Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62016CC0099

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet της 9ης Φεβρουαρίου 2017.
    Jean-Philippe Lahorgue κατά Ordre des avocats du barreau de Lyon κ.λπ.
    Αίτηση του Tribunal de grande instance de Lyon για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Οδηγία 77/249/ΕΟΚ – Άρθρο 4 – Άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος – Συσκευή συνδέσεως στο εικονικό ιδιωτικό δίκτυο των δικηγόρων (RPVA) – Συσκευή “RPVA” – Άρνηση χορηγήσεως σε δικηγόρο εγγεγραμμένο σε δικηγορικό σύλλογο άλλου κράτους μέλους – Μέτρο το οποίο εισάγει δυσμενή διάκριση.
    Υπόθεση C-99/16.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2017:107

    ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

    MELCHIOR WATHELET

    της 9ης Φεβρουαρίου 2017 ( 1 )

    Υπόθεση C‑99/16

    Jean‑Philippe Lahorgue

    κατά

    Ordre des avocats du barreau de Lyon,

    Conseil national des barreaux (CNB),

    Conseil des barreaux européens (CCBE),

    Ordre des avocats du barreau de Luxembourg

    [αίτηση του tribunal de grande instance de Lyon (πολυμελούς πρωτοδικείου της Λυών, Γαλλία)για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προδικαστική παραπομπή — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Οδηγία 77/249/ΕΟΚ — Άρθρο 4 — Άρθρο 5 — Άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος — Συσκευή “RPVA” — Άρνηση χορηγήσεως — Δυσμενής διάκριση»

    I. Εισαγωγή

    1. 

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4 της οδηγίας 77/249/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1977, περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους ( 2 ).

    2. 

    Το ζήτημα των περιορισμών στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών από δικηγόρους δεν είναι νέο. Ωστόσο, η μετάβαση της δικαιοσύνης στην εποχή της πληροφορικής και η ψηφιοποίηση των διαδικαστικών εγγράφων, η εμφάνιση νέων τρόπων επικοινωνίας, οι δυνατότητες ηλεκτρονικής αποθηκεύσεως ή ακόμη και τα προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης μεταβάλλουν αναπόφευκτα τον τρόπο με τον οποίον αντιλαμβανόμαστε το επάγγελμα αυτό και την άσκησή του.

    3. 

    Η κρινόμενη αίτηση προδικαστικής αποφάσεως εντάσσεται στο πλαίσιο αυτό. Ειδικότερα, αποτελεί συνέχεια της αρνήσεως του Ordre des avocats du barreau de Lyon (δικηγορικού συλλόγου της Λυών, Γαλλία) να χορηγήσει στον J.‑P. Lahorgue, ως πάροχο διασυνοριακών υπηρεσιών, το αναγκαίο εργαλείο για την ασφαλή ηλεκτρονική επικοινωνία με τις γραμματείες των γαλλικών δικαστηρίων, δηλαδή τη συσκευή για τη σύνδεση στο ιδιωτικό εικονικό δίκτυο (VPN) για δικηγόρους (στο εξής: συσκευή RPVA).

    II. Το νομικό πλαίσιο

    Α. Το δίκαιο της Ένωσης

    4.

    Το άρθρο 4 της οδηγίας 77/249 ορίζει τα εξής:

    «1.   Οι δραστηριότητες, οι σχετικές με την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση πελάτου ενώπιον των δικαστικών ή των δημοσίων αρχών ασκούνται σε κάθε Κράτος μέλος υποδοχής, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται για τους δικηγόρους, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σ’ αυτό το Κράτος, αποκλειομένου οποιουδήποτε όρου κατοικίας ή εγγραφής σε επαγγελματική οργάνωση του Κράτους αυτού.

    2.   Κατά την άσκηση αυτών των δραστηριοτήτων, ο δικηγόρος τηρεί τους επαγγελματικούς κανόνες του Κράτους μέλους υποδοχής, παράλληλα με τις υποχρεώσεις οι οποίες του επιβάλλονται στο Κράτος μέλος προελεύσεως.

    […]»

    5.

    Το άρθρο 5 της οδηγίας 77/249 διευκρινίζει τα εξής:

    «Για την άσκηση των δραστηριοτήτων οι οποίες αφορούν την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση πελάτου ενώπιον δικαστηρίου, κάθε Κράτος μέλος δύναται να επιβάλει στους δικηγόρους που αναφέρονται στο άρθρο 1 ως προϋπόθεση:

    να εμφανίζονται ενώπιον του προέδρου του δικαστηρίου και, κατά περίπτωση ενώπιον του προέδρου του αρμοδίου δικηγορικού συλλόγου στο Κράτος μέλος υποδοχής, σύμφωνα με τους τοπικούς κανόνες ή τις τοπικές συνήθειες,

    να ενεργούν κατόπιν συμφωνίας, είτε με δικηγόρο που ασκεί την δραστηριότητά του ενώπιον του δικαστηρίου που επελήφθη της υποθέσεως και ο οποίος θα είναι υπεύθυνος, ενδεχομένως έναντι του δικαστηρίου αυτού, είτε με “avoué” ή “procuratore” που ασκεί την δραστηριότητά του ενώπιον του δικαστηρίου αυτού.»

    Β. Το γαλλικό δίκαιο

    1.   Το διάταγμα 91‑1197

    6.

    Η οδηγία 77/249 μεταφέρθηκε στο γαλλικό δίκαιο με το décret no 91‑1197, du 27 novembre 1991, organisant la profession d’avocat (διάταγμα 91‑1197, της 27ης Νοεμβρίου 1991, για την οργάνωση του δικηγορικού επαγγέλματος).

    7.

    Κατά το άρθρο 202‑1 του διατάγματος 91‑1197:

    «Όταν ένας δικηγόρος [υπήκοος κράτους μέλους μόνιμα εγκατεστημένος σε ένα από τα κράτη μέλη] εκπροσωπεί ή υπερασπίζεται πελάτη ενώπιον των δικαστηρίων ή των δημοσίων αρχών, ασκεί τα καθήκοντά του υπό τους ίδιους όρους με τους δικηγόρους που είναι εγγεγραμμένοι σε γαλλικό δικηγορικό σύλλογο.

    […]

    Στις αστικές υποθέσεις, όταν η εκπροσώπηση από δικηγόρο είναι υποχρεωτική ενώπιον του tribunal de grande instance [πολυμελούς πρωτοδικείου], ο εν λόγω δικηγόρος μπορεί να παραστεί μόνον εφόσον δηλώσει τη διεύθυνση δικηγόρου εγκατεστημένου στην περιφέρεια του εν λόγω δικαστηρίου, στον οποίον κοινοποιούνται εγκύρως τα διαδικαστικά έγγραφα. […]

    Όταν η εκπροσώπηση από δικηγόρο είναι υποχρεωτική ενώπιον του cour d’appel [εφετείου], ο εν λόγω δικηγόρος μπορεί να παραστεί μόνον εφόσον δηλώσει τη διεύθυνση δικηγόρου ο οποίος νομιμοποιείται να εκπροσωπήσει τους διαδίκους ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου και στον οποίον κοινοποιούνται εγκύρως τα διαδικαστικά έγγραφα. […]»

    2.   Ο code de procédure civile (κώδικας πολιτικής δικονομίας)

    8.

    Το décret no 2005‑1678 du 28 décembre 2005 (διάταγμα 2005‑1678 της 28ης Δεκεμβρίου 2005) εισήγαγε στον κώδικα πολιτικής δικονομίας νέο τίτλο XXI, ο οποίος επιγράφεται «Η επικοινωνία με ηλεκτρονικά μέσα».

    9.

    Μεταξύ των διατάξεων του τίτλου αυτού, το νυν ισχύον άρθρο 748‑1 του κώδικα πολιτικής δικονομίας προβλέπει ότι «[ο]ι αποστολές, παραδόσεις και κοινοποιήσεις των διαδικαστικών και άλλων εγγράφων, γνωμοδοτήσεων, ειδοποιήσεων ή κλήσεων, εκθέσεων, πρακτικών και αντιγράφων και απογράφων δικαστικών αποφάσεων που έχουν περιαφθεί τον εκτελεστήριο τύπο είναι δυνατόν να πραγματοποιούνται ηλεκτρονικώς υπό τις προϋποθέσεις και με τις διαδικασίες που προσδιορίζονται στον παρόντα τίτλο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που επιβάλλουν τη χρήση αυτού του τρόπου επικοινωνίας».

    10.

    Εξάλλου, όσον αφορά τη διαδικασία με υποχρεωτική εκπροσώπηση από δικηγόρο ενώπιον των εφετείων, το άρθρο 930‑1 του κώδικα πολιτικής δικονομίας ορίζει τα εξής:

    «Επί ποινή απαραδέκτου, το οποίο διαπιστώνεται αυτεπαγγέλτως, τα διαδικαστικά έγγραφα κατατίθενται στο δικαστήριο ηλεκτρονικώς.

    Σε περίπτωση που ένα έγγραφο δεν μπορεί να διαβιβαστεί ηλεκτρονικώς για λόγους που δεν αφορούν τον αποστολέα, προσκομίζεται σε έντυπη μορφή και κατατίθεται στη γραμματεία. […]

    Οι γνωμοδοτήσεις, ειδοποιήσεις ή κλήσεις διαβιβάζονται στους δικηγόρους των διαδίκων ηλεκτρονικώς, εκτός εάν τούτο είναι αδύνατο για λόγους που δεν αφορούν τον αποστολέα.

    Οι λεπτομέρειες της διαδικασίας ηλεκτρονικής ανταλλαγής εγγράφων καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.»

    3.   Η arrêté du 7 avril 2009 relatif à la communication par voie électronique devant les tribunaux de grande instance (διάταξη της 7ης Απριλίου 2009 για την ηλεκτρονική επικοινωνία στη διαδικασία ενώπιον των πολυμελών πρωτοδικείων)

    11.

    Κατά το άρθρο 5 της διατάξεως της 7ης Απριλίου 2009 ( 3 ), «[η] πρόσβαση των δικηγόρων στο σύστημα ηλεκτρονικής επικοινωνίας που έχει τεθεί στη διάθεση των δικαστηρίων πραγματοποιείται μέσω διαδικασίας συνδέσεως σε ανεξάρτητο ιδιωτικό δίκτυο, το οποίο λειτουργεί με ευθύνη του Conseil national des barreaux [Εθνικού Συμβουλίου Δικηγορικών Συλλόγων] με την επωνυμία “réseau privé virtuel des avocats” [“ιδιωτικό εικονικό δίκτυο (VPN) για δικηγόρους”] (RPVA)».

    12.

    Το άρθρο 9 του διατάγματος αυτού προβλέπει ακόμη ότι «[τ]ην ασφαλή σύνδεση των δικηγόρων με το RPVA εγγυάται ένα τερματικό. Το τερματικό αυτό στηρίζεται σε μια υπηρεσία πιστοποιήσεως, η οποία εξασφαλίζει την επαλήθευση της ιδιότητας του δικηγόρου ως φυσικού προσώπου […]. Το τερματικό περιέχει λειτουργία επιβεβαιώσεως της εγκυρότητας του ηλεκτρονικού πιστοποιητικού. Το τελευταίο χορηγείται από πάροχο υπηρεσιών ηλεκτρονικής πιστοποιήσεως, ο οποίος ενεργεί για λογαριασμό του Εθνικού Συμβουλίου Δικηγορικών Συλλόγων, το οποίο αποτελεί και την πιστοποιούσα αρχή».

    III. Το RPVA

    13. 

    Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, η Γαλλία προέβη σε ψηφιοποίηση των ένδικων διαδικασιών.

    14. 

    Η διαδικασία αυτή κατέληξε στην υπογραφή ενός πρωτοκόλλου ηλεκτρονικής επικοινωνίας μεταξύ των δικαστηρίων και των δικηγόρων (το επονομαζόμενο «ComCi TGI» για τα πρωτοβάθμια δικαστήρια και «ComCi CA» για τα δευτεροβάθμια δικαστήρια).

    15. 

    Σκοπός του πρωτοκόλλου αυτού είναι, μεταξύ άλλων, η βελτίωση της επικοινωνίας μεταξύ των δικαστηρίων και των δικηγόρων χάρη στην ψηφιακή ανταλλαγή δομημένων δεδομένων. Από τεχνικής απόψεως, πρόκειται για δύο διαφορετικά εσωτερικά δίκτυα που συνδέονται με τη λεγόμενη πλατφόρμα «e-barreau». Τα δύο αυτά δίκτυα είναι, αφενός, το εσωτερικό δίκτυο των δικαστηρίων, το οποίο διαχειρίζεται το Υπουργείο Δικαιοσύνης (το réseau privé virtuel justice) [ιδιωτικό εικονικό δίκτυο για τη δικαιοσύνη] και, αφετέρου, το εσωτερικό δίκτυο των δικηγόρων, το οποίο διαχειρίζεται το Conseil national des barreaux (Εθνικό Συμβούλιο Δικηγορικών Συλλόγων, στο εξής: CNB), το RPVA.

    16. 

    Τα δεδομένα που ανταλλάσσονται μεταξύ των δικηγορικών γραφείων και της πλατφόρμας υπηρεσιών του RPVA κωδικοποιούνται με τη χρήση ενός αλγορίθμου μεταξύ του τερματικού VPN, το οποίο βρίσκεται στο τοπικό δίκτυο του δικηγορικού γραφείου πριν το τερματικό συνδέσεως του γραφείου με το Διαδίκτυο, και του πρόσθιου άκρου VPN, το οποίο βρίσκεται στην είσοδο της πλατφόρμας υπηρεσιών του RPVA.

    17. 

    Μόνον οι συσκευές που αναγνωρίζονται και λαμβάνουν άδεια συνδέσεως με την υπηρεσία RPVA μπορούν να επικοινωνούν με το πρόσθιο άκρο VPN στην είσοδο της πλατφόρμας RPVA και έτσι να κάνουν χρήση της υπηρεσίας e-barreau. Σύμφωνα με τις εξηγήσεις που έδωσε το CNB κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 11ης Ιανουαρίου 2017, οι συσκευές έχουν πλέον αντικατασταθεί από κλειδιά USB.

    18. 

    Το εν λόγω τερματικό συνίσταται σε ένα ηλεκτρονικό πιστοποιητικό, αποθηκευμένο σε μια κρυπτογραφική συσκευή η οποία αντιστοιχεί σε κάθε δικηγόρο, δηλαδή σε μια συσκευή αποθηκεύσεως ψηφιακών δεδομένων με σύνδεση USB. Το τερματικό αυτό ονομάζεται «συσκευή RPVA» και καθιστά δυνατή την ταυτοποίηση των χρηστών των υπηρεσιών e-barreau.

    19. 

    Στην πράξη, η ταυτοποίηση καθίσταται δυνατή επειδή το προσωπικό ηλεκτρονικό πιστοποιητικό του δικηγόρου είναι συνδεδεμένο με το εθνικό μητρώο δικηγόρων, το οποίο ενημερώνεται αυτομάτως καθημερινά από τα μητρώα των δικηγόρων όλων των δικηγορικών συλλόγων.

    20. 

    Μετά την υπογραφή του πρωτοκόλλου αυτού συνήφθησαν πολλές διαδοχικές συμβάσεις μεταξύ του Υπουργείου Δικαιοσύνης και του CNB, προκειμένου να προσδιοριστούν η διαδικασία και οι προϋποθέσεις της ηλεκτρονικής επικοινωνίας μεταξύ των δικηγόρων και των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δικαστηρίων.

    21. 

    Σύμφωνα με το άρθρο VI της συμβάσεως της 16ης Ιουνίου 2010 μεταξύ του Υπουργείου Δικαιοσύνης και του CNB, η εγγραφή στο «ComCi CA» και στο «ComCI TGI» πραγματοποιείται μέσω του δικηγορικού συλλόγου στον οποίον ανήκει ο δικηγόρος. Η παράδοση της συσκευής RPVA πραγματοποιείται επίσης από τον σύλλογο ( 4 ).

    IV. Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης

    22. 

    Ο J.‑P. Lahorgue, Γάλλος υπήκοος, είναι δικηγόρος εγγεγραμμένος στον δικηγορικό σύλλογο του Λουξεμβούργου.

    23. 

    Ο ίδιος ζήτησε από τον δικηγορικό σύλλογο της Λυών να του χορηγήσει συσκευή RPVA. Ο σύλλογος απέρριψε το αίτημα του J.‑P. Lahorgue, για τον λόγο ότι ο αιτών δεν ήταν εγγεγραμμένο μέλος του.

    24. 

    Κατόπιν της αρνήσεως αυτής, ο J.‑P. Lahorgue υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του προέδρου του tribunal de grande instance de Lyon (πολυμελούς πρωτοδικείου της Λυών, Γαλλία) κατά του δικηγορικού συλλόγου της Λυών, του CNB, του Conseil des barreaux européens (Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Δικηγορικών Συλλόγων, στο εξής: CCBE) και του Ordre des avocats du barreau de Luxembourg (δικηγορικού συλλόγου Λουξεμβούργου), ζητώντας να διαταχθεί ο δικηγορικός σύλλογος της Λυών να του χορηγήσει εντός οκτώ ημερών, και επί ποινή προστίμου σε περίπτωση υπερημερίας, τη συσκευή RPVA, ώστε να του δοθεί η δυνατότητα να ασκήσει πλήρως το επάγγελμα του δικηγόρου στη Γαλλία και υπό τους ίδιους όρους με τους Γάλλους δικηγόρους.

    25. 

    Ο αιτών δικαστής εκφράζει αμφιβολίες σχετικά με το αν η αρνητική απόφαση του δικηγορικού συλλόγου της Λυών είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης.

    26. 

    Ειδικότερα, θεωρεί ότι, αφ’ ης στιγμής η άσκηση ενδίκων μέσων σε υποθέσεις ποινικού ή εργατικού/ασφαλιστικού δικαίου δεν συνεπάγεται για τον δικηγόρο άλλου κράτους μέλους υποχρέωση να ενεργεί κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο μέλος του δικηγορικού συλλόγου της περιφέρειας του δικαστηρίου για το οποίο πρόκειται, η επιβολή σε δικηγόρο από άλλο κράτος μέλος της υποχρεώσεως να ενεργεί σε συμφωνία με τον δικηγόρο μέλος του τοπικού δικηγορικού συλλόγου προκειμένου να χρησιμοποιήσει το RPVA ενδέχεται να είναι αντίθετη προς την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

    27. 

    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο πρόεδρος του tribunal de grande instance de Lyon (πολυμελούς πρωτοδικείου της Λυών) έκρινε σκόπιμο να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα.

    V. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    28. 

    Με διάταξη ασφαλιστικών μέτρων της 15ης Φεβρουαρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Φεβρουαρίου 2016, συμπληρώθηκε με διάταξη ασφαλιστικών μέτρων της 14ης Μαρτίου 2016 και κατατέθηκε στο πρωτόκολλο του Δικαστηρίου στις 22 Μαρτίου 2016, ο πρόεδρος του tribunal de grande instance de Lyon (πολυμελούς πρωτοδικείου της Λυών) αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Είναι αντίθετη προς το άρθρο 4 της οδηγίας 77/249 η άρνηση χορηγήσεως συσκευής για σύνδεση με το ιδιωτικό εικονικό δίκτυο (VPN) για δικηγόρους (RPVA) σε δικηγόρο ο οποίος είναι νομίμως εγγεγραμμένος στον δικηγορικό σύλλογο κράτους μέλους στο οποίο επιθυμεί να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου ως ελεύθερος επαγγελματίας που παρέχει υπηρεσίες, για τον λόγο ότι αυτή συνιστά μέτρο το οποίο εισάγει δυσμενή διάκριση και είναι ικανό να παρεμποδίσει την άσκηση του επαγγέλματος με την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία που παρέχει υπηρεσίες, στις περιπτώσεις που ο νόμος δεν επιβάλλει υποχρέωση ενέργειας σε συμφωνία με τον ως άνω δικηγόρο μέλος του δικηγορικού συλλόγου της περιφέρειας του οικείου δικαστηρίου;»

    29. 

    Το προδικαστικό ερώτημα περιέχει μια παραδοχή η οποία δεν αφορά την περίπτωση του αιτούντος στη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, καθώς αφορά την περίπτωση δικηγόρου «[εγγεγραμμένου] στον δικηγορικό σύλλογο κράτους μέλους στο οποίο επιθυμεί να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου ως ελεύθερος επαγγελματίας που παρέχει υπηρεσίες»· κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην περίπτωση του J.‑P. Lahorgue.

    30. 

    Επιπλέον, με τη διατύπωση αυτή μεταβάλλεται η πρόταση ερωτήματος που είχε διαμορφώσει το ίδιο το δικαστήριο. Καίτοι το αιτούν δικαστήριο δεν δεσμεύεται συναφώς από τις προτάσεις των διαδίκων ( 5 ), από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει, εντούτοις, ότι σκοπός του αιτούντος δικαστηρίου εν προκειμένω ήταν να υποβάλει «το προδικαστικό ερώτημα που προτείνει ο αιτών» ( 6 ).

    31. 

    Δεδομένου ότι η πρόταση αυτή προδικαστικού ερωτήματος δεν περιέχει αντιφάσεις ή ασάφειες και είναι σύμφωνη με την πραγματική κατάσταση του αιτούντος στη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, θεωρώ ότι το προδικαστικό ερώτημα πρέπει να διατηρηθεί όπως διατυπώθηκε στην παράγραφο 1 της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως και όχι όπως διατυπώθηκε στο διατακτικό:

    «Είναι αντίθετη προς το άρθρο 4 της οδηγίας 77/249 η άρνηση χορηγήσεως συσκευής για σύνδεση με το ιδιωτικό εικονικό δίκτυο (VPN) για δικηγόρους (RPVA) σε δικηγόρο ο οποίος είναι νομίμως εγγεγραμμένος σε δικηγορικό σύλλογο κράτους μέλους, για τον λόγο και μόνον ότι δεν είναι εγγεγραμμένος στον δικηγορικό σύλλογο άλλου κράτους μέλους στο οποίο επιθυμεί να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου ως ελεύθερος επαγγελματίας που παρέχει υπηρεσίες, για τον λόγο ότι αυτή συνιστά μέτρο το οποίο εισάγει δυσμενή διάκριση και είναι ικανό να παρεμποδίσει την άσκηση του επαγγέλματος με την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία που παρέχει υπηρεσίες, στις περιπτώσεις που ο νόμος δεν επιβάλλει υποχρέωση ενέργειας σε συμφωνία με δικηγόρο μέλος του δικηγορικού συλλόγου της περιφέρειας του οικείου δικαστηρίου;»

    32. 

    Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν το CNB, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Επιπλέον, εξέθεσαν τις απόψεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 11ης Ιανουαρίου 2017.

    33. 

    Ο J.‑P. Lahorgue και ο δικηγορικός σύλλογος της Λυών δεν κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις, εξέθεσαν, όμως, τις απόψεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

    VI. Εκτίμηση

    Α. Η νομολογία για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών από τους δικηγόρους

    34.

    Όπως υπενθύμισα στην εισαγωγή των προτάσεων αυτών, το ζήτημα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από τους δικηγόρους και των ενδεχόμενων περιορισμών της δεν είναι νέο. Πριν ακόμη τη θέσπιση της οδηγίας 77/249, το Δικαστήριο είχε ήδη επιβεβαιώσει δύο φορές σε διάστημα έξι μηνών ότι οι διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την ελεύθερη εγκατάσταση και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών εφαρμόζονται και στην περίπτωση των δικηγόρων ( 7 ).

    35.

    Δεν εκπλήσσει, επομένως, το γεγονός ότι οι αρχές που απορρέουν από την ερμηνεία των διατάξεων αυτών της Συνθήκης έχουν εφαρμογή και στην παροχή υπηρεσιών του δικηγορικού επαγγέλματος.

    36.

    Έτσι, το άρθρο 56 ΣΛΕΕ επιβάλλει όχι μόνον την εξάλειψη κάθε δυσμενούς διακρίσεως λόγω ιθαγένειας σε βάρος του παρέχοντος υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, αλλά και την κατάργηση κάθε περιορισμού, έστω και αν αυτός ισχύει αδιακρίτως τόσο για τους ημεδαπούς παρέχοντες υπηρεσίες όσο και για αυτούς των άλλων κρατών μελών, εφόσον πρόκειται για περιορισμό ο οποίος μπορεί να απαγορεύσει ή να παρεμποδίσει περισσότερο τις δραστηριότητες του παρέχοντος υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, όπου παρέχει νόμιμα ανάλογες υπηρεσίες ( 8 ).

    37.

    Το άρθρο 56 ΣΛΕΕ είναι, επομένως, αντίθετο στην εφαρμογή κάθε εθνικής ρυθμίσεως που έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται η παροχή υπηρεσιών μεταξύ κρατών μελών δυσχερέστερη απ’ ό,τι η παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιείται αποκλειστικά στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους ( 9 ).

    38.

    Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει επιβεβαιώσει με την κλασική πλέον σχετική νομολογία του ότι τα εθνικά μέτρα που ενδέχεται να παρακωλύουν ή να καθιστούν λιγότερο ελκυστική την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζονται με τη Συνθήκη πρέπει να πληρούν τις εξής τέσσερις προϋποθέσεις:

    να εφαρμόζονται κατά τρόπο που δεν δημιουργεί διακρίσεις,

    να δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος,

    να είναι κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού, και

    να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού όριο ( 10 ).

    Β. Η εφαρμογή των αρχών στην υπό κρίση περίπτωση

    1.   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με τον περιορισμό της διαφοράς στην περίπτωση που αντιμετωπίζει το αιτούν δικαστήριο και με το νομικό πλαίσιο

    α)  Επί του περιορισμού της διαφοράς στις διαδικασίες στις οποίες δεν είναι υποχρεωτική η εκπροσώπηση από δικηγόρο

    39.

    Το ζήτημα που τίθεται στην υπόθεση της κύριας δίκης είναι το αν το άρθρο 4 της οδηγίας 77/249 είναι αντίθετο στη ρύθμιση κράτους μέλους σύμφωνα με την οποία τα τεχνικά μέσα που καθιστούν δυνατή την ηλεκτρονική διαβίβαση των διαδικαστικών εγγράφων στα δικαστήρια του εν λόγω κράτους μέλους χορηγούνται μόνον στους δικηγόρους που είναι εγγεγραμμένοι σε δικηγορικό σύλλογο του κράτους μέλους αυτού.

    40.

    Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, καθώς και από τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, φαίνεται να προκύπτει ότι οι δικονομικοί κανόνες που εφαρμόζονται στις διαδικασίες με αντικείμενο υποθέσεις ποινικού και εργατικού/ασφαλιστικού δικαίου δεν επιβάλλουν την εκπροσώπηση των διαδίκων από δικηγόρο ούτε, κατά συνέπεια, τη σύμπραξη με δικηγόρο μέλος του δικηγορικού συλλόγου της περιφέρειας του επιληφθέντος δικαστηρίου. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να στηρίζεται στην παραδοχή ότι το γεγονός ότι ο δικηγόρος που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος δεν διαθέτει συσκευή RPVA τον υποχρεώνει να συμπράξει με έναν τέτοιον δικηγόρο.

    41.

    Σύμφωνα με τη Γαλλική Κυβέρνηση, το ερώτημα που θέτει το αιτούν δικαστήριο αφορά μόνον τις διαδικασίες αυτές και όχι εκείνες στις οποίες η εκπροσώπηση από δικηγόρο είναι υποχρεωτική. Ειδικότερα, στις τελευταίες αυτές διαδικασίες, τόσο οι δικηγόροι που είναι εγκατεστημένοι στη Γαλλία (και εγγεγραμμένοι σε άλλον δικηγορικό σύλλογο από αυτόν της περιφέρειας του επιληφθέντος δικαστηρίου) όσο και οι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος δικηγόροι υποχρεούνται να ενεργούν σε συμφωνία με δικηγόρο που νομιμοποιείται να ασκεί τη δραστηριότητά του ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου. Επομένως, μόνον αυτός ο τελευταίος χρειάζεται τη συσκευή RPVA.

    42.

    Η Επιτροπή, αντιθέτως, θεωρεί ότι η απάντηση στο ερώτημα εάν η υποχρέωση εγγραφής στον τοπικό δικηγορικό σύλλογο για την πρόσβαση στο RPVA είναι σύμφωνη με το άρθρο 4 της οδηγίας 77/249 δεν εξαρτάται από το είδος της διαδικασίας για την οποία πρόκειται (από το αν, δηλαδή, η διαδικασία αφορά υπόθεση αστικού, ποινικού ή εργατικού/ασφαλιστικού δικαίου).

    43.

    Εφόσον το αιτούν δικαστήριο περιόρισε την περιγραφή του νομικού και πραγματικού πλαισίου μόνον στην περίπτωση των διαδικασιών στις οποίες δεν είναι υποχρεωτική η εκπροσώπηση των διαδίκων από δικηγόρο, θεωρώ ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να περιλάβει στην απάντησή του περιπτώσεις για τις οποίες δεν έχει ερωτηθεί ( 11 ).

    β)  Επί του νομικού πλαισίου

    44.

    Για να βεβαιωθεί ότι αντιλαμβάνεται ορθώς το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου και να του παράσχει χρήσιμη απάντηση, το Δικαστήριο απηύθυνε σε αυτό αίτημα διευκρινίσεων στις 12 Οκτωβρίου 2016, ζητώντας του να επιβεβαιώσει μέχρι τις 21 Νοεμβρίου 2016 ότι, στις διαδικασίες στις οποίες αναφέρεται (δηλαδή στις διαδικασίες που εφαρμόζονται σε υποθέσεις ποινικού και εργατικού/ασφαλιστικού δικαίου), το γαλλικό δίκαιο επιτρέπει τη διαβίβαση των διαδικαστικών εγγράφων ταχυδρομικώς.

    45.

    Από την απάντηση του αιτούντος δικαστηρίου στις 14 Δεκεμβρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 του ίδιου μηνός, καθώς και από τις συμπληρωματικές εξηγήσεις του εκπροσώπου της Γαλλικής Κυβερνήσεως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 11ης Ιανουαρίου 2017 προκύπτει ότι η υποχρεωτική ηλεκτρονική διαβίβαση περιορίζεται κατ’ αρχήν στις κατ’ έφεση δίκες ενώπιον των δικαστηρίων στα οποία είναι υποχρεωτική η εκπροσώπηση από δικηγόρο.

    46.

    Ωστόσο, η ηλεκτρονική επικοινωνία είναι δυνατή –όχι όμως και υποχρεωτική– και σε τρεις άλλες περιπτώσεις, στις οποίες η εκπροσώπηση από δικηγόρο είναι προαιρετική: σε ορισμένες διαδικασίες ενώπιον των tribunaux de grande instance [πολυμελών πρωτοδικείων] ( 12 ), στις διαδικασίες ενώπιον των cours d’appel [εφετείων] στις οποίες η εκπροσώπηση από δικηγόρο είναι προαιρετική ( 13 ) και στις διαδικασίες ενώπιον των tribunaux de commerce [εμποροδικείων] ( 14 ).

    47.

    Εν πάση περιπτώσει, όποια και αν είναι η διαδικασία στην οποία επιτρέπεται η ηλεκτρονική διαβίβαση εγγράφων, η πρόσβαση σε αυτό το μέσο επικοινωνίας περιορίζεται στους δικηγόρους της περιφέρειας του αιτούντος δικαστηρίου. Για τους λοιπούς δικηγόρους, όπως και για τους δικηγόρους που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος, η διαβίβαση με κατάθεση στη γραμματεία ή ταχυδρομικώς είναι η μόνη επιτρεπόμενη.

    2.   Επί της υπάρξεως περιορισμού

    48.

    Από αυτό το νομικό πλαίσιο προκύπτει ότι η ηλεκτρονική διαβίβαση εγγράφων επιτρέπεται σε ορισμένες διαδικασίες στις οποίες η εκπροσώπηση από δικηγόρο δεν είναι υποχρεωτική, δηλαδή στις διαδικασίες τις οποίες αφορά η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ( 15 ).

    49.

    Δεδομένου ότι η δυνατότητα αυτή εξαρτάται από την πρόσβαση στο RPVA, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η άρνηση χορηγήσεως της συσκευής RPVA στους μη εγγεγραμμένους σε γαλλικό σύλλογο δικηγόρους δύναται να αποτελεί περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

    50.

    Ειδικότερα, όπως διαπιστώνει το CNB, η άρνηση αυτή κινδυνεύει να παρεμποδίσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από τους μη εγγεγραμμένους σε γαλλικό σύλλογο δικηγόρους, για τον απλό λόγο ότι αυτοί δεν έχουν πρόσβαση στην υπηρεσία ψηφιοποιήσεως των διαδικασιών, εκτός εάν ζητούν συστηματικά τη συνδρομή δικηγόρου ο οποίος είναι μέλος γαλλικού συλλόγου και διαθέτει συσκευή RPVA ( 16 ).

    51.

    Μια νομοθεσία, όμως, ικανή να καθιστά λιγότερο ελκυστική ή δυσχερέστερη τη διασυνοριακή παροχή δικηγορικών υπηρεσιών συνιστά περιορισμό ο οποίος απαγορεύεται από το άρθρο 56 ΣΛΕΕ και από το άρθρο 4 της οδηγίας 77/249 ( 17 ).

    3.   Επί της υπάρξεως δικαιολογητικού λόγου

    52.

    Κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου που μνημονεύθηκε ανωτέρω, ένας περιορισμός «μπορεί να δικαιολογηθεί από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, εφόσον είναι [κατάλληλος] για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού όρια» ( 18 ).

    α)  Επί της υπάρξεως επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος

    53.

    Το CNB και η Γαλλική Κυβέρνηση επικαλούνται την αρχή της ορθής απονομής της δικαιοσύνης ως επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος ικανό να δικαιολογήσει την άρνηση χορηγήσεως συσκευής RPVA στους δικηγόρους που δεν είναι μέλη γαλλικού δικηγορικού συλλόγου. Σε αυτόν τον πρώτο λόγο, η Γαλλική Κυβέρνηση προσθέτει την προστασία του τελικού αποδέκτη των νομικών υπηρεσιών.

    54.

    Βεβαίως, «η προστασία, αφενός, των καταναλωτών και ιδίως των αποδεκτών των νομικών υπηρεσιών που παρέχουν δικηγόροι, και, αφετέρου, της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης αποτελούν σκοπούς που περιλαμβάνονται σ’ αυτούς που μπορούν να θεωρηθούν ως επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος, ικανοί να δικαιολογήσουν έναν περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών […]» ( 19 ).

    55.

    Ωστόσο, η προστασία του προσφεύγοντος στη δικαιοσύνη, δηλαδή του «τελικού αποδέκτη των νομικών υπηρεσιών», και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης συνδέονται κατ’ ανάγκην με τις απαιτήσεις ελέγχου και ευθύνης του παρόχου των υπηρεσιών ( 20 ).

    56.

    Είναι σκόπιμο να υπενθυμίσουμε συναφώς ότι, παρά τις ενδεχόμενες διαφορές μεταξύ των κρατών μελών, υπάρχει μια κοινή αντίληψη του ρόλου του δικηγόρου στην έννομη τάξη της Ένωσης: αυτή του αρωγού της δικαιοσύνης, ο οποίος καλείται να παράσχει με πλήρη ανεξαρτησία και προς το υπέρτερο συμφέρον της δικαιοσύνης τη νομική προστασία που χρειάζεται ο εντολέας ( 21 ). Η προστασία αυτή αντισταθμίζεται από την επαγγελματική δεοντολογία και πειθαρχία, η οποία επιβάλλεται και ελέγχεται χάριν του γενικού συμφέροντος ( 22 ).

    57.

    Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αντίληψη αυτή ανταποκρίνεται στις κοινές νομικές παραδόσεις των κρατών μελών. Απαντά επίσης στην έννομη τάξη της Ένωσης, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου ( 23 ) και ειδικότερα από το τέταρτο εδάφιό του, κατά το οποίο «[μ]όνον ο δικηγόρος που έχει δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ή άλλου κράτους συμβαλλόμενου στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, δικαιούται να εκπροσωπεί ή να επικουρεί διάδικο ενώπιον του Δικαστηρίου».

    58.

    Υπ’ αυτό το πρίσμα, το ίδιο το Δικαστήριο απαιτεί από τους δικηγόρους να προσκομίζουν νομιμοποιητικό έγγραφο που να πιστοποιεί ότι έχουν δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ή άλλου κράτους συμβαλλόμενου στη Συμφωνία για τον ΕΟΧ, προκειμένου να εκπροσωπήσουν διάδικο στο πλαίσιο ευθείας προσφυγής ( 24 ), καθώς και να τύχουν των προνομίων, ασυλιών και διευκολύνσεων που προβλέπει ο Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου για τους εκπροσώπους, συμβούλους και δικηγόρους ( 25 ). Τέλος, η ίδια απόδειξη απαιτείται για τη χρήση της ηλεκτρονικής εφαρμογής e-curia, η οποία επιτρέπει την ηλεκτρονική κατάθεση και επίδοση των διαδικαστικών εγγράφων ( 26 ).

    59.

    Η μη αναγνώριση στον δικηγόρο που δεν είναι εγγεγραμμένος σε γαλλικό δικηγορικό σύλλογο της δυνατότητας να αποκτήσει συσκευή RPVA εξηγείται από παρόμοιες ανησυχίες: την υποχρέωση να εξασφαλίζεται η αξιοπιστία της ταυτοποιήσεως των δικηγόρων που κάνουν χρήση της ηλεκτρονικής διαβιβάσεως εγγράφων και ιδίως το απόρρητο της αλληλογραφίας ( 27 ). Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 9 της διατάξεως της 7ης Απριλίου 2009, «[τ]ην ασφαλή σύνδεση των δικηγόρων με το RPVA εγγυάται ένα τερματικό. Το τερματικό αυτό στηρίζεται σε μια υπηρεσία πιστοποιήσεως, η οποία εξασφαλίζει την επαλήθευση της ιδιότητας του δικηγόρου ως φυσικού προσώπου».

    60.

    Υπ’ αυτή την έννοια, η συσκευή RPVA και η διαδικασία που συνδέεται με την απόκτησή της συμβάλλουν στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης και στην προστασία του τελικού αποδέκτη της νομικής υπηρεσίας.

    β)  Επί της καταλληλότητας των επίδικων μέτρων για την επίτευξη του αναγνωρισμένου σκοπού

    61.

    Επιπλέον, θεωρώ ότι τα μέτρα αυτά –δηλαδή η συσκευή RPVA και η διαδικασία που συνδέεται με τη χορήγησή της– είναι κατάλληλα για την επίτευξη των σκοπών αυτών, δεδομένου ότι οι τοπικοί σύλλογοι είναι επίσης υπεύθυνοι για την εγγραφή των δικηγόρων στο μητρώο των δικηγόρων, καθώς και για την ενημέρωση του τελευταίου, η δε ταυτοποίηση του δικηγόρου που επιθυμεί να συνδεθεί με το RPVA πραγματοποιείται μέσω προσωπικού ηλεκτρονικού πιστοποιητικού συνδεδεμένου με το εθνικό μητρώο δικηγόρων, το οποίο ενημερώνεται αυτομάτως καθημερινά από τα μητρώα δικηγόρων όλων των δικηγορικών συλλόγων.

    62.

    Επομένως, το σύστημα επιτρέπει μόνον στους δικηγόρους που πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την άσκηση του επαγγέλματος να συνδέονται με το RPVA.

    γ)  Επί της αναλογικότητας των επίδικων μέτρων

    63.

    Αντιθέτως, ο ισχυρισμός ότι δεν υφίσταται μητρώο δικηγόρων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να δικαιολογηθεί η καθαρή άρνηση χορηγήσεως συσκευής RPVA στους μη εγγεγραμμένους σε γαλλικό δικηγορικό σύλλογο δικηγόρους υπερβαίνει, κατά τη γνώμη μου, το αναγκαίο μέτρο για την επαλήθευση της δικηγορικής ιδιότητας και, κατά συνέπεια, για τη διασφάλιση της προστασίας των αποδεκτών των νομικών υπηρεσιών και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης στο πλαίσιο των διαδικασιών στις οποίες δεν είναι υποχρεωτική η εκπροσώπηση από δικηγόρο.

    64.

    Πράγματι, για να είναι σύμφωνο με την απαίτηση αναλογικότητας, το εξεταζόμενο μέτρο δεν πρέπει να υπερβαίνει το όριο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού. Η κανονιστική αρχή, δηλαδή, υποχρεούται να επιλέγει από τα διάφορα μέτρα εκείνο που θίγει λιγότερο το επίδικο δικαίωμα ή ελευθερία.

    65.

    Ωστόσο, παρόλο που η απόδειξη της ταυτότητας και της ιδιότητας του δικηγόρου μπορεί αδιαμφισβήτητα να απαιτηθεί ως προαπαιτούμενο για τη χορήγηση της συσκευής RPVA, η καθημερινή επαλήθευση της ιδιότητας αυτής φαίνεται υπερβολική, στο μέτρο που έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία να χρησιμοποιηθεί ένα σύγχρονο, γρήγορο και ασφαλές μέσο επικοινωνίας, και τούτο αποκλειστικά για τεχνικούς λόγους ( 28 ).

    66.

    Η συνακόλουθη απαγόρευση καθίσταται ακόμη περισσότερο δυσανάλογη, στο μέτρο που συνεπάγεται ότι η μόνη δυνατότητα επικοινωνίας με τη γραμματεία των δικαστηρίων είναι το ταχυδρομείο. Θεωρώ ότι η αντιμετώπιση αυτή δεν ανταποκρίνεται στις μεθόδους εργασίας των αρχών του εικοστού πρώτου αιώνα.

    67.

    Επιπλέον, παρατηρώ ότι, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η μέριμνα για τη διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της προστασίας των αποδεκτών των νομικών υπηρεσιών φαίνεται λιγότερο επιτακτική, στο μέτρο που δεν φαίνεται να απαιτείται συστηματικά και σταθερά η επαλήθευση της ιδιότητας του δικηγόρου σε περίπτωση χρησιμοποιήσεως του ταχυδρομείου.

    68.

    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η ισορροπία μεταξύ, αφενός, της ελεύθερης παροχής δικηγορικών υπηρεσιών στον σύγχρονο κόσμο και, αφετέρου, της προστασίας των αποδεκτών των νομικών υπηρεσιών και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης θα μπορούσε να επιτευχθεί με την απαίτηση να ανανεώνεται περιοδικά η απόδειξη της δικηγορικής ιδιότητας ή επ’ ευκαιρία κάθε νέας διαδικασίας, για παράδειγμα.

    69.

    Δεν μπορεί, βεβαίως, να αποκλειστεί η δικαιολόγηση της απαγορεύσεως χρήσεως της συσκευής RPVA από τον δικηγόρο που παρέχει την υπηρεσία, σε περίπτωση που η Γαλλία επιλέξει να επεκτείνει την υποχρέωση συμπράξεως με δικηγόρο του τοπικού δικηγορικού συλλόγου στις διαδικασίες στις οποίες δεν είναι υποχρεωτική η εκπροσώπηση από δικηγόρο (δυνατότητα που παρέχει το άρθρο 5 της οδηγίας 77/249) ( 29 ).

    70.

    Εντούτοις, το λυσιτελές μιας τέτοιας αντιμετωπίσεως, η οποία διαμορφώθηκε προ τεσσαρακονταετίας και πλέον, θα άξιζε αναμφίβολα να επανεκτιμηθεί υπό το πρίσμα της σύγχρονης ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος και των σύγχρονων απαιτήσεων του προσφεύγοντος στη δικαιοσύνη, χωρίς, βεβαίως, να θυσιάζονται οι αναγκαίες εγγυήσεις για την προστασία του τελευταίου. Ωστόσο, μια τέτοια εκτίμηση υπερβαίνει τα καθήκοντα του δικαστή και, αν παραστεί ανάγκη, απόκειται στην αρμοδιότητα του νομοθέτη.

    VII. Πρόταση

    71. 

    Η άρνηση χορηγήσεως συσκευής RPVA σε δικηγόρο ο οποίος είναι νομίμως εγγεγραμμένος σε δικηγορικό σύλλογο κράτους μέλους, για τον λόγο και μόνον ότι δεν είναι εγγεγραμμένος στον δικηγορικό σύλλογο του κράτους μέλους στο οποίο εφαρμόζεται το RPVA συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

    72. 

    Βεβαίως, η άρνηση αυτή δικαιολογείται από τη μέριμνα να εξασφαλιστεί η χρηστή απονομή της δικαιοσύνης και η προστασία του προσφεύγοντος στη δικαιοσύνη, ο οποίος είναι και ο τελικός αποδέκτης της νομικής υπηρεσίας, καθώς εγγυάται την επαλήθευση της δικηγορικής ιδιότητας. Ωστόσο, ένα τέτοιο μέτρο υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη των ως άνω σκοπών όριο.

    73. 

    Κατά συνέπεια, κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα του προέδρου του tribunal de grande instance de Lyon (πολυμελούς πρωτοδικείου της Λυών, Γαλλία) ως εξής:

    «Η άρνηση χορηγήσεως συσκευής για σύνδεση με το ιδιωτικό εικονικό δίκτυο (VPN) για δικηγόρους (RPVA) σε δικηγόρο νομίμως εγγεγραμμένο σε δικηγορικό σύλλογο κράτους μέλους, για τον λόγο και μόνον ότι δεν είναι εγγεγραμμένος στον δικηγορικό σύλλογο άλλου κράτους μέλους στο οποίο επιθυμεί να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου ως ελεύθερος επαγγελματίας που παρέχει υπηρεσίες, είναι αντίθετη στο άρθρο 4 της οδηγίας 77/249/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1977, περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους.»


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

    ( 2 ) ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 249.

    ( 3 ) JORF αριθ. 86, της 11ης Απριλίου 2009, σ. 6365.

    ( 4 ) Βλ. σ. 15 των παρατηρήσεων του CNB. Η σύμβαση αυτή ανανεώθηκε δύο φορές προτού αντικατασταθεί από νέα σύμβαση, η οποία συνήφθη στις 24 Ιουνίου 2016.

    ( 5 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Consiglio Nazionale dei Geologi (C‑136/12, EU:C:2013:489, σκέψεις 29 έως 31).

    ( 6 ) Βλ. σ. 5 της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

    ( 7 ) Βλ. αποφάσεις της 21ης Ιουνίου 1974, Reyners (2/74, EU:C:1974:68), και της 3ης Δεκεμβρίου 1974, van Binsbergen (33/74, EU:C:1974:131).

    ( 8 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2006, Cipolla κ.λπ. (C‑94/04 και C‑202/04, EU:C:2006:758, σκέψη 56).

    ( 9 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2006, Cipolla κ.λπ. (C‑94/04 και C‑202/04, EU:C:2006:758, σκέψη 57).

    ( 10 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1995, Gebhard (C‑55/94, EU:C:1995:411, σκέψη 37).

    ( 11 ) Σχετικά με την έκταση του προδικαστικού ερωτήματος και τον ρόλο του Δικαστηρίου, βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, Welmory (C‑605/12, EU:C:2014:2298, σκέψεις 33 έως 35).

    ( 12 ) Βλ. διάταξη της 7ης Απριλίου 2009.

    ( 13 ) Βλ. arrêté du 5 mai 2010 relatif à la communication par voie électronique dans la procédure sans représentation obligatoire devant les cours d’appel (διάταξη της 5ης Μαΐου 2010 για την ηλεκτρονική επικοινωνία στη διαδικασία χωρίς υποχρεωτική εκπροσώπηση από δικηγόρο ενώπιον των εφετείων) (JORF της 15ης Μαΐου 2010, σ. 9041). Για τις διαδικασίες αυτές, φαίνεται ότι, από τότε που τέθηκε σε ισχύ η σύμβαση της 24ης Ιουνίου 2016 μεταξύ του γαλλικού Υπουργείου Δικαιοσύνης και του CNB, την 1η Αυγούστου 2016, η χρήση της ηλεκτρονικής διαβιβάσεως έγινε υποχρεωτική για τους δικηγόρους που έχουν πρόσβαση στο RPVA.

    ( 14 ) Βλ. arrêté du 21 juin 2013 portant communication par voie électronique entre les avocats et entre les avocats et la juridiction dans les procédures devant les tribunaux de commerce (διάταξη της 21ης Ιουνίου 2013 για την ηλεκτρονική επικοινωνία μεταξύ των δικηγόρων και του δικαστηρίου στις διαδικασίες ενώπιον των εμποροδικείων) (JORF της 26ης Ιουνίου 2013, σ. 10526).

    ( 15 ) Βλ. ανωτέρω, σημείο 43.

    ( 16 ) Βλ. σ. 14 των γραπτών παρατηρήσεων του CNB.

    ( 17 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2003, AMOK (C‑289/02, EU:C:2003:669).

    ( 18 ) Απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2006, Cipolla κ.λπ. (C‑94/04 και C‑202/04, EU:C:2006:758, σκέψη 61).

    ( 19 ) Απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2006, Cipolla κ.λπ. (C‑94/04 και C‑202/04, EU:C:2006:758, σκέψη 64).

    ( 20 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 3ης Δεκεμβρίου 1974, van Binsbergen (33/74, EU:C:1974:131, σκέψη 12), της 12ης Δεκεμβρίου 1996, Reisebüro Broede (C‑3/95, EU:C:1996:487, σκέψη 38), και της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ. (C‑309/99, EU:C:2002:98, σκέψη 97).

    ( 21 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 18ης Μαΐου 1982, AM & S Europe κατά Επιτροπής (155/79, EU:C:1982:157, σκέψη 24), της 14ης Σεπτεμβρίου 2010, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής κ.λπ. (C‑550/07 P, EU:C:2010:512, σκέψη 42), της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, Prezes Urzędu Komunikacji Elektronicznej κατά Επιτροπής (C‑422/11 P και C‑423/11 P, EU:C:2012:553, σκέψη 23), και της 12ης Ιουνίου 2014, Peftiev (C‑314/13, EU:C:2014:1645, σκέψη 28).

    ( 22 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 18ης Μαΐου 1982, AM & S Europe κατά Επιτροπής (155/79, EU:C:1982:157, σκέψη 24), της 14ης Σεπτεμβρίου 2010, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής κ.λπ. (C‑550/07 P, EU:C:2010:512, σκέψη 42), και της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, Prezes Urzędu Komunikacji Elektronicznej κατά Επιτροπής (C‑422/11 P και C‑423/11 P, EU:C:2012:553, σκέψη 24).

    ( 23 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 18ης Μαΐου 1982, AM & S Europe κατά Επιτροπής (155/79, EU:C:1982:157, σκέψη 24), της 14ης Σεπτεμβρίου 2010, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής κ.λπ. (C‑550/07 P, EU:C:2010:512, σκέψη 42), και της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, Prezes Urzędu Komunikacji Elektronicznej κατά Επιτροπής (C‑422/11 P και C‑423/11 P, EU:C:2012:553, σκέψη 23).

    ( 24 ) Άρθρο 119, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

    ( 25 ) Άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

    ( 26 ) Βλ. έγγραφα που πρέπει να συνοδεύουν υποχρεωτικά την αίτηση δημιουργίας λογαριασμού στο e-curia στην ακόλουθη διεύθυνση: https://curia.europa.eu/e-Curia/access-request-step1.faces?conversationContext=2.

    ( 27 ) Βλ. άρθρο III. A, σημείο 2, της συμβάσεως της 16ης Ιουνίου 2010 μεταξύ του Υπουργείου Δικαιοσύνης και του CNB.

    ( 28 ) Σύμφωνα με τις εξηγήσεις του εκπροσώπου της Γαλλικής Κυβερνήσεως, τέτοια τεχνικά εμπόδια πρόκειται, εξάλλου, να εκλείψουν προσεχώς, με την εφαρμογή ενός συστήματος αναγνωρίσεως των Ευρωπαίων δικηγόρων με τίτλο «Find‑A‑Lawyer 2», το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή από το CCBE και την Επιτροπή.

    ( 29 ) Με την επιφύλαξη της ερμηνείας που έδωσε στη δυνατότητα αυτή το Δικαστήριο στην απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1988, Επιτροπή κατά Γερμανίας (427/85, EU:C:1988:98).

    Top