EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CJ0603

Απόφαση του Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 10ης Δεκεμβρίου 2015.
El Corte Inglés, SA κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ).
Αίτηση αναιρέσεως – Κοινοτικό σήμα – Αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού σήματος “The English Cut” – Ανακοπή του δικαιούχου των εθνικών και κοινοτικών λεκτικών και εικονιστικών σημάτων που περιλαμβάνουν τα λεκτικά στοιχεία “El Corte Inglés” – Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ – Κίνδυνος συγχύσεως – Άρθρο 8, παράγραφος 5 – Κίνδυνος συσχετίσεως εκ μέρους του ενδιαφερόμενου κοινού με σήμα το οποίο χαίρει φήμης – Αναγκαίος βαθμός ομοιότητας.
Υπόθεση C-603/14 P.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2015:807

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 10ης Δεκεμβρίου 2015 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως — Κοινοτικό σήμα — Αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού σήματος “The English Cut” — Ανακοπή του δικαιούχου των εθνικών και κοινοτικών λεκτικών και εικονιστικών σημάτων που περιλαμβάνουν τα λεκτικά στοιχεία “El Corte Inglés” — Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ — Κίνδυνος συγχύσεως — Άρθρο 8, παράγραφος 5 — Κίνδυνος συσχετίσεως εκ μέρους του ενδιαφερόμενου κοινού με σήμα το οποίο χαίρει φήμης — Αναγκαίος βαθμός ομοιότητας»

Στην υπόθεση C‑603/14 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2014,

El Corte Inglés SA, με έδρα τη Μαδρίτη (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τον J. Rivas Zurdo, abogado,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι το

Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενο από τον J. Crespo Carrillo,

καθού πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Malenovský (εισηγητή), προεδρεύοντα τμήματος, M. Safjan και K. Jürimaë, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτησή της αναιρέσεως, η El Corte Inglés SA (στο εξής: El Corte Inglés) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 15ης Οκτωβρίου 2014El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ – English Cut (The English Cut) (T‑515/12, EU:T:2014:882, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), της 6ης Σεπτεμβρίου 2012 (υπόθεση R 1673/2011-1, στο εξής: επίδικη απόφαση), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της εταιρίας αυτής και της The English Cut SL (στο εξής: The English Cut).

Το νομικό πλαίσιο

2

Το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1), ορίζει:

«1.   Κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση:

[...]

β)

εάν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος συγχύσεως περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχετίσεως με το προγενέστερο σήμα.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως “προγενέστερα σήματα” νοούνται:

α)

τα σήματα τα οποία έχουν κατατεθεί πριν από την ημερομηνία αίτησης κοινοτικού σήματος, αφού ληφθεί υπόψη, ενδεχομένως, το προβαλλόμενο δικαίωμα προτεραιότητας, για τα σήματα αυτά και τα οποία ανήκουν στις ακόλουθες κατηγορίες:

i)

κοινοτικά σήματα·

ii)

σήματα καταχωρισμένα σε κράτος μέλος ή όσον αφορά το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και τις Κάτω Χώρες, στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Μπενελούξ·

[...]

[...]

5.   Κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος κατά την έννοια της παραγράφου 2, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται επίσης δεκτό για καταχώριση αν ταυτίζεται ή ομοιάζει με το προγενέστερο σήμα και πρόκειται να καταχωρισθεί για προϊόντα ή υπηρεσίες που δεν ομοιάζουν με αυτές για τις οποίες έχει καταχωρισθεί το προγενέστερο σήμα, εφόσον, στην περίπτωση προγενέστερου κοινοτικού σήματος, το σήμα αυτό χαίρει φήμης στην Κοινότητα και, στην περίπτωση προγενέστερου εθνικού σήματος, το σήμα αυτό χαίρει φήμης στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, η δε χρησιμοποίηση, χωρίς νόμιμη αιτία του αιτούμενου σήματος, θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος, ή θα ήταν βλαπτική για τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη.»

Το ιστορικό της διαφοράς και η επίδικη απόφαση

3

Στις 9 Φεβρουαρίου 2010, η The English Cut υπέβαλε στο ΓΕΕΑ αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού σημείου «The English Cut» ως κοινοτικού σήματος.

4

Τα προϊόντα που αφορούσε η αιτηθείσα καταχώριση εμπίπτουν στην κλάση 25, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί (στο εξής: Διακανονισμός της Νίκαιας), και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή:

«Ενδύματα, με εξαίρεση κοστούμια, παντελόνια και σακάκια, είδη υποδήματα, είδη πιλοποιίας».

5

Η αίτηση καταχωρίσεως του κοινοτικού αυτού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 2010/122, της 6ης Ιουλίου 2010.

6

Στις 4 Οκτωβρίου 2010, η El Corte Inglés άσκησε ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του εν λόγω σήματος για τα προϊόντα που αναφέρονται στη σκέψη 4 της παρούσας αποφάσεως.

7

Η ανακοπή στηριζόταν, μεταξύ άλλων, στα εξής προγενέστερα σήματα:

το λεκτικό ισπανικό σήμα El Corte Inglés, που είχε καταχωριστεί με τον αριθμό 166450 για «υποδήματα», υπαγόμενα στην κλάση 25, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, και

τα εικονιστικά κοινοτικά σήματα που είχαν καταχωριστεί με τους αριθμούς 5428255 και 5428339, μεταξύ άλλων, για «ενδύματα, υποδήματα και είδη πιλοποιίας», υπαγόμενα στην κλάση 25, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, καθώς και για τις ακόλουθες υπηρεσίες: «διαφήμιση· διοίκηση επιχειρήσεων· διαχείριση επιχειρήσεων· εργασίες γραφείου», υπαγόμενες στην κλάση 35, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας. Τα σήματα αυτά ήταν οι εικονιστικές ενδείξεις που εικονίζονται κατωτέρω:

Image

8

Οι λόγοι που προέβαλε προς στήριξη της ανακοπής της ήταν αυτοί που προβλέπονται στο άρθρο 8, παράγραφοι 1, στοιχείο βʹ, και 5, του κανονισμού 207/2009.

9

Στις 12 Ιουλίου 2011 το τμήμα ανακοπών του ΓΕΕΑ απέρριψε την ανακοπή.

10

Στις 16 Αυγούστου 2011 η El Corte Inglés άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής. Με την επίδικη απόφαση, το πρώτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή.

11

Καταρχάς, στο μέτρο που η ανακοπή στηριζόταν στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, όσον αφορά την ύπαρξη ομοιότητας, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων, αυτά δεν παρουσίαζαν κανένα στοιχείο ομοιότητας από οπτικής ή φωνητικής απόψεως. Στο πλαίσιο αυτό, απεφάνθη ότι, από εννοιολογικής απόψεως, το λεκτικό σημείο «The English Cut», θεωρούμενο στο σύνολό του, εκλαμβάνεται από το ισπανικό κοινό, το οποίο δεν είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένο με την αγγλική γλώσσα, ως επινοημένη ονομασία. Δέχθηκε ωστόσο ότι, παρά την περιορισμένη γνώση της αγγλικής γλώσσας που έχει ο μέσος Ισπανός καταναλωτής, ο αγγλικός όρος «English» γίνεται αντιληπτός από την πλειονότητα των εν λόγω καταναλωτών ως εκφράζων έννοια παρόμοια προς εκείνη την οποία εκφράζει ο ισπανικός όρος «Inglés».

12

Ως εκ τούτου, το τμήμα προσφυγών κατέληξε στη διαπίστωση ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία παρουσίαζαν εννοιολογική ομοιότητα όσον αφορά ένα από τα λεκτικά στοιχεία τους, τούτο δε ακόμη και αν στο σύνολό τους δεν ήταν παρόμοια.

13

Εν συνεχεία, προβαίνοντας σε συνολική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι οι λέξεις «El Corte» και «Cut» συνιστούσαν τα κυρίαρχα στοιχεία των αντιπαρατιθέμενων σημείων και ότι το ενδιαφερόμενο κοινό δεν θα μπορούσε να θεωρήσει ότι υφίσταται οποιαδήποτε «εννοιολογική ταύτιση» μεταξύ αυτών. Κατόπιν τούτου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα εν λόγω σημεία παρουσίαζαν ασφαλώς εννοιολογική ομοιότητα, την οποία ρητώς χαρακτήρισε, στο σημείο 43 της επίδικης αποφάσεως «ελάχιστη», πλην όμως ότι στο σύνολό τους διέφεραν, με αποτέλεσμα η ανακοπή, καθόσον στηριζόταν στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, να πρέπει να απορριφθεί.

14

Κατά δεύτερον, στο μέτρο που η ανακοπή στηριζόταν στο άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, το τμήμα προσφυγών εκτίμησε ότι, παρά τη σημαντική φήμη της οποίας έχαιραν τα προγενέστερα σήματα στον κλάδο των μεγάλων επιχειρήσεων λιανικού εμπορίου, η El Corte Inglés δεν είχε προσκομίσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά την πραγματική ή δυνητική ύπαρξη της ζημίας ή του αθέμιτου οφέλους που αντλείται από τη φήμη των εν λόγω σημάτων. Ως εκ τούτου, απέρριψε την ανακοπή που είχε ασκήσει η El Corte Inglés βάσει της διατάξεως αυτής.

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

15

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Νοεμβρίου 2012, η El Corte Inglés άσκησε προσφυγή για την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.

16

Προς στήριξη της προσφυγής της, η El Corte Inglés προέβαλε δύο λόγους ακυρώσεως που αντλούνταν, ο πρώτος, από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 και, ο δεύτερος, από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού.

17

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της.

18

Ως προς τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, καταρχάς, ότι στο μέτρο που οι διαπιστώσεις του τμήματος προσφυγών σχετικά με τον προσδιορισμό του ενδιαφερόμενου κοινού και τη σύγκριση των οικείων προϊόντων και υπηρεσιών δεν αμφισβητήθηκαν από τους διαδίκους και δεν περιείχαν ουσιώδη σφάλματα έπρεπε να επικυρωθούν.

19

Όσον αφορά, εν συνεχεία, την ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων, υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, αφενός, τα εν λόγω σημεία περιλάμβαναν λέξεις αποτελούμενες από διαφορετικό αριθμό γραμμάτων και προερχόμενες από διαφορετικές γλώσσες και ότι, αφετέρου, η προφορά και ο αριθμός των συλλαβών τους ήταν ανόμοια. Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα εν λόγω σημεία δεν ήταν παρόμοια ούτε από οπτικής ούτε από φωνητικής απόψεως. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, από εννοιολογικής απόψεως, τα αντιπαρατιθέμενα σημεία είχαν, κατά κυριολεξία, την ίδια σημασία, ήτοι «η αγγλική γραμμή». Εντούτοις, έκρινε ότι οι Ισπανοί καταναλωτές θα μπορούσαν να αντιληφθούν ότι πρόκειται περί έννοιας με ταυτόσημο περιεχόμενο μόνον κατόπιν μεταφράσεως στη γλώσσα τους του λεκτικού σημείου «The English Cut», γεγονός το οποίο αποκλείει αυτοί να προβούν σε άμεσο εννοιολογικό συσχετισμό των αντιπαρατιθέμενων σημείων. Συνακόλουθα, το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 29 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, χαρακτήρισε «μικρό» τον βαθμό εννοιολογικής ομοιότητας που υπήρχε μεταξύ των δύο σημείων.

20

Τέλος, ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 33 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων υφίστατο μεν μικρή εννοιολογική, πλην όμως καμία οπτική ή φωνητική ομοιότητα. Ως εκ τούτου, απεφάνθη ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα σημεία διέφεραν. Εκτιμώντας ότι μία από τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς για την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 δεν πληρούνταν, το γενικό Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν ήταν απαραίτητο να προβεί στη σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως. Κατά συνέπεια, απέρριψε τον πρώτο λόγο ακυρώσεως ως αβάσιμο.

21

Ως προς τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο τον απέρριψε ως αβάσιμο, για τον λόγο ότι, μολονότι τα προγενέστερα σήματα έχαιραν μεγάλης φήμης, από τη σύγκριση, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, των αντιπαρατιθέμενων σημείων προέκυπτε ότι αυτά δεν ήταν παρόμοια, με αποτέλεσμα η προϋπόθεση σχετικά με τον ταυτόσημο ή παρόμοιο χαρακτήρα τους, η οποία είναι αναγκαία για την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, να μη συντρέχει εν προκειμένω.

Αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

22

Η El Corte Inglés ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει, στο σύνολό της, την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και

να καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα τον ή τους διαδίκους που ζητούν την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.

23

Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη, και

να καταδικάσει την El Corte Inglés στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

24

Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η El Corte Inglés προβάλλει τρεις λόγους, οι οποίοι αντλούνται αντίστοιχα, πρώτον, από παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, δεύτερον, από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 και, τρίτον, από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, αντλούμενου από παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου

25

Κατά την El Corte Inglés, στο μέτρο που η επίδικη απόφαση αναφέρεται σε εννοιολογική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε, χωρίς να παραμορφώσει τα πραγματικά περιστατικά στην προκειμένη περίπτωση, να υποβαθμίσει τη σημασία της ομοιότητας αυτής, χαρακτηρίζοντάς την, με τις σκέψεις 29, 30 και 33 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, «ελαφρά» ή «ελάχιστη».

26

Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της επίδικης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, μολονότι σε διάφορα σημεία της αποφάσεως αυτής το τμήμα προσφυγών κάνει λόγο για εννοιολογική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων χωρίς να προβαίνει σε χαρακτηρισμό της, αντιθέτως, στο σημείο 43 της εν λόγω αποφάσεως, ρητώς χαρακτήρισε την ομοιότητα «ελάχιστη». Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο, επισημαίνοντας, με τη σκέψη 30 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το τμήμα προσφυγών είχε δεχθεί την ύπαρξη «ελάχιστης» εννοιολογικής ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων και αποφασίζοντας, με τις σκέψεις 29 και 33 της ίδιας αποφάσεως, να χαρακτηρίσει την ομοιότητα αυτή ως «μικρή», δεν παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά στην προκειμένη περίπτωση και, επομένως, δεν υποβάθμισε τη σημασία της διαπιστωθείσας με την επίδικη απόφαση ομοιότητας.

27

Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι ο χαρακτηρισμός της εννοιολογικής ομοιότητας ως ελαφράς, μικρής ή ελάχιστης άπτεται της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών της κρινόμενης υποθέσεως. Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από μια τέτοια εκτίμηση στην οποία προβαίνει το τμήμα προσφυγών, καθόσον η εκτίμηση αυτή αποτελεί μέρος των λόγων που στηρίζουν την απόφασή του και των οποίων η νομιμότητα αμφισβητείται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (βλ., υπό την έννοια αυτή, Les Éditions Albert René κατά ΓΕΕΑ, C‑16/06 P, EU:C:2008:739, σκέψεις 47 και 48).

28

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009

29

Η El Corte Inglés υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, αποκλείοντας, με τις σκέψεις 26 έως 33 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την ύπαρξη οποιασδήποτε οπτικής ή φωνητικής ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων, καθώς και αναγνωρίζοντας μικρή, μόνον, εννοιολογική ομοιότητα μεταξύ αυτών, παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009.

30

Το επιχείρημα αυτό, ωστόσο, σκοπεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.

31

Κατά τα άρθρα 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αναίρεση περιορίζεται στα νομικά ζητήματα. Δεδομένου ότι η εκτίμηση των πραγματικών και των αποδεικτικών στοιχείων δεν συνιστά νομικό ζήτημα υποκείμενο, αυτό καθεαυτό, στον έλεγχο του Δικαστηρίου στο πλαίσιο διαδικασίας αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να διαπιστώνει και να εκτιμά τα κρίσιμα αυτά πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία (βλ. υπό την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, απόφαση Les Éditions Albert René κατά ΓΕΕΑ, C‑16/06 P, EU:C:2008:739, σκέψη 68, και διάταξη Repsol YPF κατά ΓΕΕΑ, C‑466/13 P, EU:C:2014:2331, σκέψη 54).

32

Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009

Επιχειρήματα των διαδίκων

33

Η El Corte Inglés υποστηρίζει ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο βαθμός ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων που απαιτείται για την εφαρμογή, αντίστοιχα, των παραγράφων 1, στοιχείο βʹ, και 5, του άρθρου 8 του κανονισμού 207/2009 διαφέρει. Συγκεκριμένα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου και, ειδικότερα, από τις σκέψεις 72 έως 78 της αποφάσεως Intra‑Presse κατά Golden Balls (C‑581/13 P και C‑582/13 P, EU:C:2014:2387), προκύπτει ότι, αντίθετα προς την παράγραφο 1, στοιχείο βʹ, του άρθρου 8 του κανονισμού 207/2009, η παράγραφος 5 του ίδιου άρθρου απαιτεί απλώς μικρό βαθμό ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων. Επομένως, καθόσον εν προκειμένω το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε την ύπαρξη εννοιολογικής ομοιότητας, έστω μικρής, μεταξύ των εν λόγω σημείων, κακώς το εν λόγω δικαστήριο δεν εξέτασε αν τυχόν, λόγω της υπάρξεως και άλλων ασκούντων επιρροή παραγόντων, όπως είναι το παγκοίνως γνωστό ή η φήμη των προγενέστερων σημάτων, αυτός ο μικρός βαθμός εννοιολογικής ομοιότητας αρκούσε, εντούτοις, ώστε το ενδιαφερόμενο κοινό να συνδέσει τα εν λόγω σημεία.

34

Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι η απόφαση Intra-Presse κατά Golden Balls (C‑581/13 P και C‑582/13 P, EU:C:2014:2387), επί της οποίας στηρίζεται η El Corte Inglés για να αναπτύξει τα επιχειρήματά της, πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με τις αποφάσεις Calvin Klein Trademark Trust κατά ΓΕΕΑ (C‑254/09 P, EU:C:2010:488) και Ferrero κατά ΓΕΕΑ (C‑552/09 P, EU:C:2011:177). Συγκεκριμένα, με τις δύο αυτές αποφάσεις, το Δικαστήριο έκρινε ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι δεν ετύγχανε προδήλως εφαρμογής το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, του οποίου οι διατάξεις ήταν πανομοιότυπες με εκείνες του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, παρά το γεγονός ότι είχε επισημάνει την ύπαρξη ενός κοινού όρου ή εικονιστικού στοιχείου κατά την εξέταση των προϋποθέσεων εφαρμογής της υφιστάμενης προστασίας που καθιερώνει το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του τελευταίου αυτού κανονισμού.

35

Κατά το ΓΕΕΑ, οι διαφορετικές αυτές λύσεις εξηγούνται από το γεγονός ότι στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις Calvin Klein Trademark Trust κατά ΓΕΕΑ (C‑254/09 P, EU:C:2010:488) και Ferrero κατά ΓΕΕΑ (C‑552/09 P, EU:C:2011:177), αντίθετα από ό,τι συνέβαινε στην περίπτωση την οποία αφορούσε η απόφαση Intra-Presse κατά Golden Balls (C‑581/13 P και C‑582/13 P, EU:C:2014:2387), το Γενικό Δικαστήριο είχε λάβει υπόψη, ήδη κατά το στάδιο της οπτικής, φωνητικής και εννοιολογικής συγκρίσεως των αντιπαρατιθέμενων σημείων, παράγοντες όπως τα διακριτικά και κυρίαρχα στοιχεία εκάστου των εν λόγω σημείων τα οποία, σε άλλες περιπτώσεις, θα εξετάζονταν μόνο στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως. Το ΓΕΕΑ συνάγει από τα ανωτέρω ότι, οσάκις το Γενικό Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα διακριτικά και κυρίαρχα στοιχεία εκάστου των αντιπαρατιθέμενων σημείων ήδη στο στάδιο της μεταξύ τους συγκρίσεως, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, αλλά, κατά το πέρας της σχετικής εξετάσεως, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, παρά την ύπαρξη ελαφράς εννοιολογικής ομοιότητας, δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως, μπορεί εξ αυτού να συναγάγει ότι η εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 κατά λογική αναγκαιότητα αποκλείεται.

36

Επικουρικώς, το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι, μολονότι, τυπικά, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε ρητώς, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, αν η ελαφρά εννοιολογική ομοιότητα, την οποία διαπίστωσε επ’ ευκαιρία της εξετάσεως των προϋποθέσεων εφαρμογής της παραγράφου 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου άρθρου, αρκούσε ώστε το κοινό να συσχετίσει τα αντιπαρατιθέμενα σημεία, εντούτοις, από ορισμένες παρατηρήσεις του Γενικού Δικαστηρίου διατυπωθείσες στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής πρέπει να συναχθεί ότι η εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 δεν ομοίως δυνατή, για τον λόγο ότι οι καταναλωτές θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να αντιληφθούν ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία έχουν την ίδια σημασία μόνον κατόπιν μεταφράσεως του σημείου «The English Cut» στη μητρική τους γλώσσα, πράγμα που σημαίνει ότι αυτοί δεν θα προέβαιναν σε άμεση εννοιολογική συσχέτιση των εν λόγω σημείων.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

37

Καταρχάς, επισημαίνεται ότι οι διατάξεις των παραγράφων 1, στοιχείο βʹ, και 5 του άρθρου 8 του κανονισμού 207/2009 επαναλαμβάνουν ακριβώς τις διατάξεις των παραγράφων 1, στοιχείο βʹ, και 5 του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, επί του κοινοτικού σήματος (ΕΕ L 11, σ. 1). Κατά συνέπεια, η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τις παραγράφους 1, στοιχείο βʹ, και 5 του άρθρου 8 του κανονισμού 40/94 πρέπει να θεωρηθεί κρίσιμη για την ερμηνεία των παραγράφων 1, στοιχείο βʹ, και 5 του άρθρου 8 του κανονισμού 207/2009.

38

Από το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 προκύπτει ότι η εφαρμογή του εξαρτάται από τρεις προϋποθέσεις οι οποίες αναφέρονται, πρώτον, στην ταυτότητα ή την ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων, δεύτερον, στην ύπαρξη φήμης του προγενεστέρου σήματος που προβάλλεται προς στήριξη της ανακοπής και, τρίτον, στην ύπαρξη του κινδύνου ότι η χρησιμοποίηση, χωρίς εύλογη αιτία, του σημείου του οποίου ζητείται η καταχώριση ως σήματος προσπορίζει αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενεστέρου σήματος ή βλάπτει τα στοιχεία αυτά. Εξάλλου, από το γράμμα της ανωτέρω διατάξεως προκύπτει ότι οι προπαρατεθείσες τρεις προϋποθέσεις πρέπει να νοούνται ως σωρευτικές. Τέλος, επισημαίνεται ότι η προϋπόθεση που αναφέρεται στην ταυτότητα ή την ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων, είναι κοινή στις παραγράφους 1, στοιχείο βʹ, και 5 του άρθρου 8 του εν λόγω κανονισμού.

39

Δεδομένου ότι ούτε από το γράμμα των παραγράφων 1, στοιχείο βʹ, και 5 του άρθρου 8 του κανονισμού 207/2009 ούτε από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η έννοια της ομοιότητας έχει διαφορετικό περιεχόμενο σε καθεμιά από τις παραγράφους αυτές, συνάγεται, ιδίως, ότι οσάκις, επ’ ευκαιρία της εξετάσεως των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού, το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται ομοιότητα μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων τότε, κατ’ ανάγκην, δεν έχει εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση ούτε η παράγραφος 5 του ίδιου άρθρου. Αντιστρόφως, οσάκις το Γενικό Δικαστήριο κρίνει, στο πλαίσιο της ίδιας αυτής εξετάσεως, ότι μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων υφίσταται κάποια ομοιότητα, η διαπίστωση αυτή ισχύει επίσης για την εφαρμογή τόσο της παραγράφου 1, στοιχείο βʹ, όσο και της παραγράφου 5 του άρθρου 8 του εν λόγω κανονισμού.

40

Εντούτοις, στην περίπτωση που ο βαθμός της επίμαχης ομοιότητας δεν αποδεικνύεται επαρκής ώστε να οδηγήσει στην εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, τούτο δεν σημαίνει ότι η εφαρμογή της παραγράφου 5 του εν λόγω άρθρου κατ’ ανάγκην αποκλείεται.

41

Συγκεκριμένα, ο βαθμός ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων σημείων που απαιτείται κατά τη μία ή την άλλη παράγραφο της εν λόγω διατάξεως είναι διαφορετικός. Ενώ η εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 εξαρτάται από τη διαπίστωση ενός βαθμού ομοιότητας μεταξύ των εν λόγω σημείων ικανού να προκαλέσει κίνδυνο συγχύσεως αυτών από το ενδιαφερόμενο κοινό, αντιθέτως, η ύπαρξη τέτοιου κινδύνου δεν απαιτείται ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου.

42

Δεδομένου ότι το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 απαιτεί απλώς η υφιστάμενη ομοιότητα να είναι ικανή να οδηγήσει το ενδιαφερόμενο κοινό όχι σε σύγχυση των αντιπαρατιθέμενων σημείων αλλά στον συσχετισμό τους, δηλαδή στο να θεωρήσει ότι υφίσταται σχέση μεταξύ αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προστασία την οποία καθιερώνει η εν λόγω διάταξη υπέρ των σημάτων που χαίρουν φήμης μπορεί να εφαρμοστεί, παρά το γεγονός ότι ο βαθμός ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων σημείων είναι μικρός (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις Adidas-Salomon και Adidas Benelux, C‑408/01, EU:C:2003:582, σκέψεις 27, 29 και 31, καθώς και Intel Corporation, C‑252/07, EU:C:2008:655, σκέψεις 57, 58 και 66).

43

Κατά συνέπεια, στην περίπτωση κατά την οποία από την εξέταση των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 προκύπτει κάποια ομοιότητα μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει, προκειμένου αυτή τη φορά να διαπιστώσει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου, να εξετάσει εάν, λόγω της υπάρξεως και άλλων ασκούντων επιρροή παραγόντων, όπως είναι το παγκοίνως γνωστό ή η φήμη του προγενέστερου σήματος, το ενδιαφερόμενο κοινό ενδέχεται να θεωρήσει ότι υφίσταται σχέση μεταξύ των εν λόγω σημείων (βλ., υπό την έννοια αυτή, Intra-Presse κατά Golden Balls, C‑581/13 P και C‑582/13 P, EU:C:2014:2387, σκέψη 73).

44

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων πρέπει να εξετασθεί εάν, όπως υποστηρίζει η El Corte Inglés, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη, στην προκειμένη περίπτωση, το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009.

45

Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, επ’ ευκαιρία της εξετάσεως των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού, διαπίστωσε, με τη σκέψη 29 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων υφίσταται μικρή εννοιολογική ομοιότητα. Εντούτοις, με τη σκέψη 33 της εν λόγω αποφάσεως, έκρινε ότι, δεδομένης της απουσίας οπτικής και φωνητικής ομοιότητας, ορθώς η επίδικη απόφαση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα εν λόγω σημεία διέφεραν στο σύνολό τους. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι, καθόσον δεν συνέτρεχε μία από τις σωρευτικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, δεν ήταν αναγκαίο να προβεί στην σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως.

46

Όσον αφορά, ωστόσο, την εκτίμηση των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, με τη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι από την πραγματοποιηθείσα στο πλαίσιο της παραγράφου 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω άρθρου σύγκριση των αντιπαρατιθέμενων σημείων, προέκυπτε ότι αυτά δεν ήταν ομοειδή και, επομένως, ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού δεν συνέτρεχαν.

47

Αποφαινόμενο, εντούτοις, με τον τρόπο αυτό το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να αγνοήσει τη διαπίστωση στην οποία το ίδιο κατέληξε με τη σκέψη 29 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και κατά την οποία μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων υφίστατο εννοιολογική ομοιότητα.

48

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει εάν ενδεχομένως αυτός ο βαθμός ομοιότητας, μολονότι ασθενής, αρκούσε, λόγω της υπάρξεως και άλλων ασκούντων επιρροή παραγόντων, όπως το παγκοίνως γνωστό ή η φήμη του προγενέστερου σήματος, ώστε το ενδιαφερόμενο κοινό να θεωρήσει ότι υφίσταται σχέση μεταξύ των σημείων αυτών, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009.

49

Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τη νομολογία του Δικαστηρίου που απορρέει από τις αποφάσεις Calvin Klein Trademark Trust κατά ΓΕΕΑ (C‑254/09 P, EU:C:2010:488) και Ferrero κατά ΓΕΕΑ (C‑552/09 P, EU:C:2011:177) τις οποίες επικαλέστηκε το ΓΕΕΑ, στο μέτρο που οι εν λόγω αποφάσεις αφορούν διαφορετικές περιπτώσεις. Ειδικότερα, μολονότι στις εν λόγω υποθέσεις υφίστατο κάποιος όρος ή κάποιο στοιχείο κοινό μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων, το Γενικό Δικαστήριο είχε τυπικώς διαπιστώσει, αντίθετα προς την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι δεν υφίστατο ομοιότητα μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων.

50

Τέλος, ακόμη και εάν υποτεθεί, όπως υποστηρίζει το ΓΕΕΑ, ότι από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση μπορεί να συναχθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο, αφού εξέτασε κατά πόσον υφίστατο ενδεχομένως σχέση μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 δεν συνέτρεχαν λόγω του ότι από την εξέταση, στην οποία αυτό προέβη, των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω άρθρου προέκυπτε ότι οι ενδιαφερόμενοι καταναλωτές δεν ήταν σε θέση να προβούν σε άμεση εννοιολογική συσχέτιση των αντιπαρατιθέμενων σημείων, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι μια τέτοια αιτιολογία πάσχει πλάνη περί το δίκαιο. Συγκεκριμένα, οι περιπτώσεις προσβολών στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού δεν απαιτούν η συσχέτιση των αντιπαρατιθέμενων σημείων, στην οποία ενδέχεται να προβούν οι καταναλωτές, να είναι άμεση.

51

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος.

52

Κατά συνέπεια, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί καθόσον με αυτή κρίθηκε ότι, στο μέτρο που από τα αντιπαρατιθέμενα σημεία προέκυπτε ότι αυτά δεν παρουσίαζαν επαρκή βαθμό ομοιότητας ώστε να εφαρμοσθεί το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, δεν συνέτρεχαν, επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, ούτε οι προϋποθέσεις εφαρμογής της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού. Η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

53

Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, όταν το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, μπορεί είτε να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση είτε να την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει.

54

Στην υπό κρίση υπόθεση δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να μπορεί το Δικαστήριο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει, στην πραγματικότητα, να εξετάσει εάν τυχόν ο βαθμός ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων σημείων, μολονότι ασθενής, όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 29 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως επ’ ευκαιρία της εξετάσεως των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, αρκούσε, λόγω της υπάρξεως και άλλων ασκούντων επιρροή παραγόντων, όπως είναι το παγκοίνως γνωστό ή η φήμη του προγενέστερου σήματος, ώστε το ενδιαφερόμενο κοινό να θεωρήσει ότι υφίσταται σχέση μεταξύ των σημείων αυτών, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού.

55

Επομένως, το Δικαστήριο πρέπει να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο και να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 15ης Οκτωβρίου 2014, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ – English Cut (The English Cut) (T‑515/12, EU:T:2014:882), καθόσον με αυτή κρίθηκε ότι, στο μέτρο που από τα αντιπαρατιθέμενα σημεία προέκυπτε ότι αυτά δεν παρουσίαζαν επαρκή βαθμό ομοιότητας ώστε να εφαρμοσθεί το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα, δεν συνέτρεχαν, επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, ούτε οι προϋποθέσεις εφαρμογής της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού.

 

2)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά.

 

3)

Αναπέμπει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

4)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.

Top