This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62024CC0095
Opinion of Advocate General Richard de la Tour delivered on 18 September 2025.###
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Richard de la Tour της 18ης Σεπτεμβρίου 2025.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Richard de la Tour της 18ης Σεπτεμβρίου 2025.
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2025:712
Προσωρινό κείμενο
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
JEAN RICHARD DE LA TOUR
της 18ης Σεπτεμβρίου 2025 (1)
Υπόθεση C‑95/24 [Khuzdar] (i)
ATAU
Ποινική διαδικασία
παρισταμένης της
Procura generale presso la Corte d’appello di Napoli
[αίτηση του Corte di appello di Napoli (εφετείου Νάπολης, Ιταλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
« Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης – Διαδικασία παράδοσης μεταξύ κρατών μελών – Λόγοι προαιρετικής μη εκτέλεσης – Άρθρο 4, σημείο 6 – Δέσμευση του κράτους μέλους εκτέλεσης να εκτελέσει την ποινή σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο – Απόφαση-πλαίσιο 2008/909/ΔΕΥ – Λόγοι μη αναγνώρισης και μη εκτέλεσης της καταδικαστικής απόφασης – Άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ – Μη αυτοπρόσωπη εμφάνιση προσώπου στη δίκη που κατέληξε στην έκδοση της απόφασης – Εξαιρέσεις – Προϋπόθεση σχετική με τη γνώση της προγραμματισμένης δίκης – Πληροφορίες σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης – Διαφυγή του ενδιαφερόμενου προσώπου – Οικειοθελής και μη επιδεχόμενη αμφισβήτηση παραίτηση του ενδιαφερόμενου προσώπου από το δικαίωμά του να παραστεί στη δίκη του – Περιθώριο εκτιμήσεως της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους εκτέλεσης – Υποχρέωση σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας »
I. Εισαγωγή
1. Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη αποτελεί μία από τις βασικές αρχές σε μια δημοκρατική κοινωνία. Το δικαίωμα των υπόπτων και των κατηγορουμένων να παρίστανται στη δίκη τους βασίζεται σε αυτό το δικαίωμα και θα πρέπει να κατοχυρώνεται σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση (2). Ωστόσο, το δικαίωμα αυτό δεν είναι απόλυτο. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος πρέπει να μπορεί να παραιτηθεί ρητώς ή σιωπηρώς από το δικαίωμα αυτό, πλην όμως κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση (3).
2. Στο ως άνω πλαίσιο, η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (4), καθώς και του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, και του άρθρου 25 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για τον σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (5), όπως τροποποιήθηκαν με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ (6).
3. Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικά με την εκτέλεση, στην Ιταλία, δικαστικής απόφασης η οποία εκδόθηκε στη Σλοβακία και με την οποία καταδικάστηκε σε στερητική της ελευθερίας ποινή πρόσωπο που διέφυγε πριν από τη δίκη του.
4. Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο καλείται, μεταξύ άλλων, να διευκρινίσει την έννοια της φράσεως «τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης», η οποία μνημονεύεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, καθώς και το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν οι αρμόδιες αρχές κατά την εφαρμογή του λόγου μη αναγνωρίσεως και μη εκτελέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου. Επισημαίνω, συναφώς, ότι το πραγματικό πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης παρουσιάζει ορισμένες διαφορές σε σχέση με εκείνο της υπόθεσης Höldermann (C‑447/24), επί της οποίας επίσης αναπτύσσω σήμερα προτάσεις (7). Ειδικότερα, σε αντίθεση με την ως άνω υπόθεση, η υπό κρίση υπόθεση αφορά την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.
II. Το νομικό πλαίσιο
Α. Το δίκαιο της Ένωσης
1. Η απόφαση‑πλαίσιο 2002/584
5. Το άρθρο 4 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, το οποίο φέρει τον τίτλο «Λόγοι προαιρετικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», ορίζει στο σημείο 6 τα εξής:
«Η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης:
[...]
6) εάν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας, στερητικών της ελευθερίας, όταν ο καταζητούμενος διαμένει στο κράτος μέλος εκτέλεσης, είναι υπήκοος ή κάτοικός του και αυτό το κράτος δεσμεύεται να εκτελέσει την ποινή ή το μέτρο ασφαλείας σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο[.]»
6. Το άρθρο 4α της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αποφάσεις που εκδίδονται σε δίκη στην οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:
«Η εκτελούσα δικαστική αρχή δύναται επίσης να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που έχει εκδοθεί με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας, εάν το πρόσωπο δεν εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, εκτός εάν στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αναφέρεται ότι το πρόσωπο, βάσει δικονομικών απαιτήσεων που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης:
α) εν ευθέτω χρόνω:
i) είτε είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως και με την κλήτευση είχε ενημερωθεί σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως, είτε είχε δι’ άλλων μέσων ενημερωθεί πραγματικά και επισήμως για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης αυτής, κατά τρόπον ώστε να αποδεικνύεται σαφώς ότι τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης·
και
ii) είχε ενημερωθεί ότι μπορεί να εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση που το πρόσωπο δεν εμφανιστεί στη δίκη·
ή
β) το πρόσωπο τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, είχε δώσει δε εντολή σε δικηγόρο, τον οποίον διόρισε είτε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είτε το κράτος, να τον ή την εκπροσωπήσει στη δίκη, και εκπροσωπήθηκε όντως από αυτόν τον δικηγόρο στη δίκη·
ή
γ) αφού του επεδόθη η απόφαση και ενημερώθηκε ρητά για το δικαίωμά του να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, όπου το πρόσωπο δικαιούται να παρίσταται, η δε ουσία της υπόθεσης περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων θα επανεξεταστεί, και η δίκη μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης:
i) έχει δηλώσει ρητώς ότι δεν αμφισβητεί την απόφαση·
ή
ii) δεν έχει ζητήσει να δικαστεί εκ νέου ή δεν έχει ασκήσει ένδικο μέσο εντός της ισχύουσας προθεσμίας·
ή
δ) η απόφαση δεν του επιδόθηκε αυτοπροσώπως αλλά:
i) θα του επιδοθεί αυτοπροσώπως και αμελλητί μετά την παράδοσή του και θα ενημερωθεί ρητά για το δικαίωμά του να δικασθεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, όπου το πρόσωπο δικαιούται να παρίσταται, η δε ουσία της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, θα επανεξετασθεί, και η δίκη μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης·
και
ii) θα ενημερωθεί σχετικά με την προθεσμία εντός της οποίας οφείλει να ζητήσει να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, όπως προβλέπεται στο σχετικό ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.»
2. Η απόφαση‑πλαίσιο 2008/909
7. Το άρθρο 9 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, το οποίο φέρει τον τίτλο «Λόγοι μη αναγνώρισης και μη εκτέλεσης», προβλέπει στην παράγραφο 1, στοιχείο θʹ, τα εξής:
«Η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης δύναται να αρνηθεί να αναγνωρίσει την καταδικαστική απόφαση και να εκτελέσει την ποινή εάν:
[...]
θ) σύμφωνα με το πιστοποιητικό που προβλέπεται στο άρθρο 4, το πρόσωπο δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, εκτός εάν στο πιστοποιητικό αναφέρεται ότι το πρόσωπο, βάσει περαιτέρω δικονομικών απαιτήσεων που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους έκδοσης:
i) εν ευθέτω χρόνω:
– είτε είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως και με την κλήτευση είχε ενημερωθεί σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως, είτε είχε δι’ άλλων μέσων ενημερωθεί πραγματικά και επισήμως για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης αυτής, κατά τρόπον ώστε να αποδεικνύεται σαφώς ότι τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης·
και
– είχε ενημερωθεί ότι μπορεί να εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση που το πρόσωπο δεν εμφανιστεί στη δίκη·
ή
ii) το πρόσωπο τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, είχε δώσει δε εντολή σε δικηγόρο, τον οποίον διόρισε είτε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είτε το κράτος, να τον/την εκπροσωπήσει στη δίκη, και εκπροσωπήθηκε όντως από αυτόν τον δικηγόρο στη δίκη·
ή
iii) αφού του επεδόθη η απόφαση και ενημερώθηκε ρητά για το δικαίωμά του να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, όπου το πρόσωπο δικαιούται να παρίσταται, η δε ουσία της υπόθεσης περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων θα επανεξεταστεί, και η δίκη μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης:
– έχει δηλώσει ρητώς ότι δεν αμφισβητεί την απόφαση·
ή
– δεν έχει ζητήσει να δικαστεί εκ νέου ή δεν έχει ασκήσει ένδικο μέσο εντός της ισχύουσας προθεσμίας[.]»
8. Το άρθρο 25 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου ορίζει τα ακόλουθα:
«Με την επιφύλαξη της απόφασης-πλαίσιο [2002/584], οι διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο εφαρμόζονται κατ αναλογία, στο μέτρο που συνάδουν με τις διατάξεις της ανωτέρω απόφασης-πλαίσιο, στην εκτέλεση όταν ένα κράτος μέλος αναλαμβάνει να εκτελέσει την ποινή σε περιπτώσεις του άρθρου 4 παράγραφος 6 της απόφασης-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ ή εάν, ενεργώντας βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 3 της απόφασης-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, έχει επιβάλει τον όρο ότι ο κατάδικος πρέπει να επιστρέψει στο εν λόγω κράτος μέλος προκειμένου να εκτίσει την ποινή, ούτως ώστε να αποφευχθεί η ατιμωρησία του.»
Β. Το ιταλικό δίκαιο
9. Το άρθρο 6, παράγραφος 1 bis, στοιχείο b, του legge n. 69 del 22.4.2005 (Disposizioni per conformare il diritto interno alla decisione quadro 2002/584/GAI del Consiglio, del 13 giugno 2002, relativa al mandato d’arresto europeo e alle procedure di consegna tra Stati membri) (νόμου 69, της 22ας Απριλίου 2005, για την εναρμόνιση του εσωτερικού δικαίου προς την απόφαση-πλαίσιο [2002/584 (8)], όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, προβλέπει:
«Όταν εκδίδεται ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης με σκοπό την εκτέλεση ποινής ή μέτρου ασφαλείας στερητικών της προσωπικής ελευθερίας που επιβλήθηκε κατά το πέρας δίκης στην οποία το πρόσωπο δεν παρέστη αυτοπροσώπως, το εν λόγω ένταλμα πρέπει επίσης να μνημονεύει ότι πληρούται μία τουλάχιστον από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
[...]
b) αφού ενημερώθηκε για την εις βάρος του διαδικασία, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο εκπροσωπήθηκε στη δίκη που κατέληξε στην προμνησθείσα απόφαση από δικηγόρο, διορισμένο από τον ίδιο ή αυτεπαγγέλτως.»
10. Κατά το άρθρο 18bis, παράγραφος 2, του ως άνω νόμου:
«[Ό]ταν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται με σκοπό την εκτέλεση ποινής ή μέτρου ασφαλείας στερητικών της προσωπικής ελευθερίας, το εφετείο δύναται να αρνηθεί την παράδοση του Ιταλού υπηκόου ή του προσώπου που διαμένει ή κατοικεί νόμιμα και πραγματικά αδιαλείπτως επί πέντε τουλάχιστον έτη στο ιταλικό έδαφος [...], εφόσον το εφετείο αποφασίσει ότι η εν λόγω ποινή ή το εν λόγω μέτρο ασφαλείας θα εκτελεστεί στην Ιταλία σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο.»
11. Το άρθρο 13 του decreto legislativo n. 161 del 7.9.2010 – Disposizioni per conformare il diritto interno alla Decisione quadro 2008/909/GAI relativa all’applicazione del principio del reciproco riconoscimento alle sentenze penali che irrogano pene detentive o misure privative della libertà personale, ai fini della loro esecuzione nell’Unione Europea (νομοθετικού διατάγματος 161, της 7ης Σεπτεμβρίου 2010, για την εναρμόνιση του εσωτερικού δικαίου προς την απόφαση-πλαίσιο [2008/909 (9)]), (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 161/2010), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, ορίζει στην παράγραφο 1, στοιχείο i, τα εξής:
«Το εφετείο αρνείται να αναγνωρίσει την καταδικαστική απόφαση σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
[...]
i) εάν το πρόσωπο δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη δίκη που κατέληξε στην έκδοση της απόφασης προς εκτέλεση, εκτός εάν στο πιστοποιητικό αναφέρεται:
1) ότι, εν ευθέτω χρόνω, είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως και, επομένως, είχε ενημερωθεί σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης ή ότι είχε δι’ άλλων μέσων, κατάλληλων ώστε να αποδεικνύεται σαφώς ότι τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, ενημερωθεί πραγματικά και επισήμως για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης, καθώς και ότι είχε ενημερωθεί ότι μπορεί να εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση που το πρόσωπο δεν εμφανιστεί στη δίκη·
2) ότι, τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, είχε δώσει δε εντολή σε δικηγόρο, τον οποίο διόρισε ο ίδιος ή ο οποίος διορίστηκε αυτεπαγγέλτως και από τον οποίο επικουρήθηκε πραγματικά στη δίκη·
3) ότι, αφού του επεδόθη η απόφαση και ενημερώθηκε ρητώς για το δικαίωμά του να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, με δυνατότητα συμμετοχής στη δίκη ώστε να εξασφαλίσει την επανεξέταση της ουσίας της κατηγορίας που του απαγγέλθηκε, μεταξύ άλλων μέσω της προσκόμισης νέων αποδεικτικών στοιχείων, έχει δηλώσει ρητώς ότι δεν αμφισβητεί την απόφαση ή δεν έχει ζητήσει να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο εντός της ισχύουσας προθεσμίας.»
12. Το άρθρο 24 του νομοθετικού διατάγματος 161/2010 προβλέπει ότι, εάν το εφετείο αρνηθεί την παράδοση που ζητείται με ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης το οποίο στηρίζεται σε καταδικαστική απόφαση και αποφασίσει την εκτέλεση της ποινής στο ιταλικό έδαφος, οφείλει να αναγνωρίσει συγχρόνως, προς τον σκοπό της εκτέλεσης στην Ιταλία, την αλλοδαπή καταδικαστική ποινική απόφαση στην οποία στηρίζεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, εφόσον πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις.
III. Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
13. Στις 5 Οκτωβρίου 2015 το Okresný súd Dunajská Streda (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Dunajská Streda, Σλοβακία) εξέδωσε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για την εκτέλεση καταδικαστικής απόφασης κατά του ATAU η οποία εκδόθηκε από το εν λόγω δικαστήριο στις 23 Αυγούστου 2010 (10) και επέβαλε σε αυτόν στερητική της ελευθερίας ποινής διάρκειας πέντε ετών. Ο τελευταίος βρέθηκε και συνελήφθη στην Ιταλία στις 19 Ιουνίου 2023.
14. Tο Corte di Appello di Napoli (εφετείο Νάπολης), ήτοι το αιτούν δικαστήριο, καλείται να αποφανθεί επί της παράδοσης του εκζητουμένου την οποία ζήτησαν οι σλοβακικές δικαστικές αρχές με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Επισημαίνει ότι ήρε το συντηρητικό μέτρο του κατ’ οίκον περιορισμού που είχε επιβληθεί στον ATAU στις 20 Ιουνίου 2023.
15. Κατά την ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου διαδικασία, ο ATAU δήλωσε και απέδειξε ότι διαμένει πραγματικά και νομίμως στην Ιταλία επί περισσότερα από πέντε έτη. Ως εκ τούτου, ζήτησε από το εν λόγω δικαστήριο να αρνηθεί την παράδοσή του και, με την αναγνώριση της αποφάσεως της 23ης Αυγούστου 2010, να διατάξει την εκτέλεση στην Ιταλία της ποινής στην οποία είχε καταδικαστεί.
16. Προκειμένου να αποφανθεί επί της ως άνω αίτησης, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από τις σλοβακικές αρχές να συμπληρώσουν το πιστοποιητικό που είχε διαβιβαστεί προηγουμένως προσδιορίζοντας τις δικονομικές εγγυήσεις που παρασχέθηκαν στον ATAU.
17. Με το από 2ας Νοεμβρίου 2023 έγγραφό του, το Okresný súd Dunajská Streda (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Dunajská Streda) απάντησε ότι ο καταδικασθείς δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη δίκη που κατέληξε στην έκδοση της εις βάρος του καταδικαστικής απόφασης της 23ης Αυγούστου 2010. Εντούτοις, ο καταδικασθείς έτυχε συνδρομής και εκπροσώπησης από δικηγόρο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Επιπλέον, ο καταδικασθείς ουδέποτε έλαβε κλήτευση με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης, πλην όμως γνώριζε ότι εκκρεμούσε η εις βάρος του δίκη. Συγκεκριμένα, είχε συλληφθεί και τεθεί υπό προσωρινή κράτηση στη Σλοβακία στις 28 Σεπτεμβρίου 2009 για την ίδια παράβαση και, στη συνέχεια, στις 15 Δεκεμβρίου 2009 αφέθηκε ελεύθερος και τοποθετήθηκε σε καταυλισμό προσφύγων στο σλοβακικό έδαφος. Στη συνέχεια διέφυγε, χωρίς να επιστρέψει και χωρίς να κοινοποιήσει διεύθυνση κατοικίας για τις κλητεύσεις, οπότε δεν κατέστη δυνατό να ενημερωθεί για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης ούτε για το ότι η απόφαση επρόκειτο να εκδοθεί ακόμη και σε περίπτωση μη εμφάνισής του στη δίκη.
18. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, κατ’ αρχάς, ότι, κατά την ιταλική νομοθεσία, οσάκις αποφασίζει να αρνηθεί την παράδοση και διατάσσει την εκτέλεση στην Ιταλία της αλλοδαπής καταδικαστικής απόφασης, το εφετείο οφείλει να αναγνωρίσει την εν λόγω απόφαση, μπορεί δε να το πράξει μόνον εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις για την αναγνώριση αυτής. Τούτο όμως δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο ATAU δεν έλαβε τις πληροφορίες που μνημονεύονται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο i, του νομοθετικού διατάγματος 161/2010, ιδίως όσον αφορά την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης.
19. Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει, ακολούθως, ότι, κατά το ιταλικό δίκαιο, η παράδοση του καταδικασθέντος, βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, επιτρέπεται απλώς και μόνον υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω πρόσωπο ενημερώθηκε ότι εκκρεμεί δίκη εις βάρος του και ότι εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο κατά τη διάρκεια της δίκης. Αντιθέτως, η αναγνώριση καταδικαστικής απόφασης στην Ιταλία επιτρέπεται υπό την αυστηρότερη προϋπόθεση ότι ο καταδικασθείς, επικουρούμενος από δικηγόρο, ενημερώθηκε για την προγραμματισμένη ημερομηνία διεξαγωγής της δίκης.
20. Συνεπώς, από το ιταλικό δίκαιο προκύπτει ότι θα μπορούσε να επιτραπεί η παράδοση του ATAU στις σλοβακικές αρχές, καθόσον ενημερώθηκε ότι εκκρεμούσε δίκη εις βάρος του και επικουρήθηκε από δικηγόρο, ενώ, μολονότι ο ATAU διαμένει πράγματι επί περισσότερα από πέντε έτη στην ιταλική επικράτεια και ζήτησε να εκτελεσθεί η ποινή του στην Ιταλία, δεν είναι δυνατή η απόρριψη της αιτήσεως παραδόσεώς του και η εκτέλεση της ποινής του στην ιταλική επικράτεια επειδή δεν ενημερώθηκε για την προγραμματισμένη ημερομηνία διεξαγωγής της δίκης.
21. Κατά το αιτούν δικαστήριο, τούτο έχει παραδόξως ως αποτέλεσμα ότι το γεγονός ότι η δικονομική εγγύηση η οποία προβλέπεται για τον καταδικασθέντα όσον αφορά την αναγνώριση καταδικαστικής απόφασης και η οποία είναι σημαντικότερη από τη δικονομική εγγύηση που προβλέπεται για το εν λόγω πρόσωπο όσον αφορά την παράδοσή του δυνάμει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης καταλήγει να αποβαίνει εις βάρος του καταδικασθέντος αντί προς όφελός του. Η διάκριση που περιέχεται στο ιταλικό δίκαιο καταλήγει επίσης στο παράδοξο αποτέλεσμα ότι η ίδια καταδικαστική απόφαση δεν μπορεί μεν να αναγνωριστεί στην Ιταλία προς εκτέλεση, καθιστά όμως δυνατή την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης το οποίο θα πρέπει να εκτελεστεί.
22. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν το δίκαιο της Ένωσης μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπεται άρνηση της παράδοσης, μετά την αναγνώριση της απόφασης με σκοπό την έκτιση της ποινής στο κράτος μέλος εκτέλεσης, ακόμη και σε περίπτωση που δεν παρέχεται μεν η δικονομική εγγύηση που προβλέπεται για την αναγνώριση της απόφασης (ενημέρωση για την προγραμματισμένη ημερομηνία διεξαγωγής της δίκης), πλην όμως παρέχεται η δικονομική εγγύηση που προβλέπεται για την παράδοση βάσει του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (ενημέρωση για την ύπαρξη εκκρεμούς δίκης).
23. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η ιταλική νομοθεσία, ειδικότερα δε το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο i, του νομοθετικού διατάγματος 161/2010, ορίζει ότι, εάν ο καταδικασθείς δεν έχει ενημερωθεί σχετικά με την ημερομηνία της δίκης, το εθνικό δικαστήριο «αρνείται να αναγνωρίσει» (11) την απόφαση. Αντιθέτως, το δίκαιο της Ένωσης, ειδικότερα δε το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της απόφασης-πλαισίου 2008/909, ορίζει ότι, σε τέτοια περίπτωση, το δικαστήριο του κράτους εκτέλεσης «δύναται να αρνηθεί να αναγνωρίσει» (12) την απόφαση. Επομένως, μολονότι κατά το ιταλικό δίκαιο, το Corte di Appello di Napoli (εφετείο Νάπολης) υποχρεούται να αρνηθεί την αναγνώριση της απόφασης, κατά το δίκαιο της Ένωσης, το εν λόγω αιτούν δικαστήριο δύναται, αλλά δεν υποχρεούται, να αρνηθεί την εν λόγω αναγνώριση.
24. Επομένως, εν προκειμένω, κατ’ εφαρμογήν του ιταλικού δικαίου, δεν είναι δυνατό να αναγνωριστεί η απόφαση της 23ης Αυγούστου 2010 με σκοπό την εκτέλεση στην Ιταλία, διότι ο ATAU δεν ενημερώθηκε για την προγραμματισμένη ημερομηνία διεξαγωγής της δίκης και, επομένως, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να διατάξει την παράδοσή του στη Σλοβακική Δημοκρατία, μολονότι ο ATAU έχει το δικαίωμα να εκτίσει την ποινή του στην Ιταλία και υπέβαλε σχετική αίτηση. Αντιθέτως, εάν εφαρμοστεί το δίκαιο της Ένωσης, το δικαστήριο αυτό θα έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει αν θα αναγνωρίσει ή όχι την αλλοδαπή καταδικαστική απόφαση και, επομένως, να αρνηθεί την παράδοση και να αποφασίσει την εκτέλεση της ποινής στην Ιταλία.
25. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Corte di appello di Napoli (εφετείο Νάπολης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«Έχει το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου [2002/584], σε συνδυασμό με το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, και το άρθρο 25 της αποφάσεως-πλαισίου [2008/909], την έννοια ότι:
α) το δικαστήριο του κράτους εκτέλεσης, από το οποίο ζητείται να αναγνωρίσει εκτελεστή αλλοδαπή καταδικαστική απόφαση, έχει τη δυνατότητα και όχι την υποχρέωση να αρνηθεί να αναγνωρίσει την επίμαχη απόφαση, όταν αποδεικνύεται ότι η δίκη που κατέληξε στην έκδοση της εν λόγω απόφασης δεν παρείχε στο πρόσωπο κατά του οποίου είχε ασκηθεί ποινική δίωξη καμία από τις δικονομικές εγγυήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της απόφασης-πλαισίου [2008/909]·
β) το δικαστήριο του κράτους εκτέλεσης, από το οποίο ζητείται να αποφασίσει την παράδοση βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε για την εκτέλεση απόφασης δύναται, όταν πληρούνται τόσο οι προϋποθέσεις για να διατάξει την παράδοση του καταδικασθέντος στο κράτος έκδοσης της καταδικαστικής απόφασης όσο και οι προϋποθέσεις να αρνηθεί την εν λόγω παράδοση διατάσσοντας συγχρόνως την εκτέλεση της ποινής στο έδαφος του κράτους εκτέλεσης, να αρνηθεί την παράδοση, να αναγνωρίσει την απόφαση και να διατάξει την εκτέλεσή της στο έδαφός του, ακόμη και αν η δίκη που κατέληξε στην έκδοση της αναγνωριζόμενης απόφασης δεν παρείχε στο πρόσωπο κατά του οποίου είχε ασκηθεί ποινική δίωξη καμία από τις δικονομικές εγγυήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της απόφασης-πλαισίου [2008/909];»
26. Ο ATAU, η Ιταλική και η Ρουμανική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις και παρέστησαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 15ης Μαΐου 2025, κατά την οποία απάντησαν στις ερωτήσεις που έθεσε προς προφορική απάντηση το Δικαστήριο.
IV. Ανάλυση
Α. Επί του παραδεκτού
27. Η Ιταλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη λόγω του υποθετικού της χαρακτήρα, στο μέτρο που ο ATAU, καθόσον ζήτησε την αναγνώριση της καταδικαστικής απόφασης στην Ιταλία, φέρεται να έχει δεχθεί την ποινή που επιβλήθηκε ερήμην του. Το αρμόδιο δικαστήριο του κράτους μέλους εκτέλεσης υποχρεούται, επομένως, να αναγνωρίσει την εν λόγω απόφαση με σκοπό την εκτέλεση της ποινής στην Ιταλία. Συναφώς, η Κυβέρνηση παραπέμπει στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο i, σημείο 3, του νομοθετικού διατάγματος 161/2010, με το οποίο μεταφέρεται στην ιταλική έννομη τάξη το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο iii, της απόφασης-πλαισίου 2008/909. Συγκεκριμένα, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης δεν μπορεί να αρνηθεί να αναγνωρίσει την καταδικαστική απόφαση και να την εκτελέσει σε περίπτωση κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος, αφού του επεδόθη η απόφαση και ενημερώθηκε ρητώς για το δικαίωμά του να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, στο πλαίσιο εκδικάσεως του οποίου το εν λόγω πρόσωπο δικαιούται να παρίσταται, η δε ουσία της υπόθεσης περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων θα επανεξεταστεί, και η δίκη μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης, έχει δηλώσει ρητώς ότι δεν αμφισβητεί την απόφαση ή δεν έχει ζητήσει να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο εντός της ταχθείσας προθεσμίας.
28. Το ζήτημα αν το γεγονός ότι ο καταδικασθείς ζήτησε από το κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση να εκτελεστεί η ποινή του σε άλλο κράτος μέλος αντιστοιχεί στην περίπτωση του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο iii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 αφορά την ουσία και όχι το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Σημειώνω, επιπλέον, ότι το ζήτημα αυτό τέθηκε από το αιτούν δικαστήριο και στην υπόθεση Höldermann (C‑447/24). Συνεπώς, παραπέμπω, επί του σημείου αυτού, στις υπό σημερινή ημερομηνία προτάσεις μου στην εν λόγω υπόθεση.
Β. Επί της ουσίας
29. Με τα προδικαστικά ερωτήματά του, τα οποία προτείνω να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να αποφανθεί αν το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 καθώς και το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, και το άρθρο 25 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 έχουν την έννοια ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής του λόγου προαιρετικής μη εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, ο οποίος μνημονεύεται στην πρώτη από τις διατάξεις αυτές, όταν το πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί το εν λόγω ένταλμα δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη δίκη του, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης έχει τη δυνατότητα, και όχι την υποχρέωση, να αρνηθεί να αναγνωρίσει την καταδικαστική απόφαση και να εκτελέσει την ποινή, εφόσον δεν έχει εφαρμογή καμία από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στη δεύτερη από τις εν λόγω διατάξεις.
30. Μεταξύ των λόγων προαιρετικής μη εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, υπενθυμίζω ότι το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 ορίζει ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως αν αυτό έχει εκδοθεί προς τον σκοπό της εκτελέσεως ποινής ή μέτρου ασφαλείας στερητικών της ελευθερίας, όταν ο καταζητούμενος διαμένει στο κράτος μέλος εκτελέσεως, είναι υπήκοος ή κάτοικος αυτού και όταν το συγκεκριμένο κράτος δεσμεύεται να εκτελέσει την ποινή ή το μέτρο ασφαλείας σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο.
31. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι από τη χρήση του ρήματος «μπορεί» προκύπτει ότι πρέπει να καταλείπεται στη δικαστική αρχή εκτέλεσης περιθώριο εκτιμήσεως, ιδίως προκειμένου να ληφθεί υπόψη ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει η εν λόγω διάταξη και ο οποίος συνίσταται στην αύξηση των πιθανοτήτων κοινωνικής επανένταξης του εκζητουμένου μετά την έκτιση της ποινής στην οποία αυτός έχει καταδικαστεί (13).
32. Επομένως, η εφαρμογή του λόγου προαιρετικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που προβλέπει η εν λόγω διάταξη εξαρτάται από τη συνδρομή δύο προϋποθέσεων, ήτοι, αφενός, ο εκζητούμενος να διαμένει στο κράτος μέλος εκτέλεσης, να είναι υπήκοός του ή να κατοικεί σε αυτό και, αφετέρου, το εν λόγω κράτος να δεσμεύεται να εκτελέσει, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, την ποινή ή το μέτρο ασφαλείας για τα οποία εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (14).
33. Όσον αφορά την πρώτη από τις προϋποθέσεις αυτές, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ο εκζητούμενος είναι «κάτοικος» του κράτους μέλους εκτελέσεως εφόσον έχει εκεί την πραγματική κατοικία του και «διαμένει» σε αυτό εφόσον, μετά από σταθερή παραμονή ορισμένης διάρκειας στο εν λόγω κράτος μέλος, δημιούργησε δεσμούς με το κράτος αυτό παρόμοιους προς εκείνους που δημιουργεί ένας κάτοικος (15).
34. Όσον αφορά τη δεύτερη από τις εν λόγω προϋποθέσεις, από το γράμμα του άρθρου 4, σημείο 6, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 προκύπτει ότι κάθε άρνηση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης προϋποθέτει πραγματική δέσμευση του κράτους μέλους εκτέλεσης να εκτελέσει τη στερητική της ελευθερίας ποινή που έχει επιβληθεί στον εκζητούμενο. Δεδομένου ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο καταδικάστηκε στο κράτος έκδοσης, τούτο επάγεται κατ’ ανάγκην ότι οι αρχές του κράτους εκτέλεσης αναγνωρίζουν την καταδικαστική απόφαση που εκδόθηκε εις βάρος του εν λόγω προσώπου σύμφωνα με τις διατάξεις της απόφασης-πλαισίου 2008/909 (16). Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι το κράτος αυτό δηλώνει ότι είναι «διατεθειμένο» να εκτελέσει την εν λόγω ποινή δεν μπορεί να δικαιολογήσει τέτοια άρνηση. Ως εκ τούτου, πριν από κάθε άρνηση εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, η δικαστική αρχή εκτελέσεως οφείλει να εξακριβώνει τη δυνατότητα πραγματικής εκτελέσεως της ποινής σύμφωνα με το εσωτερικό της δίκαιο (17).
35. Συνεπώς, πρέπει να διασφαλίζεται ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως δύναται να αρνηθεί να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης μόνον υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζεται η πραγματική εκτέλεση στο κράτος μέλος εκτέλεσης της επιβληθείσας εις βάρος του εκζητουμένου ποινής και επιτυγχάνεται επομένως λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που επιδιώκει η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 (18).
36. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 25 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, «[μ]ε την επιφύλαξη της απόφασης-πλαισίου [2002/584], οι διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαισίου εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στο μέτρο που συνάδουν με τις διατάξεις της εν λόγω απόφασης-πλαίσιο, στην εκτέλεση των ποινών στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα κράτος μέλος δεσμεύεται να εκτελέσει την ποινή σύμφωνα με το άρθρο 4, σημείο 6, της εν λόγω απόφασης-πλαισίου ή όταν, ενεργώντας στο πλαίσιο του άρθρου 5, σημείο 3, της ίδιας απόφασης-πλαισίου, έχει επιβάλει ως προϋπόθεση τη διαμεταγωγή του προσώπου στο εν λόγω κράτος μέλος προκειμένου να εκτίσει εκεί την ποινή, ώστε να αποφευχθεί η ατιμωρησία του ενδιαφερομένου». Το Δικαστήριο επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι η προβλεπόμενη από τον νομοθέτη της Ένωσης συνδυαστική εφαρμογή της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 και της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 πρέπει να συμβάλλει στην επίτευξη του σκοπού που συνίσταται στη διευκόλυνση της κοινωνικής επανεντάξεως του καταδικασθέντος και ότι η εν λόγω επανένταξη είναι προς το συμφέρον όχι μόνον του καταδικασθέντος αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης εν γένει (19).
37. Υπό το πρίσμα αυτό, η αιτιολογική σκέψη 12 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 αναφέρει ότι αυτή «εφαρμόζεται επίσης, τηρουμένων των αναλογιών, στην εκτέλεση των ποινών στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4, σημείο 6, και στο άρθρο 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου [2002/584]. Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι, με την επιφύλαξη της εν λόγω απόφασης-πλαισίου, το κράτος εκτέλεσης θα μπορούσε να ελέγξει την ύπαρξη των λόγων μη αναγνώρισης και μη εκτέλεσης που προβλέπονται στο άρθρο 9 της παρούσας απόφασης-πλαίσιο [...] ως προϋπόθεση για την αναγνώριση και την εκτέλεση της καταδικαστικής απόφασης, προκειμένου να διαπιστωθεί αν πρέπει να παραδοθεί το πρόσωπο ή να εκτελεστεί η ποινή στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4, σημείο 6, της απόφασης-πλαισίου [2002/584]». Ως εκ τούτου, ο νομοθέτης της Ένωσης δίνει έμφαση, χάριν παραδείγματος, στην εξακρίβωση από το κράτος μέλος εκτέλεσης της ύπαρξης των λόγων μη αναγνώρισης και μη εκτέλεσης που προβλέπονται στο άρθρο 9 της απόφασης-πλαισίου 2008/909.
38. Στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, ο ως άνω έλεγχος αφορά τον λόγο μη αναγνωρίσεως και μη εκτελέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου. Συγκεκριμένα, η ύπαρξη ενός τέτοιου λόγου θα μπορούσε να εμποδίσει την εφαρμογή του λόγου προαιρετικής μη εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Με άλλα λόγια, η άρνηση εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως βάσει του άρθρου 4, σημείο 6, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου προϋποθέτει ότι η ποινή μπορεί να εκτελεστεί στο κράτος μέλος εκτελέσεως, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει αν η δικαστική αρχή εκτελέσεως κρίνει ότι έχει εφαρμογή ο λόγος μη αναγνωρίσεως και μη εκτελέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909. Στο πλαίσιο αυτό, η ερμηνεία του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 πρέπει να αποσκοπεί στη διασφάλιση τόσο του σκοπού που συνίσταται στη διευκόλυνση της κοινωνικής επανεντάξεως του καταδικασθέντος όσο και του σκοπού της καταπολεμήσεως της ατιμωρησίας. Συγχρόνως, η συνεκτίμηση του λόγου μη αναγνωρίσεως και μη εκτελέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 πρέπει επίσης να έχει ως αποτέλεσμα να λαμβάνεται υπόψη το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να παρίσταται αυτοπροσώπως στη δίκη του.
39. Πράγματι, η διάταξη αυτή προβλέπει έναν προαιρετικό λόγο μη αναγνώρισης δικαστικής απόφασης που έχει εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος και μη εκτέλεσης της ποινής που επιβλήθηκε από αυτό, εάν ο καταδικασθείς δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που κατέληξε στην έκδοση της καταδικαστικής απόφασης. Ωστόσο, η δυνατότητα αυτή συνοδεύεται από τρεις εξαιρέσεις, απαριθμούμενες στα σημεία i έως iii της εν λόγω διατάξεως, οι οποίες στερούν από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως τη δυνατότητα να αρνηθεί την αναγνώριση και την εκτέλεση της αποφάσεως που της διαβιβάζεται.
40. Τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο βασίζονται σε πλείονες εκτιμήσεις.
41. Πρώτον, η Ιταλική Δημοκρατία μετέφερε με διαφορετικό τρόπο στο εθνικό της δίκαιο το άρθρο 4α παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 και το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, ενώ οι διατάξεις αυτές έχουν πανομοιότυπη διατύπωση. Στην πραγματικότητα, ενώ στην πρώτη περίπτωση απαιτείται, βάσει του ιταλικού δικαίου, ο ενδιαφερόμενος να έχει ενημερωθεί για την εις βάρος του διαδικασία, στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται ο ενδιαφερόμενος να τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης.
42. Δεύτερον, λαμβανομένης υπόψη της τελευταίας αυτής απαιτήσεως, η εξαίρεση που δεν επιτρέπει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως να προβάλει τον λόγο μη αναγνωρίσεως και μη εκτελέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω. Πράγματι, o ATAU φέρεται να μη γνώριζε την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης του.
43. Τρίτον, στο μέτρο που η ως άνω εξαίρεση δεν εφαρμόζεται, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης υποχρεούται, σύμφωνα με το ιταλικό δίκαιο, να αρνηθεί να αναγνωρίσει την απόφαση και να εκτελέσει την ποινή. Δεδομένου ότι ο λόγος της προαιρετικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δεν μπορεί, επομένως, να εφαρμοστεί, ο ATAU θα πρέπει να παραδοθεί στις σλοβακικές αρχές με σκοπό την εκτέλεση της ποινής του.
44. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων του αιτούντος δικαστηρίου, πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, αν η προϋπόθεση σχετικά με τη γνώση της προβλεπόμενης δίκης, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, απαιτεί ενημέρωση του ενδιαφερομένου σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης του. Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί εάν, όταν δεν πληρούται αυτή η προϋπόθεση, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης είναι δυνατόν να υποχρεωθεί, βάσει του εθνικού δικαίου, να αρνηθεί να αναγνωρίσει την απόφαση και να εκτελέσει την ποινή.
1. Για τη γνώση περί της προγραμματισμένης δίκης απαιτείται η ενημέρωση του ενδιαφερομένου σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης
45. Για τους λόγους που εξέθεσα με τις προτάσεις μου στην υπόθεση Höldermann (C‑447/24), τις οποίες ανέπτυξα σήμερα και στις οποίες παραπέμπω, εκτιμώ ότι η προϋπόθεση σχετικά με τη γνώση της προβλεπόμενης δίκης, η οποία μνημονεύεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, απαιτεί ενημέρωση του ενδιαφερομένου σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης. Λαμβανομένης υπόψη της διαφοράς ως προς τη μεταφορά στο ιταλικό δίκαιο της διατάξεως αυτής και του άρθρου 4α παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, διευκρινίζω ότι, κατά τη γνώμη μου, η διαφορά αυτή δεν έχει λόγο υπάρξεως, δεδομένου ότι φρονώ ότι, στο μέτρο που το γράμμα των δύο αυτών διατάξεων είναι πανομοιότυπο, η ίδια ερμηνεία πρέπει να γίνει δεκτή όσον αφορά την τελευταία αυτή διάταξη.
2. Ο έλεγχος των προϋποθέσεων του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909
α) Επί της πρώτης προϋπόθεσης: περιπτώσεις στις οποίες το ενδιαφερόμενο πρόσωπο θεωρείται ότι έχει ενημερωθεί επαρκώς
46. Προκειμένου να εξακριβωθεί αν πληρούται η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, εκτιμώ ότι είναι σκόπιμο να ληφθεί υπόψη η νομολογία σχετικά με την οδηγία 2016/343. Πράγματι, στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο προσδιόρισε περιπτώσεις στις οποίες το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πρέπει να θεωρείται ότι έχει ενημερωθεί για τη διεξαγωγή της δίκης του.
47. Συνεπώς, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν πληρούται η πρώτη προϋπόθεση που ορίζεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 2016/343, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 38 της ως άνω οδηγίας, θα πρέπει να αποδίδεται ιδιαίτερη προσοχή τόσο στη δέουσα προσπάθεια που κατέβαλαν οι δημόσιες αρχές για να ενημερώσουν τον ερήμην καταδικασθέντα σχετικά με τη διεξαγωγή της δίκης του όσο και στη δέουσα προσπάθεια που κατέβαλε ο ερήμην καταδικασθείς προκειμένου να λάβει τις σχετικές με τη δίκη πληροφορίες. Κατά συνέπεια, κατά το Δικαστήριο, για τους σκοπούς της εκτίμησης της προμνησθείσας προϋπόθεσης ιδιαίτερη σημασία έχουν τυχόν ακριβείς και αντικειμενικές ενδείξεις περί του ότι το εν λόγω πρόσωπο, μολονότι έχει ενημερωθεί επισήμως ότι κατηγορείται για την τέλεση ποινικού αδικήματος, ούτως ώστε να γνωρίζει ότι επρόκειτο να διεξαχθεί δίκη εις βάρος του, ενεργεί εσκεμμένως κατά τρόπο που κατατείνει στο να μην καταστεί δυνατόν να λάβει επισήμως τις σχετικές με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης πληροφορίες. Η ύπαρξη τέτοιων ακριβών και αντικειμενικών ενδείξεων μπορεί, για παράδειγμα, να διαπιστωθεί όταν το εν λόγω πρόσωπο έχει δηλώσει εσκεμμένως εσφαλμένη διεύθυνση στις αρμόδιες αρχές ή δεν εντοπίζεται πλέον στη διεύθυνση την οποία είχε δηλώσει (20). Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος εμπόδισε εσκεμμένως το κράτος να τον ενημερώσει συνιστά περίσταση κρίσιμη για τον προσδιορισμό της επάρκειας των πληροφοριών που του παρασχέθηκαν.
48. Το Δικαστήριο έκρινε ότι θα μπορεί να γίνει δεκτό ως προς ερήμην καταδικασθέντα ότι είχε στη διάθεσή του επαρκείς πληροφορίες ούτως ώστε να έχει επίγνωση του ότι επρόκειτο να διεξαχθεί δίκη εις βάρος του εάν αυτός έλαβε αρχικό κατηγορητήριο του οποίου το περιεχόμενο αντιστοιχεί, όσον αφορά τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά και τον νομικό χαρακτηρισμό τους, στο περιεχόμενο του οριστικού κατηγορητηρίου που συντάχθηκε εις βάρος του (21).
49. Επομένως, όταν ο ενδιαφερόμενος διέφυγε αφότου έλαβε τέτοιο αρχικό κατηγορητήριο, επιτρέπεται στα κράτη μέλη να θεωρούν ότι η έγκαιρη αποστολή, από τις αρμόδιες αρχές, επίσημου εγγράφου στο οποίο αναγράφονται η ημερομηνία και ο τόπος διεξαγωγής της δίκης στη διεύθυνση την οποία ο ενδιαφερόμενος είχε γνωστοποιήσει στις αρχές αυτές κατά το στάδιο της ανάκρισης και η προσκομισθείσα απόδειξη περί του ότι το έγγραφο αυτό πράγματι παραδόθηκε στη διεύθυνση αυτή επέχουν θέση ενημέρωσης του εν λόγω προσώπου όσον αφορά την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2016/343. Εντούτοις, τούτο μπορεί να ισχύει μόνον υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω αρχές κατέβαλαν δέουσες προσπάθειες προκειμένου να εντοπίσουν το ίδιο πρόσωπο και να το κλητεύσουν αυτοπροσώπως ή να του παράσχουν επισήμως ενημέρωση, με άλλα μέσα, σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης, όπως προβλέπει η αιτιολογική σκέψη 36 της οδηγίας αυτής. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί να θεωρηθεί ότι ο ενδιαφερόμενος ενημερώθηκε σχετικά με τη δίκη (22). Η έλλειψη επιμέλειας του ενδιαφερομένου, λόγω της διαφυγής του, μπορεί επομένως να οδηγήσει σε πλάσμα δικαίου, ήτοι ότι ενημερώθηκε δεόντως σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης του.
50. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει εάν ο ATAU πρέπει να θεωρηθεί ότι ενημερώθηκε σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης του. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να προσδιορίσει τυχόν ακριβείς και αντικειμενικές ενδείξεις περί του ότι ο ATAU, μολονότι έχει ενημερωθεί επισήμως ότι κατηγορείται για την τέλεση ποινικού αδικήματος, ούτως ώστε να γνωρίζει ότι επρόκειτο να διεξαχθεί δίκη εις βάρος του, ενεργεί εσκεμμένως κατά τρόπο που κατατείνει στο να μην καταστεί δυνατόν να ενημερωθεί επισήμως για την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης.
51. Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρείχε το αιτούν δικαστήριο, μολονότι ο ATAU ουδέποτε έλαβε κλήτευση με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης, εντούτοις γνώριζε ότι εκκρεμούσε η εις βάρος του δίκη. Συγκεκριμένα, είχε συλληφθεί και τεθεί υπό προσωρινή κράτηση στη Σλοβακία στις 28 Σεπτεμβρίου 2009 για την ίδια παράβαση και, στη συνέχεια, στις 15 Δεκεμβρίου 2009, αφέθηκε ελεύθερος και τοποθετήθηκε σε καταυλισμό προσφύγων στο σλοβακικό έδαφος. Στη συνέχεια διέφυγε, χωρίς να επιστρέψει και χωρίς να κοινοποιήσει διεύθυνση κατοικίας για τις κλητεύσεις και, επομένως, δεν στάθηκε δυνατό να ενημερωθεί για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης ούτε για το ότι η απόφαση επρόκειτο να εκδοθεί ακόμη και σε περίπτωση μη εμφάνισής του στη δίκη.
52. Βάσει των ανωτέρω στοιχείων, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, αφού ζητήσει πληροφορίες από τη δικαστική αρχή έκδοσης, όπου κρίνεται σκόπιμο, να διαπιστώσει εάν ο ATAU διέφυγε αφού έλαβε γνώση της κατηγορίας εις βάρος του, χωρίς να επιστρέψει και χωρίς να κοινοποιήσει διεύθυνση κατοικίας για τις κλητεύσεις. Δεδομένου ότι ο ATAU είχε συλληφθεί και τεθεί υπό προσωρινή κράτηση στη Σλοβακία, πιθανολογείται ότι έλαβε τις εν λόγω πληροφορίες σε αυτό το στάδιο της ποινικής διαδικασίας. Επομένως, φαίνεται ότι υφίσταται συγκεκριμένη και αντικειμενική ένδειξη περί του ότι το εν λόγω πρόσωπο, γνωρίζοντας ότι επρόκειτο να διεξαχθεί δίκη εις βάρος του, ενήργησε εσκεμμένως κατά τρόπο που κατατείνει στο να μην καταστεί δυνατόν να λάβει επισήμως τις σχετικές με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης πληροφορίες. Πάντως, για να θεωρηθεί ότι ο ATAU έλαβε αυτές τις πληροφορίες, πρέπει οι σλοβακικές αρχές να έχουν καταβάλει δέουσες προσπάθειες προκειμένου να τον εντοπίσουν και να τον κλητεύσουν αυτοπροσώπως ή να του παράσχουν, με άλλα μέσα, επισήμως πληροφορίες σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης.
β) Επί της δεύτερης προϋπόθεσης: η εντολή σε δικηγόρο που υπερασπίστηκε τον ενδιαφερόμενο κατά τη διάρκεια της δίκης
53. Όσον αφορά την εκπροσώπηση από εξουσιοδοτημένο δικηγόρο, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η ύπαρξη «εντολής», κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2016/343, επιτάσσει ο ενδιαφερόμενος να έχει αναθέσει ο ίδιος σε δικηγόρο, ενδεχομένως στον δικηγόρο που έχει διορισθεί αυτεπαγγέλτως, την αποστολή να τον εκπροσωπήσει στην ερήμην δίκη του (23). Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι ερήμην καταδικασθείς εκπροσωπήθηκε από αυτεπαγγέλτως διορισθέντα δικηγόρο κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας που διεξήχθη ερήμην του δεν αρκεί για να πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση της ως άνω διάταξης (24).
54. Κατά το Δικαστήριο, η εκπροσώπηση από δικηγόρο καθιστά δυνατό να αποδειχθεί ότι ο ερημοδικασθείς παραιτήθηκε οικειοθελώς και κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση από το δικαίωμά του παράστασης στη δίκη του μόνον στην περίπτωση που ανέθεσε συνειδητά στον συγκεκριμένο δικηγόρο τη μέριμνα να τον υπερασπιστεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, γεγονός που προϋποθέτει ότι τον διόρισε ειδικά για να τον εκπροσωπήσει, ενόσω ο ίδιος θα είναι απών, στη δίκη του (25). Συνεπώς, τυχόν επικοινωνία μεταξύ του ερήμην καταδικασθέντος και αυτεπαγγέλτως διορισθέντος δικηγόρου η οποία έλαβε χώρα αποκλειστικά και μόνον κατά το στάδιο της ανάκρισης δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής απόδειξη περί του ότι το εν λόγω πρόσωπο εκπροσωπήθηκε, κατά την ερήμην δίκη του, «από εξουσιοδοτημένο δικηγόρο», κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2016/343 (26). Εναπόκειται, συνεπώς, στο αρμόδιο δικαστήριο να εξακριβώσει εάν από τα στοιχεία που διαθέτει προκύπτει ότι ο ενδιαφερόμενος ανέθεσε, κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση, στον αυτεπαγγέλτως διορισθέντα δικηγόρο την εντολή να τον εκπροσωπήσει, ενόσω ο ίδιος θα είναι απών, ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου (27).
55. Βάσει των ανωτέρω στοιχείων, τα οποία φρονώ ότι πρέπει να καθοδηγήσουν την εξέταση της δεύτερης προϋποθέσεως του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν πληρούται η προϋπόθεση αυτή. Υπό το πρίσμα αυτό, υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, μολονότι ο ATAU δεν είχε συμμετάσχει αυτοπροσώπως στη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης της 23ης Αυγούστου 2010, εντούτοις είχε επικουρηθεί και εκπροσωπηθεί από δικηγόρο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.
56. Αν το αιτούν δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της εξαιρέσεως του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, δεν θα ήταν δυνατή η άρνηση της αναγνώρισης της καταδικαστικής αποφάσεως και της εκτέλεσης της ποινής στην Ιταλία. Επομένως, δεν υφίσταται κώλυμα ώστε, στο πλαίσιο της εφαρμογής του προαιρετικού λόγου αρνήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, η Ιταλία να δεσμευθεί να εκτελέσει τη στερητική της ελευθερίας ποινή που επιβλήθηκε κατά του ATAU.
57. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν το αιτούν δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι δεν μπορεί να υποχρεωθεί, βάσει του εθνικού του δικαίου, να αρνηθεί να αναγνωρίσει την απόφαση και να εκτελέσει την ποινή. Συγκεκριμένα, διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως προκειμένου να αποφασίσει αν θα εφαρμόσει ή όχι τον λόγο μη αναγνωρίσεως και μη εκτελέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909.
58. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο και βάσει των προεκτεθέντων, είναι πλέον σκόπιμο να δοθούν πιο άμεσες απαντήσεις στα ζητήματα που θέτει το αιτούν δικαστήριο.
3. Επί του προαιρετικού χαρακτήρα του λόγου μη αναγνωρίσεως και μη εκτελέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 και επί του περιθωρίου εκτιμήσεως που πρέπει να διαθέτει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως
59. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινισθεί αν το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 επιβάλλει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως να αρνηθεί να αναγνωρίσει και να εκτελέσει καταδικαστική απόφαση όταν διαπιστώνει ότι καμία από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στη διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή. Με άλλα λόγια, διερωτάται εάν η διαπίστωση αυτή αποκλείει την εκ μέρους του δυνατότητα ασκήσεως εξουσίας εκτιμήσεως να αποφασίσει περί της άρνησης ή μη της αναγνώρισης της καταδικαστικής απόφασης.
60. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως ισχύει και στην περίπτωση του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, ο νομοθέτης της Ένωσης αποφάσισε, στο πλαίσιο του μηχανισμού της αναγνώρισης και της εκτέλεσης των αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις, να προσδώσει ιδιαίτερη σημασία στο δικαίωμα του κατηγορουμένου να παρίσταται αυτοπροσώπως στη δίκη του προβλέποντας, στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, έναν προαιρετικό λόγο αρνήσεως αναγνωρίσεως και εκτελέσεως ο οποίος αφορά ειδικώς την προστασία του εν λόγω δικαιώματος (28). Επιπλέον, ο λόγος αυτός πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 47, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, καθώς και του άρθρου 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (29).
61. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι από το γράμμα του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 προκύπτει ότι η διάταξη αυτή προβλέπει λόγο προαιρετικής μη εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που έχει εκδοθεί με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας, στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη η οποία κατέληξε στην καταδίκη του. Η ανωτέρω ευχέρεια, πάντως, συνδυάζεται με τέσσερις εξαιρέσεις, προβλεπόμενες αντιστοίχως στα στοιχεία αʹ έως δʹ της εν λόγω διάταξης, οι οποίες στερούν από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως τη δυνατότητα να αρνηθεί να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης που της διαβιβάστηκε (30).
62. Συνεπώς, η δικαστική αρχή εκτελέσεως έχει την ευχέρεια να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που έχει εκδοθεί με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας, εάν ο ενδιαφερόμενος δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που κατέληξε στην έκδοση της σχετικής απόφασης, εκτός εάν στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αναγράφεται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται, αντιστοίχως, στα στοιχεία αʹ έως δʹ του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 (31). Συναφώς, το Δικαστήριο επισήμανε ότι το άρθρο 4α περιορίζει, επομένως, τη δυνατότητα αρνήσεως εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, απαριθμώντας, με συγκεκριμένο και ενιαίο τρόπο, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες δεν χωρεί άρνηση αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αποφάσεως εκδοθείσας κατόπιν δίκης στην οποία ο ενδιαφερόμενος δεν παρέστη αυτοπροσώπως (32).
63. Επομένως, η δικαστική αρχή εκτελέσεως υποχρεούται να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, παρά την απουσία του ενδιαφερομένου από τη δίκη που κατέληξε στην έκδοση της σχετικής απόφασης, όταν διαπιστώνεται η συνδρομή κάποιας από τις περιστάσεις που προβλέπονται, αντιστοίχως, στα στοιχεία αʹ έως δʹ του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου (33).
64. Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, στο μέτρο που το άρθρο 4α προβλέπει περίπτωση προαιρετικής μη εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η δικαστική αρχή εκτελέσεως μπορεί, εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αφού διαπιστώσει ότι οι περιστάσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στο προηγούμενο σημείο των παρουσών προτάσεων δεν αφορούν την κατάσταση του ατόμου σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, να λάβει υπόψη άλλες περιστάσεις που της παρέχουν τη δυνατότητα να βεβαιωθεί ότι η παράδοση του ενδιαφερομένου δεν συνεπάγεται προσβολή των δικαιωμάτων του άμυνας (34).
65. Συναφώς, το Δικαστήριο στηρίχθηκε στο ίδιο το γράμμα του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, ιδίως στην επισήμανση ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως «δύναται […] να αρνηθεί» την εκτέλεση του εντάλματος συλλήψεως, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω αρχή πρέπει, σε μια τέτοια περίπτωση, να διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά το κατά πόσον πρέπει ή όχι να αρνηθεί να προβεί στην εκτέλεση όταν το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως δεν περιέχει καμία από τις ενδείξεις που μνημονεύονται στα στοιχεία αʹ έως δʹ της εν λόγω διάταξης (35).
66. Κατά το Δικαστήριο, η ως άνω ερμηνεία επιρρωννύεται από τη γενική οικονομία της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου. Πράγματι, η εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως αποτελεί τον κανόνα που θεσπίζει η απόφαση-πλαίσιο, ενώ οι λόγοι άρνησης αναγνωρίσεως και εκτελέσεως συνιστούν εξαιρέσεις. Ωστόσο, το να στερείται η δικαστική αρχή εκτέλεσης τη δυνατότητα να λάβει υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης, με βάση τις οποίες μπορεί να έκρινε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της άρνησης παράδοσης, θα είχε ως αποτέλεσμα την αντικατάσταση της δυνατότητας απλώς άρνησης εκτέλεσης που προβλέπεται στο άρθρο 4α της ίδιας αποφάσεως-πλαισίου με πραγματική υποχρέωση, μετατρέποντας, ως εκ τούτου, σε γενικό κανόνα την εξαίρεση την οποία συνιστά η άρνηση παράδοσης (36).
67. Συνεπώς, όταν δεν πληρούται καμία από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα στοιχεία αʹ έως δʹ του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν μπορεί να υποχρεωθεί να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να λάβει υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης (37).
68. Ως εκ τούτου, η εκτελούσα δικαστική αρχή δύναται, υπό το πρίσμα αυτό, να λάβει υπόψη άλλες περιστάσεις οι οποίες της παρέχουν τη δυνατότητα να βεβαιωθεί ότι η παράδοση του ενδιαφερομένου δεν συνεπάγεται προσβολή των δικαιωμάτων του άμυνας και, ακολούθως, να προβεί στην παράδοση του προσώπου στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος. Συναφώς, μπορεί, μεταξύ άλλων, να ληφθεί υπόψη η συμπεριφορά την οποία επέδειξε ο ενδιαφερόμενος, ιδίως το γεγονός ότι επιχείρησε να αποφύγει την παραλαβή της κοινοποιήσεως των σχετικών πληροφοριών ή να αποφύγει οποιαδήποτε επαφή με τους δικηγόρους του (38).
69. Συνακόλουθα, όταν η δικαστική αρχή εκτελέσεως εξακριβώνει αν πληρούται μια από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4α, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, η εν λόγω αρχή δεν κωλύεται να βεβαιωθεί ότι τα δικαιώματα άμυνας του ενδιαφερομένου έτυχαν σεβασμού, λαμβάνοντας προς τούτο δεόντως υπόψη το σύνολο των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν την υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί, περιλαμβανομένων των πληροφοριών τις οποίες μπορεί να συλλέξει η ίδια (39).
70. Κατόπιν των ως άνω διευκρινίσεων, επισημαίνω ότι οι κανόνες περί ερημοδικίας οι οποίοι περιλαμβάνονται στις αποφάσεις-πλαίσια 2002/584 και 2008/909, έχουν την ίδια προέλευση, ήτοι την απόφαση-πλαίσιο 2009/299, και επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, δηλαδή, μεταξύ άλλων, ακριβώς την ενίσχυση των δικαιωμάτων άμυνας των ενδιαφερομένων, διασφαλίζοντας τον σεβασμό του θεμελιώδους δικαιώματός τους σε δίκαιη ποινική δίκη (40) και, συγχρόνως, τη βελτίωση της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών (41). Επιπλέον, η τρέχουσα διατύπωση του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της απόφασης-πλαισίου 2008/909 και εκείνη του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν, αντιστοίχως, με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299, συμπίπτουν, γεγονός που, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 4 και 6 της απόφασης-πλαισίου 2009/299, αντικατοπτρίζει τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να καθορίσει, με συγκεκριμένο και ενιαίο τρόπο, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες δεν χωρεί άρνηση αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αποφάσεως εκδοθείσας κατόπιν δίκης στην οποία ο ενδιαφερόμενος δεν παρέστη αυτοπροσώπως (42).
71. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, εκτιμώ ότι τα διδάγματα που αντλούνται από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 πρέπει να εφαρμοστούν, κατ’ αναλογίαν, στον προαιρετικό λόγο μη αναγνωρίσεως και μη εκτελέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909.
72. Τούτο σημαίνει ότι, εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή των εξαιρέσεων που προβλέπονται στην ως άνω διάταξη, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως ώστε να κρίνει, κατά περίπτωση, εάν θα επικαλεστεί τον λόγο μη αναγνώρισης και μη εκτέλεσης. Στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζεται ο κανόνας της προαιρετικής μη εκτέλεσης. Συνεπώς, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να λάβει υπόψη άλλες περιστάσεις που της επιτρέπουν να διασφαλίσει ότι η αναγνώριση μιας δικαστικής απόφασης και η εκτέλεση μιας ποινής δεν συνεπάγονται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του ενδιαφερομένου. Η εν λόγω αρχή πρέπει επομένως να έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει υπόψη τη συμπεριφορά του ενδιαφερομένου, συμπεριλαμβανομένων περιστάσεων που αποδεικνύουν ότι επιδίωξε να αποφύγει την επίδοση των εγγράφων με τα οποία γνωστοποιούνται οι σχετικές πληροφορίες ή να αποφύγει οποιαδήποτε επαφή με τους δικηγόρους του.
73. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης, ασκώντας την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει, μπορεί να διασφαλίσει ισορροπία μεταξύ των σκοπών της καταπολέμησης της ατιμωρησίας, της διευκόλυνσης της κοινωνικής επανένταξης του καταδικασθέντος και της εγγύησης των δικαιωμάτων άμυνας αυτού. Φρονώ ότι πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη, στο πλαίσιο της σταθμίσεως που πρέπει να επιτευχθεί μεταξύ των διαφόρων διακυβευόμενων συμφερόντων, το γεγονός ότι ο καταδικασθείς έχει ζητήσει την εκτέλεση της ποινής του στο κράτος μέλος εκτέλεσης (43).
74. Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ιταλική ρύθμιση υποχρεώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης να αρνηθεί να αναγνωρίσει καταδικαστική απόφαση και να εκτελέσει ποινή επιβληθείσα σε άλλο κράτος μέλος σε περίπτωση κατά την οποία δεν έχει εφαρμογή καμία από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της απόφασης-πλαισίου 2008/909. Συνεπώς, η ως άνω ρύθμιση δεν καταλείπει στην εν λόγω αρχή κανένα περιθώριο εκτιμήσεως ώστε αυτή να διακριβώσει, βάσει των περιστάσεων της υπόθεσης, κατά πόσον τα δικαιώματα άμυνας του ενδιαφερόμενου προσώπου μπορούν να θεωρηθούν ότι έγιναν σεβαστά και, ως εκ τούτου, να αποφασίσει αν θα αναγνωρίσει και εκτελέσει την επίμαχη καταδικαστική απόφαση.
75. Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μια τέτοια εθνική ρύθμιση είναι αντίθετη προς το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909.
76. Λαμβανομένης υπόψη της ως άνω διαπίστωσης περί ασυμβατότητας, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει σε εθνικό δικαστήριο να αφήσει ανεφάρμοστη διάταξη του εθνικού δικαίου μη συμβατή με τις διατάξεις της απόφασης-πλαισίου 2002/584 ή της απόφασης-πλαισίου 2008/909, δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές δεν έχουν άμεσο αποτέλεσμα. Εντούτοις, οι αρχές των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων, οφείλουν να προβαίνουν, κατά το μέτρο του δυνατού, σε σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας τους η οποία να καθιστά δυνατή την επίτευξη ενός αποτελέσματος συμβατού με τον σκοπό που επιδιώκει η συγκεκριμένη απόφαση-πλαίσιο (44).
77. Συγκεκριμένα, μολονότι οι αποφάσεις-πλαίσια δεν μπορούν να παράγουν άμεσο αποτέλεσμα, εντούτοις, ο δεσμευτικός χαρακτήρας τους συνεπάγεται ότι οι εθνικές αρχές υπέχουν υποχρέωση σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού τους δικαίου από την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας για τη μεταφορά των εν λόγω αποφάσεων-πλαισίων στην εθνική έννομη τάξη. Επομένως, κατά την εφαρμογή του εθνικού δικαίου, οι αρχές αυτές οφείλουν να το ερμηνεύουν, κατά το μέτρο του δυνατού, με γνώμονα το γράμμα και τον σκοπό της οικείας απόφασης-πλαισίου, προκειμένου να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα που επιδιώκεται με αυτήν, αποκλειομένης πάντως της contra legem ερμηνείας του εθνικού δικαίου. Συνεπώς, η αρχή της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας επιβάλλει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και να εφαρμόζονται οι αναγνωρισμένες από αυτό μέθοδοι ερμηνείας, προκειμένου να διασφαλίζεται η πλήρης αποτελεσματικότητα της οικείας απόφασης-πλαισίου και να επιτυγχάνεται λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που αυτή επιδιώκει (45).
78. Επομένως, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού του δικαίου και εφαρμόζοντας τις αναγνωρισμένες από το δίκαιο αυτό μεθόδους ερμηνείας, να ερμηνεύσει την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση, στο μέτρο του δυνατού, υπό το πρίσμα του γράμματος και του σκοπού των αποφάσεων-πλαισίων 2002/584 και 2008/909.
V. Πρόταση
79. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Corte di appello di Napoli (εφετείο Νάπολης, Ιταλία) ως εξής:
Το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, και το άρθρο 25 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για τον σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως τροποποιήθηκαν με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009,
έχουν την έννοια ότι:
στο πλαίσιο της εφαρμογής του λόγου προαιρετικής μη εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, ο οποίος μνημονεύεται στην πρώτη από τις διατάξεις αυτές, σε περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί το εν λόγω ένταλμα δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη δίκη του, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης έχει τη δυνατότητα, και όχι την υποχρέωση, να αρνηθεί να αναγνωρίσει την καταδικαστική απόφαση και να εκτελέσει την ποινή, εφόσον δεν έχει εφαρμογή καμία από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στη δεύτερη από τις εν λόγω διατάξεις.
Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται, λαμβάνοντας υπόψη το εσωτερικό του δίκαιο στο σύνολό του και εφαρμόζοντας τις αναγνωρισμένες από το δίκαιο αυτό ερμηνευτικές μεθόδους, να ερμηνεύσει την εθνική του ρύθμιση, στο μέτρο του δυνατού, με γνώμονα το γράμμα και τον σκοπό των αποφάσεων-πλαισίων 2002/584 και 2008/909, όπως αυτές τροποποιήθηκαν.
1 Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.
i H ονομασία που έχει δοθεί στην υπό κρίση υπόθεση είναι πλασματική. Δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό όνομα κανενός διαδίκου.
2 Βλ. αιτιολογική σκέψη 33 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας (ΕΕ 2016, L 65, σ. 1). Βλ., επίσης, απόφαση της 20ής Μαΐου 2025, Kachev (C‑135/25 PPU, στο εξής: απόφαση Kachev, EU:C:2025:366, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
3 Βλ. αιτιολογική σκέψη 35 της οδηγίας 2016/343. Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 1 της απόφασης-πλαισίου 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για την τροποποίηση των αποφάσεων-πλαισίων 2002/584/ΔΕΥ, 2005/214/ΔΕΥ, 2006/783/ΔΕΥ, 2008/909/ΔΕΥ και 2008/947/ΔΕΥ, για την ενίσχυση των δικονομικών δικαιωμάτων των προσώπων και την προώθηση της εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης αποφάσεων που εκδίδονται ερήμην του ενδιαφερομένου στη δίκη (ΕΕ 2009, L 81, σ. 24).
4 ΕΕ 2002, L 190, σ. 1.
5 ΕΕ 2008, L 327, σ. 27.
6 Στο εξής: απόφαση‑πλαίσιο 2002/584 και απόφαση‑πλαίσιο 2008/909, αντίστοιχα.
7 Στην εν λόγω υπόθεση, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, το οποίο δεν είχε διαφύγει πριν από τη δίκη, είχε επισημάνει τη διεύθυνση του γραφείου του δικηγόρου του, στον οποίο είχε δώσει εντολή να το εκπροσωπήσει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου και της διαδικασίας ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ως τη διεύθυνση στην οποία οι αρμόδιες αρχές μπορούσαν να του επιδίδουν κλητεύσεις.
8 GURI αριθ. 98, της 29ης Απριλίου 2005, σ. 6.
9 GURI αριθ. 230, της 1ης Οκτωβρίου 2010, σ. 1.
10 Στο εξής: απόφαση της 23ης Αυγούστου 2010.
11 Η υπογράμμιση δική μου.
12 Η υπογράμμιση δική μου.
13 Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 29ης Ιουνίου 2017, Popławski (C‑579/15, EU:C:2017:503, σκέψεις 21 και 23)· της 29ης Απριλίου 2021, X (Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης – Ne bis in idem) (C‑665/20 PPU, EU:C:2021:339, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)· της 6ης Ιουνίου 2023, O. G. (Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης κατά υπηκόου τρίτης χώρας) (C‑700/21, στο εξής: απόφαση O. G., EU:C:2023:444, σκέψη 49), και της 4ης Σεπτεμβρίου 2025, C.J. (Εκτέλεση ποινής κατόπιν εκδόσεως ΕΕΣ) (C‑305/22, στο εξής: απόφαση C.J., EU:C:2025:665, σκέψη 44).
14 Βλ., ιδίως, αποφάσεις O. G. (σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και C.J. (σκέψη 43).
15 Βλ., ιδίως, απόφαση O. G. (σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
16 Βλ., ιδίως, αποφάσεις O. G. (σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και C.J. (σκέψη 52). Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο στην τελευταία αυτή απόφαση, στο πλαίσιο της εφαρμογής του λόγου προαιρετικής μη εκτέλεσης που προβλέπεται στο άρθρο 4, σημείο 6, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, η ανάληψη, από το κράτος εκτέλεσης, της εκτέλεσης της ποινής η οποία επιβλήθηκε με την καταδικαστική απόφαση που εκδόθηκε στο κράτος έκδοσης και η οποία δικαιολόγησε την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εξαρτάται από τη συγκατάθεση του κράτους έκδοσης, σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπει η απόφαση-πλαίσιο 2008/909 (σκέψη 67 της εν λόγω απόφασης).
17 Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Popławski (C‑573/17, EU:C:2019:530, σκέψη 88 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
18 Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Popławski (C‑573/17, EU:C:2019:530, σκέψη 92 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
19 Βλ. αποφάσεις της 11ης Μαρτίου 2020, SF (Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης – Εγγύηση διαμεταγωγής στο κράτος μέλος εκτέλεσης) (C‑314/18, EU:C:2020:191, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και C.J. (σκέψη 81). Εντούτοις, το Δικαστήριο διευκρίνισε στην τελευταία αυτή απόφαση ότι, αν το κράτος μέλος εκτέλεσης μπορούσε, στηριζόμενο στον ως άνω σκοπό, να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος προς τον σκοπό της εκτέλεσης στερητικής της ελευθερίας ποινής, χωρίς τη συγκατάθεση του κράτους μέλους έκδοσης όσον αφορά την ανάληψη της εκτέλεσης από το πρώτο κράτος, τούτο θα μπορούσε να συνεπάγεται υψηλό κίνδυνο ατιμωρησίας προσώπων που προσπαθούν να διαφύγουν από τη δικαιοσύνη μετά την καταδίκη τους σε κάποιο κράτος μέλος και θα έθετε, εν τέλει, σε κίνδυνο την αποτελεσματική λειτουργία του απλουστευμένου συστήματος παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών που θεσπίστηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584 (σκέψη 82 της εν λόγω απόφασης).
20 Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Kachev (σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
21 Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Kachev (σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
22 Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Kachev (σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
23 Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Kachev (σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
24 Βλ. απόφαση Kachev (σκέψη 59).
25 Βλ. απόφαση Kachev (σκέψη 61).
26 Βλ. απόφαση Kachev (σκέψη 62).
27 Βλ. απόφαση Kachev (σκέψη 63).
28 Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 23ης Μαρτίου 2023, Minister for Justice and Equality (Άρση αναστολής) [C‑514/21 και C‑515/21, στο εξής: απόφαση Minister for Justice and Equality (Άρση αναστολής), EU:C:2023:235, σκέψη 64].
29 Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Minister for Justice and Equality (Άρση αναστολής) (σκέψεις 60, 61 και 64).
30 Βλ., ιδίως, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Ερήμην καταδίκη) [C‑396/22, στο εξής: απόφαση Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Ερήμην καταδίκη), EU:C:2023:1029, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
31 Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Ερήμην καταδίκη) (σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
32 Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Minister for Justice and Equality (Άρση αναστολής) (σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
33 Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Ερήμην καταδίκη) (σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
34 Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Ερήμην καταδίκη) (σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
35 Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Minister for Justice and Equality (Άρση αναστολής) (σκέψεις 75 και 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
36 Βλ. απόφαση Minister for Justice and Equality (Άρση αναστολής) (σκέψη 77).
37 Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Minister for Justice and Equality (Άρση αναστολής) (σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
38 Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Minister for Justice and Equality (Άρση αναστολής) (σκέψη 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., επίσης, απόφαση Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Ερήμην καταδίκη) (σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
39 Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Ερήμην καταδίκη) (σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
40 Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Minister for Justice and Equality (Άρση αναστολής) (σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
41 Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Minister for Justice and Equality (Άρση αναστολής) (σκέψη 50).
42 Βλ., συναφώς, απόφαση Minister for Justice and Equality (Άρση αναστολής) (σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
43 Στις προτάσεις που ανέπτυξα σήμερα στην υπόθεση Höldermann (C‑447/24) εκθέτω τους λόγους για τους οποίους εκτιμώ ότι το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος ζήτησε από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση να εκτελεστεί η ποινή στο κράτος μέλος εκτέλεσης δεν πληροί, αυτό καθεαυτό, τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο iii, της απόφασης-πλαισίου 2008/909. Βεβαίως, η στάση του ATAU ενέχει ενδεχομένως αντίφαση καθόσον, με το αίτημά του να εκτελεστεί η ποινή του στην Ιταλία, φαίνεται να αποδέχεται την ποινή αυτή. Ωστόσο, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ο ATAU μπορεί να υποβάλει τέτοιο αίτημα, επιφυλασσόμενος παράλληλα του δικαιώματός του να ζητήσει τη διεξαγωγή νέας δίκης. Επιπλέον, επισημαίνω ότι ο εκπρόσωπος του ATAU δήλωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι θα μπορούσε ακόμη να ασκήσει το εν λόγω δικαίωμα. Τα ανωτέρω στοιχεία περιλαμβάνονται στις περιστάσεις που η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να λάβει υπόψη στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει.
44 Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Ερήμην καταδίκη) (C‑398/22, EU:C:2023:1031, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
45 Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Ερήμην καταδίκη) (C‑398/22, EU:C:2023:1031, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).