Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62018CC0605

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek της 18ης Μαρτίου 2021.
Adler Real Estate AG κ.λπ. κατά Finanzmarktaufsichtsbehörde (FMA).
Αίτηση του Bundesverwaltungsgericht για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Κινητές αξίες εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά που βρίσκεται ή λειτουργεί σε κράτος μέλος – Υποχρέωση διαφάνειας – Κοινοποίηση της απόκτησης “σημαντικών συμμετοχών” στο κεφάλαιο εταιριών από “πρόσωπα που ενεργούν σε συνεννόηση” – Οδηγία 2004/109/ΕΚ – Άρθρο 3, παράγραφος 1α, τέταρτο εδάφιο – Έννοια των “αυστηρότερων απαιτήσεων” – Οδηγία 2004/25/ΕΚ – “Εποπτεία” από αρχή που έχει οριστεί δυνάμει του άρθρου 4 της οδηγίας αυτής.
Υπόθεση C-605/18.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2021:220

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MICHAL BOBEK

της 18ης Μαρτίου 2021 ( 1 )

Υπόθεση C-605/18

Adler Real Estate AG,

Petrus Advisers LLP,

GM

παρισταμένης της:

Finanzmarktaufsichtsbehörde (FMA)

[αίτηση του Bundesverwaltungsgericht
(Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, Αυστρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Απαιτήσεις διαφάνειας σε σχέση με κινητές αξίες εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ευρισκόμενη ή λειτουργούσα σε κράτος μέλος – Κοινοποίηση “σημαντικών συμμετοχών” από “πρόσωπα που ενεργούν σε συνεννόηση” – Οδηγία 2004/109/ΕΚ – “Αυστηρότερες απαιτήσεις” – “Εποπτεία” από αρχή ορισθείσα δυνάμει της οδηγίας 2004/25/ΕΚ»

I. Εισαγωγή

1.

H Finanzmarktaufsichtsbehörde (Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, Αυστρία) (στο εξής: Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς) επέβαλε διοικητικά πρόστιμα σε μια σειρά από πρόσωπα λόγω μη κοινοποιήσεως σε εκδότη, του οποίου οι μετοχές είχαν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ευρισκόμενη στη Αυστρία, της εκ μέρους τους αποκτήσεως «σημαντικής συμμετοχής» στις κινητές αξίες του εκδότη. Στην υπό κρίση υπόθεση, το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία) ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ήταν η αρμόδια αρχή, σύμφωνα με την οδηγία 2004/109/ΕΚ ( 2 ), για την επιβολή κυρώσεων επί μιας τέτοιας παραβάσεως της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

1. Η οδηγία για τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς

2.

Η οδηγία 2004/25/ΕΚ·(στο εξής: οδηγία για τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς) καθορίζει μέτρα συντονισμού των μέσων που θεσπίζουν τα κράτη μέλη σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς για την απόκτηση τίτλων εταιριών εισηγμένων σε οργανωμένη αγορά ευρισκόμενη ή λειτουργούσα σε κράτος μέλος ( 3 ). Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη ορίζουν την αρχή ή τις αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία της προσφοράς, για τους σκοπούς των κανόνων που θεσπίζουν ή εισάγουν δυνάμει της οδηγίας αυτής.

2. Η οδηγία για τη διαφάνεια

3.

Η οδηγία 2004/109 (στο εξής: οδηγία για τη διαφάνεια) στοχεύει στην εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας όσον αφορά την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ευρισκόμενη ή λειτουργούσα σε κράτος μέλος. Κατά την αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας, «οι μέτοχοι, ή τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν δικαίωμα ψήφου ή είναι κάτοχοι άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων που ενσωματώνουν δικαίωμα απόκτησης υφισταμένων μετοχών με δικαίωμα ψήφου» θα πρέπει να ενημερώνουν τους εκδότες σχετικά με την απόκτηση ή άλλες μεταβολές που επέρχονται σε «σημαντικές συμμετοχές» στο κεφάλαιο εταιριών, έτσι ώστε οι εκδότες να είναι σε θέση να τηρούν ενήμερο το κοινό.

4.

Στην αιτιολογική σκέψη 28 της οδηγίας διευκρινίζονται τα εξής:

«Σε κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να ορίζεται μία και μόνο αρμόδια αρχή που να αναλαμβάνει την τελική ευθύνη για την εποπτεία της συμμόρφωσης με τις διατάξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, καθώς και για τη διεθνή συνεργασία […]».

5.

Το άρθρο 3 της οδηγίας για τη διαφάνεια, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2013/50/ΕΕ (στο εξής: τροποποιητική οδηγία για τη διαφάνεια) ( 4 ), έχει πλέον ως εξής:

«1.   Το κράτος μέλος προέλευσης δύναται να επιβάλει σε εκδότες απαιτήσεις αυστηρότερες από εκείνες που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία, με εξαίρεση την απαίτηση να δημοσιεύουν περιοδικές χρηματοοικονομικές πληροφορίες συχνότερα από τις ετήσιες οικονομικές εκθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 και τις εξαμηνιαίες οικονομικές εκθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5.

1α.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη προέλευσης μπορούν να απαιτούν από τους εκδότες να δημοσιεύουν επιπρόσθετες περιοδικές χρηματοοικονομικές πληροφορίες συχνότερα από τις ετήσιες οικονομικές εκθέσεις του άρθρου 4 και τις εξαμηνιαίες οικονομικές εκθέσεις του άρθρου 5, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

οι επιπρόσθετες περιοδικές χρηματοοικονομικές πληροφορίες δεν συνιστούν δυσανάλογη οικονομική επιβάρυνση για το συγκεκριμένο κράτος μέλος, ιδίως όσον αφορά τους μικρούς και μεσαίους εκδότες, και

το περιεχόμενο των επιπρόσθετων περιοδικών χρηματοοικονομικών πληροφοριών είναι ανάλογο των παραγόντων που συμβάλλουν στη λήψη επενδυτικών αποφάσεων των επενδυτών στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

[…]

Το κράτος μέλος προέλευσης δεν δύναται να επιβάλει σε κάτοχο μετοχών, ή σε φυσικό πρόσωπο ή σε νομική οντότητα που αναφέρεται στα άρθρα 10 ή 13, απαιτήσεις αυστηρότερες από εκείνες που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία, με εξαίρεση τις ακόλουθες περιπτώσεις:

[…]

iii)

κατά την εφαρμογή νόμων, κανονισμών ή διοικητικών διατάξεων που έχουν εγκριθεί σε σχέση με προσφορές εξαγοράς, πράξεις συγχώνευσης και άλλες πράξεις σε σχέση με την ιδιοκτησία ή τον έλεγχο εταιριών, που εποπτεύονται από τις αρχές τις οποίες έχουν ορίσει τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς».

6.

Το άρθρο 10 της οδηγίας για τη διαφάνεια έχει ως εξής:

«Οι προϋποθέσεις κοινοποίησης που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 9, εφαρμόζονται επίσης σε φυσικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, εφόσον δικαιούνται να αποκτούν, να διαθέτουν, ή να ασκούν δικαιώματα ψήφου σε οιαδήποτε εκ των ακόλουθων περιπτώσεων ή του συνδυασμού τους:

α)

δικαιώματα ψήφου που κατέχει τρίτος με τον οποίο το προαναφερόμενο πρόσωπο ή οντότητα έχει συνάψει συμφωνία που το υποχρεώνει να υιοθετεί, μέσω συντονισμένης άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που διαθέτει, διαρκή κοινή πολιτική ως προς τη διαχείριση του εν λόγω εκδότη.»

7.

Κατά το άρθρο 24 της οδηγίας για τη διαφάνεια:

«1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει την κεντρική αρχή που προβλέπεται στο άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/71/ΕΚ ως την αρμόδια κεντρική διοικητική αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την τήρηση των υποχρεώσεων που προβλέπει η παρούσα οδηγία, καθώς και για τη διασφάλιση της εφαρμογής των διατάξεων που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. […]

2.   Τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν στην αρμόδια κεντρική αρχή τους την ανάθεση καθηκόντων. […] Κάθε ανάθεση καθηκόντων γίνεται μέσω συγκεκριμένου ορισμού των καθηκόντων που πρόκειται να αναληφθούν και των προϋποθέσεων υπό τις οποίες πρέπει να εκτελεσθούν.

[…] Σε κάθε περίπτωση, την τελική ευθύνη για την εποπτεία της συμμόρφωσης με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας και τα θεσπισθέντα εκτελεστικά μέτρα υπέχει η αρμόδια αρχή που έχει ορισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1.»

Β.   Το αυστριακό δίκαιο

1. O ÜbG

8.

Η οδηγία για τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς μεταφέρθηκε στην αυστριακή έννομη τάξη με τον Bundesgesetz betreffend Übernahmeangebote (ομοσπονδιακό νόμο περί δημοσίων προσφορών εξαγοράς) (στο εξής: ÜbG) ( 5 ). Στο άρθρο 1, παράγραφος 6, του ÜbG διατυπώνεται ο εξής ορισμός των «φορέων που ενεργούν σε συνεννόηση»:

«Φορείς που ενεργούν σε συνεννόηση: τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία συνεργάζονται με τον προσφέροντα βάσει συμφωνίας, η οποία έχει ως σκοπό την απόκτηση ή την άσκηση του ελέγχου της υπό εξαγορά εταιρίας, ιδίως μέσω του συντονισμού των δικαιωμάτων ψήφου, ή τα οποία συνεργάζονται βάσει συμφωνίας με την υπό εξαγορά εταιρία με σκοπό να εμποδίσουν την επιτυχή έκβαση της προσφοράς. Εάν φορέας κατέχει άμεση ή έμμεση διασφαλίζουσα τον έλεγχο συμμετοχή (άρθρο 22, παράγραφοι 2 και 3) σε έναν ή περισσότερους άλλους φορείς, τεκμαίρεται ότι όλοι αυτοί οι φορείς ενεργούν σε συνεννόηση· τούτο ισχύει και όταν περισσότεροι φορείς έχουν συνάψει συμφωνία σχετικά με την άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που διαθέτουν κατά την επιλογή μελών του εποπτικού συμβουλίου.»

9.

Tο άρθρο 22, παράγραφος 1, του ÜbG προβλέπει τα εξής:

«Όποιος αποκτά, άμεσα ή έμμεσα, ελέγχουσα συμμετοχή σε υπό εξαγορά εταιρία οφείλει να γνωστοποιήσει αμέσως το εν λόγω γεγονός στην Επιτροπή Εξαγορών και να υποβάλει προσφορά για το σύνολο των τίτλων της υπό εξαγορά εταιρίας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου εντός 20 χρηματιστηριακών ημερών από την απόκτηση της ελέγχουσας συμμετοχής.»

10.

Κατά το άρθρο 22a, σημείο 1, του ÜbG, «υποχρέωση υποβολής δημόσιας προσφοράς σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 1, υφίσταται […] σε περίπτωση σχηματισμού ομάδας φορέων ενεργούντων σε συνεννόηση, οι οποίοι αποκτούν από κοινού ελέγχουσα συμμετοχή».

11.

Το άρθρο 23 του ÜbG, που επιγράφεται «Συνυπολογισμός μετοχών και διεύρυνση των υποχρεώσεων του προσφέροντος», ορίζει στην παράγραφό του 1 ότι τα δικαιώματα ψήφου των «προσώπων που ενεργούν σε συνεννόηση» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 6, του ÜbG συνυπολογίζονται αμοιβαία κατά την εφαρμογή των άρθρων 22 έως 22b.

2. Ο BörseG 1989

12.

Κατά τον κρίσιμο στην κύρια δίκη χρόνο ήταν εφαρμοστέος ο Börsegesetz του 1989 όπως είχε δημοσιευθεί, κατόπιν τροποποιήσεων, στη BGBl. I, 98/2015 (στο εξής: BörseG 1989). Τα άρθρα 91 επ. του BörseG 1989 προέβησαν, μεταξύ άλλων, σε υλοποίηση των υποχρεώσεων κοινοποιήσεως πληροφοριών σχετικά με «σημαντικές συμμετοχές» που προβλέπονται στο τμήμα Ι του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας για τη διαφάνεια, και ιδίως στο άρθρο 9, παράγραφος 1.

13.

Κατά το άρθρο 92, παράγραφος 7, του BörseG 1989, η υποχρέωση κοινοποιήσεως του άρθρου 91 επεκτείνεται και σε «δικαιώματα ψήφου τα οποία καταλογίζονται στο πρόσωπο δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 1 ή 2, του ÜbG».

III. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και τα προδικαστικά ερωτήματα

14.

Η Übernahmekommission (Επιτροπή Εξαγορών, Αυστρία) (στο εξής: Επιτροπή Εξαγορών) είναι η ορισθείσα από την Αυστρία «εποπτική αρχή» κατά την έννοια του άρθρου 4 της οδηγίας για τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς.

15.

Στις 22 Νοεμβρίου 2016, η Επιτροπή Εξαγορών εξέδωσε απόφαση (στο εξής: προκαταρκτική απόφαση) εις βάρος των Adler Real Estate AG (στο εξής: Adler), Mountain Peak Trading LLP (στο εξής: Mountain Peak), Westgrund AG (στο εξής: Westgrund), Petrus Advisers Ltd (στο εξής: Petrus) και GM (φυσικό πρόσωπο). Η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας διαπίστωσης πραγματικών περιστατικών σχετικά με την απόκτηση «σημαντικής συμμετοχής» σε ποσοστό 31,36 % στην Conwert Immobilien SE (στο εξής: Conwert) και την παραβίαση της σχετικής υποχρέωσης υποβολής υποχρεωτικής δημόσιας προσφοράς εξαγοράς. Η Επιτροπή Εξαγορών διαπίστωσε ότι, με βάση τον αμοιβαίο συνυπολογισμό δικαιωμάτων ψήφου σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 1, του ÜbG, είχε αποκτηθεί ελέγχουσα συμμετοχή κατά την έννοια του άρθρου 22 του ÜbG.

16.

Η Επιτροπή Εξαγορών κατέληξε στο εν λόγω συμπέρασμα περί συμπληρώσεως του κατωτάτου ορίου βάσει των προβλεπόμενων στο άρθρο 1, παράγραφος 6, του ÜbG κριτηρίων συνυπολογισμού για «φορείς που ενεργούν σε συνεννόηση». Συνεπώς, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 1, του ÜbG, τα εν λόγω δικαιώματα ψήφου στην Conwert ήταν αμοιβαίως καταλογιστέα στους Adler, Mountain Peak, Westgrund, Petrus και GM, το πρώτον στις 29 Σεπτεμβρίου 2015. Σύμφωνα με το άρθρο 22a, σημείο 1, του ÜbG, η ως άνω απόκτηση «σημαντικής συμμετοχής» θα έπρεπε καταρχήν να είχε οδηγήσει σε υποχρεωτική δημόσια προσφορά εξαγοράς της Conwert εντός 20 χρηματιστηριακών ημερών.

17.

Με απόφαση της 1ης Μαρτίου 2017, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) απέρριψε προσφυγή κατά της προκαταρκτικής αποφάσεως. Η προκαταρκτική απόφαση κατέστη απρόσβλητη.

18.

Στις 29 Ιουνίου 2018, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ενεργούσα υπό την ιδιότητα της «αρμόδιας κεντρικής διοικητικής αρχής» κατά την έννοια του άρθρου 24 της οδηγίας για τη διαφάνεια, επέβαλε στις Adler και Petrus, καθώς και στον GM, διοικητικά πρόστιμα λόγω παραβίασης της υποχρέωσης κοινοποιήσεως του άρθρου 92, παράγραφος 7, του BörseG 1989. Στην εν λόγω υποχρέωση υπόκεινται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία, είτε μεμονωμένα είτε από κοινού, αποκτούν συμμετοχή τουλάχιστον 30 % σε «υπό εξαγορά εταιρία». Εν προκειμένω, σύμφωνα με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, οι Adler, Petrus και GM είχαν αγοράσει μετοχές της Conwert «ενεργώντας σε συνεννόηση» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 6, του ÜbG. Ως εκ τούτου, τα δικαιώματα ψήφου των συμμετοχών των ανωτέρω φορέων στην Conwert έπρεπε να καταλογιστούν αμοιβαίως στους φορείς αυτούς, το πρώτον στις 29 Σεπτεμβρίου 2015.

19.

Ως προς τον χαρακτηρισμό των Adler, Petrus και GM ως «προσώπων ενεργούντων σε συνεννόηση», η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θεώρησε ότι, λόγω του απρόσβλητου χαρακτήρα που είχε αποκτήσει η προκαταρκτική απόφαση, δεσμευόταν από τις πραγματικές και νομικές κρίσεις της αποφάσεως αυτής. Κατά συνέπεια, δεν αξιολόγησε η ίδια ούτε το κατά πόσον οι Adler, Petrus και GM έπρεπε να χαρακτηριστούν ως «πρόσωπα που ενεργούν σε συνεννόηση» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 6, του ÜbG ούτε το κατά πόσον έπρεπε να τους καταλογιστούν αμοιβαία τα δικαιώματα ψήφου εκ των συμμετοχών τους. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απεφάνθη ότι ερευνητέα στο πλαίσιο της διαδικασίας επιβολής διοικητικού προστίμου ήταν μόνον η συνδρομή των στοιχείων της υποκειμενικής υπόστασης της πράξεως, ήτοι η «mens rea» των Adler, Petrus και GM.

20.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο BörseG, ο οποίος μεταφέρει στην αυστριακή έννομη τάξη την οδηγία για τη διαφάνεια, επιβάλλει υποχρεώσεις κοινοποιήσεως σε πρόσωπα που κατέχουν «σημαντική συμμετοχή» (οριζόμενη ως ποσοστό 30 %) σε έναν «εκδότη». Οι εν λόγω υποχρεώσεις υπερβαίνουν τις απαιτήσεις της οδηγίας για τη διαφάνεια. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η υποχρέωση κοινοποιήσεως που επιβάλλεται σε «φορείς που ενεργούν σε συνεννόηση» δυνάμει του άρθρου 92, παράγραφος 7, του BörseG 1989, πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην έννοια «απαιτήσεις αυστηρότερες από εκείνες που καθορίζονται» στην οδηγία για τη διαφάνεια.

21.

Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει αν οι εν λόγω «αυστηρότερες» απαιτήσεις συμβιβάζονται με το άρθρο 3, παράγραφος 1α, τέταρτο εδάφιο, σημείο iii, της οδηγίας για τη διαφάνεια. Κατά την ανωτέρω διάταξη, οι τυχόν «αυστηρότερες» απαιτήσεις πρέπει να «εποπτεύονται από τις αρχές τις οποίες έχουν ορίσει τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας [για τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς]».

22.

Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο θέτει ερωτήματα σχετικά με τη συμβατότητα των αυστριακών διαδικαστικών κανόνων περί της δεσμευτικής ισχύος διοικητικών αποφάσεων που έχουν καταστεί απρόσβλητες με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης·(στο εξής: Χάρτης), σε περιπτώσεις στις οποίες προγενέστερη απόφαση της Επιτροπής Εξαγορών που έχει καταστεί απρόσβλητη θεωρείται εφεξής δεσμευτική για την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

23.

Στο πλαίσιο αυτό, το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 3, παράγραφος 1α, τέταρτο εδάφιο, σημείο iii, της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε εσχάτως με την οδηγία 2013/50/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, την έννοια ότι προϋπόθεση για το επιτρεπτό της επιβολής “αυστηρότερων απαιτήσεων”“σε κάτοχο μετοχών, ή σε φυσικό πρόσωπο ή σε νομική οντότητα” αποτελεί να “εποπτεύονται” οι “νόμ[οι], κανονισμ[οί] ή διοικητικ[ές] διατάξε[ις]” που προβλέπουν αυστηρότερες απαιτήσεις δημοσιότητας για τις συμμετοχές από αρχή την οποία έχει ορίσει το κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2004/25/ΕΚ σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς και η εποπτεία αυτή να καλύπτει την τήρηση των αυστηρότερων απαιτήσεων δημοσιότητας για τις συμμετοχές κατά την έννοια της οδηγίας 2004/109/ΕΚ;

2)

Αποκλείει το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης εθνική πρακτική σύμφωνα με την οποία αναγνωρίζεται σε απόφαση της εποπτικής αρχής του άρθρου 4 της οδηγίας 2004/25/ΕΚ που κατέστη απρόσβλητη και με την οποία διαπιστώθηκε ότι ορισμένο πρόσωπο παρέβη εθνικές διατάξεις που θεσπίστηκαν προς μεταφορά της οδηγίας 2004/25/ΕΚ στην εσωτερική έννομη τάξη, δεσμευτική ισχύς στο πλαίσιο διαδικασίας ποινικού χαρακτήρα κατά του ιδίου προσώπου για παράβαση σχετικών με τις διατάξεις αυτές εθνικών διατάξεων που μεταφέρουν την οδηγία 2004/109/ΕΚ (οδηγία περί διαφάνειας) στην εσωτερική έννομη τάξη, με αποτέλεσμα το εν λόγω πρόσωπο να κωλύεται να αμφισβητήσει, από νομική και ουσιαστική άποψη, την ήδη κατά τρόπο απρόσβλητο διαπιστωθείσα παράβαση κανόνα δικαίου;»

24.

Οι Adler, Petrus και GM, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Όλοι οι ανωτέρω, με εξαίρεση την Επιτροπή, απάντησαν επίσης στις γραπτές ερωτήσεις που τους απηύθυνε το Δικαστήριο.

IV. Ανάλυση

25.

Οι παρούσες προτάσεις είναι διαρθρωμένες ως εξής. Θα ξεκινήσω με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου και την ερμηνεία του όρου «εποπτεύονται» υπό το πρίσμα του πλαισίου της διατάξεως στην οποία περιλαμβάνεται. Στη συνέχεια θα ασχοληθώ με το πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, θα προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι μόνον το πρώτο ερώτημα χρήζει απάντησης (Α). Δεδομένης της στενής σχέσεως της υπό κρίση υποθέσεως με άλλη αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υποβλήθηκε από το ίδιο εθνικό δικαστήριο σε συναφή υπόθεση (C-546/18, Adler Real Estate) ( 6 ), το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα έχει ήδη απαντηθεί στο πλαίσιο της άλλης αυτής υποθέσεως (B).

Α.   Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

26.

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 3, παράγραφος 1α, τέταρτο εδάφιο, σημείο iii, της οδηγίας για τη διαφάνεια, όπως τροποποιήθηκε με την τροποποιητική οδηγία για τη διαφάνεια, έχει την έννοια ότι απαίτηση κοινοποιήσεως «αυστηρότερη» από εκείνη που καθορίζεται στην οδηγία για τη διαφάνεια πρέπει να εποπτεύεται από την αρχή την οποία έχει ορίσει το κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας για τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς. Σε περίπτωση που το εν λόγω ερώτημα απαντηθεί καταφατικά, ανακύπτει περαιτέρω το ερώτημα εάν η εν λόγω «εποπτεία» δύναται να διαχωριστεί από το καθήκον της «διασφαλίσεως της συμμορφώσεως» με τις εν λόγω «αυστηρότερες» απαιτήσεις κοινοποιήσεως.

27.

Το ανωτέρω ερώτημα χρήζει εκτεταμένης αναλύσεως. Για τον σκοπό αυτό θα εστιάσω καταρχάς στις αλλαγές που επέφερε η τροποποιητική οδηγία για τη διαφάνεια και στην ανάγκη εισαγωγής στην οδηγία για τη διαφάνεια της διατάξεως του άρθρου 3, παράγραφος 1α, τέταρτο εδάφιο (1). Εν συνεχεία θα ερμηνεύσω την εν λόγω διάταξη στο πλαίσιο όπου εντάσσεται και υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων εφαρμογής της (2). Κατόπιν θα εξετάσω την ερμηνεία του όρου «εποπτεύω», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 3, παράγραφος 1α, τέταρτο εδάφιο, σημείο iii, της οδηγίας για τη διαφάνεια, για τους σκοπούς του προσδιορισμού της αρχής στην οποία θα πρέπει να ανήκει η ρυθμιστική εποπτεία των «αυστηρότερων» απαιτήσεων αναφοράς (3). Μόνον τότε θα μπορέσω να δώσω απάντηση στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου.

1. Η οδηγία για τη διαφάνεια και η τροποποίησή της

28.

Εντασσόμενη στον ευρύτερο σκοπό της ολοκλήρωσης της ενιαίας αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και της συγκλίσεως των προτύπων οικονομικής πληροφόρησης σε ολόκληρη την Ένωση, η οδηγία για τη διαφάνεια επιδιώκει να συμβάλει στη δημιουργία «αποτελεσματικών, διαφανών και ενοποιημένων αγορών κινητών αξιών» ( 7 ). Η εν λόγω οδηγία επέφερε ελάχιστο βαθμό εναρμόνισης των απαιτήσεων κοινοποιήσεως που επιβάλλονται σε φυσικά και νομικά πρόσωπα τα οποία αποκτούν ή διαχειρίζονται με άλλον τρόπο κινητές αξίες εκδοτών δραστηριοποιούμενων σε ρυθμιζόμενη αγορά κράτους μέλους ( 8 ). Τοιουτοτρόπως δόθηκε στα κράτη μέλη διακριτική ευχέρεια ώστε να βαίνουν πέραν του εναρμονισμένου βασικού επιπέδου κατά τη μεταφορά των εν λόγω απαιτήσεων στην εσωτερική έννομη τάξη θεσπίζοντας απαιτήσεις κοινοποιήσεως «αυστηρότερες» από εκείνες που καθορίζονται στην οδηγία για τη διαφάνεια ( 9 ).

29.

Όπως επισημαίνεται σε έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής σχετικά με τη λειτουργία της οδηγίας για τη διαφάνεια, οι εν λόγω «αυστηρότερες» απαιτήσεις οδήγησαν σε «άνισο επίπεδο εναρμόνισης». Τούτο δυσχέρανε τη συμμόρφωση φυσικών προσώπων και εταιριών ταυτοχρόνως προς τη νομοθεσία διαφόρων κρατών μελών ( 10 ).

30.

Το πρόβλημα αυτό επιχειρεί να επιλύσει η τροποποιητική οδηγία για τη διαφάνεια. Με την εν λόγω οδηγία καταργήθηκε εν γένει η διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών να επιβάλλουν στους κατόχους μετοχών απαιτήσεις κοινοποιήσεως «αυστηρότερες» από εκείνες που προβλέπονται στην οδηγία για τη διαφάνεια ( 11 ). Συγχρόνως, όμως, η οδηγία για τη διαφάνεια έπρεπε να διατηρήσει τη δυνατότητα των κρατών μελών να επιβάλλουν τέτοιες απαιτήσεις όταν αυτές αφορούσαν άλλες πτυχές της ρυθμίσεως των εθνικών αγορών κινητών αξιών.

31.

Μια τέτοια πτυχή είναι η ρύθμιση των προσφορών εξαγοράς, των πράξεων συγχωνεύσεως και άλλων πράξεων σε σχέση με την ιδιοκτησία ή τον έλεγχο εταιριών. Η ρύθμισή τους διέπεται κατά βάση από την οδηγία για τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς ( 12 ). Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1α, τέταρτο εδάφιο, σημείο iii, της οδηγίας για τη διαφάνεια, το κράτος μέλος προελεύσεως δύναται να επιβάλει σε κατόχους κινητών αξιών απαιτήσεις κοινοποίησης «αυστηρότερες» από εκείνες που καθορίζονται στην οδηγία για τη διαφάνεια, εάν οι εν λόγω απαιτήσεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς. Ωστόσο, οι ανωτέρω «αυστηρότερες» απαιτήσεις πρέπει να «εποπτεύονται από τις αρχές τις οποίες έχουν ορίσει τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 4 της [οδηγίας για τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς]» ( 13 ).

32.

Η διαφωνία στην υπό κρίση υπόθεση πηγάζει από την ερμηνεία του όρου «εποπτεύονται» όπως χρησιμοποιείται στην εν λόγω διάταξη, με την οποία θα ασχοληθώ στη συνέχεια.

2. Ο όρος «εποπτεύονται»

33.

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν ο όρος «εποπτεύονται», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 3, παράγραφος 1α, τέταρτο εδάφιο, σημείο iii, της οδηγίας για τη διαφάνεια, έχει την έννοια ότι αναφέρεται μόνο στην «εποπτεία» των «αυστηρότερων» απαιτήσεων που επιβάλλει η εθνική νομοθεσία ή αν πρέπει να αφορά τη διασφάλιση της «συμμορφώσεως» προς τις απαιτήσεις αυτές.

34.

Ο GM και η Adler, καθώς και η Επιτροπή, προβαίνουν σε γραμματική ερμηνεία του εν λόγω σημείου. Υποστηρίζουν ότι το σημείο αυτό υποδεικνύει σαφώς τις αρχές τις οποίες έχουν ορίσει τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας για τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς ως εκείνες που πρέπει να «εποπτεύουν» τις «αυστηρότερες» απαιτήσεις.

35.

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υποστηρίζει ότι η τυχόν αναγνώριση άλλης αρχής, πέραν της ίδιας, ως αρμόδιας για τη διασφάλιση της συμμορφώσεως προς την οδηγία για τη διαφάνεια δεν συνάδει με το πνεύμα και τον σκοπό της οδηγίας αυτής. Επισημαίνει ότι η ίδια είναι η μόνη «αρμόδια κεντρική αρχή» κατά την έννοια του άρθρου 24, παράγραφος 1, της οδηγίας για τη διαφάνεια. Ως εκ τούτου, η τυχόν ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1α, τέταρτο εδάφιο, σημείο iii, της οδηγίας για τη διαφάνεια υπό την έννοια ότι η εποπτεία των «αυστηρότερων» απαιτήσεων ανατίθεται στην Επιτροπή Εξαγορών θα στερείτο ερείσματος στο γράμμα του άρθρου 24, παράγραφος 1, της οδηγίας για τη διαφάνεια. Εξάλλου, η έννοια της «αρχής που έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 4» της οδηγίας για τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς πρέπει να καλύπτει κάθε αρχή η οποία είναι καθ’ ύλην αρμόδια για την επίτευξη των στόχων της οδηγίας για τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς. Ειδάλλως, οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούσαν να παρακάμψουν τις απαιτήσεις κοινοποιήσεως που επιβάλλει η οδηγία για τη διαφάνεια «ενεργώντας σε συνεννόηση» για την απόκτηση «σημαντικών συμμετοχών».

36.

Δεν έχω πειστεί από τα επιχειρήματα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

37.

Σκοπός της οδηγίας για τη διαφάνεια είναι η νομοθετική εναρμόνιση. Τα κράτη μέλη οφείλουν να αναθέσουν την εποπτεία της επιδίωξης του εν λόγω σκοπού σε διοικητική αρχή ( 14 ). Ωστόσο, η εναρμόνιση αυτή δύναται να επιτευχθεί φυσιολογικά μόνον εντός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας για τη διαφάνεια. Ο εν λόγω σκοπός δεν επηρεάζει αρμοδιότητες που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τη ρύθμιση άλλων πτυχών των εθνικών αγορών κινητών αξιών ( 15 ). Η εύλογη ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1α, τέταρτο εδάφιο, σημείο iii, της οδηγίας για τη διαφάνεια επιβεβαιώνει ότι η εν λόγω εξαίρεση αφορά ακριβώς τέτοιου είδους «κείμενες εκτός του πεδίου της οδηγίας» αρμοδιότητες, και δη σε σχέση με προσφορές εξαγοράς, πράξεις συγχώνευσης και άλλες πράξεις. Πρόκειται για τομείς στους οποίους η οδηγία για τη διαφάνεια ουδέποτε επιδίωξε να θεσπίσει εναρμονισμένους κανόνες για τις απαιτήσεις κοινοποιήσεως.

38.

Τούτο επιβεβαιώνεται και από την αιτιολογική σκέψη 12 της τροποποιητικής οδηγίας για τη διαφάνεια. Σε αυτήν ο νομοθέτης της Ένωσης υπενθυμίζει ότι ο σκοπός εναρμονίσεως του καθεστώτος κοινοποιήσεως της κατοχής κινητών αξιών με δικαίωμα ψήφου δεν επηρεάζει τις παράλληλες υποχρεώσεις που απορρέουν από την οδηγία για τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς (και τις πρωτοβουλίες για τη διαφάνεια τις οποίες αναλαμβάνει) η εν λόγω οδηγία. Ειδικότερα, οι δύο οδηγίες ακολουθούν διαφορετικές «ταχύτητες» αναθεώρησης του νομοθετικού πλαισίου: Η οδηγία για τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς λειτουργεί με βάση την αρχή του «συντονισμού» ( 16 ), επιδιώκοντας απλώς τη θέσπιση «ενός πλαισίου το οποίο καθορίζει ορισμένες κοινές αρχές και έναν περιορισμένο αριθμό γενικών απαιτήσεων τις οποίες τα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμόζουν, μέσω λεπτομερέστερων κανόνων, σύμφωνα με τα εθνικά τους συστήματα και τις συνήθεις πρακτικές τους» ( 17 ). Αντιθέτως, η οδηγία για τη διαφάνεια προωθεί μια ευρύτερη πολιτική πρωτοβουλία, επιδιώκοντας την εναρμόνιση των διατάξεων των εθνικών δικαίων ( 18 ).

39.

Ως εκ τούτου, η αναφορά του άρθρου 3, παράγραφος 1α, της οδηγίας για τη διαφάνεια σε «αυστηρότερες απαιτήσεις» πρέπει να ερμηνευθεί μάλλον ως ρύθμιση «ελέγχου της αρμοδιότητας» η οποία αποσκοπεί στην προστασία από τυχόν «υπέρ το δέον διεύρυνση της εποπτείας» που ασκείται από την ορισθείσα δυνάμει του άρθρου 24 της οδηγίας για τη διαφάνεια αρχή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να διασφαλίσει ότι η «αρχή του άρθρου 24» δεν θα επεκτείνει εμμέσως την απαίτηση της «εναρμόνισης» σε απαιτήσεις κοινοποιήσεως οι οποίες κανονικά εμπίπτουν στο πεδίο εποπτείας της «αρχής του άρθρου 4».

40.

Ωστόσο, η σκοπούμενη οριοθέτηση των «αρμοδιοτήτων της αρχής του άρθρου 24» έχει σημασία μόνο σε περιπτώσεις στις οποίες το κράτος μέλος έχει επιλέξει να κατανείμει τις εποπτικές αρμοδιότητες που προβλέπονται από την οδηγία για τη διαφάνεια και την οδηγία για τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς μεταξύ δύο (ή περισσότερων) αρχών ( 19 ). Για τις περιπτώσεις αυτές, το άρθρο 3, παράγραφος 1α, τέταρτο εδάφιο, σημείο iii, της οδηγίας για τη διαφάνεια ορίζει μια «επικεφαλής» αρχή για τους σκοπούς της οδηγίας για τη διαφάνεια, θέτοντας και τα ρυθμιστικά όρια της εν λόγω αρχής. Με τον τρόπο αυτό, συμπληρώνει –από διαφορετική σκοπιά– την υποχρέωση συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών κατά το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς.

41.

Συνεπώς, κατά τη γνώμη μου, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1α, τέταρτο εδάφιο, σημείο iii, της οδηγίας για τη διαφάνεια επιδιώκει να υπονομεύσει (ή να υποβαθμίσει) τα καθήκοντα της «αρμόδιας κεντρικής διοικητικής αρχής» του άρθρου 24 της οδηγίας για τη διαφάνεια. Επίσης δεν κατανοώ πώς η προσέγγιση που προτείνεται από τον GM, την Adler και την Επιτροπή θα μπορούσε να καταστήσει δυνατή την «καταστρατήγηση» των απαιτήσεων κοινοποιήσεως της οδηγίας για τη διαφάνεια. Πράγματι, στις περιπτώσεις που αφορούν «αυστηρότερες» απαιτήσεις κοινοποιήσεως συνάδουσες με το άρθρο 3, παράγραφος 1α, τέταρτο εδάφιο, σημείο iii, της οδηγίας για τη διαφάνεια, οι απαιτήσεις αυτές υπάγονται στο πεδίο αρμοδιότητας (και στη ρυθμιστική εποπτεία) των «αρχών του άρθρου 4» που έχουν οριστεί προς τούτο. Εφόσον γίνεται ορθή μεταφορά της εν λόγω υποχρεώσεως στο εθνικό δίκαιο, ουδείς κίνδυνος υφίσταται οι «αυστηρότερες» απαιτήσεις κοινοποιήσεως σε σχέση με τις προσφορές εξαγοράς, τις πράξεις συγχώνευσης και άλλες πράξεις που επηρεάζουν την ιδιοκτησία ή τον έλεγχο εταιριών να καταστούν, από ρυθμιστικής απόψεως, «διεθνή ύδατα».

42.

Όλα τα παραπάνω οδηγούν τελικά στο επιμέρους ερώτημα σχετικά με το κατά πόσον η «εποπτεία» αυτή συμπεριλαμβάνει και τη «διασφάλιση της συμμορφώσεως» με «αυστηρότερες» απαιτήσεις κοινοποιήσεως.

43.

Βάσει των προεκτεθέντων συλλογισμών, φρονώ ότι η απάντηση πρέπει να είναι καταφατική.

44.

Πρώτον, θεωρώ ότι, και μόνον από γλωσσική άποψη και από άποψη εύλογης ερμηνείας, είναι δύσκολη η διάκριση μεταξύ «εποπτείας» και «διασφάλισης της συμμορφώσεως». Εφόσον η εξουσία να «ασκούν εποπτεία» δεν παρέχεται στις διοικητικές αρχές προς ιδία τέρψη, η «εποπτεία» αναγκαστικά συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με τη «διασφάλιση της συμμορφώσεως».

45.

Δεύτερον, η εύλογη ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1α, τέταρτο εδάφιο, σημείο iii, της οδηγίας για τη διαφάνεια δεν οδηγεί σε διαφορετικό συμπέρασμα. Ούτε από το κείμενο της οδηγίας ούτε από τα προπαρασκευαστικά της έγγραφα προκύπτει οιαδήποτε διάκριση μεταξύ «εποπτείας» των όρων της οδηγίας για τη διαφάνεια και «διασφάλισης της συμμορφώσεως» με αυτούς.

46.

Τρίτον, όπως εκθέτω ανωτέρω στα σημεία 37 και 38 των παρουσών προτάσεων, είναι σαφές ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1α, τέταρτο εδάφιο, σημείο iii, της οδηγίας για τη διαφάνεια αφορά ρυθμιστικές πτυχές οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής. Ως εκ τούτου, θα ήταν παντελώς παράλογο να καλείται η «αρχή του άρθρου 24» να ελέγχει τη συμμόρφωση με απαιτήσεις που δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της.

47.

Συνεπώς, κατά εύλογη ερμηνεία του όρου «εποπτεύουν» του άρθρου 3, παράγραφος 1α, τέταρτο εδάφιο, σημείο iii, της οδηγίας για τη διαφάνεια, ο όρος αυτός δεν μπορεί παρά να συμπεριλαμβάνει και τη «διασφάλιση της συμμορφώσεως» προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από την οδηγία για τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς.

3. Η υπό κρίση υπόθεση: τυχόν αυστηρότερες απαιτήσεις;

48.

Βάσει των ανωτέρω, η εποπτεία της συμμορφώσεως με απαιτήσεις πληροφορήσεως οι οποίες είναι «αυστηρότερες» από εκείνες που καθορίζονται στην οδηγία για τη διαφάνεια, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1α, τέταρτο εδάφιο, σημείο iii, της εν λόγω οδηγίας, εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές τις οποίες ορίζουν τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 4 της οδηγίας για τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς.

49.

Όσον αφορά το νομοθετικό πλαίσιο στην υπό κρίση υπόθεση, οι μετέχοντες στη διαδικασία εξηγούν ότι o ÜbG μεταφέρει στο αυστριακό δίκαιο την οδηγία για τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς. Βάσει του πλαισίου αυτού, η Επιτροπή Εξαγορών ορίστηκε ως αρμόδια αρχή κατά την έννοια του άρθρου 4 της οδηγίας. Υπό την επιφύλαξη της επιβεβαίωσης από το αιτούν δικαστήριο, η Επιτροπή Εξαγορών είναι, κατά τα φαινόμενα, η μόνη αρχή που ασκεί την εν λόγω αρμοδιότητα.

50.

Στις απαντήσεις τους σε γραπτή ερώτηση που τους απηύθυνε το Δικαστήριο, ο GM, η Adler και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διευκρινίζουν ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι η μόνη αρχή που ορίστηκε δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 1, της οδηγίας για τη διαφάνεια και ότι αυτή δεν έχει μεταβιβάσει στην Επιτροπή Εξαγορών καμία αρμοδιότητα σχετικά με εποπτεία ή συμμόρφωση.

51.

Με άλλα λόγια, φαίνεται ότι στην αυστριακή έννομη τάξη υφίσταται σαφής διαχωρισμός μεταξύ των αρμοδιοτήτων της αρχής που είναι υπεύθυνη για την οδηγία για τη διαφάνεια (Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς) και των αρμοδιοτήτων της αρχής που είναι υπεύθυνη για την οδηγία για τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς (Επιτροπή Εξαγορών). Αυτό σημαίνει ότι μόνον η Επιτροπή Εξαγορών θα μπορούσε να έχει την εξουσία να εποπτεύει (και να διασφαλίζει τη συμμόρφωση προς) τις απαιτήσεις πληροφορήσεως οι οποίες είναι «αυστηρότερες» από εκείνες που καθορίζονται στην οδηγία για τη διαφάνεια και εμπίπτουν στο άρθρο 3, παράγραφος 1α, τέταρτο εδάφιο, σημείο iii, της οδηγίας για τη διαφάνεια.

52.

Η σχετική εκτίμηση απόκειται στο αιτούν δικαστήριο καθόσον αφορά την ερμηνεία του εθνικού δικαίου. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται επίσης να εξακριβώσει εάν η επέκταση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως του άρθρου 92, παράγραφος 7, του BörseG 1989 σε σημαντικές συμμετοχές καταλογιστέες βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 1, του ÜbG αφορά απαίτηση «αυστηρότερη» από εκείνες που καθορίζονται στην οδηγία για τη διαφάνεια.

53.

Ωστόσο, προκειμένου να συνδράμω ολοκληρωμένα το αιτούν δικαστήριο και να σχολιάσω τις απόψεις που εξέφρασε στην απόφασή του περί παραπομπής, θα συμφωνήσω προσωρινά με την εκτίμησή του ότι, με βάση τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν από αυτό και προκύπτουν από τη δικογραφία, στην υπό κρίση υπόθεση όντως φαίνεται να υπάρχει τέτοια απαίτηση.

54.

Η έννοια των «προσώπων που ενεργούν σε συνεννόηση» δεν απαντά αυτή καθεαυτήν στην οδηγία για τη διαφάνεια. Ωστόσο, το άρθρο 10, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας καλύπτει την περίπτωση στην οποία ένα φυσικό πρόσωπο ή μια νομική οντότητα αποκτά, διαθέτει ή ασκεί δικαιώματα ψήφου «που κατέχει τρίτος με τον οποίο το προαναφερόμενο πρόσωπο ή οντότητα έχει συνάψει συμφωνία που το υποχρεώνει να υιοθετεί, μέσω συντονισμένης άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που διαθέτει, διαρκή κοινή πολιτική ως προς τη διαχείριση του εν λόγω εκδότη».

55.

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υποστηρίζει ότι η εν λόγω διάταξη αλληλεπικαλύπτεται «από ποιοτική άποψη» με την υποχρέωση κοινοποιήσεως που περιέχεται στο άρθρο 92, παράγραφος 7, του BörseG 1989 και αφορά «πρόσωπα που ενεργούν σε συνεννόηση».

56.

Οι Adler, Petrus και GM εκφράζουν αντίθετη άποψη. Κατ’ ουσίαν υποστηρίζουν ότι το πεδίο εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας υπερβαίνει εκείνο του άρθρου 10, στοιχείο αʹ, της οδηγίας για τη διαφάνεια, καθόσον ούτε το άρθρο 92, παράγραφος 7, του BörseG ούτε οι διατάξεις στις οποίες αυτό παραπέμπει άμεσα ή έμμεσα απαιτούν «διαρκή κοινή πολιτική ως προς τη διαχείριση του εν λόγω εκδότη».

57.

Το άρθρο 10, στοιχείο αʹ, της οδηγίας για τη διαφάνεια περιέχει μια σειρά σωρευτικών προϋποθέσεων. Πρώτον, πρέπει να υπάρχει «συμφωνία». Ελλείψει περαιτέρω προσδιορισμού της ουσίας και του τύπου της συμφωνίας αυτής, συνάγεται ότι αρκεί να υπάρχει συναφώς «σύμπτωση βουλήσεων». Πράγματι, δεν θα είχε νόημα να καταλαμβάνονται από την υποχρέωση κοινοποιήσεως μόνον οι συμφωνίες με γραπτή (ή άλλη απτή) μορφή όταν γενικός σκοπός των άρθρων 9 και 10 της οδηγίας για τη διαφάνεια είναι η κοινολόγηση όλων των «σημαντικών συμμετοχών» σε εκδότες εισηγμένων κινητών αξιών. Δεύτερον, η εν λόγω διάταξη απαιτεί να υπάρχει, λόγω αυτής της συμφωνίας, «υποχρέωση υιοθέτησης» ορισμένης θέσεως βάσει υφιστάμενης εταιρικής συμμετοχής ( 20 ). Τρίτον, η συμφωνία και η συνομολογηθείσα σε αυτή «θέση» πρέπει να απαιτούν «συντονισμένη άσκηση», ήτοι δράση κατά συντονισμένο τρόπο. Τέλος, η εν λόγω άσκηση πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα μια «διαρκή κοινή πολιτική ως προς τη διαχείριση του εν λόγω εκδότη» ( 21 ). Με άλλα λόγια, η διάταξη απαιτεί υψηλού βαθμού δέσμευση για ορισμένη χρονική περίοδο, η οποία δεν μπορεί να είναι παροδική ή περιστασιακή, πρέπει δε να είναι ενιαία και να αφορά τη διαχείριση της συγκεκριμένης εταιρίας.

58.

Χωρίς να απαιτείται εξέταση του κατά πόσον πληρούνται όλες οι ανωτέρω προϋποθέσεις και με την επιφύλαξη της επιβεβαιώσεως από το αιτούν δικαστήριο, αρκεί να σημειωθεί ότι καμία από τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου δεν φαίνεται να απαιτεί παρόμοιο είδος «διαρκούς κοινής πολιτικής» με εκείνο που απαιτείται από το άρθρο 10, στοιχείο αʹ, της οδηγίας για τη διαφάνεια.

59.

Ως εκ τούτου, τείνω να συμφωνήσω με το αιτούν δικαστήριο ότι η υποχρέωση κοινοποιήσεως που επιβάλλει το άρθρο 92, παράγραφος 7, του BörseG 1989 σε «πρόσωπα που ενεργούν σε συνεννόηση» φαίνεται να περιέχει «απαίτηση αυστηρότερη» από τις καθοριζόμενες στην οδηγία για τη διαφάνεια, η οποία θα έπρεπε να «εποπτεύεται» από την αρχή που όρισε η Αυστρία δυνάμει του άρθρου 4 της οδηγίας για τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς. Βάσει του αυστριακού δικαίου, η αρχή αυτή φαίνεται ότι είναι η Επιτροπή Εξαγορών.

Β.   Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

60.

Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να πληροφορηθεί εάν το άρθρο 47 του Χάρτη έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνικούς διαδικαστικούς κανόνες οι οποίοι προσδίδουν δεσμευτική ισχύ σε απρόσβλητες διοικητικές αποφάσεις εποπτικής αρχής ορισθείσας δυνάμει του άρθρου 4 της οδηγίας 2004/25, οι οποίες έχουν εκδοθεί στο πλαίσιο προκαταρκτικής διαδικασίας και με τις οποίες διαπιστώνονται αντικειμενικώς ορισμένα πραγματικά περιστατικά, εάν μια τέτοια απόφαση στερεί από άλλη εποπτική αρχή, ορισθείσα δυνάμει του άρθρου 24 της οδηγίας 2004/109, τη δυνατότητα να διερευνήσει η ίδια τα πραγματικά περιστατικά ή να προβεί σε δική της νομική εκτίμηση σε σχέση με το ίδιο αντικείμενο και τα ίδια πρόσωπα.

61.

Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που προτείνω να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

62.

Ωστόσο, για λόγους πληρότητας και ενόψει του ενδεχομένου να είναι διαφορετική η κρίση του Δικαστηρίου ως προς το πρώτο ερώτημα, παραπέμπω στην ανάλυσή μου επί των παρόμοιων ζητημάτων που έθεσε το ίδιο αιτούν δικαστήριο στη συναφή υπόθεση C-546/18, Adler Real Estate ( 22 ).

63.

Η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από την υπόθεση C‑546/18, Adler Real Estate, ως προς ένα σημείο: Τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν εν προκειμένω τα «εκτεινόμενα μεταξύ διαφόρων αρχών» αποτελέσματα μιας προηγούμενης αποφάσεως διοικητικής αρχής, σε αντιδιαστολή με τα απλώς «περιοριζόμενα εντός της ίδιας αρχής» αποτελέσματα μεταξύ επιμέρους διαδικασιών, τα οποία αφορούσε η υπόθεση C-546/18, Adler Real Estate.

64.

Ωστόσο, το εν λόγω στοιχείο δεν διαφοροποιεί τα πράγματα. Ή μάλλον, το επίμαχο στην υπόθεση εκείνη ζήτημα ταυτίζεται λογικά με το ζήτημα της υπό κρίση υποθέσεως, καθόσον το πρόβλημα είναι κατά βάση το ίδιο σε αμφότερες τις υποθέσεις: η έλλειψη, εξίσου σε αμφότερες τις υποθέσεις, αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που να συνάδει με το άρθρο 47, παράγραφος 1, του Χάρτη κατά τον πρώτο γύρο της προκαταρκτικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής Εξαγορών.

65.

Καταρχήν, η επιλογή του αν και με ποιον τρόπο η εσωτερική έννομη τάξη αναγνωρίζει δεσμευτική ισχύ σε απρόσβλητες αποφάσεις διοικητικών αρχών απόκειται στα κράτη μέλη στο πλαίσιο της διαδικαστικής τους αυτονομίας. Η σχετική ρύθμιση τελεί υπό την επιφύλαξη μόνον των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας ( 23 ). Στις περιπτώσεις που υπάρχει (πραγματική) ταυτότητα μετεχόντων στη διαδικασία, πραγματικών περιστατικών και αντικειμένου, τίποτε δεν εμποδίζει, καταρχήν, την απονομή δεσμευτικής ισχύος σε απρόσβλητη απόφαση διοικητικής αρχής (εν προκειμένω της Επιτροπής Εξαγορών) ώστε να δεσμεύει άλλη διοικητική αρχή στην ενώπιόν της διαδικασία (εν προκειμένω, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εφόσον ήθελε δοθεί διαφορετική απάντηση στο πρώτο ερώτημα) ( 24 ).

66.

Ωστόσο, προκειμένου να τηρείται το άρθρο 47, παράγραφος 1, του Χάρτη, όταν η αρχή της οποίας οι διοικητικού χαρακτήρα αποφάσεις θεωρείται ότι κατέστησαν απρόσβλητες δεν ανταποκρίνεται στα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό της ως «δικαστηρίου» κατά την έννοια του άρθρου 47, παράγραφος 1, του Χάρτη, οι αποφάσεις αυτές πρέπει να υπόκεινται σε έλεγχο από δικαστήριο «πλήρους δικαιοδοσίας» δυνάμενο να εξετάζει τόσο τα νομικά όσο και τα πραγματικά ζητήματα ( 25 ).

67.

Στην υπό κρίση υπόθεση, οι μετέχοντες στη διαδικασία εκθέτουν ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έκρινε ότι δεσμευόταν από απόφαση που είχε εκδοθεί σε προηγούμενη διαδικασία διεξαχθείσα ενώπιον της Επιτροπής Εξαγορών. Ωστόσο, η Επιτροπή Εξαγορών δεν πληροί τα χαρακτηριστικά ενός «δικαστηρίου» κατά την έννοια του άρθρου 47, παράγραφος 1, του Χάρτη. Η δε δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις περιπτώσεις αυτές δεν είναι πλήρης αλλά περιορίζεται στον έλεγχο νομικών ζητημάτων.

68.

Εν κατακλείδι, ο θεσμικός και διαδικαστικός σχεδιασμός των εφαρμοστέων στην υπό κρίση υπόθεση κανόνων πάσχει από την ίδια αδυναμία που εμφανίζει το ίδιο καθεστώς στην υπόθεση C-546/18, Adler Real Estate: και εδώ απουσιάζει κατά τα φαινόμενα –υπό την επιφύλαξη της τελικής επιβεβαιώσεως από το αιτούν δικαστήριο– η επιτασσόμενη από το άρθρο 47, παράγραφος 1, του Χάρτη αποτελεσματική δικαστική προστασία «στον πρώτο γύρο». Η εν λόγω πλημμέλεια δεν δύναται να θεραπευτεί στον «δεύτερο γύρο», καθόσον, κατά το στάδιο αυτό, τόσο η εν συνεχεία αποφασίζουσα διοικητική αρχή όσο και ο δικαστής που ενδεχομένως θα ελέγξει τη «δεύτερη» διοικητική απόφαση ουσιαστικά δεσμεύονται από τα πορίσματα της «πρώτης» διοικητικής αποφάσεως.

V. Πρόταση

69.

Προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία) ως εξής:

Το άρθρο 3, παράγραφος 1α, τέταρτο εδάφιο, σημείο iii, της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε εσχάτως με την οδηγία 2013/50/ΕΕ, έχει την έννοια ότι αρμόδια αρχή για την «εποπτεία» της επιβολής «αυστηρότερων απαιτήσεων» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως είναι η αρχή την οποία έχει ορίσει το κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2004/25/ΕΚ. Η εν λόγω εποπτεία καλύπτει τη διασφάλιση της συμμορφώσεως με τις «αυστηρότερες» απαιτήσεις.

Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει αν οι απαιτήσεις κοινοποιήσεως στην υπόθεση της κύριας δίκης αποτελούν «απαιτήσεις αυστηρότερες» από εκείνες που καθορίζονται στην οδηγία 2004/109.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ 2004, L 390, σ. 38).

( 3 ) Άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας για τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς.

( 4 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, της οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και της οδηγίας 2007/14/ΕΚ της Επιτροπής σχετικά με τον καθορισμό αναλυτικών κανόνων για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 2004/109/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 294, σ. 13).

( 5 ) BGBl. I, 127/1998.

( 6 ) Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Adler Real Estate κ.λπ. (C-546/18).

( 7 ) Αιτιολογικές σκέψεις 1 και 9 της οδηγίας για τη διαφάνεια.

( 8 ) Βλ. αντιθέτως, για παράδειγμα, την πλήρη εναρμόνιση των απαιτήσεων γνωστοποιήσεως δυνάμει του «κανονισμού για τα ενημερωτικά δελτία» [κανονισμός (ΕΕ) 2017/1129 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή κατά την εισαγωγή κινητών αξιών προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 2003/71/ΕΚ (ΕΕ 2017, L 168, σ. 12)].

( 9 ) Άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας για τη διαφάνεια.

( 10 ) Έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής – «Αναθεώρηση της λειτουργίας της οδηγίας 2004/109/ΕΚ: νεοεμφανιζόμενα ζητήματα», συνοδευτικό έγγραφο της Έκθεσης της Επιτροπής στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών σχετικά με τη λειτουργία της οδηγίας 2004/109/ΕΚ για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, COM(2010) 243 [SEC(2009) 611 τελικό], σημείο 6. Ως προς το ζήτημα του «κανονιστικού υπερθεματισμού», έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής – Report on more stringent national measures concerning Directive 2004/109/EC on the harmonisation of transparency requirements in relation to information about issuers whose securities are admitted to trading on a regulated market [SEC(2008)3033 final], σημείο 6.

( 11 ) Αιτιολογική σκέψη 12 της τροποποιητικής οδηγίας για τη διαφάνεια. Βλ., επίσης, την απαγόρευση επιβολής απαιτήσεων σε κατόχους μετοχών που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, της οδηγίας για τη διαφάνεια.

( 12 ) Βλ., ενδεικτικώς, Moloney, N., EU Securities and Financial Markets Regulation, Oxford University Press, 2014, σ. 140.

( 13 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 14 ) Βεβαίως, όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, για τους σκοπούς του άρθρου 24, παράγραφος 4, σημείο ηʹ, της οδηγίας για τη διαφάνεια, τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να ορίσουν και άλλη αρμόδια αρχή, διαφορετική από την «αρμόδια κεντρική διοικητική αρχή» του άρθρου 24, παράγραφος 1, της οδηγίας, και να μεταβιβάσουν σε αυτήν ορισμένες αρμοδιότητες. Ωστόσο, όπως η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβεβαίωσε στις παρατηρήσεις της, δεν τίθεται σχετικό ζήτημα στην υπό κρίση υπόθεση.

( 15 ) Όπως αναλύεται στο σημείο 30 των παρουσών προτάσεων.

( 16 ) Αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας για τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς.

( 17 ) Αιτιολογική σκέψη 26 της οδηγίας για τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς.

( 18 ) Αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας για τη διαφάνεια.

( 19 ) Φαίνεται ότι ορισμένα κράτη μέλη έχουν ορίσει την ίδια αρχή τόσο για τους σκοπούς του άρθρου 4 της οδηγίας για τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς όσο και για τους σκοπούς του άρθρου 24 της οδηγίας για τη διαφάνεια. Βλ. European Securities and Markets Authority (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), «Practical Guide: National rules on notifications of major holdings under the Transparency Directive», 31 Ιουλίου 2019 (ESMA31‑67-535) και «List of competent authorities designated for the purposes of Directive 2004/25/EC on takeover bids (Takeover bids Directive)», 8 Ιουνίου 2020.

( 20 ) Καίτοι πρέπει να σημειωθεί ότι, ενώ από τις αποδόσεις στην αγγλική («to adopt»), γαλλική («à adopter»), ισπανική («a adoptar») και ιταλική («ad adottare») γλώσσα φαίνεται ότι η υποχρέωση συνίσταται στην απλή «υποστήριξη» ορισμένης θέσεως, άλλες γλωσσικές εκδόσεις, όπως η γερμανική («zu verfolgen»), η ολλανδική («te voeren») ή η τσεχική («provádět») υποδηλώνουν μάλλον ότι τα μέρη πράγματι «επιδιώκουν την υλοποίηση» μιας τέτοιας θέσεως. Πράγμα δηλαδή που, πιθανότατα, υπερβαίνει την απλή καταρχήν συμφωνία επί της θέσεως αυτής.

( 21 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 22 ) Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Adler Real Estate κ.λπ. (C-546/18).

( 23 ) Πρβλ. απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2015, Klausner Holz Niedersachsen (C-505/14, EU:C:2015:742, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 24 ) Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Adler Real Estate κ.λπ. (C-546/18, σημείο 80).

( 25 ) Όπ.π. (σημείο 48).

Top