Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62016CC0231

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar της 3ης Μαΐου 2017.
    Merck KGaA κατά Merck & Co. Inc. κ.λπ.
    Αίτηση του Landgericht Hamburg για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 – Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 109, παράγραφος 1 – Αστικές αγωγές βάσει σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εθνικών σημάτων – Εκκρεμοδικία – Έννοια της φράσεως “ίδια πραγματικά περιστατικά” – Χρήση του όρου “Merck” σε ονόματα διαδικτυακού τομέα και σε πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτυώσεως στο Διαδίκτυο – Αγωγή στηριζόμενη σε εθνικό σήμα, κατόπιν της οποίας ασκείται αγωγή στηριζόμενη σε σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαπίστωση περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας – Εύρος.
    Υπόθεση C-231/16.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2017:330

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    MACIEJ SZPUNAR

    της 3ης Μαΐου 2017 ( 1 )

    Υπόθεση C-231/16

    Merck KGaA

    κατά

    Merck & Co. Inc.,

    Merck Sharp & Dohme Corp,

    MSD Sharp & Dohme GmbH

    [αίτηση του Landgericht Hamburg
    (περιφερειακού δικαστηρίου του Αμβούργου, Γερμανία)
    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προδικαστική παραπομπή – Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 – Εκκρεμοδικία – Άρθρο 109, παράγραφος 1 – Ταυτόχρονες αγωγές βάσει σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εθνικού σήματος – Έννοια των “ίδιων διαδίκων” – Οικονομικά συνδεδεμένες εταιρίες που χρησιμοποιούν το ίδιο σήμα – Έννοια των “ίδιων πραγματικών περιστατικών” – Χρήση του ονόματος “Merck” σε διαδικτυακούς τόπους και σε ηλεκτρονικές πλατφόρμες – Αγωγή βάσει εθνικού σήματος και ακόλουθη αγωγή βάσει σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Μερική έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου που επιλήφθηκε δεύτερο όσον αφορά τμήμα του εδάφους της Ένωσης»

    Εισαγωγή

    1.

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην παρούσα υπόθεση παρέχει για πρώτη φορά στο Δικαστήριο την ευκαιρία να ερμηνεύσει τον κανόνα της εκκρεμοδικίας του άρθρου 109, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 ( 2 ), που εφαρμόζεται στην περίπτωση ταυτόχρονων αγωγών βάσει σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εθνικών σημάτων.

    2.

    Η αίτηση αυτή –η οποία συνιστά απλώς ένα επεισόδιο της νομικής διαμάχης στην οποία επιδίδονται δύο παγκοσμίως γνωστές επιχειρήσεις για τη χρήση του ονόματος «Merck»– υποβλήθηκε στο πλαίσιο αγωγής για παραποίηση/απομίμηση που άσκησε η εταιρία Merck KGaA ενώπιον γερμανικού δικαστηρίου, το οποίο επιλήφθηκε ως δικαστήριο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    3.

    Η ενάγουσα εταιρία επιδιώκει να απαγορευθεί στις τρεις εναγόμενες της κύριας δίκης –Merck & Co. Inc., Merck Sharp & Dohme Corp και MSD Sharp & Dohme GmbH– η χρήση του όρου «Merck», που προστατεύεται ως σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε διαδικτυακούς τόπους προσβάσιμους εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και στις διαδικτυακές πλατφόρμες Facebook, Twitter και Youtube.

    4.

    Κατά τον χρόνο της αγωγής στο γερμανικό δικαστήριο, εκκρεμούσε ήδη αγωγή μεταξύ των ίδιων εταιριών, με εξαίρεση μία από τις εναγόμενες εταιρίες, ενώπιον δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου. Η παράλληλη αυτή διαδικασία αφορά, μεταξύ άλλων, αγωγή για παραποίηση/απομίμηση λόγω της χρήσεως στο διαδίκτυο του όρου «Merck» τον οποίο αφορούν τα εθνικά σήματα.

    5.

    Ο πυρήνας του προβλήματος που ανακύπτει στο πλαίσιο της παρούσας αιτήσεως έγκειται στην ερμηνεία των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο που επιλήφθηκε πρώτο καλείται να επιλύσει, βάσει των εθνικών σημάτων, τη διαφορά σχετικά με την παραποίηση/απομίμηση στο έδαφος κράτους μέλους, ενώ το δικαστήριο που επιλήφθηκε δεύτερο είναι δικαστήριο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει δικαιοδοσία για το σύνολο της Ένωσης.

    Το νομικό πλαίσιο

    6.

    Το άρθρο 109, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 έχει ως εξής:

    «Αν έχουν ασκηθεί αγωγές απομίμησης/παραποίησης με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά μεταξύ των ιδίων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων κρατών μελών που έχουν επιληφθεί το ένα με βάση σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άλλο με βάση εθνικό σήμα:

    α)

    κάθε δικαστήριο που επιλήφθηκε δεύτερο πρέπει, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, να διαπιστώσει την αναρμοδιότητά του υπέρ του πρώτου επιληφθέντος, όταν τα εν λόγω σήματα είναι ταυτόσημα και ισχύουν για ταυτόσημα προϊόντα ή υπηρεσίες. Το δικαστήριο που οφείλει να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία, αν η διεθνής δικαιοδοσία του άλλου δικαστηρίου αμφισβητείται.

    β)

    κάθε δικαστήριο που επιλήφθηκε δεύτερο μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία όταν τα εν λόγω σήματα είναι ταυτόσημα και ισχύουν για ομοειδή προϊόντα ή υπηρεσίες, καθώς επίσης και όταν τα εν λόγω σήματα είναι ομοειδή και ισχύουν για ταυτόσημα ή ομοειδή προϊόντα ή υπηρεσίες.»

    Η διαφορά της κύριας δίκης

    7.

    Η ενάγουσα της κύριας δίκης είναι εταιρία επικεφαλής του γερμανικού ομίλου Merck, ο οποίος ασχολείται με την παραγωγή χημικών και φαρμακευτικών προϊόντων· η ύπαρξή του ανατρέχει στον 17ο αιώνα.

    8.

    Οι εναγόμενες της κύριας δίκης, δύο αμερικανικές εταιρίες και η γερμανική θυγατρική της μιας εξ αυτών, ανήκουν στον όμιλο Merck & Co (Merck Sharp & Dohme), που είναι μία από τις μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρίες παγκοσμίως. Από ιστορικής απόψεως, ο όμιλος αυτός προέρχεται από την πρώην αμερικανική θυγατρική του γερμανικού ομίλου Merck. Από το 1919, οι δύο όμιλοι είναι εντελώς ξεχωριστοί από οικονομικής απόψεως.

    9.

    Κατόπιν του διαχωρισμού αυτού, πολλές συμφωνίες συνυπάρξεως συνήφθησαν μεταξύ του γερμανικού και του αμερικανικού ομίλου όσον αφορά τη χρήση των σημάτων που προστατεύουν το όνομα «Merck». Η συμφωνία της 1ης Ιανουαρίου 1970 η οποία συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας της κύριας δίκης και της Merck & Co αποτελεί μέρος αυτών.

    10.

    Η ενάγουσα της κύριας δίκης είναι δικαιούχος πολλών σημάτων που προστατεύουν το όνομα αυτό, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται εθνικά σήματα που προστατεύονται στο Ηνωμένο Βασίλειο, και του λεκτικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Merck», που καταχωρίσθηκε για τα προϊόντα των κλάσεων 5, 9, 16, και τις υπηρεσίες της κλάσεως 42 υπό την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως αναθεωρήθηκε και τροποποιήθηκε.

    11.

    Οι εναγόμενες της κύριας δίκης λειτουργούν πολλούς διαδικτυακούς τόπους χρησιμοποιώντας το όνομα «Merck». Στο πλαίσιο της δραστηριότητας των εν λόγω διαδικτυακών ιστοτόπων, η διάδοση των πληροφοριών δεν ήταν γεωγραφικά προσδιορισμένη, οπότε το περιεχόμενο ήταν προσβάσιμο με την ίδια μορφή σε ολόκληρο τον κόσμο και, επομένως, και στο σύνολο της Ένωσης. Οι εναγόμενες της κύριας δίκης χρησιμοποίησαν επίσης άλλες μορφές παρουσίας στο διαδίκτυο, ήτοι τις ηλεκτρονικές πλατφόρμες Facebook, Twitter και Youtube.

    12.

    Στις 8 Μαρτίου 2013 η ενάγουσα της κύριας δίκης άσκησε ενώπιον του High Court of Justice (England and Wales), Chancery Division [ανώτερου δικαστηρίου (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα εμπορικών διαφορών και δικαίου του ανταγωνισμού], αγωγή κατά των δύο πρώτων εναγομένων της κύριας δίκης καθώς και κατά τριών άλλων εταιριών που ανήκουν στον ίδιο όμιλο. Η αγωγή αυτή αφορά, αφενός, την παράβαση της συμφωνίας της 1ης Ιανουαρίου 1970 και, αφετέρου, την παραποίηση/απομίμηση των εθνικών σημάτων και των διεθνών σημάτων που προστατεύονται στο Ηνωμένο Βασίλειο, λόγω της χρήσεως από τις εναγόμενες της κύριας δίκης του ονόματος «Merck» στο διαδίκτυο.

    13.

    Στις 11 Μαρτίου 2013 η ενάγουσα της κύριας δίκης άσκησε και ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Landgericht Hamburg (περιφερειακού δικαστηρίου του Αμβούργου, Γερμανία) αγωγή παραποιήσεως/απομιμήσεως βάσει του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Merck κατά των τριών εναγομένων λόγω της χρήσεως του ονόματος «Merck» στους διαδικτυακούς τόπους τους και στις πλατφόρμες Facebook, Twitter και Youtube.

    14.

    Με υπομνήματα της 11ης Νοεμβρίου 2014, καθώς και της 12ης Μαρτίου, της 10ης Σεπτεμβρίου και της 22ας Δεκεμβρίου 2015, η ενάγουσα της κύριας δίκης παραιτήθηκε από την αγωγή της όσον αφορά το έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι εναγόμενες της κύριας δίκης αντιτάχθηκαν στην παραίτηση αυτή.

    15.

    Οι εναγόμενες της κύριας δίκης εκτιμούν ότι η αγωγή που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου είναι απαράδεκτη υπό το πρίσμα του άρθρου 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, τουλάχιστον στον βαθμό που αφορά τον λόγο ο οποίος αντλείται από παραποίηση/απομίμηση του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης της ενάγουσας σε όλη την Ένωση. Η μερική παραίτηση της ενάγουσας της κύριας δίκης δεν ασκεί επιρροή συναφώς.

    16.

    Η ενάγουσα της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι, στον βαθμό που, στη δεύτερη διαδικασία, προβάλλει τα δικαιώματα που της παρέσχε το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα οποία ισχύουν σε όλη την Ένωση, το άρθρο 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 δεν έχει εφαρμογή και ότι, εν πάση περιπτώσει, η διάταξη αυτή δεν έχει πλέον εφαρμογή λόγω της μερικής παραιτήσεώς της όσον αφορά το έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου.

    17.

    Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία του άρθρου 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών της υπό κρίση υποθέσεως. Τείνει στην άποψη ότι οι δύο επίμαχες διαδικασίες ταυτίζονται και ότι το γράμμα της διατάξεως αυτής δεν καθιστά δυνατή την αναγνώριση μερικής διεθνούς δικαιοδοσίας περιοριζόμενης σε ένα μόνο κράτος μέλος. Επιπλέον, διερωτάται ως προς την επιλογή μεταξύ της εφαρμογής του άρθρου 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 και της εφαρμογής της παραγράφου 1, στοιχείο βʹ, του ιδίου άρθρου, υπογραμμίζοντας ότι το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προβάλλεται ενώπιόν του, αφορά σειρά προϊόντων και υπηρεσιών ευρύτερη αυτής του εθνικού σήματος το οποίο προβάλλεται ενώπιον του δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου.

    Τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    18.

    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Landgericht Hamburg (περιφερειακό δικαστήριο του Αμβούργου) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Συντρέχουν “τα ίδια πραγματικά περιστατικά” κατά την έννοια του άρθρου 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, [του κανονισμού 207/2009], σε περίπτωση διατηρήσεως και χρήσεως υπό τον ίδιο διαδικτυακό τομέα (domain) διαδικτυακού τόπου που είναι προσβάσιμος με πανομοιότυπο τρόπο παγκοσμίως, άρα και σε όλο το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος έχει αποτελέσει αντικείμενο αγωγών παραποιήσεως/απομιμήσεως μεταξύ των ιδίων διαδίκων, ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων κρατών μελών εκ των οποίων το ένα έχει επιληφθεί προσβολής σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άλλο έχει επιληφθεί προσβολής εθνικού σήματος;

    2)

    Συντρέχουν “τα ίδια πραγματικά περιστατικά” κατά την έννοια του άρθρου 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, [του κανονισμού 207/2009], σε περίπτωση διατηρήσεως και χρήσεως διαδικτυακών περιεχομένων που είναι προσβάσιμα με πανομοιότυπο τρόπο παγκοσμίως, άρα και σε όλο το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω των ιστοσελίδων “facebook.com” και/ή “youtube.com” και/ή “twitter.com” –πάντοτε με το ίδιο όνομα χρήστη όσον αφορά καθεμία από τις ιστοσελίδες αυτές “facebook.com” και/ή “youtube.com” και/ή “twitter.com”–, τα οποία έχουν αποτελέσει αντικείμενο αγωγών παραποιήσεως/απομιμήσεως μεταξύ των ιδίων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων κρατών μελών, εκ των οποίων το ένα έχει επιληφθεί προσβολής σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άλλο έχει επιληφθεί προσβολής εθνικού σήματος;

    3)

    Έχει το άρθρο 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, [του κανονισμού 207/2009] την έννοια ότι το “δικαστήριο κράτους μέλους που επιλήφθηκε δεύτερο”“αγωγής παραποιήσεως/απομιμήσεως” λόγω προσβολής σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνιστάμενης στη διατήρηση υπό τον ίδιο διαδικτυακό τομέα διαδικτυακού τόπου που είναι προσβάσιμος με πανομοιότυπο τρόπο παγκοσμίως, άρα και σε όλο το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώπιον του οποίου προβάλλονται, σύμφωνα με τα άρθρα 97, παράγραφος 2, 98, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, αξιώσεις από πράξεις παραποιήσεως/απομιμήσεως που τελέστηκαν ή επαπειλούνται στο έδαφος οποιουδήποτε κράτους μέλους, πρέπει να διαπιστώσει την αναρμοδιότητά του, σύμφωνα με το άρθρο 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, στον βαθμό που υφίσταται διπλή ταυτότητα (ταυτότητα σημάτων και ταυτότητα προστατευόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών), μόνο για το έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο εδρεύει το δικαστήριο που επιλήφθηκε “πρώτο” αγωγής παραποιήσεως/απομιμήσεως λόγω προσβολής εθνικού σήματος ταυτόσημου με σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης –το οποίο προβλήθηκε ενώπιον του δεύτερου δικαστηρίου και το οποίο ισχύει για ίδια προϊόντα– συνιστάμενης στη διατήρηση και χρήση υπό τον ίδιο διαδικτυακό τομέα διαδικτυακού τόπου που είναι προσβάσιμος με πανομοιότυπο τρόπο παγκοσμίως, άρα και σε όλο το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή ότι το “δικαστήριο που επιλήφθηκε δεύτερο” πρέπει στη συγκεκριμένη περίπτωση να διαπιστώσει την αναρμοδιότητά του στον βαθμό που υφίσταται διπλή ταυτότητα, για το σύνολο των πράξεων παραποιήσεως/απομιμήσεως που τελέστηκαν ή επαπειλούνται στο έδαφος οποιουδήποτε κράτους μέλους και, κατά συνέπεια, για τις προβληθείσες ενώπιόν του αξιώσεις σε όλο το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τα άρθρα 97, παράγραφος 2, 98, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του [κανονισμού 207/2009];

    4)

    Έχει το άρθρο 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του [κανονισμού 207/2009] την έννοια ότι το “δικαστήριο κράτους μέλους που επιλήφθηκε δεύτερο”“αγωγής παραποιήσεως/απομιμήσεως” λόγω προσβολής σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνιστάμενης στη διατήρηση και χρήση διαδικτυακών περιεχομένων που είναι προσβάσιμα στο διαδίκτυο με πανομοιότυπο τρόπο παγκοσμίως, άρα και σε όλο το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω των ιστοσελίδων “facebook.com” και/ή “youtube.com” και/ή “twitter.com” –όσον αφορά καθεμία από τις ιστοσελίδες αυτές “facebook.com” και/ή “youtube.com” και/ή “twitter.com”– με το ίδιο όνομα χρήστη, ενώπιον του οποίου προβάλλονται, σύμφωνα με τα άρθρα 97, παράγραφος 2, 98, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, αξιώσεις από πράξεις παραποιήσεως/απομιμήσεως που τελέστηκαν ή επαπειλούνται στο έδαφος οποιουδήποτε κράτους μέλους, πρέπει να διαπιστώσει την αναρμοδιότητά του, σύμφωνα με το άρθρο 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, στον βαθμό που υφίσταται διπλή ταυτότητα, μόνο για το έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο εδρεύει το δικαστήριο που επιλήφθηκε “πρώτο” αγωγής παραποιήσεως/απομιμήσεως λόγω προσβολής εθνικού σήματος ταυτόσημου με σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης –το οποίο προβλήθηκε ενώπιον του δεύτερου δικαστηρίου και ισχύει για ταυτόσημα προϊόντα– συνιστάμενης στη διατήρηση και χρήση διαδικτυακών περιεχομένων που είναι προσβάσιμα στο διαδίκτυο με πανομοιότυπο τρόπο παγκοσμίως, άρα και σε όλο το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω των ιστοσελίδων “facebook.com” και/ή “youtube.com” και/ή “twitter.com” –όσον αφορά καθεμία από τις ιστοσελίδες αυτές “facebook.com” και/ή “youtube.com” και/ή “twitter.com”– με το ίδιο όνομα χρήστη, ή ότι το “δικαστήριο που επιλήφθηκε δεύτερο” πρέπει στη συγκεκριμένη περίπτωση να διαπιστώσει την αναρμοδιότητά του στον βαθμό που υφίσταται διπλή ταυτότητα, για το σύνολο των πράξεων παραποιήσεως/απομιμήσεως που τελέστηκαν ή επαπειλούνται στο έδαφος οποιουδήποτε κράτους μέλους και, κατά συνέπεια, για τις προβληθείσες ενώπιόν του αξιώσεις σε όλο το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τα άρθρα 97, παράγραφος 2, 98, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009;

    5)

    Έχει το άρθρο 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του [κανονισμού 207/2009] την έννοια ότι, σε περίπτωση που η ενάγουσα παραιτηθεί από αγωγή παραποιήσεως/απομιμήσεως λόγω προσβολής σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνιστάμενης στη διατήρηση υπό τον ίδιο διαδικτυακό τομέα διαδικτυακού τόπου που είναι προσβάσιμος με πανομοιότυπο τρόπο παγκοσμίως, άρα και σε όλο το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αγωγή ασκηθείσα ενώπιον “δικαστηρίου κράτους μέλους, το οποίο επιλήφθηκε δεύτερο” και στο οποίο είχαν προβληθεί, αρχικά, σύμφωνα με τα άρθρα 97, παράγραφος 2, 98, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, αξιώσεις από πράξεις παραποιήσεως/απομιμήσεως που τελέστηκαν ή επαπειλούνται στο έδαφος οποιουδήποτε κράτους μέλους, το “δικαστήριο που επιλήφθηκε δεύτερο” δεν μπορεί να διαπιστώσει, στον βαθμό που υφίσταται διπλή ταυτότητα, σύμφωνα με το άρθρο 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, την αναρμοδιότητά του όσον αφορά το έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο εδρεύει το δικαστήριο που επιλήφθηκε “πρώτο” αγωγής παραποιήσεως/απομιμήσεως λόγω προσβολής εθνικού σήματος ταυτόσημου με σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης –το οποίο προβλήθηκε ενώπιον του δεύτερου δικαστηρίου και ισχύει για ίδια προϊόντα– συνιστάμενης στη διατήρηση και χρήση υπό τον ίδιο διαδικτυακό τομέα διαδικτυακού τόπου που είναι προσβάσιμος με πανομοιότυπο τρόπο παγκοσμίως, άρα και σε όλο το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

    6)

    Έχει το άρθρο 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του [κανονισμού 207/2009] την έννοια ότι, σε περίπτωση που η ενάγουσα παραιτηθεί από αγωγή παραποιήσεως/απομιμήσεως λόγω προσβολής σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνιστάμενης στη διατήρηση και χρήση διαδικτυακών περιεχομένων που είναι προσβάσιμα στο διαδίκτυο με πανομοιότυπο τρόπο παγκοσμίως, άρα και σε όλο το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω των ιστοσελίδων “facebook.com” και/ή “youtube.com” και/ή “twitter.com” –όσον αφορά καθεμία από τις ιστοσελίδες αυτές “facebook.com” και/ή “youtube.com” και/ή “twitter.com”– με το ίδιο όνομα χρήστη, αγωγή ασκηθείσα ενώπιον “δικαστηρίου κράτους μέλους, το οποίο επιλήφθηκε δεύτερο” και στο οποίο είχαν προβληθεί αρχικά, σύμφωνα με τα άρθρα 97, παράγραφος 2, 98, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, αξιώσεις από πράξεις παραποιήσεως/απομιμήσεως που τελέστηκαν ή επαπειλούνται στο έδαφος οποιουδήποτε κράτους μέλους, το “δικαστήριο που επιλήφθηκε δεύτερο” δεν μπορεί να διαπιστώσει, στον βαθμό που υφίσταται διπλή ταυτότητα, σύμφωνα με το άρθρο 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, την αναρμοδιότητά του όσον αφορά το έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο εδρεύει το δικαστήριο που επιλήφθηκε “πρώτο” αγωγής παραποιήσεως/απομιμήσεως λόγω προσβολής εθνικού σήματος ταυτόσημου με σήμα ΕΕ –το οποίο προβλήθηκε ενώπιον του δεύτερου δικαστηρίου και ισχύει για ταυτόσημα προϊόντα– συνιστάμενης στη διατήρηση και χρήση διαδικτυακών περιεχομένων που είναι προσβάσιμα στο διαδίκτυο με πανομοιότυπο τρόπο παγκοσμίως, άρα και σε όλο το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω των ιστοσελίδων “facebook.com” και/ή “youtube.com” και/ή “twitter.com” –όσον αφορά καθεμία από τις ιστοσελίδες αυτές “facebook.com” και/ή “youtube.com” και/ή “twitter.com”– με το ίδιο όνομα χρήστη;

    7)

    Έχει το άρθρο 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του [κανονισμού 207/2009] την έννοια ότι, σε περίπτωση ταυτότητας σημάτων, η διατύπωση “όταν τα εν λόγω σήματα είναι ταυτόσημα και ισχύουν για ταυτόσημα προϊόντα ή υπηρεσίες” του εν λόγω άρθρου συνεπάγεται την αναρμοδιότητα του “δικαστηρίου που επιλήφθηκε δεύτερο” μόνον εφόσον το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το εθνικό σήμα έχουν καταχωριστεί για τα ίδια προϊόντα και/ή υπηρεσίες, ή το “δικαστήριο που επιλήφθηκε δεύτερο” είναι παντελώς αναρμόδιο ακόμη και αν το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο προβάλλεται ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου περιλαμβάνει και άλλα –μη καλυπτόμενα από το εθνικό σήμα– προϊόντα και/ή υπηρεσίες, τα οποία ή οι οποίες δεν αποκλείεται να θίγονται από ενέργειες όμοιες ή παρόμοιες με τις επίμαχες;»

    19.

    Η απόφαση περί παραπομπής περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 25 Απριλίου 2016. Γραπτές παρατηρήσεις κατατέθηκαν από τους διαδίκους της κύριας δίκης και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι διάδικοι της κύριας δίκης και η Επιτροπή παρέστησαν και στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία διεξήχθη στις 15 Φεβρουαρίου 2017.

    Εκτίμηση

    Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    20.

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην παρούσα υπόθεση θα παράσχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να ασχοληθεί με πλείονες νέες πτυχές του κανόνα της εκκρεμοδικίας που εφαρμόζεται στο δίκαιο των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 109, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009.

    21.

    Πρώτον, όπως προκύπτει από τις γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής και από τις παρατηρήσεις των διαδίκων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τα πραγματικά περιστατικά που περιγράφονται στην απόφαση περί παραπομπής αφήνουν να διαφανεί μια αμφιβολία όσον αφορά την προϋπόθεση της ταυτότητας των διαδίκων. Πράγματι, η αγωγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ασκήθηκε κατά της γερμανικής θυγατρικής του αμερικανικού ομίλου που δεν εμπλέκεται στην πρώτη ένδικη διαδικασία. Εκτιμώ ότι πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα αυτό –μολονότι δεν θίγεται στα προδικαστικά ερωτήματα– προκειμένου να διαφωτισθεί το αιτούν δικαστήριο ως προς όλες τις κρίσιμες πτυχές του άρθρου 109, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009.

    22.

    Δεύτερον, θα αναλύσω την κεντρική προβληματική της υποθέσεως αυτής, η οποία αφορά την ερμηνεία της προϋποθέσεως της ταυτότητας των αγωγών υπό την έννοια του άρθρου 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009. Η ανάλυση αυτή θα καλύψει και το ζήτημα της υποχρεώσεως του δικαστηρίου που επιλήφθηκε δεύτερο να κηρύξει εαυτό εν μέρει αναρμόδιο όσον αφορά τμήμα του εδάφους της Ένωσης (προδικαστικά ερωτήματα από το πρώτο έως το τέταρτο).

    23.

    Τρίτον, ακόμη και αν οι απαντήσεις στα προηγούμενα ερωτήματα θα πρέπει να παράσχουν στο αιτούν δικαστήριο τη δυνατότητα να επιλύσει το ζήτημα της ενστάσεως εκκρεμοδικίας, θα εξετάσω επικουρικώς τις δύο άλλες πτυχές της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Αυτές αφορούν, αφενός, το αν θα ληφθεί υπόψη η μερική παραίτηση για να εκτιμηθεί η κατάσταση εκκρεμοδικίας (πέμπτο και έκτο προδικαστικό ερώτημα) και, αφετέρου, την οριοθέτηση μεταξύ των στοιχείων αʹ και βʹ του άρθρου 109, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 (έβδομο προδικαστικό ερώτημα).

    Ο κανόνας της εκκρεμοδικίας του άρθρου 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009

    24.

    Το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 παραπέμπει γενικώς στις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 ( 3 ).

    25.

    Η παραπομπή αυτή πραγματοποιείται υπό την επιφύλαξη των ειδικών κανόνων. Το άρθρο 109, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 προβλέπει έναν τέτοιο ειδικό κανόνα όσον αφορά την εκκρεμοδικία στην περίπτωση ταυτόχρονων αστικών αγωγών βάσει σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εθνικών σημάτων.

    26.

    Ο λόγος που δικαιολογεί τη θέσπιση του κανόνα αυτού έγκειται στη συνύπαρξη του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των εθνικών σημάτων, χαρακτηριστικό γνώρισμα του συστήματος προστασίας των σημάτων εντός της Ένωσης.

    27.

    Ο σκοπός του κανόνα του άρθρου 109, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 συναρτάται με τον σκοπό των κανόνων περί εκκρεμοδικίας του άρθρου 27 του κανονισμού Bρυξέλλες I ( 4 ). Ο σκοπός αυτός συνίσταται στην αποφυγή της εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων κατόπιν παράλληλων αγωγών που εμπλέκουν τους ίδιους διαδίκους και έχουν το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία ( 5 ).

    28.

    Πάντως, το άρθρο 109, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 αντιμετωπίζει την προβληματική της εκκρεμοδικίας σε πολύ περιορισμένο πλαίσιο, δηλαδή αυτό των δύο παράλληλων αγωγών παραποιήσεως/απομιμήσεως, της μιας που ασκήθηκε βάσει σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της άλλης που ασκήθηκε βάσει πανομοιότυπου εθνικού σήματος.

    29.

    Προκειμένου, επομένως, για ρύθμιση που εμπνέεται άμεσα από τους κανόνες περί εκκρεμοδικίας οι οποίοι περιλαμβάνονται στη Σύμβαση των Βρυξελλών ( 6 ) και, στη συνέχεια, επαναλαμβάνονται στον κανονισμό Bρυξέλλες I, η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία των κανόνων αυτών διατηρεί όλο το ενδιαφέρον της ( 7 ).

    30.

    Η σκέψη αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο κανονισμός 207/2009 δεν αφορά όλες τις καταστάσεις εκκρεμοδικίας οι οποίες αφορούν σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι παράλληλες αγωγές που ασκούνται ενώπιον των δικαστηρίων των διαφόρων κρατών μελών βάσει του ιδίου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης εμπίπτουν ιδίως στους κανόνες εκκρεμοδικίας που αφορά ο κανονισμός Βρυξέλλες I (ή, για τις αγωγές που ασκήθηκαν από τις 10 Ιανουαρίου 2015 και μετά, ο κανονισμός 1215/2012) ( 8 ).

    31.

    Επομένως, η έννοια της εκκρεμοδικίας στην οποία στηρίζεται το άρθρο 109, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 πρέπει οπωσδήποτε να είναι η ίδια με αυτή στην οποία στηρίζεται το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες I.

    32.

    Οι έννοιες που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 27 του κανονισμού Βρυξέλλες I για τον καθορισμό μιας καταστάσεως εκκρεμοδικίας είναι αυτόνομες έναντι των αντίστοιχων εννοιών που προϋπήρχαν στο εθνικό δίκαιο ( 9 ).

    33.

    Το Δικαστήριο ερμήνευσε την έννοια της εκκρεμοδικίας προβαίνοντας σε έλεγχο ο οποίος περιλαμβάνει τρία στοιχεία: την ταυτότητα των διαδίκων, την ταυτότητα της αιτίας και την ταυτότητα του αντικειμένου των αγωγών. Συναφώς, το Δικαστήριο στηρίχθηκε στο γράμμα του άρθρου 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, στο γαλλικό του κείμενο, καθώς και σε άλλες γλωσσικές αποδόσεις, μη λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το γερμανικό και το αγγλικό κείμενο δεν διέκριναν τις έννοιες του «αντικειμένου» και της «αιτίας» των αγωγών ( 10 ).

    34.

    Η ερμηνεία του άρθρου 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 θέτει παρόμοιο γλωσσικό πρόβλημα. Πράγματι, το αγγλικό κείμενο του άρθρου 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 χρησιμοποιεί την ίδια έκφραση με αυτή που χρησιμοποιείται στο άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού Bρυξέλλες I ( 11 ), ενώ στη γαλλική και στη γερμανική γλώσσα οι δύο αυτές διατάξεις χρησιμοποιούν διαφορετικούς όρους ( 12 ).

    35.

    Πάντως, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι πρόκειται σαφώς για κανόνα που εμπνέεται από τους κανόνες περί εκκρεμοδικίας που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της Συμβάσεως των Βρυξελλών, είμαι της γνώμης ότι δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη η εν λόγω γλωσσική απόκλιση. Κατά την ερμηνεία του άρθρου 109, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, πρέπει να ληφθεί ως αφετηρία η σκέψη ότι η διάταξη αυτή στηρίζεται στην ίδια έννοια της εκκρεμοδικίας όπως και το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες I –που υιοθετεί τον έλεγχο σε τρία επίπεδα σχετικά με την ταυτότητα των διαδίκων, της αιτίας και του αντικειμένου των αγωγών ( 13 ).

    36.

    Η διαφορά μεταξύ των κανόνων εκκρεμοδικίας του εν λόγω άρθρου 109 και των κανόνων του κανονισμού Βρυξέλλες I οφείλεται στο γεγονός ότι, στην πρώτη περίπτωση, η προϋπόθεση σχετικά με την ταυτότητα των αγωγών συντρέχει, παρά τις τυπικώς διαφορετικές νομικές βάσεις τους –καθόσον η μία ασκείται βάσει σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η άλλη βάσει εθνικού σήματος– όταν τα επίμαχα σήματα είναι πανομοιότυπα και ισχύουν για τα ίδια προϊόντα ή υπηρεσίες.

    Επί της ταυτότητας των διαδίκων

    37.

    Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η δεύτερη διαδικασία που κινήθηκε στην παρούσα υπόθεση αφορά εναγόμενο ο οποίος δεν είχε εμπλακεί στην πρώτη διαδικασία, δηλαδή τη γερμανική θυγατρική του ομίλου που αποτελούν οι δύο πρώτες εναγόμενες της κύριας δίκης.

    38.

    Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν οι δύο αγωγές ασκήθηκαν μεταξύ των ιδίων διαδίκων.

    39.

    Πράγματι, όταν οι διάδικοι σε παράλληλες διαδικασίες συμπίπτουν εν μέρει μόνο, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται δεύτερο έχει την υποχρέωση να διαπιστώσει την έλλειψη δικαιοδοσίας του μόνο στον βαθμό που οι διάδικοι στις δύο διαδικασίες είναι οι ίδιοι, οπότε η διαδικασία μπορεί να συνεχιστεί μεταξύ των λοιπών διαδίκων ( 14 ).

    40.

    Η ταυτότητα των διαδίκων προϋποθέτει, κατ’ αρχήν, ότι πρόκειται για τα ίδια πρόσωπα.

    41.

    Πάντως, σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, η προϋπόθεση αυτή μπορεί να συντρέχει ακόμη και αν οι διάδικοι στις παράλληλες διαδικασίες είναι διαφορετικά πρόσωπα.

    42.

    Πράγματι, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο τα συμφέροντα των δύο διαδίκων να θεωρηθούν σε τέτοιο σημείο πανομοιότυπα και αδιαχώριστα, σε σχέση με το αντικείμενο των δύο διαφορών, ώστε οι διάδικοι αυτοί να πρέπει να θεωρηθούν ως ένας και ο αυτός διάδικος για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων περί εκκρεμοδικίας ( 15 ).

    43.

    Φρονώ ότι μία τέτοια εξαιρετική περίπτωση παρουσιάζεται όταν δύο αγωγές παραποιήσεως/απομιμήσεως –όπως οι αγωγές της υπό κρίση υποθέσεως– αφορούν το ίδιο σημείο που χρησιμοποιούν οικονομικά συνδεδεμένες μεταξύ τους εταιρίες.

    44.

    Πράγματι, στο πλαίσιο ομίλου εταιριών, ο έλεγχος των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, περιλαμβανομένων και των δικαιωμάτων επί των σημάτων, πρέπει να ανατίθεται σε νομικά πρόσωπα, συχνά στην επικεφαλής του ομίλου εταιρία, ενώ, στην πράξη, τα σημεία μπορούν να χρησιμοποιούνται με ομοιόμορφο τρόπο από το σύνολο των εταιριών του ομίλου.

    45.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, τα συμφέροντα των εμπλεκομένων εταιριών, μολονότι πρόκειται για χωριστά πρόσωπα, χαρακτηρίζονται από μια τέτοια ενότητα, ώστε οι εν λόγω εταιρίες να μπορούν να θεωρηθούν ως ένας και ο αυτός διάδικος υπό το πρίσμα του σκοπού της αποφυγής των αντιφατικών αποφάσεων στον τομέα των σημάτων ( 16 ).

    46.

    Επομένως, εκτιμώ ότι, υπό συνθήκες όπως οι παρούσες, δύο παράλληλες αγωγές παραποιήσεως/απομιμήσεως που ασκούνται, η μεν κατά της μητρικής εταιρίας η δε κατά της ίδιας αυτής εταιρίας και της θυγατρικής της, πρέπει να θεωρηθούν ότι ασκήθηκαν μεταξύ των ιδίων διαδίκων όταν οι αγωγές αυτές έχουν ως αντικείμενο τη χρήση του ιδίου σημείου από οικονομικώς συνδεδεμένες εταιρίες. Στον εθνικό δικαστή εναπόκειται, προφανώς, να εφαρμόσει τις σκέψεις αυτές στη διαφορά της κύριας δίκης.

    Επί της ταυτότητας των αγωγών παραποιήσεως/απομιμήσεως

    47.

    Όπως ήδη επισήμανα, το άρθρο 109, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 στηρίζεται στην ίδια έννοια της εκκρεμοδικίας όπως και το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού Bρυξέλλες I.

    48.

    Από τη νομολογία σχετικά με τον κανονισμό αυτό προκύπτει ότι οι αγωγές που εμπίπτουν σε κανόνα εκκρεμοδικίας πρέπει να έχουν την ίδια «αιτία», δηλαδή την ίδια πραγματική και νομική βάση ( 17 ), και το ίδιο «αντικείμενο», δηλαδή να επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό ( 18 ).

    49.

    Επομένως, δεν απαιτείται να υπάρχει «ταυτότητα» μεταξύ των αγωγών κατά κυριολεξία, αλλά σύμπτωση όσον αφορά την αιτία τους και το αντικείμενό τους ( 19 ).

    50.

    Είμαι της γνώμης ότι το άρθρο 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 στηρίζεται στα ίδια στοιχεία, καθόσον προβλέπει ότι εφαρμόζεται στις αγωγές παραποιήσεως/απομιμήσεως που ασκούνται για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και βάσει πανομοιότυπων σημάτων, εθνικών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    51.

    Εν προκειμένω, όσον αφορά την αιτία των αγωγών, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι τα δύο αιτήματα στηρίζονται σε νομικές βάσεις που λογίζονται όμοιες για τους σκοπούς του κανόνα της εκκρεμοδικίας του άρθρου 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, δηλαδή στα αποκλειστικά δικαιώματα που απορρέουν από τα εθνικά σήματα και ένα σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωση που είναι πανομοιότυπα.

    52.

    Επιπλέον, οι δύο διαδικασίες αφορούν πραγματικά στοιχεία που συμπίπτουν κατά κάποιο τρόπο, καθόσον αναφέρονται στη χρήση του σημείου «Merck» στους ίδιους διαδικτυακούς τόπους.

    53.

    Οι εγγενείς στην παρούσα διαφορά ερμηνευτικές δυσκολίες αφορούν την εδαφική πτυχή των αγωγών αυτών.

    54.

    Πράγματι, μολονότι οι δύο αγωγές αποσκοπούν στην απαγόρευση της χρήσεως του ιδίου σημείου, η έκταση της διαπιστώσεως της παραποιήσεως/απομιμήσεως στις δύο αγωγές καθώς και τα εδαφικά αποτελέσματα των απαγορεύσεων αλληλεπικαλύπτονται μόνον εν μέρει.

    55.

    Πράγματι, υπό τις συνθήκες της παρούσας υποθέσεως, η αρμοδιότητα του δικαστηρίου που επιλήφθηκε της πρώτης αγωγής, η οποία ασκήθηκε βάσει του εθνικού σήματος, περιορίζεται στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ το δεύτερο ένδικο βοήθημα ασκήθηκε ενώπιον δικαστηρίου σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυνάμει του άρθρου 97, παράγραφοι 1 έως 4, του κανονισμού 207/2009, το οποίο είναι αρμόδιο να εξετάσει το υποστατό πραγματικών περιστατικών απομιμήσεως/παραποιήσεως στο έδαφος κάθε κράτους μέλους και να εκδώσει απαγόρευση που ισχύει σε όλη την Ένωση.

    56.

    Ποια είναι η συνέπεια της διαφοράς αυτής για την εκτίμηση της ταυτότητας της αιτίας και του αντικειμένου στις δύο αγωγές;

    57.

    Οι απόψεις των διαδίκων διίστανται ως προς το σημείο αυτό. Κατά την ενάγουσα της κύριας δίκης, η διαφορά εδαφικής εμβέλειας των δύο αγωγών αποκλείει την περίπτωση ταυτότητας των αγωγών. Από την άλλη πλευρά, οι εναγόμενες της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι εν προκειμένω συντρέχει περίπτωση ταυτότητας των αγωγών για τον σκοπό της εφαρμογής του άρθρου 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009.

    58.

    Η Επιτροπή, από την πλευρά της, διατείνεται ότι η προϋπόθεση της ταυτότητας των «πραγματικών περιστατικών» πρέπει να αναφέρεται σε παραποίηση/απομίμηση των ίδιων σημάτων στο έδαφος των ίδιων κρατών μελών. Στο πλαίσιο του άρθρου 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, η έννοια των «ιδίων πραγματικών περιστατικών» πρέπει, κατά την Επιτροπή, να ερμηνευθεί ως καλύπτουσα δύο αγωγές που αφορούν όχι μόνο την παραποίηση/απομίμηση πανομοιότυπων σημάτων, αλλά και το ίδιο έδαφος.

    59.

    Παρατηρώ ότι το ζήτημα που εγείρει η παρούσα διαφορά αφορά μια προβληματική ως προς την οποία έχουν διαμορφωθεί στη θεωρία δύο αντικρουόμενες απόψεις.

    60.

    Κατά την πρώτη άποψη, το άρθρο 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 κωλύει την άσκηση δεύτερης αγωγής παραποιήσεως/απομιμήσεως που αφορά πανομοιότυπο σήμα, ανεξαρτήτως των εδαφικών πτυχών των δύο αγωγών. Με άλλα λόγια, η διάταξη αυτή απαιτεί να διαπιστώνει το δικαστήριο που επιλήφθηκε δεύτερο βάσει σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η πρώτη αγωγή στηρίζεται στο εθνικό σήμα και αφορά, επομένως, διαπίστωση απομιμήσεως/παραποιήσεως που περιορίζεται στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους ( 20 ).

    61.

    Κατά τη δεύτερη άποψη, δύο πράξεις απομιμήσεως/παραποιήσεως, τις οποίες αφορούν ταυτόχρονες αγωγές βάσει εθνικού σήματος, αφενός, και σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφετέρου, είναι πανομοιότυπες μόνον όταν τα πραγματικά περιστατικά αφορούν το ίδιο έδαφος. Το δικαστήριο των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι υποχρεωμένο να κρίνει εαυτό αναρμόδιο όταν η εδαφική έκταση της διαφοράς της οποίας επιλαμβάνεται είναι ευρύτερη από αυτή της διαφοράς ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου που επιλήφθηκε πρώτο ( 21 ). Η ίδια αμφιβολία όσον αφορά τις δύο δυνατές ερμηνείες του άρθρου 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 αντικατοπτρίζεται και σε ορισμένες εθνικές αποφάσεις ( 22 ).

    62.

    Οι δύο αυτές απόψεις συγκλίνουν καθόσον αποδέχονται ότι η διατύπωση του άρθρου 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 είναι προβληματική. Ερμηνευόμενη διασταλτικώς, η διάταξη αυτή παρουσιάζει ένα κενό στη δικαστική προστασία του δικαιούχου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο δικαιούχος θα βρισκόταν σε αδυναμία να ασκήσει αγωγή με αντικείμενο την προστασία των δικαιωμάτων του σε ευρωπαϊκό επίπεδο, λόγω της υπάρξεως ταυτόχρονης αγωγής βάσει του εθνικού σήματος, που εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου αρμοδίου να αποφανθεί επί της απομιμήσεως/παραποιήσεως η οποία περιορίζεται στο έδαφος ενός μόνο κράτους μέλους ( 23 ).

    63.

    Είμαι της γνώμης ότι, για να αρθεί αυτή η ερμηνευτική αμφιβολία πρέπει να γίνει αναφορά στην οικονομία της επίμαχης διατάξεως.

    64.

    Ο σκοπός που επιδιώκεται με το άρθρο 109, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 προκύπτει από τη διάρθρωση δύο αρχών: αφενός, του ενιαίου χαρακτήρα του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, αφετέρου, της συνυπάρξεως του σήματος αυτού με τα εθνικά σήματα, πράγμα που οδηγεί στην ανάγκη αποφυγής αντιφατικών αποφάσεων.

    65.

    Η σχέση μεταξύ των αρχών αυτών προκύπτει από τους σκοπούς που περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 16 και 17 του κανονισμού 207/2009. Σύμφωνα με τις αιτιολογικές αυτές σκέψεις, οι συνέπειες των αποφάσεων σχετικά με το κύρος και την παραποίηση/απομίμηση των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να καλύπτουν το σύνολο της Ένωσης. Πρέπει, άλλωστε, να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων κατόπιν αγωγών που ασκούνται για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, βάσει σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και παράλληλων εθνικών σημάτων ( 24 ).

    66.

    Πάντως, η διάρθρωση των δύο αυτών σκοπών θα διακυβευόταν εάν το άρθρο 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 έπρεπε να ερμηνευθεί ευρέως, υπό την έννοια ότι εμποδίζει τον δικαιούχο σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επικαλεστεί το πανευρωπαϊκό αποτέλεσμα ενός τέτοιου σήματος λόγω της υπάρξεως ταυτόχρονης αγωγή που ασκήθηκε βάσει εθνικού σήματος και αφορά την παραποίηση/απομίμηση σε πιο περιορισμένο έδαφος. Η ερμηνεία αυτή θα συνέβαλλε, βεβαίως, στην προώθηση του σκοπού που συνίσταται στην αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, αλλά θα έθετε σε κίνδυνο τον σκοπό που έγκειται στη διασφάλιση του ότι τα αποτελέσματα των αποφάσεων περί παραποιήσεως/απομιμήσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτείνονται στο σύνολο της Ένωσης.

    67.

    Αντιθέτως, η ισορροπία μεταξύ των δύο αυτών σκοπών μπορεί να διασφαλιστεί πλήρως με την ερμηνεία του άρθρου 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται μόνο στις παράλληλες αγωγές των οποίων οι εδαφικές πτυχές συμπίπτουν. Πράγματι, η ερμηνεία αυτή διασφαλίζει, αφενός, ότι ο δικαιούχος σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να προστατεύσει τα δικαιώματά του σε ευρωπαϊκή κλίμακα, τούτο δε ακόμη και όταν εκκρεμεί ταυτόχρονη αγωγή βάσει εθνικού σήματος. Από την άλλη πλευρά, παρέχει επίσης τη δυνατότητα αποφυγής εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, στον βαθμό που η κατά τόπον αρμοδιότητα των δικαστηρίων που επιλήφθηκαν παραλλήλως βάσει σημάτων εθνικών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να οριοθετηθεί σαφώς.

    68.

    Επομένως, φρονώ ότι, στην περίπτωση που η πρώτη αγωγή ασκήθηκε βάσει εθνικού σήματος και αφορά την παραποίηση/απομίμηση στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους και η δεύτερη ασκήθηκε βάσει σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφορά την παραποίηση/απομίμηση εντός αυτού του κράτους μέλους αλλά και εντός άλλων τμημάτων της επικράτειας της Ένωσης, οι δύο ως άνω αγωγές συμπίπτουν εν μέρει μόνον όσον αφορά την παραποίηση/απομίμηση στο έδαφος στο οποίο προστατεύεται το εν λόγω εθνικό σήμα.

    69.

    Πιστεύω ότι η σκέψη αυτή επιρρωννύεται από τη γενικότερη προσέγγιση στην οποία στηρίζεται η εφαρμογή του άρθρου 27 του κανονισμού Bρυξέλλες I.

    70.

    Στο πλαίσιο του άρθρου 27 του κανονισμού αυτού, η ταυτότητα αιτίας και αντικειμένου πρέπει να εξετασθεί, ιδίως, υπό το πρίσμα των δυνητικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως που θα εκδώσει το δικαστήριο που επιλήφθηκε πρώτο. Επομένως, τίθεται το ερώτημα αν ο διάδικος της πρώτης δίκης εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον για τη δεύτερη δίκη αν τα αιτήματά του στην πρώτη δίκη γίνουν δεκτά ή απορριφθούν ( 25 ).

    71.

    Κατά συνέπεια, η διαπίστωση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας με το αιτιολογικό της εκκρεμοδικίας επιβάλλεται μόνον εφόσον οι δυνητικές συνέπειες των αποφάσεων επί των δύο ενδίκων διαδικασιών αλληλεπικαλύπτονται. Η αρχή αυτή, αφού ισχύει για το άρθρο 27 του κανονισμού Bρυξέλλες I, πρέπει να ισχύει και για το άρθρο 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 ( 26 ).

    72.

    Πάντως, στην περίπτωση κατά την οποία –όπως εν προκειμένω– το δικαστήριο που επιλήφθηκε πρώτο αποφαίνεται επί της παραποιήσεως/απομιμήσεως εθνικού σήματος, το γεγονός ότι η αγωγή ευδοκίμησε στο πλαίσιο της πρώτης διαφοράς δεν θα παρέχει στον δικαιούχο του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης προστασία εξίσου εκτεταμένη με αυτή που ζητήθηκε στο πλαίσιο της δεύτερης διαδικασίας βάσει του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    73.

    Βεβαίως, το άρθρο 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 αποσκοπεί και στην αποτροπή του ενδεχομένου να δημιουργηθεί μια κατάσταση στην οποία ο δικαιούχος παραλλήλων σημάτων –ενός σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ενός πανομοιότυπου εθνικού σήματος– θα μπορούσε να προσφύγει σε δύο δικαστήρια εντός διαφορετικών κρατών μελών στρεφόμενος κατά της ίδιας παραποιήσεως/απομιμήσεως.

    74.

    Παρατηρώ ωστόσο ότι δεν μπορεί να τεκμαίρεται τέτοια καταχρηστική εφαρμογή των διαδικασιών. Δεν μπορεί, ιδίως, να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ο δικαιούχος παράλληλων σημάτων να αναγκαστεί αντικειμενικά, σε ορισμένες περιπτώσεις, να επικαλεστεί τα δικαιώματά του στο πλαίσιο δύο παραλλήλων διαδικασιών. Αυτό φαίνεται ότι συμβαίνει εν προκειμένω, δεδομένου ότι η παραποίηση/απομίμηση που αφορά το έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου πρέπει να εξεταστεί από κοινού με διαφορά εκ συμβάσεως προερχόμενη από τη συμφωνία συνυπάρξεως της 1ης Ιανουαρίου 1970.

    75.

    Τέλος, φρονώ ότι η ερμηνεία που προτείνω επιρρωννύεται από ακόμη πιο θεμελιώδεις σκέψεις απορρέουσες από την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που καθιερώνει το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    76.

    Έχω συναφώς, επίγνωση του γεγονότος ότι η επίκληση του Χάρτη δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να καταλήξει σε τροποποίηση του περιεχομένου των κανόνων περί εκκρεμοδικίας ή των κανόνων σχετικά με τον καθορισμό του αρμοδίου δικαστηρίου γενικώς ( 27 ). Πάντως, είμαι της γνώμης ότι, όταν η εφαρμοστέα διάταξη επιδέχεται δύο ερμηνείες, πρέπει να επιλέγεται εκείνη που παρέχει τη δυνατότητα να διασφαλιστεί η λύση που στηρίζεται στην αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Εάν όμως το άρθρο 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 ερμηνευόταν υπό την έννοια ότι απαιτεί από το δικαστήριο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διαπιστώσει ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας σε περίπτωση ταυτόχρονης αγωγής ενώπιον δικαστηρίου που απολαύει λιγότερο ευρείας κατά τόπον αρμοδιότητας, θα μπορούσε να διακυβευθεί η δικαστική προστασία των δικαιωμάτων του δικαιούχου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    77.

    Για όλους αυτούς τους λόγους, φρονώ ότι το άρθρο 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, το αντικείμενο και η αιτία των δύο αγωγών παραποιήσεως/απομιμήσεως, εκ των οποίων η πρώτη ασκήθηκε βάσει εθνικού σήματος και αφορά την παραποίηση/απομίμηση στο έδαφος κράτους μέλους και η δεύτερη ασκήθηκε βάσει σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφορά την παραποίηση/απομίμηση στο σύνολο της Ένωσης, συμπίπτουν εν μέρει μόνο, όσον αφορά το έδαφος του κράτους μέλους εντός του οποίου προστατεύεται το εν λόγω εθνικό σήμα.

    Επί της διαπιστώσεως μερικής ελλείψεως δικαιοδοσίας, περιοριζόμενης σε τμήμα του εδάφους της Ένωσης

    78.

    Ποια υποχρέωση υπέχει από το άρθρο 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 το δικαστήριο που επιλήφθηκε δεύτερο, στην περίπτωση κατά την οποία οι αγωγές παραποιήσεως/απομιμήσεως συμπίπτουν εν μέρει μόνο;

    79.

    Κατ’ αρχήν, σε περίπτωση μερικής αλληλεπικαλύψεως των δύο διαδικασιών, το δικαστήριο που επιλήφθηκε δεύτερο είναι υποχρεωμένο να διαπιστώσει την έλλειψη δικαιοδοσίας του μόνον καθόσον αυτό αποδεικνύεται αναγκαίο για να αποτραπεί η σύμπτωση αυτή ( 28 ).

    80.

    Τούτο προϋποθέτει, βεβαίως, ότι η εν λόγω διαπίστωση μερικής ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας είναι δυνατή, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως της δεύτερης διαδικασίας.

    81.

    Παρατηρώ, συναφώς, ότι το Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί τις αρχές που παρέχουν στο δικαστήριο των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης τη δυνατότητα να περιορίσει, κατ’ εξαίρεση, τις εδαφικές συνέπειες αποφάσεως επί αγωγής παραποιήσεως/απομιμήσεως, τούτο δε σε δύο περιπτώσεις: πρώτον, στην περίπτωση κατά την οποία ο ενάγων περιόρισε την εδαφική εμβέλεια της αγωγής του στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας του να καθορίσει ελεύθερα την έκταση της αγωγής και, δεύτερον, στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βάσει των στοιχείων που πρέπει, κατ’ αρχήν, να του υποβάλει ο εναγόμενος, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η χρήση του οικείου σημείου δεν δημιουργεί κανένα κίνδυνο συγχύσεως με το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε επακριβώς οριζόμενο τμήμα του εδάφους της Ένωσης ( 29 ).

    82.

    Εκτιμώ ότι πρέπει να προστεθεί μια τρίτη περίπτωση περιορισμού της εδαφικής εκτάσεως της αποφάσεως που εκδίδεται επί αγωγής παραποιήσεως/απομιμήσεως του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αφορά την περίπτωση κατά την οποία το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλει να διαπιστώσει μερική έλλειψη δικαιοδοσίας προκειμένου να περιορίσει την εμβέλεια των ταυτόχρονων αγωγών βάσει εθνικών σημάτων και σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    83.

    Επιπλέον, φρονώ ότι η ευθύνη της οριοθετήσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας για την αποτροπή της δημιουργίας καταστάσεως εκκρεμοδικίας δεν απόκειται στους διαδίκους της διαφοράς, αλλά στο δικαστήριο που επιλήφθηκε δεύτερο.

    84.

    Η σκέψη αυτή απορρέει τόσο από τον ρόλο του δικαστηρίου όσον αφορά τον καθορισμό της κατά τόπον αρμοδιότητάς του όσο και από τον μηχανισμό των κανόνων εκκρεμοδικίας, οι οποίοι προβλέπουν αναστολή της διαδικασίας και στη συνέχεια διαπίστωση της ελλείψεως δικαιοδοσίας ως συνέπεια της εκκρεμοδικίας. Αποτυπώνεται επίσης στο γράμμα του άρθρου 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, το οποίο απαιτεί να διαπιστώσει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται δεύτερο ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας, ακόμη και αυτεπαγγέλτως.

    85.

    Υπό το πρίσμα των προηγουμένων σκέψεων, φρονώ ότι το άρθρο 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, στην περίπτωση κατά την οποία οι ταυτόχρονες αγωγές που ασκούνται βάσει εθνικού σήματος και σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμπίπτουν εν μέρει όσον αφορά το έδαφος στο οποίο προστατεύεται το εθνικό σήμα, το δικαστήριο των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν επιλαμβάνεται δεύτερο, πρέπει να διαπιστώσει ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, ως προς το τμήμα της αγωγής που αφορά το έδαφος για το οποίο οι αγωγές συμπίπτουν.

    Επικουρικώς, επί των συνεπειών της διαπιστώσεως μερικής ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας

    86.

    Υπό το πρίσμα της προηγουμένης αναλύσεως, παρέλκει η απάντηση στο πέμπτο, το έκτο και το έβδομο προδικαστικό ερώτημα. Θα τα εξετάσω συνοπτικά, επικουρικώς, για την περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να απαντήσει και σε αυτά.

    87.

    Με το πέμπτο και έκτο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν η μερική παραίτηση της ενάγουσας της κύριας δίκης, όσον αφορά την παραποίηση/απομίμηση στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου, μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον σκοπό της εφαρμογής του άρθρου 109, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009.

    88.

    Παρατηρώ εκ προοιμίου ότι οι εναγόμενες της κύριας δίκης αναφέρουν ότι η επίμαχη παραίτηση δεν παράγει αποτελέσματα έναντι των εθνικών δικονομικών κανόνων, κατά τους οποίους, για να παραγάγει μονομερώς αποτελέσματα, η παραίτηση πρέπει να υποβληθεί πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Πρόκειται, πάντως, για ζήτημα εθνικού δικονομικού δικαίου, το οποίο δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Θα περιοριστώ, επομένως, σε εξέταση των αποτελεσμάτων της παραιτήσεως υπό το πρίσμα του άρθρου 109, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009.

    89.

    Συναφώς, η ενάγουσα της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι η παραίτηση εν προκειμένω αίρει την επικάλυψη των δύο διαδικασιών, οπότε δεν υφίσταται πλέον εκκρεμοδικία. Οι εναγόμενοι της κύριας δίκης υποστηρίζουν, από την πλευρά τους, ότι η κατάσταση της εκκρεμοδικίας πρέπει να εκτιμηθεί κατά την έναρξη της διαδικασίας, οπότε η παραίτηση κατά τη διάρκεια της δίκης δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη.

    90.

    Εξ όσων γνωρίζω, το Δικαστήριο δεν είχε ακόμη την ευκαιρία να αποφανθεί επί των συνεπειών παραιτήσεως για την εφαρμογή των κανόνων εκκρεμοδικίας ( 30 ).

    91.

    Είναι βεβαίως αληθές ότι, δεδομένου ότι οι κανόνες εκκρεμοδικίας αφορούν την αρμοδιότητα του επιληφθέντος δικαστηρίου, η απόφαση συναφώς πρέπει να ληφθεί, κατ’ αρχήν, εκτιμωμένης της καταστάσεως που υπήρχε κατά τον χρόνο ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος.

    92.

    Η σκέψη αυτή πρέπει όμως να συγκερασθεί με τον σκοπό των σχετικών κανόνων, ο οποίος έγκειται στην αποτροπή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων. Κατ’ εμέ, όταν, κατόπιν του περιστατικού που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της δίκης, δεν υπάρχει πλέον κίνδυνος αντιφάσεως, αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη για την εφαρμογή των κανόνων περί εκκρεμοδικίας ( 31 ).

    93.

    Φρονώ, επομένως, ότι, όταν, κατόπιν μερικής παραιτήσεως που πραγματοποιήθηκε νομοτύπως στο πλαίσιο της δεύτερης ένδικης διαδικασίας, δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί ότι υπάρχει ταυτότητα μεταξύ των ταυτόχρονων αγωγών παραποιήσεως/απομιμήσεως, η παραίτηση πρέπει να ληφθεί υπόψη για την εφαρμογή του άρθρου 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009.

    Επικουρικώς, επί της ταυτότητας των προϊόντων και των υπηρεσιών

    94.

    Με το έβδομο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διακρίνει τις περιπτώσεις που ρυθμίζουν οι διατάξεις του άρθρου 109, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 207/2009.

    95.

    Μολονότι η σημασίας της πτυχής αυτής για την υπόθεση δεν διευκρινίζεται στην απόφαση περί παραπομπής, από τα επιχειρήματα των διαδίκων της κύριας δίκης συνάγεται διαφωνία επί του ζητήματος αν το άρθρο 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 εφαρμόζεται όταν το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο προβάλλεται ενώπιον του δικαστηρίου που επιλήφθηκε δεύτερο έχει επίσης καταχωρισθεί για επιπλέον προϊόντα και υπηρεσίες σε σχέση με το εθνικό σήμα το οποίο προβάλλεται στην πρώτη διαδικασία.

    96.

    Συναφώς, όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, έχει σημασία να διευκρινιστεί, ενόψει της εφαρμογής του άρθρου 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, αν στις αγωγές ενώπιον των δύο δικαστηρίων προβάλλεται παραποίηση/απομίμηση, αντιστοίχως, εθνικού σήματος και σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τα ίδια προϊόντα ή υπηρεσίες. Εάν η παραποίηση/απομίμηση σε σχέση με τα επιπλέον προϊόντα ή υπηρεσίες προβάλλεται μόνον ενώπιον του δικαστηρίου που επιλήφθηκε δεύτερο, η αιτία των δύο αγωγών συμπίπτει εν μέρει και μόνο, οπότε μπορεί να διαπιστωθεί μερική έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας.

    97.

    Πάντως, όπως ήδη επισήμανα, η πτυχή αυτή στερείται σημασίας εάν το Δικαστήριο ακολουθήσει τις προτάσεις μου όσον αφορά τα τέσσερα πρώτα προδικαστικά ερωτήματα.

    Πρόταση

    98.

    Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Landgericht Hamburg (περιφερειακού δικαστηρίου του Αμβούργου, Γερμανία) ως εξής:

    Το άρθρο 109, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι, όταν δύο αγωγές παραποιήσεως/απομιμήσεως ασκούνται ενώπιον δικαστηρίων διαφορετικών κρατών μελών, η πρώτη βάσει εθνικού σήματος, σχετικά με την παραποίηση/απομίμηση στο έδαφος κράτους μέλους, και η δεύτερη βάσει σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχετικά με την παραποίηση/απομίμηση στο σύνολο του εδάφους της Ένωσης, οι αγωγές αυτές συμπίπτουν εν μέρει και μόνον, στον βαθμό που αφορούν το έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους.

    Το δικαστήριο των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν επιλαμβάνεται δεύτερο, πρέπει να διαπιστώσει ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, ως προς το σκέλος της αγωγής που αφορά το έδαφος για το οποίο οι αγωγές συμπίπτουν.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

    ( 2 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1). Εκτός από την προσθήκη της αναφοράς στο «σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/2424 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 207/2009 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα και του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 2869/95 της Επιτροπής σχετικά με τα πληρωτέα προς το Γραφείο Εναρμόνισης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς τέλη (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΕΕ 2015, L 341, σ. 21), δεν τροποποίησε τις σχετικές διατάξεις.

    ( 3 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1, στο εξής: κανονισμός Βρυξέλλες Ι).

    ( 4 ) Που αντικαταστάθηκε από τις 10 Ιανουαρίου 2015 από το άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (αναδιατύπωση) (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1). Λαμβανομένης υπόψη της μεταβατικής ρυθμίσεως του άρθρου 66, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, η υπό κρίση αγωγή, ασκηθείσα στις 10 Ιανουαρίου 2015, εξακολουθεί να διέπεται από τον κανονισμό Βρυξέλλες Ι. Παρατηρώ, εξάλλου, ότι η περίπτωση της εκκρεμοδικίας σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο των δύο άρθρων έχει πανομοιότυπη διατύπωση.

    ( 5 ) Αιτιολογική σκέψη 17 του κανονισμού 207/2009.

    ( 6 ) Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τις διαδοχικές συμβάσεις προσχωρήσεως νέων κρατών μελών (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών).

    ( 7 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ε. Tanchev στην υπόθεση Hummel Holding (C-617/15, EU:C:2017:13, σημείο 33).

    ( 8 ) Βλ. Schennen, D., σε Eisenführ, G., Schennen, D., Gemeinschaftsmarkenverordnung, 4η έκδ., Carl Heymanns Verlag, Κολωνία, 2014, άρθρο 109, σημείο 4.

    ( 9 ) Βλ., όσον αφορά το άρθρο 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, αποφάσεις της 8ης Δεκεμβρίου 1987, Gubisch Maschinenfabrik (144/86, EU:C:1987:528, σκέψη 11), και της 6ης Δεκεμβρίου 1994, Tatry (C-406/92, EU:C:1994:400, σκέψη 30). Δεν συμφωνώ με την άποψη του D. Schennen, ο οποίος παρατηρεί ότι η ταυτότητα των διαδίκων και των πραγματικών περιστατικών εκτιμάται δυνάμει του εθνικού δικονομικού δικαίου. Βλ. Schennen, D., σε Eisenführ, G., Schennen, D., Gemeinschaftsmarkenverordnung, 4η έκδ., Carl Heymanns Verlag, Κολωνία, 2014, άρθρο 109, σημείο 8.

    ( 10 ) Βλ. αποφάσεις της 8ης Δεκεμβρίου 1987, Gubisch Maschinenfabrik (144/86, EU:C:1987:528, σκέψη 14), και της 6ης Δεκεμβρίου 1994, Tatry (C-406/92, EU:C:1994:400, σκέψη 38).

    ( 11 ) Στα αγγλικά, «[actions/proceedings] involving the same cause of action».

    ( 12 ) Στα γαλλικά, «demandes ayant le même objet et la même cause» (άρθρο 27 του κανονισμού Bρυξέλλες I) και «actions en contrefaçon […] formées pour les mêmes faits» (άρθρο 109, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009). Στα γερμανικά, αντιστοίχως, «Klagen wegen desselben Anspruchs» και «Verletzungsklagen […] wegen derselben Handlungen».

    ( 13 ) Βλ., όσον αφορά τη σχέση ανάμεσα στον κανονισμό 207/2009 και στο άρθρο 27 του κανονισμού Βρυξέλλες I, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Bobek στην υπόθεση Apple and Pear Australia και Star Fruits Diffusion κατά EUIPO (C-226/15 P, EU:C:2016:250, σημεία 35 έως 37). Όσον αφορά τη διάρθρωση των δύο διατάξεων, τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου άντλησαν πανομοιότυπο συμπέρασμα, βλ. Hearst Holdings Inc & Anor v A.V.E.L.A. Inc & Ors [2014] EWHC 1553 (Ch) (19 May 2014) para 18.

    ( 14 ) Aπόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 1994, Tatry (C-406/92, EU:C:1994:400, σκέψη 34).

    ( 15 ) Βλ. συναφώς, σχετικά με τις παράλληλες διαδικασίες στις οποίες εμπλέκεται ο ασφαλιστής και ο ασφαλισμένος, απόφαση της 19ης Μαΐου 1998, Drouot assurances (C-351/96, EU:C:1998:242, σκέψεις 19 και 23).

    ( 16 ) Βλ. επίσης, παρόμοια προσέγγιση, Hartmann, M., Die Gemeinschaftsmarke im Verletzungsverfahren, Peter Lang, Frankfurt am Main, 2009, σ. 164.

    ( 17 ) Αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 1994, Tatry (C-406/92, EU:C:1994:400, σκέψη 39), της 14ης Οκτωβρίου 2004, Mærsk Olie & Gas (C-39/02, EU:C:2004:615, σκέψη 38), καθώς και της 22ας Οκτωβρίου 2015, Aannemingsbedrijf Aertssen και Aertssen Terrassements (C-523/14, EU:C:2015:722, σκέψη 43).

    ( 18 ) Αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 1994, Tatry (C-406/92, EU:C:1994:400, σκέψη 41), της 8ης Μαΐου 2003, Gantner Electronic (C-111/01, EU:C:2003:257, σκέψη 25), καθώς και της 22ας Οκτωβρίου 2015, Aannemingsbedrijf Aertssen και Aertssen Terrassements (C-523/14, EU:C:2015:722, σκέψη 45).

    ( 19 ) Βλ., ιδίώς, Mankowski, P., και Magnus, U., European Commentaries on Private International Law (ECPIL), Brussels Ibis Regulation, vol. I, Otto Schmidt, Cologne, 2016, Article 29, σ. 726.

    ( 20 ) Βλ. Schack, H., «Die grenzüberschreitende Durchsetzung gemeinschaftsweiter Schutzrechte», σε Festschrift für Rolf Stürner, Mohr Siebeck, Tübingen, 2013, σ. 1352.

    ( 21 ) Βλ. Halbsguth, D., Territorialität im Verletzungsverfahren aus der Europäischen Gemeinschaftsmarke, Hamburg, 2010, σ. 117 και 118, και Janal, R., Europäisches Zivilverfahrensrecht und Gewerblicher Rechtsschutz, Mohr Siebeck, Tübingen 2015, § 13, αριθ. 61.

    ( 22 ) Βλ., αφενός, τη γερμανική νομολογία (OLG Düsseldorf, 08.11.2005 – I-20 U 110/04 – RODEO/RODEO DRIVE) και, αφετέρου, τη νομολογία του Ηνωμένου Βασιλείου (Prudential Assurance v. Prudential Insurance [2003] EWCA Civ 327 και Hearst Holdings Inc & Anor v A.V.E.L.A. Inc & Ors [2014] EWHC 1553). Για την ανάλυση των αποφάσεων αυτών, βλ. Hartmann, M., Die Gemeinschaftsmarke im Verletzungsverfahren, Peter Lang, Frankfurt am Main, 2009, σ. 105 έως 108.

    ( 23 ) Βλ. Halbsguth, D., όπ.π., σ. 118· Janal, R., όπ.π., σ. 61· Schack, όπ.π., σ. 1352. Ο H. Schack παρατηρεί το αποτέλεσμα αυτό είναι «σκληρό, αλλά προφανώς ηθελημένο» από τον νομοθέτη («hart aber anscheinend gewollt»).

    ( 24 ) Βλ., όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των δύο αυτών αιτιολογικών σκέψεων, αποφάσεις της 12ης Απριλίου 2011, DHL Express France (C-235/09, EU:C:2011:238, σκέψη 42).

    ( 25 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Jääskinen στην υπόθεση Weber (C-438/12, EU:C:2014:43, σημείο 67).

    ( 26 ) Βλ. Janal, R., όπ.π., § 13, αριθ. 61.

    ( 27 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Jääskinen στην υπόθεση Weber (C-438/12, EU:C:2014:43, σημεία 87 και 88).

    ( 28 ) Βλ., συναφώς, όσον αφορά τη μερική ταυτότητα των διαδίκων, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 1994, Tatry (C-406/92, EU:C:1994:400, σκέψη 33).

    ( 29 ) Βλ. αποφάσεις της 12ης Απριλίου 2011, DHL Express France (C-235/09, EU:C:2011:238, σκέψεις 46 έως 48), και της 22ας Σεπτεμβρίου 2016, combit Software (C-223/15, EU:C:2016:719, σκέψη 36).

    ( 30 ) Η νομολογία του Δικαστηρίου δεν δίνει σαφή απάντηση ως προς το σημείο αυτό. Με την απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2004, Mærsk Olie & Gas (C-39/02, EU:C:2004:615, σκέψη 41), το Δικαστήριο έλαβε υπόψη, προκειμένου περί της εφαρμογής του άρθρου 22 του κανονισμού Βρυξέλλες I, το γεγονός ότι η πρώτη διαδικασία είχε περατωθεί οριστικά, οπότε δεν υπήρχαν πλέον «συναφείς αγωγές». Αντιθέτως, με την απόφαση της 8ης Μαΐου 2003, Gantner Electronic (C-111/01, EU:C:2003:257, σκέψη 30), το Δικαστήριο τονίζει ότι θα διακυβευόταν η επίτευξη του σκοπού του άρθρου 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών αν το περιεχόμενο και η φύση των αγωγών θα μπορούσε να τροποποιηθεί με τα αιτήματα του εναγομένου, τα οποία αναγκαίως κατατίθενται σε χρόνο μεταγενέστερο, διότι μια τέτοια λύση θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα δικαστήριο αρχικώς ορισθέν ως αρμόδιο να πρέπει, στη συνέχεια, να διαπιστώσει, δυνάμει αυτού του άρθρου, την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του.

    ( 31 ) Βλ., στο πλαίσιο της νομολογίας του Ηνωμένου Βασιλείου, Briggs, A., Civil Jurisdiction and Judgments, Routledge, New York, 2015, σ. 324. Επισημάνθηκε, συναφώς, ότι τα άρθρα 21 και 22 της Συμβάσεως των Βρυξελλών αφορούν τις παράλληλες διαδικασίες και δεν εφαρμόζονται, επομένως, όταν ένας διάδικος περάτωσε όντως την πρώτη διαδικασία (Internationale Nederlanden Aviation Lease BP -v- Civil Aviation Authority [1997] 1 Lloyd’s Reports 80). Τα ίδια δέχθηκε το ιταλικό Corte Supremo di Cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία), στο πλαίσιο του άρθρου 21 της ίδιας Συμβάσεως, με την απόφαση της 28ης Απριλίου 1993 (No. 4992).

    Top