξ ολοκλήρου και, συνεπώς, οι μέτοχοι συνέβαλαν στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό στην αναδιάρθρωση της Landsbankinn. Επιπλέον, οι πιστωτές της Landsbanki έπρεπε να υποστούν σημαντικές ζημίες (59), τουλάχιστον να αναλάβουν τον κίνδυνο της επένδυσής τους ανάλογα με την αποδοτικότητα των μεταβιβασθέντων στη Landsbankinn στοιχείων ενεργητικού (μέσω των εξαρτημένων ομολόγων). Συνεπώς, όσον αφορά τους ιδιοκτήτες και τους πιστωτές της Landsbanki, το κριτήριο του καταμερισμού των επιβαρύνσεων ικανοποιείται πλήρως και αντιμετωπίζεται το ζήτημα του ηθικού κινδύνου.

    (209)

    Εκτός από τα ανωτέρω, η Αρχή πρέπει να εκτιμήσει αν η κρατική ενίσχυση την οποία εισέπραξε η Landsbankinn περιοριζόταν στο ελάχιστο αναγκαίο.

    (210)

    Όσον αφορά τα μέτρα κεφαλαιοποίησης, η αρχική κεφαλαιοποίηση της Landsbankinn κατά την ίδρυσή της ήταν κατώτερη από τον ελάχιστο δείκτη που όρισε η FME (13 % αντί του 16 %). Το 2009, μετά την επίτευξη της συμφωνίας με τη Landsbanki, ο δείκτης CAD ανήλθε στο 15 %, δηλαδή κατά μία εκατοστιαία μονάδα χαμηλότερος από τον ελάχιστο δείκτη που όρισε η FME, η οποία παραχώρησε προσωρινή απαλλαγή. Σε αυτή τη βάση, η Αρχή επισημαίνει ότι ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας εξαρτιόταν κατά κύριο λόγο από την ακρίβεια της αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάστηκαν από την Landsbanki στην Landsbankinn. Το γεγονός ότι ο δείκτης CAD της Landsbankinn στη συνέχεια αυξήθηκε σημαντικά ώστε να μπορέσει να απορροφήσει τις δραστηριότητες της Spkef και μετέπειτα της SpSv, εξηγείται από τη διαγραφή της λογιστικής αξίας των μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων. Το γεγονός ότι ο δείκτης CAD παρουσίασε στη συνέχεια τόσο μεγάλη αύξηση δεν αποτελεί κατά την άποψη της Αρχής λόγο ώστε να θεωρηθεί ότι το κράτος χορήγησε εξαρχής στην Landsbankinn μεγαλύτερο από το κεφάλαιο που ήταν αναγκαίο για την κεφαλαιοποίησή της.

    (211)

    Η παράγραφος 26 των κατευθυντήριων γραμμών αναδιάρθρωσης προβλέπει ότι οι τράπεζες που λαμβάνουν ενίσχυση αναδιάρθρωσης «πρέπει να είναι σε θέση να αμείβουν το κεφάλαιο, όπως με τη μορφή μερισμάτων ή τοκομεριδίων επί τρεχόντων δανείων μειωμένης εξασφάλισης, από τα κέρδη που αποκομίζουν από τις δραστηριότητές τους».

    (212)

    Η Αρχή διευκρίνισε τις κατευθυντήριες γραμμές της για τις κρατικές ενισχύσεις όσον αφορά τις εισφορές κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκαν μέσω μετοχών το 2012. Οι παράγραφοι 7-8 των κατευθυντήριων γραμμών 2012 για τη χρηματοπιστωτική κρίση προβλέπουν: «Λόγω των κανονιστικών αλλαγών και του μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος στην αγορά, η Αρχή προβλέπει ότι στο μέλλον ενδέχεται οι κρατικές εισφορές κεφαλαίων να λαμβάνουν συχνότερα τη μορφή μετοχών που έχουν μεταβλητή απόδοση. Η διευκρίνιση των κανόνων περί αποτίμησης των εισφορών κεφαλαίου είναι επιθυμητή λόγω του ότι οι μετοχές αυτές αμείβονται υπό μορφή (αβέβαιων) μερισμάτων και υπεραξίας, πράγμα το οποίο δυσκολεύει την άμεση εκ των προτέρων εκτίμηση της απόδοσης των μέσων αυτών. Ως εκ τούτου, η Αρχή θα εκτιμά την απόδοση των εν λόγω εισφορών κεφαλαίου βάσει της τιμής έκδοσης των μετοχών. Η προεγγραφή σε εισφορές κεφαλαίου πρέπει να γίνεται με επαρκή έκπτωση επί της τιμής της μετοχής (κατόπιν προσαρμογής για να ληφθεί υπόψη το “φαινόμενο της μείωσης της συμμετοχής”) αμέσως πριν την εξαγγελία της εισφοράς κεφαλαίου ώστε να υπάρχει εύλογη βεβαιότητα επαρκούς αμοιβής για το κράτος» (60).

    (213)

    Κατά την άποψη της Αρχής, η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται άμεσα στην προκειμένη περίπτωση εφόσον, από τεχνική άποψη, το κράτος κεφαλαιοποίησε μια νέα τράπεζα. Δεν θα μπορούσε, συνεπώς, να μειώσει τη συμμετοχή των παλαιών μετόχων με την ακριβή έννοια του όρου. Εντούτοις, η λογική που διαπνέει τη διάταξη είναι ότι η απομειωμένη ιδιοκτησία και τα μελλοντικά κέρδη θα κατανεμηθούν στο κράτος που αναγκάστηκε να επωμιστεί τον κίνδυνο εισφέροντας κεφάλαιο σε μια προβληματική επιχείρηση.

    (214)

    Στην προκειμένη περίπτωση, είναι προφανές ότι το κράτος απέκτησε την κυριότητα του μεγαλύτερου μέρους (81,33 %) της Landsbankinn και, κατά συνέπεια, θα εισπράξει το ίδιο ποσοστό από τα μελλοντικά κέρδη, ενώ οι παλαιοί μέτοχοι δεν εισπράττουν τίποτα. Οι νυν μέτοχοι μειοψηφίας, οι οποίοι είναι πρώην πιστωτές, θα συμμετάσχουν σε κάποιο βαθμό στα μελλοντικά κέρδη. Εντούτοις, κατά πάσα πιθανότητα, θα αναγκαστούν να υποστούν σημαντικές ζημίες, όπως περιγράφεται ανωτέρω.

    (215)

    Επιπλέον, η αποδοτικότητα της Landsbankinn από την ίδρυσή της είναι επαρκής και το σχέδιο αναδιάρθρωσης προβλέπει σταθερά κέρδη κατά τα επόμενα έτη. Συνεπώς, η Αρχή θεωρεί ότι ικανοποιείται η απαίτηση της παραγράφου 26 των κατευθυντήριων γραμμών αναδιάρθρωσης, σε συνδυασμό με την παράγραφο 8 των κατευθυντήριων γραμμών 2012 για τη χρηματοπιστωτική κρίση.

    (216)

    Ενώ η πράξη Spkef, όπως περιγράφεται ανωτέρω, ενέχει στοιχεία κρατικής ενίσχυσης, η Αρχή θεωρεί ότι κατασκευάζεται με τρόπο που αποσκοπεί στον περιορισμό, αν όχι στον αποκλεισμό ενός άμεσου οικονομικού πλεονεκτήματος προς όφελος της Landsbankinn. Ως προς αυτό, υπενθυμίζει ότι η τελική αποζημίωση για την ανάληψη των καταθέσεων της Spkef καθορίστηκε από ανεξάρτητη επιτροπή διαιτησίας.. Η συμφωνία συνιστά κατ' ουσίαν αποζημίωση της Landsbankinn, που ήταν αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης, για την ανάληψη των υποχρεώσεων από καταθέσεις της Spkef. Η Αρχή δεν θεωρεί ότι η ενίσχυση αυτή έχει μεγάλη σημασία για την εκτίμηση του καταμερισμού των επιβαρύνσεων. Εντούτοις, η πρόσθετη αξία επωνυμίας και το μερίδιο αγοράς που απέκτησε την Landsbankinn μέσω της πράξης αυτής είχε σημαντικότερο αντίκτυπο στην εκτίμηση των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού κατωτέρω.

    (217)

    Τέλος, όσον αφορά την εγγύηση των καταθέσεων, η Αρχή έχει ήδη αναφέρει στην απόφασή της για την κίνηση της διαδικασίας ότι, λόγω των έκτακτων περιστάσεων εκείνης της περιόδου, θα μπορούσε να συνιστά αναλογικό μέσο για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στην Ισλανδία. Είναι, ωστόσο, προφανές ότι η ενίσχυση αυτή δεν είναι δυνατό να εγκρίνεται επ' αόριστον.

    (218)

    Συνεπώς, για να θεωρηθεί ότι η εν λόγω κρατική ενίσχυση περιορίζεται στο ελάχιστο αναγκαίο, η Αρχή πιστεύει ότι πρέπει να τερματιστεί το συντομότερο δυνατό. Η Αρχή χαιρετίζει, συνεπώς, την πρόθεση των ισλανδικών αρχών να θεσπίσουν διαφορετικό σύστημα εγγύησης των καταθέσεων, που επί του παρόντος προβλέπεται ότι θα θεσπιστεί πριν την άρση του ελέγχου κεφαλαίων, δηλαδή μέχρι τα τέλη του 2013.

    (219)

    Για να αντιμετωπιστούν οι καθυστερήσεις στην άρση των ελέγχων των κεφαλαίων και για να είναι συνεπής με την άποψή της ότι μια βιώσιμη τράπεζα θα πρέπει να είναι σε θέση να ανταγωνίζεται στην αγορά χωρίς την προστασία μιας τέτοιας καθολικής εγγύησης των καταθέσεων, η Αρχή θα επιτρέψει την εγγύηση των καταθέσεων μέχρι το τέλος του 2014 (61). Μετά από εκείνη τη χρονική στιγμή, η προστασία των καταθέσεων θα πρέπει να διέπεται αποκλειστικά από την εφαρμοστέα νομοθεσία του ΕΟΧ σχετικά με τις εγγυήσεις των καταθέσεων.

    (220)

    Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, η Αρχή συμπεραίνει ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης της Landsbankinn εξασφαλίζει ότι η ενίσχυση περιορίζεται στο ελάχιστο αναγκαίο και ότι ο δικαιούχος, οι μέτοχοι και οι ομολογιούχοι της προκατόχου τράπεζας έχουν συμμετάσχει σε σημαντικό βαθμό στον καταμερισμό του χρέους. Η ενίσχυση αναδιάρθρωσης είναι συνεπώς σύμφωνη με το τμήμα 3 των κατευθυντήριων γραμμών αναδιάρθρωσης.

    3.4.   Περιορισμός των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού

    (221)

    Στις παραγράφους 29-32 του τμήματος 4 των κατευθυντήριων γραμμών αναδιάρθρωσης προβλέπονται τα ακόλουθα:

    «Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα παραμένει πρωταρχικός στόχος των ενισχύσεων προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα σε μια περίοδο συστημικής κρίσης, αλλά η διασφάλιση της συστημικής σταθερότητας βραχυπρόθεσμα δεν πρέπει να προκαλεί μακροπρόθεσμες ζημίες όσον αφορά τους ισότιμους όρους ανταγωνισμού και τις ανταγωνιστικές αγορές. Σε αυτό το πλαίσιο, τα μέτρα για τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού που προκαλούν οι κρατικές ενισχύσεις διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο […]. Τα μέτρα για τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού πρέπει να είναι κατάλληλα προσαρμοσμένα για την αντιμετώπιση των στρεβλώσεων που εντοπίζονται σε αγορές στις οποίες δραστηριοποιείται η δικαιούχος τράπεζα, αφού αποκατασταθεί η βιωσιμότητά της μετά την αναδιάρθρωση, τηρώντας παράλληλα μια κοινή πολιτική και κοινές αρχές. Η Αρχή λαμβάνει ως σημείο εκκίνησης για την αξιολόγηση της ανάγκης θέσπισης τέτοιων μέτρων, το μέγεθος, την κλίμακα και την έκταση των δραστηριοτήτων τις οποίες αναμένεται να ασκήσει η οικεία τράπεζα μετά την εφαρμογή ενός αξιόπιστου σχεδίου αναδιάρθρωσης, όπως προβλέπεται στην ενότητα 3 το παρόντος κεφαλαίου. […] Η φύση και η μορφή των μέτρων αυτών θα εξαρτηθεί από δύο κριτήρια: πρώτον, από το ύψος της ενίσχυσης και τους όρους και τις συνθήκες υπό τις οποίες χορηγήθηκε και, δεύτερον, από τα χαρακτηριστικά της αγοράς ή των αγορών στις οποίες θα δραστηριοποιηθεί η δικαιούχος τράπεζα.

    Όσον αφορά το πρώτο κριτήριο, τα μέτρα που περιορίζουν τις στρεβλώσεις ποικίλλουν σημαντικά ανάλογα με το ύψος της ενίσχυσης καθώς και τον βαθμό καταμερισμού των επιβαρύνσεων και το ύψος της αντιστάθμισης. Σε γενικές γραμμές, όσο υψηλότερος είναι ο βαθμός καταμερισμού των επιβαρύνσεων και μεγαλύτερη η ίδια συμμετοχή, τόσο πιο περιορισμένες είναι οι αρνητικές συνέπειες που προκύπτουν από τον ηθικό κίνδυνο.

    Αναφορικά με το δεύτερο κριτήριο, η Αρχή θα αναλύσει τα πιθανά αποτελέσματα της ενίσχυσης στις αγορές στις οποίες θα δραστηριοποιείται η δικαιούχος τράπεζα μετά την αναδιάρθρωση. Καταρχήν, θα εξετάζεται το μέγεθος και η σχετική σπουδαιότητα της τράπεζας στην αγορά ή τις αγορές της, όταν αποκατασταθεί η βιωσιμότητά της. Ο σχεδιασμός των μέτρων θα προσαρμόζεται στα χαρακτηριστικά της αγοράς, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η διαφύλαξη του αποτελεσματικού ανταγωνισμού. […] Τα μέτρα που περιορίζουν τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού δεν πρέπει να αποτελούν απειλή για τις προοπτικές αποκατάστασης της βιωσιμότητας της τράπεζας».

    (222)

    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το μέγεθος της ενίσχυσης, ιδίως σε σχετικούς όρους, και τα χαρακτηριστικά της αγοράς έχουν καθοριστική σημασία για την εκτίμηση της Αρχής ως προς την καταλληλότητα των μέτρων για να περιορίσουν τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Ταυτόχρονα, είναι προφανές ότι τα εν λόγω μέτρα δεν πρέπει να θέτουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα του δικαιούχου της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης και τα προβλήματα του ανταγωνισμού πρέπει να αντιμετωπίζονται σε συνάρτηση με τον πρωταρχικό στόχο της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στην παρούσα κρίση.

    (223)

    Με βάση το ανωτέρω νομικό πλαίσιο, η Αρχή θα παραθέσει στη συνέχεια τις παραμέτρους που κρίνει καθοριστικές για την εκτίμησή της των μέτρων που περιορίζουν τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

    (224)

    Πρώτον και κατά κύριο λόγο, η Αρχή θεωρεί ότι, δεδομένης της ιδιαίτερης κατάστασης στις ισλανδικές χρηματοπιστωτικές αγορές επιβάλλεται προσεκτική εκτίμηση των συνθηκών της αγοράς και του ανταγωνιστικού περιβάλλοντος. Τα μέτρα που περιορίζουν τη νόθευση του ανταγωνισμού θα πρέπει να αντανακλούν την τρέχουσα δυσχερή συγκυρία, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού περιορίζονται στο ελάχιστο τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και σε μακροπρόθεσμη προοπτική.

    (225)

    Δεύτερον, όπως αναφέρεται ανωτέρω, στο τμήμα για τον καταμερισμό των επιβαρύνσεων, έχει εξεταστεί η μεγαλύτερη δυνατή συνεισφορά των παλαιών ιδιοκτητών της Landsbanki και, σε κάποιο βαθμό, των πιστωτών της Landsbanki. Κατά συνέπεια, έχει περιοριστεί η ανάγκη λήψης πρόσθετων μέτρων ως προς τον ανταγωνισμό.

    (226)

    Τρίτον, όσον αφορά τα χαρακτηριστικά της σχετικής αγοράς, όπως περιγράφονται ανωτέρω, η κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ισλανδία και οι συνακόλουθες παρεμβάσεις των ισλανδικών αρχών είχαν ως αποτέλεσμα τον υψηλότερο βαθμό συγκέντρωσης των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στην ισλανδική αγορά και συνέβαλαν στην ουσιαστική αύξηση του μεριδίου αγοράς των τριών μεγαλύτερων τραπεζών, Íslandsbanki, Arion Bank and Landsbankinn. Πέραν αυτών, εξακολουθούν να υφίστανται μόνον ελάχιστοι άλλοι μικροί συντελεστές της αγοράς, και η προοπτική άμεσης εισόδου νέου φορέα είναι περιορισμένη εξαιτίας των φραγμών εισόδου που έχουν ήδη αναφερθεί και εξαιτίας του μικρού μεγέθους της αγοράς και, κυρίως, εξαιτίας των εφαρμοζόμενων ελέγχων των κεφαλαίων. Η Landsbankinn κατέχει πολύ σημαντική θέση σε αυτή την υψηλού βαθμού συγκέντρωσης αγορά, έχοντας μερίδιο αγοράς 30 % ή και υψηλότερο στα σημαντικότερα από οικονομική άποψη τμήματα της αγοράς. Είναι η μεγαλύτερη ισλανδική τράπεζα από άποψη ισολογισμού.

    (227)

    Τέταρτον, η κρίση δημιούργησε ορισμένα πολύ ειδικά προβλήματα, όπως ο υπέρμετρα υψηλός βαθμός άμεσης και έμμεσης ιδιοκτησίας των μεγάλων τραπεζών στην πραγματική οικονομία και η εμφάνιση ενός εκ των πραγμάτων μονοπωλίου τραπεζικών υπηρεσιών ΤΠ (RB) που κατά πλειοψηφία ανήκει στις τρεις μεγαλύτερες τράπεζες.

    (228)

    Πέμπτον, το σχετικό μέγεθος της ενίσχυσης που εισέπραξε η Landsbankinn είναι σημαντικό. Επ' αυτού, η Αρχή επισημαίνει ότι, αρχικά, το συνολικό κεφάλαιο της τράπεζας χορηγήθηκε από το κράτος. Επιπλέον, η τράπεζα ωφελήθηκε από ένα σύνολο μέτρων ενίσχυσης, την πράξη Spkef και την εγγύηση των καταθέσεων. Ακόμη, η SpSV έλαβε ενίσχυση πριν εξαγοραστεί από τη Landsbankinn. Παράλληλα, η Landsbankinn εξακολουθεί να είναι μια μικρή τράπεζα, τουλάχιστον με βάση τα διεθνή πρότυπα.

    (229)

    Έκτον, η εξαγορά της Spkef και της SpSv από την τράπεζα επιβάλλει τη λήψη πρόσθετων μέτρων για τον ανταγωνισμό. Στην απόφαση για την SpSv, η Αρχή τόνισε ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης της Landsbankinn πρέπει να περιλαμβάνει τέτοια μέτρα.

    (230)

    Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η Αρχή επισημαίνει ότι έχουν ληφθεί ή πρόκειται να ληφθούν ορισμένα μέτρα για να περιοριστούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού τις οποίες προκάλεσε η χορηγηθείσα στην Landsbankinn κρατική ενίσχυση.

    (i)   Μέτρα και εξελίξεις του κανονιστικού πλαισίου που έχουν λάβει ή έχουν δεσμευθεί να λάβουν οι ισλανδικές αρχές

    (231)

    Η ισλανδική κυβέρνηση έχει αναλάβει δύο ειδικές δεσμεύσεις (βλέπε παράρτημα) οι οποίες, κατά την άποψη της Αρχής, μπορούν να συμβάλουν στη δημιουργία ενός κανονιστικού πλαισίου που ευνοεί τον ανταγωνισμό στις χρηματοπιστωτικές αγορές:

    (232)

    Πρώτον, με τον διορισμό ομάδας εργασίας η οποία θα επανεξετάσει τον νόμο αριθ. 36/1978 για τα τέλη χαρτοσήμου και εξετάζοντας ιδίως το ενδεχόμενο κατάργησης των τελών χαρτοσήμου για ομόλογα που εκδίδουν ιδιώτες κατά τη μεταβίβαση μεταξύ πιστωτών (π.χ. όταν ιδιώτες μεταφέρουν τα δάνειά τους από ένα πιστωτικό ίδρυμα σε άλλο). Η Αρχή θεωρεί ότι η ισχύουσα νομοθεσία, η οποία μεταξύ άλλων υποχρεώνει τους πελάτες να καταβάλλουν τέλη χαρτοσήμου επί του ποσού του αντίστοιχου ομολόγου (62) κατά την αλλαγή δανειοδότη, ενδέχεται να παρεμποδίζει τον ανταγωνισμό, διότι μπορεί να εγκλωβίζει πελάτες σε υφιστάμενες συμβάσεις δανείων μεγάλης διάρκειας. Συνεπώς, η Αρχή χαιρετίζει τη δέσμευση για επανεξέταση αυτού του νόμου.

    (233)

    Δεύτερον, η Αρχή επισημαίνει ότι, με βάση ψήφισμα του ισλανδικού κοινοβουλίου της 21ης Μαρτίου 2012, η κυβέρνηση θα συγκροτήσει επιτροπή με εντολή να επανεξετάσει το σύστημα προστασίας του καταναλωτή στη χρηματοπιστωτική αγορά. Αυτό θα περιλαμβάνει ειδική εντολή για την επανεξέταση της διευκόλυνσης της αλλαγής δανειοδότη και μείωσης των εξόδων μεταφοράς και τη στενή συνεργασία της επιτροπής με την ισλανδική αρχή ανταγωνισμού (την ICA) σε σχέση με το τελευταίο ζήτημα. Η επιτροπή θα υποβάλει την έκθεσή της το αργότερο έως τις 15 Ιανουαρίου 2013. Μια τέτοια ακριβέστερη εκτίμηση θα ήταν προς όφελος του ανταγωνισμού μακροπρόθεσμα. Στο μεταξύ, η ειδική δέσμευση της Landsbankinn που εξετάζεται στη συνέχεια θα πρέπει να συμβάλει στη διευκόλυνση της αλλαγής δανειοδότη και, ως εκ τούτου, στην αύξηση του ανταγωνισμού.

    (234)

    Η Αρχή χαιρετίζει τον διακανονισμό στον οποίο κατέληξαν για το ζήτημα αυτό η ICA και οι ιδιοκτήτες της RB, περιλαμβανομένων των τριών μεγαλύτερων τραπεζών. Αυτό αποσκοπεί στο να εξασφαλιστεί η χωρίς διακρίσεις πρόσβαση σε βασική υποδομή ΤΠ και με λογικό κόστος για τους μικρούς ανταγωνιστές και νέους φορείς που θα εισέλθουν ενδεχομένως στην αγορά. Η Αρχή θεωρεί ότι αυτός ο διακανονισμός καθησυχάζει με ικανοποιητικό τρόπο τις ανησυχίες της, που διατυπώθηκαν, μεταξύ άλλων και στη δεύτερη απόφαση Byr (63). Συνεπώς, δεν είναι πλέον αναγκαίο να εξετάσει η Αρχή διεξοδικότερα αυτό το ζήτημα στην παρούσα απόφαση.

    (235)

    Τέλος, η Αρχή σημειώνει τις τροποποιήσεις του κανονιστικού πλαισίου που έχουν επέλθει από το 2008, όπως εξετάζονται στο παράρτημα. Όσον αφορά τα προβλήματα ανταγωνισμού, ιδιαίτερη σημασία ως προς αυτό έχει η εισαγωγή του άρθρου 22 στον νόμο αριθ. 161/2002 για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Περιλαμβάνει διατάξεις που περιορίζουν τη συμμετοχή χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων σε δραστηριότητες που δεν εμπίπτουν στο πεδίο των αδειών λειτουργίας τους. Σύμφωνα με αυτή τη νέα διάταξη, οι δραστηριότητες αυτές μπορούν να ασκούνται μόνο σε προσωρινή βάση και για τον σκοπό της σύναψης πράξεων ή της αναδιοργάνωσης των δραστηριοτήτων των πελατών. Για τον σκοπό αυτό, πρέπει να υποβληθεί στην FME αιτιολογημένη κοινοποίηση και έχουν οριστεί προθεσμίες στις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις να ολοκληρώσουν την αναδιοργάνωση των πελατών τους και να εκποιήσουν περιουσιακά στοιχεία που έχουν περιέλθει στην ιδιοκτησία τους.

    (236)

    Η Αρχή θεωρεί αυτή την αλλαγή ως την κατάλληλη κανονιστική αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος της δυσανάλογα μεγάλων περιουσιακών στοιχείων που έχουν στην ιδιοκτησία τους χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί στην πραγματική οικονομία. Η διάταξη αυτή φαίνεται ότι τουλάχιστον αποτρέπει αυτή την κατάσταση, η οποία είναι άμεσο αποτέλεσμα μετοχοποίησης χρεών και αποκτά μόνιμο χαρακτήρα.

    (ii)   Ειδικά μέτρα για τη Landsbankinn

    (237)

    Η Αρχή τονίζει ότι η παρουσία και το μέγεθος της Landsbankinn στην αγορά αντιπροσωπεύουν μόλις ένα κλάσμα της παρουσίας και του μεγέθους της Landsbanki, εφόσον τα στοιχεία ενεργητικού της έχουν συνολικά απομειωθεί κατά 75 %, όπως αναφέρεται ανωτέρω. Σε αντίθεση με τη Landsbanki, η Landsbankinn δραστηριοποιείται μόνο στην ισλανδική αγορά. Παρόλο που η απομείωση αυτή είναι κατά κύριο λόγο αποτέλεσμα της εκκαθάρισης των διεθνών δραστηριοτήτων της Landsbanki, η Αρχή θεωρεί ότι η διαδικασία αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική όσον αφορά τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, διότι αυτό που οδήγησε στην κατάρρευση της τράπεζας και προκάλεσε στρεβλώσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές του ΕΟΧ στο παρελθόν ήταν κυρίως η ριψοκίνδυνη στρατηγική της Landsbankinn στο εξωτερικό (64).

    (238)

    Επιπλέον, η Αρχή χαιρετίζει τις δεσμεύσεις της Landsbankinn (βλέπε παράρτημα) να μειώσει περαιτέρω την παρουσία της στην εγχώρια αγορά μέσω εκποίησης […] που αφορά […]. Ακόμη, η Αρχή επισημαίνει θετικά ότι η Landsbankinn έχει δεσμευτεί να κλείσει […] υποκαταστήματα κατά τη διάρκεια της περιόδου αναδιάρθρωσης. Βάσει του τελικού σχεδίου αναδιάρθρωσης και υπενθυμίζοντας ότι η Landsbankinn είναι μια μικρή τράπεζα με βάση τα πρότυπα του ΕΟΧ, η Αρχή συμφωνεί με τη Landsbankinn ότι η λήψη πρόσθετων διαρθρωτικών μέτρων θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τις προοπτικές της μακροπρόθεσμης αποκατάστασης της βιωσιμότητας της τράπεζας (65).

    (239)

    Η Αρχή λαμβάνει υπόψη τις δεσμεύσεις της Landsbankinn ότι δεν θα εξαγοράσει χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς έως τις 15 Δεκεμβρίου 2014, εκτός εάν λάβει προηγουμένως την έγκριση της Αρχής. Αυτό σημαίνει ότι μπορούν να αποτραπούν περαιτέρω συγχωνεύσεις της ισλανδικής χρηματοπιστωτικής αγοράς μέσω εξαγορών από τη Landsbankinn. Η δέσμευση αυτή εξασφαλίζει επίσης ότι η ενίσχυση που χορηγήθηκε στη Landsbankinn χρησιμοποιείται για την αποκατάσταση της βιωσιμότητάς της και όχι για την εδραίωση και περαιτέρω επέκταση της παρουσίας της στην αγορά της Ισλανδίας. Το ίδιο ισχύει και για τη δέσμευση της Landsbankinn να μην επιβάλει, έως τις 15 Οκτωβρίου 2014, συμβατικές ρήτρες ούτε να εισαγάγει νέες συμβατικές ρήτρες που θέτουν ειδικούς όρους να συνδέονται τα επιτόκια με τη διατήρηση ενός ελάχιστου επιπέδου συναλλαγών με την τράπεζα, καθώς και για τη δέσμευση να μην επικαλείται τη συμμετοχή του κράτους ως πηγή ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος για το μάρκετινγκ των υπηρεσιών της.

    (240)

    Όπως περιγράφεται ανωτέρω, η ισλανδική χρηματοπιστωτική αγορά αντιπροσωπεύει σήμερα ένα δύσκολο περιβάλλον λειτουργίας για κάθε τράπεζα. Η Αρχή, συνεπώς, χαιρετίζει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η Landsbankinn σε σχέση με τη διευκόλυνση της αλλαγής τράπεζας και την παροχή βασικών υπηρεσιών επεξεργασίας πληρωμών. Η Αρχή έχει την άποψη ότι τα μέτρα αυτά, σε συνδυασμό με την προαναφερθείσα συμφωνία μεταξύ των τριών μεγαλύτερων τραπεζών και της ICA σχετικά με την RB, εξασφαλίζει ότι μικρότεροι συντελεστές της αγοράς μπορούν να έχουν πρόσβαση στην απολύτως αναγκαία υποδομή και τις υπηρεσίες σε λογικές τιμές, χωρίς να μπορούν οι μεγαλύτεροι συντελεστές να αποκλείσουν την πρόσβασή τους. Η Αρχή πιστεύει ότι αυτό θα περιορίσει τους φραγμούς εισόδου στην αγορά για μελλοντικούς (δυνητικούς) συντελεστές της αγοράς και θα μπορούσε να επιτρέψει σε υφιστάμενες μικρότερες επιχειρήσεις να αυξήσουν τα μερίδια αγοράς τους, εάν είναι σε θέση να προσφέρουν υπηρεσίες καλύτερες σε σχέση με τους μεγαλύτερους ανταγωνιστές τους. Ακόμη, όλα τα μέτρα που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της αλλαγής τράπεζας θα συμβάλουν στην αύξηση του ανταγωνισμού ανάμεσα στους υφιστάμενους μεγάλους συντελεστές και θα μπορούσαν να συμβάλουν στην πρόληψη ή την εξάλειψη μιας κατάστασης δυνητικής συλλογικής δεσπόζουσας θέσης στην αγορά.

    (241)

    Τέλος, η Landsbankinn αναλαμβάνει τη δέσμευση να πωλήσει, το συντομότερο δυνατό, συμμετοχές σε εταιρείες εκμετάλλευσης οι οποίες έχουν εξαγοραστεί λόγω της αναδιάρθρωσης, βλέπε άρθρο 22 του νόμου περί χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών αριθ. 161/2002. Δεσμεύεται να ακολουθήσει τη διαδικασία και τις προθεσμίες που ορίζονται στην εν λόγω διάταξη και να διατηρεί επίκαιρες πληροφορίες στον ιστότοπό της (ή στον ιστότοπο μιας θυγατρικής) σχετικά με τις θυγατρικές και τις συμμετοχές που κατέχονται προς πώληση. Επιπλέον, η Landsbankinn έχει δεσμευθεί να πωλήσει […] εντός συγκεκριμένων προθεσμιών κατά την περίοδο αναδιάρθρωσης.

    (242)

    Η Αρχή χαιρετίζει τη γενική δέσμευση της Landbankinn να εκποιήσει το συντομότερο δυνατό όλες τις εταιρείες και τις συμμετοχές που δεν συνδέονται με τη βασική δραστηριότητά της. Αυτό δεν θα αντιμετωπίσει μόνο τα δυνητικά προβλήματα ανταγωνισμού που θα μπορούσαν να προκύψουν από τη δεσπόζουσα θέση μιας επιχείρησης στην ισλανδική πραγματική οικονομία, αλλά θα αποτρέψουν το να τεθεί σε κίνδυνο η βιωσιμότητα της τράπεζας.

    (243)

    Αυτό εφιστά την προσοχή των ισλανδικών αρχών και της Landsbankinn στο γεγονός ότι, λόγω των δεσμεύσεων, η παραβίαση της εθνικής νομοθεσίας θα μπορούσε να έχει επίσης ως αποτέλεσμα κατάχρηση ενίσχυσης. Επιπλέον, η Αρχή θεωρεί ότι με την υποχρέωση διάθεσης πληροφοριών σχετικά με προβλεπόμενες εκποιήσεις και πωλήσεις στον ιστότοπό της, εισάγεται μεγαλύτερη διαφάνεια σχετικά με το υφιστάμενο ιδιοκτησιακό καθεστώς στην ισλανδική οικονομία. Αυτό αποκαθιστά, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, αυτό το ιδιαίτερο πρόβλημα του ανταγωνισμού που χαρακτηρίζει σήμερα τις αγορές της Ισλανδίας.

    (244)

    Με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή θεωρεί ότι τα ανωτέρω μέτρα αντιμετωπίζουν τα βασικά ζητήματα του ανταγωνισμού που έχει εντοπίσει η Αρχή σε συνεργασία με την ICA. Λαμβάνοντας υπόψη τον επιτακτικό στόχο της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η Αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι αναληφθείσες δεσμεύσεις περιορίζουν τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού σε ικανοποιητικό βαθμό. Συνεπώς, η ενίσχυση αναδιάρθρωσης είναι σύμφωνη με το τμήμα 4 των κατευθυντήριων γραμμών αναδιάρθρωσης.

    III.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

    (245)

    Με βάση την ανωτέρω εκτίμηση και το σχέδιο αναδιάρθρωσης που υπέβαλαν οι ισλανδικές αρχές για τη Landbankinn, αίρονται οι αμφιβολίες που διατύπωσε η Αρχή στην απόφαση για την κίνηση διαδικασίας όσον αφορά τον χαρακτήρα και το συμβιβάσιμο των μέτρων ενίσχυσης της Landbankinn. Επιπλέον, η Αρχή δεν εγείρει αντιρρήσεις για την πράξη Spkef και εγκρίνει την ενίσχυση την οποία έχει εισπράξει η SpSv. Ως εκ τούτου, η Αρχή εγκρίνει τα μέτρα ενίσχυσης ως ενίσχυση αναδιάρθρωσης συμβιβάσιμη με τη λειτουργία της συμφωνίας ΕΟΧ κατ' εφαρμογή του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συμφωνίας ΕΟΧ, με την επιφύλαξη ότι η Ισλανδία και η Landsbankinn θα τηρήσουν τις δεσμεύσεις που παρατίθενται στο παράρτημα.

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

    Άρθρο 1

    Το αρχικό λειτουργικό κεφάλαιο και η τελική ανακεφαλαιοποίηση από το κράτος της Landsbankinn, καθώς και η πράξη Spkef και η εγγύηση των καταθέσεων συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ.

    Άρθρο 2

    Τα μέτρα που απαριθμούνται στο άρθρο 1 συνιστούν παράνομη κρατική ενίσχυση από τις ημερομηνίες που τέθηκαν σε εφαρμογή έως την ημερομηνία της παρούσας απόφασης, λόγω μη συμμόρφωσης των ισλανδικών αρχών με την υποχρέωση να κοινοποιήσουν στην Αρχή την ενίσχυση πριν αυτή τεθεί σε εφαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3 του μέρους 1 του πρωτοκόλλου 3.

    Άρθρο 3

    Τα μέτρα που απαριθμούνται στο άρθρο 1 καθώς και τα μέτρα για την SpSv που περιγράφονται στις αποφάσεις για τα ταμιευτήρια είναι συμβιβάσιμα με τη λειτουργία της συμφωνίας ΕΟΧ κατ' εφαρμογήν του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συμφωνίας ΕΟΧ, υπό την προϋπόθεση ότι θα τηρηθούν οι δεσμεύεις που παρατίθενται στο παράρτημα. Η έγκριση της εγγύησης των καταθέσεων περιορίζεται έως το τέλος του 2014.

    Άρθρο 4

    Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Δημοκρατία της Ισλανδίας.

    Άρθρο 5

    Το κείμενο της παρούσας απόφασης στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό.

    Βρυξέλλες, 11 Ιουλίου 2012.

    Για την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ

    Oda Helen SLETNES

    Πρόεδρος

    Sverrir Haukur GUNNLAUGSSON

    Μέλος της Αρχής


    (1)  Το παρόν έγγραφο διατίθεται αποκλειστικά για ενημερωτικούς σκοπούς. Σε αυτή τη δημόσια έκδοση, έχουν απαλειφθεί ορισμένα στοιχεία για να μην αποκαλυφθούν εμπιστευτικές πληροφορίες. Αυτό δηλώνεται με […] ή ένα εύρος διακύμανσης μέσα σε αγκύλες, που παρέχει μη εμπιστευτική κατά προσέγγιση αναφορά του σχετικού αριθμού.

    (2)  Βλέπε αναλυτικότερη περιγραφή στην αναφερόμενη στην υποσημείωση 3 απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας.

    (3)  Απόφαση της Αρχής αριθ. 493/10/COL για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας όσον αφορά την κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε για την αποκατάσταση ορισμένων δραστηριοτήτων της (πρώην) Kaupthing Bank hf και την ίδρυση και κεφαλαιοποίηση της νέας Landsbanki Islands (NBI hf) (έχει μετονομαστεί σε Landsbankinn), ΕΕ C 41 της 10.2.2011, σ. 31, και Συμπλήρωμα ΕΟΧ στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ, αριθ. 7 της 10.2.2011, σ. 26.

    (4)  Η Glitnir Bank τέθηκε επίσης σε διαδικασία εκκαθάρισης την ίδια ημερομηνία και δύο ημέρες αργότερα, στις 9.10.2008, ακολούθησε η Kaupthing Bank. Η έκθεση SIC (βλέπε παράγραφο 14 και υποσημείωση 4 της παρούσας απόφασης) έκρινε (στη σελίδα 86 του κεφαλαίου 21) ότι βασικό πρόβλημα ήταν ότι, παρά τη ρευστότητα της Landsbankinn σε ISK, η τράπεζα δεν είχε επάρκεια συναλλάγματος για να εξοφλήσει τις οφειλές της σε συνάλλαγμα. Η έκθεση έκρινε επίσης αξιοσημείωτο ότι το δάνειο των 153 εκατ. ευρώ στον κυριότερο ιδιοκτήτη της (όπως προαναφέρθηκε) χορηγήθηκε μόλις λίγες ημέρες νωρίτερα, αναφέροντας ότι ήταν συνεπώς «εμφανές ότι οι κυριότεροι ιδιοκτήτες της Landsbanki δεν ενδιαφέρονταν ή δεν ήταν ικανοί να βοηθήσουν την τράπεζα να βγει από τη δύσκολη θέση στην οποία είχε περιέλθει».

    (5)  Τα μέλη της SIC ήταν ο δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου κ. Páll Hreinsson, ο κοινοβουλευτικός Συνήγορος του Πολίτη της Ισλανδίας, κ. Tryggvi Gunnarsson και η κ. Sigríður Benediktsdóttir Ph.D., λέκτορας του πανεπιστημίου Yale των ΗΠΑ. Το πλήρες κείμενο της έκθεσης είναι διαθέσιμο στα ισλανδικά, στη διεύθυνση: http://rna.althingi.is/ και μέρη του κειμένου μεταφρασμένα στα αγγλικά (περιλαμβανομένης της σύνοψης και του κεφαλαίου σχετικά με τις αιτίες της κατάρρευσης των τραπεζών) είναι διαθέσιμα στη διεύθυνση: http://sic.althingi.is/

    (6)  Ισλανδική κορόνα.

    (7)  Ο δανεισμός σε αλλοδαπούς αυξήθηκε κατά 11,4 δισεκατ. ευρώ, από 9,3 δισεκατ. ευρώ σε 20,7 δισεκατ. ευρώ, σε διάστημα έξι μηνών.

    (8)  Κεφάλαιο 21.2.1.2 της έκθεσης.

    (9)  Ήταν πράγματι διακηρυγμένη πολιτική της τότε κυβέρνησης συνασπισμού να ενθαρρύνει τη μεγαλύτερη ανάπτυξη και τη διατήρηση της έδρας των τραπεζών στην Ισλανδία.

    (10)  Κεφάλαιο 2, σελίδα 5 της έκθεσης.

    (11)  Για περισσότερες γενικές πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έλαβαν οι ισλανδικές αρχές, βλέπε έκθεση του Υπουργείου Οικονομίας προς το Κοινοβούλιο σχετικά με την αναζωογόνηση των εμπορικών τραπεζών, του Μαΐου 2011 (Skýrsla fjármálaráðherra um endurreisn viðskiptabankanna), διαθέσιμη στη διεύθυνση: http://www.althingi.is/altext/139/s/pdf/1213.pdf

    (12)  Νόμος αριθ. 125/2008 της αρχής για εκταμιεύσεις του Δημόσιου Ταμείου λόγω εκτάκτων περιστάσεων στη χρηματοπιστωτική αγορά κ.λπ.

    (13)  Βλέπε επίσης ετήσια έκθεση 2009 της FME (Ιούλιος 2008 — Ιούνιος 2009), διαθέσιμη στη διεύθυνση: http://en.fme.is/media/utgefid-efni/FME-Annual-Report-2009.pdf

    (14)  Ακολούθησαν και άλλες εξαγορές χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. Τον Μάρτιο του 2009, η FME απέκτησε τον έλεγχο των δραστηριοτήτων τριών χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, της Straumur-Burdaras, της Reykjavik Savings Bank (SPRON) και της Sparisjodabanki Íslands (Icebank), και αποφάσισε να μεταβιβάσει τα στοιχεία ενεργητικού και τις υποχρεώσεις αυτών των επιχειρήσεων. Μολονότι αργότερα εγκρίθηκε συμφωνία συμβιβασμού με τους πιστωτές της Straumur, η SPRON και η Sparisjodabanki υποβλήθηκαν σε διαδικασία εκκαθάρισης. Και άλλες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις επηρεάστηκαν σοβαρά από την κατάρρευση των τριών μεγαλύτερων εμπορικών τραπεζών και την επικρατούσα αβεβαιότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ενώ άλλες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις περιήλθαν στον έλεγχο του δημοσίου το 2010. Έτσι, η FME διόρισε προσωρινό διοικητικό συμβούλιο στη VBS Investment Bank τον Μάρτιο του 2010. Τον Απρίλιο του 2010, η FME απέκτησε τον έλεγχο της Keflavík Savings Bank και της Byr Savings Bank, αποφασίζοντας ότι οι δραστηριότητές τους θα αναλαμβάνονταν από νέες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, την SpKef Savings Bank και την Byr hf, αντίστοιχα. Επειδή η οικονομική κατάσταση των νέων αυτών επιχειρήσεων εξελίχθηκε δυσμενέστερα σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις, στη συνέχεια η SpKef συγχωνεύθηκε με την Landsbankinn και η Byr hf. συγχωνεύθηκε με την Íslandsbanki, μετά από διάθεση των μετοχών της στην Byr. Οι ισλανδικές αρχές κλήθηκαν στη συνέχεια, το 2009, να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές δυσκολίες της Saga Capital Investment Bank και, το 2011, του Ταμείου Στεγαστικής Χρηματοδότησης.

    (15)  Ως ένδειξη της κλίμακας της απότομης υποτίμησης αναφέρεται ότι ή μέση μηνιαία συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ με την ισλανδική κορόνα αυξήθηκε από 90,71 ISK τον Δεκέμβριο του 2007 σε 184,64 ISK τον Νοέμβριο του 2009.

    (16)  Κατά το διάστημα 2009-2011, οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ αντιστοιχούσαν μόνο σε 13-14 %.

    (17)  Με τον όρο εμπορικό ισοζύγιο νοείται ή διαφορά μεταξύ των εσόδων που προέρχονται από τις εξαγωγές και εκείνων που προέρχονται από τις εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Δεν περιλαμβάνει το ισοζύγιο των πρωτογενών εσόδων στο εξωτερικό, το οποίο ήταν αρνητικό τα τελευταία έτη, ιδίως από το 2008 και μετά. Αυτό σημαίνει ότι, παρά το πλεόνασμα του εμπορικού ισοζυγίου, το συνολικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ισλανδίας είναι αρνητικό κατά τα τελευταία έτη, παρά τη μείωση που παρουσίασε μετά το 2009.

    (18)  Σχετικά με το θέμα αυτό, βλέπε παραδείγματος χάρη την έκθεση του Μαρτίου 2012 του Υπουργείου Οικονομικών προς το Κοινοβούλιο, «Future structure of the Icelandic Financial System»(Μελλοντική διάρθρωση του ισλανδικού χρηματοπιστωτικού συστήματος). Κατά την άποψη του Υπουργείου, η έκθεση αυτή έχει καταλυτική σημασία για μια τεκμηριωμένη συζήτηση επ' αυτού του σημαντικού θέματος, διότι δεν παρουσιάζει πλήρως διαμορφωμένες προτάσεις, αλλά θέτει τα βασικά ζητήματα και τις προοπτικές με αναφορά στις διεθνείς εξελίξεις. Η έκθεση είναι διαθέσιμη στη διεύθυνση http://eng.efnahagsraduneyti.is/media/Acrobat/Future-Structure.pdf

    (19)  Η επαναφορά της εγγύησης των καταθέσεων σε φυσιολογικές συνθήκες δεν συνδέεται μόνο με την κατάργηση της στήριξης αυτών των εγγυήσεων από το κράτος, αλλά και με την επανεξέταση των διατάξεων του νόμου περί εκτάκτων περιστάσεων, σύμφωνα με τις οποίες οι καταθέσεις οι οποίες καλύπτονται από εγγυήσεις καταθέσεων βάσει του νόμου έχουν προτεραιότητα κατά την εκκαθάριση μιας χρηματοπιστωτικής επιχείρησης. Αυτό περιέχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα για τους καταθέτες, τουλάχιστον για όσο διάστημα εξακολουθεί να είναι νωπή στη μνήμη των ανθρώπων η κατάρρευση των τραπεζών το 2008. Από την άλλη πλευρά, η διάταξη αυτή συνιστά ενδεχομένως μειονέκτημα για τη διαφοροποίηση των ρυθμίσεων χρηματοδότησης των τραπεζών.

    (20)  Βλέπε κεφάλαιο 9 της έκθεσης του Υπουργείου Οικονομικών που αναφέρεται στην υποσημείωση 18. Παρουσιάζοντας την εν λόγω έκθεση, ο υπουργός Οικονομικών διόρισε επίσης ομάδα εμπειρογνωμόνων, σε θέματα τραπεζών, με τη συμμετοχή αλλοδαπών εμπειρογνωμόνων, για να καταρτίσουν προτάσεις σχετικά με ένα συνολικό νομικό και κανονιστικό πλαίσιο για τον χρηματοπιστωτικό τομέα της Ισλανδίας συνολικά. Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, οι ισλανδικές αρχές προτίθενται να μελετήσουν και άλλες μελλοντικές εναλλακτικές δυνατότητες, που περιλαμβάνουν τον πιθανό διαχωρισμό των επενδυτικών δραστηριοτήτων και των δραστηριοτήτων εμπορικής τραπεζικής, την έκδοση νομοθεσίας για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την πιθανή τροποποίηση του επιμερισμού της ευθύνης των ρυθμιστικών φορέων των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Από τις δηλώσεις των ισλανδικών αρχών είναι επίσης σαφές ότι ενδεχόμενη επανεξέταση του πλαισίου νομισματικής πολιτικής εξακολουθεί να αποτελεί θέμα προς συζήτηση, με ή χωρίς την πιθανότητα η Ισλανδία να προσχωρήσει ως μέλος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και για άλλα πιθανά μέσα βελτίωσης της οικονομικής διαχείρισης και τη διαβεβαίωση ότι οι ρυθμιστικοί φορείς «βλέπουν το δάσος αντί να βλέπουν τα δένδρα» και εφαρμόζουν αποτελεσματικά τα καταλληλότερα εργαλεία μακροπροληπτικής εποπτείας.

    (21)  Βλέπε κεφάλαιο 6 της έκθεσης του Υπουργείου Οικονομικών στο Κοινοβούλιο, Η μελλοντική διάρθρωση του ισλανδικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://eng.efnahagsraduneyti.is/publications/news/nr/3559

    (22)  Από το φθινόπωρο του 2008 έχουν εξαφανισθεί από την αγορά διάφορες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (εκτός από τις «παλαιές» μεγάλες εμπορικές τράπεζες, την Glitnir, Kaupthing και Landsbanki): η Sparisjóðabanki Íslands (πρώην Icebank), η Reykjavik Savings Bank (SPRON), η Sparisjóður Mýrasýslu (Myrasysla Savings Bank, SPM), η VBS Investment Bank και η Askar Capital Investment Bank. Περιορίστηκαν επίσης σημαντικά οι δραστηριότητες της Straumur-Burdaras Investment Bank και της Saga Capital Investment Bank.

    (23)  Στις 11.4.2011, η συνέλευση μετόχων της τράπεζας ενέκρινε σύμβαση για την εκποίηση δραστηριοτήτων της (πρώην) MP bank στην Ισλανδία και τη Λιθουανία, όταν περισσότεροι από 40 νέοι μέτοχοι επένδυσαν ποσό 5,5 δισεκατ. ISK σε νέες μετοχές της τράπεζας. Άλλες δραστηριότητες της παλαιάς τράπεζας παρέμειναν στους προηγούμενους μετόχους και μεταβιβάστηκαν στη νέα νομική οντότητα EA fjárfestingarfélag hf. Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε δελτία τύπου της MP bank της 11ης Απριλίου 2011, στη διεύθυνση https://www.mp.is/um-mp-banka/utgefid-efni/frettir/nr/1511 and https://www.mp.is/um-mp-banka/utgefid-efni/frettir/nr/1510

    (24)  Σύμφωνα με τον διακανονισμό, η RB και οι ιδιοκτήτες της συμφώνησαν να αναλάβουν ορισμένες δεσμεύσεις που αποσκοπούν στην αποτροπή στρεβλώσεων του ανταγωνισμού λόγω των δραστηριοτήτων της RB και των συνεργασιών μεταξύ των ιδιοκτητών της. Δεσμεύσεις απαιτούν μεταξύ άλλων ότι η RB θα λειτουργεί με γενικούς εμπορικούς όρους ανεξάρτητα από τους ιδιοκτήτες της και η πλειοψηφία των μελών του διοικητικού συμβουλίου της RB θα αποτελείται από ειδικούς με ανεξαρτησία έναντι των ιδιοκτητών, η πρόσβαση στα συστήματα και τις παρεχόμενες από την RB υπηρεσίες χωρίς διακρίσεις και οι όροι των παρεχόμενων από την RB υπηρεσιών θα είναι οι ίδιοι, ανεξάρτητα από το αν ο πελάτης είναι ή δεν είναι μέτοχος της RB. Οι σημερινοί ιδιοκτήτες της RB δεσμεύτηκαν να διαθέτουν τακτικά προς πώληση τις συμμετοχές τους στην RB, με σκοπό να διευκολύνουν μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις να αποκτούν μερίδιο στην RB. Οι προσκλήσεις αυτές θα προκηρύσσονται τουλάχιστον κάθε δεύτερο έτος, μέχρις ότου πωληθεί τουλάχιστον το ένα τρίτο του συνόλου των μετοχών της RB σε άλλα μέρη εκτός των υφισταμένων μετόχων ή προσφερθούν για πώληση με προσφορά μετοχών.

    (25)  Η ICA χρησιμοποιεί τον όρο «εταιρείες εκμετάλλευσης» για τις συμμετοχές των τραπεζών σε κανονικά μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις τις οποίες οι τράπεζες εξαγόρασαν κατά την αναδιάρθρωση των χαρτοφυλακίων δανείων τους μέσω μετοχοποίησης χρέους ή με άλλο τρόπο. Παρομοίως, η Αρχή χρησιμοποιεί τον όρο «εταιρεία εκμετάλλευσης» για επιχειρήσεις της πραγματικής οικονομίας οι οποίες δεν ανήκουν στις βασικές δραστηριότητες της τράπεζας στις αγορές χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

    (26)  Σε αυτό το πλαίσιο, η Αρχή κατανοεί ότι με τον όρο έμμεση ιδιοκτησία νοείται η πιθανή επιρροή των τραπεζών και ο έλεγχος σε εταιρείες λόγω των υψηλών χρεών τους στην τράπεζα.

    (27)  Ετήσια έκθεση 2007, σελίδα 10, διαθέσιμη στη διεύθυνση: http://www.lbi.is/library/Opin-gogn/pdf/landsbanki_annual_report_2007.pdf?bcsi_scan_A7E1E556D7B2F94D=aB9LkrKRu+y0xx3fim/JyUDnRB0bAAAANp6SAg==&bcsi_scan_filename=landsbanki_annual_report_2007.pdf

    (28)  Ετήσια έκθεση 2007, σ. 61.

    (29)  Τα νομισματικά στοιχεία αναφέρονται σε αυτό το τμήμα πρώτα στο νόμισμα στο οποίο χορηγήθηκε το κεφάλαιο και ακολουθεί αναφορά σε παρενθέσεις στο αντίστοιχο ποσό σε ISK ή ευρώ (κατά περίπτωση), σε περίπτωση που τα στοιχεία αυτά έχουν κοινοποιηθεί από τις ισλανδικές αρχές.

    (30)  Ο ορισμός του βασικού κεφαλαίου κατηγορίας Ι περιλαμβάνει μόνο ίδια κεφάλαια, δηλαδή μετοχικό κεφάλαιο και παρακρατούμενα έσοδα, αλλά δεν περιλαμβάνει δάνεια μειωμένης εξασφάλισης ή άλλους τύπους υβριδικών κεφαλαιακών μέσων.

    (31)  Στις 15.6.2012, η Landsbankinn ανήγγειλε ότι θα άρχιζε την αποπληρωμή (μέρους) των ομολόγων της Landsbanki νωρίτερα από το αναμενόμενο. Βλέπε http://www.landsbankinn.com/news-and-notifications/2012/06/15/Landsbankinn-starts-to-repay-bond-before-schedule/

    (32)  Το εξαρτημένο ομόλογο συνδέεται με την αποτίμηση της αξίας και την απόδοση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων αναφοράς. Εφόσον οι αξίες αυτών των στοιχείων ενεργητικού είναι υψηλότερες στις 31.12.2012 σε σχέση με την εκτίμηση κατά τη σύναψη της συμφωνίας, το εξαρτημένο ομόλογο προορίζεται να αποζημιώσει την παλαιά τράπεζα γι' αυτή τη διαφορά. Εάν η διαφορά ανάμεσα στην αποτίμηση της αξίας σε αυτές τις δύο ημερομηνίες είναι μηδενική ή αρνητικού ποσού, το νέο υπόλοιπο κεφάλαιο θα θεωρείται μηδενικό και το εξαρτημένο ομόλογο θα ακυρώνεται. Εάν, ωστόσο, η αξία είναι θετική, το εξαρτημένο ομόλογο θα εκδοθεί με αυτή την αξία και η Landsbanki θα μεταβιβάσει τη συμμετοχή στην Landsbankinn, ή μέρος της συμμετοχής της κατά τον βαθμό που η θετική τιμή είναι κατώτερη από την αξία της συμμετοχής.

    (33)  ΕΕ L 84 της 26.3.1997, σ. 22.

    (34)  ΕΕ L 135 της 31.5.1994, σ. 5.

    (35)  Η αγγλική μετάφραση της ανακοίνωσης είναι διαθέσιμη στη διεύθυνση: http://eng.forsaetisraduneyti.is/news-and-articles/nr/3033

    (36)  http://www.efnahagsraduneyti.is/frettir/frettatilkynningar/nr/2842

    http://www.efnahagsraduneyti.is/frettir/frettatilkynningar/nr/3001. Το Υπουργείο Οικονομικών έχει ήδη αναφερθεί σε αυτό πρόσφατα σε συνέντευξη με Viðskiptablaðið στις 2.12.2010, σελίδα 8: «Η δήλωση θα ανακληθεί σε εύθετο χρόνο. Δεν έχουμε την πρόθεση να διατηρήσουμε απεριόριστη εγγύηση καταθέσεων επ' αόριστον. Το ζήτημα του πότε θα ανακληθεί η δήλωση εξαρτάται, ωστόσο, από το πότε θα τεθεί σε ισχύ ένα εναλλακτικό και αποτελεσματικό σύστημα καταθέσεων και ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα που θα έχει επιλύσει εξ ολοκλήρου αυτά τα ζητήματα» (μετάφραση της Αρχής).

    (37)  Η σχετική παράγραφος βρίσκεται στο τμήμα 16 (σελίδα 6) της επιστολής: http://www.efnahagsraduneyti.is/media/Acrobat/Letter_of_Intent_2nd_review_-_o.pdf

    (38)  http://hamar.stjr.is/Fjarlagavefur-Hluti-II/GreinargerdirogRaedur/Fjarlagafrumvarp/2011/Seinni_hluti/Kafli_8.htm [Mbl 10.6.2012].

    (39)  Ανεπίσημη μετάφραση από την Αρχή μιας δήλωσης που αναφέρθηκε στο Morgunblaðið (www.mbl.is) στις 10.6.2012.

    (40)  Βλέπε http://www.fjarmalaraduneyti.is/frettatilkynningar/nr/15527

    (41)  Με την αναφορά στην «Απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROE)» νοείται η ROE μετά φόρων.

    (42)  Η έκθεση του ISFI για το 2011 (για τις δραστηριότητες της τράπεζας το 2010) καταλήγει σε παρόμοιο συμπέρασμα· η «βασική αποδοτικότητα» της Landsbankinn σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση είναι ακόμα υψηλότερη. Βλέπε http://www.banka-sysla.is/files/SkyrslaBR_2011_net_74617143.pdf

    (43)  Βλέπε τους κανόνες της CΒΙ για τους δείκτες ρευστότητας 317 της 25.4.2006, διαθέσιμο στη διεύθυνση http://www.sedla-banki.is/lisalib/getfile.aspx?itemid=4713

    (44)  Οι μεγαλύτερες ισλανδικές τράπεζες συμφώνησαν να προσφέρουν σε όλους τους υπερχρεωμένους πελάτες τους αναπροσαρμογή υποθήκης 110 %, δηλαδή το αρχικό κεφάλαιο των υποθηκών ορίζεται στο 110 % της καταχωρημένης τιμής του ακινήτου.

    (45)  Περιγράφεται διεξοδικά στο κεφάλαιο 3 της παρούσας απόφασης.

    (46)  Βλέπε συναφώς απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-425/04, T-444/04, T-450/04 and T-456/04, Γαλλία και λοιποί κατά Επιτροπής, απόφαση της 21.5.2010, Συλλογή 2010, σελίδα II-02099, σκέψη 283 (έχει υποβληθεί αίτηση αναίρεσης) καθώς και γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα Mengozzi την υπόθεση αναίρεσης, υπόθεση C-399/10 Bouygues, σκέψη 47, που θεωρεί ότι οι όροι αυτοί είναι υπερβολικά περιοριστικοί για να διαπιστωθεί η ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης.

    (47)  Ενδεικτικά, βλέπε υπόθεση T-228/99 WestLB, Συλλογή 2003, σ. 435.

    (48)  Ενδεικτικά, βλέπε απόφαση της Επιτροπής της 10.10.2008 στην υπόθεση NN 51/2008, Σύστημα εγγυήσεων για τις τράπεζες της Δανίας, αιτιολογική σκέψη 32, και απόφαση της Επιτροπής της 21.10.2008, υπόθεση C 10/2008 IKB, αιτιολογική σκέψη74.

    (49)  Βλέπε απόφαση της Αρχής της 8.5.2009 σχετικά με το καθεστώς προσωρινών ανακεφαλαιοποιήσεων κατά βάση υγιών τραπεζών με σκοπό την ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και των δανειοδοτήσεων προς την πραγματική οικονομία της Νορβηγίας (205/09/COL), διαθέσιμη στη διεύθυνση: http://www.eftasurv.int/?1=1&showLinkID=16694&1=1

    (50)  Βλέπε συναφώς απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-425/04, T-444/04, T-450/04 and T-456/04, Γαλλία και λοιποί κατά Επιτροπής, απόφαση της 21.5.2010, Συλλογή 2010, σελίδα II-02099, σκέψη 283 (έχει υποβληθεί αίτηση αναίρεσης) καθώς και γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα Mengozzi την υπόθεση αναίρεσης, δηλαδή υπόθεση C-399/10 Bouygues, σκέψη 47, που θεωρεί ότι οι όροι αυτοί είναι υπερβολικά περιοριστικοί για να διαπιστωθεί η ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης..

    (51)  Έκθεση του Υπουργείου Οικονομικών στο Κοινοβούλιο (Μάρτιος 2012), «Η μελλοντική δομή του ισλανδικού χρηματοπιστωτικού συστήματος», κεφάλαιο 9.6, διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://eng.atvinnuvegaraduneyti.is/media/Acrobat/Future-Structure.pdf

    (52)  Συναφώς, η Αρχή επισημαίνει τις παρατηρήσεις του Διοικητή της CBI στον πρόλογο της έκθεσης δημοσιονομικής σταθερότητας της τράπεζας για το δεύτερο εξάμηνο του 2010, ο οποίος αναφέρει ότι «η κεφαλαιοποίηση χρηματοπιστωτικών οργανισμών προστατεύεται σήμερα από κεφαλαιακούς ελέγχους και τη δήλωση της κυβέρνησης για την εγγύηση των καταθέσεων». Βλέπε http://www.sedlabanki.is/lisalib/getfile.aspx?itemid=8260 σ. 5. Βλέπε επίσης αποφάσεις της Επιτροπής NN48/2008, Καθεστώτα εγγυήσεων για τις τράπεζες της Ιρλανδίας, αιτιολογικές σκέψεις 46 και 47 NN48/2008: http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/comp-2008/nn048-08.pdf; and NN51/2008 Καθεστώς εγγυήσεων για τις τράπεζες στη Δανία: http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/comp-2008/nn051-08.pdf

    (53)  Βλέπε, συναφώς, απόφαση στην υπόθεση 730/79 Phillip Morris v κατά Επιτροπής, Συλλογή 1980, σ. 2671.

    (54)  Βλέπε μέρος VIII των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις. Προσωρινοί κανόνες όσον αφορά τη χρηματοπιστωτική κρίση. Η εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις σε μέτρα που λαμβάνονται σε σχέση με τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στο πλαίσιο της τρέχουσας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://www.eftasurv.int/?1=1&showLinkID=16604&1=1

    (55)  Αποκατάσταση της βιωσιμότητας και αξιολόγηση των μέτρων αναδιάρθρωσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα στην τρέχουσα κρίση βάσει των κανόνων κρατικών ενισχύσεων, που εξέδωσε η Αρχή στις 25.11.2009 στο κεφάλαιο VII: Προσωρινοί κανόνες σχετικά με τη χρηματοπιστωτική κρίση, όπως επεκτάθηκαν από τις κατευθυντήριες γραμμές για τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2012. Διαθέσιμο στον ιστότοπο της Αρχής στη διεύθυνση: http://www.eftasurv.int/media/state-aid-guidelines/Part-VIII---Return-to-viability-and-the-assessment-of-restructuring-measures-in-the-financial-sector.pdf

    (56)  Νέοι κανόνες σχετικά με το ταμειακό υπόλοιπο σε συνάλλαγμα που εξέδωσε η CBI τέθηκαν σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2011. Σκοπός των κανόνων είναι να περιοριστεί ο συναλλαγματικός κίνδυνος με την πρόληψη της υπέρβασης των καθορισμένων ορίων για το ταμειακό υπόλοιπο σε συνάλλαγμα. Μία από τις σημαντικότερες αλλαγές σε σχέση με τις προηγούμενες εκδόσεις των κανόνων είναι ότι στο επιτρεπόμενο άνοιγμα της συναλλαγματικής θέσης σε μεμονωμένα νομίσματα έχει μειωθεί από το 20 % στο 15 % των ιδίων κεφαλαίων και το επιτρεπόμενο συνολικό ταμειακό υπόλοιπο σε συνάλλαγμα έχει μειωθεί από 30 % στο 15 %. Ακόμη, η αναφορά του ταμειακού υπολοίπου σε συνάλλαγμα είναι αναλυτικότερη σε σχέση με το παρελθόν, διότι τα εκφρασμένα σε συνάλλαγμα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις κατατάσσονται ανά τύπο: δάνεια, ομόλογα, συμμετοχικοί τίτλοι, μετοχές σε αμοιβαία κεφάλαια, καταθέσεις, τοκοφόρες συμφωνίες, οφειλές προς την κεντρική τράπεζα κ.λπ. Σε περίπτωση που το ταμειακό υπόλοιπο σε συνάλλαγμα αποκλίνει από τα όρια που έχουν καθοριστεί στους κανόνες, η οικεία χρηματοπιστωτική επιχείρηση πρέπει να λαμβάνει μέτρα έτσι ώστε να εξαλείφεται η διαφορά το πολύ εντός τριών εργάσιμων ημερών. Εάν αυτό δεν επιτευχθεί με τα μέτρα μιας χρηματοπιστωτικής επιχείρησης, η CBI μπορεί να επιβάλει περιοδικές χρηματικές ποινές. Η CBI έχει λάβει επίσης και άλλα μέτρα για να περιορίσει την υπέρβαση του ορίου ως προς τα ταμειακό υπόλοιπο σε συνάλλαγμα, παραδείγματος χάρη συνάπτοντας συμφωνία ανταλλαγής νομισμάτων με μία από τις εμπορικές τράπεζες καθώς και με την αγορά συναλλάγματος. Σύμφωνα με την CBI, τα μέτρα αυτά προάγουν αυξημένη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και ενισχύουν τα αποθέματα συναλλάγματος της CBI που δεν είναι προϊόν δανεισμού.

    (57)  Βλέπε http://www.bis.org/press/p120412a.htm

    (58)  Βλέπε παραδείγματος χάρη έκθεση για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της CBI του 2011:2, σύμφωνα με την οποία το περιθώριο επιτοκίου είναι 2-3 φορές υψηλότερο στην Ισλανδία απ' ό,τι στις άλλες σκανδιναβικές χώρες.

    (59)  Η ακριβής έκταση των ζημιών δεν είναι γνωστή με ακρίβεια και διαφέρει ανάλογα με την προτεραιότητα εξυπηρέτησης. Μια ένδειξη των ζημιών, σύμφωνα με τρέχουσες εκτιμήσεις, μπορεί να συναχθεί από http://www.lbi.is/library/Opin-gogn/skyrslan/Opna%20netið%20-%20CreditorsMeeting_31Mai2012%20-%20íslenskaME.pdf σύμφωνα με την οποία οι υποχρεώσεις είναι τριπλάσιες από τα στοιχεία ενεργητικού.

    (60)  Κατευθυντήριες γραμμές για τη χρηματοπιστωτική κρίση 2012 που εξέδωσε η Αρχή στις 14.12.2011, στο κεφάλαιο VII: Προσωρινοί κανόνες όσον αφορά τη χρηματοπιστωτική κρίση. Διαθέσιμο στον ιστότοπο της Αρχής: http://www.eftasurv.int/media/state-aid-guidelines/Part-VIII---Financial-Crisis-Guidelines-2012.pdf Η έμφαση είναι της σύνταξης.

    (61)  Στα τέλη του 2014, θα λήξουν οι περίοδοι αναδιάρθρωσης όλων των ισλανδικών τραπεζών για τις οποίες έχει κινηθεί διαδικασία επίσημης έρευνας.

    (62)  Το τέλος χαρτοσήμου διαφέρει ανάλογα με τον τύπο του εκάστοτε νομικού εγγράφου, αλλά συνήθως είναι 15 ISK για κάθε 1000 ISK (δηλαδή περίπου 1,5 %) επί του ποσού των τοκοφόρων ομολόγων που είναι διασφαλισμένα με υποθήκη ή άλλο τίτλο.

    (63)  Απόφαση αριθ. 325/11/COL της 19.10.2011.

    (64)  Ενδεικτικά, βλέπε απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση SA.28264, Ενίσχυση αναδιάρθρωσης στην Hypo Real Estate, στην οποία η Επιτροπή αποδέχθηκε τον διαχωρισμό ενός μεγάλου μέρους των δραστηριοτήτων της Hypo Real Estate στην αλλοδαπή ως μέτρο για τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού για τη διάδοχο της τράπεζας PBB.

    (65)  Για τους ίδιους λόγους η Αρχή αποδέχεται ότι οι εκποιήσεις υπόκεινται στον όρο ότι […].


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    ΔΕΣΜΕΎΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΈΣ ΜΕΤΑΒΟΛΈΣ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΎ ΠΛΑΙΣΊΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΈΣ ΥΠΗΡΕΣΊΕΣ

    1.   ΑΝΆΛΗΨΗ ΔΕΣΜΕΎΣΕΩΝ ΑΠΌ ΤΙΣ ΙΣΛΑΝΔΙΚΈΣ ΑΡΧΈΣ

    Οι ισλανδικές αρχές έχουν αναλάβει δύο δεσμεύσεις που αναλύονται κατωτέρω:

    Τροποποίηση του τέλους χαρτοσήμου για τον αποκλεισμό κρατικής ενίσχυσης και μείωση του κόστους αλλαγής τράπεζας

    Το Υπουργείο Οικονομίας θα συγκροτήσει ομάδα εργασίας με εντολή να επανεξετάσει τον νόμο αριθ. 36/1978 για το τέλος χαρτοσήμου. Η ομάδα εργασίας θα υποβάλει έκθεση στο Υπουργείο Οικονομίας έως τον Οκτώβριο του 2012 μαζί με σχετικό νομοσχέδιο. Η ομάδα εργασίας θα έχει ως αποστολή να εξετάσει κυρίως την κατάργηση των τελών χαρτοσήμου για ομόλογα που εκδίδονται από ιδιώτες κατά τη μεταβίβαση μεταξύ πιστωτών (δηλαδή όταν ιδιώτες μεταφέρουν τα δάνειά τους από ένα πιστωτικό ίδρυμα σε άλλο). Η ομάδα θα εξετάσει ακόμη τις δυνατότητες να τροποποιηθεί η διάταξη για το τέλος χαρτοσήμου με στόχο την απλούστευση των διαδικασιών και την προάσπιση του ανταγωνισμού.

    Μέτρα για τη διευκόλυνση της αλλαγής πιστωτικού ιδρύματος και τη μείωση του κόστους αλλαγής

    Σύμφωνα με ψήφισμα που ενέκρινε το ισλανδικό κοινοβούλιο στις 21 Μαρτίου 2012, η κυβέρνηση θα συγκροτήσει επιτροπή με εντολή να επανεξετάσει τα ζητήματα προστασίας του καταναλωτή στη χρηματοπιστωτική αγορά και να υποβάλει προτάσεις για τους τρόπους ενίσχυσης της θέσης των φυσικών προσώπων και των νοικοκυριών έναντι των πιστωτικών ιδρυμάτων. Κατά τον διορισμό της επιτροπής θα δοθεί ειδική εντολή για την επανεξέταση του τρόπου διευκόλυνσης της αλλαγής και της μείωσης του κόστους αλλαγής πιστωτικού ιδρύματος και τη στενή συνεργασία της επιτροπής με την ICA για το εν λόγω ζήτημα. Η επιτροπή θα υποβάλει την έκθεσή της το αργότερο έως τις 15 Ιανουαρίου 2013.

    Επιπλέον, οι ισλανδικές αρχές έχουν εγκρίνει τις ακόλουθες δεσμεύσεις της Landsbankinn:

    Περιορισμός των εξαγορών

    Η Landsbankinn δεσμεύεται να μην εξαγοράσει χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς έως τις 15 Δεκεμβρίου 2014. Παρά την εν λόγω δέσμευση, η Landsbankinn μπορεί, αφού λάβει την έγκριση της Αρχής, να αγοράσει χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, ιδίως εάν αυτό είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

    Εκποίηση […] και κλείσιμο υποκαταστημάτων

    Η Landsbankinn δεσμεύεται να εκποιήσει τη συμμετοχή της στην […] πριν την [ημερομηνία]. […]

    Επιπλέον, η Landsbankinn δεσμεύεται να κλείσει […] υποκαταστήματά της [ημερομηνία].

    Εκποίηση μετοχών σε εταιρείες υπό αναδιάρθρωση

    Η Landsbankinn αναλαμβάνει τη δέσμευση να πωλήσει, το συντομότερο δυνατό, συμμετοχές σε εταιρείες εκμετάλλευσης οι οποίες έχουν εξαγοραστεί λόγω της αναδιάρθρωσης, βλέπε άρθρο 22 του νόμου περί χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών αριθ. 161/2002. Επιπλέον, η τράπεζα δεσμεύεται να ακολουθήσει τη διαδικασία και τις προθεσμίες που ορίζονται στην προαναφερθείσα νομική διάταξη. Τέλος, η τράπεζα θα διατηρεί επικαιροποιημένες πληροφορίες στον ιστότοπό της (ή τον ιστότοπο θυγατρικής εταιρείας) σχετικά με τη διάθεση προς πώληση παρόμοιων συμμετοχών.

    Συγκεκριμένα, η Landsbankinn δεσμεύεται να διαθέσει προς πώληση τις συμμετοχές της στις ακόλουθες εταιρείες, υπό την προϋπόθεση ότι οι εταιρείες, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης, οι πράξεις και οι μελλοντικές προοπτικές δεν θα υπόκεινται σε σημαντικό νομικό κίνδυνο/κίνδυνο διαφορών ή συγκρίσιμες αβεβαιότητες.

    […]

    Μέτρα προς όφελος νέων και μικρών ανταγωνιστών

    Η Landsbankinn δεσμεύεται να θέσει σε εφαρμογή τα ακόλουθα μέτρα προς όφελος νέων και μικρών ανταγωνιστών:

    α)

    Έως τα τέλη του 2014, η Landsbankinn δεν θα επιβάλει συμβατικές ρήτρες, ούτε θα εισαγάγει νέες συμβατικές ρήτρες σχετικά με τα επιτόκια ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων σε ιδιώτες, οι οποίες εξαρτούν ειδικούς όρους για τα επιτόκια από τη διατήρηση ενός ελάχιστου επιπέδου συναλλαγών με την τράπεζα.

    β)

    Η Landsbankinn θα παρέχει εύκολα προσβάσιμες πληροφορίες στον ιστότοπο της τράπεζας σχετικά με τη διαδικασία μεταφοράς τραπεζικών υπηρεσιών σε άλλον χρηματοπιστωτικό οργανισμό. Επιπλέον, ο ιστότοπος θα παρέχει εύκολη πρόσβαση στα αναγκαία έγγραφα σχετικά με την αλλαγή χρηματοπιστωτικού οργανισμού. Οι ίδιες πληροφορίες και έντυπα μεταφοράς θα είναι διαθέσιμα στα υποκαταστήματα της τράπεζας.

    γ)

    Η Landsbankinn θα εκτελεί όλες τις αιτήσεις μεταφοράς τραπεζικών υπηρεσιών σε σύντομο χρόνο.

    δ)

    Η Landsbankinn δεν θα επικαλείται τη συμμετοχή του κράτους ως πηγή ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος για λόγους μάρκετινγκ.

    ε)

    Όταν δεν υπάρχουν διαθέσιμες ανταγωνιστικές προσφορές υπηρεσιών, η Landsbankinn θα παρέχει με προθυμία τις ακόλουθες υπηρεσίες σε τιμή η οποία θα βασίζεται στο κόστος συν ένα εύλογο περιθώριο κέρδους:

    i)

    Υπηρεσίες διεκπεραίωσης πληρωμών σε ISK.

    ii)

    Υπηρεσίες διεκπεραίωσης πληρωμών σε συνάλλαγμα.

    iii)

    Διανομή τραπεζογραμματίων και κερμάτων.

    2.   ΣΧΕΤΙΚΈΣ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΈΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑΓΈΣ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΟΎ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΙΚΟΎ ΠΛΑΙΣΊΟΥ ΓΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΈΣ ΑΓΟΡΈΣ ΣΤΗΝ ΙΣΛΑΝΔΊΑ ΠΟΥ ΕΓΚΡΊΘΗΚΑΝ ΜΕΤΆ ΤΗΝ ΚΡΊΣΗ

    Οι ισλανδικές αρχές έχουν υποβάλει την ακόλουθη ανασκόπηση των τροποποιήσεων που επήλθαν στη νομοθεσία η οποία ίσχυε το φθινόπωρο του 2008:

    Έχουν αυξηθεί οι αρμοδιότητες της FME (της ισλανδικής εποπτικής αρχής των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών) να παρεμβαίνει (να αναλαμβάνει εξουσίες συνελεύσεων των μετόχων και τη διάθεση περιουσιακών στοιχείων, βλέπε νομοθετικές ρυθμίσεις έκτακτης ανάγκης)· έχουν ανατεθεί στην FME εκτεταμένες εποπτικές αρμοδιότητες· έχουν εκδοθεί πρόσθετες διατάξεις που επιτρέπουν στην FME να αξιολογεί τις δραστηριότητες ή τη συμπεριφορά μεμονωμένων εποπτευόμενων μερών. Αυτές περιλαμβάνουν τόσο τις εξουσιοδοτήσεις για λήψη αποφάσεων, όπως αποφάσεις για το κλείσιμο χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή τον τερματισμό ειδικών δραστηριοτήτων χωρίς ανάκληση των αδειών λειτουργίας, καθώς και αναλυτικότερο ορισμό των εννοιών την ερμηνεία των οποίων έχουν αμφισβητήσει η FME και εποπτευόμενες οντότητες ή δευτεροβάθμια δικαιοδοτικά όργανα.

    Οι κανόνες σχετικά με ατομικές μεγάλες εκθέσεις έχουν διευκρινισθεί και εξειδικευθεί διεξοδικότερα· έχουν αυξηθεί τόσο ο ρόλος όσο και η ευθύνη του τμήματος διαχείρισης κινδύνου και έχει εξουσιοδοτηθεί η FME να παρέχει υψηλότερο καθεστώς διαχείρισης κινδύνου στην οργάνωση των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων· έχουν θεσπιστεί αυστηρότερες διατάξεις για την εκτέλεση δοκιμών προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων.

    Έχουν θεσπιστεί διατάξεις για την τήρηση ειδικού μητρώου μεγάλων δανειοληπτών, με στόχο την εξασφάλιση καλύτερης εποπτείας των μεγάλων, ατομικών εκθέσεων σε δύο ή περισσότερες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Το μητρώο είναι σημαντικό για τη σύνδεση των εκθέσεων και την εκτίμηση της συστημικής επίπτωσής τους, εάν ανακύψουν δυσκολίες στις δραστηριότητες των δανειοληπτών. Οντότητες που δεν υπόκεινται στην εποπτεία της FME, αλλά οι οποίες είναι καταγεγραμμένες στα μητρώα των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, πρέπει να παρέχουν στην FME πληροφορίες για όλες τις υποχρεώσεις τους. Η FME μπορεί να απαγορεύσει την παροχή υπηρεσιών στα εν λόγω μέρη, σε περίπτωση που αρνηθούν να παράσχουν τις αιτούμενες πληροφορίες.

    Έχουν ενισχυθεί οι διατάξεις σχετικά με τις ασφαλείς επιχειρηματικές πρακτικές και έχει θεσπιστεί νομοθετικά η ύπαρξη επιτροπής καταγγελιών για συναλλαγές με χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις· πρέπει να δημοσιοποιούνται αναλυτικές πληροφορίες για όλους τους κύριους ιδιοκτήτες χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων.

    Έχουν συντμηθεί τα χρονικά όρια που επιτρέπουν στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες να διαθέσουν περιουσιακά στοιχεία που έχουν περιέλθει στην ιδιοκτησία τους.

    Έχουν καταστεί αυστηρότερες και ορισθεί αναλυτικότερα οι διατάξεις για την κατοχή ίδιων μετοχών χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. Οι συμμετοχές σε θυγατρικές θεωρούνται πλέον ίδιες συμμετοχές, όπως είναι οι συμβάσεις εκτός ισολογισμού που αφορούν ίδιες μετοχές.

    Έχει απαγορευθεί στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες να επεκτείνουν πιστώσεις έναντι ενεχύρου των ίδιων μετοχών τους ή να εγγυώνται πιστοποιητικά κεφαλαίου.

    Η FME πρόκειται να θεσπίσει κανόνες σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού των δανείων που εξασφαλίζονται με την υποθήκη σε μετοχές άλλων χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων στη βάση κινδύνου και την κεφαλαιακή βάση.

    Έχουν αυξηθεί τόσο η ευθύνη όσο και ο ρόλος της υπηρεσίας εσωτερικού ελέγχου. Υπάρχουν λεπτομερείς κανόνες όσον αφορά την ισορροπία ανάμεσα στο μέγεθος και τα φάσμα των δραστηριοτήτων της εκάστοτε χρηματοπιστωτικής επιχείρησης και στο πεδίο της εσωτερικής της υπηρεσίας ελέγχου.

    Έχουν ορισθεί πενταετείς προθεσμίες για την περίοδο κατά την οποία μια ελεγκτική εταιρεία μπορεί να εκτελεί ελέγχους στην ίδια χρηματοπιστωτική επιχείρηση· μειώνεται η ικανότητα της χρηματοπιστωτικής επιχείρησης να απολύσει έναν «δύσκολο» ελεγκτή.

    Έχουν αναθεωρηθεί όλες οι διατάξεις σχετικά με τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων και με διάφορα άλλα τεχνικά στοιχεία.

    Έχουν αναθεωρηθεί οι κανόνες για την άσκηση δικαιωμάτων ειδικής συμμετοχής, δηλαδή το 10 % ή υψηλότερο ποσοστό δικαιωμάτων ψήφου. Εξουσιοδοτείται η FME να καταργήσει το βάρος της απόδειξης κατά την αξιολόγηση μερών που προτίθενται να εξαγοράσουν ή να εγγραφούν σε ειδική συμμετοχή, π.χ. όταν είναι αβέβαιο ποιος είναι ο ιδιοκτήτης εταιρείας χαρτοφυλακίου με ειδική συμμετοχή.

    Έχουν θεσπιστεί πρόσθετες απαιτήσεις σχετικά με την επιλεξιμότητα διευθυντών, την εποπτική ευθύνη τους ή έχουν αυξηθεί οι πράξεις και απαγορεύονται οι εκτελεστικοί διευθυντές διοικητικού συμβουλίου· έχει ανατεθεί στην FME μεγαλύτερη εποπτική εξουσία των διοικητικών συμβουλίων· πρέπει να κοινοποιούνται πληροφορίες που επιτρέπουν την αναγνώριση προσώπων σχετικά με τις αμοιβές των ανώτερων διευθυντικών στελεχών.

    Έχουν ορισθεί κανόνες σχετικά με πιστωτικές συναλλαγές χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων με διευθυντές, εκτελεστικούς διευθυντές, διευθυντικά στελέχη και κατόχους ειδικών συμμετοχών στην οικεία χρηματοπιστωτική επιχείρηση. Παρόμοιοι κανόνες εφαρμόζονται στα μέρη που έχουν στενή σχέση με τους προαναφερόμενους. Η FME έχει υιοθετήσει κανόνες ως προς το τι θεωρείται ικανοποιητική εξασφάλιση σε παρόμοιες πράξεις.

    Έχουν θεσπιστεί κανόνες σχετικά με ρυθμίσεις για προγράμματα παροχής κινήτρων και επιδομάτων σε διευθυντικά στελέχη και απασχολούμενους και για την καταγγελία συμβάσεων.

    Έχουν καταστεί αυστηρότερες οι διατάξεις για την αναδιοργάνωση και λύση και εκκαθάριση χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

    Έχει πραγματοποιηθεί συνολική αναθεώρηση των ειδικών κανόνων για τα ταμιευτήρια. Το καθεστώς και τα δικαιώματα κατόχων εγγυημένου κεφαλαίου ταμιευτηρίου έχουν διασαφηνιστεί, έχουν οριστεί περιορισμοί για τα μερίσματα, έχουν θεσπιστεί σαφείς κανόνες για συναλλαγές σε εγγυημένο κεφάλαιο, έχουν θεσπιστεί κανόνες για τη διαγραφή εγγυημένου κεφαλαίου και έχουν διευκρινιστεί οι κανόνες για τις άδειες των ταμιευτηρίων για επίσημη συνεργασία. Απαγορεύεται η αλλαγή νομικής μορφής των ταμιευτηρίων.

    Σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές, οι ισλανδικές διατάξεις υπερβαίνουν από ορισμένες απόψεις το πανευρωπαϊκό πλαίσιο. Οι βασικές αποκλίσεις από τους κανόνες που ενέκρινε η ΕΕ και οι οποίοι επαναλαμβάνονται στη συμφωνία ΕΟΧ είναι οι ακόλουθες:

    Εξουσιοδοτείται η FME να περιορίσει, εάν το κρίνει σκόπιμο, τις δραστηριότητες μεμονωμένων εγκαταστάσεων χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. Εξουσιοδοτείται επιπλέον να καθορίσει ειδικές απαιτήσεις για μεμονωμένες εγκαταστάσεις χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων προκειμένου να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους. Η FME μπορεί επίσης να θέτει προσωρινούς περιορισμούς στις δραστηριότητες τις οποίες μπορεί να ασκεί μια χρηματοπιστωτική επιχείρηση, συνολικά ή εν μέρει, ανεξάρτητα αν υπόκειται σε άδεια ή όχι, αν η Αρχή κρίνει σκόπιμο να το πράξει. Αυτό αποδίδεται φυσικά στις δραστηριότητες υποκαταστημάτων και λογαριασμών καταθέσεων που άνοιξαν σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη κατά τη διάρκεια του 2008 (Icesave, Edge και Save-and-Save).

    Θεσπίζονται σημαντικά αναλυτικότερες διατάξεις όσον αφορά τον ρόλο του εσωτερικού ελέγχου στο ισλανδικό δίκαιο σε σχέση με τις οδηγίες της ΕΕ.

    Ορίζονται σημαντικά αναλυτικότερες διατάξεις για τον τρόπο διενέργειας δοκιμών προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε σχέση με τις οδηγίες της ΕΕ.

    Οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις πρέπει να τηρούν ειδικό μητρώο (μητρώο πιστώσεων) όλων των μερών στα οποία χορηγούν πιστωτική επέκταση και υποβάλλουν επίκαιρο κατάλογο στην FME στο τέλος κάθε μήνα. Επιπλέον, αποστέλλεται παρόμοιος κατάλογος μερών που είναι στενά διαπλεκόμενα με χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, τα διοικητικά συμβούλια και διευθυντικά στελέχη τους και ομάδες διαπλεκόμενων πελατών, στον βαθμό που τα μέρη αυτά δεν περιλαμβάνονται στον ανωτέρω κατάλογο. Ο κατάλογος αυτός θα παρέχει μεγαλύτερη δυνατότητα παρακολούθησης των διασυνδέσεων μεταξύ χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, των διευθυντών και διοικητικών στελεχών τους.

    Εάν η FME θεωρεί ότι ο δανεισμός ενός μεμονωμένου μέρους που περιλαμβάνεται σε μητρώο πιστώσεων, που δεν υπόκειται σε επίσημη εποπτεία χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων, θα μπορούσε να έχει συστημικό αντίκτυπο, μπορεί να ζητήσει πληροφορίες από το εμπλεκόμενο μέρος σχετικά με τις υποχρεώσεις του.

    Σε περίπτωση που ένα μέρος το οποίο δεν υπόκειται σε επίσημη εποπτεία και περιλαμβάνεται στο μητρώο πιστώσεων αρνηθεί να κοινοποιήσει πληροφορίες στην FME, η Αρχή μπορεί να διατάξει τις εποπτευόμενες οντότητες να παύσουν να εξυπηρετούν στο εξής το εν λόγω μέρος. Το ίδιο ισχύει όταν τα στοιχεία που κοινοποιεί το εν λόγω μέρος δεν είναι ικανοποιητικά. Οι διατάξεις σχετικά με το μητρώο πιστώσεων και τις εκτενείς εξουσιοδοτήσεις των εποπτών όσον αφορά τα μέρη που δεν υπόκεινται σε επίσημη εποπτεία δεν συνιστούν κανόνες ΕΕ/ΕΟΧ.

    Υπάρχουν πολύ αναλυτικότερες και πιο περιοριστικές διατάξεις για τη δανειοδότηση διαπλεκόμενων μερών και εξασφαλίσεις σε σχέση με τους κανόνες ΕΕ/ΕΟΧ.

    Η FME πρέπει να αρνείται στον κάτοχο μιας ειδικής συμμετοχής το δικαίωμα άσκησης της συμμετοχής όταν υπάρχει αμφιβολία ως προς το ποιος είναι ή θα είναι ο ωφελούμενος ιδιοκτήτης.

    Το μέγιστο διάστημα κατά το οποίο οι εξωτερικοί ελεγκτές μπορούν να εργαστούν για την ίδια χρηματοπιστωτική επιχείρηση είναι μικρότερο σε σχέση με τους κανόνες ΕΕ/ΕΟΧ.

    Έχουν θεσπιστεί σημαντικά αναλυτικότερες διατάξεις σχετικά με την επιλεξιμότητα των διευθυντών χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων σε σχέση με τις οδηγίες της ΕΕ.

    Εκδίδονται διατάξεις σχετικά με ρυθμίσεις για προγράμματα ανταμοιβής (bonus) και την καταγγελία συμβάσεων.

    Έχουν καθοριστεί πρόσφατα επίσημοι κανόνες για τις μισθολογικές πολιτικές στις οδηγίες της ΕΕ, αλλά δεν έχουν εκδοθεί ακόμη κανόνες για την καταγγελία συμβάσεων σε αυτό το φόρουμ.

    Στις 23 Μαρτίου 2012, ο υπουργός Οικονομικών υπέβαλε έκθεση σχετικά με τη μελλοντική δομή του ισλανδικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ο υπουργός διόρισε ακόμη ομάδα εμπειρογνωμόνων για την κατάρτιση νομοθετικού πλαισίου για το σύνολο των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων στην Ισλανδία.


    Top