EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CC0556

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Richard de la Tour της 17ης Νοεμβρίου 2022.
Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid κατά E.N. κ.λπ.
Αίτηση του Raad van State για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Κανονισμός (ΕΕ) 604/2013 – Προσδιορισμός του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας – Άρθρο 27 – Προσφυγή κατά αποφάσεως περί μεταφοράς αιτούντος άσυλο – Άρθρο 29 – Προθεσμία μεταφοράς – Αναστολή της προθεσμίας αυτής κατά την κατ’ έφεση δίκη – Προσωρινό μέτρο του οποίου τη λήψη ζήτησε η διοίκηση.
Υπόθεση C-556/21.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:901

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JEAN RICHARD DE LA TOUR

της 17ης Νοεμβρίου 2022 ( 1 )

Υπόθεση C-556/21

Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid

παρισταμένων των:

E.N.,

S.S.,

J.Y.

[αίτηση του Raad van State (Συμβουλίου της Επικρατείας, Κάτω Χώρες)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Πολιτική ασύλου – Κανονισμός (ΕΕ) 604/2013 – Κράτος μέλος το οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας – Κριτήρια και μηχανισμοί προσδιορισμού – Προσφυγή κατά αποφάσεως μεταφοράς αιτούντος άσυλο – Προθεσμία μεταφοράς – Αναστολή της προθεσμίας πραγματοποίησης της μεταφοράς»

I. Εισαγωγή

1.

Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 27, παράγραφος 3, και του άρθρου 29 του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα ( 2 ).

2.

Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικων διαφορών οι οποίες ανέκυψαν μεταξύ, αφενός, των E.N., S.S. και J.Y., αιτούντων διεθνή προστασία, και, αφετέρου, του Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Υφυπουργού Δικαιοσύνης και Ασφάλειας, Κάτω Χώρες) (στο εξής: υφυπουργός), σχετικά με τις αποφάσεις του υφυπουργού να απορρίψει χωρίς εξέταση τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας των αιτούντων και να διατάξει τη μεταφορά τους σε άλλα κράτη μέλη. Τα αρμόδια πρωτοβάθμια δικαστήρια ακύρωσαν τις εν λόγω αποφάσεις. Ο υφυπουργός άσκησε έφεση κατά των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων και ζήτησε, μεταξύ άλλων, ως προσωρινό μέτρο, την αναστολή της προθεσμίας μεταφοράς των αιτούντων διεθνή προστασία, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό.

3.

Η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να διευκρινίσει τον τρόπο υπολογισμού της προθεσμίας την οποία διαθέτει το κράτος μέλος που έχει υποβάλει αίτημα αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης για τη μεταφορά του αιτούντος διεθνή προστασία στο υπεύθυνο κράτος μέλος.

4.

Η υπό κρίση υπόθεση έχει κοινά στοιχεία με την εκκρεμή υπόθεση Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Προθεσμία μεταφοράς – Εμπορία ανθρώπων) (C-338/21), στην οποία ζητείται από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν η προθεσμία μεταφοράς που προβλέπεται στο άρθρο 29, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III (στο εξής: προθεσμία μεταφοράς) αναστέλλεται όταν, παράλληλα με την αίτηση διεθνούς προστασίας, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή κατά της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτηση χορήγησης τίτλου παραμονής του άρθρου 8 της οδηγίας 2004/81/ΕΚ ( 3 ).

5.

Μολονότι, σε αμφότερες τις υπό κρίση υποθέσεις, το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας, Κάτω Χώρες) ζητεί να διευκρινιστούν οι συνέπειες της αναστολής της εκτέλεσης της απόφασης μεταφοράς στον καθαυτό υπολογισμό της προθεσμίας μεταφοράς, τα υποβληθέντα συναφώς προδικαστικά ερωτήματα διαφέρουν. Για τον λόγο αυτό, αναπτύσσω, την ίδια ημέρα, χωριστές προτάσεις επί των προμνησθεισών υποθέσεων.

6.

Με τις παρούσες προτάσεις, θα προτείνω στο Δικαστήριο, στο πέρας της ανάλυσής μου, να αποφανθεί ότι το άρθρο 27, παράγραφος 3, και το άρθρο 29 του κανονισμού Δουβλίνο III έχουν την έννοια ότι, στο μέτρο που το αιτούν κράτος μέλος έχει επιλέξει να εφαρμόζεται το άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού και εφόσον ο αιτών διεθνή προστασία δεν έχει ζητήσει την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης μεταφοράς δυνάμει της εν λόγω διάταξης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να διατάξει, κατά την εξέταση της υπόθεσης και κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας αρχής του οικείου κράτους μέλους, τη λήψη προσωρινού μέτρου που συνεπάγεται την αναστολή της προθεσμίας μεταφοράς.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

7.

Κατά το άρθρο του 1, ο κανονισμός Δουβλίνο III θεσπίζει τα κριτήρια και τους μηχανισμούς προσδιορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας η οποία υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα. Οι αιτιολογικές σκέψεις 4, 5 και 19 του κανονισμού διαλαμβάνουν συναφώς τα εξής:

«(4)

Τα συμπεράσματα του [Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, κατά την ειδική σύνοδο που πραγματοποίησε στο] Τάμπερε [στις 15 και στις 16 Οκτωβρίου 1999] προσδιόρισαν […] ότι το [κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου] θα πρέπει να περιλαμβάνει, σε μία βραχυχρόνια προοπτική, ένα σαφή και λειτουργικό καθορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεων ασύλου.

(5)

Μια τέτοια μέθοδος θα πρέπει να θεμελιώνεται σε αντικειμενικά και δίκαια κριτήρια τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Θα πρέπει, ιδίως, να επιτρέπει τον ταχύ προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο, προκειμένου να κατοχυρώνεται η πραγματική πρόσβαση στις διαδικασίες χορήγησης διεθνούς προστασίας και να μην διακυβεύεται ο στόχος της ταχύτητας κατά την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας.

[…]

(19)

Για την εγγύηση της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων των ενδιαφερόμενων προσώπων, θα πρέπει να θεσπιστούν νομικές εγγυήσεις και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής όσον αφορά αποφάσεις για μεταφορές στο υπεύθυνο κράτος μέλος, σύμφωνα, ιδίως, με τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προκειμένου να τηρείται το διεθνές δίκαιο, η πραγματική προσφυγή κατά των ανωτέρω αποφάσεων θα πρέπει να καλύπτει την εξέταση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και της νομικής και της πραγματικής κατάστασης στο κράτος μέλος στο οποίο μεταφέρεται ο αιτών.»

8.

Το άρθρο 27, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ ορίζει τα εξής:

«3.   Για τους σκοπούς ένδικων [βοηθημάτων] κατά αποφάσεων μεταφοράς ή [αιτήσεων επανεξέτασης] των αποφάσεων αυτών, τα κράτη μέλη προβλέπουν στο εθνικό δίκαιο:

α)

ότι το ένδικο [βοήθημα] ή η [αίτηση] επανεξέταση[ς] παρέχει στον ενδιαφερόμενο το δικαίωμα να παραμείνει στο συγκεκριμένο κράτος μέλος εν αναμονή του αποτελέσματος του ένδικου [βοηθήματος] ή της [αίτησης] επανεξέτασης ή

β)

η μεταφορά αναστέλλεται αυτόματα και παύει να ισχύει μετά την παρέλευση εύλογου χρονικού διαστήματος, κατά τη διάρκεια του οποίου το δικαστήριο, μετά από λεπτομερή και αυστηρή εξέταση του αιτήματος, λαμβάνει απόφαση για την αναστολή ή μη του ένδικου [βοηθήματος] ή της [αίτησης] επανεξέτασης ή

γ)

το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να ζητήσει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από δικαστήριο να αναστείλει την εφαρμογή της απόφασης μεταφοράς [ενόσω εκκρεμεί η εξέταση] του ένδικου [βοηθήματος] ή της επανεξέτασης που αιτήθηκε. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη δυνατότητα πραγματικής προσφυγής αναστέλλοντας τη μεταφορά έως ότου ληφθεί η απόφαση για το πρώτο αίτημα αναστολής. Η απόφαση για την αναστολή ή μη της εφαρμογής της απόφασης μεταφοράς λαμβάνεται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, επιτρέποντας, παράλληλα, τη λεπτομερή και αυστηρή εξέταση του αιτήματος αναστολής. Η απόφαση για τη μη αναστολή της εφαρμογής της απόφασης μεταφοράς αναφέρει τους λόγους στους οποίους βασίζεται.

4.   Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποφασίσουν αυτεπάγγελτα να αναστείλουν την εφαρμογή της απόφασης μεταφοράς [ενόσω εκκρεμεί η εξέταση] του ένδικου [βοηθήματος] ή της [αίτησης] επανεξέτασης.»

9.

Το άρθρο 29, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, και παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού έχει ως εξής:

«1.   Η μεταφορά του αιτούντος […] από το κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα προς το υπεύθυνο κράτος μέλος πραγματοποιείται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους που υπέβαλε το αίτημα, ύστερα από διαβούλευση μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών μελών, μόλις αυτό είναι πρακτικά δυνατόν και το αργότερο εντός προθεσμίας έξι μηνών από την αποδοχή του αιτήματος περί αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης του ενδιαφερομένου από άλλο κράτος μέλος ή από την έκδοση οριστικής απόφασης επί ενδίκου [βοηθήματος] ή [αίτησης] επανεξέτασης εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 3 υπάρχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

[…]

2.   Εάν η μεταφορά δεν πραγματοποιηθεί εντός της προθεσμίας των έξι μηνών, το υπεύθυνο κράτος μέλος απαλλάσσεται των υποχρεώσεών του αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης του ενδιαφερομένου και η ευθύνη μεταβιβάζεται τότε στο κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παρατείνεται σε ένα έτος κατ’ ανώτατο όριο, εάν η μεταφορά δεν κατέστη δυνατόν να πραγματοποιηθεί λόγω φυλάκισης του ενδιαφερομένου ή σε 18 μήνες κατ’ ανώτατο όριο αν ο ενδιαφερόμενος διαφεύγει.»

Β.   Το ολλανδικό δίκαιο

10.

Το άρθρο 8:81, παράγραφος 1, του Algemene wet bestuursrecht (γενικού νόμου περί του διοικητικού δικαίου) ( 4 ), της 4ης Ιουνίου 1992, ορίζει τα εξής:

«Εάν ασκηθεί ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου προσφυγή κατά απόφασης ή εάν, πριν από την ενδεχόμενη άσκηση προσφυγής ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου, ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή […], ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων του διοικητικού δικαστηρίου που είναι ή μπορεί να καταστεί αρμόδιο στην υπόθεση της κύριας δίκης μπορεί να λάβει, κατόπιν αιτήσεως, προσωρινά μέτρα, εφόσον το απαιτεί ο επείγων χαρακτήρας της περίπτωσης, λαμβανομένων υπόψη των συμφερόντων που διακυβεύονται.»

11.

Κατά το άρθρο 8:108, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου:

«Εφόσον δεν προβλέπεται άλλως στο παρόντα τίτλο, οι τίτλοι 8.1 έως 8.3 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στην έφεση […]».

III. Το ιστορικό των υποθέσεων των κύριων δικών και το προδικαστικό ερώτημα

12.

Στις 12 Ιουλίου και στις 7 Οκτωβρίου 2019 καθώς και στις 22 Νοεμβρίου 2020 οι E.N., S.S. και J.Y. υπέβαλαν, αντιστοίχως, αίτηση διεθνούς προστασίας στις Κάτω Χώρες. Ο υφυπουργός ζήτησε από τις αρχές άλλων κρατών μελών να αναδεχθούν ή να αναλάβουν εκ νέου τους αιτούντες. Στις 27 Οκτωβρίου και στις 20 Νοεμβρίου 2019 καθώς και στις 19 Ιανουαρίου 2021 οι εν λόγω αρχές αποδέχθηκαν, ρητώς ή σιωπηρώς, τα αιτήματα αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης.

13.

Στις 9 Ιανουαρίου και στις 8 Φεβρουαρίου 2020 καθώς και στις 16 Φεβρουαρίου 2021 ο υφυπουργός αποφάσισε να μην εξετάσει τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας με την αιτιολογία ότι οι αρχές άλλων κρατών μελών ήταν υπεύθυνες για την εξέταση των εν λόγω αιτήσεων και ότι οι E.N., S.S. και J.Y. έπρεπε να μεταφερθούν στα αντίστοιχα κράτη μέλη. Οι E.N., S.S. και J.Y. άσκησαν ένδικες προσφυγές με αίτημα την ακύρωση των εν λόγω αποφάσεων. Από τις δηλώσεις των ενδιαφερομένων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι δεν ζήτησαν να ανασταλεί η εκτέλεση των ως άνω αποφάσεων για το διάστημα που εκκρεμούσε η εξέταση των προσφυγών τους ( 5 ).

14.

Στις 25 Φεβρουαρίου και στις 16 Σεπτεμβρίου 2020 ( 6 ) καθώς και την 1η Απριλίου 2021 τα πρωτοβάθμια δικαστήρια ακύρωσαν τις αποφάσεις άρνησης εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας καθώς και τις αποφάσεις μεταφοράς και διέταξαν τον υφυπουργό να λάβει νέες αποφάσεις επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας που είχαν υποβάλει οι E.N., S.S. και J.Y.

15.

Ο υφυπουργός άσκησε έφεση κατά των αποφάσεων αυτών ενώπιον του Raad van State (Συμβουλίου της Επικρατείας). Μαζί με τις εφέσεις, ο υφυπουργός υπέβαλε αιτήσεις προσωρινών μέτρων ώστε, αφενός, να μην υποχρεωθεί να λάβει νέα απόφαση επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας πριν από την έκδοση απόφασης επί της εφέσεως και, αφετέρου, να ανασταλεί η προθεσμία μεταφοράς. Το αιτούν δικαστήριο έκανε δεκτές τις εν λόγω αιτήσεις στις 17 Μαρτίου και στις 16 Νοεμβρίου 2020 καθώς και στις 28 Μαΐου 2021.

16.

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι θα πρέπει να διαπιστώσει ότι η προθεσμία μεταφοράς έχει εκπνεύσει και ότι, επομένως, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών έχει καταστεί υπεύθυνο για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας των E.N., S.S. και J.Y., εάν πρέπει να θεωρηθεί ότι αντιβαίνει στο άρθρο 27, παράγραφος 3, και στο άρθρο 29, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III το να γίνει δεκτή, στην κατ’ έφεση δίκη, αίτηση προσωρινών μέτρων υποβληθείσα από τον υφυπουργό για την αναστολή της προθεσμίας μεταφοράς.

17.

Το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών έχει επιλέξει να εφαρμόζεται το άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, δυνάμει του οποίου το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δικαιούται να ζητήσει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από δικαστήριο να αναστείλει την εφαρμογή της απόφασης μεταφοράς ενόσω εκκρεμεί η εξέταση του ένδικου βοηθήματος ή της αίτησης επανεξέτασης.

18.

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η λύση κατά την οποία τα άρθρα 27 και 29 του κανονισμού Δουβλίνου III δεν επιτρέπουν να γίνει δεκτή, στην κατ’ έφεση δίκη, αίτηση προσωρινών μέτρων υποβληθείσα από τον υφυπουργό για αναστολή της προθεσμίας μεταφοράς δικαιολογείται ενδεχομένως, αφενός, από τον ορισμό της έννοιας του «ενδιαφερόμενου προσώπου» κατά το άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού και, αφετέρου, από τον σκοπό του ταχέος προσδιορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας.

19.

Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει στοιχεία τα οποία δικαιολογούν, κατά το ίδιο, το συμπέρασμα ότι δεν αντιβαίνει στον εν λόγω κανονισμό το να γίνει δεκτή, στην κατ’ έφεση δίκη, αίτηση προσωρινών μέτρων υποβληθείσα από τον υφυπουργό για την αναστολή της προθεσμίας μεταφοράς.

20.

Πρώτον, κατά τα συμπεράσματα που συνάγει το αιτούν δικαστήριο από την απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Staatssecretaris van Veiligheid en justitie (Ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης) ( 7 ), το γεγονός ότι μια οδηγία προβλέπει υποχρέωση να υφίσταται δυνατότητα πραγματικής προσφυγής σε πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας δεν σημαίνει ότι η υποχρέωση αυτή εμποδίζει να προβλέπεται διαδικασία σε δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας ή κατ’ έφεση.

21.

Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, μολονότι ένας εκ των σκοπών του κανονισμού Δουβλίνο III είναι ο ταχύς προσδιορισμός του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας, πρέπει εντούτοις να διασφαλίζεται αποτελεσματική ένδικη προστασία κατά των αποφάσεων μεταφοράς προς το υπεύθυνο κράτος μέλος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο θα μπορεί να επιλέξει να ζητήσει πρόσθετη έννομη προστασία έναντι του ταχέος προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους.

22.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, μια τέτοια ερμηνεία συμβάλλει στην αποφυγή δύο ανεπιθύμητων καταστάσεων, ήτοι, αφενός, της μεταφοράς του ενδιαφερόμενου προσώπου στο υπεύθυνο κράτος μέλος, εκκρεμούσης της προσφυγής, και της μετέπειτα εκ νέου μεταφοράς του στο αιτούν κράτος μέλος, στην περίπτωση που η προσφυγή κριθεί βάσιμη, ή, αφετέρου, της αδυναμίας μεταφοράς του ενδιαφερόμενου προσώπου στο υπεύθυνο κράτος μέλος και της εκπνοής της προθεσμίας μεταφοράς κατά την κατ’ έφεση δίκη, με αποτέλεσμα η αίτηση διεθνούς προστασίας να πρέπει να εξεταστεί από το αιτούν κράτος μέλος, μολονότι η προσφυγή του ενδιαφερόμενου προσώπου έχει απορριφθεί.

23.

Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι και ο υφυπουργός έχει το δικαίωμα να ζητήσει, στην κατ’ έφεση δίκη, την αναστολή της προθεσμίας μεταφοράς. Αντίθετη λύση θα στερούσε από τον υφυπουργό κάθε συγκεκριμένη δυνατότητα άσκησης έφεσης, στο μέτρο που η προθεσμία μεταφοράς δεν θα είναι πάντοτε επαρκής για την έκδοση της απόφασης του επιληφθέντος δικαστηρίου.

24.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν τα άρθρα 27, παράγραφος 3, και 29 του κανονισμού [Δουβλίνο ΙΙΙ] την έννοια ότι, στην περίπτωση κατά την οποία η έννομη τάξη του κράτους μέλους προβλέπει δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας για την εκδίκαση υποθέσεων όπως οι υπό κρίση, επιτρέπουν στον εφέτη δικαστή, κατά την εξέταση της υποθέσεως και κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους, να εκδώσει μέτρο προσωρινής δικαστικής προστασίας που συνεπάγεται αναστολή της προθεσμίας μεταφοράς;»

25.

Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν οι E.N., S.S. και J.Y., η Ολλανδική και η Γερμανική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

26.

Κατά τη διάρκεια κοινής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως με την εκκρεμή υπόθεση C-338/21, στις 14 Ιουλίου 2022, οι E.N., S.S. και J.Y., η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή αγόρευσαν και, μεταξύ άλλων, κλήθηκαν να απαντήσουν προφορικώς στις ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο.

IV. Ανάλυση

27.

Με το προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν το άρθρο 27, παράγραφος 3, και το άρθρο 29, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III έχουν την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σε αυτά εθνική πρακτική κατά την οποία, στην περίπτωση που η έννομη τάξη κράτους μέλους προβλέπει δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας στο πλαίσιο των προβλεπόμενων στο προμνησθέν άρθρο 27, παράγραφος 3, διαδικασιών άσκησης ένδικου βοηθήματος κατά των αποφάσεων μεταφοράς ή υποβολής αίτησης επανεξέτασης των εν λόγω αποφάσεων, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να διατάξει, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης και κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους, προσωρινό μέτρο το οποίο έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της προθεσμίας μεταφοράς.

28.

Προτού απαντηθεί το προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο κανονισμός Δουβλίνο III δεν προβλέπει καθαυτό δυνατότητα εθνικού δικαστηρίου να αναστείλει την προθεσμία έξι μηνών που διαθέτει το αιτούν κράτος μέλος για την πραγματοποίηση της μεταφοράς του αιτούντος διεθνή προστασία στο υπεύθυνο κράτος μέλος.

29.

Αντιθέτως, το άρθρο 27, παράγραφος 3, του κανονισμού προβλέπει τη δυνατότητα εθνικού δικαστηρίου να αναστείλει την εκτέλεση της απόφασης μεταφοράς είτε αυτεπαγγέλτως ( 8 ) είτε κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερόμενου προσώπου ( 9 ). Η συγκεκριμένη αναστολή έχει συνέπειες στον υπολογισμό της προθεσμίας μεταφοράς.

30.

Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 29, παράγραφος 1, του κανονισμού, η προθεσμία μεταφοράς αρχίζει, κατ’ αρχήν, να τρέχει από την αποδοχή από άλλο κράτος μέλος του αιτήματος αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης του ενδιαφερόμενου προσώπου. Εντούτοις, όταν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει ασκήσει ένδικο βοήθημα κατά της απόφασης μεταφοράς ή έχει υποβάλει αίτηση επανεξέτασης της εν λόγω απόφασης, η προμνησθείσα προθεσμία αρχίζει να τρέχει από την έκδοση οριστικής απόφασης επί του εν λόγω ένδικου βοηθήματος ή επί της εν λόγω αίτησης επανεξέτασης, εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 3, του κανονισμού υπάρχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

31.

Στην τελευταία ως άνω διάταξη προβλέπονται οι επιμέρους λεπτομέρειες τριών δυνατοτήτων χορήγησης αναστολής της εκτέλεσης της απόφασης μεταφοράς. Τα κράτη μέλη πρέπει να προβλέπουν είτε, πρώτον, ότι η προσφυγή κατά της εν λόγω απόφασης παρέχει στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο το δικαίωμα να παραμείνει στο κράτος μέλος που εξέδωσε την απόφαση, εν αναμονή του αποτελέσματος της προσφυγής ( 10 ), με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η πραγματοποίηση της μεταφοράς· είτε, δεύτερον, ότι, κατόπιν άσκησης προσφυγής κατά της απόφασης μεταφοράς, η μεταφορά αναστέλλεται αυτομάτως για εύλογο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου δικαστήριο αποφασίζει αν η προσφυγή θα έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ( 11 )· ή ακόμη, τρίτον, ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να ζητήσει να ανασταλεί η εκτέλεση της απόφασης μεταφοράς ενόσω εκκρεμεί η εξέταση της ασκηθείσας κατά της εν λόγω αποφάσεως προσφυγής ( 12 ). Από τη σχέση του άρθρου 27, παράγραφος 3, με το άρθρο 29, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ προκύπτει ότι η έναρξη της προθεσμίας μεταφοράς είναι δυνατό να αναβληθεί βάσει του άρθρου 29, παράγραφος 1, του κανονισμού μόνον όταν η αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης μεταφοράς έχει χορηγηθεί κατόπιν επιλογής μιας εκ των τριών δυνατοτήτων που προβλέπει το άρθρο 27, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού.

32.

Επισημαίνεται, όμως, αφενός, ότι το άρθρο 27, παράγραφος 3, του κανονισμού Δουβλίνο III δεν προβλέπει ότι η αρμόδια αρχή του αιτούντος κράτους μέλους μπορεί να ζητήσει την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης μεταφοράς και, αφετέρου, ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών έχει επιλέξει να εφαρμόζεται, μεταξύ των τριών εναλλακτικών οδών για τη χορήγηση τέτοιας αναστολής που προβλέπονται στη συγκεκριμένη διάταξη, εκείνη κατά την οποία ο αιτών διεθνή προστασία μπορεί να ασκήσει προσφυγή προκειμένου να επιτύχει την εν λόγω αναστολή ( 13 ).

33.

Εντούτοις, το ισχύον στις κύριες δίκες ολλανδικό σύστημα προβλέπει ότι, μετά την ακύρωση απόφασης μεταφοράς από πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η αρμόδια διοικητική αρχή μπορεί να ζητήσει από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να κρίνει ότι η ίδια δεν υποχρεούται να λάβει νέα απόφαση επί της αίτησης διεθνούς προστασίας ενόσω εκκρεμεί η έκδοση απόφασης επί της έφεσης και να διατάξει ότι η προθεσμία μεταφοράς αναστέλλεται έως ότου το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποφανθεί επί της έφεσης, τούτο δε ακόμη και αν ο αιτών διεθνή προστασία δεν είχε ζητήσει την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης μεταφοράς πρωτοδίκως ή η σχετική αίτηση αναστολής δεν έγινε δεκτή.

34.

Επομένως, πρέπει να προσδιοριστεί αν τέτοια πρακτική αντιβαίνει στο άρθρο 27, παράγραφος 3, και στο άρθρο 29, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III, στο μέτρο που το Βασίλειο των Κάτω Χωρών έχει επιλέξει να εφαρμόζεται το άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού και δεδομένου ότι ο αιτών διεθνή προστασία δεν ζήτησε την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης μεταφοράς πρωτοδίκως.

35.

Προς τούτο, υπενθυμίζονται οι κατ’ ιδίαν σκοποί που επιδιώκουν οι διατάξεις του άρθρου 27, παράγραφος 3, και του άρθρου 29 του κανονισμού Δουβλίνο III.

36.

Πρώτον, οι διαδικασίες αναδοχής και εκ νέου ανάληψης των αιτούντων διεθνή προστασία πρέπει να διεξάγονται τηρουμένων ορισμένων αποκλειστικών προθεσμιών, στις οποίες καταλέγεται η προθεσμία έξι μηνών που διαθέτει το αιτούν κράτος μέλος για να πραγματοποιήσει τη μεταφορά του ενδιαφερόμενου προσώπου στο υπεύθυνο κράτος μέλος βάσει του άρθρου 29, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III ( 14 ).

37.

Οι προμνησθείσες προθεσμίες συμβάλλουν καθοριστικά στην επίτευξη του σκοπού της ταχύτητας κατά την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, ο οποίος μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού, διασφαλίζοντας ότι οι διαδικασίες αναδοχής και εκ νέου ανάληψης τίθενται σε εφαρμογή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση ( 15 ).

38.

Δεύτερον, με τη θέσπιση του άρθρου 27, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να ενισχύσει τις διαδικαστικές εγγυήσεις που αναγνωρίζονται στους αιτούντες διεθνή προστασία ( 16 ) και, ειδικότερα, την ένδικη προστασία της οποίας απολαύουν βάσει του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ( 17 ).

39.

Με άλλα λόγια, το άρθρο 27, παράγραφος 3, του κανονισμού Δουβλίνο III παρέχει στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο τη δυνατότητα να επιτύχει τη μη μεταφορά του από τις αρμόδιες αρχές του αιτούντος κράτους μέλους προς άλλο κράτος μέλος, προκειμένου να του παράσχει αυτό επαρκή ένδικη προστασία.

40.

Όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2009, Petrosian ( 18 ), από τη σχέση μεταξύ των δύο ως άνω σκοπών προκύπτει ότι, για τον συμβιβασμό της εγγύησης αποτελεσματικής ένδικης προστασίας των ενδιαφερόμενων προσώπων και της τήρησης των επιτακτικών προθεσμιών που επιβάλλονται στα κράτη μέλη, πρέπει να είναι δυνατή η αναβολή της έναρξης της προθεσμίας μεταφοράς έως τη δικαστική απόφαση που περιέχει κρίση επί του βασίμου του σχετικού αιτήματος και που δεν είναι πλέον ικανή να εμποδίσει την εκτέλεση της απόφασης μεταφοράς.

41.

Κατόπιν της διαπίστωσης αυτής θεωρείται, κατά πάγια νομολογία, ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε την πρόθεση να θυσιάσει τη δικαστική προστασία των αιτούντων διεθνή προστασία χάριν της επιταγής περί ταχείας εξέτασης της αίτησής τους ( 19 ).

42.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, εκτιμώ ότι είναι σκόπιμο να υπομνησθεί ότι η επίτευξη του σκοπού της ταχείας εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας είναι δυνατό να υποχωρήσει, λόγω αναβολής της έναρξης της προθεσμίας μεταφοράς, μόνον όταν η εκτέλεση της απόφασης μεταφοράς έχει ανασταλεί υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 27, παράγραφος 3, του κανονισμού Δουβλίνο III, προκειμένου να διασφαλιστεί επαρκής ένδικη προστασία του αιτούντος διεθνή προστασία. Επομένως, οι προσφυγές κατά των αποφάσεων μεταφοράς προβλέπονται –και η αναστολή της εκτέλεσης των εν λόγω αποφάσεων μπορεί να διαταχθεί– μόνον προς όφελος του αιτούντος διεθνή προστασία, με αποτέλεσμα την αναστολή της προθεσμίας μεταφοράς.

43.

Συνεπώς, κατά τη γνώμη μου, η αναστολή, από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, της εκτέλεσης της απόφασης μεταφοράς κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας αρχής του αιτούντος κράτους μέλους δεν διασφαλίζει αποτελεσματική ένδικη προστασία των αιτούντων διεθνή προστασία.

44.

Συγκεκριμένα, στις υποθέσεις των κύριων δικών, οι E.N., S.S. και J.Y. είχαν επιτύχει, σε πρώτο βαθμό, την ακύρωση των αποφάσεων μεταφοράς χωρίς να έχουν ζητήσει την αναστολή της εκτέλεσης των εν λόγω αποφάσεων.

45.

Επ’ αυτού, μπορούν να διατυπωθούν δύο παρατηρήσεις.

46.

Όσον αφορά, αφενός, την ακύρωση των αποφάσεων μεταφοράς, υπενθυμίζεται ότι η αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης μεταφοράς, βάσει του άρθρου 27, παράγραφος 3, του κανονισμού Δουβλίνο III, συνδέεται εγγενώς με την ύπαρξη προσφυγής κατά της εν λόγω απόφασης, χωρίς να συνιστά κατ’ ανάγκην αυτόματη συνέπειά της. Η εκτέλεση μπορεί να ανασταλεί ακριβώς επειδή υφίσταται απόφαση μεταφοράς, ώστε ο αιτών διεθνή προστασία να μπορεί να προσβάλει λυσιτελώς την οικεία απόφαση.

47.

Επιπλέον, οποιαδήποτε αναβολή της έναρξης της εξάμηνης προθεσμίας που προβλέπεται για την πραγματοποίηση της μεταφοράς μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον από το συμφέρον του ενδιαφερόμενου προσώπου να αποσαφηνιστεί από δικαστική αρχή η νομιμότητα της απόφασης μεταφοράς ( 20 ).

48.

Επομένως, δεδομένου ότι τα πρωτοβάθμια δικαστήρια ακύρωσαν τις αποφάσεις μεταφοράς, οι E.N., S.S. και J.Y. δεν διατρέχουν πλέον κίνδυνο μεταφοράς τους στο υπεύθυνο κράτος μέλος, τούτο δε καθ’ όλη τη διάρκεια της κατ’ έφεση διαδικασίας. Δεν υφίσταται κανένας κίνδυνος προσβολής του δικαιώματος ένδικης προστασίας των αιτούντων διεθνή προστασία, οι οποίοι μπορούν να παραμείνουν στο έδαφος του αιτούντος κράτους μέλους και να υπερασπιστούν προσηκόντως τα δικαιώματά τους ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.

49.

Όσον αφορά, αφετέρου, την έλλειψη ανασταλτικού αποτελέσματος της προσφυγής, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, θεσπίζοντας το άρθρο 27, παράγραφος 3, του κανονισμού Δουβλίνο III, ο νομοθέτης της Ένωσης αναγνώρισε ότι τα κράτη μέλη μπορούσαν να αποφασίσουν ότι η άσκηση προσφυγής κατά απόφασης μεταφοράς δεν αρκεί αφ’ εαυτής για την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης μεταφοράς, μεταφορά η οποία, ως εκ τούτου, μπορεί να λάβει χώρα προτού εξεταστεί η προσφυγή, αφ’ ης στιγμής δεν έχει ζητηθεί αναστολή ή η αίτηση αναστολής απορρίφθηκε ( 21 ).

50.

Από τις δηλώσεις των δικηγόρων τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει, όμως, ότι, στο πλαίσιο των προσφυγών τους, σε πρώτο βαθμό, κατά των αποφάσεων μεταφοράς τους, οι E.N., J.Y. και S.S. δεν είχαν ζητήσει να έχουν οι εν λόγω προσφυγές ανασταλτικό αποτέλεσμα ( 22 ).

51.

Επομένως, από τα προεκτεθέντα μπορεί να συναχθεί ότι οι E.N., J.Y. και S.S. προτίμησαν την ταχεία εξέταση των αιτήσεών τους διεθνούς προστασίας και ότι η αναστολή της εκτέλεσης των αποφάσεων μεταφοράς, την οποία ο υφυπουργός ζήτησε κατά την κατ’ έφεση δίκη, υπαγορεύεται μάλλον από το συμφέρον της εν λόγω διοικητικής αρχής να διατηρήσει σε ισχύ τις αποφάσεις μεταφοράς που ακυρώθηκαν σε πρώτο βαθμό καθώς και να επιτύχει την αναστολή της εκτέλεσης των οικείων αποφάσεων μεταφοράς και, κατά συνέπεια, την αναβολή της έναρξης της προθεσμίας μεταφοράς.

52.

Συγκεκριμένα, διαπιστώνω ότι από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι τα προσωρινά μέτρα, τα οποία λήφθηκαν στο πλαίσιο της κατ’ έφεση διαδικασίας και με πρωτοβουλία της αρμόδιας εθνικής αρχής, σκοπούν κατ’ ουσίαν στην αποτροπή της εκπνοής της προθεσμίας μεταφοράς πριν από την εξέταση της έφεσης. Επομένως, τα εν λόγω μέτρα ελήφθησαν προς όφελος μόνον της αρμόδιας εθνικής αρχής.

53.

Εντούτοις, όπως διευκρίνισε η Ολλανδική Κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζήτησης, στο μέτρο που η προσφυγή την οποία ασκεί σε πρώτο βαθμό ο αιτών διεθνή προστασία δεν συνοδεύεται από αίτηση προσωρινών μέτρων για την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης μεταφοράς, τίποτε δεν εμποδίζει τις αρμόδιες εθνικές αρχές να πραγματοποιήσουν τη μεταφορά του αιτούντος διεθνή προστασία προς το υπεύθυνο κράτος μέλος σε οποιοδήποτε στάδιο της πρωτοβάθμιας διαδικασίας ( 23 ).

54.

Είναι, βεβαίως, αληθές ότι τέτοιο ενδεχόμενο θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα το αιτούν κράτος μέλος να πραγματοποιήσει τη μεταφορά αιτούντος διεθνή προστασία προς το κράτος μέλος που δέχθηκε να τον αναδεχθεί ή να τον αναλάβει εκ νέου, μολονότι η απόφαση μεταφοράς θα ακυρωθεί, εν συνεχεία, από τα αρμόδια δικαστήρια του αιτούντος κράτους μέλους.

55.

Επισημαίνω, εντούτοις, ότι το άρθρο 29, παράγραφος 3, του κανονισμού Δουβλίνο III προβλέπει, σε τέτοια περίπτωση, ότι «το κράτος μέλος που εκτέλεσε τη μεταφορά αμελλητί αναλαμβάνει εκ νέου το εν λόγω πρόσωπο» ( 24 ).

56.

Επομένως, δεδομένου ότι το αιτούν κράτος μέλος έχει επιλέξει να εφαρμόζεται το άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού Δουβλίνο III, το δε ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν ζήτησε την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης μεταφοράς πρωτοδίκως, κανένα εμπόδιο στην εκτέλεση της εν λόγω απόφασης δεν δικαιολογεί συνακόλουθη αναστολή της προθεσμίας μεταφοράς.

57.

Συμπεραίνω ότι ουδείς λόγος συντρέχει ώστε το αιτούν κράτος μέλος να παρεκκλίνει από την εξάμηνη προθεσμία του άρθρου 29, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III που αρχίζει να τρέχει από το χρονικό σημείο κατά το οποίο το υπεύθυνο κράτος μέλος αποδέχθηκε το αίτημα αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης του ενδιαφερόμενου προσώπου, αφ’ ης στιγμής το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει ζητήσει, πρωτοβαθμίως, την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης μεταφοράς.

58.

Επομένως, η έφεση που άσκησαν οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ούτε την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης μεταφοράς, την οποία μπορεί να ζητήσει μόνον το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ούτε την αναστολή της προθεσμίας μεταφοράς.

59.

Η απάντηση θα ήταν διαφορετική εάν οι E.N., J.Y. και S.S. είχαν ζητήσει και επιτύχει την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης μεταφοράς πρωτοβαθμίως. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση έφεσης με ανασταλτικό αποτέλεσμα –περίσταση της οποίας τη συνδρομή απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει–, τέτοια απόφαση αναστολής θα διατηρούνταν σε ισχύ έως την έκδοση της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και έως την τελική έκβαση της διαδικασίας της προσφυγής, ανεξαρτήτως του πλήθους των βαθμών δικαιοδοσίας που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο. Μόνον σε μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε η προθεσμία μεταφοράς να αρχίσει να τρέχει από το χρονικό σημείο κατά το οποίο το ένδικο βοήθημα κατά της απόφασης μεταφοράς ή η αίτηση επανεξέτασης της εν λόγω απόφασης παύουν να έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα.

60.

Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το άρθρο 27, παράγραφος 3, του κανονισμού Δουβλίνο III, το οποίο προβλέπει ότι ο αιτών διεθνή προστασία μπορεί να ζητήσει την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης μεταφοράς «[ενόσω εκκρεμεί η εξέταση] του ένδικου [βοηθήματος] ή της [αίτησης] επανεξέτασης», και από το άρθρο 29, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού, το οποίο προβλέπει ότι η προθεσμία μεταφοράς αρχίζει να τρέχει από «την έκδοση οριστικής απόφασης επί ενδίκου [βοηθήματος] ή [αίτησης] επανεξέτασης», εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 3 υπάρχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

61.

Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω στοιχείων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι, στο μέτρο που το αιτούν κράτος μέλος έχει επιλέξει να εφαρμόζεται το άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ και εφόσον ο αιτών διεθνή προστασία δεν έχει ζητήσει την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης μεταφοράς δυνάμει της εν λόγω διάταξης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να διατάξει, κατά την εξέταση της υπόθεσης και κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας αρχής του οικείου κράτους μέλους και μόνον, τη λήψη προσωρινού μέτρου που συνεπάγεται την αναστολή της προθεσμίας μεταφοράς.

V. Πρόταση

62.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας, Κάτω Χώρες) ως εξής:

Το άρθρο 27, παράγραφος 3, και το άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα,

έχουν την έννοια ότι:

στο μέτρο που το αιτούν κράτος μέλος έχει επιλέξει να εφαρμόζεται το άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού και εφόσον ο αιτών διεθνή προστασία δεν έχει ζητήσει την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης μεταφοράς δυνάμει της εν λόγω διάταξης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να διατάξει, κατά την εξέταση της υπόθεσης και κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας αρχής του οικείου κράτους μέλους και μόνον, τη λήψη προσωρινού μέτρου το οποίο συνεπάγεται την αναστολή της προθεσμίας μεταφοράς που προβλέπεται στο άρθρο 29, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) ΕΕ 2013, L 180, σ. 31 (στο εξής: κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ).

( 3 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με τον τίτλο παραμονής που χορηγείται στους υπηκόους τρίτων χωρών θύματα εμπορίας ανθρώπων ή συνέργειας στη λαθρομετανάστευση, οι οποίοι συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές (ΕΕ 2004, L 261, σ. 19).

( 4 ) Stb. 1992, αριθ. 315.

( 5 ) Ο S.S. είχε ζητήσει την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης μεταφοράς του, αλλά απέσυρε εν συνεχεία τη σχετική αίτηση, με αποτέλεσμα να μην ανασταλεί τελικώς η εκτέλεση καμίας από τις αποφάσεις μεταφοράς.

( 6 ) Με την απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση που αφορά τον S.S., ο οποίος είναι επίσης διάδικος στη διαδικασία στην εκκρεμή υπόθεση C‑338/21, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η προθεσμία που διέθετε το Βασίλειο των Κάτω Χωρών για τη μεταφορά του συγκεκριμένου προσώπου είχε εκπνεύσει.

( 7 ) C-180/17 (EU:C:2018:775).

( 8 ) Κατά το άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού Δουβλίνο III.

( 9 ) Κατά το άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού Δουβλίνο III.

( 10 ) Κατά το άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού Δουβλίνο III.

( 11 ) Κατά το άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού Δουβλίνο III.

( 12 ) Κατά το άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού Δουβλίνο III.

( 13 ) Κατά το άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού Δουβλίνο III.

( 14 ) Βλ. απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2018, X και X (C-47/17 και C-48/17, EU:C:2018:900, σκέψη 57).

( 15 ) Βλ. απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2018, X και X (C-47/17 και C-48/17, EU:C:2018:900, σκέψη 69).

( 16 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 7ης Ιουνίου 2016, Ghezelbash (C-63/15, EU:C:2016:409, σκέψη 57). Βλ., επίσης, πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα [COM(2008) 820 final], την οποία υπέβαλε η Επιτροπή στις 3 Δεκεμβρίου 2008, ιδίως σημείο 3, σ. 6, 8 και 12.

( 17 ) Πρβλ. απόφαση της 31ης Μαΐου 2018, Hassan (C-647/16, EU:C:2018:368, σκέψεις 57 και 58).

( 18 ) C-19/08 (EU:C:2009:41). Η απόφαση αυτή αφορά την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας (ΕΕ 2003, L 50, σ. 1), ο οποίος καταργήθηκε με τον κανονισμό Δουβλίνο III (βλ. άρθρο 48 του τελευταίου αυτού κανονισμού).

( 19 ) Βλ. απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2021, The International Protection Appeals Tribunal κ.λπ. (C‑322/19 και C‑385/19, EU:C:2021:11, σκέψη 88 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 20 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Pikamäe στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Bundesrepublik Deutschland (Διοικητική αναστολή της αποφάσεως μεταφοράς) (C‑245/21 και C‑248/21, EU:C:2022:433, σημείο 58).

( 21 ) Βλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2016, Ghezelbash (C-63/15, EU:C:2016:409, σκέψη 59).

( 22 ) Βλ. υποσημείωση 5 των παρουσών προτάσεων.

( 23 ) Εκτός του S.S., ο οποίος είναι επίσης διάδικος στη διαδικασία στην εκκρεμή υπόθεση C‑338/21. Συγκεκριμένα, στην περίπτωσή του, η αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης μεταφοράς χορηγήθηκε στο πλαίσιο ενδικοφανούς προσφυγής κατά της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτηση χορήγησης τίτλου παραμονής του άρθρου 8 της οδηγίας 2004/81.

( 24 ) Μολονότι αναγνωρίζω, όπως και η γενική εισαγγελέας E. Sharpston με τις προτάσεις της στην υπόθεση Shiri (C‑201/16, EU:C:2017:579, υποσημείωση 47), ότι η συγκεκριμένη διάταξη θα πρέπει να χρησιμοποιείται κατ’ εξαίρεση και όχι κατά κανόνα.

Top