Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CC0057

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar της 5ης Μαΐου 2022.
    RegioJet a. s. κατά České dráhy a.s.
    Αίτηση του Nejvyšší soud για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Ανταγωνισμός – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης – Κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Οδηγία 2014/104/ΕΕ – Άρθρα 5 και 6 – Κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων – Αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στον φάκελο αρχής ανταγωνισμού – Διαδικασία η οποία εκκρεμεί ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αφορά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού – Εθνική διαδικασία που αφορά αγωγή αποζημίωσης για την ίδια παράβαση – Προϋποθέσεις κοινοποίησης των αποδεικτικών στοιχείων.
    Υπόθεση C-57/21.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:363

     ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    MACIEJ SZPUNAR

    της 5ης Μαΐου 2022 ( 1 )

    Υπόθεση C‑57/21

    RegioJet a. s.

    παρισταμένων των:

    České dráhy a.s.,

    Česká republika, Ministerstvo dopravy

    [αίτηση του Nejvyšší soud (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Τσεχική Δημοκρατία)
    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προδικαστική παραπομπή – Πρακτικές αντίθετες προς τον ανταγωνισμό – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου του ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αίτημα κοινοποίησης αποδεικτικών στοιχείων για τους σκοπούς της αγωγής αποζημίωσης – Διαδικασία εκκρεμούσα ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – Αναστολή της σχετικής με την εν λόγω αγωγή εθνικής διαδικασίας»

    I. Εισαγωγή

    1.

    Αναγνωρίζοντας την ύπαρξη ασυμμετρίας πληροφόρησης στις διαδικασίες ιδιωτικής επιβολής του δικαίου του ανταγωνισμού, ο νομοθέτης της Ένωσης εναρμόνισε, με την οδηγία 2014/104/ΕΕ ( 2 ), τους κανόνες κοινοποίησης των αποδεικτικών στοιχείων που ζητούνται για τους σκοπούς αγωγών αποζημίωσης.

    2.

    Το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής προβλέπει τους κανόνες που απαρτίζουν, από κοινού, το γενικό καθεστώς στον εν λόγω τομέα. Συμπληρωματικά προς τη διάταξη αυτή, το άρθρο 6 της ίδιας οδηγίας προβλέπει τους ειδικούς κανόνες για την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στον φάκελο των αρχών οι οποίες είναι επιφορτισμένες με τη δημόσια επιβολή των κανόνων του ανταγωνισμού.

    3.

    Μολονότι η ερμηνεία των κανόνων του άρθρου 5 της οδηγίας 2014/104 έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως ( 3 ), είναι, αντιθέτως, η πρώτη φορά που το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί της ερμηνείας των κανόνων του άρθρου 6 της οδηγίας αυτής.

    4.

    Συγκεκριμένα, τα προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο διαδικασίας η οποία αφορά αγωγή για την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη η RegioJet λόγω ενεργειών της εταιρίας České dráhy a.s. που επηρεάζουν την αγορά σιδηροδρομικών μεταφορών και αντιβαίνουν στους κανόνες του ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο αυτό, μολονότι με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα ζητείται η ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/104, το ερώτημα αυτό αφορά, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα της σχέσης μεταξύ της ιδιωτικής και της δημόσιας επιβολής του δικαίου του ανταγωνισμού. Τα τέσσερα επόμενα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο αφορούν ειδικώς το άρθρο 6 της οδηγίας.

    II. Το νομικό πλαίσιο

    Α. Το δίκαιο της Ένωσης

    5.

    Το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 8, της οδηγίας 2014/104 ορίζει τα εξής:

    «1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι σε διαδικασίες αγωγής αποζημίωσης εντός της Ένωσης, κατόπιν αιτήματος του ενάγοντος ο οποίος έχει υποβάλει τεκμηριωμένη αιτιολόγηση που περιέχει ευλόγως διαθέσιμα στοιχεία για πραγματικά περιστατικά και επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ώστε να θεμελιωθεί παραδεκτή αξίωση αποζημίωσης, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να διατάξουν τον εναγόμενο ή τρίτο να κοινοποιήσει τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έχει υπό τον έλεγχό του, υπό τους όρους του παρόντος κεφαλαίου. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα εθνικά δικαστήρια είναι, κατόπιν αιτήματος του εναγομένου, σε θέση να διατάξουν τον ενάγοντα ή τρίτο να κοινοποιήσει τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία.

    […]

    8.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 7 και του άρθρου 6, το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν κανόνες που οδηγούν σε ευρύτερη κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων.»

    6.

    Το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 9, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

    «5.   Τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να διατάξουν την κοινοποίηση των ακόλουθων κατηγοριών αποδεικτικών στοιχείων, μόνον εφόσον η αρχή ανταγωνισμού έχει περατώσει τις διαδικασίες της με την έκδοση απόφασης ή με άλλο τρόπο:

    α)

    πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από φυσικό ή νομικό πρόσωπο ειδικά για τη διαδικασία αρχής ανταγωνισμού,

    […]

    9.   Κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων που βρίσκονται στον φάκελο μιας αρχής ανταγωνισμού και δεν εμπίπτουν σε καμία από τις κατηγορίες που προβλέπονται στο παρόν άρθρο μπορεί να διαταχθεί σε αγωγές αποζημίωσης, ανά πάσα στιγμή, με την επιφύλαξη του παρόντος άρθρου.»

    Β. Το τσεχικό δίκαιο

    1.   Ο zákon č. 143/2001

    7.

    Ο zákon č. 143/2001 Sb. o ochraně hospodářské soutěže (νόμος 143/2001 περί προστασίας του ανταγωνισμού), της 4ης Απριλίου 2001, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος 143/2001), ορίζει στο άρθρο 1, παράγραφος 1, ότι «οργανώνει την προστασία του ανταγωνισμού στην αγορά των προϊόντων και των υπηρεσιών […] έναντι κάθε πρακτικής που εμποδίζει, περιορίζει, νοθεύει ή απειλεί τον ανταγωνισμό».

    8.

    Το άρθρο 21ca, παράγραφος 2, του νόμου 143/2001 ορίζει, κατ’ ουσίαν, ότι τα έγγραφα και οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται και υποβάλλονται για τους σκοπούς διοικητικής διαδικασίας που εκκρεμεί ενώπιον της εθνικής αρχής ανταγωνισμού κοινοποιούνται στις δημόσιες αρχές μόνον μετά το πέρας της έρευνας ή μετά την οριστική απόφαση της εθνικής αρχής ανταγωνισμού για την περάτωση της διοικητικής διαδικασίας.

    2.   Ο zákon č. 262/2017

    9.

    Ο zákon č. 262/2017 Sb., o náhradě škody v oblasti hospodářské soutěže (νόμος 262/2017 περί αποζημίωσης στον τομέα του ανταγωνισμού), της 20ής Ιουλίου 2017, μεταφέρει την οδηγία 2014/104 στην τσεχική έννομη τάξη.

    10.

    Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο c, του νόμου αυτού, εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες προστατεύονται διά της υποχρέωσης εμπιστευτικότητας είναι, μεταξύ άλλων, τα δικαιολογητικά έγγραφα και οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν ειδικά για τους σκοπούς της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον της εθνικής αρχής ανταγωνισμού.

    11.

    Το άρθρο 15, παράγραφος 4, του εν λόγω νόμου ορίζει ότι η υποχρέωση κοινοποίησης εμπιστευτικών πληροφοριών, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο c, του νόμου αυτού, δεν μπορεί να επιβληθεί προτού καταστεί οριστική η απόφαση της αρχής ανταγωνισμού σχετικά με την περάτωση της διοικητικής διαδικασίας.

    12.

    Το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο c, του ίδιου νόμου ορίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, σε περίπτωση αιτήματος πρόσβασης στα έγγραφα που περιέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και περιλαμβάνονται στον φάκελο της εθνικής αρχής ανταγωνισμού, ο πρόεδρος του τμήματος εξετάζει αν η κοινοποίησή τους ενδεχομένως θίγει την αποτελεσματική εφαρμογή της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού. Κατά την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, τα έγγραφα που περιέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες κοινοποιούνται μόνο μετά το πέρας της έρευνας ή μετά την οριστική απόφαση της εθνικής αρχής ανταγωνισμού για την περάτωση της διοικητικής διαδικασίας.

    III. Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία της κύριας δίκης

    13.

    Στις 25 Ιανουαρίου 2012 η Úřad pro ochranu hospodářské soutěže (υπηρεσία προστασίας του ανταγωνισμού, στο εξής: τσεχική αρχή ανταγωνισμού) κίνησε αυτεπαγγέλτως διοικητική διαδικασία σχετικά με ενδεχόμενη κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως εκ μέρους της České dráhy.

    14.

    Στις 25 Νοεμβρίου 2015 ( 4 ) η RegioJet άσκησε αγωγή αποζημίωσης ενώπιον του Městský soud v Praze (περιφερειακού δικαστηρίου Πράγας, Τσεχική Δημοκρατία), με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται να υπέστη λόγω ενεργειών της České dráhy που αντίκεινται στους κανόνες του ανταγωνισμού.

    15.

    Στις 10 Νοεμβρίου 2016 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει διαδικασία, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 ( 5 ), στην υπόθεση AT.40156 – Czech Rail.

    16.

    Στις 14 Νοεμβρίου 2016 η τσεχική αρχή ανταγωνισμού ανέστειλε τη διοικητική διαδικασία της, εκτιμώντας ότι η διαδικασία που κίνησε η Επιτροπή αφορούσε, κατ’ ουσίαν, τις ίδιες ενέργειες με εκείνες που αποτελούσαν αντικείμενο εξέτασης στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας που είχε κινήσει η ίδια.

    17.

    Στις 11 Οκτωβρίου 2017 η RegioJet υπέβαλε στο εθνικό δικαστήριο αίτημα κοινοποίησης εγγράφων, δυνάμει των άρθρων 10 επ. και του άρθρου 18 του νόμου 262/2017, της 20ής Ιουλίου 2017, για τους σκοπούς της αγωγής αποζημίωσης. Το αίτημα αυτό αφορούσε την κοινοποίηση, μεταξύ άλλων, εγγράφων που η RegioJet θεωρούσε ότι η České dráhy είχε στην κατοχή της όπως, ιδίως, αναλυτικών καταστάσεων και εκθέσεων σχετικών με τις δημόσιες σιδηροδρομικές μεταφορές και τα λογιστικά στοιχεία της εμπορικής δραστηριότητας της εν λόγω εταιρίας.

    18.

    Βασιζόμενη στο άρθρο 21ca, παράγραφος 2, του νόμου 143/2001, η τσεχική αρχή ανταγωνισμού επισήμανε ότι τα ζητηθέντα έγγραφα τα οποία είχε στη διάθεσή της στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας της δεν μπορούσαν να κοινοποιηθούν πριν από την οριστική περάτωση της σχετικής διοικητικής διαδικασίας επί της ουσίας. Διευκρίνισε, εξάλλου, ότι τα λοιπά ζητηθέντα έγγραφα ενέπιπταν στην κατηγορία των εγγράφων που συνιστούν ενιαίο σύνολο εγγράφων και αρνήθηκε την κοινοποίησή τους, με την αιτιολογία ότι τούτο θα μπορούσε να μειώσει την αποτελεσματικότητα της πολιτικής δίωξης των παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού.

    19.

    Απαντώντας σε ερώτηση του δικαστηρίου στο οποίο υποβλήθηκε το αίτημα κοινοποίησης αποδεικτικών στοιχείων, η Επιτροπή υπογράμμισε, με έγγραφο της 26ης Φεβρουαρίου 2018, ότι, όταν θα αποφαινόταν επί της κοινοποίησης των αποδεικτικών στοιχείων, το δικαστήριο θα έπρεπε, για λόγους προστασίας των εννόμων συμφερόντων όλων των διαδίκων και των τρίτων, να εφαρμόσει, μεταξύ άλλων, την αρχή της αναλογικότητας και να λάβει μέτρα για την προστασία των σχετικών πληροφοριών. Η Επιτροπή εισηγήθηκε την αναστολή της διαδικασίας επί της ουσίας όσον αφορά την αγωγή αποζημίωσης.

    20.

    Με διάταξη της 14ης Μαρτίου 2018, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διέταξε την České dráhy να κοινοποιήσει, με κατάθεση στον φάκελο της υποθέσεως, ένα σύνολο εγγράφων τα οποία περιλάμβαναν, αφενός, πληροφορίες τις οποίες η εν λόγω εταιρία είχε συγκεντρώσει ειδικά για τους σκοπούς της ενώπιον της αρχής ανταγωνισμού διαδικασίας και, αφετέρου, πληροφορίες τις οποίες είχε δημιουργήσει και αποθηκεύσει υποχρεωτικώς και εκτός της εν λόγω διαδικασίας, όπως καταστάσεις των γραμμών τρένων, τριμηνιαίες εκθέσεις που αφορούσαν τις δημόσιες σιδηροδρομικές μεταφορές και κατάσταση των γραμμών που εκμεταλλευόταν η České dráhy. Αντιθέτως, το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε τα αιτήματα της RegioJet, αφενός, για κοινοποίηση των λογιστικών στοιχείων της εμπορικής δραστηριότητας της České dráhy, συμπεριλαμβανομένων των κωδικών αντιστοιχίας ανά γραμμή και είδος τρένου, και, αφετέρου, για κοινοποίηση των πρακτικών των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου της České dráhy, κατά τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 2011.

    21.

    Στις 19 Δεκεμβρίου 2018 το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία επί της ουσίας όσον αφορά την αγωγή αποζημίωσης έως την περάτωση της διαδικασίας σχετικά με αντίθετες προς τον ανταγωνισμό πρακτικές, που είχε κινήσει η Επιτροπή στις 10 Νοεμβρίου 2016 σε βάρος της České dráhy. Συγκεκριμένα, δυνάμει του άρθρου 27, παράγραφος 1, του νόμου 262/2017, της 20ής Ιουλίου 2017, στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικής με αγωγή αποζημίωσης, το δικαστήριο δεσμεύεται από την απόφαση άλλου δικαστηρίου, της τσεχικής αρχής ανταγωνισμού και της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού και την ταυτότητα του παραβάτη. Εξάλλου, η εθνική δικονομική νομοθεσία επιβάλλει, επίσης, στο δικαστήριο την υποχρέωση να αναστείλει τη διαδικασία που αφορά την αγωγή αποζημίωσης δεδομένου ότι, στο πλαίσιο άλλης διαδικασίας, εξετάζεται ζήτημα από το οποίο εξαρτάται η απόφαση του δικαστηρίου και αυτό δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής.

    22.

    Με διάταξη της 29ης Νοεμβρίου 2019, το Vrchní soud v Praze (ανώτερο δικαστήριο Πράγας, Τσεχική Δημοκρατία), δικάζοντας κατ’ έφεση, επικύρωσε τη διάταξη της 14ης Μαρτίου 2018 και, προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία των κοινοποιηθέντων αποδεικτικών στοιχείων, έλαβε μέτρα συνιστάμενα στη θέση των αποδεικτικών στοιχείων υπό δικαστική μεσεγγύηση και σε κοινοποίησή τους μόνο στους διαδίκους, στους εκπροσώπους τους και στους πραγματογνώμονες και δη, σε κάθε περίπτωση, πάντοτε βάσει αιτιολογημένης γραπτής αίτησης και αφού το επιτρέψει προηγουμένως το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υπόθεσης βάσει της κατανομής των υποθέσεων.

    23.

    Η České dráhy άσκησε αναίρεση κατά της εν λόγω διατάξεως ενώπιον του Nejvyšší soud (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Τσεχική Δημοκρατία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο.

    IV. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    24.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Nejvyšší soud (Ανώτατο Δικαστήριο), με απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2020, που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Φεβρουαρίου 2021, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Συνάδει με την ορθή ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 1, της [οδηγίας 2014/104] διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας εθνικό δικαστήριο διατάσσει την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων, ενώ ταυτοχρόνως η Επιτροπή διεξάγει διαδικασία για την έκδοση απόφασης δυνάμει του κεφαλαίου III του [κανονισμού (ΕΚ) 1/2003] [ ( 6 )], συνεπεία της οποίας το εν λόγω δικαστήριο αναστέλλει για τον λόγο αυτόν την εκδίκαση αγωγής για αποκατάσταση ζημίας προκληθείσας λόγω παράβασης των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού;

    2)

    Αντιτίθεται η ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 9, της οδηγίας 2014/104 προς εθνική ρύθμιση η οποία περιορίζει την κοινοποίηση όλων των πληροφοριών που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας κατόπιν αίτησης [της τσεχικής] αρχής ανταγωνισμού, ακόμη και όταν πρόκειται για πληροφορίες τις οποίες ο μετέχων στη διαδικασία υποχρεούται να δημιουργεί και να αποθηκεύει (ή δημιουργεί και αποθηκεύει) δυνάμει άλλων νομοθετικών διατάξεων και ανεξαρτήτως διαδικασίας λόγω παράβασης του δικαίου του ανταγωνισμού;

    3)

    Μπορεί να θεωρηθεί ως περάτωση της διαδικασίας «με άλλο τρόπο», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 5, της οδηγίας 2014/104, και η περίπτωση όπου η εθνική αρχή ανταγωνισμού ανέστειλε τη διαδικασία αμέσως μόλις η Επιτροπή κίνησε διαδικασία για την έκδοση απόφασης δυνάμει του κεφαλαίου ΙΙΙ του κανονισμού 1/2003;

    4)

    Συνάδει με το άρθρο 5, παράγραφος 1, [της οδηγίας 2014/104], σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής, λαμβανομένων υπόψη της λειτουργίας και των σκοπών της, διαδικασία εθνικού δικαστηρίου στο πλαίσιο της οποίας εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν η εθνική ρύθμιση περί μεταφοράς του άρθρου 6, παράγραφος 7, της εν λόγω οδηγίας, σε κατηγορίες πληροφοριών όπως οι προβλεπόμενες στο ως άνω άρθρο 6, παράγραφος 5, και, ως εκ τούτου, το εν λόγω δικαστήριο αποφασίζει την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων, υπό την επιφύλαξη ότι το ζήτημα αν τα αποδεικτικά στοιχεία περιλαμβάνουν πληροφορίες που το φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει συγκεντρώσει ειδικά για τις ανάγκες διαδικασίας διεξαγόμενης από αρχή ανταγωνισμού (κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 5, [στοιχείο αʹ], της οδηγίας αυτής) θα εξεταστεί από το δικαστήριο μόνον αφού του κοινοποιηθούν τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία;

    5)

    Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο προηγούμενο ερώτημα, έχει το άρθρο 5, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/104 την έννοια ότι τα αποτελεσματικά μέτρα προστασίας των εμπιστευτικών πληροφοριών που λαμβάνει το δικαστήριο ενδέχεται να έχουν ως συνέπεια την αδυναμία πρόσβασης του ενάγοντος ή άλλων μετεχόντων στη διαδικασία και των εκπροσώπων τους στα κοινοποιούμενα αποδεικτικά στοιχεία πριν το δικαστήριο αποφανθεί οριστικά επί του ζητήματος αν τα κοινοποιούμενα αποδεικτικά στοιχεία ή ορισμένα από αυτά εμπίπτουν στην κατηγορία των αποδεικτικών στοιχείων του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας;»

    25.

    Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Ελληνική και η Ιταλική Κυβέρνηση, και η Επιτροπή. Η České dráhy και η Επιτροπή παρέστησαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Φεβρουαρίου 2022.

    V. Εκτίμηση

    26.

    Για να δοθεί χρήσιμη απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα (ενότητα Γ) πρέπει, πρώτον, να εξεταστεί αν αυτά είναι παραδεκτά, λαμβανομένης υπόψη της εφαρμογής ratione temporis των διατάξεων των οποίων την ερμηνεία ζητεί το αιτούν δικαστήριο (ενότητα Α), και, δεύτερον, να διατυπωθούν ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με το καθεστώς κοινοποίησης αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στον φάκελο αρχής ανταγωνισμού (ενότητα Β).

    Α. Επί της δυνατότητας εφαρμογής ratione temporis της οδηγίας 2014/104

    27.

    Μολονότι το γράμμα της οδηγίας 2014/104 δεν διακρίνει μεταξύ ουσιαστικών και δικονομικών διατάξεων ( 7 ), το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι η οδηγία αυτή περιέχει ειδική διάταξη, στο άρθρο 22, η οποία καθορίζει ρητώς τις προϋποθέσεις διαχρονικής εφαρμογής των δικονομικών και ουσιαστικών διατάξεών της ( 8 ).

    28.

    Οι προϋποθέσεις διαχρονικής εφαρμογής διαφέρουν για τις δύο προμνησθείσες κατηγορίες διατάξεων. Επομένως, προκειμένου να διαπιστωθεί αν είναι δυνατή η εφαρμογή της οδηγίας 2014/104 στη διαδικασία της κύριας δίκης, πρέπει να εξακριβωθεί αν τα άρθρα 5 και 6 της οδηγίας αυτής είναι δικονομικές ή ουσιαστικές διατάξεις.

    29.

    Εν ολίγοις, οι ουσιαστικοί κανόνες καθορίζουν την ύπαρξη και την έκταση της ευθύνης των παραβατών του δικαίου του ανταγωνισμού, ενώ οι δικονομικοί κανόνες καθορίζουν τη διεξαγωγή της διαδικασίας. Οι δεύτεροι δεν χάνουν τον δικονομικό χαρακτήρα τους όταν η εφαρμογή τους, στο πλαίσιο διαδικασίας που αφορά αγωγή αποζημίωσης, έχει ενδεχομένως συνέπειες ως προς τη διαπίστωση της σχετικής ευθύνης στο πέρας της εν λόγω διαδικασίας ( 9 ). Στο πνεύμα αυτό, όπως επισήμανα στις προτάσεις μου στην υπόθεση PACCAR ( 10 ), ακόμη και αν τα άρθρα 5 και 6 της οδηγίας 2014/104 φαίνεται να αναγνωρίζουν δικαιώματα στους ιδιώτες, τα εν λόγω δικαιώματα μπορούν, εντούτοις, να ασκηθούν μόνο στο πλαίσιο διαδικασίας ενώπιον εθνικού δικαστηρίου και πρόκειται, κατ’ ουσίαν, για δικονομικά μέτρα τα οποία παρέχουν στο εθνικό δικαστήριο τη δυνατότητα να εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που προβάλλουν οι διάδικοι. Επομένως, οι προϋποθέσεις εφαρμογής των εθνικών διατάξεων που μεταφέρουν τα άρθρα 5 και 6 της εν λόγω οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη καθορίζονται στο άρθρο 22, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.

    30.

    Δυνάμει του άρθρου 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/104, τα κράτη μέλη όφειλαν να διασφαλίζουν ότι καμία εθνική διάταξη την οποία έχουν θεσπίσει με σκοπό να συμμορφωθούν προς τις δικονομικές διατάξεις της οδηγίας δεν έχει εφαρμογή επί αγωγής αποζημιώσεως της οποίας είχε επιληφθεί εθνικό δικαστήριο πριν από τις 26 Δεκεμβρίου 2014. Από την εν λόγω διάταξη προκύπτει εξ αντιδιαστολής ότι τα κράτη μέλη είχαν τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίσουν, κατά τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, εάν οι εθνικοί κανόνες που αποσκοπούν στη μεταφορά των δικονομικών διατάξεων της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο θα εφαρμόζονται επί των αγωγών αποζημιώσεως που ασκούνται μετά τις 26 Δεκεμβρίου 2014, αλλά πριν από την ημερομηνία μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο ή επί των αγωγών που ασκούνται, το αργότερο, πριν από τη λήξη της προθεσμίας που έχει ταχθεί για τη μεταφορά της, ήτοι πριν από τις 27 Δεκεμβρίου 2016 ( 11 ).

    31.

    Συναφώς παρατηρώ, αφενός, ότι η αναίρεση ασκήθηκε κατά των αποφάσεων του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου οι οποίες αφορούσαν το αίτημα κοινοποίησης αποδεικτικών στοιχείων που είχε υποβάλει η RegioJet στις 11 Οκτωβρίου 2017, δυνάμει των εθνικών διατάξεων με τις οποίες μεταφέρθηκε στην τσεχική έννομη τάξη η οδηγία 2014/104.

    32.

    Αφετέρου, όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων μερών, η αγωγή αποζημίωσης για τους σκοπούς της οποίας υποβλήθηκε το αίτημα κοινοποίησης αποδεικτικών στοιχείων ασκήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 2015, ήτοι πριν από την ημερομηνία μεταφοράς της οδηγίας 2014/104 στο εθνικό δίκαιο. Εντούτοις, από τον νόμο 262/2017, της 20ής Ιουλίου 2017, προκύπτει ότι ο Τσέχος νομοθέτης αποφάσισε ότι οι εθνικές διατάξεις περί μεταφοράς των δικονομικών διατάξεων της οδηγίας αυτής εφαρμόζονται, άμεσα και ανεπιφύλακτα, και στις αγωγές που ασκούνται πριν από την εν λόγω ημερομηνία μεταφοράς της ( 12 ).

    33.

    Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι τα άρθρα 5 και 6 της οδηγίας 2014/104 είναι κρίσιμα για τη διαδικασία της κύριας δίκης.

    34.

    Η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η επίμαχη αγωγή αποζημίωσης φαίνεται να αφορά συμπεριφορά προγενέστερη της έκδοσης της οδηγίας 2014/104. Συγκεκριμένα, το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής δεν επιτρέπει την αναδρομική εφαρμογή μόνο των εθνικών μέτρων που μεταφέρουν στο εθνικό δίκαιο τις ουσιαστικές διατάξεις της οδηγίας. Τα άρθρα 5 και 6 της εν λόγω οδηγίας έχουν, όμως, δικονομικό χαρακτήρα.

    35.

    Η ως άνω εκτίμηση δεν αναιρείται ούτε από το γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία των οποίων η κοινοποίηση ζητήθηκε στην υπό κρίση υπόθεση περιλαμβάνονται στον φάκελο της τσεχικής αρχής ανταγωνισμού, η οποία κίνησε τη σχετική διαδικασία στις 25 Ιανουαρίου 2012. Συγκεκριμένα, κατά τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής ratione temporis των δικονομικών διατάξεων, το άρθρο 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/104 δεν παραπέμπει στην ημερομηνία κίνησης διαδικασίας από αρχή ανταγωνισμού της οποίας το συμφέρον προστατεύεται δυνάμει του άρθρου 6 της οδηγίας αυτής, αλλά στην ημερομηνία ασκήσεως της αγωγής αποζημίωσης ενώπιον εθνικού δικαστηρίου. Τοιουτοτρόπως, εστιάζοντας στη διαδικασία του εθνικού δικαστηρίου, η εν λόγω διάταξη οριοθετεί τις εξουσίες του εθνικού δικαστηρίου όσον αφορά την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στον φάκελο αρχής ανταγωνισμού.

    36.

    Επομένως, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η ερμηνεία των άρθρων 5 και 6 της οδηγίας 2014/104 είναι προδήλως άσχετη με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης. Ως εκ τούτου, τα προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν την ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων είναι παραδεκτά.

    Β. Επί της κοινοποιήσεως αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στον φάκελο αρχής ανταγωνισμού

    37.

    Όπως υπενθύμισα στην εισαγωγή των παρουσών προτάσεων, το άρθρο 5 της οδηγίας 2014/104 προβλέπει γενικούς κανόνες για την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων, ενώ το άρθρο 6 της ίδιας οδηγίας συμπληρώνει το εν λόγω γενικό καθεστώς με κανόνες που αφορούν ειδικώς την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στον φάκελο αρχής ανταγωνισμού.

    38.

    Η δεύτερη ως άνω διάταξη διακρίνει μεταξύ πλειόνων κατηγοριών αποδεικτικών στοιχείων και ειδικότερα:

    όσον αφορά, πρώτον, πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από φυσικό ή νομικό πρόσωπο ειδικά για τη διαδικασία αρχής ανταγωνισμού, πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από τις αρχές ανταγωνισμού και απεστάλησαν στους διαδίκους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της, και υπομνήματα για διακανονισμό που αποσύρθηκαν, το άρθρο 6, παράγραφος 5, της οδηγίας 2014/104 ορίζει ότι τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να διατάξουν την κοινοποίησή τους μόνον εφόσον η αρχή ανταγωνισμού έχει περατώσει τις διαδικασίες της με την έκδοση απόφασης ή με άλλον τρόπο (ο εν λόγω κατάλογος αποδεικτικών στοιχείων θα καλείται στο εξής γκρίζος κατάλογος)·

    όσον αφορά, δεύτερον, δηλώσεις επιεικούς μεταχείρισης και υπομνήματα για διακανονισμό για αγωγές αποζημίωσης, το άρθρο 6, παράγραφος 6, της οδηγίας αυτής ορίζει ότι τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν οποτεδήποτε να διατάξουν την κοινοποίησή τους (ο εν λόγω κατάλογος αποδεικτικών στοιχείων θα καλείται στο εξής μαύρος κατάλογος), και

    όσον αφορά, τρίτον, αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκονται στον φάκελο αρχής ανταγωνισμού και δεν εμπίπτουν σε καμία από τις διαλαμβανόμενες στο άρθρο 6 κατηγορίες, η παράγραφος 9 του άρθρου αυτού ορίζει ότι η κοινοποίησή τους μπορεί να διαταχθεί σε αγωγές αποζημίωσης, ανά πάσα στιγμή, με την επιφύλαξη του εν λόγω άρθρου (ο εν λόγω κατάλογος αποδεικτικών στοιχείων θα καλείται στο εξής λευκός κατάλογος).

    39.

    Εξάλλου, όσον αφορά την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων που εμπίπτουν στις εν λόγω κατηγορίες, η οδηγία 2014/104 προβλέπει έναν μηχανισμό εξισορρόπησης των αντικρουόμενων συμφερόντων –ήτοι των συμφερόντων των θυμάτων παραβάσεων, παραβατών, τρίτων και του δημοσίου– κατά την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού, υπό τον αυστηρό έλεγχο των εθνικών δικαστηρίων, ιδίως ως προς τη συνάφεια των ζητούμενων αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα των μέτρων κοινοποίησής τους ( 13 ). Για τον σκοπό αυτό, το άρθρο 5 της οδηγίας καθορίζει κριτήρια για την άσκηση του ανωτέρω ελέγχου, τα οποία συμπληρώνουν τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 6 της οδηγίας.

    40.

    Τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο πρέπει να εξεταστούν με γνώμονα τις προεκτεθείσες παρατηρήσεις.

    Γ. Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    1.   Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

    41.

    Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/104 επιτρέπει σε εθνικό δικαστήριο να διατάξει την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων για τους σκοπούς διαδικασίας σχετικής με αγωγή αποζημίωσης που αφορά παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού, μολονότι εκκρεμεί ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία σχετική με την εν λόγω παράβαση με σκοπό την έκδοση απόφασης δυνάμει του κεφαλαίου III του κανονισμού 1/2003, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της εθνικής διαδικασίας.

    42.

    Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι, κατ’ αρχάς, αναγκαίο να αποσαφηνιστεί η θέση του δικαίου της Ένωσης έναντι της αναστολής, από εθνικό δικαστήριο, διαδικασίας εκκρεμούσης ενώπιόν του, λόγω της κίνησης από την Επιτροπή διαδικασίας σχετικής με αγωγή αποζημίωσης. Εν συνεχεία, πρέπει να εξεταστεί αν το δίκαιο της Ένωσης επιτρέπει σε εθνικό δικαστήριο να διατάξει, λόγω της ως άνω αναστολής, την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων για τους σκοπούς διαδικασίας η οποία αφορά αγωγή αποζημίωσης ( 14 ).

    α)   Επί της αναστολής διαδικασίας σχετικής με αγωγή αποζημίωσης

    43.

    Δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003, η κίνηση διαδικασίας από την Επιτροπή συνεπάγεται, για τις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών, την απώλεια της αρμοδιότητάς τους να εφαρμόζουν τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ σε σχέση με τις ίδιες παραβάσεις. Αντιθέτως, βάσει του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, το εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί αγωγής αποζημίωσης δεν στερείται αυτομάτως, λόγω κίνησης διαδικασίας εκ μέρους της Επιτροπής, τη δυνατότητα να εφαρμόσει τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ και να αποφανθεί επί των παραβάσεων που εξετάζει το εν λόγω θεσμικό όργανο. Επίσης, το δικαστήριο αυτό δεν υποχρεούται να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία.

    44.

    Συγκεκριμένα, το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 ορίζει ότι, «[ό]ταν τα εθνικά δικαστήρια κρίνουν συμφωνίες, αποφάσεις ή πρακτικές δυνάμει [του άρθρου 101 ή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ], οι οποίες έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο απόφασης της Επιτροπής, δεν μπορούν να λαμβάνουν αποφάσεις που συγκρούονται με την απόφαση την οποία έχει λάβει η Επιτροπή. [Ελλείψει αποφάσεως της Επιτροπής, τα εθνικά δικαστήρια] [π]ρέπει επίσης να αποφεύγουν να λαμβάνουν αποφάσεις που ενδέχεται να συγκρούονται με απόφαση την οποία σκοπεύει να λάβει η Επιτροπή κατά διαδικασία που έχει κινήσει. Προς το[ν] σκοπό αυτό, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να εκτιμήσει μήπως πρέπει να αναστείλει τη διαδικασία του».

    45.

    Ούτε η οδηγία 2014/104 υποχρεώνει τα εθνικά δικαστήρια να αναστείλουν τη διαδικασία τους. Το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφοι 5 και 9, της εν λόγω οδηγίας επιρρωννύει την ερμηνεία κατά την οποία η διαδικασία που αφορά αγωγή αποζημίωσης μπορεί να συνεχιστεί, ακόμη και όταν εκκρεμεί διαδικασία ενώπιον της αρχής ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, ενώ τα αποδεικτικά στοιχεία που εμπίπτουν στον γκρίζο κατάλογο δεν μπορούν να κοινοποιηθούν προτού η αρχή ανταγωνισμού περατώσει τη διαδικασία της (άρθρο 6, παράγραφος 5, της οδηγίας), η κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων που εμπίπτουν στον λευκό κατάλογο μπορεί να διαταχθεί «σε αγωγές αποζημίωσης, ανά πάσα στιγμή» (άρθρο 6, παράγραφος 9, της οδηγίας).

    46.

    Επομένως, από την άποψη του δικαίου της Ένωσης, η αναστολή διαδικασίας σχετικής με αγωγή αποζημίωσης δεν είναι υποχρεωτική λόγω της κίνησης διαδικασίας εκ μέρους της Επιτροπής. Είναι αληθές ότι, από την άποψη του δικαίου της Ένωσης, ανεξαρτήτως αν το εθνικό δικαστήριο αναστέλλει ή όχι την ενώπιόν του διαδικασία, πρέπει να μεριμνά, μεταξύ άλλων, ώστε να μην εκδώσει απόφαση η οποία ενδέχεται να συγκρούεται με απόφαση την οποία σκοπεύει να λάβει η Επιτροπή. Εντούτοις και κατά μείζονα λόγο, με την επιφύλαξη των περιορισμών που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης και προκύπτουν από την αναγκαιότητα διασφάλισης της πρακτικής αποτελεσματικότητας του εν λόγω δικαίου που προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 ή από τις αρχές της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας, οι συνέπειες μιας τέτοιας αναστολής είναι ζήτημα του εθνικού δικαίου.

    47.

    Επ’ αυτού, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η σχετική με την αγωγή αποζημίωσης διαδικασία ανεστάλη λόγω υποχρέωσης απορρέουσας από την εθνική δικονομική νομοθεσία. Εντούτοις, το προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν αφορά το ζήτημα αν μια τέτοια «υποχρέωση» είναι συμβατή με τα δικαιώματα που αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης τα πρόσωπα που υπέστησαν ζημία λόγω παράβασης του δικαίου του ανταγωνισμού. Επίσης, δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφανθεί αν, με την επιφύλαξη των περιορισμών που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, εθνικό δικαστήριο μπορεί, δυνάμει της εθνικής δικονομικής νομοθεσίας, να λάβει μέτρα μετά την αναστολή της διαδικασίας του. Εν προκειμένω, τίθεται μόνο το ζήτημα μήπως, λόγω της αναστολής, η οδηγία 2014/104 δεν επιτρέπει σε εθνικό δικαστήριο να διατάξει την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων δυνάμει των εθνικών διατάξεων που μεταφέρουν στο εθνικό δίκαιο τα άρθρα της 5 και 6.

    β)   Επί της διαταγής κοινοποίησης αποδεικτικών στοιχείων

    48.

    Όπως επισήμανα σε άλλο πλαίσιο ( 15 ), η οδηγία 2014/104 δεν φαίνεται να καθορίζει τη δικονομική σχέση που πρέπει να υφίσταται, από τεχνικής απόψεως, μεταξύ αιτήματος κοινοποίησης αποδεικτικών στοιχείων και αγωγής αποζημίωσης (αιτήματος κοινοποίησης αποδεικτικών στοιχείων ως μέτρου στο πλαίσιο διαδικασίας επί της ουσίας ή αιτήματος που εξετάζεται στο πλαίσιο παρεμπίπτουσας διαδικασίας ή ακόμη και στο πλαίσιο αυτοτελούς διαδικασίας). Στο πλαίσιο αυτό υποστήριξα ότι και το υποβαλλόμενο πριν από την άσκηση αγωγής αποζημίωσης αίτημα κοινοποίησης αποδεικτικών στοιχείων μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 5 και 6 της εν λόγω οδηγίας ( 16 ). Κατά δε μείζονα λόγο, καταρχάς, η αναστολή διαδικασίας σχετικής με αγωγή αποζημίωσης δεν σημαίνει ότι τα μέτρα κοινοποίησης αποδεικτικών στοιχείων που ελήφθησαν για τους σκοπούς της εν λόγω διαδικασίας εκπίπτουν του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Εν πάση περιπτώσει, δεν μου φαίνεται πειστική η άποψη ότι η εφαρμογή της οδηγίας καθίσταται εκ νέου δυνατή μετά την επανάληψη της διαδικασίας. Δεύτερον, τουλάχιστον από πλευράς της οδηγίας, η αναστολή διαδικασίας σχετικής με αγωγή αποζημίωσης δεν εμποδίζει αυτομάτως το εθνικό δικαστήριο να διατάξει την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων για τους σκοπούς της εν λόγω διαδικασίας.

    49.

    Το ίδιο ισχύει και όταν μια τέτοια διαδικασία αναστέλλεται λόγω κίνησης διαδικασίας από την Επιτροπή –αναστολή η οποία δεν είναι υποχρεωτική από την άποψη του δικαίου της Ένωσης ( 17 ). Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις που εκτίθενται στο σημείο 45 των παρουσών προτάσεων, με την επιφύλαξη των ειδικών ρυθμίσεων που αφορούν τα αποδεικτικά στοιχεία που εμπίπτουν στον μαύρο και στον γκρίζο κατάλογο, η οδηγία 2014/104 δεν εμποδίζει, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, τα εθνικά δικαστήρια να διατάσσουν την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στον φάκελο αρχής ανταγωνισμού προτού η εν λόγω αρχή περατώσει τη διαδικασία της.

    50.

    Στην περίπτωση αυτή, το εθνικό δικαστήριο πρέπει ωστόσο να τηρεί όλες τις απαιτήσεις που απορρέουν από την οδηγία 2014/104 και, ιδίως, να διατάσσει την κοινοποίηση μόνον των αποδεικτικών στοιχείων που είναι κρίσιμα και αναγκαία, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας. Όπως υπογράμμισα στο σημείο 39 των παρουσών προτάσεων, οι εν λόγω απαιτήσεις συνιστούν κεντρικό στοιχείο του προβλεπόμενου μηχανισμού για την εξισορρόπηση των αντικρουόμενων συμφερόντων από τα εθνικά δικαστήρια, ιδίως δε των συμφερόντων του δημοσίου κατά την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού.

    51.

    Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 6, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2014/104 ορίζει ότι, όταν εξετάζουν την αναλογικότητα διαταγής κοινοποίησης αποδεικτικών στοιχείων, τα εθνικά δικαστήρια λαμβάνουν επίσης υπόψη αν «ο διάδικος που ζήτησε την κοινοποίηση το έκανε σε συνάρτηση με αγωγή αποζημίωσης ασκηθείσα ενώπιον εθνικού δικαστηρίου». Εξ αυτού συνάγεται ότι, κατά την εξέταση της αναλογικότητας, η οποία διενεργείται με προσοχή, ιδίως όταν πρόκειται για αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στον φάκελο αρχής ανταγωνισμού ( 18 ), το αιτούν δικαστήριο πρέπει να λάβει επίσης υπόψη το γεγονός ότι ανεστάλη η διαδικασία που αφορά την αγωγή αποζημίωσης.

    52.

    Η εκτίμηση ότι η οδηγία 2014/104 δεν εμποδίζει, κατ’ αρχήν, το εθνικό δικαστήριο να διατάξει την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων για τους σκοπούς διαδικασίας σχετικής με αγωγή αποζημίωσης που έχει ανασταλεί λόγω κίνησης διαδικασίας από την Επιτροπή δεν κλονίζεται από την υποχρέωση κατά την οποία, «[ό]ταν τα εθνικά δικαστήρια κρίνουν συμφωνίες, αποφάσεις ή πρακτικές δυνάμει του [άρθρου 101 ή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ] […], [δεν μπορούν] να λαμβάνουν αποφάσεις που ενδέχεται να συγκρούονται με απόφαση την οποία σκοπεύει να λάβει η Επιτροπή κατά διαδικασία που έχει κινήσει» ( 19 ).

    53.

    Κατά την ερμηνεία που προτείνει η Επιτροπή, η εμβέλεια του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 περιορίζεται στην εφαρμογή του άρθρου 101 ή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ ή, με άλλα λόγια, στη διαπίστωση παράβασης του δικαίου του ανταγωνισμού από εθνικό δικαστήριο. Κατ’ αυτήν, η διαταγή κοινοποίησης αποδεικτικών στοιχείων που αποτελεί απλώς και μόνο διαδικαστική απόφαση δεν εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού.

    54.

    Μολονότι δεν επιθυμώ να θέσω υπό αμφισβήτηση την ερμηνεία της Επιτροπής και το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει, τάσσομαι υπέρ μιας κάπως διαφοροποιημένης ερμηνείας. Συγκεκριμένα τόσο, αφενός, η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ όσο και, αφετέρου, ο σκοπός της αποτελεσματικής και ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης και η γενική αρχή της ασφάλειας δικαίου που επαναλαμβάνονται επίσης στο άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 ( 20 ) επιβάλλουν, κατά τη γνώμη μου, στο εθνικό δικαστήριο να λάβει υπόψη την εκκρεμούσα ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία κατά τη λήψη κάθε απόφασης ή μέτρου στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικής με αγωγή αποζημίωσης, ιδίως όταν η εν λόγω απόφαση ή το εν λόγω μέτρο αφορά, έστω ειδικώς, τη διαπίστωση της ύπαρξης παράβασης του δικαίου του ανταγωνισμού.

    55.

    Συναφώς επισημαίνω ότι, προκειμένου το εθνικό δικαστήριο να διατάξει την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων κατόπιν αιτήματος προσώπου που ισχυρίζεται ότι είναι θύμα παράβασης, πρέπει να θεμελιώνεται το παραδεκτό της αξίωσης αποζημίωσης, για τους σκοπούς της οποίας ζητείται η εν λόγω κοινοποίηση ( 21 ).

    56.

    Το συμφέρον για την αποφυγή έκδοσης αντικρουόμενων αποφάσεων, το οποίο προκύπτει από τη βούληση διασφάλισης της συνεπούς εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού και της γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου, κατ’ αρχήν, δεν κλονίζεται όταν εθνικό δικαστήριο διατάσσει την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων για τους σκοπούς διαδικασίας σχετικής με αγωγή αποζημίωσης η οποία ανεστάλη λόγω της κίνησης διαδικασίας από την Επιτροπή ( 22 ).

    57.

    Συγκεκριμένα, από τις αποφάσεις Gasorba κ.λπ. ( 23 ) και Groupe Canal + κατά Επιτροπής ( 24 ) προκύπτει ότι, όταν η Επιτροπή, αφενός, «σκοπεύει να εκδώσει απόφαση με την οποία να απαιτεί την παύση μιας παράβασης» και, αφετέρου, εκδίδει απόφαση δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, που καθιστά υποχρεωτικές τις δεσμεύσεις για τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν να εκδώσουν, για τις εν λόγω συμπεριφορές, «αρνητικές» αποφάσεις που διαπιστώνουν ότι δεν συντρέχει παράβαση των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ. Η έκδοση διαταγής κοινοποίησης αποδεικτικών στοιχείων, κατόπιν διαπιστώσεως του παραδεκτού της αξίωσης αποζημίωσης για τους σκοπούς της οποίας ζητείται η εν λόγω κοινοποίηση, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με «αρνητική» απόφαση λόγω του γεγονότος ότι η Επιτροπή συνεχίζει τη διαδικασία της και επιδιώκει να εξακριβώσει αν συντρέχει παράβαση των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ.

    58.

    Εξάλλου, από την απόφαση Masterfoods και HB ( 25 ) προκύπτει ότι, όταν, «προκειμένου να αποφευχθεί η λήψη αποφάσεως αντίθετης με την απόφαση της Επιτροπής», εθνικό δικαστήριο αναστέλλει τη διαδικασία, διότι η επίλυση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του εξαρτάται από το κύρος της σχετικής με το άρθρο 101 ή το άρθρο 102 ΣΛΕΕ απόφασης της Επιτροπής, κατά της οποίας ο αποδέκτης της εν λόγω απόφασης άσκησε προσφυγή ακυρώσεως, «[το εθνικό δικαστήριο] υποχρεούται να εξετάσει αν είναι αναγκαίο να διατάξει προσωρινά μέτρα, προκειμένου να διασφαλίσει τα συμφέροντα των διαδίκων μέχρι την έκδοση της τελειωτικής του αποφάσεως». Κατά μείζονα λόγο, ελλείψει αποφάσεως της Επιτροπής, το συμφέρον για την αποφυγή έκδοσης αντικρουόμενων αποφάσεων δεν μπορεί να εμποδίσει το εθνικό δικαστήριο που αναστέλλει τη διαδικασία του, λόγω κίνησης διαδικασίας από το εν λόγω θεσμικό όργανο, να κρίνει ότι θεμελιώθηκε το παραδεκτό της αξίωσης αποζημίωσης και να διατάξει την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων.

    59.

    Επομένως, όταν αποφασίζει να διατάξει την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων για τους σκοπούς διαδικασίας σχετικής με αγωγή αποζημίωσης που ανεστάλη λόγω της κίνησης διαδικασίας από την Επιτροπή, το εθνικό δικαστήριο δεν εκδίδει, κατ’ αρχήν, απόφαση η οποία ενδέχεται να συγκρούεται με απόφαση την οποία σκοπεύει να λάβει η Επιτροπή στην εν λόγω διαδικασία κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003.

    60.

    Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/104 έχει την έννοια ότι δεν εμποδίζει εθνικό δικαστήριο να διατάξει την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων για τους σκοπούς εθνικής διαδικασίας σχετικής με αγωγή αποζημίωσης που αφορά παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού, ακόμη και όταν εκκρεμεί ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία σχετική με την εν λόγω παράβαση με σκοπό την έκδοση απόφασης δυνάμει του κεφαλαίου III του κανονισμού 1/2003, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της εθνικής διαδικασίας.

    2.   Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

    61.

    Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο είναι σκόπιμο να εξεταστεί πριν από το δεύτερο, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η αναστολή της διαδικασίας από εθνική αρχή ανταγωνισμού, με την αιτιολογία ότι η Επιτροπή κίνησε διαδικασία δυνάμει του κεφαλαίου III του κανονισμού 1/2003, μπορεί να θεωρηθεί ως περάτωση της εν λόγω διαδικασίας «με την έκδοση απόφασης ή με άλλο τρόπο», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 5, της οδηγίας 2014/104.

    62.

    Υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 5, της οδηγίας 2014/104, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να διατάξουν την κοινοποίηση των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στον γκρίζο κατάλογο, μόνον εφόσον η αρχή ανταγωνισμού έχει περατώσει τις διαδικασίες της με την έκδοση απόφασης ή με άλλο τρόπο. Στην αιτιολογική σκέψη 25 της οδηγίας αυτής διευκρινίζεται ότι η περάτωση της διαδικασίας προκύπτει από την έκδοση, για παράδειγμα, απόφασης δυνάμει του άρθρου 5 του κανονισμού 1/2003 ( 26 ), «εξαιρέσει των αποφάσεων λήψης προσωρινών μέτρων».

    63.

    Δυνάμει του άρθρου 5, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003, οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού μπορούν να εκδίδουν αποφάσεις για την παύση της παράβασης, τη λήψη προσωρινών μέτρων, την αποδοχή ανάληψης δεσμεύσεων και την επιβολή προστίμου, χρηματικής ποινής ή κάθε άλλης κύρωσης προβλεπόμενης από την εθνική νομοθεσία τους. Κατά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 5, εάν οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού διαπιστώσουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν στη διάθεσή τους, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις μιας απαγόρευσης, δύνανται να αποφανθούν ότι δεν συντρέχει λόγος δράσης από μέρους τους ( 27 ). Επομένως, με την επιφύλαξη των προσωρινών μέτρων και εν αντιθέσει προς αυτά, το άρθρο 5, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού αφορά αποφάσεις που εκδίδονται όταν οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού κρίνουν ότι, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που συνέλεξαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, μπορούν ή πρέπει να αποφανθούν επί της εν λόγω διαδικασίας και να την περατώσουν.

    64.

    Τούτου λεχθέντος, το αιτούν δικαστήριο φαίνεται ότι δίνει έμφαση, όσον αφορά την έκδοση απόφασης περάτωσης της διαδικασίας, στην εναλλακτική δυνατότητα που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 5, της οδηγίας 2014/104, ήτοι στην περάτωση της διαδικασίας «με άλλο τρόπο».

    65.

    Συναφώς, παρατηρώ ότι η αρχική πρόταση οδηγίας ( 28 ) προέβλεπε, σε μια από τις διατάξεις της, ότι η κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων που εμπίπτουν στον γκρίζο κατάλογο μπορεί να διαταχθεί «μόνον εφόσον μια αρχή ανταγωνισμού έχει περατώσει τις διαδικασίες της ή έχει λάβει απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 5 του κανονισμού αριθ. 1/2003 ή στο κεφάλαιο III του κανονισμού αριθ. 1/2003» ( 29 ).

    66.

    Η διατύπωση της διάταξης αυτής αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες. Ειδικότερα, από το σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ( 30 ) προκύπτει ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο επιδίωξε να τροποποιήσει την ως άνω διατύπωση προκειμένου να αντικατοπτρίζει, με ευρύτερους όρους, την ιδέα ότι η κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων που εμπίπτουν στον γκρίζο κατάλογο μπορεί να διαταχθεί μόνον εφόσον η αρχή ανταγωνισμού έχει περατώσει τις διαδικασίες της «καθ’ οποιονδήποτε τρόπο».

    67.

    Τελικώς, η διατύπωση της διάταξης ως είχε στην αρχική πρόταση επαναλήφθηκε στην αιτιολογική σκέψη 25 της οδηγίας 2014/104, με τη διευκρίνιση ότι πρόκειται για παράδειγμα («περάτωση των διαδικασιών της αρχής ανταγωνισμού, λ.χ. με την έκδοση απόφασης δυνάμει του άρθρου 5 ή του κεφαλαίου ΙΙΙ του [κανονισμού 1/2003]») ( 31 ).

    68.

    Ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι η ιδέα του σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος του Κοινοβουλίου φαίνεται ότι ενέπνευσε το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 5, της οδηγίας 2014/104 («έχει περατώσει τις διαδικασίες της με την έκδοση απόφασης ή με άλλο τρόπο»), χωρίς να μεταβληθεί, στην πραγματικότητα, η έννοια της αρχικής πρότασης της Επιτροπής («εφόσον μια αρχή ανταγωνισμού έχει περατώσει τις διαδικασίες της ή έχει λάβει απόφαση […]»). Η πρόθεση ήταν απλώς και μόνο να αποσαφηνιστεί ότι και οι αποφάσεις που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 5 του κανονισμού 1/2003 «περατώνουν», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής, τη διαδικασία εθνικής αρχής ανταγωνισμού.

    69.

    Επομένως, όταν στην οδηγία 2014/104 γίνεται λόγος για περάτωση της διαδικασίας «με την έκδοση απόφασης ή με άλλο τρόπο», πρόκειται για μέτρα τα οποία, όσον αφορά την ουσία και τον σκοπό τους, λαμβάνονται όταν μια εθνική αρχή ανταγωνισμού αποφασίζει ότι, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που συνέλεξε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, μπορεί ή πρέπει να αποφανθεί και να ολοκληρώσει («περατώσει») την εν λόγω διαδικασία. Συνεπώς, η αναστολή της διαδικασίας εκ μέρους εθνικής αρχής ανταγωνισμού δεν μπορεί να εξομοιωθεί με περάτωση της διαδικασίας από την εν λόγω αρχή «με άλλο τρόπο».

    70.

    Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά την αναστολή της διαδικασίας εκ μέρους εθνικής αρχής ανταγωνισμού λόγω κίνησης διαδικασίας από την Επιτροπή.

    71.

    Συγκεκριμένα επισημαίνεται, όπως έπραξε και η Ελληνική Κυβέρνηση, ότι, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003 ( 32 ), η κίνηση διαδικασίας από την Επιτροπή δεν στερεί, κατά τρόπο μόνιμο και οριστικό, τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού από τη δυνατότητα να εφαρμόσουν την εθνική νομοθεσία περί ανταγωνισμού. Η εν λόγω αρμοδιότητά τους αποκαθίσταται αφ’ ης στιγμής περατώνεται η διαδικασία την οποία κίνησε η Επιτροπή ( 33 ). Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών διατηρούν την εξουσία δράσης τους στο πλαίσιο τόσο του ενωσιακού όσο και του εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού, ακόμη και όταν η Επιτροπή από την πλευρά της έχει ήδη λάβει απόφαση, υπό την προϋπόθεση ότι δεν λαμβάνουν αποφάσεις που συγκρούονται με την απόφαση την οποία έχει εκδώσει η Επιτροπή ( 34 ).

    72.

    Η τελεολογική ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 5, της οδηγίας 2014/104 συνηγορεί υπέρ της ερμηνείας που προτάθηκε στο σημείο 69 των παρουσών προτάσεων.

    73.

    Στην αιτιολογική σκέψη 25, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2014/104 επισημαίνεται ο λόγος ύπαρξης της χρονικής προστασίας των αποδεικτικών στοιχείων που εμπίπτουν στον γκρίζο κατάλογο: «Θα πρέπει να ισχύει απαλλαγή από την υποχρέωση κοινοποίησης η οποία, αν πραγματοποιούνταν, θα επηρέαζε αδικαιολόγητα την έρευνα που διενεργείται από μια αρχή ανταγωνισμού με αντικείμενο την παράβαση του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού».

    74.

    Συναφώς, αφενός, η διαδικασία της Επιτροπής, λόγω της οποίας ανεστάλη η διαδικασία της τσεχικής αρχής ανταγωνισμού, βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Είναι, επομένως, και το συμφέρον της διαδικασίας ενώπιον του εν λόγω θεσμικού οργάνου το οποίο, σύμφωνα με τη λογική που διέπει το άρθρο 6, παράγραφος 5, της οδηγίας 2014/104, μπορεί να θιγεί από την κοινοποίηση των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στον φάκελο της τσεχικής αρχής ανταγωνισμού. Η διαδικασία που κίνησε η εν λόγω αρχή αφορά τις ίδιες παραβάσεις με εκείνες που εξετάζει η Επιτροπή. Αφετέρου, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η αρμοδιότητα της εν λόγω αρχής μπορεί, θεωρητικώς, να αποκατασταθεί, το συμφέρον της διαδικασίας της παραμένει βάσιμος λόγος για την παροχή χρονικής προστασίας στα αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στον φάκελο της εθνικής αρχής.

    75.

    Ως εκ τούτου, το άρθρο 6, παράγραφος 5, της οδηγίας 2014/104 έχει την έννοια ότι η εκ μέρους εθνικής αρχής ανταγωνισμού αναστολή της διαδικασίας της για τον λόγο ότι η Επιτροπή κίνησε διαδικασία, δυνάμει του κεφαλαίου III του κανονισμού 1/2003, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως περάτωση, από την εθνική αρχή ανταγωνισμού, της διαδικασίας της «με την έκδοση απόφασης ή με άλλο τρόπο», κατά την έννοια της διάταξης αυτής.

    3.   Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

    76.

    Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 5, παράγραφος 8, και το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 9, της οδηγίας 2014/104 αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία περιορίζει προσωρινά, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής, την κοινοποίηση όλων των πληροφοριών που «υποβλήθηκαν» για τους σκοπούς της διαδικασίας που κίνησε η αρχή ανταγωνισμού και όχι μόνον των πληροφοριών που «συγκεντρώθηκαν» ειδικά για τον σκοπό αυτό.

    77.

    Συγκεκριμένα, μολονότι το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, όπως έχει διατυπωθεί, φαίνεται να αφορά μόνο την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφοι 5 και 9, της οδηγίας 2014/104, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατά τη διατύπωση της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, αν η οδηγία αυτή αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που διευρύνει το πεδίο των πληροφοριών των οποίων η κοινοποίηση εξαιρείται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον της αρχής ανταγωνισμού. Η διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών όσον αφορά τη μεταφορά των άρθρων 5 και 6 της εν λόγω οδηγίας στο εθνικό δίκαιο οριοθετείται μέσω του άρθρου 5, παράγραφος 8, της ίδιας οδηγίας. Εκτιμώ, επομένως, ότι είναι αναγκαία η αναδιατύπωση του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος και η επέκταση του περιεχομένου του ούτως ώστε να περιληφθεί και η τελευταία αυτή διάταξη.

    78.

    Εξάλλου, χάριν σαφήνειας, είναι αληθές ότι στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα γίνεται μνεία στις «πληροφορίες τις οποίες ο μετέχων στη διαδικασία υποχρεούται να δημιουργεί και να αποθηκεύει (ή δημιουργεί και αποθηκεύει) δυνάμει άλλων νομοθετικών διατάξεων και ανεξαρτήτως της διαδικασίας λόγω παράβασης του δικαίου του ανταγωνισμού». Εντούτοις, από την εν λόγω διατύπωση («ακόμη και όταν πρόκειται»), ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως ( 35 ), προκύπτει ότι η εν λόγω μνεία είναι απλώς ενδεικτική των αποδεικτικών στοιχείων που αφορά το προδικαστικό ερώτημα.

    79.

    Προτού αναλύσω το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα όπως αναδιατυπώθηκε, πρέπει να εξετάσω αν είναι παραδεκτό, πράγμα το οποίο αμφισβήτησε η České dráhy.

    α)   Επί του παραδεκτού του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

    80.

    Η České dráhy υποστηρίζει ότι το συγκεκριμένο ερώτημα είναι πρόωρο και υποθετικό διότι, έως τώρα, τα τσεχικά δικαστήρια δεν έχουν αποφανθεί ως προς το ζήτημα αν τα έγγραφα που αποτελούν αντικείμενο του αιτήματος κοινοποίησης εγγράφων είχαν συγκεντρωθεί ειδικά για τη διαδικασία ενώπιον της τσεχικής αρχής ανταγωνισμού ή για τη διαδικασία που διεξάγει η Επιτροπή.

    81.

    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι τα ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης είναι κατά τεκμήριο λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει αίτηση εθνικού δικαστηρίου για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που του είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί.

    82.

    Από την απάντηση που θα δώσει το Δικαστήριο στο εν λόγω ερώτημα θα εξαρτηθεί, όμως, ο προσδιορισμός των αποδεικτικών στοιχείων που εμπίπτουν στον λευκό κατάλογο και που, ενδεχομένως, μπορούν να κοινοποιηθούν ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η τσεχική αρχή ανταγωνισμού δεν έχει περατώσει τη διαδικασία της. Ως εκ τούτου, το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτό.

    β)   Επί της ουσίας

    83.

    Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/104, στον γκρίζο κατάλογο δεν εμπίπτουν όλες οι πληροφορίες που υποβάλλονται για τους σκοπούς της διαδικασίας αυτής, όπως προϋποθέτει το γράμμα των τσεχικών διατάξεων περί μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας, αλλά μόνον οι πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν ειδικά για τους σκοπούς της διαδικασίας ενώπιον της αρχής ανταγωνισμού.

    84.

    Πράγματι, από το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/104, σε συνδυασμό με την αιτιολογική της σκέψη 25 ( 36 ), προκύπτει ότι η προσωρινή προστασία που παρέχεται δυνάμει της πρώτης διάταξης δεν αφορά κάθε πληροφορία που υποβλήθηκε ειδικά, αυτοβούλως ή κατόπιν αιτήματος της αρχής ανταγωνισμού, για τους σκοπούς της εν λόγω διαδικασίας, αλλά μόνον τις πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν ειδικά για τους σκοπούς διαδικασίας που κίνησε η εν λόγω αρχή.

    85.

    Το εν λόγω συμπέρασμα της γραμματικής ερμηνείας επιρρωννύεται από τις εκτιμήσεις που προκύπτουν από τη συστηματική ερμηνεία.

    86.

    Πρώτον, κατ’ αρχάς, το άρθρο 6, παράγραφος 9, της οδηγίας 2014/104, το οποίο αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που εμπίπτουν στον λευκό κατάλογο, ορίζει ότι η κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων τα οποία βρίσκονται στον φάκελο αρχής ανταγωνισμού και δεν εμπίπτουν στον γκρίζο ή στον μαύρο κατάλογο μπορεί να διαταχθεί ανά πάσα στιγμή στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης. Εν συνεχεία, στην αιτιολογική σκέψη 28 της οδηγίας αυτής, στην οποία διευκρινίζεται το κανονιστικό περιεχόμενο της ως άνω διάταξης, χρησιμοποιείται η φράση «αποδεικτικών στοιχείων που υφίστανται ανεξάρτητα από τις διαδικασίες της αρχής ανταγωνισμού (“πληροφορίες που ήδη υπάρχουν”)» για αποδεικτικά στοιχεία διαφορετικά από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6, παράγραφοι 5 και 6, της ίδιας οδηγίας. Πρόκειται, επομένως, για κάθε αποδεικτικό στοιχείο του οποίου η κοινοποίηση δεν απαγορεύεται αυτομάτως από την εν λόγω οδηγία, επειδή εμπίπτει στον γκρίζο ή στον μαύρο κατάλογο, λόγω του συμφέροντος δημόσιας επιβολής του δικαίου του ανταγωνισμού. Τέλος, το άρθρο 2, σημείο 17, της ίδιας οδηγίας ορίζει τις «προϋπάρχουσες πληροφορίες» ως «αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν ανεξάρτητα από τη διαδικασία αρχής ανταγωνισμού, ασχέτως αν περιλαμβάνονται στον φάκελο αρχής ανταγωνισμού». Από τον ορισμό αυτό, και ιδίως από το τελευταίο σκέλος του, προκύπτει ότι και τα αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται σε τέτοιο φάκελο μπορεί να εμπίπτουν στον λευκό κατάλογο ( 37 ). Ειδικότερα, οι πληροφορίες τις οποίες ο μετέχων στη διαδικασία υποχρεούται να δημιουργεί και να αποθηκεύει (ή δημιουργεί και αποθηκεύει) δυνάμει άλλων νομοθετικών διατάξεων και ανεξαρτήτως της διαδικασίας λόγω παράβασης του δικαίου του ανταγωνισμού συνιστούν, κατ’ εξοχήν, προϋπάρχουσες πληροφορίες και τα εθνικά δικαστήρια δύνανται, κατ’ αρχήν, να διατάσσουν ανά πάσα στιγμή την κοινοποίησή τους.

    87.

    Δεύτερον, απηχώντας την άποψη ότι, αφενός, πρέπει η προστασία που παρέχεται στα αποδεικτικά στοιχεία που εμπίπτουν στον γκρίζο και στον μαύρο κατάλογο να περιορίζεται στις περιπτώσεις στις οποίες αυτή είναι όντως αναγκαία και, επομένως, κατάλληλη από την άποψη των σκοπών της οδηγίας 2014/104, και ότι, αφετέρου, πρέπει να επιτρέπεται ευλόγως ευρεία πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία, το άρθρο 6, παράγραφος 8, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι, εάν μέρος μόνο του αποδεικτικού στοιχείου που ζητήθηκε εμπίπτει στον μαύρο κατάλογο («καλύπτεται από την παράγραφο 6»), τα υπόλοιπα μέρη του, αναλόγως της κατηγορίας στην οποία εμπίπτουν, κοινοποιούνται σύμφωνα με τις σχετικές παραγράφους του άρθρου 8 της εν λόγω οδηγίας ( 38 ).

    88.

    Το άρθρο 5, παράγραφος 8, της οδηγίας 2014/104 επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν κανόνες που οδηγούν σε ευρύτερη κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 7 του άρθρου αυτού και του άρθρου 6 της ίδιας οδηγίας.

    89.

    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, ενώ το άρθρο 5 της οδηγίας 2014/104 βασίζεται στην αρχή της ελάχιστης εναρμόνισης, το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής συνιστά αντικείμενο πλήρους εναρμόνισης. Επομένως, αφενός, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να διαφοροποιήσουν, κατά τη μεταφορά της συγκεκριμένης οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα αποδεικτικά στοιχεία χαρακτηρίζονται ως εμπίπτοντα στον γκρίζο, μαύρο ή λευκό κατάλογο («με την επιφύλαξη […] του άρθρου 6») ( 39 ). Αφετέρου, για να χρησιμοποιήσω τη διατύπωση του αιτούντος δικαστηρίου, η αναγνώριση στα κράτη μέλη της ευχέρειας διεύρυνσης του πεδίου των πληροφοριών που εμπίπτουν στον γκρίζο κατάλογο θα περιόριζε, κατά τη γνώμη μου, ακόμη περισσότερο την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων, αντιθέτως προς τη λογική που διέπει το άρθρο 5, παράγραφος 8, της εν λόγω οδηγίας.

    90.

    Επομένως, το άρθρο 5, παράγραφος 8, και το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 9, της οδηγίας 2014/104 έχουν την έννοια ότι οι διατάξεις αυτές αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία περιορίζει προσωρινά, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής, όχι μόνο την κοινοποίηση των πληροφοριών που «συγκεντρώθηκαν» ειδικά για τη διαδικασία που κίνησε η αρχή ανταγωνισμού, αλλά και όλων των πληροφοριών που «υποβλήθηκαν» για τον σκοπό αυτό.

    91.

    Χάριν πληρότητας, υπενθυμίζεται ότι, κατά την εφαρμογή του εσωτερικού δικαίου που χρησιμοποιεί όρους πανομοιότυπους με τους όρους οδηγίας ή διαφορετικούς από αυτούς, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να το ερμηνεύουν, κατά το μέτρο του δυνατού, με γνώμονα το γράμμα και τον σκοπό της επίμαχης οδηγίας, προκειμένου να επιτυγχάνεται το επιδιωκόμενο με αυτήν αποτέλεσμα ( 40 ).

    4.   Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

    α)   Η αναδιατύπωση του προδικαστικού ερωτήματος

    92.

    Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο προτείνω να αναδιατυπωθεί για τους λόγους που προεκτέθηκαν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 5, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/104, έχει την έννοια ότι δεν εμποδίζει ένα εθνικό δικαστήριο να αποφανθεί σχετικά με την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων και να διατάξει τη θέση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων υπό δικαστική μεσεγγύηση, αναβάλλοντας την εξέταση του ζητήματος αν αυτά περιέχουν «πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από φυσικό ή νομικό πρόσωπο ειδικά για τη διαδικασία αρχής ανταγωνισμού», κατά την έννοια της δεύτερης ως άνω διάταξης, στον χρόνο κατά τον οποίο το εν λόγω δικαστήριο θα έχει πρόσβαση στα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία.

    93.

    Μολονότι στο τέταρτο ερώτημα γίνεται ρητή μνεία στην κατ’ αναλογίαν εφαρμογή της εθνικής διάταξης περί μεταφοράς του άρθρου 6, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/104 στα αποδεικτικά στοιχεία που ενδεχομένως εμπίπτουν στον γκρίζο κατάλογο, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, εντούτοις, ότι με το ερώτημα αυτό ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων, η οποία ρυθμίζεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, προκειμένου να εκτιμήσει αν τα στοιχεία αυτά περιέχουν «πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από φυσικό ή νομικό πρόσωπο ειδικά για τη διαδικασία αρχής ανταγωνισμού», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας.

    94.

    Εξάλλου, το νομικό ζήτημα που εγείρεται με το ερώτημα αυτό ανάγεται στη διάταξη της 29ης Νοεμβρίου 2019. Συναφώς, οφείλω να παρατηρήσω ότι τα μέτρα που έλαβε το δικαστήριο αυτό δεν αντιστοιχούν απολύτως στον μηχανισμό που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/104 ( 41 ). Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή προβλέπει έναν μηχανισμό προηγούμενης εξακρίβωσης του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων που ενδεχομένως εμπίπτουν στον μαύρο κατάλογο. Δυνάμει της εν λόγω διάταξης, ο ενάγων μπορεί να υποβάλει αιτιολογημένη αίτηση και να ζητήσει να έχει πρόσβαση το εθνικό δικαστήριο στα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία, με μοναδικό σκοπό να εξασφαλίσει ότι το περιεχόμενό τους επιβάλλει να θεωρηθούν ως στοιχεία που εμπίπτουν στον μαύρο κατάλογο. Εντούτοις, εν προκειμένω, δεν υποβλήθηκε τέτοια αίτηση από τον ενάγοντα. Επιπλέον, η κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων διατάχθηκε συγχρόνως με τα μέτρα βάσει των οποίων μπορεί να εξακριβωθεί αν τα αποδεικτικά στοιχεία περιέχουν πληροφορίες που εμπίπτουν στον γκρίζο κατάλογο.

    95.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, δεν έχει σημασία, όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που ενδεχομένως εμπίπτουν στον γκρίζο κατάλογο, αν επιτρέπεται ή όχι η κατ’ αναλογίαν εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/104 υπό το κράτος της εν λόγω οδηγίας. Αντιθέτως, είναι αναγκαία η ερμηνεία της εν λόγω οδηγίας προκειμένου το αιτούν δικαστήριο να μπορέσει να εξακριβώσει αν η προσέγγιση που ακολούθησε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο συνάδει με την οδηγία αυτή. Το προδικαστικό ερώτημα πρέπει, συνεπώς, να αναδιατυπωθεί όπως εκτέθηκε στο σημείο 92 των παρουσών προτάσεων.

    96.

    Σε συνάρτηση με την εν λόγω αναδιατύπωση, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της České dráhy ότι το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα είναι υποθετικό, διότι το πρωτοβάθμιο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν εφάρμοσαν, ούτε κατ’ αναλογίαν, την εθνική διάταξη περί μεταφοράς του άρθρου 6, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/104.

    β)   Ανάλυση

    97.

    Οφείλω να παρατηρήσω, κατ’ αρχάς, ότι η αρχική πρόταση της οδηγίας 2014/104 δεν προέβλεπε μηχανισμό προηγούμενης εξακρίβωσης όπως ο προβλεπόμενος στο άρθρο 6, παράγραφος 7, της οδηγίας αυτής. Φαίνεται δε ότι ο εν λόγω μηχανισμός ανάγεται σε τροπολογία η οποία συζητήθηκε στο πλαίσιο του σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος του Κοινοβουλίου. Εν αντιθέσει, όμως, προς τη λύση που επιλέχθηκε στην εν λόγω οδηγία, φαίνεται ότι σκοπός της σχετικής τροπολογίας ήταν να επιτρέπει στα εθνικά δικαστήρια να έχουν πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στον φάκελο αρχής ανταγωνισμού και να τα εξετάζουν. Η εν λόγω δυνατότητα αφορούσε όχι μόνον τα αποδεικτικά στοιχεία που ενδεχομένως εμπίπτουν στον μαύρο κατάλογο, αλλά και εκείνα που ενδεχομένως εμπίπτουν στον γκρίζο κατάλογο ( 42 ).

    98.

    Τίθεται, επομένως, το ζήτημα αν η μη παροχή της δυνατότητας αυτής, με την οδηγία 2014/104, όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που ενδεχομένως εμπίπτουν στον γκρίζο κατάλογο σημαίνει αυτομάτως ότι η προσέγγιση που ακολούθησε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης. Συναφώς πρέπει να ληφθούν υπόψη το είδος εναρμόνισης στο οποίο βασίζεται το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας και οι εξουσίες που αυτή αναγνωρίζει στα εθνικά δικαστήρια όσον αφορά την πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στον φάκελο αρχής ανταγωνισμού.

    1) Το είδος εναρμόνισης

    99.

    Το άρθρο 6 της οδηγίας 2014/104 βασίζεται σε πλήρη εναρμόνιση ( 43 ). Όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που ενδέχεται να εμπίπτουν στον γκρίζο κατάλογο, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν προέβλεψε μηχανισμό προηγούμενης εξακρίβωσης όπως ο προβλεπόμενος στο άρθρο 6, παράγραφος 7, της οδηγίας αυτής. Υπενθυμίζεται εντούτοις ότι, εν προκειμένω, δεν πρόκειται για κατ’ αναλογίαν ή/και κατ’ επέκταση εφαρμογή της διάταξης αυτής σε τέτοιου είδους αποδεικτικά στοιχεία.

    100.

    Επομένως, για να διαπιστωθεί αν η πλήρης εναρμόνιση συνιστά εμπόδιο στην προσέγγιση που ακολούθησε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν αρκεί η παραπομπή στο γράμμα του άρθρου 6 της οδηγίας 2014/104. Κατά τη γνώμη μου, για να οριοθετηθεί η πλήρης εναρμόνιση την οποία επιδίωκε ο νομοθέτης της Ένωσης με την εν λόγω διάταξη, πρέπει να ληφθούν επίσης υπόψη το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή και οι λόγοι που ώθησαν τον νομοθέτη της Ένωσης να εναρμονίσει πλήρως τα ζητήματα που καλύπτονται από αυτήν.

    101.

    Κατά την αιτιολογική σκέψη 21 της οδηγίας 2014/104, «[γ]ια την αποτελεσματική και συνεπή εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ από την Επιτροπή και τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού, απαιτείται κοινή προσέγγιση σε ολόκληρη την Ένωση σχετικά με την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων τα οποία περιλαμβάνονται στον φάκελο αρχής ανταγωνισμού» και «[η] κοινοποίηση των αποδεικτικών στοιχείων δεν θα πρέπει να περιορίζει αδικαιολόγητα την αποτελεσματική επιβολή του δικαίου του ανταγωνισμού από τις αρχές ανταγωνισμού». Συνεπώς, ο νομοθέτης της Ένωσης προέβη σε πλήρη εναρμόνιση κυρίως χάριν του συμφέροντος της δημόσιας επιβολής του δικαίου του ανταγωνισμού.

    102.

    Όμως, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2014/104, η «ανάγκη να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της δημόσιας επιβολής του δικαίου [του] ανταγωνισμού» είναι επίσης ένα από τα στοιχεία που οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τα εθνικά δικαστήρια όταν αξιολογούν την αναλογικότητα διαταγής κοινοποίησης πληροφοριών που περιλαμβάνονται στον φάκελο αρχής ανταγωνισμού. Επομένως, είναι ευθύνη των νομοθετών και των αρμόδιων για την εκδίκαση αγωγών αποζημίωσης εθνικών δικαστηρίων να διασφαλίζουν, ως κοινό καθήκον, ότι η κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται σε τέτοιο φάκελο δεν θέτει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών των αρχών ανταγωνισμού.

    103.

    Σε συνέχεια της λογικής αυτής, εάν το εθνικό δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει επίσης υπόψη την αναγκαιότητα αυτή, όταν αποφαίνεται σχετικά με την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στον φάκελο αρχής ανταγωνισμού, δεν μπορεί συνεπώς να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, παρά την εν λόγω εναρμόνιση, τα κράτη μέλη να μπορούν να διευκρινίσουν ή/και να διαφοροποιήσουν ορισμένες πτυχές που αφορούν τα ζητήματα που καλύπτει η εν λόγω διάταξη. Κατά τη γνώμη μου, η προσέγγιση που ακολούθησε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση αφορά μία από τις εν λόγω πτυχές.

    104.

    Εξάλλου, προβαίνοντας στην πλήρη εναρμόνιση των ζητημάτων που καλύπτει το άρθρο 6 της οδηγίας 2014/104, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν αγνόησε το συμφέρον των προσώπων που ισχυρίζονται ότι είναι θύματα παραβάσεων και την αποτελεσματικότητα της ιδιωτικής επιβολής του δικαίου του ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, η εν λόγω διάταξη ευνοεί ευλόγως την ευρεία κοινοποίηση των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στον φάκελο αρχής ανταγωνισμού και δεν εμπίπτουν στον γκρίζο και στον μαύρο κατάλογο ( 44 ). Επομένως, στο μέτρο που ευνοεί την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων τα οποία εμπίπτουν στον λευκό κατάλογο, η προσέγγιση που ακολούθησε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στη λογική αυτή.

    105.

    Χάριν σαφήνειας, επισημαίνεται ότι το άρθρο 6, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/104 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να αναγνωρίζουν ένα δικονομικό δικαίωμα στον «ενάγοντα» ο οποίος, όταν η εξαίρεση προβάλλεται βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 6, της οδηγίας αυτής, μπορεί να ζητήσει από το εθνικό δικαστήριο να έχει εκείνο πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να εξακριβώσει αν, λόγω του περιεχομένου τους, δεν πρέπει να εμπίπτουν στον μαύρο κατάλογο ( 45 ). Εντούτοις, η προσέγγιση που ακολούθησε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση δεν βασίζεται στην ύπαρξη δικαιώματος το οποίο οι πολίτες μπορούν να ασκούν συστηματικά στο πλαίσιο των διαδικασιών που αφορούν αγωγές αποζημίωσης. Εν προκειμένω, επρόκειτο για ειδική παρέμβαση του εν λόγω δικαστηρίου, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της κύριας δίκης και, πιθανώς, προκειμένου να διασφαλιστεί η πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία που εμπίπτουν στον λευκό κατάλογο. Επομένως, συντάσσομαι με την άποψη της Επιτροπής ότι, υπό το κράτος της εν λόγω οδηγίας, είναι δυνατή, σε μεμονωμένες περιπτώσεις, η εφαρμογή, βάσει του εθνικού δικαίου, προσέγγισης όπως αυτή που ακολούθησε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση.

    106.

    Τα λοιπά επιχειρήματα της České dráhy και της Επιτροπής, τα οποία αφορούν, κατ’ ουσίαν, τον ρόλο που διαδραματίζουν τα εθνικά δικαστήρια στο πλαίσιο της κοινοποίησης αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στον φάκελο αρχής ανταγωνισμού, δεν είναι ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση αυτή.

    2) Η αναγκαιότητα διατήρησης της αποτελεσματικότητας της δημόσιας επιβολής του δικαίου του ανταγωνισμού

    107.

    Είναι ασφαλώς αληθές ότι η προσέγγιση που ακολούθησε στην υπό κρίση υπόθεση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να είναι υπέρμετρα επαχθής, τόσο για το εθνικό δικαστήριο όσο και για το πρόσωπο από το οποίο ζητείται να κοινοποιήσει αποδεικτικά στοιχεία και, επομένως, ενδεχομένως για τον εναγόμενο ή για την αρχή ανταγωνισμού.

    108.

    Εντούτοις, αφενός, το εύρος των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στον φάκελο αρχής ανταγωνισμού των οποίων η κοινοποίηση μπορεί να ζητηθεί από οποιονδήποτε μετέχοντα στη διαδικασία οριοθετείται από την απαίτηση αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τέτοιου είδους αποδεικτικά στοιχεία, η εν λόγω απαίτηση πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 23 της οδηγίας 2014/104. Όπως επίσης επισημαίνεται στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη, «[η] αίτηση κοινοποίησης δεν θα πρέπει, επομένως, να θεωρείται αναλογική όταν ζητείται η γενική κοινοποίηση των εγγράφων του φακέλου μιας αρχής ανταγωνισμού που σχετίζονται με συγκεκριμένη υπόθεση ή των εγγράφων που υποβλήθηκαν από έναν διάδικο στο πλαίσιο συγκεκριμένης υπόθεσης».

    109.

    Αφετέρου, όπως προεκτέθηκε στο σημείο 102 των παρουσών προτάσεων, κατά την εξέταση της αναλογικότητας, τα εθνικά δικαστήρια λαμβάνουν υπόψη την «ανάγκη να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της δημόσιας επιβολής του δικαίου του ανταγωνισμού». Στο πνεύμα αυτό, η θεωρία εκτιμά ότι τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να μεριμνούν ώστε η κοινοποίηση εγγράφων να μην είναι υπερβολικά επαχθής για τις αρχές ανταγωνισμού ( 46 ).

    3) Η δυνατότητα εξακρίβωσης του αληθούς του ισχυρισμού ότι τα ζητούμενα αποδεικτικά στοιχεία εμπίπτουν στον γκρίζο κατάλογο

    110.

    Η České dráhy υποστηρίζει ότι, ελλείψει μηχανισμού προηγούμενης εξακρίβωσης, όπως ο προβλεπόμενος στο άρθρο 6, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/104, θα ήταν αδύνατον για το εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν είναι αληθής ο ισχυρισμός διαδίκου, στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης, ότι τα ζητούμενα αποδεικτικά στοιχεία εμπίπτουν στον μαύρο κατάλογο. Εντούτοις, κατά την České dráhy, δεν ισχύει το ίδιο όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που ενδέχεται να εμπίπτουν στον γκρίζο κατάλογο.

    111.

    Όσον αφορά, όμως, τον διάδικο που υποστηρίζει ότι τα ζητούμενα αποδεικτικά στοιχεία εμπίπτουν στον μαύρο κατάλογο, από τη διάρθρωση του άρθρου 6, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/104 συνάγεται ότι τον κύριο ρόλο στο πλαίσιο αυτό έχουν οι αρχές ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή προβλέπει, σε πρώτο στάδιο, ότι τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να ζητήσουν τη συνδρομή της αρμόδιας αρχής ανταγωνισμού. Μόνο σε δεύτερο στάδιο γίνεται μνεία στο γεγονός ότι οι συντάκτες των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων μπορούν επίσης να έχουν τη δυνατότητα να κληθούν σε ακρόαση. Εντούτοις, από το άρθρο 6, παράγραφος 7, της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι, ακόμη και όσον αφορά τον μαύρο κατάλογο, τον τελευταίο λόγο έχει το εθνικό δικαστήριο ( 47 ).

    112.

    Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, δεδομένης της μόνιμης άρνησης κοινοποίησης των αποδεικτικών στοιχείων που εμπίπτουν στον μαύρο κατάλογο, η ζημία που προκαλείται από τυχόν εσφαλμένη άρνηση να διαταχθεί η κοινοποίηση τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων είναι σαφώς πιο σοβαρή από την προκαλούμενη λόγω άρνησης να διαταχθεί η προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων που εμπίπτουν στον γκρίζο κατάλογο. Η «εσφαλμένη άρνηση» στην οποία αναφέρεται η Επιτροπή, ήτοι αυτή που προέρχεται από εθνικό δικαστήριο, μπορεί, όμως, να ανακύψει και κατά τον έλεγχο που διενεργεί το δικαστήριο αυτό στο πλαίσιο του μηχανισμού προηγούμενης εξακρίβωσης που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/104. Ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι κύριος σκοπός του εν λόγω μηχανισμού δεν είναι να διορθώνει τα σφάλματα των εθνικών δικαστηρίων, αλλά να περιορίζει τον κίνδυνο αβάσιμης άρνησης ή/και αντίρρησης εκ μέρους του προσώπου από το οποίο ζητείται να κοινοποιήσει τα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία. Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από την αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας, κατά την οποία ο εν λόγω μηχανισμός αφορά την πρόσβαση των εθνικών δικαστηρίων στα «έγγραφα για τα οποία ζητήθηκε εξαίρεση».

    113.

    Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι ακόμη και τα αποδεικτικά στοιχεία που εμπίπτουν στον μαύρο κατάλογο προστατεύονται, όχι έναντι εθνικού δικαστηρίου, αλλά έναντι του ενάγοντος και των τρίτων. Τον τελευταίο λόγο όσον αφορά τον χαρακτηρισμό τους ως «αποδεικτικών στοιχείων που εμπίπτουν στον μαύρο κατάλογο» έχει το εθνικό δικαστήριο. Κατά μείζονα λόγο, τα αποδεικτικά στοιχεία των οποίων η κοινοποίηση είναι, κατ’ αρχήν, λιγότερο επιζήμια για το συμφέρον του δημοσίου, ήτοι εκείνα που εμπίπτουν στον γκρίζο κατάλογο, δεν πρέπει να προστατεύονται κατ’ ανάγκην με αυστηρότερο τρόπο έναντι της πρόσβασης του εθνικού δικαστηρίου.

    114.

    Εν προκειμένω, η τσεχική αρχή ανταγωνισμού αντιτάχθηκε στην κοινοποίηση από την České dráhy αποδεικτικών στοιχείων τα οποία η εν λόγω αρχή «είχε στη διάθεσή της» στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, η οποία κινήθηκε το 2012, καθώς και στην κοινοποίηση των «λοιπών εγγράφων που ζήτησε η ενάγουσα», διότι συνιστούσαν, κατ’ αυτήν, «ένα ενιαίο σύνολο εγγράφων και η κοινοποίησή τους θα μπορούσε να μειώσει την αποτελεσματικότητα της πολιτικής δίωξης των παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού» ( 48 ).

    115.

    Εντούτοις, για να μπορούν να τύχουν της προσωρινής προστασίας που συνεπάγεται η υπαγωγή τους στον γκρίζο κατάλογο, τα αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να αντιστοιχούν στους ορισμούς του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/104. Όσον αφορά αίτημα στο οποίο εκτίθενται με ευλόγως αναλυτικό τρόπο τα ζητούμενα αποδεικτικά στοιχεία ( 49 ), η άρνηση ή/και η αντίρρηση στην κοινοποίησή τους δεν μπορούν να διατυπωθούν «συνολικά» ούτε να βασίζονται σε γενική εκτίμηση ότι η κοινοποίησή τους θα μπορούσε να μειώσει την αποτελεσματικότητα της πολιτικής δίωξης των παραβάσεων.

    116.

    Συγκεκριμένα, όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που δεν εμπίπτουν στους εν λόγω ορισμούς, ήτοι εκείνα που εμπίπτουν στον λευκό κατάλογο, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να προβεί το ίδιο σε αξιολόγηση στο πλαίσιο της οποίας λαμβάνει υπόψη την αναγκαιότητα διατήρησης της αποτελεσματικότητας της δημόσιας επιβολής του δικαίου του ανταγωνισμού ( 50 ). Το πρόσωπο από το οποίο ζητείται η κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων δεν μπορεί να προβεί στην εν λόγω αξιολόγηση και να υποκαταστήσει την αξιολόγηση του εθνικού δικαστηρίου. Στο πνεύμα αυτό, λαμβανομένης υπόψη της αναγκαιότητας αντιμετώπισης της ασυμμετρίας πληροφόρησης και διασφάλισης της αποτελεσματικότητας της ιδιωτικής επιβολής του δικαίου του ανταγωνισμού, αναγκαιότητα στην οποία βασίζεται η οδηγία 2014/104, το να διαθέτει το εθνικό δικαστήριο, δυνάμει της εθνικής δικονομικής νομοθεσίας, ένα μέσο που του παρέχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίζει την υπέρμετρη επίκληση της εξαίρεσης που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 5, της εν λόγω οδηγίας δεν φαίνεται να αντιβαίνει στην οδηγία αυτή. Ένα τέτοιο δικονομικό μέσο ενισχύει την πρακτική αποτελεσματικότητα των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ και συμβάλλει στην αποτελεσματικότητα της ιδιωτικής επιβολής του δικαίου του ανταγωνισμού.

    117.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 5, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/104, έχει την έννοια ότι οι διατάξεις αυτές δεν εμποδίζουν εθνικό δικαστήριο να αποφανθεί σχετικά με την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων και να διατάξει τη θέση τους υπό δικαστική μεσεγγύηση, αναβάλλοντας την εξέταση του ζητήματος αν τα στοιχεία αυτά περιέχουν «πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από φυσικό ή νομικό πρόσωπο ειδικά για τη διαδικασία αρχής ανταγωνισμού», κατά την έννοια της δεύτερης ως άνω διάταξης, στον χρόνο κατά τον οποίο το δικαστήριο αυτό θα έχει πρόσβαση στα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία.

    5.   Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

    118.

    Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο έχει υποβληθεί για την περίπτωση καταφατικής απάντησης στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν ένα εθνικό δικαστήριο μπορεί, προτού εξακριβώσει αν τα αποδεικτικά στοιχεία των οποίων διατάχθηκε η κοινοποίηση εμπίπτουν στο άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/104, να αρνηθεί την πρόσβαση του ενάγοντος και των λοιπών μερών στα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία, και δη βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής.

    119.

    Μολονότι το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στο άρθρο 5, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/104, φρονώ ότι η ερμηνεία της διάταξης αυτής δεν είναι αναγκαία προκειμένου να του δοθεί χρήσιμη απάντηση. Συγκεκριμένα, μολονότι το άρθρο 5, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής αφορά τα μέτρα που λαμβάνονται για την προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών, προς το συμφέρον διαδίκου ή τρίτου, ήτοι χάριν του «ιδιωτικού συμφέροντος», το άρθρο 6, παράγραφος 5, της εν λόγω οδηγίας αφορά την αναγκαιότητα προστασίας του συμφέροντος κατά τη δημόσια επιβολή του δικαίου του ανταγωνισμού, ήτοι του «δημοσίου συμφέροντος». Εν πάση περιπτώσει, αρκεί να ερμηνευθεί η δεύτερη ως άνω διάταξη προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα.

    120.

    Συγκεκριμένα, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/104, τα εθνικά δικαστήρια έχουν όχι μόνο το δικαίωμα, όπως προϋποθέτει το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα («αποτελεσματικά μέτρα προστασίας των εμπιστευτικών πληροφοριών που λαμβάνει το δικαστήριο ενδέχεται») ( 51 ), αλλά και την υποχρέωση να μεριμνούν ότι άλλος μετέχων στη διαδικασία δεν έχει πρόσβαση, στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας από αρχή ανταγωνισμού, στις «πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από φυσικό ή νομικό πρόσωπο ειδικά για [την εν λόγω διαδικασία]». Στο πνεύμα αυτό, εάν εθνικό δικαστήριο διατάξει την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων που ενδέχεται να εμπίπτουν στον γκρίζο κατάλογο προκειμένου να εξακριβώσει εάν όντως συντρέχει τέτοια περίπτωση, το δικαστήριο αυτό οφείλει να μεριμνήσει ώστε άλλος μετέχων στη διαδικασία να μην έχει πρόσβαση στα στοιχεία αυτά, όταν εμπίπτουν στον λευκό κατάλογο, προτού ολοκληρώσει την εν λόγω εξακρίβωση, ή, όταν εμπίπτουν στον γκρίζο κατάλογο, προτού η αρμόδια αρχή ανταγωνισμού περατώσει τη διαδικασία της.

    121.

    Επομένως, το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/104 έχει την έννοια ότι, όταν ένα εθνικό δικαστήριο αναβάλλει την εξέταση του ζητήματος αν τα αποδεικτικά στοιχεία των οποίων ζητείται η κοινοποίηση περιέχουν «πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από φυσικό ή νομικό πρόσωπο ειδικά για τη διαδικασία αρχής ανταγωνισμού», το δικαστήριο αυτό πρέπει να μεριμνά ώστε άλλος μετέχων στη διαδικασία να μην έχει πρόσβαση στα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία, όταν αυτά εμπίπτουν στον λευκό κατάλογο, προτού το δικαστήριο ολοκληρώσει την εξακρίβωση αυτή ή, όταν τα στοιχεία εμπίπτουν στον γκρίζο κατάλογο, προτού η αρμόδια αρχή ανταγωνισμού περατώσει τη διαδικασία της.

    VI. Πρόταση

    122.

    Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Nejvyšší soud (Ανώτατο Δικαστήριο, Τσεχική Δημοκρατία) ως εξής:

    1)

    Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/104/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2014, σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου του ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι δεν εμποδίζει εθνικό δικαστήριο να διατάξει την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων για τους σκοπούς εθνικής διαδικασίας σχετικής με αγωγή αποζημίωσης που αφορά παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού, ακόμη και όταν εκκρεμεί ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διαδικασία σχετική με την εν λόγω παράβαση με σκοπό την έκδοση απόφασης δυνάμει του κεφαλαίου III του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ], η οποία έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της εθνικής διαδικασίας.

    2)

    Το άρθρο 5, παράγραφος 8, και το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 9, της οδηγίας 2014/104 έχουν την έννοια ότι οι διατάξεις αυτές αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία περιορίζει προσωρινά, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής, την κοινοποίηση όλων των πληροφοριών που «υποβλήθηκαν» για τη διαδικασία που κίνησε η αρχή ανταγωνισμού, και όχι μόνο των πληροφοριών που «συγκεντρώθηκαν» ειδικά για τον σκοπό αυτό.

    3)

    Το άρθρο 6, παράγραφος 5, της οδηγίας 2014/104 έχει την έννοια ότι η εκ μέρους εθνικής αρχής ανταγωνισμού αναστολή της διαδικασίας της για τον λόγο ότι η Επιτροπή κίνησε διαδικασία, δυνάμει του κεφαλαίου III του κανονισμού 1/2003, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως περάτωση, από την εθνική αρχή ανταγωνισμού, της διαδικασίας της «με την έκδοση απόφασης ή με άλλο τρόπο», κατά την έννοια της διάταξης αυτής.

    4)

    Το άρθρο 5, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/104, έχει την έννοια ότι οι διατάξεις αυτές δεν εμποδίζουν εθνικό δικαστήριο να αποφανθεί σχετικά με την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων και να διατάξει τη θέση τους υπό δικαστική μεσεγγύηση, αναβάλλοντας την εξέταση του ζητήματος αν τα στοιχεία αυτά περιέχουν «πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από φυσικό ή νομικό πρόσωπο ειδικά για τη διαδικασία αρχής ανταγωνισμού», κατά την έννοια της δεύτερης ως άνω διάταξης, στον χρόνο κατά τον οποίο το δικαστήριο αυτό θα έχει πρόσβαση στα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία.

    5)

    Το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/104 έχει την έννοια ότι, όταν ένα εθνικό δικαστήριο αναβάλλει την εξέταση του ζητήματος αν τα αποδεικτικά στοιχεία των οποίων ζητείται η κοινοποίηση περιέχουν «πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από φυσικό ή νομικό πρόσωπο ειδικά για τη διαδικασία αρχής ανταγωνισμού», το δικαστήριο αυτό πρέπει να μεριμνά ώστε άλλος μετέχων στη διαδικασία να μην έχει πρόσβαση στα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία, όταν αυτά εμπίπτουν στον λευκό κατάλογο, προτού το δικαστήριο ολοκληρώσει την εξακρίβωση αυτή ή, όταν τα στοιχεία εμπίπτουν στον γκρίζο κατάλογο, προτού η αρμόδια αρχή ανταγωνισμού περατώσει τη διαδικασία της.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

    ( 2 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2014, σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου του ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2014, L 349, σ. 1).

    ( 3 ) Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση PACCAR (C‑163/21, EU:C:2022:286).

    ( 4 ) Η πληροφορία αυτή προκύπτει από τις παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων μερών.

    ( 5 ) Κανονισμός της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2004, L 123, σ. 18).

    ( 6 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).

    ( 7 ) Συγκεκριμένα, μολονότι, σε ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις, το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/104 παραπέμπει στα εθνικά μέτρα που τα κράτη μέλη «θεσπίζουν […] προκειμένου να συμμορφωθούν με τις ουσιαστικές διατάξεις» της εν λόγω οδηγίας, το άρθρο 22, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας μνημονεύει μόνο τα εθνικά μέτρα «εκτός από αυτά που αναφέρονται στην παράγραφο 1» της εν λόγω οδηγίας. Εντούτοις, όπως επισήμανα στις προτάσεις μου στην υπόθεση PACCAR (C‑163/21, EU:C:2022:286, σημείο 55), από τη χρονική οριοθέτηση της εφαρμογής των εν λόγω εθνικών διατάξεων συνάγεται ότι το άρθρο 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/104 αφορά τις δικονομικές διατάξεις.

    ( 8 ) Βλ. απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Cogeco Communications (C‑637/17, EU:C:2019:263, σκέψη 25).

    ( 9 ) Σε συνέχεια της συλλογιστικής αυτής, κάθε δικονομικός κανόνας μπορεί να αποδειχθεί ευνοϊκός για έναν διάδικο και μη ευνοϊκός για τον έτερο διάδικο. Ούτε το στοιχείο αυτό συνεπάγεται ότι ο κανόνας χάνει τον δικονομικό χαρακτήρα του.

    ( 10 ) Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση PACCAR (C‑163/21, EU:C:2022:286, σημείο 57).

    ( 11 ) Βλ. απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Cogeco Communications (C‑637/17, EU:C:2019:263, σκέψη 28).

    ( 12 ) Κατά το άρθρο 36 του ως άνω νόμου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μεταβατικές διατάξεις», «[ο]ι διαδικασίες αποκατάστασης ζημιών που προκλήθηκαν από τον περιορισμό του ανταγωνισμού, καθώς και οι διαδικασίες που αφορούν αίτημα διακανονισμού βάσει του παρόντος νόμου από αιτούντες που ευθύνονται αλληλεγγύως για την αποζημίωση, οι οποίες κινήθηκαν μετά την 25η Δεκεμβρίου 2014, ολοκληρώνονται βάσει του παρόντος νόμου· δεν θίγονται τα έννομα αποτελέσματα των πράξεων που τελέστηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου».

    ( 13 ) Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση PACCAR (C‑163/21, EU:C:2022:286, σημείο 89).

    ( 14 ) Υπενθυμίζεται ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων διατάχθηκε με τη διάταξη της 14ης Μαρτίου 2018 και επικυρώθηκε με τη διάταξη της 29ης Νοεμβρίου 2019. Στο διάστημα που μεσολάβησε, και δη στις 19 Δεκεμβρίου 2018, ανεστάλη η διαδικασία που αφορούσε την αγωγή αποζημίωσης.

    ( 15 ) Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση PACCAR (C‑163/21, EU:C:2022:286, σημείο 41).

    ( 16 ) Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση PACCAR (C‑163/21, EU:C:2022:286, σημείο 43).

    ( 17 ) Βλ. σημείο 46 των παρουσών προτάσεων.

    ( 18 ) Κατά την αιτιολογική σκέψη 23 της οδηγίας 2014/104, «[η] απαίτηση αναλογικότητας θα πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά όταν υπάρχει κίνδυνος να υπονομευθεί λόγω της κοινοποίησης η στρατηγική έρευνας της αρχής ανταγωνισμού με την αποκάλυψη των εγγράφων που αποτελούν μέρος του φακέλου ή να επηρεαστεί αρνητικά ο τρόπος συνεργασίας των επιχειρήσεων με τις αρχές ανταγωνισμού».

    ( 19 ) Η εν λόγω υποχρέωση απορρέει από το άρθρο 16, παράγραφος 1, πρώτη και δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 (βλ. σημείο 44 των παρουσών προτάσεων).

    ( 20 ) Κατά την αιτιολογική σκέψη 22, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003, «[σ]το πλαίσιο ενός συστήματος παράλληλων αρμοδιοτήτων και προκειμένου να διασφαλισθεί η τήρηση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της ομοιόμορφης εφαρμογής της [ενωσιακής] νομοθεσίας ανταγωνισμού, πρέπει να αποφεύγεται η έκδοση αντικρουόμενων αποφάσεων». Βλ., επίσης, απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2000, Masterfoods και HB (C‑344/98, EU:C:2000:689, σκέψη 51), η οποία κωδικοποιήθηκε στο άρθρο 16, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 [απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2020, Groupe Canal + κατά Επιτροπής (C‑132/19 P, EU:C:2020:1007, σκέψη 112)], στην οποία το Δικαστήριο κάνει λόγο για τη «συνεπ[ή] εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού και [τη] γενική αρχή της ασφάλειας δικαίου».

    ( 21 ) Βλ. άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/104.

    ( 22 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2017, Gasorba κ.λπ. (C‑547/16, EU:C:2017:891, σκέψη 29).

    ( 23 ) Απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2017 (C‑547/16, EU:C:2017:891, σκέψη 5).

    ( 24 ) Απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2020 (C‑132/19 P, EU:C:2020:1007, σκέψη 113).

    ( 25 ) Απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2000, Masterfoods και HB (C‑344/98, EU:C:2000:689, σκέψεις 57 και 58).

    ( 26 ) Μολονότι στην προμνησθείσα αιτιολογική σκέψη γίνεται επίσης μνεία σε απόφαση που εκδίδεται δυνάμει του κεφαλαίου III του κανονισμού 1/2003, το εν λόγω κεφάλαιο αφορά εντούτοις μόνο τις αποφάσεις της Επιτροπής.

    ( 27 ) Βλ. απόφαση της 3ης Μαΐου 2011, Tele2 Polska (C‑375/09, EU:C:2011:270, σκέψεις 22 και 23).

    ( 28 ) Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβιάσεις των διατάξεων της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης [COM(2013) 404 τελικό].

    ( 29 ) Βλ. άρθρο 6 της πρότασης αυτής. Ομοίως, στην αιτιολογική σκέψη 20 της εν λόγω πρότασης διευκρινιζόταν ότι τα αποδεικτικά στοιχεία μπορούν να κοινοποιηθούν μόνον αφού η αρχή ανταγωνισμού διαπιστώσει παράβαση των εθνικών ή ενωσιακών κανόνων περί ανταγωνισμού ή περατώσει με άλλον τρόπο τη διαδικασία.

    ( 30 ) Σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έγγραφο C7‑0170/2013.

    ( 31 ) Η υπογράμμιση δική μου.

    ( 32 ) Βλ. σημείο 43 των παρουσών προτάσεων.

    ( 33 ) Βλ. απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2012, Toshiba Corporation κ.λπ. (C‑17/10, EU:C:2012:72, σκέψεις 79 και 80).

    ( 34 ) Βλ. απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2012, Toshiba Corporation κ.λπ. (C‑17/10, EU:C:2012:72, σκέψεις 84 και 85).

    ( 35 ) Βλ. σημείο 77 των παρουσών προτάσεων.

    ( 36 ) Κατά την αιτιολογική σκέψη 25 της οδηγίας 2014/104, στον γκρίζο κατάλογο θεωρείται ότι εμπίπτουν, μεταξύ άλλων, «[ο]ι πληροφορίες που ετοιμάζονται από την αρχή ανταγωνισμού στο πλαίσιο των διαδικασιών της για την επιβολή του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου περί ανταγωνισμού και αποστέλλονται στους διαδίκους των εν λόγω διαδικασιών (όπως η κοινοποίηση των αιτιάσεων) ή ετοιμάζονται από διάδικο σε αυτές τις διαδικασίες (όπως οι απαντήσεις στις αιτήσεις της αρχής ανταγωνισμού για την παροχή πληροφοριών ή οι μαρτυρικές καταθέσεις)».

    ( 37 ) Το εν λόγω συμπέρασμα επιρρωννύεται από το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/104, στο οποίο γίνεται μνεία στα «αποδεικτικά στοιχεία που λαμβάνονται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο αποκλειστικά μέσω πρόσβασης στον φάκελο της αρχής ανταγωνισμού […] τα οποία δεν [εμπίπτουν στον γκρίζο ή στον μαύρο κατάλογο]».

    ( 38 ) Η εν λόγω προσέγγιση αποτυπώνεται επίσης στις αιτιολογικές σκέψεις 26 και 27 της οδηγίας 2014/104. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 26, τελευταία περίοδος, διευκρινίζεται ότι, «[π]ροκειμένου η απαλλαγή [που αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που εμπίπτουν στον μαύρο κατάλογο] να μην επηρεάζει αδικαιολόγητα το δικαίωμα αποζημίωσης των ζημιωθέντων, θα πρέπει να περιορίζεται σε αυτές τις εκούσιες και αυτοενοχοποιητικές δηλώσεις επιείκειας και τα υπομνήματα διακανονισμού». Εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 27, τελευταία περίοδος, της εν λόγω οδηγίας υπογραμμίζεται ότι «[ο]ιοδήποτε περιεχόμενο δεν εμπίπτει [στον μαύρο κατάλογο] θα μπορεί να κοινοποιείται υπό ορισμένες προϋποθέσεις». Τα αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στον γκρίζο κατάλογο όντως δεν εμπίπτουν στον μαύρο κατάλογο. Η δυνατότητα να ζητηθεί η κοινοποίησή τους, όπως και η κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων που εμπίπτουν στον λευκό κατάλογο, αποτελεί μέρος της εγγύησης ότι, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 27, πρώτη περίοδος, της ίδιας οδηγίας, «οι ζημιωθέντες εξακολουθούν να διαθέτουν επαρκείς εναλλακτικές πρόσβασης στα συναφή αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται για να προετοιμάσουν τις αγωγές τους για αποζημίωση». Βλ. επίσης, στο ίδιο πνεύμα, όσον αφορά τη δημοσίευση των αποφάσεων της Επιτροπής και τις πληροφορίες σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά της παράβασης που περιέχονται σε αυτές, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Evonik Degussa κατά Επιτροπής (C‑162/15 P, EU:C:2016:587, σημεία 204 και 205).

    ( 39 ) Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 21 της οδηγίας 2014/104, κατά την οποία, «[γ]ια την αποτελεσματική και συνεπή εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ από την Επιτροπή και τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού, απαιτείται κοινή προσέγγιση σε ολόκληρη την Ένωση σχετικά με την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων τα οποία περιλαμβάνονται στον φάκελο αρχής ανταγωνισμού».

    ( 40 ) Πρβλ. απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2012, Dominguez (C‑282/10, EU:C:2012:33, σκέψη 24).

    ( 41 ) Επιπλέον, η České dráhy υποστηρίζει ότι, στη διάταξη της 29ης Νοεμβρίου 2019, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν στηρίχθηκε στην εθνική διάταξη περί μεταφοράς του άρθρου 6, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/104, ενώ η Επιτροπή επισημαίνει, συναφώς, ότι το εν λόγω δικαστήριο στηρίχθηκε σε εθνική διάταξη περί μεταφοράς του άρθρου 5, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής.

    ( 42 ) Κατά το εν λόγω σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος, τα εθνικά δικαστήρια στα οποία υποβάλλεται αίτημα κοινοποίησης εγγράφου το οποίο περιλαμβάνεται στον φάκελο αρχής ανταγωνισμού και δεν μπορεί να παρασχεθεί με άλλον τρόπο θα μπορούσαν «να έχουν πρόσβαση και να εξετάσουν το εν λόγω έγγραφο».

    ( 43 ) Βλ. σημείο 89 των παρουσών προτάσεων.

    ( 44 ) Βλ. σημεία 87 έως 89 των παρουσών προτάσεων.

    ( 45 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας 2014/104.

    ( 46 ) Andersson, H., «The Quest for Evidence – Still an Uphill Battle for Cartel Victims?», EU Competition Litigation: Transposition and First Experiences of the New Regime, Strand, M., Bastidas Venegas, V., Iacovides. M.C. (επιμ.), Hart Publishing, Οξφόρδη, 2019, σ. 141.

    ( 47 ) Πρβλ. Chirita, A.D., «The Disclosure of Evidence Under the “Antitrust Damages” Directive 2014/104/EU», EU Competition and State Aid Rules: Public and Private Enforcement, Tomljenović, V., Bodiroga-Vukobrat, N., Butorac Malnar, V., Kunda, I. (επιμ.), Springer, Βερολίνο, 2017, σ. 156.

    ( 48 ) Βλ. σημείο 18 των παρουσών προτάσεων.

    ( 49 ) Βλ. σημείο 108 των παρουσών προτάσεων.

    ( 50 ) Βλ. σημείο 102 των παρουσών προτάσεων.

    ( 51 ) Η υπογράμμιση δική μου.

    Top