Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019CC0795

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα H. Saugmandsgaard Øe της 25ης Νοεμβρίου 2020.


    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2020:961

     ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    HENRIK SAUGMANDSGAARD ØE

    της 25ης Νοεμβρίου 2020 ( 1 )

    Υπόθεση C‑795/19

    XX

    κατά

    Tartu Vangla,

    παρισταμένων των

    justiitsminister,

    tervise- ja tööminister,

    õiguskantsler

    [αίτηση του Riigikohus (Ανώτατου Δικαστηρίου, Εσθονία)
    για την έκδοση προδικαστικής απόφασης]

    «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Απαγόρευση διακρίσεων λόγω αναπηρίας – Άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ – Εθνική ρύθμιση προβλέπουσα ορισμένο επίπεδο ακουστικής ικανότητας για την άσκηση των καθηκόντων του σωφρονιστικού υπαλλήλου – Ακουστική ικανότητα κατώτερη του απαιτούμενου επιπέδου – Απόλυτο κώλυμα για τη σχετική απασχόληση – Άρθρο 4, παράγραφος 1 – Ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση – Δικαιολογία – Άρθρο 2, παράγραφος 5 – Άρθρο 5 – Υποχρέωση του εργοδότη να προβαίνει σε εύλογες προσαρμογές – Αναλογικότητα»

    I. Εισαγωγή

    1.

    Η υπό κρίση υπόθεση αφορά την ερμηνεία της απαγόρευσης διακρίσεων λόγω αναπηρίας (ή «ειδικών αναγκών») που θεσπίζει η οδηγία 2000/78/ΕΚ ( 2 ).

    2.

    Η υπό κρίση υπόθεση αφορά ειδικότερα πρόσωπο που εργαζόταν ως σωφρονιστικός υπάλληλος και απολύθηκε για τον λόγο ότι κατά την εξέταση της ακουστικής του ικανότητας διαπιστώθηκε ότι αυτή ήταν κατώτερη του ελάχιστου ορίου που απαιτείται από τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας.

    3.

    Η αίτηση προδικαστικής απόφασης προέρχεται από το Riigikohus (Ανώτατο Δικαστήριο, Εσθονία).

    4.

    Με την υπό κρίση υπόθεση το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει ειδικότερα την αναλογικότητα εθνικής ρύθμισης η οποία, στον σωφρονιστικό τομέα, απαγορεύει την απασχόληση εργαζομένου που πάσχει από ακουστική αναπηρία.

    5.

    Κατόπιν της ανάλυσής μου, θα προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας, έχει την έννοια ότι πρέπει να θεωρηθεί δυσανάλογα αυστηρή και, ως εκ τούτου, αντίθετη προς την εν λόγω οδηγία η απόλυτη απαγόρευση άσκησης καθηκόντων σωφρονιστικού υπαλλήλου σχετικών με την επιτήρηση κρατουμένων για τον λόγο και μόνον ότι ο ενδιαφερόμενος πάσχει από αναπηρία που συνίσταται σε ικανότητα ακοής κατώτερη του προβλεπόμενου από την ίδια ρύθμιση ορίου.

    II. Το νομικό πλαίσιο

    Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

    6.

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 16, 17, 18, 20, 21 και 23 της οδηγίας 2000/78 έχουν ως εξής:

    «(16)

    Η θέσπιση μέτρων για την αντιμετώπιση των αναγκών των ατόμων με ειδικές ανάγκες στον εργασιακό χώρο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω ειδικών αναγκών.

    (17)

    Η παρούσα οδηγία δεν απαιτεί την πρόσληψη, προαγωγή ή διατήρηση στη θέση απασχόλησης ή την παροχή εκπαίδευσης σε άτομο που δεν είναι κατάλληλο, ικανό και πρόθυμο να εκτελεί τα βασικά καθήκοντα της εν λόγω θέσης απασχόλησης, ή να παρακολουθήσει έναν δεδομένο κύκλο εκπαίδευσης, με την επιφύλαξη της υποχρέωσης να προβλέπονται εύλογες προσαρμογές για τα πρόσωπα με ειδικές ανάγκες.

    (18)

    Η οδηγία αυτή, ιδίως, δεν έχει ως αποτέλεσμα να επιβάλλει στις ένοπλες δυνάμεις καθώς και στις αστυνομικές και σωφρονιστικές υπηρεσίες ή τις υπηρεσίες εκτάκτων αναγκών να προσλαμβάνουν ή να διατηρούν σε θέση απασχόλησης πρόσωπα χωρίς την απαιτούμενη επαγγελματική επάρκεια, για την άσκηση όλων των καθηκόντων στα οποία ενδέχεται να κληθούν, λαμβάνοντας υπόψη το θεμιτό στόχο να διατηρηθεί η επιχειρησιακή ετοιμότης των υπηρεσιών αυτών.

    […]

    (20)

    Πρέπει να προβλέπονται κατάλληλα μέτρα, δηλαδή μέτρα αποτελεσματικά και πρακτικά για τη διαμόρφωση της θέσης εργασίας ανάλογα με τις ειδικές ανάγκες, παραδείγματος χάριν με τη διαμόρφωση του χώρου ή με προσαρμογή του εξοπλισμού, του ρυθμού εργασίας, της κατανομής καθηκόντων ή της παροχής μέσων κατάρτισης ή πλαισίωσης.

    (21)

    Για να διαπιστώνεται αν τα εν λόγω μέτρα συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση, πρέπει να λαμβάνεται ιδίως υπόψη το οικονομικό και άλλο κόστος που επιφέρουν, το μέγεθος και οι οικονομικοί πόροι του οργανισμού ή της επιχείρησης και η διαθεσιμότητα δημοσίων πόρων ή οιασδήποτε άλλης ενίσχυσης.

    […]

    (23)

    Σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις, η διαφορετική μεταχείριση μπορεί να δικαιολογείται όταν ένα γνώρισμα που συνδέεται με το θρήσκευμα ή τις πεποιθήσεις, με μια ειδική ανάγκη, την ηλικία ή το γενετήσιο προσανατολισμό συνιστά ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο σκοπός είναι νόμιμος και η επαγγελματική προϋπόθεση ανάλογη. Οι περιπτώσεις αυτές πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στις πληροφορίες που παρέχουν τα κράτη μέλη στην Επιτροπή.»

    7.

    Το άρθρο 1 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σκοπός», έχει ως εξής:

    «Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη.»

    8.

    Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Η έννοια των διακρίσεων», ορίζει τα εξής:

    «1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

    2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

    α)

    συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο,

    […]

    5.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τα μέτρα που προβλέπει ο εθνικός νόμος και τα οποία σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι αναγκαία για την ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.»

    9.

    Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», έχει ως εξής:

    «Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην [Ένωση], η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:

    α)

    τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, την αυτοαπασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, συμπεριλαμβανομένων των προαγωγών,

    […]

    γ)

    τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών,

    […]».

    10.

    Το άρθρο 4 της οδηγίας 2000/78, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επαγγελματικές απαιτήσεις», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Κατά παρέκκλιση του άρθρου 2 παράγραφοι 1 και 2, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται σε έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1 δεν συνιστά διάκριση όταν, λόγω της φύσης των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή του πλαισίου εντός του οποίου διεξάγονται αυτές, ένα τέτοιο χαρακτηριστικό αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο στόχος είναι θεμιτός και η προϋπόθεση είναι ανάλογη.»

    11.

    Το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εύλογες προσαρμογές για τα πρόσωπα με ειδικές ανάγκες», ορίζει τα εξής:

    «Για να εξασφαλισθεί η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης έναντι προσώπων με ειδικές ανάγκες, προβλέπονται εύλογες προσαρμογές. Αυτό σημαίνει ότι ο εργοδότης λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα, ανάλογα με τις ανάγκες που παρουσιάζονται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, ώστε το πρόσωπο με ειδικές ανάγκες να μπορεί να έχει πρόσβαση σε θέση εργασίας, να ασκεί ή να προάγεται στο επάγγελμά του, ή προκειμένου να του παρέχεται εκπαίδευση, αρκεί τα μέτρα αυτά να μη συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση για τον εργοδότη. Η επιβάρυνση δεν είναι δυσανάλογη όταν αντισταθμίζεται επαρκώς με μέτρα λαμβανόμενα στο πλαίσιο της πολιτικής ενός κράτους μέλους υπέρ των ατόμων με ειδικές ανάγκες.»

    Β.   Το εσθονικό δίκαιο

    12.

    Το άρθρο 146 του Vangistusseadus (νόμου περί εκτελέσεως των ποινών) ορίζει τα εξής:

    «(1)   Σκοπός του ελέγχου της καταστάσεως της υγείας των σωφρονιστικών υπαλλήλων είναι ο εντοπισμός προβλημάτων υγείας που οφείλονται στην υπηρεσία, η μείωση και απάλειψη των κινδύνων για την υγεία και η διαπίστωση της απουσίας διαταραχών υγείας που εμποδίζουν τον σωφρονιστικό υπάλληλο να εκπληρώσει τα εργασιακά του καθήκοντα.

    […]

    (4)   Οι κανόνες που αφορούν τις απαιτήσεις σχετικά με την υγεία των σωφρονιστικών υπαλλήλων και τη διαδικασία της ιατρικής εξετάσεως, καθώς και σχετικά με το περιεχόμενο και τον τύπο του πιστοποιητικού υγείας, καθορίζονται με κανονιστική απόφαση της Κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Εσθονίας.»

    13.

    Η Vabariigi Valitsuse määrus nr 12 «Vanglateenistuse ametniku tervisenõuded ja tervisekontrolli kord ning tervisetõendi sisu ja vormi nõuded» (κανονιστική απόφαση αριθ. 12 της Κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Εσθονίας, «Απαιτήσεις σχετικά με την υγεία των σωφρονιστικών υπαλλήλων και τη διαδικασία της ιατρικής εξετάσεως, καθώς και σχετικά με το περιεχόμενο και τον τύπο του πιστοποιητικού υγείας»), της 22ας Ιανουαρίου 2013 (στο εξής: υπ’ αριθ. 12 κανονιστική απόφαση), η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 146, παράγραφος 4, του νόμου περί εκτελέσεως των ποινών, τέθηκε σε ισχύ στις 26 Ιανουαρίου 2013.

    14.

    Το άρθρο 3 της υπ’ αριθ. 12 κανονιστικής απόφασης προβλέπει τα εξής:

    «(1)   Η οπτική ικανότητα των σωφρονιστικών υπαλλήλων πρέπει να ανταποκρίνεται στις ακόλουθες απαιτήσεις:

    1)

    η οπτική οξύτητα κατόπιν διορθώσεως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη του 0,6 στον έναν οφθαλμό και κατώτερη του 0,4 στον έτερο οφθαλμό·

    2)

    φυσιολογικό οπτικό πεδίο, φυσιολογική αντίληψη των χρωμάτων και φυσιολογική νυχτερινή όραση.

    (2)   Ο σωφρονιστικός υπάλληλος έχει δικαίωμα να φοράει φακούς επαφής και γυαλιά.»

    15.

    Κατά το άρθρο 4 της εν λόγω κανονιστικής απόφασης:

    «(1)   Το επίπεδο της ακουστικής ικανότητας του σωφρονιστικού υπαλλήλου πρέπει να επαρκεί ώστε ο υπάλληλος να έχει τη δυνατότητα να συνομιλεί στο τηλέφωνο και να ακούει συναγερμούς και ραδιοεπικοινωνίες.

    (2)   Κατά τον έλεγχο της καταστάσεως της υγείας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει η μειωμένη ικανότητα ακοής του αυτιού με την καλύτερη ακουστική ικανότητα τα 30 [decibel (dB)] σε συχνότητες 500 έως 2000 [Hertz (Hz)] και τα 40 dB σε συχνότητες 3000 έως 4000 Hz και του αυτιού με τη χειρότερη ακουστική ικανότητα τα 40 dB σε συχνότητες 500 έως 2000 Hz και τα 60 dB σε συχνότητες 3000 έως 4000 Hz.»

    16.

    Το άρθρο 5 της ως άνω κανονιστικής απόφασης ορίζει τα εξής:

    «(1)   Ο κατάλογος με τις διαταραχές υγείας που εμποδίζουν τον σωφρονιστικό υπάλληλο να εκπληρώσει τις υπηρεσιακές υποχρεώσεις του, ο οποίος πρέπει να ακολουθείται κατά την αξιολόγηση της κατάστασης της υγείας του σωφρονιστικού υπαλλήλου, παρατίθεται στο παράρτημα 1.

    (2)   Η συνδρομή ενός απόλυτου ιατρικού κωλύματος αποκλείει την απασχόληση προσώπου σε σωφρονιστική υπηρεσία ή την έναρξη κατάρτισης προς άσκηση καθηκόντων σωφρονιστικού υπαλλήλου. […]»

    17.

    Το παράρτημα 1 της εν λόγω κανονιστικής απόφασης περιέχει τον κατάλογο των διαταραχών υγείας οι οποίες εμποδίζουν τον σωφρονιστικό υπάλληλο να εκπληρώσει τις υπηρεσιακές υποχρεώσεις του. Μεταξύ των «απόλυτων ιατρικών κωλυμάτων», η «μειωμένη ικανότητα ακοής κάτω του προβλεπόμενου ορίου» χαρακτηρίζεται ως «απόλυτο κώλυμα».

    III. Η διαφορά της κύριας δίκης, το προδικαστικό ερώτημα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    18.

    Ο προσφεύγων της κύριας δίκης εργαζόταν στο σωφρονιστικό κατάστημα του Tartu (Εσθονία) αρχικά, από τον Δεκέμβριο του 2002 και για σχεδόν 15 χρόνια, ως φύλακας και εν συνεχεία, από τον Ιούνιο του 2008, ως υπάλληλος του τμήματος επιτηρήσεως. Στα υπηρεσιακά του καθήκοντα στην τελευταία αυτή θέση συμπεριλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, η εποπτεία των τελούντων υπό ηλεκτρονική επιτήρηση προσώπων μέσω ενός συστήματος ελέγχου, η διαβίβαση πληροφοριών σχετικών με τα πρόσωπα τούτα, η επίβλεψη του εξοπλισμού εποπτείας και σηματοδοτήσεως, η απόκριση σε πληροφορίες, ιδίως σχετικά με συναγερμούς, και η διαβίβαση αυτών, καθώς και η διαπίστωση παραβάσεων του εργασιακού κανονισμού. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του υπηρεσιακού βίου του ουδέποτε επικρίθηκε ο προσφεύγων της κύριας δίκης σχετικά με την εκπλήρωση των εργασιακών καθηκόντων του.

    19.

    Με πιστοποιητικό υγείας της 4ης Απριλίου 2017 βεβαιώθηκε ότι ο εν λόγω προσφεύγων παρουσίαζε μειωμένη ακουστική ικανότητα στο ένα αυτί, με αποτέλεσμα να μην ανταποκρίνεται στο επίπεδο που προβλέπει η υπ’ αριθ. 12 κανονιστική απόφαση και να μην πληροί κατά συνέπεια τις προβλεπόμενες από την απόφαση αυτή απαιτήσεις σχετικά με την υγεία των σωφρονιστικών υπαλλήλων ( 3 ). Κατά τον προσφεύγοντα της κύριας δίκης, επρόκειτο για ένα εκ γενετής πρόβλημα.

    20.

    Με απόφαση της 28ης Ιουνίου 2017, η οποία στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 5 της υπ’ αριθ. 12 κανονιστικής απόφασης, ο προσφεύγων απολύθηκε από τον διευθυντή του σωφρονιστικού καταστήματος του Tartu για τον λόγο ότι το επίπεδο της ακουστικής του ικανότητας δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της εν λόγω κανονιστικής απόφασης. Κατόπιν τούτου, ο προσφεύγων της κύριας δίκης άσκησε προσφυγή ενώπιον του Tartu Halduskohus (διοικητικού πρωτοδικείου Tartu, Εσθονία) με αίτημα την αναγνώριση της έλλειψης νομιμότητας της απόφασης περί απολύσεως και την επιδίκαση αποζημίωσης, προβάλλοντας ότι η ως άνω υπ’ αριθ. 12 κανονιστική απόφαση εισήγε δυσμενή διάκριση λόγω αναπηρίας, η οποία ήταν αντίθετη στο Σύνταγμα αλλά και στον νόμο περί ίσης μεταχείρισης.

    21.

    Με απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2017, το ως άνω διοικητικό πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή, κρίνοντας, ιδίως, ότι η απαίτηση ως προς την ακουστική ικανότητα κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της υπ’ αριθ. 12 κανονιστικής απόφασης αποτελούσε αναγκαίο και δικαιολογημένο μέτρο προκειμένου να είναι σε θέση οι εν υπηρεσία σωφρονιστικοί υπάλληλοι να εκπληρώνουν το σύνολο των καθηκόντων τους.

    22.

    Με απόφαση της 11ης Απριλίου 2019, το Tartu Ringkonnakohus (εφετείο Tartu, Εσθονία) έκανε δεκτή την έφεση του προσφεύγοντος της κύριας δίκης, εξαφάνισε την εν λόγω απόφαση, έκρινε παράνομη την απόφαση περί απολύσεως και υποχρέωσε το σωφρονιστικό κατάστημα του Tartu να καταβάλει στον προσφεύγοντα αποζημίωση ύψους 60 μηνιαίων μισθών. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι η υπ’ αριθ. 12 κανονιστική απόφαση και ειδικότερα το παράρτημα 1, το οποίο προβλέπει ότι η μειωμένη ικανότητα ακοής κάτω του προβλεπόμενου ορίου συνιστά απόλυτο κώλυμα για την απασχόληση ως σωφρονιστικού υπαλλήλου, προσκρούει στη γενική αρχή της ισότητας και στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης τις οποίες κατοχυρώνει το Σύνταγμα. Ως εκ τούτου, το εν λόγω δικαστήριο δεν εφάρμοσε την υπ’ αριθ. 12 κανονιστική απόφαση κατά την κρίση της υπόθεσης της κύριας δίκης και κίνησε διαδικασία για τον έλεγχο της συνταγματικότητας του εν λόγω παραρτήματος ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

    23.

    Όσον αφορά τη γενική αρχή της ισότητας, το Tartu Ringkonnakohus (εφετείο Tartu) συνέκρινε, ιδίως, τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους με ακουστική αναπηρία με τους υπαλλήλους με οπτική αναπηρία και διαπίστωσε την ύπαρξη διαφορετικής μεταχείρισης η οποία δεν δικαιολογείται από εύλογη και δικαιολογημένη αιτία. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, οι διατάξεις της υπ’ αριθ. 12 κανονιστικής απόφασης που αφορούν τα προβλήματα όρασης είναι παρεμφερείς με εκείνες που αφορούν τα προβλήματα ακοής, ιδίως κατά το μέτρο που η επιδείνωση της οπτικής οξύτητας κάτω του προβλεπόμενου ορίου συνιστά επίσης απόλυτο κώλυμα. Μολονότι όμως ο σωφρονιστικός υπάλληλος με οπτική αναπηρία έχει το δικαίωμα να φοράει φακούς επαφής και γυαλιά, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της κανονιστικής απόφασης, η χρήση ακουστικού βαρηκοΐας δεν προβλέπεται στο άρθρο 4 της ίδιας κανονιστικής απόφασης ούτε επιτρέπεται κατά τη διαδικασία εξέτασης της ακουστικής ικανότητας.

    24.

    Το Tartu Ringkonnakohus (εφετείο Tartu) προσέθεσε ότι αδυνατεί να αντιληφθεί για ποιον λόγο απαιτείτο από τον υπάλληλο με ακουστική αναπηρία να είναι σε θέση να ακούει σε περίπτωση απώλειας ή δυσλειτουργίας του ακουστικού του βαρηκοΐας, ενώ δεν υφίσταται αντίστοιχη απαίτηση για έναν υπάλληλο με οπτική αναπηρία, και τούτο δε παρά το γεγονός ότι ένα σπασμένο ζευγάρι γυαλιών μπορεί να συνιστά μεγαλύτερο κίνδυνο σε σχέση με ένα χαλασμένο ακουστικό βαρηκοΐας. Ειδικότερα, ένα ακουστικό βαρηκοΐας μπορεί να είναι μικροσκοπικών διαστάσεων, να φορεθεί στο εσωτερικό του αυτιού και να τοποθετηθεί εντός ενός κράνους. Θα μπορούσε εξάλλου να συνταχθεί ένας κατάλογος επιτρεπόμενων ακουστικών βαρηκοΐας εντός σωφρονιστικού καταστήματος. Συνεπώς δεν είναι ενδεδειγμένος ο αποκλεισμός όλων των ακουστικών βαρηκοΐας χωρίς διάκριση και ο αποκλεισμός από τη σωφρονιστική υπηρεσία ατόμων με ακουστική αναπηρία.

    25.

    Στην απόφασή του περί παραπομπής, το Riigikohus, põhiseaduslikkuse järelevalve kolleegium (Ανώτατο Δικαστήριο, τμήμα αρμόδιο για τον έλεγχο συνταγματικότητας, Εσθονία) αναφέρει ότι οι δημόσιες αρχές που είναι διάδικοι στην κύρια δίκη διατύπωσαν αντικρουόμενες θέσεις. Ειδικότερα, o justiitsminister (Υπουργός Δικαιοσύνης, Εσθονία) και το σωφρονιστικό κατάστημα Tartu, υποστηρίζουν ότι οι προβλεπόμενες από την υπ’ αριθ. 12 κανονιστική απόφαση απαιτήσεις ως προς την ακουστική ικανότητα δικαιολογούνται από την ανάγκη διαφύλαξης της ασφάλειας και της δημόσιας τάξης. Ο σωφρονιστικός υπάλληλος πρέπει να είναι σε θέση να εκπληρώσει όλα τα καθήκοντα για τα οποία έχει εκπαιδευθεί και, εάν χρειαστεί, να συνδράμει υπηρεσιακά την αστυνομία. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης διευκρινίζει ότι η χρήση ακουστικού βαρηκοΐας από τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν απαγορεύεται αυτή καθ’ εαυτήν, αλλά ότι η εξέταση της ακουστικής ικανότητας των σωφρονιστικών υπαλλήλων πρέπει να γίνεται χωρίς τη χρήση τέτοιων συσκευών, δηλαδή χωρίς τη χρήση βοηθημάτων. Ως εκ τούτου, το επίπεδο ακουστικής ικανότητας ενός σωφρονιστικού υπαλλήλου πρέπει να επαρκεί ώστε να διασφαλίζει, χωρίς ιατρικά βοηθήματα, την ασφάλειά του και την ασφάλεια των συναδέλφων του, καθώς και την πλήρη δυνατότητα επικοινωνίας σε όλες τις περιστάσεις.

    26.

    Αντιθέτως, σύμφωνα με τον tervise- ja tööminister (Υπουργό Υγείας και Εργασίας, Εσθονία) καθώς και τον õiguskantsler (διαμεσολαβητή δικαιοσύνης, Εσθονία), οι εν λόγω απαιτήσεις δεν είναι ανάλογες προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, δηλαδή την προστασία της δημόσιας τάξης και της προσωπικής ασφάλειας αλλά και των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

    27.

    Το δε αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι υφίστανται αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της εθνικής ρύθμισης με το δίκαιο της Ένωσης, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της ισότητας που θεσπίζει το άρθρο 2 της Συνθήκης ΕΕ και της απαγόρευσης διακρίσεων λόγω αναπηρίας που κατοχυρώνει ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και η οδηγία 2000/78. Το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει, παραπέμποντας στην απόφαση Vital Pérez ( 4 ), ότι η επιδίωξη να διασφαλισθεί η επιχειρησιακή ετοιμότητα και η εύρυθμη λειτουργία των αστυνομικών και σωφρονιστικών υπηρεσιών ή των υπηρεσιών εκτάκτων αναγκών συνιστά θεμιτό σκοπό, αλλά και ότι πρέπει να εξεταστεί εάν οι περιορισμοί που τίθενται στη δραστηριότητα ενός σωφρονιστικού υπαλλήλου με ακουστική αναπηρία, όπως οι προβλεπόμενοι στην υπ’ αριθ. 12 κανονιστική απόφαση, είναι ανάλογοι προς τον σκοπό αυτό. Η ερμηνεία του Δικαστηρίου καθίσταται απαραίτητη, καθώς δεν μπορεί να συναχθεί σαφής απάντηση ως προς το ζήτημα που ανακύπτει εν προκειμένω ούτε από το γράμμα της ανωτέρω οδηγίας ούτε από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

    28.

    Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει επιπλέον ότι, σύμφωνα με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, στο πλαίσιο του ελέγχου της συνταγματικότητας, όπως είναι ο έλεγχος που του ζητήθηκε να ασκήσει στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν δύναται να εξετάσει ευθέως τη συμβατότητα της εθνικής ρύθμισης με το δίκαιο της Ένωσης. Το Tartu Ringkonnakohus (εφετείο Tartu), αντιθέτως, το οποίο διαθέτει σχετική αρμοδιότητα, θα έπρεπε ενδεχομένως να είχε πραγματοποιήσει έναν τέτοιο έλεγχο. Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει εντούτοις ότι έχει τη δυνατότητα να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα επ’ αυτού του ζητήματος και ότι, αν προκύψει ότι αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, τότε η εν λόγω ρύθμιση θα πρέπει να μείνει ανεφάρμοστη χωρίς να χρειάζεται το αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής ελέγχου της συνταγματικότητας, η οποία θα πρέπει να κριθεί απαράδεκτη. Αντιθέτως, αν από την προδικαστική παραπομπή προκύψει ότι μια τέτοια ρύθμιση δεν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης, τότε το αιτούν δικαστήριο μπορεί να προβεί στον έλεγχο της συνταγματικότητας της επίμαχης ρύθμισης.

    29.

    Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Riigikohus, põhiseaduslikkuse järelevalve kolleegium (Ανώτατο Δικαστήριο, τμήμα αρμόδιο για τον έλεγχο συνταγματικότητας) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Έχει το άρθρο 2, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας [2000/78] την έννοια ότι αντιτίθεται σε διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας οι οποίες προβλέπουν ότι η μειωμένη ικανότητα ακοής κάτω του προβλεπόμενου ορίου συνιστά απόλυτο κώλυμα για την απασχόληση ενός ατόμου ως σωφρονιστικού υπαλλήλου και οι οποίες δεν επιτρέπουν τη χρήση βοηθημάτων ακοής κατά την εκτίμηση της τηρήσεως των απαιτήσεων ως προς την ακουστική ικανότητα;»

    30.

    Η αίτηση προδικαστικής απόφασης, με ημερομηνία 24 Οκτωβρίου 2019, περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29 Οκτωβρίου 2019. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο προσφεύγων της κύριας δίκης, ο διαμεσολαβητής δικαιοσύνης, η Ελληνική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

    IV. Ανάλυση

    31.

    Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο κατ’ ουσίαν να αποφανθεί επί της αναλογικότητας υπό το πρίσμα της οδηγίας 2000/78 εθνικής ρύθμισης όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία απαγορεύει τη διατήρηση στη θέση του σωφρονιστικού υπαλλήλου του οποίου το επίπεδο ακουστικής ικανότητας είναι κατώτερο του προβλεπόμενου για την άσκηση του επαγγέλματος αυτού ορίου.

    32.

    Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, θα πρέπει πρώτα να εξεταστεί αν, και ενδεχομένως σε ποιον βαθμό, η οδηγία 2000/78 έχει εφαρμογή επί μιας τέτοιας ρύθμισης και, ειδικότερα, αν η απαγόρευση που θέτει η εν λόγω ρύθμιση συνεπάγεται διαφορετική μεταχείριση λόγω αναπηρίας, καθώς και αν η διαφορετική αυτή μεταχείριση μπορεί να δικαιολογηθεί από έναν θεμιτό σκοπό.

    Α.   Επί της εφαρμογής της οδηγίας 2000/78

    1. Επί του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2000/78

    33.

    Από τον τίτλο και το προοίμιο της οδηγίας 2000/78 προκύπτει ότι σκοπός αυτής είναι να θεσπίσει ένα γενικό πλαίσιο που να διασφαλίζει σε όλους ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία προσφέροντας αποτελεσματική προστασία από τις δυσμενείς διακρίσεις που βασίζονται σε οποιονδήποτε από τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο της 1, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η αναπηρία ( 5 ).

    34.

    Η χρησιμοποιούμενη στο άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78 έννοια της «αναπηρίας» (ή των «ειδικών αναγκών») αφορά τη μειονεκτικότητα, οφειλόμενη ιδίως σε πάθηση σωματική, διανοητική ή ψυχική, η οποία σε συνδυασμό με διάφορους περιορισμούς μπορεί να παρακωλύσει την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή του ενδιαφερομένου στον επαγγελματικό βίο σε ισότιμη βάση με τους υπόλοιπους εργαζομένους ( 6 ). Η βλάβη κάποιας αισθητηριακής ικανότητας, εν προκειμένω της όρασης, εμπίπτει στην έννοια της σωματικής βλάβης.

    35.

    Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 ορίζει εξάλλου ότι η οδηγία αυτή εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά, κατά το στοιχείο αʹ της εν λόγω διάταξης, τους όρους πρόσληψης και, κατά το στοιχείο γʹ, τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων.

    36.

    Κατά συνέπεια, η υπ’ αριθ. 12 κανονιστική απόφαση αφορά τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, κατά την έννοια του προαναφερθέντος στοιχείου αʹ, καθόσον προβλέπει ότι το επίπεδο ακουστικής ικανότητας των σωφρονιστικών υπαλλήλων πρέπει να ανταποκρίνεται σε ορισμένες απαιτήσεις και ότι η μειωμένη ακουστική ικανότητα σε επίπεδο κάτω του προβλεπόμενου ορίου συνιστά απόλυτο κώλυμα για την πρόσληψη ενός σωφρονιστικού υπαλλήλου, ενώ αφορά επίσης και τις εργασιακές συνθήκες κατά την έννοια του προαναφερθέντος στοιχείου γʹ, καθόσον οδηγεί στην απόλυση ενός ατόμου που έχει ήδη προσληφθεί. Μια τέτοια κανονιστική απόφαση εμπίπτει, συνεπώς, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78.

    2. Επί της ύπαρξης διαφορετικής μεταχείρισης λόγω αναπηρίας

    37.

    Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η υπ’ αριθ. 12 κανονιστική απόφαση θέτει ένα ελάχιστο όριο όσον αφορά την ακουστική ικανότητα, βάσει του οποίου τα άτομα τα οποία ικανοποιούν τη σχετική απαίτηση αντιμετωπίζονται διαφορετικά σε σχέση με τα άτομα που δεν την πληρούν. Μόνον τα άτομα που πληρούν τη σχετική απαίτηση μπορούν να προσληφθούν ως σωφρονιστικοί υπάλληλοι. Επιπλέον, τα άτομα που δεν πληρούν την εν λόγω απαίτηση, αλλά είχαν προσληφθεί πριν από την έναρξη ισχύος της υπ’ αριθ. 12 κανονιστικής απόφασης, δεν μπορούν, όπως στην περίπτωση του προσφεύγοντος της κύριας δίκης, να διατηρήσουν τη θέση απασχόλησής τους.

    38.

    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι μια τέτοια ρύθμιση θέτει ένα εμπόδιο στην πρόσβαση στην απασχόληση και στην παραμονή σε αυτή για τα άτομα που δεν πληρούν το απαιτούμενο όριο ακουστικής ικανότητας και, κατά συνέπεια, οδηγεί σε διαφορετική μεταχείριση η οποία στηρίζεται άμεσα στην αναπηρία, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78 ( 7 ).

    39.

    Σημειώνω εξάλλου ότι το αιτούν δικαστήριο χρησιμοποιεί τον όρο «αναπηρία» για να χαρακτηρίσει το επίπεδο ακουστικής ικανότητας του προσφεύγοντος της κύριας υπόθεσης και ότι η χρήση του όρου αυτού για τον εν λόγω προσφεύγοντα δεν αμφισβητείται, κατά τα φαινόμενα, από τους διαδίκους της κύριας δίκης.

    40.

    Εφόσον αποδείχθηκε η ύπαρξη διαφορετικής μεταχείρισης, θα πρέπει να εξεταστεί αν αυτή συνιστά απαγορευμένη δυσμενή διάκριση ή αν μπορεί να δικαιολογηθεί για τον λόγο ότι εξυπηρετεί μια ουσιαστική και καθοριστική προϋπόθεση χωρίς να υπερβαίνει το αναγκαίο προς τούτο μέτρο.

    3. Επί της ύπαρξης δικαιολογητικών λόγων

    41.

    Εκτιμώ ότι πρέπει να εξεταστεί, όπως ζητεί και το αιτούν δικαστήριο, αν μια απαίτηση ως προς το επίπεδο ακουστικής ικανότητας, όπως η προβλεπόμενη από την υπ’ αριθ. 12 κανονιστική απόφαση, αποτελεί «ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, η οποία εξυπηρετεί θεμιτούς σκοπούς κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, της ίδιας οδηγίας και η οποία δεν υπερβαίνει το αναγκαίο προς τούτο μέτρο. Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, τότε από τη διατύπωση του εν λόγω άρθρου 4, παράγραφος 1, προκύπτει ότι η διαφορετική μεταχείριση λόγω αναπηρίας, την οποία εισάγει μια τέτοια ρύθμιση, δεν συνιστά διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 2 της εν λόγω οδηγίας.

    42.

    Υπενθυμίζω, όσον αφορά τις εξαιρέσεις από την απαγόρευση των διακρίσεων, ότι το άρθρο 4 της οδηγίας 2000/78 πρέπει να ερμηνεύεται στενά καθώς και ότι στην αιτιολογική σκέψη 23 της οδηγίας αυτής διευκρινίζεται ότι μια τέτοια εξαίρεση μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις ( 8 ).

    43.

    Επισημαίνω επίσης ότι ουσιαστική προϋπόθεση δεν πρέπει να συνιστά ένας από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78 και στον οποίο βασίζεται η διαφορετική μεταχείριση, αλλά ένα χαρακτηριστικό συνδεόμενο με τον λόγο αυτό ( 9 ).

    44.

    Συναφώς, από τις διαπιστώσεις που παρατέθηκαν στα σημεία 37 και 38 των παρουσών προτάσεων προκύπτει ότι η απαίτηση ενός ελάχιστου επιπέδου ακουστικής ικανότητας συνιστά χαρακτηριστικό που συνδέεται με έναν από τους λόγους αυτούς, δηλαδή με την αναπηρία.

    45.

    Όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα ενός τέτοιου χαρακτηριστικού, μικρή αμφιβολία υπάρχει ως προς το ότι η απαίτηση φυσιολογικής ακοής και, κατά συνέπεια, ανταπόκρισης σε ένα ορισμένο επίπεδο ακουστικής ικανότητας προκύπτει από τα καθήκοντα του σωφρονιστικού υπαλλήλου, όπως αυτά περιγράφονται από το αιτούν δικαστήριο. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι η επιτήρηση των κρατουμένων προϋποθέτει μεταξύ άλλων τη δυνατότητα του σωφρονιστικού υπαλλήλου να εντοπίζει διαταραχές που μπορούν να εκδηλωθούν ηχητικά, καθώς και τη δυνατότητά του να ακούει συναγερμούς ( 10 ). Η επικοινωνία του σωφρονιστικού υπαλλήλου με τους συναδέλφους του προϋποθέτει επίσης τη δυνατότητά του να μπορεί να ακούει τη φωνή τους, ενίοτε υπό θορυβώδεις συνθήκες, ή μέσω συσκευών τηλεπικοινωνίας.

    46.

    Όπως απαιτούνται ορισμένες σωματικές ικανότητες, με σκοπό, ιδίως, τη σωματική κατίσχυση έναντι των κρατουμένων, έτσι και η ακουστική ικανότητα μπορεί να θεωρηθεί ως ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση ( 11 ).

    47.

    Όσον αφορά τους επιδιωκόμενους σκοπούς, το σύνολο των δημόσιων αρχών που είναι διάδικοι στην κύρια δίκη, όπως και το αιτούν δικαστήριο, ανέφεραν τη διαφύλαξη της δημόσιας ασφάλειας και τη διατήρηση της τάξης. Είναι σαφές ότι οι σωφρονιστικές υπηρεσίες κατατείνουν στην πραγμάτωση των σκοπών αυτών. Οι σκοποί όμως αυτοί πρέπει να θεωρηθούν θεμιτοί κατά το μέτρο που συγκαταλέγονται στους σκοπούς που μνημονεύονται ρητώς στο άρθρο 2, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/78, ως δυνάμενοι να δικαιολογήσουν παρεκκλίσεις από την απαγόρευση των διακρίσεων.

    48.

    Φαίνεται επομένως, εκ πρώτης όψεως, ότι ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία απαιτεί ένα ελάχιστο επίπεδο ακουστικής ικανότητας από τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους που είναι επιφορτισμένοι με την επιτήρηση των κρατουμένων, συνιστά ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση για την επίτευξη θεμιτών σκοπών. Φαίνεται συνεπώς ότι η εν λόγω ρύθμιση συνιστά πρόσφορο μέσο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών.

    49.

    Το ζήτημα που τίθεται είναι αν μια τέτοια ρύθμιση, η οποία απαγορεύει με απόλυτο τρόπο την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων στις περιπτώσεις όπου η προβλεπόμενη απαίτηση ως προς την ακουστική ικανότητα δεν πληρούται, είναι ανάλογη προς τους εν λόγω σκοπούς, υπό την έννοια ότι δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας και της επιχειρησιακής ετοιμότητας των σωφρονιστικών υπηρεσιών και, κατά συνέπεια, για τη διαφύλαξη της δημόσιας ασφάλειας και τη διατήρηση της τάξης.

    Β.   Επί της αναλογικότητας μέτρου όπως το επίμαχο στην υπόθεσης της κύριας δίκης

    50.

    Για να δοθεί απάντηση στο ζήτημα σχετικά με τον αναλογικό χαρακτήρα ρύθμισης όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης πρέπει να τονιστεί ότι το δικαίωμα κάθε ατόμου να μην υφίσταται διακρίσεις λόγω αναπηρίας είναι ένα θεμελιώδες δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 του Χάρτη και εξειδικεύεται στην οδηγία 2000/78. Το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται επίσης στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία ( 12 ) στην οποία η Ένωση έχει προσχωρήσει.

    51.

    Η Ένωση, όχι μόνον έχει δεσμευτεί να καταπολεμήσει τις διακρίσεις λόγω αναπηρίας, εξαλείφοντας τις ανισότητες που συνδέονται με την αναπηρία, αλλά έχει τονίσει ότι η προώθηση, μέσω της λήψης κατάλληλων μέτρων ( 13 ), της ένταξης στην επαγγελματική ζωή των ατόμων με αναπηρία συμβάλλει σημαντικά στην πλήρη συμμετοχή των ατόμων αυτών στην οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική ζωή, καθώς και στην προσωπική τους ανέλιξη ( 14 ).

    52.

    Η ένταξη αυτή διασφαλίζεται μέσω της πρόβλεψης από τους εργοδότες εύλογων προσαρμογών για τα άτομα με αναπηρία, όπως η διαμόρφωση κατάλληλων ρυθμών εργασίας ή υποδομών ( 15 ), σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78, αλλά και μέσω θετικών δράσεων ( 16 ), σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας.

    53.

    Αυτό είναι το πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να εκτιμηθεί αν συνάδει με την οδηγία 2000/78 ο πλήρης αποκλεισμός ατόμου, όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη, από την άσκηση των δραστηριοτήτων του σωφρονιστικού υπαλλήλου που αφορούν την επιτήρηση των κρατουμένων.

    54.

    Υπογραμμίζω ότι, παράλληλα με την επιδίωξη της προώθησης της ένταξης των ατόμων με αναπηρία στην επαγγελματική ζωή, η οδηγία 2000/78 αναγνωρίζει ότι είναι σημαντικό να μη θίγεται η ομαλή λειτουργία των οικείων τομέων. Στο προοίμιο της οδηγίας αυτής είναι καταφανής, συναφώς, η αναζήτηση μιας ισορροπίας ανάμεσα στις δύο αυτές επιταγές.

    55.

    Ειδικότερα, αφενός, η αιτιολογική σκέψη 17 της οδηγίας 2000/78 δίνει έμφαση στην ικανότητα εκτέλεσης των βασικών καθηκόντων της οικείας θέσης, όπως και στη σχετική καταλληλότητα και προθυμία. Η σημασία των προσόντων αυτών τονίζεται περαιτέρω στην αιτιολογική σκέψη 18 της ίδιας οδηγίας όπου διευκρινίζεται ότι αυτή, «ιδίως, δεν έχει ως αποτέλεσμα να επιβάλλει στις ένοπλες δυνάμεις καθώς και στις αστυνομικές και σωφρονιστικές υπηρεσίες ή τις υπηρεσίες έκτακτων αναγκών να προσλαμβάνουν ή να διατηρούν σε θέση απασχόλησης πρόσωπα χωρίς την απαιτούμενη επαγγελματική επάρκεια, για την άσκηση όλων των καθηκόντων στα οποία ενδέχεται να κληθούν, λαμβάνοντας υπόψη το θεμιτό στόχο να διατηρηθεί η επιχειρησιακή ετοιμότης των υπηρεσιών αυτών» ( 17 ). Σημειώνω ότι στην αιτιολογική αυτή σκέψη 18 γίνεται ρητή αναφορά στις σωφρονιστικές υπηρεσίες. Επιπλέον, κατά το μέτρο που τονίζει τη σημασία που έχει για τη διατήρηση της επιχειρησιακής αυτής ετοιμότητας η επαγγελματική επάρκεια για την άσκηση «όλων των καθηκόντων» στα οποία το προσωπικό ενδέχεται να κληθεί, η εν λόγω αιτιολογική σκέψη απηχεί την ανάγκη, η οποία τονίζεται στην νομολογία του Δικαστηρίου, το προσωπικό να διαθέτει σε ορισμένες περιπτώσεις όχι μόνον αυξημένες σωματικές ικανότητες, αλλά ενδεχομένως και την ικανότητα να ανταποκριθεί σε απαιτήσεις «διαλειτουργικότητας», δηλαδή την ικανότητα να εκτελεί καθήκοντα τα οποία βαίνουν πέραν αυτών που απαιτούνται συνήθως ( 18 ).

    56.

    Αφετέρου, οι αιτιολογικές σκέψεις 16, 17 και 20 της οδηγίας 2000/78 τονίζουν τη σημασία που έχουν, για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω αναπηρίας, τα μέτρα για την αντιμετώπιση των αναγκών των ατόμων με αναπηρία (ή «με ειδικές ανάγκες») στο εργασιακό περιβάλλον τους. Η αιτιολογική σκέψη 17, ειδικότερα, ενώ αναγνωρίζει τη σημασία που έχει το να διαθέτει το προσωπικό την επαγγελματική επάρκεια που απαιτείται για την οικεία θέση, αναφέρει παράλληλα την ύπαρξη της υποχρέωσης να προβλέπονται εύλογες προσαρμογές για τα άτομα με αναπηρία. Η δε αιτιολογική σκέψη 20 προσθέτει ότι πρέπει να προβλέπονται κατάλληλα μέτρα, δηλαδή μέτρα αποτελεσματικά και πρακτικά για τη διαμόρφωση της θέσης εργασίας ανάλογα με την αναπηρία, παραδείγματος χάριν με προσαρμογή του εξοπλισμού ή της κατανομής καθηκόντων.

    57.

    Η υπό κρίση υπόθεση εγείρει το ζήτημα της επίτευξης της ισορροπίας αυτής μεταξύ της ομαλής λειτουργίας των υπηρεσιών και της συνεκτίμησης της αναπηρίας. Προκειμένου να εξακριβωθεί αν ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των οικείων υπηρεσιών, θα εξετάσω εν συνεχεία τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τις απαιτήσεις της διαλειτουργικότητας (ενότητα 1) και των αυξημένων σωματικών ικανοτήτων (ενότητα 2). Μολονότι η νομολογία αυτή αφορά τις διακρίσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών και τις διακρίσεις λόγω ηλικίας, εντούτοις εκτιμώ ότι περιέχει διδάγματα που είναι κρίσιμα για τις διακρίσεις λόγω αναπηρίας. Στη συνέχεια, θα αναλύσω τις διατάξεις του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/78 όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο και θα τονίσω ότι οι διατάξεις αυτές επιβάλλουν ειδικές υποχρεώσεις όσον αφορά την αναπηρία, όπως και ότι ενισχύουν περαιτέρω τα σχετικά διδάγματα (ενότητα 3). Θα ολοκληρώσω την ανάλυσή μου αντλώντας από το σύνολο της εξετασθείσας νομολογίας τα συμπεράσματα που προκύπτουν για μια υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης (ενότητα 4).

    1. Επί της απαίτησης διαλειτουργικότητας

    58.

    Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η απαίτηση της διαλειτουργικότητας βρίσκεται στον πυρήνα των επιχειρημάτων που ανέπτυξε ο Υπουργός Δικαιοσύνης προς στήριξη της απαίτησης ενός ελάχιστου ορίου ακουστικής ικανότητας για την άσκηση των καθηκόντων του σωφρονιστικού υπαλλήλου. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι, σύμφωνα με τον εν λόγω υπουργό, όλοι οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι πρέπει να είναι σε θέση να εκπληρώνουν καθήκοντα που διαφέρουν από τα συνήθη καθήκοντά τους και, ιδίως, να συνδράμουν υπηρεσιακά την αστυνομία. Οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι θα πρέπει να είναι σε θέση να εργαστούν σε οποιαδήποτε θέση για την οποία έχουν επαρκή εκπαίδευση και, προς τούτο, θα πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις υγείας που προβλέπονται για το σύνολο των θέσεων αυτών. Ο εν λόγω υπουργός υποστηρίζει ότι, χωρίς την προβλεπόμενη από την υπ’ αριθ. 12 κανονιστική απόφαση απαίτηση ως προς την ακουστική ικανότητα, δεν θα ήταν πάντοτε εφικτή η επίτευξη των σκοπών της διασφάλισης, στον μέγιστο βαθμό, της ασφάλειας των προσώπων που διαμένουν σε σωφρονιστικό κατάστημα καθώς και της αποφυγής διακινδύνευσης της δημόσιας τάξης.

    59.

    Το ζήτημα που τίθεται είναι αν αρκεί, προκειμένου η διαφορετική μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 να είναι δικαιολογημένη, η διαλειτουργικότητα των υπαλλήλων να θεωρείται από τους υπεύθυνους των υπηρεσιών που μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2000/78, εν προκειμένω από τους υπεύθυνους της σωφρονιστικής υπηρεσίας, απαραίτητη για τη διασφάλιση της επιχειρησιακής ετοιμότητας των εν λόγω υπηρεσιών.

    60.

    Το Δικαστήριο έχει εξετάσει ένα παρεμφερές ζήτημα, υπό το πρίσμα της διαφορετικής μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών, στην απόφαση Sirdar ( 19 ), η οποία αφορούσε την πρόσληψη μιας μαγείρισσας από τις ένοπλες δυνάμεις του Ηνωμένου Βασιλείου. Το αιτούν δικαστήριο διερωτήθηκε αν οι συνθήκες δράσεως εντός μιας ειδικής μονάδας των ενόπλων αυτών δυνάμεων, εν προκειμένω των Royal Marines που αποτελούν επίλεκτο σώμα, επέτρεπαν τον αποκλεισμό των γυναικών από τις τάξεις της εν λόγω μονάδας.

    61.

    Το Δικαστήριο επισήμανε ότι το εν λόγω στρατιωτικό σώμα διέφερε θεμελιωδώς από τα λοιπά σώματα καθόσον μαχόταν στην πρώτη γραμμή σε επιχειρήσεις καταδρομών ( 20 ) και εφάρμοζε τον λεγόμενο κανόνα της «διαλειτουργικότητας» ( 21 ). Δυνάμει του κανόνα αυτού, το σύνολο του προσωπικού ανεξαιρέτως, συμπεριλαμβανομένων των μαγείρων, έπρεπε να μπορεί να μάχεται σε μονάδα καταδρομών.

    62.

    Το Δικαστήριο δέχθηκε, στο ειδικό αυτό πλαίσιο, ότι οι ειδικές συνθήκες επέμβασης των μονάδων εφόδου τις οποίες αποτελούσαν οι Royal marines, και ιδίως ο κανόνας της διαλειτουργικότητας ο οποίος διείπε τις μονάδες αυτές, δικαιολογούσαν τη διατήρηση της σύνθεσής τους αποκλειστικώς από άνδρες με σκοπό τη διασφάλιση του αξιομάχου ( 22 ).

    63.

    Η όλως ιδιαίτερη φύση της λειτουργίας και των συνθηκών δράσης που συνδέονται με τη μονάδα αυτή μπορούσαν να δικαιολογήσουν μια διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών, όπως και το να γίνει δεκτό ότι η διαφορά αυτή ήταν ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Υπογραμμίζω ότι οι σκέψεις του Δικαστηρίου στην απόφαση αυτή ως προς την αναλογικότητα ενός μέτρου που οδηγεί σε διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών δεν αφορούσαν το σύνολο των ενόπλων δυνάμεων, αλλά αποκλειστικά μια ειδική μονάδα αυτών.

    64.

    Η προσέγγιση αυτή επιβεβαιώθηκε με την απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας ( 23 ). Η απόφαση αυτή αφορούσε το σύστημα προσλήψεων στον δημόσιο τομέα του εν λόγω κράτους μέλους, το οποίο προέβλεπε διακριτά ποσοστά προσλήψεων για τους άνδρες και για τις γυναίκες, εις βάρος των γυναικών.

    65.

    Στο πλαίσιο της διαφοράς της με την Επιτροπή, η Γαλλική Δημοκρατία, για να δικαιολογήσει τους κανόνες που προέβλεπαν έναν αριθμό προσλήψεων στις δυνάμεις δράσης της αστυνομίας ο οποίος ήταν χαμηλότερος για τις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες, είχε υποστηρίξει ότι οι αστυνομικοί υπάλληλοι έπρεπε ανά πάσα στιγμή να είναι ικανοί να προσφύγουν στη βία προκειμένου να αναχαιτίσουν πιθανά ταραχοποιά στοιχεία ( 24 ). Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι οι παρεκκλίσεις από την απαγόρευση των διακρίσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών αφορούν συγκεκριμένες μόνο δραστηριότητες και έκρινε ότι το εν λόγω κράτος μέλος δεν είχε τηρήσει την προϋπόθεση αυτή ( 25 ).

    66.

    Από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι η προβαλλόμενη ανάγκη της δυνατότητας προσφυγής στη βία ανά πάσα στιγμή και την απαίτηση της γενικής διαλειτουργικότητας εντός της εθνικής αστυνομίας ( 26 ) δεν είχε αποδειχθεί.

    67.

    Όπως προκύπτει από τις αποφάσεις Sirdar ( 27 ) και Επιτροπή κατά Γαλλίας ( 28 ), ο αναγκαίος χαρακτήρας ενός κανόνα διαλειτουργικότητας δεν μπορεί απλώς να αποφασιστεί μονομερώς ώστε να γενικευτεί η εφαρμογή του στο σύνολο ενός επαγγέλματος ή ενός τομέα δραστηριότητας και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να δικαιολογηθεί μια προσβολή του δικαιώματος για ίση μεταχείριση.

    68.

    Πέραν όμως των περιπτώσεων όπου η διαλειτουργικότητα δικαιολογείται από τη θέση εργασίας, όπως στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Sirdar ( 29 ), η φύση της δραστηριότητας μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την επιβολή ιδιαίτερα υψηλών προϋποθέσεων όσον αφορά τις σωματικές ικανότητες και, κατά συνέπεια, την υγεία. Θα εξετάσω στη συνέχεια τον τρόπο με τον οποίο το Δικαστήριο έχει εκτιμήσει τον αναλογικό ή μη χαρακτήρα τέτοιων απαιτήσεων υπό το πρίσμα της απαγόρευσης των διακρίσεων για έναν από τους λόγους του άρθρου 1 της οδηγίας 2000/78, εν προκειμένω της διάκρισης λόγω ηλικίας.

    2. Επί της απαίτησης αυξημένων σωματικών ικανοτήτων

    69.

    Το Δικαστήριο εξέτασε τον αναλογικό χαρακτήρα μιας απαίτησης αυξημένων σωματικών ικανοτήτων στους τομείς της πυροσβεστικής και της αστυνομίας, οι οποίοι μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2000/78, καθώς και στον τομέα της αεροπορίας. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η απαίτηση αυτή συνδέεται με την ηλικία, υπογραμμίζοντας ότι οι σωματικές ικανότητες μειώνονται με την πάροδο της ηλικίας ( 30 ).

    70.

    Όσον αφορά τη δραστηριότητα του πυροσβέστη, η οποία συνιστά υπηρεσία έκτακτων αναγκών κατά την έννοια της προαναφερθείσας αιτιολογικής σκέψης, το Δικαστήριο επισήμανε στην απόφαση Wolf ( 31 ) ότι η κατάσβεση πυρκαγιών, συμπεριλαμβανομένης της παροχής συνδρομής στα χρήζοντα αυτής πρόσωπα, απαιτεί ιδιαίτερα υψηλών προδιαγραφών σωματικές ικανότητες και ότι τα σχετικά καθήκοντα μπορούν ασκηθούν μόνον από νεαρά άτομα. Λίγα άτομα ηλικίας πλέον των 45 ετών έχουν τις κατάλληλες σωματικές ικανότητες ( 32 ). Προκειμένου να υπάρχουν αρκετά άτομα με τις ικανότητες αυτές τα οποία να μπορούν να επιτελούν τα καθήκοντα της πυροσβεστικής υπηρεσίας που αφορούν την κατάσβεση πυρκαγιών για αρκούντως μακρά περίοδο μέχρι να τους ανατεθούν άλλα καθήκοντα εντός του πυροσβεστικού σώματος, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο καθορισμός ανώτατου ορίου ηλικίας 30 ετών για την πρόσληψη των εν λόγω ατόμων ήταν ανάλογος προς τον σκοπό της διασφάλισης της επιχειρησιακής ετοιμότητας και της εύρυθμης λειτουργίας της εν λόγω υπηρεσίας ( 33 ).

    71.

    Η απόφαση αυτή αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τις επόμενες αποφάσεις, ιδίως στον τομέα της αστυνομίας. Τέθηκε ειδικότερα το ζήτημα αν, όπως στην περίπτωση των πυροσβεστών, ένα ανώτατο όριο ηλικίας των 30 ή των 35 ετών για την πρόσληψη αστυνομικών ήταν ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, δηλαδή τη διασφάλιση της επιχειρησιακής ετοιμότητας και της εύρυθμης λειτουργίας της οικείας αστυνομικής υπηρεσίας.

    72.

    Το Δικαστήριο διέκρινε τις δραστηριότητες της τοπικής αστυνομίας ενός δήμου της Ισπανίας ( 34 ) από τις δραστηριότητες της αστυνομίας μιας αυτόνομης κοινότητας (ενδοκρατικής αρχής) του ίδιου κράτους μέλους ( 35 ), αναγνωρίζοντας όμως συγχρόνως ότι οι ιδιαίτερες σωματικές ικανότητες ήταν απαραίτητες για όλους τους αστυνομικούς, λόγω της χρήσης σωματικής δύναμης στο πλαίσιο της δραστηριότητάς τους που αφορά την προστασία αγαθών και προσώπων καθώς και την επιτήρηση και σύλληψη των αυτουργών εγκληματικών πράξεων. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το επίπεδο σωματικών ικανοτήτων που απαιτείται για την αστυνομία μιας αυτόνομης κοινότητας μπορεί να είναι υψηλότερο από το επίπεδο που απαιτείται για τη δημοτική αστυνομία και να καθιστά αναγκαίο, κατά συνέπεια, ένα όριο ηλικίας για τις προσλήψεις όπως το προαναφερθέν, το οποίο ωστόσο ήταν δυσανάλογο στην περίπτωση των προσλήψεων των αστυνομικών υπαλλήλων της δημοτικής αστυνομίας.

    73.

    Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι στην πρώτη περίπτωση η δραστηριότητα των αστυνομικών, η οποία έχει ως βασική αποστολή την προστασία των πολιτών στο σύνολο της σχετικής περιφέρειας, ενδέχεται να διεξάγεται υπό δυσχερείς ή ακόμη και ακραίες επιχειρησιακές συνθήκες ( 36 ), ενώ στη δεύτερη περίπτωση η δραστηριότητα των αστυνομικών, η οποία περιλαμβάνει επιπλέον τη ρύθμιση της κυκλοφορίας των οχημάτων καθώς και καθήκοντα διοικητικής φύσης, δεν απαιτεί σωματικές ικανότητες ιδιαίτερα υψηλών προδιαγραφών που να είναι συγκρίσιμες με αυτές που απαιτούνται συστηματικά από τους πυροσβέστες για την κατάσβεση των πυρκαγιών ( 37 ).

    74.

    Όσον αφορά το επάγγελμα του πιλότου αεροσκάφους, ο έλεγχος της αναλογικότητας ακολούθησε μια παρόμοια προσέγγιση η οποία συνεπάγεται μια εκτίμηση που διαφοροποιείται αναλόγως των συνθηκών υπό τις οποίες ασκείται η κάθε δραστηριότητα.

    75.

    Όσον αφορά την εμπορική μεταφορά επιβατών ή φορτίου, το Δικαστήριο έκρινε με την απόφαση Prigge κ.λπ. ( 38 ) ότι η υποχρεωτική, δυνάμει συλλογικής σύμβασης εργασίας, πλήρης παύση της δραστηριότητας του πιλότου στα 60 έτη ήταν δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας, λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων που η δραστηριότητα αυτή συνεπάγεται.

    76.

    Αντιθέτως, όταν η δραστηριότητα του πιλότου δεν συνίσταται στη διενέργεια εμπορικών πτήσεων αλλά στην προάσπιση της ασφάλειας του κράτους, η υποχρέωση παύσης κάθε δραστηριότητας ως πιλότου στα 60 έτη κρίθηκε, με την απόφαση Cafaro ( 39 ), ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, λαμβανομένης υπόψη της φύσης της δραστηριότητας και των συνακόλουθων συνθηκών υπό τις οποίες ασκείται ( 40 ).

    77.

    Από τη νομολογία που εξετάστηκε στην παρούσα ενότητα προκύπτει ότι η απαίτηση ιδιαίτερα αυξημένων σωματικών ικανοτήτων, όπως εκείνες που απαιτούνται από τους πυροσβέστες για την κατάσβεση πυρκαγιών στην απόφαση Wolf, πρέπει να περιορίζεται στα πιο απαιτητικά καθήκοντα εντός ενός συγκεκριμένου επαγγέλματος. Είτε πρόκειται για την πυροσβεστική, την αστυνομία ή τους πιλότους αεροπλάνων, πρέπει να εξετάζεται αν υπάρχουν θέσεις για τις οποίες είναι επαρκές ένα λιγότερο υψηλό επίπεδο σωματικών ικανοτήτων, ούτως ώστε να μην αποκλείονται αυτόματα λόγω της ηλικίας τους, κατά τρόπο δυσανάλογο, άτομα που επιθυμούν να εργαστούν στις θέσεις αυτές.

    78.

    Η νομολογία αυτή μπορεί, κατά την εκτίμησή μου, να εφαρμοστεί και σε άλλες μορφές διακρίσεων και ιδίως στις διακρίσεις λόγω αναπηρίας. Όσον αφορά όμως την τελευταία αυτή μορφή διάκρισης, το άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78 προβλέπει επιπλέον την πρόβλεψη «εύλογων προσαρμογών» υπέρ των ατόμων με αναπηρία. Θα εξετάσω το ζήτημα αυτό στην ενότητα που ακολουθεί.

    3. Επί της συνεκτίμησης της αναπηρίας

    79.

    Όσον αφορά λοιπόν τα άτομα με αναπηρία, πρέπει να εξεταστεί, βάσει της νομολογίας που αναλύθηκε στην προηγούμενη ενότητα των παρουσών προτάσεων, αν τα άτομα αυτά μπορούν να απασχοληθούν σε ειδικές θέσεις στο πλαίσιο των οικείων επαγγελμάτων ή δραστηριοτήτων.

    80.

    Το άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78 ενισχύει περαιτέρω την απαίτηση αυτή, καθόσον απαιτεί από τους εργοδότες να προβλέπουν «εύλογες προσαρμογές» για τα εν λόγω άτομα υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν συνεπάγεται δυσανάλογη επιβάρυνση. Οι εύλογες προσαρμογές ορίζονται στην εν λόγω διάταξη ως τα μέτρα που είναι ενδεδειγμένα, ανάλογα με τις ανάγκες που παρουσιάζονται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, ώστε το πρόσωπο με αναπηρία να μπορεί, μεταξύ άλλων, να έχει πρόσβαση σε θέση εργασίας, να ασκεί το επάγγελμά του ή να προάγεται ( 41 ).

    81.

    Το εν λόγω άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78 καταδεικνύει ότι οι εργοδότες τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα ( 42 ) οφείλουν να αντιμετωπίζουν τις ανάγκες των ατόμων με αναπηρία και να διευκολύνουν την ένταξή τους στην εργασία. Το άρθρο 5 επιβάλλει στους εργοδότες την υποχρέωση ( 43 ) να προβλέπουν εύλογες προσαρμογές για τους εργαζομένους τους με αναπηρία εφόσον αυτό δεν συνεπάγεται δυσανάλογη επιβάρυνση.

    82.

    Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η κατάσταση των ατόμων με αναπηρία πρέπει να εξετάζεται κατά τρόπο συγκεκριμένο ή και εξατομικευμένο ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες που παρουσιάζονται για τα άτομα αυτά «σε μια συγκεκριμένη κατάσταση» ( 44 ).

    83.

    Η υποχρέωση να προβλέπονται εύλογες προσαρμογές βαρύνει όλους τους εργοδότες ( 45 ). Το Δικαστήριο διευκρίνισε στην απόφαση HK Danmark ότι η έννοια «εύλογες προσαρμογές» πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως ( 46 ), καθόσον αποσκοπεί στην άρση των διαφόρων περιορισμών που παρακωλύουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή των ατόμων με αναπηρία στον επαγγελματικό βίο σε ισότιμη βάση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους ( 47 ). Στην αιτιολογική σκέψη 20 της οδηγίας 2000/78 παρατίθεται ένας κατάλογος εύλογων διευθετήσεων πρακτικής, οργανωτικής ή εκπαιδευτικής φύσης ( 48 ) για τον οποίο το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι είναι δεν είναι εξαντλητικός ( 49 ).

    84.

    Το Δικαστήριο έκρινε συνεπώς ότι αντιβαίνει στην οδηγία απόλυση η οποία, ακριβώς λόγω της υποχρέωσης να προβλέπονται εύλογες προσαρμογές για τα άτομα με αναπηρία, δεν οφείλεται στο γεγονός ότι το οικείο άτομο δεν είναι κατάλληλο, ικανό και πρόθυμο να εκτελεί τα βασικά καθήκοντα της θέσης του ( 50 ).

    85.

    Η απόφαση HK Danmark επιβεβαιώνει παραδειγματικά την ερμηνεία αυτή. Η ως άνω απόφαση αφορά εθνική διάταξη που επέτρεπε την απόλυση εργαζομένου κατόπιν μειωμένης προειδοποίησης σε περίπτωση απουσίας μακράς διάρκειας λόγω ασθένειας ( 51 ). Ορισμένοι εργαζόμενοι με αναπηρία είχαν απολυθεί λόγω των απουσιών τους, βάσει της διάταξης αυτής. Από το πραγματικό πλαίσιο της απόφασης αυτής προκύπτει ότι τα εν λόγω άτομα ήταν σε θέση να εργαστούν για περιορισμένο αριθμό ωρών ανά εβδομάδα. Επιπλέον, κατόπιν της απόλυσης ενός εκ των εργαζομένων, ο εργοδότης δημοσίευσε αγγελία για την πλήρωση θέσης μερικής απασχόλησης ( 52 ). Το Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να εξετάσει αν η πρόβλεψη εύλογων προσαρμογών, με την μορφή εν προκειμένω μείωσης του ωραρίου εργασίας, θα είχε παράσχει τη δυνατότητα στα εν λόγω άτομα να εκτελέσουν την εργασία τους χωρίς αυτό να συνεπάγεται δυσανάλογη επιβάρυνση για τους εργοδότες τους ( 53 ), καθώς και αν οι απουσίες που οδήγησαν στην απόλυσή τους οφείλονταν στην έλλειψη πρόβλεψης τέτοιων προσαρμογών ( 54 ).

    86.

    Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αντιβαίνει στην οδηγία 2000/78 εθνική διάταξη που επιτρέπει την απόλυση εργαζομένων με αναπηρία λόγω απουσιών τους που οφείλονται σε ασθένεια, εφόσον οι απουσίες αυτές είναι αποτέλεσμα της παράλειψης του εργοδότη να προβεί σε εύλογες προσαρμογές κατά το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας ( 55 ).

    87.

    Με άλλα λόγια, σε περίπτωση όπου η πρόβλεψη εύλογων προσαρμογών θα είχε παράσχει τη δυνατότητα σε εργαζόμενο με αναπηρία να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που απορρέουν από τη θέση εργασίας του και όπου, παρά ταύτα, ο εργοδότης παρέλειψε να λάβει τέτοια μέτρα, τότε η απόλυση του εργαζομένου με την αιτιολογία ότι αυτός δεν ανταποκρίνεται στις εν λόγω απαιτήσεις αντιβαίνει προς την οδηγία 2000/78 ( 56 ), το ίδιο ισχύει δε για την εθνική ρύθμιση που επιτρέπει μια τέτοια απόλυση.

    4. Ποια συμπεράσματα μπορούν να συναχθούν από τη νομολογία αυτή για την παρούσα υπόθεση;

    88.

    Υπενθυμίζω ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο Υπουργός Δικαιοσύνης υποστηρίζει ότι το απαιτούμενο από την υπ’ αριθ. 12 απόφαση επίπεδο ακουστικής ικανότητας, το οποίο αντιστοιχεί στο επίπεδο που απαιτείται από τους αστυνομικούς υπαλλήλους, δικαιολογείται από την ανάγκη κάθε σωφρονιστικός υπάλληλος να είναι σε θέση, αν χρειαστεί, να συνδράμει υπηρεσιακά την αστυνομία εντός του σωφρονιστικού καταστήματος και, κατά συνέπεια, να ανταποκρίνεται σε μια απαίτηση διαλειτουργικότητας. Όπως υπογράμμισα ήδη, μια τέτοια ανάγκη δεν αρκεί απλώς να προβάλλεται μονομερώς, αλλά πρέπει και να αποδεικνύεται ( 57 ).

    89.

    Η διαλειτουργικότητα των υπαλλήλων μπορεί να αποδειχθεί αναγκαία σε ιδιαίτερες περιστάσεις όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση των σωφρονιστικών καταστημάτων ή των πτερύγων αυτών που προορίζονται για τη φύλαξη επικίνδυνων κρατουμένων. Σε μια τέτοια περίπτωση, η απαίτηση οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι να διαθέτουν ένα υψηλό επίπεδο ακουστικής ικανότητας, ίδιο με αυτό τον αστυνομικών, φαίνεται να δικαιολογείται από τη φύση των καθηκόντων που τους ανατίθενται καθώς και από τις συνθήκες υπό τις οποίες ασκούνται τα καθήκοντα αυτά ( 58 ).

    90.

    Εντούτοις, στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης δεν υποβλήθηκε κανένα σχετικό στοιχείο, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει.

    91.

    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν η πρόβλεψη επιπέδου ακουστικής ικανότητας όπως αυτό που απαιτείται από την υπ’ αριθ. 12 κανονιστική απόφαση δικαιολογείτο όχι λόγω της περιστασιακής παροχής συνδρομής στην αστυνομία αλλά από τη φύση εν γένει των καθηκόντων που αναλαμβάνουν οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι, υπενθυμίζω ότι το άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78 επιβάλλει την υποχρέωση, κατ’ αρχήν, στον εργοδότη να προβαίνει σε εύλογες προσαρμογές. Ο εργοδότης υποχρεούται ειδικότερα να λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για τον εργαζόμενο με αναπηρία ανάλογα με τις ανάγκες που παρουσιάζονται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά δεν συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση για τον εργοδότη.

    92.

    Τέτοιου είδους προσαρμογές μπορεί να είναι οργανωτικής φύσης, όπως η ανάθεση στον υπάλληλο καθηκόντων σε υπηρεσία όπου δεν απαιτείται συνήθως το ίδιο επίπεδο ακουστικής ικανότητας με αυτό που απαιτείται από τους αστυνομικούς. Σε περίπτωση όπως αυτή της υπόθεσης της κύριας δίκης, θα πρέπει να εξεταστεί αν η τοποθέτηση σε θέση εργασίας όπως αυτή η οποία είχε ανατεθεί στον προσφεύγοντα της κύριας δίκης, δηλαδή η ηλεκτρονική επιτήρηση των κρατουμένων, θα μπορούσε να του παράσχει τη δυνατότητα να ανταποκριθεί πλήρως στις απαιτήσεις των καθηκόντων του.

    93.

    Το γεγονός ότι ένα σωφρονιστικός υπάλληλος, όπως ο προσφεύγων της κύριας δίκης, μπορούσε να εκτελεί τα καθήκοντα επιτήρησης που του είχαν ανατεθεί, με τους ανωτέρους του να μένουν ικανοποιημένοι ( 59 ), είναι ικανό να αποδείξει ότι η τοποθέτηση σε μια άλλη θέση είναι εφικτή.

    94.

    Υπογραμμίζω ότι αν το άτομο με αναπηρία είναι σε θέση να εκπληρώσει τα καθήκοντά του κατόπιν, ενδεχομένως, πρόβλεψης εύλογων προσαρμογών κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/78, τότε η απόλυση του ατόμου αυτού για τον λόγο και μόνον ότι δεν ικανοποιεί ένα όριο ως προς την ακουστική ικανότητα βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του σκοπού της διασφάλισης της επιχειρησιακής ετοιμότητας της υπηρεσίας και ισοδυναμεί με απόλυση του εν λόγω ατόμου η οποία οφείλεται αποκλειστικά στην αναπηρία του και αντιβαίνει στην εν λόγω οδηγία ( 60 ).

    95.

    Πέραν των προσαρμογών οργανωτικής φύσεως, σε περιπτώσεις όπως αυτή της κύριας δίκης μπορεί να υπάρξει πρόβλεψη και για προσαρμογές πρακτικής φύσεως.

    96.

    Συναφώς, κατά τη διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων είχε υποστηριχθεί ότι ο σωφρονιστικός υπάλληλος που πάσχει από ακουστική αναπηρία θα μπορούσε να κάνει χρήση κάποιου ακουστικού βοηθήματος που θα του επέτρεπε να ανταποκριθεί στο απαιτούμενο από την υπ’ αριθ. 12 κανονιστική απόφαση επίπεδο ακουστικής ικανότητας.

    97.

    Το να επιτραπεί η χρήση ενός τέτοιου βοηθήματος μπορεί κατά την εκτίμησή μου να θεωρηθεί ως εύλογη προσαρμογή κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/78.

    98.

    Ο προσφεύγων της κύριας δίκης αλλά και ο Υπουργός Υγείας και Εργασίας όπως και o διαμεσολαβητής δικαιοσύνης υποστηρίζουν ότι η χρήση ενός τέτοιου βοηθήματος θα έπρεπε να επιτρέπεται όπως επιτρέπεται η χρήση γυαλιών ή φακών επαφής για τη διόρθωση προβλημάτων όρασης.

    99.

    Ο Υπουργός Δικαιοσύνης από την πλευρά του υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει απόδειξη ότι τα βοηθήματα ακοής παρέχουν στον τομέα της ακουστικής ικανότητας βελτίωση και άνεση συγκρίσιμη με αυτή που προσφέρουν στον τομέα της όρασης τα γυαλιά ή οι φακοί επαφής. Επισημαίνω ωστόσο ότι, αντιστρόφως, δεν υπάρχει απόδειξη ότι τα εν λόγω βοηθήματα δεν βελτιώνουν τα προβλήματα ακοής εξίσου αποτελεσματικά και προσφέροντας την ίδια άνεση σε σχέση με τη βελτίωση που προσφέρουν τα γυαλιά και οι φακοί επαφής όσον αφορά τα προβλήματα όρασης. Εφόσον επιτρέπεται ρητά η χρήση ενός βοηθήματος για την αντιμετώπιση μια αναπηρίας, όπως τα προβλήματα όρασης, τίθεται το ερώτημα για ποιον λόγο δεν μπορεί να επιτραπεί η χρήση με τον ίδιο τρόπο ενός βοηθήματος για την αντιμετώπιση μιας άλλης αναπηρίας, όπως τα προβλήματα ακοής.

    100.

    Όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον η χρήση ενός βοηθήματος συνεπάγεται δυσανάλογη επιβάρυνση για τον εργοδότη, δεν προσκομίστηκε κανένα σχετικό στοιχείο. Από τη σύγκριση με τη χρήση ενός βοηθήματος βελτίωσης της όρασης φαίνεται να προκύπτει ότι η χρήση βοηθήματος ακοής δεν θα συνεπαγόταν μια τέτοια δυσανάλογη επιβάρυνση.

    101.

    Επισημαίνω ότι, εν πάση περιπτώσει, εφόσον η χρήση βοηθημάτων ακοής από τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους εντός του σωφρονιστικού καταστήματος επιτρέπεται ( 61 ) και παρέχει τη δυνατότητα σε εκείνους που ασκούν τα καθήκοντα αυτά να ανταποκριθούν στο απαιτούμενο από την υπ’ αριθ. 12 κανονιστική απόφαση επίπεδο ακουστικής ικανότητας, είναι ανακόλουθο να απαγορεύεται στους σωφρονιστικούς υπαλλήλους που βρίσκονται ήδη στην υπηρεσία ή στο στάδιο της πρόσληψης να ασκούν τα καθήκοντα της επιτήρησης των κρατουμένων για τον λόγο και μόνον ότι δεν ανταποκρίνονται στο επίπεδο αυτό κατά τον έλεγχο της ακοής που πραγματοποιείται χωρίς τη χρήση ενός τέτοιου βοηθήματος.

    102.

    Εκτιμώ ότι ο αυτόματος αποκλεισμός κάθε υπαλλήλου στον οποίο έχει ανατεθεί η επιτήρηση κρατουμένων ή κάθε υποψηφίου για τη θέση αυτή, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ικανότητά του να εκτελεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται, για τον λόγο και μόνον ότι δεν πληροί το προβλεπόμενο από την υπ’ αριθ. 12 κανονιστική απόφαση όριο ως προς την ακουστική ικανότητα, δεν είναι ανάλογος προς τον σκοπό της δημόσιας ασφάλειας και της διατήρησης της τάξης. Κατά συνέπεια μια τέτοια ρύθμιση συνεπάγεται ευθεία διάκριση λόγω αναπηρίας, η οποία είναι αντίθετη προς το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78.

    V. Πρόταση

    103.

    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Riigikohus, põhiseaduslikkuse järelevalve kolleegium (Ανώτατο Δικαστήριο, τμήμα αρμόδιο για τον έλεγχο συνταγματικότητας, Εσθονία) ως εξής:

    Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που προβλέπουν ότι υφίσταται απόλυτο κώλυμα για την παραμονή σωφρονιστικού υπαλλήλου στη θέση εργασίας του για τον λόγο και μόνον ότι η ικανότητα ακοής του είναι κατώτερη του προβλεπόμενου ορίου, χωρίς ο εργοδότης να εξετάσει αν το άτομο αυτό είναι ικανό να εκτελέσει τα καθήκοντα που συνεπάγεται η θέση εργασίας του, ενδεχομένως κατόπιν της πρόβλεψης εύλογων προσαρμογών κατά την έννοια του άρθρου 5, όπως η ανάθεση στο άτομο αυτό καθηκόντων εντός μιας συγκεκριμένης υπηρεσίας ή το να του επιτραπεί η χρήση βοηθήματος ακοής.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

    ( 2 ) Οδηγία του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16).

    ( 3 ) Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το επίπεδο ακουστικής ικανότητας του αυτιού με τη χειρότερη ακουστική ικανότητα του προσφεύγοντος της κύριας δίκης ανερχόταν σε 55 έως 75 dB σε συχνότητες 500 έως 2000 Hz, ενώ κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, της υπ’ αριθ. 12 κανονιστικής απόφασης η ακουστική ικανότητα του αυτιού με τη μικρότερη σχετική ικανότητα δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 40 dB στις συχνότητες αυτές.

    ( 4 ) Απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2014 (C‑416/13, EU:C:2014:2371, σκέψεις 43 έως 45).

    ( 5 ) Πρβλ., όσον αφορά τις διακρίσεις λόγω ηλικίας, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, Prigge κ.λπ. (C‑447/09, EU:C:2011:573, σκέψη 39).

    ( 6 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 11ης Απριλίου 2013, HK Danmark (C‑335/11 και C‑337/11, EU:C:2013:222, σκέψη 38, στον εξής: απόφαση HK Danmark), και της 18ης Μαρτίου 2014, Z. (C‑363/12, EU:C:2014:159, σκέψη 77).

    ( 7 ) Επισημαίνω ότι δεν συμμερίζομαι την άποψη του Tartu Ringkonnakohus (εφετείου Tartu) ότι η σύγκριση έπρεπε να γίνει μεταξύ ατόμων με οπτική αναπηρία και ατόμων με ακουστική αναπηρία.

    ( 8 ) Βλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2017, Bougnaoui και ADDH (C‑188/15, EU:C:2017:204, σκέψη 38).

    ( 9 ) Πρβλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 14ης Μαρτίου 2017, Bougnaoui και ADDH (C‑188/15, EU:C:2017:204, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 10 ) Βλ. άρθρο 4, παράγραφος 1, της υπ’ αριθ. 12 κανονιστικής απόφασης, το οποίο παρατίθεται στο σημείο 15 των παρουσών προτάσεων.

    ( 11 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά την απαίτηση για σωματικές ικανότητες που είναι επαρκείς για την άσκηση των δραστηριοτήτων του αστυνομικού, απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2014, Vital Pérez (C‑416/13, EU:C:2014:2371, σκέψη 41), και, όσον αφορά την άσκηση των δραστηριοτήτων του πιλότου, αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, Prigge κ.λπ.. (C‑447/09, EU:C:2011:573, σκέψη 67), και της 7ης Νοεμβρίου 2019, Cafaro (C‑396/18, EU:C:2019:929, σκέψη 62).

    ( 12 ) Η Σύμβαση αυτή εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2010/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2009 (ΕΕ 2010, L 23, σ. 35).

    ( 13 ) Πρβλ. αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας 2000/78, η οποία παραπέμπει στον Κοινοτικό Χάρτη των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, καθώς και αιτιολογική σκέψη 8 της ίδιας οδηγίας.

    ( 14 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας 2000/78. Επιπλέον, υπογραμμίζω ότι το άρθρο 26 του Χάρτη, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ένταξη των ατόμων με αναπηρίες», ορίζει ότι «[η] Ένωση αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα των ατόμων με αναπηρίες να επωφελούνται μέτρων που θα τους εξασφαλίζουν την αυτονομία, την κοινωνική και επαγγελματική ένταξη και τη συμμετοχή στον κοινοτικό βίο». Βλ. επίσης απόφαση της 22ας Μαΐου 2014, Glatzel (C‑356/12, EU:C:2014:350, σκέψη 77).

    ( 15 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 20 της οδηγίας 2000/78.

    ( 16 ) Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 26 και 27 της οδηγίας 2000/78.

    ( 17 ) Η υπογράμμιση δική μου.

    ( 18 ) Θα εξετάσω λεπτομερέστερα την έννοια αυτή στη συνέχεια. Βλ. σημεία 58 έως 68 των παρουσών προτάσεων.

    ( 19 ) Απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 1999 (C‑273/97, EU:C:1999:523).

    ( 20 ) Βλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 1999, Sirdar (C‑273/97, EU:C:1999:523, σκέψη 30).

    ( 21 ) Βλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 1999, Sirdar (C‑273/97, EU:C:1999:523, σκέψη 7).

    ( 22 ) Απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 1999, Sirdar (C‑273/97, EU:C:1999:523, σκέψεις 25 έως 31). Σημειώνω ότι το Δικαστήριο φρόντισε να υπενθυμίσει ότι πρέπει να εξετάζεται περιοδικά αν, λαμβανομένης υπόψη της κοινωνικής εξέλιξης, μπορεί να διατηρηθεί η παρέκκλιση από το γενικό καθεστώς της οδηγίας. Πρβλ. επίσης απόφαση της 15ης Μαΐου 1986 (222/84, EU:C:1986:206, σκέψη 37).

    ( 23 ) Απόφαση της 30ής Ιουνίου 1988 (318/86, EU:C:1988:352).

    ( 24 ) Βλ. απόφαση της 30ής Ιουνίου 1988, Επιτροπή κατά Γαλλίας (318/86, EU:C:1988:352, σκέψη 21).

    ( 25 ) Βλ. απόφαση της 30ής Ιουνίου 1988, Επιτροπή κατά Γαλλίας (318/86, EU:C:1988:352, σκέψη 25).

    ( 26 ) Στις προτάσεις του στην υπόθεση Επιτροπή κατά Γαλλίας (318/86, EU:C:1988:254, σ. 3571), ο γενικός εισαγγελέας G. Slynn περιέγραψε το επιχείρημα της Γαλλικής Κυβέρνησης ως δυνατότητα εναλλαγής («μπορούν να εναλλάσσονται»). Βλ., επίσης, όσον αφορά την απόφαση της 30ής Ιουνίου 1988, Επιτροπή κατά Γαλλίας (318/86, EU:C:1988:352), προτάσεις του γενικού εισαγγελέα A. La Pergola στην υπόθεση Sirdar (C‑273/97, EU:C:1999:246, σημείο 36).

    ( 27 ) Απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 1999 (C‑273/97, EU:C:1999:523).

    ( 28 ) Απόφαση της 30ής Ιουνίου 1988 (318/86, EU:C:1988:352).

    ( 29 ) Απόφαση της 26 Οκτωβρίου 1999 (C‑273/97, EU:C:1999:523).

    ( 30 ) Πρβλ. αποφάσεις της 12ης Ιανουαρίου 2010, Wolf (C‑229/08, EU:C:2010:3, σκέψη 41)· της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, Prigge κ.λπ. (C‑447/09, EU:C:2011:573, σκέψη 67)· της 5ης Ιουλίου 2017, Fries (C‑190/16, EU:C:2017:513, σκέψη 46), καθώς και της 7ης Νοεμβρίου 2019, Cafaro (C‑396/18, EU:C:2019:929, σκέψη 60).

    ( 31 ) Απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2010 (C‑229/08, EU:C:2010:3, στο εξής: απόφαση Wolf).

    ( 32 ) Βλ. απόφαση Wolf (σκέψεις 41 έως 43).

    ( 33 ) Βλ. απόφαση Wolf (σκέψεις 43 έως 44).

    ( 34 ) Απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2014, Vital Pérez (C‑416/13, EU:C:2014:2371).

    ( 35 ) Απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2016, Salaberria Sorondo (C‑258/15, EU:C:2016:873).

    ( 36 ) Βλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2016, Salaberria Sorondo (C‑258/15, EU:C:2016:873, σκέψη 41). Σημειώνω επιπλέον ότι, όπως και στην περίπτωση των πυροσβεστών στην απόφαση Wolf (σκέψη 43), η προβαλλόμενη ανάγκη αποκατάστασης μιας ικανοποιητικής ηλιακής πυραμίδας καθιστούσε αναγκαία την πρόσληψη ατόμων ηλικίας κάτω των 35 ετών.

    ( 37 ) Βλ. αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 2014, Vital Pérez (C‑416/13, EU:C:2014:2371, σκέψεις 53 έως 54), και της 18ης Οκτωβρίου 2017, Καλλίρη (C‑409/16, EU:C:2017:767, σκέψη 38).

    ( 38 ) Απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2011 (C‑447/09, EU:C:2011:573).

    ( 39 ) Απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019 (C‑396/18, EU:C:2019:929).

    ( 40 ) Πρβλ. απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019, Cafaro (C‑396/18, EU:C:2019:929, σκέψεις 53 έως 57). Το Δικαστήριο διατύπωσε ανάλογες σκέψεις στην απόφαση της 22ας Μαΐου 2014, Glatzel (C‑356/12, EU:C:2014:350), όσον αφορά την οδήγηση μηχανοκίνητων οχημάτων και τη διαφορά που υφίσταται ως προς την οπτική οξύτητα που απαιτείται από τους οδηγούς βαρέων οχημάτων σε σχέση με τους οδηγούς ελαφρών οχημάτων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, δεδομένων των επιταγών της οδικής ασφάλειας και λαμβανομένων υπόψη των διαφορών ως προς τις διαστάσεις των οχημάτων, τον αριθμό των μεταφερόμενων επιβατών και των ευθυνών που απορρέουν εντεύθεν, μπορούσαν να προβλεφθούν για τους οδηγούς βαρέων οχημάτων αυστηρότερες απαιτήσεις όσον αφορά την οπτική οξύτητα σε σχέση με τους οδηγούς ελαφρών οχημάτων (πρβλ. σκέψεις 83 έως 85 της εν λόγω απόφασης).

    ( 41 ) Το άρθρο 7 της οδηγίας 2000/78 προβλέπει εξάλλου ότι τα κράτη μέλη μπορούν να εισαγάγουν ή να διατηρήσουν θετικές δράσεις και ειδικά μέτρα για τα άτομα με αναπηρία.

    ( 42 ) Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 ορίζει ότι η οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα.

    ( 43 ) Βλ. αποφάσεις HK Danmark (σκέψη 49), και της 4ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑312/11, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:446, σκέψη 62).

    ( 44 ) Βλ. άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78 (η υπογράμμιση δική μου).

    ( 45 ) Βλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑312/11, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:446, σκέψη 62). Η Ιταλία καταδικάστηκε διότι τα μέτρα που έλαβε για τη μεταφορά της οδηγίας 2000/78 δεν καταλάμβαναν όλους τους εργαζομένους (βλ. σκέψη 67 της απόφασης αυτής). Στην απόφαση HK Danmark (σκέψη 49) το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι ο εργοδότης υποχρεούται να λάβει κατάλληλα μέτρα.

    ( 46 ) Βλ. απόφαση HK Danmark (σκέψη 53).

    ( 47 ) Βλ. απόφαση HK Danmark (σκέψη 54).

    ( 48 ) Πρβλ. απόφαση HK Danmark (σκέψη 49).

    ( 49 ) Βλ. απόφαση HK Danmark (σκέψεις 49 και 56). Ως εκ τούτου, μολονότι η μείωση του χρόνου εργασίας δεν μνημονεύεται στον κατάλογο της αιτιολογικής σκέψης 20 της οδηγίας 2000/78 με τα κατάλληλα μέτρα για τη διαμόρφωση της θέσης εργασίας ανάλογα με την αναπηρία, εντούτοις η μείωση αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί μέτρο εύλογης προσαρμογής κατά την έννοια του άρθρου 5 της εν λόγω οδηγίας (βλ. σκέψη 64 της απόφασης αυτής).

    ( 50 ) Βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2006, Chacón Navas (C‑13/05, EU:C:2006:456, σκέψη 51).

    ( 51 ) Βλ. απόφαση HK Danmark (σκέψη 13).

    ( 52 ) Βλ. απόφαση HK Danmark (σκέψη 62).

    ( 53 ) Βλ. απόφαση HK Danmark (σκέψεις 59 και 62).

    ( 54 ) Βλ. απόφαση HK Danmark (σκέψη 67).

    ( 55 ) Πρβλ. απόφαση HK Danmark (σκέψη 68).

    ( 56 ) Βλ., ομοίως, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2019, Nobel Plastiques Ibérica (C‑397/18, EU:C:2019:703, σκέψεις 71 και 75). Από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι, αν ένας εργοδότης έχει προβλέψει κριτήρια για τις απολύσεις που βασίζονται αποκλειστικά στο ποσοστό παραγωγικότητας, απουσιών και ικανότητας άσκησης πολλαπλών καθηκόντων, τότε η απόλυση εργαζομένου με αναπηρία με την αιτιολογία ότι δεν πληροί τα κριτήρια αυτά, χωρίς να έχουν προβλεφθεί εύλογες προσαρμογές κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/78, συνιστά απαγορευμένη δυνάμει της ίδιας οδηγίας διάκριση λόγω αναπηρίας.

    ( 57 ) Βλ. σημείο 67 των παρουσών προτάσεων.

    ( 58 ) Μια τέτοια απαίτηση διαλειτουργικότητας θα μπορούσε επίσης να απαιτηθεί σε περίπτωση που παρατηρείται έλλειψη προσωπικού σωφρονιστικών υπάλληλων στο σύνολο των σωφρονιστικών καταστημάτων του οικείου κράτους μέλους ή σε περίπτωση που το πρόβλημα αυτό υφίσταται στο οικείο σωφρονιστικό κατάστημα.

    ( 59 ) Βλ. σημείο 18 των παρουσών προτάσεων.

    ( 60 ) Πρβλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2006, Chacón Navas (C‑13/05, EU:C:2006:456), HK Danmark, καθώς και της 11ης Σεπτεμβρίου 2019, Nobel Plastiques Ibérica (C‑397/18, EU:C:2019:703), τις οποίες εξετάζω στην ενότητα 3 των παρουσών προτάσεων.

    ( 61 ) Ο ίδιος ο Υπουργός Δικαιοσύνης υπογραμμίζει το γεγονός αυτό.

    Top