EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013CO0450

Διάταξη του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 19ης Ιουνίου 2014.
Donaldson Filtration Deutschland GmbH κατά ultra air GmbH.
Αίτηση αναιρέσεως — Κοινοτικό σήμα — Λεκτικό σήμα ultrafilter international — Αίτηση κηρύξεως ακυρότητας — Κατάχρηση δικαιώματος.
Υπόθεση C‑450/13 P.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2014:2016

ΔΙΑΤΆΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (έκτο τμήμα)

της 19ης Ιουνίου 2014 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως — Κοινοτικό σήμα — Λεκτικό σήμα ultrafilter international — Αίτηση κηρύξεως ακυρότητας — Κατάχρηση δικαιώματος»

Στην υπόθεση C‑450/13 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 8 Αυγούστου 2013,

Donaldson Filtration Deutschland GmbH, με έδρα το Haan (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους N. Siebertz, M. Teworte-Vey και A. Renvert, Rechtsanwälte,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

η ultra air GmbH, με έδρα το Hilden (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον C. König, Rechtsanwalt,

πρωτοδίκως προσφεύγουσα,

και το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενο από τον G. Schneider,

πρωτοδίκως καθού,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Borg Barthet (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, E. Levits και M. Berger, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen

γραμματέας: A. Calot Escobar

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, σύμφωνα με το άρθρο 181 του Kανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1

Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Donaldson Filtration Deutschland GmbH (στο εξής: Donaldson Filtration Deutschland) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ultra air κατά ΓΕΕΑ – Donaldson Filtration Deutschland (ultrafilter international) (T-396/11, EU:T:2013:284, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), της 18ης Μαΐου 2011 (υπόθεση R 374/2010-4), σχετικά με διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας μεταξύ της ultra air GmbH (στο εξής: ultra air) και της Donaldson Filtration Deutschland (στο εξής: επίμαχη απόφαση).

Το νομικό πλαίσιο

2

Το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1), το οποίο φέρει τον τίτλο «Απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου», προβλέπει στην παράγραφό του 1 τα εξής:

«Δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση:

α)

[...]

β)

τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα·

γ)

τα σήματα που αποτελούνται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν, στο εμπόριο, προς δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προέλευσης ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών του προϊόντος ή της υπηρεσίας·

[...]».

3

Το άρθρο 52 του κανονισμού 207/2009, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απόλυτοι λόγοι ακυρότητας», ορίζει στην παράγραφό του 1, στοιχείο αʹ, τα εξής:

«Ένα κοινοτικό σήμα κηρύσσεται άκυρο, μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο Γραφείο ή μετά από άσκηση ανταγωγής [στο πλαίσιο] αγωγής για παραποίηση/απομίμηση:

α)

εάν το κοινοτικό σήμα δεν καταχωρίσθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7».

4

Το άρθρο 56 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αίτηση [κηρύξεως] έκπτωσης ή ακυρότητας», ορίζει στην παράγραφό του 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, τα εξής:

«Αίτηση [κηρύξεως] έκπτωσης ή ακυρότητας του κοινοτικού σήματος μπορεί να υποβάλει στο Γραφείο:

α)

στις περιπτώσεις που καθορίζονται στα άρθρα 51 και 52, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο καθώς και κάθε οργάνωση που έχει συσταθεί για την εκπροσώπηση των συμφερόντων κατασκευαστών, παραγωγών, παρεχόντων υπηρεσίες, εμπόρων ή καταναλωτών, και [η οποία] σύμφωνα με το δίκαιο στο οποίο υπάγ[ε]ται, μπορ[εί] να [παρίσταται] ενώπιον δικαστηρίου·

β)

στις περιπτώσεις που καθορίζονται στο άρθρο 53, παράγραφος 1, τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 41, παράγραφος 1·

γ)

στις περιπτώσεις του άρθρου 53, παράγραφος 2, οι κάτοχοι των προγενέστερων δικαιωμάτων που αναφέρονται στη διάταξη αυτή ή τα πρόσωπα τα οποία, σύμφωνα με το δίκαιο του συγκεκριμένου κράτους μέλους, νομιμοποιούνται να ασκούν τα εν λόγω δικαιώματα.»

Ιστορικό της διαφοράς

5

Στις 29 Μαρτίου 1999, η ultrafilter GmbH, νυν Donaldson Filtration Deutschland, υπέβαλε στο ΓΕΕΑ αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 11, σ. 1), ο οποίος πλέον έχει αντικατασταθεί από τον κανονισμό 207/2009.

6

Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση συνίσταται στο λεκτικό σημείο «ultrafilter international» (στο εξής: επίμαχο σήμα).

7

Οι υπηρεσίες και τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του επίμαχου σήματος εμπίπτουν στις κλάσεις 7, 11, 37, 41 και 42 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, της 15ης Ιουνίου 1957, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

κλάση 7: «Φίλτρα για την αποξήρανση, τον καθαρισμό και την ψύξη αέρα, αερίων και υγρών· σώματα φίλτρων, υλικά φίλτρων· μηχανικοί και ηλεκτρικοί απαγωγείς συμπύκνωσης· διαχωριστές ελαίου, διαχωριστές ύδατος»·

κλάση 11: «Συσκευές και συστήματα για την αποξήρανση, τον καθαρισμό και την ψύξη αέρα, αερίων και υγρών· μέρη και εξαρτήματα αυτών των συσκευών και εγκαταστάσεων, συγκεκριμένα δε διαφράγματα αντλιών, μετρητές της στάθμης των υγρών, βαλβίδες και συγκεκριμένα ηλεκτρομαγνητικές βαλβίδες, μονάδες ελέγχου για βαλβίδες, μονάδες χρονικού ελέγχου, μανόμετρα, συγκεκριμένα δε μανόμετρα διαφορικής πίεσης, μετρητές πίεσης και ειδικότερα μετρητές πίεσης με ένδειξη θερμοκρασίας, μετρητές πίεσης επιπέδου, συνδετικά στοιχεία για εγκαταστάσεις διήθησης, περιλαμβανομένων κατασκευαστικών μερών σύνδεσης και στερέωσης· συσκευές εξαερισμού»·

κλάση 37: «Θέση σε λειτουργία, επισκευή και συντήρηση των προμνημονευθεισών συσκευών και συστημάτων»·

κλάση 41: «Τεχνική κατάρτιση· κατάρτιση σχετική με την πώληση και τα προϊόντα» και

κλάση 42: «Υπηρεσίες μηχανικού· παροχή συμβουλών για τον σχεδιασμό, τη συναρμολόγηση και τη χρήση των προμνημονευθέντων συστημάτων και συσκευών».

8

Με απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2001, το ΓΕΕΑ απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος που είχε υποβληθεί βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 40/94, του οποίου οι εν λόγω διατάξεις περιλαμβάνονται πλέον στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 207/2009, για τον λόγο ότι το επίμαχο σήμα ήταν περιγραφικό και στερούνταν διακριτικού χαρακτήρα. Κατόπιν προσφυγής που άσκησε η Donaldson Filtration Deutschland, το δεύτερο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ ακύρωσε την απόφαση αυτή στις 16 Δεκεμβρίου 2003 (υπόθεση R 375/2001-2), αποφαινόμενο ότι το επίμαχο σήμα είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94, νυν άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, στα γερμανόφωνα και αγγλόφωνα κράτη μέλη.

9

Στις 27 Σεπτεμβρίου 2005, το επίμαχο σήμα καταχωρίσθηκε ως κοινοτικό, με αριθμό 1121839.

10

Στις 5 Μαΐου 2008, η ultra air υπέβαλε στο ΓΕΕΑ, βάσει του άρθρου 51, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 40/94, νυν άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, αίτηση κηρύξεως ακυρότητας του επίμαχου σήματος, για τον λόγο ότι είχε καταχωρισθεί κατά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφοι 1, στοιχεία βʹ και γʹ, και 3, του κανονισμού 40/94.

11

Με απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2010, το τμήμα ακυρώσεων του ΓΕΕΑ δέχθηκε την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας και κήρυξε άκυρο το επίμαχο σήμα για όλα τα προϊόντα και υπηρεσίες, βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού αυτού.

12

Στις 16 Μαρτίου 2010 η Donaldson Filtration Deutschland άσκησε ενώπιον του ΓΕΕΑ προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων, βάσει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009.

13

Με την επίμαχη απόφαση, το τέταρτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ δέχθηκε την προσφυγή, ακύρωσε την απόφαση του τμήματος ακυρώσεων και απέρριψε την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας που είχε υποβάλει η ultra air. Κατά το εν λόγω τμήμα προσφυγών, η αίτηση κηρύξεως ακυρότητας συνιστούσε καταχρηστική άσκηση δικαιώματος και έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Συναφώς, το τμήμα προσφυγών έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι, υποβάλλοντας αίτηση κηρύξεως ακυρότητας, η ultra air σκοπούσε στην πραγματικότητα στο να χρησιμοποιήσει η ίδια ως σήμα τον δηλωτικό όρο «ultrafilter» (μόνο του ή σε συνδυασμό με άλλους όρους). Ως εκ τούτου, η εταιρία αυτή επεδίωκε την επίτευξη σκοπών άλλων από τους σκοπούς δημοσίου συμφέροντος τους οποίους προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, και το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009. Οι συγκεκαλυμμένες προθέσεις, οι οποίες συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος, αποδεικνύονταν επίσης από το γεγονός ότι ο πρώην διαχειριστής της δικαιούχου του επίμαχου σήματος και νυν διαχειριστής της ultra air είχε ο ίδιος υποστηρίξει, το 2003, τον κτηθέντα διά της χρήσεως διακριτικό χαρακτήρα του σήματος αυτού. Δεδομένου ότι η κατάχρηση δικαιώματος αποτελεί «γενικό δικονομικό κώλυμα», πρέπει να απορρίπτονται οι καταχρηστικές αιτήσεις και αγωγές που κινούν διαδικασίες σκοπούσες στην επίτευξη διαφορετικών σκοπών από αυτούς που αναγνωρίζει η έννομη τάξη, χωρίς να απαιτείται να ληφθεί υπόψη το δικονομικό δίκαιο των κρατών μελών βάσει του άρθρου 83 του κανονισμού 207/2009.

Η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

14

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Ιουλίου 2011, η ultra air άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως.

15

Προς στήριξη της προσφυγής της, η ultra air προέβαλε, κατ’ ουσίαν, δύο λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνταν από παράβαση, αντιστοίχως, των άρθρων 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και 56, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009.

16

Δεδομένου ότι η αίτηση αναιρέσεως αφορά αποκλειστικά την εκτίμηση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το Δικαστήριο θα περιορισθεί να εκθέσει συνοπτικώς την εκτίμηση αυτή.

17

Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 17 και 18 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παραπέμποντας στην απόφαση Lancôme κατά ΓΕΕΑ (C‑408/08 P, EU:C:2010:92), ότι, κατά το άρθρο 56, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, αίτηση κηρύξεως ακυρότητας βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δύναται να υποβάλει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει ικανότητα διαδίκου, χωρίς να απαιτείται να αποδειχθεί η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του αιτούντος. Τούτο συνάγεται εκ του ότι οι απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου αιτήσεως καταχωρίσεως σκοπούν στην προστασία του γενικού συμφέροντος επί του οποίου θεμελιώνονται.

18

Όπως εκτίθεται συναφώς στη σκέψη 19 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το γενικό συμφέρον που υπηρετεί το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 συμπίπτει με την ουσιώδη λειτουργία του σήματος, η οποία συνίσταται στην υπέρ του καταναλωτή εγγύηση της ταυτότητας προελεύσεως του φέροντος το σήμα προϊόντος ή υπηρεσίας. Όσον αφορά το γενικό συμφέρον που υπηρετεί το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού αυτού, τούτο έγκειται στο να διασφαλισθεί ότι σημεία περιγραφικά ενός ή πλειόνων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων των υπηρεσιών ή των προϊόντων για τα οποία ζητείται η καταχώριση σήματος μπορούν να χρησιμοποιούνται ελεύθερα από το σύνολο των επιχειρήσεων που διαθέτουν στο εμπόριο αυτά τα προϊόντα ή παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες.

19

Στη σκέψη 20 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 207/2009, η διοικητική διαδικασία την οποία προβλέπει το άρθρο 56, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, σε συνδυασμό με το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του ιδίου κανονισμού, σκοπεί, μεταξύ άλλων, στο να καταστήσει δυνατό στο ΓΕΕΑ να επανεξετάζει το κύρος καταχωρίσεως σήματος και να λαμβάνει θέση την οποία θα έπρεπε, ενδεχομένως, να έχει λάβει αυτεπαγγέλτως βάσει του άρθρου 37, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009.

20

Στη σκέψη 21 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, στο πλαίσιο αυτό, το ΓΕΕΑ οφείλει να εκτιμήσει αν το υπό εξέταση σήμα είναι περιγραφικό και/ή στερείται διακριτικού χαρακτήρα, χωρίς τα κίνητρα ή η προγενέστερη συμπεριφορά του αιτούντος την κήρυξη της ακυρότητας να επηρεάζουν το εύρος της αποστολής που έχει ανατεθεί στο ΓΕΕΑ όσον αφορά τα γενικά συμφέροντα που υπηρετούν το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, και το άρθρο 56, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, δεδομένου ότι το ΓΕΕΑ δεν αποφαίνεται επί του ζητήματος αν το δικαίωμα του δικαιούχου του σήματος κατισχύει έναντι οποιουδήποτε δικαιώματος του αιτούντος την κήρυξη της ακυρότητας, αλλά εξετάζει το κύρος του δικαιώματος του δικαιούχου του σήματος από απόψεως των κανόνων που διέπουν τη δυνατότητα καταχωρίσεώς του, δεν τίθεται ζήτημα «καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος» εκ μέρους του αιτούντος την κήρυξη της ακυρότητας.

21

Στη σκέψη 22 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο συνάγει εκ των ανωτέρω ότι το γεγονός ότι ο αιτών την κήρυξη ακυρότητας δύναται να υποβάλει την αίτησή του με σκοπό να επιθέσει στη συνέχεια το επίμαχο σήμα στα προϊόντα του αντιστοιχεί ακριβώς στο γενικό συμφέρον της ελευθερίας διαθέσεως και της ελεύθερης χρήσεως που διασφαλίζεται βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009. Ως εκ τούτου, κατά το Γενικό Δικαστήριο, το γεγονός αυτό ουδόλως δύναται να συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το τμήμα προσφυγών. Υπέρ της εκτιμήσεως αυτής συνηγορεί και το άρθρο 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, κατά το οποίο ένα κοινοτικό σήμα μπορεί να κηρυχθεί άκυρο και κατόπιν ανταγωγής ασκηθείσας στο πλαίσιο αγωγής λόγω παραποιήσεως/απομιμήσεως σήματος, στοιχείο που προϋποθέτει ότι ο εναγόμενος όσον αφορά την αγωγή αυτή μπορεί να ζητήσει την κήρυξη της ακυρότητας ακόμη και αν έχει χρησιμοποιήσει το επίμαχο σήμα και προτίθεται να εξακολουθήσει να το χρησιμοποιεί.

22

Το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, στη σκέψη 23 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απόρριψη της αιτήσεως κηρύξεως της ακυρότητας με το σκεπτικό της «καταχρήσεως δικαιώματος» θέτει εν αμφιβόλω την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 209/2007, δεδομένου ότι η απόρριψη αυτή παρακωλύει την επί της ουσίας εξέταση που προεκτέθηκε στη σκέψη 21 της εν λόγω αποφάσεως.

23

Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε επίσης, στη σκέψη 24 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το γεγονός ότι ο διαχειριστής της αιτούσας την κήρυξη της ακυρότητας υπήρξε διαχειριστής της δικαιούχου του σήματος κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος ουδόλως θίγει το δικαίωμα της ως άνω αιτούσας την κήρυξη της ακυρότητας να υποβάλει στο ΓΕΕΑ αίτηση κατά την έννοια του άρθρου 56, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009. Το Γενικό Δικαστήριο τονίζει συναφώς ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως και του σκοπού της οικείας διαδικασίας, που συνίσταται στη διασφάλιση των γενικών συμφερόντων που διέπουν το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 207/2009, ο δικαιούχος σήματος περιγραφικού ή στερούμενου διακριτικού χαρακτήρα δεν αποκτά κανένα δικαίωμα διατηρήσεως σε ισχύ του σήματός του απλώς και μόνον επειδή η διαχείριση της αιτούσας την κήρυξη της ακυρότητας ασκείται από φυσικό πρόσωπο το οποίο είχε ενεργήσει στο παρελθόν με σκοπό την καταχώριση του επίμαχου σημείου.

24

Στη σκέψη 25 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε και απέρριψε τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλε η Donaldson Filtration Deutschland και τα οποία αντλούνται από πράξη αθέμιτου σε βάρος της ανταγωνισμού εκ μέρους της ultra air. Υπενθύμισε συναφώς ότι το άρθρο 56, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 δεν εξαρτά ούτε το παραδεκτό ούτε το βάσιμο αιτήσεως για την κήρυξη της ακυρότητας από την καλή πίστη του αιτούντος. Συγκεκριμένα, ακόμη κι αν γίνει δεκτό ότι η αίτηση κηρύξεως ακυρότητας αποτελεί μέρος συνολικού σχεδίου εμπορικής συγκρούσεως, το οποίο συνεπάγεται και τη χρήση μεθόδων που άπτονται του αθέμιτου ανταγωνισμού, η διαγραφή περιγραφικού ή στερούμενου διακριτικού χαρακτήρα σήματος αποτελεί, κατά το Γενικό Δικαστήριο, έννομη συνέπεια την οποία επιτάσσει το άρθρο 57, παράγραφοι 5 και 6, του κανονισμού 207/2009, χωρίς να παρέχεται στον δικαιούχο του το δικαίωμα διατηρήσεως σε ισχύ της καταχωρίσεως του σήματος για τον λόγο ότι ο αιτών την κήρυξη της ακυρότητας ενέχεται κατά τα λοιπά σε πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού.

25

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 27 και 28 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το τέταρτο τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο απορρίπτοντας την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας ως απαράδεκτη, με το σκεπτικό της προβαλλομένης «καταχρήσεως δικαιώματος». Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την επίμαχη απόφαση.

Αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

26

Η Donaldson Filtration Deutschland και το ΓΕΕΑ ζητούν από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να απορρίψει την προσφυγή της ultra air με αίτημα την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως, και

να καταδικάσει την ultra air στα δικαστικά έξοδα.

27

Η ultra air ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την Donaldson Filtration Deutschland στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

28

Δυνάμει του άρθρου 181 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, σε περίπτωση κατά την οποία αίτηση αναιρέσεως είναι, εν όλω ή εν μέρει, προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, το Δικαστήριο μπορεί, οποτεδήποτε, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει την ολική ή μερική απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως με αιτιολογημένη διάταξη.

29

Ο κανόνας αυτός πρέπει να τύχει εφαρμογής στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.

30

Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η Donaldson Filtration Deutschland προβάλλει δύο λόγους αναιρέσεως.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

31

Με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως, η Donaldson Filtration Deutschland, υποστηριζόμενη από το ΓΕΕΑ, προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν προέβη σε εκτίμηση της ενστάσεως περί καταχρήσεως δικαιώματος ως γενικής νομικής έννοιας.

32

Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ορθώς, στις σκέψεις 17 και 18 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά το άρθρο 56, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, αίτηση κηρύξεως ακυρότητας σήματος βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού δύναται να υποβάλει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει ικανότητα διαδίκου, χωρίς να απαιτείται να αποδειχθεί η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του αιτούντος. Εντούτοις, στη σκέψη 21 της ιδίας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε, κακώς, εξ αυτού ότι το ΓΕΕΑ οφείλει να εκτιμήσει αν το υπό εξέταση σήμα είναι περιγραφικό και/ή στερείται διακριτικού χαρακτήρα, «χωρίς τα κίνητρα ή η προγενέστερη συμπεριφορά του αιτούντος την κήρυξη της ακυρότητας να επηρεάζουν το εύρος της αποστολής που έχει ανατεθεί στο ΓΕΕΑ όσον αφορά τα γενικά συμφέροντα που διέπουν το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, και το άρθρο 56, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009».

33

Το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε συναφώς να λάβει υπόψη τα επιχειρήματα που προέβαλε η Donaldson Filtration Deutschland. Πρώτον, η διαδικασία κηρύξεως της ακυρότητας σήματος δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να ληφθεί υπόψη η ένσταση περί καταχρήσεως δικαιώματος ως γενική νομική έννοια, καθόσον η απόρριψη των αιτήσεων που υποβάλλονται καταχρηστικώς δεν συνεπάγεται υποχρέωση περί θετικής αποδείξεως της υπάρξεως εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του αιτούντος. Δεύτερον, ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε τη διαδικασία κηρύξεως της ακυρότητας ως διαδικασία αιτήσεως ακριβώς επειδή δεν είναι δυνατή η αυτεπάγγελτη ακύρωση καταχωρισθέντος σήματος.

34

Ως εκ τούτου, στις σκέψεις 21 έως 23 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απλώς διαπίστωσε, άνευ αιτιολογίας, ότι η ένσταση που αντλείται από κατάχρηση δικαιώματος στερείται σημασίας στο πλαίσιο διαδικασίας κηρύξεως της ακυρότητας βάσει του άρθρου 56, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009.

35

Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την έννοια της καταχρήσεως δικαιώματος. Η Donaldson Filtration Deutschland παραπέμπει συναφώς στην απόφαση Budějovický Budvar (C‑482/09, EU:C:2011:605), με την οποία έγινε δεκτό ότι η έννοια της καταχρήσεως δικαιώματος πρέπει να τηρείται κατά το δίκαιο της Ένωσης. Μνημονεύει επίσης την απόφαση Lancôme κατά ΓΕΕΑ (EU:C:2010:92), με την οποία το Δικαστήριο, κατά την αναιρεσείουσα, αποφάνθηκε απλώς ότι το γενικό συμφέρον μπορεί να αναπληρώσει την έλλειψη ιδίου συμφέροντος του αιτούντος την κήρυξη της ακυρότητας για τη διαγραφή σήματος. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποκλεισθεί η δυνατότητα να αντιταχθεί ένσταση περί καταχρήσεως δικαιώματος σε αίτηση κηρύξεως ακυρότητας υποβληθείσα βάσει του άρθρου 56, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009.

36

Η ultra air υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε κανονικό έλεγχο των προϋποθέσεων της καταχρήσεως δικαιώματος. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 17 έως 20 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο σκοπός της εφαρμοστέας εν προκειμένω κοινοτικής ρυθμίσεως συνίσταται στην προστασία του γενικού συμφέροντος. Στις σκέψεις 21 έως 27 της ιδίας αυτής αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το ενδεχόμενο οι περιστάσεις που επικαλείται η Donaldson Filtration Deutschland να έχουν εν προκειμένω ως αποτέλεσμα την μη επίτευξη του σκοπού της ρυθμίσεως. Ορθώς διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο ότι οι περιστάσεις αυτές ουδόλως θέτουν εν αμφιβόλω την επίτευξη του σκοπού της ρυθμίσεως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

37

Με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως, η Donaldson Filtration Deutschland προσάπτει κατ’ ουσίαν στο Γενικό Δικαστήριο ότι κακώς περιορίσθηκε στη διαπίστωση ότι η ένσταση που αντλείται από κατάχρηση δικαιώματος στερείται σημασίας στο πλαίσιο διαδικασίας κηρύξεως της ακυρότητας βάσει του άρθρου 56, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, τούτο δε άνευ αιτιολογίας και χωρίς να λάβει υπόψη τη νομολογία της Ένωσης περί καταχρήσεως δικαιώματος.

38

Η αιτίαση αυτή στηρίζεται σε προδήλως πεπλανημένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

39

Συγκεκριμένα, αφενός, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 17 έως 19 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά το άρθρο 56, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, αίτηση κηρύξεως ακυρότητας στηριζόμενη σε απόλυτο λόγο ακυρότητας δύναται να υποβληθεί χωρίς να απαιτείται να αποδειχθεί η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του αιτούντος, δεδομένου ότι οι απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου αιτήσεως καταχωρίσεως σκοπούν στην προστασία του γενικού συμφέροντος επί του οποίου θεμελιώνονται, στοιχείο το οποίο, άλλωστε, δεν αμφισβητεί η Donaldson Filtration Deutschland.

40

Αφετέρου, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 20 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η διοικητική διαδικασία την οποία προβλέπει το άρθρο 56, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, σκοπεί, μεταξύ άλλων, στο να καταστήσει δυνατό στο ΓΕΕΑ να επανεξετάζει το κύρος καταχωρίσεως σήματος και να λαμβάνει θέση την οποία θα έπρεπε, ενδεχομένως, να έχει λάβει αυτεπαγγέλτως βάσει του άρθρου 37, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009.

41

Υπό τις συνθήκες αυτές, καθόσον πρόκειται για την προστασία των γενικών συμφερόντων που διέπουν τα άρθρα 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, και 56, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 21 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αποστολή του ΓΕΕΑ συνίσταται στο να εκτιμήσει αν το υπό εξέταση σήμα είναι περιγραφικό και/ή στερείται διακριτικού χαρακτήρα από απόψεως των κανόνων που διέπουν τη δυνατότητα καταχωρίσεώς του, χωρίς τα κίνητρα ή η προγενέστερη συμπεριφορά του αιτούντος την κήρυξη της ακυρότητας να επηρεάζουν το εύρος της αποστολής αυτής.

42

Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι το ΓΕΕΑ πρέπει να προβεί στην εκτίμησή του αποκλειστικώς βάσει των γενικών συμφερόντων που υπηρετούν τα άρθρα 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, και 56, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, το δυνητικό ή πραγματικό οικονομικό συμφέρον του αιτούντος την κήρυξη της ακυρότητας στερείται σημασίας και, επομένως, δεν τίθεται ζήτημα «καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος» εκ μέρους του αιτούντος την κήρυξη της ακυρότητας, όπως ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο.

43

Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι ο αιτών την κήρυξη ακυρότητας δύναται να υποβάλει την αίτησή του με σκοπό να επιθέσει στη συνέχεια το επίμαχο σήμα στα προϊόντα του ουδόλως δύναται να συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 22 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, το γενικό συμφέρον που διασφαλίζεται βάσει του άρθρου 7, παράγραφος l, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 είναι ακριβώς αυτό της ελευθερίας διαθέσεως και της ελεύθερης χρήσεως του εν λόγω σημείου.

44

Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι η πρόθεση του αιτούντος την κήρυξη της ακυρότητας να χρησιμοποιήσει το επίμαχο σήμα κατόπιν της κηρύξεως της ακυρότητας δεν αποδοκιμάζεται από τον κανονισμό 207/2009. Συγκεκριμένα, όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στην εν λόγω σκέψη 22, το άρθρο 52, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι κοινοτικό σήμα μπορεί να κηρυχθεί άκυρο επειδή συντρέχουν απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου και κατόπιν ανταγωγής ασκηθείσας στο πλαίσιο αγωγής λόγω παραποιήσεως/απομιμήσεως σήματος, στοιχείο που προϋποθέτει ότι ο εναγόμενος όσον αφορά την αγωγή αυτή μπορεί να ζητήσει την κήρυξη της ακυρότητας ακόμη και αν έχει χρησιμοποιήσει το επίμαχο σήμα και προτίθεται να εξακολουθήσει να το χρησιμοποιεί.

45

Αντιθέτως, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 23 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η απόρριψη της αιτήσεως κηρύξεως της ακυρότητας με το σκεπτικό ότι συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος θέτει εν αμφιβόλω την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 209/2007. Πράγματι, η απόρριψη αυτή παρακωλύει την εξέταση του σήματος από απόψεως των κανόνων που διέπουν τη δυνατότητα καταχωρίσεώς του, καθώς και την εκτίμηση περί του αν υφίσταται απόλυτος λόγος απαραδέκτου της αιτήσεως καταχωρίσεως.

46

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι το ζήτημα της καταχρήσεως δικαιώματος στερείται σημασίας στο πλαίσιο διαδικασίας κηρύξεως της ακυρότητας βάσει του άρθρου 56, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009.

47

Το επιχείρημα που προέβαλε η Donaldson Filtration Deutschland σχετικά με τη νομολογία του Δικαστηρίου περί καταχρήσεως δικαιώματος δεν αναιρεί την κρίση αυτή. Συγκεκριμένα, αφενός, επιβάλλεται να επισημανθεί ότι το ζήτημα της καταχρήσεως δικαιώματος έχει εξετασθεί μόνον με τις προτάσεις που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Budějovický Budvar (EU:C:2011:605). Αφετέρου, όσον αφορά την υπόθεση Lancôme κατά ΓΕΕΑ (EU:C:2010:92), επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα που είχε προβάλει η Lancôme parfums et beauté & Cie SNC περί του ότι το άρθρο 56, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 επιτάσσει την εκ μέρους του αιτούντος την κήρυξη της ακυρότητας ύπαρξη πραγματικού ή δυνητικού οικονομικού συμφέροντος για τη διαγραφή του επίμαχου σήματος. Μεταξύ άλλων, έκρινε κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 43 της αποφάσεως εκείνης, ότι το γενικό συμφέρον επί του οποίου θεμελιώνεται ο λόγος απαραδέκτου της καταχωρίσεως σήματος ο οποίος ανάγεται στον περιγραφικό χαρακτήρα του δεν είναι αποκλειστικώς και μόνον το συμφέρον των ανταγωνιστών του δικαιούχου του σήματος, αλλά το συμφέρον οποιουδήποτε. Ως εκ τούτου, το οικονομικό ατομικό συμφέρον των ανταγωνιστών του δικαιούχου του επίμαχου σήματος για τη διαγραφή του σήματος αυτού στερείται σημασίας στο πλαίσιο αιτήσεως κηρύξεως της ακυρότητας βάσει του άρθρου 56, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009.

48

Όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει το Γενικό Δικαστήριο, πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αυτή δεν επιβάλλει στο Γενικό Δικαστήριο τη δέσμευση να εκθέτει αιτιολογία εξετάζουσα αναλυτικά έναν προς έναν όλους τους λόγους που προέβαλαν οι διάδικοι, οπότε η αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί να συνάγεται εμμέσως, υπό τον όρο να παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να λάβουν γνώση των λόγων για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε τα επιχειρήματά τους, στο δε Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για την άσκηση του εκ μέρους του ελέγχου (απόφαση Γκόγκος κατά Επιτροπής, C‑583/08 P, EU:C:2010:287, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

49

Επιβάλλεται η επισήμανση ότι το σκεπτικό που ανέπτυξε το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 21 έως 23 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προϋποθέτει κατ’ ανάγκη την έμμεση απόρριψη των επιχειρημάτων που προέβαλε η Donaldson Filtration Deutschland. Πράγματι, εάν τα επιχειρήματα της εταιρίας αυτής γίνονταν δεκτά τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα να μην προστατεύονται τα γενικά συμφέροντα που διέπουν το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 207/2009. Καθόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν υποχρεούται να εξετάζει αναλυτικά καθένα από τα επιχειρήματα που προέβαλαν ενώπιόν του οι διάδικοι, δεν μπορεί να του προσαφθεί ότι δεν αιτιολόγησε την εκτίμησή του.

50

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμος.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

51

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Donaldson Filtration Deutschland, υποστηριζόμενη από το ΓΕΕΑ, προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέλειψε να εκτιμήσει τις συγκεκριμένες περιστάσεις της προκειμένης υποθέσεως, από τις οποίες προκύπτει ότι η αίτηση κηρύξεως ακυρότητας που υπέβαλε η ultra air είναι καταχρηστική.

52

Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η Donaldson Filtration Deutschland υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 25 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η παράνομη συμπεριφορά της ultra air, η οποία προδήλως σκοπεί αποκλειστικώς στο να επωφεληθεί της καλής φήμης που έχει αποκτήσει στο ενδιαφερόμενο κοινό η ονομασία «ultrafilter international» και να παραπλανήσει το κοινό αυτό ως προς την προέλευση των προϊόντων, στερείται σημασίας στην υπό κρίση υπόθεση.

53

Μολονότι ορθώς εκτίμησε το Γενικό Δικαστήριο ότι το άρθρο 56, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 δεν εξαρτά ούτε το παραδεκτό ούτε το βάσιμο αιτήσεως για την κήρυξη της ακυρότητας από την καλή πίστη του αιτούντος, εντούτοις εξ αυτού δεν συνάγεται κατ’ ανάγκη ότι η ακύρωση περιγραφικού ή στερούμενου διακριτικού χαρακτήρα σήματος αποτελεί έννομη συνέπεια την οποία επιτάσσει το άρθρο 57, παράγραφοι 5 και 6, του κανονισμού 207/2009, ακόμη και αν ο αιτών την κήρυξη της ακυρότητας ενέχεται σε πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, η αίτηση κηρύξεως ακυρότητας δεν αποτελεί μεμονωμένη ενέργεια, στην οποία προέβη η ultra air εκ παραλλήλου με ενδεχόμενη άλλη συμπεριφορά αντίθετη προς τον ελεύθερο ανταγωνισμό, αλλά αποτελεί ακριβώς τη βάση και το αντικείμενο αυτού του αθέμιτου ανταγωνισμού.

54

Με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η Donaldson Filtration Deutschland προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν εξέτασε επαρκώς, στη σκέψη 24 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τον ρόλο του διαχειριστή της ultra air, ο οποίος ήταν προηγουμένως διαχειριστής της Donaldson Filtration Deutschland και είχε προσωπικά την αποκλειστική ευθύνη για τη διαδικασία καταχωρίσεως του σήματος του οποίου ζητεί επί του παρόντος την κήρυξη της ακυρότητας.

55

Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι ο συλλογισμός του Γενικού Δικαστηρίου που εκτίθεται στη σκέψη 24 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι διάλληλος. Η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι «ο δικαιούχος δεν αποκτά κανένα δικαίωμα διατηρήσεως σε ισχύ του σήματός του» δεν διαφέρει από την κρίση ότι «δεν θίγεται το δικαίωμα του αιτούντος την κήρυξη της ακυρότητας», καθόσον με αυτές παρατίθεται η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου υπό διαφορετική οπτική γωνία.

56

Το ΓΕΕΑ επικαλείται επίσης τη γερμανική νομολογία και νομική θεωρία, κατά τις οποίες από την ενδεχόμενη αντιφατική συμπεριφορά (venire contra factum proprium) δύναται να συναχθεί η ύπαρξη καταχρήσεως δικαιώματος, οπότε η ένσταση που αντλείται από καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν μπορεί να απορρίπτεται εξ ορισμού στο πλαίσιο διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας. Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι το πρόσωπο χάρη στο οποίο κατέστη δυνατή η καταχώριση σήματος, καθόσον αυτό απέδειξε τον κτηθέντα διά της χρήσεως διακριτικό χαρακτήρα του σήματος, αμφισβητεί επί του παρόντος τη δική του συμπεριφορά έχει σαφώς σημασία.

57

Η ultra air υποστηρίζει ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 21 έως 27 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

58

Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η ultra air επισημαίνει ότι τα επιχειρήματα της Donaldson Filtration Deutschland περί του ότι το σήμα «ultrafilter international» έχει καταστεί παγκοίνως γνωστό σε τέτοιο βαθμό που να πρέπει να προστατεύεται προς όφελος της δεύτερης θα ήταν κατανοητό εφόσον η εταιρία αυτή είχε στηριχθεί στο ότι το εν λόγω σήμα είχε, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως κηρύξεως της ακυρότητας, αποκτήσει, εν πάση περιπτώσει, διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως. Τούτο, όμως, δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

59

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η ultra air υποστηρίζει ότι η ένσταση venire contra factum proprium δεν έχει εν προκειμένω εφαρμογή, καθόσον ο διαχειριστής της δεν προέβη στην καταχώριση του επίμαχου σήματος για λογαριασμό του, αλλά για την Donaldson Filtration Deutschland, η οποία είναι νομικό πρόσωπο, οπότε ο διαχειριστής ουδέποτε υπήρξε δικαιούχος του σήματος «ultrafilter international». Η ultra air επισημαίνει επίσης ότι ο οικείος διαχειριστής ανέλαβε τα καθήκοντά του στην εταιρία αυτή μόλις τον Μάρτιο του 2008. Εάν γίνουν δεκτά τα επιχειρήματα της Donaldson Filtration Deutschland, τούτο θα συνεπαγόταν ότι αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας υποβληθείσα πριν τον Μάρτιο του 2008 δεν θα χαρακτηριζόταν ως καταχρηστική, ακριβώς όπως και αίτηση που θα υποβαλλόταν μετά την αποχώρηση του οικείου διαχειριστή.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

60

Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, επιβάλλεται, καταρχάς, η επισήμανση ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στη σκέψη 25 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις αιτιάσεις που προέβαλε η Donaldson Filtration Deutschland περί πράξεων αθέμιτου ανταγωνισμού σε βάρος της, στις οποίες προέβη η ultra air και αποφάνθηκε, κατόπιν τούτου, ότι οι πράξεις αυτές δεν θίγουν το δικαίωμα της δεύτερης να ζητήσει την κήρυξη της ακυρότητας του επίμαχου σήματος.

61

Εν συνεχεία, τα επιχειρήματα της Donaldson Filtration Deutschland στηρίζονται στην προκειμένη ότι η αίτηση κηρύξεως ακυρότητας που υπέβαλε η ultra air βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 συνιστά αφεαυτής πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού.

62

Η προκειμένη αυτή, όμως, είναι προδήλως πεπλανημένη, καθόσον το γεγονός ότι ο αιτών την κήρυξη ακυρότητας δύναται να υποβάλει την αίτησή του με σκοπό να επιθέσει στη συνέχεια το επίμαχο σήμα στα προϊόντα του αντιστοιχεί ακριβώς στο γενικό συμφέρον της ελευθερίας διαθέσεως και της ελεύθερης χρήσεως που διέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, όπως προκύπτει από τη σκέψη 43 της παρούσας διατάξεως. Υπέρ της εκτιμήσεως αυτής συνηγορεί και το άρθρο 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, κατά το οποίο ένα κοινοτικό σήμα μπορεί να κηρυχθεί άκυρο και κατόπιν ανταγωγής ασκηθείσας στο πλαίσιο αγωγής λόγω παραποιήσεως/απομιμήσεως σήματος.

63

Τέλος, ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο ότι η διαγραφή περιγραφικού ή στερούμενου διακριτικού χαρακτήρα σήματος δεν αποτελεί συνέπεια πράξεως αθέμιτου ανταγωνισμού, καθόσον θα έπρεπε να έχει απορριφθεί η αίτηση καταχωρίσεως ενός τέτοιου σήματος, επειδή θα συνέτρεχαν απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου που θα απέκλειαν το ενδεχόμενο καταχωρίσεως, αλλά έννομη συνέπεια την οποία επιτάσσει το άρθρο 57, παράγραφοι 5 και 6, του κανονισμού 207/2009.

64

Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμο.

65

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να επισημανθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 24 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι το γεγονός ότι ο διαχειριστής της αιτούσας την κήρυξη της ακυρότητας, δηλαδή της ultra air, υπήρξε διαχειριστής της δικαιούχου του επίμαχου σήματος, δηλαδή της Donaldson Filtration Deutschland, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος ουδόλως θίγει το δικαίωμα της ultra air να υποβάλει στο ΓΕΕΑ αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας κατά την έννοια του άρθρου 56, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009. Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε συναφώς ότι, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τον σκοπό της οικείας διαδικασίας, που συνίσταται στη διασφάλιση των γενικών συμφερόντων που διέπουν το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 207/2009, ο δικαιούχος σήματος περιγραφικού ή στερούμενου διακριτικού χαρακτήρα δεν αποκτά κανένα δικαίωμα διατηρήσεως σε ισχύ του σήματός του απλώς και μόνον επειδή η διαχείριση της αιτούσας την κήρυξη της ακυρότητας ασκείται από φυσικό πρόσωπο το οποίο είχε ενεργήσει στο παρελθόν με σκοπό την καταχώριση του επίμαχου σημείου.

66

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το επιχείρημα που προέβαλε η Donaldson Filtration Deutschland περί του ότι η αίτηση κηρύξεως ακυρότητας είναι καταχρηστική λόγω της προγενέστερης συμπεριφοράς του διαχειριστή της ultra air και έκρινε ότι το γεγονός αυτό στερείται σημασίας στο πλαίσιο διαδικασίας κηρύξεως της ακυρότητας βάσει του άρθρου 56, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009.

67

Επιπλέον, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υποχρεούται να εξετάζει αναλυτικά όλα τα επιχειρήματα που προέβαλαν ενώπιόν του οι διάδικοι (βλ., σχετικώς, απόφαση Γκόγκος κατά Επιτροπής, EU:C:2010:287, σκέψη 30), δεν μπορεί να του προσαφθεί ότι δεν εξέτασε επαρκώς όσα άπτονται της προγενέστερης συμπεριφοράς του διαχειριστή της ultra air.

68

Εξάλλου, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται το ΓΕΕΑ, ο συλλογισμός του Γενικού Δικαστηρίου που εκτίθεται στη σκέψη 24 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι διάλληλος. Συγκεκριμένα, αφενός, στην πρώτη περίοδο της σκέψεως 24 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται, κατ’ ουσίαν, ότι η προγενέστερη συμπεριφορά του διαχειριστή της ultra air, δηλαδή της εταιρίας που ζητεί την κήρυξη της ακυρότητας του επίμαχου σήματος, ουδόλως αφορά το δικαίωμα της εταιρίας αυτής να υποβάλει τέτοια αίτηση ενώπιον του ΓΕΕΑ. Στη δεύτερη περίοδο της σκέψεως αυτής, η εν λόγω διαπίστωση αιτιολογείται βάσει της φύσεως και του σκοπού της οικείας διαδικασίας κηρύξεως της ακυρότητας που συνίσταται στη διασφάλιση των γενικών συμφερόντων τα οποία υπηρετεί το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 207/2009. Καθόσον σήμα το οποίο δεν έπρεπε να καταχωρισθεί λόγω του περιγραφικού χαρακτήρα του ή λόγω του ότι στερείται διακριτικού χαρακτήρα πρέπει να μπορεί να κηρυχθεί άκυρο, η προστασία των γενικών συμφερόντων δεν θίγεται από τις προγενέστερες δραστηριότητες του διαχειριστή της εταιρίας που κίνησε την οικεία διαδικασία κηρύξεως της ακυρότητας.

69

Επιπλέον, επιβάλλεται η επισήμανση ότι ο συγκεκριμένος διαχειριστής δεν προέβη στην καταχώριση του επίμαχου σήματος για λογαριασμό του, αλλά στο όνομα και για λογαριασμό της δικαιούχου του σήματος αυτού, δηλαδή της Donaldson Filtration Deutschland, η οποία είναι νομικό πρόσωπο διαφορετικό του φυσικού προσώπου του διαχειριστή. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω διαχειριστής ουδέποτε υπήρξε δικαιούχος του επίμαχου σήματος, οπότε δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η ένσταση venire contra factum proprium.

70

Συνεπώς, και το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμο και, ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

71

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

72

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ιδίου Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Donaldson Filtration Deutschland ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της ultra air.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) διατάσσει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Καταδικάζει την Donaldson Filtration Deutschland GmbH στα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top