This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62023CJ0224
Judgment of the Court (Second Chamber) of 5 September 2024.#Penya Barça Lyon : Plus que des supporters (PBL) and Issam Abdelmouine v European Commission.#Appeal – State aid – Complaint concerning State aid that enabled a football club to hire a player previously employed by another club – Complaint lodged by one of the socios of the latter club, set up as a not-for-profit association – European Commission decision finding that no ‘interested party’ entitled to lodge a complaint is present – Regulation (EU) 2015/1589 – Article 1(h) – Notions of ‘interested party’ and ‘person whose interests might be affected by the granting of aid’.#Case C-224/23 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 5ης Σεπτεμβρίου 2024.
Penya Barça Lyon: Plus que des supporters (PBL) και Issam Abdelmouine κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Καταγγελία σχετικά με κρατική ενίσχυση η οποία παρέσχε σε ποδοσφαιρικό σύλλογο τη δυνατότητα να προσλάβει ποδοσφαιριστή ο οποίος έως τότε αγωνιζόταν σε άλλο σύλλογο – Καταγγελία υποβληθείσα από ένα εκ των socios του δευτέρου συλλόγου, συσταθέντος υπό μορφή μη κερδοσκοπικής ενώσεως – Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται η έλλειψη της ιδιότητας του “ενδιαφερόμενου μέρους” το οποίο δύναται να υποβάλει καταγγελία – Κανονισμός (ΕE) 2015/1589 – Άρθρο 1, στοιχείο ηʹ – Έννοια των όρων “ενδιαφερόμενο μέρος” και “πρόσωπο [του οποίου] τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης”.
Υπόθεση C-224/23 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 5ης Σεπτεμβρίου 2024.
Penya Barça Lyon: Plus que des supporters (PBL) και Issam Abdelmouine κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Καταγγελία σχετικά με κρατική ενίσχυση η οποία παρέσχε σε ποδοσφαιρικό σύλλογο τη δυνατότητα να προσλάβει ποδοσφαιριστή ο οποίος έως τότε αγωνιζόταν σε άλλο σύλλογο – Καταγγελία υποβληθείσα από ένα εκ των socios του δευτέρου συλλόγου, συσταθέντος υπό μορφή μη κερδοσκοπικής ενώσεως – Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται η έλλειψη της ιδιότητας του “ενδιαφερόμενου μέρους” το οποίο δύναται να υποβάλει καταγγελία – Κανονισμός (ΕE) 2015/1589 – Άρθρο 1, στοιχείο ηʹ – Έννοια των όρων “ενδιαφερόμενο μέρος” και “πρόσωπο [του οποίου] τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης”.
Υπόθεση C-224/23 P.
Court reports – general
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:682
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)
της 5ης Σεπτεμβρίου 2024 ( *1 )
«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Καταγγελία σχετικά με κρατική ενίσχυση η οποία παρέσχε σε ποδοσφαιρικό σύλλογο τη δυνατότητα να προσλάβει ποδοσφαιριστή ο οποίος έως τότε αγωνιζόταν σε άλλο σύλλογο – Καταγγελία υποβληθείσα από ένα εκ των socios του δευτέρου συλλόγου, συσταθέντος υπό μορφή μη κερδοσκοπικής ενώσεως – Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται η έλλειψη της ιδιότητας του “ενδιαφερόμενου μέρους” το οποίο δύναται να υποβάλει καταγγελία – Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 – Άρθρο 1, στοιχείο ηʹ – Έννοια των όρων “ενδιαφερόμενο μέρος” και “πρόσωπο [του οποίου] τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης”»
Στην υπόθεση C‑224/23 P,
με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 11 Απριλίου 2023,
Penya Barça Lyon: Plus que des supporters (PBL), με έδρα το Bron (Γαλλία),
Issam Abdelmouine, κάτοικος Παρισιού (Γαλλία),
εκπροσωπούμενοι από τον J. Branco, avocat,
αναιρεσείοντες,
όπου ο έτερος διάδικος είναι η:
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την C.‑M. Carrega και τον B. Stromsky,
καθής πρωτοδίκως,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen, N. Wahl, J. Passer (εισηγητή) και M. L. Arastey Sahún, δικαστές,
γενική εισαγγελέας: T. Ćapeta
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 21ης Μαρτίου 2024,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Με την αίτησή τους αναιρέσεως, η Penya Barça Lyon: Plus que des supporters (PBL) και ο Issam Abdelmouine ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 8ης Φεβρουαρίου 2023, PBL και WA κατά Επιτροπής (T‑538/21, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2023:53), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή τους με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως COMP/C.4/AH/mdr 2021(092342) της Επιτροπής, της 1ης Σεπτεμβρίου 2021, όσον αφορά καταγγελία σχετικά με προβαλλόμενη κρατική ενίσχυση χορηγηθείσα στον ποδοσφαιρικό σύλλογο Paris Saint‑Germain (SA.64489). |
Το νομικό πλαίσιο
2 |
Οι αιτιολογικές σκέψεις 32 και 33 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9, και διορθωτικό ΕΕ 2017, L 186, σ. 17), έχουν ως εξής:
|
3 |
Το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589 προβλέπει ότι, για τους σκοπούς του εν λόγω κανονισμού, «ενδιαφερόμενο μέρος» θεωρείται «κάθε κράτος μέλος και κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης, και ιδίως ο δικαιούχος της ενίσχυσης, οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές ενώσεις». |
4 |
Το άρθρο 12 του ως άνω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εξέταση, αίτηση παροχής πληροφοριών και διαταγή παροχής πληροφοριών», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής: «Με την επιφύλαξη του άρθρου 24, η Επιτροπή μπορεί, αυτεπαγγέλτως, να εξετάσει πληροφορίες που προέρχονται από οποιαδήποτε πηγή σχετικά με εικαζόμενη παράνομη ενίσχυση. Η Επιτροπή εξετάζει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση κάθε καταγγελία που υποβλήθηκε από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 2, και μεριμνά ώστε το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να ενημερώνεται πλήρως και τακτικά για την πρόοδο και τα αποτελέσματα της εξέτασης.» |
5 |
Το άρθρο 24 του ίδιου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαιώματα των ενδιαφερόμενων μερών», ορίζει τα ακόλουθα: «1. Κάθε ενδιαφερόμενο μέρος μπορεί να υποβάλει παρατηρήσεις […] έπειτα από απόφαση της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας. Σε κάθε ενδιαφερόμενο μέρος που έχει υποβάλει παρατηρήσεις και σε κάθε δικαιούχο ατομικής ενίσχυσης, αποστέλλεται αντίγραφο της απόφασης που έλαβε η Επιτροπή […]. 2. Κάθε ενδιαφερόμενο μέρος μπορεί να υποβάλει καταγγελία για να ενημερώσει την Επιτροπή για εικαζόμενη παράνομη ενίσχυση ή εικαζόμενη καταχρηστική εφαρμογή ενίσχυσης. Για τον σκοπό αυτό, το ενδιαφερόμενο μέρος συμπληρώνει δεόντως ένα έντυπο […] και παρέχει τις υποχρεωτικές πληροφορίες που ζητούνται σε αυτό. […]» |
Το ιστορικό της διαφοράς
6 |
Το ιστορικό της διαφοράς, όπως εκτέθηκε από το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, μπορεί να συνοψισθεί ως ακολούθως. |
7 |
Η PBL είναι ένωση που αποτελεί «σύνδεσμο οπαδών» της Fútbol Club Barcelona (στο εξής: FCB), η οποία είναι επαγγελματικός ποδοσφαιρικός σύλλογος με έδρα τη Βαρκελώνη (Ισπανία) συσταθείς υπό τη μορφή μη κερδοσκοπικής ενώσεως. |
8 |
Ο I. Abdelmouine είναι μέλος της PBL. Από τις 3 Μαρτίου 2020 έχει επίσης την ιδιότητα του socio (μέλους το οποίο καταβάλλει συνδρομή) της FCB. |
9 |
Στις 8 Αυγούστου 2021 ο Lionel Messi, ποδοσφαιριστής ο οποίος αγωνιζόταν στην FCB, ανακοίνωσε την αποχώρησή του από τον εν λόγω σύλλογο και τη μεταγραφή του στην Paris Saint-Germain Football Club (PSG), επαγγελματικό ποδοσφαιρικό σύλλογο με έδρα το Παρίσι (Γαλλία). |
10 |
Ο I. Abdelmouine υπέβαλε αυθημερόν στην Επιτροπή καταγγελία, με την οποία, αφενός, ενημέρωσε το εν λόγω θεσμικό όργανο για την ύπαρξη εικαζόμενης παράνομης ενισχύσεως η οποία παρέσχε στην PSG τη δυνατότητα να προβεί στη μεταγραφή του L. Messi και, αφετέρου, ζήτησε από την Επιτροπή τη λήψη μέτρων βάσει του άρθρου 116 ΣΛΕΕ. |
11 |
Την 1η Σεπτεμβρίου 2021 η Επιτροπή απηύθυνε στον I. Abdelmouine έγγραφο με το οποίο επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι το εν λόγω πρόσωπο δεν μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «ενδιαφερόμενο μέρος» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589 και ότι, κατά συνέπεια, τα στοιχεία περί εικαζόμενης ενισχύσεως υπέρ της PSG δεν μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως καταγγελία βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 2, του ως άνω κανονισμού. |
Η ασκηθείσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
12 |
Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Σεπτεμβρίου 2021, η PBL και ο I. Abdelmouine άσκησαν προσφυγή με αίτημα, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως η οποία περιεχόταν στο ως άνω έγγραφο και βάσει της οποίας ο I. Abdelmouine δεν θεωρούνταν ενδιαφερόμενο μέρος δυνάμενο να υποβάλει καταγγελία στην Επιτροπή, κατά την έννοια του κανονισμού 2015/1589 (στο εξής: επίμαχη απόφαση), και, αφετέρου, την έκδοση διατάξεων με αποδέκτη την Επιτροπή. |
13 |
Στις 18 Οκτωβρίου 2022, ημέρα διεξαγωγής της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, οι αναιρεσείοντες προσκόμισαν, εξάλλου, στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου σύνολο αποδεικτικών στοιχείων, βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, του Κανονισμού του Διαδικασίας. |
14 |
Με τις σκέψεις 9 έως 13 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το δεύτερο αίτημα των νυν αναιρεσειόντων, περί εκδόσεως διατάξεων με αποδέκτη την Επιτροπή, για τον λόγο ότι δεν ήταν αρμόδιο να εκδώσει τέτοιες διατάξεις. |
15 |
Όσον αφορά το πρώτο αίτημα των νυν αναιρεσειόντων, περί ακυρώσεως της επίμαχης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 14 έως 18 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το συγκεκριμένο αίτημα έπρεπε να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτο, κατά το μέρος που αφορούσε το ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την PBL στην επίμαχη απόφαση. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε συναφώς ότι δεν αποδείχθηκε ότι η PBL είχε συνταχθεί με την υποβληθείσα από τον I. Abdelmouine καταγγελία επί της οποίας εκδόθηκε η επίμαχη απόφαση, οπότε έπρεπε να θεωρηθεί ότι ο εν λόγω ήταν ο μόνος καταγγέλλων. Ως εκ τούτου, το συγκεκριμένο αίτημα εξετάσθηκε επί της ουσίας μόνον κατά το μέρος που αφορούσε την εξέταση της καταγγελίας που είχε υποβάλει ως άνω ο I. Abdelmouine, ως socio της FCB. |
16 |
Επί της ουσίας, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 19 και 20 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, προς στήριξη του ως άνω αιτήματος, οι νυν αναιρεσείοντες προέβαλαν έναν μόνο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορούσε παράβαση του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589 και ο οποίος αποτελούνταν από δύο σκέλη. |
17 |
Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, περί εσφαλμένου νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 22 έως 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, από τα διάφορα συμφέροντα που επικαλούνταν οι αναιρεσείοντες προκειμένου να καταδείξουν ότι ο I. Abdelmouine έπρεπε να χαρακτηρισθεί, λόγω της ιδιότητας του socio της FCB, ως «ενδιαφερόμενο μέρος», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589, ορισμένα δεν είχαν αποδειχθεί, ενώ τα λοιπά είχαν χαρακτήρα «αμιγώς γενικό ή έμμεσο». Για τους λόγους αυτούς, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο I. Abdelmouine δεν μπορούσε να θεωρηθεί τέτοιο «ενδιαφερόμενο μέρος». |
18 |
Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, περί πεπλανημένης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, το Γενικό Δικαστήριο το απέρριψε, στις σκέψεις 48 έως 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ως αλυσιτελές, αφού επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι αφορούσε παρατιθέμενο αμιγώς χάριν παραδείγματος και, ως εκ τούτου, παρεπόμενο μέρος της αιτιολογίας στην οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή, στην επίμαχη απόφαση, για να αποφανθεί επί του χαρακτηρισμού της καταγγελίας που είχε υποβάλει ο I. Abdelmouine. |
19 |
Κατά τα λοιπά, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε, στις σκέψεις 54 έως 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν απαιτούνταν να αποφανθεί επί του παραδεκτού των αποδεικτικών στοιχείων που του είχαν προσκομίσει οι νυν αναιρεσείοντες την ημέρα της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, τα εν λόγω στοιχεία στερούνταν σημασίας για την εκτίμηση, μεταξύ άλλων, του παραδεκτού και του βασίμου της προσφυγής τους. |
20 |
Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω λόγων, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή. |
Τα αιτήματα των διαδίκων στην αναιρετική διαδικασία
21 |
Οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Δικαστήριο:
|
22 |
Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:
|
Επί της αιτήσεως αναιρέσεως
23 |
Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, έξι λόγους. |
Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως
Επιχειρήματα των διαδίκων
24 |
Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος βάλλει κατά των σκέψεων 14 έως 18 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και ο οποίος περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, δύο σκέλη, οι αναιρεσείοντες αμφισβητούν την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου απόρριψη, ως εν μέρει απαράδεκτου, του πρώτου αιτήματός τους περί ακυρώσεως της επίμαχης αποφάσεως. |
25 |
Με το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, υποστηρίζουν, κυρίως, ότι αντιθέτως προς ό,τι εκτίμησε το Γενικό Δικαστήριο στις επίμαχες σκέψεις, τα αποδεικτικά στοιχεία που του προσκόμισαν οι νυν αναιρεσείοντες την ημέρα της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως καταδεικνύουν επαρκώς ότι η PBL συντάχθηκε με την καταγγελία που υπέβαλε ο I. Abdelmouine και ότι η Επιτροπή είχε λάβει γνώση της καταστάσεως αυτής κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίμαχης αποφάσεως. |
26 |
Με το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι, εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη νομολογία του κατά την οποία, σε περίπτωση ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως από πλείονα πρόσωπα, πρέπει να γίνεται δεκτό ότι η ενεργητική νομιμοποίηση ενός εκ των προσώπων αυτών αρκεί για να καταστεί η προσφυγή παραδεκτή στο σύνολό της, καθιστώντας άσκοπη την εξέταση της ενεργητικής νομιμοποιήσεως των λοιπών ενδιαφερομένων. Κατά τους αναιρεσείοντες, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας αυτής, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να κρίνει το πρώτο αίτημά τους παραδεκτό στο σύνολό του. |
27 |
Η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό του πρώτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως και το βάσιμο του δευτέρου σκέλους του. |
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
28 |
Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, υπενθυμίζεται ότι από πάγια νομολογία προκύπτει, αφενός, ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο για τη διαπίστωση και την εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών καθώς και των αποδεικτικών στοιχείων που υποβάλλονται ενώπιόν του. Συνεπώς, η εκτίμηση των εν λόγω πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων δεν συνιστά, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως τυχόν παραμορφώσεώς τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου. Εξαιρουμένων των επιχειρημάτων με τα οποία προβάλλεται παραμόρφωση, οποιοδήποτε επιχείρημα προς αμφισβήτηση της εν λόγω εκτιμήσεως στο πλαίσιο αναιρετικής διαδικασίας πρέπει, ως εκ τούτου, να απορρίπτεται ως απαράδεκτο (πρβλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2023, China Chamber of Commerce for Import and Export of Machinery and Electronic Products κ.λπ. κατά Επιτροπής,C‑478/21 P, EU:C:2023:685, σκέψεις 157 και 158 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
29 |
Αφετέρου, οσάκις διάδικος προβάλλει παραμόρφωση αποδεικτικών στοιχείων από το Γενικό Δικαστήριο, οφείλει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 256 ΣΛΕΕ, του άρθρου 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, να προσδιορίζει επακριβώς τα στοιχεία τα οποία, κατά την άποψή του, παραμορφώθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο και να επισημαίνει ποια ήταν, κατά την εκτίμησή του, τα σφάλματα στην ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα την προβαλλόμενη παραμόρφωση. Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να απαιτείται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2023, China Chamber of Commerce for Import and Export of Machinery and Electronic Products κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑478/21 P, EU:C:2023:685, σκέψη 219 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
30 |
Εν προκειμένω, προκύπτει ότι οι αναιρεσείοντες, οι οποίοι ούτε προβάλλουν ούτε καταδεικνύουν την ύπαρξη παραμορφώσεως των πραγματικών περιστατικών συναφώς, δεν δύνανται να αμφισβητήσουν παραδεκτώς, στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου ότι, κατ’ ουσίαν, δεν αποδείχθηκε ότι η PBL συντάχθηκε με την καταγγελία την οποία είχε υποβάλει στην Επιτροπή ο I. Abdelmouine και επί της οποίας εκδόθηκε η επίμαχη απόφαση. |
31 |
Εξάλλου, τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι αναιρεσείοντες ενώπιον του Δικαστηρίου δεν καθιστούν δυνατό ούτε να προσδιορισθεί ούτε, κατά μείζονα λόγο, να καταδειχθεί προδήλως, υπό τις προϋποθέσεις που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως, η ύπαρξη παραμορφώσεως, από το Γενικό Δικαστήριο, των αποδεικτικών στοιχείων που υποβλήθηκαν ενώπιόν του την ημέρα της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, ενώ, άλλωστε, τέτοια παραμόρφωση δεν προβάλλεται τυπικώς. Πράγματι, το μόνο συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο που μνημονεύουν σχετικώς οι αναιρεσείοντες είναι μια ηλεκτρονική επιστολή της Επιτροπής στην οποία, αντιθέτως προς όσα διατείνονται οι αναιρεσείοντες, δεν επισημαίνεται ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο παρέλαβε καταγγελία προερχόμενη από την PBL, αλλά, εντελώς αντιθέτως, ότι η Επιτροπή δεν είχε στη διάθεσή της τέτοια καταγγελία. Κατά τα λοιπά, οι αναιρεσείοντες απλώς παραθέτουν αναπόδεικτα, γενικού χαρακτήρα ή μη επαρκώς τεκμηριωμένα επιχειρήματα. |
32 |
Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, διαπιστώνεται ότι οι αναιρεσείοντες δεν μπορούν να προσάψουν βασίμως στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη τη νομολογία του κατά την οποία, σε περίπτωση ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως από πλείονα πρόσωπα, πρέπει να γίνεται δεκτό ότι η διαπίστωση της ενεργητικής νομιμοποιήσεως ενός εξ αυτών αρκεί για να καταστεί η προσφυγή παραδεκτή στο σύνολό της, καθιστώντας επομένως άσκοπη την εξέταση της ενεργητικής νομιμοποιήσεως των λοιπών ενδιαφερομένων. |
33 |
Πράγματι, στις σκέψεις 14 έως 18 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί της ενεργητικής νομιμοποιήσεως της PBL, αλλά επί του παραδεκτού του πρώτου αιτήματος των νυν αναιρεσειόντων, περί ακυρώσεως της επίμαχης αποφάσεως. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι το συγκεκριμένο αίτημα ήταν παραδεκτό μόνον καθόσον έβαλλε κατά του περιεχομένου της επίμαχης αποφάσεως, με την οποία η Επιτροπή αποφάνθηκε επί της καταγγελίας που είχε υποβάλει ο I. Abdelmouine. Συνακόλουθα, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτο, για τους λόγους που υπενθυμίζονται στις σκέψεις 15, 30 και 31 της παρούσας αποφάσεως, το συγκεκριμένο αίτημα κατά το μέρος με το οποίο έβαλλε, κατ’ ουσίαν, κατά της μη συνεκτιμήσεως, στο πλαίσιο της επίμαχης αποφάσεως της προβαλλομένης περιστάσεως ότι η PBL συντάχθηκε με την καταγγελία που είχε υποβάλει ο I. Abdelmouine. |
34 |
Στο ως άνω πλαίσιο, όμως, η νομολογία στην οποία παραπέμπουν οι αναιρεσείοντες στερούνταν κάθε σημασίας, λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου και του περιεχομένου της. |
35 |
Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος. |
Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως
Επιχειρήματα των διαδίκων
36 |
Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει, καθόσον δεν αποφάνθηκε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση επί ενός εκ των δύο προβληθέντων με την προσφυγή λόγων ακυρώσεως, ο οποίος αφορούσε παράβαση του άρθρου 116 ΣΛΕΕ. |
37 |
Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των ως άνω επιχειρημάτων. |
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
38 |
Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 9 έως 13 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ήταν αναρμόδιο να επιληφθεί του δευτέρου αιτήματος των νυν αναιρεσειόντων, με το οποίο ζητούνταν να υποχρεωθεί η Επιτροπή να θέσει σε εφαρμογή τις εξουσίες που διαθέτει, ιδίως, δυνάμει του άρθρου 116 ΣΛΕΕ. |
39 |
Η συγκεκριμένη διαπίστωση περί αναρμοδιότητας, η οποία δεν αποτελεί αντικείμενο επικρίσεως στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως και η οποία, άλλωστε, ουδόλως ενέχει πλάνη περί το δίκαιο για τους λόγους που εξέθεσε το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, απέκλειε κάθε μορφής εξέταση, από το Γενικό Δικαστήριο, του παραδεκτού ή του βασίμου οποιουδήποτε λόγου προέβαλαν οι νυν αναιρεσείοντες προς στήριξη του επίμαχου αιτήματος. Επομένως, η εν λόγω διαπίστωση δικαιολογεί, εμμέσως πλην σαφώς, το ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, τα επιχειρήματα περί παραβάσεως του άρθρου 116 ΣΛΕΕ τα οποία οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι προέβαλαν ενώπιόν του. |
40 |
Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. |
Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως
Επιχειρήματα των διαδίκων
41 |
Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος βάλλει κατά των σκέψεων 22 έως 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι αναιρεσείοντες επικρίνουν την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου απόρριψη του πρώτου σκέλους του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προέβαλαν παράβαση του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589. |
42 |
Κατά πρώτον, υποστηρίζουν ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια του «ενδιαφερόμενου μέρους» που μνημονεύεται στην ως άνω διάταξη ορίζεται κατά τρόπο ευρύ, δεδομένου ότι παραπέμπει σε ένα απροσδιόριστο σύνολο προσώπων που περιλαμβάνει όλους εκείνων των οποίων τα συμφέροντα μπορούν να θιγούν από τη χορήγηση ενισχύσεως, υπό την έννοια ότι η εν λόγω ενίσχυση ενδέχεται να έχει συγκεκριμένη επίπτωση στην κατάστασή τους. |
43 |
Κατά δεύτερον, εν προκειμένω, οι αναιρεσείοντες επισημαίνουν κατ’ αρχάς ότι η εικαζόμενη ενίσχυση κατά της οποίας έβαλλε η καταγγελία που αποτέλεσε αντικείμενο της επίμαχης αποφάσεως αποτελεί, κατ’ αυτούς, ενίσχυση της οποίας έτυχε η PSG, επαγγελματικός ποδοσφαιρικός σύλλογος με έδρα τη Γαλλία, και η οποία ζημίωσε την FCB, ανταγωνιστικό ποδοσφαιρικό σύλλογο εδρεύοντα στην Ισπανία. |
44 |
Εν συνεχεία, υποστηρίζουν ότι η εν λόγω ενίσχυση είχε ή, εν πάση περιπτώσει, ενδέχεται να έχει συγκεκριμένες αρνητικές συνέπειες επί της οικονομικής, χρηματοοικονομικής και νομικής καταστάσεως όχι μόνον της FCB, αλλά, λαμβανομένων υπόψη της δομής της ως μη κερδοσκοπικής ενώσεως και των όλως ειδικών δραστηριοτήτων της, και των socios οι οποίοι έχουν την κυριότητά της και ελέγχουν με δημοκρατικό τρόπο τη διοίκηση, τις αποφάσεις και τις δραστηριότητές της. |
45 |
Τέλος, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι εξέθεσαν κατά τρόπο σαφή, συγκεκριμένο και τεκμηριωμένο, τόσο ενώπιον της Επιτροπής όσο και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τους διάφορους λόγους για τους οποίους έπρεπε να γίνει δεκτό ότι ο I. Abdelmouine, λόγω της ιδιότητας του socio της FCB και λαμβανομένων υπόψη των δικαιωμάτων, των εξουσιών και των υποχρεώσεων που συνδέονται ειδικώς με τη συγκεκριμένη ιδιότητα, όπως ορίζονται στο καταστατικό της FCB, αποτελεί πρόσωπο του οποίου τα ηθικά, περιουσιακά και οικονομικά συμφέροντα, καθώς και η συγκεκριμένη κατάστασή του, μπορούσαν να θιγούν από τη χορήγηση της ενισχύσεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η καταγγελία του. |
46 |
Κατά τρίτον και τελευταίον, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν, ότι η συλλογιστική βάσει της οποίας το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ορθώς η Επιτροπή εκτίμησε ότι ο I. Abdelmouine στερούνταν της ιδιότητας του «ενδιαφερόμενου μέρους» ενέχει πλείονα νομικά σφάλματα. |
47 |
Πρώτον, κατά τους αναιρεσείοντες, το Γενικό Δικαστήριο προέκρινε αδικαιολόγητα περιοριστικό ορισμό της έννοιας του «ενδιαφερόμενου μέρους», καθόσον απέκλεισε, βάσει της προγενέστερης νομολογίας του, ότι όχι μόνον «γενικά», αλλά και «έμμεσα συμφέροντα» μπορεί να αρκούν προκειμένου να αποδειχθεί η ιδιότητα του «ενδιαφερόμενου μέρους» του προσώπου που την επικαλείται. |
48 |
Δεύτερον, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, βάσει του ως άνω αδικαιολόγητα περιοριστικού ορισμού, υπέπεσε σε σφάλματα νομικού χαρακτηρισμού και σε πλάνη εκτιμήσεως αποφαινόμενο ότι, από τα διάφορα συμφέροντα που επικαλέσθηκαν οι νυν αναιρεσείοντες προκειμένου να αποδείξουν ότι ο I. Abdelmouine είχε την ιδιότητα του «ενδιαφερόμενου μέρους», ορισμένα εξ αυτών ήταν ανεπαρκώς τεκμηριωμένα, ενώ τα λοιπά ήταν «αμιγώς γενικού ή έμμεσου χαρακτήρα». |
49 |
Προς αντίκρουση των ανωτέρω επιχειρημάτων, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατά πρώτον, ότι η νομολογία του Δικαστηρίου, όπως και εκείνη του Γενικού Δικαστηρίου, πρέπει να ερμηνευθεί ως έχουσα την έννοια ότι δεν αρκεί η επίκληση «αμιγώς γενικών ή έμμεσων» συμφερόντων για να χαρακτηρισθεί κάποιος ως ενδιαφερόμενο μέρος. |
50 |
Κατά δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι αναιρεσείοντες απλώς επαναλαμβάνουν, σε μεγάλο βαθμό, τα επιχειρήματα που είχαν προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και αμφισβητούν τις εκτιμήσεις του, χωρίς ωστόσο να προβάλλουν την ύπαρξη οποιασδήποτε παραμορφώσεως. Στο μέτρο αυτό, ο λόγος αναιρέσεως που προβάλλουν είναι, κατά την Επιτροπή, απαράδεκτος. |
51 |
Τέλος, κατά τρίτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι από κανένα εκ των επιχειρημάτων των αναιρεσειόντων δεν μπορεί να συναχθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών. Αντιθέτως, υπό το πρίσμα της σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου, διαπιστώνεται ότι ορθώς κατά νόμον αποφάνθηκε το Γενικό Δικαστήριο, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι η επίμαχη απόφαση ουδόλως ενείχε έλλειψη νομιμότητας καθόσον με αυτή δεν γινόταν δεκτό ότι ο I. Abdelmouine είχε την ιδιότητα του «ενδιαφερόμενου μέρους», λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων που προέβαλαν και των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισαν ενώπιόν του οι νυν αναιρεσείοντες. |
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
52 |
Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο νομικά σφάλματα τα οποία ενέχει ο εκ μέρους του έλεγχος νομιμότητας της επίμαχης αποφάσεως, κατά το μέρος που η Επιτροπή δεν δέχθηκε ότι ο I. Abdelmouine είχε την ιδιότητα του «ενδιαφερόμενου μέρους» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589. Υποστηρίζουν ότι, κατ’ ουσίαν, το Γενικό Δικαστήριο προέβη, αφενός, στον εν λόγω έλεγχο λαμβάνοντας υπόψη νομικώς εσφαλμένη ερμηνεία της ως άνω έννοιας. Υποστηρίζουν ότι, επί της ανωτέρω βάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, αφετέρου, σε σφάλματα ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό και σε πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, κρίνοντας ότι ορθώς αποφάνθηκε η Επιτροπή ότι ο I. Abdelmouine δεν απέδειξε τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να χαρακτηρισθεί ως τέτοιο ενδιαφερόμενο μέρος. |
53 |
Συναφώς, πρέπει, κατά πρώτον, να υπομνησθεί, κατ’ αρχάς, ότι με το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589, ο οποίος κωδικοποιεί τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την έννοια του «ενδιαφερομένου» κατά το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, διευκρινίζεται ότι η έννοια του «ενδιαφερόμενου μέρους» καταλαμβάνει «κάθε κράτος μέλος και κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης, και ιδίως [τον δικαιούχο] της ενίσχυσης, [τις] ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και [τις] επαγγελματικές ενώσεις» (απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2023, Επιτροπή κατά Braesch κ.λπ.,C‑284/21 P, EU:C:2023:58, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
54 |
Εν συνεχεία, όπως συνάγεται από το άρθρο 24 του εν λόγω κανονισμού, η ιδιότητα του «ενδιαφερόμενου μέρους» παρέχει στο πρόσωπο το οποίο αναγνωρίζεται ως έχον τη συγκεκριμένη ιδιότητα τη δυνατότητα να απολαύει ορισμένων διαδικαστικών δικαιωμάτων, τα οποία περιλαμβάνουν το δικαίωμα υποβολής καταγγελίας προκειμένου να ενημερώσει την Επιτροπή για οποιανδήποτε εικαζόμενη παράνομη ενίσχυση ή εικαζόμενη καταχρηστική εφαρμογή ενισχύσεως, το δικαίωμα υποβολής παρατηρήσεων κατόπιν αποφάσεως της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας και, σε περίπτωση κατά την οποία το εν λόγω πρόσωπο έχει υποβάλει παρατηρήσεις, το δικαίωμα λήψεως αντιγράφου της αποφάσεως που έλαβε η Επιτροπή κατά το πέρας της διαδικασίας. |
55 |
Συνακόλουθα, το άρθρο 12, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να εξετάζει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση κάθε καταγγελία που υποβλήθηκε από ενδιαφερόμενο σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού. |
56 |
Τέλος, η εφαρμογή των διατάξεων οι οποίες προβλέπουν, αντιστοίχως, τα ως άνω δικαιώματα και την ως άνω υποχρέωση προϋποθέτει, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 33 του κανονισμού 2015/1589, υπό το πρίσμα της οποίας πρέπει να ερμηνεύονται οι συγκεκριμένες διατάξεις, ότι το πρόσωπο που υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή απέδειξε, στην εν λόγω καταγγελία, ότι αποτελεί ενδιαφερόμενο μέρος κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού. |
57 |
Τέλος, από το σαφές γράμμα του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589 προκύπτει ότι η ανωτέρω έννοια του «ενδιαφερόμενου μέρους» δεν καταλαμβάνει μόνον τα κράτη μέλη, τον δικαιούχο ή τους δικαιούχους της ενισχύσεως, τις ανταγωνίστριες του δικαιούχου ή των δικαιούχων επιχειρήσεις και τις ενδιαφερόμενες επαγγελματικές ενώσεις. Πράγματι, εκτός των συγκεκριμένων αυτών κατηγοριών νομικών ή φυσικών προσώπων, η εν λόγω έννοια καταλαμβάνει και κάθε πρόσωπο του οποίου τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση της επίμαχης ενισχύσεως. |
58 |
Στο ανωτέρω μέτρο, η έννοια του «ενδιαφερόμενου μέρους» αφορά, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ένα απροσδιόριστο σύνολο αποδεκτών, δυνάμενο να περιλαμβάνει κάθε πρόσωπο που υποστηρίζει ότι τα συμφέροντά του ενδέχεται να θιγούν από τη χορήγηση εικαζόμενης ενισχύσεως (αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 1984, Intermills κατά Επιτροπής, 323/82, EU:C:1984:345, σκέψη 16, και της 31ης Ιανουαρίου 2023, Επιτροπή κατά Braesch κ.λπ.,C‑284/21 P, EU:C:2023:58, σκέψεις 59 και 60), υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι το εν λόγω πρόσωπο αποδεικνύει επαρκώς κατά νόμον ότι πληρούνται οι απαιτούμενες απαιτήσεις για να θεωρηθεί ενδιαφερόμενο μέρος και, ειδικότερα, ότι υπάρχει κίνδυνος η ενίσχυση να έχει συγκεκριμένες επιπτώσεις επί της καταστάσεώς του (πρβλ. απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2023, Επιτροπή κατά Braesch κ.λπ.,C‑284/21 P, EU:C:2023:58, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
59 |
Προς τούτο, το πρόσωπο που επικαλείται σε συγκεκριμένη περίπτωση την ιδιότητα του «ενδιαφερόμενου μέρους» πρέπει να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον, πρώτον, ότι τα ως άνω συμφέροντα ενδέχεται να θιγούν από τη χορήγηση της προβαλλομένης ενισχύσεως αφ’ εαυτής, εξαιρουμένων κάθε άλλης συμπεριφοράς ή κάθε άλλου μέτρου, ειδικότερα δε κάθε μέτρου νομικώς διακριτού το οποίο μπορεί να ελήφθη από το κράτος μέλος που χορηγεί την επίμαχη ενίσχυση, ακόμη κι αν το μέτρο αυτό συνδέεται, στην πράξη, με την εν λόγω ενίσχυση. Μόνον σε περίπτωση κατά την οποία ορισμένοι από τους λεπτομερείς όρους εφαρμογής τέτοιας ενισχύσεως συνδέονται τόσο άρρηκτα με το αντικείμενο της ενισχύσεως ώστε να μην μπορούν να εκτιμηθούν χωριστά είναι δυνατή η επίκληση αυτών των άρρηκτα συνδεδεμένων όρων εφαρμογής προκειμένου να αποδειχθεί η ιδιότητα του οικείου προσώπου ως «ενδιαφερόμενου μέρους» (πρβλ. απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2023, Επιτροπή κατά Braesch κ.λπ.,C‑284/21 P, EU:C:2023:58, σκέψεις 81, 97 έως 99, 103 και 106, καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και διάταξη της 14ης Δεκεμβρίου 2023, CAPA κ.λπ. κατά Επιτροπής,C‑742/21 P, EU:C:2023:1000, σκέψεις 40, 79, 93 και 95). |
60 |
Δεύτερον, το ως άνω πρόσωπο οφείλει να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι η χορήγηση της εικαζόμενης ενισχύσεως ενδέχεται να θίξει πράγματι τα «δικά του» συμφέροντα, δηλαδή συμφέροντα τα οποία είναι προσωπικά (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 64, και της 31ης Ιανουαρίου 2023, Επιτροπή κατά Braesch κ.λπ.,C‑284/21 P, EU:C:2023:58, σκέψη 60). |
61 |
Τούτου δοθέντος, η συγκεκριμένη απαίτηση δεν αποκλείει τη δυνατότητα νομικών προσώπων ορισμένων ειδών, όπως είναι τα συσταθέντα υπό μορφή συνδικαλιστικών οργανώσεων ή ενώσεων, να επικαλούνται συμφέροντα κατηγορίας προσώπων ή ακόμη και συμφέροντα γενικού χαρακτήρα, όπως την προώθηση ή την προάσπιση των συμφερόντων μιας συνδικαλιστικής οργανώσεως εργαζομένων στο πλαίσιο συλλογικών διαπραγματεύσεων ή το γενικό συμφέρον που συνίσταται στην εκμετάλλευση μιας αθλητικής εγκαταστάσεως υπό οικονομικούς όρους διασφαλίζοντες την προσβασιμότητά της τόσο στους ερασιτέχνες όσο και στους επαγγελματίες αθλητές, υπό τον όρο ότι τα συμφέροντα αυτά εμπίπτουν στον καταστατικό σκοπό των συγκεκριμένων νομικών προσώπων και, επομένως, άπτονται προσωπικού συμφέροντός τους (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 2009, 3F κατά Επιτροπής,C‑319/07 P, EU:C:2009:435, σκέψεις 33, 45, 46, 52, 57 έως 59, 65 και 104, και της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Ja zum Nürburgring κατά Επιτροπής,C‑647/19 P, EU:C:2021:666, σκέψεις 59, 64, 66 και 67). |
62 |
Τρίτον, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 72 και 74 των προτάσεών της, το οικείο πρόσωπο πρέπει να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι η χορήγηση της εικαζόμενης ενισχύσεως είχε πράγματι ή, τουλάχιστον, ότι υφίσταται δυνητικώς ο κίνδυνος να έχει, συγκεκριμένες επιπτώσεις επί των συμφερόντων του (αποφάσεις της 7ης Απριλίου 2022, Solar Ileias Bompaina κατά Επιτροπής,C‑429/20 P, EU:C:2022:282, σκέψη 35, και της 31ης Ιανουαρίου 2023, Επιτροπή κατά Braesch κ.λπ.,C‑284/21 P, EU:C:2023:58, σκέψη 60), καταδεικνύοντας τόσο τις ίδιες τις πραγματικές ή δυνητικές επιπτώσεις όσο και την αιτιώδη συνάφειά τους με τη χορήγηση της επίμαχης ενισχύσεως (πρβλ. απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Solar Ileias Bompaina κατά Επιτροπής, C‑429/20 P, EU:C:2022:282, σκέψη 43). |
63 |
Κατά τρίτον, εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 22 έως 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι, από τα διάφορα συμφέροντα που επικαλούνταν οι αναιρεσείοντες προκειμένου να καταδείξουν ότι ο I. Abdelmouine έπρεπε να χαρακτηρισθεί, υπό την ιδιότητά του ως socio της FCB, ως «ενδιαφερόμενο μέρος», όσον αφορά την εικαζόμενη ενίσχυση κατά της οποίας είχε υποβληθεί η καταγγελία του, ορισμένα δεν είχαν αποδειχθεί, ενώ τα λοιπά είχαν χαρακτήρα «αμιγώς γενικό ή έμμεσο». |
64 |
Το ως άνω συμπέρασμα του Δικαστηρίου στηρίζεται σε κρίσεις τεσσάρων κατηγοριών. Συγκεκριμένα, στις σκέψεις 29 έως 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, εξετάζοντας ένα πρώτο επιχείρημα των νυν αναιρεσειόντων, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν προσκομίσει δεν καταδείκνυαν ότι στοιχειοθετείται οικονομική ευθύνη ενός socio της FCB, όπως είναι ο I. Abdelmouine, σε περίπτωση ζημιών του συλλόγου και ότι αυτός έχει, ως εκ της συγκεκριμένης ιδιότητάς του, άμεσο περιουσιακό συμφέρον για τη διασφάλιση της οικονομικής καταστάσεως του συγκεκριμένου συλλόγου. Στις σκέψεις 32 έως 34 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, αφού εξέτασε ένα δεύτερο επιχείρημα των αναιρεσειόντων, ότι το γενικό συμφέρον για την προάσπιση αθλήματος όπως είναι το ποδόσφαιρο και των αξιών του δεν μπορούσε να προβληθεί από φυσικό πρόσωπο όπως ο I. Abdelmouine προκειμένου να αποδείξει ότι είναι «ενδιαφερόμενο μέρος». Με τις σκέψεις 35 έως 38 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτο, λόγω του μη αρκούντως σαφούς και συγκεκριμένου χαρακτήρα του, το επιχείρημα των αναιρεσειόντων με το οποίο προβαλλόταν συμφέρον του I. Abdelmouine για την προάσπιση των ηθικών δικαιωμάτων του και του δικαιώματός του στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι. Με τις σκέψεις 39 έως 45 της ίδιας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τέταρτο επιχείρημα των αναιρεσειόντων, περί συμφέροντος του I. Abdelmouine για τη διασφάλιση των διαφόρων δικαιωμάτων που κατέχει υπό την ιδιότητα του socio της FCB. |
65 |
Όπως, όμως, προκύπτει από τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου και τα οποία εκτίθενται συνοπτικώς στις σκέψεις 41 έως 48 της παρούσας αποφάσεως, οι αναιρεσείοντες δεν βάλλουν κατά της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου απορρίψεως του τρίτου επιχειρήματός τους ως απαραδέκτου. Πράγματι, επί του συγκεκριμένου ζητήματος απλώς εκθέτουν, στην αίτηση αναιρέσεως, πραγματικές και νομικές εκτιμήσεις σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις οντοτήτων όπως η PBL και socios όπως ο I. Abdelmouine, εκτιμήσεις επί της ουσίας οι οποίες καταδεικνύουν, κατά τους αναιρεσείοντες, ότι τα συμφέροντα και η κατάστασή τους μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση εικαζόμενης ενισχύσεως όπως αυτή που αφορά η καταγγελία επί της οποίας εκδόθηκε η επίμαχη απόφαση. Ως εκ τούτου, η απόρριψη του τρίτου αυτού επιχειρήματος ως απαράδεκτου πρέπει να θεωρηθεί αμετάκλητη. |
66 |
Όσον αφορά το μέρος του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όπου το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επί του βασίμου του πρώτου, του δευτέρου και του τετάρτου επιχειρήματος των αναιρεσειόντων, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι όπως προκύπτει από τη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας ο αναιρεσείων δεν δύναται να ζητήσει παραδεκτώς από το Δικαστήριο εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, ούτε να αμφισβητήσει την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση των εν λόγω πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων, εκτός αν προβάλει παραμόρφωσή τους. |
67 |
Εν προκειμένω, όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα των αναιρεσειόντων, συνάγεται ότι αυτοί, οι οποίοι δεν προβάλλουν την ύπαρξη παραμορφώσεως των προσκομισθέντων προς στήριξη της προσφυγής τους αποδεικτικών στοιχείων, δεν δύνανται να αμφισβητήσουν παραδεκτώς τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου οι οποίες εκτίθενται στις σκέψεις 29 έως 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και κατά τις οποίες τα αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύονται στις συγκεκριμένες σκέψεις δεν καταδεικνύουν ότι ένας socio της FCB, όπως ο I. Abdelmouine, μπορεί να ευθύνεται οικονομικώς σε περίπτωση ζημιών του συλλόγου και ότι έχει, ως εκ τούτου, άμεσο περιουσιακό συμφέρον για τη διασφάλιση της οικονομικής καταστάσεως του συλλόγου αυτού. Για τον ίδιο λόγο, οι αναιρεσείοντες δεν δύνανται να ζητήσουν παραδεκτώς από το Δικαστήριο να εκτιμήσει άλλα αποδεικτικά στοιχεία, όπως ορισμένοι όροι του καταστατικού της FCB από τους οποίους συνάγεται, κατά τους αναιρεσείοντες, η ύπαρξη ενός συνόλου άλλων άμεσων ηθικών, περιουσιακών ή οικονομικών συμφερόντων τα οποία υποστηρίζεται ότι έχουν οι socios του συγκεκριμένου συλλόγου. |
68 |
Αφετέρου, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε τα πραγματικά περιστατικά και προέβη σε εκτίμησή τους, καθώς και σε εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν ενώπιόν του, ο αναιρεσείων δύναται να αμφισβητήσει παραδεκτώς, στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών τον οποίο προέκρινε το Γενικό Δικαστήριο και τις έννομες συνέπειες που συνήχθησαν εκ του συγκεκριμένου χαρακτηρισμού (αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1998, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, C‑185/95 P, EU:C:1998:608, σκέψη 23, και της 27ης Οκτωβρίου 2011, Αυστρία κατά Scheucher-Fleisch κ.λπ., C‑47/10 P, EU:C:2011:698, σκέψη 57). |
69 |
Εν προκειμένω, επισημαίνεται, όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα των αναιρεσειόντων, ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 32 έως 34 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι φυσικό πρόσωπο όπως ο I. Abdelmouine δεν μπορεί να επικαλεσθεί βασίμως το γενικό συμφέρον για την προάσπιση αθλήματος, όπως το ποδόσφαιρο, και των αξιών του, προκειμένου να αποδείξει ότι αποτελεί «ενδιαφερόμενο μέρος». |
70 |
Πράγματι, όπως προκύπτει από το σαφές γράμμα του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589 και από την υπομνησθείσα στις σκέψεις 58 και 60 της παρούσας αποφάσεως πάγια νομολογία, πρόσωπο πρέπει να χαρακτηρίζεται ως «ενδιαφερόμενο μέρος» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως αποκλειστικώς επειδή και στο μέτρο που η χορήγηση ενισχύσεως ενδέχεται να θίγει πρόσωπο ως προς τα «δικά του» συμφέροντα, ήτοι τα προσωπικά, εν αντιθέσει προς τα συμφέροντα άλλων προσώπων και, κατά μείζονα λόγο, τα γενικά συμφέροντα. Ως εκ τούτου, αποκλειστικώς επειδή και στο μέτρο που η χορήγηση ορισμένων ενισχύσεων μπορούσε να θίξει συμφέροντα κατηγορίας προσώπων ή γενικό συμφέρον που ορισμένα νομικά πρόσωπα είχαν ως σκοπό να προασπίζουν και, κατά συνέπεια, επειδή και στο μέτρο που τα συμφέροντα κατηγορίας προσώπων ή το γενικό συμφέρον άπτονταν του προσωπικού συμφέροντος των εν λόγω νομικών προσώπων, έγινε δεκτό ότι τα πρόσωπα αυτά δύνανται να επικαλούνται τέτοια συμφέροντα προκειμένου να τους αναγνωρίζεται η ιδιότητα του «ενδιαφερόμενου μέρους», όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου που μνημονεύεται στη σκέψη 61 της παρούσας αποφάσεως. |
71 |
Τέλος, όσον αφορά, αντιθέτως, το τέταρτο επιχείρημα των αναιρεσειόντων, ορθώς υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε πεπλανημένα το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589 και ότι υπέπεσε σε πλάνη ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, στις σκέψεις 44 και 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κρίνοντας κατ’ ουσίαν ότι, προκειμένου να καταδείξει ότι τα συμφέροντά του μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση ενισχύσεως και ότι είναι, κατά συνέπεια, «ενδιαφερόμενο μέρος», ένα πρόσωπο πρέπει να αποδείξει ότι η χορήγηση της συγκεκριμένης ενισχύσεως έχει άμεσες επιπτώσεις στα συμφέροντά του, εν συνεχεία δε εκτιμώντας ότι οι αναιρεσείοντες δεν απεδείκνυαν κάτι τέτοιο, καθόσον απλώς μνημόνευαν έμμεσες συνέπειες τις οποίες μπορούσε να έχει η χορήγηση της ενισχύσεως που αφορούσε η υποβληθείσα από τον I. Abdelmouine καταγγελία επί των συμφερόντων του. |
72 |
Πράγματι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου που υπομνήσθηκε στη σκέψη 62 της παρούσας αποφάσεως, αναγκαία και ικανή συνθήκη είναι να αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμον από το πρόσωπο που επιδιώκει να χαρακτηρισθεί ως «ενδιαφερόμενο μέρος» ότι η χορήγηση της ενισχύσεως την οποία αφορά η καταγγελία είχε πράγματι ή, τουλάχιστον, ότι υφίσταται δυνητικώς ο κίνδυνος να έχει συγκεκριμένες επιπτώσεις στα συμφέροντά του, καταδεικνύοντας τόσο τις εν λόγω πραγματικές ή δυνητικές επιπτώσεις όσο και την αιτιώδη συνάφειά τους με τη χορήγηση της επίμαχης ενισχύσεως. Τούτο, όμως, είναι ιδίως δυνατό διά της αποδείξεως των συγκεκριμένων επιπτώσεων που έχει ή ενδέχεται να έχει η εν λόγω ενίσχυση, άμεσα ή έμμεσα, λόγω αλληλουχίας συνδεδεμένων περιστατικών τα οποία έχουν ήδη συμβεί ή πρόκειται να συμβούν κατά τρόπο αρκούντως προβλέψιμο και βέβαιο. |
73 |
Εντούτοις, τα ανωτέρω νομικά σφάλματα δεν επιφέρουν αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε, εκ παραλλήλου, στη σκέψη 45 της αποφάσεως εκείνης, ότι τα στοιχεία που προέβαλαν οι αναιρεσείοντες προς στήριξη του τετάρτου επιχειρήματός τους ήταν, επιπλέον, αβέβαια και δεν καθιστούσαν δυνατό να αποδειχθεί ότι υφίστατο κίνδυνος η χορήγηση της εικαζόμενης ενισχύσεως την οποία αφορούσε η υποβληθείσα από τον I. Abdelmouine καταγγελία να είχε συγκεκριμένες επιπτώσεις στα συμφέροντά του, εκτιμήσεις οι οποίες δεν ενέχουν πλάνη περί το δίκαιο λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που μνημονεύεται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως και οι οποίες, όπως προκύπτει από τις σκέψεις της 28 και 66, δεν επιδέχονται αμφισβήτηση στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας. |
74 |
Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. |
Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως
Επιχειρήματα των διαδίκων
75 |
Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος βάλλει κατά των σκέψεων 48 έως 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι αναιρεσείοντες επικρίνουν την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου απόρριψη του δευτέρου σκέλους του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προέβαλαν παράβαση του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589. |
76 |
Κατ’ ουσίαν, προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι απέρριψε το σκέλος αυτό για τον λόγο ότι ήταν αλυσιτελές καθόσον αφορούσε «παρεπόμενη» πτυχή της επίμαχης αποφάσεως και, κατά συνέπεια, ότι δεν εξέτασε επί της ουσίας τα λεπτομερή επιχειρήματά τους ότι πρόσωπα τα οποία, όπως ο I. Abdelmouine, έχουν την όλως ειδική ιδιότητα του socio επαγγελματικού ποδοσφαιρικού συλλόγου ο οποίος επέλεξε τη μορφή μη κερδοσκοπικής ενώσεως, όπως η FCB, δεν τελούν σε κατάσταση παρεμφερή εκείνης του μετόχου εταιρίας και ότι δεν πρέπει επομένως να γίνεται δεκτό, κατ’ αναλογίαν με την κατάσταση αυτή, ότι τα συμφέροντά τους δεν μπορούν να θιγούν από τη χορήγηση ενισχύσεως όπως αυτή που χορηγήθηκε εν προκειμένω στην PSG. |
77 |
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ορθώς διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο ότι το δεύτερο σκέλος του προβληθέντος από τους νυν αναιρεσείοντες λόγου ακυρώσεως ήταν αλυσιτελές και ότι κατά συνέπεια δεν μπορεί να επικριθεί για τον λόγο ότι δεν εξέτασε επί της ουσίας το συγκεκριμένο σκέλος. |
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
78 |
Επισημαίνεται ευθύς εξαρχής ότι οι εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου επί των πραγματικών περιστατικών οι οποίες μνημονεύονται στις σκέψεις 67, 69 και 73 της παρούσας αποφάσεως και οι έννομες συνέπειες που συνήγαγε το Γενικό Δικαστήριο εξ αυτών ως προς το αβάσιμο του πρώτου σκέλους του προβληθέντος από τους νυν αναιρεσείοντες λόγου ακυρώσεως, περί παραβάσεως του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589, αρκούν αφ’ εαυτών προς στήριξη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον με αυτήν απορρίφθηκε ως αβάσιμη η πρωτοδίκως ασκηθείσα προσφυγή τους. |
79 |
Πράγματι, οι ως άνω πραγματικές και νομικές εκτιμήσεις δικαιολογούν την κρίση ότι ο I. Abdelmouine δεν μπορεί να θεωρηθεί «ενδιαφερόμενο μέρος» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589, καθόσον οι νυν αναιρεσείοντες δεν κατέδειξαν με επαρκή βεβαιότητα ότι η ενίσχυση την οποία αφορούσε η καταγγελία μπορούσε να θίξει τα συμφέροντα τα οποία ενδέχεται να έχει υπό την ιδιότητά του ως socio της FCB. Επιπλέον, οι εν λόγω εκτιμήσεις δεν μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτηση λόγω των διακριτών και ανεξάρτητων εκτιμήσεων του Γενικού Δικαστηρίου και, προηγουμένως, της Επιτροπής περί ενδεχόμενης αναλογίας ή ελλείψεως αναλογίας μεταξύ της καταστάσεως ενός socio όπως ο I. Abdelmouine και εκείνης ενός μετόχου εταιρίας. |
80 |
Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως αφορά στοιχεία του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως τα οποία, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ενέχουν πλάνη περί το δίκαιο, εκτίθενται επαλλήλως, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, η γενική εισαγγελέας στο σημείο 96 των προτάσεών της. |
81 |
Ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής. |
Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως
Επιχειρήματα των διαδίκων
82 |
Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος βάλλει κατά των σκέψεων 54 έως 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία του προσκομίσθηκαν την ημέρα της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, για τον λόγο ότι τα συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι ήταν παραδεκτά, στερούνταν, εν πάση περιπτώσει, σημασίας. |
83 |
Συναφώς, οι αναιρεσείοντες επισημαίνουν, αφενός, ότι η σημασία των ως άνω αποδεικτικών στοιχείων καταδεικνύεται από το ότι αποτέλεσαν το αντικείμενο εκτεταμένης ανταλλαγής απόψεων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. |
84 |
Αφετέρου, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι από την εξέταση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων προκύπτει ότι ήταν κρίσιμα όσον αφορά, ιδίως, το παραδεκτό και το βάσιμο της προσφυγής που είχαν ασκήσει οι νυν αναιρεσείοντες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, κατεδείκνυαν, ότι κατά την εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση της επίμαχης αποφάσεως, η Επιτροπή γνώριζε ότι η PBL είχε εγκαίρως συνταχθεί με την καταγγελία που είχε υποβάλει ο I. Abdelmouine. Επιπλέον, κατά τους αναιρεσείοντες, αποδεικνύουν τις συγκεκριμένες επιπτώσεις που ενδέχεται να έχει η καταγγελθείσα από τον I. Abdelmouine κρατική ενίσχυση στη νομική, οικονομική, χρηματοοικονομική και ανταγωνιστική κατάσταση της FCB, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο η ενίσχυση μπορούσε να θίξει τα συμφέροντα του I. Abdelmouine και τα συμφέροντα της PBL. |
85 |
Η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό και το βάσιμο των ως άνω επιχειρημάτων. |
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
86 |
Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως αφορά, όπως και το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, του οποίου άλλωστε το περιεχόμενο επαναλαμβάνει εν μέρει, την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση επί της σημασίας ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων που είχαν προσκομίσει οι αναιρεσείοντες. |
87 |
Ως τέτοιος, ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως πρέπει, για λόγους αντίστοιχους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 28 έως 31 της παρούσας αποφάσεως, να απορριφθεί ως απαράδεκτος. |
Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως
Επιχειρήματα των διαδίκων
88 |
Στο πλαίσιο του έκτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν, κατά πρώτον, ότι ένα από τα πρόσωπα που είχαν συμμετάσχει στην προετοιμασία της προσφυγής τους προσελήφθη στο γραφείο του μέλους του Γενικού Δικαστηρίου το οποίο άσκησε καθήκοντα εισηγητή δικαστή στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, πριν από ή αμέσως μετά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως. |
89 |
Κατά δεύτερον, υποστηρίζουν ότι η κατάσταση αυτή συνιστά σαφώς σύγκρουση συμφερόντων και επιφέρει έλλειψη νομιμότητας της διαδικασίας που προηγήθηκε της ως άνω αποφάσεως. |
90 |
Η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό και το βάσιμο των επιχειρημάτων αυτών. |
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
91 |
Από το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, από το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από το άρθρο 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι στην αίτηση αναιρέσεως πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα τα οποία στηρίζουν με συγκεκριμένο τρόπο το αίτημα αυτό, άλλως η αίτηση αναιρέσεως ή ο οικείος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτα (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 46, και διάταξη της 20ής Ιουλίου 2016, Staelen κατά Διαμεσολαβητή,C‑338/15 P, EU:C:2016:599, σκέψη 15). |
92 |
Δεν πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις και πρέπει επομένως να κριθεί απαράδεκτος ένας λόγος αναιρέσεως του οποίου το περιεχόμενο δεν είναι αρκούντως σαφές και συγκεκριμένο ώστε να καταστήσει δυνατό τον εκ μέρους του Δικαστηρίου έλεγχο, ιδίως διότι τα ουσιώδη στοιχεία στα οποία στηρίζεται ο λόγος αναιρέσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο από την αίτηση αναιρέσεως (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής, C‑295/12 P, EU:C:2014:2062, σκέψη 30, και διάταξη της 20ής Ιουλίου 2016, Staelen κατά Διαμεσολαβητή,C‑338/15 P, EU:C:2016:599, σκέψη 16). |
93 |
Εν προκειμένω, όμως, ο λόγος αναιρέσεως προδήλως δεν πληροί τις απαιτήσεις αυτές. |
94 |
Πράγματι, όσον αφορά τα ουσιώδη πραγματικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται ο υπό κρίση λόγος, στην αίτηση αναιρέσεως απλώς και μόνον υποστηρίζεται, ασαφώς και χωρίς ο ισχυρισμός να τεκμηριώνεται από το παραμικρό αποδεικτικό στοιχείο, ότι «[π]ροκύπτει ότι ένα από τα πρόσωπα που είχαν συμμετάσχει στην προετοιμασία της προσφυγής προσελήφθη στο γραφείο [του μέλους του Γενικού Δικαστηρίου το οποίο άσκησε καθήκοντα εισηγητή δικαστή στην υπόθεση], πριν από ή αμέσως μετά» την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως. |
95 |
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στην αίτηση αναιρέσεως δεν προσδιορίζεται και, κατά μείζονα λόγο, δεν αποδεικνύεται ούτε η ταυτότητα του οικείου προσώπου ούτε η ιδιότητα υπό την οποία και ο βαθμός στον οποίο είχε συμμετάσχει στην προετοιμασία της προσφυγής, στοιχεία, ωστόσο, για τα οποία μπορεί ευλόγως να γίνει δεκτό ότι βρίσκονται στη διάθεση του δικηγόρου ο οποίος άσκησε, και επομένως κατ’ αρχήν προετοίμασε, τη συγκεκριμένη προσφυγή και ο οποίος εκπροσωπεί πλέον τους αναιρεσείοντες ενώπιον του Δικαστηρίου. Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι το εν λόγω πρόσωπο προσελήφθη, «πριν από ή αμέσως μετά» την έκδοση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο γραφείο του εισηγητή δικαστή, και αυτός είναι ιδιαιτέρως ασαφής. |
96 |
Υπό τις ως άνω περιστάσεις, ελλείψει οποιουδήποτε στοιχείου βάσει του οποίου μπορεί να γίνει κατανοητή, σαφώς και επακριβώς, η προβαλλόμενη πραγματική κατάσταση, όπως και ελλείψει οποιουδήποτε αποδεικτικού στοιχείου δυνάμενου να καταδείξει ότι ο ισχυρισμός ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, οι αναιρεσείοντες δεν παρέχουν στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει οποιονδήποτε έλεγχο συναφώς και, κατά μείζονα λόγο, να αποφανθεί επί των ενδεχόμενων έννομων συνεπειών που πρέπει να συναχθούν, μολονότι οι ισχυρισμοί τους, εφόσον αποδεικνύονταν, θα καταδείκνυαν την ύπαρξη πραγματικής καταστάσεως η οποία εγείρει σαφώς σοβαρά νομικά ζητήματα. |
97 |
Ως εκ τούτου, ο έκτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. |
Επί των δικαστικών εξόδων
98 |
Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. |
99 |
Εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι αναιρεσείοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής. |
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει: |
|
|
(υπογραφές) |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.