Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020CC0415

    Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα Ćapeta της 13ης Ιανουαρίου 2022.
    Gräfendorfer Geflügel- und Tiefkühlfeinkost Produktions GmbH και F. Reyher Nchfg. GmbH & Co. KG vertr. d. d. Komplementärin Verwaltungsgesellschaft F. Reyher Nchfg. mbH κατά Hauptzollamt Hamburg και Flexi Montagetechnik GmbH & Co. KG κατά Hauptzollamt Kiel.
    Αιτήσεις του Finanzgericht Hamburg για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Τελωνειακή ένωση – Δικαίωμα προς επιστροφή και δικαίωμα προς καταβολή χρηματικών ποσών τα οποία εισπράχθηκαν ή δεν καταβλήθηκαν από κράτος μέλος κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης – Δασμοί αντιντάμπινγκ, εισαγωγικοί δασμοί, επιστροφές κατά την εξαγωγή και χρηματικές κυρώσεις – Έννοια της “παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης” – Εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή του δικαίου αυτού – Διαπίστωση από δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης ή από εθνικό δικαστήριο της υπάρξεως παραβιάσεως του εν λόγω δικαίου – Δικαίωμα προς καταβολή τόκων – Χρονικό διάστημα το οποίο καλύπτει η εν λόγω καταβολή τόκων.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-415/20, C-419/20 και C-427/20.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:14

     ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    TAMARA ĆAPETA

    της 13ης Ιανουαρίου 2022 ( 1 )

    Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑415/20, C‑419/20 και C‑427/20

    Gräfendorfer Geflügel- und Tiefkühlfeinkost Produktions GmbH (C‑415/20)

    F. Reyher Nchfg. GmbH & Co. KG vertr. d. d. Komplementärin Verwaltungsgesellschaft F. Reyher Nchfg. mbH (C‑419/20)

    κατά

    Hauptzollamt Hamburg (C‑415/20 και C‑419/20)

    και

    Flexi Montagetechnik GmbH & Co. KG

    κατά

    Hauptzollamt Kiel (C‑427/20)

    [αιτήσεις του Finanzgericht Hamburg
    (δικαστηρίου φορολογικών διαφορών Αμβούργου, Γερμανία)
    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προδικαστική παραπομπή – Επιστροφή ποσών που εισπράχθηκαν από κράτος μέλος κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης – Καταβολή τόκων – Τελωνειακή ένωση – Άρθρο 241 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 (κοινοτικός τελωνειακός κώδικας) – Άρθρο 116, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΕ) 952/2013 (ενωσιακός τελωνειακός κώδικας) – Περιορισμός της καταβολής τόκων στην περίπτωση επιστροφής τελωνειακών δασμών – Αρχή της αποτελεσματικότητας – Εθνικά μέτρα που προβλέπουν την καταβολή τόκων από τη στιγμή της κινήσεως ένδικης διαδικασίας»

    I. Εισαγωγή

    1.

    Οι τρεις υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικών αποφάσεων που υποβλήθηκαν από το Finanzgericht Hamburg (δικαστήριο φορολογικών διαφορών Αμβούργου, Γερμανία) αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης σε σχέση με τη θεσπισθείσα από τη νομολογία του Δικαστηρίου αξίωση προσώπων περί καταβολής τόκων ως μέσο έννομης προστασίας που απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης. Συνδέονται με τρεις διαφορετικές περιπτώσεις αξιώσεων καταβολής τόκων επί αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά, πρώτον, την καθυστερημένη καταβολή επιστροφών κατά την εξαγωγή γεωργικών προϊόντων και την επιστροφή των χρηματικών προστίμων που επιβλήθηκαν παρατύπως ως προς τις επιστροφές αυτές, δεύτερον, την επιστροφή δασμών αντιντάμπινγκ και, τρίτον, την επιστροφή εισαγωγικών δασμών.

    2.

    Τα ζητήματα που εγείρονται στις υπό κρίση υποθέσεις παρέχουν στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποσαφηνίσει και να αναπτύξει περαιτέρω τη νομολογία του σχετικά με την αξίωση καταβολής τόκων, και ιδίως να εξετάσει το ζήτημα σε ποιες περιπτώσεις παραβίασης του δικαίου της Ένωσης γεννάται τέτοια αξίωση συνεπεία του εν λόγω δικαίου. Επίσης, το Δικαστήριο καλείται να εξακριβώσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες δύναται να περιοριστεί η αξίωση καταβολής τόκων τόσο από το δίκαιο της Ένωσης όσο και από το εθνικό δίκαιο.

    II. Το νομικό πλαίσιο

    Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

    3.

    Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα ( 2 ), καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 450/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (εκσυγχρονισμένος τελωνειακός κώδικας) ( 3 ), ο οποίος, με τη σειρά του, καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα ( 4 ).

    4.

    Το άρθρο 241 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα ορίζει τα εξής:

    «Η εκ μέρους των τελωνειακών αρχών επιστροφή ποσών εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών καθώς και πιστωτικών τόκων ή τόκων υπερημερίας που ενδεχομένως έχουν εισπραχθεί με την ευκαιρία της πληρωμής των ποσών αυτών, δεν γεννά υποχρέωση καταβολής τόκων από τις εν λόγω αρχές. Ωστόσο, καταβάλλεται τόκος:

    όταν απόφαση που εγκρίνει αίτηση επιστροφής ποσών δασμών δεν εκτελείται μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της εν λόγω απόφασης,

    όταν αυτό προβλέπεται από διατάξεις του εθνικού δικαίου.

    […]»

    5.

    Το άρθρο 116, παράγραφος 6, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα ορίζει τα εξής:

    «Η επιστροφή δεν γεννά υποχρέωση καταβολής τόκων από τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές.

    Ωστόσο, καταβάλλεται τόκος όταν μια απόφαση που εγκρίνει την επιστροφή δεν εκτελείται εντός τριών μηνών από την ημερομηνία έκδοσής της, εκτός εάν η αδυναμία τήρησης της προθεσμίας οφείλεται σε περιστάσεις εκτός του ελέγχου των τελωνειακών αρχών.

    Στις περιπτώσεις αυτές, ο τόκος καταβάλλεται από τη λήξη της περιόδου των τριών μηνών έως την ημερομηνία επιστροφής. Το επιτόκιο καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 112.»

    Β.   Το γερμανικό δίκαιο

    6.

    Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο κρίσιμος γερμανικός νόμος είναι ο Abgabenordnung (φορολογικός κώδικας) (BGBl. 2002 I, σ. 3866), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των διαφορών των κύριων δικών (στο εξής: AO).

    7.

    Το άρθρο 3 του ΑΟ ορίζει τα εξής:

    «[…]

    (3) Οι εισαγωγικοί και εξαγωγικοί δασμοί κατά το άρθρο 5, σημεία 20 και 21, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα είναι φόροι κατά την έννοια του παρόντος νόμου. […]

    (4) “Παρεπόμενες επιβαρύνσεις φορολογικού χαρακτήρα” είναι […] οι τόκοι κατά την έννοια των άρθρων 233 έως 237, […] οι τόκοι επί των εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών κατά την έννοια του άρθρου 5, σημεία 20 και 21, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα […].

    […]»

    8.

    Το άρθρο 233 του ΑΟ ορίζει τα εξής:

    «Οι αξιώσεις από φορολογική οφειλή (άρθρο 37) επιβαρύνονται με τόκο μόνο όταν τούτο προβλέπεται από τον νόμο. […]»

    9.

    Το άρθρο 236 του ΑΟ έχει ως ακολούθως:

    «(1) Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 3, σε περίπτωση μειώσεως ή επιστροφής φόρου δυνάμει τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως, το επιστρεφόμενο ποσό προσαυξάνεται με τόκους για το διάστημα από την ημέρα ενάρξεως της εκκρεμοδικίας μέχρι την ημέρα καταβολής. […]

    […]»

    10.

    Επιπλέον, στην υπόθεση C‑415/20, η κρίσιμη νομοθεσία είναι, μεταξύ άλλων, ο Gesetz zur Durchführung der gemeinsamen Marktorganisationen und der Direktzahlungen (νόμος για την εφαρμογή της κοινής οργάνωσης των αγορών και των άμεσων ενισχύσεων, BGBl. 2017 I, σ. 3746), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς των κύριων δικών (στο εξής: MOG).

    11.

    Το άρθρο 14 του MOG ορίζει τα εξής:

    «1. Ποσά τα οποία οφείλονται ως επιστροφές παροχών ή λόγω παραβάσεως οποιασδήποτε άλλης υποχρεώσεως επιβαρύνονται με τόκο κατά το βασικό επιτόκιο πλέον πέντε ποσοστιαίων μονάδων από την ημέρα κατά την οποία καθίστανται απαιτητά. Κάθε δασμός που δεν καταβάλλεται εμπροθέσμως επιβαρύνεται με τόκο κατά το βασικό επιτόκιο πλέον πέντε ποσοστιαίων μονάδων από την ημέρα κατά την οποία καθίσταται απαιτητός. Η πρώτη και η δεύτερη περίοδος της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται υπό την επιφύλαξη των διατάξεων και των πράξεων που μνημονεύονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2.

    2. Ποσά τα οποία οφείλονται στο πλαίσιο παροχών ή παρεμβάσεως επιβαρύνονται με τόκους από την ημερομηνία κινήσεως της σχετικής ένδικης διαδικασίας, σύμφωνα με τα άρθρα 236, 238 και 239 του AO. Ειδάλλως, δεν γεννάται αξίωση καταβολής τόκων.»

    III. Πραγματικά περιστατικά, κύριες δίκες και προδικαστικά ερωτήματα

    Α.   Υπόθεση C‑415/20

    12.

    Κατά τη διάταξη περί παραπομπής, η Gräfendorfer Geflügel- und Tiefkühlfeinkost Produktions GmbH (στο εξής: Gräfendorfer) είναι γερμανική εταιρία η οποία εξάγει σφάγια πουλερικών προς τρίτες χώρες.

    13.

    Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουνίου 2012, το Hauptzollamt Hamburg (κεντρικό τελωνείο του Αμβούργου, Γερμανία) αρνήθηκε να χορηγήσει στην Gräfendorfer επιστροφές κατά την εξαγωγή με την αιτιολογία ότι τα σφάγια πουλερικών δεν είχαν ποιότητα σύμφωνη με τα συναλλακτικά ήθη, καθόσον δεν ήταν πλήρως μαδημένα ή περιείχαν μεγάλη ποσότητα παραπροϊόντων σφάγιων. Με βάση τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία ( 5 ), το κεντρικό τελωνείο του Αμβούργου επέβαλε επίσης πρόστιμα στην Gräfendorfer με την αιτιολογία ότι είχε ζητήσει μεγαλύτερη από την οφειλόμενη επιστροφή κατά την εξαγωγή.

    14.

    Συνακόλουθα, κατόπιν προσφυγών που ασκήθηκαν από άλλα πρόσωπα πλην της Gräfendorfer ( 6 ), το Finanzgericht Hamburg (δικαστήριο φορολογικών διαφορών Αμβούργου) αποφάνθηκε, επί τη βάσει της απόφασης που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 24 Νοεμβρίου 2011 στην υπόθεση Gebr. Stolle ( 7 ), ότι η παρουσία μικρού αριθμού πτίλων δεν θίγει τη χορήγηση της επιστροφής κατά την εξαγωγή και ότι επιτρέπεται να υπάρχουν στο σφάγιο το πολύ μέχρι τέσσερα τεμάχια παραπροϊόντων σφάγιων. Κατά συνέπεια, το κεντρικό τελωνείο του Αμβούργου έκανε δεκτή τη διοικητική ένσταση της Gräfendorfer, χορήγησε τις ζητηθείσες επιστροφές κατά την εξαγωγή και επέστρεψε τα επιβληθέντα πρόστιμα.

    15.

    Με επιστολή της 16ης Απριλίου 2015, η Gräfendorfer ζήτησε από το κεντρικό τελωνείο του Αμβούργου να της καταβάλει τόκους για την καθυστερημένη καταβολή των επιστροφών κατά την εξαγωγή και τα επιστραφέντα πρόστιμα. Με απόφαση που εξέδωσε στις 22 Ιουλίου 2015, το κεντρικό τελωνείο του Αμβούργου απέρριψε την εν λόγω αίτηση. Επίσης, με απόφαση που εξέδωσε στις 18 Απριλίου 2018 απέρριψε και τη διοικητική ένσταση που είχε καταθέσει η Gräfendorfer κατά της απόφασης της 22ας Ιουλίου 2015.

    16.

    Στις 23 Μαΐου 2018, η Gräfendorfer άσκησε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου βάλλοντας κατά της ως άνω απόρριψης. Προς στήριξη της προσφυγής της επικαλείται το δίκαιο της Ένωσης και το δικαίωμα καταβολής τόκων που απορρέει από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Το κεντρικό τελωνείο του Αμβούργου υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η άρνησή του, κατά τον χρόνο εκείνο, να χορηγήσει την επιστροφή κατά την εξαγωγή δεν ήταν αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης αλλά σύμφωνη με την εφαρμοστέα ενωσιακή νομοθεσία και την εθνική νομολογία· μόνο λόγω της απόφασης του Δικαστηρίου και των συνακόλουθων αποφάσεων του αιτούντος δικαστηρίου απέκτησε η Gräfendorfer το δικαίωμα να της χορηγηθεί η επιστροφή κατά την εξαγωγή και, στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να αξιώσει την καταβολή τόκων επί του διορθωμένου ποσού. Το κεντρικό τελωνείο του Αμβούργου επικαλέστηκε συναφώς την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 18 Ιανουαρίου 2017 στην υπόθεση Wortmann ( 8 ).

    17.

    Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι επί της διαφοράς της κύριας δίκης δεν έχει εφαρμογή καμία διάταξη της ενωσιακής νομοθεσίας ή του εθνικού δικαίου η οποία να καθιστά δυνατή την ευδοκίμηση της προσφυγής της Gräfendorfer για την καταβολή τόκων είτε επί της καθυστερημένης καταβολής της επιστροφής κατά την εξαγωγή είτε επί των επιστραφέντων προστίμων. Ως εκ τούτου, η έκβαση της επίδικης διαφοράς εξαρτάται από το αν οι αξιώσεις αυτές μπορούν να στηριχθούν στο δικαίωμα καταβολής τόκων που απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης, όπως αυτό καθορίζεται στη νομολογία του Δικαστηρίου.

    18.

    Δεδομένου ότι δεν είναι σαφές αν η στηριζόμενη στο δίκαιο της Ένωσης αξίωση καταβολής τόκων γεννάται σε περιπτώσεις παραβίασης του δικαίου της Ένωσης, όπως αυτή της υπό κρίση υποθέσεως, το Finanzgericht Hamburg (δικαστήριο φορολογικών διαφορών Αμβούργου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Έχουν τα κράτη μέλη υποχρέωση, βάσει του δικαίου της Ένωσης, να επιστρέφουν εντόκως δασμούς που εισπράχθηκαν κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, ακόμη και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο λόγος της επιστροφής δεν είναι μια διαπίστωση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι η νομική βάση συνιστά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, αλλά η ερμηνεία, από το Δικαστήριο, μιας κλάσεως (ή διακρίσεως) της Συνδυασμένης Ονοματολογίας;

    2)

    Μπορούν οι αναπτυχθείσες από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρχές που διέπουν την αξίωση καταβολής τόκων βάσει του δικαίου της Ένωσης να εφαρμοστούν και επί της καταβολής επιστροφών κατά την εξαγωγή, τις οποίες η αρχή ενός κράτους μέλους αρνήθηκε να καταβάλει κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης;»

    Β.   Υπόθεση C‑419/20

    19.

    Κατά τη διάταξη περί παραπομπής, η F. Reyher Nchfg. GmbH & Co. KG (στο εξής: Reyher) είναι γερμανική εταιρία η οποία εισήγαγε στην Ένωση, κατά τα έτη 2010 και 2011, συνδετήρες από εταιρία εγκατεστημένη στην Ινδονησία και η οποία είναι θυγατρική εταιρίας εγκατεστημένης στην Κίνα.

    20.

    Το κεντρικό τελωνείο του Αμβούργου εκτίμησε ότι η καταγωγή των εν λόγω συνδετήρων ήταν από την Κίνα και ότι έπρεπε, κατά την εισαγωγή τους στην Ένωση, να υπαχθούν στους προβλεπόμενους από τον κανονισμό 91/2009 ( 9 ) δασμούς αντιντάμπινγκ. Ως εκ τούτου, το 2013, το κεντρικό τελωνείο του Αμβούργου εξέδωσε διάφορες αποφάσεις επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ εις βάρος της Reyher, τους οποίους αυτή κατέβαλε. Ακολούθως, η Reyher άσκησε προσφυγή ενώπιον του Finanzgericht Hamburg (δικαστηρίου φορολογικών διαφορών Αμβούργου) προσβάλλοντας την επιβολή των εν λόγω δασμών.

    21.

    Με απόφαση της 3ης Απριλίου 2019, η οποία απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, το Finanzgericht Hamburg (δικαστήριο φορολογικών διαφορών Αμβούργου) έκανε δεκτή την προσφυγή της Reyher και ακύρωσε τους επιβληθέντες σε αυτήν δασμούς αντιντάμπινγκ με την αιτιολογία ότι το κεντρικό τελωνείο του Αμβούργου δεν απέδειξε ότι οι εισαχθέντες στην Ένωση συνδετήρες κατάγονταν από την Κίνα.

    22.

    Τον Μάιο του 2019, το κεντρικό τελωνείο του Αμβούργου επέστρεψε στη Reyher τους καταβληθέντες εκ μέρους της δασμούς αντιντάμπινγκ. Ωστόσο, απέρριψε το αίτημα της Reyher περί καταβολής τόκων επί των εν λόγω δασμών και, εν συνεχεία, απέρριψε τη διοικητική ένσταση που ασκήθηκε κατά της ως άνω αρνήσεως καταβολής τόκων.

    23.

    Στις 10 Φεβρουαρίου 2020, η Reyher άσκησε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά της ανωτέρω απορρίψεως. Μολονότι οι διάδικοι διαφωνούν ως προς το αν η καταβολή των τόκων αποκλείεται βάσει του άρθρου 116, παράγραφος 6, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως δεν έχει εφαρμογή ο προαναφερθείς κώδικας αλλά ο προγενέστερος κοινοτικός τελωνειακός κώδικας. Κατά το άρθρο 241 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, υποχρέωση καταβολής τόκων γεννάται οσάκις τούτο προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι η Reyher μπορεί να αξιώσει την καταβολή τόκων από την ημερομηνία κινήσεως της ένδικης διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 236, παράγραφος 1, του AO. Ωστόσο, το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται αν η Reyher δικαιούται τόκους για το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την αχρεώστητη καταβολή των δασμών αντιντάμπινγκ μέχρι την κίνηση της ένδικης διαδικασίας.

    24.

    Διατηρώντας αμφιβολίες ως προς το αν η Reyher δύναται να επικαλεστεί την αξίωση καταβολής τόκων που απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου όσον αφορά τόκους τους οποίους δεν μπορεί να αξιώσει βάσει του εθνικού δικαίου, το Finanzgericht Hamburg (δικαστήριο φορολογικών διαφορών Αμβούργου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Υφίσταται παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, ως προϋπόθεση της διαμορφωθείσας από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αξίωσης καταβολής τόκων βάσει του δικαίου της Ένωσης, και στην περίπτωση στην οποία αρχή κράτους μέλους βεβαιώνει φόρο κατ’ εφαρμογήν του δικαίου της Ένωσης, πλην όμως δικαστήριο κράτους μέλους διαπιστώνει εν συνεχεία ότι δεν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την είσπραξη του φόρου;»

    Γ.   Υπόθεση C‑427/20

    25.

    Κατά τη διάταξη περί παραπομπής, η Flexi Montagetechnik GmbH & Co. KG (στο εξής: Flexi Montagetechnik) είναι γερμανική εταιρία η οποία εισήγαγε στην Ένωση γάντζους που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή λουριών για σκύλους.

    26.

    Το Hauptzollamt Kiel (κεντρικό τελωνείο του Κιέλου, Γερμανία) έκρινε, κατόπιν εξωτερικού τελωνειακού ελέγχου, ότι οι εν λόγω γάντζοι δεν έπρεπε να αντιμετωπιστούν ως εμπορεύματα της κλάσεως 8308 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας (στο εξής: ΣΟ), η οποία συνεπάγεται την επιβολή δασμού ύψους 2,7 %, όπως είχε δηλώσει η Flexi Montagetechnik, αλλά ως εμπορεύματα της κλάσεως 7907 της ΣΟ, η οποία συνεπάγεται την επιβολή δασμού ύψους 5 %, και, συνεπώς, υπέκειντο σε εισαγωγικούς δασμούς υψηλότερους από αυτούς που κατέβαλε η Flexi Montagetechnik. Το κεντρικό τελωνείο του Κιέλου εξέδωσε δύο πράξεις επιβολής εισαγωγικών δασμών, τους οποίους η Flexi Montagetechnik κατέβαλε τον Μάρτιο του 2014. Ακολούθως, τον Σεπτέμβριο του 2014, η Flexi Montagetechnik άσκησε ένδικη προσφυγή κατά των εν λόγω πράξεων.

    27.

    Με απόφαση της 20ής Ιουνίου 2017, το Bundesfinanzhof (Ομοσπονδιακό Φορολογικό Δικαστήριο, Γερμανία) ακύρωσε τις ανωτέρω πράξεις με την αιτιολογία ότι η είσπραξη των εισαγωγικών δασμών ήταν παράνομη καθόσον οι εν λόγω γάντζοι έπρεπε να καταταγούν στην κλάση 8308 της ΣΟ, όπως είχε πράξει η Flexi Montagetechnik.

    28.

    Τον Οκτώβριο του 2017, το κεντρικό τελωνείο του Κιέλου επέστρεψε στη Flexi Montagetechnik τους εκ μέρους της καταβληθέντες εισαγωγικούς δασμούς. Ωστόσο, αρνήθηκε να καταβάλει τόκους επ’ αυτών των δασμών για το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την ημερομηνία πληρωμής τους μέχρι την επιστροφή τους και, εν συνεχεία, απέρριψε τη διοικητική ένσταση που υπέβαλε η Flexi Montagetechnik κατ’ αυτής της αρνήσεως.

    29.

    Η Flexi Montagetechnik άσκησε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου προσβάλλοντας την ως άνω απόρριψη. Κατά την πορεία της ένδικης διαδικασίας, το κεντρικό τελωνείο του Κιέλου της κατέβαλε τόκους για το χρονικό διάστημα από την άσκηση της προσφυγής κατά των πράξεων επιβολής δασμών (Σεπτέμβριος 2014) μέχρι την επιστροφή των εισαγωγικών δασμών (Οκτώβριος 2017). Ωστόσο, οι διάδικοι εξακολουθούν να διαφωνούν ως προς το αν η Flexi Montagetechnik μπορεί επίσης να αξιώσει την καταβολή τόκων για το χρονικό διάστημα από την πληρωμή των παρανόμως επιβληθέντων εισαγωγικών δασμών (Μάρτιος 2014) μέχρι την άσκηση της προσφυγής της κατά των πράξεων επιβολής των εν λόγω δασμών (Σεπτέμβριος 2014).

    30.

    Διατηρώντας αμφιβολίες ως προς αν η Flexi Montagetechnik μπορεί να επικαλεστεί την αξίωση καταβολής τόκων που απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου όσον αφορά τους τόκους που δεν μπορεί να αξιώσει βάσει του εθνικού δικαίου, το Finanzgericht Hamburg (δικαστήριο φορολογικών διαφορών Αμβούργου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Υφίσταται παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, ως προϋπόθεση της διαμορφωθείσας από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αξίωσης καταβολής τόκων βάσει του δικαίου της Ένωσης, και στην περίπτωση στην οποία αρχή κράτους μέλους βεβαιώνει φόρο κατά παράβαση των ισχυουσών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης και δικαστήριο κράτους μέλους διαπιστώνει τέτοια παραβίαση του δικαίου της Ένωσης;»

    IV. Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    31.

    Με απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2020, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑415/20, C‑419/20 και C‑427/20 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

    32.

    Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν στο Δικαστήριο η Gräfendorfer, η Reyher, η Flexi Montagetechnik, η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι ως άνω μετέχοντες στη διαδικασία απάντησαν επίσης στις γραπτές ερωτήσεις που τους υποβλήθηκαν από το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 62, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

    V. Ανάλυση

    33.

    Με τα προδικαστικά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να του παρασχεθούν κατευθύνσεις επί αρκετών ζητημάτων σχετικά με την απορρέουσα από το δίκαιο της Ένωσης αξίωση καταβολής τόκων, όπως αυτή αναπτύχθηκε στη νομολογία του Δικαστηρίου.

    34.

    Το αιτούν δικαστήριο δεν αμφισβητεί ότι η αξίωση καταβολής τόκων απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης, διατηρεί όμως αμφιβολίες ως προς το αν συντρέχει η αξίωση αυτή στις διαφορετικές περιπτώσεις παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης που ήχθησαν ενώπιόν του.

    35.

    Το πρώτο κοινό ζήτημα και στις τρεις υποθέσεις είναι, ουσιαστικά, αν έχει σημασία ο τρόπος με τον οποίο έλαβε χώρα η παραβίαση του δικαίου της Ένωσης στην οποία οφείλεται η αξίωση καταβολής τόκων κατά το εν λόγω δίκαιο. Επιπλέον, ζήτημα τίθεται εμμέσως και ως προς το αν η παραβίαση του δικαίου της Ένωσης διαπιστώθηκε από τα εθνικά δικαστήρια και όχι από το Δικαστήριο.

    36.

    Το δεύτερο κοινό ζήτημα στις υποθέσεις αυτές είναι, κατ’ ουσίαν, αν και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να περιοριστεί η αξίωση καταβολής τόκων που απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης. Οι υποθέσεις C‑419/20 και C‑427/20 εγείρουν το ζήτημα της δυνατότητας εφαρμογής του περιορισμού της αξίωσης καταβολής τόκων που προβλέπεται από την τελωνειακή νομοθεσία της Ένωσης, ενώ και στις τρεις υποθέσεις εγείρεται το ζήτημα της δυνατότητας περιορισμού της εν λόγω αξίωσης από το εθνικό δίκαιο.

    37.

    Προκειμένου να απαντήσω στα ερωτήματα αυτά, θα εξετάσω καταρχάς την αξίωση καταβολής τόκων όπως αυτή έχει αναπτυχθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την επιστροφή ποσών καταβληθέντων κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης (υπό στοιχείο Α). Εν συνεχεία, θα εξετάσω αν, για τη γέννηση της αξίωσης καταβολής τόκων δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, έχει σημασία ο τρόπος με τον οποίο έλαβε χώρα η παραβίαση του δικαίου αυτού (υπό στοιχείο Β.1) και, ακολούθως, κατά πόσον έχει σημασία αν η παραβίαση του δικαίου της Ένωσης έχει διαπιστωθεί από τα εθνικά δικαστήρια ή το Δικαστήριο (υπό στοιχείο Β.2). Τέλος, θα εξετάσω την πιθανότητα αιτιολόγησης της επιβολής περιορισμών στην αξίωση καταβολής τόκων, τόσο στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης (υπό στοιχείο Γ.1) όσο και στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου (υπό στοιχείο Γ.2).

    38.

    Η ανάλυσή μου θα καταδείξει ότι η αξίωση καταβολής τόκων αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία τυγχάνει εφαρμογής σε όλες τις περιπτώσεις καθυστερημένων καταβολών που οφείλονται κατά το δίκαιο της Ένωσης, ανεξάρτητα αν αυτές συνίστανται στην επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων χρηματικών ποσών ή στην καθυστερημένη καταβολή παροχών τις οποίες δικαιούται ένα πρόσωπο κατά το δίκαιο της Ένωσης. Στον γενικό αυτό κανόνα δύνανται να επιβληθούν περιορισμοί είτε από το δίκαιο της Ένωσης είτε από το εθνικό δίκαιο, υπό την προϋπόθεση ότι οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί δικαιολογούνται από την ύπαρξη αποδεκτού δημόσιου συμφέροντος και είναι ανάλογοι προς το εν λόγω συμφέρον. Υπ’ αυτό το πρίσμα, θα εξετάσω τόσο τους περιορισμούς που θέτει η τελωνειακή νομοθεσία της Ένωσης όσο και τους περιορισμούς που υφίστανται βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου.

    Α.   Η αξίωση καταβολής τόκων κατά το δίκαιο της Ένωσης

    39.

    Πρέπει να παρατηρηθεί εκ προοιμίου ότι η αξίωση καταβολής τόκων κατά το δίκαιο της Ένωσης αναπτύχθηκε παράλληλα με τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την αξίωση επιστροφής ποσών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης.

    40.

    Οι περιπτώσεις στις οποίες είχαν επιβληθεί διάφορες επιβαρύνσεις κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης δεν αποτελούν νέο φαινόμενο. Κατά την πρώιμη νομολογία του, το Δικαστήριο εξέτασε, για παράδειγμα, επιβαρύνσεις για φυτοϋγειονομικούς ελέγχους ( 10 ), επιβαρύνσεις επί των εξαγωγών ( 11 ), επιβαρύνσεις υγειονομικών ελέγχων επί των εισαγωγών ( 12 ), δασμούς επί των σφαγίων χοίρων που προορίζονταν για την παρασκευή μπέικον ( 13 ), φόρους κατανάλωσης για τις μπανάνες ( 14 ) και τέλη που εισπράττονται κατά την εγγραφή ανωνύμων εταιριών και εταιριών περιορισμένης ευθύνης ( 15 ). Οι πλέον πρόσφατες υποθέσεις αφορούσαν, μεταξύ άλλων, την προκαταβολή του φόρου εταιριών επί των κερδών που διανέμει η θυγατρική στη μητρική εταιρία ( 16 ), το υπερβάλλον ποσό φόρου προστιθέμενης αξίας [στο εξής: ΦΠΑ] ( 17 ), τον φόρο λόγω ρυπάνσεως που επιβάλλεται στα αυτοκίνητα ( 18 ) και τον φόρο ηλεκτρικής ενέργειας που καταβλήθηκε αχρεωστήτως ( 19 ).

    41.

    Στις περιπτώσεις που κρίθηκε ότι οι χρεώσεις αυτές αντίκεινται στο δίκαιο της Ένωσης, τα πρόσωπα τα οποία είχαν υποχρεωθεί στην καταβολή των αντίστοιχων ποσών ζήτησαν την επιστροφή τους. Οι συγκεκριμένες αξιώσεις συχνά συνοδεύονταν από αξιώσεις καταβολής τόκων.

    42.

    Εντούτοις, το δίκαιο της Ένωσης δεν περιλαμβάνει οποιονδήποτε γραπτό κανόνα γενικής εφαρμογής σχετικά με τις αξιώσεις ή τα μέσα έννομης προστασίας που έχουν στη διάθεσή τους τα πρόσωπα που κατέβαλαν ποσά κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης. Ως εκ τούτου, το συγκεκριμένο πεδίο του δικαίου αναπτύχθηκε, και εξακολουθεί να αναπτύσσεται, μέσω της νομολογίας του Δικαστηρίου. Οι ακόλουθες παρατηρήσεις αποτελούν μια συνοπτική επισκόπηση της προσωπικής μου ερμηνείας σε σχέση με την εν λόγω νομολογία.

    43.

    Κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα για επιστροφή ποσών που εισπράχθηκαν από κράτος μέλος κατά παράβαση των κανόνων του δικαίου της Ένωσης αποτελεί τη συνέπεια και το συμπλήρωμα των δικαιωμάτων που απονέμονται στους ιδιώτες βάσει των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο. Επομένως, τα κράτη μέλη υποχρεούνται, καταρχήν, να επιστρέφουν τα ποσά που έχουν εισπραχθεί κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης ( 20 ).

    44.

    Κατά τη γνώμη μου, από τη συγκεκριμένη νομολογία προκύπτει με σαφήνεια ότι η ίδια η αξίωση επιστροφής αποτελεί δικαίωμα το οποίο απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης στην περίπτωση που ένα πρόσωπο υποχρεώθηκε στην καταβολή ποσού κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης ( 21 ).

    45.

    Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, εάν ένα κράτος μέλος εισέπραξε φόρους κατά παράβαση των κανόνων του δικαίου της Ένωσης, οι ιδιώτες έχουν δικαίωμα επιστροφής όχι μόνον του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου, αλλά και των άμεσα σχετιζόμενων με τον φόρο αυτό ποσών που το εν λόγω κράτος εισέπραξε ή παρακράτησε. Τούτο περιλαμβάνει και τη ζημία που προκλήθηκε λόγω μη διαθεσιμότητας των χρηματικών ποσών που καταβλήθηκαν ( 22 ).

    46.

    Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει περαιτέρω ότι από τη νομολογία αυτή προκύπτει με σαφήνεια ότι η κατ’ αρχήν υποχρέωση των κρατών μελών να επιστρέφουν εντόκως τα ποσά των φόρων που επιβλήθηκαν κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης απορρέει από το τελευταίο αυτό δίκαιο ( 23 ).

    47.

    Φρονώ ότι η μνημονευόμενη νομολογία έχει την έννοια ότι, οσάκις γεννάται αξίωση επιστροφής κατά το δίκαιο της Ένωσης, η εν λόγω αξίωση συνδέεται με την αξίωση καταβολής τόκων. Υπέρ αυτής της ερμηνείας της νομολογίας τάσσονται τόσο οι γενικοί εισαγγελείς του Δικαστηρίου ( 24 ) όσο και διάφοροι συγγραφείς ( 25 ).

    48.

    Το ζήτημα ωστόσο στο οποίο δεν έχει δοθεί σαφής απάντηση στη νομολογία έγκειται στο αν οφείλονται τόκοι σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες η αξίωση επιστροφής απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης ή αν υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες το δίκαιο της Ένωσης αναγνωρίζει μεν δικαίωμα επιστροφής, πλην όμως δεν απαιτεί την καταβολή τόκων. Επιπλέον, δεν έχει αποσαφηνισθεί ακόμη αν αξίωση καταβολής τόκων γεννάται μόνο σε συνδυασμό με το δικαίωμα επιστροφής που απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης ή αν υφίσταται επίσης και σε άλλες περιπτώσεις στις οποίες η καθυστερημένη εκτέλεση της υποχρέωσης καταβολής απορρέει απευθείας από το δίκαιο της Ένωσης (όπως οι επιστροφές κατά την εξαγωγή στην υπόθεση C‑415/20).

    49.

    Η απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να αναζητηθεί επίσης στο δίκαιο της Ένωσης και δεν εξαρτάται από τις εθνικές έννομες τάξεις. Με άλλα λόγια, η έκταση της αξίωσης καταβολής τόκων δεν εμπίπτει στο πεδίο της εθνικής δικονομικής αυτονομίας. Η έννοια αυτή παραπέμπει στην εξουσία των κρατών μελών να ρυθμίζουν στο πλαίσιο της έννομης τάξης τους ουσιαστικά και δικονομικά ζητήματα κρίσιμα για την άσκηση των δικαιωμάτων έννομης προστασίας της Ένωσης (όπως η αξίωση επιστροφής ή το δικαίωμα αποζημιώσεως που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης), στην περίπτωση απουσίας των κανόνων του δικαίου της Ένωσης που απαιτούνται για την εφαρμογή τους. Ωστόσο, το ζήτημα αν γεννάται αξίωση καταβολής τόκων σε όλες ή σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις στις οποίες υφίσταται δικαίωμα επιστροφής ή, επίσης, και σε άλλες περιπτώσεις στις οποίες η χρηματική υποχρέωση απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης, αποτελεί ζήτημα που αφορά την ύπαρξη του εν λόγω δικαιώματος και όχι την εφαρμογή του και, συνεπώς, αποτελεί εξ ολοκλήρου ζήτημα που άπτεται του δικαίου της Ένωσης. Αντιθέτως, το ζήτημα σχετικά με το κατά πόσον στο δικαίωμα αυτό, εφόσον υφίσταται κατά το δίκαιο της Ένωσης, δύνανται να επιβληθούν περιορισμοί από τις εθνικές έννομες τάξεις, αποτελεί διαφορετικού είδους ζήτημα, το οποίο θα εξετάσω αυτοτελώς σε επόμενα σημεία των παρουσών προτάσεων (υπό στοιχείο Γ.2).

    Β.   Η παραβίαση του δικαίου της Ένωσης από την οποία απορρέει η αξίωση επιστροφής ποσών εντόκως κατά το δίκαιο της Ένωσης

    1. Έχει σημασία ο τρόπος με τον οποίο έλαβε χώρα η παραβίαση του δικαίου της Ένωσης;

    50.

    Ένα από τα ζητήματα που εγείρονται στις υπό κρίση υποθέσεις αφορά το αν είναι κρίσιμος, για τους σκοπούς της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών εντόκως, ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκε η παραβίαση του δικαίου της Ένωσης. Ειδικότερα, ζήτημα τίθεται ως προς το αν οφείλονται τόκοι μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ακυρώθηκε ή έπαυσε να ισχύει το μέτρο της Ένωσης ή το εθνικό μέτρο που αποτέλεσε τη νομική βάση για την επιβολή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, όπως υποστηρίζει η Ολλανδική Κυβέρνηση, ή αν οφείλονται τόκοι, όπως υποστηρίζουν το αιτούν δικαστήριο, η Gräfendorfer, η Reyher, η Flexi Montagetechnik και η Επιτροπή, για κάθε είδους παραβίαση του δικαίου της Ένωσης.

    51.

    Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το κοινό χαρακτηριστικό των υποθέσεων στις οποίες το Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφεύγοντες είχαν δικαίωμα να τους καταβληθούν τόκοι είναι ότι το δικαίωμα επιστροφής γεννήθηκε μετά την ακύρωση, από το Δικαστήριο, της νομικής βάσης στην οποία στηριζόταν η καταβολή ( 26 ).

    52.

    Αντιθέτως, στις υπό κρίση υποθέσεις, η παραβίαση του δικαίου της Ένωσης οφείλεται στο γεγονός ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές υπέπεσαν σε σφάλμα είτε κατά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης είτε κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, εφαρμόζοντας, ωστόσο, νομικώς έγκυρους κανόνες του δικαίου της Ένωσης. Στην υπόθεση C‑415/20 η παραβίαση συνίσταται στην εσφαλμένη ερμηνεία της ισχύουσας νομοθεσίας της Ένωσης, βάσει της οποίας δεν καταβλήθηκαν στην προσφεύγουσα οι επιστροφές κατά την εξαγωγή και, επιπλέον, της επιβλήθηκε χρηματικό πρόστιμο από τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Στην υπόθεση C‑419/20, η παραβίαση οφείλεται στην εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή μη οφειλόμενων κατά την ισχύουσα νομοθεσία της Ένωσης δασμών αντιντάμπινγκ και, στην υπόθεση C‑427/20, η επιβολή των εισαγωγικών δασμών ήταν το αποτέλεσμα της εσφαλμένης ερμηνείας του ισχύοντος δικαίου της Ένωσης από τις οικείες αρχές.

    53.

    Είναι αληθές ότι οι υποθέσεις τις οποίες επικαλείται το αιτούν δικαστήριο αφορούν περιπτώσεις στις οποίες ακυρώθηκε όντως η νομική βάση στην οποία στηριζόταν η καταβολή. Η απόφαση Zuckerfabrik Jülich ( 27 ) αφορούσε την καταβολή τόκων επί αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών στην παραγωγή στον τομέα της ζάχαρης επί τη βάσει κανονισμών της Ένωσης που είχαν κριθεί ανίσχυροι από το Δικαστήριο. Η απόφαση Irimie ( 28 ) αφορούσε την καταβολή τόκων επί της επιστροφής φόρου λόγω ρυπάνσεως που είχε επιβληθεί δυνάμει του εθνικού δικαίου και κρίθηκε ως αντίθετος προς το δίκαιο της Ένωσης με βάση την ερμηνεία του Δικαστηρίου. Τέλος, η απόφαση Wortmann ( 29 ) αφορούσε την καταβολή τόκων κατά την επιστροφή δασμών αντιντάμπινγκ τους οποίους είχε καταβάλει η προσφεύγουσα κατ’ εφαρμογήν κανονισμού της Ένωσης που ακυρώθηκε εν μέρει από το Δικαστήριο.

    54.

    Ωστόσο, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, πρώτον, υπάρχουν υποθέσεις επί των οποίων το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο λόγος για την καταβολή τόκων δεν ήταν η ακύρωση της νομικής βάσης στην οποία στηριζόταν η καταβολή, αλλά κάποια άλλη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης. Μια τέτοια υπόθεση μνημονεύεται από το ίδιο το αιτούν δικαστήριο ( 30 ). Δεύτερον, υπάρχουν, κατά τη γνώμη μου, σημαντικοί εννοιολογικοί λόγοι οι οποίοι συνηγορούν υπέρ της υιοθέτησης μιας απάντησης που τείνει προς το συμπέρασμα ότι αξίωση καταβολής τόκων κατά το δίκαιο της Ένωσης υπάρχει ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο έλαβε χώρα η παραβίαση του δικαίου αυτού. Με άλλα λόγια, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ο περιορισμός της αξίωσης καταβολής τόκων μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες ακυρώθηκε η νομική βάση στην οποία στηριζόταν η καταβολή. Προκειμένου να εξηγήσω τη θέση μου αυτή, θα χρειαστεί καταρχάς να εξετάσω τους λόγους στους οποίους στηρίχθηκε η νομολογία του Δικαστηρίου που προβλέπει την αξίωση καταβολής τόκων.

    α) Σκοπός της αξίωσης καταβολής τόκων

    55.

    Στην περίπτωση που ένα πρόσωπο έχει καταβάλει κάποιο χρηματικό ποσό κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, το δικαίωμα ανάκτησης του εν λόγω ποσού γεννάται την ίδια εκείνη στιγμή, ακόμη και αν ενδέχεται να επικυρωθεί από το Δικαστήριο της Ένωσης ή τον εθνικό δικαστή σε μεταγενέστερο χρόνο. Τούτο συνάγεται από τη νομολογία που μνημονεύεται στο σημείο 43 των παρουσών προτάσεων, στην οποία το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι το δικαίωμα επιστροφής επιβαρύνσεων που έχουν επιβληθεί από κράτος μέλος κατά παράβαση των κανόνων του δικαίου της Ένωσης αποτελεί τη συνέπεια και το συμπλήρωμα των δικαιωμάτων που απονέμονται στους ιδιώτες βάσει των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης περί μη πληρωμής των εν λόγω ποσών. Μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία γεννάται το δικαίωμα επιστροφής και της χρονικής στιγμής κατά την οποία λαμβάνει χώρα η επιστροφή μεσολαβεί ένα χρονικό διάστημα, ενίοτε αξιοσημείωτο ( 31 ). Οι τόκοι καλύπτουν αυτήν ακριβώς την πάροδο του χρόνου.

    56.

    Η υποχρέωση καταβολής τόκων δεν αποτελεί κάποιου είδους τιμωρία ή κύρωση για τις αρμόδιες εθνικές αρχές σε σχέση με την τελεσθείσα παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, αλλά, αντιθέτως, σκοπεί να διασφαλίσει ότι οι ιδιώτες θα λάβουν προσήκουσα αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν λόγω της μη διαθεσιμότητας των ποσών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης. Με άλλα λόγια, η αξίωση καταβολής τόκων στηρίζεται στην ιδέα της αποκατάστασης της ζημίας των ιδιωτών υπό την έννοια της επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση όσον αφορά την αδυναμία χρήσης των εν λόγω ποσών για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ( 32 ).

    57.

    Όντας απλώς το μέσο για την αντιμετώπιση της ζημίας που επήλθε στην αξία του χρήματος κατά το χρονικό διάστημα που παρήλθε, η αξίωση καταβολής τόκων δεν εξαρτάται από το αν οι αρμόδιες εθνικές αρχές θεώρησαν ότι οι ενέργειές τους είναι σύμφωνες προς το δίκαιο της Ένωσης, το οποίο απλώς αργότερα ερμηνεύθηκε κατά τρόπο διαφορετικό σε σχέση με αυτόν που οι εν λόγω αρχές είχαν εκτιμήσει ότι αποτελεί την ορθή εφαρμογή του κατά τον χρόνο εκείνο. Ως εκ τούτου, η ανησυχία που διατυπώνεται συναφώς από το αιτούν δικαστήριο, το οποίο υπονοεί ότι οι ως άνω αρχές ενδέχεται να μην οφείλουν να καταβάλουν τόκους λόγω του γεγονότος ότι εισέπραξαν καλοπίστως τις σχετικές επιβαρύνσεις, ουδεμία επιρροή ασκεί στη γέννηση της αξίωσης καταβολής τόκων.

    58.

    Η αξίωση καταβολής τόκων δεν ταυτίζεται με το δικαίωμα αποζημίωσης. Στις περιπτώσεις που αφορούν την επιστροφή χρηματικών ποσών, απορρέει ως συνέπεια της καταβολής χρηματικών ποσών κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης και δεν εξαρτάται από την απόδειξη της ευθύνης των αρμόδιων εθνικών αρχών που διέπραξαν την παραβίαση του δικαίου της Ένωσης. Κατά συνέπεια, είναι αδιάφορος ο λόγος για τον οποίον οι αρμόδιες εθνικές αρχές εισέπραξαν χρηματικά ποσά κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης. Όπως το δικαίωμα επιστροφής, ως μέσο έννομης προστασίας του δικαίου της Ένωσης, αποτελεί απλώς τη συνέπεια του αντικειμενικού γεγονότος ότι τα οικεία ποσά δεν οφείλονταν, έτσι και η αξίωση καταβολής τόκων αποτελεί συνέπεια του γεγονότος της παρέλευσης του χρόνου.

    59.

    Στις περιπτώσεις στις οποίες γεννάται η αξίωση επιστροφής ως μέσο έννομης προστασίας, οι τόκοι καλύπτουν το χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υποτίθεται ότι θα είχε στη διάθεσή του τα σχετικά χρηματικά ποσά, πλην όμως δεν τα είχε, χωρίς να απαιτείται η διερεύνηση των λόγων για τους οποίους οι αρμόδιες εθνικές αρχές υπέπεσαν στην παραβίαση του δικαίου της Ένωσης. Η παραβίαση αυτή καθεαυτήν αρκεί. Οι τόκοι καλύπτουν απλώς την πάροδο του χρόνου και αποτελούν ζήτημα χωριστό από αυτό της ενδεχόμενης απαλλαγής των ως άνω αρχών από την ευθύνη λόγω παραβίασης του δικαίου της Ένωσης.

    60.

    Η νομολογία συνηγορεί υπέρ της οικονομικής αυτής αιτιολόγησης της αξίωσης καταβολής τόκων. Το Δικαστήριο επισήμανε αρχικώς την οικονομική λογική του δικαιώματος επιστροφής. Έκρινε ότι «σκοπός του δικαιώματος επιστροφής του αχρεωστήτως καταβληθέντος είναι να θεραπευθούν οι συνέπειες του ασυμβιβάστου του φόρου προς το δίκαιο της Ένωσης, με την εξουδετέρωση της οικονομική επιβαρύνσεως που αδικαιολογήτως έπληξε τον επιχειρηματία ο οποίος, τελικώς, τον επωμίστηκε στην πράξη» ( 33 ). Σε αρκετές πρόσφατες υποθέσεις, όπως αυτές που μνημονεύονται στο σημείο 45 των παρουσών προτάσεων, το Δικαστήριο διευκρίνισε περαιτέρω ότι το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών με τόκους, καθόσον σκοπός της καταβολής τόκων είναι να καλυφθεί η «ζημία που προκλήθηκε λόγω μη διαθεσιμότητας [των] κεφαλαίων» που καταβλήθηκαν ( 34 ).

    61.

    Ως εκ τούτου, η καταβολή τόκων είναι αναγκαία προκειμένου να αποκατασταθεί ο σεβασμός στο δίκαιο της Ένωσης μέσω της δημιουργίας μιας κατάστασης η οποία θα προσομοιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο προς αυτή που θα επικρατούσε αν δεν είχε συμβεί η παραβίαση του εν λόγω δικαίου. Επομένως, η καταβολή τόκων αποβλέπει στην αποκατάσταση της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης.

    62.

    Μια εναλλακτική, ή ενδεχομένως πρόσθετη, εξήγηση για την επιδίκαση τόκων, όπως υποστηρίζεται από το αιτούν δικαστήριο, τη Gräfendorfer και τη Flexi Montagetechnik, έγκειται στην έννοια του αδικαιολόγητου πλουτισμού ( 35 ).

    63.

    Επίκληση της έννοιας αυτής έχει γίνει από τη γενική εισαγγελέα E. Sharpston στις προτάσεις της στην υπόθεση Zuckerfabrik Jülich κ.λπ. ( 36 ), μια υπόθεση που αφορούσε επίσης την επιστροφή ποσών που ζητήθηκαν από τις εθνικές αρχές, πλην όμως εισπράχθηκαν προς όφελος του προϋπολογισμού της Ένωσης επί τη βάσει άκυρης νομικής βάσεως του δικαίου της Ένωσης.

    64.

    Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει στηριχθεί στην έννοια του αδικαιολόγητου πλουτισμού στις αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Masdar (ΗΒ) κατά Επιτροπής ( 37 ), και της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής ( 38 ), προκειμένου να αιτιολογήσει τη δυνατότητα άσκησης αγωγής με αντικείμενο την επιστροφή ποσού από την Ένωση βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ και του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 340 ΣΛΕΕ. Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι κάθε πρόσωπο το οποίο έχει υποστεί ζημία η οποία αυξάνει την περιουσία άλλου προσώπου (στην περίπτωση εκείνη, της Ένωσης) χωρίς ο πλουτισμός αυτός να στηρίζεται σε κάποια νομική βάση έχει, καταρχήν, το δικαίωμα να αξιώσει την αποζημίωσή του από το πρόσωπο που πλούτισε, μέχρι του ύψους της ζημίας. Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, η αγωγή με αντικείμενο την επιστροφή ποσού από τον προϋπολογισμό της Ένωσης απαιτεί να αποδειχθεί, αφενός, ο πλουτισμός του εναγομένου χωρίς τη συνδρομή έγκυρης νομικής βάσεως και, αφετέρου, η ελάττωση της περιουσίας του ενάγοντος που συνδέεται με τον εν λόγω πλουτισμό.

    65.

    Καίτοι η έννοια του αδικαιολόγητου πλουτισμού μπορεί να αποτελεί προσήκουσα αιτιολογία για την άσκηση αγωγής από κράτος μέλος με αντικείμενο την επιστροφή των ποσών που έχει καταβάλει αχρεωστήτως στον προϋπολογισμό της Ένωσης, εντούτοις, η επίκληση της συγκεκριμένης έννοιας δεν είναι, κατ’ εμέ, απαραίτητη για την δικαιολόγηση της καταβολής τόκων σε περιπτώσεις όπως αυτές των υπό κρίση υποθέσεων. Θα μπορούσε ακόμη και να αποτελεί εμπόδιο για την καταβολή τόκων. Λόγω της οργάνωσης της διακυβέρνησης στην Ένωση, ενίοτε εισπράττονται διάφορα ποσά από τις εθνικές αρχές προς όφελος του προϋπολογισμού της Ένωσης. Σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύθηκε στο αμέσως προηγούμενο σημείο των παρουσών προτάσεων, τα πρόσωπα που έχουν καταβάλει τα αχρεωστήτως επιβληθέντα ποσά πρέπει να αποδείξουν τον πλουτισμό των εθνικών αρχών που εισέπραξαν τα ποσά αυτά. Εφόσον τα συγκεκριμένα ποσά έχουν ήδη μεταφερθεί στον προϋπολογισμό της Ένωσης, ενδέχεται να είναι αδύνατον να αποδειχθεί ο πλουτισμός των εθνικών αρχών.

    66.

    Η αξίωση καταβολής τόκων, αντί να στηριχθεί στη λογική του αδικαιολόγητου πλουτισμού, επικεντρώνεται στην αντίστροφη όψη της σχέσης που διαμορφώνεται –στην αδικαιολόγητη ελάττωση της περιουσίας. Σκοπός της είναι να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης επαναφέροντας το πρόσωπο που κατέστη φτωχότερο κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης στην κατάσταση υπό την οποία θα τελούσε αν δεν είχε μεσολαβήσει η παραβίαση. Κατά συνέπεια, κρίσιμο είναι το στοιχείο της ελάττωσης της περιουσίας του ενάγοντος και όχι ο πλουτισμός των εθνικών αρχών. Προκειμένου να διαπιστωθεί ότι συντρέχει αξίωση καταβολής τόκων δυνάμει του δικαίου της Ένωσης δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι υπήρξε πλουτισμός ( 39 ).

    67.

    Κατά τη γνώμη μου, η οικονομική αιτιολόγηση που έχει παράσχει το Δικαστήριο όσον αφορά την ύπαρξη του δικαιώματος καταβολής τόκων συνηγορεί υπέρ του συμπεράσματος ότι, στο δίκαιο της Ένωσης, η συγκεκριμένη αξίωση γεννάται οσάκις ένα πρόσωπο καθίσταται φτωχότερο κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, χωρίς να παρίσταται η ανάγκη να εξεταστεί αν ο διαπράξας την παραβίαση ενήργησε καλόπιστα ή όχι και αν κατέστη πλουσιότερος.

    β) Υφίσταται αξίωση καταβολής τόκων στις υπό κρίση υποθέσεις;

    68.

    Στην περίπτωση που γίνει δεκτό ότι το δίκαιο της Ένωσης αναγνωρίζει το δικαίωμα καταβολής τόκων προκειμένου να αποκαταστήσει την αποτελεσματικότητά του, καλύπτοντας τη ζημία που επήλθε στην αξία του χρήματος κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στερήθηκε τα χρήματα αυτά κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, επ’ ουδενί μπορεί να δικαιολογηθεί η διάκριση μεταξύ των διαφόρων περιπτώσεων παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης.

    69.

    Οι τόκοι οφείλονται ανεξάρτητα από το αν η παραβίαση συνίσταται σε μια ακυρωθείσα ενωσιακή ή εθνική νομική βάση για την καταβολή, στην εσφαλμένη ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου ή του εθνικού δικαίου που το εφαρμόζει, στην εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που είχαν ως αποτέλεσμα την είσπραξη χρηματικών ποσών κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης ή σε οποιαδήποτε άλλη παράβαση.

    70.

    Κατά τη γνώμη μου, από τη νομολογία μπορεί να συναχθεί ότι αξίωση καταβολής τόκων γεννάται σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες, κατά το δίκαιο της Ένωσης, οφείλεται ένα χρηματικό ποσό προκειμένου να καλυφθεί το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τη στιγμή κατά την οποία γεννήθηκε το δικαίωμα καταβολής μέχρι τη στιγμή κατά την οποία πραγματοποιήθηκε όντως η καταβολή ( 40 ). Η αξίωση καταβολής τόκων προκύπτει ως συνέπεια της παραβάσεως ενός κανόνα του δικαίου της Ένωσης που αναγνωρίζει το δικαίωμα στην καταβολή ή τη μη καταβολή από τη στιγμή κατά την οποία προσεβλήθη το εν λόγω δικαίωμα και αποβλέπει στην αποκατάσταση της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης.

    71.

    Ως εκ τούτου, σε περιπτώσεις στις οποίες η αξίωση επιστροφής γεννήθηκε λόγω της ακύρωσης της νομικής βάσης στην οποία στηριζόταν η καταβολή και η οποία παραβίαζε το δίκαιο της Ένωσης, η καταβολή τόκων είναι επιβεβλημένη προκειμένου να επανέλθουν τα πράγματα στην κατάσταση που θα υφίστατο αν ουδέποτε είχε εκδοθεί η ακυρωθείσα πράξη ( 41 ).

    72.

    Ομοίως, η καταβολή τόκων είναι αναγκαία για παρόμοιους λόγους σε περιπτώσεις στις οποίες αξιώνεται η επιστροφή ενός ποσού συνεπεία της εσφαλμένης εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών ή λόγω εσφαλμένης ερμηνείας του δικαίου. Στην υπόθεση C‑415/20, η προσφεύγουσα δεν θα υποχρεούτο στην καταβολή χρηματικού προστίμου αν οι αρμόδιες εθνικές αρχές είχαν προβεί σε ορθή ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης. Προκειμένου να επανέλθουν τα πράγματα στην κατάσταση που θα επικρατούσε αν δεν είχε συμβεί η παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, δεν αρκεί να της επιστραφεί απλώς το χρηματικό αυτό πρόστιμο αλλά πρέπει να της καταβληθούν και τόκοι προκειμένου να αποζημιωθεί για το χρονικό διάστημα που παρήλθε. Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο δύναται να αποκατασταθεί η αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης.

    73.

    Η συγκεκριμένη συλλογιστική έχει επίσης εφαρμογή στις υποθέσεις C‑419/20 και C‑427/20. Η αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης μπορεί να αποκατασταθεί μόνον αν οι προσφεύγουσες «επιστρέψουν» στην κατάσταση υπό την οποία θα τελούσαν αν δεν είχε λάβει χώρα η παραβίαση του δικαίου της Ένωσης που συνέβη λόγω της εσφαλμένης εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών ή της εσφαλμένης ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης. Προς τούτο, καθίσταται αναγκαία η κάλυψη της απώλειας της αξίας των χρημάτων που στερήθηκαν οι προσφεύγουσες λόγω της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης.

    74.

    Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται από την πρόσφατη νομολογία, στο πλαίσιο της οποίας το Δικαστήριο έκρινε ότι τόκοι οφείλονται επίσης σε περιπτώσεις στις οποίες η αξίωση επιστροφής των προσφευγόντων δεν οφείλεται στην ακύρωση της νομικής βάσης της καταβολής, αλλά στην εσφαλμένη ερμηνεία του δικαίου ή των πραγματικών περιστατικών που είχαν ως αποτέλεσμα την αχρεώστητη πληρωμή. Στην απόφαση Littlewoods Retail ( 42 ), η προσφεύγουσα κατέβαλε υπερβάλλον ποσό ΦΠΑ λόγω της εσφαλμένης ερμηνείας της σχετικής ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας. Στην απόφαση Hauptzollamt B ( 43 ), η επιστροφή επήλθε ως συνέπεια του λανθασμένου υπολογισμού των φόρων επί της ηλεκτρικής ενέργειας. Σε αμφότερες τις ως άνω υποθέσεις, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφεύγουσες είχαν δικαίωμα να τους καταβληθούν τόκοι δυνάμει του δικαίου της Ένωσης.

    75.

    Οι περιστάσεις της υπόθεσης C‑415/20, στην οποία η προσφεύγουσα στερήθηκε, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, την καταβολή των επιστροφών κατά την εξαγωγή την οποία δικαιούτο κατά το δίκαιο της Ένωσης, είναι διαφορετικές από αυτές των υποθέσεων που αφορούν την επιστροφή χρηματικών ποσών. Σε αυτές τις υποθέσεις η αξίωση καταβολής τόκων γεννήθηκε ως συνέπεια της προσβολής του δικαιώματος μη καταβολής, ενώ στην υπόθεση C‑415/20 η αξίωση καταβολής τόκων προβλήθηκε σε συνδυασμό με το δικαίωμα λήψης πληρωμής. Ως εκ τούτου, με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου στην υπόθεση αυτή ερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν η αξίωση καταβολής τόκων γεννάται αποκλειστικά σε συνδυασμό με το δικαίωμα επιστροφής ή αν γεννάται επίσης στην περίπτωση κατά την οποία έχει παραβιασθεί το στηριζόμενο απευθείας στο δίκαιο της Ένωσης δικαίωμα καταβολής που διαθέτει ένα πρόσωπο.

    76.

    Εάν γίνει δεκτό, όπως προτείνω, ότι η αξίωση καταβολής τόκων κατά το δίκαιο της Ένωσης δικαιολογείται από την ανάγκη αποκατάστασης της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης, προκειμένου να καλυφθεί η παρέλευση του χρονικού διαστήματος κατά τη διάρκεια του οποίου ένα πρόσωπο δεν είχε στη διάθεση του το επίμαχο χρηματικό ποσό κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, αξίωση καταβολής τόκων γεννάται επίσης στην περίπτωση που η παραβίαση συνίσταται στην άρνηση καταβολής του ποσού στο πρόσωπο που το δικαιούται κατά το δίκαιο της Ένωσης. Στην περίπτωση της υπόθεσης C‑415/20, οι οφειλόμενοι τόκοι αφορούν το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τη στιγμή κατά την οποία γεννήθηκε το δικαίωμα λήψης των επιστροφών κατά την εξαγωγή μέχρι τη στιγμή κατά την οποία καταβλήθηκαν οι εν λόγω επιστροφές.

    77.

    Εν κατακλείδι, κατά τη γνώμη μου, η νομολογία του Δικαστηρίου έχει την έννοια ότι περιλαμβάνει, ως γενικό κανόνα, την αξίωση καταβολής τόκων σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες ποσά που οφείλονται βάσει του δικαίου της Ένωσης καταβάλλονται με καθυστέρηση κατά παραβίαση του δικαίου αυτού.

    78.

    Ως εκ τούτου, φρονώ ότι η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την αξίωση καταβολής τόκων έχει εφαρμογή σε επιστροφές κατά την εξαγωγή που δεν καταβλήθηκαν λόγω σφάλματος και σε χρηματικά πρόστιμα που επιβλήθηκαν παρατύπως από τις αρμόδιες εθνικές αρχές κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, όπως συνέβη στην υπόθεση C‑415/20. Τυγχάνει επίσης εφαρμογής στην επιστροφή δασμών αντιντάμπινγκ που εισπράχθηκαν επί τη βάσει εσφαλμένως εκτιμηθέντων πραγματικών περιστατικών, όπως στην υπόθεση C‑419/20, αλλά και στην επιστροφή εισαγωγικών δασμών που εισπράχθηκαν παρατύπως συνεπεία εσφαλμένης ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, όπως στην υπόθεση C‑427/20. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο σκοπός της καταβολής τόκων είναι κοινός –να καλυφθεί η απώλεια της αξίας των χρημάτων λόγω της παρόδου του χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε από τη στιγμή της γέννησης του δικαιώματος είσπραξης των επίμαχων χρηματικών ποσών μέχρι την ημερομηνία καταβολής τους.

    79.

    Το να ερμηνευθεί η νομολογία του Δικαστηρίου υπό την έννοια ότι αυτή περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες ακυρώθηκε ή κατέστη ανίσχυρο από το Δικαστήριο της Ένωσης ένα ενωσιακό ή εθνικό μέτρο, υπονομεύει τον ίδιο τον σκοπό της εν λόγω νομολογίας, ο οποίος συνίσταται στο να διασφαλισθεί ότι παρέχεται στους ιδιώτες αξίωση καταβολής τόκων προκειμένου να αποκατασταθεί η αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο παραβιάσθηκε το δίκαιο αυτό.

    2. Έχει σημασία αν η παραβίαση του δικαίου της Ένωσης διαπιστώθηκε από τα εθνικά δικαστήρια ή το Δικαστήριο της Ένωσης;

    80.

    Επικουρικώς, η ερμηνεία της έννοιας της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών για τους σκοπούς των υπό κρίση υποθέσεων εγείρει επίσης εμμέσως το ζήτημα του κατά πόσον είναι κρίσιμο αν η παραβίαση του εν λόγω δικαίου διαπιστώθηκε από τα εθνικά δικαστήρια ή το Δικαστήριο της Ένωσης.

    81.

    Κατ’ εμέ, στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.

    82.

    Όπως έχει δεχθεί το Δικαστήριο, το άρθρο 19 ΣΕΕ αναθέτει το καθήκον άσκησης του δικαστικού ελέγχου εντός της έννομης τάξης της Ένωσης όχι μόνο στο Δικαστήριο, αλλά και στα εθνικά δικαστήρια ( 44 ). Κατά συνέπεια, τα εθνικά δικαστήρια επιτελούν, σε συνεργασία με το Δικαστήριο, αποστολή που τους έχει ανατεθεί από κοινού προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών ( 45 ).

    83.

    Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι η διαδικασία που διέπεται από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ καθιερώνει άμεση συνεργασία μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, στο πλαίσιο της οποίας τα δεύτερα συμπράττουν ουσιαστικώς στην προσήκουσα εφαρμογή και την ομοιόμορφη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, καθώς και στην προστασία των δικαιωμάτων που το δίκαιο αυτό παρέχει στους ιδιώτες. Κατά συνέπεια, η αποστολή που έχει ανατεθεί, αντιστοίχως, στα εθνικά δικαστήρια και στο Δικαστήριο είναι ουσιώδης για την προάσπιση της ουσίας του δικαίου που θεσπίσθηκε με τις Συνθήκες ( 46 ).

    84.

    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι τα εθνικά δικαστήρια, σε συνδυασμό με το Δικαστήριο, διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο ως δικαστήρια «κοινού δικαίου» της έννομης τάξης της Ένωσης ( 47 ). Ως εκ τούτου, εφόσον ο εθνικός δικαστής διαπιστώσει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, η εκτίμηση αυτή έχει την ίδια βαρύτητα με την εκτίμηση του Δικαστηρίου όσον αφορά την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και των αντίστοιχων τόκων που δικαιούνται οι ιδιώτες κατά το δίκαιο της Ένωσης.

    85.

    Πρέπει επίσης να υπογραμμισθεί ότι η προσέγγιση αυτή φαίνεται να αντικατοπτρίζεται στη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου. Στην απόφαση Wortmann ( 48 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι στην περίπτωση επιστροφής δασμών λόγω παραβίασης του δικαίου της Ένωσης, «όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει», τα κράτη μέλη υπέχουν την επιβαλλόμενη από το δίκαιο της Ένωσης υποχρέωση να καταβάλουν τους αντίστοιχους τόκους.

    86.

    Ως εκ τούτου, φρονώ ότι υπάρχει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης από την οποία απορρέει αξίωση καταβολής τόκων ανεξάρτητα από το αν η παραβίαση αυτή διαπιστώθηκε από τα εθνικά δικαστήρια ή το Δικαστήριο της Ένωσης.

    Γ.   Περιορισμοί που μπορούν να επιβληθούν στην αξίωση καταβολής τόκων από το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο

    87.

    Και στις τρεις υποθέσεις, το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι οι προσφεύγουσες δικαιούνται τόκους για το σύνολο του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο στερήθηκαν τα χρηματικά ποσά κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, μόνο στην περίπτωση που υφίσταται αξίωση καταβολής τόκων κατά το δίκαιο της Ένωσης. Στα προηγούμενα σημεία των παρουσών προτάσεων διατύπωσα την άποψη ότι, κατά το δίκαιο της Ένωσης, οι προσφεύγουσες δικαιούνται πράγματι να τους καταβληθούν τόκοι.

    88.

    Ωστόσο, από τις διατάξεις περί παραπομπής καθίσταται σαφές ότι το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι, τουλάχιστον στις υποθέσεις C‑419/20 και C‑427/20, οι προσφεύγουσες δικαιούνται, κατά την εθνική νομοθεσία, να τους καταβληθούν τόκοι για το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την κίνηση της ένδικης διαδικασίας μέχρι την ημερομηνία επιστροφής των οφειλόμενων ποσών, ενώ, στην υπόθεση C‑415/20, η προσφεύγουσα δεν δικαιούται τόκους με βάση το εθνικό δίκαιο, καθόσον δεν άσκησε αγωγή με αντικείμενο την καταβολή των επιστροφών κατά την εξαγωγή.

    89.

    Συναφώς, είναι, κατά τη γνώμη μου, αδιάφορο αν το εθνικό δίκαιο αναγνωρίζει στις προσφεύγουσες το δικαίωμα να αξιώσουν την καταβολή τόκων στις υπό κρίση υποθέσεις, καθόσον η αξίωση αυτή απορρέει απευθείας από το δίκαιο της Ένωσης. Ως εκ τούτου, το κρίσιμο για την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου ζήτημα δεν είναι το αν θα πρέπει να επιδικαστούν τόκοι, με βάση το δίκαιο της Ένωσης, για το χρονικό διάστημα μέχρι την κίνηση της ένδικης διαδικασίας, αλλά, αντιθέτως, το αν οι κανόνες του εθνικού δικαίου μπορούν νομίμως να περιορίσουν την άσκηση της απορρέουσας από το δίκαιο της Ένωσης αξίωσης καταβολής τόκων όσον αφορά το εν λόγω διάστημα ή να εξαρτήσουν την αξίωση αυτή από την υποχρέωση άσκησης αγωγής.

    90.

    Ομοίως, ζήτημα τίθεται ως προς το αν για τις προσφεύγουσες ενδέχεται να αποκλειστεί η καταβολή των τόκων που θα δικαιούνταν σε διαφορετική περίπτωση κατά το δίκαιο της Ένωσης, βάσει της εφαρμογής της ενωσιακής τελωνειακής νομοθεσίας.

    91.

    Τα δικαιώματα που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της αξίωσης καταβολής τόκων, μπορούν, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, να περιοριστούν είτε από το ίδιο το δίκαιο της Ένωσης είτε από το εθνικό δίκαιο.

    92.

    Σε γενικές γραμμές, προκειμένου να γίνει δεκτός ο περιορισμός των δικαιωμάτων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, πρέπει να πληρούνται δύο προϋποθέσεις: πρώτον, το μέτρο που περιορίζει το απορρέον από το δίκαιο της Ένωσης δικαίωμα πρέπει να δικαιολογείται από έναν σκοπό δημοσίου συμφέροντος που γίνεται δεκτός από το δίκαιο της Ένωσης και, δεύτερον, το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να είναι ανάλογο προς τον σκοπό αυτό.

    93.

    Εντός αυτού ακριβώς του πλαισίου θα εξετάσω ακολούθως δύο σχετικά με τις υπό κρίση υποθέσεις μέτρα επιβολής περιορισμών, εκ των οποίων το πρώτο εμπίπτει στο πεδίο του δικαίου της Ένωσης και το δεύτερο στο πεδίο του εθνικού δικαίου.

    1. Περιορισμοί που επιβάλλονται από το δίκαιο της Ένωσης (άρθρο 241 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και άρθρο 116, παράγραφος 6, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα)

    94.

    Ένα από τα ζητήματα που χρήζουν απάντησης στις υπό κρίση υποθέσεις είναι αν το άρθρο 241 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και το άρθρο 116, παράγραφος 6, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (στα οποία θα αναφέρομαι από κοινού ως: τελωνειακός κώδικας) έχουν εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

    95.

    Οι συγκεκριμένες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης περιορίζουν και αποκλείουν, αντιστοίχως, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την καταβολή τόκων κατά την επιστροφή τελωνειακών δασμών από τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Ως εκ τούτου, είναι δυνητικώς κρίσιμες τόσο όσον αφορά την επιστροφή των επίμαχων στην υπόθεση C‑427/20 εισαγωγικών δασμών, όσο και ως προς την επιστροφή των δασμών αντιντάμπινγκ στην υπόθεση C‑419/20.

    96.

    Σύμφωνα με τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν από την Ολλανδική Κυβέρνηση, ο κανόνας που αποκλείει την καταβολή τόκων και περιέχεται στον τελωνειακό κώδικα έχει εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων C‑419/20 και C‑427/20 και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν πρέπει να καταβληθούν τόκοι στις εν λόγω υποθέσεις. Η Gräfendorfer, η Reyher, η Flexi Montagetechnik και η Επιτροπή διαφωνούν. Υποστηρίζουν, επικαλούμενες την απόφαση Wortmann, ότι ο κανόνας του τελωνειακού κώδικα ο οποίος αποκλείει την καταβολή τόκων δεν έχει εφαρμογή στις υπό κρίση υποθέσεις.

    97.

    Η Ολλανδική Κυβέρνηση αναπτύσσει την επιχειρηματολογία της εκκινώντας από τη θέση ότι ο κανόνας του τελωνειακού κώδικα που αποκλείει την καταβολή τόκων αποτελεί γενικό κανόνα. Παραπέμπει στις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην απόφαση Wortmann ως εξαίρεση του κανόνα αυτού.

    98.

    Σε αντίθεση με την ως άνω άποψη, είμαι της γνώμης ότι ο επίμαχος κανόνας του τελωνειακού κώδικα δεν αποτελεί γενικό κανόνα, αλλά, αντιθέτως, συνιστά εξαίρεση από τον γενικό κανόνα του δικαίου της Ένωσης ότι τόκοι καταβάλλονται στις περιπτώσεις επιστροφής ποσών καταβληθέντων κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης. Ακριβώς λόγω του γεγονότος ότι ο γενικός κανόνας επιτάσσει την καταβολή τόκων, κατέστη αναγκαία η απαγόρευση καταβολής τόκων με ρητή διάταξη.

    99.

    Δεδομένου ότι ο κανόνας του τελωνειακού κώδικα θέτει περιορισμούς στον γενικό κανόνα, ο πρώτος πρέπει να είναι δικαιολογημένος και ανάλογος προς την αιτιολόγηση που παρέχεται. Ελλείψει τέτοιας δικαιολόγησης, ο κανόνας του τελωνειακού κώδικα που αποκλείει την καταβολή τόκων σε περίπτωση επιστροφής καθίσταται ανίσχυρος ( 49 ).

    100.

    Η απόφαση Wortmann ( 50 ) παρέχει την αιτιολόγηση για τον επίμαχο εν προκειμένω κανόνα του τελωνειακού κώδικα ( 51 ), πλην όμως περιορίζει, ταυτόχρονα, την εφαρμογή του σε συγκεκριμένες μόνο κατηγορίες περιπτώσεων. Θα εξηγήσω ότι αυτό ήταν απαραίτητο προκειμένου να διασφαλιστεί η νομιμότητα του κανόνα του τελωνειακού κώδικα και ότι, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, ο κανόνας αυτός δεν έχει εφαρμογή στις υπό κρίση υποθέσεις.

    101.

    Στην απόφαση Wortmann, το Δικαστήριο, υιοθετώντας τη συλλογιστική του γενικού εισαγγελέα στην υπόθεση εκείνη, έκρινε ότι από το ιστορικό της θέσπισης του άρθρου 241 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα προκύπτει ότι αυτός εφαρμόζεται στην «περίπτωση κατά την οποία, μετά την εκ μέρους της τελωνειακής αρχής αποδέσμευση των οικείων εμπορευμάτων, διαπιστώνεται ότι η αρχική εκκαθάριση των εισαγωγικών δασμών πρέπει να αναθεωρηθεί προς τα κάτω και, ως εκ τούτου, το σύνολο ή μέρος των εισαγωγικών δασμών τους οποίους κατέβαλε ένας επιχειρηματίας πρέπει να του επιστραφεί» ( 52 ).

    102.

    Όπως είχε διευκρινίσει ο γενικός εισαγγελέας M. Campos Sánchez‑Bordona, «[…] η τελωνειακή αρχή δεν επιθεωρεί τα εμπορεύματα προτού τα αποδεσμεύσει, και μόνον εκ των υστέρων προβαίνει σε έλεγχο της κανονικότητας των εισαγωγών. Εάν κατά το μεταγενέστερο αυτό χρονικό σημείο χωρήσει νέα εκκαθάριση, αυτή μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να υποχρεωθεί είτε ο εισαγωγέας να καταβάλει τα μη καταβληθέντα έως τον χρόνο αυτό ποσά (ελλειμματική αρχική εκκαθάριση), είτε η Διοίκηση να επιστρέψει το καθ’ υπέρβασιν καταβληθέν ποσό» ( 53 ). Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, ο τελωνειακός κώδικας αποκλείει την καταβολή τόκων ( 54 ).

    103.

    Ως εκ τούτου, η αιτιολόγηση του περιλαμβανόμενου στον τελωνειακό κώδικα περιορισμού του γενικού κανόνα ο οποίος επιβάλλει την καταβολή τόκων συνίσταται στην επίτευξη ταχύτητας στο σύστημα εκτελωνισμού και στο να επιτραπεί η γρήγορη απελευθέρωση των εμπορευμάτων στην αγορά ( 55 ).

    104.

    Προκειμένου ο κανόνας αυτός να παραμείνει ανάλογος προς τον σκοπό που σχεδιάστηκε να επιδιώκει, η εφαρμογή του πρέπει να περιοριστεί στις περιπτώσεις των διαδικασιών εκτελωνισμού που διευκρινίζονται στα προηγούμενα σημεία των παρουσών προτάσεων. Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις στις οποίες είτε οι τελωνειακές αρχές είτε οι οικονομικοί φορείς απαιτούν τη διόρθωση των δασμών αμέσως μετά τον αρχικό εκτελωνισμό και αμφότερα τα μέρη αποδέχονται τη σχετική διόρθωση. Σε περίπτωση όμως διαφωνίας, η υπόθεση εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής της εξαίρεσης του τελωνειακού κώδικα η οποία αποκλείει την καταβολή τόκων.

    105.

    Η θέση αυτή επιβεβαιώθηκε με την απόφαση Wortmann, σύμφωνα με την οποία ο κανόνας του τελωνειακού κώδικα που αποκλείει την καταβολή τόκων δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις στις οποίες η επιστροφή δασμών προκύπτει από σφάλματα κατά τον υπολογισμό δασμών τα οποία δεν οφείλονταν στην ταχύτητα του συστήματος εκτελωνισμού. Ως εκ τούτου, δεν έτυχε εφαρμογής στην καταβολή τόκων στην υπόθεση εκείνη όσον αφορά την επιστροφή δασμών αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν επί τη βάσει κανονισμού της Ένωσης ο οποίος είχε ακυρωθεί εν μέρει από το Δικαστήριο.

    106.

    Η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η απόφαση Wortmann εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του κανόνα του τελωνειακού κώδικα μόνο τις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η επιστροφή λαμβάνει χώρα μετά την ακύρωση της νομικής βάσης στην οποία στηρίζεται η καταβολή, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που ίσχυαν στην υπόθεση εκείνη.

    107.

    Ωστόσο, κατ’ εμέ, η ως άνω ερμηνεία δεν συνάδει με την αιτιολογική βάση που παρέχεται για τον συγκεκριμένο κανόνα, όπως αυτή παρατίθεται στην απόφαση Wortmann, ήτοι στην επιτάχυνση του συστήματος εκτελωνισμού, την οποία ο γενικός εισαγγελέας M. Campos Sánchez-Bordona χαρακτήρισε ως «συνήθεις περιστάσεις» ( 56 ). Εφόσον από το πεδίο εφαρμογής του κανόνα του τελωνειακού κώδικα δεν εκφεύγουν περιπτώσεις οι οποίες υπάγονται στις «συνήθεις» διαδικασίες εκτελωνισμού, ο κανόνας αυτός διατρέχει τον κίνδυνο να κριθεί άκυρος, λόγω του ότι δεν είναι ανάλογος προς τον αιτιολογικό του σκοπό. Τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι μόνο αυτές στις οποίες η επιστροφή λαμβάνει χώρα μετά την ακύρωση της νομικής βάσης για την καταβολή.

    108.

    Στις υπό κρίση υποθέσεις, η εσφαλμένη εκτίμηση που πραγματοποιήθηκε από τις αρμόδιες εθνικές αρχές δεν θεραπεύθηκε με τις «συνήθεις» ταχείες διαδικασίες εκτελωνισμού. Αντιθέτως, η διόρθωση των δασμών επήλθε ως αποτέλεσμα της εφαρμογής των αποφάσεων που εκδόθηκαν από εθνικά δικαστήρια με τις οποίες κρίθηκε ότι οι εν λόγω δασμοί είχαν επιβληθεί κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης. Οι περιπτώσεις αυτές δεν καλύπτονται από την εξαίρεση που εισάγει ο τελωνειακός κώδικας.

    109.

    Ως εκ τούτου, φρονώ, αφενός, ότι το άρθρο 241 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και το άρθρο 116, παράγραφος 6, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα δεν αποκλείουν την καταβολή τόκων στις υπό κρίση υποθέσεις και, αφετέρου, ότι οι υποθέσεις αυτές υπάγονται στον γενικό κανόνα που προβλέπει την αξίωση καταβολής τόκων κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου.

    2. Περιορισμοί που επιβάλλονται από το εθνικό δίκαιο (εθνικοί κανόνες οι οποίοι εξαρτούν την αξίωση καταβολής τόκων από την άσκηση αγωγής και περιορίζουν την καταβολή τόκων από τον χρόνο ασκήσεως της εν λόγω αγωγής και εντεύθεν)

    110.

    Το σύνηθες πλαίσιο εντός του οποίου πραγματοποιείται η ανάλυση των εθνικών διατάξεων που θέτουν περιορισμούς στους κανόνες περί έννομης προστασίας που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης είναι αυτό της έννοιας της εθνικής δικονομικής αυτονομίας. Στις παρούσες προτάσεις, δεν προτίθεμαι να εξετάσω την καταλληλότητα της έννοιας «εθνική δικονομική αυτονομία» ( 57 ). Αρκεί να λεχθεί ότι, κατά την ως άνω έννοια, απόκειται στα κράτη μέλη η ρύθμιση των ουσιαστικών και δικονομικών ζητημάτων που αφορούν την άσκηση των προβλεπόμενων από το δίκαιο της Ένωσης δικαιωμάτων έννομης προστασίας. Η εν λόγω εθνική δικονομική αυτονομία υφίσταται όταν δεν υπάρχουν σχετικοί κανόνες του δικαίου της Ένωσης. Ωστόσο, τελεί υπό τον έλεγχο των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας ( 58 ).

    111.

    Ωστόσο, εθνικές διατάξεις οι οποίες περιορίζουν την αποτελεσματικότητα δικαιωμάτων που στηρίζονται στο δίκαιο της Ένωσης εξακολουθούν να μπορούν να δικαιολογηθούν, υπό την προϋπόθεση ότι επιδιώκουν έναν θεμιτό σκοπό κατά τρόπο αναλογικό.

    112.

    Αυτός ο «δικονομικός κανόνας της λογικής», όπως έχει χαρακτηριστεί από διάφορους συγγραφείς ( 59 ), διατυπώθηκε το πρώτον από το Δικαστήριο στις αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 1995, van Schijndel και van Veen ( 60 ), και Peterbroeck ( 61 ), και επικυρώθηκε από τη μεταγενέστερη νομολογία ( 62 ). Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, κάθε περίπτωση στην οποία τίθεται το ζήτημα αν εθνική δικονομική διάταξη καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένης υπόψη της θέσης που έχει η διάταξη αυτή σε σχέση με την όλη διαδικασία, τη διεξαγωγή της και τις ιδιαιτερότητές της ενώπιον των διαφόρων εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων. Ως εκ τούτου, εθνικές διατάξεις οι οποίες επιδιώκουν την επίτευξη θεμιτού σκοπού, όπως την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας ή την προστασία των δικαιωμάτων άμυνας ή της αρχής της ασφάλειας δικαίου, είναι συμβατές με την αρχή της αποτελεσματικότητας στον βαθμό που διασφαλίζουν τον θεμιτό αυτό σκοπό κατά αναλογικό τρόπο. Τούτο πρέπει να εξακριβώνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από το οικείο εθνικό δικαστήριο.

    113.

    Υπό το πρίσμα αυτού ακριβώς του αναλυτικού πλαισίου θα πρέπει να εξεταστούν οι εθνικοί κανόνες που περιορίζουν την αξίωση καταβολής τόκων στις υπό κρίση υποθέσεις.

    114.

    Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι εφαρμοστέοι και στις τρεις υπό κρίση υποθέσεις εθνικοί κανόνες περιορίζουν το χρονικό διάστημα για το οποίο οφείλονται τόκοι στο διάστημα από την ημερομηνία κίνησης της ένδικης διαδικασίας ενώπιον του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου και εντεύθεν.

    115.

    Πρέπει να επισημανθεί εκ προοιμίου ότι δεν φαίνεται να υπάρχουν ενδείξεις οι οποίες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα των εν λόγω κανόνων με την αρχή της ισοδυναμίας ( 63 ).

    116.

    Εντούτοις, όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, υπάρχουν, κατά τη γνώμη μου, αποχρώσες ενδείξεις ότι οι επίμαχοι εθνικοί κανόνες δεν συνάδουν με την αρχή αυτή.

    117.

    Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου ( 64 ), το δίκαιο της Ένωσης επιτάσσει καταρχήν την καταβολή τόκων για το σύνολο του χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε από την ημερομηνία της καταβολής ή της μη καταβολής του ποσού που εισπράχθηκε ή παρακρατήθηκε κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης μέχρι την ημερομηνία επιστροφής του ποσού αυτού. Τούτο διασφαλίζει την απονομή προσήκουσας αποζημίωσης για τη ζημία που επήλθε συνεπεία της μη διαθεσιμότητας του εν λόγω ποσού.

    118.

    Ως εκ τούτου, στην απόφαση Irimie ( 65 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα σύστημα προβλέπον περιορισμό των τόκων στους γεγενημένους από την επομένη της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως περί επιστροφής του αχρεωστήτως εισπραχθέντος φόρου δεν ανταποκρίνεται στην αρχή της αποτελεσματικότητας. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι, στις προτάσεις του επί της υπόθεσης Wortmann ( 66 ), ο γενικός εισαγγελέας M. Campos Sánchez-Bordona έκρινε ότι το ίδιο ισχύει όσον αφορά την επίμαχη στις υπό κρίση υποθέσεις γερμανική νομοθεσία.

    119.

    Συμφωνώ. Εθνικοί κανόνες οι οποίοι περιορίζουν την καταβολή τόκων αποκλειστικά σε αυτούς που γεννώνται από την ημερομηνία κίνησης της ένδικης διαδικασίας και εντεύθεν στερούν από τους ιδιώτες την προσήκουσα αποζημίωση που αυτοί δικαιούνται για το σύνολο του χρονικού διαστήματος της ζημίας που επήλθε λόγω του γεγονότος ότι δεν είχαν στην κατοχή τους τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά, όπως επιτάσσει η αποτελεσματική εφαρμογή της αξίωσης καταβολής τόκων.

    120.

    Όπως επισήμαναν η Gräfendorfer, η Reyher και η Flexi Montagetechnik, σε περιστάσεις όπως αυτές των υπό κρίση υποθέσεων, το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την πληρωμή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών μέχρι την άσκηση της σχετικής αγωγής μπορεί να ανέλθει σε αρκετά έτη, λαμβανομένης υπόψη της διαδικασίας διοικητικής ένστασης που προηγείται της άσκησης της αγωγής. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι οι εφαρμοστέοι και στις τρεις υποθέσεις κανόνες δεν ικανοποιούν, κατά τα φαινόμενα, τις απαιτήσεις της αρχής της αποτελεσματικότητας.

    121.

    Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ένα πρόσθετο στοιχείο το οποίο απαντά μόνο στην υπόθεση C‑415/20 και αφορά την καταβολή τόκων επί της καθυστερημένης καταβολής των επιστροφών κατά την εξαγωγή. Κατά το δικαστήριο αυτό, φαίνεται ότι, σύμφωνα με τη σχετική εθνική νομοθεσία ( 67 ), στις περιπτώσεις καθυστερημένης καταβολής παροχών, καταβάλλονται τόκοι από την ημερομηνία κίνησης της ένδικης διαδικασίας με την οποία ο οικονομικός φορέας αξιώνει την καταβολή των οικείων παροχών. Στην περίπτωση ωστόσο που η καθυστερημένη καταβολή πραγματοποιήθηκε χωρίς τη μεσολάβηση ένδικης διαδικασίας, ήτοι στην περίπτωση που οι αρμόδιες εθνικές αρχές αποφάσισαν να προβούν στην καταβολή των επιστροφών κατά την εξαγωγή, ο οικονομικός φορέας δεν δικαιούται τόκους. Ως εκ τούτου, αν ένας οικονομικός φορέας, όπως συνέβη στην υπό κρίση υπόθεση, απλώς υπέβαλε διοικητική ένσταση ενώπιον των αρμόδιων εθνικών αρχών και ανέμενε την έκδοση απόφασης σε μια υπόθεση αναφοράς, κατόπιν της οποίας οι εν λόγω αρχές κατέβαλαν μεν τις επιστροφές, πλην όμως ατόκως, ο εν λόγω φορέας ουδόλως δικαιούται τόκους.

    122.

    Οι εθνικοί αυτοί κανόνες δεν συνάδουν, κατά τη γνώμη μου, με την αρχή της αποτελεσματικότητας. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αξίωση καταβολής τόκων υφίσταται ως συνέπεια του δικαίου της Ένωσης και, συνεπώς, ανεξάρτητα από την εθνική νομοθεσία. Ως εκ τούτου, κάθε οικονομικός φορέας στον οποίο καταβάλλονται με καθυστέρηση οι επιστροφές κατά την εξαγωγή δικαιούται τόκους. Το ενδεχόμενο εξάρτησης της εν λόγω αξίωσης από την κίνηση ένδικης διαδικασίας θα στερούσε από τα πρόσωπα που δεν έχουν ασκήσει αγωγή για την επιστροφή των οικείων ποσών, όπως η προσφεύγουσα στην υπόθεση C‑415/20, το δικαίωμα του οποίου απολαύουν δυνάμει του δικαίου της Ένωσης.

    123.

    Μολονότι οι επίμαχοι εθνικοί κανόνες, όπως αυτοί περιγράφονται από το αιτούν δικαστήριο, περιορίζουν την αποτελεσματικότητα της απορρέουσας από το δίκαιο της Ένωσης αξίωσης καταβολής τόκων, τούτο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο, ανάλογα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υπόθεσης, οι εν λόγω κανόνες να είναι επιτρεπτοί κατά το ενωσιακό δίκαιο. Τούτο είναι δυνατό μόνον εφόσον θεωρηθεί ότι οι κανόνες αυτοί έχουν αναλογικό χαρακτήρα όσον αφορά σημαντικά συμφέροντα της εθνικής έννομης τάξης.

    124.

    Ωστόσο, στις υπό κρίση υποθέσεις, δεν παρασχέθηκαν στο Δικαστήριο πληροφορίες που να συνηγορούν υπέρ της εκτίμησης ότι οι εθνικοί κανόνες οι οποίοι περιορίζουν την αξίωση καταβολής τόκων είναι δικαιολογημένοι. Όσον αφορά τους εθνικούς κανόνες που εξαρτούν την αξίωση καταβολής τόκων από την άσκηση αγωγής, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι οι κανόνες αυτοί μπορούν να δικαιολογηθούν από την αυτονομία της λήψης αποφάσεων η οποία ανήκει στους οικονομικούς φορείς, δηλαδή ότι η απόφαση να αναμένουν την έκβαση μιας υπόθεσης αναφοράς, αντί να κινήσουν ένδικη διαδικασία, μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά άσκηση της εν λόγω αυτονομίας με την οποία οι οικονομικοί φορείς παραιτούνται από το δικαίωμά τους να αξιώσουν την καταβολή τόκων. Αδυνατώ να διακρίνω τον δημόσιο σκοπό των εν λόγω κανόνων. Απεναντίας, φρονώ ότι οδηγούν σε περιττή αύξηση των ένδικων διαδικασιών. Παρά ταύτα, στο πλαίσιο της διάκρισης των αρμοδιοτήτων μεταξύ του Δικαστηρίου της Ένωσης και των εθνικών δικαστηρίων, όταν αμφότερα λειτουργούν ως ευρωπαϊκά δικαστήρια (βλ. σημεία 82 έως 84 των παρουσών προτάσεων), εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει την αιτιολόγηση και την αναλογικότητα των επίμαχων εθνικών κανόνων.

    125.

    Εν κατακλείδι, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, υπό την επιφύλαξη επαληθεύσεως από το αιτούν δικαστήριο, οι επίμαχοι εθνικοί κανόνες, καθόσον περιορίζουν την καταβολή τόκων κατά την επιστροφή αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών ή ποσών που καταβλήθηκαν με καθυστέρηση από τις αρμόδιες εθνικές αρχές κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, δεν πληρούν τις απαιτήσεις της αρχής της αποτελεσματικότητας.

    126.

    Η συνέπεια που απορρέει από τη διαπίστωση αυτή κατά το δίκαιο της Ένωσης συνίσταται στο ότι το αιτούν δικαστήριο μπορεί είτε να ερμηνεύσει τους εν λόγω εθνικούς κανόνες κατά τρόπο ο οποίος θα ανταποκρίνεται στην αποτελεσματική εφαρμογή της αξίωσης καταβολής τόκων είτε, στην περίπτωση που τούτο αποδειχθεί ανέφικτο, να απόσχει από την εφαρμογή τους στις υπό κρίση υποθέσεις.

    VI. Πρόταση

    127.

    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω παρατηρήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που του υποβλήθηκαν από το Finanzgericht Hamburg (δικαστήριο φορολογικών διαφορών Αμβούργου, Γερμανία) ως εξής:

    Υπόθεση C‑415/20

    1)

    Η επιβαλλόμενη από το δίκαιο της Ένωσης απαίτηση προς τα κράτη μέλη να επιστρέφουν εντόκως δασμούς οι οποίοι εισπράχθηκαν κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης έχει εφαρμογή όταν ο λόγος της επιστροφής δεν είναι μια διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι υπήρξε παράβαση διάταξης του δικαίου της Ένωσης, αλλά η ερμηνεία, από το Δικαστήριο, μιας κλάσεως (ή διακρίσεως) της Συνδυασμένης Ονοματολογίας.

    2)

    Οι αναπτυχθείσες από το Δικαστήριο αρχές που διέπουν την αξίωση καταβολής τόκων τυγχάνουν εφαρμογής και στην καταβολή επιστροφών κατά την εξαγωγή τις οποίες αρνήθηκαν να καταβάλουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης.

    Υπόθεση C‑419/20

    Υφίσταται παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, ως προϋπόθεση της διαμορφωθείσας από το Δικαστήριο αξίωσης καταβολής τόκων βάσει του δικαίου της Ένωσης, στην περίπτωση στην οποία οι αρμόδιες εθνικές αρχές επιβάλλουν δασμούς κατ’ εφαρμογήν του δικαίου της Ένωσης, πλην όμως εθνικό δικαστήριο διαπιστώνει εν συνεχεία ότι δεν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την επιβολή των εν λόγω δασμών.

    Υπόθεση C‑427/20

    Υφίσταται παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, ως προϋπόθεση της διαμορφωθείσας από το Δικαστήριο αξίωσης καταβολής τόκων βάσει του δικαίου της Ένωσης, στην περίπτωση στην οποία οι αρμόδιες εθνικές αρχές επιβάλλουν δασμούς κατά παράβαση των ισχυουσών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης και εθνικό δικαστήριο διαπιστώνει τέτοια παραβίαση του δικαίου της Ένωσης.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

    ( 2 ) ΕΕ 1992, L 302, σ. 1 (στο εξής: κοινοτικός τελωνειακός κώδικας).

    ( 3 ) ΕΕ 2008, L 145, σ. 1.

    ( 4 ) ΕΕ 2013, L 269, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2013, L 287, σ. 90 (στο εξής: ενωσιακός τελωνειακός κώδικας). Σύμφωνα με τα άρθρα 287 και 288, ο εν λόγω κώδικας τέθηκε σε ισχύ στις 30 Οκτωβρίου 2013 και εφαρμόζεται, πλην ορισμένων διατάξεων (μεταξύ των οποίων δεν συγκαταλέγεται το άρθρο 116), από την 1η Μαΐου 2016.

    ( 5 ) Κανονισμός (ΕΚ) 800/1999 της Επιτροπής, της 15ης Απριλίου 1999, για τις κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των πιστοποιητικών εξαγωγής για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ 1999, L 102, σ. 11). Ο κανονισμός αυτός καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 612/2009 της Επιτροπής, της 7ης Ιουλίου 2009, για τις κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ 2009, L 186, σ. 1).

    ( 6 ) Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει συναφώς στις αποφάσεις της 18ης Φεβρουαρίου 2014 του Finanzgericht Hamburg (δικαστηρίου φορολογικών διαφορών Αμβούργου), 4 K 18/12 και 4 K 264/11.

    ( 7 ) C‑323/10 έως C‑326/10 (EU:C:2011:774). Η υπόθεση αυτή αφορά την ερμηνεία των κλάσεων 02071210 και 02071290 του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΟΚ) 3846/87 της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 1987, που καθορίζει την ονοματολογία των γεωργικών προϊόντων για τις επιστροφές κατά την εξαγωγή (ΕΕ 1987, L 366, σ. 1).

    ( 8 ) C‑365/15 (EU:C:2017:19, στο εξής: απόφαση Wortmann).

    ( 9 ) Κανονισμός (ΕΚ) 91/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 2009, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2009, L 29, σ. 1). Ο κανονισμός αυτός καταργήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/278 της Επιτροπής, της 26ης Φεβρουαρίου 2016, για την κατάργηση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, όπως επεκτάθηκε στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα που αποστέλλονται από τη Μαλαισία, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Μαλαισίας είτε όχι (ΕΕ 2016, L 52, σ. 24).

    ( 10 ) Βλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1976, Rewe-Zentralfinanz και Rewe-Zentral (33/76, EU:C:1976:188).

    ( 11 ) Βλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1976, Comet (45/76, EU:C:1976:191).

    ( 12 ) Βλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1983, San Giorgio (199/82, EU:C:1983:318).

    ( 13 ) Βλ. απόφαση της 26ης Ιουνίου 1979, McCarren (177/78, EU:C:1979:164).

    ( 14 ) Βλ. απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1999, Dilexport (C‑343/96, EU:C:1999:59).

    ( 15 ) Βλ. απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 1997, Fantask κ.λπ. (C‑188/95, EU:C:1997:580).

    ( 16 ) Βλ. απόφασης της 8ης Μαρτίου 2001, Metallgesellschaft κ.λπ. (C‑397/98 και C‑410/98, EU:C:2001:134).

    ( 17 ) Βλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Littlewoods Retail Ltd κ.λπ. (C‑591/10, EU:C:2012:478) [στο εξής: απόφαση Littlewoods Retail].

    ( 18 ) Βλ. αποφάσεις της 18ης Απριλίου 2013, Irimie (C‑565/11, EU:C:2013:250) [στο εξής: απόφαση Irimie], και της 15ης Οκτωβρίου 2014, Nicula (C‑331/13, EU:C:2014:2285).

    ( 19 ) Βλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Hauptzollamt B (Προαιρετική μείωση φόρου) (C‑100/20, EU:C:2021:716) [στο εξής: απόφαση Hauptzollamt B].

    ( 20 ) Η νομολογία αυτή ξεκίνησε με την απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1983, San Giorgio (199/82, EU:C:1983:318, σκέψη 12). Επικυρώθηκε από τη μετέπειτα νομολογία, παραδείγματος χάριν από την απόφαση της 8ης Μαρτίου 2001, Metallgesellschaft κ.λπ. (C‑397/98 και C‑410/98, EU:C:2001:134, σκέψη 84), ή, πιο πρόσφατα, την απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Hauptzollamt B (Προαιρετική μείωση φόρου) (C‑100/20, EU:C:2021:716, σκέψη 26).

    ( 21 ) Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί ότι το δικαίωμα επιστροφής είναι το πρώτο μέσο έννομης προστασίας που απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης το οποίο κρίθηκε από το Δικαστήριο ως εγγενές προς το σύστημα που θεσπίστηκε από τις Συνθήκες. Η νομολογία σχετικά με το δικαίωμα επιστροφής προηγείται αυτής που αναπτύχθηκε από το Δικαστήριο όσον αφορά άλλα μέσα έννομης προστασίας, όπως το δικαίωμα λήψης ασφαλιστικών μέτρων [η οποία ξεκίνησε με την απόφαση της 19ης Ιουνίου 1990, Factortame κ.λπ. (C‑213/89, EU:C:1990:257)] ή το δικαίωμα αποζημίωσης [η οποία ξεκίνησε με την απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1991, Francovich κ.λπ. (C‑6/90 και C‑9/90, EU:C:1991:428)]. Ωστόσο, το δικαίωμα επιστροφής δεν αναγνωρίστηκε αμέσως ως στηριζόμενο στο δίκαιο της Ένωσης μέσο έννομης προστασίας λόγω της πληθώρας των εθνικών εννόμων τάξεων που προέβλεπαν κάποιου είδους αξιώσεις αποκατάστασης των αχρεωστήτως καταβληθεισών επιβαρύνσεων. Ως εκ τούτου, δεν κατέστη αμέσως σαφές ότι το δίκαιο της Ένωσης περιλαμβάνει τη δική του νομική βάση για την επιστροφή ποσών, η οποία δεν εξαρτάται από το εθνικό δίκαιο. Πρβλ. Dougan, M., «Cutting Your Losses in the Enforcement Deficit: A Community Right to the Recovery of Unlawfully Levied Charges?», Cambridge Yearbook of European Legal Studies, τεύχος 1, 1998-1999, σ. 233· Ćapeta, T., «Sudovi Europske unije. Nacionalni sudovi kao europski sudovi (EU Courts. National Courts as European Courts)», Institut za međunarodne odnose, IMO, Ζάγκρεμπ, 2002, σ. 109 επ.

    ( 22 ) Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 19ης Ιουλίου 2012, Littlewoods Retail Ltd κ.λπ. (C‑591/10, EU:C:2012:478, σκέψη 25), και της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Hauptzollamt B (Προαιρετική μείωση φόρου) (C‑100/20, EU:C:2021:716, σκέψη 27).

    ( 23 ) Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 19ης Ιουλίου 2012, Littlewoods Retail Ltd κ.λπ. (C‑591/10, EU:C:2012:478, σκέψη 26), και της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Hauptzollamt B (Προαιρετική μείωση φόρου) (C‑100/20, EU:C:2021:716, σκέψη 27).

    ( 24 ) Πρβλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Littlewoods Retail Ltd κ.λπ. (C‑591/10, EU:C:2012:9, σημεία 26 έως 30) και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην υπόθεση Irimie (C‑565/11, EU:C:2012:803, σημεία 21 έως 29).

    ( 25 ) Βλ., για παράδειγμα, Gazin, F., «L’étendue du versement des sommes dues par les États en violation du droit de l’Union européenne: le beurre et l’argent du beurre au service de l’efficacité du droit», Revue du marché commun et de l’Union européenne, αριθ. 571, 2013, σ. 475· Schlote, M., «The San Giorgio “cause of action”», British Tax Review, 2014, σ. 103· van de Moosdijk, M., «Unjust Enrichment in European Union Law», Kluwer, 2018, ιδίως σ. 68 έως 83· Episcopo, F., «The Vicissitudes of Life at the Coalface: Remedies and Procedures for Enforcing Union Law before the National Courts», σε Craig, P., και de Búrca, G. (επιμέλεια), The Evolution of EU Law, 3η έκδ., Oxford University Press, 2021, σ. 275, ιδίως σ. 290 έως 291.

    ( 26 ) Το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει, συναφώς, τις αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Zuckerfabrik Jülich κ.λπ. (C‑113/10, C‑147/10 και C‑234/10, EU:C:2012:591) (στο εξής: απόφαση Zuckerfabrik Jülich), της 18ης Απριλίου 2013, Irimie (C‑565/11, EU:C:2013:250), και της 18ης Ιανουαρίου 2017, Wortmann (C‑365/15, EU:C:2017:19).

    ( 27 ) Βλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Zuckerfabrik Jülich κ.λπ. (C‑113/10, C‑147/10 και C‑234/10, EU:C:2012:591).

    ( 28 ) Βλ. απόφαση της 18ης Απριλίου 2013, Irimie (C‑565/11, EU:C:2013:250).

    ( 29 ) Βλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2017, Wortmann (C‑365/15, EU:C:2017:19).

    ( 30 ) Βλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Littlewoods Retail Ltd κ.λπ. (C‑591/10, EU:C:2012:478).

    ( 31 ) Για παράδειγμα, στην υπόθεση C‑419/20, η Reyher επισημαίνει ότι κατέβαλε το ποσό των 774000 ευρώ το 2013, ενώ το ποσό αυτό της επιστράφηκε μόλις το 2019.

    ( 32 ) Βλ., για παράδειγμα, Dougan, που μνημονεύεται στην υποσημείωση 21 των παρουσών προτάσεων και Gazin, που μνημονεύεται στην υποσημείωση 25 των παρουσών προτάσεων.

    ( 33 ) Απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2011, Danfoss και Sauer-Danfoss (C‑94/10, EU:C:2011:674, σκέψη 23).

    ( 34 ) Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 19ης Ιουλίου 2012, Littlewoods Retail Ltd κ.λπ. (C‑591/10, EU:C:2012:478, σκέψη 25), και της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Hauptzollamt B (Προαιρετική μείωση φόρου) (C‑100/20, EU:C:2021:716, σκέψη 27).

    ( 35 ) Πρβλ. van de Moosdijk, που μνημονεύεται στην υποσημείωση 25.

    ( 36 ) C‑113/10, C‑147/10 και C‑234/10 (EU:C:2011:701, σημεία 125 έως 129).

    ( 37 ) C‑47/07 P (EU:C:2008:726, ιδίως σκέψεις 44 έως 50).

    ( 38 ) C‑575/18 P (EU:C:2020:530, ιδίως σκέψεις 81 έως 84). Βλ., επίσης, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής (C‑575/18 P, EU:C:2020:205, σημεία 120 έως 129) και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Σλοβακία κατά Επιτροπής και Ρουμανία κατά Επιτροπής (C‑593/15 P, C‑594/15 P και C‑599/15 P, EU:C:2017:441, σημείο 108).

    ( 39 ) Συναφώς, είναι σκόπιμο να μνημονευθεί η νομολογία του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της οποίας το Δικαστήριο επέτρεψε στα κράτη μέλη να λάβουν υπόψη τους την έννοια του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η νομολογία αυτή αναπτύχθηκε υπό περιστάσεις που αφορούσαν εθνικά μέτρα περιορισμού του δικαιώματος επιστροφής ποσών τα οποία καταβλήθηκαν αχρεωστήτως κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης όταν τα ποσά αυτά είχαν μετακυλιστεί σε άλλους επιχειρηματίες ή καταναλωτές. Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 1980, Just (68/79, EU:C:1980:57, σκέψεις 26 και 27). Η συγκεκριμένη νομολογία επιβεβαιώνει την προτεινόμενη άποψη ότι η αξίωση καταβολής τόκων κατά το δίκαιο της Ένωσης δικαιολογείται από την ανάγκη αποτροπής ελαττώσεως της περιουσίας κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης. Ένα πρόσωπο το οποίο έχει μετακυλίσει τα αχρεωστήτως εισπραχθέντα ποσά σε άλλους δεν υφίσταται ελάττωση της περιουσίας του, γεγονός το οποίο συνεπάγεται την απόρριψη της αξίωσης επιστροφής του ποσού εντόκως σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.

    ( 40 ) Η επιστροφή φόρων, εισφορών και λοιπών επιβαρύνσεων δεν είναι η μοναδική περίπτωση στην οποία το δίκαιο της Ένωσης προβλέπει την καταβολή τόκων. Τόκοι οφείλονται επίσης, παραδείγματος χάριν, στο πλαίσιο αγωγών αποζημιώσεως λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης. Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 2ας Αυγούστου 1993, Marshall (C‑271/91, EU:C:1993:335, σκέψη 31).

    ( 41 ) Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Campos Sánchez-Bordona στην υπόθεση Wortmann (C‑365/15, EU:C:2016:663, σημείο 66).

    ( 42 ) Βλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Littlewoods Retail Ltd κ.λπ. (C‑591/10, EU:C:2012:478).

    ( 43 ) Βλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Hauptzollamt B (Προαιρετική μείωση φόρου) (C‑100/20, EU:C:2021:716).

    ( 44 ) Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 32), και της 16ης Νοεμβρίου 2021, WB κ.λπ. (C‑748/19 έως C‑754/19, EU:C:2021:931, σκέψη 59).

    ( 45 ) Βλ., για παράδειγμα, γνωμοδότηση 1/09 (Συμφωνία σχετικά με τη θέσπιση κανόνων περί ενοποιημένου συστήματος επιλύσεως των διαφορών σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας) της 8ης Μαρτίου 2011 (EU:C:2011:123, σκέψη 69) και απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 33).

    ( 46 ) Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 25ης Ιουνίου 2020, SatCen κατά KF (C‑14/19 P, EU:C:2020:492, σκέψη 61), και της 6ης Οκτωβρίου 2021, Consorzio Italian Management και Catania Multiservizi (C‑561/19, EU:C:2021:799, σκέψη 31).

    ( 47 ) Πρβλ. γνωμοδότηση 1/09 (Συμφωνία σχετικά με τη θέσπιση κανόνων περί ενοποιημένου συστήματος επιλύσεως των διαφορών σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας) της 8ης Μαρτίου 2011 (EU:C:2011:123, σκέψη 80).

    ( 48 ) Βλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2017, Wortmann (C‑365/15, EU:C:2017:19, σκέψη 38) (η υπογράμμιση δική μου).

    ( 49 ) Στις προτάσεις του επί της υποθέσεως Wortmann (C‑365/15, EU:C:2016:663, σημείο 45), ο γενικός εισαγγελέας M. Campos Sánchez-Bordona παρουσίασε ως μία εκ των πιθανών λύσεων στην υπόθεση εκείνη την ακυρότητα της διατάξεως του τελωνειακού κώδικα που αποκλείει την καταβολή τόκων. Δεν ήταν τελικά αυτή η λύση που πρότεινε στο Δικαστήριο, δεδομένου ότι η επίμαχη διάταξη δικαιολογείτο κατά τρόπο αποδεκτό. Αξίζει να επισημανθεί ότι το κύρος του εν λόγω κανόνα δεν ετέθη υπό αμφισβήτηση στις υπό κρίση υποθέσεις.

    ( 50 ) Βλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2017, Wortmann (C‑365/15, EU:C:2017:19, ιδίως σκέψεις 24 έως 32).

    ( 51 ) Την ίδια αιτιολόγηση ακολούθησε η Επιτροπή τόσο στην υπόθεση Wortmann όσο και στις παρατηρήσεις της επί των υπό κρίση υποθέσεων.

    ( 52 ) Απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2017, Wortmann (C‑365/15, EU:C:2017:19, σκέψη 27).

    ( 53 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Campos Sánchez-Bordona στην υπόθεση Wortmann (C‑365/15, EU:C:2016:663, σημείο 50).

    ( 54 ) Η συμμετρία αυτή, η οποία απαλλάσσει από την υποχρέωση καταβολής τόκων τόσο τις τελωνειακές αρχές, στην περίπτωση που οι δασμοί τροποποιηθούν προς τα κάτω, όσο και τον οικονομικό φορέα, στην περίπτωση που οι δασμοί τροποποιηθούν προς τα πάνω, υπογραμμίσθηκε ως σημαντικό στοιχείο για την αιτιολόγηση του επίμαχου κανόνα. Βλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2017, Wortmann (C‑365/15, EU:C:2017:19, σκέψεις 29 έως 31), και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Campos Sánchez-Bordona στην υπόθεση Wortmann (C‑365/15, EU:C:2016:663, σημεία 48 έως 52).

    ( 55 ) Αδυνατώ να διακρίνω οποιονδήποτε λόγο για τον οποίο οι παρατηρήσεις που εκτίθενται στην απόφαση Wortmann, η οποία αφορούσε το άρθρο 241 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στο άρθρο 116, παράγραφος 6, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα. Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Campos Sánchez-Bordona στην υπόθεση Wortmann (C‑365/15, EU:C:2016:663, σημείο 51, υποσημείωση 25).

    ( 56 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Campos Sánchez-Bordona στην υπόθεση Wortmann (C‑365/15, EU:C:2016:663, σημείο 52).

    ( 57 ) Πρβλ., όμως, Kakouris, C.N., «Do the Member States Possess Judicial Procedural “Autonomy”?», Common Market Law Review, τεύχος 34, 1997, σ. 1389· Bobek, M., «Why There is No Principle of “Procedural Autonomy” of the Member States», σε de Witte, B., και Micklitz, H.-W. (επιμέλεια), The European Court of Justice and the Autonomy of the Member States, Intersentia, 2012, σ. 305· προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Littlewoods Retail Ltd κ.λπ. (C‑591/10, EU:C:2012:9, σημεία 23 έως 25).

    ( 58 ) Βλ. όσον αφορά την καταβολή τόκων, για παράδειγμα, αποφάσεις της 19ης Ιουλίου 2012, Littlewoods Retail Ltd κ.λπ. (C‑591/10, EU:C:2012:478, σκέψεις 27 και 28), και της 23ης Απριλίου 2020, Sole-Mizo και Dalmandi Mezőgazdasági (C‑13/18 και C‑126/18, EU:C:2020:292, σκέψη 37). Όπως επισήμανε το Δικαστήριο στις αποφάσεις εκείνες, ελλείψει νομοθεσίας της Ένωσης, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να προβλέψει τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να καταβληθούν τέτοιοι τόκοι, υπό την προϋπόθεση ότι οι όροι αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοιες αιτήσεις που στηρίζονται σε διατάξεις του εθνικού δικαίου (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε καθιστούν πρακτικώς αδύνατη την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας).

    ( 59 ) Πρβλ. Prechal, S., «Community Law in National Courts: The Lessons from Van Schijndel», Common Market Law Review, τεύχος 35, 1998, σ. 681, ιδίως σ. 690. Βλ. περαιτέρω, για παράδειγμα, Widdershoven, R., «National Procedural Autonomy and General EU Law Limits», Review of European Administrative Law, τεύχος 12, 2019, σ. 5· Episcopo, που μνημονεύεται στην υποσημείωση 25 των παρουσών προτάσεων.

    ( 60 ) C‑430/93 και C‑431/93 (EU:C:1995:441).

    ( 61 ) C‑312/93 (EU:C:1995:437).

    ( 62 ) Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Cargill Deutschland (C‑360/18, EU:C:2019:1124, σκέψη 51), και της 6ης Οκτωβρίου 2021, Consorzio Italian Management και Catania Multiservizi (C‑561/19, EU:C:2021:799, σκέψεις 63 και 64).

    ( 63 ) Σε αντίθεση με τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν από τη Reyher στην υπόθεση C‑419/20, φρονώ ότι οι επίμαχοι εθνικοί κανόνες δεν αντιμετωπίζουν τις αξιώσεις που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης κατά τρόπο λιγότερο ευνοϊκό σε σχέση με τις αξιώσεις που στηρίζονται στο εθνικό δίκαιο· το γεγονός ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές υποστήριξαν στο πλαίσιο της κύριας δίκης ότι το άρθρο 116, παράγραφος 6, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα αποκλείει την καταβολή τόκων στηρίζεται στον πιθανό περιορισμό που επιβάλλει στην αξίωση καταβολής τόκων το δίκαιο της Ένωσης και όχι το εθνικό δίκαιο.

    ( 64 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 18ης Απριλίου 2013, Irimie (C‑565/11, EU:C:2013:250, σκέψεις 26 και 28). Πρβλ., επίσης, απόφαση της 23ης Απριλίου 2020, Sole-Mizo και Dalmandi Mezőgazdasági (C‑13/18 και C‑126/18, EU:C:2020:292, σκέψη 43).

    ( 65 ) Βλ. απόφαση της 18ης Απριλίου 2013, Irimie (C‑565/11, EU:C:2013:250, σκέψεις 27 και 29). Πρβλ., επίσης, απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2014, Nicula (C‑331/13, EU:C:2014:2285, σκέψεις 37 και 38).

    ( 66 ) C‑365/15 (EU:C:2016:663, σημεία 14 και 69 έως 73).

    ( 67 ) Το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει, συναφώς, το άρθρο 236 του AO, σε συνδυασμό με το άρθρο 14, παράγραφος 2, του MOG.

    Top