EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CC0364

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Campos Sánchez-Bordona της 12ης Ιανουαρίου 2023.
Ferrovienord SpA και Federazione Italiana Triathlon κατά Istituto Nazionale di Statistica - ISTAT και Ministero dell'Economia e delle Finanze.
Αιτήσεις του Corte dei Conti για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ – Υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέψουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης – Οικονομική πολιτική – Κανονισμός (ΕΕ) 549/2013 – Ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΣΛ) – Οδηγία 2011/85/ΕΕ – Απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών – Εθνική ρύθμιση η οποία περιορίζει την αρμοδιότητα του δημοσιονομικού δικαστή – Αρχές της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-363/21 και C-364/21.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:7

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA

της 12ης Ιανουαρίου 2023 ( 1 )

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑363/21 και C‑364/21

Ferrovienord SpA

κατά

Istituto Nazionale di Statistica – ISTAT (C‑363/21),

παρισταμένων των:

Procura generale della Corte dei conti,

Ministero dell’Economia e delle Finanze

και

Federazione Italiana Triathlon

κατά

Istituto Nazionale di Statistica – ISTAT,

Ministero dell’Economia e delle Finanze (C‑364/21),

παρισταμένης της:

Procura generale della Corte dei conti

[αιτήσεις του Corte dei conti
(Ελεγκτικού Συνεδρίου, Ιταλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Κανονισμός (ΕΕ) 549/2013 – Ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΣΛ 2010) – Κατάταξη θεσμικών μονάδων στον τομέα S.13 (γενική κυβέρνηση) – Στατιστική νομοθεσία της Ένωσης – Μηχανισμοί ελέγχου – Άμεσο αποτέλεσμα – Οδηγία 2011/85/ΕΕ – Εθνικά δημοσιονομικά πλαίσια – Άμεσο αποτέλεσμα – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Δικαστικός έλεγχος από το Ελεγκτικό Συνέδριο ή από διοικητικά δικαστήρια»

1.

Οι υπό κρίση (συνεκδικαζόμενες) αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως παρέχουν στο Δικαστήριο ( 2 ) τη δυνατότητα να αποσαφηνίσει το περιεχόμενο των κανόνων που διέπουν το Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών 2010, το οποίο θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 549/2013 ( 3 ). Συγκεκριμένα, ζητείται να διευκρινιστεί:

εάν χωρεί επίκληση του κανονισμού αυτού και της οδηγίας 2011/85/ΕΕ ( 4 ) σε διαφορές μεταξύ δημοσίων φορέων ή μεταξύ ιδιωτών και στατιστικών αρχών·

τι καθεστώς αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας πρέπει να καθιερώσουν τα κράτη μέλη κατά τη θέσπιση ενδίκων βοηθημάτων με τα οποία μπορεί να ελεγχθεί η εφαρμογή των σχετικών κανόνων της Ένωσης.

I. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

1. Ο κανονισμός 549/2013

2.

Το άρθρο 1 ορίζει τα εξής:

«1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει το Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών 2010 (“ΕΣΛ 2010” ή “ΕΣΛ”).

2.   Το ΕΣΛ 2010 προβλέπει:

α)

μεθοδολογία (παράρτημα Α) σχετικά με κοινά πρότυπα, ορισμούς, ονοματολογίες και λογιστικούς κανόνες, που θα χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση συγκρίσιμων λογαριασμών και πινάκων για τις ανάγκες της Ένωσης, καθώς και τη λήψη αποτελεσμάτων όπως απαιτείται στο άρθρο 3·

β)

πρόγραμμα (παράρτημα Β) που ορίζει τις προθεσμίες εντός των οποίων τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή (Eurostat) τους λογαριασμούς και τους πίνακες που πρέπει να καταρτίζονται σύμφωνα με τη μεθοδολογία που αναφέρεται στο στοιχείο α).

[…]

4.   Ο παρών κανονισμός δεν υποχρεώνει κανένα κράτος μέλος να χρησιμοποιεί το ΕΣΛ 2010 για να καταρτίζει λογαριασμούς για δικές του ανάγκες.»

3.

Το κεφάλαιο 1 (Γενικά χαρακτηριστικά και βασικές αρχές) του παραρτήματος Α (SEC 2010) διαλαμβάνει τα εξής:

«1.01

Το ευρωπαϊκό σύστημα […] λογαριασμών […] είναι ένα διεθνώς συμβατό λογιστικό πλαίσιο για τη συστηματική και λεπτομερή περιγραφή μιας συνολικής οικονομίας (δηλ. περιφέρειας, χώρας ή ομάδας χωρών), των συνιστωσών της και των σχέσεών της με άλλες συνολικές οικονομίες.

[…]

1.57

Οι θεσμικές μονάδες είναι οικονομικές οντότητες που μπορούν να κατέχουν αγαθά και περιουσιακά στοιχεία, να αναλαμβάνουν υποχρεώσεις και να επιδίδονται σε οικονομικές δραστηριότητες και συναλλαγές με άλλες μονάδες. Για τους σκοπούς του συστήματος ΕΣΛ 2010, οι θεσμικές μονάδες ομαδοποιούνται σε πέντε αλληλοαποκλειόμενους εγχώριους θεσμικούς τομείς:

α)

μη χρηματοοικονομικές εταιρείες·

β)

χρηματοοικονομικές εταιρείες·

γ)

γενική κυβέρνηση·

δ)

νοικοκυριά·

ε)

μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που εξυπηρετούν νοικοκυριά.

Οι πέντε αυτοί τομείς απαρτίζουν τη συνολική εγχώρια οικονομία. Επίσης, ο κάθε τομέας υποδιαιρείται σε υποτομείς. Το σύστημα ΕΣΛ 2010 επιτρέπει την κατάρτιση ενός πλήρους συνόλου λογαριασμών ροών και ισολογισμών για κάθε τομέα και κάθε υποτομέα, καθώς και για τη συνολική οικονομία. Οι μονάδες μη μόνιμοι κάτοικοι μπορούν να αλληλεπιδρούν μ’ αυτούς τους πέντε εγχώριους τομείς. Επιπλέον, παρουσιάζονται οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των πέντε εγχώριων τομέων και ενός έκτου θεσμικού τομέα: του τομέα της αλλοδαπής.

[…]»

4.

Το κεφάλαιο 2 (Μονάδες και ομαδοποιήσεις μονάδων) του εν λόγω παραρτήματος (ΕΣΛ 2010) διαλαμβάνει τα εξής:

«[…]

2.12

Ορισμός: Η θεσμική μονάδα είναι μια οικονομική οντότητα που χαρακτηρίζεται από την αυτονομία της σε θέματα λήψης αποφάσεων κατά την άσκηση της κύριας λειτουργίας της. […]

[…]

2.32

Ο κάθε τομέας και υποτομέας συγκεντρώνει τις θεσμικές μονάδες που έχουν παρόμοιο τύπο οικονομικής συμπεριφοράς.

[…]

Γενική κυβέρνηση (S.13)

2.111

Ορισμός: Ο τομέας της γενικής κυβέρνησης (S.13) περιλαμβάνει όλες τις θεσμικές μονάδες που είναι παραγωγοί λοιπού μη εμπορεύσιμου προϊόντος των οποίων η παραγωγή προορίζεται για ατομική και συλλογική κατανάλωση και που χρηματοδοτούνται κυρίως από υποχρεωτικές πληρωμές εκ μέρους μονάδων που ανήκουν σε άλλους τομείς, καθώς και τις θεσμικές μονάδες που ασχολούνται κυρίως με την αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος και πλούτου.

[…]»

5.

Το κεφάλαιο 20 (Οι λογαριασμοί της γενικής κυβέρνησης) του ίδιου παραρτήματος προβλέπει τα εξής:

«[…]

20.05

Ο τομέας της γενικής κυβέρνησης (S.13) αποτελείται από όλες τις μονάδες της γενικής κυβέρνησης και όλα τα μη εμπορικά μη κερδοσκοπικά ιδρύματα (ΜΚΙ) που ελέγχονται από μονάδες της γενικής κυβέρνησης. Περιλαμβάνει επίσης και άλλους παραγωγούς μη εμπορεύσιμων προϊόντων, όπως προσδιορίζεται παρακάτω στις παραγράφους 20.18 έως 20.39.

[…]»

2. Η οδηγία 2011/85

6.

Το άρθρο 1 διαλαμβάνει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία καθορίζει λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τα αναγκαία χαρακτηριστικά των δημοσιονομικών πλαισίων των κρατών μελών, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα κράτη μέλη θα συμμορφώνονται προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη ΣΛΕΕ όσον αφορά την αποφυγή υπερβολικών κρατικών ελλειμμάτων».

7.

Το άρθρο 2 ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ορισμοί των όρων “δημόσιος και δημοσιονομικός”, “έλλειμμα” και “επένδυση” που παρατίθενται στο άρθρο 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 12 σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ [ ( 5 )]. Εν προκειμένω ισχύει επίσης ο ορισμός των υποτομέων του δημοσίου, ως εκτίθεται στο σημείο 2.70 του παραρτήματος Α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2223/96.

Επιπλέον ισχύει ο ακόλουθος ορισμός:

ως “δημοσιονομικό πλαίσιο” νοείται ένα σύνολο ρυθμίσεων, διαδικασιών, κανόνων και θεσμικών οργάνων που αποτελούν τη βάση για την άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής του δημοσίου, και ιδίως:

[…]

στ)

ρυθμίσεις για την ανεξάρτητη παρακολούθηση και ανάλυση, ώστε να ενισχυθεί η διαφάνεια των στοιχείων της διαδικασίας του προϋπολογισμού·

[…]».

8.

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, ορίζει τα εξής:

«Όσον αφορά τα εθνικά δημόσια λογιστικά συστήματα, τα κράτη μέλη διαθέτουν δημόσια λογιστικά συστήματα τα οποία καλύπτουν συνολικά και συστηματικά όλους τους υποτομείς της γενικής κυβέρνησης και περιέχουν τις αναγκαίες πληροφορίες για την παραγωγή δεδομένων δεδουλευμένων προκειμένου να εκπονηθούν δεδομένα βάσει του ΕΣΟΛ 95. Τα εν λόγω δημόσια λογιστικά συστήματα υπόκεινται σε εσωτερικό έλεγχο και ανεξάρτητο λογιστικό έλεγχο».

3. Ο κανονισμός (ΕΕ) 473/2013 ( 6 )

9.

Το άρθρο 2 διαλαμβάνει τα εξής:

«1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι εξής ορισμοί:

α)

ως “ανεξάρτητοι φορείς” νοούνται φορείς που είναι διαρθρωτικώς ανεξάρτητοι ή φορείς που διαθέτουν λειτουργική αυτονομία έναντι των δημοσιονομικών αρχών του κράτους μέλους, και οι οποίοι στηρίζονται σε εθνικές νομοθετικές διατάξεις που διασφαλίζουν υψηλό βαθμό λειτουργικής αυτονομίας και λογοδοσίας […]

2.   Ισχύουν επίσης στον παρόντα κανονισμό οι ορισμοί του “τομέα του δημοσίου” και των “υποτομέων του τομέα του δημοσίου”, που προβλέπονται στο σημείο 2.70 του παραρτήματος Α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2223/96, της 25ης Ιουνίου 1996, περί του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Κοινότητας […]

[…]».

10.

Το άρθρο 5 προβλέπει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη σύσταση ανεξάρτητων φορέων που παρακολουθούν τη συμμόρφωση προς:

α)

αριθμητικούς δημοσιονομικούς κανόνες οι οποίοι ενσωματώνουν στην εθνική δημοσιονομική διαδικασία τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο τους όπως καθορίζεται στο άρθρο 2α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97·

β)

αριθμητικούς δημοσιονομικούς κανόνες όπως αναφέρονται στο άρθρο 5 της οδηγίας 2011/85/ΕΕ.

[…]»

Β.   Το εθνικό δίκαιο

1. Ο νόμος 196/2009 ( 7 )

11.

Το άρθρο 1 έχει ως εξής:

«1.   Οι φορείς της γενικής κυβέρνησης συμβάλλουν στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων που τίθενται σε εθνικό επίπεδο σύμφωνα με τις διαδικασίες και τα κριτήρια που καθορίζονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και μοιράζονται τις ευθύνες που απορρέουν συναφώς. […]

2.   [Ω]ς φορείς της γενικής κυβέρνησης νοούνται […], από το έτος 2012[,] οι φορείς και τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται, για στατιστικούς σκοπούς, στον κατάλογο της [Istituto Nazionale di Statistica (Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, Ιταλία· στο εξής: ISTAT)] […] ο οποίος δημοσιεύεται […] στη Gazzetta ufficiale della Repubblica italiana (Επίσημη Εφημερίδα της Ιταλικής Δημοκρατίας) […], και σε μεταγενέστερες ενημερώσεις του καταλόγου αυτού σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, οι οποίες πραγματοποιούνται βάσει των ορισμών που περιέχονται στους ειδικούς κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης […].

3.   Ο καθορισμός των κατά την παράγραφο 2 φορέων της γενικής κυβέρνησης πραγματοποιείται σε ετήσια βάση από την ISTAT με απόφασή της που δημοσιεύεται στη Gazzetta ufficiale della Repubblica italiana (Επίσημη Εφημερίδα της Ιταλικής Δημοκρατίας) το αργότερο έως τις 30 Σεπτεμβρίου.

[…]»

2. Ο νόμος 243/2012 ( 8 )

12.

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο a, ως «“φορείς της γενικής κυβέρνησης” νοούνται οι φορείς που προσδιορίζονται βάσει διαδικασιών και πράξεων που προβλέπονται από τους κανόνες για το δημόσιο λογιστικό και τα δημόσια οικονομικά και εξειδικεύονται στους υποτομείς της κεντρικής κυβέρνησης, της τοπικής αυτοδιοίκησης και των εθνικών οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, σύμφωνα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

13.

Κατά το άρθρο 20, το Corte dei conti (Ελεγκτικό Συνέδριο, Ιταλία) διενεργεί εκ των υστέρων έλεγχο σε σχέση με τη δημοσιονομική διαχείριση των φορέων της γενικής κυβέρνησης, με σκοπό τον συντονισμό των δημόσιων οικονομικών και την ισοσκέλιση του προϋπολογισμού, σύμφωνα με τους τύπους και τις μεθόδους που ορίζει ο νόμος.

3. Ο νόμος 161/2014 ( 9 )

14.

Το άρθρο 30 («Εφαρμογή των μη άμεσα εφαρμοστέων διατάξεων της οδηγίας 2011/85/ΕΕ και του κανονισμού 473/2013»), παράγραφος 1, ορίζει ότι, προκειμένου να δοθεί πλήρης ισχύς στα μη άμεσα εφαρμοστέα μέρη της οδηγίας 2011/85 και του κανονισμού 473/2013, όσον αφορά τη δραστηριότητα παρακολούθησης της συμμόρφωσης με τους δημοσιονομικούς κανόνες, το Corte dei conti (Ελεγκτικό Συνέδριο) επαληθεύει τη συμμόρφωση των δημοσιονομικών στοιχείων των φορέων της γενικής κυβέρνησης με τους λογιστικούς κανόνες.

4. Ο Codice della giustizia contabile ( 10 )

15.

Το άρθρο 11, παράγραφος 6, στοιχείο b, όπως τροποποιήθηκε με την πράξη νομοθετικού περιεχομένου 137/2020, η οποία κυρώθηκε με τον νόμο 176/2020 ( 11 ), προβλέπει τα εξής:

«Η ολομέλεια του [Corte dei conti (Ελεγκτικού Συνεδρίου)], σε ειδική σύνθεση, κατά την άσκηση της αποκλειστικής αρμοδιότητάς της στον τομέα του δημοσίου λογιστικού, αποφαίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό δικαιοδοσίας επί διαφορών […] σχετικά με τον χαρακτηρισμό των φορέων της γενικής κυβέρνησης στον οποίο προβαίνει η ISTAT, αποκλειστικά και μόνον προς τους σκοπούς εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας σχετικά με τον περιορισμό των δημοσίων δαπανών» ( 12 ).

II. Τα πραγματικά περιστατικά, οι ένδικες διαφορές και τα προδικαστικά ερωτήματα

16.

Στις 30 Σεπτεμβρίου 2020, η ISTAT καταχώρισε τη Ferrovienord SpA (στο εξής: Ferrovienord) και τη Federazione Italiana Triathlon (στο εξής: FITRI) στον κατάλογο φορέων της γενικής κυβέρνησης (στο εξής: κατάλογος ISTAT 2020) που εντάσσονται στον ενοποιημένο λογαριασμό αποτελεσμάτων του ιταλικού κράτους ( 13 ).

17.

Η Ferrovienord και η FITRI προσέφυγαν κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Corte dei conti (Ελεγκτικού Συνεδρίου) ζητώντας την ακύρωσή της. Κατά την άποψή τους, δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την καταχώρισή τους στον κατάλογο ISTAT 2020.

18.

Η ISTAT αντέκρουσε την προσφυγή υποστηρίζοντας ότι η καταχώριση ήταν ορθή. Η Procura generale della Corte dei conti (γενική εισαγγελία του Ελεγκτικού Συνεδρίου) ζήτησε να υποβληθεί ερώτημα συνταγματικότητας σε σχέση με το άρθρο 23-quater της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 137/2020 ( 14 ).

19.

Το Corte dei conti (Ελεγκτικό Συνέδριο) διέταξε την ολοκλήρωση της κατ’ αντιπαράθεση συζήτησης με το Ministero dell’Economia e delle Finanze (Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, Ιταλία), αναφερόμενο ταυτοχρόνως στα προβλήματα συμβατότητας της νέας ρύθμισης με το δίκαιο της Ένωσης. Κάλεσε τους διαδίκους να διατυπώσουν την άποψή τους ειδικώς επί του ζητήματος αυτού.

20.

Κατά το Corte dei conti(Ελεγκτικό Συνέδριο):

το άρθρο 11, παράγραφος 6, στοιχείο b, του CJC του ανέθεσε αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί των αποφάσεων της ISTAT σχετικά με την αναγνώριση των φορέων της γενικής κυβέρνησης·

ωστόσο, η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 23-quater, παράγραφος 2, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 137/2020, το οποίο περιόρισε τον έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί του καταλόγου της ISTAT «αποκλειστικά και μόνον προς τους σκοπούς εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας σχετικά με τον περιορισμό των δημοσίων δαπανών» ( 15

η συνοχή μεταξύ του εσωτερικού δημοσιονομικού δικαίου και των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης αποτελεί αρχή του ιταλικού συνταγματικού δικαίου, όπως και οι αρχές της διαφάνειας και του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού (άρθρα 81 και 97 του Συντάγματος)·

στο εσωτερικό δίκαιο, η συνοχή αυτή διασφαλίζεται μέσω ταμειακών διαθεσίμων καλουμένων «ισοσκέλιση του προϋπολογισμού», τα οποία περιορίζουν την προσφυγή των διαφόρων διοικητικών αρχών του κράτους στον δανεισμό (άρθρο 4, παράγραφος 4, άρθρα 9 και 10 του νόμου 243/2012). Ο προσδιορισμός των ταμειακών διαθεσίμων και ο καθορισμός τυχόν μεταγενέστερων διορθώσεών τους προκύπτουν από τα δεδομένα που διαβιβάζουν οι εντασσόμενοι στον ενοποιημένο λογαριασμό φορείς της γενικής κυβέρνησης·

επομένως, η ορθή κατάρτιση του καταλόγου ISTAT (όσον αφορά τους φορείς της γενικής κυβέρνησης που υποχρεούνται να εφαρμόζουν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς) αποτελεί προϋπόθεση για την τήρηση των στόχων συντονισμού των οικονομικών πολιτικών κατά την έννοια του άρθρου 121 ΣΛΕΕ·

στην ιταλική έννομη τάξη (άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, και άρθρο 113, πρώτο εδάφιο, του Συντάγματος), η καταχώριση φορέα στον κατάλογο της ISTAT υπόκειται σε ένδικη προσφυγή. Έως το 2012, ο «φυσικός δικαστής» για τις αποφάσεις αυτές ήταν τα διοικητικά δικαστήρια, έκτοτε δε η αρμοδιότητα έχει ανατεθεί στο Corte dei conti(Ελεγκτικό Συνέδριο). Το τελευταίο είναι επιφορτισμένο με τον δικαστικό έλεγχο της τήρησης του εθνικού και του ενωσιακού δημοσιονομικού δικαίου και διασφαλίζει την επαλήθευση, από υποκειμενικής απόψεως, της αξιοπιστίας των λογαριασμών αποτελεσμάτων, επ’ απειλή των κυρώσεων του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΕ) 1173/2011 ( 16 ). Εγγυάται κατ’ αυτόν τον τρόπο την αποτελεσματική επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων·

μετά τη μεταρρύθμιση που επέφερε το άρθρο 23-quater της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 137/2020, ο έλεγχος αυτός δεν μπορεί πλέον να περιλαμβάνει κρίση επί της εκπλήρωσης (ή παράλειψης εκπλήρωσης) δύο αναγκαίων έμμεσων υποχρεώσεων επί των οποίων, κατά το προϊσχύον καθεστώς, αποφαινόταν το δικαστήριο αυτό, ήτοι: της εκπλήρωσης ή παράλειψης εκπλήρωσης της υποχρέωσης κοινοποίησης δημοσιονομικών στοιχείων και πληροφοριών, κατ’ εφαρμογήν του νόμου 243/2012 και του νόμου 196/2009 (περί της εφαρμογής του κανονισμού 549/2013 και της οδηγίας 2011/85)· και της συνακόλουθης εφαρμογής (ή μη εφαρμογής) των διατάξεων περί ισοσκελισμένου προϋπολογισμού και βιωσιμότητας του χρέους των φορέων της γενικής κυβέρνησης, κατά τα άρθρα 3 και 4 του νόμου 243/2012 (ομοίως περί της εφαρμογής του κανονισμού 549/2013 και της οδηγίας 2011/85).

21.

Σύμφωνα με το Corte dei Conti (Ελεγκτικό Συνέδριο), η νομοθετική τροποποίηση του 2020 οδήγησε σε παντελή έλλειψη αρμοδιότητας και, κατά συνέπεια, σε έλλειψη προστασίας όσον αφορά την ακριβή οριοθέτηση των φορέων που εντάσσονται στον τομέα S.13 (φορείς της γενικής κυβέρνησης πλην εκείνων της τοπικής αυτοδιοίκησης) και, ως εκ τούτου, όσον αφορά τα ταμειακά διαθέσιμα των δημοσίων οικονομικών, εμποδίζοντας το ΕΣΛ 2010 και την οδηγία 2011/85 να αναπτύξουν τα αποτελέσματά τους. Με τον κατάλογο της ISTAT, το ιταλικό Δημόσιο καθορίζει το πεδίο εφαρμογής του ΕΣΛ 2010 και για τους σκοπούς των διατάξεων του άρθρου 126 ΣΛΕΕ και του πρωτοκόλλου αριθ. 12 περί υπερβολικού ελλείμματος.

22.

Κατά τη γνώμη του, υπήρξε παραβίαση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας (άρθρο 4 ΣΕΕ), οι δε φορείς που κατατάσσονται από την ISTAT στους φορείς της γενικής κυβέρνησης δεν νομιμοποιούνται να προσφύγουν κατά της κατάταξης αυτής, κατά παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

23.

Προσθέτει ότι, ακόμη και αν γινόταν δεκτό, όπως υποστηρίζουν η ISTAT και το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, ότι η νέα ρύθμιση διευρύνει τη γενική αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων, εξακολουθούν να υφίστανται αμφιβολίες ως προς το εάν η ρύθμιση αυτή:

είναι αντίθετη προς τις αρχές της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, της πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης και της ασφάλειας δικαίου ( 17

παραβιάζει τις αρχές της ισοδυναμίας των ενδίκων βοηθημάτων και του κράτους δικαίου (άρθρα 2 και 19 ΣΕΕ), λαμβανομένης υπόψη της σύνδεσης του τελευταίου με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης δυνάμει του κανονισμού 2020/2092 ( 18 ).

24.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Corte dei conti (Ελεγκτικό Συνέδριο) υποβάλλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχουν ο κανόνας της άμεσης εφαρμογής του [Ευρωπαϊκού Συστήματος Λογαριασμών (ΕΣΛ)] 2010 και η αρχή της πρακτικής αποτελεσματικότητας του [κανονισμού 549/2013] και της οδηγίας [2011/85] την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία περιορίζει την αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου που είναι επιφορτισμένο με την ορθή εφαρμογή του ΕΣΛ 2010 μόνον προς τους σκοπούς της εθνικής νομοθεσίας περί περιορισμού των δημοσίων δαπανών, αποκλείοντας την κυριότερη πρακτική αποτελεσματικότητα της κανονιστικής ρύθμισης [του δικαίου της Ένωσης], ήτοι την εξακρίβωση της διαφάνειας και αξιοπιστίας των δημοσιονομικών ισοζυγίων, μέσω της οποίας παρακολουθείται η σύγκλιση της Ιταλίας με τον [μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο (ΜΔΣ)];

2)

Έχουν ο κανόνας της άμεσης εφαρμογής του ΕΣΛ 2010 και η αρχή της πρακτικής αποτελεσματικότητας του [κανονισμού 549/2013] και της οδηγίας [2011/85], όσον αφορά τον οργανωτικό διαχωρισμό μεταξύ των αρμοδίων για τον προϋπολογισμό αρχών και των ελεγκτικών οργανισμών, την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία περιορίζει τα αποτελέσματα των αποφάσεων του αρμοδίου για την ορθή εφαρμογή του [ΕΣΛ] 2010 εθνικού δικαστηρίου μόνον προς τους σκοπούς της εθνικής νομοθεσίας περί περιορισμού των δημοσίων δαπανών, αποκλείοντας οιονδήποτε ανεξάρτητο έλεγχο επί του προσδιορισμού των οντοτήτων που εντάσσονται στους λογαριασμούς των ιταλικών φορέων της γενικής κυβέρνησης [όπως ορίζονται προς τους σκοπούς (του δικαίου της Ένωσης)], μέσω του οποίου παρακολουθείται η σύγκλιση της Ιταλίας με τον ΜΔΣ;

3)

Έχει η αρχή του κράτους δικαίου, και ειδικότερα οι αρχές της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και της ισοδυναμίας των μέσων ένδικης προστασίας, την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία:

α)

εμποδίζει οιονδήποτε δικαστικό έλεγχο σχετικά με την ορθή εφαρμογή του ΕΣΛ 2010 από την [ISTAT] στο πλαίσιο της οριοθέτησης του τομέα S.13 και, επομένως, επί της ορθότητας, διαφάνειας και αξιοπιστίας των δημοσιονομικών ισοζυγίων, μέσω του οποίου παρακολουθείται η σύγκλιση της Ιταλίας με τον ΜΔΣ (παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικότητας της δικαστικής προστασίας)·

β)

συνεπάγεται για τον προσφεύγοντα –σε περίπτωση κατά την οποία θεωρηθεί ορθή η προταθείσα από τους καθών ερμηνεία της ρύθμισης, ακόμη και μέσω νόμου περί της αυθεντικής ερμηνείας της– υποχρέωση προσφυγής ενώπιον δύο δικαστηρίων και συνακόλουθο κίνδυνο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων όσον αφορά τη συνδρομή των προϋποθέσεων για τον χαρακτηρισμό του νομικού καθεστώτος του βάσει του δικαίου [της Ένωσης], καθιστώντας de facto αδύνατη την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων του εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας (ήτοι εντός του οικονομικού έτους) για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν εξ αυτών, και υπονομεύοντας την ασφάλεια δικαίου όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του ως φορέα της γενικής κυβέρνησης·

γ)

προβλέπει ότι –σε περίπτωση κατά την οποία θεωρηθεί ορθή η προταθείσα από τους καθών ερμηνεία της ρύθμισης, ακόμη και μέσω νόμου περί της αυθεντικής της ερμηνείας– αρμόδιο να κρίνει επί της ορθότητας του καθορισμού του προϋπολογισμού είναι δικαστήριο άλλο από εκείνο το οποίο σύμφωνα με το ιταλικό Σύνταγμα έχει αρμοδιότητα επί του δημοσιονομικού δικαίου;»

III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

25.

Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 9 Ιουνίου 2021. Δεν έγινε δεκτό το αίτημα εκδίκασής τους με την ταχεία διαδικασία.

26.

Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η Ferrovienord, η FITRI, η εισαγγελία του Corte dei conti (Ελεγκτικού Συνεδρίου), η Ιταλική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Όλες οι ανωτέρω παρέστησαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 19ης Οκτωβρίου 2022.

IV. Εκτίμηση

Α.   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

27.

Όπως προεκτέθηκε, τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης ενός και μόνον άρθρου (στο εξής: επίμαχο άρθρο) της ιταλικής νομοθεσίας, ήτοι του άρθρου 23-quater, παράγραφος 2, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 137/2020.

28.

Δυνάμει του άρθρου αυτού, το Corte dei conti(Ελεγκτικό Συνέδριο) είναι αρμόδιο να ελέγχει τις αποφάσεις της ISTAT σχετικά με την κατάταξη «θεσμικών μονάδων» στους φορείς της γενικής κυβέρνησης «αποκλειστικά και μόνον προς τους σκοπούς εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας σχετικά με τον περιορισμό των δημοσίων δαπανών». Το υπογραμμισμένο χωρίο προστέθηκε στον CJC με την πράξη νομοθετικού περιεχομένου 137/2020.

29.

Η Ιταλική Κυβέρνηση φρονεί ότι το αιτούν δικαστήριο δεν ερμηνεύει ορθά το επίμαχο άρθρο κατά το μέρος που υποστηρίζει ότι το τελευταίο καταργεί τον δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων της ISTAT σχετικά με την καταχώριση φορέων στον κατάλογο φορέων της γενικής κυβέρνησης.

30.

Αντιθέτως, όπως ισχυρίζεται η Ιταλική Κυβέρνηση, το άρθρο αυτό επαναφέρει απλώς τον έλεγχο στα διοικητικά δικαστήρια, με το Corte dei conti (Ελεγκτικό Συνέδριο) να διατηρεί την εξουσία δικαστικού ελέγχου ως προς τις έννομες συνέπειες της καταχώρισης των εν λόγω θεσμικών μονάδων στον κατάλογο της ISTAT.

31.

Στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να ερμηνεύει τους κανόνες του εσωτερικού δικαίου. Εναπόκειται αποκλειστικά στο εθνικό δικαστήριο να καθορίσει το ακριβές περιεχόμενο των εθνικών νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων ( 19 ).

32.

Ωστόσο, το Δικαστήριο δύναται να ερμηνεύσει τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης δίδοντας απαντήσεις σε συνάρτηση με την τάδε ή τη δείνα ερμηνεία του εθνικού δικαίου. Τούτο ισχύει ιδίως όταν το ίδιο το αιτούν δικαστήριο επαναλαμβάνει, ως εν προκειμένω, τα επιχειρήματα των «καθών» (ήτοι, της Ιταλικής Κυβέρνησης) ως θέση η οποία θα μπορούσε να ευδοκιμήσει ( 20 ).

Β.   Επί του παραδεκτού

1. Καθεστώς δικαστηρίου

33.

Πρέπει καταρχάς να εξεταστεί εάν οι δύο αυτές αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως υποβάλλονται από «δικαστήριο κράτους μέλους» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

34.

Το Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτες τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως που είχαν υποβληθεί από περιφερειακά ελεγκτικά τμήματα του ιταλικού Ελεγκτικού Συνεδρίου, υπό την ιδιότητα διοικητικής αρχής ( 21 ), ή από το Corte dei conti (Ελεγκτικό Συνέδριο) στο πλαίσιο αντίστοιχων διαδικασιών εκ των υστέρων ελέγχου της δημοσιονομικής διαχείρισης διαφόρων δημοσίων οργανισμών ( 22 ).

35.

Ωστόσο, με την απόφαση FIG και FISE ( 23 ), το Δικαστήριο απεφάνθη επί των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως του Corte dei conti (Ελεγκτικού Συνεδρίου) χωρίς να αμφισβητήσει, σε υποθέσεις παρόμοιες με την υπό κρίση, το καθεστώς του ως «δικαστηρίου».

36.

Εν προκειμένω, το ίδιο δικαστήριο καλείται να τάμει μια διαφορά κατ’ άσκηση των δικαιοδοτικών καθηκόντων που του αναθέτει η ιταλική νομοθεσία και όχι κατ’ άσκηση των καθηκόντων εκ των υστέρων ελέγχου και εποπτείας. Το αντικείμενο της διαφοράς έγκειται ακριβώς στην έκταση των δικαιοδοτικών καθηκόντων του μετά τον περιορισμό τους από το άρθρο 23-quater της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 137/2020.

37.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση διευκρινίστηκε ότι η νομοθετική τροποποίηση δεν καταργεί την αρμοδιότητα του Corte dei conti (Ελεγκτικού Συνεδρίου), απλώς την περιορίζει: το τελευταίο δεν μπορεί πλέον να ακυρώσει τους καταλόγους της ISTAT με αποτελέσματα erga omnes, δύναται όμως να τους αφήσει ανεφάρμοστους σε συγκεκριμένη διαφορά, με ισχύ μόνο για τον προσφεύγοντα φορέα όσον αφορά την εθνική νομοθεσία περί δημοσίων δαπανών.

38.

Σε τελική ανάλυση, το Corte dei conti (Ελεγκτικό Συνέδριο) ασκεί δικαιοδοτικά καθήκοντα στο πλαίσιο των οποίων δύναται, όταν ενώπιόν του άγονται διαφορές όπως αυτές στις οποίες ανάγονται οι υπό κρίση προδικαστικές παραπομπές, να υποβάλλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο.

2. Απαράδεκτο λόγω ενδεχόμενης εσφαλμένης ερμηνείας του εσωτερικού δικαίου;

39.

Βάσει των επιχειρημάτων που εξετέθησαν ανωτέρω ( 24 ), η Ιταλική Κυβέρνηση αμφισβητεί το παραδεκτό του πρώτου και του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος, καθώς και του στοιχείου αʹ του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, για τον λόγο ότι στηρίζονται στην «εσφαλμένη παραδοχή ότι, μετά την τροποποίηση του άρθρου 11 του CJC, δεν είναι πλέον δυνατή η προσφυγή ενώπιον οιουδήποτε εθνικού δικαστηρίου προς αμφισβήτηση της ορθής κατάρτισης του καταλόγου S13 της ISTAT».

40.

Η ένσταση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή:

αφενός, εάν τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν, ως εν προκειμένω, την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να αποφανθεί, δεδομένου ότι υφίσταται τεκμήριο λυσιτέλειας των προδικαστικών ερωτημάτων ( 25

αφετέρου, όπως έχω ήδη εξηγήσει, η απάντηση του Δικαστηρίου στα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να εκκινεί από την εκτιθέμενη από το τελευταίο ερμηνεία των εθνικών κανόνων, χωρίς να αποκλείεται η παροχή κατευθύνσεων προς μια διαφορετική ερμηνεία των κανόνων αυτών, πολλώ δε μάλλον όταν το ίδιο το αιτούν δικαστήριο αναγνωρίζει ότι θα μπορούσε ενδεχομένως να αποδεχθεί την εναλλακτική αυτή ερμηνεία.

41.

Εν συνόψει, το Δικαστήριο δύναται, κατά την ερμηνεία του κανονισμού 549/2013, της οδηγίας 2011/85 και του κανονισμού 473/2013, να παράσχει χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο βάσει των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή του σε σχέση με το ιταλικό εσωτερικό δίκαιο.

Γ.   Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

42.

Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν το επίμαχο άρθρο του εθνικού δικαίου συνάδει με την άμεση εφαρμογή του κανονισμού 549/2013 και με την πρακτική αποτελεσματικότητα του κανονισμού αυτού και της οδηγίας 2011/85.

43.

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, κρίνω σκόπιμο να εξεταστεί προηγουμένως: α) εάν οι υποχρεώσεις των κρατών μελών να διαβιβάζουν λογιστικά στοιχεία στην Επιτροπή, όπως αυτές ορίζονται στον κανονισμό 549/2013, είναι απαρέγκλιτες και έχουν άμεσο αποτέλεσμα· και β) εάν η οδηγία 2011/85 επιβάλλει υποχρεώσεις μόνο στις στατιστικές αρχές και τις κυβερνήσεις, όχι όμως σε άλλους δημόσιους φορείς, καθώς και εάν θεσπίζει δικαιώματα και υποχρεώσεις για τους ιδιώτες και μπορεί να αναπτύξει άμεσο αποτέλεσμα.

44.

Όσον αφορά την ενδεχόμενη απουσία δικαστικού ελέγχου, στην οποία επίσης αναφέρεται το Corte dei conti (Ελεγκτικό Συνέδριο) με τα δύο αυτά προδικαστικά ερωτήματα, θα την εξετάσω στο πλαίσιο του τρίτου ερωτήματος.

1. Επί της δυνατότητας επίκλησης του κανονισμού 549/2013

45.

Οι κανόνες που απαγορεύουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα ( 26 ) εφαρμόζονται μέσω διαδικασίας στην οποία μετέχουν η Επιτροπή και το Συμβούλιο. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής παρακολουθείται η δημοσιονομική κατάσταση των κρατών μελών και το ύψος του δημοσίου χρέους τους.

46.

Για την άσκηση της εποπτείας αυτής, η Ένωση πρέπει να έχει στη διάθεσή της αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία ( 27 ) σε σχέση με την οικονομική κατάσταση των κρατών μελών, ιδίως, σε σχέση με το δημόσιο έλλειμμα και χρέος τους.

47.

Οι εξουσίες της Επιτροπής όσον αφορά την επαλήθευση των στατιστικών στοιχείων ενισχύθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) 479/2009 ( 28 ), ο οποίος εξειδίκευσε την υποχρέωση των κρατών μελών να της γνωστοποιούν το ύψος του ελλείμματος και χρέους τους (άρθρο 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 12 περί υπερβολικού ελλείμματος) και ανέθεσε ορισμένες εξουσίες ελέγχου στην Eurostat ( 29 ) όσον αφορά τα στατιστικά στοιχεία που υποβάλλουν τα κράτη μέλη.

48.

Για την εκπλήρωση της υποχρέωσης γνωστοποίησης απαιτείται, ως αναγκαίο στοιχείο ομοιογένειας, η χρήση ομοιόμορφης και ενιαίας ονοματολογίας για το σύνολο της Ένωσης. Επί του παρόντος, η ονοματολογία αυτή περιέχεται στο ΕΣΛ 2010, στο οποίο έχει προσαρμοστεί ο κανονισμός 479/2009.

49.

Το ΕΣΛ 2010 εφαρμόζεται, κατ’ αρχήν, σε όλες τις πράξεις της Ένωσης που παραπέμπουν στο ΕΣΛ ή τους ορισμούς του. Ωστόσο, κανένα κράτος μέλος δεν υποχρεούται να χρησιμοποιεί το ΕΣΛ 2010 κατά την κατάρτιση λογαριασμών για δικές του ανάγκες (άρθρο 1, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 549/2013).

50.

Σύμφωνα με τον κανονισμό 549/2013, τα κράτη μέλη οφείλουν να διαβιβάζουν στην Επιτροπή (Eurostat) τους λογαριασμούς και τους πίνακες που εκτίθενται στο παράρτημα Β εντός των προθεσμιών που ορίζονται εκεί για κάθε πίνακα (άρθρο 3, παράγραφος 1), η δε Eurostat αξιολογεί την ποιότητα των διαβιβαζόμενων στοιχείων (άρθρο 4, παράγραφος 4).

51.

Όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, «[…] το ΕΣΛ 2010 θεσπίζει ένα πλαίσιο αναφοράς το οποίο αποβλέπει, για τις ανάγκες τόσο των πολιτών της Ένωσης όσο και της ίδιας της Ένωσης, στην κατάρτιση των λογαριασμών των κρατών μελών. Η κατάρτισή τους πρέπει να πραγματοποιείται βάσει ενός ενιαίου συνόλου αρχών που να μην επιδέχονται διαφορετικές ερμηνείες, ώστε να είναι δυνατή η επίτευξη συγκρίσιμων αποτελεσμάτων» ( 30 ).

52.

Συγκεκριμένα, τα κράτη μέλη οφείλουν να καθορίζουν τον τομέα S.13 (γενική κυβέρνηση) σύμφωνα με το παράρτημα Α, σημείο 2.111, του ΕΣΛ 2010 ( 31 ), υποδιαιρώντας τον σε τέσσερις υποτομείς, στους οποίους θα εντάσσονται οι αντίστοιχες θεσμικές μονάδες. Πρέπει να συλλέγουν τα λογιστικά στοιχεία των φορέων αυτών και να τα επεξεργάζονται σύμφωνα με τη μέθοδο του ΕΣΛ 2010 με σκοπό τη διαβίβασή τους στην Επιτροπή.

53.

Προς διασφάλιση της ορθής εφαρμογής του ΕΣΛ 2010 στον τομέα S.13, οι κανόνες της Ένωσης προβλέπουν διάφορους μηχανισμούς ελέγχου που εφαρμόζονται στις σχέσεις μεταξύ της Eurostat και των κρατών μελών (ιδίως των εθνικών στατιστικών υπηρεσιών τους):

τη συμβουλευτική διαδικασία μεταξύ της Επιτροπής (Eurostat) και των κρατών μελών (άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 549/2013 και άρθρο 10 του κανονισμού 479/2009)·

τον μηχανισμό μόνιμου διαλόγου μεταξύ της Eurostat και των εθνικών στατιστικών υπηρεσιών (άρθρα 11, 11α και 11β του κανονισμού 479/2009)·

τη δημοσίευση των εθνικών στατιστικών στοιχείων με επιφύλαξη (άρθρο 15 του κανονισμού 479/2009). Εφόσον συντρέχει περίπτωση, η Eurostat μπορεί να τροποποιήσει τα γνωστοποιηθέντα από το κράτος μέλος στοιχεία και να υποβάλει τα τροποποιημένα στοιχεία, εάν τα πρώτα δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του εν λόγω κανονισμού·

τη διαδικασία επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση παραποίησης των στατιστικών στοιχείων (άρθρο 8 του κανονισμού 1173/2011).

54.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ( 32 ) ότι οι μηχανισμοί αυτοί ελέγχου διασφαλίζουν την ορθή κατάταξη των θεσμικών μονάδων στον τομέα S.13. Μέσω των μηχανισμών αυτών η Eurostat εγγυάται ότι τα κράτη μέλη εκπληρώνουν την υποχρέωσή τους να συλλέγουν και να διαβιβάζουν, συμφώνως προς το ΕΣΛ 2010, ικανοποιητικής ποιότητας λογιστικά στοιχεία.

55.

Κατά συνέπεια, προσθέτει η Επιτροπή,

– εάν μία θεσμική μονάδα καταταχθεί εσφαλμένα από τις εθνικές αρχές στον τομέα της γενικής κυβέρνησης, η Eurostat μπορεί να διορθώσει το σφάλμα και να δημοσιεύσει τα ορθά στοιχεία·

– ο κανονισμός 549/2013 επιβάλλει υποχρεώσεις γνωστοποίησης στατιστικών στοιχείων μόνο στις εθνικές αρχές, ιδίως στις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες, όχι όμως σε ιδιώτες.

56.

Από τις προκείμενες αυτές η Επιτροπή συνάγει ότι οι ιδιώτες δεν μπορούν να επικαλεστούν ευθέως τον κανονισμό 549/2013. Επομένως, θεσμικές μονάδες (όπως η Ferrovienord και η FITRI) οι οποίες φρονούν ότι η ISTAT τις ενέταξε εσφαλμένα στον τομέα S.13 δεν μπορούν να προσφύγουν κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας αυτής επικαλούμενες την ασυμβατότητά τους προς τον κανονισμό 549/2013. Θα μπορούσαν να επικαλεστούν μόνον παράβαση των ιταλικών εσωτερικών κανόνων.

57.

Δεν με πείθει η θέση της Επιτροπής.

58.

Πρώτον, ο κανονισμός 549/2013 έχει σε κάθε περίπτωση εφαρμογή σε διαφορές όπως οι υπό κρίση, είτε άμεσα είτε κατόπιν ανεπιφύλακτης παραπομπής του ιταλικού εσωτερικού δικαίου. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο για την ερμηνεία του ακόμη και σε αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις, όταν «[…] οι διατάξεις του δικαίου [της Ένωσης] έχουν καταστεί εφαρμοστέες δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, η οποία προβλέπει, για καταστάσεις των οποίων όλα τα στοιχεία περιορίζονται στο εσωτερικό ενός μόνον κράτους μέλους, λύσεις αντίστοιχες με αυτές που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης» ( 33 ).

59.

Όπως εξηγεί επαρκώς το αιτούν δικαστήριο, η στατιστική νομοθεσία της Ένωσης εφαρμόζεται στις σχέσεις των ιταλικών αρχών με τους εθνικούς φορείς κατόπιν σχετικής παραπομπής του ιταλικού δικαίου.

60.

Στις διαφορές στις οποίες ανάγονται οι υπό κρίση δύο προδικαστικές παραπομπές, η ISTAT κατατάσσει τη Ferrovienord και τη FITRI στους φορείς της γενικής κυβέρνησης και τις περιλαμβάνει στον κατάλογο ISTAT 2020. Εφαρμόζει κατ’ αυτόν τον τρόπο συγκεκριμένα άρθρα του κανονισμού 549/2013, η δε καταχώριση αυτή παράγει έννομες συνέπειες για τους εν λόγω φορείς.

61.

Δεύτερον, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ δύο υποθέσεων εργασίας οι οποίες, ωστόσο, οδηγούν στην ίδια λύση:

εάν η Ferrovienord και η FITRI ήταν ιδιωτικοί φορείς (ιδιώτες για τους σκοπούς της επίκλησης του κανονισμού 549/2013), όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει, θα μπορούσαν να επικαλεστούν το άμεσο αποτέλεσμα του εν λόγω κανονισμού έναντι της ISTAT, η οποία είναι σαφέστατα αρχή του ιταλικού κράτους. Θα επρόκειτο για κάθετη σχέση στο πλαίσιο της οποίας ιδιώτης αντιτάσσει έναντι δημοσίου φορέα κανονισμό της Ένωσης·

εάν το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι η Ferrovienord και η FITRI είναι δημόσιοι φορείς, καθόσον ο κανονισμός 549/2013 είναι δεσμευτικός στο σύνολό του για το ιταλικό κράτος και όλοι οι δημόσιοι φορείς του τελευταίου οφείλουν να συμμορφώνονται προς αυτόν, θεσμική μονάδα του δημοσίου τομέα που νομιμοποιείται να προσβάλει δικαστικώς απόφαση της ISTAT θα μπορούσε να τον επικαλεστεί σε ένδικη διαφορά με την τελευταία.

62.

Όταν η ISTAT, ενεργώντας ως ιταλική στατιστική αρχή, καθορίζει ποιοι φορείς πρέπει να ενταχθούν στον τομέα S.13, εφαρμόζει την ονοματολογία του ΕΣΛ 2010 και, κατ’ επέκταση, τον κανονισμό 549/2013.

63.

Οι φορείς προς τους οποίους απευθύνονται οι αποφάσεις αυτές της ISTAT, οι οποίες εκδίδονται κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 549/2013, δύνανται, εάν θεωρούν ότι η ISTAT τις εξέδωσε εσφαλμένα, να τις προσβάλουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, εφόσον νομιμοποιούνται προς τούτο βάσει του εθνικού δικαίου.

64.

Με άλλα λόγια, οι θεσμικές μονάδες που νομιμοποιούνται ενεργητικώς να προσφύγουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων δύνανται να επικαλεστούν τους κανόνες του κανονισμού 549/2013 προς στήριξη της θέσης τους ότι η ISTAT εφάρμοσε εσφαλμένα το ΕΣΛ 2010.

65.

Σε τελική ανάλυση, η Ferrovienord και η FITRI δύνανται, με τις αντίστοιχες προσφυγές τους κατά των αποφάσεων της ISTAT, να επικαλεστούν τον κανονισμό 549/2013 ανεξαρτήτως του εάν το αιτούν δικαστήριο τις χαρακτηρίζει ως δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς.

66.

Το Δικαστήριο έχει εμμέσως δεχθεί τη δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού 549/2013 και το άμεσο αποτέλεσμά του σε διαφορές στις οποίες αμφισβητείτο η καταλληλότητα κατάταξης, με τον τάδε ή τον δείνα τρόπο, διαφόρων φορέων στα αντίστοιχα κεφάλαια του παραρτήματος Α του εν λόγω κανονισμού:

η υπόθεση επί της οποίας εξεδόθη η απόφαση FIG και FISE ( 34 ) αφορούσε το κατά πόσον υφίστατο δημόσιος έλεγχος από την Ιταλική Ολυμπιακή Επιτροπή επί των ιταλικών ομοσπονδιών γκολφ και ιππικών αθλημάτων. Ουδείς αμφισβήτησε τη δυνατότητα ευθείας επίκλησης των διατάξεων του κανονισμού 549/2013 ή τον δεσμευτικό χαρακτήρα τους, αμφότερες δε οι αθλητικές ομοσπονδίες είχαν τη δυνατότητα να προσβάλουν, στο πλαίσιο των διαφορών των κύριων δικών, την κατάταξή τους ως φορέων της γενικής κυβέρνησης στον κατάλογο της ISTAT·

στην υπόθεση επί της οποίας εξεδόθη η απόφαση Fonds du Logement de la Région de Bruxelles-Capitale ( 35 ), το ταμείο αυτό προσέφυγε κατά της κατάταξής του από τη βελγική λογιστική αρχή στον τομέα της γενικής κυβέρνησης σύμφωνα με το ΕΣΛ 2010. Για την επίλυση της διαφοράς έγινε εμμέσως και χωρίς αντιρρήσεις δεκτό ότι ο κανονισμός 549/2013 έχει δεσμευτικό χαρακτήρα και άμεσο αποτέλεσμα·

το ίδιο συνέβη και στην υπόθεση επί της οποίας εξεδόθη η πρόσφατη απόφαση SeGEC κ.λπ. ( 36 ), στο πλαίσιο της οποίας εκπαιδευτικές ενώσεις του Βελγίου προσέφυγαν κατά της κατάταξής τους στους φορείς της γενικής κυβέρνησης.

67.

Η εφαρμογή των κανόνων του ΕΣΛ 2010 από τις δημόσιες στατιστικές αρχές επηρεάζει όχι μόνον τις τελευταίες, αλλά και τους φορείς (θεσμικές μονάδες) του οικείου κράτους μέλους ( 37 ). Τόσο το αιτούν δικαστήριο όσο και η Ιταλική Κυβέρνηση ( 38 ) αναγνωρίζουν ότι η καταχώριση στον κατάλογο ISTAT 2020 συνεπάγεται ότι το οικείο νομικό πρόσωπο θα πρέπει να συμμορφώνεται με τους εθνικούς κανόνες που αποσκοπούν στον περιορισμό των δημοσίων δαπανών.

68.

Ασφαλώς, το ΕΣΛ 2010 διέπει τα στατιστικά στοιχεία των φορέων της γενικής κυβέρνησης, πλην όμως λαμβάνει υπόψη και την οικονομική δραστηριότητα των ιδιωτών, η έννομη κατάσταση των οποίων μπορεί να επηρεαστεί από τις αντίστοιχες κατατάξεις της ISTAT.

69.

Ως εκ τούτου, κάθε ιδιωτική θεσμική μονάδα μπορεί να επικαλεστεί ευθέως τα σχετικά σημεία της ονοματολογίας ΕΣΛ 2010 προκειμένου το εθνικό δικαστήριο να κρίνει εάν οι εθνικές αρχές, κατατάσσοντάς την στην αντίστοιχη κατηγορία, εφάρμοσαν ορθά τα σημεία αυτά. Ομοίως, δημόσιος φορέας δύναται, εάν νομιμοποιείται βάσει του εθνικού δικαίου να προσφύγει κατά της ISTAT ( 39 ), να επικαλεστεί τον δεσμευτικό χαρακτήρα των διατάξεων του κανονισμού 549/2013 στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς με την τελευταία.

70.

Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 4, του κανονισμού 549/2013, τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν στατιστική ονοματολογία διαφορετική από εκείνη του ΕΣΛ 2010 όταν καταρτίζουν «λογαριασμούς για δικές του[ς] ανάγκες». Εάν κάνουν χρήση της δυνατότητας αυτής, οι εθνικές στατιστικές αρχές θα πρέπει στη συνέχεια να επεξεργαστούν εκ νέου τα συλλεγέντα στοιχεία προκειμένου να τα υποβάλουν στην Επιτροπή σύμφωνα με το ΕΣΛ 2010.

71.

Η ISTAT οφείλει να καταρτίζει τον κατάλογο του τομέα S.13 εφαρμόζοντας την ονοματολογία του κανονισμού 549/2013. Εάν φορέας καταταχθεί στον τομέα αυτόν ως θεσμική μονάδα, οφείλει να παρέχει στην ISTAT τα οικονομικά στοιχεία του σύμφωνα με την ονοματολογία που έχει ορίσει το οικείο κράτος. Όπως προαναφέρθηκε, η Ιταλία επέκτεινε στις θεσμικές μονάδες της γενικής κυβέρνησής της τη χρήση της ονοματολογίας του ΕΣΛ 2010 ( 40 ). Η επέκταση αυτή συνηγορεί υπέρ του ότι η ISTAT οφείλει να εφαρμόζει άμεσα τον κανονισμό 549/2013 κατά την κατάταξη φορέων όπως η Ferrovienord ή η FITRI στην κατηγορία «γενική κυβέρνηση» ( 41 ).

2. Επί της δυνατότητας επίκλησης της οδηγίας 2011/85

72.

Καθ’ ο μέρος ενδιαφέρει εν προκειμένω, η οδηγία 2011/85:

«[…] καθορίζει λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τα αναγκαία χαρακτηριστικά των δημοσιονομικών πλαισίων των κρατών μελών, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα κράτη μέλη θα συμμορφώνονται προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη ΣΛΕΕ όσον αφορά την αποφυγή υπερβολικών κρατικών ελλειμμάτων» (άρθρο 1)·

υιοθετεί τους ορισμούς του ΕΣΛ 2010 για το Δημόσιο και τους διάφορους υποτομείς του, τους οποίους χρησιμοποιεί σε σχέση με τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών (άρθρο 2) ( 42

ορίζει ότι «[…] τα κράτη μέλη διαθέτουν δημόσια λογιστικά συστήματα τα οποία καλύπτουν συνολικά και συστηματικά όλους τους υποτομείς της γενικής κυβέρνησης και περιέχουν τις αναγκαίες πληροφορίες για την παραγωγή δεδομένων δεδουλευμένων προκειμένου να εκπονηθούν δεδομένα βάσει του [ΕΣΛ 2010]. Τα εν λόγω δημόσια λογιστικά συστήματα υπόκεινται σε εσωτερικό έλεγχο και ανεξάρτητο λογιστικό έλεγχο».

73.

Τα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά πλαίσια, καθώς και οι προγνώσεις και οι αριθμητικοί δημοσιονομικοί κανόνες που διέπονται από την οδηγία 2011/85 καταρτίζονται από τις εθνικές αρχές των κρατών μελών προς κοινοποίηση στην Επιτροπή και αφορούν κατά κύριο λόγο τις στατιστικές υπηρεσίες και τα υπουργεία οικονομικών. Δεν εντοπίζω στην οδηγία αυτή κανόνες που να απευθύνονται σε άλλους δημόσιους φορείς ή που να μπορούν να έχουν άμεσο αντίκτυπο στην έννομη κατάσταση των ιδιωτών.

74.

Κατά συνέπεια, η οδηγία 2011/85 δεν περιέχει διατάξεις ικανές να αναπτύξουν άμεσο αποτέλεσμα και να απονείμουν δικαιώματα ή να επιβάλουν υποχρεώσεις σε ιδιώτες ή δημόσιους φορείς εκτός από τις στατιστικές αρχές ή τα υπουργεία οικονομικών.

75.

Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι οι ιταλικοί κανόνες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των υποχρεώσεων που επιβάλλει η οδηγία 2011/85 περιλαμβάνουν πρόσθετα μέτρα μη προβλεπόμενα από την οδηγία αυτή. Εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια, εφόσον κριθεί αναγκαίο, να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν τους πρόσθετους αυτούς κανόνες που περιλαμβάνονται στις εσωτερικές διατάξεις εφαρμογής της οδηγίας 2011/85.

3. Ενδιάμεσο συμπέρασμα

76.

Εν συνόψει, φρονώ ότι:

θεσμική μονάδα (δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας) μπορεί να επικαλεστεί τον κανονισμό 549/2013 σε σχέση με την κατάταξή της από την ISTAT στον τομέα S.13 (γενική κυβέρνηση) του ΕΣΛ 2010·

η οδηγία 2011/85, καθ’ ο μέρος ρυθμίζει αποκλειστικά και μόνον τις σχέσεις των εθνικών αρχών του τομέα στατιστικού και οικονομικού σχεδιασμού με τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, χωρίς να περιέχει διατάξεις εφαρμοστέες σε άλλες κατηγορίες δημοσίων ή ιδιωτικών φορέων, δεν δύναται να τύχει επίκλησης από τους τελευταίους.

Δ.   Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

77.

Το Corte dei conti (Ελεγκτικό Συνέδριο) ζητεί να διευκρινιστεί εάν ο περιορισμός της εξουσίας του δικαστικού του ελέγχου επί του καταλόγου ISTAT 2020 συνάδει με την οδηγία 2011/85 και τον κανονισμό 473/2013. Κατά τη γνώμη του, το επίμαχο άρθρο του εθνικού δικαίου αποψιλώνει τον προβλεπόμενο από τους κανόνες αυτούς της Ένωσης ανεξάρτητο έλεγχο επί των αρμοδίων για τον προϋπολογισμό αρχών και το εμποδίζει να διενεργήσει έλεγχο όσον αφορά την εφαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων.

78.

Η οδηγία 2011/85 απαιτεί από τα κράτη μέλη:

να θεσπίζουν δημοσιονομικά πλαίσια που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, «ρυθμίσεις για την ανεξάρτητη παρακολούθηση και ανάλυση, ώστε να ενισχυθεί η διαφάνεια των στοιχείων της διαδικασίας του προϋπολογισμού» (άρθρο 2, στοιχείο στʹ)·

να εφαρμόζουν «λογιστικά συστήματα [που] υπόκεινται σε εσωτερικό έλεγχο και ανεξάρτητο λογιστικό έλεγχο» (άρθρο 3, παράγραφος 1, τελευταία περίοδος)·

να διαθέτουν ανά χώρα «αριθμητικ[ούς] δημοσιονομικο[ύς] κανόνες [που] περιέχουν διευκρινίσεις για […] αποτελεσματική και έγκαιρη παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τους κανόνες βάσει αξιόπιστης και ανεξάρτητης ανάλυσης που να διενεργείται από ανεξάρτητους φορείς ή φορείς στους οποίους εξασφαλίζεται λειτουργική αυτονομία έναντι των δημοσιονομικών αρχών των κρατών μελών» (άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ).

79.

Όσον αφορά τον κανονισμό 473/2013, τα άρθρα του 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και 5 προβλέπουν την υποχρέωση των κρατών μελών για σύσταση οργανισμών ανεξάρτητων από την αρμόδια επί του προϋπολογισμού αρχή προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ένωσης. Οι ανεξάρτητοι αυτοί εθνικοί οργανισμοί πρέπει επίσης να μετέχουν στην κατάρτιση των δημοσιονομικών προγνώσεων (άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ).

80.

Η οδηγία 2011/85 και ο κανονισμός 473/2013 καταλείπουν ευχέρεια στα κράτη μέλη όσον αφορά τον καθορισμό των ανεξάρτητων οργανισμών που θα παρακολουθούν την αποτελεσματική συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ένωσης.

81.

Η αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2011/85 αναφέρεται στη δυνατότητα διενέργειας ανεξάρτητων λογιστικών ελέγχων από δημόσια θεσμικά όργανα, όπως τα ελεγκτικά συνέδρια ( 43 ). Ωστόσο, ουδόλως κωλύονται τα κράτη μέλη να επιλέξουν άλλου είδους φορείς ή να κατανείμουν το έργο αυτό μεταξύ του εθνικού Ελεγκτικού Συνεδρίου και λοιπών οργάνων τους. Τούτο προκύπτει και από την αιτιολογική σκέψη 17 του κανονισμού αριθ. 473/2013 ( 44 ).

82.

Υπό την επιφύλαξη της ερμηνείας των εσωτερικών κανόνων από τα εθνικά δικαστήρια, όλα τα στοιχεία συνηγορούν υπέρ του ότι, στην Ιταλία, τα επίμαχα καθήκοντα ασκούνται από το Ελεγκτικό Συνέδριο και το Ufficio Parlamentare di Bilancio (γραφείο προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή) ( 45 ).

83.

Η οδηγία 2011/85 και ο κανονισμός 473/2013 απαιτούν τη σύσταση ανεξάρτητων οργανισμών ελέγχου μόνο σε σχέση με την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ένωσης.

84.

Ωστόσο, ούτε οι κανόνες αυτοί της Ένωσης ούτε ο κανονισμός 549/2013 επιβάλλουν στα κράτη μέλη υποχρέωση σύστασης ανεξάρτητων οργανισμών για την προετοιμασία των στατιστικών στοιχείων που πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή (Eurostat). Το καθήκον αυτό αναλαμβάνουν, όπως έχω ήδη εξηγήσει, οι εθνικές στατιστικές υπηρεσίες, την ανεξαρτησία των οποίων ουδείς κανόνας της Ένωσης επιβάλλει.

85.

Εν συνόψει, η οδηγία 2011/85 και ο κανονισμός 473/2013 καταλείπουν ευχέρεια στα κράτη μέλη να περιορίσουν τις εξουσίες ελέγχου των εθνικών τους ελεγκτικών συνεδρίων επί της εφαρμογής του ΕΣΛ 2010 στη γενική κυβέρνηση και να αναθέσουν το έργο αυτό, εν όλω ή εν μέρει, σε άλλον ανεξάρτητο οργανισμό.

Ε.   Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

86.

Το Corte dei conti (Ελεγκτικό Συνέδριο) ζητεί να διευκρινιστεί εάν «η αρχή του κράτους δικαίου, και ειδικότερα οι αρχές της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και της ισοδυναμίας των ενδίκων βοηθημάτων» αντιτίθεται στο επίμαχο άρθρο του εθνικού δικαίου.

87.

Από τα στοιχεία της δικογραφίας, τις παρατηρήσεις των διαδίκων και τις απαντήσεις στις ερωτήσεις που τέθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προκύπτει ότι οι αποφάσεις της ISTAT σχετικά με τον ορισμό των φορέων της γενικής κυβέρνησης σύμφωνα με το ΕΣΛ 95 (προϊσχύσαν του ΕΣΛ 2010) υπέκειντο σε έλεγχο από τα διοικητικά δικαστήρια έως ότου ο νόμος 228/2012 ( 46 ) ανέθεσε την αρμοδιότητα αυτή στο Corte dei conti (Ελεγκτικό Συνέδριο).

88.

Ο νόμος 228/2012 προσέθεσε στο άρθρο 11 του CJC την ακόλουθη παράγραφο 6: «Η ολομέλεια του [Corte dei conti (Ελεγκτικού Συνεδρίου)], σε ειδική σύνθεση, κατά την άσκηση της αποκλειστικής αρμοδιότητάς της στον τομέα του δημοσίου λογιστικού, αποφαίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό δικαιοδοσίας επί διαφορών […] σχετικά με τον χαρακτηρισμό των φορέων της γενικής κυβέρνησης στον οποίο προβαίνει η ISTAT».

89.

Ένας νέος κανόνας (η πράξη νομοθετικού περιεχομένου 137/2020, κυρωθείσα με τον νόμο 176/2020) εισήγαγε στην τελευταία περίοδο του εν λόγω άρθρου τη φράση «αποκλειστικά και μόνον προς τους σκοπούς εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας σχετικά με τον περιορισμό των δημοσίων δαπανών».

90.

Κατά τη γνώμη του αιτούντος δικαστηρίου, το επίμαχο άρθρο:

«εμποδίζει οιονδήποτε δικαστικό έλεγχο σχετικά με την ορθή εφαρμογή του ΕΣΛ 2010 από την ISTAT στο πλαίσιο της οριοθέτησης του τομέα S.13»·

επιβάλλει στον προσφεύγοντα υποχρέωση προσφυγής ενώπιον δύο δικαστηρίων, καθιστώντας εκ των πραγμάτων αδύνατη την αποτελεσματική προστασία του δικαιώματός του εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας και υπονομεύοντας την ασφάλεια δικαίου όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του ως φορέα της γενικής κυβέρνησης·

έχει ως αποτέλεσμα (εάν υποτεθεί ότι η θέση της ISTAT και του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών είναι ορθή) «δικαστήριο άλλο από εκείνο το οποίο σύμφωνα με το ιταλικό Σύνταγμα έχει αρμοδιότητα επί του δημοσιονομικού δικαίου» να είναι αρμόδιο να αποφανθεί «επί της ορθότητας του καθορισμού του προϋπολογισμού».

91.

Αντιθέτως, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο περιορισμός της αρμοδιότητας του Corte dei conti (Ελεγκτικού Συνεδρίου) να ελέγχει τις αποφάσεις της ISTAT σχετικά με τον ορισμό των φορέων της γενικής κυβέρνησης συνεπάγεται απλώς την ανάθεσή (μετάθεση) της στα διοικητικά δικαστήρια. Επομένως, πρόκειται για επιστροφή στην προτέρα του 2012 κατάσταση χωρίς να θίγεται η αποτελεσματική δικαστική προστασία των δικαιωμάτων που αντλούνται από τους κανόνες της Ένωσης.

92.

Το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στη συζήτηση σχετικά με το περιεχόμενο της νομοθετικής τροποποίησης του 2020, όπερ εναπόκειται στα αρμόδια ιταλικά δικαστήρια να πράξουν. Κατά μείζονα λόγο, το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να υπεισέλθει στη συζήτηση σχετικά με το ενδεχόμενο παραβίασης του ιταλικού Συντάγματος. Δύναται, ωστόσο, να διαπιστώσει εάν η τάδε ή η δείνα ερμηνεία παραβιάζει το δίκαιο της Ένωσης.

93.

Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται ο σεβασμός του προστατευόμενου από το άρθρο 47 του Χάρτη δικαιώματος των ιδιωτών σε αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης ( 47 ).

94.

Όπως είναι λογικό, το άρθρο αυτό του Χάρτη μπορεί να ενεργοποιηθεί μόνον υπό τους όρους του άρθρου του 51, παράγραφος 1. Εν προκειμένω, όπως έχω ήδη αναλύσει, το εφαρμοστέο δίκαιο της Ένωσης είναι ο κανονισμός 549/2013. Καθόσον πρόκειται για έννομη κατάσταση η οποία διέπεται, από ουσιαστικής απόψεως, από το δίκαιο της Ένωσης, το οποίο οι ιταλικές αρχές οφείλουν να εφαρμόζουν, τα άρθρα του Χάρτη τυγχάνουν εφαρμογής.

95.

Ωστόσο, ούτε ο κανονισμός αυτός ούτε κάποιος άλλος κανόνας της Ένωσης διευκρινίζουν ποια εθνικά δικαστήρια είναι in concreto επιφορτισμένα με την παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Η (ελεύθερη) επιλογή κάθε κράτους μέλους ως προς το σημείο αυτό πρέπει, ωστόσο, να σέβεται τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας ( 48 ).

96.

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστούν οι δύο υποθέσεις εργασίας στις οποίες αναφέρεται το ίδιο το αιτούν δικαστήριο.

97.

Εάν η εθνική νομοθεσία είχε αναθέσει σε ένα μόνον από τα εθνικά δικαστήρια, σε αντικατάσταση άλλου, την αρμοδιότητα για την παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας σε σχέση με τα δικαιώματα που απονέμει η νομοθεσία της Ένωσης, τότε δεν θα υπήρχε παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη ή του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

98.

Πράγματι, όταν κράτος μέλος επιλέγει να αναθέσει τον δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων εφαρμογής του ΕΣΛ 2010 είτε στο Ελεγκτικό Συνέδριο είτε στα διοικητικά δικαστήρια, ασκεί τη δικονομική αυτονομία του σε έναν τομέα στον οποίον το δίκαιο της Ένωσης ούτε επιβάλλει ούτε απαγορεύει την τάδε ή τη δείνα λύση. Εφόσον τηρούνται οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, η επιλογή αυτή δεν προσβάλλει το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

99.

Αντιθέτως, εάν η νομοθετική τροποποίηση του 2020 είχε ως συνέπεια την πλήρη εξαφάνιση του δικαστικού ελέγχου επί των αποφάσεων της ISTAT σχετικά με την κατάταξη θεσμικών μονάδων στον τομέα S.13 του ΕΣΛ 2010, θα υφίστατο κενό στην αποτελεσματική δικαστική προστασία σε σχέση με την εφαρμογή του κανονισμού 549/2013. Οι θεσμικές αυτές μονάδες δεν θα μπορούσαν, στην περίπτωση αυτή, να προσφύγουν σε κανένα δικαστήριο προκειμένου το τελευταίο να ελέγξει τη δράση της ISTAT κατά την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού.

100.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η πλειονότητα των διαδίκων και των παρεμβαινόντων υποστήριξαν ότι η νομοθετική τροποποίηση περιορίστηκε σε αλλαγή της μορφής δικαστικής προστασίας που παρέχεται στους φορείς του καταλόγου ISTAT 2020. Από το τελευταίο αυτό έτος, τα διοικητικά δικαστήρια είναι αρμόδια να αποφαίνονται ευθέως επί του κύρους των αποφάσεων της ISTAT περί της κατάταξης θεσμικών μονάδων στον τομέα S.13 ( 49 ).

101.

Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί σε κάθε περίπτωση την αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί της καταχώρισης φορέων στον κατάλογο της ISTAT, τουλάχιστον όσον αφορά την εφαρμογή των εθνικών κανόνων για τον περιορισμό των δημοσίων δαπανών. Η Ιταλική Κυβέρνηση αναφέρει ότι, στο πλαίσιο της αρμοδιότητας αυτής, το Corte dei conti (Ελεγκτικό Συνέδριο) θα μπορούσε, με παρεμπίπτουσα απόφαση, να εξετάσει το κύρος των αποφάσεων της ISTAT, αφήνοντάς τες κατά περίπτωση ανεφάρμοστες ( 50 ).

102.

Σέβεται η διπλή αυτή δυνατότητα δικαστικής προσβολής τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας;

103.

Η αρχή της ισοδυναμίας θα μπορούσε να θιγεί εάν, σε παρόμοιες περιπτώσεις, το εθνικό δικονομικό δίκαιο προέβλεπε αποκλειστικά και μόνον ευθείες προσφυγές. Ωστόσο, όπως ανέφερε η Ιταλική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η εθνική νομοθεσία προβλέπει παρόμοιες παρεμπίπτουσες προσφυγές (παραδείγματος χάριν, σε φορολογικές διαφορές) ( 51 ). Ως εκ τούτου, η αρχή της ισοδυναμίας δεν φαίνεται να θίγεται.

104.

Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, υπενθυμίζω ότι, κατά το Δικαστήριο,

– «[…] το δίκαιο της Ένωσης δεν υποχρεώνει, κατ’ αρχήν, τα κράτη μέλη να καθιερώνουν, ενώπιον των εθνικών τους δικαιοδοτικών οργάνων, άλλα μέσα ένδικης προστασίας από εκείνα που προβλέπει το εθνικό δίκαιο, προκειμένου να εξασφαλισθεί η προάσπιση των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης […]» ( 52

– εντούτοις, «η κατάσταση είναι […] διαφορετική αν από την οικονομία της επίμαχης εθνικής έννομης τάξης προκύπτει ότι δεν υφίσταται κανένα μέσο ένδικης προστασίας που να καθιστά δυνατή, έστω και παρεμπιπτόντως, τη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης ή, επίσης, αν το μόνο μέσο πρόσβασης στη δικαιοσύνη είναι να αναγκαστούν οι πολίτες να παραβιάσουν τον νόμο» ( 53 ).

105.

Το αιτούν δικαστήριο επικρίνει το επίμαχο άρθρο διότι, κατά τη γνώμη του, επιβάλλει υποχρέωση άσκησης δύο ενδίκων βοηθημάτων [ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και ενώπιον του Corte dei conti (Ελεγκτικού Συνεδρίου)]. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε αντιφατικές αποφάσεις, υπονομεύοντας την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

106.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέσχε η Ιταλική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι φορείς που περιλαμβάνονται στον κατάλογο ISTAT 2020 και επιθυμούν να αμφισβητήσουν την κατάταξή τους στους φορείς της γενικής κυβέρνησης δεν υποχρεούνται να ασκήσουν δύο ένδικα βοηθήματα. Μπορούν να ακολουθήσουν τη δικονομική οδό της επιλογής τους, αναλόγως των συμφερόντων τους:

ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων μπορούν να αξιώσουν και να επιτύχουν την ακύρωση της απόφασης της ISTAT erga omnes·

ενώπιον του Corte dei conti (Ελεγκτικού Συνεδρίου) μπορούν να βάλουν κατά των συνεπειών (όσον αφορά τα μέτρα περιορισμού των δημοσίων δαπανών) της καταχώρισής τους ως φορέων της γενικής κυβέρνησης στον κατάλογο της ISTAT, επιτυγχάνοντας, κατά περίπτωση, αν και παρεμπιπτόντως, τη μη εφαρμογή της καταχώρισης αυτής.

107.

Εφόσον η ούτως περιγραφείσα κατάσταση ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει), φρονώ ότι δεν θίγεται η αποτελεσματικότητα του συστήματος προσφυγών που δημιουργήθηκε μετά τη θέσπιση του επίμαχου άρθρου. Οι θιγόμενες θεσμικές μονάδες μπορούν να τύχουν αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στην ιταλική έννομη τάξη, έστω κατά τρόπο παρεμπίπτοντα, ο οποίος φαίνεται συμβατός με τα πρότυπα που επιβάλλει το δίκαιο της Ένωσης, δεδομένου ότι σε καμία περίπτωση δεν απαιτείται να εξαντλήσουν τα δύο αυτά μέσα ένδικης προστασίας για να ικανοποιήσουν τις αξιώσεις τους.

108.

Ασφαλώς, το ούτως διαμορφωθέν σύστημα δεν εγγυάται, per se, την απουσία αντιφατικών δικαστικών αποφάσεων, η συνύπαρξη των οποίων θα υπονόμευε την ασφάλεια δικαίου. Εναπόκειται, ωστόσο, στο ιταλικό δικονομικό σύστημα να προβλέψει, εάν δεν το έχει ήδη πράξει, τους κατάλληλους μηχανισμούς για την άρση τέτοιων πιθανών συγκρούσεων μεταξύ εθνικών δικαστηρίων. Ωστόσο, το απλό ενδεχόμενο τέτοιων συγκρούσεων δεν αρκεί, κατά τη γνώμη μου, για να υποστηριχθεί ότι το εν λόγω σύστημα αντιβαίνει στο άρθρο 47 του Χάρτη.

V. Πρόταση

109.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Corte dei conti (Ελεγκτικό Συνέδριο, Ιταλία) ως εξής:

«1)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 549/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΣΛ 2010), είναι δεσμευτικός και αναπτύσσει άμεσο αποτέλεσμα και, ως εκ τούτου, θεσμική μονάδα (δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας) δύναται να τον επικαλεστεί σε σχέση με την κατάταξή της από την εθνική στατιστική υπηρεσία στον τομέα S.13 (γενική κυβέρνηση) του ΕΣΛ 2010.

Η οδηγία 2011/85/ΕΕ του Συμβουλίου, της 8ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών, διέπει αποκλειστικά και μόνον τις σχέσεις των εθνικών αρχών στατιστικού και δημοσιονομικού σχεδιασμού με τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και δεν περιέχει διατάξεις εφαρμοστέες σε άλλες κατηγορίες δημοσίων ή ιδιωτικών φορέων και, ως εκ τούτου, δεν παράγει έναντι αυτών άμεσο αποτέλεσμα.

2)

Η οδηγία 2011/85 και ο κανονισμός (ΕΕ) 473/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, σχετικά με κοινές διατάξεις για την παρακολούθηση και την εκτίμηση των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων και τη διασφάλιση της διόρθωσης του υπερβολικού ελλείμματος των κρατών μελών στη ζώνη του ευρώ, καταλείπουν ευχέρεια στα κράτη μέλη όσον αφορά τον καθορισμό των ανεξάρτητων φορέων που πρέπει να παρακολουθούν την αποτελεσματική συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ένωσης.

3)

Εθνική νομοθεσία η οποία περιορίζει σε παρεμπίπτοντα τον δικαστικό έλεγχο του εθνικού Ελεγκτικού Συνεδρίου επί του καταρτιζόμενου από εθνική στατιστική υπηρεσία καταλόγου, ο οποίος περιλαμβάνει τις θεσμικές μονάδες που, κατ’ εφαρμογήν του ΕΣΛ 2010, κατατάσσονται στους φορείς της γενικής κυβέρνησης και αναθέτει τον άμεσο δικαστικό έλεγχο της απόφασης αυτής στα διοικητικά δικαστήρια δεν προσβάλλει το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που προστατεύεται από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.

( 2 ) Η νομολογία του Δικαστηρίου στον τομέα αυτόν είναι επί του παρόντος περιορισμένη και σε πρώιμο στάδιο, με κυριότερη την απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2019, FIG και FISE (C‑612/17 και C‑613/17, EU:C:2019:705· στο εξής: απόφαση FIG και FISE).

( 3 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2013, L 174, σ. 1).

( 4 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 8ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών (ΕΕ 2011, L 306, σ. 41).

( 5 ) Στο εξής: πρωτόκολλο αριθ. 12 περί υπερβολικού ελλείμματος.

( 6 ) Κανονισμός (ΕΕ) 473/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, σχετικά με κοινές διατάξεις για την παρακολούθηση και την εκτίμηση των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων και τη διασφάλιση της διόρθωσης του υπερβολικού ελλείμματος των κρατών μελών στη ζώνη του ευρώ (ΕΕ 2013, L 140, σ. 11).

( 7 ) Legge n. 196 del 31 dicembre 2009, di contabilità e finanza pubblica (νόμος 196, της 31ης Δεκεμβρίου 2009, για το δημόσιο λογιστικό και τα δημόσια οικονομικά) (GURI αριθ. 303, της 31ης Δεκεμβρίου 2009, τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 245).

( 8 ) Legge n. 243, del 24 dicembre 2012, disposizioni per l’attuazione del principio del pareggio di bilancio ai sensi dell’articolo 81, sesto comma, della Costituzione, (νόμος 243, της 24ης Δεκεμβρίου 2012, διατάξεις για την εφαρμογή της αρχής του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού κατά την έννοια του άρθρου 81, έκτο εδάφιο, του Συντάγματος) (GURI αριθ. 12, της 15ης Ιανουαρίου 2013).

( 9 ) Legge n. 161 – Disposizioni per l’adempimento degli obblighi derivanti dall’appartenenza dell’Italia all’Unione europea – Legge europea 2013-bis, del 30 ottobre 2014 (νόμος 161, διατάξεις για τη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιότητα της Ιταλίας ως μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ευρωπαϊκός νόμος 2013-bis) (GURI αριθ. 261, της 10ης Νοεμβρίου 2014 – τακτικό συμπλήρωμα αριθ. 83).

( 10 ) Decreto legislativo n. 174, del 26 agosto 2016, Codice di giustizia contabile, adottato ai sensi dell’articolo 20 della legge 7 agosto 2015, n. 124 (Κώδικας Δημοσίου Λογιστικού, που εκδόθηκε δυνάμει του νόμου της 7ης Αυγούστου 2015, στο εξής: CJC) (GURI αριθ. 209, της 7ης Σεπτεμβρίου 2016 – τακτικό συμπλήρωμα αριθ. 41).

( 11 ) Decreto legge no 137 del 28 ottobre 2020, Ulteriori misure urgenti in materia di tutela della salute, sostegno ai lavoratori e alle imprese, giustizia e sicurezza, connesse all’emergenza epidemiologica da COVID‑19, convertito con modificazioni dalla Legge n. 18 dicembre 2020, n. 176, del 18 dicembre 2020 (πράξη νομοθετικού περιεχομένου 137, της 28ης Οκτωβρίου 2020, περί περαιτέρω επειγόντων μέτρων στον τομέα προστασίας της υγείας, ενίσχυσης εργαζομένων και επιχειρήσεων, δικαιοσύνης και ασφάλειας, που συνδέονται με την επιδημιολογική κατάσταση έκτακτης ανάγκης COVID‑19), (GURI αριθ. 269, της 28ης Οκτωβρίου 2020), η οποία κυρώθηκε, κατόπιν τροποποιήσεων, με τον νόμο 176, της 18ης Δεκεμβρίου 2020) (GURI αριθ. 319, της 24ης Δεκεμβρίου 2020 – τακτικό συμπλήρωμα αριθ. 43) (στο εξής: πράξη νομοθετικού περιεχομένου 137/2020).

( 12 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 13 ) Ο κατάλογος αυτός καταρτίζεται σε ετήσια βάση από την ISTAT σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 3, του νόμου 196/2009, κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 549/2013.

( 14 ) Το αίτημα αυτό δεν έγινε δεκτό.

( 15 ) Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η ίδια τροποποίηση είχε εισαχθεί με το άρθρο 5, παράγραφος 2, άλλης πράξης νομοθετικού περιεχομένου (154 του 2020, της 23ης Νοεμβρίου 2020). Το άρθρο αυτό καταργήθηκε με τον νόμο 176/2020, περί κύρωσης της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 137/20, ο οποίος, ωστόσο, ενσωμάτωσε το περιεχόμενο του άρθρου αυτού στο άρθρο 23-quater της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 137/2020.

( 16 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, για την αποτελεσματική επιβολή της δημοσιονομικής εποπτείας στη ζώνη του ευρώ (ΕΕ 2011, L 306, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2014, L 325, σ. 30).

( 17 ) Κατά τη γνώμη του αιτούντος δικαστηρίου, εάν αμφότερα τα δικαστήρια (το Ελεγκτικό Συνέδριο και το διοικητικό δικαστήριο) οφείλουν να ελέγχουν την ορθή εφαρμογή του ΕΣΛ 2010 έναντι του ίδιου και του αυτού φορέα, υφίσταται κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων επί του ίδιου αιτήματος και επί της ακριβούς οριοθέτησης των φορέων που εντάσσονται στον τομέα S.13, με αποτέλεσμα να πλήττεται η αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης.

( 18 ) Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2020/2092 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, περί γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητος για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης (ΕΕ 2020, L 433I, σ. 1).

( 19 ) Αποφάσεις της 28ης Απριλίου 2022, SeGEC κ.λπ. (C‑277/21, EU:C:2022:318, σκέψη 21), και της 4ης Μαρτίου 2020, Schenker (C‑655/18, EU:C:2020:157, σκέψη 19 και μνημονευόμενη νομολογία).

( 20 ) Τρίτο προδικαστικό ερώτημα, στοιχεία βʹ και γʹ.

( 21 ) Διάταξη της 4ης Οκτωβρίου 2021, Comune di Camerota (C‑161/21, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:833).

( 22 ) Διατάξεις της 26ης Νοεμβρίου 1999, RAI (C‑440/98, EU:C:1999:590, σκέψη 14), και ANAS (C‑192/98, EU:C:1999:589, σκέψη 23).

( 23 ) Οι διαφορές των κύριων δικών αφορούσαν την απόφαση της ISTAT να καταχωρίσει, για το 2017, δύο φορείς (τη Federazione Italiana Golf και τη Federazione Italiana Sport Equestri) στον κατάλογο φορέων της γενικής κυβέρνησης οι οποίοι εντάσσονται στον ενοποιημένο λογαριασμό αποτελεσμάτων της γενικής κυβέρνησης.

( 24 ) Σημεία 30 επ. των παρουσών προτάσεων.

( 25 ) Αποφάσεις της 17ης Μαρτίου 2022, Daimler (C‑232/20, EU:C:2022:196, σκέψη 44), και της 25ης Νοεμβρίου 2021, job-medium (C‑233/20, EU:C:2021:960, σκέψη 17).

( 26 ) Κατά κανόνα, τα κράτη μέλη δεν πρέπει να εμφανίζουν δημόσιο έλλειμμα άνω του 3 % του ΑΕΠ τους ούτε δημόσιο χρέος άνω του 60 % του ΑΕΠ τους (άρθρο 126 ΣΛΕΕ και πρωτόκολλο αριθ. 12 περί υπερβολικού ελλείμματος).

( 27 ) Ο γενικός κανόνας της Ένωσης στον τομέα της στατιστικής είναι ο κανονισμός (ΕΚ) 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1101/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διαβίβαση στη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πληροφοριών που καλύπτονται από το στατιστικό απόρρητο, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές και της απόφασης 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου για τη σύσταση επιτροπής του στατιστικού προγράμματος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2009, L 87, σ. 164). Σύμφωνα με τον κανονισμό αυτόν, το ευρωπαϊκό στατιστικό σύστημα είναι η σύμπραξη μεταξύ της Επιτροπής (Eurostat) και των εθνικών στατιστικών υπηρεσιών και άλλων εθνικών αρχών κάθε κράτους μέλους που είναι υπεύθυνες για την ανάπτυξη, την παραγωγή και τη διάδοση ευρωπαϊκών στατιστικών.

( 28 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 2009, για την εφαρμογή του πρωτοκόλλου σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 145, σ. 1).

( 29 ) Η Eurostat επιτελεί, εξ ονόματος της Επιτροπής, καθήκοντα στατιστικής αρχής σύμφωνα με την απόφαση 97/281/ΕΚ της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 1997, σχετικά με τον ρόλο της Eurostat όσον αφορά την παραγωγή κοινοτικών στατιστικών (ΕΕ 1997, L 112, σ. 56). Η Eurostat είναι αρμόδια, επίσης εξ ονόματος της Επιτροπής, για την αξιολόγηση της ποιότητας των στοιχείων και για την υποβολή των στοιχείων που πρέπει να χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος.

( 30 ) Αποφάσεις FIG και FISE, σκέψη 32· της 3ης Οκτωβρίου 2019, Fonds du Logement de la Région de Bruxelles-Capitale (C‑632/18, EU:C:2019:833, σκέψη 32),και της 28ης Απριλίου 2022, SeGEC κ.λπ. (C‑277/21, EU:C:2022:318, σκέψη 23).

( 31 ) Βλ. παράθεσή του στο σημείο 4 των παρουσών προτάσεων.

( 32 ) Γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής, σημείο 29.

( 33 ) Πρβλ. αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 1990, Dzodzi (C‑297/88 και C‑197/89, EU:C:1990:360, σκέψεις 36, 37 και 41), της 15ης Νοεμβρίου 2016, Ullens de Schooten (C‑268/15, EU:C:2016:874, σκέψη 53), και της 27ης Ιουνίου 2018, SGI και Valériane (C‑459/17 και C‑460/17, EU:C:2018:501, σκέψη 28).

( 34 ) Συγκεκριμένα, η μέθοδος ταξινόμησης προκύπτει από τη συνδυασμένη ερμηνεία των σημείων 1.35, 2.34, 2.130, 3.31, 20.05, 20.13 και 20.17 του παραρτήματος Α του κανονισμού 549/2013. Η γενική έννοια «έλεγχος» ορίζεται με παρόμοιο τρόπο στα σημεία 1.36, 20.15, 20.18, 20.306 και 20.309 του παραρτήματος Α του ίδιου κανονισμού.

( 35 ) Απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019 (C‑632/18, EU:C:2019:833).

( 36 ) Απόφαση της 28ης Απριλίου 2022 (C‑277/21, EU:C:2022:318).

( 37 ) Απόφαση FIG και FISE, σκέψη 32: «[…] όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 3 καθώς και από το παράρτημα A, [σημεία] 1.01 και 1.19, του κανονισμού 549/2013, το ΕΣΛ 2010 θεσπίζει ένα πλαίσιο αναφοράς το οποίο αποβλέπει, για τις ανάγκες τόσο των πολιτών της Ένωσης όσο και της ίδιας της Ένωσης, στην κατάρτιση των λογαριασμών των κρατών μελών» (η υπογράμμιση δική μου).

( 38 ) Γραπτές παρατηρήσεις της Ιταλικής Κυβέρνησης, σημεία 13 και 14. Υπογραμμίζουν ότι ο καταχωρισθείς στον κατάλογο ISTAT 2020 φορέας δεν μπορεί, παραδείγματος χάριν, να χορηγεί στους υπαλλήλους του ορισμένες κοινωνικές παροχές ή υπόκειται σε περιορισμούς όσον αφορά την αγορά και την πώληση ορισμένων αγαθών.

( 39 ) Σε ορισμένα κράτη μέλη, οι διαφορές μεταξύ δημοσίων αρχών ή οργάνων πρέπει υποχρεωτικώς να επιλύονται εξωδικαστικώς.

( 40 ) Η Επιτροπή αναφέρει ότι υφίστανται κράτη μέλη που έχουν θεσπίσει κανόνες παρόμοιους με τους ιταλικούς, καθιστώντας υποχρεωτική τη χρήση της ονοματολογίας του ΕΣΛ 2010 κατά την υποβολή στοιχείων στις στατιστικές υπηρεσίες τους, ενώ άλλα κράτη μέλη χρησιμοποιούν διαφορετικές ονοματολογίες.

( 41 ) Βλ. σημεία 39 έως 41 των παρουσών προτάσεων.

( 42 ) Τα δημοσιονομικά πλαίσια περιλαμβάνουν ιδίως: συστήματα δημοσιονομικής λογιστικής και στατιστικής αναφοράς· κανόνες και διαδικασίες που διέπουν την κατάρτιση προγνώσεων για τον δημοσιονομικό σχεδιασμό· αριθμητικούς δημοσιονομικούς κανόνες ανά χώρα· δημοσιονομικές διαδικασίες· μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά πλαίσια· ρυθμίσεις για την ανεξάρτητη παρακολούθηση και ανάλυση, ώστε να ενισχυθεί η διαφάνεια των στοιχείων της διαδικασίας του προϋπολογισμού· και μηχανισμούς και κανόνες που ρυθμίζουν τις δημοσιονομικές σχέσεις μεταξύ των δημοσίων αρχών στους υποτομείς του δημοσίου.

( 43 )

( 44 )

( 45 ) Το κεφάλαιο VII του νόμου 243/2012 ρυθμίζει τα καθήκοντα του ανεξάρτητου αυτού οργανισμού ο οποίος είναι επιφορτισμένος με την ανάλυση και την παρακολούθηση της εξέλιξης των δημοσίων οικονομικών και την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τους δημοσιονομικούς κανόνες.

( 46 ) Legge n, 228 del 24 dicembre 2012, disposizioni per la formazione del bilancio annuale e pluriennale dello Stato (Legge di stabilità 2013), [νόμος 228, της 24ης Δεκεμβρίου 2012, διατάξεις για την κατάρτιση του ετήσιου και πολυετούς κρατικού προϋπολογισμού (νόμος περί σταθερότητας 2013)] (GURI αριθ. 302, 29 Δεκεμβρίου 2012, τακτικό συμπλήρωμα αριθ. 212).

( 47 ) Απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny (C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 32 και μνημονευόμενη νομολογία).

( 48 ) «[…] υπό την επιφύλαξη της ύπαρξης σχετικών κανόνων της Ένωσης, εναπόκειται, δυνάμει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας, στην εσωτερική έννομη τάξη εκάστου κράτους μέλους να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες των ένδικων βοηθημάτων […], υπό τον όρο, ωστόσο, ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι, στις καταστάσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, λιγότερο ευμενείς από τους διέποντες παρόμοιες καταστάσεις που υπόκεινται στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας)». Αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Randstad Italia (C‑497/20, EU:C:2021:1037, σκέψη 58), και της 10ης Μαρτίου 2021, Konsul Rzeczypospolitej Polskiej w N. (C‑949/19, EU:C:2021:186, σκέψη 43).

( 49 ) Όπως επισημάνθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τα διοικητικά δικαστήρια ανέκτησαν τη γενική αρμοδιότητα που τους αναθέτει, ελλείψει ειδικού κανόνα, το άρθρο 7 του Codice del processo amministrativo, Decreto Legislativo 104, της 2ας Ιουλίου 2010 (GURI της 7ης Ιουλίου 2010, σ. 1) (Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας). Όπως έχω ήδη αναφέρει, από το 2012 έως το 2020, η ακυρωτική αυτή εξουσία ανήκε στο Corte dei conti (Ελεγκτικό Συνέδριο).

( 50 ) Θα επρόκειτο για παρεμπίπτον δικονομικό ζήτημα παρόμοιο με την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 277 ΣΛΕΕ.

( 51 ) Βλ. άρθρο 7, παράγραφος 5, του Decreto Legislativo n. 546, di 31 dicembre 1992, Disposizioni sul processo tributario in attuazione della delega al Governo contenuta nell’art. 30 della legge 30 dicembre 1991, n. 413 (νομοθετικού διατάγματος 546, της 31ης Δεκεμβρίου 1992, κανόνες σχετικά με τη φορολογική διαδικασία κατ’ εφαρμογήν της εξουσιοδότησης του άρθρου 30 του νόμου 413, της 30ής Δεκεμβρίου 1991, προς την Ιταλική Κυβέρνηση) (GU αριθ. 9 της 13ης Ιανουαρίου 1993 – τακτικό συμπλήρωμα αριθ. 8).

( 52 ) Αποφάσεις της 14ης Μαΐου 2020, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság (C‑924/19 PPU και C‑925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψη 143), της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Randstad Italia (C‑497/20, EU:C:2021:1037, σκέψη 62), και της 7ης Ιουλίου 2022, Hoffmann-La Roche κ.λπ. (C‑261/21, EU:C:2022:534, σκέψη 47).

( 53 ) Όπ.π. (η υπογράμμιση δική μου).

Top