This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62016CC0551
Opinion of Advocate General Mengozzi delivered on 29 November 2017.#J. Klein Schiphorst v Raad van bestuur van het Uitvoeringsinstituut werknemersverzekeringen.#Request for a preliminary ruling from the Centrale Raad van Beroep.#Reference for a preliminary ruling — Social security — Agreement between the European Community and the Swiss Confederation — Coordination of social security systems — Regulation (EC) No 883/2004 — Articles 7, 63 and 64 — Unemployment benefits — Unemployed person going to another Member State — Retention of entitlement to benefits — Duration.#Case C-551/16.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi της 29ης Νοεμβρίου 2017.
J. Klein Schiphorst κατά Raad van bestuur van het Uitvoeringsinstituut werknemersverzekeringen.
Αίτηση του Centrale Raad van Beroep για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική ασφάλιση – Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας – Συντονισμός των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Άρθρα 7, 63 και 64 – Παροχές ανεργίας – Άνεργος που μεταβαίνει σε άλλο κράτος μέλος – Διατήρηση του δικαιώματος λήψεως παροχών – Διάρκεια.
Υπόθεση C-551/16.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi της 29ης Νοεμβρίου 2017.
J. Klein Schiphorst κατά Raad van bestuur van het Uitvoeringsinstituut werknemersverzekeringen.
Αίτηση του Centrale Raad van Beroep για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική ασφάλιση – Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας – Συντονισμός των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Άρθρα 7, 63 και 64 – Παροχές ανεργίας – Άνεργος που μεταβαίνει σε άλλο κράτος μέλος – Διατήρηση του δικαιώματος λήψεως παροχών – Διάρκεια.
Υπόθεση C-551/16.
Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2017:920
ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ
PAOLO MENGOZZI
της 29ης Νοεμβρίου 2017 ( 1 )
Υπόθεση C‑551/16
J. Klein Schiphorst
κατά
Raad van bestuur van het Uitvoeringsinstituut werknemersverzekeringen
[αίτηση του Centrale Raad van Beroep (εφετείου για υποθέσεις κοινωνικής ασφαλίσεως και δημοσιοϋπαλληλικές υποθέσεις, Κάτω Χώρες)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Συμφωνία ΕΚ-Ελβετίας για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Άρθρα 7, 63 και 64 – Διακινούμενοι εργαζόμενοι – Παροχές ανεργίας – Αναζητών εργασία ο οποίος μεταβαίνει σε άλλο κράτος μέλος – Διατήρηση του δικαιώματος παροχών ανεργίας – Διάρκεια – Ευχέρεια»
I. Εισαγωγή
1. |
Μπορεί κράτος μέλος να μη χορηγεί κατά κανόνα παράταση της προθεσμίας εξαγωγής των παροχών ανεργίας πέραν των τριών μηνών σε υπηκόους του οι οποίοι αναζητούν εργασία; |
2. |
Αυτό είναι το αντικείμενο της προδικαστικής παραπομπής του Centrale Raad van Beroep (εφετείου για υποθέσεις κοινωνικής ασφαλίσεως και δημοσιοϋπαλληλικές υποθέσεις, Κάτω Χώρες), η οποία αφορά κατ’ ουσίαν την ερμηνεία του άρθρου 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας ( 2 ). |
II. Το ιστορικό της διαφοράς, η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα
3. |
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του J. Klein Schiphorst, Ολλανδού υπηκόου, και του Raad van bestuur van het Uitvoeringsinstituut werknemersverzekeringen (φορέα διαχειρίσεως των ασφαλειών μισθωτών εργαζομένων, Κάτω Χώρες, στο εξής: Uwv), με αντικείμενο την απόρριψη από τον Uwv της αιτήσεως του J. Klein Schiphorst να παραταθεί η προβλεπόμενη από το άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 883/2004 τρίμηνη περίοδος κατά την οποία διατηρείται σε ισχύ το δικαίωμα παροχών ανεργίας, σε σχέση με τις παροχές που του κατέβαλλε τον Uwv από την 1η Σεπτεμβρίου ως τις 30 Νοεμβρίου 2012, στο πλαίσιο της εκ μέρους του αναζητήσεως εργασίας στο έδαφος της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, της οποίας υπήκοος είναι η σύντροφός του. |
4. |
Όπως τονίζει το αιτούν δικαστήριο, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο J. Klein Schiphorst είχε όντως το δικαίωμα να εξακολουθήσει να λαμβάνει για τρεις μήνες, από την 1η Σεπτεμβρίου έως τις 30 Νοεμβρίου 2012, τις παροχές ανεργίας, ενόσω αναζητούσε εργασία στην Ελβετία. |
5. |
Πράγματι, πρώτον, το άρθρο 64, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 προβλέπει ότι ο πλήρως άνεργος, ο οποίος πληροί τους όρους της νομοθεσίας του αρμόδιου κράτους μέλους για τη θεμελίωση δικαιώματος παροχών και μεταβαίνει σε άλλο κράτος μέλος για να αναζητήσει εκεί εργασία, διατηρεί το δικαίωμα χρηματικών παροχών ανεργίας υπό τους όρους και σύμφωνα με τους περιορισμούς που απαριθμούνται στο ίδιο άρθρο. Μεταξύ αυτών των όρων και περιορισμών περιλαμβάνονται οι μνημονευόμενοι στο στοιχείο γʹ της ίδιας παραγράφου, ήτοι η συνέχιση της καταβολής των παροχών «για περίοδο τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έπαυσε να είναι στη διάθεση των υπηρεσιών απασχόλησης του κράτους μέλους από το οποίο αναχώρησε, υπό τον όρο ότι η συνολική διάρκεια χορήγησης των παροχών δεν υπερβαίνει τη συνολική χρονική διάρκεια του δικαιώματός του σε παροχές δυνάμει της νομοθεσίας του σχετικού κράτους μέλους» ( 3 ). |
6. |
Δεύτερον, δεν αμφισβητείται ότι, βάσει της Συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, που υπογράφηκε στο Λουξεμβούργο στις 21 Ιουνίου 1999 ( 4 ) (στο εξής: Συμφωνία ΕΚ-Ελβετίας), και δυνάμει του παραρτήματος ΙΙ της συμφωνίας αυτής, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 1/2012 της Μεικτής Επιτροπής που συστάθηκε βάσει της Συμφωνίας ΕΚ-Ελβετίας, της 31ης Μαρτίου 2012, η οποία αντικαθιστά το παράρτημα ΙΙ της εν λόγω συμφωνίας για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως ( 5 ), ο κανονισμός 883/2004 εφαρμόζεται από την 1η Απριλίου 2012 στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, η οποία, για τους σκοπούς της εφαρμογής του ως άνω κανονισμού, εξομοιώνεται προς τα πρώτα. |
7. |
Αντιθέτως, η διαφορά της κύριας δίκης και τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν κατ’ ουσία την ερμηνεία του άρθρου 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του κανονισμού 883/2004, όπου διευκρινίζεται ότι «η περίοδος τριών μηνών δύναται να παρατείνεται από την αρμόδια υπηρεσία ή φορέα έως έξι μήνες κατ’ ανώτατο όριο». |
8. |
Συναφώς, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η αίτηση παρατάσεως της περιόδου εξαγωγής, την οποία υπέβαλε ο J. Klein Schiphorst, απορρίφθηκε από τον Uwv με την αιτιολογία ότι ο διοικητικός αυτός φορέας έχει ως αρχή να απορρίπτει τέτοιες αιτήσεις παρατάσεως, κατ’ εφαρμογήν οδηγιών που έδωσε, τον Ιανουάριο του 2011, το ολλανδικό Υπουργείο Κοινωνικών Υποθέσεων και Απασχόλησης, εκτός αν η απόρριψη αυτή, λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, καταλήγει σε παράλογο αποτέλεσμα. Κατά τον Uwv, η εξαίρεση αυτή δεν μπορούσε να αναγνωριστεί στην περίπτωση του J. Klein Schiphorst, διότι, παρά τις πρωτοβουλίες του για την ανεύρεση εργασίας στην Ελβετία, δεν υπήρχαν συγκεκριμένες προοπτικές απασχόλησης στο τελευταίο αυτό κράτος, ούτε άλλες περιστάσεις που θα οδηγούσαν στο να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να υποχρεωθεί ο J. Klein Schiphorst να επιστρέψει στις Κάτω Χώρες στο τέλος της τρίμηνης περιόδου. |
9. |
Δεδομένου ότι η προσφυγή του J. Klein Schiphorst κατά της αποφάσεως του Uwv απορρίφθηκε σε πρώτο βαθμό, με το σκεπτικό ότι ο διοικητικός αυτός φορέας είχε αιτιολογήσει επαρκώς κατά νόμον την απόφασή του να μην κάνει χρήση της ευχέρειας που του παρέχει το άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του κανονισμού 883/2004, ο εκκαλών της κύριας δίκης άσκησε έφεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. |
10. |
Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το αν η απόφαση του Uwv συμβιβάζεται με το ενωσιακό δίκαιο. |
11. |
Συναφώς, καίτοι αναγνωρίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 63 του κανονισμού 883/2004, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να εξαρτούν τις παροχές ανεργίας από ρήτρα κατοικίας, το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η διάταξη αυτή προβλέπει επίσης ότι το άρθρο 7 του ίδιου κανονισμού, το οποίο απαγορεύει τις ρήτρες κατοικίας, έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις των άρθρων 64 και 65 του κανονισμού 883/2004 και εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτά. Έτσι, εφόσον η ευχέρεια παρατάσεως της διάρκειας της δυνατότητας εξαγωγής των παροχών ανεργίας κατά τρεις μήνες προβλέπεται στο άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του κανονισμού 883/2004, κατά το αιτούν δικαστήριο, η εφαρμογή του άρθρου 7 έχει σημασία για την ερμηνεία και την άσκηση αυτής της ευχέρειας. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ακόμη αν η εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και των εργαζομένων θα μπορούσε επίσης να ασκεί επιρροή ως προς την ερμηνεία της ευχέρειας στην οποία αναφέρεται το άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του κανονισμού 883/2004. |
12. |
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Centrale Raad van Beroep (εφετείο για υποθέσεις κοινωνικής ασφαλίσεως και δημοσιοϋπαλληλικές υποθέσεις) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
|
13. |
Γραπτές παρατηρήσεις επί των ως άνω ερωτημάτων κατέθεσαν ο Uwv, η Ολλανδική, η Τσεχική, η Δανική, η Πολωνική, η Σουηδική και η Νορβηγική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Με εξαίρεση την Τσεχική και την Πολωνική Κυβέρνηση που δεν παρέστησαν, οι υπόλοιποι μετέχοντες στη διαδικασία ανέπτυξαν και προφορικώς τις παρατηρήσεις τους με τις αγορεύσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η οποία πραγματοποιήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2017. |
III. Ανάλυση
14. |
Όπως προκύπτει με ενάργεια από τα όσα εκτέθηκαν στα προηγούμενα σημεία, το άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 883/2004 παρέχει στους ανέργους ενός κράτους μέλους, προκειμένου να μπορούν να αναζητήσουν εργασία σε άλλο κράτος μέλος, το δικαίωμα να εξακολουθήσουν να λαμβάνουν παροχές ανεργίας για χρονικό διάστημα τριών μηνών, το οποίο, βάσει της τελευταίας φράσεως αυτού του άρθρου, «δύναται να παρατείνεται από την αρμόδια υπηρεσία ή φορέα έως έξι μήνες κατ’ ανώτατο όριο». |
15. |
Το ερώτημα είναι αν αυτή η ευχέρεια παρατάσεως, υπέρ ενός πολίτη, της δυνατότητας εξαγωγής των παροχών ανεργίας πέραν των τριών μηνών αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη, οπότε αυτά μπορούν κάλλιστα να μην κάνουν χρήση της και, επομένως, να απαγορεύσουν στην αρμόδια διοικητική αρχή να χορηγεί οποιαδήποτε τέτοια παράταση, όπως υποστηρίζουν η Ολλανδική, η Δανική, η Σουηδική και η Νορβηγική Κυβέρνηση, ή αν αναγνωρίζεται αποκλειστικώς στις αρμόδιες διοικητικές αρχές, οι οποίες πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να μπορούν να εξετάζουν κάθε ατομική περίπτωση, όπως ισχυρίζονται η Τσεχική και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή. |
16. |
Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υποθέσεως της κύριας δίκης, θα ήταν δυνατό να μη δοθεί ευθέως απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα. Πράγματι, από τα στοιχεία της δικογραφίας και τις εξηγήσεις της Ολλανδικής Κυβερνήσεως συνάγεται ότι, μολονότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών σε ένα πρώτο στάδιο αρνήθηκε, σύμφωνα με τις οδηγίες τις οποίες έδωσε τον Ιανουάριο του 2011 το Υπουργείο Κοινωνικών Υποθέσεων, να κάνει χρήση της ευχέρειας που παρέχει το άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του κανονισμού 883/2004, εντούτοις, σε ένα δεύτερο στάδιο, το ίδιο κράτος μέλος, αν και εμμένοντας στην αρχή ότι οι αιτήσεις παρατάσεως κατά κανόνα απορρίπτονται, «υποχρεώθηκε» –για να χρησιμοποιήσω τη διατύπωση του εκπροσώπου της Ολλανδικής Κυβερνήσεως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου– κατόπιν μιας αποφάσεως του πρωτοδικείου του Άμστερνταμ της 2ας Οκτωβρίου 2011 να αναθέσει στον Uwv το καθήκον να εξετάζει τις ατομικές αιτήσεις παρατάσεως, υποχρεώνοντάς τον να αιτιολογεί τις απορριπτικές αποφάσεις. |
17. |
Συνεπώς, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών εν τέλει έκανε, υπό τη μορφή «όχι, παρά μόνον αν» για να δανειστώ την έκφραση της Επιτροπής, χρήση της ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του κανονισμού 883/2004, οπότε αυτό το δεδομένο θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία για την απάντηση στο πρώτο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο. |
18. |
Νομίζω παρά ταύτα ότι είναι ουσιώδες να λύσει το Δικαστήριο με σαφήνεια, όπως του ζητήθηκε από τους μετέχοντες στη διαδικασία ενώπιόν του, το κατ’ αρχήν ζήτημα το οποίο προεκτέθηκε στο σημείο 15 ανωτέρω και αφορά το περιεχόμενο του άρθρου 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του κανονισμού 883/2004. Εν πάση περιπτώσει, εκτιμώ ότι ανήκει στα καθήκοντα του γενικού εισαγγελέα να δώσει μια απάντηση στο ερώτημα το οποίο τίθεται, προσφέροντας στο Δικαστήριο μια διαφωτιστική, αν και όχι απολύτως πλήρη, ανάλυση της προβληματικής σχετικά με τις ευχέρειες που παρέχονται στις εθνικές αρχές από τις διατάξεις του παράγωγου ενωσιακού δικαίου. |
19. |
Πάντως, μολονότι το Δικαστήριο δεν είχε, μέχρι τούδε, την ευκαιρία να ερμηνεύσει το άρθρο 64 του κανονισμού 883/2004, του έχει όμως ζητηθεί να αποσαφηνίσει το περιεχόμενο του άρθρου που προϋπήρξε αυτού, ήτοι του άρθρου 69 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας ( 6 ). |
20. |
Η νομολογία αυτή περιέχει χρήσιμα στοιχεία για τη λύση της διαφοράς στην παρούσα υπόθεση, αν και όχι αποφασιστικής σημασίας κατ’ εμέ, διότι η επίμαχη φράση («δύναται να παρατείνεται από την αρμόδια υπηρεσία ή φορέα έως έξι μήνες κατ’ ανώτατο όριο») συνιστά νεωτερισμό του κανονισμού 883/2004. Η νομολογία που διαμορφώθηκε όσο ίσχυε ο κανονισμός 1408/71 αποτελεί επομένως εξαιρετικό σημείο εκκινήσεως, αλλά θα ήταν μάταιο, κατά την άποψή μου, να επιχειρηθεί, όπως προσπάθησε να κάνει η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις της, να συναχθεί μία κατηγορηματική απάντηση στο πρώτο ερώτημα το οποίο υποβλήθηκε από το αιτούν δικαστήριο. |
21. |
Είναι πρόδηλο κατ’ αρχάς ότι η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 69, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1408/1971 διατηρεί όλη της τη σημασία όταν πρόκειται για την περίοδο τριών μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, ab initio, του κανονισμού 883/2004. |
22. |
Έτσι μπορεί κάλλιστα να υποστηριχθεί ότι το άρθρο αυτό παρέχει στον άνεργο την ευχέρεια να απαλλαγεί για το εν λόγω χρονικό διάστημα, προκειμένου να αναζητήσει εργασία σε άλλο κράτος μέλος, από την υποχρέωση την οποία του επιβάλλουν οι διάφορες εθνικές νομοθεσίες να βρίσκεται στη διάθεση των υπηρεσιών απασχόλησης του αρμόδιου κράτους, χωρίς ωστόσο να χάνει το δικαίωμα παροχών ανεργίας έναντι του τελευταίου αυτού κράτους ( 7 ). |
23. |
Άρα, προκειμένου να ευνοηθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, παραχωρείται σε όποιον αναζητεί εργασία μια «ευκολία», η οποία του παρέχει πλεονέκτημα σε σχέση με όποιον παραμένει στο αρμόδιο κράτος, καθόσον ο πρώτος ελευθερώνεται για χρονικό διάστημα τριών μηνών από την υποχρέωση να βρίσκεται στη διάθεση των υπηρεσιών απασχόλησης του κράτους αυτού και να υποβάλλεται στους ελέγχους που πραγματοποιούνται εκεί, αν και πρέπει να εγγραφεί στις υπηρεσίες απασχόλησης του κράτους στο οποίο μεταβαίνει ( 8 ). |
24. |
Το γεγονός ότι η παραχώρηση αυτής της ευκολίας περιορίζεται χρονικώς σε ένα μόνον τρίμηνο σημαίνει ότι, με την παρέλευση του τριμήνου, ο ενδιαφερόμενος που δεν βρήκε εργασία στο κράτος στο οποίο μετέβη οφείλει, κατ’ αρχήν, να επανέλθει στο αρμόδιο κράτος, προκειμένου να μπορεί, σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτού του κράτους, να εξακολουθήσει να λαμβάνει τις παροχές ανεργίας, διότι άλλως θα χάσει κάθε δικαίωμα στις ως άνω παροχές ( 9 ). |
25. |
Με άλλα λόγια, κατά τη λήξη της περιόδου τριών μηνών, το αρμόδιο κράτος επιτρέπεται, εκ νέου, να εξαρτά την καταβολή των παροχών ανεργίας από την προϋπόθεση κατοικίας στο έδαφός του. |
26. |
Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης, εξαρτώντας την ευκολία που παρεχόταν με το άρθρο 69, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1408/1971 από προϋποθέσεις και όρια, δεν έθιγε τους κανόνες που αφορούσαν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της Κοινότητας ( 10 ). |
27. |
Έχει δεχθεί επίσης ότι, εκτός των περιπτώσεων που διέπονταν από τις διατάξεις του κανονισμού 1408/71, όπως εκείνες του άρθρου 69, είναι συμβατή με την ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης η υποχρέωση του ενδιαφερομένου να κατοικεί στο κράτος μέλος όπου βρίσκεται ο αρμόδιος για τη χορήγηση του επιδόματος φορέας, η οποία δικαιολογείται, κατά το εθνικό δίκαιο, από τις ανάγκες που συνδέονται με τον έλεγχο της τηρήσεως των νόμιμων προϋποθέσεων για τη χορήγηση επιδομάτων σε ανέργους ( 11 ). Όπως τόνισε η Νορβηγική Κυβέρνηση με τις γραπτές της παρατηρήσεις, αυτό εξηγείται, πιο συγκεκριμένα, από την ιδιαίτερη ανάγκη των κρατών να ελέγχουν τις προϋποθέσεις της καταβολής παροχών ανεργίας, έλεγχος ο οποίος «παρουσιάζει μια ιδιομορφία που δικαιολογεί τη θέσπιση μηχανισμών πιο αυστηρών από αυτούς που επιβάλλονται επ’ ευκαιρία του ελέγχου που αφορά άλλες παροχές» ( 12 ). |
28. |
Οι αρχές αυτές διατηρούν τη σημασία τους και τώρα που ισχύει ο κανονισμός 883/2004. |
29. |
Πράγματι, αφενός, και όπως ήδη επισήμανα, το άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 883/2004 διασφαλίζει το δικαίωμα στη διατήρηση των παροχών επί τρεις μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία ο άνεργος έπαψε να βρίσκεται στη διάθεση των υπηρεσιών απασχόλησης του κράτους μέλους, ενώ το άρθρο 64, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού προβλέπει, κατ’ αρχήν, ότι ο άνεργος «χάνει κάθε δικαίωμα παροχών υπό τη νομοθεσία του αρμόδιου κράτους μέλους εάν δεν επιστρέψει εκεί κατά τη λήξη της περιόδου αυτής ή νωρίτερα». |
30. |
Αφετέρου, όπως έγινε δεκτό από όλα τα μέρη κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, το άρθρο 64 του κανονισμού 883/2004 συνιστά lex specialis σε σχέση με το άρθρο 7 του κανονισμού αυτού, το οποίο επιτάσσει την «άρση των ρητρών κατοικίας» αλλά μόνο «στις περιπτώσεις που προβλέπονται στ[ο] άρθρ[ο] 64 […] και εντός των αναφερόμενων σε αυτ[ό] ορίων», σύμφωνα με το άρθρο 63 του εν λόγω κανονισμού. |
31. |
Έτσι, άνεργος ο οποίος πληροί το σύνολο των προϋποθέσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 64 του κανονισμού 883/2004 πρέπει να τυγχάνει της δυνατότητας εξαγωγής των παροχών ανεργίας επί τρεις μήνες, κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 1, στοιχείο γʹ, του άρθρου αυτού, χωρίς, όπως ορίζει το άρθρο 7 του κανονισμού 883/2004, οι παροχές που καταβάλλονται κατά το χρονικό αυτό διάστημα να μπορούν να «υπόκεινται σε μείωση, τροποποίηση, αναστολή, κατάργηση ή κατάσχεση λόγω του γεγονότος ότι ο δικαιούχος ή τα μέλη της οικογένειάς του κατοικούν σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο στο οποίο ευρίσκεται ο φορέας που είναι υπεύθυνος για την καταβολή παροχών». |
32. |
Αντιθέτως, η εφαρμογή του άρθρου 7 του κανονισμού 883/2004 δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιείται για να παρακάμπτονται οι προϋποθέσεις και τα όρια που καθορίζονται από το ίδιο το άρθρο 64 του κανονισμού αυτού, ειδικότερα εκείνων που αφορούν τη διάρκεια εξαγωγής των παροχών. Ούτε επιτρέπεται το άρθρο 7 του κανονισμού 883/2004 να μετατρέψει σε υποχρέωση την ευχέρεια που προβλέπεται από το άρθρο 64 του κανονισμού αυτού. |
33. |
Δεν υπάρχει επομένως ούτε ίχνος αμφιβολίας ότι ο αναζητών εργασία δεν μπορεί να διεκδικήσει δικαίωμα εξαγωγής των παροχών του ανεργίας για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών έως έξι μηνών κατ’ ανώτατο όριο. |
34. |
Η διαπίστωση αυτή απορρέει ήδη από το γράμμα του άρθρου 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του κανονισμού 883/2004, όπου καθίσταται σαφές ότι η περίοδος τριών μηνών «δύναται να παρατείνεται […] έως έξι μήνες κατ’ ανώτατο όριο» ( 13 ). Επιβεβαιώνεται επίσης από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ( 14 ) που κατέληξαν στη θέσπιση αυτής της διατάξεως, από όπου προκύπτει ότι το Συμβούλιο (το οποίο έπρεπε να αποφασίσει ομόφωνα) δεν συναίνεσε στην αρχική πρόταση της Επιτροπής να καταστεί υποχρεωτική η εξάμηνη περίοδος εξαγωγής, οπότε τα κράτη μέλη συμφώνησαν τελικά σε μια συμβιβαστική λύση, η οποία αποτυπώνεται στο νυν άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, κανονισμού 883/2004 ( 15 ). |
35. |
Η ως άνω διαπίστωση δεν δίνει εντούτοις απάντηση στο ερώτημα αν, όταν πρόκειται για την παράταση της περιόδου εξαγωγής των παροχών ανεργίας πέραν των τριών μηνών –σε σχέση με την οποία όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασία συμφωνούν ότι συνιστά μια ευχέρεια–, η ευχέρεια αυτή αναγνωρίζεται μόνο στις υπηρεσίες απασχόλησης του αρμόδιου κράτους μέλους, οπότε οι σχετικές υπηρεσίες πρέπει πάντοτε να είναι σε θέση να κάνουν χρήση αυτής της δυνατότητας σε κάθε ατομική περίπτωση ή αν –αντιθέτως– τα κράτη μέλη έχουν την επιλογή να παραιτούνται τη δική τους ευχέρεια. |
36. |
Το Δικαστήριο δεν έχει ασχοληθεί με το συγκεκριμένο ζήτημα στη νομολογία του για τον απλό λόγο ότι το προαιρετικό καθεστώς που προβλέπεται από το άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του κανονισμού 883/2004 δεν υπήρχε όσο ίσχυε ο κανονισμός 1408/71. |
37. |
Όπως επισήμανε ειδικότερα η Επιτροπή, είναι αλήθεια ότι από γράμμα του άρθρου 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του κανονισμού 883/2004 προκύπτει ότι η ευχέρεια παρατάσεως της περιόδου καταβολής των παροχών ανεργίας πέραν των τριών μηνών παρέχεται όχι στο αρμόδιο κράτος (μέλος), αλλά στις «αρμόδιες υπηρεσίες ή φορείς». |
38. |
Η Επιτροπή, καθώς και η Τσεχική και η Πολωνική Κυβέρνηση, συνάγουν από αυτό ότι τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να μην παρεμβαίνουν στο περιθώριο εκτιμήσεως που έχει αφεθεί στις αρμόδιες υπηρεσίες ή φορείς για να εξετάζουν τη δυνατότητα παρατάσεως της περιόδου εξαγωγής πέραν των τριών μηνών σε κάθε ατομική περίπτωση. |
39. |
Η επιχειρηματολογία αυτή δεν με πείθει. |
40. |
Πρώτον, αν ίσχυε κάτι τέτοιο, ο νομοθέτης της Ένωσης θα είχε συναινέσει να αίρονται, κατ’ αρχήν, οι ρήτρες κατοικίας για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από τρεις μήνες τουλάχιστον και έξι μήνες κατ’ ανώτατο όριο. |
41. |
Αν λαμβανόταν όμως σε επίπεδο αρχής μια τέτοια απόφαση, τούτο θα έπρεπε να προκύπτει χωρίς αμφισημία από τις διατάξεις του κανονισμού 883/2004, ιδίως λόγω των διοικητικών συνεπειών, κυρίως των σχετικών με τις δυσκολίες να διασφαλιστεί ο ενδελεχής έλεγχος, στην αλλοδαπή, των δραστηριοτήτων των ενδιαφερομένων προς αναζήτηση εργασίας, αλλά και λόγω των σημαντικών δημοσιοοικονομικών συνεπειών για τα κράτη μέλη που καταβάλλουν τις παροχές ανεργίας δυνάμει του εθνικού τους δικαίου. Συναφώς, όπως ορθώς επισημαίνει η Σουηδική Κυβέρνηση, το άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 883/2004 διευκρινίζει ότι οι παροχές χορηγούνται από τον αρμόδιο φορέα «σύμφωνα με τη νομοθεσία που αυτός εφαρμόζει και σε βάρος του». Στο πλαίσιο της ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του κανονισμού 883/2004, ο αρμόδιος φορέας δεν μπορεί επομένως να αποδεσμευθεί από τις νόμιμες προϋποθέσεις καταβολής των παροχών ανεργίας. Σε αυτές τις προϋποθέσεις περιλαμβάνονται οπωσδήποτε όσες θεσπίζονται, ενδεχομένως, με την αντίστοιχη εθνική νομοθετική και/ή κανονιστική ρύθμιση, σχετικά με τη δυνατότητα της εθνικής διοικητικής αρχής να χορηγεί τις παροχές αυτές για χρονικό διάστημα πλέον των τριών μηνών στους αναζητούντες εργασία οι οποίοι μεταβαίνουν σε άλλο κράτος μέλος που δεσμεύεται από τις διατάξεις του κανονισμού 883/2004. |
42. |
Δεύτερον, καίτοι αληθεύει ότι το άρθρο 1, στοιχείο ιζʹ, του κανονισμού 883/2004 ορίζει ότι ως «αρμόδιος φορέας» νοείται «ο φορέας στον οποίο είναι ασφαλισμένος ο ενδιαφερόμενος κατά τον χρόνο της αίτησης για παροχή», το γράμμα του άρθρου 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του κανονισμού 883/2004 αναφέρεται επίσης σε «αρμόδιες υπηρεσίες», έννοια που δεν ορίζεται στον συγκεκριμένο κανονισμό και, λόγω της γενικότητάς της, θα μπορούσε κάλλιστα, ανάλογα με την έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους, να υποδηλώνει κάθε είδους φορέα ή οργανισμό επιφορτισμένο με τη διαχείριση συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως ή υπεύθυνο για την εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας. |
43. |
Επομένως, το γράμμα και μόνον του άρθρου 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του κανονισμού 883/2004 δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης της Ένωσης απαγόρευσε στα κράτη μέλη να περιορίζουν στους τρεις μήνες τη δυνατότητα εξαγωγής των παροχών ανεργίας, υποχρεώνοντάς τα να μην αποκλείουν, να μην περιορίζουν ή να μην οριοθετούν την ευχέρεια των διοικητικών τους αρχών να παρατείνουν το χρονικό αυτό διάστημα έως έξι μήνες κατ’ ανώτατο όριο. |
44. |
Τρίτον, η αμέσως προηγούμενη διαπίστωση δεν αναιρείται ούτε από το συμπληρωματικό επιχείρημα που η Επιτροπή αντλεί, κατ’ αναλογία, από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 69, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/13, η οποία, κατά την Επιτροπή, αφήνει να εννοηθεί ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες απασχόλησης πρέπει να μπορούν πάντοτε να ελέγχουν τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως. |
45. |
Επ’ αυτού υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 προέβλεπε την απώλεια κάθε δικαιώματος παροχών ανεργίας βάσει της νομοθεσίας του αρμόδιου κράτους μέλους, αν ο ενδιαφερόμενος δεν επέστρεφε στο κράτος αυτό με τη λήξη της περιόδου τριών μηνών. Η διάταξη αυτή, στη δεύτερη περίοδο, άμβλυνε την αυστηρότητα της συνέπειας της ανεπανόρθωτης απώλειας των παροχών σε περίπτωση καθυστερημένης επιστροφής, επιτρέποντας στις αρμόδιες υπηρεσίες ή στους αρμόδιους φορείς να παρατείνουν την προθεσμία τριών μηνών «σε εξαιρετικές περιπτώσεις». |
46. |
Είναι αλήθεια, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, ότι το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι το άρθρο 69, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδο, του κανονισμού 1408/71 καθιστούσε δυνατή την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, στο πλαίσιο της οποίας οι αρμόδιες υπηρεσίες και οι αρμόδιοι φορείς έπρεπε να λαμβάνουν υπόψη, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, τη διάρκεια της χρονικής υπερβάσεως της τρίμηνης προθεσμίας, τον λόγο της καθυστερημένης επιστροφής του ενδιαφερομένου στο αρμόδιο κράτος και τη σοβαρότητα των εννόμων συνεπειών της καθυστερημένης του επιστροφής ( 16 ). |
47. |
Η Επιτροπή φαίνεται να συνάγει από τα παραπάνω ότι το Δικαστήριο, αναγνωρίζοντας ότι οι υπηρεσίες απασχόλησης του αρμόδιου κράτους μπορούν κατ’ αυτόν τον τρόπο να περιορίζουν τις έννομες συνέπειες της απώλειας του δικαιώματος παροχών σε μια εξαιρετική περίπτωση, όταν ο ενδιαφερόμενος δεν επιστρέφει σε αυτό το κράτος με τη λήξη της περιόδου τριών μηνών, δέχεται ήδη, τουλάχιστον εμμέσως, σύμφωνα με τα όσα ίσχυαν βάσει του κανονισμού 1408/71, ότι οι ίδιες αυτές υπηρεσίες είναι εξουσιοδοτημένες να χορηγούν παράταση του δικαιώματος παροχών πέραν της περιόδου τριών μηνών. Επομένως, το νόημα της συλλογιστικής της Επιτροπής, και νομίζω ότι δεν το προδίδω, είναι ότι η ευχέρεια που προβλέπεται στο άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του κανονισμού 883/2004 επιβεβαιώνει εν τέλει απλώς την ερμηνεία που έχει δώσει το Δικαστήριο για το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71. |
48. |
Τονίζω, όμως, ότι η Επιτροπή, στις παρατηρήσεις της, αποκρύπτει το γεγονός ότι το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 αντικαταστάθηκε όχι από το άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του κανονισμού 883/2004, αλλά από το άρθρο 64, παράγραφος 2, του ίδιου αυτού κανονισμού. |
49. |
Πράγματι, η τελευταία αυτή διάταξη ορίζει ότι ο ενδιαφερόμενος χάνει κάθε δικαίωμα παροχών, εάν δεν επιστρέψει κατά τη λήξη της περιόδου κατά την οποία έχει δικαίωμα παροχών δυνάμει του άρθρου 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 883/2004, ή νωρίτερα, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες οι αρμόδιες υπηρεσίες ή οι αρμόδιοι φορείς μπορούν να επιτρέψουν στον ενδιαφερόμενο να επιστρέψει σε μεταγενέστερη ημερομηνία χωρίς να χάσει το δικαίωμά του. |
50. |
Συναφώς, είναι κατανοητό και λογικό ότι, για να εκτιμήσουν αν συντρέχει «εξαιρετική περίπτωση» (όπως η εμφάνιση ασθένειας ή η επέλευση ατυχήματος) ( 17 ) που επιτρέπει εξαίρεση από την έννομη συνέπεια της απώλειας του δικαιώματος παροχών, εάν ο ενδιαφερόμενος δεν επιστρέψει στο αρμόδιο κράτος κατά τη λήξη της περιόδου στην οποία αναφέρεται το άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 883/2004, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους λαμβάνουν υπόψη τις ατομικές συνθήκες κάθε «ενδιαφερομένου», όπως έχει υπογραμμίσει το Δικαστήριο με τη νομολογία του. |
51. |
Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η νομολογία αυτή διατηρεί τη σημασία της, κατ’ αναλογία, και σε σχέση με το άρθρο 64, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2004. |
52. |
Η διαπίστωση αυτή σημαίνει ότι η εξουσία εκτιμήσεως που παρέχεται στις αρμόδιες υπηρεσίες και στους αρμόδιους φορείς με το άρθρο 64, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2004, προκειμένου να ελέγχουν αν συντρέχει «εξαιρετική περίπτωση», ασκείται σε συνάρτηση με το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα παροχών, δηλαδή είτε στη διάρκεια της τρίμηνης περιόδου είτε, ενδεχομένως, αν το κράτος μέλος έκανε χρήση της ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του κανονισμού 883/2004, κατά την επακόλουθη περίοδο, εφόσον χορηγήθηκε στον αναζητούντα εργασία η παράταση του τριμήνου. |
53. |
Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατό να συγχέεται η περίπτωση όπου επιτρέπεται στις αρμόδιες υπηρεσίες απασχόλησης να περιορίζουν, ενόψει εξαιρετικών περιστάσεων, τις έννομες συνέπειες της απώλειας δικαιώματος παροχών λόγω μη επιστροφής του ενδιαφερομένου κατά τη λήξη της υποχρεωτικής περιόδου των τριών μηνών (ή της προαιρετικής των έξι μηνών) με την περίπτωση όπου τίθεται το ερώτημα αν, σε συγκεκριμένο κράτος μέλος, ο εργαζόμενος μπορεί να τύχει, καταρχήν, παρατάσεως της περιόδου εξαγωγής των τριών, κατ’ ελάχιστο, και έξι, κατ’ ανώτατο όριο, μηνών. |
54. |
Αν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, τα κράτη μέλη ήταν υποχρεωμένα να αναθέτουν στις αντίστοιχες διοικητικές τους αρχές το καθήκον να εξετάζουν σε κάθε περίπτωση τη δυνατότητα παρατάσεως της προαναφερθείσας περιόδου, το άρθρο 64, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2004 θα έχανε κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα, στον βαθμό που αναφέρεται σε «εξαιρετική περίπτωση» ( 18 ). Πράγματι, θα αρκούσε τότε κάθε αναζητών εργασία, ο οποίος δεν μπορεί να επιστρέψει πριν τη λήξη της προθεσμίας τριών μηνών στο αρμόδιο κράτος μέλος, όχι να επικαλεσθεί μια τέτοια «εξαιρετική περίπτωση», αλλά να ζητήσει απλώς την παράταση της προαναφερθείσας περιόδου δυνάμει του άρθρου 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του ως άνω κανονισμού. |
55. |
Το ότι ο νομοθέτης της Ένωσης αποφάσισε να διατηρήσει τη δυνατότητα επικλήσεως μιας «εξαιρετικής περιπτώσεως», για να αμβλύνει την υπερβολικά αυστηρή επιβολή των εννόμων συνεπειών της επιστροφής στο έδαφος του αρμόδιου κράτους μέλους κατά τη λήξη της περιόδου τριών μηνών, επιβεβαιώνει ότι δέχθηκε κατ’ ανάγκη ότι η περίοδος εξαγωγής των παροχών ανεργίας μπορούσε να περιορίζεται σε τρεις μήνες, σε συμφωνία με την επιλογή του ίδιου του νομοθέτη να εκπληρώσει την υποχρέωσή του, στο πλαίσιο της αποστολής που του ανατέθηκε με το άρθρο 48 ΣΛΕΕ, να θεσπίσει ένα σύστημα το οποίο να παρέχει στους εργαζομένους τη δυνατότητα να υπερβαίνουν τυχόν εμπόδια οφειλόμενα στην εφαρμογή των εθνικών κανόνων στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως ( 19 ). |
56. |
Κατά συνέπεια, υπό το πρίσμα του πλαισίου και της οικονομίας των διατάξεων του κανονισμού 883/2004 σχετικά με τους αναζητούντες εργασία οι οποίοι μεταβαίνουν σε άλλο κράτος μέλος, το άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του εν λόγω κανονισμού επιτρέπει στα κράτη μέλη να μην κάνουν χρήση της ευχέρειας που εξαγγέλλει και, κατά συνέπεια, να μην παρατείνουν την περίοδο εξαγωγής των παροχών ανεργίας πέραν της περιόδου τριών μηνών ( 20 ). |
57. |
Το συμπέρασμα αυτό δεν προσκρούει, κατ’ εμέ, στον σκοπό του άρθρου 64 του κανονισμού 883/2004, που είναι να ενισχυθεί η κινητικότητα των αναζητούντων εργασία ( 21 ). Πράγματι, αφενός, αυτοί έχουν ούτως ή άλλως τη δυνατότητα εξαγωγής των παροχών ανεργίας για τρεις μήνες. Αφετέρου, δεν μπορούν εν πάση περιπτώσει να επικαλεσθούν δικαίωμα για παράταση της περιόδου τριών μηνών, έστω και αν οι αρχές κράτους μέλους έχουν κάνει χρήση της ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του κανονισμού 883/2004, λαμβανομένου υπόψη ότι η συγκεκριμένη διάταξη σιωπά ως προς τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια βάσει των οποίων ασκείται η εξουσία εκτιμήσεως που παρέχεται στις εθνικές αρχές με την ίδια πάντοτε διάταξη. Θα επανέλθω στη συνέχεια επί του σημείου αυτού ( 22 ). |
58. |
Τέταρτον, σε επίπεδο αρχής, η διαφωνία των μετεχόντων στη διαδικασία ως προς το ζήτημα σε ποιον αναγνωρίζεται η ευχέρεια που προβλέπεται στο άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του κανονισμού 883/2004 ομοιάζει, κατά την άποψή μου, από πλευράς ουσίας με εκείνη επί της οποίας αποφάνθηκε το Δικαστήριο στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών ( 23 ). |
59. |
Το εν λόγω άρθρο 4, υπό τον τίτλο «Λόγοι προαιρετικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», παρέχει στη «δικαστική αρχή εκτέλεσης» τη δυνατότητα να αρνηθεί την εκτέλεση ενός τέτοιου εντάλματος, εφόσον, όπως ορίζεται στο σημείο 6 του ίδιου άρθρου, έχει εκδοθεί για τους σκοπούς της εκτελέσεως ποινής στερητικής της ελευθερίας, σε περίπτωση που ο καταζητούμενος διαμένει στο κράτος μέλος εκτέλεσης, είναι υπήκοος ή κάτοικός του και το κράτος δεσμεύεται να εκτελέσει το ίδιο την ποινή. |
60. |
Τέθηκε έτσι το ζήτημα αν η εφαρμογή, στο εσωτερικό δίκαιο, του λόγου μη εκτελέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαίσιο 2002/584 αφέθηκε στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών ή αν, αντιθέτως, είχε υποχρεωτικό χαρακτήρα, οπότε η «δικαστική αρχή εκτέλεσης», στην οποία αναφέρεται ρητώς αυτό το άρθρο, πρέπει πάντοτε να μπορεί να διαθέτει, κατά το εσωτερικό δίκαιο, τη δυνατότητα να αντιταχθεί στην εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαίσιο, με σκοπό να αυξηθούν οι ευκαιρίες κοινωνικής επανεντάξεως του καταζητούμενου κατά τη λήξη της ποινής στην οποία αυτός καταδικάσθηκε. |
61. |
Με τις προτάσεις του στην υπόθεση Wolzenburg (C‑123/08, EU:C:2009:183, σημεία 102 και 107), ο γενικός εισαγγελέας Y. Bot πρότεινε στο Δικαστήριο να ακολουθήσει τη δεύτερη αυτή ερμηνεία, πιο πιστή στο γράμμα του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαίσιο 2002/584. |
62. |
Το Δικαστήριο έκρινε αλλιώς με τις αποφάσεις της 5ης Σεπτεμβρίου 2012, Lopes Da Silva Jorge (C‑42/11, EU:C:2012:517, σκέψεις 35 και 50), και της 29ης Ιουνίου 2017, Popławski (C‑579/15, EU:C:2017:503, σκέψη 21). Πιο συγκεκριμένα, δέχθηκε ότι, παρότι το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαίσιο 2002/584 απευθύνεται στη δικαστική αρχή εκτέλεσης, τα κράτη μέλη έχουν ελευθερία επιλογής να εφαρμόσουν ή όχι στο εσωτερικό δίκαιο τον προβλεπόμενο στην ως άνω διάταξη λόγο προαιρετικής μη εκτελέσεως. |
63. |
Με άλλα λόγια, τα κράτη μέλη δεν είναι υποχρεωμένα να κάνουν χρήση της ευχέρειας που παρέχεται με το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαίσιο 2002/584. |
64. |
Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με την ευχέρεια που παρέχεται με το άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του κανονισμού 883/2004. |
65. |
Βεβαίως, η φύση της επίμαχης εν προκειμένω πράξεως, δηλαδή του κανονισμού, διαφέρει, κατ’ αρχήν, από εκείνη της αποφάσεως-πλαίσιο. |
66. |
Πράγματι, σε αντίθεση προς τις αποφάσεις-πλαίσιο οι οποίες εκδίδονται με βάση το πρώην άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΕΕ, και δεν έχουν άμεσο αποτέλεσμα ( 24 ), ένας κανονισμός, σύμφωνα με το άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος, πράγμα που σημαίνει ότι οι διατάξεις του δεν απαιτούν, κατ’ αρχήν, τη λήψη μέτρων εφαρμογής από τα κράτη μέλη ( 25 ). |
67. |
Εξάλλου, αφενός, ανεξάρτητα από τη φύση της σχετικής πράξεως, μια ευχέρεια παραμένει ευχέρεια, δεδομένου ότι το Δικαστήριο δέχεται ότι κράτος μέλος το οποίο έχει επιλέξει να μην κάνει χρήση μιας τέτοιας ευχέρειας, παρεχόμενης από κανονισμό του Συμβουλίου, δεν παραβαίνει το άρθρο 288 ΣΛΕΕ ( 26 ). Αφετέρου, όπως έχει επανειλημμένως διαπιστώσει το Δικαστήριο, δεν αποκλείεται οι διατάξεις ενός κανονισμού, παρά τη φύση του, να μπορούν να αναθέτουν στα ίδια τα κράτη μέλη να λάβουν τα αναγκαία νομοθετικά, κανονιστικά, διοικητικά κα/ή χρηματοοικονομικά μέτρα που είναι αναγκαία προκειμένου να είναι δυνατό οι διατάξεις αυτές να εφαρμοστούν αποτελεσματικά στην πράξη ( 27 ). |
68. |
Φρονώ ότι το άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του κανονισμού 883/2004 αντιστοιχεί σε αμφότερα τα σκέλη της παραπάνω διαπιστώσεως. |
69. |
Πράγματι, πρώτον, όπως εξέθεσα, το άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του κανονισμού 883/2004 ουδόλως επιβάλλει στα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν ότι η υποχρεωτική προθεσμία τριών μηνών εξαγωγής των παροχών ανεργίας μπορεί να παραταθεί σε έξι μήνες κατ’ ανώτατο όριο. |
70. |
Δεύτερον, εάν κράτος μέλος επιλέξει να κάνει χρήση της ευχέρειας που παρέχει το άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του κανονισμού 883/2004, πρέπει να τονισθεί ότι η διάταξη αυτή δεν αναφέρεται σε κανένα κριτήριο βάσει του οποίου η αρμόδια εθνική διοικητική αρχή θα μπορεί να παρατείνει έως έξι μήνες κατ’ ανώτατο όριο την περίοδο εξαγωγής των παροχών ανεργίας. Επομένως, το άρθρο αυτό, για να είναι πλήρως λειτουργικό και για να διαφυλάσσονται παράλληλα η νομική ασφάλεια και η ίση μεταχείριση των αναζητούντων εργασία, απαιτεί τη λήψη εθνικών μέτρων που θα διευκρινίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα χορηγείται η παράταση της περιόδου τριών μηνών ή που θα οριοθετούν το περιθώριο εκτιμήσεως το οποίο παρέχεται στην αρμόδια εθνική διοικητική αρχή από το άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του κανονισμού 883/2004. |
71. |
Μπορεί από τη διαπίστωση αυτή να συναχθεί ότι κράτος μέλος το οποίο, όπως το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, έκανε χρήση της προαναφερθείσας ευχέρειας μπορεί παρά ταύτα να αποφασίσει να απορρίπτει, κατ’ αρχήν, κάθε αίτηση παρατάσεως της προθεσμίας τριών μηνών, εκτός εάν, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, μια τέτοια λύση θα κατέληγε σε παράλογο αποτέλεσμα, δηλαδή, τελικά, δυσανάλογο; |
72. |
Μια καταφατική απάντηση θα ήταν εκ προοιμίου εύλογη με βάση το αξίωμα «qui potest majus potest et minus». |
73. |
Η Επιτροπή προτείνει πάντως να δοθεί αρνητική απάντηση στο ερώτημα που διατυπώνεται στο σημείο 71 ανωτέρω. Υποστηρίζει ότι ο αρμόδιος εθνικός φορέας πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να μπορεί να κάνει χρήση του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει, όχι υπό τη μορφή «όχι, παρά μόνον αν», αλλά «ναι, εκτός αν». |
74. |
Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή. |
75. |
Συγκεκριμένα, αφενός, και όπως ήδη επισήμανα, όχι μόνον το άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του κανονισμού 883/2004 δεν ορίζει με βάση ποια κριτήρια η αρμόδια εθνική διοικητική αρχή πρέπει να εξετάζει τις αιτήσεις παρατάσεως της περιόδου τριών μηνών, αλλά δεν αναφέρει ούτε με ποιον τρόπο ασκείται η εξουσία εκτιμήσεως που παρέχεται στη διοικητική αυτή αρχή, όπως, μεταξύ άλλων, δέχθηκε, κατ’ ουσίαν, η Πολωνική Κυβέρνηση. |
76. |
Αφετέρου, μολονότι αληθεύει ότι η αρμόδια εθνική διοικητική αρχή οφείλει επίσης, στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, να τηρεί το ενωσιακό δίκαιο, ειδικότερα δε τις αρχές της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αναλογικότητας, η εν λόγω υποχρέωση δεν σημαίνει ότι αυτή η εξουσία εκτιμήσεως πρέπει οπωσδήποτε να ασκείται με έναν συγκεκριμένο τρόπο, δηλαδή υπό τη μορφή «ναι, εκτός αν», όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή. |
77. |
Με άλλα λόγια, το άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του κανονισμού 883/2004, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αναλογικότητας, δεν απαγορεύει, ειδικότερα, σε κράτος μέλος να θέτει γενικά, αντικειμενικά και μη συνεπαγόμενα δυσμενή διάκριση κριτήρια προς οριοθέτηση της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως της αρμόδιας διοικητικής του αρχής, αναφέροντας υπό ποιες περιστάσεις ή σε ποιες περιπτώσεις η αρχή αυτή δικαιολογείται να δεχθεί, κατ’ εξαίρεση, ότι μπορεί να παραταθεί υπέρ προσώπου που αναζητεί εργασία σε άλλο κράτος μέλος η περίοδος της εξαγωγής των παροχών ανεργίας έως έξι μήνες κατ’ ανώτατο όριο. |
78. |
Επομένως, ένα κράτος μέλος παραμένει, κατά την άποψή μου, εντός των επιτρεπομένων από το ενωσιακό δίκαιο ορίων, όταν λαμβάνει μέτρα βάσει των οποίων η παράταση της περιόδου εξαγωγής των παροχών ανεργίας έως έξι μήνες κατ’ ανώτατο όριο είναι δυνατή μόνον εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, όπως αυτές που μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο, ήτοι να έχει δρομολογήσει ο ενδιαφερόμενος μια πορεία με συγκεκριμένη προοπτική απασχόλησης, ώστε να απαιτείται η παράταση της παραμονής του στο οικείο κράτος μέλος ή να έχει προσκομίσει ο ενδιαφερόμενος δήλωση προθέσεως από εργοδότη στο ίδιο αυτό κράτος μέλος, από την οποία να προκύπτει ότι υπάρχει πραγματική προοπτική προσλήψεως. Τέτοια εθνικά μέτρα μπορούν μάλιστα να ενισχύσουν τη νομική ασφάλεια των ενδιαφερομένων, αφού τους παρέχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν εκ των προτέρων τις προϋποθέσεις και/ή τα κριτήρια βάσει των οποίων η εθνική διοικητική αρχή θα ασκήσει την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει, ενώ, ενδεχομένως, διευκολύνουν και τον δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων τις οποίες εκδίδει η τελευταία. |
79. |
Εξάλλου, σε αντίθεση προς τα όσα ισχυρίζεται η Επιτροπή, από τη διατύπωση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, καθώς και από τις παρατηρήσεις του Uwv προκύπτει ότι ο συγκεκριμένος διοικητικός φορέας δεν αρνήθηκε να ελέγξει αν οι ιδιαίτερες περιστάσεις της προκειμένης περιπτώσεως δικαιολογούσαν τη χορήγηση, στον εκκαλούντα της κύριας δίκης, παρατάσεως της περιόδου εξαγωγής των παροχών ανεργίας, πέραν των τριών μηνών που του είχαν ήδη δοθεί δυνάμει του κανονισμού 883/2004. |
80. |
Προσθέτω ότι το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις και/ή τα κριτήρια για τη χορήγηση της παρατάσεως της περιόδου εξαγωγής των παροχών ανεργίας ενδέχεται να διαφέρουν στα κράτη μέλη τα οποία επέλεξαν να κάνουν χρήση της ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του κανονισμού 883/2004, είναι ακριβώς απόρροια του περιθωρίου εκτιμήσεως το οποίο αφέθηκε σε αυτά από τον νομοθέτη της Ένωσης κατά την έκδοση του κανονισμού. |
81. |
Ο νομοθέτης της Ένωσης θεώρησε δεδομένο ότι θα υφίστανται τέτοιες αποκλίσεις μεταξύ των συστημάτων και των μέτρων των κρατών μελών που έκαναν χρήση της ευχέρειας η οποία προβλέπεται στο άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του κανονισμού 883/2004 ( 28 ). Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι πρόκειται για περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, εφόσον απορρέουν από την έλλειψη εναρμονίσεως των προϋποθέσεων και των ρυθμίσεων βάσει των οποίων οι διοικητικές αρχές των κρατών μελών μπορούν να παρατείνουν την περίοδο εξαγωγής των παροχών ανεργίας έως έξι μήνες κατ’ ανώτατο όριο ( 29 ). Η διαπίστωση αυτή ισχύει και για τις διατάξεις της Συμφωνίας ΕΚ-Ελβετίας για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, οι οποίες δεν έχουν ευρύτερο περιεχόμενο από αυτές που προβλέπονται από τη Συνθήκη ΛΕΕ. |
82. |
Εναπόκειται όχι στο Δικαστήριο, αλλά στον νομοθέτη της Ένωσης να αμβλύνει, αν όχι να εξαλείψει, εφόσον το θεωρεί αναγκαίο, αυτές τις αποκλίσεις. |
83. |
Προτείνω επομένως να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου η απάντηση ότι, λαμβανομένων υπόψη της ελευθερίας κυκλοφορίας των εργαζομένων και των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αναλογικότητας, οι διατάξεις του κανονισμού 883/2004 επιτρέπουν σε κράτος μέλος να κάνει χρήση της ευχέρειας που προβλέπει το άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του κανονισμού 883/2004, απορρίπτοντας κατ’ αρχήν κάθε αίτηση παρατάσεως της διάρκειας της εξαγωγής παροχών ανεργίας πέραν των τριών μηνών και έως έξι μήνες κατ’ ανώτατο όριο, εκτός αν η αρμόδια αρχή αυτού του κράτους μέλους εκτιμά ότι, ενόψει των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, παραδείγματος χάριν της υπάρξεως συγκεκριμένων και διαφαινομένων προοπτικών απασχόλησης, δεν θα ήταν εύλογο να αρνηθεί να παρατείνει τη διάρκεια της εξαγωγής των παροχών αυτών. |
84. |
Κατόπιν τούτου, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα ‐σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη πρέπει να κάνουν χρήση της ευχέρειας που παρέχει το άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του κανονισμού 883/2004. Το ερώτημα αυτό υποβλήθηκε μόνο για την περίπτωση που θα δινόταν αρνητική απάντηση στο πρώτο ερώτημα, όπερ δεν συνέβη, για τους λόγους που εκτέθηκαν προηγουμένως. |
IV. Πρόταση
85. |
Με βάση το σύνολο των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Centrale Raad van Beroep (Κάτω Χώρες) ως εξής: Λαμβανομένων υπόψη της ελευθερίας κυκλοφορίας των εργαζομένων και των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αναλογικότητας, οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, επιτρέπουν σε κράτος μέλος να κάνει χρήση της ευχέρειας που προβλέπει το άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, του εν λόγω κανονισμού, απορρίπτοντας κατ’ αρχήν κάθε αίτηση παρατάσεως της διάρκειας της εξαγωγής παροχών ανεργίας πέραν των τριών μηνών και έως έξι μήνες κατ’ ανώτατο όριο, εκτός αν η αρμόδια αρχή αυτού του κράτους μέλους εκτιμά ότι, ενόψει των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, παραδείγματος χάριν της υπάρξεως συγκεκριμένων και διαφαινομένων προοπτικών απασχόλησης, δεν θα ήταν εύλογο να αρνηθεί να παρατείνει τη διάρκεια της εξαγωγής των παροχών αυτών. |
( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.
( 2 ) ΕΕ 2004, L 166, σ. 1.
( 3 ) Η υπογράμμιση δική μου.
( 4 ) ΕΕ 2002, L 114, σ. 6.
( 5 ) ΕΕ 2012, L 103, σ. 51.
( 6 ) ΕΕ 1971, L 149, σ. 2.
( 7 ) Βλ., στο ίδιο πνεύμα, τις αποφάσεις της 19ης Ιουνίου 1980, Testa κ.λπ. (41/79, 121/79 και 796/79, EU:C:1980:163, σκέψη 4), και της 21ης Φεβρουαρίου 2002, Rydergård (C‑215/00, EU:C:2002:111, σκέψη 17).
( 8 ) Βλ., στο ίδιο πνεύμα, την απόφαση της 19ης Ιουνίου 1980, Testa κ.λπ. (41/79, 121/79 και 796/79, EU:C:1980:163, σκέψεις 5 και 13).
( 9 ) Βλ. την απόφαση της 19ης Ιουνίου 1980, Testa κ.λπ. (41/79, 121/79 και 796/79, EU:C:1980:163, σκέψη 8).
( 10 ) Βλ., στο ίδιο πνεύμα, την απόφαση της 19ης Ιουνίου 1980, Testa κ.λπ. (41/79, 121/79 και 796/79, EU:C:1980:163, σκέψεις 14 έως 16).
( 11 ) Βλ. στο ίδιο πνεύμα, την απόφαση της 18ης Ιουλίου 2006, De Cuyper (C‑406/04, EU:C:2006:491, σκέψεις 38 και 47).
( 12 ) Απόφαση της 18ης Ιουλίου 2006, De Cuyper (C‑406/04, EU:C:2006:491, σκέψη 45).
( 13 ) Η υπογράμμιση δική μου.
( 14 ) Το Δικαστήριο λαμβάνει πλέον κανονικά υπόψη τις προπαρασκευαστικές εργασίες ως πηγή για την ερμηνεία των πράξεων της Ένωσης. Βλ., μεταξύ άλλων, σε σχέση με τον κανονισμό 883/2004, την απόφαση της 11ης Απριλίου 2013, Jeltes κ.λπ. (C‑443/11, EU:C:2013:224, σκέψεις 33 και 34) και, πιο πρόσφατα, σε σχέση με άλλες κανονιστικές ρυθμίσεις, τις αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 2016, Νικηφορίδης (C‑135/15, EU:C:2016:774, σκέψη 45), και της 26ης Ιουλίου 2017, Mengesteab (C‑670/16, EU:C:2017:587, σκέψεις 89 και 90).
( 15 ) Βλ., συναφώς, το άρθρο 50, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της προτάσεως κανονισμού (ΕΚ) του Συμβουλίου σχετικά με τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, της 21ης Δεκεμβρίου 1998 [COM(1998) 779 τελικό, σ. 45], και το σημείο 3.3.9. της ανακοινώσεως της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 251, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ σχετικά με την κοινή θέση που καθόρισε το Συμβούλιο σχετικά με την έκδοση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης [COM(2004) 44 τελικό, σ. 9]. Βλ. επίσης, για την άρνηση των κρατών μελών να επεκτείνουν, υποχρεωτικά, την περίοδο εξαγωγής των παροχών σε έξι μήνες, Cornelissen, R., «The New EU coordination system for workers who become unemployed», European Journal of Social Security, αριθ.°3, 2007, σ. 204. Βλ. επίσης, ως προς τις αποκλίσεις που υφίστανται σήμερα μεταξύ των κρατών μελών, την αιτιολογική έκθεση της προτάσεως της Επιτροπής της 13ης Δεκεμβρίου 2016, σχετικά με κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού 883/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού 883/2004 [COM(2016) 815 τελικό, σ. 7].
( 16 ) Βλ., σχετικώς, την απόφαση της 19ης Ιουνίου 1980, Testa κ.λπ. (41/79, 121/79 και 796/79, EU:C:1980:163, σκέψεις 21 και 22). Βλ. επίσης την απόφαση της 20ής Μαρτίου 1979, Coccioli (139/78, EU:C:1979:75, σκέψεις 8 και 9).
( 17 ) Οι υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 1979, Coccioli (139/78, EU:C:1979:75) και της 19ης Ιουνίου 1980, Testa κ.λπ. (41/79, 121/79 και 796/79, EU:C:1980:163), αφορούσαν περιπτώσεις όπου άνεργοι είχαν ασθενήσει πριν από την επιστροφή τους στο έδαφος του κράτους μέλους που τους κατέβαλλε τις παροχές.
( 18 ) Υπενθυμίζω ότι, κατά τη νομολογία, όταν διάταξη του δικαίου της Ένωσης επιδέχεται περισσότερες ερμηνείες, πρέπει να προτιμάται η ερμηνεία η οποία διασφαλίζει την πρακτική αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης διατάξεως: βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Afton Chemical (C‑517/07, EU:C:2008:751, σκέψη 43) και της 10ης Σεπτεμβρίου 2014, Holger Forstmann Transporte (C‑152/13, EU:C:2014:2184, σκέψη 26).
( 19 ) Βλ., κατ’ αναλογία, την απόφαση της 11ης Απριλίου 2013, Jeltes κ.λπ. (C‑443/11, EU:C:2013:224, σκέψη 40).
( 20 ) Χωρίς αυτό να έχει καθοριστική σημασία, προσθέτω ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής φαίνεται να έχουν επίσης την ίδια γνώμη στο έγγραφο εργασίας σχετικά με την αξιολόγηση του αντίκτυπου της προτάσεως, υποβληθείσας από την Επιτροπή στις 13 Δεκεμβρίου 2016, κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού 883/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού 883/2004 [COM(2016) 815 τελικό]. Βλ. το Commission Staff Working Document, Impact Assessment, Initiative to Partially Revise Regulation (EC) No. 883/2004 and its Implementation Regulation (EC) No. 987/2004 [SWD(2015) 460 final], Part 1/6, σ. 69, όπου εκτίθεται ότι «Under the current rules Member States have a discretion to determine whether they export unemployment benefits only for the minimum period of three months or the maximum of six months». Επί του παρόντος, κατά το έγγραφο αυτό, και αν εξαιρεθούν οι Κάτω Χώρες, έντεκα κράτη μέλη αρνούνται μια τέτοια επέκταση.
( 21 ) Βλ., κατ’ αναλογία με το άρθρο 69 του κανονισμού 1408/71, την απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2003, Επιτροπή κατά Κάτω Χώρες (C‑311/01, EU:C:2003:598, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
( 22 ) Βλ. τα σημεία 70 έως 82 κατωτέρω.
( 23 ) ΕΕ 2002, L 190, σ. 1.
( 24 ) Βλ., μεταξύ άλλων, σε σχέση με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584, τις αποφάσεις της 5ης Σεπτεμβρίου 2012, Lopes Da Silva Jorge (C‑42/11, EU:C:2012:517, σκέψη 53), και της 29ης Ιουνίου 2017, Popławski (C‑579/15, EU:C:2017:503, σκέψη 28).
( 25 ) Βλ. ειδικότερα, στο ίδιο πνεύμα, την απόφαση της 15ης Μαρτίου 2017, Al Chodor (C‑528/15, EU:C:2017:213, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
( 26 ) Βλ. την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Imtech Marine Belgium (C‑300/14, EU:C:2015:825, σκέψεις 27 έως 31).
( 27 ) Βλ., μεταξύ άλλων, στο ίδιο πνεύμα, τις αποφάσεις της 5ης Μαΐου 2015, Ισπανία κατά Συμβουλίου (C‑147/13, EU:C:2015:299, σκέψη 94), της 9ης Φεβρουαρίου 2017, S. (C‑283/16, EU:C:2017:104, σκέψη 48), και της 15ης Μαρτίου 2017, Al Chodor (C‑528/15, EU:C:2017:213, σκέψη 27).
( 28 ) Σε κάθε περίπτωση, από το έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής (σ. 69), το οποίο προαναφέρθηκε στην υποσημείωση 20 ανωτέρω, προκύπτει ότι τα κριτήρια που διέπουν την παράταση της περιόδου των τριών, κατ’ ελάχιστο, και έξι, κατ’ ανώτατο όριο, μηνών ποικίλλουν αισθητά μεταξύ των 15 κρατών μελών που δέχονται τη δυνατότητα μιας τέτοιας παρατάσεως.
( 29 ) Βλ., κατ’ αναλογία, την απόφαση της 11ης Απριλίου 2013, Jeltes κ.λπ. (C‑443/11, EU:C:2013:224, σκέψη 45).