Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62016CN0460

Υπόθεση C-460/16 P: Αναίρεση που άσκησε στις 12 Αυγούστου 2016 η Trefilerías Quijano, SA κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) στις 2 Ιουνίου 2016 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-426/10 έως T-429/16 και T-438/12 έως T-441/12, Moreda-Riviere Trefilerias κ.λπ. κατά Επιτροπής

ΕΕ C 392 της 24.10.2016, p. 18–19 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

24.10.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 392/18


Αναίρεση που άσκησε στις 12 Αυγούστου 2016 η Trefilerías Quijano, SA κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) στις 2 Ιουνίου 2016 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-426/10 έως T-429/16 και T-438/12 έως T-441/12, Moreda-Riviere Trefilerias κ.λπ. κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-460/16 P)

(2016/C 392/22)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Trefilerías Quijano, S.A. (εκπρόσωποι: F. González Díaz, A. Tresandi Blanco, V. Romero Algarra, δικηγόροι)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

Να ακυρώσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Ιουνίου 2016 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-426/10 έως T-429/10 και, ειδικότερα, στην υπόθεση T-427/10, Trefilerías Quijano κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο της παρούσας διαδικασίας όσο και της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

1.

Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο συνιστάμενη σε παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών μέσων, παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως όσον αφορά τη προβαλλόμενη ύπαρξη διαρθρωτικών δεσμών μεταξύ της TQ και της GSW πριν από το 1996, προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή και/ή σε υπέρβαση των εξουσιών του όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο και, εν πάση περιπτώσει, στηρίχθηκε σε πραγματικά περιστατικά καταφανώς μη κρίσιμα, και/ή χαρακτήρισε εσφαλμένως τα πραγματικά αυτά περιστατικά ως ενδείξεις διαρθρωτικών δεσμών και, εν πάση περιπτώσει, εφήρμοσε εσφαλμένως την έννοια του υπευθύνου της παραβάσεως κάνοντας αναφορά στη συμμετοχή της TQ στον όμιλο Celsa.

2.

Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του κατάλληλου νομικού κριτηρίου και κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων και, εν πάση περιπτώσει, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο καθ’ ό μέρος έκρινε ότι η αναιρεσείουσα είχε προσκομίσει απλώς και μόνο «βεβαιώσεις των γενικών διευθυντών της» (στην πραγματικότητα, ένορκες βεβαιώσεις των γενικών διευθυντών της TQ) προς απόδειξη του γεγονότος ότι οι εκτελεστικές και ελεγκτικές εξουσίες της GSW, υπό την ιδιότητά της ως μοναδικού διαχειριστή, ανατέθηκαν στους αντίστοιχους γενικούς διευθυντές της TQ, και ότι η TQ είχε υιοθετήσει αυτοτελή συμπεριφορά στην αγορά. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε ελλιπή αιτιολόγηση καθ’ ό μέρος δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους οι επικληθείσες από την αναιρεσείουσα ένορκες βεβαιώσεις των γενικών διευθυντών της TQ στερούνται ερείσματος.

3.

Το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένο χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, ήτοι, των εντυπώσεων των ανταγωνιστών, κρίνοντας ότι οι εντυπώσεις αυτές συνιστούν πρόσθετες ενδείξεις και ότι, ως εκ τούτου, είναι νομικώς κρίσιμες κατά την απόδειξη ότι υφίσταται ενιαία οικονομική μονάδα συσταθείσα από την TQ, την GSW και τις λοιπές εταιρίες στο κεφάλαιο των οποίων μετέχει η τελευταία. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο συνιστάμενη σε παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων ως προς τις εντυπώσεις των ανταγωνιστών.

4.

Το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένο χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, ήτοι, της αλληλοεπικαλύψεως προσωπικού μεταξύ της TQ, της GSW και των λοιπών εταιριών στο κεφάλαιο των οποίων μετέχει η τελευταία, εκτιμώντας ότι οι αλληλοεπικαλύψεις αυτές συνιστούν πρόσθετη ένδειξη και ότι, ως εκ τούτου, είναι νομικώς κρίσιμες κατά την απόδειξη ότι οι εταιρίες αυτές συγκροτούν ενιαία οικονομική μονάδα, με μητρική εταιρία τη GSW.

5.

Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά τον χαρακτηρισμό συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, ήτοι, της κατανομής των δραστηριοτήτων παραγωγής και πωλήσεως ανάμεσα στις τέσσερις εταιρίες, κρίνοντας ότι η κατανομή αυτή συνιστά πρόσθετη ένδειξη, νομικώς κρίσιμη, κατά την απόδειξη ότι η TQ αποτελεί μέρος ενιαίας οικονομικής μονάδας συσταθείσας από την GSW και τις λοιπές εταιρίες στο κεφάλαιο των οποίων μετέχει η τελευταία.

6.

Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά το νομικό κριτήριο που έπρεπε να εφαρμοστεί για την εκτίμηση της προβαλλόμενης ασκήσεως καθοριστικής επιρροής και, εν πάση περιπτώσει, προέβη σε ελλιπή αιτιολόγηση όσον αφορά την προβαλλόμενη άσκηση καθοριστικής επιρροής από την GSW επί της TQ.

7.

Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων και, εν πάση περιπτώσει, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο καθ’ ό μέρος απέρριψε το προβληθέν από την αναιρεσείουσα επιχείρημα ότι η GSW δεν ασκούσε καθοριστική επιρροή επί της TQ.

8.

Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο συνιστάμενη σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας εκτιμώντας ότι, καθόσον η Επιτροπή είχε στηρίξει την εκτίμησή της περί της ικανότητας της αναιρεσείουσας να καταβάλει το πρόστιμο σε πραγματικά περιστατικά απορρέοντα από έγγραφα που είχε προσκομίσει και για τα οποία ήταν ενήμερη η αναιρεσείουσα, η Επιτροπή είχε σεβαστεί το δικαίωμα ακροάσεως της αναιρεσείουσας.

9.

Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων και, εν πάση περιπτώσει, δεν άσκησε ορθώς τις αρμοδιότητές του δικαστικού ελέγχου. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο συνιστάμενη σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Τέλος, και εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο συνιστάμενη σε παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων ως προς τη δυνατότητα της αναιρεσείουσας να λάβει εξωτερική χρηματοδότηση.

10.

Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων και, εν πάση περιπτώσει, παρέβη την υποχρέωση ασκήσεως ελέγχου πλήρους δικαιοδοσίας καθ’ ό μέρος έκρινε ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε διαβιβάσει στην Επιτροπή τις απαραίτητες πληροφορίες προκειμένου να εκτιμηθεί το μέγεθος της περιουσίας των μετόχων της. Επιπλέον, η αναιρεσείουσα εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε ελλιπή αιτιολόγηση καθ’ ό μέρος δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους οι επικληθείσες από την αναιρεσείουσα εκθέσεις της Deloitte δεν έχουν αποδεικτική ισχύ.


Top