Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CJ0200

Απόφαση του Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 4ης Μαΐου 2023.
TU και SU κατά BRD Groupe Societé Générale SA και Next Capital Solutions Ltd.
Αίτηση του Tribunalul Bucureşti για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης συμβάσεως δανείου η οποία συνιστά εκτελεστό τίτλο – Ανακοπή κατά της εκτέλεσης – Έλεγχος των καταχρηστικών ρητρών – Αρχή της αποτελεσματικότητας – Εθνική νομοθεσία η οποία απαγορεύει στο δικαστήριο εκτέλεσης να ελέγχει τον τυχόν καταχρηστικό χαρακτήρα μιας ρήτρας μετά την πάροδο της προβλεπόμενης προθεσμίας για την άσκηση ανακοπής από τον καταναλωτή – Ύπαρξη ενδίκου βοηθήματος του κοινού δικαίου το οποίο δεν υπόκειται σε παραγραφή και παρέχει τη δυνατότητα στο δικαστήριο της ουσίας να ασκήσει τέτοιο έλεγχο και να διατάξει την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης – Προϋποθέσεις οι οποίες δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης – Απαίτηση παροχής εγγυήσεως εκ μέρους του καταναλωτή προκειμένου να ανασταλεί η διαδικασία εκτέλεσης.
Υπόθεση C-200/21.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:380

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 4ης Μαΐου 2023 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης συμβάσεως δανείου η οποία συνιστά εκτελεστό τίτλο – Ανακοπή κατά της εκτέλεσης – Έλεγχος των καταχρηστικών ρητρών – Αρχή της αποτελεσματικότητας – Εθνική νομοθεσία η οποία απαγορεύει στο δικαστήριο εκτέλεσης να ελέγχει τον τυχόν καταχρηστικό χαρακτήρα μιας ρήτρας μετά την πάροδο της προβλεπόμενης προθεσμίας για την άσκηση ανακοπής από τον καταναλωτή – Ύπαρξη ενδίκου βοηθήματος του κοινού δικαίου το οποίο δεν υπόκειται σε παραγραφή και παρέχει τη δυνατότητα στο δικαστήριο της ουσίας να ασκήσει τέτοιο έλεγχο και να διατάξει την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης – Προϋποθέσεις οι οποίες δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης – Απαίτηση παροχής εγγυήσεως εκ μέρους του καταναλωτή προκειμένου να ανασταλεί η διαδικασία εκτέλεσης»

Στην υπόθεση C‑200/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunalul Bucureşti (πρωτοδικείο Βουκουρεστίου, Ρουμανία) με απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 31 Μαρτίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

TU,

SU

κατά

BRD Groupe Société Générale SA,

Next Capital Solutions Ltd,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. S. Rossi, πρόεδρο τμήματος, S. Rodin (εισηγητή) και O. Spineanu‑Matei, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η BRD Groupe Société Générale SA, εκπροσωπούμενη από τον M. Avram, avocată,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. J. Ruiz Sánchez,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. Greco, avvocato dello Stato,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την M. Carpus Carcea και από τον N. Ruiz García,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των TU και SU και, αφετέρου, της BRD Groupe Société Générale SA (στο εξής: BRD) και της Next Capital Solutions Ltd (στο εξής: NCS) σχετικά με ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης για την εκπλήρωση υποχρέωσης αποπληρωμής δανείου απορρέουσας από σχετική σύμβαση που συνήφθη μεταξύ, αφενός, των TU και SU και, αφετέρου, της BRD, της οποίας η απαίτηση εκχωρήθηκε, εν συνεχεία, στην NCS.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Η εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13 αναφέρει ότι «οι δικαστικές αρχές και τα διοικητικά όργανα [των κρατών μελών] πρέπει να διαθέτουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα ώστε να θέτουν τέρμα στην εφαρμογή των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές».

4

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

5

Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.»

Το ρουμανικό δίκαιο

6

Το άρθρο 638, παράγραφος 1, σημείο 4, του Legea nr. 134/2010 privind Codul de procedură civilă (νόμου αριθ. 134/2010 περί κώδικα πολιτικής δικονομίας), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: κώδικας πολιτικής δικονομίας), ορίζει τα εξής:

«Είναι εκτελεστοί τίτλοι και μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για αναγκαστική εκτέλεση:

[…]

4. οι πιστωτικοί τίτλοι ή άλλα έγγραφα στα οποία ο νόμος προσδίδει εκτελεστότητα.»

7

Το άρθρο 638, παράγραφος 2, του κώδικα πολιτικής δικονομίας ορίζει τα εξής:

«Η αναστολή εκτέλεσης των τίτλων που μνημονεύονται στην παράγραφο 1, σημεία 2 και 4, μπορεί επίσης να ζητηθεί στο πλαίσιο ενδίκου βοηθήματος που συνεπάγεται την εξέταση της υπόθεσης επί της ουσίας και ασκείται με σκοπό την ακύρωσή τους. Οι διατάξεις του άρθρου 719 εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν.»

8

Το άρθρο 713, παράγραφος 2, του κώδικα πολιτικής δικονομίας προβλέπει τα εξής:

«Στην περίπτωση που η αναγκαστική εκτέλεση πραγματοποιείται βάσει εκτελεστού τίτλου ο οποίος δεν είναι δικαστική απόφαση, η προβολή πραγματικών ή νομικών ισχυρισμών σχετικά με το δικαίωμα στο οποίο στηρίζεται ο εκτελεστός τίτλος είναι δυνατή στο πλαίσιο της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης μόνον εφόσον ο νόμος δεν προβλέπει […] ένδικο βοήθημα για την ακύρωση του εν λόγω εκτελεστού τίτλου […]».

9

Το άρθρο 715, παράγραφος 1, σημείο 3, του κώδικα πολιτικής δικονομίας ορίζει τα εξής:

«Εκτός αν ο νόμος ορίζει άλλως, η ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης μπορεί να ασκηθεί εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών, η οποία αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία:

[…]

3.

ο οφειλέτης, ο οποίος αντιτάσσεται στην εκτέλεση, παρέλαβε την απόφαση που επιτρέπει την εκτέλεση ή την επιταγή προς εκτέλεση ή από την ημερομηνία κατά την οποία ο οφειλέτης έλαβε γνώση της πρώτης πράξης εκτέλεσης, εάν δεν έχει παραλάβει ούτε την απόφαση που επιτρέπει την εκτέλεση ούτε την επιταγή προς εκτέλεση ή εάν η εκτέλεση πραγματοποιείται χωρίς επιταγή προς εκτέλεση.

[…]»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

10

Τον Οκτώβριο του 2007 οι TU και SU συνήψαν σύμβαση δανείου με την BRD (στο εξής: επίμαχη σύμβαση δανείου). Τον Ιούνιο του 2009 η BRD εκχώρησε την απορρέουσα από τη σύμβαση αυτή απαίτηση στην IFN Next Capital Finance SA, η οποία, τον Αύγουστο του ίδιου έτους, εκχώρησε την εν λόγω απαίτηση στην NCS.

11

Στις 23 Φεβρουαρίου 2015 η NCS απευθύνθηκε σε δικαστικό επιμελητή για την αναγκαστική είσπραξη της απαιτήσεως εις βάρος του TU με βάση την επίμαχη σύμβαση δανείου, η οποία, κατά το ρουμανικό δίκαιο, συνιστά εκτελεστό τίτλο. Στο πλαίσιο αυτό, ο δικαστικός επιμελητής εξέδωσε επιταγή προς πληρωμή κατά του TU, καλώντας τον να καταβάλει τα ποσά που εξακολουθούσαν να οφείλονται δυνάμει της επίμαχης συμβάσεως δανείου, συν έξοδα αναγκαστικής εκτέλεσης. Την ίδια ημέρα, ο δικαστικός επιμελητής διέταξε την κατάσχεση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων από λογαριασμούς που τηρούσε o TU σε διάφορα τραπεζικά ιδρύματα. Οι διάφορες αυτές πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης κοινοποιήθηκαν στον ενδιαφερόμενο στις 2 Μαρτίου 2015.

12

Με έγγραφο της 6ης Μαρτίου 2015, ο δικαστικός επιμελητής προέβη σε κατάσχεση μισθού εις χείρας του εργοδότη του TU. Το εν λόγω μέτρο γνωστοποιήθηκε ομοίως στον TU στις 13 Μαρτίου 2015.

13

Στις 17 Μαρτίου 2015 ο TU απευθύνθηκε στον δικαστικό επιμελητή αμφισβητώντας τα ποσά που του είχαν ζητηθεί και, εν συνεχεία, στις 5 Αυγούστου 2015 ζήτησε να καταρτιστεί ένα πρόγραμμα εξόφλησης σε δόσεις εκτεινόμενο σε διάστημα έξι μηνών. Μεταγενέστερα, στις 25 Μαΐου 2016, ο δικαστικός επιμελητής διέταξε εκ νέου την κατάσχεση μέρους του μισθού του TU.

14

Στις 6 Δεκεμβρίου 2018 ο δικαστικός επιμελητής εξέδωσε νέα επιταγή προς πληρωμή για τα ποσά που εξακολουθούσαν να οφείλονται προς την NCS, συν τα έξοδα εκτέλεσης, επ’ απειλή κατάσχεσης του μεριδίου ιδιοκτησίας του TU επί ενός ακινήτου ευρισκομένου στο Βουκουρέστι (Ρουμανία).

15

Στις 28 Δεκεμβρίου 2018 ο TU άσκησε ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης ενώπιον του Judecătoria sectorului 1 București (πρωτοδικείου του τομέα 1 του Βουκουρεστίου, Ρουμανία), προβάλλοντας την παραγραφή του δικαιώματος κινήσεως διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Με τελεσίδικη απόφαση, εκδοθείσα στις 18 Απριλίου 2019, το ως άνω δικαστήριο έκρινε ότι η ανακοπή κατά της εκτέλεσης ασκήθηκε εκπροθέσμως.

16

Στις 17 Φεβρουαρίου 2020, οι TU και SU άσκησαν ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου νέα ανακοπή κατά της εκτέλεσης, προβάλλοντας τον καταχρηστικό χαρακτήρα δύο ρητρών της επίμαχης συμβάσεως δανείου, οι οποίες αφορούσαν την είσπραξη, αντιστοίχως, προμήθειας για το άνοιγμα φακέλου δανείου καθώς και μηνιαίας προμήθειας για τη διαχείριση της πιστώσεως. Οι TU και SU ζήτησαν επίσης την ακύρωση των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης και την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων προς την NCS ποσών λόγω του καταχρηστικού χαρακτήρα των ως άνω ρητρών.

17

Προς στήριξη της νέας αυτής ανακοπής, οι TU και SU επικαλέστηκαν τη διάταξη της 6ης Νοεμβρίου 2019, BNP Paribas Personal Finance SA Paris Sucursala Bucureşti και Secapital (C‑75/19, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:950), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανόνα του εθνικού δικαίου, όπως το άρθρο 713, παράγραφος 2, του κώδικα πολιτικής δικονομίας, που προβλέπει ότι ο καταναλωτής που έχει συνάψει σύμβαση δανείου με πιστωτικό ίδρυμα και κατά του οποίου ο εν λόγω επαγγελματίας κίνησε διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης δεν έχει δικαίωμα, μετά την παρέλευση δεκαπέντε ημερών από την κοινοποίηση των πρώτων πράξεων της διαδικασίας εκτέλεσης, να προβάλει την ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών προκειμένου να προσβάλει τη διαδικασία αυτή, τούτο δε ακόμη και αν, κατά το εθνικό δίκαιο, ο καταναλωτής έχει στη διάθεσή του αγωγή για την αναγνώριση της ύπαρξης καταχρηστικών ρητρών, η άσκηση της οποίας δεν υπόκειται σε καμία προθεσμία, αλλά η έκβαση της οποίας δεν επηρεάζει την έκβαση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης η οποία εκτέλεση μπορεί να επιβληθεί σε βάρος του καταναλωτή πριν από την έκδοση αποφάσεως επί της αγωγής με την οποία ζητείται η αναγνώριση της ύπαρξης καταχρηστικών ρητρών.

18

Με απόφαση της 3ης Ιουλίου 2020, το Judecătoria sectorului 1 București (πρωτοδικείο του τομέα 1 του Βουκουρεστίου) έκανε δεκτή την προβληθείσα από την BRD και την NCS ένσταση εκπρόθεσμης ασκήσεως της ανακοπής. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, μολονότι, με τη διάταξη της 6ης Νοεμβρίου 2019, BNP Paribas Personal Finance SA Paris Sucursala Bucureşti και Secapital (C‑75/19, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:950), το Δικαστήριο έκρινε ότι ο καταναλωτής πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επικαλεστεί τον καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών στο πλαίσιο ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης της οικείας συμβάσεως, εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι το δικαίωμα αυτό δεν δύναται να ασκηθεί λυσιτελώς ανά πάσα στιγμή, χωρίς να υπόκειται στις προθεσμίες που ο νόμος προβλέπει σχετικά.

19

Οι TU και SU άσκησαν έφεση κατά της ανωτέρω αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Tribunalul Bucureşti (πολυμελούς πρωτοδικείου Βουκουρεστίου, Ρουμανία), προκειμένου να μεταρρυθμίσει την πρωτόδικη απόφαση με την οποία έγινε δεκτή η ένσταση περί εκπρόθεσμης ασκήσεως της ανακοπής, καθόσον το σκεπτικό που διατύπωσε το Judecătoria sectorului 1 București (πρωτοδικείο του τομέα 1 του Βουκουρεστίου) φέρεται να είναι νομικώς εσφαλμένο.

20

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί και εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη της 6ης Νοεμβρίου 2019, BNP Paribas Personal Finance SA Paris Sucursala Bucureşti και Secapital (C‑75/19, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:950), είναι παρόμοιες. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν τα διδάγματα που απορρέουν από την εν λόγω διάταξη δύνανται να επηρεαστούν από το γεγονός ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ο καταναλωτής άσκησε ενδεχομένως ένδικο βοήθημα του κοινού δικαίου, έχει τη δυνατότητα να αναστείλει την αναγκαστική εκτέλεση της συμβάσεως μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί του ενδίκου αυτού βοηθήματος, όπως προκύπτει από το άρθρο 638, παράγραφος 2, του κώδικα πολιτικής δικονομίας.

21

Περαιτέρω, σε περίπτωση που αυτό δεν συμβαίνει και οι κανόνες του εθνικού δικαίου περί αναγκαστικής εκτέλεσης δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθούν κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης, ώστε να επιτραπεί στον καταναλωτή να ασκήσει ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης της συμβάσεως μετά την πάροδο της δεκαπενθήμερης προθεσμίας, προβάλλοντας τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρητρών της οικείας συμβάσεως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τις συνέπειες που πρέπει να συναγάγει εντεύθεν.

22

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunalul București (πολυμελές πρωτοδικείο Βουκουρεστίου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιβαίνει στην οδηγία 93/13 ρύθμιση του εθνικού δικαίου, όπως αυτή των άρθρων 712 επ. […] του κώδικα πολιτικής δικονομίας, η οποία τάσσει προθεσμία 15 ημερών εντός της οποίας ο οφειλέτης δύναται, στο πλαίσιο ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως, να προβάλει τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας του εκτελεστού τίτλου, δεδομένου ότι η αγωγή περί αναγνωρίσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα ρητρών που περιλαμβάνονται στον εκτελεστό τίτλο δεν υπόκειται σε καμία προθεσμία, προβλέπεται δε στο πλαίσιο της εν λόγω αγωγής η δυνατότητα του οφειλέτη να ζητήσει την αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσεως […], κατά το άρθρο 638, παράγραφος 2, του κώδικα πολιτικής δικονομίας;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

23

Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε διάταξη του εθνικού δικαίου η οποία δεν επιτρέπει, μετά την πάροδο της προθεσμίας των δεκαπέντε ημερών που προβλέπει, στο δικαστήριο της εκτέλεσης που επιλαμβάνεται ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης συμβάσεως που έχει συναφθεί μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή και συνιστά εκτελεστό τίτλο να εκτιμήσει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως του καταναλωτή, τον καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών της συμβάσεως, μολονότι ο καταναλωτής έχει στη διάθεσή του, δυνάμει άλλης διατάξεως του εθνικού δικαίου, ένδικο βοήθημα που συνεπάγεται εξέταση της υπόθεσης επί της ουσίας και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να ζητήσει από το δικαστήριο που επιλαμβάνεται του ενδίκου βοηθήματος να προβεί σε τέτοιο έλεγχο και να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί του ενδίκου αυτού βοηθήματος.

24

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το σύστημα προστασίας που θεσπίζει η οδηγία 93/13 βασίζεται στην αντίληψη ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία, τόσο ως προς τη δυνατότητα διαπραγματεύσεως όσο και ως προς το επίπεδο της πληροφορήσεως (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus, C‑421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25

Ακριβώς λόγω της ασθενέστερης θέσεως στην οποία βρίσκονται οι καταναλωτές, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας προβλέπει ότι αυτοί δεν δεσμεύονται από τις καταχρηστικές ρήτρες. Πρόκειται για διάταξη αναγκαστικού δικαίου η οποία έχει ως σκοπό να αντικαταστήσει την τυπική ισορροπία που εισάγει η σύμβαση μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων με μια ουσιαστική ισορροπία, ικανή να αποκαταστήσει τη μεταξύ τους ισότητα (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψεις 53 και 55, και της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus, C‑421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 41).

26

Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως αποφανθεί ότι ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να επανορθώνει την υφιστάμενη μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία έλλειψη ισορροπίας, εφόσον έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία (αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz, C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 58, καθώς και της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus, C‑421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 43).

27

Επιπλέον, η οδηγία 93/13, όπως προκύπτει από το άρθρο της 7, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με την εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της, επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέπουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέτρα προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές (απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019, Addiko Bank, C‑407/18, EU:C:2019:537, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28

Μολονότι το Δικαστήριο έχει κατά τα ως άνω προσδιορίσει, επανειλημμένως και λαμβάνοντας υπόψη τις επιταγές του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, τον τρόπο με τον οποίο το εθνικό δικαστήριο οφείλει να διασφαλίζει την προστασία των δικαιωμάτων που οι καταναλωτές αντλούν από την οδηγία, εντούτοις το δίκαιο της Ένωσης δεν εναρμονίζει καταρχήν τις διαδικασίες εξετάσεως του τυχόν καταχρηστικού χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας και, κατά συνέπεια, οι διαδικασίες αυτές εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι δεν είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις υποκείμενες στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (πρβλ. απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019, Addiko Bank, C‑407/18, EU:C:2019:537, σκέψεις 45 και 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29

Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίσουν την αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης ενέχει, ιδίως όσον αφορά τα δικαιώματα που απορρέουν από την οδηγία 93/13, απαίτηση περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία επιβεβαιώνεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας και κατοχυρώνεται επίσης στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ισχύει δε, μεταξύ άλλων, ως προς τον καθορισμό των δικονομικών προϋποθέσεων των ενδίκων βοηθημάτων που βασίζονται σε τέτοια δικαιώματα (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, σε περίπτωση που η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης ολοκληρωθεί πριν από την έκδοση της αποφάσεως του δικαστή της ουσίας με την οποία κρίθηκε καταχρηστική η συμβατική ρήτρα στην οποία στηρίζεται η εν λόγω αναγκαστική εκτέλεση και, κατά συνέπεια, κηρύχθηκε άκυρη η διαδικασία αυτή, η απόφαση αυτή θα εξασφάλιζε στον εν λόγω καταναλωτή μόνον εκ των υστέρων προστασία συνιστάμενη στην καταβολή αποζημιώσεως, η οποία θα ήταν ελλιπής και ανεπαρκής και δεν θα αποτελούσε ούτε κατάλληλο ούτε αποτελεσματικό μέσο για την παύση της χρησιμοποιήσεως της ίδιας αυτής ρήτρας, αντιθέτως προς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 (διάταξη της 6ης Νοεμβρίου 2019, BNP Paribas Personal Finance SA Paris Sucursala Bucureşti και Secapital, C‑75/19, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:950, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31

Συγκεκριμένα, με τη σκέψη 34 της διατάξεως της 6ης Νοεμβρίου 2019, BNP Paribas Personal Finance SA Paris Sucursala Bucureşti και Secapital (C‑75/19, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:950), στην οποία παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανόνα του εθνικού δικαίου δυνάμει του οποίου καταναλωτής ο οποίος συνήψε σύμβαση δανείου με πιστωτικό ίδρυμα και κατά του οποίου ο εν λόγω επαγγελματίας κίνησε διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης δεν έχει δικαίωμα, μετά την παρέλευση δεκαπέντε ημερών από την κοινοποίηση των πρώτων πράξεων της εν λόγω διαδικασίας, να προβάλει την ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών προκειμένου να προσβάλει τη διαδικασία αυτή, τούτο δε ακόμη και αν ο καταναλωτής έχει στη διάθεσή του, κατ’ εφαρμογήν του εθνικού δικαίου, αγωγή για την αναγνώριση της ύπαρξης καταχρηστικών ρητρών, η άσκηση της οποίας δεν υπόκειται σε καμία προθεσμία, αλλά η έκβαση της οποίας δεν επηρεάζει την έκβαση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία εκτέλεση μπορεί να επιβληθεί σε βάρος του καταναλωτή πριν από την έκδοση αποφάσεως επί της αγωγής με την οποία ζητείται η αναγνώριση της ύπαρξης καταχρηστικών ρητρών.

32

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, ωστόσο, αν η ερμηνεία αυτή ισχύει και στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται της αγωγής που συνεπάγεται εξέταση της υπόθεσης επί της ουσίας είναι αρμόδιο για την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης.

33

Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η δυνατότητα του καταναλωτή να ασκήσει ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας αγωγή του κοινού δικαίου για τον έλεγχο του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών της συμβάσεως της οποίας επιδιώκεται η αναγκαστική εκτέλεση, στο πλαίσιο της οποίας αγωγής μπορεί να επιτύχει την αναστολή της εκτέλεσης από το εν λόγω δικαστήριο, μπορεί, καταρχήν, να αποτρέψει τον κίνδυνο η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης να ολοκληρωθεί πριν από την έκδοση αποφάσεως επί της αγωγής με την οποία ζητείται η αναγνώριση της ύπαρξης καταχρηστικών ρητρών.

34

Εντούτοις, επισημαίνεται ότι, μετά την υποβολή της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, Impuls Leasing România (C‑725/19, EU:C:2022:396). Με τη σκέψη 60 της εν λόγω αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία δεν επιτρέπει στον δικαστή της αναγκαστικής εκτέλεσης που επιλαμβάνεται ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης να εκτιμήσει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως του καταναλωτή, τον καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών συμβάσεως που έχει συναφθεί μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία και συνιστά εκτελεστό τίτλο, εφόσον ο δικαστής της ουσίας, ο οποίος ενδέχεται να επιληφθεί αυτοτελούς αγωγής του κοινού δικαίου προκειμένου να εξετασθεί ο τυχόν καταχρηστικός χαρακτήρας των ρητρών τέτοιας συμβάσεως, μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία εκτέλεσης έως ότου αποφανθεί επί της ουσίας μόνον εφόσον καταβληθεί εγγύηση το ύψος της οποίας να μπορεί να αποθαρρύνει τον καταναλωτή από το να ασκήσει τέτοιο ένδικο βοήθημα και να εμμείνει στην εκδίκασή του.

35

Ερωτηθέν αν, υπό το πρίσμα της ανωτέρω αποφάσεως, εμμένει στην υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι η εν λόγω απόφαση περιέχει την απάντηση σε παρόμοιο ερώτημα που αφορούσε πανομοιότυπο νομικό ζήτημα.

36

Ασφαλώς, στη διαφορά της κύριας δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, Impuls Leasing România (C‑725/19, EU:C:2022:396), το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκήθηκε ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης δεν είχε την ευχέρεια να ελέγξει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών της συμβάσεως που αποτέλεσε τη βάση της εκτέλεσης, ενώ, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα αυτή, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι επελήφθη της υποθέσεως εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών, μετά την παρέλευση της οποίας ο καταναλωτής απώλεσε το δικαίωμά του. Εντούτοις, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, το ουσιώδες ζήτημα είναι αν η δυνατότητα του καταναλωτή να ασκήσει ένδικο βοήθημα που συνεπάγεται εξέταση επί της ουσίας και στο πλαίσιο του οποίου μπορεί να ζητήσει την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι ικανή, λαμβανομένων υπόψη των όρων μιας τέτοιας αναστολής, να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα της επιδιωκόμενης με την οδηγία 93/13 προστασίας.

37

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η αναστολή αυτή υπόκειται στις διατάξεις του άρθρου 719 του κώδικα πολιτικής δικονομίας. Από την άποψη αυτή, το δικονομικό πλαίσιο φαίνεται να είναι πανομοιότυπο με εκείνο στο οποίο αναφέρεται η σκέψη 57 της αποφάσεως της 17ης Μαΐου 2022, Impuls Leasing România (C‑725/19, EU:C:2022:396), με την οποία το Δικαστήριο επισήμανε ότι, σε περίπτωση ασκήσεως αυτοτελούς ενδίκου βοηθήματος ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, ο καταναλωτής που ζητεί την αναστολή της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης υποχρεούται να καταβάλει εγγύηση υπολογιζόμενη βάσει της αξίας του αντικειμένου του ενδίκου βοηθήματος. Το περιεχόμενο του άρθρου 719 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, όπως παρατίθεται στις παρατηρήσεις που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, επιβεβαιώνει τη διαπίστωση αυτή.

38

Ως εκ τούτου, επισημαίνεται ότι, με τη σκέψη 58 της αποφάσεως της 17ης Μαΐου 2022, Impuls Leasing România (C‑725/19, EU:C:2022:396), το Δικαστήριο υπενθύμισε τη νομολογία κατά την οποία η αναλογία μεταξύ του κόστους το οποίο συνεπάγεται μια ένδικη διαδικασία και του ποσού της αμφισβητούμενης απαιτήσεως δεν πρέπει να είναι ικανή να αποτρέψει τον καταναλωτή από το να προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου προκειμένου να εξεταστεί ο ενδεχομένως καταχρηστικός χαρακτήρας των συμβατικών ρητρών. Με τη σκέψη 59 της εν λόγω αποφάσεως, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι είναι πιθανόν ένας υπερήμερος οφειλέτης να μη διαθέτει τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους για τη σύσταση της απαιτούμενης εγγυήσεως.

39

Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η δυνατότητα του καταναλωτή να ασκήσει, χωρίς να δεσμεύεται από την τήρηση προθεσμίας, ένδικο βοήθημα που συνεπάγεται εξέταση της υπόθεσης επί της ουσίας και στο πλαίσιο του οποίου μπορεί να ζητήσει την αναστολή της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης υπό τον όρο συστάσεως εγγυήσεως δεν είναι ικανή να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα της προστασίας που επιδιώκεται με την οδηγία 93/13, αν το ύψος του ποσού που απαιτείται για τη σύσταση της εγγυήσεως αυτής μπορεί να αποθαρρύνει τον εν λόγω καταναλωτή από το να ασκήσει τέτοιο ένδικο βοήθημα και να εμμείνει στην εκδίκασή του, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

40

Κατά τα λοιπά, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι εξακολουθεί να έχει σημασία το σκέλος της αιτήσεώς του προδικαστικής αποφάσεως, στο οποίο αναφέρονται τα σημεία της 23 και 24, σχετικά με τη στάση την οποία πρέπει να τηρήσει το εθνικό δικαστήριο σε περίπτωση που δεν είναι σε θέση να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο σύμφωνα προς το δίκαιο της Ένωσης.

41

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η σύμφωνη προς τις απαιτήσεις της οδηγίας 93/13 ερμηνεία και εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας, τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως αν οι όροι που έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους οι συμβαλλόμενοι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα, αφήνοντας εν ανάγκη ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη προς την εξέταση αυτή διάταξη ή εθνική νομολογία (απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019, Profi Credit Polska, C‑419/18 και C‑483/18, EU:C:2019:930, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42

Επομένως, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε διάταξη του εθνικού δικαίου η οποία δεν επιτρέπει, μετά την πάροδο της προθεσμίας των δεκαπέντε ημερών που προβλέπει, στο δικαστήριο της εκτέλεσης που επιλαμβάνεται ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης συμβάσεως που έχει συναφθεί μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή και συνιστά εκτελεστό τίτλο να εκτιμήσει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως του καταναλωτή, τον καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών της συμβάσεως, μολονότι ο καταναλωτής έχει στη διάθεσή του, δυνάμει άλλης διατάξεως του εθνικού δικαίου, ένδικο βοήθημα που συνεπάγεται εξέταση της υπόθεσης επί της ουσίας και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να ζητήσει από το δικαστήριο που επιλαμβάνεται του ενδίκου βοηθήματος να προβεί σε τέτοιο έλεγχο και να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί του ενδίκου αυτού βοηθήματος, εφόσον η αναστολή αυτή είναι δυνατή μόνο με την καταβολή εγγυήσεως της οποίας το ύψος μπορεί να αποθαρρύνει τον καταναλωτή από το να ασκήσει τέτοιο ένδικο βοήθημα και να εμμείνει στην εκδίκασή του, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. Σε περίπτωση κατά την οποία δεν είναι δυνατή η σύμφωνη προς τις απαιτήσεις της οδηγίας ερμηνεία και εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας, ο εθνικός δικαστής που επιλαμβάνεται ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης τέτοιας συμβάσεως υποχρεούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν οι ρήτρες της συμβάσεως έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα, αφήνοντας εν ανάγκη ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη προς την εξέταση αυτή διάταξη του εθνικού δικαίου.

Επί των δικαστικών εξόδων

43

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Η οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές,

 

έχει την έννοια ότι:

 

αντιτίθεται σε διάταξη του εθνικού δικαίου η οποία δεν επιτρέπει, μετά την πάροδο της προθεσμίας των δεκαπέντε ημερών που προβλέπει, στο δικαστήριο της εκτέλεσης που επιλαμβάνεται ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης συμβάσεως που έχει συναφθεί μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή και συνιστά εκτελεστό τίτλο να εκτιμήσει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως του καταναλωτή, τον καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών της συμβάσεως, μολονότι ο καταναλωτής έχει στη διάθεσή του, δυνάμει άλλης διατάξεως του εθνικού δικαίου, ένδικο βοήθημα που συνεπάγεται εξέταση της υπόθεσης επί της ουσίας και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να ζητήσει από το δικαστήριο που επιλαμβάνεται του ενδίκου βοηθήματος να προβεί σε τέτοιο έλεγχο και να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί του ενδίκου αυτού βοηθήματος, εφόσον η αναστολή αυτή είναι δυνατή μόνο με την καταβολή εγγυήσεως της οποίας το ύψος μπορεί να αποθαρρύνει τον καταναλωτή από το να ασκήσει τέτοιο ένδικο βοήθημα και να εμμείνει στην εκδίκασή του, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. Σε περίπτωση κατά την οποία δεν είναι δυνατή η σύμφωνη προς τις απαιτήσεις της οδηγίας ερμηνεία και εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας, ο εθνικός δικαστής που επιλαμβάνεται ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης τέτοιας συμβάσεως υποχρεούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν οι ρήτρες της συμβάσεως έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα, αφήνοντας εν ανάγκη ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη προς την εξέταση αυτή διάταξη του εθνικού δικαίου.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική.

Top