Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020TN0320

    Υπόθεση T-320/20: Προσφυγή της 27ης Μαΐου 2020 — Mainova κατά Επιτροπής

    ΕΕ C 247 της 27.7.2020, p. 38–39 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    27.7.2020   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 247/38


    Προσφυγή της 27ης Μαΐου 2020 — Mainova κατά Επιτροπής

    (Υπόθεση T-320/20)

    (2020/C 247/52)

    Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

    Διάδικοι

    Προσφεύγουσα: Mainova AG (Φρανκφούρτη, Γερμανία) (εκπρόσωπος: C. Schalast, δικηγόρος)

    Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

    Αιτήματα

    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να ακυρώσει την υπ’ αριθ. M.8871 απόφαση της καθής της 26ης Φεβρουαρίου 2019,

    να διατάξει τη συνεκδίκαση λόγω συναφείας, κατά την έννοια του άρθρου 68, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου των προσφυγών που αφορούν την ίδια απόφαση M.8871 και προς έκδοση κοινής αποφάσεως περατώνουσας τη δίκη,

    να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

    Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

    Προς στήριξη της προσφυγής η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους.

    1.

    Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται παράβαση ουσιώδους τύπου

    Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, προβάλλεται ότι η καθής υπέπεσε στην προσβαλλόμενη απόφασή της σε παράβαση ουσιώδους τύπου. Στην έννοια του ουσιώδους τύπου εμπίπτουν μεταξύ άλλων όλοι διαδικαστικοί κανόνες, οι οποίες έπρεπε να τηρηθούν κατά την κατάρτιση της επίμαχης δικαιοπραξίας. Ειδικότερα, η καθής με τη ματαίωση των δικαιωμάτων συμμετοχής της προσφεύγουσας παραβιάζει γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Ειδικότερα, ματαίωσε τις δυνατότητες έννομης προστασίας της προσφεύγουσας και παρά τον νόμο δεν της επέτρεψε να έχει πρόσβαση στα διαδικαστικά έγγραφα.

    2.

    Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται παράβαση των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου (1).

    Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, υποστηρίζεται ότι με τον τεχνητό διαχωρισμό της σχεδιαζόμενης συγκεντρώσεως η καθής παραβίασε τις Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις διατάξεις του κανονισμού για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων. Ειδικότερα, δεν τήρησε τις διαδικαστικές απαιτήσεις του δικαίου των συγκεντρώσεων και με τον τρόπο αυτό δεν συνεκτίμησε ή δεν συνεκτίμησε ορθώς κρίσιμες για την απόφαση περιστάσεις. Ειδικότερα, σε αυτές περιλαμβάνονται, ενδεικτικά η παράβλεψη του νομικού, οικονομικού και ουσιαστικού συνδέσμου του συνόλου της σχεδιαζόμενης συγκεντρώσεως, η πλάνη ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξεως ως Asset Swap, η μη συνεκτίμηση των αποτελεσμάτων επί του ανταγωνισμού από τη συμμετοχή της RWE AG στην E.ON SE ύψους 16,67 % καθώς και η εσφαλμένη εκτίμηση των αποτελεσμάτων της πράξεως επί του ανταγωνισμού.

    Ειδικότερα, η καθής παρέλειψε να προβεί σε ορθό ορισμό της αγοράς. Περαιτέρω, εκτίμησε τα αποτελέσματα της πράξεως συγκεντρώσεως στηριζόμενη σε εξουσία την οποία δεν διέθετε και, ως εκ τούτου, εκτίμησε εσφαλμένως τα παρασχεθέντα με την πράξη κίνητρα της RWE ως σκόπιμη συγκράτηση της ικανότητας παραγωγής. Ως εκ τούτου, η καθής καταλήγει στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι η συγκέντρωση, αφενός, μπορούσε να εξετασθεί χωριστά και, αφετέρου, δεν έχει αρνητικά αποτελέσματα στον κοινοτικό ανταγωνισμό.


    (1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, L 24, σ. 1).


    Top