Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document E2008C0191

    Απόφαση της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ αριθ. 191/08/COL, της 17ης Μαρτίου 2008 , σχετικά με την εκτέλεση μη αμειβόμενης εργασίας σε δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης (Νορβηγία)

    ΕΕ L 332 της 17.12.2009, p. 23–35 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2008/191(2)/oj

    17.12.2009   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 332/23


    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΫΟΥΣΑΣ ΑΡΧΉΣ ΤΗΣ ΕΖΕΣ

    αριθ. 191/08/COL

    της 17ης Μαρτίου 2008

    σχετικά με την εκτέλεση μη αμειβόμενης εργασίας σε δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης (Νορβηγία)

    Η ΕΠΟΠΤΕΥΟΥΣΑ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΖΕΣ (1),

    Έχοντας υπόψη:

    Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (2), και ιδίως τα άρθρα 61 έως 63 και το πρωτόκολλο αριθ. 26·

    Έχοντας υπόψη τη συμφωνία μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου (3), και ιδίως το άρθρο 24·

    Έχοντας υπόψη το άρθρο 1 παράγραφοι 2 και 3 του μέρους Ι και τα άρθρα 4 παράγραφος 4, 6 και 7 παράγραφος 4 του μέρους ΙΙ του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου·

    Έχοντας υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές της Αρχής (4) για την εφαρμογή και την ερμηνεία των άρθρων 61 και 62 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, και ιδίως το τμήμα για τις ενισχύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη και την καινοτομία·

    Έχοντας υπόψη την απόφαση αριθ. 59/06/COL της Αρχής, της 8ης Μαρτίου 2006, για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του μέρους Ι και το άρθρο 6 του μέρους ΙΙ του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου·

    Έχοντας καλέσει τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους δυνάμει των εν λόγω διατάξεων (5),

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    I.   ΓΕΓΟΝΟΤΑ

    1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    Με επιστολή της 14ης Οκτωβρίου 2005 της Νορβηγικής Αποστολής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την οποία διαβιβάστηκε επιστολή του νορβηγικού Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας, της 5ης Οκτωβρίου 2005, οι οποίες ελήφθησαν και καταχωρήθηκαν από την Αρχή στις 17 Οκτωβρίου 2005 (περιστατικό αριθ. 346675), οι νορβηγικές αρχές κοινοποίησαν, δυνάμει του άρθρου 1 παράγραφος 3 του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, πρόταση για ένα νέο πρόγραμμα χορήγησης κρατικής ενίσχυσης για την εκτέλεση μη αμειβόμενης εργασίας σε δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης. Το προταθέν πρόγραμμα αναφέρεται παρακάτω ως «πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α».

    Με επιστολή της 8ης Μαρτίου 2006 (περιστατικό αριθ. 364666), και μετά την ανταλλαγή σχετικής αλληλογραφίας (6), η Αρχή ενημέρωσε τις νορβηγικές αρχές ότι είχε αποφασίσει να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 6 του μέρους ΙΙ του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου για το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α και τις κάλεσε να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σε σχέση με την απόφαση.

    Με επιστολή της 19ης Απριλίου 2006 της Νορβηγικής Αποστολής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την οποία διαβιβάστηκαν επιστολές του Υπουργείου Κρατικής Διοίκησης και Μεταρρύθμισης και του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας, με ημερομηνία 11 και 7 Απριλίου 2006 αντίστοιχα, οι νορβηγικές αρχές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους. Η επιστολή ελήφθη και καταχωρήθηκε από την Αρχή στις 20 Απριλίου 2006 (περιστατικό αριθ. 370829).

    Η απόφαση αριθ. 59/06/COL για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο συμπλήρωμα ΕΟΧ (7). Η Αρχή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Η Αρχή δεν έλαβε παρατηρήσεις από ενδιαφερόμενα μέρη.

    Τέλος, με επιστολή του Υπουργείου Κρατικής Διοίκησης και Μεταρρύθμισης (περιστατικό αριθ. 465311), η οποία απεστάλη με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στις 15 Φεβρουαρίου 2008, οι νορβηγικές αρχές διαβίβασαν συγκεντρωτικά τις πληροφορίες που είχαν δοθεί σε ανεπίσημες επαφές μέσω τηλεφώνου και ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κατά τη διάρκεια του 2007 και του Ιανουαρίου 2008.

    2.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

    2.1   ΣΤΟΧΟΣ, ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΜΗ ΑΜΕΙΒΟΜΕΝΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Ε&Α

    Από προπαρασκευαστικές νομοθετικές εργασίες, φαίνεται ότι γενικός στόχος του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α είναι η δημιουργία κινήτρων για αύξηση των επενδύσεων σε δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης, ιδίως από μικρές επιχειρήσεις όπως ανεξάρτητοι επιχειρηματίες και επιχειρήσεις ενός ατόμου (8). Ειδικότερα, στόχος του νέου προγράμματος είναι να ενισχύσει τις προσπάθειες ατόμων σε εταιρείες προσανατολισμένες στην έρευνα και την ανάπτυξη οι οποίες, στη φάση εκκίνησης των δραστηριοτήτων τους, εξαρτώνται συχνά από εργασιακούς πόρους για τους οποίους αδυνατούν να διαθέσουν χρήματα. Οι νορβηγικές αρχές θεωρούν ότι οι εταιρείες που είναι προσανατολισμένες στην έρευνα και ανάπτυξη παίζουν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία αξίας από έρευνα καθώς και στην καινοτομία.

    Οι νορβηγικές αρχές εξήγησαν ειδικότερα ότι κίνητρο για την εισαγωγή του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α ήταν το γεγονός ότι με το υφιστάμενο πρόγραμμα «Skattefunn Scheme» (9), δεν είναι δυνατή η παροχή στήριξης για μη αμειβόμενη εργασία σε δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης που αναλαμβάνονται από ανεξάρτητους επιχειρηματίες και επιχειρήσεις ενός ατόμου λόγω του ότι το πρόγραμμα Skattefunn Scheme είναι ένα πρόγραμμα έκπτωσης φόρου (10). Σχετικά με το θέμα αυτό, οι αρχές εξήγησαν ότι βάσει του προγράμματος Skattefunn Scheme, η ενίσχυση σε δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης παρέχεται με τη μορφή έκπτωσης φόρου (ή πίστωσης φόρου) η οποία γίνεται με την αφαίρεση ενός ποσού, το οποίο αντιστοιχεί σε ένα ποσοστό του επιλέξιμου κόστους, από το φορολογητέο εισόδημα της εταιρείας. Ωστόσο, οι νορβηγικές αρχές έκριναν ότι δεν συμβιβάζεται με την εν γένει φορολογική νομοθεσία η έκπτωση, επί της φορολογητέου ποσού, ποσού που δεν αφορά πραγματικό επιλέξιμο κόστος αλλά υπολογίζεται με βάση μη αμειβόμενη εργασία, δηλαδή «κόστος» το οποίο δεν έχει προκύψει υπό την έννοια ότι ούτε έχουν καταβληθεί κάποιοι μισθοί ούτε υπάρχει καμία εγγραφή στους λογαριασμούς της εταιρείας. Έτσι, κρίθηκε ότι η μη αμειβόμενη εργασία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί επιλέξιμο κόστος στο πλαίσιο του προγράμματος Skattefunn Scheme.

    Για το λόγο αυτό, νορβηγικές αρχές πρότειναν τη δημιουργία του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α, βάσει του οποίου η χρηματοδοτική ενίσχυση για μη αμειβόμενη εργασία σε δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης έχει τη μορφή μη επιστρεπτέων ενισχύσεων που απαλλάσσονται της φορολογίας. Έτσι, οι νορβηγικές αρχές θεωρούν το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α ως διορθωτικό ή συμπληρωματικό του υφιστάμενου Skattefunn Scheme.

    Στην κοινοποίηση, οι νορβηγικές αρχές ανέφεραν επίσης ότι πολλές εταιρείες έχουν έργα που εγκρίθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος Skattefunn Scheme, για τα οποία όμως στη συνέχεια δεν κατέστη δυνατόν να επωφεληθούν της έκπτωσης φόρου (ή υποχρεώθηκαν να καταβάλουν ένα ποσό που αντιστοιχούσε σε ήδη χορηγηθείσα έκπτωση φόρου) λόγω του ότι υπήρχε το στοιχείο της μη αμειβόμενης εργασίας. Οι νορβηγικές αρχές αποφάσισαν λοιπόν να δημιουργήσουν ένα ‘πρόγραμμα αποζημίωσης’ με σκοπό την αποζημίωση επιχειρήσεων για οικονομικές ζημίες που υπέστησαν στα προγράμματά τους έρευνας και ανάπτυξης κατά τα έτη 2002-2004 ως αποτέλεσμα της αδυναμίας κάλυψης της μη αμειβόμενης εργασίας από το πρόγραμμα Skattefunn Scheme (11). Στην απόφασή της για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας για το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α η Αρχή εξέφρασε την άποψη ότι η ενίσχυση που χορηγήθηκε σε επιχειρήσεις στο πλαίσιο του προγράμματος αποζημίωσης έπρεπε να χαρακτηριστεί ως ενίσχυση ήσσονος σημασίας (de minimis) βάσει του «κανονισμού περί ενισχύσεων ήσσονος σημασίας» (12). Το πρόγραμμα αποζημίωσης δεν περιελήφθη στην επίσημη διαδικασία έρευνας.

    Στην αρχική πρότασή της προς το νορβηγικό κοινοβούλιο για τον κρατικό προϋπολογισμό (13), για την οποία υπήρξε αργότερα σχετική σύσταση από κοινοβουλευτική επιτροπή προς το Κοινοβούλιο (14), η νορβηγική κυβέρνηση πρότεινε τη διάθεση ποσού ύψους 70 εκατ. NOK συνολικά για το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α και το πρόγραμμα αποζημίωσης (15). Εν αναμονή της έγκρισης της Αρχής, δεν καταβλήθηκε κανένα ποσό βάσει του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α, οι νορβηγικές όμως αρχές ανέφεραν ότι ο μέγιστος ετήσιος προϋπολογισμός για το πρόγραμμα προβλέπεται να είναι περίπου 50 εκατ. NOK (16).

    Παράλληλα με την έγκριση του αρχικού προϋπολογισμού για το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α, το νορβηγικό κοινοβούλιο, στις 17 Ιουνίου 2005, ενέκρινε πρόταση για την τροποποίηση του νορβηγικού νόμου για τη φορολογία περιουσίας και εισοδημάτων εισάγοντας διατάξεις σχετικά με τη φορολογική αντιμετώπιση και τα ανώτατα όρια της χρηματοδότησης που παρέχεται στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α (στο εξής «φορολογικός νόμος για το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α») (17).

    Εκτός από την έγκριση του προϋπολογισμού και τον φορολογικό νόμο για το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α, το νορβηγικό Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας εξέδωσε σχέδιο κατευθυντήριων γραμμών για την εφαρμογή του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α (στο εξής «κατευθυντήριες γραμμές για το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α») (18). Το σχέδιο κατευθυντήριων γραμμών προβλέπει ότι υπεύθυνος φορέας για τη διαχείριση και εφαρμογή του προγράμματος θα είναι το «Norges forskningsråd» (Νορβηγικό Συμβούλιο Έρευνας).

    Από τις κατευθυντήριες γραμμές για το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α φαίνεται ότι τα επιλέξιμα σχέδια πρέπει να περιλαμβάνουν δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης που εκτελούνται από άτομα τα οποία δεν λαμβάνουν καμία αμοιβή ή αποζημίωση για την εργασία τους. Άτομα που εισπράττουν αμοιβή μέσω άλλων δημόσιων πηγών δεν καλύπτονται από το πρόγραμμα (19).

    Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α, επιλέξιμα έργα είναι:

    i)

    τα έργα που περιλαμβάνουν σχεδιασμένη έρευνα ή κριτική διερεύνηση με στόχο την απόκτηση νέων γνώσεων και δεξιοτήτων για την ανάπτυξη νέων προϊόντων, μεθόδων ή υπηρεσιών ή για τη σημαντική βελτίωση υφιστάμενων προϊόντων, μεθόδων ή υπηρεσιών. Περιλαμβάνεται η δημιουργία συστατικών στοιχείων πολύπλοκων συστημάτων, που είναι απαραίτητα για την έρευνα αυτή, ιδίως για την επικύρωση τεχνολογίας πολλαπλών εφαρμογών, εξαιρουμένων των πρωτοτύπων που καλύπτονται από την περίπτωση ii) (20) και

    ii)

    τα έργα που αποσκοπούν στην παροχή νέων πληροφοριών, γνώσεων ή εμπειριών, που θεωρείται ότι μπορεί να αποδειχθούν χρήσιμες στην επιχείρηση για την ανάπτυξη νέων ή βελτιωμένων προϊόντων, υπηρεσιών ή μεθόδων παραγωγής. Επιπλέον, επιλέξιμες στο πλαίσιο του προγράμματος είναι και δραστηριότητες στις οποίες αποτελέσματα βιομηχανικής έρευνας μεταφέρονται σε ένα σχέδιο, έργο ή μελέτη για νέα ενισχυμένα προϊόντα, υπηρεσίες ή μεθόδους παραγωγής, καθώς και η ανάπτυξη πρωτοτύπων ή πιλοτικών σχεδίων χωρίς όμως δυνατότητες εμπορικής εκμετάλλευσης (21).

    Οι νορβηγικές αρχές δήλωσαν ότι οι ορισμοί αυτοί επιλέξιμων έργων έρευνας και ανάπτυξης είναι ίδιοι με τους ορισμούς επιλέξιμων έργων έρευνας και ανάπτυξης που περιλαμβάνονται στο υφιστάμενο πρόγραμμα Skattefunn Scheme. Πράγματι, στην πράξη οι νορβηγικές αρχές αναφέρονται σε επιλέξιμα έργα στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α ως έργα τα οποία πληρούν τα «κριτήρια Skattefunn» ή έχουν εγκριθεί στο πλαίσιο του προγράμματος Skattefunn Scheme (22).

    Όπως αναφέρεται παραπάνω, τη διαχείριση και εφαρμογή του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α θα έχει το Νορβηγικό Συμβούλιο Έρευνας. Το όργανο αυτό είναι επίσης επιφορτισμένο με τη γραμματειακή υποστήριξη και την αξιολόγηση της επιλεξιμότητας των έργων στο πλαίσιο του προγράμματος Skattefunn Scheme (23). Οι νορβηγικές αρχές ανέφεραν ότι το γεγονός ότι οι επιλέξιμες δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης ορίζονται με τον ίδιο τρόπο και στα δύο προγράμματα, Skattefunn Scheme και πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α, και ότι το όργανο διαχείρισης, το οποίο αξιολογεί την επιλεξιμότητα των έργων, είναι το ίδιο και για τα δύο προγράμματα, σημαίνει ότι τα δύο προγράμματα συντονίζονται στενά κατά την εφαρμογή τους. Σκοπός αυτού του συνδυασμού είναι όσοι υποβάλλουν αίτηση ενίσχυσης για επιλέξιμες δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης να μη χρειάζεται να συμπληρώνουν παρά μόνον ένα έντυπο αιτήσεως στο οποίο ο αιτών έχει τη δυνατότητα να επιλέξει αν η ενίσχυση ζητείται για αμειβόμενη ή/και μη αμειβόμενη εργασία για τη σχετική δραστηριότητα έρευνας και ανάπτυξης (24). Επιπλέον, η χρηματοδοτική ενίσχυση που χορηγείται στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α θα λαμβάνεται υπόψη όταν οι αιτούντες ζητούν ενίσχυση και στο πλαίσιο του Skattefunn Scheme και το συνολικό ύψος της ενίσχυσης θα υπόκειται στο μέγιστο όριο ενίσχυσης που προβλέπεται για το δεύτερο πρόγραμμα (25). Πράγματι, σύμφωνα με τις νορβηγικές αρχές η μόνη διαφορά μεταξύ των δύο προγραμμάτων είναι το είδος του επιλέξιμου κόστους (δηλαδή πράγματι καταβληθέν σε αντίθεση με το κόστος της μη αμειβόμενης εργασία) και η μορφή με την οποία χορηγείται η ενίσχυση (δηλαδή έκπτωση φόρου αντί για ελεύθερη φόρου μη επιστρεφόμενη ενίσχυση).

    Επιπροσθέτως, οι νορβηγικές αρχές δήλωσαν ότι έργα που επιλέγονται για υπαγωγή στο πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α δεν πρέπει να έχουν ξεκινήσει πριν από την υποβολή της αίτησης για ενίσχυση (26).

    2.2.   ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΙ

    Στην κοινοποίηση, οι νορβηγικές αρχές ανέφεραν ότι το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α θα ήταν ανοικτό σε όλους τους φορολογικά υπόχρεους στη Νορβηγία, συμπεριλαμβανομένων όλων των επιχειρήσεων, ασχέτως μεγέθους, τομέα και περιοχής (27). Στο πρόγραμμα μπορούν να υπαχθούν επίσης επιχειρήσεις που συμμετέχουν από κοινού σε έργο συνεργασίας (28).

    Οι νορβηγικές αρχές εξήγησαν ότι ο λόγος για τον οποίο στο πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α περιλαμβάνονταν και οι εταιρείες μεσαίου και μεγάλου μεγέθους ήταν για να είναι σύμφωνο με τους όρους του προγράμματος Skattefunn Scheme (το οποίο είναι ανοικτό σε όλες τις επιχειρήσεις ασχέτως μεγέθους). Σχετικά με αυτό, οι νορβηγικές αρχές δήλωσαν ότι «αυτό προβλεπόταν επίσης και για να μην υπάρχει τυπική διάκριση κατά των μεγαλύτερων εταιρειών στον ορισμό των δικαιούχων του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α» (η έμφαση προστέθηκε) (29).

    Ωστόσο, οι νορβηγικές αρχές κατέστησαν σαφές ότι, στην πράξη, το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α στοχεύει αποκλειστικά και μόνο στους ανεξάρτητους επιχειρηματίες και τις επιχειρήσεις ενός ατόμου: «Έστω κι αν το πρόγραμμα περιλαμβάνει επιχειρήσεις κάθε μεγέθους, η ίδια η φύση του προγράμματος (ενίσχυση μη αμειβόμενης εργασίας) σημαίνει ότι τα κίνητρα θα είναι πιο σημαντικά για ανεξάρτητους επιχειρηματίες και επιχειρήσεις ενός ατόμου» (30). Ομοίως, οι αρχές ανέφεραν ότι το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α «…στοχεύει πρωταρχικά σε νεοϊδρυόμενες εταιρείες που στηρίζονται στην τεχνολογία και δεν έχουν τη δυνατότητα να διατηρούν άτομα με μισθό για δραστηριότητες Ε&Α» και ότι «δεδομένου ότι το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α θα στηρίζει μη αμειβόμενη εργασία εκτελούμενη από προσωπικό Ε&Α που δεν παίρνει μισθό ή άλλη αποζημίωση για την εργασία, το πρόγραμμα δεν θα προσφέρεται για συνήθεις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις» (31).

    Στη βάση αυτή οι νορβηγικές αρχές ανέφεραν ότι «Εταιρίες με ετήσιο κύκλο εργασιών ή ετήσιο συνολικό ισολογισμό που αντιστοιχεί στον ορισμό του ΕΣΟΛ για τις μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις δεν θα λαμβάνουν στην πράξη ενίσχυση για μη αμειβόμενη εργασία» (32). Οι αρχές προσέθεσαν ότι «Οι μεγαλύτερες εταιρείες απασχολούν εν γένει μισθωτό προσωπικό Ε&Α για τις πραγματοποιούμενες δραστηριότητες Ε&Α σε έργα υπαγόμενα στο πρόγραμμα Skattefunn» και ότι «το κόστος της αμοιβής αυτών των υπαλλήλων θα είναι επιλέξιμο για επιστροφή φόρου στο πλαίσιο του Skattefunn Scheme, οπότε οι εταιρείες αυτές δεν θα χρειάζεται ούτε θα μπορούν να υποβάλουν αίτηση για επιχορήγηση στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α» (33).

    Τέλος, οι νορβηγικές αρχές ανέφεραν ότι δεδομένου ότι το μέγιστο ποσό ενίσχυσης για ένα επιλέξιμο έργο είναι το ίδιο είτε η ενίσχυση χορηγείται αποκλειστικά με τη μορφή έκπτωσης φόρου στο πλαίσιο του Skattefunn Scheme, είτε με συνδυασμό έκπτωσης φόρου και μη επιστρεπτέας ενίσχυσης στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α, δεν υπάρχει κίνητρο για τις μεγάλες εταιρείες να λάβουν ενίσχυση και από τα δύο προγράμματα.

    Τελικά, με επιστολή της 15ης Φεβρουαρίου 2008 (περιστατικό αριθ. 465311), οι νορβηγικές αρχές ενημέρωσαν την Αρχή ότι: «το πρόγραμμα περιορίζεται επίσημα στο πλαίσιο του ορισμού της Αρχής για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις».

    2.3.   ΕΠΙΛΕΞΙΜΟ ΚΟΣΤΟΣ ΚΑΙ ΕΝΤΑΣΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

    Οι νορβηγικές αρχές γνωστοποίησαν ότι οι επιλέξιμες δαπάνες στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α συνίστανται στο κόστος της μη αμειβόμενης εργασίας σε ένα επιλέξιμο έργο (34). Όσον αφορά τον προσδιορισμό του κατάλληλου ωρομισθίου για τη μη αμειβόμενη εργασία, οι νορβηγικές αρχές ανέφεραν ότι δεδομένου ότι τα τυπικά προσόντα ενός ατόμου δεν αντικατοπτρίζονται πάντοτε στην ικανότητα πραγματοποίησης έργων έρευνας και ανάπτυξης, είναι δύσκολο να καθοριστούν χωριστές τιμές που να ανταποκρίνονται στη σχετική εκπαίδευση, πείρα και πεδίο εργασίας. Αποφασίστηκε λοιπόν να χρησιμοποιείται ένα κοινό ωρομίσθιο για τον υπολογισμό της ενίσχυσης στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α.

    Το ωρομίσθιο που προτάθηκε από τις νορβηγικές αρχές υπολογίζεται με βάση το 1,6 ‰ του ονομαστικού ετήσιου μισθού του βιομηχανικού εργάτη για το 2005 (348 300 NOK) (35), το οποίο αντιστοιχεί σε ωρομίσθιο ύψους 557,28 NOK το οποίο, για λόγους απλούστευσης, στρογγυλοποιήθηκε σε 500 NOK. Το ωρομίσθιο των 500 NOK μπορεί να αναπροσαρμόζεται από το Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας με βάση τις γενικές αναπροσαρμογές των μισθών.

    Ο τρόπος υπολογισμού του ωρομισθίου (ως το 1,6 ‰ του ονομαστικού ετήσιου μισθού) αναπτύχθηκε από το Νορβηγικό Συμβούλιο Έρευνας. Σχετικά με το εν λόγω θέμα, οι νορβηγικές αρχές ανέφεραν ότι το ωρομίσθιο εργασίας μπορεί, πράγματι, να υπολογιστεί εύκολα με απλή παραπομπή στο μέσο ετήσιο μισθό (με βάση στατιστικά στοιχεία) και τις μέσες ετήσιες ώρες εργασίας. Ωστόσο, για να απλουστευθεί η χορήγηση ενίσχυσης για δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης, το Νορβηγικό Συμβούλιο Έρευνας προχώρησε ακόμη περισσότερο. Ανέπτυξε λοιπόν μια μεθοδολογία σύμφωνα με την οποία το ωρομίσθιο περιλαμβάνει όχι μόνον i) το καθαρό μισθολογικό κόστος, αλλά και ii) «άλλες λειτουργικές δαπάνες» που υπολογίζονται ανά υπάλληλο και αποτελούνται από α) το κοινωνικό κόστος που συνδέεται με τον μισθό (όπως οι συνταξιοδοτικές και ασφαλιστικές εισφορές, κ.λπ), β) το κόστος χρήσης εξοπλισμού ανά υπάλληλο (π.χ. χρήση τηλεφώνου, χρήση υπολογιστών/ΙΤ εξοπλισμού, φωτοαντιγραφικών, κ.λπ), γ) τα γενικά λειτουργικά έξοδα για ηλεκτρικό, θέρμανση, ενοικίαση γραφείων, προσωπικό κυλικείου & εξυπηρέτησης και προσωρινή χρήση προσωπικού υποστήριξης και δ) την ενοικίαση/αγορά οργάνων και ειδών γραφείου.

    Συνεπώς, το ωρομίσθιο για «μη αμειβόμενη εργασία» καλύπτει όχι μόνον το καθαρό μισθολογικό κόστος αλλά και «άλλες λειτουργικές δαπάνες» ανά υπάλληλο (36).

    Για να μορφώσει τη μεθοδολογία υπολογισμού, το Νορβηγικό Συμβούλιο Έρευνας εξέτασε τους λογαριασμούς διαφόρων νορβηγικών εταιρειών και διαπίστωσε ότι, κατά μέσον όρο, το ετήσιο λειτουργικό κόστος είναι 1,8 φορές υψηλότερο από το ετήσιο μισθολογικό κόστος (συμπεριλαμβανομένου του κοινωνικού κόστους) (37). Αφού διόρθωσε το ετήσιο μισθολογικό κόστος ως προς το περιλαμβανόμενο κοινωνικό κόστος (που αντιστοιχεί σε 40% του μισθού), το μέσο λειτουργικό κόστος αποδείχθηκε ότι ήταν 2,52 φορές υψηλότερο από το καθαρό μισθολογικό κόστος. Διαιρώντας τον αριθμό αυτό δια του ετήσιου μέσου όρου ωρών εργασίας (1 500) (38), διαπιστώθηκε ότι το λειτουργικό κόστος, μετρούμενο σε ωριαία βάση, είναι 1,68 ‰ (και στρογγυλευμένο 1,6 ‰) φορές το ετήσιο καθαρό μισθολογικό κόστος. Έτσι, με τη μέθοδο αυτή, το ωρομίσθιο για μη αμειβόμενη εργασία (που καλύπτει τόσο το καθαρό μισθολογικό κόστος όσο και «άλλες λειτουργικές δαπάνες») υπολογίζεται ως το 1,6 ‰ του σχετικού ετήσιου μισθού.

    Οι κατευθυντήριες γραμμές για το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α προβλέπουν ένα ανώτατο όριο επιλέξιμου κόστους για μη αμειβόμενη εργασία ύψους 2 εκατ. ΝΟΚ ετησίως ανά επιχείρηση (39).

    Τέλος, όσον αφορά τα μέτρα ελέγχου, η μη αμειβόμενη εργασία και άλλες δαπάνες έργου για κάθε αίτηση χορήγησης πρέπει να πιστοποιούνται από λογιστή (40). Ενώ οι «άλλες λειτουργικές δαπάνες» επαληθεύονται μέσω τιμολογίων, οι νορβηγικές αρχές ανέφεραν ότι επειδή δεν υπάρχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο για τις δηλούμενες ώρες μη αμειβόμενης εργασίας, οι εταιρείες υποχρεούνται να καταχωρούν την ημερομηνία, τα καθήκοντα, το αριθμό των ωρών εργασίας και το όνομα του απασχοληθέντος ατόμου. Σε έργα με περισσότερα του ενός άτομα, οι καταχωρήσεις πρέπει να υπογράφονται τόσο από το άτομο που εκτέλεσε τη μη αμειβόμενη εργασία όσο και από το άτομο που είναι υπεύθυνο για το έργο. Ακόμη, ο δηλούμενος αριθμός ωρών μπορεί να μειωθεί από το Νορβηγικό Συμβούλιο Έρευνας εάν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αποδειχθεί ότι ο δηλούμενος αριθμός ωρών είναι εσφαλμένος.

    Οι κατευθυντήριες γραμμές του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α προβλέπουν ότι οι ενισχύσεις που δίδονται στο πλαίσιο του προγράμματος υπόκεινται στα όρια που προβλέπονται στο τμήμα 16-40 του νορβηγικού νόμου για τη φορολογία της περιουσίας και των εισοδημάτων (41). Η διάταξη αυτή αποτελεί τη βάση για το πρόγραμμα Skattefunn Scheme και προβλέπει ότι στην περίπτωση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) η αποδεκτή ένταση ενίσχυσης ανέρχεται μέχρι 20 %.

    Στην κοινοποίηση, οι νορβηγικές αρχές περιέλαβαν στοιχεία που δείχνουν ότι το ποσοστό της ακαθάριστης έντασης ενίσχυσης για ΜΜΕ ανέρχεται σε 27,8% (42). Η ενίσχυση στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α καταβάλλεται με τη μορφή μη επιστρεπτέας ενίσχυσης που αντιστοιχεί στο 20% του επιλέξιμου κόστους (43). Ωστόσο, δυνάμει του φορολογικού νόμου για το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α, οι ενισχύσεις απαλλάσσονται επιπλέον από τον εταιρικό φόρο, ο συντελεστής του οποίου είναι σήμερα 28 %. Επομένως, ενίσχυση απαλλαγμένη φόρου ανερχόμενη στο 20 % του επιλέξιμου κόστους αντιστοιχεί σε φορολογητέα ενίσχυση ύψους 27,8 % του εν λόγω κόστους. Συνεπώς, η ακαθάριστη ένταση ενίσχυσης είναι 27,8 %.

    Οι ενισχύσεις που χορηγούνται στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α εξετάζονται σε συνδυασμό με την ενίσχυση που λαμβάνεται στο πλαίσιο του Skattefunn Scheme και η ενίσχυση στο πλαίσιο του πρώτου προγράμματος περιλαμβάνεται στον υπολογισμό των ορίων χορήγησης που ισχύουν για το δεύτερο. Βάσει του Skattefunn Scheme, το συνολικό ποσό ενίσχυσης για ΜΜΕ δεν μπορεί να υπερβεί το 20 % του επιλέξιμου κόστους, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 4 εκατ. ΝΟΚ ανά επιχείρηση κατ’ έτος. Όταν το συνολικό ποσό της χρηματοδοτικής ενίσχυσης υπερβαίνει τα όρια που προβλέπονται για το Skattefunn Scheme, η έκπτωση φόρου μειώνεται αναλόγως. Ωστόσο, οι νορβηγικές αρχές διευκρίνισαν ότι τα όρια αυτά ισχύουν χωρίς να θίγεται η διάταξη σύμφωνα με την οποία το κόστος που προβλέπεται για τη μη αμειβόμενη εργασία δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει το προαναφερθέν ανώτατο όριο των 2 εκατ. ΝΟΚ ανά επιχείρηση κατ’ έτος. Τέλος, οι αρχές ανέφεραν ότι σε περίπτωση που ένα έργο λαμβάνει ενίσχυση στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α και κρατική ενίσχυση από άλλες πηγές, πέραν του προγράμματος Skattefunn Scheme, οι οποίες συνολικά υπερβαίνουν το όριο συνολικής ενίσχυσης, επέρχεται μείωση στην ενίσχυση που χορηγείται στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α.

    2.4.   ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΡΚΕΙΑ

    Όπως αναφέρεται παραπάνω, οι νορβηγικές αρχές υπολογίζουν ότι ο μελλοντικός προϋπολογισμός για το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α θα είναι κατ’ ανώτατο όριο περίπου 50 εκατ. ΝΟΚ σε ετήσια βάση.

    Το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α κοινοποιήθηκε ως πρόγραμμα αορίστου χρόνου. Ωστόσο, με επιστολή της 15ης Φεβρουαρίου 2008 (περιστατικό αριθ. 465311), οι νορβηγικές αρχές ανέφεραν ότι η μέγιστη διάρκεια του προγράμματος θα συνδέονταν με τη διάρκεια ισχύος των τρεχουσών κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις όσον αφορά τις ενισχύσεις για την έρευνα και ανάπτυξη και την καινοτομία (στο εξής αναφερόμενες ως «κατευθυντήριες γραμμές ΕΑΚ»), που λήγουν στις 31 Δεκεμβρίου 2013. Οι νορβηγικές αρχές είναι ενήμερες ότι για την επιμήκυνση της διάρκειας του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α απαιτείται νέα κοινοποίηση.

    3.   ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΚΙΝΗΘΗΚΕ Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    Η Αρχή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας βάσει της προκαταρκτικής διαπίστωσης ότι στο πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α υπεισέρχεται κρατική ενίσχυση για την οποία αμφέβαλλε κατά πόσον μπορούσε να θεωρηθεί συμβιβάσιμη με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ. Μία από τις ανησυχίες της Αρχής ήταν κατά πόσον η ένταση των ενισχύσεων στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α θα μπορούσε να υπερβεί εκείνη που προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις. (44) Πράγματι, οι ενισχύσεις που μπορεί να χορηγηθούν στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α είναι ελεύθερες φορολογίας και τυχόν μεταβολή στο φορολογικό συντελεστή μπορεί συνεπώς να οδηγήσει σε υψηλότερη ακαθάριστη ένταση ενίσχυσης. Επιπλέον, δεδομένου ότι το κόστος της «μη αμειβόμενης εργασίας» δεν προκύπτει πραγματικά, η Αρχή αμφέβαλλε κατά πόσον το κόστος αυτό μπορούσε να χαρακτηριστεί επιλέξιμο κόστος βάσει των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών. Για το θέμα αυτό, η Αρχή έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι στο πλαίσιο του έκτου κοινοτικού προγράμματος πλαισίου για την έρευνα, δεν επιτρεπόταν η χορήγηση ενίσχυσης για «μη αμειβόμενη» εργασία. Τέλος, η Αρχή είχε αμφιβολίες ως προς το αναγκαίο στοιχείο της δημιουργίας κινήτρων.

    4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΝΟΡΒΗΓΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

    Οι νορβηγικές αρχές διευκρίνισαν ότι αν αυξηθεί ο φορολογικός συντελεστής, η ενίσχυση στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α, αν είναι αναγκαίο, θα μειωθεί ώστε η ένταση ενίσχυσης να μην υπερβαίνει τις μέγιστες τιμές έντασης ενισχύσεων που καθορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές ΕΑΚ. Οι νορβηγικές αρχές στηρίζουν τη δήλωση αυτή στην τελευταία παράγραφο του τμήματος 3 των κατευθυντήριων γραμμών για το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α η οποία, μεταφρασμένη στα ελληνικά, προβλέπει ότι «κατά τον υπολογισμό της συνολικής δημόσιας χρηματοδότησης του έργου, η ενίσχυση [για μη αμειβόμενη εργασία] αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο με την έκπτωση φόρου. Εάν η συνολική δημόσια χρηματοδότηση του έργου υπερβαίνει το προβλεπόμενο ανώτατο όριο ενίσχυσης σύμφωνα με τους κανόνες ΕΣΟΛ, η έκπτωση φόρου θα μειώνεται. Εάν η στήριξη στη μη αμειβόμενη εργασία καταλήγει από μόνη της σε υπέρβαση της επιτρεπόμενης συνολικής ενίσχυσης, η ενίσχυση για μη αμειβόμενη εργασία θα μειώνεται» (45).

    Σε σχέση με την αναφορά ότι «στα φυσικά πρόσωπα δεν μπορεί να αποδοθεί εργασιακό κόστος σε σχέση με την προσωπική τους ενασχόληση στο έργο», που περιέχεται στο έκτο κοινοτικό πρόγραμμα πλαίσιο για την έρευνα, οι νορβηγικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι ο όρος «φυσικά πρόσωπα» αναφέρεται σε πρόσωπα που απασχολούνται σε πανεπιστήμια/κολλέγια και λαμβάνουν μισθό από το ερευνητικό ίδρυμα (σε αντίθεση με την εταιρεία ενός ατόμου). Δεδομένου ότι τέτοια πρόσωπα δεν είναι επιλέξιμα για στήριξη στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α, οι νορβηγικές αρχές θεωρούν την αναφορά στο έκτο κοινοτικό πρόγραμμα πλαίσιο για την έρευνα ως άνευ αντικειμένου.

    Όσον αφορά το προτεινόμενο ωρομίσθιο, οι νορβηγικές αρχές σημείωσαν ότι σημείο εκκίνησης για τον υπολογισμό του ωρομισθίου των 500 ΝΟΚ είναι ο ονομαστικός ετήσιος μισθός του βιομηχανικού εργάτη, ο οποίος είναι πολύ χαμηλότερος από τον ονομαστικό ετήσιο μισθό του προσωπικού έρευνας και ανάπτυξης. Δεδομένου ότι το επίπεδο εκπαίδευσης στις εταιρείες ενός ατόμου και στους επιχειρηματίες αντιστοιχεί εν γένει στο υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης του προσωπικού έρευνας και ανάπτυξης, ο υπολογισμός του ωρομισθίου στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α μπορεί να βασιστεί στον υψηλότερο μισθό του πολιτικού μηχανικού. Για το 2005, ο μισθός αυτός ανερχόταν σε 460 000 ΝΟΚ ή 530 000 ΝΟΚ (για πενταετή και δεκαετή επαγγελματική εμπειρία, αντίστοιχα) που αντιστοιχεί σε ωρομίσθιο 772,80 ΝΟΚ ή 890,40 ΝΟΚ (46). Βάσει των ανωτέρω, οι νορβηγικές αρχές ισχυρίστηκαν λοιπόν ότι, προτείνοντας ένα ωρομίσθιο υπολογισμένο με βάση τον πολύ χαμηλότερο ονομαστικό ετήσιο μισθό των βιομηχανικών εργατών, το ωρομίσθιο κρατιέται στο ελάχιστο επίπεδο.

    Όσον αφορά το στοιχείο της δημιουργίας κινήτρων οι νορβηγικές αρχές ισχυρίζονται ότι δεδομένου ότι το ρευστό αποτελεί μείζον πρόβλημα για τις νεοϊδρυόμενες εταιρείες, η δημιουργία κινήτρου αποτελεί αυτομάτως στοιχείο της μεγάλης ομάδας-στόχου του προγράμματος, συγκεκριμένα των μικρών επιχειρηματιών και των εταιρειών ενός ατόμου.

    II.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

    1.   ΥΠΑΡΞΗ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 61 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΟΧ

    Το άρθρο 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ προβλέπει ότι:

    «Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οιαδήποτε μορφή από τα κράτη μέλη της ΕΚ, τα κράτη της ΕΖΕΣ ή με κρατικούς πόρους, και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό δια της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής, είναι ασυμβίβαστες με τη λειτουργία της παρούσας συμφωνίας, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών συναλλαγές, εκτός εάν η παρούσα συμφωνία ορίζει άλλως.»

    Προκειμένου ένα μέτρο να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, πρέπει να πληροί σωρευτικά τα ακόλουθα τέσσερα κριτήρια: i) το μέτρο πρέπει να εξασφαλίζει στους δικαιούχους ένα οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο δεν απολαμβάνουν κατά την κανονική πορεία των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, ii) το πλεονέκτημα πρέπει να παρέχεται από το κράτος ή μέσω κρατικών πόρων, iii) το μέτρο πρέπει να είναι επιλεκτικό ευνοώντας ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους παραγωγικούς κλάδους, και iv) το μέτρο πρέπει να οδηγεί σε νόθευση του ανταγωνισμού και να επηρεάζει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Στη συνέχεια, εξετάζεται αν στην παρούσα περίπτωση πληρούνται σωρευτικά τα τέσσερα κριτήρια.

    1.1.   ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ

    Το μέτρο πρέπει να εξασφαλίζει στους δικαιούχους ένα οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο δεν απολαμβάνουν κατά την κανονική πορεία των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων.

    Στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α, οι νορβηγικές αρχές θα χορηγούν χρηματοδοτικές ενισχύσεις σε φορολογουμένους, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων. Κατά συνέπεια, οι επιχειρήσεις που λαμβάνουν τέτοιες ενισχύσεις εξασφαλίζουν ένα οικονομικό πλεονέκτημα, δηλ. μια ενίσχυση, το οποίο δεν θα είχαν στα πλαίσια της κανονικής επιχειρηματικής τους πορείας.

    Επιπλέον, οι ενισχύσεις απαλλάσσονται του εταιρικού φόρου. Η φοροαπαλλαγή αφαιρεί από τους δικαιούχους ένα βάρος το οποίο κανονικά επιβαρύνει τους προϋπολογισμούς τους, με αποτέλεσμα η εν λόγω απαλλαγή να συνιστά ένα ακόμη οικονομικό πλεονέκτημα, πέραν της ίδιας της ενίσχυσης.

    1.2.   ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ

    Το πλεονέκτημα πρέπει να παρέχεται από το κράτος ή μέσω κρατικών πόρων.

    Οι ενισχύσεις που χορηγούνται στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α χρηματοδοτούνται από το Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας. Κατά συνέπεια, χρηματοδοτούνται από το κράτος.

    Επιπλέον, απαλλαγή των ενισχύσεων από τον εταιρικό φόρο σημαίνει ότι το κράτος αποποιείται φορολογικών εσόδων και η απώλεια φορολογικών εσόδων ισοδυναμεί με ανάλωση κρατικών πόρων με τη μορφή δημοσιονομικών δαπανών (47).

    1.3.   ΕΥΝΟΪΚΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Ή ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΩΝ ΚΛΑΔΩΝ

    Το μέτρο πρέπει να είναι επιλεκτικό ευνοώντας «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους παραγωγικούς κλάδους».

    Στην κοινοποίηση αναφερόταν ότι η χρηματοδότηση από το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α θα ήταν διαθέσιμη σε όλες τις επιχειρήσεις, ασχέτως μεγέθους, τομέα και περιοχής.

    Στην απόφαση αριθ. 16/03/COL, της 5ης Φεβρουαρίου 2003, με την οποία εγκρίνεται η επέκταση του Skattefunn Scheme σε όλες τις επιχειρήσεις, ασχέτως μεγέθους και τομέα (48), η Αρχή διαπίστωνε ότι ο φορέας διαχείρισης και εφαρμογής του προγράμματος Skattefunn Scheme (το Νορβηγικό Συμβούλιο Έρευνας) διαθέτει διακριτικές εξουσίες στο θέμα της αξιολόγησης του ερευνητικού χαρακτήρα των έργων και του χαρακτήρα της δημιουργίας κινήτρου του μέτρου ενίσχυσης.

    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω και του γεγονότος ότι τα κριτήρια για τον καθορισμό της επιλεξιμότητας των έργων βάσει του προγράμματος Skattefunn Scheme και του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α είναι τα ίδια και αξιολογούνται από τον ίδιο φορέα διαχείρισης, δηλ. το Νορβηγικό Συμβούλιο Έρευνας, η Αρχή έχει την άποψη ότι το εν λόγω συμβούλιο διαθέτει διακριτικές εξουσίες και στην εφαρμογή του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α. Σχετικά με το θέμα αυτό, η Αρχή υπενθυμίζει ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η κατοχή διακριτικών εξουσιών από τις δημόσιες αρχές που διαχειρίζονται ένα πρόγραμμα χρηματοδοτικής ενίσχυσης σημαίνει ότι το πρόγραμμα είναι εκ των πραγμάτων επιλεκτικό (49). Κατά συνέπεια, η Αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα θα ήταν εκ των πραγμάτων επιλεκτικό.

    Πράγματι, οι αναφορές των νορβηγικών αρχών σχετικά με το θέμα αυτό ότι ενώ «… δεν υπάρχει τυπική διάκριση κατά μεγαλύτερων εταιρειών στον ορισμό των δικαιούχων του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α» (η έμφαση προστέθηκε), «εταιρείες με ετήσιο κύκλο εργασιών ή ετήσιο συνολικό ισολογισμό που αντιστοιχεί στον ορισμό του ΕΣΟΛ για τις μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις δεν θα λαμβάνουν στην πράξη ενίσχυση για μη αμειβόμενη εργασία» επιβεβαιώνουν ότι το Νορβηγικό Συμβούλιο Έρευνας θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις διακριτικές του εξουσίες για να αποκλείσει στην πράξη μεγαλύτερες εταιρείες από τη χορήγηση ενίσχυσης.

    Η παραπάνω αξιολόγηση ισχύει εξίσου και για την απαλλαγή από τον εταιρικό φόρο που απολαμβάνουν οι αποδέκτες ενισχύσεων στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α.

    Έτσι, κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας, οι νορβηγικές αρχές αποφάσισαν να περιορίσουν επίσημα το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α στις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις σύμφωνα με τους ορισμούς που δίδονται στις κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις σχετικά με τις ενισχύσεις προς ΜΜΕ (50). Κατά συνέπεια, το πρόγραμμα είναι επιλεκτικό.

    1.4.   ΝΟΘΕΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΣΤΙΣ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

    Το μέτρο πρέπει να οδηγεί σε νόθευση του ανταγωνισμού και να επηρεάζει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών.

    Το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α εφαρμόζεται σε όλους τους τομείς της οικονομίας της Νορβηγίας. Δεδομένου ότι, για το έτος 2006, οι εξαγωγές στην ΕΕ αντιπροσώπευαν το 82 % περίπου των συνολικών εξαγωγών της Νορβηγίας, ενώ οι εισαγωγές από την ΕΕ αντιπροσώπευαν το 69 % περίπου των συνολικών εισαγωγών στη Νορβηγία, υπάρχει εκτεταμένο εμπόριο μεταξύ Νορβηγίας και ΕΕ (51).

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Αρχή θεωρεί ότι η χορήγηση ενίσχυσης σε συνδυασμό με τη φοροαπαλλαγή στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α θα ενισχύσει τη σχετική θέση των δικαιούχων σε σύγκριση με τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε άλλες χώρες ΕΟΧ και τους ανταγωνίζονται σε παρόμοιους τομείς ή επιχειρηματικά πεδία. Ακόμη, με βάση τον τυπικό αποκλεισμό μεγαλύτερων εταιρειών από το πρόγραμμα, η θέση των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων που λαμβάνουν ενίσχυση στο πλαίσιο του προγράμματος θα ενισχυθεί. Κατά συνέπεια, το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α πρέπει να θεωρηθεί ότι επηρεάζει τις εμπορικές συναλλαγές και νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

    1.5.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, η Αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η χορήγηση ενίσχυσης, συμπεριλαμβανομένης της φοροαπαλλαγής, στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

    2.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

    Δυνάμει του άρθρου 1 παράγραφος 3 του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, «η Εποπτεύουσα αρχή της ΕΖΕΣ ενημερώνεται εγκαίρως περί των σχεδίων που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν τις ενισχύσεις, ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της … Το ενδιαφερόμενο κράτος δεν δύναται να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα πριν η Αρχή καταλήξει σε τελική απόφαση».

    Με επιστολή της 14ης Οκτωβρίου 2005, οι νορβηγικές αρχές κοινοποίησαν το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α. Σύμφωνα με προπαρασκευαστικές νομοθετικές εργασίες, το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α μπορεί να τεθεί σε ισχύ μόνον αφού κοινοποιηθεί και εγκριθεί από την Αρχή. (52) Κατά συνέπεια, η έγκριση από τις νορβηγικές αρχές της έναρξης ισχύος του φορολογικού νόμου για το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α και η τελική έγκριση του σχεδίου κατευθυντήριων γραμμών για το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α τελούν και οι δύο υπό την αίρεση της προηγούμενης έγκρισης του προγράμματος από την Αρχή (53).

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Αρχή θεωρεί ότι οι νορβηγικές αρχές τήρησαν τις υποχρεώσεις κοινοποίησης και αναμονής σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3 του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου.

    3.   ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

    Λαμβανομένου υπόψη ότι το συμπέρασμα της Αρχής είναι ότι το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α συνιστά κρατική ενίσχυση, πρέπει να εξετασθεί εάν το πρόγραμμα αυτό μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμο με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 2 ή 3 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

    3.1.   ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 61 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΟΧ

    Καμία από τις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 61 παράγραφος 2 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ δεν έχει εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση καθώς το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α δεν αποβλέπει στην επίτευξη των στόχων που απαριθμούνται σε αυτή τη διάταξη.

    3.2.   ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 61 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3 ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΟΧ

    Μέτρο κρατικής ενίσχυσης θεωρείται συμβιβάσιμο με την λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ δυνάμει του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ όταν αποσκοπεί στην προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης περιοχών στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθιστα χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση. Ωστόσο, καθώς στο χάρτη περιφερειακών ενισχύσεων της Νορβηγίας δεν προσδιορίζονται τέτοιες περιοχές, η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή (54).

    Επιπλέον, δεν μπορεί να εφαρμοστεί η εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ καθώς η κρατική ενίσχυση που παρέχεται στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α δεν αποσκοπεί στην προώθηση της εκτέλεσης σημαντικού σχεδίου κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ή στην αντιμετώπιση σοβαρής διατάραξης της οικονομίας της Νορβηγίας.

    Ωστόσο, η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ σύμφωνα με την οποία η κρατική ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά στις περιπτώσεις που διευκολύνει την ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή ορισμένων οικονομικών ζωνών και δεν επηρεάζει αρνητικά τους όρους διεξαγωγής του εμπορίου σε βαθμό που αντίκειται με το κοινό συμφέρον, μπορεί να εφαρμοστεί.

    Στο κείμενο που ακολουθεί, η Αρχή εξετάζει το συμβιβάσιμο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ όσον αφορά το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ) με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές ΕΑΚ.

    Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές ΕΑΚ, μια ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί εν γένει συμβιβάσιμη με το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο τμήμα 5 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών και η ενίσχυση δημιουργεί κίνητρα αύξησης της έρευνας και ανάπτυξης σύμφωνα με το τμήμα 6 των κατευθυντήριων γραμμών (55).

    Στο τμήμα 5 των κατευθυντήριων γραμμών ΕΑΚ παρατίθενται διάφορες κατηγορίες έρευνας και ανάπτυξης, όπως «βασική έρευνα», «βιομηχανική έρευνα» και «πειραματική ανάπτυξη» και αναφέρονται οι εντάσεις ενίσχυσης που εφαρμόζονται σε κάθε κατηγορία ερευνών.

    Στο σημείο 2.2 στοιχείο στ) των κατευθυντήριων γραμμών ΕΑΚ ορίζεται ότι «βιομηχανική έρευνα» είναι «η σχεδιασμένη έρευνα ή κριτική διερεύνηση που αποσκοπεί στην απόκτηση νέων γνώσεων και ικανοτήτων σχετικά με την ανάπτυξη νέων προϊόντων, διαδικασιών ή υπηρεσιών ή για τη σημαντική βελτίωση υπαρχόντων προϊόντων, μεθόδων ή υπηρεσιών. Περιλαμβάνει τη δημιουργία συστατικών στοιχείων πολύπλοκων συστημάτων, που είναι απαραίτητα για την βιομηχανική έρευνα, ιδιαίτερα για επικύρωση τεχνολογίας πολλαπλών εφαρμογών εξαιρουμένων των πρωτοτύπων που καλύπτονται από το [πειραματική ανάπτυξη] σημείο 2.2, στοιχείο ζ)». Το στοιχείο ζ) του ίδιου σημείου προβλέπει ότι «πειραματική ανάπτυξη» είναι «απόκτηση, συνδυασμός, διαμόρφωση και χρήση υφισταμένων, επιστημονικών, τεχνολογικών, επιχειρηματικών και άλλων γνώσεων και ικανοτήτων για την παραγωγή σχεδίων και διατάξεων για νέα, τροποποιημένα ή βελτιωμένα προϊόντα, μεθόδους ή υπηρεσίες. Μπορεί να περιλαμβάνονται και άλλες δραστηριότητες με στόχο τον εννοιολογικό προσδιορισμό, το σχεδιασμό και την τεκμηρίωση νέων προϊόντων, μεθόδων και υπηρεσιών. Οι δραστηριότητες μπορούν να περιλαμβάνουν την παραγωγή σχεδίων, σχεδιασμού και άλλης τεκμηρίωσης, εφόσον δεν προορίζονται για εμπορική χρήση. Η ανάπτυξη πρωτοτύπων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν εμπορικά και πιλοτικών σχεδίων περιλαμβάνεται επίσης στις περιπτώσεις που τα πρωτότυπα είναι απαραίτητα για το τελικό εμπορικό προϊόν και όπου είναι υπερβολικά δαπανηρό να παραχθούν και να χρησιμοποιηθούν μόνο για σκοπούς επίδειξης και έγκρισης. Στην περίπτωση μεταγενέστερης εμπορικής χρήσης σχεδίων επίδειξης ή πιλοτικών σχεδίων, τυχόν έσοδα από τέτοια χρήση πρέπει να αφαιρεθούν από το επιλέξιμο κόστος».

    Η Αρχή θεωρεί ότι οι περιγραφές των επιλέξιμων έργων στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α, που αναφέρονται παραπάνω στο τμήμα 2.1 του μέρους Ι του παρόντος, συμφωνούν με τις περιγραφές που δίδονται στους όρους «βιομηχανική έρευνα» και «πειραματική ανάπτυξη» στο σημείο 2.2 στοιχεία στ) και ζ) των κατευθυντήριων γραμμών ΕΑΚ.

    i)   Ένταση ενίσχυσης

    Σύμφωνα με το σημείο 5.1.2 των κατευθυντήριων γραμμών ΕΑΚ, οι επιτρεπτές ακαθάριστες τιμές έντασης ενισχύσεων για τη βιομηχανική έρευνα και την πειραματική ανάπτυξη καθορίζονται στο 50 % και 25 %, αντίστοιχα, του επιλέξιμου κόστους. Επιπλέον, σύμφωνα με το σημείο 5.1.3, όταν η ενίσχυση προορίζεται για ΜΜΕ (όπως αυτές ορίζονται στο παράρτημα του κανονισμού απαλλαγής κατά κατηγορία στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων σε ΜΜΕ), τα ποσοστά αυτά μπορεί να αυξηθούν κατά 10 (για τις μεσαίες) ή 20 (για τις μικρές επιχειρήσεις) εκατοστιαίες μονάδες (56). Έτσι, στις περιπτώσεις της βιομηχανικής έρευνας, η επιτρεπτή ένταση ενίσχυσης μπορεί να φθάσει στο 60 % (για τις μεσαίες) ή 70 % (για τις μικρές επιχειρήσεις) του επιλέξιμου κόστους. Στην περίπτωση της πειραματικής ανάπτυξης, η μέγιστη ένταση ενίσχυσης γίνεται 35 % (για τις μεσαίες) ή 45 % (για τις μικρές επιχειρήσεις).

    Αν και νορβηγικές αρχές κοινοποίησαν εντάσεις ενισχύσεων τόσο για τις ΜΜΕ όσο και για μεγάλες εταιρείες στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α, υπενθυμίζεται ότι οι νορβηγικές αρχές αποφάσισαν να περιορίσουν το πρόγραμμα ώστε να καλύπτει μόνο τις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις. Συνεπώς, μόνον η ένταση ενίσχυσης για τις ΜΜΕ (20 %) έχει σημασία. Η ενίσχυση απαλλάσσεται της φορολογίας με τρέχοντα αντίστοιχο φορολογικό συντελεστή 28 %. Ωστόσο, η ακαθάριστη ένταση ενίσχυσης είναι 27,8 % (57). Συνεπώς, η μέγιστη ένταση ενίσχυσης για πολύ μικρές και μικρές εταιρείες στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α είναι σε αποδεκτά επίπεδα βάσει των προβλεπομένων στο τμήμα 5 των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα ΕΑΚ.

    Εφόσον αυξηθεί ο εταιρικός φόρος, αυξάνεται αναλόγως και η συνολική ακαθάριστη ένταση ενίσχυσης. Ωστόσο, σχετικά με το θέμα αυτό, οι νορβηγικές αρχές διευκρίνισαν ότι έστω κι αν αυξηθεί ο φορολογικός συντελεστής, στις κατευθυντήριες γραμμές για το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α προβλέπεται ότι οι ενισχύσεις δεν υπερβαίνουν την ένταση ενίσχυσης που προκύπτει από την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις. Κατά συνέπεια, με βάση τις τρέχουσες κατευθυντήριες γραμμές ΕΑΚ, και δεδομένου ότι το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α περιορίζεται στις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις, το σχετικό ανώτατο όριο είναι 70 % για τη βιομηχανική έρευνα και 45 % για την πειραματική ανάπτυξη. Η Αρχή δέχεται ότι αν αυξηθεί ο εταιρικός φόρος, η συνολική ένταση ενίσχυσης για τις πολύ μικρές και μικρές εταιρείες στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α μπορεί να αυξηθεί μέχρι τα εν λόγω μέγιστα επίπεδα.

    Συμπερασματικά, η Αρχή εγκρίνει την ένταση ενίσχυσης του 27,8 % που εφαρμόζεται στις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις και σημειώνει ότι αυτή μπορεί, ως αποτέλεσμα αύξησης του συντελεστή εταιρικής φορολογίας, να φθάσει στο 70 % για τη βιομηχανική έρευνα και το 45 % για την πειραματική ανάπτυξη. Οι νορβηγικές αρχές πληροφόρησαν την Αρχή ότι οι κατευθυντήριες γραμμές για το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α θα τροποποιηθούν επισήμως ώστε να αντικατοπτρίζουν τόσο το γενικό όριο για κάθε κατηγορία έρευνας όσο και το μέγιστο επίπεδο μέχρι το οποίο μπορεί να αυξηθεί η ενίσχυση σε περίπτωση αύξησης του φορολογικού συντελεστή (58).

    ii)   Επιλέξιμο κόστος

    Στο σημείο 5.1.4 των κατευθυντήριων γραμμών ΕΑΚ παρατίθεται κατάλογος δαπανών που μπορούν να θεωρηθούν επιλέξιμες για τον υπολογισμό της έντασης ενίσχυσης. Στις δαπάνες αυτές περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, i) δαπάνες προσωπικού, που καλύπτουν τις δαπάνες για τους ερευνητές, τους τεχνικούς και το λοιπό προσωπικό υποστήριξης που απασχολούνται αποκλειστικά στις ερευνητικές δραστηριότητες, ii) συμπληρωματικά γενικά έξοδα που προκύπτουν άμεσα από το ερευνητικό έργο και iii) άλλες λειτουργικές δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων για υλικά, εφόδια και παρόμοια προϊόντα, που αφορούν άμεσα την ερευνητική δραστηριότητα (59).

    Στο σημείο 5.1.4 των κατευθυντήριων γραμμών ΕΑΚ δεν αναφέρεται τίποτα σχετικό με το εάν οι δαπάνες προσωπικού καλύπτουν και τις δαπάνες για μη αμειβόμενη εργασία. Εντούτοις, η Αρχή θεωρεί ότι στοιχεία σχετικά με την ερμηνεία του εν λόγω όρου των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις μπορούν να ληφθούν εξετάζοντας πώς χρησιμοποιείται ο όρος αυτός στο πλαίσιο του κοινοτικού προγράμματος πλαισίου για την έρευνα (60).

    Όπως αναφέρεται στην απόφαση για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, στο πλαίσιο του έκτου προγράμματος πλαισίου δεν επιτρεπόταν να ληφθεί από την Κοινότητα χρηματοδοτική ενίσχυση για δαπάνες μη αμειβόμενης εργασίας. Στο μέρος B.II.22.3 του παραρτήματος II της Γενικής Πρότυπης Συμφωνίας, που αφορά τη χορήγηση ενίσχυσης στο πλαίσιο του έκτου προγράμματος πλαισίου, αναφερόταν ότι «στα φυσικά πρόσωπα δεν μπορεί να αποδοθεί εργασιακό κόστος σε σχέση με την προσωπική τους ενασχόληση στο έργο» ενώ στο μέρος B.II.19.1(a) αναφερόταν ότι το επιλέξιμο κόστος «πρέπει να είναι πραγματικό, οικονομικό και αναγκαίο για την εφαρμογή του έργου». Βάσει των ανωτέρω, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υιοθέτησε την άποψη ότι αν το ύψος του εργασιακού κόστους δεν μπορεί να υπολογιστεί και να καταχωρηθεί στα βιβλία της εταιρείας, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε στο πρόγραμμα πλαίσιο. Σύμφωνα με αυτά, η Αρχή, στην απόφασή της για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας σχετικά με το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α, εξέφρασε αμφιβολίες κατά πόσον οι δαπάνες για μη αμειβόμενη εργασία μπορούν να χαρακτηριστούν επιλέξιμο κόστος κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών ΕΑΚ.

    Ωστόσο, αυτή τη στιγμή έχει εγκριθεί ήδη το έβδομο πρόγραμμα πλαίσιο το οποίο προβλέπει ότι, υπό ορισμένες συνθήκες, μπορεί να αιτηθεί ενίσχυση για δαπάνες που δεν είναι ‘πραγματικές’. (61) Στο πλαίσιο αυτό, η τυποποιημένη συμφωνία ενισχύσεων που χρησιμοποιείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (η Γενική Πρότυπη Συμφωνία στήριξης στο πλαίσιο του έβδομου προγράμματος πλαισίου) αναφέρει ότι, κατά παρέκκλιση της γενικής απαίτησης ότι το επιλέξιμο κόστος πρέπει να είναι πραγματικό, «οι δικαιούχοι μπορεί να επιλέξουν να δηλώσουν μέσο κόστος δαπανών προσωπικού αν βασίζεται σε πιστοποιημένη μεθοδολογία εγκεκριμένη από την Επιτροπή και συνεπή με τις αρχές διαχείρισης και τις συνήθεις λογιστικές πρακτικές του δικαιούχου. Το μέσο κόστος δαπανών προσωπικού που χρεώνονται σε αυτή τη συμφωνία ενίσχυσης από δικαιούχο που διαθέτει πιστοποιητικό για τη μεθοδολογία θεωρείται ότι δεν διαφέρει σημαντικά από το πραγματικό κόστος δαπανών προσωπικού» (62).

    Στα σχετικά κείμενα οδηγιών διευκρινίζεται ότι ο προαναφερόμενος κανόνας, ο οποίος αναφέρεται ως «μέθοδος μέσου κόστους δαπανών προσωπικού με βάση πιστοποιημένη μεθοδολογία», παρέχει σε i) φυσικά πρόσωπα εξομοιούμενα με ΜΜΕ και ii) ιδιοκτήτες ΜΜΕ που δεν λαμβάνουν μισθό για την εργασία τους στη ΜΜΕ, να υποβάλλουν αίτηση και να λάβουν ενίσχυση για τις SME για δραστηριότητές τους σε σχέση με έργα Ε&Α. Αν και δεν υπάρχει ρητή απαίτηση σχετικά με το ποια μεθοδολογία πρέπει να χρησιμοποιείται, από τα κείμενα οδηγιών καθίσταται σαφές ότι, στο πλαίσιο του κοινοτικού προγράμματος, «πιστοποιημένη μεθοδολογία» σημαίνει ότι πρέπει ένας ελεγκτής να πιστοποιήσει τη μεθοδολογία που αποτελεί τη βάση υπολογισμού της αξίας των δραστηριοτήτων ή του «εργασιακού κόστους» (δηλαδή, στην πράξη, του ωρομισθίου).

    Όσον αφορά τις αποδεκτές μεθοδολογίες, η Αρχή παρατηρεί κατ’ αρχήν ότι οι οδηγίες σχετικά με τα φυσικά πρόσωπα παραπέμπουν σε μεθοδολογία ταυτοποίησης του ωρομισθίου μέσω του εισοδήματος (π.χ. φορολογικές δηλώσεις). (63) Ωστόσο, υπό το πρίσμα ιδίως των οδηγιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην περίπτωση των ιδιοκτητών ΜΜΕ που δεν παίρνουν μισθό και δεν μπορούν έτσι να εγγράψουν το εργασιακό τους κόστος στους λογαριασμούς της εταιρείας, οι οποίες αναφέρουν ότι το κόστος μπορεί να υπολογιστεί κατ’ εκτίμηση, η Αρχή θεωρεί ότι η παραπομπή σε μεθοδολογία που βασίζεται στο εισόδημα δεν είναι επαρκής ώστε να αποκλειστεί αυτομάτως η χρήση εναλλακτικών μεθοδολογιών. Στόχος στο πλαίσιο του έβδομου προγράμματος πλαισίου είναι να μπορεί να υπολογίζεται η αξία των δραστηριοτήτων που αναλαμβάνονται σε σχέση με ένα έργο Ε&Α. Δεν υπάρχει κάποια ρητή απαίτηση ο δυνητικός δικαιούχος να έχει κάποιο εισόδημα από τη δραστηριότητα αυτή. Έτσι, η Αρχή έχει την άποψη ότι και στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις i) και ii), η ύπαρξη εισοδήματος δεν αποτελεί από μόνη της όρο επιλεξιμότητας για ενίσχυση και ότι μπορούν να δίνουν δεκτές για τον προσδιορισμό ωρομισθίου και άλλες μεθοδολογίες.

    Σχετικά με τη μεθοδολογία που προτείνεται από τις νορβηγικές αρχές, η Αρχή παρατηρεί αρχικά ότι η μέθοδος του υπολογισμού του 1,6 ‰ του ονομαστικού ετήσιου μισθού προσδιορίζει ένα ωρομίσθιο το οποίο δεν περιλαμβάνει μόνον το στοιχείο του κόστους εργασίας αλλά και ένα στοιχείο «άλλων λειτουργικών δαπανών». Έτσι, αν και σκοπός της παρούσας ανάλυσης είναι να ελέγξει κατά πόσον το εργασιακό κόστος είναι επιλέξιμο, είναι αναγκαίο επίσης, για να μπορέσει να εξαχθεί ένα τελικό συμπέρασμα ως προς το κατά πόσον η μεθοδολογία είναι αποδεκτή, να ελέγξει κατά πόσο το στοιχείο των «άλλων λειτουργικών δαπανών» συνιστά στοιχείο επιλέξιμου κόστους βάσει των κατευθυντήριων γραμμών ΕΑΚ. Συνεπώς, τα δύο αυτά στοιχεία εξετάζονται παρακάτω ξεχωριστά.

    Όσον αφορά το κόστος της μη αμειβόμενης εργασίας, το στοιχείο αυτό της μεθοδολογίας ορίζεται με απλή παραπομπή σε μισθολογικά στατιστικά στοιχεία. Πράγματι, η προτεινόμενη μεθοδολογία υποθέτει ότι το στοιχείο του εργασιακού κόστους ισοδυναμεί με το αποτέλεσμα που θα προέκυπτε αν το ωρομίσθιο υπολογιζόταν διαιρώντας τον ονομαστικό ετήσιο μισθό του βιομηχανικού εργάτη δια του μέσου όρου των ετήσιων ωρών εργασίας, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του 2005. Το στοιχείο του εργασιακού κόστους για το μισθό του βιομηχανικού εργάτη αντιστοιχεί σε ένα ωρομίσθιο ύψους 232,20 NOK (348 300/1 500).

    Η Αρχή θεωρεί ότι εφόσον το ωρομίσθιο οριστεί με βάση τις επίσημες μισθολογικές στατιστικές (για το 2005), δεν επέρχεται διόγκωση του στοιχείου του εργασιακού κόστους. Επιπλέον, το γεγονός ότι το ωρομίσθιο προσδιορίζεται με αναφορά στον ετήσιο μισθό του βιομηχανικού εργάτη (αντί του πολύ υψηλότερου μισθού ενός π.χ. πολιτικού μηχανικού) σημαίνει ότι το στοιχείο του εργασιακού κόστους κρατιέται σε σχετικώς χαμηλά επίπεδα (64). Τέλος, το γεγονός ότι οι δηλούμενες ώρες μη αμειβόμενης εργασίας πρέπει να συνυπογράφονται από τον διαχειριστή έργου και να πιστοποιούνται από ένα λογιστή για κάθε αίτηση χορήγησης ενίσχυσης, εξασφαλίζει την ύπαρξη λογιστικού ελέγχου ο οποίος είναι σύμφωνος – αν όχι και αυστηρότερος – με την πιστοποίηση ελέγχου που αναφέρεται στη Γενική Πρότυπη Συμφωνία στο πλαίσιο του έβδομου προγράμματος πλαισίου (65). Τέλος, η Αρχή σημειώνει ότι έλεγχος διενεργείται επιπλέον και από το Νορβηγικό Συμβούλιο Έρευνας, το οποίο επαληθεύει αν τα δηλούμενα στοιχεία δεν είναι προδήλως εσφαλμένα.

    Βάσει των ανωτέρω, η Αρχή συμπεραίνει ότι η ταυτοποίηση του στοιχείου του κόστους της μη αμειβόμενης εργασίας στη μεθοδολογία προσδιορισμού του ωρομισθίου είναι αποδεκτή. Συνεπώς, το κόστος της μη αμειβόμενης εργασίας, εξεταζόμενο μεμονωμένα, εντάσσεται στις επιλέξιμες δαπάνες προσωπικού κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών ΕΑΚ.

    Η Αρχή θεωρεί ότι η περιγραφή των «άλλων λειτουργικών δαπανών» στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α (βλέπε σημείο 2.3 του μέρους Ι του παρόντος) αντιστοιχεί σε επιλέξιμο κόστος με τη μορφή των «συμπληρωματικών γενικών εξόδων» ή/και «άλλων δαπανών λειτουργίας» των στοιχείων ε) και στ) του σημείου 5.1.4 των κατευθυντήριων γραμμών ΕΑΚ. Το ύψος του λειτουργικού κόστους υπολογίζεται αυτομάτως σε ωριαία βάση ανά υπάλληλο με βάση το μισθό ενός βιομηχανικού εργάτη — αντί με βάση τα αναγραφόμενα σε τιμολόγια στοιχεία κόστους (66). Ωστόσο, το στοιχείο του λειτουργικού κόστους στο πλαίσιο της μεθοδολογίας υπολογίστηκε με βάση την έρευνα που διεξήγαγε το Νορβηγικό Συμβούλιο Έρευνας σε διάφορες εταιρείες. Έτσι εξασφαλίζεται ότι τα επίπεδα του λειτουργικού κόστους είναι ρεαλιστικά. Επιπλέον, το μερίδιο του λειτουργικού κόστους υπολογίζεται με βάση το χαμηλό μισθό του βιομηχανικού εργάτη και έτσι το στοιχείο του λειτουργικού κόστους παραμένει σε ένα σταθερό μέγιστο επίπεδο σε ωριαία βάση. Βάσει των ανωτέρω, και λαμβάνοντας υπόψη ότι το κατά πόσον το λειτουργικό κόστος έχει προκύψει πραγματικά ελέγχεται μέσω τιμολογίων ως μέρος του λογιστικού ελέγχου, η Αρχή θεωρεί ότι η προτεινόμενη μεθοδολογία αποτελεί έναν αποδεκτό τρόπο ταυτοποίησης του ύψους των «άλλων λειτουργικών δαπανών» και, συνεπώς, συνιστά επιλέξιμο κόστος στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών ΕΑΚ.

    Συμπερασματικά, η Αρχή θεωρεί ότι, με βάση την κατ’ αρχή μεταβολή στο πλαίσιο του έβδομου προγράμματος πλαισίου, το κόστος της μη αμειβόμενης εργασίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιλέξιμο κόστος, ανάλογα με τη μεθοδολογία που επιλέγεται για την ταυτοποίηση του ωρομισθίου. Όπως φαίνεται από τα ανωτέρω, η Αρχή θεωρεί ότι στο πλαίσιο της μεθοδολογίας που προτείνεται από τις νορβηγικές αρχές, ο τρόπος με τον οποίο προσδιορίζονται τα επίπεδα τόσο του στοιχείου του εργασιακού κόστους όσο και του στοιχείου του λειτουργικού κόστους, είναι αποδεκτός. Κατά συνέπεια, η μεθοδολογία εγκρίνεται και το κόστος χαρακτηρίζεται ως επιλέξιμο βάσει των κατευθυντήριων γραμμών ΕΑΚ. Το συμπέρασμα αυτό συμφωνεί και με τη θέση που έλαβε η Αρχή το 2002 στην απόφασή της για το Skattefunn Scheme, βάσει της οποίας η Αρχή ενέκρινε μια παρόμοια μεθοδολογία για τον προσδιορισμό (του επιπέδου) επιλέξιμου κόστους (67).

    Αν και βάσει της προτεινόμενης μεθοδολογίας εφαρμόζεται ένα μόνον ωρομίσθιο, ακόμη κι αν οι δυνητικοί δικαιούχοι στο πλαίσιο του προγράμματος διαφέρουν από πλευράς μεγέθους, υπενθυμίζεται ότι οι νορβηγικές αρχές αποφάσισαν να περιορίσουν την εφαρμογή του προγράμματος μόνον σε πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις οπότε οι δυνητικοί δικαιούχοι αντιπροσωπεύουν μια μάλλον ομοιογενή ομάδα. Κατά συνέπεια, η Αρχή εγκρίνει τη χρήση ενός μόνον κοινού ωρομισθίου.

    iii)   Δημιουργία κινήτρων

    Σύμφωνα με το τμήμα 6 των κατευθυντήριων γραμμών ΕΑΚ, το στοιχείο της δημιουργίας κινήτρου θεωρείται ότι πληρούται αυτομάτως αν το έργο ΕΑΚ στο οποίο παρέχεται ενίσχυση δεν έχει αρχίσει πριν από την αίτηση για ενίσχυση, ο δικαιούχος της ενίσχυσης είναι ΜΜΕ και το ποσό της ενίσχυσης είναι μικρότερο από 7,5 εκατ. ευρώ ανά έργο και ανά ΜΜΕ (68).

    Όπως αναφέρεται παραπάνω, οι νορβηγικές αρχές περιόρισαν το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α σε μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Ακόμη, λόγω του ότι το επιλέξιμο κόστος στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α υπόκειται σε σταθερό ανώτατο όριο επιλέξιμου κόστους ύψους 2 εκατ. NOK ετησίως ανά επιχείρηση και του ότι η προβλεπόμενη ένταση ενίσχυσης είναι 27,8 %, το μέγιστο ύψος της χορηγούμενης ενίσχυσης ανά επιχείρηση κατ’ έτος είναι 556 000 ΝΟΚ (περίπου 70 500 ευρώ), ποσό το οποίο υπολείπεται κατά πολύ του προαναφερθέντος στις κατευθυντήριες γραμμές ΕΑΚ μέγιστου ορίου. Ακόμη και με μέγιστη ένταση ενίσχυσης έως 45 % (ποσοστό που μπορεί ενδεχομένως να προκύψει λόγω αύξησης του φορολογικού συντελεστή), το μέγιστο ποσό της ενίσχυσης είναι 900 000 ΝΟΚ (περίπου 114 000 ευρώ), που και πάλι υπολείπεται κατά πολύ του μέγιστου ορίου που ορίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές ΕΑΚ (69).

    Τέλος, οι νορβηγικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι δεν θα χορηγείται ενίσχυση στο πλαίσιο του προγράμματος αν τα ερευνητικά έργα έχουν ξεκινήσει πριν από την υποβολή της αίτησης για ενίσχυση.

    Βάσει των ανωτέρω λοιπόν, η Αρχή θεωρεί ότι οι ενισχύσεις που μπορεί να χορηγηθούν στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α εμπεριέχουν το στοιχείο της δημιουργίας κινήτρων κατά το Τμήμα 6 των κατευθυντήριων γραμμών ΕΑΚ.

    iv)   Διάρκεια

    Το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α κοινοποιήθηκε από τις νορβηγικές αρχές ως πρόγραμμα αόριστης διάρκειας. Ωστόσο, οι νορβηγικές αρχές συμφώνησαν να περιορίσουν επίσημα τη διάρκεια του προγράμματος μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2013, ημερομηνία η οποία είναι η ημερομηνία λήξης των ισχυουσών κατευθυντήριων γραμμών ΕΑΚ. Βάσει αυτού, η Αρχή θεωρεί τη διάρκεια του προγράμματος αποδεκτή.

    3.3.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΟΧ

    Όπως συμπεραίνεται από τα ανωτέρω, η Αρχή θεωρεί ότι τόσο τα έργα όσο και τα στοιχεία κόστους του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α είναι επιλέξιμα στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών ΕΑΚ. Δεδομένου ότι το πρόγραμμα περιορίζεται στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι εντάσεις των ενισχύσεων είναι σύμφωνες με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, καταδείχθηκε ότι υφίσταται το στοιχείο της δημιουργίας κινήτρων και η διάρκεια του προγράμματος περιορίστηκε σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές, η Αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α συμβιβάζεται με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

    4.   ΑΠΟΦΑΣΗ

    Βάσει της προηγηθείσας αξιολόγησης, η Αρχή θεωρεί ότι το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α συμβιβάζεται με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ υπό τους ακόλουθους όρους.

    α)

    Το πεδίο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α περιορίζεται στις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις όπως αυτές ορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις σχετικά με τις ενισχύσεις στις ΜΜΕ.

    β)

    Η συνολική ένταση ενίσχυσης για τις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις είναι 27,8 %, η οποία μπορεί να αυξηθεί σε ενδεχόμενη αύξηση του συντελεστή εταιρικού φόρου (στην οποία περίπτωση, τα εφαρμοζόμενα ανώτατα όρια είναι 45 % για την πειραματική ανάπτυξη και 70% για τη βιομηχανική έρευνα), και

    γ)

    Η διάρκεια του προγράμματος είναι μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2013, ημερομηνία κατά την οποία λήγει η ισχύς των τρεχουσών κατευθυντήριων γραμμών ΕΑΚ.

    Στις νορβηγικές αρχές υπενθυμίζεται η υποχρέωση την οποία υπέχουν να υποβάλλουν ετήσιες εκθέσεις για την εφαρμογή του προγράμματος σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 21 του μέρους II του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου σε συνδυασμό με το άρθρο 6 της απόφασης αριθ. 195/04/COL της 14ης Ιουλίου 2004.

    Οι νορβηγικές αρχές δήλωσαν ότι το ωρομίσθιο που εφαρμόζεται στο πλαίσιο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α μπορεί να προσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές εξελίξεις. Σχετικά με το θέμα αυτό, η Αρχή υπενθυμίζει στις νορβηγικές αρχές την υποχρέωσή τους, σύμφωνα με το άρθρο 1 του μέρους Ι της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, να κοινοποιούν κάθε τυχόν μεταβολή που συνιστά τροποποίηση κατά την έννοια του άρθρου 1 του μέρους ΙΙ του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου (70),

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

    Άρθρο 1

    Το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α, το οποίο οι νορβηγικές αρχές σχεδιάζουν να εφαρμόσουν, συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 ΕΟΧ, μπορεί όμως να χαρακτηριστεί ως συμβιβάσιμο με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ βάσει του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ και των κατευθυντήριων γραμμών ΕΑΚ και υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 2 κατωτέρω.

    Άρθρο 2

    Το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α περιορίζεται στις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις, όπως αυτές ορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις σε πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), και η μέγιστη συνολική ένταση ενίσχυσης είναι 27,8 %, ποσοστό το οποίο μπορεί να αυξηθεί σε ενδεχόμενη αύξηση του συντελεστή εταιρικού φόρου (στην οποία περίπτωση, τα εφαρμοζόμενα ανώτατα όρια είναι 45 % για την πειραματική ανάπτυξη και 70 % για τη βιομηχανική έρευνα). Η διάρκεια του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α είναι έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013.

    Άρθρο 3

    Οι νορβηγικές αρχές ενημερώνουν την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, για τα μέτρα που έλαβαν προκειμένου να συμμορφωθούν με αυτή.

    Άρθρο 4

    Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο της Νορβηγίας.

    Άρθρο 5

    Το κείμενο στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό.

    Βρυξέλλες, 17 Μαρτίου 2008.

    Για την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ

    Per SANDERUD

    Πρόεδρος

    Kurt JAEGER

    Μέλος του Σώματος


    (1)  Στο εξής η «Αρχή».

    (2)  Στο εξής «συμφωνία για τον ΕΟΧ».

    (3)  Στο εξής «συμφωνία περί Εποπτείας και Δικαστηρίου».

    (4)  Διαδικαστικοί και ουσιώδεις κανόνες στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων — Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή και ερμηνεία των άρθρων 61 και 62 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ και του άρθρου 1 του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, που εγκρίθηκαν και εκδόθηκαν από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ στις 19 Ιανουαρίου 1994 και δημοσιεύτηκαν στην ΕΕ L 231 της 3.9.1994, σ. 1 και το συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 32 της 3.9.1994, σ. 1. Οι κατευθυντήριες γραμμές τροποποιήθηκαν για τελευταία φορά με την απόφαση αριθ. 154/07/COL της Αρχής της 3ης Μαΐου 2007. Στο εξής «κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις».

    (5)  ΕΕ 2006 C 258 της 26.10.2006, σ. 28 και συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 53 της 26.10.2006.

    (6)  Για πληρέστερες πληροφορίες σχετικά με την αλληλογραφία, βλέπε απόφαση αριθ. 59/06/COL για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην ΕΕ C 258 της 26.10.2006, σ. 28 και συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 53 της 26.10.2006. Η πλήρης απόφαση δημοσιεύεται στον ιστότοπο της Αρχής: www.eftasurv.int

    (7)  Λεπτομέρειες σχετικά με τη δημοσίευση αναφέρονται στην υποσημείωση 6 ανωτέρω.

    (8)  Τμήμα 3.9 του St. prp. nr. 65 (2004-2005).

    (9)  Το πρόγραμμα Skattefunn Scheme εγκρίθηκε από την Αρχή με την απόφαση αριθ. 171/02/COL της 25ης Σεπτεμβρίου 2002, ενώ σχετικές τροποποιήσεις του Skattefunn Scheme εγκρίθηκαν από την Αρχή με την απόφαση αριθ. 16/03/COL της 5ης Φεβρουαρίου 2003.

    (10)  Οι όροι που χρησιμοποιούνται από τις νορβηγικές αρχές για τις αναφερόμενες εταιρικές μορφές είναι «gründerselskaper» και «enkeltpersonforetak».

    (11)  Στις 2 Ιουλίου 2006 οι νορβηγικές αρχές εξέδωσαν το βασιλικό διάταγμα αριθ. 123 για την εφαρμογή του προγράμματος αποζημίωσης: «Forskrift om kompensasjon for ulønnet arbeidsinnsats i Skattefunn-godkjente forsknings- og utviklingsprosjekter for inntektsårene 2002, 2003 og 2004». Βλέπε επίσης περιγραφή στο τμήμα 3.9 του St. prp. nr. 65 (2004-2005).

    (12)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 69/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (ΕΕ L 10 της 13.1.2001, σ. 30), ο οποίος ενσωματώθηκε ως σημείο 1 ε) του παραρτήματος XV της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

    (13)  Τμήμα 3.9 του St. prp. nr. 65 (2004-2005), Κεφάλαιο 928, σημείο 71.

    (14)  Τμήμα 10.1.1.2 του Innst. S. nr. 240 (2004-2005), Κεφάλαιο 928, σημείο 71.

    (15)  Ο προϋπολογισμός εγκρίθηκε από το Κοινοβούλιο στις 17 Ιουνίου 2005. Κατά τα έτη 2006-2007, διατέθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος αποζημίωσης 35 εκατ. NOK.

    (16)  Αποτελεί εκτίμηση, η οποία δεν εμφανίζεται συνεπώς σε νομικά κείμενα.

    (17)  Lov 2005-06-17 nr 74: Lov om endringer i lov 26. mars 1999 nr. 14 om skatt av formue og inntekt (skatteloven). Η πρόταση της κυβέρνησης προς το Κοινοβούλιο εμφανίζεται στο τμήμα 14.1 του Ot. prp. nr. 92 (2004-2005) και αφορά την αρχική πρόταση του St. prp. nr. 65 (2004-2005). Η πρόταση υποστηρίχθηκε με σύσταση της επιτροπής δημοσιονομικών θεμάτων στο Κοινοβούλιο, βλέπε τμήμα 15.1 του Innst. O. nr. 125 (2004-2005).

    (18)  Το σχέδιο κατευθυντήριων γραμμών του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α αποτελεί διοικητική οδηγία, που εκδόθηκε με βάση εσωτερικούς κανονισμούς για τη διαχείριση χρηματοδοτήσεων εντός του κράτους με τίτλο «Reglement for økonomistrying i staten» και «Bestemmelser om økonomistyring i staten».

    (19)  Τμήμα 6 του μέρους III.6.A του τυποποιημένου εντύπου κοινοποίησης και τμήμα 3 των κατευθυντήριων γραμμών για το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α.

    (20)  Η κοινοποίηση διασταυρώθηκε με το πρόγραμμα Skattefunn Scheme αλλά αναφερόταν ειδικά μόνον ο τύπος έργων που περιλαμβάνονται στο σημείο ii) κατωτέρω και συνεπώς δεν ήταν σαφές κατά πόσον στο πεδίο του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α περιλαμβάνονταν ωστόσο και άλλοι τύποι έργου. Εντούτοις, με επιστολή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 12ης Μαρτίου 2008 (περιστατικό αριθ. 469276), οι νορβηγικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι ο τύπος έρευνας και ανάπτυξης που περιγράφεται στο i) παραπάνω, καλύπτεται από το πρόγραμμα.

    (21)  Τμήμα 6 του μέρους I του τυποποιημένου εντύπου κοινοποίησης και τμήμα 3 των κατευθυντήριων γραμμών για το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α. Ωστόσο, δεν καλύπτεται η ανάπτυξη συνήθων προσανατολισμένων στην αγορά προϊόντων που δεν έχει τον χαρακτήρα έρευνας, π.χ. σχέδια που έχουν συνεχιζόμενο χαρακτήρα ή περιλαμβάνουν τροποποίηση μεθόδων χωρίς να απαιτείται η ανάπτυξη νέων γνώσεων ή η χρήση υφιστάμενων γνώσεων με νέους τρόπους, που είναι οργανωτικού χαρακτήρα ή συνίστανται στη συλλογή πληροφοριών, κ.λπ.

    (22)  Τμήμα 3 των κατευθυντήριων γραμμών του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α και τμήμα IX του φορολογικού νόμου για το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α.

    (23)  Τμήμα 3.9 του St. prp. nr. 65 (2004-2005), τμήμα 14.1 του Ot. prp. nr. 92 (2004-2005) και εισαγωγή στις κατευθυντήριες γραμμές για το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α. Αν και το «Innovasjon Norge» πρώην «Statens nærings- og distriktsutviklingsfond» συμμετέχει και αυτό στη διαχείριση του Skattefunn Scheme, ωστόσο ο ρόλος του είναι δευτερεύων.

    (24)  Το τμήμα 7 των κατευθυντήριων γραμμών για το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α.

    (25)  Βλέπε περαιτέρω τμήμα 2.3 «Επιλέξιμο κόστος και ένταση ενίσχυσης» κατωτέρω.

    (26)  E-mail με ημερομηνία 12 Μαρτίου 2008 από τις νορβηγικές αρχές (περιστατικό αριθ. 469275).

    (27)  Βλέπε επίσης τμήμα 3.9 του St. prp. nr. 65 (2004-2005) όπου αναφέρεται ότι το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α απευθύνεται επιχειρήσεις ενός ατόμου, εταιρίες περιορισμένης ευθύνης και άλλης μορφής εταιρίες.

    (28)  Στην περίπτωση αυτή, το κόστος του έργου κατανέμεται ανάλογα με το μερίδιο συμμετοχής.

    (29)  Επιστολή της 10ης Ιανουαρίου 2006 των νορβηγικών αρχών (περιστατικό αριθ. 356994).

    (30)  Τμήμα 8.1 του μέρους III.6.A του τυποποιημένου εντύπου κοινοποίησης.

    (31)  Βλέπε υποσημείωση 29.

    (32)  Βλέπε υποσημείωση 29.

    (33)  Βλέπε υποσημείωση 29.

    (34)  Τμήμα 6 του μέρους III.6.A του τυποποιημένου εντύπου κοινοποίησης.

    (35)  Βλέπε NOU: 2004:14 με τίτλο «Om grunnlaget for inntektsoppgjørene», το οποίο είναι έκθεση σχετικά με ανασκόπηση του υποβάθρου για την εφαρμογή μισθολογικών επιπέδων σε δημόσιες στατιστικές που εκδίδεται από φορέα που συστήνεται από την κυβέρνηση. Σύμφωνα με την έκθεση, ο μέσος ετήσιος μισθός του βιομηχανικού εργάτη (για πλήρη απασχόληση) για το 2003 ήταν 319 600 ΝΟΚ. Λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση του ετήσιου μισθού που εκτιμάται σε 4,4 % μεταξύ 2004 και 2005 (που αντιστοιχεί στην ετήσια αύξηση μισθών μεταξύ 2002 και 2003) ο μέσος ετήσιος μισθός του βιομηχανικού εργάτη για το 2005 εκτιμήθηκε σε 348 300 ΝΟΚ. Ο λόγος για την προσέγγιση αυτή ήταν ότι κατά το χρόνο της κοινοποίησης το 2005, αυτά ήταν τα βέλτιστα διαθέσιμα δεδομένα. Με σύγκριση, το NOU: 2007:3 δείχνει ότι ο μέσος ετήσιος μισθός του βιομηχανικού εργάτη για το 2006 ανήλθε σε 355 600 ΝΟΚ.

    (36)  Αν και το επίπεδο των «άλλων λειτουργικών δαπανών» υπολογίζεται λοιπόν ανά υπάλληλο και ανά ώρα, το γεγονός ότι οι δαπάνες αυτές έχουν πράγματι προκύψει επαληθεύεται μέσω τιμολογίων, όπως εξηγείται κατωτέρω.

    (37)  Η έρευνα διενεργήθηκε το 1990 με βάση έναν αριθμό εταιρειών διαφόρων μεγεθών.

    (38)  Μετά από διορθώσεις για ασθένειες, άδεια μητρότητας, κ.λπ.

    (39)  Τμήμα 3 των κατευθυντήριων γραμμών του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α. Από το τμήμα 3.9 του St. prp. nr. 65 (2004-2005) φαίνεται ότι το ανώτατο αυτό όριο είναι βασικά το 50 % του μέγιστου ορίου κόστους (σε σχέση με έργα που εκτελούνται από την ίδια την επιχείρηση) στο πλαίσιο του Skattefunn Scheme (4 εκατ. ΝΟΚ).

    (40)  Τμήμα 4 των κατευθυντήριων γραμμών του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α.

    (41)  Τμήμα 3 των κατευθυντήριων γραμμών του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α.

    (42)  Τμήμα 7 του μέρους III.6.A του τυποποιημένου εντύπου κοινοποίησης.

    (43)  Οι νορβηγικές αρχές δήλωσαν ότι λόγω του ότι το ανώτατο όριο για το επιλέξιμο κόστος μη αμειβόμενης εργασίας είναι 2 εκατ. NOK, και του ότι η ένταση ενίσχυσης είναι 20 % για τις ΜΜΕ, το ανώτατο όριο της ενίσχυσης σε απόλυτους αριθμούς θα ήταν 400 000 NOK σε ετήσια βάση. Τμήμα 3 των κατευθυντήριων γραμμών του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α και τμήμα 6 του μέρους I του τυποποιημένου εντύπου κοινοποίησης.

    (44)  Οι προηγούμενες κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της έρευνας και ανάπτυξης αντικαταστάθηκαν από νέες κατευθυντήριες γραμμές για την έρευνα και ανάπτυξη και την καινοτομία από τις 7 Φεβρουαρίου 2007. Κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας για το πρόγραμμα μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α εφαρμόζονταν οι προηγούμενες κατευθυντήριες γραμμές. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι ουσιώδεις κανόνες για την αξιολόγηση της παρούσας υπόθεσης παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό οι ίδιες, δεν σχολιάζονται περαιτέρω στα επόμενα οι επελθούσες νομοθετικές αλλαγές.

    (45)  Μετάφραση από την Αρχή.

    (46)  Πηγή: Στατιστικά στοιχεία για τους μισθούς που εκδόθηκαν το 2007 από τη νορβηγική ένωση ατόμων με πτυχίο μηχανικού ανώτερης εκπαίδευσης, «TEKNA».

    (47)  Τμήμα 3(3) των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις σε μέτρα σχετικά με την εταιρική φορολογία.

    (48)  Αν και δεν αναφέρεται ρητά, η χρηματοδότηση δινόταν επίσης ασχέτως περιοχής.

    (49)  Βλέπε υπόθεση C-241/94 Γαλλία κατά Επιτροπής [1996] Συλ. I-4551, παράγραφοι 23 και 24, υπόθεση C-200/97 Ecotrade κατά AFS [1998] Συλ. I-7907, σκέψη 40 και υπόθεση C-295/97 Piaggio κατά Ifitalia [1999] Συλ. I-3735, σκέψη 39.

    (50)  Επιστολή της 15ης Φεβρουαρίου 2008 των νορβηγικών αρχών (περιστατικό αριθ. 465311). Σύμφωνα με το σημείο 2.2 των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις σχετικά με τι ενισχύσεις στις πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), ως μικρή επιχείρηση ορίζεται επιχείρηση που απασχολεί λιγότερα από 50 άτομα και της οποίας ο ετήσιος κύκλος εργασιών και//η ο συνολικός ετήσιος ισολογισμός δεν υπερβαίνει τα 10 εκατ. ευρώ, ενώ ως πολύ μικρή επιχείρηση ορίζεται μια επιχείρηση που απασχολεί λιγότερα από 10 άτομα και της οποίας ο ετήσιος κύκλος εργασιών ή/και ο συνολικός ετήσιος ισολογισμό δεν υπερβαίνει τα 2 εκατ. ευρώ. Οι ιδιοκτησιακές δομές μπορεί να αποκλείσουν το χαρακτηρισμό μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων όπως αναφέρεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις όσον αφορά τις ενισχύσεις σε ΜΜΕ.

    (51)  Οι σχετικές στατιστικές εκδόθηκαν από το «Statistisk Sentralbyrå» και έχουν τίτλο «Utenrikshandel med varer, årsserier 2006» (πίνακας 17 «Import etter handelsområder, verdensdeler og land» για το 2001-2006 και πίνακας 18 «Eksport etter handelsområder, verdensdeler og land» για το 2001-2006). Τα στοιχεία είναι διαθέσιμα στο: http://www.ssb.no/emner/09/05/nos_utenriks/

    (52)  Τμήμα 14.3 του Ot. prp. nr. 92 (2004-2005) που αναφέρεται στο τμήμα 3.9 του St. prp. nr. 65 (2004-2005).

    (53)  Τμήμα 15.1 του Innst. O. nr. 125 (2004-2005) και τμήμα 14.3 του Ot. prp. nr. 92 (2004-2005) που αναφέρεται στο τμήμα 3.9 του St. prp. nr. 65 (2004-2005).

    (54)  Απόφαση αριθ. 226//06/COL, της 19ης Ιουλίου 2006, για το χάρτη ενισχυόμενων περιοχών και τα επίπεδα ενίσχυσης της Νορβηγίας.

    (55)  Παράγραφοι 29 και 30 του σημείου 1.4 των κατευθυντήριων γραμμών ΕΑΚ.

    (56)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 70/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. (ΕΕ L 10 της 13.1.2001, σ. 33), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 364/2004 της Επιτροπής, της 25ης Φεβρουαρίου 2004 (ΕΕ L 63 της 28.2.2004, σ. 22). Και οι δύο κανονισμοί ενσωματώθηκαν στο σημείο 1 στ) του παραρτήματος XV της συμφωνίας ΕΟΧ. Ο ορισμός που περιέχεται εκεί αντιστοιχεί στον ορισμό των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις όσον αφορά τις ενισχύσεις σε ΜΜΕ (βλέπε τμήμα 1.3 του μέρους ΙΙ του παρόντος).

    (57)  Ενίσχυση ίση με το 20 % του κόστους απαλλαγμένη φόρου αντιστοιχεί, με φορολογικό συντελεστή 28%, στο 27,8% του κόστους ακαθάριστα (28 % του 27,8 = 7,8 προς «καταβολή» ως φόρος και 20 ως ενίσχυση).

    (58)  Η δήλωση στις κατευθυντήριες γραμμές του προγράμματος μη αμειβόμενης εργασίας Ε&Α ότι οι μέγιστες εντάσεις ενίσχυσης είναι αυτές που προβλέπονται στις κατευθυντήριες γραμμές ΕΑΚ είναι ανεπαρκής.

    (59)  Αντιστοιχούν στα στοιχεία α) δαπάνες προσωπικού, ε) συμπληρωματικά γενικά έξοδα και στ) άλλες δαπάνες λειτουργίας του σημείου 5.1.4 των κατευθυντήριων γραμμών ΕΑΚ.

    (60)  Το κοινοτικό πρόγραμμα πλαίσιο για την έρευνα είναι το βασικό όργανο της Κοινότητας για τη χρηματοδότηση έρευνας στην Ευρώπη και αναφέρεται στο κοινοτικό πλαίσιο σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την έρευνα και ανάπτυξη και την καινοτομία (ΕΕ C 323 της 30.12.2006, σ. 1).

    (61)  Απόφαση αριθ. 1982/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2007-2013) (ΕΕ L 412 της 30.12.2006, σ. 1).

    (62)  Μέρος B.II.14.1(ζ) του παραρτήματος II του γενικού προτύπου συμφωνίας για ενίσχυση στο πλαίσιο του έβδομου προγράμματος πλαισίου. Το κείμενο της συμφωνίας είναι διαθέσιμο στον ιστοτόπο της ΓΔ Έρευνας: http://ec.europa.eu/research/index.cfm

    (63)  Σύμφωνα με το άρθρο II.12.3 «Μη επιλέξιμες δαπάνες», σ. 42 του «οδηγού δημοσιονομικών θεμάτων σχετικά με έμμεσες δράσεις του ΠΠ7» (που ετοιμάζεται για την ερμηνεία του προτύπου συμφωνίας στο πλαίσιο του ΠΠ7), τα άτομα αυτά μπορούν να επιλέξουν να «δηλώσουν μέσο κόστος δαπανών προσωπικού με βάση μια πιστοποιημένη μεθοδολογία εγκεκριμένη από την Επιτροπή και με βάση το εισόδημά τους (π.χ. φορολογικές δηλώσεις) σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από την εθνική νομοθεσία (συνήθως φορολογική νομοθεσία)».

    (64)  Ο ετήσιος μισθός του βιομηχανικού εργάτη ύψους 348 300 ΝΟΚ, σε σύγκριση με τον μισθό των 460 000 ΝΟΚ (ή 530 000 ΝΟΚ) του πολιτικού μηχανικού, οδηγεί σε ένα ωρομίσθιο ύψους 500 ΝΟΚ, σε σύγκριση με 772,80 ΝΟΚ (ή 890,40 ΝΟΚ) αν βασιστούμε στη μεθοδολογία. Το στοιχείο του εργασιακού κόστους αντιστοιχεί σε 232,20 ΝΟΚ για τους βιομηχανικούς εργάτες σε σύγκριση με 333,33 ή 353,33 ΝΟΚ για τους πολιτικούς μηχανικούς.

    (65)  Πράγματι, ο έλεγχος κάθε ατομικής περίπτωσης είναι παρόμοιος, αν όχι αυστηρότερος, από τον εφάπαξ έλεγχο της μεθοδολογίας.

    (66)  Το στοιχείο του λειτουργικού κόστους αντιπροσωπεύεται από 267,80 ΝΟΚ, που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του συνδυασμένου ωρομισθίου και του στοιχείου του εργασιακού κόστους: 500 ΝΟΚ – 232,20 ΝΟΚ = 267,80 ΝΟΚ.

    (67)  Απόφαση αριθ. 171/02/COL, της 25ης Σεπτεμβρίου 2002, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση αριθ. 16/03/COL της 5ης Φεβρουαρίου 2003.

    (68)  Παράγραφοι 122 έως 124 των κατευθυντήριων γραμμών ΕΑΚ.

    (69)  Πράγματι, ο περιορισμός ανά επιχείρηση είναι αυστηρότερος από τον περιορισμό ανά έργο. Επιπλέον, ακόμη κι μια επιχείρηση ελάμβανε χρηματοδότηση στο πλαίσιο του προγράμματος για το ίδιο έργο μέχρι το μέγιστο όριο σε ετήσια βάση για όλη τη διάρκεια του προγράμματος, και πάλι δεν φθάνει το όριο των 7,5 εκατ. ευρώ.

    (70)  Εκτός κι αν οι μεταβολές χαρακτηρίζονταν για κοινοποίηση στο πλαίσιο της απλουστευμένης διαδικασίας σύμφωνα με την απόφαση αριθ. 195/04/COL, της 14ης Ιουλίου 2004, για τις διατάξεις εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 27 του μέρους II του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου (ΕΕ 2006 L 139 της 25.5.2006, σ. 37).


    Top