EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017CC0543

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar της 11ης Απριλίου 2019.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Βασίλειου του Βελγίου.
Παράβαση κράτους μέλους – Άρθρο 258 ΣΛΕΕ – Μέτρα μειώσεως του κόστους εγκαταστάσεως υψίρρυθμων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Οδηγία 2014/61/ΕΕ – Παράλειψη μεταφοράς ή/και ανακοινώσεως των μέτρων μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη – Άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ – Αίτημα επιβολής ημερησίας χρηματικής ποινής – Υπολογισμός του ύψους της χρηματικής ποινής.
Υπόθεση C-543/17.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2019:322

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 11ης Απριλίου 2019 ( 1 )

Υπόθεση C‑543/17

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Βασιλείου του Βελγίου

«Παράβαση κράτους μέλους – Άρθρο 258 ΣΛΕΕ – Οδηγία 2014/61/ΕΕ – Κόστος εγκαταστάσεως υψίρρυθμων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ – Υποχρέωση ανακοινώσεως των μέτρων μεταφοράς οδηγίας στο εθνικό δίκαιο – Χρηματικές κυρώσεις – Αίτημα επιβολής ημερήσιας χρηματικής ποινής»

I. Εισαγωγή

1.

Στην υπό κρίση υπόθεση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο «να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο του Βελγίου, μη θεσπίζοντας το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2016 τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς την οδηγία 2014/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για μέτρα μείωσης του κόστους εγκατάστασης υψίρρυθμων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών [ ( 2 )], ή, εν πάση περιπτώσει, παραλείποντας να ανακοινώσει τις διατάξεις αυτές στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 13 της οδηγίας αυτής» ( 3 ).

2.

Επιπλέον, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο «να επιβάλει στο Βασίλειο του Βελγίου, σύμφωνα με το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, την καταβολή ημερήσιας χρηματικής ποινής ποσού 54639,36 ευρώ από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεώς του στην παρούσα υπόθεση, λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως ανακοινώσεως των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας [2014/61] στο εσωτερικό δίκαιο» ( 4 ).

3.

Επομένως, η υπό κρίση προσφυγή λόγω παραβάσεως έχει δύο σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο αφορά συνήθη παράβαση συνιστάμενη στη (μερική) παράλειψη μεταφοράς οδηγίας στο εθνικό δίκαιο και, το δεύτερο, την επιβολή χρηματικής κυρώσεως ( 5 ) βάσει του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Το πρώτο σκέλος δεν εγείρει δυσχέρειες σε νομικό επίπεδο και, επιπλέον, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ( 6 ). Αντιθέτως, επί του νομικού ζητήματος που εγείρεται στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους, διαφορετικές απόψεις εκφέρουν, αφενός, η Επιτροπή και, αφετέρου, το Βασίλειο του Βελγίου, καθώς και τα παρεμβαίνοντα κράτη μέλη ( 7 ).

4.

Το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ εισήχθη με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας. Προβλέπει έναν μηχανισμό ο οποίος παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να επιβάλει σε κράτος μέλος χρηματική κύρωση από την πρώτη καταδίκη λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως ανακοινώσεως των μέτρων μεταφοράς μιας οδηγίας που εκδόθηκε σύμφωνα με νομοθετική διαδικασία στο εθνικό δίκαιο.

5.

Το Δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί έως τώρα επί της ερμηνείας του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Βεβαίως, το Δικαστήριο επιλήφθηκε ήδη πολλών υποθέσεων στις οποίες η Επιτροπή ζητούσε την εφαρμογή του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Εντούτοις, έως τώρα, όλες αυτές οι υποθέσεις επιλύονταν μεταξύ του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και της Επιτροπής πριν από την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να παραιτείται κάθε φορά από την προσφυγή της, ενίοτε την ύστατη ώρα ( 8 ).

6.

Επομένως, η υπό κρίση υπόθεση ενδέχεται να παράσχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να ερμηνεύσει τη διάταξη αυτή ( 9 ).

7.

Η ερμηνεία του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ εγείρει θεμελιώδη ζητήματα σχετικά με την έννομη τάξη της Ένωσης. Κύριος σκοπός και μέλημά μου, στην υπό κρίση υπόθεση, είναι να επισημάνω στο Δικαστήριο ότι κάθε ερμηνεία της διάταξης αυτής θα πρέπει να βαίνει πέραν της κοινοτοπίας ότι η ταχεία, πλήρης και ορθή μεταφορά των οδηγιών στο εθνικό δίκαιο είναι απαραίτητη για την ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης.

II. Το νομικό πλαίσιο

8.

Το άρθρο 13 της οδηγίας 2014/61, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο», ορίζει τα εξής ( 10 ):

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2016. Ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά.

Θέτουν σε εφαρμογή τα μέτρα αυτά από την 1η Ιουλίου 2016.

Τα μέτρα αυτά, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.»

III. Το ιστορικό της διαφοράς

Α.   Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

9.

Κατά το άρθρο 13 της οδηγίας 2014/61, τα κράτη μέλη όφειλαν να θεσπίσουν και να δημοσιεύσουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς την οδηγία αυτή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2016 και να ενημερώσουν την Επιτροπή σχετικά.

10.

Δεδομένου ότι δεν της ανακοινώθηκε κάποιο μέτρο μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας έως την ημερομηνία αυτή, η Επιτροπή απηύθυνε, στις 23 Μαρτίου 2016, στο Βασίλειο του Βελγίου προειδοποιητική επιστολή.

11.

Δεδομένου ότι από την απάντηση του Βασιλείου του Βελγίου προέκυψε ότι, στις 11 Ιουλίου 2016, τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο τελούσαν υπό επεξεργασία, η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στο εν λόγω κράτος μέλος, στις 30 Σεπτεμβρίου 2016, με την οποία το κάλεσε να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί προς αυτήν εντός προθεσμίας δύο μηνών από την παραλαβή της.

12.

Αφού του παρασχέθηκε παράταση της προθεσμίας απαντήσεως, το Βασίλειο του Βελγίου απάντησε στην αιτιολογημένη γνώμη με επιστολές της 21ης Φεβρουαρίου και της 28ης Μαρτίου 2017, με τα οποία ενημέρωσε την Επιτροπή ότι η μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 2014/61 βρισκόταν σε εξέλιξη. Στις επιστολές αυτές προσαρτώντο σχέδια μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο καθώς και η ενοποιημένη έκδοση της διατάξεως της 3ης Ιουλίου 2008 σχετικά με τα εργοτάξια οδικού δικτύου της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης (Βέλγιο).

13.

Εκτιμώντας ότι συνέτρεχε έλλειψη τόσο πλήρους μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 2014/61 όσο και ανακοινώσεως των εθνικών μέτρων πλήρους μεταφοράς της οδηγίας αυτής στο εθνικό δίκαιο και ότι, επομένως, το Βασίλειο του Βελγίου είχε παραβεί τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 13 της εν λόγω οδηγίας, η Επιτροπή αποφάσισε, στις 13 Ιουλίου 2017, να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

Β.   Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

14.

Με το δικόγραφο της προσφυγής της, το οποίο κατέθεσε στις 15 Σεπτεμβρίου 2017, η Επιτροπή προσήψε στο Βασίλειο του Βελγίου, αφενός, ότι δεν θέσπισε όλα τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2014/61 και, αφετέρου, ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν ανακοίνωσε στην Επιτροπή τα εν λόγω μέτρα.

15.

Στο υπόμνημα αντικρούσεως, το Βασίλειο του Βελγίου εξέθεσε την πρόοδο που έχει επιτευχθεί όσον αφορά τη μεταφορά των διατάξεων της οδηγίας 2014/61 στο εθνικό δίκαιο, επισημαίνοντας ότι οι περισσότερες διατάξεις έχουν μεταφερθεί στο βελγικό δίκαιο, βάσει της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ του ομοσπονδιακού κράτους, των περιφερειών και των κοινοτήτων, και ότι λήφθηκαν ή λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα σε σχέση με τις διατάξεις εκείνες που δεν έχουν μεταφερθεί ακόμη στο βελγικό δίκαιο.

16.

Στο υπόμνημα απαντήσεως, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, παρά τη σημαντική πρόοδο που καταγράφηκε όσον αφορά τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 2014/61 από το Βασίλειο του Βελγίου μετά την κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής, παραμένει αναγκαία η θέσπιση συμπληρωματικών μέτρων για την πλήρη μεταφορά της οδηγίας αυτής στο εθνικό δίκαιο. Την αναγκαιότητα αυτή αναγνώρισαν εξάλλου οι ίδιες οι βελγικές αρχές. Ως εκ τούτου, καίτοι μείωσε το ύψος της ημερήσιας χρηματικής ποινής στην οποία ζητεί να καταδικαστεί το Βασίλειο του Βελγίου, εντούτοις η Επιτροπή ενέμεινε στα αιτήματά της.

17.

Στις 5 Φεβρουαρίου 2018, επετράπη στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στη Δημοκρατία της Εσθονίας, στην Ιρλανδία, στο Βασίλειο της Ισπανίας, στη Γαλλική Δημοκρατία, στην Ιταλική Δημοκρατία, στη Δημοκρατία της Λιθουανίας, στην Ουγγαρία και στη Δημοκρατία της Αυστρίας να παρέμβουν υπέρ του Βασιλείου του Βελγίου. Στις 21 Νοεμβρίου 2018, επετράπη στη Ρουμανία να παρέμβει υπέρ του Βασιλείου του Βελγίου.

18.

Η Βελγική Κυβέρνηση και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου που διεξήχθη στις 22 Ιανουαρίου 2019, όπως έπραξαν και η Γερμανική, η Εσθονική, η Ισπανική, η Γαλλική, η Ιταλική, η Ουγγρική, η Αυστριακή και η Ρουμανική Κυβέρνηση.

IV. Ανάλυση

19.

Θα εξετάσω κατ’ αρχάς το ζήτημα των παραβάσεων που προσάπτονται στο Βασίλειο του Βελγίου βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ (υπό Α) και, εν συνεχεία, θα στραφώ στο πιο προβληματικό ζήτημα των χρηματικών κυρώσεων βάσει του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ (υπό Β).

Α.   Επί των παραβάσεων βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ

20.

Η Επιτροπή προσάπτει στο Βασίλειο του Βελγίου ότι δεν μετέφερε στο εθνικό δίκαιο τις διατάξεις της οδηγίας 2014/61 έως την 1η Ιανουαρίου 2016, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής για τη θέσπιση και τη δημοσίευση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς την εν λόγω οδηγία, καθώς και ότι δεν ανακοίνωσε στην Επιτροπή τις διατάξεις περί μεταφοράς της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο.

21.

Το Βασίλειο του Βελγίου δεν αμφισβητεί την αιτίαση αυτή.

22.

Πρόκειται, επομένως, για «μη αμφισβητούμενη παράβαση»: το Βασίλειο του Βελγίου δεν μετέφερε στο εθνικό δίκαιο την οδηγία 2014/61 εντός της ταχθείσας προθεσμίας ούτε ενημέρωσε την Επιτροπή για τα μέτρα μεταφοράς, όπως προβλέπεται από το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

23.

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για να διαπιστωθεί αν συντρέχει παράβαση των υποχρεώσεων από οδηγία, η ύπαρξή της πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το κράτος μέλος κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας ( 11 ).

24.

Προτείνω, επομένως, στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι το Βασίλειο του Βελγίου, παραλείποντας να θεσπίσει, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, όλες τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προς συμμόρφωσή του προς την οδηγία 2014/61 ή, εν πάση περιπτώσει, παραλείποντας να ανακοινώσει τις διατάξεις αυτές στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 13 της οδηγίας αυτής.

Β.   Επί της χρηματικής κυρώσεως βάσει του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ

25.

Το κρίσιμο ζήτημα στην υπό κρίση υπόθεση αφορά ασφαλώς την ερμηνεία του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, ήτοι τον τρόπο με τον οποίο η διάταξη αυτή εφαρμόζεται στην υπό κρίση υπόθεση.

1. Επί της οδηγίας

26.

Κατά το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, «[η] οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών». Η ιδιαίτερη αυτή πράξη του νομικού συστήματος της Ένωσης χρησιμοποιείται για την εναρμόνιση των εθνικών διατάξεων.

27.

Η οδηγία συνιστά κατ’ εξοχήν εμβληματικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο τα εθνικά νομικά συστήματα συνδέονται με την έννομη τάξη της Ένωσης. Επομένως, η ορθή μεταφορά στο εθνικό δίκαιο έχει καθοριστική σημασία τόσο για την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας όσο και για την ομοιόμορφη εφαρμογή της σε ολόκληρη την Ένωση.

28.

Η νομοθετική διαδικασία σε δύο στάδια, όσον αφορά τις οδηγίες, απαιτεί σημαντικές προσπάθειες ελέγχου. Δεδομένου ότι πρέπει να μεταφερθούν στο εθνικό δίκαιο από τα κράτη μέλη, οι οδηγίες συνιστούν όχι μόνον πηγή αποκλίσεων, αλλά και πηγή σφαλμάτων ( 12 ). Συγκεκριμένα, η έως τώρα εμπειρία δείχνει ότι το δεύτερο στάδιο δεν είναι αυτονόητο και ότι η μεταφορά στο εθνικό δίκαιο από τα κράτη μέλη διασφαλίζεται συχνά καλύτερα χάρη στον συστηματικό έλεγχο της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, οι πρακτικές μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο αποτελούν αντικείμενο συνεχούς παρακολουθήσεως και στατιστικής αξιολογήσεως από την Επιτροπή.

29.

Όσον αφορά τη μεταφορά οδηγιών στο εθνικό δίκαιο, διακρίνονται παραδοσιακά τρία κύρια είδη παραβάσεων. Το πρώτο αφορά την παράλειψη ανακοινώσεως των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο (το κράτος μέλος δεν ανακοίνωσε στην Επιτροπή τα μέτρα μεταφοράς της οδηγίας εντός της ταχθείσας προθεσμίας), το δεύτερο, την παράλειψη συμμορφώσεως (τα μέτρα μεταφοράς που θέσπισε το κράτος μέλος δεν είναι σύμφωνα προς τις απαιτήσεις των οδηγιών της Ένωσης) και, τέλος, το τρίτο, την πλημμελή ή εσφαλμένη εφαρμογή (καίτοι μεταφέρθηκε τυπικά στο εθνικό δίκαιο, η οδηγία δεν εφαρμόζεται ορθώς ή δεν εφαρμόζεται καθόλου από τις εθνικές αρχές).

30.

Επισημαίνεται ότι η κατηγοριοποίηση αυτή εφαρμόζεται από την ίδια την Επιτροπή ( 13 ).

31.

Επομένως, για την ορθή εκπλήρωση της αποστολής της ως θεματοφύλακα των Συνθηκών και τον έλεγχο της ορθής μεταφοράς των διατάξεων οδηγίας στο εθνικό δίκαιο από τα κράτη μέλη, η Επιτροπή πρέπει να ενημερώνεται για τα μέτρα μεταφοράς που θεσπίζουν τα κράτη μέλη ( 14 ).

32.

Συχνά τα κράτη μέλη δεν συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις μεταφοράς των οδηγιών στο εθνικό δίκαιο και η πλημμελής μεταφορά των οδηγιών είναι από τις συνηθέστερες και σοβαρότερες περιπτώσεις πλημμελούς εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης στα κράτη μέλη ( 15 ).

33.

Οι οδηγίες προβλέπουν πλέον την υποχρέωση να μνημονεύεται η οδηγία στην εθνική πράξη περί μεταφοράς. Λόγω αυτής της αυτοτελούς υποχρέωσης μνείας, τα μέτρα μεταφοράς καθίστανται αναγκαία έστω και αν η εθνική νομοθεσία πληρούσε ήδη, επί της ουσίας, τις απαιτήσεις της οδηγίας. Για τη διευκόλυνση της παρακολουθήσεως της μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, οι οδηγίες υποχρεώνουν συχνά τα κράτη μέλη, ήδη πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, να ανακοινώνουν τα θεσπισθέντα μέτρα μεταφοράς ( 16 ). Επιπλέον, για τη διευκόλυνση του ελέγχου της μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, η Επιτροπή υποχρεώνει τακτικά τα κράτη μέλη να της διαβιβάζουν πίνακα αντιστοιχίας στον οποίο υποδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο κάθε διάταξη συγκεκριμένης οδηγίας μεταφέρεται στο εθνικό δίκαιο ( 17 ).

34.

Η Συνθήκη της Λισσαβώνας πρόσθεσε την προβλεπόμενη στο άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ διαδικασία στα μέσα που τίθενται στη διάθεση της Επιτροπής για τους σκοπούς του ελέγχου αυτού.

2. Επί του σκοπού του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ

35.

Για την καλύτερη κατανόηση της λογικής του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, εκτιμώ ότι είναι σκόπιμη η εξέταση της διάταξης αυτής στις ευρύτερες διαστάσεις της και η τοποθέτησή της στο ιστορικό και συστηματικό πλαίσιό της.

36.

Προς τούτο, θα ήθελα να εξετάσω, εν πάση συντομία, τον αμφιλεγόμενο σκοπό της διάταξης αυτής.

37.

Συναφώς, διατυπώνονται δύο απόψεις. Αφενός, η άποψη κατά την οποία ο μηχανισμός που θεσπίζει η διάταξη αυτή προορίζεται για την άμεση κύρωση της μη ανακοινώσεως των μέτρων μεταφοράς. Την άποψη αυτή υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, η Επιτροπή ( 18 ), μέρος της θεωρίας ( 19 ) καθώς και, εμμέσως, οι γενικοί εισαγγελείς M. Wathelet ( 20 ) και E. Tanchev ( 21 ). Δυνάμει της προσεγγίσεως αυτής, η μη ανακοινώσεως των μέτρων μεταφοράς εντός της ταχθείσας από την οδηγία προθεσμίας μπορεί, καθ’ εαυτήν, να συνεπάγεται την επιβολή χρηματικών κυρώσεων. Η υποχρέωση καταβολής μπορεί να τίθεται σε ισχύ αμέσως, ήτοι από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία την οποία καθορίζει το Δικαστήριο στην απόφασή του.

38.

Αφετέρου, η αντίθετη άποψη κατά την οποία σκοπός του μηχανισμού που θεσπίζεται στο άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ είναι η επιβολή κυρώσεων για την παράλειψη εκτελέσεως αποφάσεως του Δικαστηρίου με την οποία αυτό αναγνωρίζει ότι κράτος μέλος παρέβη την υποχρέωση ανακοινώσεως των μέτρων μεταφοράς την οποία υπέχει ( 22 ). Κατά την προσέγγιση αυτή, η χρηματική κύρωση την οποία επιβάλλει το Δικαστήριο με τη διαπιστώνουσα την παράβαση απόφαση ( 23 ) τίθεται σε ισχύ σε μεταγενέστερη ημερομηνία, δεδομένου ότι ο λόγος υπάρξεως της χρηματικής κυρώσεως είναι ακριβώς η παράλειψη εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής. Συγκεκριμένα, κατά τη προσέγγιση αυτή, η ratio legis του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ είναι ότι κυρώσεις μπορούν να επιβληθούν στο κράτος μέλος αμέσως, ήτοι κατά την ημερομηνία της αφορώσας την παράβαση αποφάσεως του Δικαστηρίου, εφόσον η παράβαση είναι πρόδηλη, όπερ σημαίνει ότι η διαπίστωσή της δεν εγείρει κανένα πρόβλημα. Μόνο σε μια τέτοια περίπτωση δικαιολογείται η επίσπευση της προβλεπόμενης στο άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ διαδικασίας και η αποφυγή εκ νέου προσφυγής στο Δικαστήριο.

39.

Αντιλαμβάνομαι ότι η πρώτη προσέγγιση μπορεί να φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, πιο ελκυστική από τη δεύτερη. Πρόκειται, εν πάση περιπτώσει, για διαισθητική προσέγγιση, για κάθε πρόσωπο το οποίο γνωρίζει καλά –και βλέπει ενδεχομένως με απογοήτευση– τις επιδόσεις των κρατών μελών όσον αφορά τη μεταφορά των οδηγιών στο εθνικό δίκαιο. Εντούτοις, για τους λόγους που θα εκθέσω κατωτέρω, είμαι πεπεισμένος ότι ορθή είναι η δεύτερη προσέγγιση.

α) Το γράμμα της διατάξεως

40.

Τις πρώτες ενδείξεις συναφώς παρέχει η διατύπωση του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

41.

Υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του δεύτερου εδαφίου της διάταξης αυτής, «[ε]άν το Δικαστήριο διαπιστώσει την παράβαση, δύναται να επιβάλει στο συγκεκριμένο κράτος μέλος την καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού ή χρηματικής ποινής έως του ορίου του ποσού το οποίο υπέδειξε η Επιτροπή. Η υποχρέωση καταβολής τίθεται σε ισχύ την ημερομηνία που προσδιορίζει το Δικαστήριο με την απόφασή του». Κατά την άποψή μου, η διατύπωση αυτή συνεπάγεται, λογικά, ότι η υποχρέωση καταβολής ανακύπτει, υποχρεωτικώς, σε ημερομηνία μεταγενέστερη αυτής της εκδόσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου. Αντιθέτως, δεν μπορεί να αποκλειστεί ερμηνεία της διατυπώσεως του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ κατά την οποία η υποχρέωση καταβολής μπορεί να συμπίπτει με την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου. Καίτοι θεωρώ λιγότερο πιθανή τη δεύτερη αυτή ερμηνεία από την πρώτη, εντούτοις επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διατύπωση του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ είναι ασαφής και δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η απάντηση στο οικείο ερώτημα απορρέει πέραν πάσης αμφιβολίας από τη διατύπωση της διάταξης αυτής.

β) Συστηματική διάρθρωση

42.

Από συστηματική άποψη, η ένταξη της επίμαχης διάταξης στο άρθρο που αφορά την εκτέλεση και την παράλειψη εκτελέσεως των αποφάσεων του Δικαστηρίου, ήτοι το άρθρο 260 ΣΛΕΕ, και όχι στη συνήθη διαδικασία λόγω παραβάσεως, ήτοι το άρθρο 258 ΣΛΕΕ, δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαία.

43.

Η διαδικασία προσφυγής λόγω παραβάσεως συνιστά το κλασσικό «κεντρικό» ένδικο βοήθημα για τη διασφάλιση της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης από τα κράτη μέλη ( 24 ). Για τον σκοπό αυτό, το άρθρο 258 ΣΛΕΕ παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να προσφύγει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφόσον η προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασία παρέμεινε άκαρπη ( 25 ), ενώ το άρθρο 259 ΣΛΕΕ –το οποίο εφαρμόζεται σπανίως– προβλέπει ανάλογη διαδικασία ( 26 ) για κάθε (άλλο) κράτος μέλος ( 27 ).

44.

Το άρθρο 260 ΣΛΕΕ καθορίζει τα αποτελέσματα και προβλέπει την εκτέλεση των αποφάσεων του Δικαστηρίου που εκδίδονται βάσει των άρθρων 258 και 259 ΣΛΕΕ ( 28 ).

45.

Για τον σκοπό αυτό, το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ορίζει ότι, εάν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι κράτος μέλος έχει παραβεί υποχρέωσή του, το κράτος αυτό οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου.

46.

Εξάλλου, οι διατάξεις των άρθρων 258 και 259 ΣΛΕΕ και του άρθρου 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ είναι ίδιες με εκείνες που περιέχονται στη Συνθήκη της Ρώμης του 1957 ( 29 ).

47.

Το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το οποίο θεσπίστηκε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, προβλέπει τη διαδικασία για την επιβολή χρηματικών κυρώσεων στην περίπτωση που το συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν έλαβε μέτρα προς εκτέλεση αποφάσεως του Δικαστηρίου διαπιστώνουσας παράβαση ( 30 ). Επομένως, αυτή η διαδικασία «παραβάσεως επί παραβάσεως» συνιστά δεύτερο στάδιο, υπό την έννοια ότι διεξάγεται μόνο κατόπιν εκδόσεως μιας πρώτης αποφάσεως του Δικαστηρίου διαπιστώνουσας παράβαση.

48.

Το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, το οποίο θεσπίστηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας και το οποίο δεν έχει αποτελέσει έως τώρα αντικείμενο αποφάσεως του Δικαστηρίου ( 31 ), ορίζει ότι, όταν η Επιτροπή υποβάλλει στο Δικαστήριο προσφυγή βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, θεωρώντας ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος παρέβη την υποχρέωσή του να ανακοινώσει τα μέτρα μεταφοράς οδηγίας που εκδόθηκε σύμφωνα με νομοθετική διαδικασία στο εθνικό δίκαιο, μπορεί, εάν το κρίνει πρόσφορο, να υποδείξει το ύψος του κατ’ αποκοπήν ποσού ή της χρηματικής ποινής που οφείλει να καταβάλει το εν λόγω κράτος και που η Επιτροπή κρίνει κατάλληλο για την περίσταση. Εάν το Δικαστήριο διαπιστώσει την παράβαση, δύναται να επιβάλει στο συγκεκριμένο κράτος μέλος την καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού ή χρηματικής ποινής έως του ορίου του ποσού το οποίο υπέδειξε η Επιτροπή. Η υποχρέωση καταβολής τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία που προσδιορίζει το Δικαστήριο με την απόφασή του.

49.

Τυχόν προσθήκη στο άρθρο 260 ΣΛΕΕ διατάξεως η οποία δεν διέπει την εκτέλεση αποφάσεως, αλλά υποχρέωση της οποίας η εκπλήρωση μπορεί να επιδιωχθεί μέσω του άρθρου 258 ΣΛΕΕ θα αντέβαινε σε κάθε συστηματική λογική. Επομένως, το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ μπορεί να αφορά μόνον την παράλειψη εκτελέσεως αποφάσεως του Δικαστηρίου.

γ) Προπαρασκευαστικές εργασίες

50.

Το ιστορικό θεσπίσεως του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ συνηγορεί υπέρ της προσεγγίσεως που προτείνω ( 32 ). Συγκεκριμένα, η διάταξη, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ έχει την προέλευσή της στον κύκλο συζητήσεων που συστάθηκε στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης ( 33 ). Στην τελική έκθεση αυτής περιλαμβάνονται προτάσεις ( 34 ) κατά τις οποίες θα έπρεπε να «δοθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να υποβάλλει ταυτοχρόνως στο Δικαστήριο (στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας) αφενός προσφυγή λόγω παράβασης υποχρεώσεως σύμφωνα με το άρθρο [258 ΣΛΕΕ] και αφετέρου αίτηση για την επιβολή κύρωσης. Εάν, κατ’ αίτηση της Επιτροπής, το Δικαστήριο επιβάλει την κύρωση με την απόφαση επί της προσφυγής λόγω παράβασης, η κύρωση αυτή θα εφαρμόζεται μετά την πάροδο ορισμένης προθεσμίας από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης ( 35 ), εφόσον το καθού κράτος δεν συμμορφώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου […] Κατά τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να απλουστευθεί και να επιταχυνθεί η διαδικασία επιβολής κυρώσεων ιδίως στις περιπτώσεις “μη ανακοινώσεως” μέτρου μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία ( 36 ) » ( 37 ). Οι προτάσεις αυτές επαναλαμβάνονται σχεδόν επί λέξει από το Προεδρείο της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης ( 38 ) σε σχέση με το σχέδιο της νέας διατάξεως ( 39 ): «[…] Η παράγραφος 3 (νέα) προκύπτει από πρόταση την οποία υπέβαλε στον κύκλο συζήτησης η Επιτροπή. Αφορά το να δοθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα υποβολής στο Δικαστήριο τόσο (στην ίδια διαδικασία) προσφυγής δυνάμει του άρθρου [258 ΣΛΕΕ] όσο και αιτήματος για την επιβολή κύρωσης. Εάν, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, το Δικαστήριο επιβάλλει την κύρωση στην ίδια καταδικαστική απόφαση, η κύρωση αυτή θα εφαρμοστεί μετά από ορισμένη προθεσμία, που θα αρχίσει να ισχύει από την απαγγελία της απόφασης, εάν το εναγόμενο κράτος δεν συμμορφωθεί προς την καταδίκη. […] Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να απλουστευθεί και να επιταχυνθεί σημαντικά η διαδικασία επιβολής κυρώσεων στις περιπτώσεις “μη ανακοινώσεως” μέτρου μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία. […]»

51.

Κατά την άποψή μου, τα παραθέματα αυτά υποδεικνύουν σαφώς ότι βούληση των συντακτών του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ήταν να δημιουργήσουν μια διαδικασία για την παράλειψη εκτελέσεως αποφάσεως του Δικαστηρίου.

52.

Συναφώς, θα αποδώσω μεγαλύτερη βαρύτητα στη βούληση των συντακτών της Συνθήκης ΛΕΕ, της οποίας η σαφήνεια δεν επιδέχεται, κατ’ εμέ, αμφισβήτηση, από ό,τι στην ερμηνεία που προτείνει η Επιτροπή στην ανακοίνωσή της σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Πράγματι, μου είναι δύσκολο να προκρίνω, εν προκειμένω, μια μη δεσμευτική πράξη (soft law), εκδοθείσα από διάδικο στην υπό κρίση υπόθεση, έναντι των προπαρασκευαστικών εργασιών οι οποίες -αξίζει να υπομνησθεί- έλαβαν χώρα στο πλαίσιο Συνελεύσεως, η οποία δεν είχε προηγούμενο, σχετικά με το μέλλον της Ευρώπης. ( 40 )

δ) Χαρακτήρας των χρηματικών κυρώσεων

53.

Θα ήθελα να προβώ σε μια πιο θεμελιώδη παρατήρηση επί του σκοπού του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Εξ όσων γνωρίζω, οι χρηματικές κυρώσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως δεν ερμηνεύθηκαν ποτέ υπό την έννοια ότι έχουν τιμωρητικό χαρακτήρα, ότι επιβάλλουν κυρώσεις για την παράβαση του ουσιαστικού δικαίου της Ένωσης.

54.

Συναφώς, η παράβαση στο πλαίσιο διαδικασίας βάσει του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ «δεν είναι πλέον απλώς η αρχική παράβαση της Συνθήκης που διαπιστώνεται από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου [258 ΣΛΕΕ] (στο εξής: βασική παράβαση), αλλά αντιμετωπίζεται ως σύνθετη παράβαση, η οποία περικλείει την αρχική παράβαση εντός της παραβάσεως της ειδικής υποχρεώσεως που επιβάλλει το άρθρο [260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ] περί συμμορφώσεως προς την απόφαση του Δικαστηρίου» ( 41 ).

55.

Στο πλαίσιο ευρύτερης θεωρήσεως, η λογική της διττής αυτής παραβάσεως ερείδεται στην περίσταση ότι η Ένωση είναι μια Ένωση δικαίου ( 42 ) στην οποία έχει πρωταρχική σημασία η ανάγκη να λαμβάνονται υπόψη και να εκτελούνται οι αποφάσεις του Δικαστηρίου.

56.

Θα αντέβαινε σε αυτήν τη λογική της διττής παραβάσεως να γίνει δεκτό ότι η παράλειψη μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των διατάξεων οδηγίας και η παράλειψη ανακοινώσεως των μέτρων μεταφοράς συνιστούν καθ’ εαυτές τον λόγο υπάρξεως των χρηματικών κυρώσεων. Επομένως, μια τέτοια κατάσταση θα στερείτο συνεκτικότητας, στο μέτρο που η παράβαση της υποχρεώσεως ανακοινώσεως των μέτρων μεταφοράς είναι συχνά λιγότερο σοβαρή από πολλές άλλες παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης.

ε) Αποτέλεσμα

57.

Επομένως, το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ προβλέπει τη δυνατότητα επιβολής χρηματικών κυρώσεων στο πλαίσιο ταχείας διαδικασίας για καταστάσεις από τις οποίες προκύπτει σαφώς ότι το κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις του. Η διάταξη αυτή αποσκοπεί, κυρίως, στην αποφυγή άσκοπων δικών ενώπιον του Δικαστηρίου πριν από την επιβολή κυρώσεων. Σκοπός της διαδικασίας αυτής είναι η αποφυγή δεύτερης σειράς διαδικασιών για τις απλές περιπτώσεις μη ανακοινώσεως των μέτρων μεταφοράς, για λόγους οικονομίας της διαδικασίας και βέλτιστης κατανομής των πόρων. Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται ακριβώς βάσει του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ παρέχοντας στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να επιβάλει κυρώσεις ήδη από το πρώτο στάδιο της διαδικασίας και να καθορίσει ότι οι κυρώσεις αυτές θα ισχύσουν αυτομάτως σε μεταγενέστερη ημερομηνία, εάν η εκδοθείσα βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ απόφαση δεν εκτελεστεί ( 43 ).

3. Επί των προϋποθέσεων του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ

α) Η υποχρέωση ανακοινώσεως των μέτρων μεταφοράς

58.

Μετά τον προσδιορισμό του σκοπού του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, θα εξετάσω τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στη διάταξη αυτή.

59.

Πρέπει, επομένως, να ερμηνευθούν οι όροι «υποχρέωση του [κράτους μέλους] να ανακοινώσει τα μέτρα μεταφοράς». Τι σημαίνουν ακριβώς οι όροι αυτοί οι οποίοι, εκ πρώτης όψεως, φαίνονται σαφείς;

60.

Διατυπώθηκαν τρεις απόψεις.

61.

Κατά την πρώτη άποψη, την οποία προβάλλει, μεταξύ άλλων, η Βελγική Κυβέρνηση, υποστηριζόμενη συναφώς από τις κυβερνήσεις που παρεμβαίνουν προς στήριξη των αιτημάτων του Βασιλείου του Βελγίου, η διατύπωση αυτή αποσκοπεί απλώς να καλύψει την κατάσταση στην οποία το κράτος μέλος δεν προέβη σε καμία ενέργεια όσον αφορά τη μεταφορά οδηγίας στο εθνικό δίκαιο και, επομένως, παρέλειψε να λάβει μέτρα για τη μεταφορά της οδηγίας εντός της ταχθείσας προθεσμίας και να τα ανακοινώσει στην Επιτροπή.

62.

Αντιθέτως, η Επιτροπή τάσσεται υπέρ της δεύτερης απόψεως, κατά την οποία το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ εφαρμόζεται τόσο σε περίπτωση παντελούς ελλείψεως μεταφοράς και ανακοινώσεως των μέτρων μεταφοράς όσο και σε περίπτωση εν μέρει μεταφοράς και εν μέρει ανακοινώσεως των μέτρων αυτών.

63.

Κατά την τρίτη άποψη, την οποία προέβαλαν οι γενικοί εισαγγελείς M. Wathelet ( 44 ) και E. Tanchev ( 45 ), το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ εφαρμόζεται σε τρεις περιπτώσεις, ήτοι στην παντελή έλλειψη ανακοινώσεως, στην ανακοίνωση μέτρων που δεν συνιστούν πλήρη μεταφορά και στην ανακοίνωση μέτρων που δεν συνιστούν ορθή μεταφορά της οδηγίας.

64.

Σχετικά με το ζήτημα αυτό και στη θεωρία διίστανται οι απόψεις ( 46 ).

65.

Ομολογώ ότι καμία από τις ως άνω απόψεις δεν με πείθει.

66.

Κατ’ αρχάς, έχω σοβαρές επιφυλάξεις όσον αφορά τη δεύτερη και την τρίτη άποψη. Αυτές είναι απόρροια ευρείας ερμηνείας του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και, κατά την άποψή μου, δεν λαμβάνουν επαρκώς υπόψη το γράμμα, τη συστηματική κατάταξη στη Συνθήκη, το ιστορικό θεσπίσεως και τον σκοπό της διατάξεως αυτής.

67.

Κατ’ εμέ, οι προσεγγίσεις αυτές δεν μπορούν να εφαρμοστούν καθόσον επιβάλλουν λεπτομερή εξέταση του αν η οδηγία μεταφέρθηκε ή όχι από το οικείο κράτος μέλος και τούτο αντιβαίνει στους σκοπούς της αποτελεσματικότητας και της ταχύτητας της διαδικασίας.

68.

Πράγματι, δεν ερμηνεύω το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ υπό την έννοια ότι τάσσει την ουσιαστική προϋπόθεση της μη μεταφοράς οδηγίας, αλλά υπό την έννοια ότι περιέχει τη διαδικαστική ( 47 ) προϋπόθεση της μη ανακοινώσεως των μέτρων μεταφοράς.

69.

Γενεσιουργό αίτιο για την επιβολή χρηματικής ποινής ή κατ’ αποκοπήν ποσού είναι η παράβαση από το οικείο κράτος μέλος της υποχρεώσεως ανακοινώσεως. Η υποχρέωση στην οποία αναφέρεται το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ δεν είναι αυτή της θεσπίσεως μέτρων μεταφοράς, αλλά αυτή της ανακοινώσεώς τους ( 48 ). Βεβαίως, οι υποχρεώσεις ανακοινώσεως και μεταφοράς είναι συναφείς υποχρεώσεις, υπό την έννοια ότι η υποχρέωση ανακοινώσεως συνιστά εκπλήρωση της υποχρεώσεως μεταφοράς ( 49 ). Αυτό, όμως, ουδόλως μεταβάλλει το σαφές γράμμα του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, το οποίο δεν αναφέρεται στα μέτρα εφαρμογής καθαυτά, αλλά στην κοινοποίησή τους.

70.

Επομένως, το γράμμα του άρθρου 260, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι η διάταξη αυτή θέτει σαφές όριο στην εύρος της εξουσίας της Επιτροπής να ζητήσει την επιβολή χρηματικής κυρώσεως.

71.

Οι καταστάσεις στις οποίες κράτος μέλος δεν ανακοινώνει στην Επιτροπή κανένα μέτρο μεταφοράς, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, επειδή δεν θέσπισε κανένα μέτρο μεταφοράς, ομοιάζουν προς τις προβλεπόμενες στο άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ καταστάσεις. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις ( 50 ), η νομική κατάσταση είναι, κατ’ αρχήν, σαφής. Δεν υφίσταται καμία νομική αβεβαιότητα και, ως εκ τούτου, καμία αναγκαιότητα εκδόσεως μιας (πρώτης) αποφάσεως από το Δικαστήριο προς διευκρίνιση του ζητήματος αυτού. Αντιθέτως, το ζήτημα της μερικής, της πλημμελούς ή της μη ορθής μεταφοράς κάθε άλλο παρά εύκολο είναι. ( 51 )

72.

Στο πλαίσιο αυτό, συντάσσομαι με την άποψη ότι η «διαφοροποίηση μεταξύ (μη) πλήρους ή (μη) ορθής μεταφοράς οδηγίας δεν έχει λόγο υπάρξεως» ( 52 ).

73.

Η απόπειρα διακρίσεως μεταξύ μη πλήρους μεταφοράς και μη ορθής μεταφοράς όχι μόνον περιπλέκει τα πράγματα, αλλά οδηγεί επίσης σε πλάνη ( 53 ). Και τούτο επειδή η μη πλήρης μεταφορά είναι επίσης, εξ ορισμού, μη ορθή μεταφορά ( 54 ). Επιπλέον, η μη ορθή μεταφορά οφείλεται συχνά στην έλλειψη εθνικών μέτρων τα οποία να εφαρμόζουν ή να απηχούν ορισμένα μέρη της οδηγίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις μη ορθής μεταφοράς, διαπιστώνεται ότι λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά μέρη των διατάξεων οδηγιών δεν περιλαμβάνονται στην οικεία εθνική νομοθεσία.

74.

Κύριο επιχείρημα των υπερμάχων της απόψεως ότι το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ περιλαμβάνει όχι μόνον τη μη πλήρη ανακοίνωση, αλλά και τη μερική μη ανακοίνωση, ακόμη και την πλημμελή μεταφορά οδηγίας, είναι αυτό της πρακτικής αποτελεσματικότητας: μόνον η ευρύτερη δυνατή ερμηνεία του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ είναι ικανή να διασφαλίσει ότι η διάταξη αυτή συνιστά πραγματικά αποτελεσματικό τρόπο εξασφαλίσεως της εμπρόθεσμης μεταφοράς των οδηγιών στο εθνικό δίκαιο από τα κράτη μέλη.

75.

Το επιχείρημα αυτό θα μπορούσε, ενδεχομένως, να είναι πειστικό μόνο εάν στηριζόταν στην παραδοχή ότι σκοπός του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ είναι να επιβάλλει κυρώσεις όχι για τη μη συμμόρφωση προς απόφαση του Δικαστηρίου, αλλά για τη μη ανακοίνωση των μέτρων μεταφοράς. Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι τα σχετικά με την πρακτική αποτελεσματικότητα επιχειρήματα δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.

76.

Επιπλέον, η Επιτροπή εκτιμά ότι, «[ό]ταν το κράτος μέλος έχει παράσχει όλες τις απαραίτητες επεξηγήσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θεωρεί ότι έχει μεταφέρει την οδηγία στο σύνολό της, η Επιτροπή δύναται να θεωρήσει ότι το κράτος μέλος δεν παρέβη την υποχρέωσή του να ανακοινώσει τα μέτρα μεταφοράς και, κατά συνέπεια, το άρθρο 260 παράγραφος 3 [ΣΛΕΕ] δεν εφαρμόζεται» ( 55 ).

77.

Χωρίς να έχω την πρόθεση να θέσω υπό αμφισβήτηση τη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής στο πλαίσιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως, επισημαίνω ότι η Επιτροπή φαίνεται να άγεται από τις υποκειμενικές εκτιμήσεις των κρατών μελών. Εντούτοις, η διαδικασία του άρθρου 258 ΣΛΕΕ ( 56 ) όπως και αυτή του άρθρου 260 ΣΛΕΕ ( 57 ) στηρίζονται στην αντικειμενική διαπίστωση ότι κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις που.

78.

Ως εκ τούτου, δεν αντιλαμβάνομαι πώς θα μπορούσε να γίνει δεκτή η διαβεβαίωση αυτή της Επιτροπής, η οποία εισάγει όντως ένα υποκειμενικό κριτήριο το οποίο τείνει να προσδώσει ηθική διάσταση στη διαδικασία του άρθρου 260 ΣΛΕΕ ( 58 ). Εξάλλου, η εφαρμογή της συλλογιστικής της Επιτροπής θα απαιτούσε λεπτομερή ανάλυση του ζητήματος ουσίας της μεταφοράς ή μη της οδηγίας.

79.

Απομένει να εξεταστεί η άποψη κατά την οποία το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ αφορά αποκλειστικώς τις καταστάσεις στις οποίες το κράτος μέλος δεν προέβη σε καμία απολύτως ενέργεια.

80.

Η άποψη αυτή, εάν δεν περιλαμβάνει τις καταστάσεις στις οποίες το κράτος μέλος ανακοινώνει στην Επιτροπή, ως «μέτρα μεταφοράς», μέτρα τα οποία ουδόλως σχετίζονται με την οδηγία που πρέπει να μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο ( 59 ), δεν είναι πειστική. Πράγματι, μια τέτοια «εικονική ανακοίνωση» συνιστά μη ανακοίνωση. Οσάκις προκύπτει, εκ πρώτης όψεως και χωρίς εξέταση επί της ουσίας, ότι τα μέτρα ουδόλως σχετίζονται με την οδηγία, είναι πρόδηλο ότι δεν μπορεί να γίνεται λόγος για μέτρα μεταφοράς βάσει του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ( 60 ). Εάν προκύπτει, εκ πρώτης όψεως, ότι τα ανακοινωθέντα μέτρα ουδόλως συνιστούν μεταφορά, πρόκειται για παράλειψη ανακοινώσεως.

81.

Επομένως, η περίπτωση στην οποία είναι πασίδηλο ότι οι ανακοινωθείσες στην Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα μεταφοράς ουδόλως σχετίζονται με τις διατάξεις της οδηγίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως «παράλειψη ανακοινώσεως» κατά την έννοια του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ( 61 ).

β) Εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση

82.

Επομένως, το ζήτημα που τίθεται είναι αν πληρούνται εν προκειμένω οι προβλεπόμενες στο άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, προϋποθέσεις, ήτοι αν η διάταξη αυτή εφαρμόζεται ratione materiae στην υπό κρίση υπόθεση.

83.

Φρονώ πως όχι.

84.

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο «να επιβάλει στο Βασίλειο του Βελγίου, σύμφωνα με το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, την καταβολή ημερήσιας χρηματικής ποινής ποσού 54639,36 ευρώ από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεώς του στην παρούσα υπόθεση, λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως ανακοινώσεως των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας [2014/61] στο εσωτερικό δίκαιο» ( 62 ).

85.

Το ποσό αυτό μειώθηκε σταδιακά κατά τη διάρκεια της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας, στο μέτρο που το Βασίλειο του Βελγίου μετέφερε σταδιακά στο εθνικό δίκαιο την οδηγία.

86.

Η ημερομηνία αναφοράς για τον καθορισμό της επιβολής χρηματικής κυρώσεως είναι αυτή κατά την οποία το Δικαστήριο εξετάζει τα πραγματικά περιστατικά. Αυτή είναι η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου στο πλαίσιο του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ( 63 ), η οποία εκτιμώ ότι μπορεί κάλλιστα να εφαρμοστεί στο άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ( 64 ).

87.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι εκτιμά ότι κενά στη μεταφορά εξακολουθούν να υφίστανται μόνο για την Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης και αφορούν μόνο ορισμένες διατάξεις, ήτοι τους ορισμούς που παρατίθενται στο άρθρο 2, σημεία 7 ( 65 ), 8 ( 66 ), 9 ( 67 ) και 11 ( 68 ), το άρθρο 4, παράγραφος 5 ( 69 ), και το άρθρο 8 ( 70 ) της οδηγίας 2014/61. Λαμβανομένης υπόψη της προόδου αυτής, η Επιτροπή αποφάσισε να μειώσει σε «1» τον συντελεστή βαρύτητας και ζητεί από το Δικαστήριο να επιβάλει στο Βασίλειο του Βελγίου ημερήσια χρηματική ποινή ύψους 6071,04 ευρώ.

88.

Το Βασίλειο του Βελγίου δεν αμφισβητεί την αιτίαση περί κενών στη μεταφορά.

89.

Επιπλέον, το Βασίλειο του Βελγίου ανακοίνωσε στην Επιτροπή τα ήδη υλοποιηθέντα μέτρα μεταφοράς. Εντούτοις, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Βελγική Κυβέρνηση «παρέβη την υποχρέωση που υπέχει να ανακοινώσει τα μέτρα μεταφοράς» της οδηγίας 2014/61.

90.

Βάσει των κριτηρίων που ανέπτυξα ανωτέρω και στο μέτρο που το εν λόγω κράτος μέλος ανακοίνωσε σταδιακά στην Επιτροπή τα μέτρα μεταφοράς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το Βασίλειο του Βελγίου παρέβη την υποχρέωση ανακοινώσεως που υπέχει.

91.

Ως εκ τούτου, το σχετικό με το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ αίτημα της Επιτροπής δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

4. Επί των χρηματικών κυρώσεων

92.

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να επιβάλει στο Βασίλειο του Βελγίου ημερήσια χρηματική ποινή ύψους 6071,04 ευρώ.

93.

Καίτοι δεν θεωρώ αναγκαίο να εκφέρω άποψη επί του ακριβούς υπολογισμού ημερήσιας χρηματικής ποινής στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, δεδομένου ότι εκτιμώ ότι το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, επιθυμώ εντούτοις να διατυπώσω δύο σύντομες, γενικού χαρακτήρα, παρατηρήσεις σχετικά με τις χρηματικές κυρώσεις για την περίπτωση που το Δικαστήριο ήθελε αποφανθεί ότι το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω.

94.

Σκοπός των χρηματικών κυρώσεων είναι να συμμορφωθεί το κράτος μέλος προς το δίκαιο της Ένωσης και να αποτραπούν νέες παραβάσεις ( 71 ). Ο σκοπός των κυρώσεων αυτών δεν είναι ηθικός, αλλά πραγματιστικός.

95.

Επιβάλλεται, εξαρχής, η επισήμανση ότι, γενικά ( 72 ), οι αρχές που έχουν διατυπωθεί στο πλαίσιο του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ εφαρμόζονται επίσης στο άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ( 73 ). Συναφώς, οι δύο παρατηρήσεις μου έχουν ως ακολούθως.

96.

Κατά πρώτον, δεδομένου ότι σκοπός του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ είναι, όπως και αυτός του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η επιβολή κυρώσεων λόγω μη εκτελέσεως αποφάσεως του Δικαστηρίου, η Επιτροπή μπορεί να χρησιμοποιήσει την ίδια μέθοδο υπολογισμού των χρηματικών κυρώσεων στο πλαίσιο αμφοτέρων των παραγράφων αυτών ( 74 ). Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τις προτάσεις της Επιτροπής ούτε όσον αφορά την επιβολή κυρώσεως ( 75 ) ούτε όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού της ( 76 ).

97.

Κατά δεύτερον, τίθεται το ζήτημα αν η σχετική με το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία αφορά το αν το Δικαστήριο μπορεί να επιβάλει χρηματική κύρωση την οποία δεν ζήτησε η Επιτροπή, τυγχάνει εφαρμογής στο άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ( 77 ).

98.

Φρονώ πως όχι.

99.

Πράγματι, εν αντιθέσει προς το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ περιέχει ένα σημαντικό πρόσθετο στοιχείο: στη διάταξη αυτή διευκρινίζεται ότι το Δικαστήριο μπορεί να επιβάλει στο κράτος μέλος τη χρηματική κύρωση «έως του ορίου του ποσού το οποίο υπέδειξε η Επιτροπή» ( 78 ). Έστω και αν το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ μνημονεύει όχι την επιλογή της χρηματικής κυρώσεως που πρόκειται να επιβληθεί αλλά μόνο το ύψος της ( 79 ), η συγκεκριμένη διατύπωση ασκεί επιρροή στην επιλογή της χρηματικής κυρώσεως. Προκειμένου να καταστεί σαφέστερη η άποψή μου θα φέρω το εξής παράδειγμα: η Επιτροπή ζητεί εν προκειμένω να επιβληθεί στο Βασίλειο του Βελγίου ημερήσια χρηματική ποινή ύψους 6071,04 ευρώ. Εάν το Δικαστήριο αποφάσιζε να επιβάλει επιπλέον ένα κατ’ αποκοπήν ποσό στην ημερήσια χρηματική ποινή, πώς θα μπορούσε να παραμείνει «εντός του ορίου του ποσού το οποίο υπέδειξε η Επιτροπή»; Μειώνοντας τη χρηματική ποινή; Στο μέτρο που πρόκειται για ημερήσια χρηματική ποινή, της οποίας το τελικό καταβληθησόμενο από το κράτος μέλος ποσό εξαρτάται από τη διάρκεια (τη συνέχιση) της παραβάσεως από (μετά) την ημερομηνία που θα καθορίσει το Δικαστήριο στην απόφασή του, ποιο είναι το όριο του ποσού αυτού; Είναι αδύνατον να καθοριστεί.

100.

Επομένως, εκτιμώ ότι η διατύπωση «εντός του ορίου του ποσού το οποίο υπέδειξε η Επιτροπή» έχει την έννοια ότι το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ απονέμει στο Δικαστήριο την αρμοδιότητα όσον αφορά τις χρηματικές κυρώσεις, συνοδευόμενη από μια γενική απαγόρευση επιβολής βαρύτερης κυρώσεως ( 80 ).

V. Επί των δικαστικών εξόδων

101.

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Δεδομένου ότι τόσο η Επιτροπή όσο και το Βασίλειο του Βελγίου ηττήθηκαν εν μέρει, πρέπει έκαστος να φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

102.

Κατά το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η Γερμανική, η Εσθονική, η Ιρλανδική, η Ισπανική, η Γαλλική, η Ιταλική, η Λιθουανική, η Ουγγρική, η Αυστριακή και η Ρουμανική Κυβέρνηση φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

VI. Πρόταση

103.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

1)

Το Βασίλειο του Βελγίου, παραλείποντας να θεσπίσει, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς την οδηγία 2014/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για μέτρα μείωσης του κόστους εγκατάστασης υψίρρυθμων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ή, εν πάση περιπτώσει, παραλείποντας να ανακοινώσει τις διατάξεις αυτές στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 13 της οδηγίας αυτής.

2)

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)

Η Επιτροπή και το Βασίλειο του Βελγίου φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

4)

Η Γερμανική, η Εσθονική, η Ιρλανδική, η Ισπανική, η Γαλλική, η Ιταλική, η Λιθουανική, η Ουγγρική, η Αυστριακή και η Ρουμανική Κυβέρνηση φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) ΕΕ 2014, L 155, σ. 1.

( 3 ) Βλ. σημείο 85 του δικογράφου της προσφυγής της Επιτροπής της 15ης Σεπτεμβρίου 2017.

( 4 ) Βλ. σημείο 85 του δικογράφου της προσφυγής της Επιτροπής.

( 5 ) Ο όρος «χρηματική κύρωση» είναι γενικός όρος ο οποίος περιλαμβάνει το «κατ’ αποκοπήν ποσό» και τη «χρηματική ποινή».

( 6 ) Κανένα από τα άλλα παρεμβαίνοντα κράτη μέλη δεν αμφισβητεί την προσφυγή της Επιτροπής ως προς το ζήτημα αυτό.

( 7 ) Όπως και η θεωρία, όπως θα εκθέσω κατωτέρω.

( 8 ) Εντούτοις, δύο γενικοί εισαγγελείς εξέφεραν ήδη άποψη σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην υπόθεση Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑320/13, EU:C:2014:2441) και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα E. Tanchev στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ισπανίας (Άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ - Ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια) (C‑569/17, EU:C:2019:271, σημείο 71). Στην πρώτη υπόθεση, η Επιτροπή παραιτήθηκε της προσφυγής, ενώ η δεύτερη εκκρεμεί επί του παρόντος ενώπιον του Δικαστηρίου.

( 9 ) Συναφώς, επισημαίνεται ότι, καίτοι ο γενικός εισαγγελέας M. Wathelet διαπίστωσε, ορθώς, την έλλειψη ενδιαφέροντος των κρατών μελών για την ερμηνεία του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ (βλ. προτάσεις του στην υπόθεση Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑320/13, EU:C:2014:2441, υποσημείωση 3), δεν μπορεί να λεχθεί το ίδιο στην υπό κρίση υπόθεση, στην οποία δέκα κράτη μέλη παρενέβησαν προς στήριξη των αιτημάτων του Βασιλείου του Βελγίου.

( 10 ) Δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν διαφωνούν όσον αφορά τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο του περιεχομένου της οδηγίας 2014/61, δεν είναι αναγκαία η παράθεση των ουσιαστικών διατάξεών της.

( 11 ) Βλ., αντί άλλων, αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 2019, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑498/17, EU:C:2019:243, σκέψεις 29 και 30), της 18ης Οκτωβρίου 2018, Επιτροπή κατά Ρουμανίας (C‑301/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:846, σκέψεις 42 και 43), και της 23ης Νοεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑314/15, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:887, σκέψεις 28 και 29). Τη διαπίστωση αυτή απηχεί και η θεωρία, βλ., μεταξύ άλλων, Schermers, H.G., Waelbroeck, D., Judicial Protection in the European Union, 6η έκδ., Kluwer Law International, Χάγη/Λονδίνο/Νέα Υόρκη, 2001 § 1256· Pechstein, M., σε M. Pechstein, C. Nowak, U. Häde (επιμ.), Frankfurter Kommentar zu EUV, GRC und AEUV, Band IV, Mohr Siebeck, Tübingen, 2017, Artikel 258 AEUV, σημείο 42, καθώς και Streinz, R., in R. Streinz (επιμ.), EUV/AEUV (Kommentar), 3η έκδ., C.H. Beck, Μόναχο, 2018, Artikel 258 AEUV, σημείο 34. Επιβάλλεται, εντούτοις, η επισήμανση ότι, στο διατακτικό των αποφάσεων, το Δικαστήριο τείνει να παραπέμπει λακωνικά στην έννοια «εντός της ταχθείσας προθεσμίας», χωρίς να διευκρινίζει αν πρόκειται για εκείνη που τάσσει ο νομοθέτης της Ένωσης στην οδηγία ή για εκείνη που τάσσει η Επιτροπή στην αιτιολογημένη γνώμη.

( 12 ) Βλ. Haltern, U., Europarecht, Dogmatik im Kontext, Band I, 3η έκδ., Mohr Siebeck, Tübingen, 2017, σημείο 872.

( 13 ) Βλ., μεταξύ άλλων, έκθεση της Επιτροπής: Παρακολούθηση της εφαρμογής του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ετήσια έκθεση 2016, 6 Ιουλίου 2017 [COM(2017) 370 τελικό], σημείο III, σ. 18.

( 14 ) Εκτιμώ ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην παράλειψη κοινοποίησης των μέτρων μεταφοράς. Θα επανέλθω στο ζήτημα αυτό κατωτέρω, στο πλαίσιο της ανάλυσης του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

( 15 ) Βλ., επίσης, Ruffert, M., in Chr. Calliess, M. Ruffert, (επιμ.), EUV/AEUV, 5η έκδ., C.H. Beck, Μόναχο, 2016, Artikel 288 AEUV, σημείο 46.

( 16 ) Εν πάση περιπτώσει, η υποχρέωση των κρατών μελών να ανακοινώνουν, κατόπιν σχετικού αιτήματος, τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο μπορούσε, ανέκαθεν, να συναχθεί από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

( 17 ) Βλ., μεταξύ άλλων, παράρτημα της σύστασης της Επιτροπής, της 12ης Ιουλίου 2004, για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο οδηγιών που επηρεάζουν την εσωτερική αγορά (ΕΕ 2005, L 98, σ. 47), σημείο 3.3, και παράρτημα της σύστασης της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 2009 σχετικά με μέτρα για τη βελτίωση της λειτουργίας της ενιαίας αγοράς (ΕΕ 2009, L 176, σ. 17), σημείο 3, στοιχείο στʹ. Τέτοιος πίνακας συνοδεύει, εξάλλου, κάθε σχέδιο εθνικής νομοθεσίας εφαρμογής, όταν αποστέλλεται στο κοινοβούλιο ή στην κυβέρνηση για να διευκολύνει τις διαβουλεύσεις τους, καθώς και κάθε ανακοίνωση στην Επιτροπή σχετικά με την εθνική νομοθεσία εφαρμογής.

( 18 ) Βλ. ανακοίνωση της Επιτροπής - Εφαρμογή του άρθρου 260 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2011, C 12, σ. 1), σημεία 6 και 7.

( 19 ) Βλ. Wennerås, P., «Making effective use of Article 260 TFEU», in J. András, D. Kochenov, The enforcement of EU law and values, OUP, Οξφόρδη, 2017, σ. 79-98, ιδίως σ. 79· Kilbey, I., «The Interpretation of Article 260 TFEU (ex 228 EC)», European Law Review, 2010, σ. 370-386, ιδίως σ. 383-384· Pechstein, M., in M. Pechstein, C. Nowak, U. Häde (επιμ.), Frankfurter Kommentar zu EUV, GRC und AEUV, Band IV, Mohr Siebeck, Tübingen, 2017, Artikel 260 AEUV, σημείο 18, καθώς και Wunderlich, N., in H. von der Groeben, J. Schwarze, A. Hatje (επιμ.), Europäisches Unionsrecht (Kommentar), 7η έκδ., Nomos, Baden-Baden, 2015, Artikel 260 AEUV, σημείο 31.

( 20 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην υπόθεση Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑320/13, EU:C:2014:2441, σημεία 114 επ.).

( 21 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα E. Tanchev στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ισπανίας (Άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ – Ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια) (C‑569/17, EU:C:2019:271, σημεία 67 επ.).

( 22 ) Βλ., in extenso, Wahl, N., Prete, L., «Between certainty, severity and proportionality: some reflections on the nature and functioning of Article 260(3) TFEU», European Law Reporter, 2014, σ. 170-189, ιδίως σ. 175-177. Βλ., επίσης, Van Rijn, Th., «Les Sanctions Pécuniaires de l’Article 260 TFUE: 5 ans après le Traité de Lisbonne», Cahiers de droit européen, 2016, σ. 557-589, ιδίως σ. 588, καθώς και Klamert, M., «Die Durchsetzung finanzieller Sanktionen gegenüber den Mitgliedstaaten», Europarecht, 2018, σ. 159-174, ιδίως σ. 162.

( 23 ) Παράβαση η οποία αφορά, μεταξύ άλλων, την παράλειψη κοινοποίησης των μέτρων μεταφοράς.

( 24 ) Αντιθέτως, η «αποκεντρωμένη» εφαρμογή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, ως τακτικών δικαστών του δικαίου της Ένωσης, γίνεται σε καθημερινή βάση μέσω της αλληλεπιδράσεως μεταξύ των αρχών που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου: το άμεσο αποτέλεσμα των διατάξεων των οδηγιών, η σύμφωνη προς τις οδηγίες ερμηνεία του εθνικού δικαίου και η αγωγή αποζημιώσεως κατά του κράτους.

( 25 ) Από το γράμμα του άρθρου 258 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι αυτή η προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασία συνίσταται, τουλάχιστον, στην έκδοση δύο εγγράφων από την Επιτροπή: προειδοποιητικής επιστολής («αφού προηγουμένως παρέχει τη δυνατότητα στο κράτος αυτό να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του») και αιτιολογημένης γνώμης.

( 26 ) Βεβαίως, ο σκοπός του άρθρου 259 ΣΛΕΕ διαφέρει από εκείνον του άρθρου 258 ΣΛΕΕ στο μέτρο που ένα άλλο κράτος μέλος δεν είναι, όπως η Επιτροπή, θεματοφύλακας των Συνθηκών.

( 27 ) Εντούτοις, η προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασία διαφέρει σε κάποιο βαθμό από τη διαδικασία του άρθρου 259 ΣΛΕΕ. Όσον αφορά τις διαφορές μεταξύ των δύο αυτών διαδικασιών, βλ. Wunderlich, N., in H. von der Groeben, J. Schwarze, A. Hatje (επιμ.), Europäisches Unionsrecht (Kommentar), 7η έκδ., Nomos, Baden-Baden, 2015, Artikel 259 AEUV, σημεία 8-12.

( 28 ) Βλ. Ehricke, U., in R. Streinz (επιμ.), EUV/AEUV, 3η έκδ., C.H. Beck, Μόναχο, 2017, Artikel 260 AEUV, σημείο 1.

( 29 ) Εκτός της αντικαταστάσεως, στα τρία αυτά άρθρα, των όρων «παρούσας Συνθήκης» με τον όρο «Συνθηκών» και της προσθήκης των όρων «της Ευρωπαϊκής Ένωσης» μετά τον όρο «Δικαστήριο».

( 30 ) Δυνάμει του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, εάν κρίνει ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν έλαβε τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου, η Επιτροπή μπορεί να προσφύγει στο Δικαστήριο αφού παράσχει στο κράτος αυτό τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Προσδιορίζει το ύψος του κατ’ αποκοπήν ποσού ή της χρηματικής ποινής που οφείλει να καταβάλει το κράτος μέλος και το οποίο η Επιτροπή κρίνει κατάλληλο για την περίσταση. Εάν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν συμμορφώθηκε με την απόφασή του, μπορεί να του επιβάλει την καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού ή χρηματικής ποινής.

( 31 ) Βλ. σημείο 5 των παρουσών προτάσεων.

( 32 ) Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα E. Tanchev στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ισπανίας (Άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ – Ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια) (C‑569/17, EU:C:2019:271, σημείο 59), στις οποίες αυτός καταλήγει, για άλλους λόγους, σε διαφορετικό συμπέρασμα από αυτό που προτείνω στην υπό κρίση υπόθεση.

( 33 ) Ευρωπαϊκή Συνέλευση για το μέλλον της Ευρώπης, συγκληθείσα με τη δήλωση του Λάκεν (εγκριθείσα στις 15 Δεκεμβρίου 2001).

( 34 ) Τις οποίες παραθέτω, περιλαμβανομένων των υποσημειώσεων 35 και 36. Η μόνη τροποποίηση αφορά την αρίθμησή τους.

( 35 ) Σύμφωνα με ορισμένους, το ποσό της κυρώσεως (χρηματική ποινή) θα πρέπει, σε αυτή την περίπτωση, να υπολογίζεται κατά τρόπον ώστε η χρηματική ποινή να λαμβάνει αναδρομικά ισχύ, από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως.

( 36 ) Στην πράξη γίνεται διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων «μη κοινοποίησης», όταν, λ.χ. το κράτος μέλος δεν έχει λάβει μέτρο μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία, και περιπτώσεων εσφαλμένης μεταφοράς, λ.χ. όταν τα μέτρα μεταφοράς που έλαβε το κράτος μέλος δεν είναι, κατά τη γνώμη της Επιτροπής, σύμφωνα προς την οδηγία […]. Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις δεν θα εφαρμόζονται στη δεύτερη περίπτωση.

( 37 ) Βλ. τελική έκθεση του κύκλου συζητήσεων για τη λειτουργία του Δικαστηρίου, δημοσιευθείσα από τη Γραμματεία της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης στις Βρυξέλλες, στις 25 Μαρτίου 2003, CONV 636/03, σημείο 28, διατίθεται στη διεύθυνση: http://www.europarl.europa.eu/meetdocs_all/committees/conv/20030403/03c_el.pdf.

( 38 ) Βλ. Προεδρείο της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης, Άρθρα που αφορούν το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το Ανώτερο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημοσιεύθηκε από τη Γραμματεία της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης στις Βρυξέλλες, στις 12 Μαΐου 2003, CONV 734/03, σ. 16, διατίθεται στη διεύθυνση: http://www.europarl.europa.eu/meetdocs_all/committees/conv/20030520/734000el.pdf.

( 39 ) Το κείμενο της νέας αυτής διατάξεως του άρθρου 228, παράγραφος 3, το οποίο περιελήφθη ως άρθρο III‑367 στο σχέδιο Συνταγματικής Συνθήκης της Συνέλευσης, ως άρθρο III‑362 στη Συνταγματική Συνθήκη της Διακυβερνητικής Διάσκεψης, ως άρθρο 260 ΣΛΕΕ στη Λισσαβώνα, είχε ως εξής: «Όταν η Επιτροπή υποβάλλει στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή δυνάμει του άρθρου 226 θεωρώντας ότι το συγκεκριμένο κράτος αθέτησε την υποχρέωσή του να ανακοινώσει τα μέτρα μεταφοράς ενός νόμου-πλαισίου στην εθνική νομοθεσία, μπορεί, εάν το κρίνει πρέπον, να ζητήσει από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να επιβάλει, εντός της ιδίας προσφυγής, καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού ή χρηματικής ποινής εφόσον το Δικαστήριο διαπιστώσει την αθέτηση αυτή. Εάν το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δικαιώσει την Επιτροπή, η εν λόγω καταβολή πρέπει να γίνει εντός της προθεσμίας που έχει ορίσει το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην απόφασή του».

( 40 ) Συναφώς, άλλη άποψη υποστηρίζει ο Gáspár-Szilági, S., «What constitutes “Failure to Notify” National Measures?», European Public Law, 2013, σ. 281-294, ιδίως σ. 285, κατά τον οποίο οι προπαρασκευαστικές εργασίες επιτείνουν τη σύγχυση όσον αφορά το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και αντιβαίνουν στην πρακτική της Επιτροπής.

( 41 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Fennelly στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑197/98, EU:C:1999:597, σημείο 19). Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Wahl στην υπόθεση Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑95/12, EU:C:2013:333, υποσημείωση 50).

( 42 ) Βλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 31).

( 43 ) Συναφώς, συντάσσομαι με την προσέγγιση του Prete, L., Infringement Proceedings in EU Law, Wolters Kluwer, Alphen-sur-le-Rhin, 2017, σ. 266-270, ιδίως σ. 270.

( 44 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην υπόθεση Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑320/13, EU:C:2014:2441, σημείο 145).

( 45 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα E. Tanchev στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ισπανίας (Άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ - Ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια) (C‑569/17, EU:C:2019:271, σημείο 71).

( 46 ) Βλ., μεταξύ άλλων, Everling, U., «Rechtsschutz in der Europäischen Union nach dem Vertrag von Lissabon», Europarecht, 2009, Beiheft 1, σ. 71-86· Wahl, N., Prete, L., όπ.π.· Blanc, D., «Les procédures du recours en manquement, le traité, le juge et le gardien: entre unité et diversité en vue d’un renforcement de l’Union de droit», in St. Mahieu (επιμ.), Contentieux de l’Union européenne: questions choisies, Larcier, 2014, σ. 429-461· Wennerås, P., «Making Effective Use of Article 260 TFEU», in J. András, D. Kochenov, The Enforcement of EU Law and Values, OUP, Οξφόρδη, 2017, σ. 79-98· Radivojević, Z., Raičević, N., «Financial sanctions against Member States for infringement of EU law», Procedural aspects of EU law, Osijek 2017, σ. 171-191.

( 47 ) Ή τυπική.

( 48 ) Πρβλ. επίσης Simon, D., «Sanctions pécuniaires», Revue Europe, Μάρτιος 2011, σ. 15.

( 49 ) Τη συνάφεια αυτή υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ο γενικός εισαγγελέας E. Tanchev στις προτάσεις του στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ισπανίας (Άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ – Ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια) (C‑569/17, EU:C:2019:271, σημείο 48).

( 50 ) Ήτοι του άρθρου 260, παράγραφοι 2 και 3, ΣΛΕΕ.

( 51 ) Πρβλ. επίσης Thiele, A., «Das Rechtsschutzsystem nach dem Vertrag von Lissabon – (K)ein Schritt nach vorn?», Europarecht, 2010, σ. 30-51, ιδίως σ. 35.

( 52 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην υπόθεση Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑320/13, EU:C:2014:2441, σημεία 125-139). Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα E. Tanchev στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ισπανίας (Άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ – Ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια) (C‑569/17, EU:C:2019:271, σημείο 70).

( 53 ) Η θεωρία επισήμανε επίσης τη δυσχέρεια διακρίσεως μεταξύ μη ορθής και μη πλήρους μεταφοράς: βλ. Wennerås, P., «Sanctions against Member States under Article 260 TFEU: alive, but not kicking?», Common Market Law Review, τεύχος 49, 2012, σ. 145-176, ιδίως σ. 167.

( 54 ) Βλ. επίσης Prete, L., όπ.π., σ. 273.

( 55 ) Βλ. ανακοίνωση της Επιτροπής - Εφαρμογή του άρθρου 260 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2011, C 12, σ. 1), σημείο 19. Η υπογράμμιση δική μου.

( 56 ) Βλ. απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2001, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑333/99, EU:C:2001:73, σκέψη 33).

( 57 ) Βλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑304/02, EU:C:2005:444, σκέψη 44).

( 58 ) Υπενθυμίζω, συναφώς, τη μεστή σοφίας άποψη που διατύπωσε ο γενικός εισαγγελέας K. Roemer υπογραμμίζοντας στις προτάσεις του στην υπόθεση Επιτροπή κατά Γαλλίας (7/71, EU:C:1971:107, σ. 1035) ότι η διαδικασία λόγω παραβάσεως «δεν αφορά ζητήματα υπαιτιότητας και ηθικής, αλλά απλώς τη διευκρίνιση της νομικής καταστάσεως».

( 59 ) Αυτό ακριβώς το ζήτημα αφορά η κριτική της περιοριστικής ερμηνείας του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Βλ., για παράδειγμα, Materne, T., La procédure en manquement d’État, Larcier, Bruxelles 2012, σ. 43, και Van der Jeught, St., «L’action en manquement “renforcée”: sanctions pécuniaires en cas de non-transposition des directives européennes», Journal de droit européen, 2011, σ. 68-70, ιδίως σ. 69.

( 60 ) Πρβλ. επίσης Maśnicki, J., «Postępowanie z tytułu braku notyfikacji środków implementujących dyrektywy w świetle opinii rzecznika generalnego w sprawie C‑320/13», Europejski Przegląd Sądowy, τεύχος 4, 2015, σ. 16-23, ιδίως σ. 20.

( 61 ) Χάρη στη διαπίστωση αυτή δεν θα μπορεί να θεωρηθεί ότι κράτος μέλος συμμορφώνεται προς την υποχρέωση ανακοινώσεως όταν ανακοινώνουν εθνικά μέτρα τα οποία ουδόλως σχετίζονται με τις διατάξεις οδηγίας. Πρβλ. επίσης Van Rijn, Th., όπ.π., σ. 585.

( 62 ) Βλ. σημείο 85 του δικογράφου της προσφυγής της Επιτροπής.

( 63 ) Βλ. αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2005, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑304/02, EU:C:2005:444, σκέψη 31), της 18ης Ιουλίου 2006, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑119/04, EU:C:2006:489, σκέψη 33), και της 17ης Οκτωβρίου 2013, Επιτροπή κατά Βελγίου (C‑533/11, EU:C:2013:659, σκέψεις 64 και 74).

( 64 ) Πρβλ. επίσης προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην υπόθεση Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑320/13, EU:C:2014:2441, σημείο 63).

( 65 ) «Υλική υποδομή εντός κτιρίου».

( 66 ) «Υλική υποδομή εντός κτιρίου προσαρμοσμένη για υψηλές ταχύτητες».

( 67 ) «Μείζονα έργα ανακαίνισης».

( 68 ) «Σημείο πρόσβασης».

( 69 ) Το οποίο προβλέπει ότι τα κράτη μέλη απαιτούν από τους φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύου να ικανοποιούν εύλογες αιτήσεις για την επιτόπου έρευνα συγκεκριμένων στοιχείων της υλικής υποδομής τους.

( 70 ) Το οποίο προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε όλα τα νεόδμητα κτίρια και εκείνα στα οποία πραγματοποιούνται μείζονα έργα ανακαινίσεως να είναι εξοπλισμένα με υλική υποδομή εντός κτιρίου προσαρμοσμένη για υψηλές ταχύτητες καθώς και με σημείο προσβάσεως.

( 71 ) Βλ., επίσης, Sikora, A., Sankcje finansowe w razie niewykonania wyroków Trybunału Sprawiedliwości Unii Europejskiej, Wolters Kluwer, Βαρσοβία, 2011, σ. 91.

( 72 ) Όπως θα καταδειχθεί εν συνεχεία, μία από τις εξαιρέσεις ενδέχεται να αφορά την υπό κρίση υπόθεση.

( 73 ) Πρβλ. επίσης Peers, S., «Sanctions for Infringement of EU Law after the Treaty of Lisbon», European Law Review, vol. 18, 2012, σ. 33-64, ιδίως σ. 45.

( 74 ) Πρβλ. επίσης προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην υπόθεση Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑320/13, EU:C:2014:2441, σημεία 146 επ.) και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα E. Tanchev στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ισπανίας (Άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ – Ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια) (C‑569/17, EU:C:2019:271, σημείο 73).

( 75 ) Στο Δικαστήριο απόκειται να εκτιμά σε κάθε υπόθεση, ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεών της, ποιες χρηματικές κυρώσεις θα επιβάλει: βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑610/10, EU:C:2012:781, σκέψη 115).

( 76 ) Οι προτάσεις της Επιτροπής δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο και αποτελούν απλώς μια χρήσιμη βάση αναφοράς. Ομοίως, τυχόν κατευθυντήριες γραμμές, όπως οι περιεχόμενες στις ανακοινώσεις της Επιτροπής, δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο, αλλά συμβάλλουν στην εξασφάλιση της διαφάνειας, της προβλεψιμότητας και της ασφάλειας δικαίου κατά τη δράση της Επιτροπής· βλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, Επιτροπή κατά Σουηδίας (C‑270/11, EU:C:2013:339, σκέψη 41).

( 77 ) Είναι γνωστό ότι το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η σκοπιμότητα επιβολής χρηματικής κυρώσεως και η επιλογή της πλέον αρμόζουσας στις περιστάσεις κυρώσεως εκτιμώνται με μοναδικό γνώμονα τις διαπιστώσεις στις οποίες προβαίνει το Δικαστήριο στην απόφαση που θα εκδώσει βάσει του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και άρα εκφεύγει της πολιτικής σφαίρας· βλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑304/02, EU:C:2005:444, σκέψεις 90 και 91.)

( 78 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 79 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα E. Tanchev στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ισπανίας (άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ – Ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια) (C‑569/17, EU:C:2019:271, σημείο 77).

( 80 ) Πρβλ. επίσης Prete, L., όπ.π., σ. 282, και Półtorak, N., in D. Kornobis-Romanowska, J. Łacny, W. Andrzej (επιμ.), Traktat o funkcjonowaniu Unii Europejskiej. Komentarz. Tom III, Wolters Kluwer, Βαρσοβία, 2012, Άρθρα 223-358, σημείο 260.7.

Top