Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017CO0265

    Διάταξη του Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 3ης Σεπτεμβρίου 2020.
    United Parcel Service, Inc. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Καθορισμός των δικαστικών εξόδων.
    Υπόθεση C-265/17 P-DEP.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2020:655

     ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

    της 3ης Σεπτεμβρίου 2020 ( *1 )

    «Καθορισμός των δικαστικών εξόδων»

    Στην υπόθεση C‑265/17 P‑DEP,

    με αντικείμενο αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων που είναι δυνατόν να αναζητηθούν δυνάμει του άρθρου 145 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η οποία κατατέθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2020,

    United Parcel Service Inc., με έδρα την Ατλάντα (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από τον A. Ryan, solicitor, και τον W. Knibbeler, advocaat,

    αιτούσα,

    κατά

    Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον N. Khan,

    καθής,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

    συγκείμενο από τους S. Rodin (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, D. Šváby και K. Jürimäe, δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: J. Kokott

    γραμματέας: Α. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

    1

    Η υπό κρίση υπόθεση έχει ως αντικείμενο τον καθορισμό των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η United Parcel Service Inc. (στο εξής: UPS) στο πλαίσιο της υποθέσεως C‑265/17 P.

    2

    Με αίτηση αναιρέσεως που κατέθεσε στις 16 Μαΐου 2017, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Μαρτίου 2017, United Parcel Service κατά Επιτροπής (T‑194/13, EU:T:2017:144, στο εξής: αναιρεσιβαλλομένη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση C(2013) 431 της Επιτροπής, της 30ής Ιανουαρίου 2013, με την οποία κηρύχθηκε συγκέντρωση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και τη λειτουργία της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/M.6570 – UPS/TNT Express) (στο εξής: επίδικη απόφαση).

    3

    Με την απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2019, Επιτροπή κατά United Parcel Service (C‑265/17 P, EU:C:2019:23), το Δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω αίτηση αναιρέσεως και καταδίκασε την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    4

    Δεδομένου ότι δεν επιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ της UPS και της Επιτροπής επί του ποσού των σχετικών με την αναιρετική διαδικασία δικαστικών εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν, η UPS υπέβαλε, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 20 Ιανουαρίου 2020, την υπό κρίση αίτηση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 145 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

    Αιτήματα των διαδίκων

    5

    Η UPS ζητεί από το Δικαστήριο να καθορίσει το ποσό των δικαστικών εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν σε 866629,89 ευρώ. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στα αναγκαία έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας, μεταξύ άλλων στις αμοιβές των δικηγόρων, των οικονομολόγων και στα έξοδα μετακινήσεως.

    6

    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη της αιτήσεως αυτής και τον καθορισμό των δικαστικών εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν στο ποσό των 45500 ευρώ για τους δικηγόρους και στο ποσό των 5000 ευρώ για τους οικονομολόγους.

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    7

    Προς στήριξη του αιτήσεώς της, η UPS ισχυρίζεται ότι τα δικαστικά έξοδα, στα οποία περιλαμβάνονται οι αμοιβές των δικηγόρων και οι δαπάνες τους, καθώς και οι αμοιβές των οικονομολόγων, πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας και ήταν αναγκαία. Υποστηρίζει συναφώς ότι το συνολικό ποσό των δικαστικών εξόδων και των δαπανών που ζητούνται είναι εύλογο, λαμβανομένων υπόψη των δεδομένων της υποθέσεως, της πολυπλοκότητας του αντικειμένου και της φύσεως της αναιρετικής διαδικασίας.

    8

    Πρώτον, η UPS φρονεί ότι η επίμαχη διαφορά ήγειρε νομικά ζητήματα μη αμελητέας πολυπλοκότητας, τα οποία δικαιολόγησαν σημαντικό αριθμό ωρών εργασίας των δικηγόρων της. Υποστηρίζει, πρώτον, ότι η διαφορά ήταν πολύπλοκη ως εκ του αντικειμένου και της φύσεώς της, καθόσον αφορούσε απόφαση της Επιτροπής βάσει του κανονισμού περί ελέγχου των συγκεντρώσεων, τέτοιες δε αποφάσεις είναι συχνά πολύπλοκες, όπως άλλωστε αναγνώρισε η γενική εισαγγελέας με τις προτάσεις της στην παρούσα υπόθεση. Η UPS υπενθυμίζει ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση αφορούσε τη νομιμότητα μιας τέτοιας φύσεως αποφάσεως, 450 σελίδων, η οποία στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό σε οικονομικές και οικονομετρικές αναλύσεις.

    9

    Η UPS σημειώνει συναφώς ότι, προκειμένου να αντικρούσει ορισμένους από τους λόγους αναιρέσεως της Επιτροπής, έπρεπε να προβεί σε εμπεριστατωμένες αναλύσεις οικονομικών και νομικών ζητημάτων. Εκθέτει ότι, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστήριξε ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είχε αποφανθεί, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, επί του επιχειρήματός της ότι η UPS μπορούσε να κατανοήσει «αυτονόητα» το πρότυπο συγκεντρώσεως των τιμών που χρησιμοποιήθηκε με βάση τα πρότυπα που είχαν κοινοποιηθεί κατά τη διοικητική διαδικασία. Τα επιχειρήματα αυτά ώθησαν την UPS να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες ανεξάρτητων οικονομικών εμπειρογνωμόνων.

    10

    Η UPS εκθέτει επίσης ότι, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστήριξε ότι μια ανάλυση συγκεντρώσεως των τιμών η οποία είναι πλημμελής λόγω των σφαλμάτων που περιέχει δεν μπορούσε να συνεπάγεται την πλήρη ακύρωση της επίδικης αποφάσεως. Η επιχειρηματολογία αυτή είχε ως αποτέλεσμα την εκ μέρους των εκπροσώπων και των συμβούλων της UPS εμπεριστατωμένη ανάλυση της αποφάσεως της 25ης Οκτωβρίου 2011, Solvay κατά Επιτροπής (C‑109/10 P, EU:C:2011:686), και της εφαρμογής της εν προκειμένω από το Γενικό Δικαστήριο.

    11

    Η UPS υποστηρίζει, δεύτερον, ότι η διαφορά ήταν σημαντική από απόψεως δικαίου της Ένωσης, διότι ανέδειξε μια θεμελιώδη διαδικαστική αρχή γενικής εφαρμογής η οποία είναι σημαντική όσον αφορά τη καθημερινή πρακτική της Επιτροπής βάσει του κανονισμού περί συγκεντρώσεων. Από την απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2019, Επιτροπή κατά United Parcel Service (C‑265/17 P, EU:C:2019:23), καθώς και από τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην εν λόγω υπόθεση, προκύπτει σαφώς ότι η ως άνω υπόθεση αφορούσε μια θεμελιώδη αρχή ως προς την οποία η Επιτροπή δεν διέθετε καμία εξουσία εκτιμήσεως. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής ανέκυψε επίσης για πρώτη φορά η ανάγκη να εμβαθύνει το Δικαστήριο την εκ μέρους του κατανόηση των οικονομετρικών προτύπων.

    12

    Η UPS υποστηρίζει, τρίτον, ότι η διαφορά παρουσίαζε ιδιαίτερες δυσχέρειες που αύξησαν τον όγκο εργασίας των εκπροσώπων και των συμβούλων της. Η σημασία και η πολυπλοκότητα αυτή επιβεβαιώνονται από το αίτημα της Επιτροπής για δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων προκειμένου η Επιτροπή να είναι σε θέση να απαντήσει στο υπόμνημα αντικρούσεως της UPS, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό από το Δικαστήριο.

    13

    Συγκεκριμένα, κατά την UPS, ο συνολικός χρόνος που δαπανήθηκε και το ποσό των ζητουμένων εξόδων, για μια διαφορά που είχε μεγάλη σημασία γι’ αυτήν από οικονομικής απόψεως δεδομένου ότι το αρχικό ποσό της επίμαχης πράξεως συγκεντρώσεως ανερχόταν σε 5,2 δισεκατομμύρια ευρώ, είναι εύλογα λαμβανομένων υπόψη της διάρκειας και της ιδιαίτερης πολυπλοκότητας της συγκεκριμένης αυτής διαδικασίας.

    14

    Επιπροσθέτως, η UPS φρονεί ότι ο αναλογικός χαρακτήρας των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε εν προκειμένω πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα της διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2004, Airtours κατά Επιτροπής (T‑342/99 DEP, EU:T:2004:192).

    15

    Δεύτερον, η UPS υποστηρίζει ότι οι αμοιβές των δικηγόρων καταβλήθηκαν δικαιολογημένα. Αναφέρει ότι, για τον καθορισμό του συνολικού αριθμού των ωρών εργασίας που μπορούν να θεωρηθούν αντικειμενικώς απαραίτητες, πρέπει να ληφθεί υπόψη αποκλειστικώς ο βαθμός πολυπλοκότητας της υποθέσεως, ανεξαρτήτως του αριθμού των δικηγόρων οι οποίοι παρέσχον τις επιμέρους υπηρεσίες. Υποστηρίζει δε ότι από την περιγραφή των εργασιών που πραγματοποιήθηκαν προκύπτει ότι η εκτέλεση της ίδιας εργασίας δύο φορές περιορίσθηκε στο «απολύτως ελάχιστο» και ότι η διεκπεραίωση των εργασιών έγινε ανάλογα με το επίπεδο πείρας των διαφόρων συμβούλων. Εξάλλου, η UPS σημειώνει ότι οι σύμβουλοί της ανέμεναν ότι θα διεξαγόταν επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου και είχαν προετοιμασθεί γι’ αυτήν. Καίτοι το Δικαστήριο έκρινε εν τέλει ότι δεν ήταν αναγκαία η διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως στην υπόθεση, εντούτοις, πρέπει να ληφθούν υπόψη τα σχετικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η UPS.

    16

    Τρίτον, η UPS υποστηρίζει ότι η παρέμβαση οικονομικών εμπειρογνωμόνων δικαιολογούνταν από την οικονομική φύση της διαδικασίας, όπως και στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη της 28ης Ιουνίου 2004, Airtours κατά Επιτροπής (T‑342/99 DEP, EU:T:2004:192). Η UPS αναφέρει ότι χρησιμοποίησε τις υπηρεσίες των ίδιων οικονομολόγων με εκείνους που χρησιμοποίησε προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της κατά τη διοικητική και την πρωτοβάθμια ένδικη διαδικασία. Η συμμετοχή τους κατέστη αναγκαία λόγω των ισχυρισμών της Επιτροπής, σε πολύ όψιμο στάδιο της διαδικασίας. Επιπλέον, είναι απολύτως δικαιολογημένη λαμβανομένης υπόψη της σημασίας, για τη διαδικασία, του επιλεγέντος προτύπου συγκεντρώσεως των τιμών. Τέλος, ο συνολικός αριθμός ωρών που αφιέρωσαν οι οικονομολόγοι για τους σκοπούς της διαδικασίας παραμένει σχετικά περιορισμένος, λαμβανομένων υπόψη των πολύπλοκων οικονομικών και οικονομετρικών ισχυρισμών στους οποίους στηρίχθηκε η επιχειρηματολογία της Επιτροπής κατά το στάδιο της κατ’ αναίρεση δίκης.

    17

    Η Επιτροπή σημειώνει ότι το ποσό των δικαστικών εξόδων που ζητείται εν προκειμένω είναι το υψηλότερο που έχει ποτέ ζητηθεί στο πλαίσιο αναιρετικής διαδικασίας. Υποστηρίζει ότι το αίτημα αυτό είναι ανεπαρκώς τεκμηριωμένο και προδήλως υπερβολικό.

    18

    Προβάλλει, πρώτον, ότι ούτε η προηγούμενη αλληλογραφία μεταξύ των διαδίκων ούτε η αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων περιέχουν αποδείξεις περί των ποσών τα οποία πράγματι χρεώθηκαν στην UPS ή πράγματι καταβλήθηκαν από την UPS.

    19

    Ειδικότερα, ενώ η UPS διατείνεται ότι χρειάστηκαν 212,3 ώρες για το «τελικό» στάδιο της αναιρετικής διαδικασίας, η εταιρία αυτή δεν αναφέρει, ωστόσο, ποια εργασία εκτελέσθηκε κατά τις ώρες αυτές ούτε για ποιο λόγο η εργασία αυτή ήταν «αναγκαία», υπό το πρίσμα της κατανομής των ωρών εργασίας μεταξύ κάθε δικηγόρου.

    20

    Η Επιτροπή εκθέτει ότι τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης εκτιμούν τη σημασία και την αξία της εκτελεσθείσας εργασίας βάσει των συγκεκριμένων στοιχείων που παρέχει ο αιτών, ιδίως των χρονολογημένων και υπογεγραμμένων τιμολογίων. Πλην όμως, δεν υπάρχουν τέτοιες αποδείξεις εν προκειμένω.

    21

    Το ίδιο ισχύει και ως προς τις αμοιβές που ζητούνται για τις εργασίες των οικονομολόγων, για τις οποίες τα έξοδα ανέρχονται σε 300000 ευρώ, ποσό που δεν είναι, άλλωστε, δυνατόν να χαρακτηρισθεί ως «περιορισμένα έξοδα».

    22

    Η Επιτροπή υποστηρίζει, δεύτερον, ότι τα ζητούμενα έξοδα είναι προδήλως υπερβολικά. Φρονεί, πρώτον, ότι το συνολικό ποσό που επιδικάσθηκε στο πλαίσιο μιας υποθέσεως δεν μπορεί απλώς και μόνον να επιδικασθεί και στο πλαίσιο άλλης, αντιθέτως προς ό,τι επιδιώκει η UPS. Το σκεπτικό της διατάξεως της 28ης Ιουνίου 2004, Airtours κατά Επιτροπής (T‑342/99 DEP, EU:T:2004:192), δεν μπορεί να εφαρμοσθεί εν προκειμένω, καθότι στην εν λόγω διάταξη το Γενικό Δικαστήριο παρέσχε λίγες μόνο λεπτομέρειες σχετικά με τις εργασίες τις οποίες έκρινε αναγκαίες για τη διεξαγωγή της διαδικασίας. Εξάλλου, η ανωτέρω υπόθεση αφορούσε διαδικασία σε πρώτο βαθμό, με όλα τα πραγματικά ζητήματα που αυτό συνεπάγεται, και όχι αναιρετική διαδικασία όπως εν προκειμένω.

    23

    Δεύτερον, η Επιτροπή εκτιμά ότι η απασχόληση δεκατριών δικηγόρων για περίοδο εκτεινόμενη από τις 7 Μαρτίου 2017 έως τις 16 Ιανουαρίου 2019 είναι υπερβολική. Το χρονικό διάστημα απασχολήσεως που πρέπει να ληφθεί υπόψη εκτείνεται σε έξι μόνον περίπου μήνες, αρχίζει δε την ημερομηνία κοινοποιήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως στην UPS και λήγει την ημερομηνία καταθέσεως του υπομνήματος ανταπαντήσεως της UPS. Οι ωριαίες αμοιβές που χρέωσαν οι δύο κύριοι δικηγόροι, ήτοι 862 ευρώ ανά ώρα και μεταξύ 695 ευρώ και άνω των 820 ευρώ ανά ώρα, είναι επίσης υπερβολικές λαμβανομένων υπόψη των αμοιβών μεταξύ 360 ευρώ και 495 ευρώ ανά ώρα, τις οποίες το Δικαστήριο φαίνεται να δέχθηκε σε προηγούμενες υποθέσεις. Η UPS ζητεί την απόδοση εξόδων για 878,4 ώρες εργασίας δικηγόρων με μέση ωριαία αμοιβή τα 600 ευρώ, παρά τη συμμετοχή στην υπόθεση πολλών νέων δικηγόρων και ασκούμενων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι πρέπει να ορισθεί μέση τιμή 350 ευρώ ανά ώρα. Η χρήση των υπηρεσιών δεκατριών οικονομολόγων, ως προς τους οποίους η Επιτροπή συνήγαγε, προσθέτοντας τα κεφάλαια εξόδων που παραθέτει η UPS στα παραρτήματά της, ότι εργάσθηκαν 363,5 ώρες με μέση ωριαία αμοιβή τα 824 ευρώ, είναι επίσης δυσανάλογη.

    24

    Τα δικαστικά έξοδα που αφορούν δαπάνες, ήτοι περίπου 36000 ευρώ για έξοδα μετακινήσεως και έξοδα γραφείου τα οποία ζητεί η UPS, δεν είναι δεόντως δικαιολογημένα. Η Επιτροπή υπογραμμίζει συναφώς ότι δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση στο Λουξεμβούργο.

    25

    Τρίτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο συνολικός αριθμός ωρών εργασίας για τις οποίες ζητείται απόδοση δικαστικών εξόδων δεν αναγράφεται στην αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων. Ο προβαλλόμενος στο παράρτημα Α της αιτήσεως συνολικός αριθμός ωρών για τους δικηγόρους, για όλα τα στάδια της αναιρετικής διαδικασίας, ανέρχεται σε 878,4 ώρες. Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο ανωτέρω συνολικός αριθμός, κατόπιν μετατροπής σε ημέρες εργασίας, αντιστοιχεί σε 110 ημέρες εργασίας δικηγόρων –ήτοι 22 εβδομάδες προς 5 εργάσιμες ημέρες ανά εβδομάδα– για μια αίτηση αναιρέσεως 25 σελίδων και για ένα υπόμνημα απαντήσεως 10 σελίδων, πράγμα το οποίο είναι δυσανάλογο και υπερβολικό.

    26

    Η Επιτροπή εκθέτει ότι η έκταση της επίδικης αποφάσεως δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο αναιρετικής διαδικασίας κατ’ αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, εκδοθείσας κατόπιν προσφυγής ακυρώσεως που άσκησε η UPS κατά της αποφάσεως αυτής, δεδομένου ότι οι δικηγόροι της UPS έλαβαν, συνεπεία της ασκήσεως της προσφυγής αυτής, ακριβή γνώση της εν λόγω αποφάσεως. Επιπλέον, η Επιτροπή θεωρεί ότι ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν, στο στάδιο της αναιρέσεως, οι οικονομικές αναλύσεις που προσκομίσθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ότι, εν πάση περιπτώσει, από τη φύση της αναιρέσεως και από τον Κανονισμό Διαδικασίας προκύπτει ότι στο στάδιο αυτό δεν μπορούσε να γίνει δεκτή καμία νέα έκθεση εμπειρογνώμονα.

    27

    Η Επιτροπή εκτιμά, συνεπώς, ότι οι παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι δικηγόροι στο στάδιο της αναιρετικής διαδικασίας απαιτούσαν μόλις 130 ώρες εργασίας, όπερ αντιστοιχεί, με βάση μια μέση ωριαία αμοιβή ύψους 350 ευρώ, σε σχετικά έξοδα ύψους 45500 ευρώ. Φρονεί ότι οι αμοιβές των οικονομολόγων αφορούν την προσκόμιση αποδείξεων που ήταν απαράδεκτες, αλλά ότι, εφόσον το Δικαστήριο αποφανθεί ότι η φύση της υποθέσεως δικαιολογούσε τη χρήση των υπηρεσιών των συμβούλων αυτών, δεν θα πρέπει να αναζητηθούν περισσότερα από 5000 ευρώ για τον λόγο αυτό. Τέλος, εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι η UPS υποβλήθηκε σε δαπάνες, μπορούν να αποδοθούν μόνον έξοδα γραφείου μέχρι του ποσού των 500 ευρώ.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    28

    Κατά το άρθρο 144, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, θεωρούνται έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν «τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης, και ιδίως τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής και η αμοιβή των εκπροσώπων, συμβούλων ή δικηγόρων».

    29

    Επομένως, από το γράμμα της ανωτέρω διατάξεως προκύπτει ότι η αμοιβή δικηγόρου εμπίπτει στα αναγκαία έξοδα κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Συνάγεται επίσης ότι μπορούν να αναζητηθούν μόνον τα έξοδα τα οποία, αφενός, πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου και, αφετέρου, ήταν αναγκαία για τον σκοπό αυτό (διάταξη της 5ης Δεκεμβρίου 2018, TV2/Danmark κατά Viasat Broadcasting UK, C‑657/15 P‑DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:985, σκέψη 13).

    30

    Εξάλλου, ο δικαστής της Ένωσης δεν είναι αρμόδιος να καθορίζει τις αμοιβές που οφείλουν οι διάδικοι στους δικηγόρους τους, αλλά το ποσό μέχρι του οποίου μπορούν να αναζητηθούν αυτές οι αμοιβές από τον καταδικασθέντα στα δικαστικά έξοδα διάδικο (διάταξη της 5ης Δεκεμβρίου 2018, TV2/Danmark κατά Viasat Broadcasting UK, C‑657/15 P‑DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:985, σκέψη 14).

    31

    Ελλείψει διατάξεων δικαίου της Ένωσης σχετικών με το ύψος των αμοιβών, το Δικαστήριο πρέπει να εκτιμήσει ελεύθερα τα στοιχεία της υποθέσεως, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς, τη σημασία της από πλευράς δικαίου της Ένωσης, καθώς και τις δυσχέρειες της υποθέσεως, τον όγκο της εργασίας που χρειάστηκε να εκτελέσουν οι εκπρόσωποι ή σύμβουλοι στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας και τα οικονομικά συμφέροντα των διαδίκων που διακυβεύονταν στο πλαίσιο της διαφοράς (διάταξη της 5ης Δεκεμβρίου 2018, TV2/Danmark κατά Viasat Broadcasting UK, C‑657/15 P‑DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:985, σκέψη 15).

    32

    Υπό το πρίσμα όλων των ως άνω στοιχείων πρέπει να εκτιμηθεί το ύψος των εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν εν προκειμένω.

    33

    Όσον αφορά, πρώτον, το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς, επισημαίνεται ότι επρόκειτο για αναιρετική διαδικασία η οποία, ως εκ της φύσεώς της, περιορίζεται σε νομικά ζητήματα και δεν αφορά ούτε τη διαπίστωση ούτε την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς (διάταξη της 15ης Οκτωβρίου 2015, Συμβούλιο κατά Ningbo Yonghong Fasteners, C‑601/12 P‑DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:726, σκέψη 19).

    34

    Ωστόσο, ως εκ της φύσεώς τους, οι υποθέσεις που αφορούν αποφάσεις της Επιτροπής βάσει του κανονισμού περί ελέγχου των συγκεντρώσεων εγείρουν πολύπλοκα οικονομικά και νομικά προβλήματα σχετικά με πράξεις των οποίων τα ποσά υπερβαίνουν το σύνηθες πλαίσιο των διαφορών που υποβάλλονται στην κρίση του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, η αίτηση αναιρέσεως αφορούσε πράξη συγκεντρώσεως αρχικού ποσού 5,2 δισεκατομμυρίων ευρώ, πράγμα που καταδεικνύει τα ουσιώδη οικονομικά συμφέροντα που διακυβεύονταν στο πλαίσιο της εν λόγω υποθέσεως για την UPS.

    35

    Ως εκ τούτου, η συμμετοχή οικονομικών εμπειρογνωμόνων μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεωρηθεί αναγκαία και τα σχετικά με αυτήν έξοδα μπορούν να αναζητηθούν βάσει του άρθρου 144, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής και νομικής φύσεως των εκτιμήσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή στο πλαίσιο του ελέγχου των πράξεων συγκεντρώσεως, ιδίως όταν αμφισβητείται το οικονομετρικό πρότυπο που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να κηρύξει την εν λόγω συγκέντρωση ασύμβατη με την εσωτερική αγορά.

    36

    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, η Επιτροπή προέβαλε τέσσερις λόγους. Δεδομένου ότι ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος αφορούσαν, ειδικότερα, τη συνεκτίμηση οικονομετρικών προτύπων και προτύπων συγκεντρώσεως των τιμών, η αίτηση αναιρέσεως ήγειρε, ως εκ τούτου, πολύπλοκα ζητήματα, τόσο νομικής όσο και οικονομικής φύσεως, τα οποία δικαιολογούσαν τη χρήση των υπηρεσιών οικονομικών εμπειρογνωμόνων.

    37

    Σύμφωνα με την προμνησθείσα νομολογία, μπορούν να αναζητηθούν μόνον τα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία ήταν αναγκαία για τον σκοπό αυτό. Εναπόκειται στον αιτούντα τον καθορισμό των δικαστικών εξόδων να αποδείξει ότι τούτο ισχύει όσον αφορά τα έξοδα τα οποία ζητεί να αποδοθούν, προκειμένου να είναι ο δικαστής της Ένωσης σε θέση να καθορίσει το ποσό μέχρι του οποίου μπορούν να αναζητηθούν από τον καταδικασθέντα διάδικο οι αμοιβές τις οποίες ο αιτών κατέβαλε στους δικηγόρους και τους οικονομικούς εμπειρογνώμονες.

    38

    Όσον αφορά, δεύτερον, τη σημασία της διαφοράς από πλευράς δικαίου της Ένωσης και τις δυσχέρειες της υποθέσεως, επισημαίνεται ότι με την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε η Επιτροπή ζητήθηκε η αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό τον λόγο ακυρώσεως της UPS, με τον οποίον προβλήθηκε ότι η Επιτροπή είχε προσβάλει τα δικαιώματα άμυνας καθόσον εξέδωσε την επίδικη απόφαση βάσει οικονομετρικού προτύπου διαφορετικού από εκείνο που είχε αποτελέσει αντικείμενο κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεως κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, και αναίρεσε την απόφαση αυτή.

    39

    Επιβάλλεται, εξάλλου, η διαπίστωση ότι με τους προμνησθέντες λόγους αναιρέσεως τέθηκαν καινοφανή νομικά ζητήματα, τα οποία δεν συνεπάγονταν απλή εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, πράγμα που δικαιολόγησε, εξάλλου, την ανάθεση της εκδικάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως σε πενταμελές τμήμα, καθώς και το γεγονός ότι το Δικαστήριο αποφάνθηκε αφού άκουσε τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι τα εν λόγω ζητήματα απαιτούσαν εμπεριστατωμένη ανάλυση (πρβλ. διάταξη της 30ής Ιανουαρίου 2014, Éditions Odile Jacob κατά Επιτροπής και Lagardère, C‑553/10 P‑DEP και C‑554/10 P‑DEP, EU:C:2014:56, σκέψη 28).

    40

    Το κύριο ζήτημα που ετέθη με την αίτηση αναιρέσεως συνίστατο στο εάν μια επιχείρηση μπορούσε να κατανοήσει «αυτονόητα» το εφαρμοσθέν από την Επιτροπή πρότυπο συγκεντρώσεως των τιμών με βάση τα πρότυπα που είχαν γνωστοποιηθεί κατά τη διοικητική διαδικασία, στο πλαίσιο της εξετάσεως του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας των επιχειρήσεων κατά την ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία ελέγχου των πράξεων συγκεντρώσεως.

    41

    Το ανωτέρω ζήτημα πρέπει να θεωρηθεί καινοφανές και σημαντικό, καθόσον, όπως υπογράμμισε η γενική εισαγγελέας στις προτάσεις της, πέραν των ορίων της συγκεκριμένης επιμέρους υποθέσεως, η απόφαση πρόκειται να αποτελέσει νομολογιακό προηγούμενο για τη μελλοντική διοικητική πρακτική της Επιτροπής σε πολύπλοκες διαδικασίες ελέγχου συγκεντρώσεων, αλλά και για την πρακτική των εθνικών αρχών ανταγωνισμού και των εθνικών δικαστηρίων, που συχνά στηρίζονται κατά πολύ, στους ισχύοντες σε επίπεδο Ένωσης κανόνες.

    42

    Όσον αφορά, τρίτον, τον όγκο της παρασχεθείσας εργασίας, υπενθυμίζεται ότι, κατά τον καθορισμό του ποσού των δυνάμενων να αναζητηθούν εξόδων, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο συνολικός αριθμός ωρών εργασίας που μπορούν να κριθούν αντικειμενικώς απαραίτητες για τη διαδικασία, ανεξαρτήτως του αριθμού δικηγόρων μεταξύ των οποίων κατανεμήθηκε η εν λόγω εργασία (διάταξη της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, C‑326/05 P‑DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:497, σκέψη 48).

    43

    Εν προκειμένω, η αναιρετική διαδικασία δεν κατέληξε στη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

    44

    Ως εκ τούτου, τα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν μετά την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου δεν μπορούν να κριθούν αντικειμενικώς απαραίτητα για τη διαδικασία αυτή και, επομένως, να συμπεριληφθούν στην υπό κρίση αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων. Τούτο ισχύει ιδίως για τα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν για την προετοιμασία ενδεχόμενης επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, η οποία δεν κρίθηκε αναγκαία από το Δικαστήριο, για την ανάλυση των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα ή ακόμη για την ανάλυση της αποφάσεως του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι οι ίδιοι οι διάδικοι πρέπει να φέρουν τις οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας δικονομικής στρατηγικής.

    45

    Εν προκειμένω, στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων δεν προσκομίσθηκε κανένα λεπτομερές, χρονολογημένο και υπογεγραμμένο τιμολόγιο, του οποίου την πληρωμή να ζήτησαν από την UPS είτε τα δικηγορικά γραφεία είτε ακόμη οι οικονομικοί εμπειρογνώμονες που απασχολήθηκαν στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας. Η έλλειψη αυτή ακρίβειας και αποδεικτικών στοιχείων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση των εξόδων που αποδεικνύονται απαραίτητα για τη διαδικασία και τα οποία μπορούν να αναζητηθούν από τον καταδικασθέντα στα δικαστικά έξοδα διάδικο. Πράγματι, όσον αφορά τον όγκο της εργασίας που κλήθηκαν να εκτελέσουν οι εκπρόσωποι ή οι σύμβουλοι στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας, υπενθυμίζεται ότι η δυνατότητα του δικαστή της Ένωσης να εκτιμήσει την αξία της εργασίας που εκτέλεσε κάποιος δικηγόρος εξαρτάται από την ακρίβεια των παρασχεθεισών πληροφοριών (διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Viasat Broadcasting UK κατά TV2/Danmark, C‑660/15 P DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:778, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    46

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η UPS δεν εκθέτει κατά τρόπο σαφή και ακριβή στην αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων, ύψους 866629,89 ευρώ, τον συνολικό αριθμό ωρών εργασίας που χρεώθηκαν, καθώς και τη μέση ωριαία τιμή αυτών. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων δεν είναι αρκούντως διαφανής και τεκμηριωμένη.

    47

    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ιδίως ότι, ενώ όσον αφορά τις νομικές υπηρεσίες, από τα έγγραφα που προσκόμισε η UPS καθίσταται δυνατός ο προσδιορισμός, για κάθε άτομο που απασχολήθηκε, της ωριαίας αμοιβής καθώς και του χρόνου εργασίας που το άτομο αυτό χρέωσε, τούτο δεν ισχύει για τις υπηρεσίες οικονομικού χαρακτήρα. Ως προς τις τελευταίες, αναγράφεται μόνον ο χρόνος τον οποίο αφιέρωσαν τα άτομα που απασχολήθηκαν, χωρίς να είναι δυνατόν να καθορισθεί η ωριαία αμοιβή εκάστου εξ αυτών, καθότι η UPS αναφέρει μόνον τις συνολικές δαπάνες ύψους περίπου 300000 ευρώ για τις εκθέσεις οικονομικών εμπειρογνωμόνων των οποίων έκανε χρήση.

    48

    Λαμβανομένου υπόψη του συνολικού ποσού των εξόδων που ζήτησε η UPS, διαπιστώνεται ότι η μέση ωριαία αμοιβή καθορίσθηκε από την UPS σε 600 ευρώ για τους δικηγόρους και σε 824 ευρώ για τους οικονομολόγους. Πλην όμως, τέτοιες μέσες ωριαίες αμοιβές υπερβαίνουν κατά πολύ τα ποσά που το Δικαστήριο δέχεται συνήθως στο πλαίσιο διαδικασιών καθορισμού των δικαστικών εξόδων.

    49

    Κατά πάγια δε νομολογία, ελλείψει, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, πίνακα αμοιβών των δικηγόρων ή των οικονομικών εμπειρογνωμόνων, μόνο στην περίπτωση που η μέση ωριαία αμοιβή που χρεώθηκε είναι προδήλως υπερβολική δύναται ο δικαστής της Ένωσης να αποκλίνει από αυτήν και να ορίσει κατά δίκαιη κρίση το ποσό των αμοιβών των δικηγόρων και των οικονομικών εμπειρογνωμόνων που μπορεί να αναζητηθεί (πρβλ. διάταξη της 4ης Ιουλίου 2017, EASA κατά Heli‑Flight, C‑61/15 P‑DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:530, σκέψη 16).

    50

    Επιπλέον, από τα παραρτήματα της υπό κρίση αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων προκύπτει ότι η UPS διατείνεται ότι για τη συγκεκριμένη αναιρετική διαδικασία χρειάστηκαν 878,4 ώρες εργασίας δικηγόρων και 363,5 ώρες εργασίας οικονομολόγων.

    51

    Ωστόσο, οι δικηγόροι που διαθέτουν υψηλή κατάρτιση και μεγάλη πείρα στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού και οι υπηρεσίες των οποίων χρεώνονται με μέση ωριαία αμοιβή 600 ευρώ τεκμαίρεται ότι χειρίζονται τις υποθέσεις που τους ανατίθενται, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι πολύπλοκες, με αποτελεσματικότητα και ταχύτητα [πρβλ. διατάξεις της 3ης Οκτωβρίου 2018, Orange κατά Επιτροπής, C‑486/15 P‑DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:824, σκέψη 37, και της 10ης Απριλίου 2019, Giant (China) κατά EBMA, C‑61/16 P‑DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:298, σκέψη 31].

    52

    Συναφώς, μολονότι είναι αληθές ότι, με τους λόγους αναιρέσεως που προέβαλε, η Επιτροπή έθεσε καινοφανή νομικά ζητήματα, οι κύριοι δικηγόροι που διόρισε η UPS είχαν ήδη αποκτήσει εις βάθος γνώση της συγκεκριμένης υποθέσεως κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, γεγονός που όχι μόνο διευκόλυνε την εργασία, αλλά μείωσε επίσης τον αναγκαίο χρόνο για την εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως και για τη σύνταξη των υπομνημάτων αντικρούσεως και ανταπαντήσεως [πρβλ. διάταξη της 10ης Απριλίου 2019, Giant (China) κατά EBMA, C‑61/16 P‑DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:298, σκέψη 32].

    53

    Το ίδιο ισχύει και ως προς τους οικονομικούς εμπειρογνώμονες, οι οποίοι είχαν ήδη αποκτήσει εις βάθος γνώση της δικογραφίας κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι τα επίμαχα πολύπλοκα οικονομετρικά πρότυπα βρίσκονταν ήδη στο επίκεντρο της ανταλλαγής επιχειρημάτων.

    54

    Ως εκ τούτου, το ποσό των 866629,89 ευρώ που ζητεί η UPS από την Επιτροπή ως έξοδα στα οποία υποβλήθηκε στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας δεν είναι, στο σύνολό του, «αναγκαίο λόγω της δίκης», κατά την έννοια του άρθρου 144, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας.

    55

    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, το ύψος των αμοιβών δικηγόρων και εμπειρογνωμόνων που μπορούν να αναζητηθούν πρέπει, εν προκειμένω, να καθοριστεί, ex æquo et bono, στο συνολικό ποσό των 200000 ευρώ.

    56

    Τέλος, όσον αφορά τις λοιπές δαπάνες πέραν των αμοιβών δικηγόρων και οικονομικών εμπειρογνωμόνων, η UPS ζητεί να της αποδοθεί ποσό ύψους 35912,19 ευρώ για έξοδα μετακινήσεως, αντιγράφων και επικοινωνίας. Πλην όμως, ελλείψει επ’ ακροατηρίου συζητήσεως και του συνόλου των δικαιολογητικών εγγράφων που απαιτούνται για καθεμία από τις δαπάνες αυτές, δεν είναι δυνατόν να αναζητηθεί το ως άνω ποσό για τις εν λόγω δαπάνες (πρβλ. διάταξη της 16ης Μαΐου 2013, Deoleo κατά Aceites del Sur‑Coosur, C‑498/07 P‑DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:302, σκέψη 34).

    57

    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, το ποσό των δικαστικών εξόδων το οποίο η UPS μπορεί να αναζητήσει από την Επιτροπή όσον αφορά την υπόθεση C‑265/17 P καθορίζεται κατά δίκαιη κρίση σε 200000 ευρώ.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) διατάσσει:

     

    Καθορίζει το συνολικό ποσό των δικαστικών εξόδων το οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή οφείλει να αποδώσει στην United Parcel Service Inc. για την υπόθεση C‑265/17 P σε 200000 ευρώ.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top