Dit document is overgenomen van EUR-Lex
Document 62024TJ0354
Judgment of the General Court (Sixth Chamber) of 24 September 2025.#Mowi Poland S.A. v European Commission.#Public health – Specific hygiene rules for food of animal origin – Regulation (EC) No 853/2004 – Point 3(e) of the Annex to Delegated Regulation (EU) 2024/1141 – Action for annulment – Locus standi – Interest in bringing proceedings – Admissibility – Concept of ‘frozen product’ – Lack of consultation with EFSA – Article 13 of Regulation No 853/2004.#Case T-354/24.
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 24ης Σεπτεμβρίου 2025.
Mowi Poland S.A. κατά Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Δημόσια υγεία – Ειδικοί κανόνες υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης – Κανονισμός (ΕΚ) 853/2004 – Σημείο 3, στοιχείο εʹ, του παραρτήματος του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2024/1141 – Προσφυγή ακυρώσεως – Ενεργητική νομιμοποίηση – Έννομο συμφέρον – Παραδεκτό – Έννοια του “κατεψυγμένου προϊόντος” – Παράλειψη διαβουλεύσεως με την EFSA – Άρθρο 13 του κανονισμού 853/2004.
Υπόθεση T-354/24.
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 24ης Σεπτεμβρίου 2025.
Mowi Poland S.A. κατά Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Δημόσια υγεία – Ειδικοί κανόνες υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης – Κανονισμός (ΕΚ) 853/2004 – Σημείο 3, στοιχείο εʹ, του παραρτήματος του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2024/1141 – Προσφυγή ακυρώσεως – Ενεργητική νομιμοποίηση – Έννομο συμφέρον – Παραδεκτό – Έννοια του “κατεψυγμένου προϊόντος” – Παράλειψη διαβουλεύσεως με την EFSA – Άρθρο 13 του κανονισμού 853/2004.
Υπόθεση T-354/24.
ECLI-code: ECLI:EU:T:2025:913
Προσωρινό κείμενο
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)
της 24ης Σεπτεμβρίου 2025 (*)
« Δημόσια υγεία – Ειδικοί κανόνες υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης – Κανονισμός (ΕΚ) 853/2004 – Σημείο 3, στοιχείο εʹ, του παραρτήματος του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2024/1141 – Προσφυγή ακυρώσεως – Ενεργητική νομιμοποίηση – Έννομο συμφέρον – Παραδεκτό – Έννοια του “κατεψυγμένου προϊόντος” – Παράλειψη διαβουλεύσεως με την EFSA – Άρθρο 13 του κανονισμού 853/2004 »
Στην υπόθεση T‑354/24,
Mowi Poland S.A., με έδρα την Ustka (Πολωνία), εκπροσωπούμενη από τον Z. Kiedacz και την K. Puchalska, δικηγόρους,
προσφεύγουσα,
κατά
Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τη M. Owsiany-Hornung,
καθής,
υποστηριζόμενης από τη
Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον B. Fodda, καθώς και από τις B. Travard και P. Chansou,
παρεμβαίνουσα,
ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),
συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους M. J. Costeira (εισηγήτρια), πρόεδρο, U. Öberg και P. Zilgalvis, δικαστές,
γραμματέας: V. Di Bucci
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτηση για τον καθορισμό ημερομηνίας διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός τριών εβδομάδων από την επίδοση του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιήθηκε η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας και αποφασίζοντας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να κρίνει επί της προσφυγής χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με την ασκηθείσα βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ προσφυγή, η προσφεύγουσα Mowi Poland S.A. ζητεί, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση του σημείου 3, στοιχείο εʹ, του παραρτήματος του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2024/1141 της Επιτροπής, της 14ης Δεκεμβρίου 2023, για την τροποποίηση των παραρτημάτων II και III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις ειδικές απαιτήσεις υγιεινής για ορισμένα κρέατα, αλιευτικά προϊόντα, γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά (ΕΕ L, 2024/1141, στο εξής: προσβαλλόμενη διάταξη).
Ιστορικό της διαφοράς
2 Η προσφεύγουσα είναι εταιρία πολωνικού δικαίου, ειδικευμένη, μεταξύ άλλων, στη μεταποίηση καπνιστού σολομού.
3 Για τον τεμαχισμό του καπνιστού σολομού, η προσφεύγουσα χρησιμοποιεί την τεχνική της «σκλήρυνσης», η οποία συνίσταται στην κοπή των φιλέτων καπνιστού σολομού κατόπιν μείωσης της αρχικής θερμοκρασίας τους σε επίπεδο που κυμαίνεται μεταξύ – 7 °C και – 14 °C.
4 Στις 14 Δεκεμβρίου 2023 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2024/1141, ο οποίος περιλαμβάνει την προσβαλλόμενη διάταξη. Με τη συγκεκριμένη διάταξη προστίθεται στο τμήμα VIII, κεφάλαιο VII, του παραρτήματος III του κανονισμού (ΕΚ) 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών κανόνων υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (ΕΕ 2004, L 139, σ. 55), το ακόλουθο σημείο:
«4) Όταν τα νωπά αλιευτικά προϊόντα, τα αποψυγμένα αμεταποίητα αλιευτικά προϊόντα ή τα μεταποιημένα αλιευτικά προϊόντα πρέπει να διατηρούνται σε θερμοκρασία χαμηλότερη από τη θερμοκρασία τήξης του πάγου, ώστε να επιτρέπεται η χρήση μηχανών που τεμαχίζουν ή κόβουν αλιευτικά προϊόντα, μπορούν να διατηρούνται στην απαιτούμενη από τεχνολογική άποψη θερμοκρασία για όσο το δυνατόν μικρότερο χρονικό διάστημα και, σε κάθε περίπτωση, για διάστημα που δεν υπερβαίνει τις 96 ώρες. Δεν επιτρέπεται η αποθήκευση και η μεταφορά σε αυτή τη θερμοκρασία.
Όταν τα κατεψυγμένα αλιευτικά προϊόντα πρέπει να διατηρούνται σε θερμοκρασία υψηλότερη από – 18 °C, ώστε να επιτρέπεται η χρήση μηχανών που τεμαχίζουν ή κόβουν αλιευτικά προϊόντα, μπορούν να διατηρούνται στην απαιτούμενη από τεχνολογική άποψη θερμοκρασία για όσο το δυνατόν μικρότερο χρονικό διάστημα και, σε κάθε περίπτωση, για διάστημα που δεν υπερβαίνει τις 96 ώρες. Δεν επιτρέπεται η αποθήκευση και η μεταφορά σε αυτή τη θερμοκρασία.»
Αιτήματα των διαδίκων
5 Η προσφεύγουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:
– να ακυρώσει την προσβαλλόμενη διάταξη·
– να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.
6 Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
– να απορρίψει την προσφυγή·
– να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.
7 Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.
Σκεπτικό
Προκαταρκτικές εκτιμήσεις επί των εφαρμοστέων στα αλιευτικά προϊόντα κανόνων υγιεινής
8 Η υγειονομική ασφάλεια των τροφίμων διέπεται από σύνολο κανονισμών που αποσκοπούν στην εναρμόνιση των υγειονομικών κανόνων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.
9 Ειδικότερα, ο κανονισμός (ΕΚ) 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (ΕΕ 2002, L 31, σ. 1), θεσπίζει, σύμφωνα με το άρθρο του 1, παράγραφος 2, τις γενικές αρχές που διέπουν εν γένει τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές.
10 Με τον κανονισμό (ΕΚ) 852/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την υγιεινή των τροφίμων (ΕΕ 2004, L 139, σ. 1), θεσπίζονται, βάσει του άρθρου του 1, παράγραφος 1, οι γενικοί κανόνες όσον αφορά την υγιεινή των τροφίμων.
11 Ο κανονισμός 853/2004 προβλέπει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου του 1, παράγραφος 1, ειδικούς κανόνες όσον αφορά την υγιεινή των τροφίμων ζωικής προέλευσης.
12 Ως προς τους ως άνω κανόνες, από το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 853/2004 προκύπτει ότι οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων οφείλουν να τηρούν τις σχετικές διατάξεις των παραρτημάτων II και III του εν λόγω κανονισμού.
13 Το παράρτημα III του κανονισμού 853/2004 προβλέπει ειδικές απαιτήσεις όσον αφορά διάφορους τομείς τροφίμων. Ο τομέας των αλιευτικών προϊόντων διέπεται από το τμήμα VIII του συγκεκριμένου παραρτήματος.
14 Πριν από τη θέσπιση της προσβαλλομένης διατάξεως, το τμήμα VIII, κεφάλαιο VII, του παραρτήματος III του κανονισμού 853/2004, σχετικά με την αποθήκευση των αλιευτικών προϊόντων, προέβλεπε τα ακόλουθα:
«Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων που αποθηκεύουν αλιευτικά προϊόντα εξασφαλίζουν την τήρηση των ακόλουθων απαιτήσεων:
1) τα νωπά αλιευτικά προϊόντα, τα αποψυγμένα αμεταποίητα αλιευτικά προϊόντα, καθώς και τα βρασμένα και διατηρημένα με απλή ψύξη προϊόντα καρκινοειδών και μαλακίων, πρέπει να διατηρούνται σε θερμοκρασία παραπλήσια του σημείου τήξης του πάγου·
2) [τ]α κατεψυγμένα αλιευτικά προϊόντα πρέπει να διατηρούνται σε θερμοκρασία που δεν υπερβαίνει τους – 18 °C σε όλα τα σημεία του προϊόντος. Ωστόσο, τα ολόκληρα κατεψυγμένα αρχικά σε άλμη ψάρια που προορίζονται για την παρασκευή κονσερβών μπορούν να διατηρούνται σε θερμοκρασία που δεν υπερβαίνει τους – 9 °C·
[...]».
15 Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 4 ανωτέρω, η προσβαλλόμενη διάταξη τροποποίησε το συγκεκριμένο κεφάλαιο, διά της προσθήκης του ακόλουθου σημείου:
«4) Όταν τα νωπά αλιευτικά προϊόντα, τα αποψυγμένα αμεταποίητα αλιευτικά προϊόντα ή τα μεταποιημένα αλιευτικά προϊόντα πρέπει να διατηρούνται σε θερμοκρασία χαμηλότερη από τη θερμοκρασία τήξης του πάγου, ώστε να επιτρέπεται η χρήση μηχανών που τεμαχίζουν ή κόβουν αλιευτικά προϊόντα, μπορούν να διατηρούνται στην απαιτούμενη από τεχνολογική άποψη θερμοκρασία για όσο το δυνατόν μικρότερο χρονικό διάστημα και, σε κάθε περίπτωση, για διάστημα που δεν υπερβαίνει τις 96 ώρες. Δεν επιτρέπεται η αποθήκευση και η μεταφορά σε αυτή τη θερμοκρασία.
Όταν τα κατεψυγμένα αλιευτικά προϊόντα πρέπει να διατηρούνται σε θερμοκρασία υψηλότερη από – 18 °C, ώστε να επιτρέπεται η χρήση μηχανών που τεμαχίζουν ή κόβουν αλιευτικά προϊόντα, μπορούν να διατηρούνται στην απαιτούμενη από τεχνολογική άποψη θερμοκρασία για όσο το δυνατόν μικρότερο χρονικό διάστημα και, σε κάθε περίπτωση, για διάστημα που δεν υπερβαίνει τις 96 ώρες. Δεν επιτρέπεται η αποθήκευση και η μεταφορά σε αυτή τη θερμοκρασία.»
Επί του παραδεκτού της προσφυγής
16 Χωρίς να προβάλλει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου με χωριστό δικόγραφο, βάσει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, βάλλει κατά του παραδεκτού της προσφυγής για τον λόγο, κατ’ ουσίαν, ότι η προσφεύγουσα, αφενός, στερείται ενεργητικής νομιμοποιήσεως και, αφετέρου, στερείται εννόμου συμφέροντος.
Επί της ενεργητικής νομιμοποιήσεως της προσφεύγουσας
17 Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη διάταξη δεν αφορά άμεσα την προσφεύγουσα κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Κατά την Επιτροπή, η προσβαλλόμενη διάταξη δεν μεταβάλλει τη νομική κατάσταση της προσφεύγουσας καθόσον, πριν από τη θέσπιση της διατάξεως, το δίκαιο της Ένωσης δεν επέτρεπε την αποθήκευση του καπνιστού σολομού στη θερμοκρασία που χρησιμοποιείται για τη σκλήρυνσή του. Ειδικότερα, πριν από τη θέσπιση της προσβαλλομένης διατάξεως, εφαρμογή στην περίπτωση του καπνιστού σολομού είχε το τμήμα VIII, κεφάλαιο VII, σημείο 2, του παραρτήματος III του κανονισμού 853/2004. Συγκεκριμένα, αφενός, μολονότι η έννοια της «αποθηκεύσεως» δεν ορίζεται στον κανονισμό 853/2004, πρέπει, κατά την καθής, να λαμβάνονται υπόψη «η γενικώς παραδεκτή έννοια» και εκείνη που προκύπτει από το πλαίσιο του κανονισμού 853/2004. Αφετέρου, τα προϊόντα που έχουν υποστεί διαδικασία σκλήρυνσης αποτελούν «κατεψυγμένα προϊόντα» κατά την έννοια του εν λόγω σημείου 2. Ως εκ τούτου, πριν από τη θέσπιση της προσβαλλομένης διατάξεως, η χρήση της θερμοκρασίας που απαιτείται για τη σκλήρυνση έπρεπε να γίνεται στο πλαίσιο της διαδικασίας παραγωγής και για το κατά το δυνατόν μικρότερο χρονικό διάστημα το οποίο δεν έπρεπε να υπερβαίνει τις 96 ώρες. Το γεγονός ότι οι τότε εφαρμοστέες διατάξεις δεν έκαναν μνεία της διάρκειας των 96 ωρών δεν είχε ως αποτέλεσμα να επιτρέπει στην προσφεύγουσα να χρησιμοποιεί την απαιτούμενη για τη σκλήρυνση θερμοκρασία επί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, η μνεία των 96 ωρών στην προσβαλλόμενη διάταξη δεν θίγει, κατά την καθής, τη νομική κατάσταση της προσφεύγουσας, καθόσον το συγκεκριμένο όριο ήταν «προηγουμένως ήδη γνωστό ως η μέγιστη επιτρεπόμενη διάρκεια» και μνημονευόταν σε διάφορα έγγραφα. Ως εκ τούτου, κατά την Επιτροπή, η προσβαλλόμενη διάταξη επιβεβαιώνει τη δυνατότητα χρήσεως της διαδικασίας σκλήρυνσης και απλώς καθιστά σαφέστερες και πλέον εύληπτες τις προϋφιστάμενες διατάξεις.
18 Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι νομιμοποιείται ενεργητικώς να ασκήσει προσφυγή. Υποστηρίζει ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2024/1141 συνιστά κανονιστική πράξη και ότι η προσβαλλόμενη διάταξη την αφορά άμεσα και δεν απαιτεί για την εφαρμογή της εκτελεστικά μέτρα.
19 Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το παραδεκτό προσφυγής ασκούμενης από φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατά πράξεως της οποίας δεν είναι αποδέκτης, δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, εξαρτάται από την προϋπόθεση να αναγνωρισθεί η ενεργητική νομιμοποίηση του προσώπου να ασκήσει το συγκεκριμένο ένδικο βοήθημα, η οποία υφίσταται σε δύο περιπτώσεις. Αφενός, η εν λόγω προσφυγή μπορεί να ασκηθεί υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη αφορά το οικείο πρόσωπο άμεσα και ατομικά. Αφετέρου, το πρόσωπο αυτό μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά κανονιστικής πράξεως για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα εφόσον η πράξη το αφορά άμεσα (βλ. απόφαση της 30ής Ιουνίου 2022, Danske Slagtermestre κατά Επιτροπής, C‑99/21 P, EU:C:2022:510, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
20 Ως εκ τούτου, πρέπει να εξετασθεί αν η προσφεύγουσα, όπως υποστηρίζει, δικαιολογεί την ενεργητική νομιμοποίησή της επειδή η προσβαλλόμενη διάταξη συνιστά κανονιστική πράξη της οποίας η εφαρμογή δεν απαιτεί εκτελεστικά μέτρα και η οποία την αφορά άμεσα.
21 Κατά πρώτον, διαπιστώνεται ότι, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, αφενός, ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2024/1141 δεν εκδόθηκε κατά τη νομοθετική διαδικασία. Ως εκ τούτου, δεν αποτελεί νομοθετική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 289, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Αφετέρου, ο εν λόγω κανονισμός έχει γενική ισχύ καθόσον εφαρμόζεται σε αντικειμενικώς προσδιοριζόμενες καταστάσεις και παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγορίας προσώπων που καθορίζονται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, ήτοι έναντι των υπευθύνων επιχειρήσεων τροφίμων. Κατά συνέπεια, ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2024/1141 αποτελεί κανονιστική πράξη κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτη ημιπερίοδος, ΣΛΕΕ.
22 Κατά δεύτερον, επισημαίνεται, όπως υποστήριξε και η προσφεύγουσα, ότι από το γράμμα της προσβαλλομένης διατάξεως προκύπτει ότι αυτή προβλέπει ειδικές απαιτήσεις όσον αφορά την τεχνική της σκλήρυνσης χωρίς να απαιτούνται άλλα μέτρα. Συνεπώς, δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα για την εφαρμογή της προσβαλλομένης διατάξεως έναντι της προσφεύγουσας, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτη ημιπερίοδος, ΣΛΕΕ.
23 Κατά τρίτον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η προϋπόθεση περί του ότι η απόφαση κατά της οποίας ασκείται η προσφυγή πρέπει να αφορά άμεσα το φυσικό ή νομικό πρόσωπο απαιτεί να πληρούνται σωρευτικώς δύο κριτήρια, ήτοι το αμφισβητούμενο μέτρο πρέπει, αφενός, να παράγει άμεσα αποτελέσματα έναντι της νομικής καταστάσεως του ιδιώτη και, αφετέρου, να μην καταλείπει καμία διακριτική ευχέρεια στους αποδέκτες του μέτρου οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, δεδομένου ότι αυτή έχει αμιγώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από την προσβαλλόμενη ρύθμιση, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων (αποφάσεις της 5ης Μαΐου 1998, Dreyfus κατά Επιτροπής, C‑386/96 P, EU:C:1998:193, σκέψη 43, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ente per le Ville Vesuviane και Ente per le Ville Vesuviane κατά Επιτροπής, C‑445/07 P και C‑455/07 P, EU:C:2009:529, σκέψη 45).
24 Όσον αφορά το πρώτο κριτήριο, επισημαίνεται ότι, κατά τη νομολογία, μια διάταξη παράγει άμεσα αποτελέσματα έναντι της νομικής καταστάσεως ιδιώτη εφόσον περιορίζει τα δικαιώματά του ή εφόσον του επιβάλλει υποχρεώσεις (απόφαση της 7ης Ιουλίου 2015, Federcoopesca κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑312/14, EU:T:2015:472, σκέψη 36).
25 Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί αν η προσβαλλόμενη διάταξη περιορίζει τα δικαιώματα της προσφεύγουσας ή της επιβάλλει υποχρεώσεις.
26 Επισημαίνεται συναφώς ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 15 ανωτέρω, η προσβαλλόμενη διάταξη, αφενός, προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα χρήσεως της σκλήρυνσης ως σταδίου της διαδικασίας παραγωγής, διευκρινίζοντας ότι η διατήρηση των αλιευτικών προϊόντων στην απαιτούμενη από την εν λόγω τεχνική θερμοκρασία πρέπει να περιορίζεται σε «όσο το δυνατόν μικρότερο χρονικό διάστημα και, σε κάθε περίπτωση, [σε] διάστημα που δεν υπερβαίνει τις 96 ώρες» και, αφετέρου, ορίζει ότι δεν επιτρέπεται η αποθήκευση και η μεταφορά στη συγκεκριμένη θερμοκρασία.
27 Όσον αφορά τη δυνατότητα χρήσεως της σκλήρυνσης ως σταδίου της διαδικασίας παραγωγής, παρατηρείται, όπως επισήμανε και η προσφεύγουσα, ότι πριν από τη θέσπιση της προσβαλλομένης διατάξεως, καμία διάταξη των κανονισμών 178/2002, 852/2004 ή 853/2004 δεν μνημόνευε την εν λόγω τεχνική.
28 Πράγματι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, πριν από τη θέσπιση της συγκεκριμένης διατάξεως, η σκλήρυνση περιγραφόταν στο παράρτημα III του «Ευρωπαϊκού Οδηγού Ορθής Πρακτικής για τα καπνιστά και/ή παστά και/ή μαριναρισμένα ψάρια» της European Salmon Smokers Association (ESSA, Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Παραγωγών Καπνιστού Σολομού).
29 Ο συγκεκριμένος οδηγός συνιστά ενωσιακό οδηγό ορθής πρακτικής για την υγιεινή και για την εφαρμογή των αρχών αναλύσεως κινδύνων και κρίσιμων σημείων ελέγχου (στο εξής: HACCP), κατά την έννοια του άρθρου 9 του κανονισμού 852/2004.
30 Όπως, όμως, προκύπτει από το άρθρο 7, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 852/2004, μολονότι ενθαρρύνεται η χρήση των ενωσιακών οδηγών, οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων μπορούν να χρησιμοποιούν τους οδηγούς αυτούς σε εθελοντική βάση.
31 Το αυτό ισχύει, κατ’ εφαρμογήν της ως άνω διατάξεως, και στην περίπτωση των εθνικών οδηγών ορθής πρακτικής κατά την έννοια του άρθρου 8 του κανονισμού 852/2004.
32 Επιπλέον, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, το τμήμα 14.1.13 του Κώδικα Πρακτικών για τα Ψάρια και τα Αλιευτικά Προϊόντα (Codex Alimentarius), ο οποίος καταρτίσθηκε από τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO) και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), εγκρίθηκε το 2003 και τροποποιήθηκε, εσχάτως, το 2016, περιέχει επίσης τεχνικές συμβουλές για τον τεμαχισμό του καπνιστού σολομού μέσω της τεχνικής της σκλήρυνσης, ενώ από την αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού 852/2004 προκύπτει ότι οι απαιτήσεις όσον αφορά το σύστημα HACCP θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις αρχές του Codex Alimentarius.
33 Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από το εισαγωγικό του μέρος, ο ως άνω κώδικας «παρέχει γενικού χαρακτήρα συμβουλές σχετικά με την παραγωγή, την αποθήκευση και τη μεταχείριση των ψαριών και των αλιευτικών προϊόντων επί των αλιευτικών σκαφών και στην ξηρά».
34 Ως εκ τούτου, πριν από τη θέσπιση της προσβαλλομένης διατάξεως δεν υφίστατο νομικώς δεσμευτική υποχρέωση ρυθμίζουσα τη χρήση της τεχνικής της σκλήρυνσης ως σταδίου της διαδικασίας παραγωγής.
35 Όσον αφορά τις απαιτήσεις σχετικά με την αποθήκευση, πρέπει να διακριβωθεί αν, όπως υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, πριν από τη θέσπιση της προσβαλλομένης διατάξεως, οι τότε ισχύουσες διατάξεις προέβλεπαν ήδη την απαγόρευση διατηρήσεως του καπνιστού σολομού στη θερμοκρασία που απαιτεί η διαδικασία σκλήρυνσης για χρονικό διάστημα υπερβαίνον τις 96 ώρες.
36 Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, πριν από τη θέσπιση της προσβαλλομένης διατάξεως, το τμήμα VIII του παραρτήματος III του κανονισμού 853/2004 είχε εφαρμογή στην περίπτωση του καπνιστού σολομού. Διαπιστώνεται συναφώς ότι ορθώς οι διάδικοι συμφωνούν ότι ο καπνιστός σολομός αποτελεί «μεταποιημένο αλιευτικό προϊόν» κατά την έννοια του σημείου 7.4 του παραρτήματος Ι του κανονισμού 853/2004. Όπως, όμως, επισήμανε ειδικότερα η Γαλλική Δημοκρατία, με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 853/2004 θεσπίζονται ειδικοί κανόνες που έχουν εφαρμογή στα μεταποιημένα ή μη μεταποιημένα τρόφιμα ζωικής προελεύσεως. Επιπλέον, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, το τμήμα VIII του παραρτήματος III του κανονισμού 853/2004 προβλέπει διατάξεις οι οποίες τυγχάνουν εφαρμογής στα μεταποιημένα προϊόντα. Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση του κεφαλαίου IV του εν λόγω κεφαλαίου, το οποίο προβλέπει τις απαιτήσεις που ισχύουν για ορισμένα μεταποιημένα αλιευτικά προϊόντα.
37 Μολονότι το τμήμα VIII, σημείο 1, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος III του κανονισμού 853/2004 προβλέπει ότι «[τ]ο [εν λόγω] τμήμα εφαρμόζεται σε αποψυγμένα αμεταποίητα αλιευτικά προϊόντα και νωπά αλιευτικά προϊόντα στα οποία έχουν προστεθεί πρόσθετα τροφίμων σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης», επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως επισήμανε και η Επιτροπή, η συγκεκριμένη διάταξη προστέθηκε με τον κανονισμό 558/2010 της Επιτροπής, της 24ης Ιουνίου 2010, για την τροποποίηση του παραρτήματος III του κανονισμού 853/2004 (ΕΕ 2010, L 159, σ. 18), του οποίου η αιτιολογική σκέψη 11 προβλέπει ότι «[γ]ια λόγους συνοχής της ενωσιακής νομοθεσίας, οι ίδιες απαιτήσεις που ισχύουν για τα νωπά αλιευτικά προϊόντα πρέπει να εφαρμόζονται στα εν λόγω προϊόντα». Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι στο τμήμα VIII, σημείο 1, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος III του κανονισμού 853/2004 απλώς διευκρινίζεται ότι το συγκεκριμένο τμήμα έχει επίσης εφαρμογή στα αποψυγμένα αμεταποίητα αλιευτικά προϊόντα και στα νωπά αλιευτικά προϊόντα στα οποία έχουν προστεθεί πρόσθετα τροφίμων σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης.
38 Όσον αφορά ειδικότερα τις διατάξεις για την αποθήκευση των αλιευτικών προϊόντων οι οποίες ίσχυαν πριν από τη θέσπιση της προσβαλλομένης διατάξεως, παρατηρείται ότι, πρώτον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 14 ανωτέρω, οι απαιτήσεις που προβλέπονται στο τμήμα VIII, κεφάλαιο VII, του παραρτήματος III του κανονισμού 853/2004 ισχύουν έναντι των υπευθύνων επιχειρήσεων τροφίμων οι οποίοι αποθηκεύουν αλιευτικά προϊόντα.
39 Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι ούτε ο κανονισμός 853/2004 ούτε οι κανονισμοί 178/2002 και 852/2004 στους οποίους παραπέμπει ορίζουν την έννοια της «αποθηκεύσεως». Η Επιτροπή το αναγνωρίζει, άλλωστε, στα δικόγραφά της.
40 Συνεπώς, από τις διατάξεις που ίσχυαν πριν από τη θέσπιση της προσβαλλομένης διατάξεως δεν συνάγεται το χρονικό σημείο από του οποίου ένα αλιευτικό προϊόν πρέπει να θεωρείται αποθηκευμένο.
41 Η ανωτέρω διαπίστωση επιρρωννύεται από το γεγονός ότι, στο τμήμα της αιτιολογικής εκθέσεως του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2024/1141 το οποίο αφορά το πλαίσιο της πράξεως, διευκρινίζεται ότι είναι σκόπιμο να «αποσαφηνιστούν» οι απαιτήσεις όσον αφορά «τις εργασίες ελαφράς μείωσης της θερμοκρασίας για τον τεμαχισμό νωπών ή μεταποιημένων αλιευτικών προϊόντων ή αύξησης της θερμοκρασίας των κατεψυγμένων αλιευτικών προϊόντων και [την] απαγόρευση αποθήκευσης ή μεταφοράς αλιευτικών προϊόντων σε αυτή την προσωρινά απαιτούμενη από τεχνολογική άποψη θερμοκρασία» «ώστε να αποφευχθεί κάθε ασάφεια».
42 Επιπλέον, προς αντίκρουση του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι με την προσβαλλόμενη διάταξη «διευκρινίζεται η οριοθέτηση αυτού που μπορεί να θεωρείται αναγκαίο στο πλαίσιο του παραγωγικού σταδίου της σκλήρυνσης, αφενός, και της αποθηκεύσεως, αφετέρου».
43 Η ερμηνεία της έννοιας της «αποθηκεύσεως» την οποία προτείνει η Επιτροπή υπό το πρίσμα της «γενικώς παραδεκτής έννοιας», ήτοι «η ενέργεια της διατηρήσεως ή της συντηρήσεως ενός πράγματος σε συγκεκριμένο σημείο επί ορισμένο χρονικό διάστημα, μέχρι τη μεταγενέστερη χρήση του» ή η προστασία πράγματος «από κάθε αλλοίωση, καταστροφή, εξαφάνιση, κ.λπ., διά της τοποθετήσεώς του υπό κατάλληλες συνθήκες», δεν παρέχει περαιτέρω διευκρινίσεις όσον αφορά το ζήτημα του χρονικού σημείου από του οποίου ένα αλιευτικό προϊόν πρέπει να θεωρείται αποθηκευμένο.
44 Όσον αφορά την προτεινόμενη από την Επιτροπή συστηματική ερμηνεία της εν λόγω έννοιας, συγκεκριμένα δε ότι «[η] αποθήκευση κατά την έννοια [του τμήματος VIII, κεφάλαιο VII,] σημείο 2, [του παραρτήματος III του κανονισμού 853/2004] υφίσταται όταν ένα προϊόν διατηρείται σε συγκεκριμένο σημείο εν αναμονή της μεταγενέστερης χρήσεώς του, σε αντιδιαστολή με την περίπτωση κατά την οποία τίθεται σε συγκεκριμένη κατάσταση λόγω ανάγκης συμφυούς με τη διαδικασία παραγωγής (όπως συμβαίνει στην περίπτωση της χρήσεως της τεχνικής της “σκλήρυνσης” με σκοπό τον τεμαχισμό)», και όσον αφορά το επιχείρημα ότι η σκλήρυνση, ως στάδιο παραγωγής, επιτρέπεται «μόνον στο πλαίσιο της μεταποιήσεως του σολομού και για όσο το δυνατόν μικρότερο χρονικό διάστημα», οπότε μετά την παρέλευση του διαστήματος αυτού πρόκειται για αποθήκευση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη διάταξη εισάγει χρονικό όριο 96 ωρών. Ένα τέτοιο χρονικό όριο, όμως, συνιστά υποχρέωση που επιβάλλεται στην προσφεύγουσα σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 24 ανωτέρω, ανεξαρτήτως αν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ήταν «ήδη προηγουμένως γνωστό ως η μέγιστη επιτρεπόμενη διάρκεια» και μνημονευόταν σε διάφορα έγγραφα, τα οποία, άλλωστε, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 28 έως 34 ανωτέρω, δεν έχουν δεσμευτική ισχύ.
45 Δεύτερον, επισημαίνεται ότι ορθώς οι διάδικοι συμφωνούν ότι, πριν από τη θέσπιση της προσβαλλομένης διατάξεως, ο καπνιστός σολομός, ως μεταποιημένο αλιευτικό προϊόν, δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του τμήματος VIII, κεφάλαιο VII, σημείο 1, του παραρτήματος III του κανονισμού 853/2004.
46 Όσον αφορά το τμήμα VIII, κεφάλαιο VII, σημείο 2, του παραρτήματος III του κανονισμού 853/2004, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ούτε ο κανονισμός 853/2004 ούτε οι κανονισμοί 178/2002 και 852/2004 στους οποίους παραπέμπει ο πρώτος ορίζουν την έννοια του «κατεψυγμένου προϊόντος».
47 Η προτεινόμενη από την Επιτροπή ερμηνεία της ως άνω έννοιας στηρίζεται σε ένα τεχνικού χαρακτήρα έγγραφο του FAO, στο σχετικό με τα προϊόντα που έχουν υποστεί ψύξη και τα προϊόντα που έχουν υποστεί ψύξη σε θερμοκρασία χαμηλότερη του 0 °C μέρος του «Ευρωπαϊκού Οδηγού Ορθής Πρακτικής για τα καπνιστά και/ή τα παστά και/ή τα μαριναρισμένα ψάρια» της ESSA ή, ακόμη, σε μια απεικόνιση που έχει αναρτηθεί στον ιστότοπο του Ευρωπαϊκού Κέντρου Διεθνούς Συνεργασίας Γεωπονικής Έρευνας για την Ανάπτυξη (CIRAD), και δεν τεκμηριώνεται από καμία παραπομπή στους κανονισμούς που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 46 ανωτέρω.
48 Επιπλέον, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, στο τμήμα VIII, κεφάλαιο VII, σημείο 2, του παραρτήματος III του κανονισμού 853/2004, όπως και σε άλλες διατάξεις του εν λόγω παραρτήματος, όπως είναι το τμήμα I, το οποίο αφορά το κρέας κατοικίδιων οπληφόρων, κεφάλαιο VII, σημείο 4, το τμήμα V, το οποίο αφορά τον κιμά, τα παρασκευάσματα κρέατος και το μηχανικώς διαχωρισμένο κρέας, κεφάλαιο III, σημείο 2, στοιχείο γʹ, σημείο ii, ή, ακόμη, το τμήμα VIII, το οποίο αφορά τα αλιευτικά προϊόντα, κεφάλαιο I, μέρος I, C, σημείο 1, η έννοια του «κατεψυγμένου προϊόντος» συνδέεται με θερμοκρασία που δεν βαίνει πέραν των – 18 °C.
49 Συνεπώς, από τις διατάξεις που ίσχυαν πριν από τη θέσπιση της προσβαλλομένης διατάξεως δεν προκύπτει ότι ο καπνιστός σολομός, ο οποίος διατηρείται σε θερμοκρασία που χρησιμοποιείται για τη σκλήρυνση και οποία κυμαίνεται, όσον αφορά την πρακτική που ακολουθεί η προσφεύγουσα, μεταξύ – 7 °C και – 14 °C, έπρεπε να θεωρείται «κατεψυγμένο προϊόν» κατά την έννοια του τμήματος VIII, κεφάλαιο VII, σημείο 2, του παραρτήματος III του κανονισμού 853/2004.
50 Η διαπίστωσε αυτή επιρρωννύεται από το ότι, κατά το παράρτημα III του «Ευρωπαϊκού Οδηγού Ορθής Πρακτικής για τα καπνιστά και/ή τα παστά και/ή τα μαριναρισμένα ψάρια» της ESSA, στο οποία παραπέμπει η ίδια η Επιτροπή, τα προϊόντα που έχουν υποστεί διαδικασία «σκλήρυνσης» υπάγονται στην κατηγορία των προϊόντων που ουδέποτε έχουν καταψυχθεί.
51 Ως εκ τούτου, πριν από τη θέσπιση της προσβαλλομένης διατάξεως, οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων παρασκευής καπνιστού σολομού που έχει υποστεί «σκλήρυνση» ήταν υποχρεωμένοι να τηρούν τις απαιτήσεις του κεφαλαίου IX, σημείο 5, του παραρτήματος II του κανονισμού 852/2004, το οποίο μνημονεύει η Επιτροπή στα δικόγραφά της και κατά το οποίο:
«Οι πρώτες ύλες, τα συστατικά, τα ενδιάμεσα προϊόντα και τα τελικά προϊόντα, τα οποία ενδέχεται να προσφέρονται για την ανάπτυξη παθογόνων μικροοργανισμών ή το σχηματισμό τοξινών, πρέπει να διατηρούνται σε θερμοκρασία που δεν συνεπάγεται κίνδυνο για την υγεία. Η ψυκτική αλυσίδα δεν πρέπει να διακόπτεται. Εντούτοις, επιτρέπεται η παραμονή τροφίμων εκτός χώρων ελεγχόμενης θερμοκρασίας επί περιορισμένο χρονικό διάστημα, όταν αυτό επιβάλλεται για πρακτικούς λόγους χειρισμού, κατά την παρασκευή, τη μεταφορά, την αποθήκευση, την έκθεση και το σερβίρισμα των τροφίμων, υπό τον όρον ότι αυτό δεν συνεπάγεται κίνδυνο για την υγεία. Οι επιχειρήσεις τροφίμων που παρασκευάζουν, διακινούν και συσκευάζουν σε πρώτη συσκευασία μεταποιημένα τρόφιμα πρέπει να διαθέτουν κατάλληλες ευρύχωρες αίθουσες για την αποθήκευση των πρώτων υλών χωριστά από τις πρώτες ύλες και τα μεταποιημένα προϊόντα, και να διαθέτουν κατάλληλο ψυχόμενο χώρο αποθήκευσης.»
52 Διαπιστώνεται ότι η ως άνω διάταξη μνημονεύει τη δυνατότητα να παραμένουν τα προϊόντα εκτός χώρων ελεγχόμενης θερμοκρασίας στην οποία δεν υφίσταται υγειονομικός κίνδυνος «επί περιορισμένο χρονικό διάστημα», χωρίς να προσδιορίζεται χρονικό όριο.
53 Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, πριν από τη θέσπιση της προσβαλλομένης διατάξεως δεν προέκυπτε προδήλως από τις τότε ισχύουσες διατάξεις ότι απαγορευόταν η διατήρηση του καπνιστού σολομού στην απαιτούμενη για τη σκλήρυνση θερμοκρασία επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 96 ωρών.
54 Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη διάταξη επιβάλλει υποχρεώσεις στην προσφεύγουσα και ότι πληρούται το πρώτο κριτήριο περί άμεσου επηρεασμού.
55 Όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο, διαπιστώνεται ότι η εφαρμογή της προσβαλλομένης διατάξεως έχει αμιγώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικώς από την επίμαχη ρύθμιση, χωρίς να απαιτείται η εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων. Ως εκ τούτου, πληρούται το δεύτερο κριτήριο περί άμεσου επηρεασμού.
56 Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη διάταξη αφορά άμεσα την προσφεύγουσα.
57 Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα νομιμοποιείται ενεργητικώς για την άσκηση της προσφυγής.
Επί του εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας
58 Κατά πάγια νομολογία, προσφυγή ακυρώσεως ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνο στο μέτρο κατά το οποίο ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως δύναται, αυτή καθεαυτήν, να έχει έννομες συνέπειες και ότι, επομένως, η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
59 Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι ενδεχόμενη ακύρωση της προσβαλλομένης διατάξεως δύναται να ωφελήσει την προσφεύγουσα, καθόσον αυτή δεν θα υποχρεούται σε συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις που επιβάλλονται με την εν λόγω διάταξη σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 853/2004.
60 Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση προσφυγής.
61 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, η προσφυγή πρέπει να κριθεί παραδεκτή.
Επί της ουσίας
62 Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως οι οποίοι αφορούν:
– ο πρώτος, παράβαση του άρθρου 290 ΣΛΕΕ, καθόσον η προσβαλλόμενη διάταξη αφορά ουσιώδες στοιχείο του κανονισμού 853/2004·
– ο δεύτερος, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ·
– ο τρίτος, παράβαση του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 853/2004, καθόσον η προσβαλλόμενη διάταξη δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιτεύξεως των σκοπών που επιδιώκονται με τον εν λόγω κανονισμό·
– ο τέταρτος, παράβαση του άρθρου 13 του ως άνω κανονισμού, καθόσον η Επιτροπή δεν προέβη σε διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας των Τροφίμων (EFSA) κατά τη διαδικασία εκπονήσεως της προσβαλλομένης διατάξεως.
63 Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει κατά πρώτον τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως.
64 Στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή, παραλείποντας να διαβουλευθεί με την EFSA κατά τη διαδικασία εκπονήσεως της προσβαλλομένης διατάξεως, παρέβη το άρθρο 13 του κανονισμού 853/2004.
65 Επιπλέον, με επιχειρήματα προβληθέντα στο πλαίσιο του πρώτου, του δευτέρου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το επιβαλλόμενο με την προσβαλλόμενη διάταξη όριο των 96 ωρών δεν στηρίζεται σε κανένα επιστημονικό δεδομένο, ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε αιτιολογία όσον αφορά το συγκεκριμένο χρονικό όριο και ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο όφειλε να διαβουλευθεί με την EFSA σχετικά με το χρονικό όριο που έπρεπε να ληφθεί υπόψη.
66 Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη διάταξη δεν αφορά ζήτημα που ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, κατά την έννοια του άρθρου 13 του κανονισμού 853/3004. Συγκεκριμένα, το εν λόγω άρθρο προβλέπει διαβούλευση με την EFSA σε ορισμένες μόνον περιπτώσεις, δηλαδή όταν οι προς θέσπιση τροποποιήσεις είναι αρκούντως σημαντικές. Εν προκειμένω, όμως, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη διάταξη δεν τροποποιεί τις διατάξεις που ίσχυαν πριν από τη θέσπισή της, δεν διαπιστώνεται καμία σημαντική επίπτωση στην υγεία. Κατά την Επιτροπή, η συγκεκριμένη ερμηνεία επιρρωννύεται, άλλωστε, από έγγραφο της 12ης Ιουνίου 2024 το οποίο απέστειλε ο εκτελεστικός διευθυντής της EFSA στην Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Επιπλέον, η προσβαλλόμενη διάταξη διευκρινίζει τη νομική κατάσταση και δεν αφορά επιστημονικά ζητήματα. Εξάλλου, δεν υφίσταται επιστημονική απόδειξη περί θετικών αποτελεσμάτων των πρακτικών της προσφεύγουσας ως προς την υγεία των καταναλωτών.
67 Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, προς αντίκρουση των επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του πρώτου, του δευτέρου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, επισημαίνει ότι στο υπόμνημα αντικρούσεως στηρίχθηκε σε μελέτες βάσει των οποίων καταδεικνύεται ότι η θερμοκρασία και η διάρκεια καταψύξεως του καπνιστού σολομού επηρεάζουν σημαντικά την ποιότητά του. Επιπλέον, το όριο των 96 ωρών λαμβάνει υπόψη το μέγιστο χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο για τον τεμαχισμό. Ως εκ τούτου, κατά την καθής, το συγκεκριμένο όριο λαμβάνει υπόψη τον σκοπό προστασίας των καταναλωτών στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων καθώς και τις ανάγκες του εν λόγω τομέα.
68 Κατά το άρθρο 13 του κανονισμού 853/2004, η Επιτροπή διαβουλεύεται με την EFSA για οποιοδήποτε ζήτημα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού και ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία.
69 Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι η Επιτροπή δεν διαβουλεύθηκε με την EFSA πριν από τη θέσπιση της προσβαλλομένης διατάξεως.
70 Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, και όπως προκύπτει από τις σκέψεις 26 έως 54 ανωτέρω, με την προσβαλλόμενη διάταξη επιβάλλονται νέες υποχρεώσεις στην προσφεύγουσα.
71 Το προβαλλόμενο από την Επιτροπή γεγονός ότι, στο έγγραφό του προς την Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, ο εκτελεστικός διευθυντής της EFSA επισήμανε ότι «η μείωση των μικροβιολογικών κινδύνων καλύπτεται ήδη από την ισχύουσα νομοθεσία, η οποία καθορίζει τις προϋποθέσεις αποθηκεύσεως των αλιευτικών προϊόντων», ότι «[ο] κανονισμός […] 853/2004 ορίζει θερμοκρασία περίπου 0 °C (θερμοκρασία τήξεως του πάγου) για τα νωπά προϊόντα και – 18 °C για τα κατεψυγμένα προϊόντα» και ότι «[ο] Codex Alimentarius απαιτεί τα νωπά αλιευτικά προϊόντα να αποθηκεύονται σε θερμοκρασία τήξεως του πάγου, τα δε κατεψυγμένα αλιευτικά προϊόντα σε θερμοκρασία – 18 °C», στερείται σημασίας όσον αφορά τη συγκεκριμένη ερμηνεία.
72 Πράγματι, εκτός του ότι, σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 178/2002, η αποστολή της EFSA συνίσταται στην παροχή επιστημονικών συμβουλών, μια τέτοια εκτίμηση δεν παρέχει καμία διευκρίνιση ως προς τις διατάξεις που ενδεχομένως ίσχυαν πριν από τη θέσπιση της προσβαλλομένης διατάξεως και με τις οποίες ορίζονταν οι έννοιες της «αποθηκεύσεως» ή του «κατεψυγμένου προϊόντος», καθοριζόταν το χρονικό σημείο από του οποίου ένα αλιευτικό προϊόν πρέπει να θεωρείται αποθηκευμένο ή διευκρινιζόταν η θερμοκρασία στην οποία ένα αλιευτικό προϊόν έπρεπε να θεωρείται κατεψυγμένο.
73 Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί αν η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να διαβουλευθεί με την EFSA πριν θεσπίσει την προσβαλλόμενη διάταξη σύμφωνα με το άρθρο 13 του κανονισμού 853/2004.
74 Διαπιστώνεται συναφώς ότι ορθώς οι διάδικοι συμφωνούν ότι το ζήτημα το οποίο αφορά η προσβαλλόμενη διάταξη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 853/2004.
75 Όσον αφορά το αν το εν λόγω ζήτημα ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, διαπιστώνεται, κατ’ αρχάς, ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, το επίμαχο ζήτημα προϋποθέτει επιστημονικού χαρακτήρα εκτιμήσεις. Πράγματι, η επιβολή χρονικού ορίου κατά τη διάρκεια του οποίου επιτρέπεται στους υπευθύνους επιχειρήσεων αλιευτικών προϊόντων να διατηρούν τα προϊόντα αυτά στη θερμοκρασία που απαιτείται για τη σκλήρυνση προϋποθέτει να εξετασθεί και να ληφθεί υπόψη το χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα αλιευτικά προϊόντα, διατηρούμενα σε τέτοια θερμοκρασία, δεν ενέχουν υγειονομικό κίνδυνο.
76 Όσον αφορά ειδικότερα την εκτίμηση περί σημαντικών επιπτώσεων στη δημόσια υγεία, επισημαίνεται ότι, μολονότι στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2024/1141 δεν παρατίθεται καμία αιτιολογία για την επιβολή απαιτήσεων σχετικά με τη σκλήρυνση, όπως διευκρινίσθηκε στη σκέψη 41 ανωτέρω, από το τμήμα της αιτιολογικής εκθέσεως του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού προκύπτει ότι είναι σκόπιμο να «αποσαφηνιστούν» οι απαιτήσεις όσον αφορά «τις εργασίες ελαφράς μείωσης της θερμοκρασίας για τον τεμαχισμό νωπών ή μεταποιημένων αλιευτικών προϊόντων ή αύξησης της θερμοκρασίας των κατεψυγμένων αλιευτικών προϊόντων και [την] απαγόρευση αποθήκευσης ή μεταφοράς αλιευτικών προϊόντων σε αυτή την προσωρινά απαιτούμενη από τεχνολογική άποψη θερμοκρασία» «ώστε να αποφευχθεί κάθε ασάφεια».
77 Επιπλέον, από την αιτιολογική σκέψη 13 του αρχικού κειμένου της αιτιολογικής εκθέσεως του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2024/1141, στην οποία παραπέμπει η προσφεύγουσα, προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι, «προκειμένου να αποτραπούν οι καταχρηστικές πρακτικές που συνίστανται στη χρήση των απαιτήσεων παραγωγής για να αποθηκεύονται αλιευτικά προϊόντα σε θερμοκρασία μη σύμφωνη με το τμήμα VIII, κεφάλαιο VII, σημείο 2, του παραρτήματος III [του κανονισμού 853/2004], η μείωση ή, για τα ήδη κατεψυγμένα προϊόντα, η αύξηση της θερμοκρασίας με σκοπό τη σκλήρυνση πρέπει να γίνεται το ταχύτερο δυνατόν, η δε αποθήκευση των αλιευτικών προϊόντων σε θερμοκρασία που καθιστά ευχερέστερο τον τεμαχισμό ή την κοπή πρέπει να είναι χρονικώς περιορισμένη».
78 Επισημαίνεται, επίσης ότι, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, η Επιτροπή, μολονότι δεν διατυπώνει ρητώς άποψη σχετικά με το αν το ζήτημα το οποίο αφορά η προσβαλλόμενη διάταξη ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, υποστηρίζει, σε αντίκρουση του δευτέρου λόγου που προβάλλει η προσφεύγουσα, ότι ορισμένοι παραγωγοί καταχράσθηκαν της ανοχής της νομοθεσίας της Ένωσης όσον αφορά τη χρήση της σκλήρυνσης κατά τη διαδικασία παραγωγής εις βάρος των καταναλωτών, δεδομένου ότι τα φιλέτα που αποθηκεύονται σε θερμοκρασία σκλήρυνσης είναι λιγότερο καλής ποιότητας και ότι παραπλανάται ο καταναλωτής, καθόσον πιστεύει ότι αγοράζει προϊόν που δεν έχει καταψυχθεί.
79 Η Επιτροπή επισημαίνει ότι από ορισμένες επιστημονικές μελέτες προκύπτει ότι η θερμοκρασία και η διάρκεια καταψύξεως του καπνιστού σολομού επηρεάζουν σημαντικά την ποιότητά του. Παραπέμπει συναφώς, αφενός, στη μελέτη «Quantification and mapping of tissue damage from freezing in cod by magnetic resonance imaging – ScienceDirect» [Ποσοτική μέτρηση και χαρτογράφηση των βλαβών που προκαλεί η κατάψυξη στον ιστό του βακαλάου με τη βοήθεια της απεικονίσεως μαγνητικού συντονισμού (μαγνητικής τομογραφίας)] – ScienceDirect) (Food Control, τόμος 123, Μάιος 2021, 107734), από την οποία προκύπτει ότι «[η] κατάψυξη του ψαριού αποτελεί σημαντική μέθοδο μεταποιήσεως η οποία μπορεί να παρατείνει τη διάρκεια διατηρήσεως του προϊόντος, πλην όμως μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση σοβαρών βλαβών στους ιστούς εάν δεν πραγματοποιείται δεόντως» και ότι «όσο περισσότερο υπό το μηδέν είναι η θερμοκρασία στην οποία διενεργείται η διαδικασία καταψύξεως τόσο λιγότερο επιβλαβής είναι η όλη διαδικασία». Αφετέρου, παραπέμπει σε μελέτη η οποία φέρει τον τίτλο «Effect of Freezing on the Shelf Life of Salmon» (Συνέπειες της καταψύξεως στην διάρκεια διατηρήσεως του σολομού) (International Journal of Food Science, Αύγουστος 2018, 1686121), από την οποία προκύπτει ότι «[η] χρονική διάρκεια και η θερμοκρασία αποθηκεύσεως αποτελούν τους κύριους παράγοντος που επηρεάζουν την απώλεια ποιότητας και τη δυνατή χρονική διάρκεια διατηρήσεως του ψαριού, καθόσον το λιπιδικό κλάσμα υπόκειται κυρίως σε αυτοοξειδωτικές και υδρολυτικές μεταβολές κατά την αποθήκευση σε κατάσταση καταψύξεως» και ότι «[τ]α λιπίδια του ψαριού [...] είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητα στην οξείδωση, η οποία μειώνει, ως εκ τούτου, τη διατροφική αξία και αλλοιώνει την υφή και το χρώμα του ψαριού».
80 Επιπλέον, στο πλαίσιο των εισαγωγικών παρατηρήσεών της επί του νομικού πλαισίου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο καπνιστός σολομός, οσάκις ψύχεται σε θερμοκρασία χαμηλότερη εκείνης της καταψύξεως, πρέπει να θεωρείται κατεψυγμένο ψάρι και, ως τέτοιο, στο μέτρο που αποθηκεύεται, πρέπει να θεωρείται προϊόν που υπόκειται στις διατάξεις περί αποθηκεύσεως των κατεψυγμένων προϊόντων, συγκεκριμένα δε στις διατάξεις του τμήματος VIII, κεφάλαιο VII, σημείο 2, του παραρτήματος III του κανονισμού 853/2004. Διευκρινίζει συναφώς ότι, λόγω της αποθηκεύσεως του καπνιστού σολομού στην προβλεπόμενη για τον τεμαχισμό θερμοκρασία, εξακολουθεί να υφίσταται ορισμένο ποσοστό ύδατος το οποίο, στη συγκεκριμένη θερμοκρασία, δεν κρυσταλλοποιείται, κάτι που, σε ορισμένες περιπτώσεις, καθιστά δυνατή την ανάπτυξη βακτηριακής χλωρίδας εντός του συγκεκριμένου ύδατος. Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι η αποθήκευση του εν λόγω προϊόντος στη θερμοκρασία που απαιτείται για τη σκλήρυνση μπορεί, σε περίπτωση διακυμάνσεων της θερμοκρασίας, να προκαλέσει κυτταρική λύση, ήτοι αποσύνθεση των κυττάρων (όταν οι κρύσταλλοι πάγου καταστρέφουν τη δομή των κυττάρων), κάτι που έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των υγειονομικών κινδύνων και επηρεάζει την υφή, τη γεύση και τη διατροφική αξία του τελικού προϊόντος. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι από τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα στον ιστότοπο του FAO προκύπτει ότι «[ο]ι πρωτεΐνες του ψαριού υφίστανται μακροχρόνιες μεταβολές κατά την κατάψυξη και την εν ψυχρώ αποθήκευση», ότι «η ταχύτητα με την οποία επέρχεται η εν λόγω αλλοίωση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη θερμοκρασία», ότι, «σε θερμοκρασίες που προσεγγίζουν το σημείο καταψύξεως, όπως επί παραδείγματι στους 28 °F [– 2 °C], επέρχονται ταχέως σημαντικές μεταβολές» και ότι, «ακόμη και στους 15 °F [– 10 °C], οι μεταβολές είναι τόσο ταχείες που ένα αρχικώς καλής ποιότητας προϊόν μπορεί να αλλοιωθεί εντός μερικών εβδομάδων».
81 Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι, αν γινόταν δεκτή η ερμηνεία που προτείνει η προσφεύγουσα, δηλαδή ότι μόνον τα προϊόντα των οποίων η θερμοκρασία μειώθηκε στους – 18 °C μπορούν να χαρακτηρίζονται ως κατεψυγμένα, τούτο θα είχε ως συνέπεια τα αλιευτικά προϊόντα των οποίων η θερμοκρασία μειώθηκε μόνον έως, επί παραδείγματι, τους – 17,5 °C να μη συνεπάγονται υποχρέωση αποθηκεύσεως σε θερμοκρασία – 18 °C και να μπορούν να διατίθενται προς πώληση στους καταναλωτές ως προϊόντα που ουδέποτε έχουν καταψυχθεί, καθώς και ότι η κατάσταση αυτή είναι «προδήλως επικίνδυνη για την υγεία των καταναλωτών», λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου στον οποίο θα εκτίθενται λόγω της πιθανότητας το ίδιο αυτό προϊόν να έχει αποψυχθεί πλειστάκις.
82 Επομένως, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες για την έκδοση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2024/1141 και από τα επιχειρήματα που ανέπτυξε η Επιτροπή στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής μπορεί να συναχθεί ότι ο λόγος που επέβαλε τη θέσπιση της προσβαλλομένης διατάξεως συνδέεται με το ότι υπήρχαν «ασάφειες» στο προγενέστερο νομικό πλαίσιο όσον αφορά τη σκλήρυνση και την απαγόρευση αποθηκεύσεως ή μεταφοράς των αλιευτικών προϊόντων στην απαιτούμενη για την εν λόγω τεχνική θερμοκρασία, ενώ η διατήρηση του καπνιστού σολομού στη συγκεκριμένη θερμοκρασία επί μακρό χρονικό διάστημα ενδέχεται να προκαλεί υγειονομικούς κινδύνους.
83 Ένα τέτοιο ζήτημα, όμως, πρέπει να χαρακτηρίζεται ως ζήτημα που ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία.
84 Αρκεί συναφώς η διαπίστωση ότι, όπως διευκρινίσθηκε στη σκέψη 82 ανωτέρω, από τα επιχειρήματα της ίδιας της Επιτροπής προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι η επί μακρό χρονικό διάστημα διατήρηση του καπνιστού σολομού στη θερμοκρασία που απαιτείται για τη σκλήρυνση ενδέχεται να έχει αντίκτυπο στην υγεία των καταναλωτών και, επομένως, να έχει επιπτώσεις στη δημόσια υγεία.
85 Επιπλέον, από τα δικόγραφα της Επιτροπής προκύπτει ακόμη ότι οι επιπτώσεις αυτές στη δημόσια υγεία φαίνεται να είναι σημαντικές. Πράγματι, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι αν γίνει δεκτή η ερμηνεία που προτείνει η προσφεύγουσα όσον αφορά το τμήμα VIII, κεφάλαιο VII, σημείο 2, του παραρτήματος III του κανονισμού 853/2004, τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα κατάσταση «προδήλως επικίνδυνη για την υγεία των καταναλωτών».
86 Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να διαβουλευθεί με EFSA, σύμφωνα με το άρθρο 13 του κανονισμού 853/2004, πριν θεσπίσει την προσβαλλόμενη διάταξη.
87 Η διαπίστωση αυτή επιρρωννύεται από το γεγονός ότι, όπως υποστηρίζει η ίδια η Επιτροπή, από την αιτιολογική σκέψη 27 του κανονισμού 853/2004 προκύπτει ότι η νομοθεσία της Ένωσης περί τροφίμων πρέπει να στηρίζεται σε επιστημονικές γνωμοδοτήσεις.
88 Επιβάλλεται, όμως, η επισήμανση, όπως υποστηρίζει και η προσφεύγουσα, ότι η επιστημονική βάση που έλαβε υπόψη η Επιτροπή για την εκπόνηση της προσβαλλομένης διατάξεως δεν προκύπτει ούτε από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2024/1141 ούτε από την αιτιολογική του έκθεση.
89 Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί, άλλωστε, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας περί ελλείψεως επιστημονικής βάσεως. Πράγματι, στο υπόμνημά της ανταπαντήσεως, η Επιτροπή απλώς διευκρινίζει ότι, στο υπόμνημά της αντικρούσεως, στηρίχθηκε σε μελέτες που κατεδείκνυαν ότι η θερμοκρασία και η διάρκεια καταψύξεως του καπνιστού σολομού επηρεάζουν σημαντικά την ποιότητά του, πλην όμως δεν διατυπώνει άποψη ως προς την έλλειψη επιστημονικής βάσεως της προσβαλλομένης διατάξεως στο πλαίσιο της διαδικασίας εκπονήσεώς της.
90 Η έλλειψη επιστημονικής βάσεως της προσβαλλομένης διατάξεως στο πλαίσιο της διαδικασίας εκπονήσεώς της μπορεί, επίσης, να συναχθεί από το επιχείρημα το οποίο προέβαλε η Επιτροπή προς αντίκρουση του δευτέρου λόγου της προσφεύγουσας, κατά το οποίο η μέγιστη χρονική διάρκεια των 96 ωρών απορρέει από «συναίνεση μεταξύ των παραγωγών του τομέα» ως προς το απαιτούμενο χρονικό διάστημα για τον τεμαχισμό του καπνιστού σολομού που υποβάλλεται σε σκλήρυνση και κατά το οποίο «πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για εύλογο και επαρκές χρονικό διάστημα για τη διενέργεια της διαδικασίας τεμαχισμού, αυτής καθεαυτήν, λαμβανομένων υπόψη των αναγκών εφοδιαστικής και οργάνωσης του τομέα κατά το συγκεκριμένο στάδιο της παραγωγής».
91 Βεβαίως, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ζήτησε, με έγγραφο της 14ης Μαΐου 2024, από την EFSA, σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 178/2002, να εκδώσει επιστημονική γνώμη ως προς τον αντίκτυπο των διαδικασιών σκλήρυνσης και απόψυξης στην εξακολούθηση της ύπαρξης και στην ανάπτυξη βιολογικών κινδύνων, στο οποίο απάντησε ο εκτελεστικός διευθυντής της EFSA με έγγραφο της 12ης Ιουνίου 20024, όπου διευκρινίζει ότι δεν είναι «σε θέση να εντοπίσει κανένα εκκρεμές ζήτημα διατροφικής ασφάλειας ή κινδύνου για τη δημόσια υγεία υπό τις συνθήκες αποθηκεύσεως που περιγράφονται στο αίτημα για γνωμοδότηση».
92 Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ως άνω αλληλογραφία είναι μεταγενέστερη της εκδόσεως του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2024/1141, ήτοι της 14ης Δεκεμβρίου 2023, και ότι, ως εκ τούτου, δεν ασκεί, εν πάση περιπτώσει, επιρροή στη νομιμότητα του εν λόγω κανονισμού.
93 Κατά συνέπεια, υπό το πρίσμα του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διάταξη, χωρίς να απαιτείται η εξέταση των λοιπών επιχειρημάτων και λόγων ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα.
Επί των δικαστικών εξόδων
94 Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της δεύτερης.
95 Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Ως εκ τούτου, η Γαλλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά έξοδά της.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)
αποφασίζει:
1) Ακυρώνει το σημείο 3, στοιχείο εʹ, του παραρτήματος του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2024/1141 της Επιτροπής, της 14ης Δεκεμβρίου 2023, για την τροποποίηση των παραρτημάτων II και III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις ειδικές απαιτήσεις υγιεινής για ορισμένα κρέατα, αλιευτικά προϊόντα, γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά.
2) Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Mowi Poland S.A.
3) Η Γαλλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά έξοδά της.
Costeira |
Öberg |
Zilgalvis |
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 24 Σεπτεμβρίου 2025.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.