Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62015CN0688

Υπόθεση C-688/15: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Λιθουανία) στις 21 Δεκεμβρίου 2015 — Agnieška Anisimovienė κ.λπ.

ΕΕ C 106 της 21.3.2016, p. 19–19 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

21.3.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 106/19


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Λιθουανία) στις 21 Δεκεμβρίου 2015 — Agnieška Anisimovienė κ.λπ.

(Υπόθεση C-688/15)

(2016/C 106/20)

Γλώσσα διαδικασίας: η λιθουανική

Αιτούν δικαστήριο

Lietuvos Aukščiausiasis Teismas

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες: Agnieška Anisimovienė κ.λπ.

Εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα: BAB bankas «Snoras

1)

Έχει την έννοια η οδηγία για τις καταθέσεις (1) ότι κεφάλαια που αφαιρούνται από λογαριασμό με τη συναίνεση των ενδιαφερομένων ή μεταφέρονται ή πληρώνονται από τους ενδιαφερομένους σε λογαριασμό που έχει ανοιχθεί στο όνομα πιστωτικού ιδρύματος σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα μπορούν να λογίζονται ως κατάθεση κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας;

2)

Έχει την έννοια το άρθρο 7, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας για τις καταθέσεις ότι πρέπει να καταβάλλεται βάσει της ασφαλίσεως των καταθέσεων ποσό ίσο με το προβλεπόμενο στο άρθρο 7, παράγραφος 1, σε κάθε πρόσωπο το οποίο αποδεικνύεται ότι είχε σχετική αξίωση κατά τον χρόνο της διαπιστώσεως ή της αποφάσεως του άρθρου 1, σημείο 3, στοιχεία i και ii, της οδηγίας για τις καταθέσεις;

3)

Για τους σκοπούς της οδηγίας για τις καταθέσεις, είναι ο ορισμός της «συνήθους τραπεζικής συναλλαγής» κρίσιμος για την ερμηνεία της έννοιας της καταθέσεως ως πιστωτικού υπολοίπου που προκύπτει από τραπεζικές συναλλαγές; Πρέπει ο ορισμός αυτός να λαμβάνεται υπόψη και κατά την ερμηνεία της έννοιας της καταθέσεως σε εθνικά νομοθετικά μέτρα με τα οποία μεταφέρθηκε στην εθνική έννομη τάξη η οδηγία για τις καταθέσεις;

4)

Αν στο τρίτο ερώτημα δοθεί καταφατική απάντηση, πώς πρέπει να νοείται και να ερμηνεύεται η έννοια της συνήθους τραπεζικής συναλλαγής στο άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας για τις καταθέσεις:

α)

ποιες τραπεζικές συναλλαγές πρέπει να λογίζονται ως συνήθεις ή βάσει ποίων κριτηρίων πρέπει να καθοριστεί αν μια συγκεκριμένη τραπεζική συναλλαγή είναι συνήθης;

β)

πρέπει η έννοια της συνήθους τραπεζικής συναλλαγής να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με τον σκοπό των διενεργούμενων τραπεζικών συναλλαγών ή σε συνάρτηση με τους συμβαλλομένους μεταξύ των οποίων διενεργούνται;

γ)

έχει την έννοια η «κατάθεση ως πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει από συνήθεις τραπεζικές συναλλαγές», όπως αυτή χρησιμοποιείται στην οδηγία για τις καταθέσεις, ότι καλύπτει μόνο περιπτώσεις στις οποίες όλες οι συναλλαγές από τις οποίες προέκυψε το υπόλοιπο μπορούν να λογίζονται ως συνήθεις;

5)

Προκειμένου περί κεφαλαίων που δεν εμπίπτουν στον ορισμό της καταθέσεως βάσει της οδηγίας για τις καταθέσεις, όταν όμως το κράτος μέλος έχει επιλέξει να μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο την οδηγία για τις καταθέσεις και την οδηγία για τους επενδυτές (2) κατά τρόπον ώστε κεφάλαια επί των οποίων ο καταθέτης έχει αξίωση απορρέουσα από την υποχρέωση πιστωτικού ιδρύματος να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες να λογίζονται επίσης ως κατάθεση, μπορεί η προστασία των καταθέσεων να ισχύει μόνον αφού προσδιοριστεί ότι, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, το πιστωτικό ίδρυμα ενήργησε ως επιχείρηση επενδύσεων και τα κεφάλαια μεταφέρθηκαν σε αυτό για την παροχή ή την άσκηση επενδυτικών εργασιών κατά την έννοια της οδηγίας για τους επενδυτές και της οδηγίας MiFID (3) [2004/39/ΕΚ];


(1)  Οδηγία 94/19/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 135, σ. 5).

(2)  Οδηγία 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997, σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών (ΕΕ L 84, σ. 22).

(3)  Οδηγία 2004/39/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (EE L 145, σ. 1).


Top