This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62024TJ0530
Judgment of the General Court (Fourth Chamber) of 29 October 2025.#FU v European Parliament.#Civil service – Officials – Social security – Article 73 of the Staff Regulations – Accident – Rejection of the accident report – Out of time submission of the accident report – Failure to observe the period of 10 working days from the occurrence of the accident – Concept of ‘lawful reason’.#Case T-530/24.
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 29ης Οκτωβρίου 2025.
FU κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Κοινωνική ασφάλιση – Άρθρο 73 του ΚΥΚ – Ατύχημα – Απόρριψη της δήλωσης ατυχήματος – Εκπρόθεσμη δήλωση – Υπέρβαση της προθεσμίας των δέκα εργάσιμων ημερών από την επέλευση του ατυχήματος – Έννοια του “νόμιμου λόγου”.
Υπόθεση T-530/24.
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 29ης Οκτωβρίου 2025.
FU κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Κοινωνική ασφάλιση – Άρθρο 73 του ΚΥΚ – Ατύχημα – Απόρριψη της δήλωσης ατυχήματος – Εκπρόθεσμη δήλωση – Υπέρβαση της προθεσμίας των δέκα εργάσιμων ημερών από την επέλευση του ατυχήματος – Έννοια του “νόμιμου λόγου”.
Υπόθεση T-530/24.
ECLI identifier: ECLI:EU:T:2025:993
Προσωρινό κείμενο
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)
της 29ης Οκτωβρίου 2025 (*)
[Κείμενο διορθωμένο με διάταξη της 13ης Νοεμβρίου 2025]
« Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Κοινωνική ασφάλιση – Άρθρο 73 του ΚΥΚ – Ατύχημα – Απόρριψη της δήλωσης ατυχήματος – Εκπρόθεσμη δήλωση – Υπέρβαση της προθεσμίας των δέκα εργάσιμων ημερών από την επέλευση του ατυχήματος – Έννοια του “νόμιμου λόγου” »
Στην υπόθεση T‑530/24,
FU, εκπροσωπούμενη από τον S. Orlandi, δικηγόρο,
προσφεύγουσα,
κατά
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τις M. Mão Cheia Carreira και D. Boytha,
καθού,
υποστηριζόμενου από
το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τους M. Bauer και M. Alver,
και από
την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον J.-F. Brakeland και την O. Dani,
παρεμβαίνοντες,
ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),
συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους R. da Silva Passos, πρόεδρο τμήματος, N. Półtorak και T. Pynnä (εισηγήτρια), δικαστές,
γραμματέας: V. Di Bucci
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα περί καθορισμού ημερομηνίας για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός της προθεσμίας των τριών εβδομάδων από την επίδοση σε αυτούς του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιείται η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας και αποφασίζοντας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με την προσφυγή που άσκησε δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα, FU, ζητεί την ακύρωση της απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2023, με την οποία το Κοινοβούλιο απέρριψε ως εκπρόθεσμη τη δήλωση ατυχήματος που υπέβαλε η FU στις 27 Νοεμβρίου 2023 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).
Ιστορικό της διαφοράς
2 Στις 20 Αυγούστου 2023, κατά τη διάρκεια ταξιδιού της στην Ελλάδα, η προσφεύγουσα, υπάλληλος του Κοινοβουλίου, αισθάνθηκε πόνο στο δεξί γόνατο κατά την προσγείωση από άλμα.
3 Στις 21 Αυγούστου 2023, μετέβη σε ιατρό στην Ελλάδα, ο οποίος της συνέστησε, μεταξύ άλλων, να αναμείνει την υποχώρηση του οιδήματος στο γόνατο, πριν υποβληθεί σε εξέταση απεικόνισης μαγνητικού συντονισμού (ΑΜΣ).
4 Η προσφεύγουσα, επειδή επιστρέφοντας από το ταξίδι της εξακολούθησε να έχει πόνο στο γόνατο, επισκέφθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 2023 τον θεράποντα ιατρό της, ο οποίος της ζήτησε να προβεί σε ιατρικές εξετάσεις που πραγματοποιήθηκαν από άλλον ιατρό.
5 Στις 12 Οκτωβρίου 2023, η προσφεύγουσα υποβλήθηκε σε ΑΜΣ.
6 Στις 19 Οκτωβρίου 2023, βάσει των αποτελεσμάτων της ΑΜΣ, ένας ορθοπεδικός συνέστησε στην προσφεύγουσα να συμβουλευθεί χειρουργό προκειμένου να λάβει δεύτερη γνώμη και να εξετάσει το ενδεχόμενο χειρουργικής επέμβασης.
7 Στις 24 Οκτωβρίου 2023, ένας χειρουργός επιβεβαίωσε την ανάγκη χειρουργικής επέμβασης.
8 Στις 15 Νοεμβρίου 2023, ένας άλλος ειδικευμένος ιατρός συνέστησε επίσης χειρουργική επέμβαση.
9 Στις 27 Νοεμβρίου 2023, η προσφεύγουσα δήλωσε το ατύχημά της στο Κοινοβούλιο (στο εξής: δήλωση ατυχήματος). Στη δήλωση ατυχήματος, ο θεράπων ιατρός της προσφεύγουσας διευκρίνισε ότι, κατά την ημέρα της εξέτασης, δεν ήταν δυνατό να εκτιμηθεί η σοβαρότητα του τραυματισμού.
10 Στις 30 Νοεμβρίου 2023, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) ενημέρωσε την προσφεύγουσα για την απόρριψη της δήλωσης ατυχήματος που υπέβαλε, η οποία κρίθηκε εκπρόθεσμη.
11 Στις 27 Φεβρουαρίου 2024, η προσφεύγουσα υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση του Κοινοβουλίου της 12ης Ιουλίου 2024, κοινοποιηθείσα στην προσφεύγουσα αυθημερόν.
Αιτήματα των διαδίκων
12 Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
– να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·
– να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.
13 Το Κοινοβούλιο, υποστηριζόμενο από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
– να απορρίψει την προσφυγή·
– να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.
14 Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.
Σκεπτικό
15 [Όπως διορθώθηκε με διάταξη της 13ης Νοεμβρίου 2025] Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν, πρώτον, παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως καθώς και του άρθρου 15, παράγραφος 2, της κοινής ρύθμισης σχετικά με την ασφάλιση των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας (στο εξής: ρύθμιση περί ασφάλισης) και πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, δεύτερον, παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας και, τρίτον, επικουρικώς, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 15, παράγραφος 2, της ρύθμισης περί ασφάλισης.
Επί του παραδεκτού της προσφυγής
16 Χωρίς να προβάλει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου, το Κοινοβούλιο επικαλείται δύο λόγους με τους οποίους αμφισβητεί το παραδεκτό της προσφυγής.
Επί του πρώτου λόγου απαραδέκτου, ο οποίος αφορά ασάφεια του δικογράφου της προσφυγής
17 Το Κοινοβούλιο ισχυρίζεται ότι η προσφεύγουσα δεν διάρθρωσε το δικόγραφο της προσφυγής της βάσει σαφώς προσδιορισμένων λόγων ακυρώσεως, δεν ακολούθησε τη σειρά που αναφέρθηκε στην αρχή του δικογράφου της προσφυγής της και δεν ομαδοποίησε τα επιχειρήματά της υπό τίτλους που να αντιστοιχούν στους τίτλους τους οποίους φέρουν οι λόγοι ακυρώσεως. Επιπλέον, η προσφεύγουσα συνήγαγε επίσης συμπεράσματα στηριζόμενη σε λόγους που δεν αναπτύχθηκαν επαρκώς κατά νόμον, όπως η παράβαση των άρθρων 4 και 7 της ρύθμισης περί ασφάλισης, η παράβαση του καθήκοντος μέριμνας και η προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης, καθώς και η παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως.
18 Η προσφεύγουσα αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.
19 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προβλέπει ότι το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει «τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβάλλονται, καθώς και συνοπτική έκθεση των εν λόγω ισχυρισμών». Συνακόλουθα, κατά πάγια νομολογία, o δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υποχρεούται να απαντά στα προβληθέντα από διάδικο επιχειρήματα τα οποία δεν είναι αρκούντως σαφή και ακριβή, στο μέτρο που αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο καμίας άλλης ιδιαίτερης ανάπτυξης και δεν συνοδεύονται από ειδική επιχειρηματολογία που να τα τεκμηριώνει (πρβλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2024, FFPE section Conseil κατά Συμβουλίου, T‑179/23, EU:T:2024:897, σκέψη 128 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
20 Εν προκειμένω, μολονότι η προσφεύγουσα αναφέρει ότι προβάλλει τους τρεις λόγους ακυρώσεως που μνημονεύονται στη σκέψη 15 ανωτέρω, εντούτοις αληθεύει ότι το δικόγραφο της προσφυγής δεν στηρίζεται στη διαδοχική επίκληση των συγκεκριμένων λόγων ακυρώσεως και ότι οι λόγοι αυτοί δεν παρατίθενται υπό διακριτούς τίτλους. Ωστόσο, η παράθεση των επιχειρημάτων στο σώμα του δικογράφου της προσφυγής καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό, κατά τρόπο αρκούντως κατανοητό, των τριών λόγων ακυρώσεως που αναφέρει η προσφεύγουσα και των επιχειρημάτων που προβάλλει προς στήριξή τους.
21 Επιπλέον, όσον αφορά τα επιχειρήματα σχετικά με την προβαλλόμενη παράβαση των άρθρων 4 και 7 της ρύθμισης περί ασφάλισης, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι οι περιπτώσεις εκπρόθεσμης δήλωσης ατυχήματος δεν συνιστούν περίπτωση αποκλεισμού από την κάλυψη ή τις παροχές που προβλέπουν τα εν λόγω άρθρα. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, μολονότι η επιχειρηματολογία δεν στηρίζεται σε συγκεκριμένες εκτιμήσεις, φαίνεται εντούτοις να συνδέεται με την προβαλλόμενη εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 2, της ρύθμισης περί ασφάλισης, την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση του ως άνω άρθρου και πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.
22 Το ίδιο ισχύει και για την προβαλλόμενη παράβαση του καθήκοντος μέριμνας και για την προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης. Συναφώς, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η στενή ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 2, της ρύθμισης περί ασφάλισης είναι αντίθετη προς το δικαίωμα χρηστής διοίκησης, το οποίο επιβάλλει στη διοίκηση να αντιμετωπίζει δίκαια τις υποθέσεις κάθε προσώπου, καθώς και προς το καθήκον μέριμνας της διοίκησης έναντι των υπαλλήλων της, το οποίο την υποχρεώνει να προβαίνει σε ενδελεχή εξέταση όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης.
23 Τέλος, όσον αφορά την παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ΑΔΑ παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει, καθόσον δεν διευκρίνισε την έννοια του «νόμιμου λόγου» ούτε τα εφαρμοστέα στη συγκεκριμένη περίπτωση κριτήρια. Συναφώς, η επιχειρηματολογία συνδέεται στενά με εκείνη η οποία αφορά την έννοια του «νόμιμου λόγου» του άρθρου 15, παράγραφος 2, της ρύθμισης περί ασφάλισης και αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οπότε πρέπει να θεωρηθεί ότι συνδέεται με αυτόν.
24 Επομένως, ο πρώτος λόγος απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί.
Επί του δευτέρου λόγου απαραδέκτου, ο οποίος αφορά μη τήρηση του κανόνα της αντιστοιχίας
25 Το Κοινοβούλιο ισχυρίζεται ότι η προσφεύγουσα δεν συμμορφώθηκε προς τον κανόνα της αντιστοιχίας μεταξύ της διοικητικής ένστασης και του δικογράφου της προσφυγής. Με τη διοικητική ένστασή της, η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα σχετικό με την παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας, την παράβαση των άρθρων 4 και 7 της ρύθμισης περί ασφάλισης και την παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως, τις οποίες επικαλείται, ούτε και με την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 15, παράγραφος 2, της ρύθμισης περί ασφάλισης.
26 Η προσφεύγουσα αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.
27 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο κανόνας της αντιστοιχίας μεταξύ της διοικητικής ένστασης και της προσφυγής επιτάσσει, επί ποινή απαραδέκτου, ο προβαλλόμενος ενώπιον του δικαστή της Ένωσης λόγος να έχει ήδη προβληθεί στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, προκειμένου η διοίκηση να είναι σε θέση να γνωρίζει τις αιτιάσεις τις οποίες διατυπώνει ο ενδιαφερόμενος κατά της προσβαλλόμενης απόφασης. Συνεπώς, στις υπαλληλικές προσφυγές, τα αιτήματα που προβάλλονται ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης μπορούν να περιέχουν μόνον αιτιάσεις που στηρίζονται στην ίδια αιτία με εκείνη στην οποία στηρίζονται οι αιτιάσεις που προβλήθηκαν με τη διοικητική ένσταση, διευκρινιζομένου ότι οι αιτιάσεις αυτές μπορούν να αναπτυχθούν, ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, με την προβολή ισχυρισμών και επιχειρημάτων που δεν περιλαμβάνονταν κατ’ ανάγκην στη διοικητική ένσταση, αλλά συνδέονται στενά με αυτήν. Επιπροσθέτως, πρέπει να υπογραμμιστεί, αφενός, ότι, εφόσον η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία έχει άτυπο χαρακτήρα και οι ενδιαφερόμενοι ενεργούν γενικώς στο στάδιο αυτό χωρίς τη συνδρομή δικηγόρου, η διοίκηση δεν πρέπει να ερμηνεύει στενά τις διοικητικές ενστάσεις, αλλά οφείλει αντιθέτως να τις εξετάζει με ευρύτητα πνεύματος και, αφετέρου, ότι το άρθρο 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) δεν έχει ως σκοπό να δεσμεύσει, κατά τρόπο άκαμπτο και οριστικό, την ενδεχόμενη ένδικη διαδικασία (πρβλ. απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2024, WS κατά EUIPO, T‑221/23, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2024:820, σκέψεις 47 έως 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
28 Όπως διευκρινίστηκε στις σκέψεις 21 έως 23 ανωτέρω, τα επιχειρήματα που αφορούν την παράβαση των άρθρων 4 και 7 της ρύθμισης περί ασφάλισης, την παράβαση του καθήκοντος μέριμνας και την προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης, καθώς και την προβαλλόμενη παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως προβάλλονται από την προσφεύγουσα προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Ο λόγος αυτός στηρίζεται στην ίδια αιτία με εκείνη στην οποία στηρίζονται οι αιτιάσεις που προβλήθηκαν με τη διοικητική ένσταση. Όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας, η αιτίαση αυτή συνδέεται με την ίδια αιτία με εκείνη στην οποία στηρίζονται οι αιτιάσεις που προβλήθηκαν με τη διοικητική ένσταση. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα επιχειρήματα αυτά συνιστούν νέους λόγους σε σχέση με τη διοικητική ένσταση.
29 Όσον αφορά την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που προβλήθηκε στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, από τη νομολογία προκύπτει ότι, καταρχήν, η συστηματική διάρθρωση του παρεμπίπτοντος αυτού μέσου έννομης προστασίας δικαιολογεί το να κριθεί παραδεκτή η προβληθείσα το πρώτον ενώπιον του δικαστή της Ένωσης ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, κατά παρέκκλιση από τον κανόνα της αντιστοιχίας μεταξύ του δικογράφου της προσφυγής και της διοικητικής ένστασης (απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2020, RN κατά Επιτροπής, T‑442/17 RENV, EU:T:2020:618, σκέψη 60).
30 Επομένως, το γεγονός ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 15, παράγραφος 2, της ρύθμισης περί ασφάλισης προβλήθηκε το πρώτον κατά το στάδιο της προσφυγής δεν συνεπάγεται το απαράδεκτο της εν λόγω ένστασης.
31 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος απαραδέκτου που αφορά μη τήρηση του κανόνα της αντιστοιχίας.
Επί της ουσίας
Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως, παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, της ρύθμισης περί ασφάλισης καθώς και πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως
32 Αφενός, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αφετηρία της προθεσμίας εντός της οποίας πρέπει να υποβληθεί η δήλωση ατυχήματος πρέπει να καθορίζεται σε συνάρτηση με το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο ασφαλισμένος συνειδητοποιεί ότι υπήρξε θύμα ατυχήματος. Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα συνειδητοποίησε σταδιακά τη σοβαρότητα του τραυματισμού της, λόγω της ήσσονος σημασίας του ατυχήματος και της καθυστερημένης εμφάνισης των συμπτωμάτων. Επομένως, η καθυστέρηση της δήλωσης του ατυχήματος ήταν, κατά την άποψή της, ακούσια. Ο χρόνος που χρειάστηκε για να υποβάλει τη δήλωση ατυχήματος ήταν εύλογος, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν γνώριζε την προσβολή της σωματικής της ακεραιότητας μέχρι τις 15 Νοεμβρίου 2023.
33 Αφετέρου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η καθυστέρηση της δήλωσης ατυχήματος δικαιολογείται επίσης από το γεγονός ότι της ήταν αδύνατο να συμβουλευθεί ιατρό ικανό να προβεί στις απαιτούμενες διαπιστώσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της ρύθμισης περί ασφάλισης και σύμφωνα με το ίδιο το γράμμα του εντύπου δήλωσης ατυχήματος, στην εν λόγω δήλωση πρέπει να επισυνάπτεται ιατρική βεβαίωση, στην οποία να διευκρινίζεται η φύση των βλαβών και οι πιθανές συνέπειες του ατυχήματος.
34 Το Κοινοβούλιο, υποστηριζόμενο από το Συμβούλιο και την Επιτροπή, αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.
35 Η ρύθμιση περί ασφάλισης θεσπίστηκε από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης βάσει του άρθρου 73, παράγραφος 1, του ΚΥΚ.
36 Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της ρύθμισης περί ασφάλισης ορίζει το «ατύχημα» ως «κάθε αιφνίδιο γεγονός το οποίο έχει προσβάλει τη σωματική ή ψυχική ακεραιότητα του ασφαλισμένου και του οποίου το αίτιο ή ένα από τα αίτια είναι εξωγενές σε σχέση με τον οργανισμό του θύματος».
37 Επιπλέον, το άρθρο 15, παράγραφος 1, της ρύθμισης περί ασφάλισης, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δήλωση ατυχήματος», προβλέπει ότι «[ο] ασφαλισμένος που έχει πέσει θύμα ατυχήματος ή οι εξ αυτού έλκοντες δικαιώματα υποχρεούνται να δηλώσουν το ατύχημα στη διοίκηση του οργάνου στο οποίο υπάγεται ο ασφαλισμένος». Η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου προβλέπει τα εξής:
«Η δήλωση πρέπει να υποβληθεί εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία του ατυχήματος. Εντούτοις, είναι δυνατή η υπέρβαση της προθεσμίας αυτής σε περίπτωση ανωτέρας βίας ή ένεκα οποιουδήποτε άλλου νόμιμου λόγου, υπό τον όρο ότι ο ασφαλισμένος αποδεικνύει την επέλευση του ατυχήματος και τεκμηριώνει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του ατυχήματος αυτού και των βλαβών που έχουν προκληθεί στη σωματική και ψυχική του ακεραιότητα.»
38 Από το άρθρο 15, παράγραφος 2, της ρύθμισης περί ασφάλισης προκύπτει ότι η προθεσμία των δέκα εργασίμων ημερών εντός της οποίας πρέπει να υποβληθεί η δήλωση ξεκινά από την ημερομηνία επέλευσης του ατυχήματος και όχι από την ημερομηνία κατά την οποία ο ασφαλισμένος συνειδητοποιεί το ατύχημα. Επιπλέον, το άρθρο 15, παράγραφος 2, της ρύθμισης περί ασφάλισης προβλέπει ότι ο ασφαλισμένος μπορεί να υπερβεί την προθεσμία των δέκα ημερών για την υποβολή της δήλωσής του σε περίπτωση ανωτέρας βίας ή για οποιονδήποτε άλλο νόμιμο λόγο, υπό τον όρο ότι αποδεικνύει την επέλευση του ατυχήματος και τεκμηριώνει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του ατυχήματος και των βλαβών που έχουν προκληθεί στη σωματική και ψυχική ακεραιότητά του.
39 Η έννοια του «νόμιμου λόγου» για εκπρόθεσμη δήλωση ατυχήματος δεν ορίζεται στη ρύθμιση περί ασφάλισης ή στη νομολογία. Κατά την εφαρμογή της έννοιας αυτής θα πρέπει να ακολουθείται αυστηρή προσέγγιση για δύο λόγους: αφενός, διότι πρόκειται για εξαίρεση από πάγια υποχρέωση υποβολής της δήλωσης ατυχήματος εντός προθεσμίας δέκα εργασίμων ημερών και, αφετέρου, διότι πρόκειται για έννοια σχετική με διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που παρέχουν δικαίωμα λήψης χρηματικών παροχών (πρβλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2023, OP κατά Κοινοβουλίου, T‑143/22, EU:T:2023:313, σκέψη 99 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατά τη νομολογία σχετικά με αίτηση μεταφοράς κεκτημένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, ο υπάλληλος, προκειμένου να δικαιολογήσει τη μη τήρηση της προθεσμίας σε περίπτωση μη δυνάμενη να θεωρηθεί ως περίπτωση ανωτέρας βίας, πρέπει να αποδείξει ότι βρέθηκε αντιμέτωπος με μια εξαιρετική κατάσταση οφειλόμενη σε λόγους για τους οποίους ο ίδιος δεν ευθύνεται. Οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για να αποδειχθεί μια τέτοια κατάσταση είναι λιγότερο αυστηρές από εκείνες που απαιτούνται για να αποδειχθεί περίπτωση ανωτέρας βίας και ο ενδιαφερόμενος οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη ή την επέλευση εξωτερικών γεγονότων που τον εμποδίζουν να τηρήσει μια υποχρέωση, ενώ, για να αποδείξει την ύπαρξη ανωτέρας βίας, πρέπει να αποδείξει όχι μόνον την επέλευση ασυνήθιστων γεγονότων ξένων προς τη βούλησή του, αλλά επίσης και ότι επέδειξε επιμελή συμπεριφορά για να προφυλαχθεί από τις συνέπειες των εν λόγω γεγονότων (πρβλ. απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2024, CF κατά Επιτροπής, T‑51/24, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2024:686, σκέψη 77).
40 Συναφώς, ο όρος «νόμιμος λόγος» πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο ασφαλισμένος υποχρεούται να αποδείξει ότι βρέθηκε αντιμέτωπος με μια εξαιρετική κατάσταση οφειλόμενη σε αιτίες για τις οποίες ο ίδιος δεν ευθύνεται και οι οποίες σχετίζονται με την αδυναμία του να υποβάλει δήλωση ατυχήματος εντός δέκα εργάσιμων ημερών από το ατύχημα.
41 Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημά της περί πλημμελούς αιτιολογίας, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διευκρινίζει την έννοια του «νόμιμου λόγου» και τα εφαρμοστέα κριτήρια. Εντούτοις, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η δήλωση ατυχήματος απορρίφθηκε λόγω εκπρόθεσμης υποβολής και ότι η προθεσμία για τη δήλωση ατυχήματος συναρτάται με την ημέρα του ατυχήματος και όχι με την ημέρα κατά την οποία ο ασφαλισμένος αισθάνθηκε επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του ούτε με την ημέρα κατά την οποία πραγματοποιήθηκε πλήρης διάγνωση. Στην προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώνεται επίσης ότι η προσφεύγουσα συνειδητοποίησε το ατύχημα αυθημερόν και ότι δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο για περίπτωση ανωτέρας βίας ή για νόμιμο λόγο που θα την εμπόδιζαν να υποβάλει τη δήλωση ατυχήματος εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση εξηγεί σαφώς και χωρίς αμφισημία γιατί οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας δεν συνιστούν νόμιμο λόγο που να δικαιολογεί την καθυστέρηση υποβολής της δήλωσης ατυχήματος, παρεχομένης έτσι της δυνατότητας στην μεν προσφεύγουσα να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους ελήφθη η προσβαλλόμενη απόφαση, στο δε Γενικό Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα της απόφασης αυτής. Ως εκ τούτου, το Κοινοβούλιο δεν παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που κατοχυρώνεται στο άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2017, Icap κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑180/15, EU:T:2017:795, σκέψη 287 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
42 Δεύτερον, υπό το πρίσμα της σκέψης 40 ανωτέρω, η προσφεύγουσα εσφαλμένως θεωρεί ότι η απλή προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων για το ατύχημα αρκεί για να δικαιολογήσει την καθυστέρηση της δήλωσης ατυχήματος. Εκ των ανωτέρω προκύπτει επίσης ότι, ελλείψει δικαιολόγησης της καθυστέρησης από περίπτωση ανωτέρας βίας ή άλλο νόμιμο λόγο, η εκπρόθεσμη δήλωση ατυχήματος συνεπάγεται την άρνηση κάλυψης του ατυχήματος. Εντούτοις, όπως διευκρινίζουν το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή, ο ασφαλισμένος, έστω και αν δεν μπορεί, ελλείψει απόδειξης περίπτωσης ανωτέρας βίας ή οποιουδήποτε άλλου νόμιμου λόγου, να τύχει της συμπληρωματικής ασφαλιστικής κάλυψης για ατυχήματα, εξακολουθεί να έχει δικαίωμα επιστροφής των ιατρικών του εξόδων από το κοινό σύστημα υγειονομικής ασφάλισης.
43 Εν προκειμένω, όσον αφορά το ζήτημα αν η καθυστέρηση της δήλωσης του ατυχήματος μπορούσε να δικαιολογηθεί από νόμιμους λόγους, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα περιέγραψε, με τη δήλωση ατυχήματος, τα συμπτώματα, ήτοι το οίδημα στο γόνατο και τη δυσχέρεια βάδισης, τα οποία μπόρεσε να διαπιστώσει ήδη από την επομένη του ατυχήματος. Εξήγησε ότι ο ιατρός τον οποίο επισκέφθηκε στο ιατρικό κέντρο την ημέρα εκείνη της συνέστησε να υποβληθεί σε ΑΜΣ κατά την επιστροφή της από το ταξίδι. Ισχυρίζεται ότι οι πόνοι εξακολουθούσαν να υφίστανται κατά την επιστροφή της. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορούσε να αγνοεί, πριν από τη λήξη της προθεσμίας των δέκα εργασίμων ημερών από την ημερομηνία του ατυχήματος, ότι είχε υποστεί ατύχημα κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της ρύθμισης περί ασφάλισης. Επομένως, δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι συνειδητοποίησε καθυστερημένα τη σοβαρότητα των τραυματισμών της προκειμένου να αποδείξει ότι η καθυστέρηση της δήλωσης ατυχήματος δικαιολογούνταν από νόμιμο λόγο.
44 Επιπροσθέτως, από το έντυπο της δήλωσης ατυχήματος προκύπτει βεβαίως ότι η δήλωση πρέπει να συνοδεύεται από γνωμάτευση ιατρού. Εντούτοις, ουδόλως απαιτείται να έχει γίνει πλήρης διάγνωση για να είναι δυνατή η δήλωση ατυχήματος. Ειδικότερα, το άρθρο 15, παράγραφος 1, της ρύθμισης περί ασφάλισης προβλέπει μόνον ιατρική βεβαίωση «όπου διευκρινίζονται η φύση των βλαβών και οι πιθανές συνέπειες του ατυχήματος». Εν προκειμένω, από τη δήλωση ατυχήματος προκύπτει ότι, εντός της προθεσμίας των δέκα ημερών που προβλέπει το άρθρο 15, παράγραφος 1, της ρύθμισης περί ασφάλισης, η προσφεύγουσα μετέβη σε ιατρικό κέντρο, ενώ η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι ο ιατρός τον οποίο συμβουλεύθηκε αρνήθηκε να της χορηγήσει ιατρική βεβαίωση.
45 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την ύπαρξη περίπτωσης ανωτέρας βίας ή νόμιμου λόγου που να την εμπόδισαν να τηρήσει την προθεσμία των δέκα εργασίμων ημερών κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, της ρύθμισης περί ασφάλισης. Το Κοινοβούλιο, καθόσον θεώρησε ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε νόμιμο λόγο που να δικαιολογεί την καθυστέρηση υποβολής της δήλωσης ατυχήματος, δεν υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως ούτε προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 15 της ρύθμισης περί ασφάλισης. Ως προς το ζήτημα αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ενέχει σφάλμα.
46 Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από τα συμπληρωματικά επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα.
47 Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι περιπτώσεις εκπρόθεσμης δήλωσης ατυχήματος δεν συνιστούν περίπτωση αποκλεισμού από την κάλυψη ή από τις παροχές κατά τα άρθρα 4 και 7 της ρύθμισης περί ασφάλισης. Συναφώς, παρατηρείται ότι τα άρθρα 4 και 7 της ρύθμισης περί ασφάλισης καθορίζουν ουσιαστικές προϋποθέσεις για την αποδοχή δήλωσης ατυχήματος οι οποίες είναι ανεξάρτητες από την προθεσμία του άρθρου 15, παράγραφος 2, της ρύθμισης περί ασφάλισης.
48 Επιπλέον, κατά την προσφεύγουσα, η ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 2, της ρύθμισης περί ασφάλισης που διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη προς το δικαίωμα χρηστής διοίκησης, το οποίο επιβάλλει στη διοίκηση να αντιμετωπίζει δίκαια τις υποθέσεις κάθε προσώπου, καθώς και προς το καθήκον μέριμνας της διοίκησης έναντι των υπαλλήλων της, το οποίο την υποχρεώνει να προβαίνει σε ενδελεχή εξέταση όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 41 ανωτέρω, η ΑΔΑ προέβη σε εμπεριστατωμένη εξέταση των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως και, ελλείψει άλλης εξήγησης εκ μέρους της προσφεύγουσας, δεν αποδείχθηκε ότι η ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 2, της ρύθμισης περί ασφάλισης ήταν αντίθετη προς την αρχή της χρηστής διοίκησης και προς το καθήκον μέριμνας.
49 Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.
Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας
50 Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας.
51 Το Κοινοβούλιο, υποστηριζόμενο από το Συμβούλιο, φρονεί ότι ο δεύτερος λόγος είναι απαράδεκτος.
52 Συναφώς, προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται απλώς, χωρίς άλλη εξήγηση, αφενός, ότι το Κοινοβούλιο εφάρμοσε αυθαίρετα το κριτήριο του «νόμιμου λόγου» του άρθρου 15, παράγραφος 2, της ρύθμισης περί ασφάλισης και, αφετέρου, ότι η απόρριψη της δήλωσης ατυχήματος που η ίδια υπέβαλε παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι η υπέρβαση της προθεσμίας δεν οφείλεται σε αμέλεια.
53 Ως εκ τούτου, στο μέτρο που η προσφεύγουσα δεν αναπτύσσει την επιχειρηματολογία της, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 19 ανωτέρω.
Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 15 της ρύθμισης περί ασφάλισης.
54 Επικουρικώς, η προσφεύγουσα προβάλλει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 15, παράγραφος 2, της ρύθμισης περί ασφάλισης. Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, αν το άρθρο αυτό ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει αυστηρώς προθεσμία δέκα εργασίμων ημερών για τη δήλωση του ατυχήματος, η διάταξη αυτή πρέπει να κηρυχθεί παράνομη λόγω αδικαιολόγητης και δυσανάλογης προσβολής του παρεχόμενου από τον ΚΥΚ δικαιώματος κάλυψης έναντι του κινδύνου ατυχήματος, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 73 του ΚΥΚ. Η διατύπωση της διατάξεως αυτής αποκλείει τη στενή ερμηνεία όσον αφορά τους λόγους που μπορούν να ληφθούν υπόψη για την εξέταση του δικαιολογημένου χαρακτήρα της υπέρβασης της προθεσμίας δήλωσης. Η ρήτρα, όπως ερμηνεύεται από την ΑΔΑ, ισοδυναμεί με καταχρηστική ρήτρα συνεπαγόμενη ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων των ασφαλισμένων και των δικαιωμάτων του ασφαλιστή και προσβάλλει το δικαίωμα κοινωνικής ασφάλισης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 73 του ΚΥΚ.
55 Το Κοινοβούλιο, υποστηριζόμενο από το Συμβούλιο και την Επιτροπή, αντικρούει την ανωτέρω επιχειρηματολογία.
56 Η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που προβάλλει η προσφεύγουσα αφορά τη μη εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 2, της ρύθμισης περί ασφάλισης λόγω αντίθεσής του προς το άρθρο 73 του ΚΥΚ, καθόσον το άρθρο 15, παράγραφος 2, προβλέπει ότι η δήλωση ατυχήματος πρέπει να υποβάλλεται εντός προθεσμίας δέκα εργασίμων ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία συνέβη το ατύχημα.
57 Συναφώς, κατ’ αρχάς, από το άρθρο 73, παράγραφος 1, του ΚΥΚ προκύπτει σαφώς ότι ο υπάλληλος καλύπτεται κατά των κινδύνων ατυχήματος «[σ]ύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται βάσει ρυθμίσεως που θεσπίζεται με κοινή συμφωνία των αρμόδιων για τους διορισμούς αρχών των θεσμικών οργάνων της Ένωσης». Το άρθρο αυτό χρησίμευσε ως νομική βάση για τη θέσπιση της ρύθμισης περί ασφάλισης και ο καθορισμός των προϋποθέσεων επιστροφής των εξόδων που πραγματοποιήθηκαν εμπίπτει, επομένως, στην αρμοδιότητα που απονέμει το άρθρο 73 του ΚΥΚ στα θεσμικά όργανα.
58 Περαιτέρω, η προθεσμία που προβλέπει το άρθρο 15, παράγραφος 2, της ρύθμισης περί ασφάλισης επιδέχεται εξαιρέσεις, ήτοι τις περιπτώσεις ανωτέρας βίας και τη συνδρομή νομίμων λόγων.
59 Επιπροσθέτως, όπως υποστηρίζουν το Κοινοβούλιο, η Επιτροπή και το Συμβούλιο, η θέσπιση χρονικής προϋπόθεσης για την υποβολή δήλωσης ατυχήματος συνιστά αναγκαίο μέτρο για την πρόληψη της κατάχρησης δικαιώματος και της απάτης. Ειδικότερα, σκοπός της εν λόγω προϋπόθεσης είναι να παράσχει στα θεσμικά όργανα τη δυνατότητα να εξακριβώσουν, με επαρκή βεβαιότητα, το υποστατό του δηλωθέντος ατυχήματος καθώς και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του ατυχήματος και των βλαβών.
60 Τέλος, στο μέτρο που οι ασφαλισμένοι μπορούν να επισυνάψουν πιστοποιητικό πρώτης ιατρικής γνωμάτευσης στη δήλωση ατυχήματος, η οποία μπορεί να συμπληρωθεί στη συνέχεια, η προθεσμία των δέκα ημερών δεν είναι παράλογη.
61 Επομένως, η προθεσμία που τάσσει το άρθρο 15, παράγραφος 2, της ρύθμισης περί ασφάλισης και εντός της οποίας, πλην περίπτωσης ανωτέρας βίας ή νόμιμου λόγου, πρέπει να δηλωθεί το ατύχημα προκειμένου να αποδοθούν στον ασφαλισμένο τα έξοδα στα οποία προέβη δεν μπορεί να είναι αντίθετη προς το άρθρο 73, παράγραφος 1, του ΚΥΚ.
62 Κατά συνέπεια, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και, ως εκ τούτου, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
Επί των δικαστικών εξόδων
63 Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα δικαστικά έξοδα του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του τελευταίου.
64 Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Επομένως, το Συμβούλιο και η Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)
αποφασίζει:
1) Απορρίπτει την προσφυγή.
2) Η FU φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
3) Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.
|
da Silva Passos |
Półtorak |
Pynnä |
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 29 Οκτωβρίου 2025.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.