Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CJ0508

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 6ης Οκτωβρίου 2015.
    Český telekomunikační úřad κατά T-Mobile Czech Republic a.s. και Vodafone Czech Republic a.s.
    Αίτηση του Nejvyšší správní soud για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή — Οδηγία 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία) — Υπολογισμός του κόστους των υποχρεώσεων παροχής καθολικής υπηρεσίας — Συνυπολογισμός του ποσοστού αποδόσεως των ιδίων κεφαλαίων — Άμεσο αποτέλεσμα — Εφαρμογή ratione temporis.
    Υπόθεση C-508/14.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2015:657

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

    της 6ης Οκτωβρίου 2015 ( * )

    «Προδικαστική παραπομπή — Οδηγία 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία) — Υπολογισμός του κόστους των υποχρεώσεων παροχής καθολικής υπηρεσίας — Συνυπολογισμός του ποσοστού αποδόσεως των ιδίων κεφαλαίων — Άμεσο αποτέλεσμα — Εφαρμογή ratione temporis»

    Στην υπόθεση C‑508/14,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Nejvyšší správní soud (Τσεχική Δημοκρατία) με απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Νοεμβρίου 2014, στο πλαίσιο της δίκης

    Český telekomunikační úřad

    κατά

    T-Mobile Czech Republic a.s.,

    Vodafone Czech Republic a.s.,

    παρισταμένων των:

    O2 Czech Republic a.s., πρώην Telefónica Czech Republic a.s.,

    UPC Česká republika s.r.o.,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, C. Vajda, A. Rosas (εισηγητή), E. Juhász και D. Šváby, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    — η Český telekomunikační úřad, εκπροσωπούμενη από τον J. Novák, advokát,

    — η T-Mobile Czech Republic a.s., εκπροσωπούμενη από τους P. Hromek και D. Schmied, advokáti,

    — η O2 Czech Republic a.s., πρώην Telefónica Czech Republic a.s., εκπροσωπούμενη από τον M. Krejčík,

    — η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek, J. Vláčil και T. Müller,

    — η Λιθουανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους D. Kriaučiūnas και R. Dzikovič,

    — η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις P. Němečková και L. Nicolae,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 12 και 13 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την καθολική υπηρεσία) (ΕΕ L 108, σ. 51).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Český telekomunikační úřad (τσεχικής ρυθμιστικής αρχής στον τομέα των τηλεπικοινωνιών), αφενός, και της T‑Mobile Czech Republic a.s. (στο εξής: T‑Mobile Czech Republic) και της Vodafone Czech Republic a.s., αφετέρου, σχετικά με την απόφαση της τσεχικής ρυθμιστικής αρχής της 23ης Φεβρουαρίου 2011, με την οποία η εν λόγω αρχή καθόρισε το ύψος της συνδεόμενης με την παροχή καθολικής υπηρεσίας για το έτος 2004 ζημίας που υπέστη η Telefónica Czech Republic a.s. (στο εξής: Telefónica Czech Republic), της οποίας η επωνυμία είναι πλέον O2 Czech Republic a.s. (στο εξής: O2 Czech Republic).

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    3

    Το άρθρο 2 της Πράξης περί των όρων προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λεττονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (EE 2003, L 236, σ. 33, στο εξής: Πράξη Προσχώρησης), προβλέπει ότι, από την ημερομηνία προσχώρησης, οι διατάξεις των αρχικών Συνθηκών και οι πριν από την προσχώρηση θεσπισθείσες πράξεις των οργάνων και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεσμεύουν τα νέα κράτη μέλη και εφαρμόζονται σε αυτά, υπό τους όρους που προβλέπονται στις Συνθήκες αυτές και στην Πράξη Προσχώρησης.

    4

    Στην αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2002/22 εκτίθεται ότι «[η] εξασφάλιση καθολικής υπηρεσίας (δηλαδή η παροχή καθορισμένης στοιχειώδους δέσμης υπηρεσιών σε όλους τους τελικούς χρήστες σε προσιτή τιμή), είναι δυνατόν να συνεπάγεται την παροχή μερικών υπηρεσιών σε ορισμένους τελικούς χρήστες, σε τιμές που διαφέρουν από εκείνες που προκύπτουν από συνήθεις συνθήκες αγοράς. Ωστόσο, η αποζημίωση των επιχειρήσεων οι οποίες καθορίζονται για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών, υπό τις συνθήκες αυτές, δεν πρέπει να οδηγεί σε στρέβλωση του ανταγωνισμού, εάν οι καθορισμένες επιχειρήσεις αποζημιώνονται για το συνεπαγόμενο καθαρό κόστος και εάν το καθαρό κόστος καλύπτεται με ανταγωνιστικώς ουδέτερο τρόπο».

    5

    Η αιτιολογική σκέψη 18 της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

    «Τα κράτη μέλη θα πρέπει να δημιουργούν, όπου χρειάζεται, μηχανισμούς για τη χρηματοδότηση του καθαρού κόστους των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας, εφόσον αποδεικνύεται ότι η παροχή των υπηρεσιών αυτών είναι δυνατή μόνο με ζημία ή με καθαρό κόστος που αφίσταται της συνήθους εμπορικής πρακτικής. Είναι σημαντικό να εξασφαλίζεται ο ορθός υπολογισμός του καθαρού κόστους των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας και κάθε χρηματοδότηση να προκαλεί την ελάχιστη δυνατή στρέβλωση στην αγορά και στις επιχειρήσεις, και να συνάδει με τα άρθρα 87 και 88 της συνθήκης.»

    6

    Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/23 ορίζει τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη καθορίζουν την πιο αποτελεσματική και ενδεδειγμένη προσέγγιση για τη διασφάλιση της υλοποίησης της καθολικής υπηρεσίας, με σεβασμό στις αρχές της αντικειμενικότητας, της διαφάνειας, της αμεροληψίας και της αναλογικότητας. Επιδιώκουν να ελαχιστοποιούν τις στρεβλώσεις στην αγορά, ιδίως όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών με τιμές ή άλλους όρους και προϋποθέσεις που αποκλίνουν από τους συνήθεις εμπορικούς όρους, ενώ παράλληλα διαφυλάσσουν το δημόσιο συμφέρον.»

    7

    Το άρθρο 12 της αυτής οδηγίας, τιτλοφορούμενο «Κόστος των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας», ορίζει στην παράγραφο 1:

    «Όταν οι εθνικές κανονιστικές αρχές κρίνουν ότι η παροχή καθολικής υπηρεσίας, όπως προβλέπεται στα άρθρα 3 έως 10, ενδέχεται να συνιστά αθέμιτη επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις που έχουν καθοριστεί για την παροχή της, υπολογίζουν το καθαρό κόστος παροχής της.

    Για τον σκοπό αυτό, οι εθνικές κανονιστικές αρχές:

    α)

    υπολογίζουν το καθαρό κόστος της υποχρέωσης καθολικής υπηρεσίας, λαμβάνοντας υπόψη το τυχόν αγοραίο όφελος που αποκομίζει μια επιχείρηση που έχει καθοριστεί για την παροχή καθολικής υπηρεσίας, σύμφωνα με το παράρτημα IV, μέρος A, ή

    β)

    χρησιμοποιούν το καθαρό κόστος παροχής καθολικής υπηρεσίας, το οποίο υπολογίζεται με μηχανισμό καθορισμού, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2.»

    8

    Το άρθρο 13 της οδηγίας 2002/22, τιτλοφορούμενο «Χρηματοδότηση των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Εφόσον, βάσει του υπολογισμού του καθαρού κόστους που αναφέρεται στο άρθρο 12, οι εθνικές κανονιστικές αρχές αποφαίνονται ότι μια επιχείρηση υφίσταται αθέμιτη επιβάρυνση, τα κράτη μέλη αποφασίζουν, μετά από αίτηση μιας καθορισμένης επιχείρησης:

    α)

    να εισάγουν μηχανισμό αποζημίωσης της εν λόγω επιχείρησης για το καθορισμένο καθαρό κόστος, υπό διαφανείς συνθήκες από δημόσια κονδύλια, ή/και

    β)

    να επιμερίσουν το καθαρό κόστος των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας μεταξύ των φορέων παροχής δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών υπηρεσιών [επικοινωνιών].»

    9

    Το παράρτημα IV, μέρος A, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας περιγράφει ως εξής τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να υπολογίζεται το καθαρό κόστος των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας:

    «Οι εθνικές κανονιστικές αρχές εξετάζουν όλα τα μέσα προκειμένου να εξασφαλίζουν τα κατάλληλα κίνητρα στις επιχειρήσεις (καθορισμένες ή όχι) ώστε να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας με τρόπο οικονομικά αποδοτικό. Κατά τη διεξαγωγή ενός υπολογισμού, το καθαρό κόστος των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας υπολογίζεται ως η διαφορά μεταξύ του καθαρού κόστους της λειτουργίας μιας καθορισμένης επιχειρήσεως με υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας και της λειτουργίας της, χωρίς υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας. Ο υπολογισμός αυτός ισχύει είτε το δίκτυο ενός κράτους μέλους είναι πλήρως ανεπτυγμένο, είτε ακόμη αναπτύσσεται και επεκτείνεται. Αποδίδεται η δέουσα προσοχή στην ορθή εκτίμηση του κόστους που κάθε καθορισμένη επιχείρηση θα προσπαθούσε να αποφύγει εάν δεν έφερε καμιά υποχρέωση καθολικής υπηρεσίας. Ο υπολογισμός του καθαρού κόστους θα πρέπει να συνεκτιμά τα οφέλη, συμπεριλαμβανομένων των άυλων οφελών, που αποκομίζει ο φορέας εκμετάλλευσης καθολικής υπηρεσίας.»

    10

    Το άρθρο 5, παράγραφος 5, της αποφάσεως 2012/21/ΕΕ της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2011, για την εφαρμογή του άρθρου 106, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε ορισμένες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΕΕ 2012, L 7, σ. 3), προβλέπει τα εξής:

    «Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, ως “εύλογο κέρδος” νοείται το ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου που θα χρειαζόταν μια τυπική επιχείρηση για να σταθμίσει εάν θα παράσχει ή όχι την υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος καθ’ όλη τη διάρκεια της πράξης ανάθεσης, λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο του κινδύνου. Το ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου θα πρέπει να οριστεί ως ο συντελεστής εσωτερικής απόδοσης που πραγματοποιεί η επιχείρηση επί του επενδεδυμένου κεφαλαίου της κατά τη διάρκεια της περιόδου ανάθεσης. Το επίπεδο κινδύνου εξαρτάται από τον εμπλεκόμενο τομέα, τον τύπο της υπηρεσίας και τα χαρακτηριστικά της αντιστάθμισης.»

    11

    Το σημείο 61 της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις στην αντιστάθμιση για παροχή δημόσιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΕΕ 2012, C 8, σ. 4) προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

    «Με τον όρο “εύλογο κέρδος”, νοείται το ποσοστό απόδοσης των κεφαλαίων [...] που θα απαιτείτο, για τη συνολική διάρκεια της περιόδου ανάθεσης, από μια τυπική επιχείρηση η οποία εξετάζει το ενδεχόμενο να παράσχει ή όχι την υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο κινδύνου. Το επίπεδο κινδύνου εξαρτάται από τον εμπλεκόμενο τομέα, το είδος της υπηρεσίας και τα χαρακτηριστικά της αντιστάθμισης. Το ποσοστό θα πρέπει να προσδιορίζεται, όπου είναι δυνατό, σε σχέση με το ποσοστό απόδοσης κεφαλαίων το οποίο επιτυγχάνεται σε παρόμοια είδη συμβάσεων δημόσιων υπηρεσιών υπό συνθήκες ανταγωνισμού (π.χ. συμβάσεις που ανατίθενται με δημοπράτηση). Στους τομείς όπου δεν υπάρχει επιχείρηση αντίστοιχη με την ανάδοχο επιχείρηση της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, μπορούν να αναφέρονται αντίστοιχες επιχειρήσεις που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη ή, εάν κριθεί απαραίτητο, άλλοι τομείς [ΣτΜ: που ανήκουν σε άλλους τομείς] υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε τομέα.»

    12

    Κατά την υποσημείωση που αναφέρεται στο εν λόγω σημείο 61, «[ο] συντελεστής απόδοσης του κεφαλαίου σημαίνει τον εσωτερικό συντελεστή απόδοσης (IRR) που επιτυγχάνει η επιχείρηση επί του επενδεδυμένου κεφαλαίου για τη διάρκεια ζωής του έργου, ήτοι ο IRR επί των ταμειακών ροών που απορρέουν από τη σύμβαση».

    Το τσεχικό δίκαιο

    13

    Κατά το έτος 2004 η παροχή καθολικής υπηρεσίας και το κόστος αυτής ρυθμίζονταν από τον νόμο 151/2000 για τις τηλεπικοινωνίες και για την τροποποίηση άλλων νόμων, όπως ίσχυε το 2004 (στο εξής: νόμος για τις τηλεπικοινωνίες). Το άρθρο 31 του εν λόγω νόμου, που φέρει τον τίτλο «Αποδείξιμη ζημία», είναι διατυπωμένο ως εξής:

    «(1)   Ο φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας δικαιούται να αποζημιωθεί για την αποδείξιμη ζημία.

    (2)   Ως αποδείξιμη ζημία νοείται η διαφορά μεταξύ, αφενός, του από οικονομικής απόψεως δικαιολογημένου κόστους, συμπεριλαμβανομένου ενός εύλογου κέρδους, στο οποίο υποβλήθηκε ο κάτοχος άδειας τηλεπικοινωνιών προκειμένου να εκπληρώσει την υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας, και στο οποίο ο φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας δεν θα είχε υποβληθεί εάν δεν είχε αναλάβει την υποχρέωση αυτή, και, αφετέρου, των εισπράξεων και εσόδων που αποκόμισε ο κάτοχος της άδειας τηλεπικοινωνιών λόγω εκπληρώσεως της υποχρεώσεώς του περί παροχής καθολικής υπηρεσίας.

    (3)   Εάν ο κάτοχος άδειας τηλεπικοινωνιών παρέχει, εκτός από την καθολική υπηρεσία, και άλλες υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών ή ασκεί άλλες δραστηριότητες, υποχρεούται να τηρεί χωριστά λογιστικά βιβλία για το κόστος και τα έσοδα που συνδέονται με τις υπηρεσίες που παρέχονται στο πλαίσιο της καθολικής υπηρεσίας.

    (4)   Ο τρόπος υπολογισμού της αποδείξιμης ζημίας, τα έγγραφα που αποδεικνύουν τους υπολογισμούς της αποδείξιμης ζημίας και η οριοθέτηση του εύλογου κέρδους καθορίζονται με εκτελεστική διάταξη.»

    14

    Τον νόμο για τις τηλεπικοινωνίες ακολούθησε η έκδοση της αποφάσεως 235/2001 του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών σχετικά με τον καθορισμό λεπτομερών μέτρων για τον υπολογισμό και την ανόρθωση της αποδείξιμης ζημίας κατά την παροχή καθολικής υπηρεσίας από κάτοχο άδειας τηλεπικοινωνιών. Το άρθρο 2 της εν λόγω αποφάσεως, που φέρει τον τίτλο «Τρόπος υπολογισμού της αποδείξιμης ζημίας», προβλέπει τα εξής:

    «(1)   Ο φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας υπολογίζει την αποδείξιμη ζημία αφαιρώντας από το ποσό των εισπράξεων και εσόδων από την παροχή των ζημιογόνων υπηρεσιών το ποσό του από οικονομικής απόψεως δικαιολογημένου κόστους παροχής των συγκεκριμένων υπηρεσιών και του εύλογου κέρδους. Ο φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας υποβάλλει τον υπολογισμό της αποδείξιμης ζημίας χρησιμοποιώντας το έντυπο που εκδίδει η τσεχική ρυθμιστική αρχή.

    (2)   Για την εκτίμηση του από οικονομικής απόψεως δικαιολογημένου χαρακτήρα του κόστους, ο φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας υποχρεούται να υποβάλει στην τσεχική ρυθμιστική αρχή, πριν τις 31 Μαΐου εκάστου ημερολογιακού έτους, χωριστά λογιστικά στοιχεία για το κόστος και τα έσοδα από την παροχή των υπηρεσιών στο πλαίσιο της καθολικής υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του νόμου [για τις τηλεπικοινωνίες].»

    15

    Το άρθρο 3 της εν λόγω αποφάσεως, που φέρει τον τίτλο «Αποδεικτικά έγγραφα των υπολογισμών της αποδείξιμης ζημίας», ορίζει τα εξής:

    «(1)   Ο φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας συνυποβάλλει στην τσεχική ρυθμιστική αρχή, μαζί με τον υπολογισμό της αποδείξιμης ζημίας για το αντίστοιχο έτος,

    α)

    τον ισολογισμό που έχει συνταχθεί σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις,

    β)

    τα αναλυτικά λογιστικά στοιχεία για το κόστος και τα έσοδα,

    γ)

    τα αποτελέσματα της τηρήσεως χωριστών λογιστικών βιβλίων για το κόστος και τα έσοδα, σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του νόμου [για τις τηλεπικοινωνίες], και σύμφωνα με τις μεθόδους καθορισμού του ύψους του από οικονομικής απόψεως δικαιολογημένου κόστους. Τα στοιχεία που αφορούν τις ζημιογόνες υπηρεσίες κατανέμονται αναλόγως των διαφόρων περιπτώσεων δαπανών και εσόδων και σύμφωνα με την αναφερόμενη στο παράρτημα 1 διάρθρωση,

    δ)

    συνοπτική παρουσίαση της κατανομής των ενσώματων και άυλων πάγιων στοιχείων του ενεργητικού στα χαρακτηριστικά αποσβέσεως, με χρήση συντελεστή ταχείας αποσβέσεως και αναφορά των μεθόδων κατατάξεως των ιδίων κεφαλαίων που διατέθηκαν για την αγορά των εν λόγω αγαθών,

    ε)

    συνοπτική παρουσίαση των εκπτώσεων που χορηγήθηκαν αναλόγως του τύπου τους.

    (2)   Ο φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας επιτρέπει στην τσεχική ρυθμιστική αρχή, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, να προβεί σε εξακρίβωση των στοιχείων που αφορούν τον υπολογισμό της αποδείξιμης ζημίας, συμπεριλαμβανομένου του ευλόγου κέρδους, βάσει, μεταξύ άλλων, της τεχνικής τεκμηριώσεως, στατιστικών και πρωτοτύπων λογιστικών εγγράφων.

    (3)   Η λογιστική καταχώριση της αποδείξιμης ζημίας, τα έγγραφα που διαβιβάστηκαν από τον φορέα της παροχής καθολικής υπηρεσίας και τα έγγραφα που χρησιμοποιήθηκαν για την εξακρίβωση της ορθότητας του υπολογισμού της αποδείξιμης ζημίας διατηρούνται από την τσεχική ρυθμιστική αρχή για διάρκεια πέντε ετών από το πέρας του αντίστοιχου έτους.»

    16

    Το άρθρο 4 της αυτής αποφάσεως, που φέρει τον τίτλο «Οριοθέτηση του ευλόγου κέρδους», ορίζει τα εξής:

    «Προς τον σκοπό λογιστικής καταχωρίσεως της αποδείξιμης ζημίας, το εύλογο κέρδος καθορίζεται λαμβανομένης υπόψη της λογιστικής αξίας των ιδίων κεφαλαίων που διέθεσε ο φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας για την απόκτηση των ενσώματων και άυλων πάγιων στοιχείων ενεργητικού που χρησιμεύουν για την παροχή των ζημιογόνων υπηρεσιών. Ο φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας υπολογίζει το εύλογο κέρδος σύμφωνα με την αναφερόμενη στο παράρτημα αριθ. 3 μέθοδο.»

    17

    Το παράρτημα 3 της αποφάσεως 235/2001 του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών, που φέρει τον τίτλο «Υπολογισμός του ευλόγου κέρδους», προβλέπει τα εξής:

    «1.

    Ο φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας υπολογίζει το εύλογο κέρδος σύμφωνα με τον τύπο:

    ΕΚ = 0,145 x ΙΚΖΥ

    όπου:

    ΕΚ = Εύλογο κέρδος

    ΙΚΖΥ = Λογιστική αξία των ιδίων κεφαλαίων που διατέθηκαν για την απόκτηση των ενσώματων και άυλων πάγιων στοιχείων ενεργητικού που χρησιμεύουν για την παροχή των ζημιογόνων υπηρεσιών.

    2.

    Η λογιστική αξία των ιδίων κεφαλαίων καθορίζεται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις στον τομέα της λογιστικής.»

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    18

    Στις 27 Σεπτεμβρίου 2010, η τσεχική ρυθμιστική αρχή εξέδωσε απόφαση με την οποία βεβαίωσε το ύψος της ζημίας που δήλωσε η Telefónica Czech Republic συνεπεία της παροχής καθολικής υπηρεσίας για το έτος 2004. Για τον υπολογισμό της εν λόγω ζημίας, το εύλογο κέρδος του φορέα παροχής της υπηρεσίας συμπεριλήφθηκε στην αξία του καθαρού κόστους της καθολικής υπηρεσίας, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο που ίσχυε μέχρι τις 30 Απριλίου 2005. Στο πλαίσιο διαδικασίας διοικητικής ενστάσεως, η τσεχική ρυθμιστική αρχή, με απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2011, επικύρωσε την εν λόγω απόφαση.

    19

    Οι T-Mobile Czech Republic και Vodafone Czech Republic a.s. άσκησαν κατά της εν λόγω αποφάσεως ένδικες διοικητικές προσφυγές ενώπιον του περιφερειακού δικαστηρίου της Πράγας (Městský soud v Praze), το οποίο ακύρωσε την εν λόγω απόφαση ως μη σύννομη, λόγω μη συμμορφώσεως προς την οδηγία 2002/22.

    20

    Κατά την άποψη του περιφερειακού δικαστηρίου της Πράγας, το άρθρο 31 του νόμου για τις τηλεπικοινωνίες αντιβαίνει στα άρθρα 12 και 13 της εν λόγω οδηγίας, διότι το τσεχικό δίκαιο προβλέπει διαφορετικό τρόπο καθορισμού του ύψους της ζημίας και διαφορετική μέθοδο υπολογισμού και καθορισμού της αποδείξιμης ζημίας σε σχέση με ό,τι προβλέπει η εν λόγω οδηγία. Κατά συνέπεια, η τσεχική ρυθμιστική αρχή κακώς έλαβε υπόψη, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, κάθε είδος ζημίας, ενώ σύμφωνα με την οδηγία 2002/22 θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη αποκλειστικώς και μόνον η ζημία που συνιστά «αθέμιτη επιβάρυνση» κατά την έννοια της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση Επιτροπή κατά Βελγίου (C-222/08, EU:C:2010:583, σκέψεις 35, 37, 42 και 43). Εξάλλου, το εθνικό δίκαιο δεν επιτρέπει να λαμβάνονται υπόψη, κατά τον καθορισμό του ύψους της ζημίας, τα άυλα οφέλη της παροχής καθολικής υπηρεσίας.

    21

    Το περιφερειακό δικαστήριο της Πράγας έκρινε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις ώστε να έχει η οδηγία 2002/22 άμεσο αποτέλεσμα, διότι ο κανόνας που θεσπίστηκε με την εν λόγω οδηγία είναι σαφής και απαλλαγμένος αιρέσεων, έστω και αν το περιεχόμενο της αόριστης νομικής έννοιας της «αθέμιτης επιβαρύνσεως» πρέπει να διευκρινιστεί από τη διοικητική αρχή ή το δικαστήριο. Δεν θα ήταν δυνατή η σύμφωνη προς την οδηγία 2002/22 ερμηνεία του τσεχικού δικαίου, καθόσον η τσεχική έννομη τάξη επιβάλλει στην τσεχική ρυθμιστική αρχή να λαμβάνει υπόψη, στην απόφασή της, το γεγονός ότι το εύλογο κέρδος συμπεριλαμβάνεται στο καθαρό κόστος της καθολικής υπηρεσίας.

    22

    Το περιφερειακό δικαστήριο της Πράγας δέχθηκε ότι το άμεσο αποτέλεσμα της εν λόγω οδηγίας δεν μπορεί να είναι ζημιογόνο για τους ιδιώτες, αλλά χαρακτήρισε την Telefónica Czech Republic, το 51,1 % των μετοχών της οποίας ανήκε στο Τσεχικό Δημόσιο, ως «κρατική οντότητα» υπό τον έλεγχο του κράτους και, συνεπώς, υποκείμενη στο άμεσο αποτέλεσμα της εν λόγω οδηγίας, κρίνοντας ότι, από χρονικής απόψεως, η οδηγία 2002/22 ήταν εφαρμοστέα στην παροχή καθολικής υπηρεσίας καθ’ όλη τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους 2004, και συνεπώς και κατά την περίοδο που προηγήθηκε της προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την 1η Μαΐου 2004.

    23

    Η τσεχική ρυθμιστική αρχή άσκησε αναίρεση ενώπιον του Nejvyšší správní soud κατά της αποφάσεως του περιφερειακού δικαστηρίου της Πράγας.

    24

    Όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον είναι δυνατόν, κατά την έννοια της οδηγίας 2002/22, να συμπεριληφθεί στο καθαρό κόστος της υποχρεώσεως παροχής καθολικής υπηρεσίας και το εύλογο κέρδος που προβλέπει το εθνικό δίκαιο, το Nejvyšší správní soud εκτιμά, ακολουθώντας γραμματική ερμηνεία, ότι το κέρδος, είτε είναι εύλογο είτε όχι, δεν μπορεί να θεωρείται ως στοιχείο κόστους εμπίπτον στην έννοια του «καθαρού κόστους» της υποχρεώσεως παροχής καθολικής υπηρεσίας, όπως αυτό προβλέπεται από την εν λόγω οδηγία. Εντούτοις, δεν θα έπρεπε να αγνοηθεί η δυνατότητα το καθαρό κόστος κατά την έννοια της οδηγίας να λαμβάνει επίσης υπόψη μέρος του κόστους «ιδίου κεφαλαίου» στο οποίο υποβλήθηκε ο φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας για την παροχή της υπηρεσίας αυτής, το οποίο, όχι απολύτως ορθά, υπήχθη από την εθνική νομοθεσία στην έννοια του «ευλόγου κέρδους». Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο κρίνει συνεπώς αναγκαίο να υποβάλει στο Δικαστήριο το ερώτημα κατά πόσον τα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας 2002/22 έχουν την έννοια ότι ο όρος του «καθαρού κόστους» παροχής καθολικής υπηρεσίας αποκλείει να περιλαμβάνεται στο ποσό του υπολογισθέντος καθαρού κόστους παροχής της ένα «εύλογο κέρδος» του φορέα παροχής της εν λόγω υπηρεσίας, έστω και αν αυτό εκφράζεται με τη μορφή του κόστους των επενδύσεων σε κεφάλαια, ύψους 14,5 % της λογιστικής αξίας των ιδίων κεφαλαίων.

    25

    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Nejvyšší správní soud αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Έχουν τα άρθρα 12 και 13 της [οδηγίας 2002/22] την έννοια ότι ο διαλαμβανόμενος σε αυτά όρος του “καθαρού κόστους” παροχής τέτοιας συγκεκριμένης υπηρεσίας αποκλείει να περιλαμβάνεται ένα “εύλογο κέρδος” του φορέα παροχής της υπηρεσίας στο ποσό του διαπιστωθέντος καθαρού κόστους παροχής της;

    2)

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, έχουν οι προμνησθείσες διατάξεις της οδηγίας 2002/22 (άρθρα 12 και 13) άμεσο αποτέλεσμα;

    3)

    Σε περίπτωση που τα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας 2002/22 έχουν άμεσο αποτέλεσμα, μπορεί να γίνει επίκληση του άμεσου αυτού αποτελέσματος έναντι εμπορικής εταιρίας στην οποία κράτος μέλος κατέχει (ελέγχει) το 51 % των μετοχών της –εν προκειμένω, έναντι της O2 Czech Republic (ενδεχομένως “κρατικής οντότητας”) ή όχι;

    4)

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο και στο τρίτο ερώτημα, έχει εφαρμογή η οδηγία 2002/22 και επί σχέσεων υφιστάμενων πριν την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (και δη επί σχέσεων που υφίσταντο από 1ης Ιανουαρίου έως 30 Απριλίου 2004);»

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    26

    Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί κατά πόσον τα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας 2002/22 έχουν την έννοια ότι αποκλείουν να περιλαμβάνεται το «εύλογο κέρδος» του φορέα παροχής καθολικής υπηρεσίας στο καθαρό κόστος της υποχρεώσεως παροχής της εν λόγω υπηρεσίας.

    27

    Οι T-Mobile Czech Republic και O2 Czech Republic, θεωρώντας ότι τα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο δεν αφορούν τον πυρήνα της διαφοράς της κύριας δίκης, προτείνουν στο Δικαστήριο πολλά νέα ερωτήματα που αφορούν, μεταξύ άλλων, τον καθορισμό των περιπτώσεων που μπορούν να συμπεριληφθούν στο καθαρό κόστος της υποχρεώσεως παροχής καθολικής υπηρεσίας καθώς και τον καθορισμό της «αθέμιτης επιβαρύνσεως» που φέρει μια επιχείρηση η οποία έχει οριστεί για την παροχή καθολικής υπηρεσίας.

    28

    Σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, και όχι στους διαδίκους της κύριας δίκης, να απευθυνθεί στο Δικαστήριο. Επομένως, δυνατότητα καθορισμού των ερωτημάτων που πρέπει να υποβληθούν στο Δικαστήριο έχει μόνο το εθνικό δικαστήριο, οι δε διάδικοι δεν μπορούν να αλλάξουν το περιεχόμενό τους (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Singer, 44/65, EU:C:1965:122, σ. 1198, και, συναφώς, απόφαση Santesteban Goicoechea, C‑296/08 PPU, EU:C:2008:457, σκέψη 46).

    29

    Άλλωστε, η απάντηση σε αιτήματα τροποποιήσεως των ερωτημάτων υποβληθέντα από τους διαδίκους της κύριας δίκης θα ερχόταν σε αντίθεση προς την αποστολή που έχει αναθέσει στο Δικαστήριο το άρθρο 267 ΣΛΕΕ καθώς και προς την υποχρέωση του Δικαστηρίου να διασφαλίζει στις κυβερνήσεις των κρατών μελών και στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να υποβάλλουν παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, βάσει της διατάξεως αυτής, στα ενδιαφερόμενα μέρη κοινοποιούνται μόνον οι αποφάσεις περί παραπομπής (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Phytheron International, C‑352/95, EU:C:1997:170, σκέψη 14, και, συναφώς, απόφαση Santesteban Goicoechea, C‑296/08 PPU, EU:C:2008:457, σκέψη 47).

    30

    Στην προκειμένη περίπτωση, από το ίδιο το κείμενο της αποφάσεως περί παραπομπής, που κοινοποιήθηκε στο σύνολο των ενδιαφερομένων που αναφέρονται στο άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι το Nejvyšší správní soud υποβάλλει στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικά με την αρχή της λήψεως υπόψη, για τον καθορισμό του ύψους του καθαρού κόστους της υποχρεώσεως παροχής καθολικής υπηρεσίας, της αποδόσεως των ιδίων κεφαλαίων που επενδύθηκαν την επιχείρηση η οποία έχει οριστεί για την παροχή καθολικής υπηρεσίας, διότι επιθυμεί να έχει στη διάθεσή του στοιχεία που θα του επιτρέψουν να κρίνει κατά πόσον η εν λόγω απόδοση των ιδίων κεφαλαίων μπορεί να ληφθεί υπόψη όταν έχει καθοριστεί στο ύψος του 14,5 % της λογιστικής αξίας των ιδίων κεφαλαίων που επενδύθηκαν από την εν λόγω επιχείρηση.

    31

    Αντιθέτως, το αιτούν δικαστήριο δεν αναφέρεται στην ανάγκη απαντήσεως σε άλλα ερωτήματα που αφορούν τον καθορισμό των περιπτώσεων που μπορούν να συμπεριληφθούν στο καθαρό κόστος της υποχρεώσεως παροχής καθολικής υπηρεσίας ή την «αθέμιτη επιβάρυνση» που φέρει η επιχείρηση η οποία έχει οριστεί για την παροχή καθολικής υπηρεσίας.

    32

    Κατά συνέπεια, το πρώτο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο πρέπει να απαντηθεί χωρίς να χρειάζεται να δοθεί απάντηση και στα νέα ερωτήματα που πρότειναν οι T‑Mobile Czech Republic και O2 Czech Republic.

    33

    Σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας 2002/22, προκειμένου να καθοριστεί το ποσό της αποζημιώσεως που ενδεχομένως οφείλεται σε επιχείρηση η οποία έχει οριστεί για την παροχή καθολικής υπηρεσίας, πρέπει, σε πρώτο στάδιο, να υπολογιστεί το καθαρό κόστος της υποχρεώσεως παροχής καθολικής υπηρεσίας για την επιχείρηση που έχει καθοριστεί για την παροχή της και ακολούθως, εφόσον οι εθνικές κανονιστικές αρχές αποφαίνονται ότι μια επιχείρηση υφίσταται αθέμιτη επιβάρυνση, οι αρχές αυτές αποφασίζουν να εισαγάγουν μηχανισμό αποζημιώσεως της εν λόγω επιχειρήσεως για το καθορισμένο καθαρό κόστος ή/και να επιμερίσουν το καθαρό κόστος των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας μεταξύ των φορέων παροχής δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

    34

    Σύμφωνα με το παράρτημα IV, μέρος A, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2002/22, το καθαρό κόστος των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας υπολογίζεται ως η διαφορά μεταξύ του καθαρού κόστους της λειτουργίας μιας καθορισμένης επιχειρήσεως με υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας και της λειτουργίας της, χωρίς υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας. Για τους σκοπούς του εν λόγω υπολογισμού, όπως έγινε δεκτό από το σύνολο των ενδιαφερομένων μερών που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, το κόστος δανεισμού ή ιδίων κεφαλαίων πρέπει να ληφθεί υπόψη εφόσον η καθορισμένη επιχείρηση χρειάστηκε να διαθέσει κεφάλαια για να πραγματοποιήσει επενδύσεις αναγκαίες για την παροχή της καθολικής υπηρεσίας.

    35

    Δεν έχει, συναφώς, σημασία αν αυτή η περίπτωση καθαρού κόστους αποκαλείται στην εν λόγω εθνική νομοθεσία «εύλογο κέρδος», εφόσον πρόκειται πράγματι για κόστος το οποίο φέρει ο φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας.

    36

    Η οδηγία 2002/22 δεν περιέχει ρητή αναφορά στη δυνατότητα να συμπεριληφθεί το κόστος ιδίων κεφαλαίων ή το «εύλογο κέδρος» στον υπολογισμό του καθαρού κόστους που φέρει η επιχείρηση παροχής καθολικής υπηρεσίας, η τελολογική όμως ερμηνεία της εν λόγω οδηγίας επιτρέπει την υιοθέτηση αυτής της προσέγγισης.

    37

    Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2002/22 τονίζει την ανάγκη διασφαλίσεως της υλοποιήσεως της καθολικής υπηρεσίας σύμφωνα με την πιο αποτελεσματική προσέγγιση, ελαχιστοποιώντας τις στρεβλώσεις στην αγορά. Όπως εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 4 της εν λόγω οδηγίας, η εξασφάλιση καθολικής υπηρεσίας είναι δυνατόν να συνεπάγεται την παροχή μερικών υπηρεσιών σε ορισμένους τελικούς χρήστες σε τιμές που διαφέρουν από εκείνες που προκύπτουν από συνήθεις συνθήκες αγοράς. Αυτός είναι ο λόγος που ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 18 της ίδιας οδηγίας, ότι τα κράτη μέλη πρέπει, όπου χρειάζεται, να δημιουργήσουν μηχανισμούς για τη χρηματοδότηση του καθαρού κόστους των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας, εφόσον αποδεικνύεται ότι η παροχή των υπηρεσιών αυτών είναι δυνατή μόνο με ζημιά ή με καθαρό κόστος που αφίσταται της συνήθους εμπορικής πρακτικής (βλ. απόφαση Base κ.λπ., C‑389/08, EU:C:2010:584, σκέψη 34).

    38

    Το κόστος του επενδεδυμένου κεφαλαίου περιλαμβάνεται στο συνολικό κόστος που φέρει επιχείρηση δραστηριοποιούμενη σε συνθήκες συνήθους εμπορικής πρακτικής. Πρέπει, συνεπώς, να περιλαμβάνεται και στον υπολογισμό του καθαρού κόστους που αφορά τις υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας, προκειμένου να δοθεί στην επιχείρηση η οποία έχει οριστεί για την παροχή καθολικής υπηρεσίας η δυνατότητα να καλύψει το συνεπαγόμενο καθαρό κόστος χωρίς να παύσει να λειτουργεί σε συνθήκες συνήθους εμπορικής πρακτικής ή να υποστεί ζημία.

    39

    Εξάλλου, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2002/22, οι ενδεχόμενες χρηματοδοτήσεις που χορηγούνται για να αντισταθμίσουν το καθαρό κόστος που απορρέει από τις υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας πρέπει να συνάδουν με τις διατάξεις των άρθρων 107 ΣΛΕΕ και 108 ΣΛΕΕ. Όπως επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ερμηνεία του όρου «καθαρό κόστος» κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας πρέπει, συνεπώς, να λαμβάνει υπόψη τους κανόνες σχετικά με την εκτίμηση των αντισταθμίσεων για υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος βάσει του άρθρου 107 ΣΛΕΕ.

    40

    Ως προς το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η αντιστάθμιση που αποτελεί την αντιπαροχή για υπηρεσίες παρεχόμενες εκ μέρους των δικαιούχων επιχειρήσεων προς εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να μην υπερβαίνει το αναγκαίο για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους του κόστους που συνεπάγεται η εκπλήρωση αυτών των υποχρεώσεων μέτρο, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός ευλόγου κέρδους για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, C‑280/00, EU:C:2003:415, σκέψη 92).

    41

    Όσον αφορά τη μέθοδο εκτιμήσεως της αποδόσεως των ιδίων κεφαλαίων που πρέπει να ληφθεί υπόψη, από την αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2002/22 προκύπτει ότι το καθαρό κόστος των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας πρέπει να υπολογίζεται με ορθό τρόπο και ότι οι ενδεχόμενες χρηματοδοτήσεις πρέπει να προκαλούν την ελάχιστη δυνατή στρέβλωση στην αγορά και στις επιχειρήσεις. Κατά συνέπεια, η αποζημίωση για το κεφάλαιο θα πρέπει να είναι αναγκαία και εύλογη, να καταλογίζεται δε απευθείας στην επένδυση που πραγματοποιήθηκε για την παροχή της καθολικής υπηρεσίας και δεν θα πρέπει να οδηγεί σε υπερβολική αντιστάθμιση υπέρ του οικείου φορέα παροχής καθολικής υπηρεσίας.

    42

    Όπως επισήμαναν η τσεχική ρυθμιστική αρχή και η Επιτροπή, το σημείο 61 της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις στην αντιστάθμιση για παροχή δημόσιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος και το άρθρο 5, παράγραφος 5, της αποφάσεως 2012/21 υποδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εκτιμάται το «εύλογο κέρδος» που αντιστοιχεί στο ποσοστό αποδόσεως κεφαλαίου. Η εν λόγω ανακοίνωση δεν αποτελεί δεσμευτικό κανόνα δικαίου, μπορεί όμως να αποτελέσει πηγή εμπνεύσεως για την ερμηνεία του όρου «καθαρό κόστος» κατά την έννοια της οδηγίας 2002/22.

    43

    Σύμφωνα με το σημείο 61 της αυτής ανακοινώσεως και το άρθρο 5, παράγραφος 5, της αποφάσεως 2012/21, ως «εύλογο κέρδος» νοείται το ποσοστό αποδόσεως των κεφαλαίων που θα απαιτείτο, για τη συνολική διάρκεια της περιόδου αναθέσεως, από μια τυπική επιχείρηση η οποία εξετάζει το ενδεχόμενο να παράσχει ή όχι την υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο κινδύνου. Το επίπεδο κινδύνου εξαρτάται από τον εμπλεκόμενο τομέα, το είδος της υπηρεσίας και τα χαρακτηριστικά της αντισταθμίσεως. Το εν λόγω ποσοστό ορίζεται ως το ποσοστό εσωτερικής αποδόσεως που επιτυγχάνει η επιχείρηση επί του επενδεδυμένου κεφαλαίου της κατά τη διάρκεια της περιόδου αναθέσεως. Το ποσοστό αυτό μπορεί να καθοριστεί με αναφορά σε αντίστοιχες επιχειρήσεις.

    44

    Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα διάφορα στοιχεία που προαναφέρθηκαν, να εξακριβώσει κατά πόσον το ποσοστό ετήσιας αποδόσεως που δέχεται η εθνική νομοθεσία ανταποκρίνεται στα αναφερόμενα στις σκέψεις 40 έως 43 της παρούσας αποφάσεως όταν καθορίζεται κατ’ αποκοπήν στο ύψος του 14,5 % της λογιστικής αξίας των ιδίων κεφαλαίων που επενδύθηκαν από την επιχείρηση που έχει καθοριστεί για την παροχή καθολικής υπηρεσίας.

    45

    Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας 2002/22 έχουν την έννοια ότι δεν αποκλείουν να περιλαμβάνεται στο καθαρό κόστος της υποχρεώσεως παροχής καθολικής υπηρεσίας το «εύλογο κέρδος» του φορέα παροχής της εν λόγω υπηρεσίας το οποίο συνίσταται στο ποσοστό αποδόσεως των ιδίων κεφαλαίων που θα απαιτείτο, για τη συνολική διάρκεια της περιόδου αναθέσεως, από μια επιχείρηση αντίστοιχη του φορέα παροχής καθολικής υπηρεσίας, η οποία εξετάζει το ενδεχόμενο να παράσχει ή όχι την υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος, λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο κινδύνου.

    Επί του δευτέρου και του τρίτου ερωτήματος

    46

    Στο μέτρο που το αιτούν δικαστήριο μπορεί, κατόπιν της εξετάσεως στην οποία έχει καθήκον να προβεί σύμφωνα με την σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως, να διαπιστώσει ότι η εν λόγω εθνική νομοθεσία δεν ανταποκρίνεται στα αναφερόμενα στο πλαίσιο της απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, θα πρέπει να δοθεί απάντηση στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα, με τα οποία το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, κατά πόσον τα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας 2002/22 έχουν την έννοια ότι οι διατάξεις τους έχουν άμεσο αποτέλεσμα και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, κατά πόσον μπορεί να γίνει επίκλησή τους έναντι εμπορικής εταιρίας στην οποία κράτος μέλος κατέχει το 51 % των μετοχών.

    47

    Κατά πάγια νομολογία, οι οδηγίες μπορούν καθεαυτές να δημιουργούν για τους ιδιώτες μόνο δικαιώματα και όχι υποχρεώσεις. Κατά συνέπεια, ένας ιδιώτης δεν μπορεί να επικαλεσθεί οδηγία κατά κράτους μέλους, εφόσον πρόκειται περί κρατικής υποχρεώσεως άμεσα συνδεόμενης προς την εκπλήρωση άλλης υποχρεώσεως την οποία υπέχει τρίτος δυνάμει της οδηγίας αυτής (βλ. αποφάσεις Wells, C‑201/02, EU:C:2004:12, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και Arcor κ.λπ., C‑152/07 έως C‑154/07, EU:C:2008:426, σκέψη 35).

    48

    Αντιθέτως, απλές αρνητικές συνέπειες επί των δικαιωμάτων τρίτων, ακόμη και αν είναι βέβαιες, δεν δικαιολογούν την άρνηση σε έναν ιδιώτη της δυνατότητας να επικαλεσθεί τις διατάξεις οδηγίας κατά του οικείου κράτους μέλους (βλ. αποφάσεις Wells, C‑201/02, EU:C:2004:12, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και Arcor κ.λπ., C‑152/07 έως C‑154/07, EU:C:2008:426, σκέψη 36).

    49

    Στην υπόθεση της κύριας δίκης, η διαφορά που υποβλήθηκε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου είναι διαφορά μεταξύ ιδιωτών και του οικείου κράτους μέλους, ενεργούντος διά της εθνικής κανονιστικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

    50

    Επιβάλλεται, ακολούθως, η διαπίστωση ότι η O2 Czech Republic αποτελεί τρίτο σε σχέση με τη διαφορά που υποβλήθηκε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου και δεν μπορεί παρά να υποστεί αρνητικές συνέπειες, που δεν μπορούν να θεωρηθούν υποχρεώσεις επιβαλλόμενες βάσει των οδηγιών των οποίων έγινε επίκληση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, δεν είναι κρίσιμο το ερώτημα κατά πόσον η εν λόγω επιχείρηση έχει κρατικό χαρακτήρα.

    51

    Λαμβανομένων υπόψη όσων προαναφέρθηκαν, πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον τα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας 2002/22 πληρούν τις προϋποθέσεις παραγωγής αμέσου αποτελέσματος.

    52

    Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, σε κάθε περίπτωση κατά την οποία οι διατάξεις μιας οδηγίας είναι, από άποψη περιεχομένου, απαλλαγμένες αιρέσεων και επαρκώς ακριβείς, οι ιδιώτες μπορούν να τις επικαλούνται έναντι του κράτους μέλους ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, όταν το κράτος μέλος αυτό έχει προβεί σε πλημμελή μεταφορά τους στο εσωτερικό δίκαιο (βλ. αποφάσεις Pfeiffer κ.λπ., C‑397/01 έως C‑403/01, EU:C:2004:584, σκέψη 103 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και Arcor κ.λπ., C‑152/07 έως C‑154/07, EU:C:2008:426, σκέψη 40).

    53

    Εντούτοις, τα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας 2002/22 πληρούν τα προαναφερθέντα κριτήρια, δεδομένου ότι εκθέτουν σαφώς ότι η ενδεχόμενη χρηματοδότηση των υποχρεώσεων παροχής καθολικής υπηρεσίας πρέπει να πραγματοποιείται βάσει του υπολογισμού του καθαρού κόστους, το οποίο πρέπει να ερμηνεύεται ότι συμπεριλαμβάνει και το «εύλογο κέρδος» που αντιστοιχεί στο ποσοστό αποδόσεως κεφαλαίου, και ότι η υποχρέωση αυτή δεν συνοδεύεται από καμία επιφύλαξη. Μολονότι η οδηγία 2002/22 παρέχει στις εθνικές κανονιστικές αρχές ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων, το στοιχείο αυτό δεν επηρεάζει πάντως το γεγονός ότι η υποχρέωση που απορρέει από τις εν λόγω διατάξεις είναι επακριβώς καθορισμένη και απαλλαγμένη αιρέσεων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση GMAC UK, C-589/12, EU:C:2014:2131, σκέψεις 29, 30 και 32).

    54

    Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας 2002/22 έχουν την έννοια ότι παράγουν άμεσο αποτέλεσμα και ότι οι ιδιώτες μπορούν να τα επικαλεστούν ευθέως ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, προκειμένου να αμφισβητήσουν απόφαση εθνικής κανονιστικής αρχής.

    Επί του τετάρτου ερωτήματος

    55

    Με το τέταρτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί κατά πόσον η οδηγία 2002/22 έχει την έννοια ότι είναι εφαρμοστέα για τον καθορισμό του ύψους του καθαρού κόστους των υποχρεώσεων παροχής καθολικής υπηρεσίας από την καθορισθείσα επιχείρηση κατά τη διάρκεια της περιόδου που προηγήθηκε της προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ένωση, ήτοι, για το έτος 2004, μεταξύ 1ης Ιανουαρίου και 30ής Απριλίου 2004.

    56

    Το άρθρο 2 της Πράξης Προσχώρησης προβλέπει ότι, από την ημερομηνία προσχώρησης, οι διατάξεις των αρχικών Συνθηκών και οι πριν από την προσχώρηση θεσπισθείσες πράξεις των οργάνων και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεσμεύουν τα νέα κράτη μέλη και εφαρμόζονται σε αυτά, υπό τους όρους που προβλέπονται στις Συνθήκες αυτές και στην Πράξη Προσχώρησης.

    57

    Εντούτοις, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή, η εν λόγω Πράξη δεν περιέχει ειδικές διατάξεις σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων της οδηγίας 2002/22 πριν την προσχώρηση των οικείων κρατών μελών.

    58

    Ελλείψει τέτοιων διατάξεων, η οδηγία 2002/22 εφαρμόζεται στην Τσεχική Δημοκρατία από την ημερομηνία της προσχωρήσεώς της στην Ένωση, σύμφωνα με τα άρθρα 2, 53 και 54 της Πράξης Προσχώρησης (βλ., συναφώς, απόφαση Saldanha και MTS, C‑122/96, EU:C:1997:458, σκέψη 14·διάταξη Pannon, C‑143/09, EU:C:2009:564, σκέψη 17· απόφαση Elektrownia Pątnów II, C‑441/08, EU:C:2009:698, σκέψη 32, καθώς και διάταξη RANI Slovakia, C‑298/09, EU:C:2010:343, σκέψη 38).

    59

    Κατά συνέπεια, η οδηγία 2002/22 έχει την έννοια ότι δεν εφαρμόζεται για τον καθορισμό του ύψους του καθαρού κόστους των υποχρεώσεων παροχής καθολικής υπηρεσίας από την ορισθείσα επιχείρηση κατά τη διάρκεια της περιόδου που προηγήθηκε της προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ένωση, ήτοι, για το έτος 2004, μεταξύ 1ης Ιανουαρίου και 30ής Απριλίου 2004.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    60

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    1)

    Τα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την καθολική υπηρεσία), έχουν την έννοια ότι δεν αποκλείουν να περιλαμβάνεται στο καθαρό κόστος της υποχρεώσεως παροχής καθολικής υπηρεσίας το «εύλογο κέρδος» του φορέα παροχής της εν λόγω υπηρεσίας το οποίο συνίσταται στο ποσοστό αποδόσεως των ιδίων κεφαλαίων που θα απαιτείτο, για τη συνολική διάρκεια της περιόδου αναθέσεως, από μια επιχείρηση αντίστοιχη του φορέα παροχής καθολικής υπηρεσίας, η οποία εξετάζει το ενδεχόμενο να παράσχει ή όχι την υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος, λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο κινδύνου.

    2)

    Τα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας 2002/22 έχουν την έννοια ότι παράγουν άμεσο αποτέλεσμα και ότι οι ιδιώτες μπορούν να τα επικαλεστούν ευθέως ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, προκειμένου να αμφισβητήσουν απόφαση εθνικής κανονιστικής αρχής.

    3)

    Η οδηγία 2002/22 έχει την έννοια ότι δεν εφαρμόζεται για τον καθορισμό του ύψους του καθαρού κόστους των υποχρεώσεων παροχής καθολικής υπηρεσίας από την καθορισθείσα επιχείρηση κατά τη διάρκεια της περιόδου που προηγήθηκε της προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ένωση, ήτοι, για το έτος 2004, μεταξύ 1ης Ιανουαρίου και 30ής Απριλίου 2004.

     

    (υπογραφές)


    ( * )   Γλώσσα διαδικασίας: η τσεχική.

    Top