EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62023CJ0222

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 16ης Μαΐου 2024.
Αίτηση του Sofiyski rayonen sad για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 – Διεθνής δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Διαδικασία για την έκδοση διαταγής πληρωμής – Έννοια της “κατοικίας” – Υπήκοος κράτους μέλους με μόνιμη διεύθυνση στο εν λόγω κράτος μέλος και με τρέχουσα διεύθυνση σε άλλο κράτος μέλος – Έλλειψη δυνατότητας μεταβολής ή διαγραφής της ως άνω μόνιμης διευθύνσεως.
Υπόθεση C-222/23.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:405

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 16ης Μαΐου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 – Διεθνής δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Διαδικασία για την έκδοση διαταγής πληρωμής – Έννοια της “κατοικίας” – Υπήκοος κράτους μέλους με μόνιμη διεύθυνση στο εν λόγω κράτος μέλος και με τρέχουσα διεύθυνση σε άλλο κράτος μέλος – Έλλειψη δυνατότητας μεταβολής ή διαγραφής της ως άνω μόνιμης διευθύνσεως»

Στην υπόθεση C‑222/23,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sofiyski rayonen sad (πρωτοδικείο Σόφιας, Βουλγαρία) με απόφαση της 7ης Απριλίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Απριλίου 2023, στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας που κίνησε η

«Toplofikatsia Sofia» EAD

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο, πρόεδρο τμήματος, O. Spineanu‑Matei (εισηγήτρια), J.-C. Bonichot, S. Rodin και L. S. Rossi, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους S. Noë και I. Zaloguin,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 18, πρώτο εδάφιο, και του άρθρου 21 ΣΛΕΕ, του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), του άρθρου 4, παράγραφος 1, του άρθρου 5, παράγραφος 1, και του άρθρου 62, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1), καθώς και του άρθρου 7 και του άρθρου 22, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΕ) 2020/1784 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2020, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις («επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων») (ΕΕ 2020, L 405, σ. 40).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας για την έκδοση διαταγής πληρωμής, την οποία κίνησε η «Toplofikatsia Sofia» EAD, πάροχος θερμικής ενέργειας, κατά του V.Z.A., οφειλέτη πελάτη, για χρηματικό ποσό ύψους αντίστοιχου της αξίας της θερμάνσεως η οποία είχε παρασχεθεί για το ευρισκόμενο στη Σόφια (Βουλγαρία) διαμέρισμα του εν λόγω οφειλέτη.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο κανονισμός 1215/2012

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 13 και 15 του κανονισμού 1215/2012 έχουν ως εξής:

«(13)      Οι δικαστικές διαφορές που υπάγονται στον παρόντα κανονισμό πρέπει να παρουσιάζουν σύνδεσμο με το έδαφος των κρατών μελών. Συνεπώς, οι κοινοί κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας θα πρέπει, κατά κανόνα, να εφαρμόζονται όταν ο εναγόμενος έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος.

[...]

(15)      Οι κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας θα πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου. Η δωσιδικία αυτή θα πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των διαδίκων δικαιολογεί άλλο συνδετικό στοιχείο. Η κατοικία των νομικών προσώπων πρέπει να καθορίζεται αυτοτελώς ώστε να αυξάνεται η διαφάνεια των κοινών κανόνων και να αποφεύγονται οι συγκρούσεις δικαιοδοσίας.»

4        Το άρθρο 4 του ως άνω κανονισμού ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.

2.      Τα πρόσωπα που δεν έχουν την ιθαγένεια του κράτους μέλους στο οποίο κατοικούν, υπάγονται, στο κράτος αυτό, στους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που ισχύουν για τους ημεδαπούς.»

5        Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους σε κράτος μέλος μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 7 του παρόντος κεφαλαίου.»

6        Το άρθρο 7, σημείο 1, του ίδιου κανονισμού προβλέπει τα ακόλουθα:

«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:

1)      α)      ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η [επίδικη] παροχή·

β)      για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας διάταξης, και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι:

–        εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων,

–        εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσιών, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών·

γ)      το στοιχείο α) εφαρμόζεται, εφόσον δεν εφαρμόζεται το στοιχείο β)·».

7        Το άρθρο 62 του κανονισμού 1215/2012 ορίζει τα εξής:

«1.      Για να καθορίσει αν διάδικος έχει την κατοικία του στο έδαφος του κράτους μέλους του επιληφθέντος δικαστηρίου, το δικαστήριο εφαρμόζει το εθνικό δίκαιο.

2.      Αν διάδικος δεν έχει την κατοικία του στο κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου, το δικαστήριο, προκειμένου να καθορίσει αν ο διάδικος έχει την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος, εφαρμόζει το δίκαιο του κράτους μέλους αυτού.»

 Ο κανονισμός 2020/1784

8        Το άρθρο 1 του κανονισμού 2020/1784, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα εξής:

«1.      Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στη διασυνοριακή επίδοση ή κοινοποίηση δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις. [...]

2.      Εξαιρουμένου του άρθρου 7, ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται όταν η διεύθυνση του παραλήπτη πράξης είναι άγνωστη.

[...]»

9        Το άρθρο 7 του ως άνω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συνδρομή για τον εντοπισμό διευθύνσεων», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Όταν δεν είναι γνωστή η διεύθυνση του προσώπου στο οποίο πρέπει να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί μια δικαστική ή εξώδικη πράξη σε άλλο κράτος μέλος, το εν λόγω κράτος μέλος παρέχει συνδρομή για τον προσδιορισμό της διεύθυνσης με τουλάχιστον έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

α)      την παροχή εντεταλμένων αρχών στις οποίες οι υπηρεσίες διαβίβασης μπορούν να απευθύνουν αιτήσεις για τον προσδιορισμό της διεύθυνσης του προσώπου στο οποίο πρέπει να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί η πράξη.

β)      την πρόβλεψη δυνατότητας σε πρόσωπα που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη να υποβάλλουν αιτήσεις, ακόμη και ηλεκτρονικά, για παροχή πληροφοριών σχετικά με διευθύνσεις προσώπων προς τα οποία πρέπει να γίνει επίδοση ή κοινοποίηση απευθείας σε μητρώα κατοικίας ή σε άλλες βάσεις δεδομένων που είναι προσβάσιμες στο κοινό με τη χρήση τυποποιημένου εντύπου διαθέσιμου στη […] διαδικτυακή πύλη της ευρωπαϊκής ηλεκτρονικής δικαιοσύνης· ή

γ)      την παροχή λεπτομερών πληροφοριών, μέσω της διαδικτυακής πύλης της ευρωπαϊκής ηλεκτρονικής δικαιοσύνης, σχετικά με τα διαθέσιμα μέσα για τον προσδιορισμό της διεύθυνσης των προσώπων προς τα οποία πρέπει να γίνει η επίδοση ή κοινοποίηση.

2.      Κάθε κράτος μέλος παρέχει στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες με σκοπό τη διάθεσή τους μέσω της διαδικτυακής πύλης της ευρωπαϊκής ηλεκτρονικής δικαιοσύνης:

α)      τα μέσα συνδρομής που το κράτος μέλος θα παρέχει στο έδαφός του σύμφωνα με την παράγραφο 1·

β)      κατά περίπτωση, τα ονόματα και τα στοιχεία επικοινωνίας των αρχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στοιχεία α) και β)·

γ)      εάν οι αρχές του κράτους μέλους παραλαβής υποβάλουν, με δική τους πρωτοβουλία, αιτήσεις παροχής πληροφοριών σχετικά με τις διευθύνσεις στα μητρώα κατοικίας ή σε άλλες βάσεις δεδομένων, σε περιπτώσεις στις οποίες η διεύθυνση που αναφέρεται στην αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης δεν είναι ορθή.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε μεταβολή αυτών των στοιχείων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.»

10      Το άρθρο 22 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ερημοδικία εναγομένου», προβλέπει τα εξής:

«1.      Εάν πρέπει να διαβιβαστεί εισαγωγικό δικόγραφο ή ισοδύναμο έγγραφο σε άλλο κράτος μέλος προς επίδοση ή κοινοποίηση βάσει του παρόντος κανονισμού και ο εναγόμενος δεν παρίσταται, δεν εκδίδεται απόφαση επί της ουσίας μέχρις ότου διαπιστωθεί ότι η επίδοση ή κοινοποίηση ή η παράδοση του δικογράφου ή ισοδύναμου εγγράφου έγιναν εγκαίρως, ώστε ο εναγόμενος να είναι σε θέση να αμυνθεί, και ότι:

α)      η πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε όπως ορίζει το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, προκειμένου για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων στα πλαίσια διαδικασιών εντός του κράτους αυτού κατά προσώπων ευρισκομένων στο έδαφός του· ή

β)      η πράξη επιδόθηκε πράγματι στον εναγόμενο ή στην κατοικία του με άλλη μέθοδο, προβλεπόμενη από τον παρόντα κανονισμό.

2.      Κάθε κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να δηλώσει στην Επιτροπή το γεγονός ότι το δικαστήριο, παρά την παράγραφο 1, μπορεί να εκδώσει απόφαση, ακόμη και αν δεν έχει παραληφθεί βεβαίωση επίδοσης ή κοινοποίησης του εισαγωγικού δικογράφου ή ισοδύναμου εγγράφου, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)      η πράξη διαβιβάστηκε με μία από τις μεθόδους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό·

β)      από τη διαβίβαση της πράξης έχει παρέλθει διάστημα, το οποίο το δικαστήριο αξιολογεί για κάθε περίπτωση χωριστά και το οποίο δεν μπορεί να είναι λιγότερο από έξι μήνες·

γ)      δεν έχει παραληφθεί καμία βεβαίωση, μολονότι έχει καταβληθεί κάθε εύλογη προσπάθεια παραλαβής μίας βεβαίωσης μέσω των αρμόδιων αρχών ή φορέων του κράτους μέλους παραλαβής.

Οι πληροφορίες αυτές είναι διαθέσιμες μέσω της διαδικτυακής πύλης της ευρωπαϊκής ηλεκτρονικής δικαιοσύνης.

3.      Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εμποδίζουν τα δικαστήρια να διατάξουν οιαδήποτε προσωρινά ή ασφαλιστικά μέτρα σε αιτιολογημένες περιπτώσεις επείγουσας ανάγκης.

4.      Εάν χρειαστεί να διαβιβαστεί εισαγωγικό δικόγραφο ή ισοδύναμο έγγραφο σε άλλο κράτος μέλος προς επίδοση ή κοινοποίηση σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και εκδοθεί απόφαση κατά ερημοδικήσαντος εναγομένου, ο δικαστής έχει την ευχέρεια να απαλλάξει τον εναγόμενο από τα αποτελέσματα χωρίς να λάβει υπόψη την πάροδο της προθεσμίας για την άσκηση ένδικου μέσου κατά της απόφασης, εφόσον πληρούνται και οι δύο ακόλουθοι όροι:

α)      ο εναγόμενος, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν έλαβε εγκαίρως γνώση του εγγράφου ώστε να αμυνθεί, ή δεν έλαβε εγκαίρως γνώση της απόφασης ώστε να ασκήσει ένδικο μέσο· και

β)      οι ισχυρισμοί του εναγομένου δεν φαίνονται εκ πρώτης όψεως παντελώς αβάσιμοι.

Η αίτηση απαλλαγής μπορεί να υποβληθεί μόνο μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα αφότου ο εναγόμενος έλαβε γνώση της απόφασης.

Κάθε κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή ότι αυτή η αίτηση απαλλαγής είναι απαράδεκτη εάν υποβληθεί μετά την πάροδο ορισμένου διαστήματος που θα ορίζεται στη γνωστοποίησή του. [Η] προθεσμία αυτή ουδέποτε μπορεί να είναι συντομότερη του ενός έτους από την έκδοση της απόφασης. Οι πληροφορίες αυτές είναι διαθέσιμες μέσω της διαδικτυακής πύλης της ευρωπαϊκής ηλεκτρονικής δικαιοσύνης.

5.      Η παράγραφος 4 δεν εφαρμόζεται στις αποφάσεις που αφορούν την προσωπική κατάσταση ή την ικανότητα δικαίου.»

 Το βουλγαρικό δίκαιο

 Ο ZGR

11      Ο Zakon za grazhdanskata registratsia (νόμος περί μητρώου προσωπικής καταστάσεως, DV αριθ. 67, της 27ης Ιουλίου 1999), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: ZGR), ορίζει, στο άρθρο του 90, παράγραφος 1, τα εξής:

«Όποιος υπέχει υποχρέωση εγγραφής στο μητρώο δυνάμει του παρόντος νόμου οφείλει να δηλώνει γραπτώς τη μόνιμη και την τρέχουσα διεύθυνσή του […]».

12      Το άρθρο 93 του ZGR προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Ως “μόνιμη διεύθυνση”, νοείται η διεύθυνση που βρίσκεται στον δήμο που επιλέγει ο ενδιαφερόμενος για να εγγραφεί στο μητρώο πληθυσμού.

2.      Η μόνιμη διεύθυνση βρίσκεται υποχρεωτικώς εντός της επικράτειας της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας.

3.      Ουδείς δύναται να έχει πλείονες μόνιμες διευθύνσεις.

4.      Οι Βούλγαροι υπήκοοι που διαμένουν στην αλλοδαπή, δεν έχουν εγγραφεί στο μητρώο πληθυσμού και αδυνατούν να δηλώσουν μόνιμη διεύθυνση, εγγράφονται αυτεπαγγέλτως στο μητρώο πληθυσμού του δημοτικού διαμερίσματος “Σρέντετς” του Δήμου Σόφιας.

5.      Η μόνιμη διεύθυνση των Βουλγάρων πολιτών αποτελεί διεύθυνση επικοινωνίας με τις αρχές του Δημοσίου και τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως.

6.      Η μόνιμη διεύθυνση των Βουλγάρων πολιτών χρησιμοποιείται για την άσκηση των δικαιωμάτων και τη χρήση των υπηρεσιών στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος ή οποιαδήποτε άλλη νομοθετική ή κανονιστική πράξη.

7.      Η μόνιμη διεύθυνση μπορεί να είναι η ίδια με την τρέχουσα.»

13      Το άρθρο 94 του ZGR ορίζει τα εξής:

«1.      Η τρέχουσα διεύθυνση είναι αυτή στην οποία διαμένει ο ενδιαφερόμενος.

2.      Ουδείς δύναται να έχει πλείονες τρέχουσες διευθύνσεις.

3.      Η τρέχουσα διεύθυνση των Βουλγάρων πολιτών που κατοικούν στην αλλοδαπή καταχωρίζεται στο μητρώο πληθυσμού με απλή μνεία του κράτους όπου διαμένουν.»

14      Κατά το άρθρο 96, παράγραφος 1, του ZGR:

«Η τρέχουσα διεύθυνση δηλώνεται με δήλωση διευθύνσεως εκ μέρους του ενδιαφερομένου ενώπιον των αρχών που διαλαμβάνονται στο άρθρο 92, παράγραφος 1. Βούλγαρος πολίτης που διαμένει στην αλλοδαπή δηλώνει την τρέχουσα διεύθυνσή του, ήτοι το κράτος στο οποίο διαμένει, ενώπιον των διαλαμβανομένων στο άρθρο 92, παράγραφος 1, αρχών της μόνιμης διευθύνσεώς του.»

 Ο KMChP

15      Ο Kodeks na mezhdunarodnoto chastno pravo (κώδικας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, DV αριθ. 42, της 17ης Μαΐου 2005), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: KMChP), ορίζει στο άρθρο 4 τα εξής:

«(1)      Τα βουλγαρικά δικαιοδοτικά και λοιπά όργανα έχουν διεθνή δικαιοδοσία εφόσον:

1.      ο εναγόμενος έχει τη συνήθη διαμονή του, την καταστατική έδρα σύμφωνα με το καταστατικό του ή τον τόπο πραγματικής διαχειρίσεώς του στη Βουλγαρία·

[...]».

16      Το άρθρο 48, παράγραφος 7, του KMChP ορίζει τα ακόλουθα:

«Κατά τον παρόντα κώδικα, ως “συνήθης διαμονή” φυσικού προσώπου νοείται ο κύριος τόπος διαβιώσεώς του χωρίς ο συγκεκριμένος τόπος να συνδέεται κατ’ ανάγκην με εγγραφή σε μητρώο ή με άδεια διαμονής ή εγκαταστάσεως. Προκειμένου να προσδιορισθεί ο εν λόγω τόπος πρέπει να λαμβάνονται ιδίως υπόψη οι περιστάσεις προσωπικής ή επαγγελματικής φύσεως που αφορούν τον ενδιαφερόμενο και συνάγονται από τους διαρκείς δεσμούς του με τον τόπο αυτόν ή με την πρόθεσή του να συνάψει τέτοιους δεσμούς.»

 Ο GPK

17      Ο Grazhdanski protsesualen kodeks (κώδικας πολιτικής δικονομίας, DV αριθ. 59, της 20ής Ιουλίου 2007), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: GPK), προβλέπει στο άρθρο του 38, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διεύθυνση επιδόσεως», τα ακόλουθα:

«Η επίδοση γίνεται στη διεύθυνση που μνημονεύεται στη δικογραφία. Σε περίπτωση που ο παραλήπτης δεν βρίσκεται στη μνημονευόμενη διεύθυνση, η επίδοση γίνεται στην τρέχουσα διεύθυνσή του και, ελλείψει τέτοιας, στη μόνιμη διεύθυνσή του.»

18      Το άρθρο 40 του GPK, το οποίο φέρει τον τίτλο «Παραλήπτης δικαστικών πράξεων», ορίζει τα εξής:

«(1)      Ο διάδικος ο οποίος διαμένει στην αλλοδαπή ή μεταβαίνει στην αλλοδαπή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός οφείλει να ορίζει με δήλωση προς το δικαστήριο αντίκλητο, ήτοι παραλήπτη δικαστικών πράξεων, εφόσον δεν έχει νομικό εκπρόσωπο στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας που διεξάγεται στη Βουλγαρία. Η ίδια υποχρέωση βαρύνει τον νόμιμο αντιπρόσωπο, τον δικαστικό συμπαραστάτη και τον εκπρόσωπο.

(2)      Σε περίπτωση κατά την οποία τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο 1 πρόσωπα δεν ορίζουν αντίκλητο, όλες οι πράξεις επισυνάπτονται στη δικογραφία και λογίζονται ως επιδοθείσες. Το δικαστήριο γνωστοποιεί στα εν λόγω πρόσωπα τις συγκεκριμένες συνέπειες κατά την επίδοση της πρώτης πράξεως.»

19      Το άρθρο 41 του GPK, το οποίο φέρει τον τίτλο «Υποχρέωση ενημερώσεως», προβλέπει τα ακόλουθα:

«(1)      Ο διάδικος που απουσιάζει για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός από τη διεύθυνση την οποία κοινοποίησε ή στην οποία του επιδόθηκε πράξη, οφείλει να ενημερώσει το δικαστήριο για τη νέα του διεύθυνση. Η ίδια υποχρέωση βαρύνει τον νόμιμο αντιπρόσωπο, τον δικαστικό συμπαραστάτη και τον εκπρόσωπο.

(2)      Σε περίπτωση μη τηρήσεως της διαλαμβανομένης στην παράγραφο 1 υποχρεώσεως, όλες οι πράξεις επισυνάπτονται στη δικογραφία και λογίζονται ως επιδοθείσες. Το δικαστήριο γνωστοποιεί στον διάδικο τις εν λόγω συνέπειες κατά την επίδοση της πρώτης πράξεως.»

20      Το άρθρο 53 του GPK, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επίδοση στους διαμένοντες στην εθνική επικράτεια αλλοδαπούς», ορίζει τα εξής:

«Η επίδοση σε αλλοδαπούς που διαμένουν στην εθνική επικράτεια γίνεται στη διεύθυνση η οποία δηλώθηκε στις αρμόδιες διοικητικές αρχές.»

21      Το άρθρο 410 του GPK, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής», ορίζει τα ακόλουθα:

«(1)      Ο αιτών δύναται να ζητήσει την έκδοση διαταγής πληρωμής:

1.      για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις περί αντικαταστατών πραγμάτων, εφόσον πρόκειται για απαιτήσεις υπαγόμενες στην αρμοδιότητα του Rayonen sad (πρωτοδικείου)·

[...]».

22      Το άρθρο 411 του GPK, το οποίο φέρει τον τίτλο «Έκδοση διαταγής πληρωμής», ορίζει τα εξής:

«(1)      Η αίτηση υποβάλλεται ενώπιον του Rayonen sad (πρωτοδικείου) στην περιφέρεια του οποίου έχει τη μόνιμη κατοικία ή την έδρα του ο οφειλέτης· το δικαστήριο αυτό ελέγχει αυτεπαγγέλτως, εντός τριών ημερών, αν είναι κατά τόπον αρμόδιο. Αίτηση κατά καταναλωτή πρέπει να υποβάλλεται ενώπιον του δικαστηρίου της περιφέρειας στην οποία βρίσκεται η τρέχουσα διεύθυνσή του και, ελλείψει τρέχουσας διευθύνσεως, η μόνιμη. Εφόσον το δικαστήριο εκτιμά ότι η υπόθεση δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητά του, τη διαβιβάζει αμελλητί στο αρμόδιο δικαστήριο.

(2)      Το δικαστήριο εξετάζει την αίτηση κατά τη διάρκεια συνεδριάσεως η οποία αφορά τα δικονομικά ζητήματα και εκδίδει διαταγή πληρωμής εντός της προβλεπόμενης στην παράγραφο 1 προθεσμίας, εκτός εάν:

[...]

4.      ο οφειλέτης δεν έχει μόνιμη διεύθυνση ή καταστατική έδρα εντός της επικράτειας της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας·

5.      ο οφειλέτης δεν έχει συνήθη διαμονή ή δεν ασκεί δραστηριότητα εντός της επικράτειας της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας.

(3)      Εάν η αίτηση γίνει δεκτή, το δικαστήριο εκδίδει διαταγή πληρωμής, αντίγραφο της οποίας επιδίδεται στον οφειλέτη.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

23      Η Toplofikatsia Sofia είναι εταιρία βουλγαρικού δικαίου η οποία ασκεί δραστηριότητα διανομής θερμικής ενέργειας. Στις 6 Μαρτίου 2023 υπέβαλε ενώπιον του Sofiyski rayonen sad (πρωτοδικείου Σόφιας, Βουλγαρία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του V.Z.A., Βούλγαρου υπηκόου.

24      Η εν λόγω εταιρία ζητεί από τον ενδιαφερόμενο την καταβολή χρηματικού ποσού ύψους 700,61 βουλγαρικών λεβ (BGN) (περίπου 358 ευρώ), για τον λόγο ότι ο καθού η αίτηση, κύριος διαμερίσματος ευρισκομένου στη Σόφια σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, δεν εξόφλησε το τιμολόγιο για την εκ μέρους του κατανάλωση θερμικής ενέργειας κατά το χρονικό διάστημα από τις 15 Σεπτεμβρίου 2020 έως τις 22 Φεβρουαρίου 2023 όσον αφορά το συγκεκριμένο διαμέρισμα.

25      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι ο V.Z.A. δεν είναι επί του παρόντος διάδικος της κύριας δίκης, πλην όμως θα καταστεί διάδικος όταν εκδοθεί η ζητηθείσα διαταγή πληρωμής, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία και είναι αρμόδιο να επιληφθεί της υπό κρίση αιτήσεως.

26      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι από τις έρευνες που διενεργήθηκαν αυτεπαγγέλτως στο πλαίσιο της διαδικασίας της κύριας δίκης, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που υπέχει από το βουλγαρικό δίκαιο, προκύπτει ότι ο V.Z.A. έχει εγγραφεί από το 2000 στο εθνικό μητρώο πληθυσμού ως έχων μόνιμη διεύθυνση στη Σόφια. Ωστόσο, στις 6 Μαρτίου 2010 ο V.Z.A. δήλωσε την τρέχουσα διεύθυνσή του η οποία ευρίσκεται σε κράτος μέλος διαφορετικό από τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει συναφώς ότι το βουλγαρικό δίκαιο δεν επιτρέπει τη δήλωση πλήρους τρέχουσας διευθύνσεως στην αλλοδαπή.

27      Το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει επίσης ερμηνευτική απόφαση, έχουσα δεσμευτική ισχύ, την οποία εξέδωσε το Varhoven kasatsionen sad (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Βουλγαρία) στις 18 Ιουνίου 2014 (στο εξής: απόφαση της 18ης Ιουνίου 2014), σχετικά με τις περιπτώσεις απορρίψεως αιτήσεως για την έκδοση διαταγής πληρωμής, κατά το άρθρο 411, παράγραφος 2, σημεία 4 και 5, του GPK.

28      Κατά την απόφαση της 18ης Ιουνίου 2014, προκειμένου περί αιτήσεως για την έκδοση διαταγής πληρωμής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 411 του GPK, η ύπαρξη μόνιμης διευθύνσεως ή συνήθους διαμονής εντός της επικράτειας της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας πρέπει να ελέγχεται μετά την έκδοση της διαταγής, κατά τον χρόνο της επιδόσεώς της, ανεξαρτήτως αν, σύμφωνα με τα σημεία 4 και 5 της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου, ελλείψει μόνιμης διευθύνσεως ή συνήθους διαμονής στη συγκεκριμένη επικράτεια, η αίτηση εκδόσεως τέτοιας διαταγής πρέπει να απορρίπτεται.

29      Σύμφωνα με την απόφαση της 18ης Ιουνίου 2014, σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι έχει εκδοθεί διαταγή από δικαστήριο κατά οφειλέτη ο οποίος δεν έχει μόνιμη διεύθυνση εντός της επικράτειας της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, η διαταγή πληρωμής ακυρώνεται αυτεπαγγέλτως από το εν λόγω δικαστήριο. Αντιθέτως, σε περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται ότι ο οφειλέτης αυτός δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στην επικράτεια της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, η εκδοθείσα διαταγή πληρωμής δεν μπορεί να ακυρωθεί από το δικαστήριο που την εξέδωσε. Στην τελευταία περίπτωση, κατά την επίδοση της διαταγής πληρωμής, το εν λόγω δικαστήριο πρέπει να ελέγξει αν ο συγκεκριμένος οφειλέτης έχει μόνιμη διεύθυνση στη Βουλγαρία και, εφόσον τούτο συμβαίνει, η διαταγή λογίζεται ως νομοτύπως επιδοθείσα είτε διά της κοινοποιήσεως σε πρόσωπο της οικογένειάς του είτε διά της θυροκολλήσεως ειδοποιήσεως. Κατά συνέπεια, επίκληση της εφαρμογής του άρθρου 411, παράγραφος 2, σημείο 5, του GPK χωρεί μόνον μέσω ανακοπής.

30      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η απόφαση της 18ης Ιουνίου 2014 εκδόθηκε πριν από την τροποποίηση του άρθρου 411, παράγραφος 1, του GPK, το οποίο πλέον ορίζει ότι το επιληφθέν υποθέσεως δικαστήριο οφείλει να ελέγχει αυτεπαγγέλτως την κατά τόπον αρμοδιότητά του αναλόγως, μεταξύ άλλων, της μόνιμης διευθύνσεως του οφειλέτη.

31      Κατά το αιτούν δικαστήριο, από το άρθρο 411 του GPK, όπως έχει ερμηνευθεί από το Varhoven kasatsionen sad (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο), προκύπτει ότι εκδίδεται σε κάθε περίπτωση διαταγή πληρωμής κατά οφειλέτη ο οποίος είναι Βούλγαρος πολίτης και του οποίου η μόνιμη διεύθυνση εξακολουθεί να είναι καταχωρισμένη στη Βουλγαρία, ακόμη και αν ο οφειλέτης αυτός έχει διεύθυνση στην αλλοδαπή για την οποία γίνεται επίσης μνεία στο μητρώο πληθυσμού. Μια τέτοια ερμηνεία, όμως, μπορεί, κατά το αιτούν δικαστήριο, να αντιβαίνει στον κανόνα του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012, κατά τον οποίο οφειλέτης που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί, κατ’ αρχήν, να ενάγεται μόνον ενώπιον των δικαστηρίων του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

32      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι, σύμφωνα με το άρθρο 93 του ZGR, η μόνιμη διεύθυνση των Βουλγάρων πολιτών εξακολουθεί να βρίσκεται εντός της βουλγαρικής επικράτειας και δεν μπορεί να μεταβληθεί σε περίπτωση μετοικήσεως σε άλλο κράτος μέλος. Κατά το αιτούν δικαστήριο, τούτο συνιστά εμπόδιο στην άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και της επιλογής τόπου διαμονής των Βουλγάρων πολιτών, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 ΣΛΕΕ.

33      Επιπροσθέτως, κατά το αιτούν δικαστήριο, οι Βούλγαροι πολίτες που άσκησαν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας υφίστανται δυνητικώς αντίστροφη δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας, κατά παράβαση του άρθρου 18 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 53 του GPK, οι επιδόσεις προς υπηκόους άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίοι διαμένουν μονίμως στη Βουλγαρία γίνονται στη διεύθυνση που δηλώθηκε στις υπηρεσίες μεταναστεύσεως. Όταν παύσουν να διαμένουν εντός της βουλγαρικής επικράτειας, τα βουλγαρικά δικαστήρια δεν έχουν πλέον διεθνή δικαιοδοσία έναντι των υπηκόων αυτών, κατ’ εφαρμογήν του κριτηρίου διεθνούς δικαιοδοσίας το οποίο συνδέεται με την κατοικία. Αντιθέτως, οι Βούλγαροι πολίτες δεν μπορούν να ακυρώσουν την καταχώριση της μόνιμης διευθύνσεώς τους και εξακολουθούν να υπέχουν την υποχρέωση ορισμού αντικλήτου προκειμένου αυτός να παραλαμβάνει στο όνομά τους επιδόσεις ή κοινοποιήσεις στη Βουλγαρία.

34      Εξάλλου, κατά το αιτούν δικαστήριο, από το άρθρο 94, παράγραφος 3, του ZGR, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο του 93, παράγραφος 2, ένας Βούλγαρος πολίτης δεν μπορεί να καταχωρίσει επακριβώς διεύθυνση ευρισκόμενη εκτός Βουλγαρίας, δεδομένου ότι η μόνη μνεία που καταχωρίζεται από τη διοίκηση σχετικώς είναι αυτή του κράτους στο οποίο μετοίκησε ο συγκεκριμένος πολίτης. Για τον λόγο αυτόν το άρθρο 4 του KMChP θέτει μεταξύ των κριτηρίων διεθνούς δικαιοδοσίας, στις σχέσεις ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στις οποίες δεν έχει εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης, τον τόπο συνήθους διαμονής του εναγομένου.

35      Στο ανωτέρω πλαίσιο, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ αρχάς, αν το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 αντιτίθεται σε θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας δικαστηρίου επιληφθέντος αιτήσεως για την έκδοση διαταγής πληρωμής λαμβανομένης υπόψη της έννοιας της «κατοικίας», όπως αυτή προκύπτει από τις εφαρμοστέες στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικές ρυθμίσεις. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, ακόμη και αν δεν μπορεί να αποκλεισθεί η δυνατότητα να θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του στο άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1215/2012, καθόσον η σύμβαση εκ της οποίας απορρέει η απαίτηση που ζητείται να εξοφληθεί έχει ως αντικείμενο την παροχή θερμικής ενέργειας σε ακίνητο ευρισκόμενο στη Σόφια, το ζήτημα του καθορισμού της κατοικίας εξακολουθεί να είναι κρίσιμο.

36      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, εν συνεχεία, ως προς το ζήτημα αν η βάσει της αποφάσεως της 18ης Ιουνίου 2014 απαγόρευση της δυνατότητας δικαστηρίου να λαμβάνει υπόψη την τρέχουσα διεύθυνση του οφειλέτη προκειμένου να διαπιστώσει ότι αυτός δεν έχει τη συνήθη διαμονή του εντός της επικράτειας της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας είναι σύμφωνη με το άρθρο 18 ΣΛΕΕ, στο μέτρο που η συγκεκριμένη απαγόρευση συνιστά αντίστροφη δυσμενή διάκριση.

37      Στο μέτρο που το εθνικό δίκαιο δεν του επιτρέπει να προσδιορίσει την ευρισκόμενη εκτός Βουλγαρίας διεύθυνση του οφειλέτη, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, τέλος, αν δύναται να στηριχθεί συναφώς στη δυνατότητα, την οποία παρέχει το άρθρο 7 του κανονισμού 2020/1784, να τύχει της συνδρομής του οικείου κράτους μέλους.

38      Υπό τις συνθήκες αυτές το Sofiyski Rayonen sad (πρωτοδικείο Σόφιας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 62, παράγραφος 1, του κανονισμού [1215/2012], σε συνδυασμό με το άρθρο 18, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και το άρθρο 21 ΣΛΕΕ, την έννοια ότι αποκλείει τη συναγωγή της έννοιας της “κατοικίας” φυσικού προσώπου από εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει ότι η μόνιμη διεύθυνση των υπηκόων του κράτους του επιληφθέντος δικαστηρίου βρίσκεται πάντοτε στο κράτος αυτό και δεν δύναται να μεταφερθεί σε άλλον τόπο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

2)      Έχει το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού [1215/2012], σε συνδυασμό με το άρθρο 18, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και το άρθρο 21 ΣΛΕΕ, την έννοια ότι επιτρέπει εθνική νομοθεσία και εθνική νομολογία βάσει των οποίων δικαστήριο ενός κράτους δεν μπορεί να αρνηθεί την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά οφειλέτη ο οποίος είναι υπήκοος του κράτους αυτού και ως προς τον οποίο υφίσταται βάσιμο τεκμήριο ότι το δικαστήριο δεν διαθέτει διεθνή δικαιοδοσία, για τον λόγο ότι ο οφειλέτης ενδέχεται να έχει την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος της Ένωσης, όπως προκύπτει από τη δήλωση του οφειλέτη προς την αρμόδια αρχή ότι έχει διεύθυνση επικοινωνίας στο κράτος αυτό; Ασκεί επιρροή, σε τέτοια περίπτωση, ο χρόνος υποβολής της εν λόγω δηλώσεως;

3)      Σε περίπτωση που η διεθνής δικαιοδοσία του επιληφθέντος δικαστηρίου απορρέει από διάταξη διαφορετική από το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού [1215/2012], έχει το άρθρο 18, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του [Χάρτη], την έννοια ότι αποκλείει εθνική νομοθεσία και εθνική νομολογία βάσει των οποίων η έκδοση διαταγής πληρωμής επιτρέπεται μόνον κατά φυσικού προσώπου που έχει τη συνήθη διαμονή του στο κράτος του επιληφθέντος δικαστηρίου, αλλά η διαπίστωση ότι ο οφειλέτης που είναι υπήκοος του κράτους αυτού διαμένει σε άλλο κράτος δεν μπορεί να στηριχθεί μόνο στο γεγονός ότι αυτός έχει δηλώσει ενώπιον του πρώτου κράτους διεύθυνση επικοινωνίας (“τρέχουσα” διεύθυνση) που βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν ο οφειλέτης δεν είναι σε θέση να αποδείξει ότι μετακόμισε εξ ολοκλήρου στο τελευταίο κράτος και δεν διαθέτει διεύθυνση στο έδαφος του κράτους του επιληφθέντος δικαστηρίου; Ασκεί επιρροή, στην περίπτωση αυτή, ο χρόνος υποβολής της δηλώσεως σχετικά με την τρέχουσα διεύθυνση;

4)      Εάν στο πρώτο υποερώτημα του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος δοθεί η απάντηση ότι επιτρέπεται η έκδοση διαταγής πληρωμής, μπορεί να γίνει δεκτό, με βάση το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού [1215/2012], σε συνδυασμό με την ερμηνεία του άρθρου 22, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού [2020/1784], όπως αυτή προκύπτει από την απόφαση [της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Alder (C‑325/11, EU:C:2012:824)], [καθώς] και σε συνδυασμό με την αρχή της αποτελεσματικής εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης κατά την άσκηση της εθνικής δικονομικής αυτονομίας, ότι επιτρέπεται εθνικό δικαστήριο κράτους στο οποίο οι υπήκοοι δεν μπορούν να εγκαταλείψουν τη διεύθυνση επικοινωνίας τους στην επικράτεια του κράτους αυτού και να τη μεταφέρουν σε άλλο κράτος, εάν εξετάζει αίτηση εκδόσεως διαταγής πληρωμής στο πλαίσιο διαδικασίας όπου δεν συμμετέχει ο οφειλέτης, βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού [2020/1784], να λαμβάνει από τις αρχές του κράτους στο οποίο ο οφειλέτης διαθέτει διεύθυνση επικοινωνίας πληροφορίες σχετικά με τη διεύθυνσή του και την ημερομηνία καταχωρίσεώς του εκεί, προκειμένου να προσδιορίσει την πραγματική συνήθη διαμονή του οφειλέτη πριν από την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της υποθέσεως;»

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

39      Κατά πάγια νομολογία, η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ συνιστά μηχανισμό συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, χάρη στον οποίο το μεν παρέχει στα δε τα ερμηνευτικά στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που τους είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν, καθώς και ότι ο δικαιολογητικός λόγος της προδικαστικής παραπομπής δεν έγκειται στη διατύπωση συμβουλευτικής γνώμης επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, αλλά στην αυτονόητη ανάγκη αποτελεσματικής επίλυσης μιας ένδικης διαφοράς [απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2024, G. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στα τακτικά δικαστήρια στην Πολωνία), C‑181/21 και C‑269/21, EU:C:2024:1, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

40      Όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η ζητούμενη προδικαστική απόφαση πρέπει να είναι «αναγκαία» για να μπορέσει το αιτούν δικαστήριο να «εκδώσει την απόφασή του» στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί [απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2024, G. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στα τακτικά δικαστήρια στην Πολωνία), C‑181/21 και C‑269/21, EU:C:2024:1, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

41      Συνακόλουθα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τόσο από το γράμμα όσο και από την οικονομία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η διαδικασία προδικαστικής παραπομπής προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι εκκρεμεί πράγματι ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων διαφορά, στο πλαίσιο της οποίας αυτά καλούνται να εκδώσουν απόφαση που θα λαμβάνει υπόψη την προδικαστική απόφαση [απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2024, G. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στα τακτικά δικαστήρια στην Πολωνία), C‑181/21 και C‑269/21, EU:C:2024:1, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

42      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να ελέγξει αυτεπαγγέλτως τη διεθνή δικαιοδοσία και την αρμοδιότητά του να εκδώσει διαταγή πληρωμής, σύμφωνα με το άρθρο 411, παράγραφος 1, του GPK. Προς τούτο, το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα τα οποία αφορούν την ερμηνεία των κανονισμών 1215/2012 και 2020/1784, καθώς και την ερμηνεία του άρθρου 18, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, του άρθρου 21 ΣΛΕΕ και του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη.

43      Όσον αφορά, κατά πρώτον, τη ζητούμενη ερμηνεία του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, ουδόλως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ότι η ερμηνεία αυτή ανταποκρίνεται σε αντικειμενική ανάγκη για την απόφαση την οποία πρέπει να εκδώσει το αιτούν δικαστήριο [πρβλ. απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2024, G. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στα τακτικά δικαστήρια στην Πολωνία), C‑181/21 και C‑269/21, EU:C:2024:1, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο δεν προσδιορίζει τον κατ’ αυτό υφιστάμενο σύνδεσμο μεταξύ της ως άνω διατάξεως και της διαφοράς της κύριας δίκης ούτε τους λόγους για τους οποίους, κατά την εκτίμησή του, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς αυτής.

44      Όσον αφορά, κατά δεύτερον, τη ζητούμενη ερμηνεία του άρθρου 22 του κανονισμού 2020/1784, επισημαίνεται ότι το εν λόγω άρθρο, όπως προκύπτει από τον τίτλο του, διέπει τις υποχρεώσεις του εθνικού δικαστηρίου σε περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου. Το συγκεκριμένο άρθρο τυγχάνει εφαρμογής οσάκις το εισαγωγικό δικόγραφο ή ισοδύναμο έγγραφο έχει διαβιβασθεί σε άλλο κράτος μέλος προς επίδοση ή κοινοποίηση και αφορά κατ’ αντιμωλίαν διαδικασία, μεταγενέστερη αυτής την οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης στην οποία ο οφειλέτης δεν έχει ακόμη καταστεί διάδικος. Επομένως, η συνδρομή των προϋποθέσεων του πραγματικού του άρθρου 22 του κανονισμού 2020/1784, συγκεκριμένα δε η ερημοδικία του εναγομένου, δεν είναι εν προκειμένω βέβαιη.

45      Ως εκ τούτου, στο μέτρο που η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη και του άρθρου 22, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2020/1784, δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης και, συνεπώς, είναι απαράδεκτη.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου, του δευτέρου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

46      Όσον αφορά, κατά πρώτον, την ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων του κανονισμού 1215/2012, εγείρεται προκαταρκτικώς το ζήτημα αν η διαφορά της κύριας δίκης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, διότι η εφαρμογή του απαιτεί την ύπαρξη στοιχείου αλλοδαπότητας. Εν προκειμένω, μολονότι ο οφειλέτης δεν είναι ακόμη διάδικος της κύριας δίκης, εντούτοις η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής έχει υποβληθεί κατά του συγκεκριμένου οφειλέτη του οποίου ο τόπος διαμονής βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, περίσταση που αποτελεί επαρκές στοιχείο αλλοδαπότητας για να συνεπάγεται την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού.

47      Όσον αφορά, κατά δεύτερον, την ερμηνεία του άρθρου 18 ΣΛΕΕ, υπενθυμίζεται ότι το εν λόγω άρθρο μπορεί να εφαρμοσθεί αυτοτελώς μόνο σε διεπόμενες από το δίκαιο της Ένωσης καταστάσεις για τις οποίες δεν υφίστανται ειδικοί κανόνες περί απαγορεύσεως των διακρίσεων (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 2011, Missionswerk Werner Heukelbach, C‑25/10, EU:C:2011:65, σκέψη 18, και της 28ης Σεπτεμβρίου 2023, Ryanair κατά Επιτροπής, C‑321/21 P, EU:C:2023:713, σκέψη 98 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Εν προκειμένω, όμως, όσον αφορά τα ζητήματα που εγείρονται, κατ’ ουσίαν, με τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα, ήτοι τη διαφορά ως προς τον τρόπο καθορισμού της κατοικίας αναλόγως αν η υπόθεση αφορά Βουλγάρους πολίτες ή αλλοδαπούς υπηκόους που διαμένουν στη Βουλγαρία, το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012 επιβάλλει απαγόρευση δυσμενών διακρίσεων, στο μέτρο που η συγκεκριμένη διάταξη απαγορεύει κάθε διαφορά ως προς τη μεταχείριση λόγω ιθαγένειας όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας οι οποίοι θεσπίζονται με τον εν λόγω κανονισμό. Ως εκ τούτου, δεν χωρεί αυτοτελής εφαρμογή του άρθρου 18 ΣΛΕΕ ούτε, κατά συνέπεια, διακριτή ερμηνεία του.

49      Κατά τρίτον, υπενθυμίζεται ότι, στο μέτρο που ο κανονισμός 1215/2012 κατήργησε και αντικατέστησε τον κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1), ο οποίος είχε αντικαταστήσει με τη σειρά του τη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τις διαδοχικές συμβάσεις για την προσχώρηση των νέων κρατών μελών στη συγκεκριμένη Σύμβαση, η εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία των διατάξεων των δύο τελευταίων νομοθετημάτων ισχύει και για τον κανονισμό 1215/2012, εφόσον οι διατάξεις αυτές μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «ισοδύναμες» εκείνων του κανονισμού 44/2001 (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Verein für Konsumenteninformation, C‑343/19, EU:C:2020:534, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

50      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 62, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας οι υπήκοοι κράτους μέλους που διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος θεωρείται ότι έχουν την κατοικία τους σε διεύθυνση η οποία εξακολουθεί πάντοτε να είναι καταχωρισμένη στο πρώτο κράτος μέλος.

51      Συναφώς, επισημαίνεται ευθύς εξαρχής ότι η έννοια της «κατοικίας» είναι ουσιώδους σημασίας για την οικονομία του κανονισμού 1215/2012, διότι αποτελεί το γενικό κριτήριο συνδέσεως βάσει του οποίου δύναται να θεμελιωθεί η διεθνής δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού, που παραπέμπει στην κατοικία του εναγομένου ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς του (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Corman-Collins, C‑9/12, EU:C:2013:860, σκέψεις 22 και 23).

52      Όπως προκύπτει από την έκθεση του P. Jenard σχετικά με τη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη δικαιοδοσία και την αναγκαστική εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1986, C 298, σ. 29), της οποίας τα σχόλια επί της αιτιολογήσεως της επιλογής του κριτηρίου της κατοικίας ισχύουν και για την ερμηνεία του κανονισμού 1215/2012, η εκ μέρους του νομοθέτη της Ένωσης επιλογή του συγκεκριμένου κριτηρίου και όχι εκείνου της ιθαγένειας υπαγορεύθηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερέστερη η ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας προκειμένου να αποφευχθεί η θέσπιση διαφορετικών κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας αναλόγως αν η διαφορά ανακύπτει μεταξύ πολιτών συμβαλλομένων κρατών ή μεταξύ πολίτη συμβαλλομένου κράτους και αλλοδαπού ή μεταξύ δύο αλλοδαπών.

53      Όπως η Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και ο κανονισμός 44/2001, ομοίως και ο κανονισμός 1215/2012 δεν ορίζει την έννοια της «κατοικίας». Ως εκ τούτου, το άρθρο 62, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 παραπέμπει στο εσωτερικό δίκαιο του κράτους μέλους του οποίου τα δικαστήρια έχουν επιληφθεί της υποθέσεως προκειμένου να καθορισθεί αν διάδικος έχει την κατοικία του στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Κατά το άρθρο 62, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, αν διάδικος δεν έχει την κατοικία του στο κράτος μέλος του επιληφθέντος της υποθέσεως δικαστηρίου, το δικαστήριο, προκειμένου να καθορίσει αν ο διάδικος έχει την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος, εφαρμόζει το δίκαιο του κράτους μέλους αυτού.

54      Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη είναι, κατ’ αρχήν, αρμόδια να καθορίζουν την κατοικία ενός φυσικού προσώπου κατά το δίκαιό τους.

55      Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, η εφαρμογή των εθνικών κανόνων δεν πρέπει να θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητα νομοθετήματος της Ένωσης. Πράγματι, όπως το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, όσον αφορά τον κανονισμό 44/2001, στο πλαίσιο νομολογίας που μπορεί να τύχει εφαρμογής και για την ερμηνεία του κανονισμού 1215/2012, η εφαρμογή των δικονομικών κανόνων ενός κράτους μέλους δεν δύναται να θίξει την πρακτική αποτελεσματικότητα του συστήματος που προβλέπεται από τον κανονισμό 1215/2012, εμποδίζοντας την τήρηση των αρχών τις οποίες θέτει ο εν λόγω κανονισμός (πρβλ. απόφαση της 28ης Απριλίου 2009, Αποστολίδης, C‑420/07, EU:C:2009:271, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

56      Όπως προκύπτει από τη σκέψη 51 της παρούσας αποφάσεως, το σύστημα που καθιερώνεται με τον κανονισμό 1215/2012 στηρίζεται στην επιλογή του νομοθέτη της Ένωσης να βασίσει τους ομοιόμορφους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας στο κριτήριο της κατοικίας και όχι σε εκείνο της ιθαγένειας του εναγομένου. Κατά συνέπεια, όπως υποστηρίζει και η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να τροποποιήσει τη συγκεκριμένη θεμελιώδη αρχή εφαρμόζοντας εθνικούς κανόνες κατά τους οποίους οι υπήκοοί του έχουν υποχρεωτικώς την κατοικία τους στο έδαφός του.

57      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το βουλγαρικό δίκαιο διακρίνει, όσον αφορά τους Βουλγάρους πολίτες, μεταξύ της μόνιμης και της τρέχουσας διευθύνσεώς τους.

58      Κάθε Βούλγαρος πολίτης διαθέτει μία μόνον μόνιμη διεύθυνση εντός της επικράτειας της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, η οποία αντιστοιχεί στη διεύθυνση που έχει καταχωρισθεί στο μητρώο πληθυσμού και η οποία βρίσκεται πάντοτε εντός της συγκεκριμένης επικράτειας. Οι Βούλγαροι πολίτες οι οποίοι διαμένουν στην αλλοδαπή και οι οποίοι αδυνατούν να δηλώσουν μόνιμη διεύθυνση στη Βουλγαρία εγγράφονται αυτεπαγγέλτως στο μητρώο πληθυσμού του δημοτικού διαμερίσματος Σρέντετς του Δήμου Σόφιας. Αντιθέτως, η τρέχουσα διεύθυνση αντιστοιχεί σε εκείνη στην οποία διαμένει ο ενδιαφερόμενος. Στην περίπτωση των εγκατεστημένων στην αλλοδαπή Βουλγάρων πολιτών, η καταχώριση της εν λόγω διευθύνσεως περιορίζεται σε μνεία, στο μητρώο πληθυσμού, της ονομασίας του κράτους στο οποίο διαβιούν, χωρίς οι πολίτες αυτοί να διαθέτουν, κατά το αιτούν δικαστήριο, κανένα μέσο, προκειμένου να καταχωρίζουν επακριβώς διεύθυνση ευρισκόμενη εκτός Βουλγαρίας. Όπως διευκρινίζει το αιτούν δικαστήριο, οι Βούλγαροι πολίτες είναι, ως εκ τούτου, υποχρεωμένοι να έχουν μόνιμη διεύθυνση στη Βουλγαρία, ανεξαρτήτως του τόπου όπου διαμένουν πράγματι.

59      Υπό την επιφύλαξη των διακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, η βουλγαρική νομοθεσία, όπως περιγράφεται από το συγκεκριμένο δικαστήριο, εξομοιώνει την κατοικία των Βουλγάρων πολιτών με τη μόνιμη διεύθυνσή τους η οποία βρίσκεται πάντοτε στη Βουλγαρία, ανεξαρτήτως αν διαμένουν στη Βουλγαρία ή στην αλλοδαπή, και δεν επιτρέπει στους εν λόγω πολίτες να καταχωρίζουν πλήρη διεύθυνση ευρισκόμενη σε άλλο κράτος μέλος ακόμη και αν διαμένουν εκεί μονίμως και δύνανται, επομένως, να θεωρηθούν έχοντες την κατοικία τους στο έδαφος του άλλου αυτού κράτους μέλους βάσει της νομοθεσίας του, η οποία έχει εφαρμογή σύμφωνα με το άρθρο 62, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012.

60      Διευκρινίζεται επίσης ότι απόκειται αποκλειστικώς στο αιτούν δικαστήριο να καθορίσει το περιεχόμενο της έννοιας της «κατοικίας» κατά το εθνικό δίκαιο. Ωστόσο, στο μέτρο που εθνική ρύθμιση συνδέει, αυτόματα, τη συγκεκριμένη έννοια με μια μόνιμη, υποχρεωτική και σε ορισμένες περιπτώσεις πλασματική διεύθυνση, καταχωριζόμενη για κάθε πολίτη του οικείου κράτους μέλους, η εν λόγω ρύθμιση θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητα του κανονισμού 1215/2012, διότι έχει ως αποτέλεσμα να αντικαθιστά το κριτήριο της κατοικίας, στο οποίο βασίζονται οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που θεσπίζονται με τον εν λόγω κανονισμό, με το κριτήριο της ιθαγένειας.

61      Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν το άρθρο 21 ΣΛΕΕ αντιτίθεται και αυτό με τη σειρά του σε εθνική ρύθμιση όπως η περιγραφείσα στην προηγούμενη σκέψη.

62      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 62, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας οι υπήκοοι κράτους μέλους που διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος θεωρείται ότι έχουν την κατοικία τους σε διεύθυνση η οποία εξακολουθεί πάντοτε να είναι καταχωρισμένη στο πρώτο κράτος μέλος.

 Επί του δευτέρου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

63      Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου την οποία θεσπίζει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο μια χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα προδικαστικά ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2024, Direktor na Glavna direktsia «Natsionalna politsia» pri MVR – Sofia, C‑118/22, EU:C:2024:97, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

64      Εν προκειμένω, το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, υποβάλλονται διότι, όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι είναι υποχρεωμένο, σύμφωνα με το άρθρο 411 του GPK, όπως ερμηνεύθηκε με την απόφαση της 18ης Ιουνίου 2014, να εκδώσει διαταγή πληρωμής κατά οφειλέτη ο οποίος είναι Βούλγαρος πολίτης και του οποίου η μόνιμη διεύθυνση βρίσκεται στη Βουλγαρία, μολονότι υφίστανται βάσιμοι λόγοι να θεωρηθεί ότι ο συγκεκριμένος οφειλέτης κατοικούσε, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως για την έκδοση διαταγής πληρωμής, στο έδαφος άλλου κράτους μέλους και ότι, συνεπώς, το εν λόγω δικαστήριο στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας να επιληφθεί τέτοιας αιτήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012.

65      Κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν αποκλείεται η δυνατότητα να θεμελιώνει τη διεθνή δικαιοδοσία του σε άλλη διάταξη, συγκεκριμένα δε στο άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 2 του κεφαλαίου II του κανονισμού. Εντούτοις, διερωτάται αν το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού αντιτίθεται σε υποχρέωση του αιτούντος δικαστηρίου να εκδώσει διαταγή πληρωμής κατά οφειλέτη του οποίου η τρέχουσα διεύθυνση βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης ως προς τη σημασία του χρονικού σημείου της καταχωρίσεως τρέχουσας διευθύνσεως από τον οικείο οφειλέτη.

66      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στη βάσει εθνικής ρυθμίσεως, όπως έχει ερμηνευθεί από την εθνική νομολογία, απονομή σε δικαστήριο κράτους μέλους διεθνούς δικαιοδοσίας να εκδίδει διαταγή πληρωμής κατά οφειλέτη για τον οποίον υφίστανται βάσιμοι λόγοι να θεωρηθεί ότι έχει την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

67      Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 51 της παρούσας αποφάσεως, με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 θεσπίζεται ο γενικός κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας στον οποίο στηρίζεται ο εν λόγω κανονισμός και ο οποίος είναι αυτός της κατοικίας του εναγομένου, ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς του.

68      Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους μόνο βάσει των κανόνων που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 7 του κεφαλαίου ΙΙ του κανονισμού. Τα συγκεκριμένα τμήματα περιλαμβάνουν κανόνες περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας, κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας σε συμβάσεις ασφαλίσεως, συμβάσεις καταναλωτών και σε ατομικές συμβάσεις εργασίας, καθώς και κανόνες αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας και κανόνες σχετικούς με την παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας.

69      Από τα εν λόγω τμήματα προκύπτει ότι μόνο στις διεπόμενες από αυτά περιπτώσεις μπορεί να γίνει δεκτό ότι δικαστήριο κράτους μέλους έχει διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί υποθέσεως κατά εναγομένου που έχει την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

70      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να μπορεί να εκδώσει διαταγή πληρωμής κατά οφειλέτη για τον οποίο υφίστανται βάσιμοι λόγοι να θεωρηθεί ότι είχε την κατοικία του, κατά το χρονικό σημείο υποβολής της αιτήσεως για την έκδοση διαταγής πληρωμής, σε κράτος μέλος διαφορετικό από τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας, εφόσον δύναται να θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του να επιληφθεί τέτοιας αιτήσεως σε κάποιον από τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 7 του κανονισμού 1215/2012.

71      Οι περιστάσεις που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας είναι επομένως οι υφιστάμενες κατά το χρονικό σημείο υποβολής της οικείας αιτήσεως για την έκδοση διαταγής πληρωμής.

72      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στη βάσει εθνικής ρυθμίσεως, όπως έχει ερμηνευθεί από την εθνική νομολογία, απονομή σε δικαστήριο κράτους μέλους διεθνούς δικαιοδοσίας να εκδίδει διαταγή πληρωμής κατά οφειλέτη για τον οποίον υφίστανται βάσιμοι λόγοι να θεωρηθεί ότι, κατά το χρονικό σημείο υποβολής της αιτήσεως για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είχε την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, σε περιπτώσεις άλλες από τις προβλεπόμενες στα τμήματα 2 έως 7 του κεφαλαίου II του εν λόγω κανονισμού.

 Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

73      Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 7 του κανονισμού 2020/1784 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στη δυνατότητα δικαστηρίου κράτους μέλους, έχοντος διεθνή δικαιοδοσία να εκδώσει διαταγή πληρωμής κατά οφειλέτη για τον οποίο υφίστανται βάσιμοι λόγοι να θεωρηθεί ότι έχει την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, να απευθυνθεί στις αρμόδιες αρχές και να κάνει χρήση των μέσων που παρέχει το εν λόγω άλλο κράτος μέλος προκειμένου να προσδιορίσει τη διεύθυνση του συγκεκριμένου οφειλέτη με σκοπό την επίδοση ή την κοινοποίηση σε αυτόν της διαταγής πληρωμής.

74      Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι, αν το αιτούν δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί της υποθέσεως της κύριας δίκης βάσει κάποιου από τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 7 του κεφαλαίου II του κανονισμού 1215/2012 και, κατά συνέπεια, ότι δύναται να εκδώσει την ζητηθείσα διαταγή πληρωμής κατά του οικείου οφειλέτη, μολονότι αυτός έχει την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτος μέλους, οφείλει να επιδώσει ή να κοινοποιήσει τη διαταγή πληρωμής στον συγκεκριμένο οφειλέτη.

75      Συναφώς, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, σε περίπτωση κατά την οποία ο αποδέκτης δικαστικής πράξεως διαμένει στην αλλοδαπή, η επίδοση και η κοινοποίηση της εν λόγω πράξεως εμπίπτουν, κατ’ αρχήν, στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 2020/1784 και πρέπει να πραγματοποιούνται με τα μέσα που προβλέπει προς τούτο ο κανονισμός αυτός, εξαιρουμένης, μεταξύ άλλων, της περιπτώσεως που ο τόπος κατοικίας ή συνήθους διαμονής του αποδέκτη είναι άγνωστος (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Alder, C‑325/11, EU:C:2012:824, σκέψεις 24 και 25).

76      Στην τελευταία περίπτωση, υφίσταται πάντως, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, του ως άνω κανονισμού, το οποίο παραπέμπει στο άρθρο του 7, υποχρέωση συνδρομής για τον εντοπισμό της διευθύνσεως του παραλήπτη της προς επίδοση ή κοινοποίηση πράξεως.

77      Βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού 2020/1784, όταν δεν είναι γνωστή η διεύθυνση του προσώπου στο οποίο πρέπει να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί δικαστική ή εξώδικη πράξη εντός άλλου κράτους μέλους, το εν λόγω κράτος μέλος παρέχει συνδρομή για τον προσδιορισμό της διευθύνσεως, είτε ορίζοντας αρχές στις οποίες μπορούν να υποβάλλουν αιτήσεις προς τούτο οι υπηρεσίες διαβιβάσεως είτε καθιστώντας δυνατή την απευθείας υποβολή αιτήσεως, σε μητρώα πληθυσμού ή σε άλλες βάσεις δεδομένων, για την παροχή πληροφοριών σχετικά με την εν λόγω διεύθυνση, μέσω τυποποιημένου εντύπου διαθέσιμου στη «διαδικτυακή πύλη της ευρωπαϊκής ηλεκτρονικής δικαιοσύνης» ή διά της παροχής πληροφοριών μέσω της συγκεκριμένης διαδικτυακής πύλης σχετικά με τον τρόπο προσδιορισμού της διευθύνσεως.

78      Κατά συνέπεια, δικαστήριο κράτους μέλους το οποίο πρέπει να επιδώσει ή να κοινοποιήσει εντός άλλου κράτους μέλους δικαστική ή εξώδικη πράξη μπορεί να κάνει χρήση όλων των διαθέσιμων βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού 2020/1784 μέσων για να προσδιορίσει τη διεύθυνση του παραλήπτη της προς επίδοση ή κοινοποίηση πράξεως.

79      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7 του κανονισμού 2020/1784 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στη δυνατότητα δικαστηρίου κράτους μέλους, έχοντος διεθνή δικαιοδοσία να εκδώσει διαταγή πληρωμής κατά οφειλέτη για τον οποίο υφίστανται βάσιμοι λόγοι να θεωρηθεί ότι έχει την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, να απευθυνθεί στις αρμόδιες αρχές και να κάνει χρήση των μέσων που παρέχει το εν λόγω άλλο κράτος μέλος προκειμένου να προσδιορίσει τη διεύθυνση του συγκεκριμένου οφειλέτη με σκοπό την επίδοση ή την κοινοποίηση σε αυτόν της διαταγής πληρωμής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

80      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 62, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις,

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας οι υπήκοοι κράτους μέλους που διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος θεωρείται ότι έχουν την κατοικία τους σε διεύθυνση η οποία εξακολουθεί πάντοτε να είναι καταχωρισμένη στο πρώτο κράτος μέλος.

2)      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012

έχουν την έννοια ότι:

αντιτίθενται στη βάσει εθνικής ρυθμίσεως, όπως έχει ερμηνευθεί από την εθνική νομολογία, απονομή σε δικαστήριο κράτους μέλους διεθνούς δικαιοδοσίας να εκδίδει διαταγή πληρωμής κατά οφειλέτη για τον οποίον υφίστανται βάσιμοι λόγοι να θεωρηθεί ότι, κατά το χρονικό σημείο υποβολής της αιτήσεως για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είχε την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, σε περιπτώσεις άλλες από τις προβλεπόμενες στα τμήματα 2 έως 7 του κεφαλαίου II του εν λόγω κανονισμού.

3)      Το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2020/1784 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2020, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις («επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων»),

έχει την έννοια ότι:

δεν αντιτίθεται στη δυνατότητα δικαστηρίου κράτους μέλους, έχοντος διεθνή δικαιοδοσία να εκδώσει διαταγή πληρωμή κατά οφειλέτη για τον οποίο υφίστανται βάσιμοι λόγοι να θεωρηθεί ότι έχει την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, να απευθυνθεί στις αρμόδιες αρχές και να κάνει χρήση των μέσων που παρέχει το εν λόγω άλλο κράτος μέλος προκειμένου να προσδιορίσει τη διεύθυνση του συγκεκριμένου οφειλέτη με σκοπό την επίδοση ή την κοινοποίηση σε αυτόν της διαταγής πληρωμής.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική.

Top