EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CC0223

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot της 4ης Ιουνίου 2015.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2015:364

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 4ης Ιουνίου 2015 ( 1 )

Υπόθεση C‑223/14

Tecom Mican SL,

José Arias Domínguez

[αίτηση του Juzgado de Primera Instancia no 7 de Las Palmas de Gran Canaria (Ισπανία)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή — Κανονισμός (ΕΚ) 1393/2007 — Επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων — Εξώδικη πράξη — Ορισμός»

1. 

Στην απόφασή του Roda Golf & Beach Resort ( 2 ), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η «εξώδικη πράξη», κατά την έννοια του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΚ) 1348/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, σχετικά με την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις ( 3 ), είναι έννοια του δικαίου της Ένωσης ( 4 ). Το Δικαστήριο υπογράμμισε, περαιτέρω, ότι πράξη καταρτισθείσα από συμβολαιογράφο συνιστά, «ως εκ τούτου», εξώδικη πράξη ( 5 ).

2. 

Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως θέτει το ζήτημα αν το ιδιωτικό συμφωνητικό εμπίπτει επίσης στην έννοια της «εξώδικης πράξεως» κατ’ άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΚ) 1393/2007 ( 6 ), ο οποίος αντικατέστησε τον κανονισμό 1348/2000, και καλεί, κατά συνέπεια, το Δικαστήριο να παράσχει ορισμό αυτής της έννοιας.

3. 

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο αιτήσεως αναθεωρήσεως η οποία είχε υποβληθεί ενώπιον του Juzgado de Primera Instancia no 7 de Las Palmas de Gran Canaria (Πρωτοδικείο αριθ. 7 της Las Palmas de Gran Canaria, Ισπανία) από την Tecom Mican SL ( 7 ) κατά της αρνήσεως του secretario judicial (γραμματέα του δικαστηρίου) του δικαστηρίου αυτού να κοινοποιήσει προς τη MAN Diesel & Turbo SE ( 8 ) επιστολή οχλήσεως για τον λόγο ότι ένα αμιγώς ιδιωτικό συμφωνητικό δεν μπορεί να θεωρηθεί εξώδικη πράξη.

4. 

Στις παρούσες προτάσεις, θα υποστηρίξω, καταρχάς, ότι εμπίπτει στην έννοια της «εξώδικης πράξεως», κατ’ άρθρο 16 του κανονισμού 1393/2007, η πράξη η οποία καταρτίζεται ή επικυρώνεται από δημόσια αρχή, δημόσιο λειτουργό ή οποιοδήποτε αρμόδιο προς τούτο πρόσωπο κατά το δίκαιο του κράτους μέλους διαβιβάσεως καθώς και κάθε πράξη της οποίας η διαβίβαση προς τον παραλήπτη της είναι αναγκαία για την άσκηση, την απόδειξη ή την προστασία δικαιώματος.

5. 

Θα υποστηρίξω, ακολούθως, ότι δεν συντρέχει λόγος επαληθεύσεως, κατά περίπτωση, βάσει εκτιμήσεως των ιδιαζουσών περιστάσεων κάθε συγκεκριμένης υποθέσεως, της διασυνοριακής διαστάσεως της διαβιβάσεως της ανταποκρινόμενης στα δύο αυτά κριτήρια πράξεως και του αναγκαίου αυτής για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

6. 

Θα εκθέσω, τέλος, ότι εξώδικη πράξη ήδη επιδοθείσα ή κοινοποιηθείσα προς τον παραλήπτη της μπορεί να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί εκ νέου σύμφωνα με τους όρους του κανονισμού 1393/2007, ακόμη και αν η πρώτη επίδοση ή κοινοποίηση τελέσθηκε ήδη σύμφωνα με τον κανονισμό αυτόν.

I – Το νομικό πλαίσιο

Α – Το διεθνές δίκαιο

7.

Το άρθρο 17 της Συμβάσεως της Χάγης, της 15ης Νοεμβρίου 1965, για την επίδοση και την κοινοποίηση στην αλλοδαπή δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις ( 9 ), ορίζει:

«Οι εξώδικες πράξεις που προέρχονται από αρχές και δικαστικούς λειτουργούς συμβαλλομένου κράτους μπορούν να διαβιβάζονται για το σκοπό της επίδοσης ή κοινοποίησης σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, σύμφωνα με τον τύπο και τους όρους που προβλέπονται στην παρούσα σύμβαση.»

Β – Το δίκαιο της Ένωσης

8.

Με πράξη της 26ης Μαΐου 1997, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατήρτισε, βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη Σύμβαση για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις ( 10 ). Το άρθρο 16 της Συμβάσεως του 1997 προβλέπει τα εξής:

«Οι εξώδικες πράξεις μπορούν να διαβιβασθούν σε άλλο κράτος μέλος προς επίδοση ή κοινοποίηση σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης.»

9.

Μολονότι η Σύμβαση του 1997 δεν τέθηκε σε ισχύ, ελλείψει επικυρώσεως από τα κράτη μέλη πριν τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης του Άμστερνταμ, ενέπνευσε κατά μεγάλο μέρος τον κανονισμό 1348/2000.

10.

Ο κανονισμός 1348/2000 επανέλαβε, στο άρθρο 16, το κείμενο της Συμβάσεως του 1997 με την ακόλουθη διατύπωση:

«Οι εξώδικες πράξεις μπορούν να διαβιβασθούν σε άλλο κράτος μέλος προς επίδοση ή κοινοποίηση σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.»

11.

Το άρθρο 17, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού προβλέπει την κατάρτιση γλωσσαρίου των πράξεων που δύνανται να επιδίδονται ή να κοινοποιούνται κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω κανονισμού.

12.

Ο εν λόγω κανονισμός αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 1393/2007.

13.

Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 και 6 του κανονισμού 1393/2007 προβλέπουν τα εξής:

«(2)

Η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς απαιτεί την καλύτερη και ταχύτερη διαβίβαση μεταξύ των κρατών μελών των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων που επιδίδονται ή κοινοποιούνται σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.

[...]

(6)

Η αποτελεσματικότητα και η ταχύτητα των δικαστικών διαδικασιών στον αστικό τομέα συνεπάγεται την άμεση και ταχεία διαβίβαση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων μεταξύ τοπικών υπηρεσιών οριζομένων από τα κράτη μέλη. [...]»

14.

Όσον αφορά τις οριζόμενες από τα κράτη μέλη τοπικές υπηρεσίες, το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού ορίζει:

«1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει τους δημόσιους λειτουργούς, αρχές ή άλλα πρόσωπα […] που είναι αρμόδια για τη διαβίβαση των δικαστικών ή εξωδίκων πράξεων, οι οποίες πρέπει να επιδοθούν ή να κοινοποιηθούν σε άλλο κράτος μέλος [ ( 11 ) ].

2.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει τους δημόσιους λειτουργούς, αρχές ή άλλα πρόσωπα […] που είναι αρμόδια για την παραλαβή δικαστικών ή εξωδίκων πράξεων άλλου κράτους μέλους [ ( 12 ) ].

[...]»

15.

Σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, το Βασίλειο της Ισπανίας όρισε ως υπηρεσία διαβιβάσεως τον secretario judicial.

16.

Οι «[ά]λλοι τρόποι διαβίβασης και επίδοσης ή κοινοποίησης δικαστικών πράξεων» προβλέπονται στα άρθρα 12 έως 15 του κανονισμού 1393/2007.

17.

Κατά το άρθρο 16 του κανονισμού αυτού:

«Οι εξώδικες πράξεις μπορούν να διαβιβασθούν σε άλλο κράτος μέλος προς επίδοση ή κοινοποίηση σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.»

18.

Η κατάρτιση γλωσσαρίου των πράξεων που δύνανται να επιδίδονται ή να κοινοποιούνται δεν προβλέπεται από τον εν λόγω κανονισμό.

19.

Κατά το άρθρο του 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007, αυτός υπερισχύει των διατάξεων που περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, στη Σύμβαση της Χάγης.

II – Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

20.

Τον Νοέμβριο 2009, η Tecom, με έδρα την Ισπανία, και η MAN Diesel, της οποίας η έδρα βρίσκεται στη Γερμανία, συνήψαν σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, η οποία καταγγέλθηκε από τη MAN Diesel το 2012.

21.

Κατόπιν της εν λόγω καταγγελίας, η Tecom συνέταξε επιστολή οχλήσεως κατατείνουσα, ιδίως, στην καταβολή αποζημιώσεως απολύσεως καθώς και δεδουλευμένων και ανεξοφλήτων προμηθειών. Η επιστολή αυτή έκανε μνεία του ενδεχομένου ασκήσεως αγωγής σε περίπτωση μη συμμορφώσεως προς την όχληση και ανέφερε, περαιτέρω, ότι παρόμοια όχληση, καταρτισθείσα με συμβολαιογραφική πράξη, είχε ήδη αποσταλεί προς τη MAN Diesel εκπροσωπούμενη από τον εκτελεστικό της διευθυντή.

22.

Στις 19 Νοεμβρίου 2013, η Tecom ζήτησε από τον secretario judicial του Juzgado de Primera Instancia no 7 de Las Palmas de Gran Canaria να προβεί στην κοινοποίηση αυτής της επιστολής οχλήσεως στην έδρα της MAN Diesel μέσω του Amtsgericht Augsburg (Πρωτοδικείο του Augsbourg, Γερμανία), βάσει του κανονισμού 1393/2007.

23.

Ο secretario judicial αρνήθηκε να διαβιβάσει την επιστολή λόγω ελλείψεως ένδικης διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας μπορούσε να ζητηθεί η εν λόγω δικαστική συνδρομή.

24.

Η Tecom υπέβαλε αίτηση επανεξετάσεως κατά της αρνήσεως αυτής, υποστηρίζοντας ότι, κατά την απόφαση Roda Golf & Beach Resort ( 13 ), το άρθρο 16 του κανονισμού 1393/2007 δεν απαιτεί την ύπαρξη εκκρεμούς ένδικης διαδικασίας για την κοινοποίηση εξωδίκων πράξεων.

25.

Με διάταξη της 20ής Δεκεμβρίου 2013, ο secretario judicial απέρριψε την αίτηση επανεξετάσεως και επικύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, εκτιμώντας ότι, παρά την απουσία γλωσσαρίου καταρτισθέντος από το Βασίλειο της Ισπανίας, το οποίο να καθορίζει το είδος των πράξεων τις οποίες αφορά το άρθρο 16 του κανονισμού 1393/2007, δεν μπορούσε να γίνει δεκτό ότι οποιαδήποτε ιδιωτική πράξη δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κοινοποιήσεως σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του κανονισμού. Ο secretario judicial εκτίμησε, ειδικότερα, ότι «μόνον εξώδικες πράξεις οι οποίες πληρούν τα αναφερόμενα χαρακτηριστικά και έχουν επίσημο χαρακτήρα εμπίπτουν στο ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του [εν λόγω] κανονισμού· αυτό σημαίνει ότι οι εν λόγω πράξεις παράγουν συγκεκριμένες έννομες συνέπειες λόγω της φύσεως ή του τυπικού χαρακτήρα τους». Κάθε άλλη ερμηνεία θα κατέληγε, κατ’ αυτόν, στη στρέβλωση της έννοιας της «εξώδικης πράξεως» κατ’ άρθρο 16 του κανονισμού 1393/2007, μετατρέποντας τα εθνικά δικαστήρια σε «υπηρεσίες ταχυδρομικών αποστολών», υπενθυμίζοντας, συναφώς, τα όσα είχε τονίσει ο γενικός εισαγγελέας D. Ruiz-Jarabo Colomer στις προτάσεις του επί της υποθέσεως Roda Golf & Beach Resort (C‑14/08, EU:C:2009:134).

26.

Στις 2 Ιανουαρίου 2014, η Tecom υπέβαλε αίτηση αναθεωρήσεως της αποφάσεως αυτής, υποστηρίζοντας ότι μια αμιγώς ιδιωτική πράξη μπορεί να χαρακτηρισθεί «εξώδικη πράξη» δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο κοινοποιήσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 1393/2007.

27.

Το αιτούν δικαστήριο υπενθύμισε ότι, κατά την απόφαση Roda Golf & Beach Resort ( 14 ), η έννοια της εξώδικης πράξεως είναι αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης. Εκτιμά, εντούτοις, ότι αδυνατεί να ερμηνεύσει μια αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης ελλείψει οποιουδήποτε στοιχείου που θα του επέτρεπε να καθορίσει τα χαρακτηριστικά που πρέπει να συγκεντρώνει μια πράξη προκειμένου να θεωρηθεί εξώδικη.

28.

Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν υπάρχουν όρια ως προς την εφαρμογή του κανονισμού 1393/2007, αφενός από την άποψη της σωρεύσεως της συμβολαιογραφικής επιδόσεως και της δικαστικής κοινοποιήσεως οχλήσεως και, αφετέρου, σχετικά με την επιβαλλόμενη προϋπόθεση για την εφαρμογή του κανονισμού την αφορώσα τη διασυνοριακή διάσταση της συνεργασίας και την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, όταν η εξώδικη πράξη έχει σκοπό να καταστήσει δυνατή την αποτελεσματική άσκηση δικαιωμάτων τα οποία αναγνωρίζονται από την εθνική νομοθεσία ή το δίκαιο της ‘Ενωσης.

29.

Με γνώμονα τις σκέψεις αυτές, το Juzgado de Primera Instancia no 7 de Las Palmas de Gran Canaria διατύπωσε τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Μπορεί να θεωρηθεί “εξώδικη πράξη” κατά το άρθρο 16 του κανονισμού 1393/2007 […], μια αμιγώς ιδιωτική πράξη, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν εκδόθηκε από μη δικαστική δημόσια αρχή ή μη δικαστικό δημόσιο λειτουργό;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, μπορεί οποιαδήποτε ιδιωτική πράξη να θεωρηθεί εξώδικη πράξη ή πρέπει να πληροί ορισμένα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά;

3)

Στην περίπτωση που η ιδιωτική πράξη πληροί τα εν λόγω χαρακτηριστικά, μπορεί πολίτης της Ένωσης να ζητήσει την κοινοποίηση και την επίδοσή της μέσω της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 16 του κανονισμού 1393/2007 […], της 13ης Νοεμβρίου 2007, όταν έχει ήδη προβεί σε κοινοποίηση μέσω άλλης μη δικαστικής δημόσιας αρχής, παραδείγματος χάριν ενός συμβολαιογράφου;

4)

Τέλος, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, για τους σκοπούς του άρθρου 16 του κανονισμού 1393/2007, το γεγονός ότι η εν λόγω συνεργασία έχει διασυνοριακή διάσταση και είναι αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς; Πότε πρέπει να θεωρείται ότι η συνεργασία έχει “διασυνοριακή διάσταση και είναι αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς”;»

III – Ανάλυση

Α – Επί του πρώτου και του δευτέρου ερωτήματος

30.

Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν αμιγώς ιδιωτική πράξη, η οποία δεν εκδόθηκε ούτε επικυρώθηκε από δημόσια αρχή ή δημόσιο λειτουργό, μπορεί να θεωρηθεί «εξώδικη πράξη», κατά την έννοια του άρθρου 16 του κανονισμού 1393/2007.

31.

Πρέπει, εξαρχής, να επισημανθεί ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν περιλαμβάνει ορισμό του προσδιορισμού «εξώδικη», παρότι αυτός εμφανίζεται σε πλείονες διατάξεις του πρωτογενούς ( 15 ) δικαίου. Περαιτέρω, το επίθετο αυτό δύναται να λάβει διαφορετικές σημασίες αναλόγως του ουσιαστικού που προσδιορίζει. Επιβάλλεται έτσι η διαπίστωση ότι η έννοια της εξώδικης αποφάσεως παραπέμπει στις αποφάσεις οι οποίες εκδίδονται κατόπιν προσφυγής σε εναλλακτικούς τρόπους επιλύσεως των διαφορών, ενώ η έννοια της εξώδικης πράξεως ενδέχεται να απαιτεί ευρύτερη ερμηνεία, υπερβαίνουσα το πλαίσιο των διαδικασιών οι οποίες αποσκοπούν στην επίλυση των διαφορών. Η πολυσημία του όρου «εξώδικη» με οδηγεί συνεπώς στο να εστιάσω στην ανάλυση της έννοιας της «εξώδικης πράξεως», κατά τον κανονισμό 1393/2007.

32.

Προς καθορισμό του περιεχομένου της έννοιας αυτής, πρέπει να προταχθεί μια ιστορική αναδρομή.

33.

Το σύστημα επιδόσεως ή κοινοποιήσεως των πράξεων με τη μεσολάβηση μιας κεντρικής αρχής ανάγεται στη Σύμβαση της Χάγης, το άρθρο 17 της οποίας προβλέπει τη διαβίβαση, κατά τον τύπο και τους όρους που προβλέπονται από τη σύμβαση αυτή, των «εξωδίκων πράξεων που προέρχονται από αρχές και δικαστικούς λειτουργούς συμβαλλομένου κράτους». Όπως προκύπτει από την ανάγνωση των πρακτικών των προπαρασκευαστικών εργασιών, η βούληση των συντακτών της εν λόγω συμβάσεως ήταν να εξαιρεθούν του πεδίου εφαρμογής της οι αμιγώς ιδιωτικές πράξεις, προβλέποντας ότι μια δημόσια υπηρεσία μπορεί να προβαίνει στη διαλογή ή τον έλεγχο των προς διαβίβαση πράξεων ( 16 ).

34.

Εντούτοις, η περιοριστική αυτή λογική δεν επιβεβαιώνεται ολοσχερώς από το πρακτικό εγχειρίδιο για τη λειτουργία της Συνθήκης της Χάγης περί κοινοποιήσεων ( 17 ). Βεβαίως, στο εγχειρίδιο αυτό τονίζεται ότι οι «εξώδικες πράξεις διακρίνονται από τις δικαστικές πράξεις καθόσον δεν συνδέονται άμεσα με δίκη, και από τις αμιγώς ιδιωτικές πράξεις εκ του γεγονότος ότι απαιτούν την παρέμβαση μιας “αρχής ή ενός δημόσιου λειτουργού”» ( 18 ). Περαιτέρω, κατά το εγχειρίδιο αυτό, «[υ]πάρχουν πολυάριθμα είδη εξωδίκων πράξεων. Έτσι, συνιστούν εξώδικες πράξεις κατά την έννοια του άρθρου 17, οι οχλήσεις προς καταβολή, οι δηλώσεις περί καταγγελίας σε περιπτώσεις συμβάσεων μισθώσεως πράγματος ή εργασίας, τα διαμαρτυρικά που συντάσσονται σε περιπτώσεις συναλλαγματικής και γραμματίου εις διαταγήν, υπό τον όρο να προέρχονται από αρχή ή δικαστικό επιμελητή» ( 19 ). Εντούτοις, το εγχειρίδιο δεν είναι απόλυτα σαφές δεδομένου ότι στη συνέχεια αναφέρει, κατά γενικότερο τρόπο, ότι «[ο]ι εναντιώσεις στην τέλεση γάμου, οι συγκαταθέσεις σε υιοθεσία, οι αναγνωρίσεις πατρότητας εμπίπτουν επίσης στην κατηγορία αυτή καθόσον συνεπάγονται την τήρηση ορισμένου τύπου» ( 20 ). Επιπλέον, αφού αναφέρει ότι, σε ορισμένα συστήματα οι ιδιώτες κοινοποιούν οι ίδιοι ορισμένες εξώδικες πράξεις με πανομοιότυπη έννομη συνέπεια, το εγχειρίδιο επισημαίνει ότι, «μολονότι η Συνθήκη απέβλεψε στην εξαίρεση από το άρθρο 17 των προερχομένων από ιδιώτες πράξεων […], η ειδική επιτροπή ενθάρρυνε τις κεντρικές Αρχές να κοινοποιούν τις εξώδικες πράξεις οι οποίες δεν προέρχονται από αρχή ή δημόσιο λειτουργό, αν οι πράξεις αυτές είναι τέτοιου είδους που, κανονικά, θα απαιτούσε την παρέμβαση αρχής στις χώρες τους» ( 21 ). Το εγχειρίδιο διευκρινίζει, επιπροσθέτως, ότι «[ο] προσδιορισμός πράξεως ως δικαστικής ή εξώδικης εξαρτάται από το δίκαιο του αιτούντος κράτους (κράτους διαβιβάσεως)» ( 22 ), καθόσον «το δίκαιο του κράτους αυτού καθορίζει τις αρμοδιότητες των αρχών και δημοσίων λειτουργών του προς κατάρτιση ορισμένου εγγράφου» ( 23 ), διευκρινίζοντας συγχρόνως ότι η έννοια των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά ( 24 ).

35.

Εμπνεόμενη από τη Συνθήκη της Χάγης, η Σύμβαση του 1997 διακρίνεται από αυτήν κατά το ότι δεν περιορίζει το πεδίο εφαρμογής της στη διαβίβαση μόνον των εξωδίκων πράξεων οι οποίες έχουν εκδοθεί από δημόσιες αρχές ή δημόσιους λειτουργούς. Η επεξηγηματική έκθεση σχετικά με τη Σύμβαση του 1997 ( 25 ) διευκρινίζει, συναφώς, ότι, μολονότι δεν φαίνεται δυνατόν να παρασχεθεί ακριβής ορισμός των εξωδίκων πράξεων, «[δ]ύναται να θεωρηθεί ότι πρόκειται για πράξεις καταρτισθείσες από δημόσιο λειτουργό, όπως είναι μια συμβολαιογραφική πράξη ή μια έκθεση δικαστικού επιμελητή, ή για πράξεις καταρτισθείσες από δημόσια αρχή του κράτους μέλους, ή ακόμη για πράξεις των οποίων η φύση και η σημασία δικαιολογούν τη διαβίβαση και γνωστοποίησή τους στους αποδέκτες τους κατά μια επίσημη διαδικασία ( 26 ).

36.

Ο κανονισμός 1348/2000 επανέλαβε, στο άρθρο 16, τη διατύπωση του άρθρου 16 της Συμβάσεως του 1997. Εντούτοις, ο κανονισμός αυτός είχε εισαγάγει καινοτομία προβλέποντας την κατάρτιση γλωσσαρίου των πράξεων που δύνανται να επιδίδονται ή να κοινοποιούνται κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω κανονισμού. Το γλωσσάριο αυτό, το οποίο αποτελούσε το παράρτημα II της αποφάσεως 2001/781/ΕΚ της Επιτροπής, της 25ης Σεπτεμβρίου 2001, σχετικά με την κατάρτιση εγχειριδίου των υπηρεσιών παραλαβής και γλωσσαρίου των πράξεων που μπορούν να κοινοποιηθούν ή να επιδοθούν, κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 1348/2000 ( 27 ), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2008/541/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Απριλίου 2008 ( 28 ), περιλάμβανε τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν από τα κράτη μέλη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 17, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1348/2000. Από το παράρτημα αυτό προέκυπτε ότι τα κράτη μέλη είχαν προσδώσει διαφορετικό τύπο και περιεχόμενο στις εν λόγω πληροφορίες. Ορισμένα είχαν αρκεσθεί να αναφέρουν, κατά γενικό τρόπο, ότι οι εξώδικες πράξεις συμπεριλαμβάνονταν στις πράξεις που δύνανται να επιδίδονται ή να κοινοποιούνται ( 29 ). Άλλα κράτη μέλη είχαν, αντιθέτως, σαφώς περιορίσει την έννοια της εξώδικης πράξεως σ’ εκείνες μόνον τις πράξεις οι οποίες προέρχονταν από δημόσια αρχή ή δημόσιο λειτουργό ( 30 ). Άλλα πάλι κράτη μέλη είχαν επιλέξει ευρύ ορισμό, δυνάμενο να συμπεριλάβει τις ιδιωτικές πράξεις ( 31 ). Τέλος, ορισμένα κράτη μέλη είχαν καταρτίσει κατάλογο των πράξεων που μπορούν, κατ’ αυτά, να επιδοθούν ή να κοινοποιηθούν, χωρίς να διακρίνουν μεταξύ των δικαστικών πράξεων και των εξωδίκων πράξεων ( 32 ).

37.

Όσον αφορά το άρθρο 16 του κανονισμού 1393/2007, αναπαράγει επακριβώς τη διατύπωση του άρθρου 16 του κανονισμού 1348/2000. Αντιθέτως, κατ’ απόκλιση από τον τελευταίο αυτό κανονισμό, ο κανονισμός 1393/2007 δεν προβλέπει την κατάρτιση γλωσσαρίου.

38.

Η ιστορική αυτή αναδρομή αποκαλύπτει δύο διαφορετικές προσεγγίσεις της έννοιας της εξώδικης πράξεως στα κράτη μέλη. Η μία ανάγει την παρέμβαση της δημόσιας αρχής ή δημοσίου λειτουργού στο καθοριστικό κριτήριο χαρακτηρισμού της εν λόγω πράξεως. Η άλλη, αντιθέτως, δεν λαμβάνει υπόψη το κριτήριο το σχετικό με τον συντάκτη της πράξεως και λαμβάνει ως κριτήριο τη σχέση της με την άσκηση ή την προστασία δικαιώματος. Αυτή η ετερογένεια των εθνικών νομικών συστημάτων παρέχει σαφή εξήγηση του λόγου για τον οποίο, με την εξαίρεση της Συμβάσεως της Χάγης, η περιοριστική προσέγγιση της οποίας μετριάσθηκε, εντούτοις, στη συνέχεια, τα διεθνή και κοινοτικά νομοθετικά κείμενα σχετικά με τη διαβίβαση των πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις αποφεύγουν να παράσχουν ορισμό της εξώδικης πράξεως.

39.

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αν μια αμιγώς ιδιωτική πράξη μπορεί να συνιστά εξώδικη πράξη, είναι αναγκαία η υπέρβαση του απλώς αποφατικού ορισμού της εν λόγω πράξεως, κατ’ αντιπαράθεση προς τη δικαστική πράξη, και η διευκρίνιση των στοιχείων ενός καταφατικού ορισμού μιας τέτοιας πράξεως, κατά την έννοια του άρθρου 16 του κανονισμού 1393/2007.

40.

Στις κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου γραπτές παρατηρήσεις, απαντώνται οι διαφορές ως προς τις προσεγγίσεις τις οποίες ανέφερα παραπάνω ανατρέχοντας στις ιστορικές εξελίξεις.

41.

Αφενός, η Ισπανική Κυβέρνηση εκτιμά ότι ιδιωτική πράξη δεν μπορεί να συνιστά εξωδικαστική πράξη, δεδομένου ότι ο προσδιορισμός αυτός καταλαμβάνει μόνον, τουλάχιστον στην Ισπανία, τις πράξεις οι οποίες εκδίδονται από τους δημόσιους λειτουργούς, τους συμβολαιογράφους και τους υποθηκοφύλακες. Προς στήριξη της απόψεως αυτής, προβάλλει, ειδικότερα, ότι ο σκοπός του κανονισμού 1393/2007 δεν είναι η διασφάλιση της διαβιβάσεως οποιασδήποτε πράξεως μεταξύ ιδιωτών κατοίκων διαφόρων κρατών μελών, αλλά μόνον των πράξεων οι οποίες είτε πρέπει να παραδοθούν στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας είτε αποσκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων εν όψει ενδεχόμενης διαδικασίας, εξού συνάγει ότι πρέπει πάντοτε να πρόκειται για δημόσιο έγγραφο, υπό την έννοια ότι πρέπει να πιστοποιεί την ταυτότητα του συντάκτη, της ημερομηνίας εκδόσεως και του περιεχομένου.

42.

Αφετέρου, η Tecom, η Γερμανική Κυβέρνηση, η Ουγγρική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκρίνουν ευρύτερο ορισμό, ανεξάρτητο του συντάκτη της πράξεως και, συνεπώς, περιλαμβάνοντα ορισμένες ιδιωτικές πράξεις. Έτσι η Γερμανική Κυβέρνηση εισάγει στην κατηγορία των εξωδίκων πράξεων τις ιδιωτικές πράξεις «καθόσον η τυπική ανακοίνωσή τους επιτρέπει τη διασφάλιση, την άσκηση ή την υπεράσπιση μιας αξιώσεως στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις», ενώ η Ουγγρική Κυβέρνηση προτείνει να προσδιορισθεί ως «εξώδικη πράξη» οποιαδήποτε ιδιωτική πράξη η οποία «πρέπει να αποσταλεί στον παραλήπτη μέσω διαδικασίας επιδόσεως ή κοινοποιήσεως σύμφωνα με τους κανόνες ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου των κρατών μελών ή της Ένωσης οι οποίοι έχουν εφαρμογή σε ορισμένη αστική ή εμπορική υπόθεση». Όσον αφορά την Tecom και την Επιτροπή, υιοθετούν το κριτήριο που σχετίζεται με τη φύση και τη σημασία της πράξεως, το οποίο αναφέρεται στην επεξηγηματική έκθεση σχετικά με τη Συνθήκη του 1997.

43.

Αναφερόμενη στα κριτήρια που διατυπώθηκαν από τον γενικό εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer στις προτάσεις του επί της υποθέσεως Roda Golf & Beach Resort ( 33 ), η Πορτογαλική Κυβέρνηση υιοθετεί ενδιάμεση άποψη, όχι απαλλαγμένη από κάποια αμφισημία, κατά την οποία μια ιδιωτική πράξη μπορεί να θεωρηθεί εξώδικη πράξη, υπό την προϋπόθεση, ιδίως, «ότι λαμβάνει χώρα παρέμβαση αρχής ή έκδοση δημόσιας πράξεως».

44.

Πριν εκθέσω την δική μου προσέγγιση, πρέπει, εξαρχής, να υπενθυμίσω ότι το Δικαστήριο έχει ήδη λάβει θέση επί του ερωτήματος αν η έννοια της εξώδικης πράξεως πρέπει να τύχει αυτοτελούς ερμηνείας. Ενώ πλείονες κυβερνήσεις είχαν υποστηρίξει ενώπιόν του ότι το περιεχόμενο της έννοιας της εξώδικης πράξεως έπρεπε να καθορισθεί σε σχέση με το δίκαιο κάθε κράτους μέλους, το Δικαστήριο, στην απόφασή του Roda Golf & Beach Resort ( 34 ), επισήμανε ότι η έννοια αυτή πρέπει να θεωρηθεί έννοια του δικαίου της Ένωσης ( 35 ), λαμβανομένης υπόψη, αφενός της «βουλήσεως των κρατών μελών να εντάξουν [νομοθετικά μέτρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις με διασυνοριακή διάσταση] στην κοινοτική έννομη τάξη, εδραιώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την αρχή της αυτοτελούς ερμηνείας τους» ( 36 ) και, αφετέρου, την επιλογή του τύπου του κανονισμού η οποία, κατά το Δικαστήριο, «αποδεικνύει τη σημασία που έχει για τον κοινοτικό νομοθέτη η απευθείας εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού 1348/2000 και η ομοιόμορφη εφαρμογή τους» ( 37 ).

45.

Υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο έκρινε, περαιτέρω, στην ίδια απόφαση, ότι πράξη καταρτισθείσα από συμβολαιογράφο αποτελεί, «ως εκ τούτου», εξώδικη πράξη. Επιπλέον, παρέσχε συμπληρωματική διευκρίνιση απορρίπτοντας το επιχείρημα κατά το οποίο τυχόν διασταλτική προσέγγιση της έννοιας της εξώδικης πράξεως θα συνεπαγόταν υπερβολικό φόρτο εργασίας λαμβανομένων υπόψη των δυνατοτήτων των εθνικών δικαστηρίων, επισημαίνοντας ότι οι σχετικές με τις επιδόσεις και τις κοινοποιήσεις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον κανονισμό 1348/2000 δεν βαρύνουν κατ’ ανάγκην τα εθνικά δικαστήρια ( 38 ).

46.

Φρονώ ότι οι λύσεις αυτές, οι οποίες διατυπώθηκαν βάσει του κανονισμού 1348/2000, ισχύουν πλήρως και στο πλαίσιο του κανονισμού 1393/2007, τοσούτω μάλλον που ο τελευταίος αυτός κατήργησε το γλωσσάριο των πράξεων που δύνανται να επιδίδονται ή να κοινοποιούνται, κάτι που δικαιολογεί την υπόθεση ότι τα κράτη μέλη διατήρησαν ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τον προσδιορισμό των εξωδίκων πράξεων.

47.

Εντούτοις, το Δικαστήριο δεν προσδιόρισε τα κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει να εκτιμάται αν μια πράξη προσλαμβάνει ή όχι τον χαρακτήρα της «εξώδικης πράξεως», κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης. Στις προτάσεις του επί της υποθέσεως Roda Golf & Beach Resort ( 39 ), ο γενικός εισαγγελέας D. Ruiz-Jarabo Colomer είχε προτείνει τρία κριτήρια, σωρευτικώς εφαρμοζόμενα, βασιζόμενα, πρώτον, στον συντάκτη της πράξεως, ο οποίος πρέπει να είναι δημόσια αρχή, δεύτερον, στα παραγόμενα από την πράξη έννομα αποτελέσματα, τα οποία πρέπει να είναι «ειδικά και διαφοροποιημένα», και, τρίτον, στην ύπαρξη ενός ελάχιστου βαθμού συνάφειας μεταξύ της πράξεως και μιας ένδικης διαδικασίας, ότι, δηλαδή, η πράξη «[πρέπει] να μπορεί να [χρησιμοποιηθεί] προς στήριξη μιας αξιώσεως στο πλαίσιο ενδεχόμενης δίκης» ( 40 ).

48.

Πριν εξετάσω ειδικότερα τα κριτήρια που προτίθεμαι να λάβω υπόψη, φρονώ ότι είναι αναγκαίο να επανέλθω επί των συνεπειών ενός περισσότερο ή λιγότερο ευρέος ορισμού της έννοιας της εξώδικης πράξεως, διότι οι διαφορές ως προς τον προσδιορισμό του περιεχομένου της έννοιας αυτής φαίνεται ότι απορρέουν, εν μέρει, από την έλλειψη ακριβούς κατανοήσεως αυτών των συνεπειών.

49.

Πρέπει, καταρχάς, να τονισθεί ότι, μολονότι «η δικαστική συνεργασία [...] δεν μπορεί να περιορισθεί μόνο στις ένδικες διαδικασίες» ( 41 ), εντούτοις ο σκοπός της διαβιβάσεως των εξωδίκων πράξεων είναι δευτερεύων, όπως μαρτυρεί το γεγονός ότι ένα μόνον άρθρο του κανονισμού 1393/2007 αφορά τις πράξεις αυτές, σε σχέση με τον κύριο σκοπό της βελτιώσεως και επιταχύνσεως της διαβιβάσεως των δικαστικών πράξεων. Η εξήγηση πρέπει πιθανώς να αναζητηθεί στο γεγονός ότι η ανακοίνωση των δικαστικών πράξεων προς τον παραλήπτη τους υπόκειται εν γένει, στα εθνικά δίκαια, σε ιδιαίτερη τυπικότητα η οποία ενδέχεται να επιβραδύνει ή να καταστήσει πολύπλοκη τη διαδικασία, ιδίως οσάκις η παράδοση πρέπει να τελεσθεί στην αλλοδαπή και θίγει την κυριαρχία του κράτους εντός του οποίου πρέπει να λάβει χώρα η εν λόγω παράδοση. Η εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών συνιστά επομένως αποτελεσματικό μέσο προς βελτίωση και επιτάχυνση της διασυνοριακής διαβιβάσεως των εν λόγω πράξεων. Αντιθέτως, η επίδοση ή κοινοποίηση των εξωδίκων πράξεων δεν υπόκειται κατ’ ανάγκην, στα εθνικά δίκαια, στους ίδιους κανόνες με αυτούς που διέπουν τις δικαστικές πράξεις. Αν η διαβίβασή τους είναι ελεύθερη, φρονώ ότι η υπαγωγή τους στους μηχανισμούς που προβλέπονται από τον κανονισμό 1393/2007 κάθε άλλο παρά συνιστά παράγοντα διευκολύνσεως και επιταχύνσεως. Εντούτοις, ένας άλλος σκοπός, αναγόμενος στην ασφάλεια της διαβιβάσεως, η οποία πρέπει να διασφαλίζει την προστασία τόσο των συμφερόντων του αιτούντος τη διαβίβαση όσο και αυτών του παραλήπτη, μπορεί να δικαιολογήσει τη διαβίβαση των εν λόγω πράξεων σύμφωνα με τον κανονισμό 1393/2007.

50.

Πρέπει, ακολούθως, να επισημανθεί ότι ο αυτοτελής ορισμός της έννοιας της εξώδικης πράξεως δεν φαίνεται να αποσκοπεί στην εξεύρεση του ελάχιστου κοινού παρονομαστή μεταξύ όλων των νομικών παραδόσεων των κρατών μελών, με συνέπεια να συγκρατεί ως κριτήρια μόνον αυτά που αλληλοεπικαλύπτονται επακριβώς στο καθένα από τα εθνικά δίκαια. Όλως αντιθέτως, φρονώ ότι η εν λόγω προσπάθεια διατυπώσεως ορισμού πρέπει να έχει επιδίωξη οικουμενική, καθόσον αποσκοπεί μάλλον στην επίτευξη της δυνατότητας ανεμπόδιστης διαβιβάσεως προς τα άλλα κράτη μέλη όλων των πράξεων που αναγνωρίζονται ως εξώδικες σ’ ένα κράτος μέλος.

51.

Συναφώς, διερωτήθηκα αν η λύση στο πρόβλημα που θέτει ο ορισμός της εξώδικης πράξεως μπορούσε ενδεχομένως να προκύψει από την εφαρμογή μιας αρχής όπως η αρχή της χώρας διαβιβάσεως, η οποία θα επέβαλλε στις αρχές του κράτους μέλους παραλαβής να εξασφαλίζουν τη διαβίβαση όλων των πράξεων που αναγνωρίζονται από το κράτος μέλος διαβιβάσεως ως εξώδικες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα επιτυγχανόταν ο σκοπός του κανονισμού 1393/2007, δεδομένου ότι κάθε πράξη η οποία προσδιορίζεται ως «εξώδικη» σ’ ένα κράτος μέλος θα μπορούσε να κυκλοφορήσει ελεύθερα και ευχερώς σε ολόκληρη την Ένωση. Εντούτοις, η κατάφαση του αυτοτελούς χαρακτήρα της έννοιας της εξώδικης πράξεως, στην απόφαση Roda Golf & Beach Resort ( 42 ), φαίνεται να έχει αποκλείσει αυτή την οδό, η οποία παρουσιάζει πιθανώς το μειονέκτημα ότι καταλείπει υπέρμετρα μεγάλο περιθώριο διακρίσεως στα κράτη μέλη.

52.

Πρέπει, εντέλει, να εξευρεθεί ορισμός αρκούντως ευρύς ώστε να συμπεριλάβει την ποικιλία των υφισταμένων εννοιολογικών προσεγγίσεων και αρκούντως ακριβής ώστε να αποφευχθεί η ανασφάλεια δικαίου.

53.

Θα λάβω υπόψη, εξαρχής, το οργανικό κριτήριο το οποίο συνίσταται στην παρέμβαση αρχής, μη δικαστικής, εξουσιοδοτημένης να καταρτίζει ή να επικυρώνει νομικές πράξεις. Η λυσιτέλεια του κριτηρίου αυτού έγκειται στην άσκηση ελέγχου, από την αρχή συντάξεως ή επικυρώσεως, του περιεχομένου των προς διαβίβαση πράξεων, ο οποίος διακρίνεται από τον έλεγχο που ασκούν, στο πλαίσιο του κανονισμού 1393/2007, οι υπηρεσίες διαβιβάσεως και οι υπηρεσίες παραλαβής. Ο τελευταίος αυτός έλεγχος περιορίζεται, πράγματι, στην επαλήθευση της υπαγωγής της προς διαβίβαση πράξεως στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού και της τηρήσεως των τυπικών προϋποθέσεων που επιβάλλει ο εν λόγω κανονισμός για τη διαβίβαση.

54.

Φρονώ ότι το πεδίο εφαρμογής του οργανικού αυτού κριτηρίου δεν πρέπει να περιορισθεί διά της εισαγωγής άλλων σωρευτικών επιταγών, αναγομένων, ιδίως, στα ειδικά και διαφοροποιημένα έννομα αποτελέσματα που τυχόν παράγει η πράξη κατόπιν της παρεμβάσεως της αρχής ή ως εκ της περιστάσεως ότι η πράξη στηρίζει αξίωση στο πλαίσιο μιας ενδεχόμενης δίκης. Φρονώ ότι, κρίνοντας, στην απόφασή του Roda Golf & Beach Resort ( 43 ), ότι πράξη καταρτισθείσα από συμβολαιογράφο αποτελεί, «ως εκ τούτου», εξωδικαστική πράξη, το Δικαστήριο απέρριψε σιωπηρώς αυτή την άποψη.

55.

Πρέπει άραγε, εντούτοις, να εφαρμοσθεί άλλο κριτήριο, όχι σωρευτικώς, αλλά εναλλακτικώς, το οποίο θα επέτρεπε να συμπεριληφθούν στην έννοια της «εξώδικης πράξεως», κατ’ άρθρο 16 του κανονισμού 1393/2007, πράξεις ιδιωτών των οποίων το περιεχόμενο, ως εκ τούτου, δεν έχει προηγουμένως επικυρωθεί από αρχή;

56.

Συναφώς, μολονότι φρονώ ότι δεν είναι δυνατόν να καθορισθούν οι πράξεις οι οποίες εμπίπτουν στην έννοια της εξώδικης πράξεως κατ’ εφαρμογήν ενός κριτηρίου τόσο ασταθούς και ατελώς ορισμένου όσο αυτού που σχετίζεται με τη «σημασία» της πράξεως, το οποίο χαρακτηρίζεται από υποκειμενικότητα δυνάμενη να προκαλέσει ανασφάλεια δικαίου, ασύμβατη προς τον σκοπό βελτιώσεως και επιταχύνσεως της διαβιβάσεως των πράξεων, τείνω, αντιθέτως, να θεωρήσω ότι ο σχετιζόμενος με την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς σκοπός δικαιολογεί την αναζήτηση αντικειμενικού κριτηρίου που να επιτρέπει τη διεύρυνση της έννοιας της εξώδικης πράξεως ώστε να καταλάβει ορισμένες νομικές πράξεις μη καταρτιζόμενες ή επικυρούμενες από αρχή.

57.

Εντούτοις, δεν είναι ευχερής η διατύπωση κριτηρίου διακρίσεως το οποίο να επιτρέπει τη συμπερίληψη της ποικιλίας των νομικών πράξεων ικανοποιώντας ταυτόχρονα τις επιταγές της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

58.

Θα μπορούσε να εξετασθεί το ενδεχόμενο επιλογής ως κριτηρίου του αν η πράξη υπόκειται ή όχι σε επιταγή τηρήσεως τύπου ως προς την κοινοποίησή της. Οσάκις η κοινοποίηση της πράξεως υπόκειται σε ιδιαίτερο τύπο κατά το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους διαβιβάσεως, θα μπορούσε να τελεσθεί στην αλλοδαπή με χρήση των οδών διαβιβάσεως του κανονισμού 1393/2007. Αντιθέτως, εν απουσία περιορισμού της ελευθερίας επιλογής μεταξύ των τρόπων κοινοποιήσεως, η διαβίβαση στην αλλοδαπή δεν θα μπορούσε να γίνει δι’ αυτών των οδών. Εντούτοις, αυτό το κριτήριο διακρίσεως δεν φαίνεται ικανοποιητικό, διότι υποχρεώνει στη διενέργεια εκτιμήσεως πράξη προς πράξη, προσφεύγοντας στο δίκαιο του κράτους μέλους διαβιβάσεως προκειμένου να καθορισθεί αν η κοινοποίηση υπόκειται ή όχι σε ιδιαίτερο τύπο.

59.

Το ζητούμενο κριτήριο θα μπορούσε ίσως να εντοπισθεί στο αν η κοινοποίηση είναι αναγκαία ή όχι για την αποτελεσματικότητα της υπό εξέταση νομικής πράξεως, πράγμα που θα ισοδυναμούσε, εντέλει, με διάκριση μεταξύ των απευθυντέων πράξεων, αυτών δηλαδή των οποίων η κοινοποίηση προς το πρόσωπο που ενδέχεται να υποστεί τις συνέπειές τους ερείδεται σε προϋπόθεση της ολοκληρώσεώς τους, και των μη απευθυντέων πράξεων ( 44 ).

60.

Παρά ταύτα, η επιλογή αυτού του κριτηρίου θα επιτύγχανε μόνον τη μετατόπιση και όχι την άρση της εννοιολογικής δυσχέρειας, καθόσον η διάκριση, καθεαυτή, μεταξύ απευθυντέων και μη απευθυντέων πράξεων είναι λεπτή. Φρονώ συνεπώς ότι είναι αναγκαίο να καταδειχθεί ευκρινέστερη κατεύθυνση με τη χρήση κριτηρίου που να λαμβάνει υπόψη τη φυσική και άμεση λειτουργία της διαβιβάσεως της υπό εξέταση πράξεως προς τον παραλήπτη της. Θα επιδιώκεται έτσι να συμπεριληφθεί στην έννοια της εξώδικης πράξεως, κατ’ άρθρο 16 του κανονισμού 1393/2007, κάθε πράξη της οποίας η διαβίβαση προς τον παραλήπτη της είναι αναγκαία στην άσκηση, την απόδειξη ή την προστασία δικαιώματος.

61.

Μια τέτοιου είδους διεύρυνση θα μπορούσε να προσφέρει αυξημένη ασφάλεια δικαίου τόσο για τον αιτούντα όσο και για τον παραλήπτη των πράξεων αυτών, χάρη, ειδικότερα, στην ευχέρεια χρήσεως της διαβιβάσεως μεταξύ υπηρεσιών προελεύσεως των πράξεων και υπηρεσιών αρμόδιων για την παραλαβή τους.

62.

Φρονώ ότι από την προτεινόμενη διεύρυνση δεν θα απέρρεε πολλαπλασιασμός των αιτήσεων διαβιβάσεως μεταξύ των υπηρεσιών διαβιβάσεως και των υπηρεσιών παραλαβής, ο οποίος θα κατέληγε σε υπερβολικό φόρτο εργασίας για τις υπηρεσίες αυτές, οι οποίες έτσι θα μεταβάλλονταν σε ταχυδρομικές υπηρεσίες. Πράγματι, δεν πρέπει να παροράται ότι η προσφυγή στο σύστημα διαβιβάσεως των πράξεων που προβλέπεται από τον κανονισμό 1393/2007 εκθέτει τον αιτούμενο τη διαβίβαση στην καταβολή εξόδων και τον υποχρεώνει, επιπλέον, στην τήρηση ορισμένων τύπων, σχετικά ιδίως με τη μετάφραση.

63.

Η διεύρυνση αυτή θα είχε το πλεονέκτημα να επιτρέπει στα πρόσωπα, όπως είναι η Tecom, τα οποία, προκειμένου να ασκήσουν τα δικαιώματά τους, οφείλουν να γνωστοποιήσουν μια πράξη στον παραλήπτη της, να λάβουν συμπληρωματικές εγγυήσεις στην περίπτωση που δημιουργείται περιπλοκή εκ του γεγονότος ότι η πράξη πρέπει να διαβιβασθεί στην αλλοδαπή.

64.

Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα δύο πρώτα ερωτήματα ότι εμπίπτει στην έννοια της «εξώδικης πράξεως», κατ’ άρθρο 16 του κανονισμού 1393/2007, η πράξη η οποία καταρτίσθηκε ή επικυρώθηκε από δημόσια αρχή, δημόσιο λειτουργό ή οποιοδήποτε αρμόδιο προς τούτο πρόσωπο κατά το δίκαιο του κράτους μέλους διαβιβάσεως καθώς και κάθε πράξη της οποίας η διαβίβαση προς τον παραλήπτη της είναι αναγκαία για την άσκηση, την απόδειξη ή την προστασία δικαιώματος.

Β – Επί του τετάρτου ερωτήματος

65.

Λόγω της συνάφειάς του προς το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα, θα εξετάσω το τέταρτο ερώτημα πριν το τρίτο.

66.

Όπως προκύπτει από την απόφαση προδικαστικής παραπομπής, οι αμφιβολίες του Juzgado de Primera Instancia no 7 de Las Palmas de Gran Canaria ως προς την ερμηνεία των προϋποθέσεων σχετικά με τη διασυνοριακή διάσταση της δικαστικής συνεργασίας και με την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς απορρέουν από το γεγονός ότι, κατά τη σκέψη 56 της αποφάσεως Roda Golf & Beach Resort ( 45 ), η κατά το άρθρο 65 ΕΚ δικαστική συνεργασία μπορεί να εκδηλωθεί τόσο στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας όσο και εκτός αυτής «καθόσον έχει διασυνοριακή διάσταση και είναι αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς» ( 46 ).

67.

Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν, προκειμένου να προσδιορισθεί αν μια πράξη υπάγεται στην έννοια της «εξώδικης πράξεως», κατά το άρθρο 16 του κανονισμού 1393/2007, πρέπει να επαληθευθεί ότι η διαβίβαση της πράξεως αυτής έχει διασυνοριακή διάσταση και είναι αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

68.

Συναφώς, αρκεί να υπενθυμίσω ότι η προϋπόθεση σχετικά με τη διασυνοριακή διάσταση της δικαστικής συνεργασίας και με την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς αποτελεί τη νομική βάση επί της οποίας στηρίζεται ο κανονισμός 1393/2007.

69.

Σύμφωνα με την τελολογική και συστηματική ερμηνευτική μέθοδο, ο εν λόγω κανονισμός πρέπει να ερμηνευθεί λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που επιδιώκει επί της νομικής αυτής βάσεως.

70.

Εντούτοις, η προϋπόθεση σχετικά με τη διασυνοριακή διάσταση της δικαστικής συνεργασίας φαίνεται αλυσιτελής προς καθορισμό του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 1393/2007 όσον αφορά τις επίμαχες πράξεις, εφόσον οι καταστάσεις που διέπονται από τον εν λόγω κανονισμό, ο οποίος αποσκοπεί στη διαβίβαση δικαστικής ή εξώδικης πράξεως από ένα κράτος μέλος σε άλλο κράτος μέλος, έχουν κατ’ ανάγκην διασυνοριακό χαρακτήρα λόγω της αναμίξεως δύο κρατών μελών.

71.

Είναι, αντιθέτως, αναγκαίο να ληφθεί υπόψη ο σκοπός σχετικά με την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς προκειμένου να καθορισθεί το περιεχόμενο της έννοιας της εξώδικης πράξεως ( 47 ). Παρά ταύτα, συμμερίζομαι την άποψη της Γερμανικής Κυβερνήσεως κατά την οποία, οσάκις αποδεικνύεται ότι η υπό εξέταση πράξη ανήκει στην κατηγορία των «εξωδίκων πράξεων», κατά την έννοια του άρθρου 16 του κανονισμού 1393/2007, δεν είναι χρήσιμη η κατά περίπτωση δικαιολόγηση της αναγκαιότητας, για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, της διενέργειας της επιδόσεως ή κοινοποιήσεως της εν λόγω πράξεως κατά τους τρόπους που προβλέπονται από τον κανονισμό αυτό.

72.

Κατά συνέπεια, φρονώ ότι πρέπει να δοθεί στο τέταρτο ερώτημα η απάντηση ότι δεν απαιτείται να επαληθεύεται, κατά περίπτωση, βάσει εκτιμήσεως των ιδιαζουσών περιστάσεων κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως, αν η διαβίβαση της επίμαχης πράξεως έχει διασυνοριακή διάσταση και αν είναι αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Γ – Επί του τρίτου ερωτήματος

73.

Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν εξώδικη πράξη η οποία έχει ήδη επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον παραλήπτη της δύναται να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί εκ νέου σύμφωνα με την προβλεπόμενη από τον κανονισμό 1393/2007 διαδικασία.

74.

Φρονώ ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν εγείρει την παραμικρή αμφιβολία οσάκις η πρώτη επίδοση ή κοινοποίηση δεν έχει τελεσθεί κατά τους όρους του κανονισμού 1393/2007.

75.

Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, είναι απολύτως απαραίτητο να επιτραπεί νέα επίδοση ή κοινοποίηση σύμφωνη προς αυτόν. Η αρχή κατά την οποία, εφόσον ο παραλήπτης δικαστικής ή εξώδικης πράξεως κατοικεί στην αλλοδαπή, η επίδοση ή η κοινοποίηση της πράξεως αυτής πρέπει να γίνει με τα μέσα που προβλέπει προς τούτο ο ίδιος ο κανονισμός 1393/2007 ( 48 ), συνεπάγεται την παροχή στον αιτούντα της δυνατότητας να προβεί στην επίδοση ή κοινοποίηση σύμφωνα με τον κανονισμό αυτόν.

76.

Η απάντηση είναι λιγότερο πρόδηλη στην περίπτωση που η πρώτη επίδοση ή κοινοποίηση διενεργήθηκε σύμφωνα με τον κανονισμό 1393/2007. Όπως προτείνει η Επιτροπή, αυτό θα μπορούσε να συμβεί στην υπόθεση της διαφοράς της κύριας δίκης αν η κοινοποίηση της οχλήσεως, στη συμβολαιογραφική της μορφή, μπορούσε να θεωρηθεί απευθείας κοινοποίηση διά των ταχυδρομικών υπηρεσιών, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 14 του κανονισμού 1393/2007.

77.

Στην απόφασή του Alder (C‑325/11, EU:C:2012:824), το Δικαστήριο έκρινε ότι ο κανονισμός 1393/2007 δεν προβαίνει σε ιεράρχηση μεταξύ των διαφορετικών τρόπων διαβιβάσεως που προβλέπει ( 49 ). Φρονώ ότι απόκειται στον αιτούμενο η διαβίβαση και μόνον σ’ αυτόν να επιλέξει, μεταξύ των διαφόρων τρόπων που του προσφέρονται, αυτόν που εκτιμά καταλληλότερο και να αποφασίσει, ενδεχομένως, να προβεί σε νέα διαβίβαση μετά την πρώτη.

78.

Φρονώ, συναφώς, ότι ο αιτούμενος τη διαβίβαση ενδέχεται να έχει βάσιμους λόγους να επιθυμεί να προβεί σε νέα διαβίβαση πράξεως η οποία έχει ήδη επιδοθεί ή κοινοποιηθεί και ότι δεν απόκειται στις υπηρεσίες διαβιβάσεως ή στις υπηρεσίες παραλαβής βάσει του κανονισμού 1393/2007 να ελέγχουν το βάσιμο των λόγων αυτών. Ενδέχεται, για παράδειγμα, να μην έχει τελεσθεί η επίδοση ή η κοινοποίηση εντός της τασσόμενης προς τούτο από το εθνικό δίκαιο προθεσμίας.

79.

Κατά τα λοιπά, τυχόν διαφορετική απόφαση, υπό την έννοια της αναθέσεως, ειδικότερα, στις υπηρεσίες διαβιβάσεως και στις υπηρεσίες παραλαβής ελέγχου σκοπιμότητας θα συνεπαγόταν την επιβάρυνσή τους με καθήκοντα τα οποία δεν είναι ενδεχομένως σε θέση να φέρουν εις πέρας.

80.

Εκτιμώ, κατά συνέπεια, ότι η ίδια πράξη μπορεί έγκυρα να καταστεί αντικείμενο διαδοχικών επιδόσεων ή κοινοποιήσεων διά της αυτής οδού ή διά διαφορετικών οδών και, ως εκ τούτου, ότι πρέπει να δοθεί στο τρίτο ερώτημα η απάντηση ότι εξώδικη πράξη η οποία έχει ήδη επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον παραλήπτη της δύναται να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί εκ νέου κατά τους όρους του κανονισμού 1393/2007, ακόμη και αν η πρώτη επίδοση ή κοινοποίηση έγινε σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό.

IV – Πρόταση

81.

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα υποβληθέντα από το Juzgado de Primera Instancia no 7 de Las Palmas de Gran Canaria ερωτήματα ως ακολούθως:

1)

Εμπίπτει στην έννοια της «εξώδικης πράξεως» κατ’ άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΚ) 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις («επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων») και κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) 1348/2000 του Συμβουλίου, η πράξη η οποία καταρτίσθηκε ή επικυρώθηκε από δημόσια αρχή, δημόσιο λειτουργό ή οποιοδήποτε αρμόδιο προς τούτο πρόσωπο κατά το δίκαιο του κράτους μέλους διαβιβάσεως καθώς και κάθε πράξη της οποίας η διαβίβαση προς τον παραλήπτη της είναι αναγκαία για την άσκηση, την απόδειξη ή την προστασία δικαιώματος.

2)

Δεν απαιτείται να επαληθεύεται, κατά περίπτωση, βάσει εκτιμήσεως των ιδιαζουσών περιστάσεων κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως, αν η διαβίβαση της πράξεως η οποία πληροί οποιοδήποτε από τα δύο αυτά κριτήρια έχει διασυνοριακή διάσταση και αν είναι αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

3)

Εξώδικη πράξη η οποία έχει ήδη επιδοθεί ή κοινοποιηθεί προς τον παραλήπτη της δύναται να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί εκ νέου κατά τους όρους του κανονισμού 1393/2007, ακόμη και αν η πρώτη επίδοση ή κοινοποίηση έγινε σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό.


( 1 )   Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 )   C-14/08, EU:C:2009:395.

( 3 )   ΕΕ L 160, σ. 37.

( 4 )   Σκέψεις 47 και 50 της αποφάσεως αυτής.

( 5 )   Σκέψη 58 της εν λόγω αποφάσεως.

( 6 )   Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις («επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων») και κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) 1348/2000 του Συμβουλίου (ΕΕ L 324, σ. 79).

( 7 )   Στο εξής: Tecom.

( 8 )   Στο εξής: MAN Diesel.

( 9 )   Στο εξής: Σύμβαση της Χάγης.

( 10 )   ΕΕ 1997, C 261, σ. 2, στο εξής: Σύμβαση του 1997.

( 11 )   Στο εξής: υπηρεσίες διαβιβάσεως.

( 12 )   Στο εξής: υπηρεσίες παραλαβής.

( 13 )   C-14/08, EU:C:2009:395.

( 14 )   C-14/08, EU:C:2009:395.

( 15 )   Βλ. άρθρο 67, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ το οποίο ορίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση διευκολύνει την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, ιδίως με την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των «δικαστικών και εξώδικων αποφάσεων» σε αστικές υποθέσεις· άρθρο 81 ΣΛΕΕ το οποίο προβλέπει ότι η Ένωση αναπτύσσει δικαστική συνεργασία στις αστικές υποθέσεις που έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις, βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των «δικαστικών και εξώδικων αποφάσεων» και ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν, ιδίως όταν αυτό είναι απαραίτητο για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, μέτρα με τα οποία διασφαλίζεται η αμοιβαία αναγνώριση μεταξύ των κρατών μελών των «δικαστικών και εξώδικων αποφάσεων» καθώς και η εκτέλεσή τους και η διασυνοριακή επίδοση και κοινοποίηση των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων, και άρθρο 11, παράγραφος 6, του πρωτοκόλλου 5 σχετικά με το καταστατικό της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων που ορίζει ότι ο πρόεδρος ή, σε περίπτωση κωλύματος ένας από τους αντιπροέδρους, αντιπροσωπεύει την Τράπεζα «δικαστικώς ή εξωδίκως».

( 16 )   Βλ. «Rapport de la commission spéciale présenté par M. Vasco Taborda Ferreira», Conférence de La Haye de droit international privé – Actes et documents de la Dixième session – Tome III – Notification, Χάγη, 1965, σ. 74, η οποία αναφέρει, σ. 108, ότι το άρθρο 17 «έχει σκοπό να θέσει στη διάθεση των ιδιωτών και όσον αφορά εξώδικες πράξεις, τους προβλεπόμενους τρόπους διαβιβάσεως και ειδικότερα, αυτόν δια της Κεντρικής Αρχής», αλλά ότι «η σύμβαση θα έχει εφαρμογή μόνο στη διεθνή διαβίβαση πράξεων εκδιδομένων από αρχές, ή δημόσιους λειτουργούς συμβαλλομένου κράτους ενεργούντες υπό την επίσημη ιδιότητά τους». Προστίθεται, περαιτέρω, ότι «[τ]ο προσχέδιο δεν αναφέρεται στον τρόπο διαβιβάσεως των προερχομένων από ιδιώτες πράξεων. Αποφασίσθηκε ότι η σύμβαση δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται αν δεν υφίσταται, στη χώρα διαβιβάσεως, πράξη δημόσιας αρχής δυνάμενης να διεξαγάγει διαλογή ή έλεγχο». Βλ., επίσης, «Rapport explicatif du M. V. Taborda Ferreira», όπ.π., σ. 363, η οποία διευκρινίζει ότι, «στις περιπτώσεις στις οποίες ο συμβολαιογράφος δεν θεωρείται από το κράτος του δημόσιος λειτουργός, εκφράσθηκε η άποψη ότι οι πράξεις του δεν θα λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς της συμβάσεως» (σ. 380).

( 17 )   Manuel pratique sur le fonctionnement de la Convention Notification de La Haye, Bureau permanent de la Conférence de La Haye de droit international privé, 3η έκδ., Wilson & Lafleur, Μόντρεαλ, 2006.

( 18 )   Σημείο 67, σ. 87.

( 19 )   Ομοίως. Το σχέδιο αναθεωρήσεως του εν λόγω εγχειριδίου το οποίο καταρτίσθηκε τον Μάΐο 2014 από το Διαρκές Γραφείο της Συνδιασκέψεως της Χάγης για το διεθνές ιδιωτικό δίκαιο προσθέτει στον κατάλογο αυτό τις συμβολαιογραφικές πράξεις, τις κλήσεις σε συνεδρίαση προς συζήτηση διαμεσολαβήσεως, τα ειδοποιητήρια που κοινοποιούνται από πιστωτές προς οφειλέτες, τις διαθήκες, τις κοινοποιήσεις προς τους δικαιούχους διαδοχής αιτία θανάτου, τις αποφάσεις σχετικά με την καταβολή διατροφής των τέκνων και τις εκδιδόμενες από διοικητική αρχή αποφάσεις περί χωρισμού ή διαζυγίου, οι εκθέσεις δικαστικού επιμελητή, οι πράξεις και τα έγγραφα σχετικά με την ενεργηθείσα από δικαστικό επιμελητή εκτέλεση. Το εν λόγω σχέδιο αναθεωρήσεως είναι προσβάσιμο, κατά τον χρόνο συντάξεως των προτάσεων αυτών, στη διαδικτυακή διεύθυνση http://www.hcch.net/upload/wop/2014/2014sc_pd02fr.pdf.

( 20 )   Σημείο 67, σ. 87 και 88.

( 21 )   Σημείο 70, σ. 88 και 89.

( 22 )   Σημείο 68, σ. 88.

( 23 )   Ομοίως.

( 24 )   Σημείο 70, σ. 88.

( 25 )   ΕΕ 1997, C 261, σ. 26.

( 26 )   Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, της εκθέσεως αυτής.

( 27 )   ΕΕ L 298, σ. 1, και –διορθωτικά– ΕΕ 2002, L 31, σ. 88, και ΕΕ 2003, L 60, σ. 3.

( 28 )   ΕΕ L 173, σ. 17.

( 29 )   Στην κατηγορία αυτή συγκαταλέγονται η Ιρλανδία («Όλες οι δικαστικές ή εξώδικες πράξεις σχετικά με τις υποθέσεις που διέπονται από τον κανονισμό»)· η Ιταλική Δημοκρατία (οι «εξώδικες πράξεις εν γένει»)· το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, το οποίο παρέπεμπε ρητώς στο εθνικό του δίκαιο («όλες οι δικαστικές και εξώδικες πράξεις που προβλέπονται από τους λουξεμβουργιανούς νόμους και κανονισμούς σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»)· το Βασίλειο των Κάτω Χωρών («οι δικαστικές και εξώδικες πράξεις σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις», και το Βασίλειο της Σουηδίας («Οι πράξεις που δύνανται να επιδίδονται ή να κοινοποιούνται κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού είναι τα εισαγωγικά δίκης δικόγραφα και τα δικόγραφα περί εκδόσεως διαταγής πληρωμής, καθώς και άλλες πράξεις οι οποίες δύνανται ή πρέπει να επιδίδονται ή να κοινοποιούνται στο πλαίσιο δικαστικών και εξωδίκων διαδικασιών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»).

( 30 )   Αυτή είναι η περίπτωση του Βασιλείου του Βελγίου («Πράξεις των δικαστικών γραμματέων, της δημόσιας υπηρεσίας, των δικαστικών επιμελητών και των συμβολαιογράφων»)· του Βασιλείου της Ισπανίας («[ό]σον αφορά τις εξώδικες πράξεις, που δύνανται να επιδίδονται, πρόκειται για τα μη δικαστικά έγγραφα δημόσιας αρχής αρμόδιας να προβαίνει σε επιδόσεις βάσει του ισπανικού δικαίου»), και της Γαλλικής Δημοκρατίας («οι εξώδικες πράξεις των αρχών και των δημοσίων λειτουργών»).

( 31 )   Πρόκειται για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας («Οι εξώδικες πράξεις είναι εκείνες που δύνανται να επιδίδονται ή να κοινοποιούνται με σκοπό την προστασία, άσκηση ή παραίτηση από δικαίωμα σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις εκτός ένδικης διαδικασίας. Πρόκειται μεταξύ άλλων [για τη συμβολαιογραφική πράξη και την εξώδικη σύμβαση]· τη Δημοκρατία της Αυστρίας («δύνανται να επιδίδονται ή να κοινοποιούνται […] εξώδικες πράξεις – δηλαδή πράξεις αποσκοπούσες στην προστασία και την ενάσκηση δικαιωμάτων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις ή στην άμυνα σχετικά με τέτοιου είδους δικαιώματα, εκτός όμως οποιασδήποτε ένδικης διαδικασίας»), και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας («Νομικές πράξεις προς επίδοση ή κοινοποίηση σε σχέση με οποιαδήποτε μη δικαστική αστική και εμπορική υπόθεση).

( 32 )   Μεταξύ των εν λόγω κρατών μελών συγκαταλέγονται η Ελληνική Δημοκρατία, της οποίας ο κατάλογος δεν φαίνεται να αφορά παρά δικαστικές πράξεις· η Πορτογαλική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Φινλανδίας.

( 33 )   C-14/08, EU:C:2009:134.

( 34 )   C-14/08, EU:C:2009:395.

( 35 )   Σκέψεις 47 και 50.

( 36 )   Σκέψη 48.

( 37 )   Σκέψη 49.

( 38 )   Σκέψη 59.

( 39 )   C-14/08, EU:C:2009:134.

( 40 )   Σημείο 93.

( 41 )   Απόφαση Roda Golf & Beach Resort (C‑14/08, EU:C:2009:395, σκέψη 56).

( 42 )   C-14/08, EU:C:2009:395.

( 43 )   Ομοίως.

( 44 )   Επί της διακρίσεως αυτής η οποία αφορά τις μονομερείς νομικές πράξεις, βλ. Flour, J., Aubert, J.-L., και Savaux, E., Les obligations – 1. L’acte juridique, 14η έκδ., Dalloz, Παρίσι, 2010, σ. 465, αριθ. 494.

( 45 )   C-14/08, EU:C:2009:395.

( 46 )   Η υπογράμμιση δική μου.

( 47 )   Βλ. ανάλυση στο σημείο 56 των παρουσών προτάσεων.

( 48 )   Βλ. απόφαση Alder (C-325/11, EU:C:2012:824, σκέψη 25).

( 49 )   Ομοίως (σκέψη 31).

Top