EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017CC0379

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar της 20ης Ιουνίου 2018.
Αίτηση του Bundesgerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 – Αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Προθεσμία για την εκτέλεση αποφάσεως συντηρητικής κατασχέσεως προβλεπόμενη στο δίκαιο του κράτους μέλους εκτελέσεως – Εφαρμογή της προθεσμίας αυτής επί τίτλου συντηρητικής κατασχέσεως ο οποίος εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος και κηρύχθηκε εκτελεστός στο κράτος μέλος εκτελέσεως.
Υπόθεση C-379/17.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2018:472

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 20ής Ιουνίου 2018 ( 1 )

Υπόθεση C‑379/17

Società Immobiliare Al Bosco Srl

[αίτηση του Bundesgerichtshof
(Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων – Προθεσμία για την εκτέλεση συντηρητικής κατασχέσεως περιουσιακού αγαθού προβλεπόμενη στη νομοθεσία του κράτους εκτελέσεως – Εφαρμογή της προθεσμίας αυτής επί εκτελεστού τίτλου εκδοθέντος σε ένα άλλο κράτος μέλος και κηρυχθέντος εκτελεστού στο κράτος μέλος αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως»

I. Εισαγωγή

1.

Στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 ( 2 ), απόφαση περί επιβολής συντηρητικής κατασχέσεως εκδοθείσα σε ένα κράτος μέλος μπορεί, καταρχήν, να εκτελεσθεί σε άλλο κράτος μέλος αφού πρώτα κηρυχθεί εκτελεστή στο κράτος αυτό. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές διαφορές στους κανόνες που διέπουν την εκτέλεση αποφάσεων συντηρητικής κατασχέσεως. Ως εκ τούτου, δεν είναι σαφές, κατά την εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων, ποιες διατάξεις της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο οποίο ζητείται η εκτέλεση έχουν εφαρμογή. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο εντάσσεται η υπόθεση της κύριας δίκης.

2.

Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφανθεί επί του ζητήματος κατά πόσον, υπό το καθεστώς του κανονισμού 44/2001, διάταξη της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους στο οποίο ζητείται η εκτέλεση, που καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας ο δανειστής οφείλει να προβεί στην εκτέλεση αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως, έχει εφαρμογή και επί τέτοιων αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη.

3.

Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής διατάξεως του γερμανικού δικαίου, ήτοι του άρθρου 929, παράγραφος 2, του Zivilprozessordnung (Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, στο εξής: ZPO), στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης που αφορά την εκτέλεση αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως εκδοθείσας από τις ιταλικές αρχές ( 3 ).

4.

Ωστόσο, η σημασία της αποφάσεως που το Δικαστήριο καλείται να εκδώσει εν προκειμένω υπερβαίνει το πλαίσιο των κρατών που αναφέρονται στην υπό κρίση υπόθεση. Και τούτο διότι πρόκειται για ένα δυνητικά μείζονος σημασίας ζήτημα για όλα τα κράτη μέλη των οποίων οι εθνικές νομοθεσίες προβλέπουν προθεσμία για την υποβολή αιτήσεως για την εκτέλεση αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως. Εξάλλου, το ίδιο ζήτημα υφίσταται και στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 ( 4 ), ο οποίος αντικατέστησε τον κανονισμό 44/2001.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

1. Ο κανονισμός 44/2001

5.

Το κεφάλαιο III του κανονισμού 44/2001, που περιλαμβάνει τα άρθρα 32 έως 58 του κανονισμού, ρυθμίζει κυρίως την αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων που εκδίδονται από τα δικαστήρια των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας κηρύξεως εκτελεστότητας.

6.

Κατά το άρθρο 38, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001:

«Αποφάσεις που εκδόθηκαν και είναι εκτελεστές σε κράτος μέλος εκτελούνται σε άλλο κράτος μέλος, αφού κηρυχθούν εκεί εκτελεστές, με αίτηση κάθε ενδιαφερομένου.»

2. Ο κανονισμός 1215/2012

7.

Το κεφάλαιο III του κανονισμού 1215/2012 περιλαμβάνει τα άρθρα 36 έως 57 και αφορά την αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων που εκδίδονται από τα δικαστήρια των κρατών μελών. Ωστόσο, κατά την έκδοση του κανονισμού 1215/2012, ο νομοθέτης της Ένωσης αποφάσισε να εισαγάγει το σύστημα της αυτόματης αναγνωρίσεως και εκτελέσεως. Προς τούτο, το άρθρο 39 του κανονισμού 1215/2012 ορίζει ότι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη είναι εκτελεστές χωρίς να απαιτείται προσφυγή στη διαδικασία κηρύξεως εκτελεστότητας.

8.

Εξάλλου, το άρθρο 41, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος τμήματος, η διαδικασία που εφαρμόζεται για την εκτέλεση αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους αναγνώρισης ή εκτέλεσης. Κάθε απόφαση η οποία έχει εκδοθεί σε ένα κράτος μέλος και είναι εκτελεστή στο κράτος μέλος αναγνώρισης ή εκτέλεσης εκτελείται σε αυτό υπό τους ίδιους όρους οι οποίοι ισχύουν και για την εκτέλεση των αποφάσεων που εκδίδονται στο κράτος μέλος αναγνώρισης ή εκτέλεσης.»

Β.   Το γερμανικό δίκαιο

9.

Το άρθρο 929, παράγραφος 2, του ZPO ορίζει τα ακόλουθα:

«Η εκτέλεση αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως δεν είναι δυνατή μετά την παρέλευση ενός μηνός από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως ή από την ημερομηνία επιδόσεώς της στο πρόσωπο που ζήτησε την έκδοσή της.»

10.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 932, παράγραφοι 1 και 3, του ZPO:

«(1)   Η εκτέλεση της αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως ακινήτου […] διενεργείται διά της εγγραφής υποθήκης προς εξασφάλιση της απαιτήσεως […].

[…]

(3)   Η αίτηση εγγραφής της υποθήκης επέχει θέση εκτελέσεως αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως κατά την έννοια του άρθρου 929, παράγραφοι 2 και 3.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης

11.

Στις 19 Νοεμβρίου 2013 εκδόθηκε από το Tribunale di Gorizia (πρωτοδικείο της Gorizia, Ιταλία) υπέρ της Società Immobiliare Al Bosco Srl, εταιρίας ιταλικού δικαίου, απόφαση που διατάζει τη συντηρητική κατάσχεση (sequestro conservativo), για ποσό ενός εκατομμυρίου ευρώ, των κινητών και ακινήτων περιουσιακών στοιχείων του Gunter Hober (στο εξής: καθού).

12.

Με απόφαση της 22ας Αυγούστου 2014 το αρμόδιο δικαστήριο κήρυξε την απόφαση εκτελεστή στη Γερμανία.

13.

Οκτώ μήνες αργότερα, στις 23 Απριλίου 2015, η αναιρεσείουσα ζήτησε, προς εξασφάλιση της απαιτήσεώς της, να εγγράψει υποθήκη επί ακινήτου ιδιοκτησίας του καθού η εκτέλεση που βρίσκεται στη Γερμανία.

14.

Η εν λόγω αίτηση εγγραφής υποθήκης απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

15.

Ακολούθως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την έφεση που άσκησε η ενδιαφερομένη κατά της ως άνω αποφάσεως. Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι η υποθήκη δεν έπρεπε να καταχωρισθεί λόγω του ότι η ενδιαφερομένη δεν τήρησε την προθεσμία του ενός μηνός που προβλέπεται στο άρθρο 929, παράγραφος 2, του ZPO.

16.

Κατά την άποψη του εφετείου, εκτελεστότητα που κηρύσσεται δυνάμει του άρθρου 38 του κανονισμού 44/2001 υπέρ αποφάσεως που εκδίδεται σε άλλο κράτος μέλος ταυτίζεται, κατ’ ουσίαν, με την εκτελεστότητα με την οποία περιβάλλεται μια αντίστοιχη ημεδαπή απόφαση. Επιπλέον, η καθαυτό εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη διέπεται από το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή (lex fori).

17.

Εξάλλου, κατά το εν λόγω δικαστήριο, η συντηρητική κατάσχεση που προβλέπεται στο ιταλικό δίκαιο (sequestro conservativo) και η έκδοση αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως του γερμανικού δικαίου είναι παρόμοιες διαδικασίες. Ως εκ τούτου, λόγω της ομοιότητας αυτής, απαιτείται η τήρηση, στην υπόθεση της κύριας δίκης, των εφαρμοζόμενων σε αυτού του είδους τις αποφάσεις δικονομικών κανόνων, συμπεριλαμβανομένου, επομένως, του άρθρου 929, παράγραφος 2, του ZPO.

18.

Με την παραδεκτώς ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Bundesgerichtshof (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία), η αναιρεσείουσα εμμένει στο αίτημά της περί εγγραφής εξασφαλιστικής υποθήκης.

IV. Το προδικαστικό ερώτημα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

19.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Συνάδει με το άρθρο 38, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 […] η εφαρμογή προθεσμίας προβλεπόμενης στη νομοθεσία του κράτους εκτελέσεως, μετά τη λήξη της οποίας παύει να είναι δυνατή η εκτέλεση δυνάμει συγκεκριμένου τίτλου, και στην περίπτωση παρόμοιου, από λειτουργικής απόψεως, τίτλου ο οποίος εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος και εν συνεχεία αναγνωρίσθηκε και κηρύχθηκε εκτελεστός στη χώρα εκτελέσεως;»

20.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 26 Ιουνίου 2017.

21.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσε μόνον η Επιτροπή. Στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 11ης Απριλίου 2018 συμμετείχαν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

V. Ανάλυση

22.

Με το προδικαστικό ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς το ζήτημα κατά πόσον συνάδει προς το άρθρο 38, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 η εφαρμογή προθεσμίας προβλεπόμενης στη νομοθεσία του κράτους μέλους εκτελέσεως, μετά την παρέλευση της οποίας παύει να είναι δυνατή η εκτέλεση αποφάσεως περί επιβολής συντηρητικής κατασχέσεως εκδοθείσας σε άλλο κράτος μέλος.

23.

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα, όπως διατυπώθηκε από το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να καθοριστεί, κατ’ ουσίαν, εάν διάταξη της νομοθεσίας του κράτους μέλους εκτελέσεως, δυνάμει της οποίας απόφαση συντηρητικής κατασχέσεως δεν μπορεί να εκτελεστεί μετά την παρέλευση ορισμένου χρόνου, συναρτάται με την εκτελεστότητα της αποφάσεως, η οποία διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση (κράτος μέλος εκδόσεως), ή εάν η διάταξη αυτή πρέπει να θεωρείται ως σχετικός με την καθαυτό εκτέλεση κανόνας του δικαίου του κράτους μέλους στο οποίο έχει ζητηθεί η εκτέλεση της αποφάσεως (κράτους μέλους εκτελέσεως).

24.

Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί δεδομένο ότι η ιταλική συντηρητική κατάσχεση πρέπει να εξομοιωθεί, βάσει της λειτουργίας την οποία επιτελεί, με την προβλεπόμενη στη γερμανική νομοθεσία απόφαση περί συντηρητικής κατασχέσεως. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά το ζήτημα εάν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις για την εκτέλεση της ιταλικής αποφάσεως στη Γερμανία καθορίζονται από τις διατάξεις της γερμανικής νομοθεσίας που διέπουν την εκτέλεση αποφάσεων περί συντηρητικής κατασχέσεως.

25.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, αφενός, ότι, από νομοτεχνικής απόψεως, η προθεσμία του άρθρου 929, παράγραφος 2, του ZPO δεν υπάγεται στο ουσιαστικό δίκαιο –αντίθετα, επί παραδείγματι, από μια διάταξη που ρυθμίζει την παραγραφή των στηριζόμενων σε απόφαση δικαιωμάτων. Υπό το πρίσμα αυτό, η εν λόγω προθεσμία μπορεί να θεωρηθεί ότι εντάσσεται στη ρύθμιση της καθαυτό εκτελέσεως, η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001.

26.

Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο αναγνωρίζει ότι η εφαρμογή της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 929, παράγραφος 2, του ZPO έχει ως συνέπεια την παύση της εκτελεστότητας του τίτλου μετά την παρέλευση της σχετικής προθεσμίας. Εν τέλει η προθεσμία αυτή έχει τα ίδια αποτελέσματα όπως και η ακύρωση του τίτλου στο πλαίσιο ενδίκου βοηθήματος. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν η πρόβλεψη, κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας του κράτους μέλους εκτελέσεως, ενός τέτοιου χρονικού περιορισμού για αποφάσεις περί συντηρητικής κατασχέσεως συνάδει με τη νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η εφαρμογή των δικονομικών διατάξεων του κράτους μέλους εκτελέσεως δεν δύναται να θίγει την τήρηση των αρχών τις οποίες θέτει ο κανονισμός 44/2001.

Α.   Οι θέσεις των διαδίκων

27.

Η Γερμανική Κυβέρνηση επισημαίνει, πρώτον, ότι ο κανονισμός 44/2001 αφορά αποκλειστικά τη διαδικασία για την κήρυξη της εκτελεστότητας. Αντιθέτως, η καθαυτό εκτέλεση των αποφάσεων δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού. Ως εκ τούτου, οι αποφάσεις που εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 εκτελούνται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις του εθνικού δικαίου του κράτους μέλους εκτελέσεως, όπως αυτές του άρθρου 929, παράγραφος 2, του ZPO.

28.

Δεύτερον, η Γερμανική Κυβέρνηση παραπέμπει στις αποφάσεις Αποστολίδης ( 5 ) και Prism Investments ( 6 ) και υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι δεν υπάρχει λόγος να προσδίδονται σε δικαστικές αποφάσεις, κατά την εκτέλεσή τους, αποτελέσματα τα οποία δεν θα παρήγε ομοειδής απόφαση που θα εκδιδόταν απευθείας στο κράτος μέλος εκτελέσεως. Η εν λόγω κυβέρνηση εκτιμά ότι, υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής, η προβλεπόμενη στο άρθρο 929, παράγραφος 2, του ZPO προθεσμία πρέπει να εφαρμοστεί επί της εκδοθείσας στην Ιταλία αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως λόγω του ότι ομοειδής απόφαση εκδιδόμενη στη Γερμανία δεν μπορεί να εκτελεστεί μετά την παρέλευση της προθεσμίας του ενός μηνός.

29.

Τρίτον, τέλος, η Γερμανική Κυβέρνηση, επικαλούμενη τις διατάξεις του κανονισμού 1215/2012, εκτιμά ότι η διατύπωση του άρθρου 41, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού αυτού επιβεβαιώνει τη θέση που αναπτύχθηκε ανωτέρω.

30.

Αντιθέτως, η Επιτροπή θεωρεί ότι συλλογισμός που στηρίζεται κατ’ ουσίαν στην απόφαση Prism Investments ( 7 ) δεν λαμβάνει δεόντως υπόψη τον διασυνοριακό χαρακτήρα της διαφοράς της κύριας δίκης.

31.

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο έχει επισημάνει στη νομολογία του ότι η διάκριση μεταξύ της διαδικασίας για την κήρυξη της εκτελεστότητας και της καθαυτό εκτελέσεως δεν μπορεί να εμποδίζει την τήρηση θεμελιωδών αρχών του κανονισμού 1215/2012, ιδίως την ελεύθερη κυκλοφορία των αποφάσεων. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν η διαδικασία για την κήρυξη της εκτελεστότητας που προβλέπει ο κανονισμός 44/2001 είχε ως αποτέλεσμα την ενσωμάτωση της αλλοδαπής αποφάσεως στην έννομη τάξη του κράτους μέλους εκτελέσεως, η εφαρμογή αδιακρίτως της νομοθεσίας του κράτους μέλους αυτού δεν λαμβάνει δεόντως υπόψη την προέλευση του εκτελεστού τίτλου. Στην υπό κρίση υπόθεση, λόγω της εφαρμογής του άρθρου 929, παράγραφος 2, του ZPO κατά την εκτέλεση αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως του ιταλικού δικαίου, η εκτέλεση της αποφάσεως αυτής ενδέχεται να μην είναι πλέον δυνατή στο κράτος μέλος εκτελέσεως, παρά το γεγονός ότι είναι εκτελεστή στο κράτος μέλος εκδόσεως.

32.

Λαμβανομένων υπόψη των αμφιβολιών του αιτούντος δικαστηρίου και των επιχειρημάτων των διαδίκων, θα εξετάσω καταρχάς το ζήτημα εάν διάταξη που προβλέπει προθεσμία για την υποβολή αιτήσεως εκτελέσεως ενός ασφαλιστικού μέτρου, όπως το άρθρο 929, παράγραφος 2, του ZPO, πρέπει να χαρακτηρίζεται ως δικονομική διάταξη του δικαίου του δικάζοντος δικαστή (lex fori) του κράτους μέλους εκτελέσεως. Ακολούθως, θα επανεξετάσω τα διδάγματα που αντλούνται από τον χαρακτηρισμό αυτό υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με τις συνέπειες που παράγουν οι αλλοδαπές αποφάσεις στο σύστημα του κανονισμού 44/2001 περί κηρύξεως εκτελεστότητας. Τέλος, στα προηγουμένως αναπτυχθέντα θα αντιπαραβάλω τις λύσεις που επέλεξε ο νομοθέτης της Ένωσης, στο πλαίσιο του κανονισμού 1215/2012.

Β.   Επί του νομικού χαρακτηρισμού

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

33.

Υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, στο πλαίσιο της Συμβάσεως των Βρυξελλών ( 8 ), ότι η Σύμβαση αυτή περιορίζεται στη ρύθμιση της διαδικασίας για την κήρυξη της εκτελεστότητας των αλλοδαπών εκτελεστών τίτλων και δεν υπεισέρχεται στην καθαυτό εκτέλεση, η οποία εξακολουθεί να ρυθμίζεται από το εθνικό δίκαιο του δικάζοντος δικαστή ( 9 ). Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ακολούθως ότι η νομολογία αυτή μπορεί να εφαρμοστεί στον κανονισμό 44/2001, εφόσον διαδικασία για την κήρυξη της εκτελεστότητας προβλέπεται ομοίως και στον κανονισμό αυτόν ( 10 ).

34.

Σε αυτό το νομολογιακό πλαίσιο, η Γερμανική Κυβέρνηση επισημαίνει, όπως και το αιτούν δικαστήριο, ότι το άρθρο 929, παράγραφος 2, του ΖΡΟ χαρακτηρίζεται, κατά το γερμανικό δίκαιο, ως διάταξη δικονομικού δικαίου. Επομένως, η προθεσμία που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη θα μπορούσε, τουλάχιστον κατά το αιτούν δικαστήριο, να εντάσσεται στη νομοθεσία που ρυθμίζει την καθαυτό εκτέλεση, η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001.

35.

Συναφώς, παρατηρώ ότι η πλειονότητα των εννοιών που χρησιμοποιεί ο νομοθέτης της Ένωσης στις νομοθετικές πράξεις που αφορούν τη δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις, συμπεριλαμβανομένου του κανονισμού 44/2001, έχουν αυτοτελή χαρακτήρα ( 11 ). Κατά συνέπεια, ο νομικός χαρακτηρισμός σε εθνικό επίπεδο κανόνων όπως το άρθρο 929, παράγραφος 2, του ZPO δεν μπορεί να έχει αποφασιστική σημασία για την επίλυση του νομικού προβλήματος που ανακύπτει στο πλαίσιο του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος.

36.

Εξάλλου, για τους σκοπούς της εφαρμογής του κανονισμού 44/2001, ο αυτοτελής νομικός χαρακτηρισμός του «κανόνα του δικονομικού δικαίου» που προσδίδεται στο άρθρο 929, παράγραφος 2, του ZPO δεν είναι, ομοίως, καθοριστικής σημασίας όσον αφορά την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα. Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το ιταλικό δίκαιο προβλέπει επίσης προθεσμία για την υποβολή της αιτήσεως για την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιβολής συντηρητικής κατασχέσεως. Κανένα στοιχείο δεν υποδηλώνει όμως ότι διάταξη που προβλέπει τέτοιου είδους προθεσμία δεν μπορεί ομοίως να χαρακτηριστεί ως «κανόνας του δικονομικού δικαίου», κατά τον ίδιο τρόπο όπως το άρθρο 929, παράγραφος 2, του ZPO. Αυτό που είναι καθοριστικό είναι κατά πόσον, σύμφωνα με τον αυτοτελή χαρακτηρισμό, η εν λόγω διάταξη του ZPO πρέπει να εφαρμόζεται κατά την εκτέλεση στη Γερμανία των αποφάσεων συντηρητικής κατασχέσεως που εκδίδονται σε άλλα κράτη μέλη ( 12 ).

37.

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι παρέλκει η εξέταση του ζητήματος κατά πόσον προβλέπεται και στην ιταλική νομοθεσία προθεσμία για την υποβολή αιτήσεως για την εκτέλεση αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως.

38.

Πιο συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας της κύριας δίκης, η επιφορτισμένη με την τήρηση του κτηματολογίου γερμανική αρχή δεν είναι σε θέση να εξακριβώσει εάν η νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο εκδόθηκε η απόφαση προβλέπει προθεσμία εκτελέσεως ούτε τους κανόνες διενέργειας της εκτελέσεως αυτής, ενώ δεν έχει ούτε τη δυνατότητα να εφαρμόσει ρύθμιση της αλλοδαπής νομοθεσίας. Όσον αφορά τη διαδικασία που ακολουθήθηκε από την εν λόγω αρχή, κρίσιμο είναι μόνο το ζήτημα εάν πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 929, παράγραφος 2, του ZPO. Τέλος, σε περίπτωση που ο τίτλος απώλεσε και βάσει της ιταλικής νομοθεσίας την εκτελεστότητά του λόγω της παρελεύσεως του προβλεπόμενου χρόνου, ο οφειλέτης θα πρέπει, πάντως, να προβάλει την περίσταση αυτή ασκώντας ένδικο βοήθημα κατά της αποφάσεως περί κηρύξεως της εκτελεστότητας.

39.

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, επομένως, ότι, πέραν της διαδικασίας εκτελέσεως, η προβλεπόμενη στο ιταλικό δίκαιο προθεσμία ισχύει ομοίως για την απόφαση της οποίας η εκτέλεση ζητείται στην υπόθεση της κύριας δίκης. Εντεύθεν προκύπτει ότι, επί γερμανικού εδάφους, απόφαση συντηρητικής κατασχέσεως εκδοθείσα στην αλλοδαπή εντάσσεται σε δύο συστήματα, ήτοι, αφενός, του κράτους μέλους εκδόσεως και, αφετέρου, του κράτους μέλους εκτελέσεως.

40.

Στο πλαίσιο αυτό, διερωτώμαι εάν η τήρηση της διπλής αυτής απαιτήσεως από τον οφειλέτη καταδεικνύει τη βασική αδυναμία της ερμηνευτικής εκδοχής κατά την οποία το άρθρο 929, παράγραφος 2, του ZPO πρέπει να εφαρμόζεται ως κανόνας που διέπει την καθαυτό εκτέλεση των αλλοδαπών αποφάσεων συντηρητικής κατασχέσεως, ο οποίος υπάγεται στο δίκαιο του δικάζοντος δικαστή (lex fori). Στην περίπτωση αυτή, αφενός, η διάταξη του γερμανικού δικαίου που προβλέπει προθεσμία για την υποβολή αιτήσεως για την εκτέλεση θα εφαρμοζόταν ως διάταξη που διέπει την καθαυτό εκτέλεση. Αφετέρου, διάταξη του δικαίου του κράτους μέλους εκδόσεως προβλέπουσα παρόμοια προθεσμία θα εφαρμοζόταν ως κανόνας που καθορίζει τον εκτελεστό χαρακτήρα μιας αλλοδαπής αποφάσεως ( 13 ).

41.

Υπό το πρίσμα της διαπιστώσεως αυτής, διατηρώ ορισμένες επιφυλάξεις, πρώτον, για τη σχέση μεταξύ, αφενός, της εκτελεστότητας αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως, εξεταζομένης υπό το πρίσμα διατάξεως του δικαίου του κράτους μέλους εκδόσεως η οποία προβλέπει προθεσμία για την υποβολή της αιτήσεως για την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής και, αφετέρου, του περιορισμού της καθαυτό εκτελέσεως μέσω παρεμφερούς προθεσμίας, προβλεπόμενης σε διάταξη της νομοθεσίας του κράτους μέλους εκτελέσεως.

42.

Δεύτερον, έχω αμφιβολίες ως προς το εάν, βάσει συστημικής οπτικής, διάταξη όπως το άρθρο 929, παράγραφος 2, του ZPO πρέπει να εφαρμόζεται αυτοτελώς, ανεξάρτητα από το διασυνοριακό πλαίσιο και την προέλευση της αποφάσεως της οποίας η εκτέλεση ζητείται στη Γερμανία.

43.

Τέλος, διερωτώμαι, τρίτον, κατά πόσον ο σκοπός της διατάξεως του γερμανικού δικαίου συμβιβάζεται με την εφαρμογή του, η οποία δεν λαμβάνει υπόψη το διασυνοριακό πλαίσιο και την προέλευση μιας αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως.

2. Ο συσχετισμός μεταξύ εκτελεστότητας και περιορισμού της καθαυτό εκτελέσεως

44.

Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις της Επιτροπής, ενώ, κατά το γερμανικό δίκαιο, η νομική ισχύς αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως παύει λόγω παρελεύσεως της προθεσμίας, αυτό δεν συμβαίνει στο ιταλικό δίκαιο, το οποίο προβλέπει ότι μόνον η κατά τους προβλεπόμενους τύπους ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως την καθιστά άνευ νομικής ισχύος. Εξάλλου, ενώ, δυνάμει του γερμανικού δικαίου, η μη τήρηση της προθεσμίας αυτής λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, στο ιταλικό δίκαιο ο ίδιος ο καθού η εκτέλεση οφείλει να προβάλει τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας. Η εκτέλεση αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως κατά το ιταλικό δίκαιο παραμένει συνεπώς καταρχήν δυνατή ακόμη και μετά την παρέλευση της προθεσμίας.

45.

Ως εκ τούτου, η εκτελεστότητα της αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως, η οποία, κατά το άρθρο 38 του κανονισμού 44/2001, αποτελεί προϋπόθεση για την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής εντός του κράτους μέλους εκτελέσεως ( 14 ), είναι δυνατό να διακυβεύεται, καθόσον ο δανειστής δεν θα μπορεί να την εκτελέσει στη Γερμανία, ανεξαρτήτως της εκτελεστότητας της αποφάσεως σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως.

46.

Η παρατήρηση αυτή μπορεί να συνιστά ένδειξη του ότι το άρθρο 929, παράγραφος 2, του ZPO δεν αφορά την εκτέλεση ενός ασφαλιστικού μέτρου, αλλά μάλλον την εκτελεστότητά του, και τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό με παρεμφερή διάταξη της ιταλικής νομοθεσίας.

3. Η σχέση μεταξύ των προϋποθέσεων για την έκδοση αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως και της προθεσμίας για την υποβολή αιτήσεως εκτελέσεως αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως

47.

Η συντηρητική κατάσχεση συνιστά εξαίρεση από τον γενικό κανόνα κατά τον οποίο μόνον οι αποφάσεις που λαμβάνονται κατόπιν διαδικασίας επί της ουσίας και οι οποίες έχουν καταστεί τελεσίδικες μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αναγκαστικής εκτελέσεως. Ως εκ τούτου, παρά το γεγονός ότι η απόφαση περί συντηρητικής κατασχέσεως, λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα της, δεν ικανοποιεί τον δανειστή ( 15 ), αυτή μπορεί να εκδοθεί μόνον εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.

48.

Βεβαίως, στα περισσότερα νομικά συστήματα, το γεγονός ότι μεταγενέστερη εκτέλεση της επί της ουσίας αποφάσεως θα είναι αδύνατη αποτελεί ακριβώς τέτοια βασική προϋπόθεση. Πάντως, βάσει συγκριτικών αναλύσεων, ενώ ο βασικός σκοπός της συντηρητικής κατασχέσεως καθορίζεται από τη γενική αυτή προϋπόθεση, οι εθνικές ρυθμίσεις παρουσιάζουν διαφορές όσον αφορά τις λεπτομερείς προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να εκδοθεί μια απόφαση περί επιβολής συντηρητικής κατασχέσεως ( 16 ).

49.

Πράγματι, οι προϋποθέσεις για την έκδοση αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως καθορίζονται από τις νομοθετικές επιλογές που γίνονται από τα κράτη μέλη σε αναζήτηση της ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων δανειστών και οφειλετών. Η προθεσμία για την υποβολή της αιτήσεως εκτελέσεως ασφαλιστικού μέτρου από τον δανειστή είναι επίσης αποτέλεσμα της αναζητήσεως αυτής.

50.

Όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το άρθρο 929, παράγραφος 2, του ZPO σκοπεί στην προστασία του οφειλέτη. Πιο συγκεκριμένα, κατά το αιτούν δικαστήριο, η ρύθμιση αυτή έχει σκοπό να αποτρέψει τη διατήρηση της εκτελεστότητας αποφάσεων που εκδόθηκαν στο πλαίσιο συνοπτικής διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, ήτοι τη διατήρηση της δυνατότητας διενέργειας αναγκαστικής εκτελέσεως δυνάμει των αποφάσεων αυτών επί μακρόν και παρά την ενδεχόμενη μεταβολή των συνθηκών. Στο ίδιο πνεύμα, η Γερμανική Κυβέρνηση ανέφερε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η προθεσμία που προβλέπει το άρθρο 929, παράγραφος 2, του ZPO αποσκοπεί στο να αποτρέπεται η εκτέλεση αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως μετά την πάροδο ενός μηνός ακόμη και σε περίπτωση σημαντικής μεταβολής των συνθηκών.

51.

Επιπλέον, ακόμη και το τμήμα της θεωρίας που εκτιμά ότι σημαντικές διαφορές χαρακτηρίζουν ιδίως τα αποτελέσματα των ασφαλιστικών μέτρων, ενώ οι προϋποθέσεις χορηγήσεώς τους είναι πολύ περισσότερο παρόμοιες ( 17 ), θεωρεί ότι οι προϋποθέσεις αυτές καταδεικνύουν το γεγονός ότι τα ασφαλιστικά μέτρα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τις διαδικασίες στο πλαίσιο των οποίων εκδίδονται ( 18 ). Θα μπορούσε συνεπώς να υποστηριχθεί η άποψη ότι, εντός διασυνοριακού πλαισίου, υφίσταται τέτοια σχέση μεταξύ μιας αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως και των κανονιστικών ρυθμίσεων του κράτους μέλους εκδόσεως.

52.

Κατά τα λοιπά, υπό το πρίσμα αυτό, η θέσπιση από τον νομοθέτη προθεσμίας όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 929, παράγραφος 2, του ZPO είναι κατά κάποιο τρόπο συγκρίσιμη με την περίπτωση στην οποία δικαστήριο διευκρινίζει στην απόφασή του το χρονικό διάστημα κατά το οποίο πρέπει να πραγματοποιηθούν συγκεκριμένες ενέργειες από τον δανειστή. Εάν μια τέτοια διευκρίνιση περιλαμβανόταν στην απόφαση, θα αποτελούσε αναμφίβολα εγγενές στοιχείο της αποφάσεως αυτής.

53.

Κατά συνέπεια, φρονώ ότι προθεσμία όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 929, παράγραφος 2, του ZPO δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από τις προϋποθέσεις εκδόσεως μιας αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως και, εν γένει, από τη νομοθεσία του κράτους μέλους εκδόσεως. Ως εκ τούτου, μια τέτοια προθεσμία δεν μπορεί να εφαρμόζεται ως κανόνας του δικαίου του δικάζοντος δικαστή (lex fori) στον τομέα της καθαυτό εκτελέσεως των αλλοδαπών αποφάσεων στη Γερμανία ( 19 ).

4. Ο σκοπός διατάξεως προβλέπουσας προθεσμία για την υποβολή αιτήσεως για την εκτέλεση μέτρου συντηρητικής κατασχέσεως

54.

Υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το άρθρο 929, παράγραφος 2, του ΖΡΟ έχει ως κύριο σκοπό να διασφαλίσει ότι ένα ασφαλιστικό μέτρο δεν θα εκτελείται επί μακρόν και παρά την ενδεχόμενη μεταβολή των συνθηκών. Εξάλλου, όσον αφορά τις αλλοδαπές αποφάσεις, όπως προκύπτει από τη διάταξη περί παραπομπής, καθώς και από τις διευκρινίσεις της Γερμανικής Κυβερνήσεως, η εν λόγω προθεσμία υπολογίζεται από την ημερομηνία κοινοποιήσεως στον δανειστή της κηρύξεως της εκτελεστότητας.

55.

Ο δανειστής, ωστόσο, δεν υποχρεούται να υποβάλει αίτηση για την κήρυξη της εκτελεστότητας μιας αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως αμέσως μόλις εκδοθεί υπέρ αυτού η απόφαση αυτή στο κράτος μέλος εκδόσεως. Θα μπορούσε, συνεπώς, να αναβάλει την κατάθεση μιας τέτοιας αιτήσεως, παρά τυχόν μεταβολή των συνθηκών επελθούσα μετά την έκδοση της αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως.

56.

Έτσι, η λύση κατά την οποία το άρθρο 929, παράγραφος 2, του ZPO ισχύει ως κανόνας του δικαίου του δικάζοντος δικαστή (lex fori) του κράτους μέλους εκτελέσεως και κατά την οποία η προθεσμία που προβλέπεται από τη διάταξη αυτή υπολογίζεται από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της κηρύξεως της εκτελεστότητας θα έδινε τη δυνατότητα στους δανειστές να αγνοούν συστηματικά μια τέτοια πιθανή μεταβολή των συνθηκών και να προβαίνουν στην εκτέλεση του συντηρητικού μέτρου.

57.

Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι η εφαρμογή του άρθρου 929, παράγραφος 2, του ZPO κατά την εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων δεν συμβιβάζεται με τον σκοπό της εν λόγω διατάξεως, όπως αυτός επεξηγείται από το αιτούν δικαστήριο και τη Γερμανική Κυβέρνηση.

58.

Από την ανάλυση αυτή προκύπτει, πρώτον, ότι εθνική διάταξη όπως το άρθρο 929, παράγραφος 2, του ZPO αφορά μάλλον την εκτελεστότητα της αποφάσεως παρά την καθαυτό εκτέλεση αυτής. Δεύτερον, μια τέτοια προθεσμία δεν μπορεί να εφαρμόζεται μεμονωμένα, ανεξαρτήτως της προελεύσεως της αποφάσεως της οποίας ζητείται η εκτέλεση. Τρίτον, αν γινόταν δεκτή η άποψη του αιτούντος δικαστηρίου και της Γερμανικής Κυβερνήσεως όσον αφορά τον σκοπό του άρθρου 929, παράγραφος 2, του ZPO, η διάταξη αυτή δεν θα μπορούσε να εκπληρώσει τον σκοπό της σε περίπτωση εφαρμογής σε αλλοδαπές αποφάσεις η εκτέλεση των οποίων ζητήθηκε στη Γερμανία.

59.

Με βάση τα ανωτέρω, εκτιμώ ότι εθνική διάταξη που προβλέπει προθεσμία για την υποβολή αιτήσεως εκτελέσεως από τον δανειστή, όπως το άρθρο 929, παράγραφος 2, του ZPO, δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται ως δικονομικός κανόνας που εφαρμόζεται στο πλαίσιο διενέργειας εκτελέσεως στη Γερμανία μιας εκδοθείσας σε άλλο κράτος μέλος αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως.

Γ.   Επί της ισοδυναμίας των αποτελεσμάτων εθνικών και αλλοδαπών αποφάσεων

60.

Γίνεται δεκτό κατά πάγια νομολογία, αφενός, ότι δεν υπάρχει λόγος να προσδίδονται σε δικαστική απόφαση εκδοθείσα σε κράτος μέλος έννομες συνέπειες τις οποίες στερείται στο κράτος μέλος εκδόσεως ( 20 ). Πρόκειται για την αποκαλούμενη συνήθως θεωρία «της επεκτάσεως των αποτελεσμάτων» ( 21 ). Όπως προκύπτει από την απόφαση Health Service Executive ( 22 ), η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 ( 23 ), αλλά, κατά τη γνώμη μου, ισχύει και σε σχέση με τον κανονισμό 44/2001, ο εν λόγω περιορισμός έχει ιδίως την έννοια ότι αλλοδαπή απόφαση μπορεί να αποτελέσει βάση για την αναγκαστική εκτέλεση στο κράτος μέλος εκτελέσεως αποκλειστικά εντός των ορίων που καθορίζει η απόφαση αυτή.

61.

Αφετέρου, δεν υπάρχει λόγος να προσδίδονται σε δικαστικές αποφάσεις αποτελέσματα τα οποία δεν θα παρήγε παρόμοια απόφαση που θα εκδιδόταν απευθείας στο κράτος μέλος εκτελέσεως ( 24 ). Ο εν λόγω περιορισμός όσον αφορά τα αποτελέσματα των αποφάσεων που εκτελούνται στο κράτος μέλος εκτελέσεως αποκαλείται «θεωρία της ισοδυναμίας των αποτελεσμάτων» ( 25 ).

62.

Βάσει της νομολογίας αυτής, η Γερμανική Κυβέρνηση εκτιμά ότι, προκειμένου να διασφαλίζεται η ισότιμη μεταχείριση αλλοδαπών και ημεδαπών αποφάσεων, απαιτείται η εφαρμογή του άρθρου 929, παράγραφος 2, του ZPO κατά την εκτέλεση στη Γερμανία αποφάσεων περί επιβολής συντηρητικής κατασχέσεως του ιταλικού δικαίου.

63.

Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή. Εκτιμώ, όπως και η Επιτροπή, ότι η θέση της Γερμανικής Κυβερνήσεως δεν λαμβάνει υπόψη ορισμένες πτυχές του διασυνοριακού χαρακτήρα της υποθέσεως της κύριας δίκης και τις συνέπειες της εφαρμογής του άρθρου 929, παράγραφος 2, του ZPO στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής. Εξάλλου, φρονώ ότι η θέση αυτή στηρίζεται σε ελλιπή κατανόηση της νομολογίας του Δικαστηρίου.

1. Επί της ενδεχόμενης ελλείψεως συνοχής μεταξύ των δικονομικών κανόνων των κρατών μελών εκδόσεως και εκτελέσεως

α) Οριοθέτηση του ζητήματος

64.

Όπως προκύπτει από τη διάταξη περί παραπομπής, καθώς και από τη θέση της Γερμανικής Κυβερνήσεως που εκτέθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, όταν οι γερμανικές δικαστικές αρχές, σε εσωτερικές καταστάσεις, εκδίδουν απόφαση περί συντηρητικής κατασχέσεως και εκτελούν στη συνέχεια την απόφαση αυτή, ο δανειστής ο οποίος δεν τήρησε την προβλεπόμενη στο άρθρο 929, παράγραφος 2, του ZPO προθεσμία έχει τη δυνατότητα να πετύχει, χωρίς καθυστέρηση, την έκδοση νέας αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως.

65.

Ωστόσο, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, σε διασυνοριακές περιπτώσεις, το άρθρο 929, παράγραφος 2, του ZPO εφαρμόζεται ως κανόνας του δικαίου του δικάζοντος δικαστή (lex fori) του κράτους μέλους εκτελέσεως, δεν δίδεται σαφής απάντηση στο ερώτημα πώς ο δανειστής πρέπει να ενεργήσει εάν δεν έχει τηρήσει την προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή προθεσμία.

66.

Θεωρώ χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ούτε το αιτούν δικαστήριο ούτε η Γερμανική Κυβέρνηση προέβαλαν την άποψη ότι ο δανειστής μπορεί να υποβάλει εκ νέου αίτηση για την κήρυξη της εκτελεστότητας στη Γερμανία προκειμένου να εκκινήσει εκ νέου η προθεσμία του άρθρου 929, παράγραφος 2, του ZPO. Διερωτώμαι αν μια τέτοια λύση συνάδει προς το πνεύμα του άρθρου 929, παράγραφος 2, του ZPO. Εν πάση περιπτώσει, η εκ νέου υποβολή της αιτήσεως, βάσει της ίδιας αποφάσεως, καθιστά δυνατή τη συνεχή μετάθεση του χρόνου εγγραφής της εξασφαλιστικής της απαιτήσεως υποθήκης. Πιστεύω ότι μια τέτοια δυνατότητα θα αντέβαινε στη λογική της διατάξεως αυτής.

67.

Επισημαίνω ότι η Γερμανική Κυβέρνηση, απαντώντας σε ερώτηση που της τέθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δήλωσε ότι ένας δανειστής μπορεί να υποβάλει εκ νέου αίτηση για έκδοση αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως στο κράτος μέλος εκδόσεως, σε περίπτωση που οι προβλεπόμενες στο κράτος μέλος αυτό προθεσμίες έχουν επίσης παρέλθει. Αντιθέτως, η Επιτροπή επισήμανε ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, ο δανειστής δεν μπορούσε να αιτηθεί την έκδοση δεύτερης αποφάσεως στην Ιταλία, εφόσον η αρχικώς εκδοθείσα απόφαση συντηρητικής κατασχέσεως των δικαστικών αρχών του εν λόγω κράτους μέλους είναι ακόμη εκτελεστή, για τους λόγους που εκτίθενται στο σημείο 44 των παρουσών προτάσεων.

68.

Από τις παρατηρήσεις αυτές προκύπτει ότι δανειστής που δεν τήρησε την προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 929, παράγραφος 2, του ZPO θα μπορούσε ενδεχομένως να προσφύγει στα δικαστήρια του κράτους μέλους εκδόσεως, εν προκειμένω στα ιταλικά δικαστήρια, προκειμένου να ζητήσει την έκδοση μιας δεύτερης αποφάσεως επιβολής συντηρητικής κατασχέσεως.

β) Ο συσχετισμός μεταξύ των δικονομικών κανόνων του κράτους μέλους εκδόσεως και εκείνων του κράτους μέλους εκτελέσεως

69.

Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, είμαι της γνώμης ότι η ανάλυση σχετικά με το υποβληθέν στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα δεν πρέπει να περιορίζεται στις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως. Εν προκειμένω, η απόφαση της οποίας η εκτέλεση έχει ζητηθεί στη Γερμανία εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή του ιταλικού δικαίου, το οποίο προβλέπει προθεσμία παρεμφερή με εκείνη που προβλέπεται στο άρθρο 929, παράγραφος 2, του ZPO. Ωστόσο, υποθέτω ότι οι ίδιες αμφιβολίες ως προς την εφαρμογή της διατάξεως αυτής στο πλαίσιο της εκτελέσεως ενός ασφαλιστικού μέτρου, το οποίο έχει κηρυχθεί εκτελεστό στη Γερμανία, θα ανέκυπταν όσον αφορά κάθε απόφαση συντηρητικής κατασχέσεως που έχει εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη.

70.

Έτσι, χωρίς να υπεισέρχομαι στην τρέχουσα κατάσταση της αναιρεσείουσας σύμφωνα με το ιταλικό δίκαιο, φρονώ ότι, σε περιπτώσεις όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, ο δανειστής οφείλει καταρχήν να αποδείξει εκ νέου προς στήριξη της δεύτερης αιτήσεως ενώπιον των δικαστικών αρχών του κράτους μέλους εκδόσεως τη βασιμότητα, τουλάχιστον, των περιστάσεων των οποίων η συνδρομή καθιστά δυνατή την έκδοση αποφάσεως περί επιβολής συντηρητικής κατασχέσεως. Επομένως, δεν πρόκειται για επανέκδοση της ίδιας αποφάσεως, αλλά για έκδοση νέας αποφάσεως, της οποίας έχει προηγηθεί η εκ νέου αξιολόγηση όλων των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται για να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση.

71.

Εξάλλου, δεν μπορεί να αποκλειστεί εκ προοιμίου η πιθανότητα το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως να μην προβλέπει, για διάφορους λόγους, τη δυνατότητα υποβολής νέας αιτήσεως. Επί παραδείγματι, υπό την οπτική των δικαστικών αρχών του κράτους μέλους εκδόσεως, μια νέα αίτηση θα μπορούσε να είναι απαράδεκτη αν η προγενέστερη απόφαση δεν έχει ακυρωθεί ή αν έχει λήξει για άλλους λόγους η νομική ισχύς της ( 26 ).

72.

Σε ορισμένες δε περιπτώσεις, ενδέχεται, κατά την εκτέλεση αποφάσεως εκδοθείσας σε άλλο κράτος μέλος, η εφαρμογή εντός του κράτους μέλους εκτελέσεως νομοθετικών διατάξεων, όπως, στην υπό κρίση υπόθεση, της προθεσμίας του άρθρου 929, παράγραφος 2, του ZPO, να οδηγεί σε αδιέξοδο. Ειδικότερα, δανειστής που δεν έχει τηρήσει την προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή προθεσμία δεν θα μπορεί πλέον να προβεί στην εκτέλεση της αποφάσεως αυτής στη Γερμανία ενώ, παράλληλα, δεν μπορεί και να αιτηθεί την έκδοση νέας αποφάσεως ενώπιον των δικαστικών αρχών του κράτους μέλους εκδόσεως.

2. Επί της διασφαλίσεως της πρακτικής αποτελεσματικότητας του κανονισμού 44/2001

α) Υπόμνηση της νομολογίας σχετικά με τη διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του κανονισμού 44/2001

73.

Υπενθυμίζω ότι, όσον αφορά τις διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η εφαρμογή των δικονομικών κανόνων του κράτους μέλους εκτελέσεως δεν πρέπει να θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητα του συστήματος που προβλέπεται από την εν λόγω Σύμβαση ( 27 ). Στις αποφάσεις που εντάσσονται σε αυτή τη νομολογιακή κατεύθυνση, το Δικαστήριο επισήμανε επίσης, όσον αφορά ειδικότερα τις εθνικές διατάξεις που διέπουν την καθαυτό εκτέλεση, ότι η εφαρμογή στο πλαίσιο της εκτελέσεως των δικονομικών κανόνων του κράτους μέλους εκτελέσεως δεν μπορεί να θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητα του συστήματος της Συμβάσεως των Βρυξελλών όσον αφορά την κήρυξη της εκτελεστότητας, εμποδίζοντας την τήρηση των αρχών τις οποίες θέτει συναφώς, ρητώς ή σιωπηρώς, ο ίδιος ο κανονισμός 44/2001 ( 28 ). Ακολούθως, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε τη δυνατότητα μεταφοράς της νομολογίας αυτής στον κανονισμό 44/2001 ( 29 ).

74.

Εξάλλου, επισημαίνω ότι η λογική αυτή ακολουθήθηκε επίσης από τη νομολογία σχετικά με τις διαταγές που απαγορεύουν σε διάδικο να κινήσει ή να συνεχίσει δίκη ενώπιον εθνικού δικαστηρίου. Το Δικαστήριο έχει πράγματι κρίνει ότι τέτοιου είδους διαταγές ενδέχεται να περιορίζουν την εφαρμογή των περί διεθνούς δικαιοδοσίας κανόνων και να εξουδετερώνουν την πρακτική αποτελεσματικότητα των ειδικών μηχανισμών που προβλέπονται σε περίπτωση εκκρεμοδικίας και συνάφειας ( 30 ). Στη συνέχεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι, παρακωλύοντας δικαστήριο άλλου κράτους μέλους να ασκήσει τις εξουσίες που του παρέχει ο κανονισμός 44/2001, οι εν λόγω διαταγές, εκδιδόμενες στο πλαίσιο διαιτησίας, απαγορεύουν στον ενάγοντα την πρόσβαση στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί δυνάμει των κανόνων δικαιοδοσίας που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός και, συνεπώς, ο ενάγων αυτός στερείται μια μορφή δικαστικής προστασίας την οποία δικαιούται ( 31 ).

β) Η συγκεκριμένη εφαρμογή της νομολογίας σχετικά με τη διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του κανονισμού 44/2001

75.

Όσον αφορά τα ασφαλιστικά μέτρα, εκτιμώ ότι το γεγονός ότι η εφαρμογή ενός κανόνα όπως το άρθρο 929, παράγραφος 2, του ZPO επί αλλοδαπών αποφάσεων συντηρητικής κατασχέσεως μπορεί να οδηγήσει σε αδιέξοδο, όπως εκτέθηκε στα σημεία 71 και 72 των προτάσεών μου, θα μπορούσε να υπονομεύσει την πρακτική αποτελεσματικότητα του συστήματος του κανονισμού 44/2001.

76.

Βεβαίως, όπως ακριβώς και η Επιτροπή, θεωρώ ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, σε μια περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, ο δανειστής να αιτηθεί, δυνάμει του άρθρου 31 ( 32 ) του κανονισμού 44/2001, τη λήψη ασφαλιστικού μέτρου ενώπιον των δικαστικών αρχών του κράτους μέλους εκτελέσεως. Ωστόσο, ο δανειστής αυτός θα βρισκόταν σε μειονεκτική θέση, καθόσον θα ήταν υποχρεωμένος να προσφύγει στα δικαστήρια ενός άλλου κράτους μέλους, με όλες τις συνέπειες που απορρέουν εξ αυτού ( 33 ). Αυτό επιβεβαιώνει, κατά την άποψή μου, την πιθανότητα δημιουργίας αδιεξόδου, λόγω της εφαρμογής του άρθρου 929, παράγραφος 2, του ZPO στο πλαίσιο της εκτελέσεως αλλοδαπής αποφάσεως.

77.

Στην περίπτωση αυτή, αφενός, είναι ενδεχόμενο τα δικαστήρια κράτους μέλους, που έχουν δικαιοδοσία ως προς την ουσία της υποθέσεως, να μην μπορούν να διασφαλίζουν σε δανειστές τη δικαστική προστασία την οποία αυτοί δικαιούνται, στο στάδιο της διαδικασίας που οδηγεί στην έκδοση της τελικής αποφάσεως. Αφετέρου, θα θιγόταν η βάσει των διατάξεων του κανονισμού 44/2001 δικαιοδοσία των δικαστηρίων αυτών σε περίπτωση που ο δανειστής θα ήταν υποχρεωμένος να απευθυνθεί στα δικαστήρια άλλου κράτους μέλους για την υποβολή αιτήσεως για την έκδοση αποφάσεως επιβολής συντηρητικής κατασχέσεως, ενώ θα επιθυμούσε, δικαίως, να υποβάλει την αίτηση αυτή ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου για την εκδίκαση της υποθέσεως επί της ουσίας.

78.

Κατά συνέπεια, υπό το πρίσμα της νομολογίας σχετικά με τη διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του κανονισμού 44/2001, φρονώ ότι κανόνας του κράτους μέλους εκτελέσεως, όπως το άρθρο 929, παράγραφος 2, του ZPO, δεν πρέπει να εφαρμόζεται κατά την εκτέλεση αποφάσεων συντηρητικής κατασχέσεως που έχουν εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη.

γ) Ενδιάμεση πρόταση

79.

Υπενθυμίζω ότι από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι διάταξη όπως αυτή του άρθρου 929, παράγραφος 2, του ZPO δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κανόνας που διέπει την καθαυτό εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων υπό το καθεστώς του κανονισμού 44/2001 ( 34 ).

80.

Ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι η διάταξη αυτή πρέπει να χαρακτηριστεί ως κανόνας που διέπει την καθαυτό εκτέλεση και εντάσσεται στο δίκαιο του δικάζοντος δικαστή (lex fori) του κράτους μέλους εκτελέσεως, εντούτοις δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο πλαίσιο της εκτελέσεως αλλοδαπών αποφάσεων στη Γερμανία, καθόσον θα έθιγε την πρακτική αποτελεσματικότητα του κανονισμού αυτού.

81.

Εξάλλου, κατά τη γνώμη μου, η λογική και τα αποτελέσματα της εφαρμογής της νομολογίας σχετικά με τη διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του κανονισμού 44/2001 παραπέμπουν στη λύση που προκρίθηκε πρόσφατα από το Δικαστήριο στη νομολογία του σχετικά με τον κανονισμό (ΕΕ) 650/2012 ( 35 ). Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι ο χαρακτηρισμός εθνικών διατάξεων με σκοπό την εφαρμογή τους σε περιπτώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 650/2012 δεν θα πρέπει να θίγει την επίτευξη των σκοπών του εν λόγω κανονισμού, καθώς και την πρακτική αποτελεσματικότητα των διατάξεών του ( 36 ). Κατά συνέπεια, η πρακτική αποτελεσματικότητα νομοθετικής πράξεως του δικαίου της Ένωσης αφορώσα τη δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις είναι δυνατόν να επηρεάσει τον πραγματοποιούμενο για την εφαρμογή της εν λόγω πράξεως αυτοτελή χαρακτηρισμό των εθνικών διατάξεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της. Στο ίδιο πνεύμα, το άρθρο 929, παράγραφος 2, του ZPO ομοίως δεν θα πρέπει να χαρακτηρίζεται ως κανόνας που διέπει την καθαυτό εκτέλεση, καθόσον δύναται να θίξει την πρακτική αποτελεσματικότητα του κανονισμού 44/2001.

Δ.   Οι συνέπειες επί των προηγηθεισών σκέψεων της καταργήσεως υπό το καθεστώς του κανονισμού 1215/2012 της διαδικασίας κηρύξεως της εκτελεστότητας

82.

Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά αποκλειστικώς τον κανονισμό 44/2001. Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το παρόν προδικαστικό ερώτημα αφορά εξίσου και τον κανονισμό 1215/2012. Εξάλλου, οι διάδικοι επικαλέστηκαν επίσης τον εν λόγω κανονισμό στις αγορεύσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

83.

Συναφώς, φρονώ ότι τα διδάγματα που αντλούνται από τον κανονισμό 1215/2012 δεν είναι ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση τις σκέψεις που εκτίθενται ανωτέρω.

84.

Πρώτον, ενώ ο κανονισμός 44/2001 δεν ρυθμίζει ρητά το ζήτημα της σημασίας του δικαίου του δικάζοντος δικαστή (lex fori) του κράτους μέλους εκτελέσεως κατά την εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων, ο κανονισμός 1215/2012 προβλέπει, στο άρθρο 41, παράγραφος 1, μεταξύ άλλων, ότι οι αλλοδαπές αποφάσεις εκτελούνται στο κράτος μέλος εκτελέσεως υπό τους ίδιους όρους οι οποίοι ισχύουν και για την εκτέλεση των αποφάσεων που εκδίδονται στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος ( 37 ).

85.

Πάντως, παρά την κατάργηση υπό το καθεστώς του κανονισμού 1215/2012 της διαδικασίας κηρύξεως εκτελεστότητας, η διάκριση μεταξύ της εκτελεστότητας και της καθαυτό εκτελέσεως, η οποία διέπεται από το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή (lex fori) του κράτους μέλους εκτελέσεως, διατηρήθηκε από τον νομοθέτη της Ένωσης στο πλαίσιο του κανονισμού αυτού ( 38 ).

86.

Την ερμηνεία αυτή προβάλλει επίσης η Γερμανική Κυβέρνηση, η οποία, μολονότι καταλήγει σε διαφορετικά συμπεράσματα, διαπιστώνει ότι το άρθρο 41, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1215/2012 καθορίζει τις αρχές που εφαρμόζονταν στο πλαίσιο του κανονισμού 44/2001. Εξάλλου, ορισμένοι συγγραφείς θεωρούν ότι η εν λόγω διάταξη του κανονισμού 1215/2012 κωδικοποιεί τις αρχές που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τον κανονισμό 44/2001 ( 39 ).

87.

Ως εκ τούτου, ουδεμία ένδειξη υπάρχει ότι η θέση σε ισχύ του κανονισμού 1215/2012 μπορεί να έχει οιαδήποτε επίπτωση στον χαρακτηρισμό διατάξεως όπως αυτής του άρθρου 929, παράγραφος 2, του ZPO.

88.

Δεύτερον, θεωρώ ότι, και υπό το καθεστώς του κανονισμού 1215/2012, το πρόβλημα του αδιεξόδου που δημιουργείται λόγω της εφαρμογής εθνικής ρυθμίσεως όπως αυτή του άρθρου 929, παράγραφος 2, του ZPO ως κανόνα του κράτους μέλους εκτελέσεως ανακύπτει κατά τον ίδιο τρόπο. Ως εκ τούτου, η νομολογία σχετικά με τη διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του συστήματος του κανονισμού 1215/2012 έχει εφαρμογή ( 40 ).

89.

Για τους λόγους αυτούς, φρονώ ότι ούτε τα διδάγματα που αντλούνται από την κατάργηση της διαδικασίας κηρύξεως εκτελεστότητας ούτε αυτά που αντλούνται από την εισαγωγή διατάξεως όπως το άρθρο 41, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 μπορούν να δικαιολογήσουν την άποψη ότι, υπό το καθεστώς του κανονισμού 44/2001, διάταξη όπως το άρθρο 929, παράγραφος 2, του ZPO μπορεί να έχει εφαρμογή κατά την εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων στη Γερμανία.

90.

Καταλήγοντας, διάταξη, πρώτον, η οποία δεν αφορά την εκτέλεση αλλοδαπής αποφάσεως αλλά μάλλον τη διαδικασία κηρύξεως εκτελεστότητας ( 41 ) και, δεύτερον, η εφαρμογή της οποίας κατά την εκτέλεση θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητα του συστήματος του κανονισμού 44/2001 δεν συνιστά κανόνα του δικαίου του δικάζοντος δικαστή (lex fori) του κράτους μέλους εκτελέσεως ( 42 ). Οι εκτιμήσεις αυτές δεν αναιρούνται από τα διδάγματα που αντλούνται από την ανάλυση του κανονισμού 1215/2012. Ο κανονισμός αυτός δεν έχει μεταβάλει ούτε τη λογική ούτε τις αρχές που διέπουν τα όρια εφαρμογής του δικαίου του δικάζοντος δικαστή (lex fori) του κράτους μέλους εκτελέσεως.

VI. Πρόταση

91.

Βάσει των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα του Bundesgerichtshof (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία) ως εξής:

Ο κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, και ιδίως το άρθρο 38, παράγραφος 1, αυτού, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή διατάξεως της νομοθεσίας του κράτους μέλους εκτελέσεως, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει προθεσμία για την υποβολή αιτήσεως για την εκτέλεση αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως, στο πλαίσιο της καθαυτό εκτελέσεως αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως εκδοθείσας σε άλλο κράτος μέλος.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1).

( 3 ) Η υπό κρίση υπόθεση παρέχει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να ερμηνεύσει για δεύτερη φορά, εξ όσων γνωρίζω, τους κανόνες περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών αποφάσεων επί υποθέσεως στην οποία οι διατάξεις του ZPO περί συντηρητικής κατασχέσεως τυγχάνουν εφαρμογής. Βλ. απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1994, Mund & Fester (C‑398/92, EU:C:1994:52).

( 4 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1).

( 5 ) Απόφαση της 28ης Απριλίου 2009, Αποστολίδης (C‑420/07, EU:C:2009:271).

( 6 ) Απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Prism Investments (C‑139/10, EU:C:2011:653).

( 7 ) Απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Prism Investments (C‑139/10, EU:C:2011:653).

( 8 ) Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7).

( 9 ) Βλ. αποφάσεις της 2ας Ιουλίου 1985, Deutsche Genossenschaftsbank (148/84, EU:C:1985:280, σκέψη 19)· της 3ης Οκτωβρίου 1985, Capelloni και Aquilini (119/84, EU:C:1985:388, σκέψη 16)· της 4ης Φεβρουαρίου 1988, Hoffmann (145/86, EU:C:1988:61, σκέψη 27), καθώς και της 29ης Απριλίου 1999, Coursier (C‑267/97, EU:C:1999:213, σκέψη 28).

( 10 ) Βλ. αποφάσεις της 28ης Απριλίου 2009, Αποστολίδης (C‑420/07, EU:C:2009:271, σκέψη 69), και της 13ης Οκτωβρίου 2011, Prism Investments (C‑139/10, EU:C:2011:653, σκέψη 40).

( 11 ) Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Mahnkopf (C‑558/16, EU:C:2017:965, σημείο 32). Βλ. επίσης τις προτάσεις μου στην υπόθεση Hőszig (C‑222/15, EU:C:2016:224, σημεία 31 και 47).

( 12 ) Επισημαίνω συναφώς ότι στη θεωρία δεν επικρατεί ομοφωνία σχετικά με την εφαρμογή εθνικών διατάξεων οι οποίες, κατά την εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων, προβλέπουν προθεσμία για την υποβολή της αιτήσεως εκτελέσεως ενός ασφαλιστικού μέτρου. Ορισμένοι συγγραφείς τείνουν προς την εκτίμηση ότι οι διατάξεις αυτές δεν μπορούν να εφαρμοσθούν στην περίπτωση αυτή. Βλ., μεταξύ άλλων, Kropholler, J., von Hein, J., Europäisches Zivilprozessrecht: Kommentar zu EuGVO, Lugano-Übereinkommen, 9η έκδοση, Verlag Recht und Wirtschaft, C.H. Beck, Frankfurt am Main 2011, σ. 615 και 616, σημείο 10. Βλ., κατ’ αντιδιαστολή, Schack, H., Internationales Zivilverfahrensrecht: mit internationalem Insolvenz- und Schiedsverfahrensrecht, C.H. Beck, Μόναχο, 2014, σημείο 1066.

( 13 ) Βλ., συναφώς, όσον αφορά την εκτελεστότητα αποφάσεως της οποίας ζητείται η εκτέλεση υπό το καθεστώς του κανονισμού 44/2001, απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Prism Investments (C‑139/10, EU:C:2011:653, σκέψεις 37 και 39).

( 14 ) Όσον αφορά τον εκτελεστό χαρακτήρα αλλοδαπής αποφάσεως, βλ. αποφάσεις της 29ης Απριλίου 1999, Coursier (C‑267/97, EU:C:1999:213, σκέψη 23), και της 28ης Απριλίου 2009, Αποστολίδης (C‑420/07, EU:C:2009:271, σκέψεις 65 και 66). Επισημαίνω ότι, στη θεωρία, έχει ακόμη υποστηριχθεί ότι η εφαρμογή μιας διατάξεως του ισπανικού δικαίου η οποία προβλέπει παρεμφερή προθεσμία προς εκείνη του άρθρου 929, παράγραφος 2, του ZPO κατά την εκτέλεση αλλοδαπής αποφάσεως δεν είναι σύμφωνη με το άρθρο 38 του κανονισμού 44/2001, καθόσον μια απόφαση δεν μπορεί να εκτελεστεί εντός του κράτους μέλους εκτελέσεως ασχέτως της εκτελεστότητας της αποφάσεως σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως. Βλ. Steinmetz, A., «Anwendbarkeit der Ausschlussfrist in der spanischen ZPO auch auf ausländische Vollstreckungstitel?», Recht der internationalen Wirtschaft, αριθ. 5, 2009, σ. 304.

( 15 ) Πράγματι, εκτιμώ ότι μια απόφαση περί συντηρητικής κατασχέσεως, όπως αυτή της οποίας η εκτέλεση ζητείται στην υπόθεση της κύριας δίκης, αποτελεί «ασφαλιστικό μέτρο» υπό την έννοια του άρθρου 31 του κανονισμού 44/2001. Επομένως, πρόκειται για μέτρο που αποσκοπεί στη διατήρηση μιας πραγματικής ή νομικής καταστάσεως προς διασφάλιση των δικαιωμάτων των οποίων η αναγνώριση ζητείται εξάλλου από το δικαστήριο της ουσίας. Βλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 1992, Reichert και Kockler (C‑261/90, EU:C:1992:149, σκέψη 34).

( 16 ) Βλ., συναφώς, Goldstein, S., «Recent Developments and Problems in the Granting of Preliminary Relief: a Comparative Analysis», Revue hellénique de droit international, 1987-1988, 40ό και 41ο έτος, σ. 13. Εκτιμώ ότι οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να εκδοθεί απόφαση περί συντηρητικής κατασχέσεως διαφέρουν, ιδίως, ως προς το είδος και τη σοβαρότητα της απειλής που προκαλείται από τη μη επιβολή κατασχέσεως. Βλέπε, παραδείγματος χάριν, στο γερμανικό δίκαιο, το άρθρο 917 του ZPO, το οποίο ορίζει ότι απόφαση συντηρητικής κατασχέσεως μπορεί να εκδοθεί εφόσον η εκτέλεση της τελικής αποφάσεως είναι αδύνατη ή σημαντικά δυσχερέστερη, η δε τελευταία αυτή προϋπόθεση αναφέρεται στη θεωρία, ως προϋπόθεση «πολύ πιο ειδική». Βλ. Cuniberti, G., Les mesures conservatoires portant sur des biens situés à l’étranger, LGDJ, Παρίσι, 2000, σ. 267. Παρόμοια προϋπόθεση προβλέπεται, για παράδειγμα, στο πολωνικό δίκαιο, στο άρθρο 7301, παράγραφος 2, του Kodeks postępowania cywilnego (κώδικα πολιτικής δικονομίας), της 17ης Νοεμβρίου 1964 (Dz. U. του 2014, θέση 101). Όσον αφορά το ιταλικό δίκαιο, το άρθρο 671 του Codice di procedura civile (κώδικα πολιτικής δικονομίας) προβλέπει ότι συντηρητική κατάσχεση μπορεί να επιβληθεί όταν υπάρχει κίνδυνος όσον αφορά την είσπραξη της οφειλής (periculum in mora). Έτσι, το άρθρο 671 του εν λόγω κώδικα δεν αναφέρει ρητώς τις περιπτώσεις στις οποίες η αδυναμία επιβολής κατασχέσεως θα μπορούσε να προκαλέσει δυσχέρειες κατά την εκτέλεση της τελεσίδικης αποφάσεως. Για τη συντηρητική κατάσχεση του ιταλικού δικαίου, βλ., επίσης, de Crisofaro, M., «National Report – Italy», στο Harsági V., Kengyel, M. (επιμ.), Grenzüberschreitende Vollstreckung in der Europäischen Union, Sellier, Μόναχο, 2011, σ. 119. Ωστόσο, έχω επίγνωση του γεγονότος ότι οι προϋποθέσεις εκδόσεως αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως που ορίζονται στις εθνικές νομοθεσίες αποτελούν αντικείμενο νομολογιακών εξελίξεων που ενδέχεται να οδηγήσουν στη διεύρυνση ή τον περιορισμό των διαφορών μεταξύ των νομικών συστημάτων των κρατών μελών.

( 17 ) Cuniberti, G., Les mesures conservatoires portant sur des biens situés à l’étranger, LGDJ, Παρίσι, 2000, σ. 267.

( 18 ) Cuniberti, G., όπ.π., σ. 255. Όσον αφορά τα ασφαλιστικά μέτρα εν γένει, χωρίς αναφορά στο ζήτημα της πολυμορφίας των προϋποθέσεων χορηγήσεως, βλ., συναφώς, Hess, B., «The Brussels I Regulation: Recent Case Law of the Court of Justice and the Commission’s Proposed Recast», Common Market Law Review, 2012, σ. 1098.

( 19 ) Βλ., συναφώς, Wittmann, J., «BGH, 11.05.2017 - V ZB 175/15: Anwendbarkeit der Vollziehungsfrist aus § 929 Abs. 2 ZPO bei Vollstreckung ausländischer Titel nach Maßgabe EuGVVO», Zeitschrift für Internationales Wirtschaftsrecht, 2018, αριθ. 1, σ. 42, ο οποίος τονίζει, εντούτοις, ότι ο χρονικός περιορισμός που επιβάλει το άρθρο 929, παράγραφος 2, του ZPO ερείδεται όχι στην ίδια τη διαδικασία της εκτελέσεως, αλλά στην επείγουσα διαδικασία που οδηγεί στην εκτέλεση.

( 20 ) Βλ., συναφώς, υπό το καθεστώς της Συμβάσεως των Βρυξελλών, απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 1988, Hoffmann (145/86, EU:C:1988:61, σκέψη 11). Όσον αφορά τον κανονισμό 44/2001, βλ. αποφάσεις της 28ης Απριλίου 2009, Αποστολίδης (C‑420/07, EU:C:2009:271, σκέψη 66)· της 13ης Οκτωβρίου 2011, Prism Investments (C‑139/10, EU:C:2011:653, σκέψη 40), καθώς και της 15ης Νοεμβρίου 2012, Gothaer Allgemeine Versicherung κ.λπ. (C‑456/11, EU:C:2012:719, σκέψη 34).

( 21 ) Βλ., συναφώς, De Miguel Asensio, P.A., «Recognition and Enforcement of Judgments in Intellectual Property Litigation: the Clip Principles», στο Basedow, J., Kono, T., και Metzger, A. (επιμ.), Intellectual Property in the Global Arena – Jurisdiction, Applicable Law, and the Recognition of Judgments in Europe, Japan and the US, Mohr Siebeck, Tübingen, 2010, σ. 251, Requejo Isidro, M., «The Enforcement of Monetary Final Judgments Under the Brussels Ibis Regulation (A Critical Assessment)», στο V. Lazić, Stuij S. (επιμ.), Brussels Ibis Regulation: Changes and Challenges of the Renewed Procedural Scheme, Springer, Χάγη, 2017, σ. 88.

( 22 ) Απόφαση της 26ης Απριλίου 2012, Health Service Executive (C‑92/12 PPU, EU:C:2012:255, σκέψεις 141 και 143).

( 23 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 (ΕΕ 2003, L 338, σ. 1).

( 24 ) Βλ. αποφάσεις της 28ης Απριλίου 2009, Αποστολίδης (C‑420/07, EU:C:2009:271, σκέψη 66), και της 13ης Οκτωβρίου 2011, Prism Investments (C‑139/10, EU:C:2011:653, σκέψη 40). Πρέπει να σημειωθεί ότι ο περιορισμός αυτός ως προς τα αποτελέσματα που προσδίδονται σε μια αλλοδαπή απόφαση καθιερώθηκε από τη νομολογία του Δικαστηρίου σαφώς αργότερα από τον πρώτο περιορισμό, ο οποίος αφορούσε τη θεωρία της επεκτάσεως των αποτελεσμάτων και ο οποίος είχε ήδη καθιερωθεί με την απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 1988, Hoffmann (145/86, EU:C:1988:61, σκέψη 11). Επισημαίνω ότι, με τις προτάσεις του στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, ο γενικός εισαγγελέας M. Darmon εξέτασε επίσης τον δεύτερο αυτόν περιορισμό. Έκρινε ότι ο περιορισμός αυτός δικαιολογείται από την ανάγκη εξασφαλίσεως της ομοιομορφίας των ερμηνειών και τη μέριμνα προλήψεως της υπερβολικής προσφυγής στη ρήτρα της δημοσίας τάξεως. Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Darmon στην υπόθεση Hoffmann (145/86, μη δημοσιευθείσες, EU:C:1987:358, σημείο 20). Οι σκέψεις αυτές πάντως δεν αντικατοπτρίζονται στην απόφαση του Δικαστηρίου.

( 25 ) Βλ. τις δημοσιεύσεις που παρατίθενται στην υποσημείωση 21.

( 26 ) Εξάλλου, ενδέχεται η έκδοση δεύτερης αποφάσεως περί συντηρητικής κατασχέσεως στο κράτος μέλος εκδόσεως να συνεπάγεται την ακύρωση της προγενέστερης αποφάσεως. Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία ο δανειστής έχει ήδη βάσει της εν λόγω αποφάσεως επιβάλει συντηρητική κατάσχεση επί των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη που βρίσκονται στο κράτος μέλος εκδόσεως, η έκδοση δεύτερης αποφάσεως θα μπορούσε να αναιρέσει τα αποτελέσματα της εν λόγω κατασχέσεως.

( 27 ) Όσον αφορά τις δικονομικές διατάξεις που ρυθμίζουν την έκταση του ελέγχου που διενεργείται από το ακυρωτικό δικαστήριο, βλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 1983, Duijnstee (288/82, EU:C:1983:326, σκέψεις 13 και 14). Όσον αφορά τους δικονομικούς κανόνες περί του παραδεκτού των αιτήσεων, βλ. απόφαση της 15ης Μαΐου 1990, Hagen (C‑365/88, EU:C:1990:203, σκέψεις 21 και 22).

( 28 ) Βλ. αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 1985, Capelloni και Aquilini (119/84, EU:C:1985:388, σκέψη 21), και της 4ης Φεβρουαρίου 1988, Hoffmann (145/86, EU:C:1988:61, σκέψη 29).

( 29 ) Βλ. απόφαση της 28ης Απριλίου 2009, Αποστολίδης (C‑420/07, EU:C:2009:271, σκέψη 69).

( 30 ) Βλ. απόφαση της 27ης Απριλίου 2004, Turner (C‑159/02, EU:C:2004:228, σκέψεις 29 και 30).

( 31 ) Βλ. απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2009, Allianz και Generali Assicurazioni Generali (C‑185/07, EU:C:2009:69, σκέψη 31).

( 32 ) Το άρθρο 31 του κανονισμού 44/2001 ορίζει ότι τα ασφαλιστικά μέτρα που προβλέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους μπορούν να ζητηθούν από τις δικαστικές αρχές του κράτους αυτού, έστω και αν δικαστήριο άλλου κράτους μέλους έχει, σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό, διεθνή δικαιοδοσία για την ουσία της υπόθεσης.

( 33 ) Εν πάση περιπτώσει, θα επρόκειτο για νέα αίτηση, βασιζόμενη στις τρέχουσες συνθήκες και εξεταζόμενη εκ νέου από τις δικαστικές αρχές άλλου κράτους μέλους. Εξάλλου, μόνο μέτρα που προβλέπονται στο δίκαιο κράτους μέλους μπορούν να ζητηθούν με την αίτηση αυτή. Επιπλέον, ο δανειστής θα είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει τη διαδικασία που προβλέπεται από το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι οι κανόνες που διέπουν την οργάνωση των εθνικών διαδικασιών ασφαλιστικών μέτρων είναι δυνατόν να παρουσιάζουν μεγαλύτερες διαφορές, ανάλογα με τα συμβαλλόμενα κράτη μέλη της Συμβάσεως των Βρυξελλών, σε σχέση με τους κανόνες που διέπουν την οργάνωση των διαδικασιών επί της ουσίας. Βλ., συναφώς, απόφαση της 6ης Ιουνίου 2002, Italian Leather (C‑80/00, EU:C:2002:342, σκέψη 42).

( 34 ) Βλ. σημεία 33 έως 59 των παρουσών προτάσεων.

( 35 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, την αποδοχή και εκτέλεση δημόσιων εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής και την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου (ΕΕ 2012, L 201, σ. 107).

( 36 ) Βλ. απόφαση της 1ης Μαρτίου 2018, Mahnkopf (C‑558/16, EU:C:2018:138). Βλ., επίσης, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Mahnkopf (C‑558/16, EU:C:2017:965, σημεία 101 και 102). Βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2017, Kubicka (C‑218/16, EU:C:2017:755, σκέψη 56).

( 37 ) Κατά τα λοιπά, υποστηρίχθηκε στη θεωρία ότι η έκφραση «υπό τους ίδιους όρους» στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού δεν αφορά μόνο τον ρόλο του δικαίου του δικάζοντος δικαστή («lex fori»), αλλά θεσπίζει επίσης την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων εις βάρος των αλλοδαπών αποφάσεων. Βλ., συναφώς, Grzegorczyk, P., «Wykonywanie w Polsce orzeczeń pochodzących z państw członkowskich Unii Europejskiej objętych reżimem automatycznej wykonalności», στο Marciniak, A. (επιμ.), Egzekucja sądowa w świetle przepisów z zakresu międzynarodowego postępowania cywilnego, Currenda, Sopot, 2015, σ. 142. Εξάλλου, η έκφραση «υπό τους ίδιους όρους» περιλαμβάνεται επίσης στο άρθρο 47, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003. Στην απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, Povse (C‑211/10 PPU, EU:C:2010:400), το Δικαστήριο έκρινε ότι η έκφραση αυτή πρέπει να ερμηνεύεται στενά [«αυστηρώς» κατά την απόφαση αυτή]. Κατά το Δικαστήριο, η μνεία αυτή μπορεί να αφορά μόνον τους διαδικαστικούς κανόνες βάσει των οποίων πρέπει να διενεργηθεί η εκτέλεση. Επιπλέον, η μνεία αυτή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελέσει ουσιαστικό λόγο κατά της εκτελέσεως της αποφάσεως λόγω μεταβολής των συνθηκών επελθούσας μετά την έκδοσή της. Ο σχετικός λόγος στηρίζεται επομένως στην ίδια λογική με το άρθρο 929, παράγραφος 2, του ZPO, δηλαδή, σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο και τη Γερμανική Κυβέρνηση, στην αποτροπή της εκτελέσεως λόγω πιθανής μεταβολής των συνθηκών.

( 38 ) Βλ., συναφώς, Cuniberti, G., Rueda, I., «European Commentaries on Private International Law», τόμος I, Brussels Ibis Regulation-Commentary, Magnus, U. και Mankowski, P. (επιμ.), Otto Schmidt, Κολωνία, 2016, σ. 846· Hartley, T., Civil Jurisdiction and Judgments in Europe. The Brussels I Regulation, the Lugano Convention, and the Hague Choice of Court Convention, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2017, σ. 302· Kramer, X., «Cross-Border Enforcement and the Brussels I-bis Regulation: Towards a New Balance between Mutual Trust and National Control over Fundamental Rights», Netherlands International Law Review, 2013, αριθ. 60(3), σ. 360· Nuyts, A., «La refonte du règlement Bruxelles I», Revue critique de droit international privé, 2013, αριθ. 1, σ. 1. επ., σημείο 15.

( 39 ) Kramer, X., όπ.π., σ. 360.

( 40 ) Βλ. σημεία 73 έως 77 των παρουσών προτάσεων.

( 41 ) Βλ. σημεία 33 έως 59 των παρουσών προτάσεων.

( 42 ) Βλ. σημεία 75 έως 77 των παρουσών προτάσεων.

Top